Αναγνώστες

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ και η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος αι. μ.Χ.


    Πηγή:https://istoriatexnespolitismos.wordpress.com/2013/06/12/τζεκινσ-χαν-και-η-αυτοκρατορια-των-μογ/

 ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ και η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ 13ος αι. μ.Χ.
 Κατά την πρώτη δεκαετία του 1.200 μ.Χ, ο Τζέκινς Χαν νικά τα αντίπαλα γένη των Μογγόλων και εδραιώνει την εξουσία   του, καταφέρνει έτσι να επιβάλει την ενοποίηση των μογγολικών φυλών.
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ8888
  • Το 1.206 μ.Χ, ανακηρύσσεται οικουμενικός ηγεμόνας όλων των Μογγόλων. Ως προσωπικότητα συνδύαζε την ωμή βαρβαρότητα και την αμείλικτη σκληρότητα με την μεγαλοφυή ικανότητα στη στρατιωτική οργάνωση, την δεινότητα ως κυβερνήτης και τη δεξιότητα ως νομοθέτης.
  • Διέταξε να καταγράφονται οι νόμοι, ώστε οι δικαστές μελετώντας τους να βοηθούνται στο έργο τους. Οι ηθικοί κανόνες απαγόρευαν: την αυτοδικία, τη μοιχεία, το σοδομισμό, την κλοπή, την ψευδομαρτυρία, την προδοσία, τη μαγεία, την ανυπακοή προς τους ανωτέρους, το πλύσιμο σε τρεχούμενο νερό (ανιμιστική προκατάληψη). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ποινή που προβλέπονταν ήταν ο θάνατος. Ωστόσο, στα θέματα θρησκείας, οι κανόνες ήταν πιο ελαστικοί και επιεικείς, καθένας μπορούσε να διατηρεί τη δική του πίστη και να ασκεί τη λατρεία της, αρκεί να αναγνώριζε ως υπέρτατη εξουσία το Μεγάλο Χάνο.
  • Από το 1.207 μ.Χ, η έλλειψη επαρκών εκτάσεων για βοσκότοπους, αποτελεί λόγο της έναρξης επιδρομών. Έτσι, οι Μογγόλοι αρχικά σαρώνουν το γειτονικό βασίλειο Σι-Χία.
  • Το 1.215 μ.Χ, διασπούν την άμυνα του σινικού τείχους, καταλαμβάνουν την πόλη Τσονγκτού και λεηλατούν τα ανάκτορα. Ακολουθούν τρομερές σφαγές και διάλυση της αυτοκρατορίας των Τσιν.
  • Ο Τζέκινς Χαν, προσλαμβάνει ως σύμβουλο, τον Κινέζο μογγολικής καταγωγής Γε Λου Τσουτστάι. Αυτός ασκεί θετική επιρροή επάνω του, αποτρέποντάς τον από περιττές καταστροφές και αποθαρρύνοντας τον να μετατρέψει τους ορυζώνες της Κίνας σε βοσκότοπους. Του υποδεικνύει το όφελος της φορολογίας εάν το εμπόριο συνέχιζε να ανθεί. Στα επόμενα 17 έτη, ο στρατηγός του Μουκάλι, κυριαρχεί σε όλη τη βόρεια Κίνα.
  • Το 1.217 μ.Χ, ο στρατηγός Τζεμπέ, υποτάσσει το βασίλειο Καρά Κιτάυ.
  • Κατόπιν, οι Μογγόλοι επιτίθενται με τρομερή αγριότητα στην αυτοκρατορία Χορασίμ. Όσοι από τους κατοίκους των πόλεων γλύτωναν από τη σφαγή, χρησιμοποιούνταν σαν ασπίδα στην επόμενη πολιορκία. Όσο πιο παρατεταμένη ήταν μια πολιορκία και σθεναρή η αντίσταση των κατοίκων, τόσο πιο μεγάλη ήταν η ωμότητα των εισβολέων, μετά την κατάληψη της πόλης.
  • Μετά την κατάληψη της πόλης Νισαπούρ, οι Μογγόλοι έφτιαξαν έξω από την πόλη τρεις διαφορετικές πυραμίδες από κρανία, μία από κρανία αντρών, μία από κρανία γυναικών και μία από κρανία παιδιών.
  • Στη συνέχεια κατανικούν Αρμένιους, Γεωργιανούς, Τούρκους Κιπτσάκους και Βούλγαρους του Άνω Βόλγα.
  • Το 1.223 μ.Χ, σταθεροποιούν τη θέση τους σε Ουκρανία-Κριμαία. Ενώ νικούν συνολικά στρατούς 20 διαφορετικών κρατών.
  • 1.227 μ.Χ, ο Τζεκινς Χαν πεθαίνει.
  • Το 1.229 μ.Χ, ο γιός του Τζέκινς Χαν Ουγκεντέι, διαδέχεται τον πατέρα του. Αυτός ολοκληρώνει την κατάκτηση της
    Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
    Η ΜΟΓΓΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΚΙΝΣ ΧΑΝ
    βόρειας Κίνας και υποτάσσει την Κορέα.
  • Ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μπατού εισβάλει στη Ρωσία. Το 1.240 μ.Χ, λεηλατεί το Κίεβο.
  • Το 1.241 μ.Χ, οι Μογγόλοι νικούν τους Πολωνούς, σαρώνουν Σιλεσία και Μοραβία και καταλαμβάνουν την Ουγγαρία.
  • Το 1.241 μ.Χ, ο θάνατος του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι αναγκάζει τους Μογγόλους να αναβάλουν την εισβολή τους στην κεντρική Ευρώπη και να επιστρέψουν στην Ασία για την εκλογή διαδόχου.

  • Το 1.251 μ.Χ, ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος, ο εγγονός του Τζέκινς Χαν Μόνγκε. Αυτός επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας τόσο δυτικά όσο και ανατολικά. Ολοκληρώνεται η κατάκτηση της δυτικής Ασίας και εξολοθρεύονται οι σιίτες ασσασίνοι.
  • Το 1.258 μ.Χ, καταλαμβάνεται η Βαγδάτη, ο ιστορικός Μακριζί αναφέρει τον θάνατο 2.000.000 ανθρώπων και ανάμεσα τους του Χαλίφη, ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου.
  • Το 1.259 μ.Χ, ο Μεγάλος Χάνος Μόνγκε πεθαίνει.

  • Το 1.260 μ.Χ, 10.000 Μογγόλοι ηττώνται από υπέρτερες δυνάμεις των Μαμελούκων της Αιγύπτου, υπό τον σουλτάνο Κουτούζ. Αυτή η πρώτη τους στρατιωτική ήττα έχει τεράστια σημασία για τη διάλυση της φήμης των αήττητων Μογγόλων στρατιωτών. Στη συνέχεια οι Μαμελούκοι προσαρτούν τη Συρία, απωθώντας τους Μογγόλους πίσω από τον Ευφράτη.

ΚΟΥΜΠΛΑΪ ΧΑΝ
ΚΟΥΜΠΛΑΪ ΧΑΝ
  • Το 1.264 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν επικρατεί, σε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής, του αδελφού του Αρίκ Μπογκ και ανακηρύσσεται Μεγάλος Χάνος. Ωστόσο, τα χανάτα της Χρυσής Ορδής και του Τσαγκατάι, αμφισβητούν ανοιχτά την εξουσία του.
  • Ο Κουμπλάι Χαν, έχοντας ανατραφεί με κινέζικη παιδεία, επιδιώκει να δημιουργήσει έναν νέο εκλεπτυσμένο μογγόλικο πολιτισμό. Επηρεασμένος από τον κινέζικο πολιτισμό, χτίζει τη χειμερινή του πρωτεύουσα κοντά στα ερείπια της κατεστραμμένης Τσενγκτού. Η πόλη εντυπωσιάζει για τον πλούτο της, τη διακόσμηση και τη ρυμοτομία της.
  • Το 1.279 μ.Χ, ολοκληρώνει την κατάκτηση της Κίνας, με την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Σονγκ.
  • Το 1.275 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν γνωρίζει τον Μάρκο Πόλο και τον κρατά 17 έτη στην υπηρεσία του. Ο Μάρκο Πόλο, εντυπωσιάζεται από την Κίνα και εγκωμιάζει την προσωπικότητα του Κουμπλάι και τη γενναιοδωρία του. Ωστόσο, στα 23 έτη της βασιλείας του οι Κινέζοι έγιναν γενικά φτωχότεροι.
  • Η κοινωνική ιεραρχία της Κίνας του Κουμπλάι, είχε ως εξής:                                         
    ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
    ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
  1. Στην κορυφή υπήρχε η στρατιωτική ελίτ των Μογγόλων, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες και ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
  2. Ακολουθούσαν οι προνομιούχοι ξένοι (Πέρσες, Τούρκοι κ.λ.π.), οι οποίοι ήταν έμποροι, επιχειρηματίες, κρατικοί λειτουργοί και ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
  3. Οι Κινέζοι υπήκοοι Τσιν.
  4. Οι Κινέζοι υπηκόοι Σονγκ. Οι 2 τελευταίες τάξεις αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, με τους Τσιν να κατέχουν μεγαλύτερη εύνοια έναντι των Σονγκ, από τους Μογγόλους.
  • Επί Κουμπλάι Χαν, η διαχείριση της αυτοκρατορίας υπήρξε κακή, καθώς οι νομάδες Μογγόλοι ελάχιστη πείρα είχαν από διοίκηση πόλεων και από σταθερή διαμονή. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν ατυχείς εκστρατείες. Το ιππικό των Μογγόλων αποδείχτηκε αναποτελεσματικό στις ζούγκλες της νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, 2 εκστρατείες εναντίον της Ιαπωνίας απέτυχαν. Ειδικά στη δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε το 1.281 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Μογγόλοι σκοτώθηκαν ή υποδουλώθηκαν.
  • Το 1.294 μ.Χ, ο Κουμπλάι Χαν πεθαίνει, χωρίς να καταφέρει να εκδικηθεί για την καταστροφή στην Ιαπωνία.
  • Σε λιγότερο από 100 χρόνια (1.368 μ.Χ), οι Μογγόλοι χάνουν την κυριαρχία τους πάνω στην Κίνα.

  • Στα τέλη του 13ου μ.Χ αιώνα, έχει ήδη αρχίσει η παρακμή σε όλα τα μογγολικά χανάτα.             
    ΤΑ ΧΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
    ΤΑ ΧΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
  • Στο ιλχανάτο της Περσίας, οι κατακτητές υποτάχτηκαν στον πολιτισμό των κατακτημένων. Οι Μογγόλοι εξισλαμίστηκαν και το ιλχανάτο επιβίωσε για 80 χρόνια.
  • Το χανάτο της Χρυσής Ορδής, υπήρξε ανθεκτικότερο και γνώρισε σχετική ευημερία. Στο εσωτερικό οι διάφορες τοπικές δυναστείες μπορούσαν να κρατήσουν τους θρόνους τους, καταβάλλοντας φόρους. Το τελευταίο μογγολικό κράτος στην Κριμαία, διαλύθηκε από τους Ρώσους τον 18ο αιώνα.
  • Το χανάτο Τσαγκατάι, εξασθενεί λόγω συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών της παράδοσης της Ανατολής και αυτών που ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό.

  • Το 1.369 μ.Χ, η εμφάνιση του Ταμερλάνου, που θα κυριαρχήσει στο Τσαγκατάι και τη Χρυσή Ορδή,σηματοδοτεί το τέλος της καθεαυτό μογγολικής κυριαρχίας.
  • Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι κατακτητές είχαν αφομοιωθεί σε τέτοιο βαθμό που έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο.
  • Στη Ρωσία, αναμίχθηκαν με Τούρκους, Σλάβους και Φίννους, για να αποτελέσουν ένα τουρκόφωνο φύλο, που καταχρηστικά αποκαλείται Τάταροι.
  • Στην κεντρική Ασία, έπαψαν να ξεχωρίζουν από λαούς τούρκικης ή πέρσικης προέλευσης.
  • Οι Μογγόλοι, επέβαλαν την κυριαρχία τους στους 2 πιο αναπτυγμένους πολιτισμούς του κόσμου, αλλά η συμβολή τους στη διακυβέρνηση, τις επιστήμες, τις τέχνες ήταν μηδαμινή. Το μόνο που διέδωσαν, ήταν νέες πολεμικές τέχνες.
  • Ωστόσο, η απεραντοσύνη της αυτοκρατορίας τους [η μεγαλύτερη σε έκταση που γνώρισε μέχρι τότε ο κόσμος] επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία των αγαθών, γνώσεων και ιδεών.
  • Η μογγολική κατοχή της Κίνας, επέφερε κύμα ξενοφοβίας και η Κίνα ξανακλείστηκε στον εαυτό της.Όμως, η δύση είχε οριστικά γνωρίσει και θαυμάσει τον πλούτο και τα επιτεύγματα της Ανατολής.
Συμπεράσματα:
  1. Από τις αρχές του 13ου μ.Χ αιώνα, ο γνωστός κόσμος θα γνωρίσει την επέκταση και την εδραίωση της μεγαλύτερης σε έκταση αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ. Ωστόσο, η μογγολική κυριαρχία πιθανά κατέχει και μια άλλη θλιβερή πρωτιά, αυτή της μαζικής ωμής βίας χωρίς προηγούμενο. Πυραμίδες κρανίων στήνονταν έξω από τις κατακτημένες χώρες, οι αιχμάλωτοι χρησίμευαν απλά σαν ανθρώπινη ασπίδα για την επόμενη επιδρομή. Η μικρή σημασία που έδιναν οι Μογγόλοι για την ανθρώπινη ζωή, αντανακλάται και στο δίκαιο, στο οποίο ο θάνατος ήταν η πιο συχνή καταδίκη για τα περισσότερα αδικήματα. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η ανεκτικότητά τους στα ζητήματα θρησκείας, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι παρέμενε ανεπηρέαστη η υποταγή στο Μεγάλο Χάνο.
  2. Ο άνθρωπος που κατέφερε να ενώσει τις ανυπότακτες νομαδικές φυλές υπό ένα ηγεμόνα και να ξεκινήσουν μια σειρά επιδρομών και κατάλυσης αυτοκρατοριών, ήταν ο Τζέκινς Χαν. Οι διάδοχοί του, επέκτειναν ακόμα περισσότερο τις κτήσεις τους, αλλά επήλθε η διαίρεση σε 4 μεγάλα χανάτα: 1ον της Κίνας, 2ον του Τσαγκατάι (Μογγολία, κεντρική Ασία), 3ον το ιλχανάτο της Περσίας, 4ον το χανάτο της Χρυσής Ορδής. Συνολικά οι Μογγόλοι επικράτησαν από την Κίνα έως την ανατολική Ευρώπη και από τη Ρωσία έως τον Ευφράτη. Η κεντρική και δυτική Ευρώπη γλύτωσε την κατάκτηση μάλλον συμπτωματικά, από το θάνατο του Μεγάλου Χάνου Ογκεντέι. Σημαντικότατο γεγονός για την αναχαίτιση της επέκτασής τους έπαιξε η πρώτη τους στρατιωτική ήττα από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου του Σουλτάνου Κουτούζ το 1.260 μ.Χ, όπως και οι 2 αποτυχημένες προσπάθειες του Κουμπλάι Χαν για επέκταση στην Ιαπωνία. Ειδικά στη δεύτερη το 1.281 μ.Χ, οι Μογγόλοι γνώρισαν την πανωλεθρία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους που υποδουλώθηκαν.
  3. Ωστόσο και τα 4 χανάτα, σε διάστημα ενός περίπου αιώνα πέρασαν στο στάδιο της παρακμής, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις την ενσωμάτωση των κατακτητών και την εξαφάνισή τους ως ξεχωριστό φύλο. Οι κύριοι λόγοι ήταν: Οι Μογγόλοι, που αποτελούσαν συνεχώς μετακινούμενο νομαδικό φύλο, κλήθηκαν να διοικήσουν περιοχές με συντριπτικά ανώτερο πολιτισμό, κάτι που εξάλλου τους ανάγκασε να αλλάξουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους. Βέβαια επικράτησαν πάνω στους 2 πιο προηγμένους πολιτισμούς της εποχής, της Κίνας και του Ισλάμ. Η κυριαρχία αυτή όμως εν πολλοίς στηρίχτηκε στην ωμή βία και στην στρατιωτική αποτελεσματικότητα, ενώ από την άλλη η προσφορά τους σε ζητήματα πολιτισμού υπήρξε μηδαμινή. Οι επιπτώσεις του γεγονότος χαρακτηρίστηκαν από μια αμφισημία. Αφενός, οδήγησαν την Κίνα- που η ζωή των κατοίκων της χειροτέρεψε στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κουμπλάι Χαν – πίσω στην εσωστρέφεια και στο κλείσιμο στον εαυτό της, αφετέρου η έκταση της αυτοκρατορίας τους επέτρεψε την εκτεταμένη κυκλοφορία αγαθών, γνώσεων και ιδεών. Ίσως για πρώτη φορά η δύση γνώρισε τόσο καλά τα επιτεύγματα του πολιτισμού της ανατολής.
                                                                                                                          ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΗΓΗ: TIME LIFE BOOKS/ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Ποιο κόμμα θα γεννήσει «παράταξη»



Η ​​εκλογή αρχηγού στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μία ακόμα αφορμή για τους πολίτες, να συνειδητοποιήσουμε ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας έχει αχρηστευθεί.

Οταν έχει απολείψει η λογική της λειτουργίας των θεσμών, τι νόημα έχει να συζητάμε ποιος θα ηγηθεί στον θεσμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Οταν το συγκεκριμένο κόμμα δεν έχει ραχοκοκαλιά, δηλαδή στόχους πολιτικούς, κοινωνικό όραμα για τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, την άμυνα, διαφοροποιημένες προτάσεις από τα άλλα κόμματα, για την παιδεία, τον συνδικαλισμό, τη Δικαιοσύνη, το ασφαλιστικό, τη φοροδιαφυγή, την αναξιοκρατία, πώς θα κρίνουν οι πολίτες ποιος υποψήφιος αρχηγός είναι ικανότερος να υπηρετήσει σκοποθεσίες και επιδιώξεις ανύπαρκτες;


Οταν το 1984 η Νέα Δημοκρατία, πανικόβλητη από τις εκλογικές επιτυχίες του Ανδρέα Παπανδρέου, εξέλεγε αρχηγό τον ώς τότε αντίπαλό της Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τα στελέχη της ομολογούσαν απερίφραστα ότι η επιλογή τους υπάκουε στη λογική «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο»! Χρησιμοποιούσαν και χυδαιότερους χαρακτηρισμούς αποκαλύπτοντας ωμή και απολύτως ιδιοτελή τη λογική τους. Ιδια λογική κυριαρχεί και σήμερα: ποιος από τους υποψήφιους για την αρχηγία είναι ο πιο επιδέξιος για να «φάει» τον Τσίπρα. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει.

Μοιάζει αυταπόδεικτη η πιστοποίηση ότι η Ν.Δ. δημιουργήθηκε για να είναι κόμμα προσωποπαγές. Δεν φιλοδοξούσε να κομίσει πολιτική πρόταση, κοινωνικές στοχεύσεις, διαφοροποιημένες στρατηγικές, φτιάχτηκε ως θεσμικό όργανο μόνο για να εξυπηρετήσει τις προσωπικές φιλοδοξίες του ιδρυτή της. Βέβαια, απευθυνόταν πάντοτε στα στρώματα του πληθυσμού που συγκροτούσαν άλλοτε το Λαϊκό Κόμμα, και το κόμμα εκείνο εκπροσωπούσε «παράταξη». Παρά τις παιδαριώδεις αντιφάσεις ή και ιδιοτελείς αγυρτείες των ηγετών, η λαϊκή βάση του κόμματος συνιστούσε «παράταξη», γιατί είχε άξονα συνοχής: σάρκωνε (ίσως ανεπίγνωστα, αλλά σαφέστατα) την εμμονή των ψηφοφόρων του στην ελληνική τους ιδιαιτερότητα και ιστορική συνέχεια, την αντίστασή τους στον επαρχιώτικο, ξιπασμένον από τα «φώτα» της Δύσης, βενιζελικό εθνικισμό.

Ο Κων. Καραμανλής αρνήθηκε να συνεχίσει την πολιτική παράδοση του Λαϊκού Κόμματος – ούτε και την κατάλαβε ποτέ. Φιλοδόξησε να είναι ο συνεχιστής του Βενιζελισμού με διαφορετικό πρόσημο, μιμητικό, ασαφές, αλλά στιλπνό: Διάλεξε αρχικά ως ετικέτα τον «ριζοσπαστισμό» (ΕΡΕ) και μετά τον ρητορικό γαλλισμό «Nouvelle République» (Ν.Δ.). Είχε όμως σίγουρο ταλέντο στη διαχειριστική πολιτική, σοβαρότητα και το κυρίως ηγετικό χάρισμα: να βάζει στόχους μεγαλεπήβολους. Απάλλαξε τη χώρα από τη βασιλική επιτρόπευση και πέτυχε την έγκαιρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τον διαδέχθηκε ο ευπρεπέστατος, αλλά οδυνηρά ελλιπής στην πολιτική στρατηγική και σε κοινωνικές στοχεύσεις, Γεώργιος Ράλλης. Δεν είχε επαρκείς αντιστάσεις και σαρώθηκε από την καταιγίδα του ανδρεϊκού αμοραλισμού και λαϊκισμού. Την ίδια τύχη είχε και ο ασυγκρίτως υπέρτερος σε καλλιέργεια και πυγμή, αλλά εξίσου ανεπαρκής για να προβάλει ρεαλιστικό αντίλογο στον «κοινωνικό μετασχηματισμό» του Ανδρέα, Ευάγγελος Αβέρωφ.

Με τον Κων. Μητσοτάκη αρτιώθηκε και εδραιώθηκε ο ποθητός εκπασοκισμός της Ν.Δ.: η τυφλή απομίμηση των ανδρεϊκών τεχνασμάτων θεωρήθηκε κλειδί για την επανάκτηση της εξουσίας, αλλά κατέληξε στην πλήρη πολιτική αφασία του κόμματος. Η άλλοτε «παράταξη» του πατριωτισμού και του φιλότιμου δεν πρόβαλε ούτε καν προσχηματική αντίσταση στα ιστορικά εγκλήματα του ΠΑΣΟΚ: στην επιβολή της μονοτονικής γραφής, στην κατάργηση κάθε αξιοκρατικής ιεραρχίας, στη διαστροφή του συνδικαλισμού σε δυνάστη του κοινωνικού σώματος, στον ανήθικο και εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, στον μεθοδικό αφελληνισμό της παιδείας. Το ΠΑΣΟΚ βύθισε την ελληνική κοινωνία σε έναν κυριολεκτικό πρωτογονισμό μανιακής καταλήστευσης του κράτους από τους πολίτες και του κάθε πολίτη από τους λειτουργούς του κράτους (εφοριακούς, υπαλλήλους της πολεοδομίας, νοσοκομειακούς γιατρούς, τελωνειακούς ή όποιους άλλους), με τη Ν.Δ. να ζηλεύει ολοφάνερα το κατόρθωμα των εθνομηδενιστών και να καρτερεί να τους διαδεχθεί μιμητικά.

Μόνο ο Μιλτιάδης Εβερτ τόλμησε, στον σύντομο χρόνο της αρχηγίας του, να πει απερίφραστα: «Το κόμμα μας είναι σάπιο, οι βουλευτές μας είναι σάπιοι, η χώρα χρειάζεται μιαν ειρηνική επανάσταση». Αλλά ούτε και αυτός την τόλμησε. Στον επόμενο αρχηγό της Ν.Δ., Καραμανλή τον βραχύ, επέβαλαν οι διαφημιστές, σαν κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής του εκστρατείας, την υπόσχεση «επανίδρυσης του κράτους». Ηταν η ευστοχότερη λεκτική αντιπρόταση στο ξέφρενο ηδονικό φαγοπότι λωποδυσίας, διαπλοκής και αυθαιρεσίας που είχε στηθεί στη χώρα με τα χρήματα ενός παρανοϊκού υπερδανεισμού. Λεκτικό πυροτέχνημα, που εγκαινίασε την πρωθυπουργία τού πιο άβουλου, νωθρού, βαριεστημένου από την άγουρη επιτυχία του και από την ίδια τη νεότητά του πολιτευτή. Με τον «Κωστάκη» (όπως ονοματικά τον αποτίμησε η λαϊκή εκφραστική) η Ν.Δ. έφτασε στην ολοκληρωτική απώλεια κάθε πολιτικής ιδιοπροσωπίας, μεταποιήθηκε σε ένα «γαλάζιο ΠΑΣΟΚ».

Ακολούθησε η περίοδος Σαμαρά – Μπαλτάκου (το απόγειο ηθικού εκπεσμού του κόμματος), που οδήγησε στη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ: στην πλήρη πολιτική ταύτιση των δύο αυτουργών της καταστροφής κοινωνικού ιστού και κρατικής δομής στη «μεταπολιτευτική» Ελλάδα. Υποχρεώθηκαν οι δύο αυτουργοί να συλλειτουργήσουν στον εξευτελιστικότερο από τους ρόλους που επιφύλαξε η «νέμεσις» σε επαγγελματίες της εξουσίας: να «συγκυβερνήσουν» (τάχα μου) υπό διεθνή επιτροπεία.

Τη διαδοχή σε αυτή την εκδοχή και παράδοση ηγεσίας, στο κόμμα της Ν.Δ., διεκδικούν τώρα ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Διερωτάται ο έννους πολίτης, ποιο είναι το επίπεδο αυτογνωσίας και επαφής με την πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων; Κανένας τους δεν μιλάει για κοινωνικούς στόχους του κόμματος, για πολιτικές στρατηγικές, για αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές, για λογοδοσία όσων υπήρξαν αυτουργοί ειδεχθών κοινωνικών εγκλημάτων. Ολοι μιλάνε τη γλώσσα των κερκίδων και με τα κριτήρια των κερκίδων, όλοι αυτοπροβάλλονται σαν ικανοί να γίνουν ο μονομάχος «αντι-Τσίπρας».

Η στοιχειώδης σοβαρότητα, λογική και αυτοσεβασμός των εκλεκτόρων δοκιμάζονται οδυνηρά. Ο Αδωνις Γεωργιάδης μοιάζει ένα ενθουσιώδες προσκοπάκι, με φανατισμό νεοπροσήλυτου στο κόμμα και επικίνδυνα περιορισμένη κατάρτιση ή ωριμότητα. Ο Ευ. Μεϊμαράκης έχει φωραθεί δύο φορές από τις τηλεοπτικές κάμερες να βωμολοχεί με λεξιλόγιο του υποκόσμου, απίστευτης χυδαιότητας – αναγκάστηκε γι’ αυτό να παραιτηθεί από πρόεδρος της Βουλής και ο κ. Σαμαράς δεν έκανε δεκτή την παραίτησή του. Ο Απ. Τζιτζικώστας είναι ευπρεπέστατος, καλός διαχειριστής, αλλά μόνον αερολογεί με γενικότητες και αφελείς κοινοτοπίες. Ο Κ. Μητσοτάκης, μάλλον ο σοβαρότερος και ευφυέστερος, αυτοακυρώνεται με μόνη την προσαρμογή του στη λογική και στους στόχους αυτής της «αρχηγικής» αναμέτρησης.

Είναι ανάγκη κάποιο καινούργιο όραμα να γεννήσει λαϊκή «παράταξη».
http://www.yannaras.gr/poio-komma-tha-gennisei-parataksi/#more-867

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Δ. Γ. Μαγριπλής

: Συνομιλώντας με τον ποιητή και διηγηματογράφο Αλέξανδρο Βαναργιώτη

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΧΑΡΤΑΕΤΩΝ»
Τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη πρωτοσυνάντησα  λογοτεχνικά, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Πλανόδιον», για τον Πατρινό ποιητή Χρήστο Λάσκαρη . Έκτοτε τον παρακολουθούσα σε αρκετά επώνυμα λογοτεχνικά περιοδικά, είτε στην έντυπή τους μορφή, είτε στην ψηφιακή - διαδικτυακή τους έκδοση, που τελευταία τείνει να τα αντικαταστήσει. Στον κόσμο αυτό, της διαδικτυακής  πραγματικότητας, μας δόθηκε και η ευκαιρία μιας πιο στενής επαφής.
Όπως ήταν φυσικό, η κοινή αγάπη για την συγγραφή αλλά και ιδιαίτερα για την κλειστή φόρμα, μας οδήγησε στην αμοιβαία ενημέρωση για τους κόπους μας. Έφτασαν λοιπόν με το ταχυδρομείο δύο καλαίσθητα βιβλία. Τα «Διηγήματα για το τέλος της μέρας», από τις  εκδόσεις «λογείον»(2009) και  η  «Η θεωρία των χαρταετών», από τις εκδόσεις «Παράξενες μέρες» (2013).  Αρχικά τα ξεφύλλισα και διέκρινα μεράκι τυπογραφικό αλλά και διάθεση από την μεριά των εκδοτών. Αυτό με χαροποίησε και αισθάνθηκα αισιοδοξία. Τίποτα  δεν χάθηκε. Η  ποιότητα – κόντρα στα συμφέροντα και την απάτη των ημερών (σε όλα τα επίπεδα), συνεχίζει να υπάρχει. Φυσικά απευθύνεται στους μυημένους και όχι σε εκείνους που από καθωσπρεπισμό αγοράζουν με τα ρέστα και ένα βιβλίο από το σουπερμάρκετ.
Πόσο μάλλον όταν και το περιεχόμενο είναι άριστο, απόρροια τόσο του ταλέντου, όσο και των σπουδών του συγγραφέα. Φιλόλογος, διορισμένος στην μέση εκπαίδευση γεννημένος στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα μιας νεώτερης γενιάς ποιητών και πεζογράφων που εμφανίστηκαν μετά το 2000 και είναι ικανοί να υποσχεθούν πολλά για το μέλλον. Έχουν όμως να πολεμήσουν με το «ευπώλητο» και άλλες συνάφειες του κατεστημένου, αν και στο τέλος η ποιότητα δεν χάνεται και αυτή μόνο παραμένει στο χρόνο. Η ποιότητα διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά:
α. το γεγονός ότι η συγγραφή θεμελιώνεται σε γλώσσα απλή και καλοδουλεμένη.
β. το αφήγημα βασίζεται  σε ένα βιωματικό ρεαλισμό που διακατέχεται από συναισθηματική φόρτιση
γ. εκδιώκεται κάθε είδους λογοτεχνική πόζα, μη επιτρέποντας τα ονειρογενή στοιχεία να μεταβάλουν το αποτέλεσμα σε χλιαρότητα.
Και τα τρία παραπάνω υπηρετούνται στην γραφή του Θεσσαλού συγγραφέα, τουλάχιστον στην πλειονότητα των διηγημάτων του. Τα πεζά  του χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, που τις διακρίνει το μέγεθος. Αυτά που έχουν την μορφή διηγήματος και εκείνα που μοιάζουν με στιγμιότυπα. Τα τελευταία είναι, θα έλεγε κανείς, ποιητικές φόρμες και μαρτυρούν ότι ο συγγραφέας υπηρέτησε και υπηρετεί και αυτή τη  μορφή του λόγου.
Αυτό δεν μας ξενίζει γιατί όντος το διήγημα είναι η ποίηση του πεζού λόγου και ως  πιο ευρύχωρη φόρμα, αποτελεί συχνά το πέρασμα για πολλούς ποιητές μας. Εδώ όμως μιλάμε για τον πεζογράφο και τα διηγήματά του που διακατέχονται από αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον πόνο της μοναχικότητας, την ερημία των πόλεων και την ανησυχία του θανάτου. Ο συγγραφέας μοιράζεται τον άλλο σαν εαυτό και αναδύει μέσα από τις μικρές ιστορίες του μια ορθόδοξη  βιωματική θεολογία.
Θα κλείσω με μία εικόνα που μου γέννησε η μελέτη της δουλειάς του: « Μια στάση σε ένα επαρχιακό δρόμο, ένας άνθρωπος που κοιτά το απέραντο και οι μνήμες σπασμοί που αλλοιώνουν το πρόσωπο. Κάθε πόνος ρυτίδα και κάθε καημός ένα ακόμη λουλούδι να ανθίζει στην φύση».
Τι πιο καλύτερο όμως από το να μας κάνει γνωστή την γραφή του ο ίδιος ο συγγραφέας:
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δ. Μ. : Ποιητής ή διηγηματογράφος Αλέξανδρε;
Α. Β. : Αφηγούμαι ιστορίες είτε χρησιμοποιώ τον πεζό είτε τον ποιητικό λόγο. Θα συμφωνήσω ότι το διήγημα είναι μια πιο μεγάλη ποιητική φόρμα. Μικρός έγραφα ποιήματα. Ακόμα γράφω.  Αγαπώ πολύ την ποίηση. Άλλωστε τα περισσότερα βιβλία που διαβάζω είναι ποιητικές συλλογές.
Δ.Μ.: Από τον  Παπαδιαμάντη μέχρι τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, το ελληνικό διήγημα έχει στιγμές απογείωσης. Ποιες οι κύριες επιδράσεις σου;
Α.Β.:  Έχω διαβάσει σχεδόν όλο το έργο και των τριών συγγραφέων. Όμως επειδή τον Παπαδιαμάντη και τον Ιωάννου τους διάβασα σε μικρότερη ηλικία και λάτρεψα τη γραφή και το ήθος τους, νομίζω ότι με επηρέασαν βαθύτατα και οι δύο. Το θέμα των επιδράσεων βέβαια χωράει πολλή συζήτηση. Η αφομοιωμένη επίδραση είναι αυτή που έχει αξία, αλλιώς πρόκειται για ανούσια μίμηση. Όταν όμως μιλάμε για αφομοιωμένη επίδραση στην ουσία μιλάμε για ένα υλικό που έχεις μέσα σου είτε ως εμπειρία, βίωμα είτε ως τραύμα, το οποίο αναδύεται, όταν σε αγγίξει μια συγκίνηση που προέρχεται από την εμπειρία, βίωμα ή τραύμα κάποιου άλλου. Είναι ζήτημα συγγένειας πνευματικής περισσότερο και λιγότερο επίδρασης.
Δ.Μ.: Πόση σημασία έχει η μελέτη και οι σπουδές στην θεμελίωση μιας καλοδουλεμένης γλώσσας, αρκεί το ταλέντο ή ακόμη και οι κύκλοι δημιουργικής γραφής;
Α.Β.: Δεν πιστεύω ότι οι κύκλοι δημιουργικής γραφής μπορούν να δημιουργήσουν έναν συγγραφέα. Ασφαλώς οι σπουδές και η μελέτη συμβάλλουν στη διαμόρφωση της γλώσσας. Όμως το ταλέντο  και η παρατήρηση  της ζωής ως θαυμαστό και αξιοπρόσεχτο πράγμα είναι αυτά που αποτελούν την αφετηρία μιας συγγραφής. Από κει και πέρα χρειάζεται βέβαια διαρκής και επίπονη δουλειά.
Δ.Μ.: Ξερή περιγραφή ή βιωματικός ρεαλισμός; Τι από τα δύο προκρίνεις ως απαραίτητη προϋπόθεση ενός καλού διηγήματος;
Α.Β.: Σαφέστατα τον βιωματικό ρεαλισμό.  Οτιδήποτε γράφουμε αποκτά άλλη δύναμη όταν εμβαπτίζεται στο βίωμα, όπως ακριβώς τα μέταλλα γίνονται πιο ανθεκτικά όταν εμπλουτίζονται και μετατρέπονται σε κράματα.
Δ.Μ.: Στην εποχή μας, η έλλειψη χρόνου, η ένταση και η κυριαρχία της εικόνας οδηγούν στην αδυναμία προσήλωσης σε κείμενα που δεν αυτοπεριορίζονται.  Αυτό σημαίνει την ηγεμονία της κλειστής φόρμας ή ακόμη ζούμε στην εποχή των τεράστιων λογοτεχνικών τομιδίων; 
Α.Β.: Έχουμε περάσει εδώ και πολλά χρόνια στην μικρή φόρμα. Οι  ταχύτητες της εποχής και η κούραση των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της εικόνας και του διαδικτύου, περιόρισαν την κυκλοφορία εκτεταμένων κείμενων.  Αναφέρομαι πάντα σε ποιοτικά κι απαιτητικά κείμενα. Διότι υπάρχει και ο εύπεπτος χυλός που κυκλοφορεί και πωλείται πολύ.
Δ.Μ.: Στα διηγήματά σου υπάρχει καλοσύνη, συγχωρητικότητα, αγάπη στον πλησίον και γενικά έντονος ανθρωποκεντρισμός. Πρόκειται για μια δική σου θεολογία;
Α.Β.: Τα στοιχεία αυτά τα βρίσκει κανείς σε πολλούς συγγραφείς παλαιότερους και σύγχρονους. Θα αναφέρω πάλι τον Παπαδιαμάντη, τον Ιωάννου, τον Κόντογλου,  τον Λειβαδίτη, αλλά και τον  Γιώργο Μαρκόπουλο, σύγχρονο ποιητή, ο οποίος σε μια συνέντευξή του στην  τηλεοπτική εκπομπή «ιχνηλάτες» στον Δαυίδ Ναχμία είχε πει κάτι που με συγκλόνισε:  «Έχω τάξει τον εαυτό μου να είμαι υπηρέτης του καλού και ταυτοχρόνως να αποσιωπώ το κακό. Όταν όλοι, πιστέψτε με, πράξουμε το ίδιο, να αποσιωπήσουμε δηλαδή το κακό, τότε θα δείτε ότι το καλό θα λάμψει δέκα φορές περισσότερο» είπε τότε, και σ’ ένα ποίημά του γράφει «ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη, όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια».  Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με χριστιανική πίστη. Μικρός ήμουν παπαδάκι, πήγαινα κατηχητικό και το καλοκαίρι παραθέριζα σε κατασκηνώσεις της μητρόπολης Τρικάλων. Πολύ νωρίς, από τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, επισκέφτηκα και το Άγιο Όρος. Τόσο το πρότυπο των γονέων όσο και τα μηνύματα του ευαγγελίου με επηρέασαν. Πιστεύω βαθύτατα στην αγάπη και  στον συνάνθρωπο. Και ο Θεός στον οποίο πιστεύω είναι επίσης Θεός αγάπης και συγχώρησης.
Δ.Μ.: Μεταμοντέρνος συγγραφέας ή απλά παιδί της εποχής σου;
Α.Β.: Για να είμαι ειλικρινής δεν νιώθω καν  συγγραφέας. Είμαι ένας άνθρωπος που γράφει,  γιατί ένα ποτάμι ανεβαίνει μέσα μου και με πνίγει. Έχω ανάγκη να μιλήσω για κάποια πράγματα και αυτό κάνω πότε κλαίγοντας πότε παίζοντας (ελπίζω το παιχνίδι και ο πειραματισμός να μην θεωρούνται μεταμοντέρνα). Ασφαλώς όλοι είμαστε παιδιά μιας εποχής.
Δ.Μ.: Δώσε μας σε μια εικόνα ή σε ένα ρυθμό, το ιδιαίτερο της γραφής σου.
Α.Β.: Ταξίδευα κάποτε οδικώς με την κόρη μου προς τη Λιβαδειά, όπου υπηρετούσα. Ήταν άνοιξη, γύρω τα πάντα ανθισμένα, αλλά θλιμμένα. Μια βαριά συννεφιά μας συνόδευε. Ψηλά στις πλαγιές του Μπράλου, την ώρα που ο ήλιος έγερνε  προς τον ορίζοντα, άνοιξαν ξαφνικά τα σύννεφα και μας αγκάλιασε ένα μειλίχιο φως. Ένα πορτοκαλί φίλτρο τα έκανε όλα ακόμα πιο όμορφα. Νιώσαμε τότε και οι δύο σαν να εισέβαλε εκείνη η στιγμή στην αιωνιότητα, σαν να σταμάτησε ο χρόνος και να κάναμε βόλτα στον παράδεισο. Όταν γράφω, αισθάνομαι ότι προσπαθώ να αποδώσω εκείνη τη στιγμή κι εκείνο το φως, όποιο κι αν είναι το θέμα μου.
http://www.tempo24.gr/

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Τα αρχαία ελληνικά ξίφη.




ΤΟ ΦΑΣΓΑΝΟ Η ΣΦΑΓΑΝΟ


Το φάσγανο ή σφάγανο θεωρείται σαν το πρώτο πολεμικό ξίφος των Ελληνικών ιστορικών χρόνων αναφερόμενο στο έπος της Ιλιάδας από τον Όμηρο καθώς και στην γραμμική γραφή Β. Το φάσγανο ήταν ένα μακρύ δίκοπο αιχμηρό ξίφος από ορείχαλκο – μπρούντζο – ή χαλκό με μήκος από 0.80 εκ. έως και πέραν του 1.00 μ. και κατάλληλο για νυκτικά κυρίως κτυπήματα.


Υπήρχαν διαφόρων τύπων φάσγανα όπως τα στρογγυλεμένης ράχης του ΙΣΤ’ π.X. αιώνα που την θέση τους πήραν τον επόμενο αιώνα δύο νέοι τύποι ξιφών στερεότερων από τα προηγούμενα, τα αγκιστροειδούς ράχης και τέλος τα σταυρωτής ράχης με ενιαίο έλασμα και λαβή που κατέληγε κατά κανόνα σε μεγάλο σφαίρωμα σχήματος μήλου. Οι διαφορές αυτές εστιάζονταν κυρίως στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των σημείων μεταξύ των λαβών τους και του ελάσματος και όχι στο καθαυτό σχήμα τους.


Κύριο χαρακτηριστικό των φασγάνων ήταν η κατά μήκος και στο μέσον του ορειχάλκινου ή χάλκινου ελάσματός τους νεύρωση μειούμενης διατομής που τους έδινε την απαιτουμένη σταθερότητα και αλυγισία απαραίτητη άλλωστε λόγω του μεγάλου μήκους τους και του είδους του μετάλλου κατασκευής τους. (Σχ. 1,2,3)





Φάσγανο Σταυρωτής Ράχης









Φάσγανο Αγκιστρωτής Ράχης













Φάσγανο Στρογγυλής Ράχης


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΑΘΟΜΑΧΑΙΡΑ


Επίσης με την ίδια ονομασία φάσγανο αναφέρονται και στην Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη εις το λήμμα ξίφοςσχετικά κοντές χάλκινες ή ορειχάλκινες – νεότερες – σπαθομάχαιρεςτου ΙΒ’ π.Χ. αιώνα μήκους από 50 έως 60 εκ. Οι σπαθομάχαιρες αυτές που ευρέθησαν από τον Γερμανό αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν στις ανασκαφές των τάφων των Ατρειδών βασιλέων των Μυκηνών καθώς και στις ανασκαφές της Τροίας ήταν μονής ή διπλής κόψης και χρησίμευαν για την σφαγή των ζώων που προορίζονταν για τις θυσίες στους Ολύμπιους Θεούς. Η λαβή τους ήταν προέκταση του ελάσματός τους ήταν καλυμμένη με ξύλινα ή κοκάλινα καπάκια και τελείωνε σε κρίκο αναρτήσεως του ξίφους – σπαθομάχαιρας.






ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Στην πρώιμη εποχή του ορειχάλκου και σαν ακραία εξέλιξη του φασγάνου παρουσιάζεται ένα ξίφος που είχε την μονοκόμματη κατασκευή των φασγάνων δηλαδή το ενιαίο ελάσματος και λαβής καθώς και το μέγιστο του πλάτους του ελάσματος αλλά με σαφέστατα μικρότερο μήκος.


Έτσι το εν λόγω ξίφος παρουσίαζε τριγωνική ισοσκελή μορφή και κατασκευαζόταν τόσο από χαλκό όσο και από ορείχαλκο με μέσο μήκος ελάσματος περί τα 0.60 εκ. Το ξίφος αυτό ονομάστηκε Ομηρικό ξίφος,δεν αναφέρεται στην γραμμική γραφή Β είχε αγκιστρωτή ράχη και εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται έως το 1200 π.Χ. Ο Ερρίκος Σλήμανκατά την διάρκεια των ανασκαφών του στα ανάκτορα των Ατρειδών βασιλέων στις Μυκηνών βρήκε ξίφος της ιδίας περιόδου εξ’ ολοκλήρου από χαλκό και με αμφίστομο έλασμα μήκους 0.60 εκ.


Όπως και το φάσγανο είχε την χαρακτηριστική νεύρωση στην μέση και κατά μήκος του ελάσματος και η οστέινη ή ξύλινη λαβή του στερεωνόταν με αριθμό καρφιών που δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Παρόμοιος τύπος ξίφους βρέθηκε στην Ολυμπία με μήκος λεπίδας όμως περί το 1.00μ.





Ομηρικό Ξίφος


ΤΟ ΑΟΡ


Το ξίφος αυτό του 1000 – 1200 π.Χ. ονομάστηκε άορ από το ρήμα αίρω – σηκώνω – δεδομένου ότι για να λειτουργήσει θλαστικά το ξίφος έπρεπε πριν το κτύπημα καταφοράς να σηκωθεί ψηλά. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται και η λέξη αορτήρας που προσδιόριζε τον ειδικό δερμάτινο ιμάντα – τελαμώνα. από τον οποίο κρεμόταν το άορ από τον δεξιό ώμο του πολεμιστή χιαστί στο αριστερό πλευρό του.


Ερώτημα υπάρχει ως προς τον τόπο της αρχικής προέλευσής του δεδομένου ότι η ξένη σχετική βιβλιογραφία αναφέρει σαν χώρα εισαγωγής του σχεδίου του ξίφους την Κεντρική Ευρώπη μέσo Ιταλίας και ιδιαίτερα μέσo μισθοφόρων της εποχής. Εύστοχα ο μελετητής κ.Δημήτρης Καμπούρης σε σχετική του δημοσίευση στο τεύχος 4 του Οκτωβρίου του 1996 της Στρατιωτικής Ιστορίας παρατηρεί ότι κανένας πολιτισμός της Κ. Ευρώπης δεν άνθιζε στην μεταλλουργεία το 1200 έως το 1000 π.Χ. για να γίνει τέτοιου είδους κατασκευή ούτε αναφέρονται πουθενά Ευρωπαίοι μισθοφόροι στο στρατό των Μυκηνών για να δικαιολογηθεί η εκ μέρους τους εισαγωγή του.


Κατά τον ίδιο μελετητή το γεγονός ότι οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των ξιφών εισάγονταν από τα μεταλλεία εκείνων των περιοχών μέσο των ελληνικών αποικιών της Α’ αποίκησης δικαιολογεί ως ένα βαθμό τουλάχιστον την σύγχυση σχετικά με τον τόπο καταγωγής του ξίφους. Τοάορ ήταν αρκετά βαρύ σαν ξίφος διότι έφερε φαρδιά νεύρωση εκατέρωθεν του ελάσματός του προς ενίσχυσή του και κατασκευαζόταν τόσο από σίδερο όσο και από ορείχαλκο, είχε δε την λαβή του σαν προέκταση του ελάσματός του και διέθετε υποτυπώδη ημικυκλικό φυλακτήρα που στερεωνόταν στην λαβή με καρφιά – περτσίνια σιδερένια ή μπρούντζινα αναλόγως.


Η λεπίδα του άορος ήταν μειούμενης διατομής προς την λαβή πράγμα που έκανε το ξίφος να έχει καλύτερο ζύγισμα και ως εκ τούτου να είναι αποτελεσματικότερο στις ατομικές μονομαχίες παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά βαρύτερο του φασγάνου. Λόγω δε ακριβώς του βάρους του αυτού ήταν καταλληλότερο για θλαστικά πλήγματα καταφοράς απ’ ότι για νυκτικά κτυπήματα. Η λαβή του είχε ελαφρώς ατρακτοειδές σχήμα και κατέληγε σε σφαίρωμα σχήματος μανιταριού. Το μήκος του άορος δεν ήταν σταθερό και έχουν βρεθεί σε ανασκαφές ξίφη από 0.70 έως και πέραν του 1.00 μ. μήκος.





Αορ


ΤΟ ΟΠΛΙΤΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Το οπλιτικό ξίφος προερχόταν σχεδιαστικά από το άορ. Ήταν γνωστό από τον Ε’ π.Χ αιώνα και ιδιαίτερα από τους Μηδικούς πολέμους και ο πολεμιστής που το χειριζόταν ονομαζόταν οπλίτης από την ασπίδα που κρατούσε και που λεγόταν «όπλον». Το ξίφος αυτό ήταν από σίδερο με κοντύτερο έλασμα αλλά περισσότερο φαρδύ από του άορος με συνολικό μήκος από 0.60 έως 0.65 εκ. Το έλασμά του ήταν φυλλόσχημο μειούμενης διατομής προς την λαβή του που αποτελούσε συνέχειά της και χωριζόταν απ’ αυτήν με οριζόντιο φυλακτήρα από σίδερο ή μπρούντζο.


Στο μέσον και κατά μήκος του ελάσματός του έφερε κατά κανόνα αύλακα ή νεύρωση. Η λαβή του είχε ατρακτοειδές σχήμα που καλυπτόταν με τεμάχια ξύλου, μετάλλου ή οστού που στερεώνονταν με διαμπερή καρφιά – περτσίνια και κατέληγε σε κοντό κυλινδρικό σφαίρωμα επίσης από σίδερο ή μπρούντζο. Η θήκη του κατασκευαζόταν από ξύλο επενδυμένο με δέρμα και πλούσιο κομψό μπρούντζινο διάκοσμο ή από φύλλο μετάλλου και το σχήμα της ήταν παραλληλόγραμμο ή ελαφρώς μειούμενης διατομής προς την βάση της.


Στο Καμποβάλανο της Ιταλίας και ιδιαίτερα στο Μουσείο Κιέτι υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά δείγματα ελληνικών οπλιτικών ξιφών.





Οπλιτικό Ξίφος - Hoplite Sword


ΤΟ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ – ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Το λακεδαιμονικό ξίφος ή «ξυήλη» προερχόταν απ’ ευθείας από το γνωστό Ελληνικό οπλιτικό ξίφος και αποτελούσε το κυρίως επιθετικό όπλο των Σπαρτιατών από τον ΣΤ’ έως και τον Δ’ αιώνα π.Χ. Είχε πολύ μικρότερο μήκος από το οπλιτικό ξίφος και ως εκ τούτου το φυλλοειδές σχήμα του ελάσματός του ήταν περισσότερο έντονο απ’ ότι στο οπλιτικό ξίφος. Ήταν εξ’ ολοκλήρου από σίδερο και η λαβή του αποτελούσε συνέχεια του ελάσματός του που είχε μήκος από 30 έως 35 εκ. και με συνολικό μήκος ξίφους περί τα 45 εκ.


Είχε σταυροειδή σιδερένιο ή μπρούντζινο χειροφυλακτήρα και η ξύλινη ή κοκάλινη λαβή του στερεωνόταν επάνω σ’ αυτήν με δύο μπρούντζινα ή σιδερένια καρφιά -περστίνια και τελείωνε σε κοντόχονδρο κυλινδρικό σφαίρωμα. Ηθελημένα οι οπλίτες Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν τόσο κοντό ξίφος διότι σαν παγκρατιστές – γνώστες δηλαδή των πολεμικών τεχνών της εποχής τους σε μάχη σώμα με σώμα – επεδίωκαν την εκ του συστάδην συμπλοκή με τον αντίπαλο όπου σαφώς υπερτερούσαν κατά κανόνα. Αυτό δικαιολογείται αν λάβουμε υπ’ όψιν μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων ιστορικών που αναφέρουν ότι κάθε οπλίτης Σπαρτιάτης αντιστοιχούσε σε δυναμικότητα μάχης όσο τουλάχιστον πέντε από οποιουσδήποτε άλλους οπλίτες της εποχής.


Η θήκη του ήταν φαρδιά ξύλινη επενδυμένη με δέρμα και ο χειροφυλακτήρας της λαβής του ξίφους ήταν κρυμμένος μέσα στο στόμιο του κολεού ο οποίος είχε υψωμένες περιφερειακά προεξοχές που λειτουργούσαν σαν άγκιστρα εμποδίζοντας την μη ηθελημένη έξοδο του ξίφους από την θήκη. Το ξίφος κρεμόταν από δύο κρίκους στην θήκη με την βοήθεια λουριού – τελαμώνα – από τον δεξιό ώμο χιαστί στο αριστερό πλευρό του οπλίτη.


Δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί πραγματικά δείγματα του είδους αυτού παρά μόνο ένα χάλκινο αναθηματικό ομοίωμα πραγματικών όμως διαστάσεων από την Κρήτη πιθανόν από τάφο Σπαρτιάτη που πολέμησε και έπεσε εκεί. Οι λοιπές κατασκευαστικές λεπτομέρειες καθώς και ο διάκοσμος της θήκης του τεκμαίρονται από παραστάσεις αγγείων και αναθηματικών πλακών.


Το Σπαρτιατικό ξίφος αποτελούσε φοβερό νηκτικό όπλο εύκολο στην χρήση του αφού απαιτούσε μικρό χώρο για τον χειρισμό του, στα επιδέξια όμως χέρια των Σπαρτιατών πολεμιστών γινόταν και επικίνδυνο θλαστικό όπλο καταφοράς. Η περιορισμένη όμως χρήση του ξίφους μόνο σχεδόν από τους Λακεδαιμονίους και ειδικά από πολύ εξειδικευμένους οπλομάχους του είδους οδήγησε στην μη ευρεία χρήση τουΣπαρτιατικού – Λακεδαιμονικού ξίφους και ως εκ τούτου στην σταδιακή κατάργησή του.





Ξίφος Λακαιδεμονίων


Η ΘΛΑΣΤΙΚΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΣΠΑΘΟΜΑΧΑΙΡΑ


Η μοναδική απεικόνιση στην οποία παρουσιάζεται σαφώς η ναυτικήΕλληνική θλαστική σπαθομάχαιρα προέρχεται από μια τοιχογραφία λυκιακού ταφικού μνημείου από το Ελμελί της Μικράς Ασίας. Πρόκειται για μια βαριά και πλατιά περίπου 5-6 εκ. παραλληλόγραμμη σιδερένια σπαθομάχαιρα μονής κόψης και μήκους περί τα 0.60 εκ. γνωστής από το 500 π.Χ. και με ανάγλυφη νεύρωση σαν Τ (ταυ) στην μία στενή όψη της λάμας. (σόκορο λάμας). Το σχετικά μικρό μήκος της ήταν ιδανικό για τις μάχες σε στενούς μικρούς και συνωστισμένους χώρους όπως ήταν τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων της εποχής.


Η αιχμή της ήταν οξεία και τριγωνική και το όπλο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. τόσο από τουςΑθηναίους πεζοναύτες της εποχής όσο και από τους συμμάχους τους Σικυώνιους πεζοναύτες τους λεγόμενους και «επιβάτες». Η λαβή της και η φύλαξη της λαβής της είχαν την κλασική μορφή των λαβών των ξιφών της εποχής τους με πιθανή διαφοροποίηση στο τελείωμα της λαβής όπου το σφαίρωμα ενδέχεται να μην ήταν κυλινδρικό αλλά σφαιρικό.





Σπαθι Επιβατών


Η ΚΟΠΙΔΑ


Η κοπίδα ή κοπίς ήταν σπαθί καταφοράς που έκανε την εμφάνισή του στον ελληνικό χώρο τον Ε’ αιώνα π.Χ και καθιερώνεται αργότερα τον Δ’ αιώνα π.Χ. κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών παράλληλα με το οπλιτικό ξίφος το οποίο μέχρι την κατάργησή του συνυπήρχε με αυτήν. Το ξίφος αυτό ήταν γνωστό στην Ιταλία από τον Η’ αιώνα π.Χ. απ’ όπου έγινε γνωστό και στην Ιβηρική χερσόνησο – με το όνομα “falcata” - όπου και βρέθηκαν πολλά δείγματα του είδους αυτού όπως και στην Γαλατία και ιδιαίτερα στην κοιλάδα του ποταμού Μάρνη από τους αγώνες των Γαλατών κατά των Ρωμαίων κατακτητών.


Αξιοσημείωτη αλλά όχι και αποδεδειγμένη είναι η μορφολογική σχέση που έχει με την κοπίδα – ως προς το σχήμα του αλάσματός της – η ανατολίτικης προέλευσης σπαθομάχαιρα “giatagan” καθώς και η ασιατική παραδοσιακή Νεπαλέζικη σπαθομάχαιρα “kukri” της φυλής των πολεμιστών Γκούρκας. Δεδομένης όμως της επιρροής που άσκησε η παρουσία των στρατευμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στους διάφορους λαούς της Ασίας και ως εκ τούτου και στα οπλικά τους συστήματα ο συσχετισμός αυτός δεν είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένος πλην όμως δεν έχει αποδειχτεί και ιστορικά.


H κοπίδα ήταν σιδερένια μονόκοπη σπαθομάχαιρα με βαρύ μπροστόβαρο έλασμα και καμπύλη κλειστή, είχε ραμφόσχημη λαβή ξύλινη, κοκάλινη ή μεταλλική και η χρήση της ήταν περισσότερο για θλαστικά κτυπήματα καταφοράς παρά για νυκτικά. Το πρόσθετο βάρος της κοπίδας και το κακό σχετικά ζύγισμά της δεν αποτέλεσε μειονέκτημα για το νέο όπλο που γρήγορα υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις κατηγορίες των οπλιτών της εποχής λόγο των ισχυρών και αποτελεσματικών πληγμάτων της.


ΤΟ


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις μάχες τους εναντίον των Περσών πολεμούσαν με διαφόρους τύπους σιδερένιων ξιφών ήδη γνωστών και με δοκιμασμένη αποτελεσματικότητα όπως το οπλιτικό ξίφος και η κοπίδα. Το καθ’ αυτό και αμιγές μακεδονικό ξίφοςπαρουσιάστηκε κατά την μετά τον Μέγα Αλέξανδρο εποχή. Ουσιαστικά επρόκειτο για μιά περισσότερο εξελιγμένη μορφή του άορος και του οπλιτικού ξίφους με σαφή επιρροή και από το κοντό λακεδαιμονικό – σπαρτιατικό ξίφος την «ξυήλη».


Ήταν σχετικά κοντύτερο, ελαφρότερο και με μικρότερο πλάτος ελάσματος από το οπλιτικό ξίφος. Ήταν σαφώς νυκτικό όπλο αιχμηρό και με αυξημένη διατρητικότητα πλην όμως ποτέ δεν θεωρήθηκε σαν όπλο πρωτεύον από τους Μακεδόνες εφ’ όσον μετά την σάρισα σαν πρωτεύον όπλο θεωρούσαν το δόρυ και τα πάσης φύσεως ακόντια.


Είχε μικρή σταυροειδή φύλαξη και η λαβή του που ήταν συνέχεια του ελάσματός του καλυπτόταν με ξύλο, μέταλλο ή οστό και κατέληγε σε καρδιόσχημο, ραμφόσχημο ή κυλινδρικό σφαίρωμα. Η θήκη του ήταν ξύλινη επενδυμένη με δέρμα και έφερε μεταλλικά διακοσμητικά τελειώματα τόσο στο επάνω μέρος όσο και στο αιχμηρό κάτω μέρος της και κρεμόταν στο αριστερό πλευρό του πολεμιστή χιαστί από τον δεξιό ώμο με την βοήθεια ιμάντα – τελαμώνα.





Μακεδονικό Ξίφος


Η ΡΟΜΦΑΙΑ


Το όπλο αυτό ήταν η μετεξέλιξη του μονόκοπου θρακιώτικου ξίφους που αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου. Επρόκειτο για μιά μεγάλου μεγέθους κυρτή σπάθη μονής κόψης όχι ιδιαίτερα φαρδιάς που είχε συνολικό μήκος περί το 1.20 – 1.30 εκ του οποίου μήκους το 1/3 αποτελούσε την ξύλινη περιελιγμένη με δερμάτινο ιμάντα διπλή λαβή του. Στο σημείο της ένωσης του ελάσματος με την λαβή το ξύλο φάρδαινε από την μία πλευρά τόσο όσο να γίνει μια κυκλική οπή απ’ όπου πιθανότατα μέσο δερμάτινου ιμάντα θα κρεμόταν η σπάθη από την ζώνη του πολεμιστή.


Η ρομφαία δεν ανήκει στα όπλα τα αποκλειστικώς χρησιμοποιηθέντα από Έλληνες δεδομένου ότι πλην των Θρακών πελταστών - ανεξάρτητες ομάδες ακροβολιστών – το όπλο αυτό το χρησιμοποιούσε ευρέως και ένας άλλος γνωστός λαός των Βαλκανίων οι αρχαίοι Δάκες πρόγονοι των σημερινών Ρουμάνων. Η μορφή της ρομφαίας άλλαξε κατά καιρούς από το 400 έως το 100 π.Χ. και στην αποφασιστική μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν από τον Περσέα τον τελευταίο Μακεδόνα βασιλιά Θράκες και Μακεδόνες ρομφαιοφόροι εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών.


Το σχήμα της την εποχή εκείνη είχε διαφοροποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε κυρίως θλαστικά και κοπτικά και λιγότερο νυκτικά δεδομένου ότι το έλασμά της έγινε ευθύ κοντύτερο, πλατύτερο και ως εκ τούτου περισσότερο βαρύ ενώ το τελείωμά της έγινε δρεπανοειδές διατηρούμενης της διπλής ξύλινης λαβής της.





Σημείωση: Λόγω της χρονολογικής παλαιότητας των ελληνικών ξιφών και γενικότερα του μη ιδιαίτερα ανθεκτικού των μετάλλων κατασκευής των όπλων της Αρχαίας προκλασικής, κλασικής και ελληνιστικής εποχής υπάρχουν λίγα δείγματα των ειδών τους σκορπισμένα σε όλη την Μεσογειακή λεκάνη και όχι μόνο ενώ πολλές μορφές τους έχουν τεκμηριωθεί και αναπαραχθεί μέσα από παραστάσεις αγγείων και αναθηματικών πλακών ταφικών μνημείων. Η ακριβής χρονολόγηση της αρχής ή του τέλους χρησιμοποίησης κάποιου από αυτά τα όπλα είναι χρονικά ασαφής και παρακινδυνευμένη .


Επίσης αρκετά ασαφής και αδιευκρίνιστος είναι και ο ακριβής χρόνος μετάβασης από το ένα μέταλλο κατασκευής τους στο άλλο καθ’ όσον η τέχνη της μεταλλουργίας αναπτυσσόταν ραγδαία μεταξύ των λαών της Κεντρικής Ευρώπης και της Μεσογειακής λεκάνης και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατά την αρχαιότητα τα μέταλλα και τα κράματά τους χρονολογικά επικάλυπταν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν κατά τις μεταβατικές τους χρονικές περιόδους χάλκινα με ορειχάλκινα, ορειχάλκινα με σιδερένια και πολύ αργότερα σιδερένια με χαλύβδινα – ατσάλινα – όπλα.


Έτσι η χρονολόγησή τους είναι σχετική και κατά προσέγγιση κάποιων δεκάδων ετών ή και περισσότερο ακόμη και αν είναι αντικείμενα που έχουν χρονολογηθεί εκ των υστέρων με την σύγχρονη μέθοδο του Άνθρακα 14.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, Νikolas Victor Secunda και Agnus Mac Bride: Οι Αρχαίοι Έλληνες, Peter Connolly: H πολεμική τέχνη των Αρχαίων Ελλήνων, Χρήστου Γιαννόπουλου: Πολεμιστές της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, Πολεμιστές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Εκδόσεις «Περισκόπιο»
Στρατ. Ιστορία. Τεύχη 1, 2 ,3, 4, 5,7, Στρατ. Ιστορία. Τεύχη 13, 18, 22, Στρατ. Ιστορία. Τεύχος 20, Στρατ. Ιστορία. Τεύχος 46, Περσικοί πόλεμοι, Μεγάλες μάχες, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», Η Ιστορία του πολέμου: John Keegan, Warriors end Warlords: Martin Windrow – Agnus Mac Bride,
Διάφορα αρχαιολογικά Μουσεία ανά τον κόσμο.


[Δημήτρης Νικολακόπουλος, Αρχιτέκτων, πηγή]


από το ΕΛΛΑΣ


koukfamily



http://thesecretrealtruth.blogspot.com

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Tο Aττικό Hμερολόγιο και οι Ονομασίες των 12 Μηνών στην Αρχαία Ελλαδα


Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ή δεν έχει βρεθεί κάποιο επίσημο θρησκευτικό ημερολόγιο που να προσδιορίζει τις ημέρες των εορτών του έτους. Μόνο στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ο Αθηναίος Νικόμαχος συνέταξε έναν κώδικα θρησκείας για την πόλη των Αθηνών. Τον κώδικα τον έγραψε βουστροφηδόν επάνω σε τοίχους που είχαν στηθεί γι' αυτό το σκοπό. Το ημερολόγιό του κατέγραφε τις ετήσιες θυσίες, τις θυσίες που γίνονταν κάθε δυο χρόνια κτλ.Από τον κώδικα έχουν σωθεί μόνο μερικά αποσπάσματα κι από τις μοναδικές πληροφορίες που παίρνουμε απο αυτόν γίνεται φανερό το πλήθος των δεδομένων που μας λείπουν προκειμένου να έχουμε πλήρη εικόνα για τις λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων.

Οι Αθηναίοι κάθε χρόνο όριζαν ως ένα από τα ανώτερα κρατικά αξιώματα το βασιλέα, με ρόλο να επιστατεί σε θέματα θρησκείας. Σαν δικαστής ήταν πρόεδρος του δικαστηρίου που ήταν αρμόδιο να δικάζει υποθέσεις ασέβειας. Το ιερατικό του καθήκον ήταν ο προσδιοριμός των ημερομηνιών που γίνονταν οι γιορτές.

Ο πρώτος αττικός μήνας άρχιζε με την εμφάνιση της νέας σελήνης (νουμηνία) μετά το Θερινό Ηλιοστάσιο.Ο πρώτος μήνας (μέσα Ιουλίου - μέσα Αυγούστου) του αττικού ημερολογίου ήταν ο Εκατομβαιών που είχε πάρει το όνομά του από τα Εκατόμβαια, μία γιορτή που γινόταν προς τιμή του Απόλλωνα. Κατά τη διάρκεια του μήνα γιορτάζονταν στην Αθήνα εκτός από τα Εκατόμβαια, τα Κρόνια, τα Συνοίκια και τα Παναθήναια (με κορυφαία τη μέρα των γενεθλιών της Θεάς Αθηνάς, στις 28 του μήνα).

Ο δεύτερος μήνας (μέσα Αυγούστου - μέσα Σεπτεμβρίου) ονομαζόταν Μεταγειτνιών και είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή Μεταγείτνια προς τιμή του Απόλλωνα, του θεού που παράστεκε στην αλλαγή γειτόνων. Το μήνα αυτό γίνονταν και τα Ηράκλεια στο Κυνόσαργες.

Ο τρίτος μήνας του έτους (μέσα Σεπτεμβρίου - μέσα Οκτωβρίου) ονομαζόταν Βοηδρομιών κι είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή Βοηδρόμια που γινόταν κι αυτός προς τιμή του Απόλλωνα. Άλλες γιορτές του μήνα ήταν τα Γενέσια, μια γιορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, και τα Μυστήρια που είχαν διάρκεια πολλών ημερών

Ο τέταρτος μήνας (μέσα Οκτωβρίου - μέσα Νοεμβρίου) ονομαζόταν Πυανεψιών, από τη γιορτή Πυανέψια που γινόταν και πάλι προς τιμή του Απόλλωνα. Το μήνα αυτό γιορτάζονταν πολλές γιορτές όπως τα Προηρόσια, τα Οσχοφόρια, τα Θήσεια, τα Στήνια, τα Θεσμοφόρια, τα Χαλκεία και τα Απατούρια

Ο πέμπτος μήνας (μέσα Νοεμβρίου - μέσα Δεκεμβρίου) ονομαζόταν Μαιμακτηριών, από τη γιορτή Μαιμακτήρια που γινόταν προς τιμή του Δία, επειδή τον θεωρούσαν θεό των θυελλών (μαίμαξ = θυελλώδης). Το μήνα αυτό γίνονταν στην Αθήνα και τα Πομπαία.
Ο έκτος μήνας (μέσα Δεκεμβρίου - μέσα Ιανουαρίου), είχε το όνομα Ποσειδεών, από τα Ποσείδεα μια γιορτή προς τιμή του Ποσειδώνα. Το μήνα αυτό γίνονταν ακόμη τα Αλώα και τα Κατ' αγρούς Διονύσια.

Ο έβδομος μήνας (μέσα Ιανουαρίου - μέσα Φεβρουαρίου) ονομαζόταν Γαμηλιών, από τη γιορτή Γαμήλια, τον "ιερό γάμο" του Δία με την Ήρα. Άλλη γιορτή του μήνα ήταν τα Λήναια.


Ο όγδοος μήνας ήταν ο Ανθεστηριών (μέσα Φεβρουαρίου - μέσα Μαρτίου). Ο μήνας είχε πάρει το όνομά του από τα Ανθεστήρια που γίνονταν προς τιμή του Διονύσου. Άλλη γιορτή του μήνα ήταν τα Διάσια.

Ο ένατος μήνας (μέσα Μαρτίου - μέσα Απριλίου) ονομαζόταν Ελαφηβολιών, από τη γιορτή Ελαφηβόλια, προς τιμή της Άρτεμης. Επίσης γιορτάζονταν Ασκληπίεια, τα εν άστει Διονύσια και τα Πάνδια.

Ο δέκατος μήνας (μέσα Απριλίου - μέσα Μαΐου) ονομαζόταν Μουνιχιών από τη γιορτή Μουνίχια προς τιμή της Άρτεμης. Ο μήνας είχε ακόμη την Εορτή του Έρωτα (στις 4 του μήνα), την Πομπή προς το Δελφίνιον και τα Ολυμπιεία.

Ο ενδέκατος μήνας (μέσα Μαΐου - μέσα Ιουνίου) ονομαζόταν Θαργηλιών από τη γιορτή Θαργήλια, προς τιμή της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Άλλες γιορτές ήταν τα Βενδίδια, τα Πλυντήρια και τα Καλλυντήρια.

Και ο δωδέκατος μήνας ονομαζόταν Σκιροφοριών από τη γιορτή Σκιροφόρια προς τιμή του Ποσειδώνα. Τον ίδιο μήνα γιορτάζονταν τα Διιπόλιεια και τα Διισωτήρια.


Στο αττικό ημερολόγιο κανένας μήνας δεν έχει πάρει το όνομά του από κάποια γιορτή της Αθηνάς μολονότι η Αθηνά ήταν η θεά της πόλης. Τα ονόματα έχουν την τάση να ευνοούν γιορτές του Απόλλωνα και της Άρτεμης.Επίσης όλα τα ονόματα των εορτών είναι στον πληθυντικό αριθμό.

πηγη: http://www.theogonia.gr/latreia/attiko.htm