Αναγνώστες

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός39 – 81

Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός

Πιο γνωστός ως Τίτος. Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 79 έως το 81. Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 30 Δεκεμβρίου του 39 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και της Δομιτίλης της Πρεσβυτέρας.

Από το 61 έως το 63 συμμετείχε στις εκστρατείες στη Βρετανία και τη Γερμανία. Το 64 επέστρεψε στη Ρώμη και παντρεύτηκε την Αρεκίνα Τέρτουλα, κόρη του πρώην διοικητή της πραιτοριανής φρουράς, η οποία πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τέλεσε νέο γάμο με τη Μαρκία Φουρνίλα, κόρη επιφανούς οικογενείας της Ρώμης, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Ιουλία Φλαβία. Ο Τίτος χώρισε τη γυναίκα του, επειδή η οικογένειά της αντιπολιτευόταν το θρόνο και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ.

Το 67 ο Τίτος ακολούθησε τον πατέρα του, Βεσπασιανό, στην Ιουδαία, προκειμένου να καταστείλει την Εβραϊκή Εξέγερση. Όταν ο πατέρας του επέστρεψε στη Ρώμη το 69 για να χρισθεί αυτοκράτορας, ο Τίτος ανέλαβε επικεφαλής των ρωμαϊκών λεγεώνων και το 70 εισήλθε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ.

Κατέστρεψε το Ναό του Σολομώντος και σκότωσε χιλιάδες Εβραίους, ενώ πολύ περισσότεροι αναγκάσθηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Από τότε χρονολογείται η Εβραϊκή Διασπορά και το όνειρο των Εβραίων για δική τους πατρίδα, που έγινε πραγματικότητα μόλις το 1948. Οι επιχειρήσεις του Τίτου στην Ιουδαία ολοκληρώθηκαν το 74, με την κατάληψη του οχυρού Μασάντα.

Ακολούθησε η θριαμβευτική επιστροφή του στη Ρώμη και η ανέγερση Αψίδας προς τιμή του. Η Αψίδα του Τίτου, όπως ονομάζεται, σώζεται μέχρι σήμερα. Όσο ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ, συνδέθηκε ερωτικά με τη Βερενίκη, κόρη του βασιλιά των Ιουδαίων, Ηρώδη Αγρίππα. Η Βερενίκη ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερη του Τίτου και με τρεις γάμους στο ενεργητικό της.

Το 79 ο Τίτος ανέβηκε στο θρόνο, παρά τις αντιδράσεις αρκετών συγκλητικών, που αντιδρούσαν στο δεσμό του με τη Βερενίκη. Θεωρούσαν ότι η Βερενίκη θα ήταν μια νέα Κλεοπάτρα, λόγω του δυναμικού της χαρακτήρα και της επιρροής που ασκούσε στον αυτοκράτορα.

Ο Τίτος, όμως, αποδείχθηκε αυτόφωτος ηγεμόνας, ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην άσκηση της εξουσίας, που γρήγορα έγινε αγαπητός στους υπηκόους του, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί της εποχής του Τάκιτος και Γάιος Σουητώνιος. Αντιμετώπισε δυναμικά την εξέγερση του Τερέντιου Μάξιμου και εφάρμοσε ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με την ολοκλήρωση του Κολοσσαίου και την κατασκευή λουτρών στη Ρώμη.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του εκδηλώθηκε η μεγάλη έκρηξη του Βεζούβιου, με την καταστροφή της Πομπηίας και μία μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη. Ο Τίτος δαπάνησε μεγάλα ποσά για την ανακούφιση των πληγέντων κι έδειξε το προσωπικό του ενδιαφέρον, επισκεπτόμενος συχνά τις πληγείσες περιοχές.

Ο Τίτος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 81, από υψηλό πυρετό. Ο Σουητώνιος έγραψε ότι ο θάνατός του προήλθε είτε από ελονοσία, είτε από δηλητήριο που του έδωσε ο ιατρός του Βαλέντιος, κατ' εντολή του αδελφού του Δομητιανού, ο οποίος τελικά τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μια διαφορετική εκδοχή για το θάνατο του Τίτου μάς δίνει το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Ένα κουνούπι μπήκε από τη μύτη και εγκλωβίστηκε στο κρανίο του. Όταν πέθανε και του άνοιξαν το κεφάλι, το κουνούπι είχε το μέγεθος πουλιού. Ήταν η θεία τιμωρία για τις κακές του πράξεις και ιδιαίτερα για τον ξεριζωμό του εβραϊκού λαού από τη γη του.

Η προσωπικότητα του Τίτου ενέπνευσε τον Μότσαρτ στη σύνθεση της όπερας «Η μεγαλοψυχία του Τίτου» (1791). Ο ερωτικός του δεσμός με τη Βερενίκη αποτέλεσε τον δραματουργικό πυρήνα των θεατρικών έργων του Ρακίνα «Βερενίκη» και του Κορνήλιου «Τίτος και Βερενίκη».

Από: http://www.sansimera.gr/biographies/213

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Οκταβιανός

Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 23 Σεπτεμβρίου του 63 π.Χ. ως Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος. Καταγόταν από μία πλούσια οικογένεια ιππέων η οποία είχε ιστορικό πολιτικής καριέρας στο Ρωμαϊκό Κράτος. Ήταν πληβείος όπως ο πατέρας του, παρ' όλο που η μητέρα του ήταν πατρικία από την ευγενή φατρία των Ιουλίων και ανιψιά του Ιουλίου Καίσαρα, ισχυρού άνδρα της Ρώμης μετά από μία περίοδο προγενέστερων εμφυλίων πολέμων. Το 59 π.Χ. ο πατέρας του απέθανε και η μητέρα του συζεύχθηκε έναν πολιτικό. Ο νεαρός Οκτάβιος ανατράφηκε από τη μάμμη του αλλά μετά το θάνατο της το 52 π.Χ. η μητέρα του ανέλαβε ενεργότερο ρόλο στην ανατροφή του.

Ο Οκτάβιος άρχισε να προωθείται σε κατώτατα πολιτικά αξιώματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και φάνηκε η πρόθεση του να αναμιχθεί στις πολιτικές διαμάχες της εποχής στο πλευρό του διάσημου θείου του. Το 46 π.Χ., αυτοβούλως, κατατάσσεται στο στράτευμα του Καίσαρα στην Ισπανία, σε μία περίοδο που ο θείος του είναι ο ισχυρότερος και δημοφιλέστερος πολιτικός της Ρώμης, και κερδίζει την εύνοια του. Σύντομα χρίζεται πατρίκιος, ο Καίσαρας τον υιοθετεί και έτσι το όνομα του αλλάζει σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Οκταβιανός.

Το 45 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας επιδίδεται σε μία κίνηση άνευ προηγουμένου: ορίζει στη διαθήκη του τον Οκταβιανό διάδοχο του για τους τιμητικούς και τους ουσιαστικούς τίτλους του, αγνοώντας πλήρως τις δημοκρατικές παραδόσεις και τις εκλεκτορικές διαδικασίες. Μετά από δεκαετίες εμφυλίου πολέμου η δημοκρατία είναι κλινικά νεκρή και ο δημοφιλής Καίσαρ, απόλυτος μονάρχης. Δεν αργεί να ανακηρυχθεί ισόβιος δικτάτορας, εξασφαλίζοντας τη λαϊκή υποστήριξη παραγράφοντας χρέη, προχωρώντας σε περιορισμένο αναδασμό της δημόσιας γης κλπ. Στη Ρώμη τον επισκέπτεται τακτικά η ερωμένη του Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, η οποία συνεχίζει τη σχέση της μαζί του καθώς, αφού δεν ήταν πολίτης της Ρώμης αλλά ξένη βασίλισσα, η σχέση τους δεν θεωρούνταν μοιχεία από τη Ρωμαϊκή κοινωνία.

Ωστόσο ο Καίσαρας δολοφονείται τελικώς από παλαιούς του συνεργάτες (Κάσσιος Λογγίνος, Μάρκος Ιούνιος Βρούτος) οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στη δημοκρατία και στη συντηρητική παράδοση της Συγκλήτου (15 Μαρτίου 44 π.Χ.). Αμέσως ο συνεργάτης του νεκρού άνδρα Μάρκος Αντώνιος διοχετεύει τη λαϊκή οργή για το φόνο κατά των "συντηρητικών (optimates)", αριστοκρατών και συγκλητικών πολιτικών αντιπάλων του Καίσαρα, αλλά συμβιβάζεται με τον Κικέρωνα που αναδύεται από τα παρασκήνια ως ηγέτης των συγκλητικών και οι συνωμότες λαμβάνουν χάρη.

Παράλληλα ο Οκταβιανός καταφθάνει στη Ρώμη και ο Κικέρων, στοχεύοντας στη διάσπαση των "ριζοσπαστών (populares)" οπαδών του Καίσαρα, κατορθώνει να τον στρέψει κατά του Μάρκου Αντώνιου. Ο τελευταίος, συνειδητοποιώντας το βαρύ πολιτικό κλίμα, αποχωρεί από την πρωτεύουσα ως έπαρχος της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, αλλά αναγκάζεται να διεκδικήσει την επαρχία στρατιωτικά όταν ο προηγούμενος έπαρχος, ένας εκ των δολοφόνων του Καίσαρα, αρνείται να παραδώσει το αξίωμα φοβούμενος για τη ζωή του.

Ο Οκταβιανός χρίζεται συγκλητικός και αποστέλλεται από τη Σύγκλητο να τερματίσει τον «παράνομο» πόλεμο του Αντωνίου, όταν όμως συνειδητοποιεί πως οι συντηρητικοί τον χρησιμοποιούν για να αποδυναμώσουν τους οπαδούς του νεκρού θείου του αρνείται να συνεχίσει τις μάχες κατά του Αντωνίου, απαιτεί να πάψει ο τελευταίος να θεωρείται δημόσιος κίνδυνος και να διοριστεί ο ίδιος αυθαιρέτως Ύπατος. Αρχικώς του το αρνούνται αλλά η πορεία του στη Ρώμη με οκτώ λεγεώνες δεν συναντά καμία αντίσταση. Παράλληλα ο Αντώνιος συνάπτει πολιτική συμμαχία με τον Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο, παλαιό επικεφαλής του ιππικού του Καίσαρα.

Εν τω μεταξύ ο Κάσιος Λογγίνος και ο Μάρκος Βρούτος, έχοντας καταφύγει στην Ελλάδα και με τη συμβολή των Πάρθων, συγκεντρώνουν λεγεώνες με στόχο να βαδίσουν προς τη Ρώμη και να αναστηλώσουν οριστικά τη δημοκρατία. Ακούγοντας το αυτό ο Λέπιδος και ο Αντώνιος συμμαχούν με τον Οκταβιανό («δεύτερη τριανδρία»), αυτοβούλως αναθέτουν στους εαυτούς τους το αξίωμα του ύπατου για μία πενταετία χωρίς να συναντήσουν αντιδράσεις και εκκινούν σφοδρότατες και αιματηρές προγραφές στη Ρώμη κατά των συντηρητικών και των φανατικών δημοκρατικών, διώξεις που είχαν να φανούν από την εποχή του Σύλλα και του Μάριου και κατά τις οποίες δολοφονείται και αποκεφαλίζεται ο Κικέρων, παρά την αρχική υποστήριξη του από τον Οκταβιανό και τη λαοφιλία του.

Τα κενά στη Σύγκλητο αναπληρώνονται με οπαδούς του Καίσαρα οι οποίοι δεν έχουν καμία πίστη στο «διεφθαρμένο και απαρχαιωμένο» δημοκρατικό πολίτευμα. Ενώ οι τρεις Ύπατοι πρακτικώς δρουν ως μονάρχες, είναι πλέον φανερό ότι τόσο οι ριζοσπάστες όσο και οι συντηρητικοί έχουν χάσει τον αγώνα αφού οι στόχοι τους δεν είχαν νόημα εκτός της δημοκρατίας που μόνο τυπικώς συνέχιζε να ισχύει. Παράλληλα, ενώ ο Καίσαρας θεοποιείται επισήμως από το ρωμαϊκό κράτος, η τριανδρία αποστέλλει 28 λεγεώνες στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τους δολοφόνους του μέντορα της· οι δυνάμεις των τελευταίων ηττώνται τελικά στους Φιλίππους τον Οκτώβριο του 42 π.Χ. και τόσο ο Κάσσιος όσο και ο Βρούτος αυτοκτονούν.

Οι νικητές ακολούθως διαμοιράζουν το ρωμαϊκό κράτος μεταξύ τους και ο καθένας κυβερνά το τμήμα του τυπικά ως Ύπατος αλλά πρακτικά ως μονάρχης:

■ο Λέπιδος λαμβάνει την Αφρική,

■ο Οκταβιανός την Ιταλία, τη Γαλατία και την Ισπανία, ενώ

■ο Αντώνιος τη ρωμαϊκή Ανατολή.

Εμφύλιος πόλεμος
Ο Οκταβιανός αναγκάζεται να ενσωματώσει την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία στην Ιταλία (το Ιλλυρικό γίνεται ανεξάρτητη επαρχία) και να προβεί στην έξωση πολλών πολιτών από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους σε ολόκληρη τη χερσόνησο προκειμένου να αναδιανείμει τα αγροκτήματα τους στους βετεράνους λεγεωνάριους και των δύο παρατάξεων του περασμένου εμφυλίου πολέμου, οι οποίοι ζητούσαν ιταλική γαιοκτησία ως ανταμοιβή για τους κόπους τους, εξασφαλίζει όμως έτσι την αμέριστη συμπαράσταση του ρωμαϊκού Στρατού.

Παράλληλα οι Πάρθοι, μετά την ήττα των συμμάχων τους συντηρητικών και το θάνατο του φιλορωμαίου Υρκανού Β' στην Ιουδαία των Μακκαβαίων, εισβάλλουν στη Συρία, προωθούνται στην Μικρά Ασία και εμπλέκονται στο Ισραήλ, όπου ενθρονίζουν ως υποχείριο τους τον γιο του Υρκανού Β'.

Ο Αντώνιος εκστρατεύει στην Ανατολή και όταν βρίσκεται στην Ταρσό καλεί κοντά του την Κλεοπάτρα και το διάδοχο της Καισαρίωνα, γιο του Ιουλίου Καίσαρα, για να εξασφαλίσει τη συμμαχία και την υπακοή τους στον ερχόμενο πόλεμο. Τελικά γίνονται εραστές και ο Αντώνιος αφήνει τις πολεμικές επιχειρήσεις στα χέρια ενός Λεγάτου του ο οποίος κατορθώνει να εκδιώξει τους Πάρθους, ενώ ο ίδιος περνά όλο το χρονικό διάστημα ως τα τέλη του 40 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια όπου η Κλεοπάτρα γεννά τελικώς το γιο του Αλέξανδρο Ήλιο και την κόρη του Κλεοπάτρα Σελήνη Β’.

Ακολούθως ο Αντώνιος φεύγει για την Ελλάδα με στόχο να διοργανώσει μία εκστρατεία κατά των Πάρθων, έχοντας προηγουμένως ζητήσει επιπλέον λεγεώνες από τον Οκταβιανό. Μία πρόσκαιρη εξέγερση παλαιών οπαδών του Πομπήιου στη Σικελία ωστόσο καθιστά τον τελευταίο ανίκανο να τηρήσει την υπόσχεση του για στρατιωτική ενίσχυση, η εκστρατεία ματαιώνεται και ο καχύποπτος Αντώνιος καθησυχάζεται μόνο όταν του προσφέρεται ως σύζυγος η αδελφή του Οκταβιανού, η δημοφιλής Οκταβία.

Τελικά ο Αντώνιος αφήνει την πιστή του σύζυγο έγκυο στη Ρώμη και μεταβαίνει ξανά στην Αλεξάνδρεια, όπου η αγαπημένη του Κλεοπάτρα, αφού του γεννά ένα νέο γιο, τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο και τον παντρεύεται σύμφωνα με τα αιγυπτιακά έθιμα, του δανείζει τα χρήματα που χρειάζεται για να εκστρατεύσει κατά των Πάρθων.

Ο πόλεμος όμως καταλήγει σε συντριπτική ήττα για τον Αντώνιο, γεγονός που εκμεταλλεύεται ο φιλόδοξος Οκταβιανός για να τον δυσφημίσει. Περισσότερο απ’ όλα όμως τον κατηγορία ανεπισήμως για προδοσία με αφορμή το γάμο του με την Κλεοπάτρα. Παράλληλα ο Λέπιδος, μετά την ήττα των τελευταίων οπαδών του Πομπήιου, επιχειρεί ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σικελία για τον εαυτό του και ο Οκταβιανός, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη των εναπομεινάντων αριστοκρατών, τον αναγκάζει να αποχωρήσει από όλα τα πολιτικά αξιώματα ώστε να γίνει ο ίδιος κυβερνήτης όλης της Δύσης· η δεύτερη τριανδρία έχει ουσιαστικά φθάσει στο τέλος της και ο Λέπιδος περιορίζεται στην τιμητική θέση του «Μέγιστου Ποντίφικα», του δημόσιου αρχιερέα.

Την ίδια στιγμή ο Αντώνιος με αιγυπτιακά χρήματα εισβάλλει στη συμμαχική Αρμενία και διαμοιράζει την ανατολική Μεσόγειο στα τέκνα του, παρ' όλο που οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές ήταν επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους:

■ο Αλέξανδρος Ήλιος ονομάζεται βασιλέας της Αρμενίας,

■η Κλεοπάτρα Σελήνη Β’ βασίλισσα της Κυρηναϊκής και

■ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βασιλέας της Συρίας και της Κιλικίας.

■Η Κλεοπάτρα και ο Καισαρίων κατονομάζονται ως Βασιλείς των Βασιλέων και

■ο τελευταίος κηρύσσεται νομότυπος κληρονόμος του Ιουλίου Καίσαρα.

Φυσικά η Σύγκλητος και ο Οκταβιανός στη Ρώμη δεν αναγνωρίζουν κανένα από αυτά τα διατάγματα, στηρίζουν την ανεξαρτησία της συμμαχικής Αρμενίας και, επισήμως πλέον, κηρύσσουν το Μάρκο Αντώνιο προδότη και δημόσιο κίνδυνο. Ο Οκταβιανός, που ένιωσε τη θέση του να απειλείται από το νόθο γιο του θετού πατέρα του και της Κλεοπάτρας καθώς ο ίδιος εν μέρει εξασφάλιζε την ισχύ του από την οικογενειακή σχέση του με τον Ιούλιο Καίσαρα, εκκινεί έναν πόλεμο προπαγάνδας κατά του Αντωνίου τη στιγμή που ο τελευταίος δίνει και τυπικά διαζύγιο στην Οκταβία. Τελικά ο πραγματικός πόλεμος κηρύσσεται από τη Σύγκλητο κατά της Αιγύπτου το 32 π.Χ., αφού ανακαλείται η υπατική ιδιότητα του Αντωνίου. Η Κυρηναϊκή και οι επαρχίες της Ελλάδας γρήγορα αυτομολούν στο στρατόπεδο του Οκταβιανού και το αποτέλεσμα της σύγκρουσης κρίνεται με μία ναυμαχία στο Άκτιο του Αμβρακικού Κόλπου το 31 π.Χ. Εκεί το Ναυτικό της Αιγύπτου καταστρέφεται και λίγες ημέρες μετά ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτονούν στην Αλεξάνδρεια, ενώ οι νικητές ιδρύουν στον Αμβρακικό τη λατινική αποικία Νικόπολη προς τιμήν της υπερίσχυσης τους. Τον επόμενο χρόνο ο Οκταβιανός, μόνος ηγέτης πλέον του ρωμαϊκού κράτους, εκτελεί τον «αντίζηλο» του, Καισαρίωνα, προσαρτά ως επαρχία την Αίγυπτο και η ταραχώδης περίοδος λήγει.

Ο Οκταβιανός γρήγορα συγκέντρωσε όλα τα υψηλά πολιτικά αξιώματα στο πρόσωπο του, αποφεύγοντας όμως να ανακηρυχθεί δικτάτορας προκειμένου να μη θίξει τη δημοκρατική παράδοση των Ρωμαίων. Έτσι εγκαινιάζεται ο άτυπος θεσμός του «Πρίγκιπα ( = Πρώτος Πολίτης)» (27 π.Χ.), σήμερα γνωστού ως Αυτοκράτορα, ο οποίος συγκυβερνά τυπικά μαζί με τη Σύγκλητο αλλά ουσιαστικά έχει την πλήρη εποπτεία του κράτους με τη βοήθεια ενός πυκνού δικτύου δημοσίων υπαλλήλων. Νομικώς κατείχε όλη την ισχύ των Δημάρχων και των Τιμητών, πλήρη εποπτεία όλων των έπαρχων και λεγεώνων, των οποίων θεωρητικά προΐστατο, ενώ μπορούσε και να «θέτει υποψηφιότητα» για Ύπατος όποτε ήθελε· ακόμα και αν δεν ήταν ο ίδιος Ύπατος είχε με ειδικό διάταγμα όλες τις υπατικές αρμοδιότητες και οι αποφάσεις του ακύρωναν τις αποφάσεις των πραγματικών Υπάτων. Επίσης, σύμφωνα με τις αντιδημοκρατικές επιταγές του νέου πολιτεύματος, όλες οι νομοθετικές αρμοδιότητες των ρωμαϊκών Εκκλησιών του Δήμου μεταφέρονται οριστικά στη Σύγκλητο, η επάνδρωση της οποίας ελέγχεται αυστηρά από τον Τιμητή Αυτοκράτορα, και οι επαρχίες διακρίνονται σε αυτοκρατορικές και συγκλητικές, με την πολιτική ισχύ σε αυτές να ανήκει σε έναν έπαρχο διοριζόμενο αντίστοιχα από τον Πρώτο Πολίτη ή από τη Σύγκλητο. Ο λαός της Ρώμης παραχωρεί θεληματικά στον Οκταβιανό διευρυμένη πολιτική ισχύ, εξαντλημένος μετά από έναν αιώνα αναταραχών και εμφυλίων πολέμων, με αποτέλεσμα την αθόρυβη γέννηση ενός νέου μοναρχικού πολιτεύματος που καλύπτεται πίσω από παλαιούς ρεπουμπλικανικούς τίτλους, με τιμητικό και διακοσμητικό ρόλο πλέον παρά ουσιαστικό περιεχόμενο.

Η πίστη των λεγεώνων στο πρόσωπο του Οκταβιανού και η γιγάντια προσωπική του περιουσία τον ισχυροποιούν ακόμη περισσότερο. Οι πληροφοριοδότες που κατά παράδοση κατήγγειλαν επί πληρωμή εγκληματίες στις ρωμαϊκές Αρχές τώρα οργανώνονται σε ένα δίκτυο κατευθυνόμενο από αυτόν, προσανατολισμένο αποκλειστικά στην εύρεση και προσαγωγή αντικαθεστωτικών που εκφράζονται, γραπτώς ή προφορικώς, αρνητικά για τον Οκταβιανό. Ο τελευταίος έκοβε νομίσματα με την προτομή του και οι περισσότεροι θρίαμβοι που εορτάζονταν ήταν προς τιμήν του, ακόμα και αν δεν είχε συμμετάσχει ο ίδιος σε κάποια μάχη! Ωστόσο οι ελεύθερες πόλεις και οι περισσότερες πόλεις της Ανατολής διατηρούν ένα βαθμό αυτονομίας και αυτοδιοίκησης από τις τοπικές ολιγαρχίες. Λίγο καιρό μετά απονέμεται στον Οκταβιανό ο τίτλος του «Αυγούστου (Σεβαστού)» που του αναγνωρίζει θεϊκές ιδιότητες. Έτσι ξεκινά άτυπα η θεοποίηση του εκάστοτε Αυτοκράτορα και η λατρεία του, η οποία εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς ενοποίησης και ομοιογένειας, παράλληλα με την τυπική αστική λατρεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το θάνατο του Λέπιδου ο Οκταβιανός έλαβε ισοβίως και το αξίωμα του Ποντίφικα.

Η ρωμαϊκή επικράτεια διακρίνεται στις επαρχίες που είναι υπό άμεση αυτοκρατορική ή συγκλητική διοίκηση, όπως η Μακεδονία, στα υποτελή συμμαχικά κράτη, όπως η Αρμενία υπό τους διαδόχους του Αρμενία
Τιγράνη Β', και στα ημιανεξάρτητα προτεκτοράτα, τα οποία πληρώνουν φόρο υποτέλειας στη Ρώμη και επιπλέον δέχονται έλεγχο από αυτήν στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της απονομής δικαιοσύνης και της ασφάλειας.

Στα ρωμαϊκά προτεκτοράτα συνήθως βασίλευε ένας μονάρχης με τη βοήθεια μίας «κατοχικής κυβέρνησης» που στήριζε την εξουσία της στη δύναμη των όπλων των ρωμαϊκών φρουρών, όπως παλαιότερα ο Υρκανός Β' στο κράτος των Μακκαβαίων, και η οποία δεν ήταν πάντα σεβαστή από τον τοπικό πληθυσμό. Το 27 π.Χ. ο Αύγουστος μεταβάλει τη νότια Ελλάδα σε κανονική επαρχία με το όνομα Αχαΐα και με έδρα την Κόρινθο, στερώντας από τους Έλληνες κάθε ψευδαίσθηση πραγματικής ελευθερίας.

Ακόμη προσαρτά ως επαρχία τη Γαλατία της Ανατολίας το 25 π.Χ., μετά το θάνατο του τοπικού ηγεμόνα, και επιχειρεί να θέσει ως νέο σύνορο του ρωμαϊκού κράτους το Δούναβη ποταμό, σαν συνέχεια του συνόρου του Ρήνου το οποίο είχε διαμορφωθεί από τους πολέμους του Ιουλίου Καίσαρα. Έτσι οι έμπιστοι λεγάτοι του εισβάλλουν στην Παννονία, την οποία ενοποιεί με το Ιλλυρικό σε μία καινούργια επαρχία (9 π.Χ.), στη Ραιτία, την οποία επίσης προσαρτά ως επαρχία το 15 π.Χ., και στη Μοισία, η οποία γίνεται και τυπικώς επαρχία το 6 μ.Χ. Οι τοπικοί κελτικοί και Ιλλυρικοί πληθυσμοί αρχίζουν να αφομοιώνονται μέσω των τυπικών ρωμαϊκών μεθόδων, παρά τις κατά καιρούς εξεγέρσεις και τη συνεχή συνοριακή πίεση από τα γειτονικά Γερμανικά φύλα. Την Αρμενία, η οποία κατατρυχόταν από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ φιλορωμαίων και φιλοπάρθων μετά την εισβολή και την ήττα του Μάρκου Αντώνιου, ο Αύγουστος κατορθώνει να τη μεταστρέψει σε πιστό ρωμαϊκό προτεκτοράτο αλλά είναι φανερό πως η δυναστεία των Αρταξιαδών πλησιάζει στο τέλος της.

Στην Αφρική τοποθετεί το γιο του Ιούβα Α', το φιλορρωμαίο και φιλομαθή Ιούβα Β’, ως υποτελή βασιλέα της Μαυριτανίας και του δίνει ως δώρο τη δυτική Νουμιδία και ως σύζυγο την κόρη του Μάρκου Αντώνιου Κλεοπάτρα Σελήνη Β', διατηρώντας παράλληλα την ανατολική Νουμιδία ως ρωμαϊκή επαρχία της Νέας Αφρικής.

Ακόμη ο Οκταβιανός μετατρέπει τη μεθοριακή στρατικοποιημένη ζώνη δυτικά του Ρήνου στην πλήρη επαρχία της Γερμανίας (27 π.Χ.) και προσαρτά ως επαρχία το Νωρικό (16 π.Χ.), μετά τη σύμπραξη των ιθαγενών σε μία αποτυχημένη εισβολή Ιλλυριών στην Ιταλία.

Ο Αύγουστος, επιθυμώντας να καταλάβει την κεντρική γερμανική επικράτεια μεταξύ Ρήνου και Έλβα ποταμού, διατάζει μία παρατεταμένη στρατιωτική διείσδυση στην τελευταία η οποία ξεκινά το 12 π.Χ. με ορμητήριο την επαρχία της Γερμανίας και το Ρήνο. Πολλά γερμανικά φύλα υποδουλώνονται και ο έλεγχος της περιοχής ανατίθεται σε κατά τόπους Λεγάτους με τις λεγεώνες τους, οι οποίες σταδιακά αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς. Έτσι το 7 μ.Χ. ο Οκταβιανός αποστέλλει τον αξιωματούχο Πούμπλιο Βάρο (46 π.Χ. – 9 μ.Χ.) για να οργανώσει την περιοχή ως κανονική επαρχία.

Όμως οι Γερμανοί δεν επιθυμούν συγχώνευση με το ρωμαϊκό κόσμο· μία αποστασία τους με αρχηγό τον τοπικό ευγενή Αρμίνιο, ο οποίος στη νιότη του είχε λάβει λατινική παιδεία ως όμηρος της Ρώμης και κατόπιν διετέλεσε σύμβουλος του Βάρου, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μετά από ενέδρα περίπου 20000 Ρωμαίων στρατιωτών, καθώς και του ίδιου του Βάρου, στη μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού (9 μ.Χ.).

Σύντομα όλα τα ρωμαϊκά φρούρια και οι νεόκτιστες λατινικές αποικίες καταλαμβάνονται από τους αντάρτες και αυτό είναι το τέλος της μεσογειακής παρουσίας ανατολικά του Ρήνου και βόρεια του Δούναβη· η μεγαλύτερη πολιτική ήττα του Αυγούστου καθώς σήμανε τη λήξη μίας σαραντάχρονης επεκτατικής περιόδου.

Ο Οκταβιανός κυβέρνησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως το θάνατο του το 14 μ.Χ. και στην εποχή του προωθήθηκαν η ειρήνη και η ευνομία, επιβλήθηκε η λατινική ισχύς, οι πειρατές και οι ληστές εξαλείφθηκαν, το εμπόριο και η βιοτεχνία γνώρισαν σημαντική άνθηση, οι τέχνες αναγεννήθηκαν υπό την επίδραση του ελληνικού πνεύματος, τα μέτρα και τα σταθμά της επικράτειας του ενοποιήθηκαν και η Μεσόγειος Θάλασσα έγινε πραγματικά «ρωμαϊκή λίμνη» –την οποία διέπλεε μόνο ο ισχυρός αυτοκρατορικός Στόλος.

Το ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα με βάση το ασσάριο εξαπλώθηκε από τη Γαλατία ως τη Συρία, αν και στην Ανατολή και στην Ισπανία παραδοσιακά ορειχάλκινα ή –σπανιότερα– ασημένια νομίσματα συνέχισαν να κόβονται, για τοπική μόνο χρήση, ανά επαρχία ή ανά πόλη. Η ασυδοσία στην είσπραξη των φόρων περιορίστηκε πολύ καθώς οι τελώνες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από δημοσίους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους. Έγινε μία, αποτυχημένη αλλά τίμια, προσπάθεια επιστροφής στα αυστηρά και λιτά ήθη των παλαιών Ρωμαίων.

Τα σύνορα του κράτους οριοθετήθηκαν σχεδόν οριστικά·
■στο Βορρά ο Δούναβης και ο Ρήνος ποταμός,

■στο Νότο η έρημος Σαχάρα και

■στην Ανατολή ο Ευφράτης ποταμός.

Ο Στρατός σταθεροποιήθηκε σε 28 λεγεώνες (25 μετά την απώλεια τριών λεγεώνων στην εξευτελιστική ήττα του Τευτοβούργιου Δρυμού οι οποίες, τιμής ένεκεν, δεν ανασυγκροτήθηκαν ποτέ), συν δεκάδες βοηθητικές μονάδες των 500 ατόμων εκάστη, και εγκαταστάθηκε στις παραμεθόριες επαρχίες σε μόνιμες βάσεις οι οποίες εξελίχθηκαν σε πολυάνθρωπα κέντρα εκλατινισμού.

Μόνο 9000 οπλίτες παρέμειναν στην Ιταλία και αποτέλεσαν την αφοσιωμένη ιδιωτική φρουρά του Αυτοκράτορα, τους Πραιτωριανούς. Ένας θρησκευτικός, εθνολογικός και πολιτιστικός συγκρητισμός λαμβάνει χώρα σε όλη την έκταση του αχανούς κράτους.

Ο ελληνορρωμαϊκός πολιτισμός και η λατινική κουλτούρα επικρατούν και, παρ' όλο που οι άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών διατηρούν την ελληνική γλώσσα και συνεχίζουν να θεωρούν τους Ρωμαίους ξένους, κανείς δεν αρνείται τη Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana), την ηρεμία και ευημερία που έφερε η λατινική επικυριαρχία σε όσους την αποδέχονταν. Αυτή την εποχή οριστικοποιείται και η θεοποίηση και λατρεία των νεκρών ηγετών της Ρώμης, μία ομογενοποιητική θρησκευτική πρακτική που παραπέμπει σε όρκο πίστης, ενώ ο εκάστοτε Αυτοκράτορας ανάμεσα στα άλλα αξιώματα της δημοκρατικής περιόδου κατέχει και αυτό του Ποντίφικα.

Η Ρωμαϊκή Ειρήνη κράτησε σχεδόν δύο αιώνες, δημιουργώντας έτσι πρωτόγνωρες συνθήκες ευμάρειας και ομοιομορφίας στο μεσογειακό κόσμο. Η βασιλεία του Οκταβιανού σήμανε το τέλος της ελληνιστικής και την έναρξη της ρωμαϊκής περιόδου, μίας εποχής όπου όλος ο μεσογειακός κόσμος με την υψηλή κουλτούρα του ενοποιήθηκε πολιτικά και ως ένα βαθμό πολιτιστικά, καλά προφυλαγμένος από τους βαρβάρους μέσω των συνοριακών ρωμαϊκών λεγεώνων. Το αυτοκρατορικό αξίωμα μετά το θάνατο του Αυγούστου δεν πέρασε στο γιο του καθώς η κληρονομική διαδοχή δεν ήταν σύμφυτη με τις δημοκρατικές παραδόσεις. Επικράτησε όσο ζει ένας Αυτοκράτορας να κατονομάζει το διάδοχο του και η Σύγκλητος να επικυρώνει την απόφαση. Έτσι τον Οκταβιανό διαδέχθηκε στο θρόνο ο θετός γιος του Τιβέριος (14 - 37 μ.Χ.).


Από: http://el.science.wikia.com/

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, 100-44π.Χ. (Gaius Julius Caesar)


Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, 100-44π.Χ. (Gaius Julius Caesar)


Στα Σούβουρα, σε μια πυκνοκατοικημένη και αρκετά λαϊκή συνοικία της Ρώμης, δυτικά του Φόρουμ, περίπου στην περιοχή της σημερινής Via Cavour, ήταν το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου το 100 π.Χ. ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας. Γάιος ήταν το όνομα του πατέρα του, που του είχε δοθεί σύμφωνα με τη ρωμαϊκή συνήθεια να παίρνει το παιδί το όνομα του πατέρα του. Ιούλιος ήταν το επώνυμό του, μιας και καταγόταν από το γένος των Ιουλίων. Καίσαρ ήταν το παρωνύμιό του, που το πήρε εξαιτίας του εξαιρετικού τρόπου με τον οποίο ήρθε στον κόσμο, δηλαδή με τομή (λατινικά καίσους) στην κοιλιά της μητέρας του. Από τον Καίσαρα, λοιπόν, έμεινε η τομή αυτή γνωστή ως καισαρική.

Βέβαια, η σημασία του ονόματος αυτού είναι αμφίβολη. Ένας Ρωμαίος συγγραφέας αναφέρει: «Οι καλύτεροι σοφοί και ειδικοί παραδέχονται ότι ο πρώτος που είχε αυτό το όνομα το απέκτησε σκοτώνοντας σε μια μάχη έναν ελέφαντα, που στην καρχηδονική γλώσσα λεγόταν καίσαρ. Η οικογένειά του άνηκε στους πατρικίους, στους παλαιούς ευγενείς, και μάλιστα από τους πιο επιφανείς της εποχής. Ο Καίσαρας ισχυριζόταν ότι από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον Ίουλο ή Ασκάνιο, γιο του Αινεία και της Κρέουσας.

Ο Αινείας θεωρούνταν γιος της Αφροδίτης, και κατά συνέπεια ο Καίσαρας ήταν εγγονός της. Για το λόγο αυτό απεικόνιζε στα νομίσματα, στη σφραγίδα και τα όπλα του την Αφροδίτη. Έχτισε, μάλιστα, στο Φόρουμ και ναό προς τιμήν της (Venus Genetrix). Από τη μητέρα του καταγόταν από τον Άνκο Μάρκιο, τον 4ο από τους μυθικούς βασιλιάδες της Ρώμης, και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να διευρύνει και να ενισχύσει το μύθο της θεϊκής καταγωγής του. Η αλήθεια είναι ότι οι πατρικοί πρόγονοί του δεν ήταν εξέχουσες φυσιογνωμίες, απλώς είχαν διακριθεί για τους επιτυχημένους γάμους τους. Ο πατέρας τους είχε φτάσει ως το αξίωμα του Πραίτορος, διετέλεσε διοικητής Ασιατικής επαρχίας και είχε τεθεί επικεφαλής μιας εξέγερσης γεωργών αποίκων στο Κιρκαίο.

Έτυχε επιμελημένης ανατροφής, σύμφωνα με τις παραδόσεις των οικογενειών των Πατρικίων. Έμαθε ανάγνωση και γραφή τόσο στα Λατινικά όσο και στα Ελληνικά (μέσω μιας παλιάς μετάφρασης της «Οδύσσειας» του Λίβιου Ανδρόνικου, καθώς και από το πρωτότυπο) και μελέτησε τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας και των δύο αυτών γλωσσών. Στα δέκα του χρόνια είχε δάσκαλο τον Μάριο Αντώνιο Γνίφο. Με τον τρόπο αυτό απέκτησε τις βάσεις της Ρητορικής τέχνης, που ήταν απαραίτητη για έναν πολιτικό, καθώς επίσης και της ποίησης, την οποία χρησιμοποίησε αργότερα. Επισκεπτόταν τακτικά το Φόρουμ, άκουγε προσεκτικά τους μεγάλους ρήτορες της εποχής του και ήταν συνήθως παρών στις αποφάσεις και συνομιλίες των μεγάλων νομομαθών, για να εισδύει στα κύρια προβλήματα του δικαίου.

Τα χρόνια της νεότητάς του τέλειωσαν όταν φόρεσε την ανδρική τήβεννο, η οποία συμβόλιζε τη μετάβαση από την εφηβική στην ανδρική ηλικία. Το 84 π.Χ πέθανε ο πατέρας του από ξαφνικό θάνατο. Το γεγονός αυτό έδωσε στον Καίσαρα την πλήρη ανεξαρτησία του. Τον ίδιο χρόνο διέλυσε έναν αρραβώνα με την Κοσσουτία, που προερχόταν απο την τάξη των Ιππέων και παντρεύτηκε την κόρη του Κίννα, άσπονδου εχθρού του δικτάτορα Σύλλα, την Κορνηλία. Στο γάμο αυτό οδηγήθηκε για πολιτικούς σκοπούς. Η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ της οικογένειάς του και των αρχηγών της δημοκρατικής παράταξης έγινε μεγαλύτερη. Όμως την γυναίκα του, όπως και την κόρη του Ιουλία, τις αγαπούσε ιδιαίτερα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στη ζωή του η εναρμόνιση προσωπικών συναισθημάτων και πολιτικών σκοπών.

Ήταν πάντα οπαδός των δημοκρατικών, σε αντίθεση με τους άλλους της εποχής του, που συνήθιζαν συχνά πυκνά να αλλάζουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Αυτό όμως δεν το έκανε για ιδεολογικούς λόγους, όπως ο Κάτωνας, αλλά γιατί ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει για έναν πολιτικό η εμπιστοσύνη του λαού. Πάντοτε ενεργούσε κρυφά. Στο δρόμο του για την εξουσία εμπόδιά του στάθηκαν η Γερουσία και ο Πομπήιος. Η πρώτη δημόσια Υπηρεσία που ανέλαβε ήταν το αξίωμα του αρχιερέως του Διός. Ένα αξίωμα που δεν έδινε δύναμη, αλλά πολύ κύρος και ταίριαζε σε έναν απόγονο της Αφροδίτης. Οι Αρχιερείς ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση των δικαστικών και θρησκευτικών παραδόσεων της πόλης. Ασκούσαν τον έλεγχο της δημόσιας και ιδιωτικής λατρείας και πρότειναν τρόπους διεκπεραίωσης των θρησκευτικών υποχρεώσεων. Ήταν ακόμα θεματοφύλακες των τύπων της προσευχής και του δικαιώματος του γάμου, συνέθεταν τον πίνακα των ετήσιων αρχόντων και τα χρονικά των συμβάντων. Οι ιερείς κατοικούσαν στη «Βασιλική», το παλαιό παλάτι, και φορούσαν την ιερατική τήβεννο.

Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της αγωγής του Καίσαρα. Έτσι ο Καίσαρας έφθασε στο σημείο που τον οδήγησαν η θέληση, τα χαρίσματά του, η συνείδηση για το καθήκον, καθώς και οι απαιτήσεις της εποχής. Ήταν 54 χρονών και είχε πίσω του πάνω από τρεις δεκαετίες πολιτικής δραστηριότητας, που τον είχαν οδηγήσει στο σκοπό του. Βέβαια όχι μέσα από έναν άκαμπτο και προσχεδιασμένο δρόμο, αλλά με το όραμα του σκοπού του πάντα μπρος στα μάτια του και με μεγάλη πίστη στην ύπαρξή του, δημιουργώντας συνεχώς καινούρια μέσα και καινούριους δρόμους. Η προσωπικότητά του ήταν μοναδικά πολύπλευρη κι ενεργητική. Ήταν πολιτικός, νομοθέτης, νομικός, ρήτορας, ιστορικός συγγραφέας, ποιητής, έγραψε ένα έργο γραμματικής, ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, τα τεχνικά, την αρχιτεκτονική και πάντα είχε δίπλα του τους κατάλληλους ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν. Μπορούσε να υπαγορεύει έφιππος έξι διαφορετικά γράμματα συγχρόνως στους γραφείς που ακολουθούσαν γύρω του σε φορεία.

Κοντά σε αυτό το χάρισμα είχε μια δυναμικότητα που απαιτούσε το ύψιστο από τον ίδιο και από τους άλλους, και η οποία εμφανιζόταν κάθε φορά στην ταχύτητα της δράσης του και πιο πολύ στις στρατιωτικές του κινήσεις. Η μικρή του ανάγκη για ύπνο του επέτρεπε να εξοικονομεί χρόνο ταξιδεύοντας νύχτα στο αμάξι ή σε φορείο. Αυτές οι ιδιότητες είχαν σαν προϋπόθεση ένα σώμα που άντεχε στα πάντα.Ο Καίσαρας ήταν ψηλός κι αδύνατος, με ζωηρά μαύρα μάτια. Τα χαρακτηριστικά του είχαν συχνά γλυκύτητα και καλοσύνη. Το σώμα του ήταν γυμνασμένο και το διατηρούσε σε καλή κατάσταση εξασκώντας το καθημερινά. Ήταν εγκρατής, πράγμα που τον βοηθούσε να μένει υγιής, και από την άλλη, χωρίς να χαλάει το κέφι του, απέφευγε τις καταχρήσεις στο οινόπνευμα. Πρόσεχε πάντοτε το παρουσιαστικό του, τόσο όσο ήταν νέος όσο και αργότερα.

Είχε μια έμφυτη τάση για τελειότητα, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν κάποτε έχτισε μια βίλα που δεν ήταν ακριβώς όπως την ήθελε, την γκρέμισε και την έχτισε πάλι από την αρχή. Εξαιτίας αυτής του της τάσης πίστευε ότι, για να εκπληρώσει το καθήκον του, έπρεπε να γίνει αρχηγός του κράτους. Η γοητεία του ήταν μεγάλη και πήγαζε από έμφυτη ευγένεια, που προερχόταν από τα βάθη της καρδιάς του. Η τέχνη του Καίσαρα στη μεταχείριση των ανθρώπων φαίνεται ολοκάθαρα στις σχέσεις του με τους στρατιώτες του. Η μεγαλοφυΐα της στρατηγικής του και ο δεσμός του με τους στρατιώτες του είχαν σαν αποτέλεσμα μια εξουσία που έφερνε στα χέρια του ακόμη και τον τελευταίο στρατιώτη. Μετά από μια ήττα ενθάρρυνε ψυχολογικά τους στρατιώτες του. Από την άλλη, τους επέπληττε, τους τιμωρούσε, τους ανέλυε τα πράγματα ανοιχτά και ξεκάθαρα, και στο τέλος τους έπειθε ότι μπορούσαν να αποφύγουν την ήττα κι ότι μπορούσαν να διορθώσουν τα πράγματα.

Ποτέ δεν προσπάθησε να δώσει θάρρος στους στρατιώτες του κρύβοντάς τους την πραγματικότητα και λέγοντας ψέματα. Γενικά πίστευε ότι μόνο μέσω της ειλικρίνειας επιτυγχάνεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε αυτόν και τους στρατιώτες του. Πάντοτε πολεμούσε μαζί τους κι όχι μόνο όταν υπήρχε περίπτωση ανάγκης. Δεν παρέλειπε να εκπαιδεύει ο ίδιος μερικές φορές τους στρατιώτες του και να ασχολείται πολλές φορές με τον καθένα ξεχωριστά.. Πάντα ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει γενναίες υπηρεσίες, δίνοντας πολύτιμα όπλα και παράσημα. Με παρόμοιο τρόπο κέρδιζε και το λαό, ιδιαίτερα στην αρχή της πολιτικής του δραστηριότητας. Ένας άνδρας με τέτοια ακτινοβολία έκανε εντύπωση στις γυναίκες. Τα ερωτικά του κατορθώματα ακούγονταν παντού. Μετά το θάνατο του πατέρα του ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η σχέση του με τη μητέρα του και την αδερφή του. Οι άνδρες που είχαν στη νεότητά τους μια καλή και αγαπημένη μητέρα ψάχνουν στη ζωή τους να βρουν την ολοκλήρωση στις πιο διαφορετικές μορφές της στο πρόσωπο της γυναίκας. Αυτό συνέβη και με τον Καίσαρα. Η ωραιότερη, ίσως, πλευρά του χαρακτήρα του γίνεται εμφανής στη σχέση του με τους εχθρούς του.

Προσπάθησε να συνεννοηθεί, δείχνοντας διάθεση συμβιβασμού και επιείκεια σε όσους πήγαν με το μέρος του Πομπήιου. Το ίδιο υπεύθυνος αισθανόταν τόσο για τους Ρωμαίους που τον υποστήριζαν όσο και για όσους ήταν αντίθετοι με αυτόν. Η ζωή του είναι γεμάτη από αποδείξεις της μεγαλοψυχίας του (π.χ. αμνήστευση των αιχμαλώτων στο Κορφίνιο) όχι μόνο σε θέματα που αφορούσαν την πολιτική, αλλά και σε άσχετες περιπτώσεις (π.χ. σταματούσε τις μονομαχίες λίγο πριν ο νικημένος να δεχθεί το χαριστικό χτύπημα κ.α.). Παρόλα αυτά, μπορούσε να παραμερίσει τη μεγαλοψυχία του και να προβάλλει σκληρότητα, όπου αυτό ήταν αναγκαίο και κυρίως σε θέματα πολιτικής. Εντέλει, όμως, αυτή του την αρετή την πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, καθώς εκείνοι που είχαν δεχτεί την αμνηστία και τη μεγαλοψυχία του αποτέλεσαν και το μεγαλύτερο μέρος όσων συντέλεσαν στη δολοφονία του. Οι οργισμένοι οπαδοί του είπαν, μετά το θάνατο του, ότι καταστράφηκε από τη μεγαλοψυχία του κι ότι, αν δεν την είχε δείξει, δε θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο (Νικόλαος της Δαμασκού). Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν μια μεγαλειώδης και πολύπλευρη προσωπικότητα της εποχής του. Είχε την ικανότητα να εκτιμά σωστά κάθε στιγμή, ανεξάρτητα από συμβατικότητες.

Μεγάλος στρατηγός, γοητευτικός και καλοσυνάτος με τους φίλους, διαλλακτικός με τους εχθρούς, ευγενικός με όλους, θαυμάσιος ρήτορας και εκτός των άλλων δημιουργός τρομερών σχεδίων που ωφέλησαν το κράτος. Τελικά, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να ήταν αληθινά γιος της Αφροδίτης!

Από: http://biographies.nea-acropoli.gr/

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Άγγελος Σικελιανός

Άγγελος Σικελιανός


Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1884. Αφού τελείωσε το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει νομικά και όρμησε σαν σίφουνας στους λογοτεχνικούς κύκλους με την μεγάλη του μόρφωση , με την τέλεια στιχουργική του και με το επιβλητικό του παράστημα. Γνωρίζεται με την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Εύα Πάλμερ που μοιράζεται τις ιδέες του για την αρχαιότητα και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ο γάμος τους θα του προσφέρει την οικονομική άνεση ώστε να αφοσιωθεί στη ποίηση και τους οραματισμούς του. Ταξιδεύει στη έρημο σαχάρα και απομονώνεται για να γράψει το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του τον "Αλαφροΐσκιωτο" που εκδίδεται το 1907 και προκαλεί αίσθηση. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην ποίηση ,στα ταξίδια και σε διαλέξεις για την αρχαία Ελλάδα που τόσο λατρεύει

Το 1927 και το 1930 οργάνωσαν με την γυναίκα του τις δελφικές γιορτές στα πλαίσια της ιδέας τους για την αναβίωση των πανανθρώπινων ιδανικών της αρχαίας Ελλάδας και της αναβίωσης των αρχαίων ελληνικών πνευματικών κέντρων . Θέλησαν να γίνουν οι Δελφοί ένα παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο συναδέλφωσης . Στο αρχαίο θεάτρου των Δελφών έγιναν για πρώτη φορά παραστάσεις αρχαίου δράματος στην σύγχρονη εποχή.


Συμπαραστάτης των νέων καλλιτεχνών, πληθωρική και έντονη προσωπικότητα εμπνέεται από δύο ιδανικά , από την αρχαιότητα και τον χριστιανισμό.

Δεινός ρήτορας ξεσηκώνει και δημιουργεί ενθουσιασμό. Στην κηδεία του Παλαμά γράφει ένα ποιήμα σαν επικήδειο και το απαγγέλλει πάνω από τη σωρό του ποιητή δονώντας τη λαοθάλασσα που είχε συγκεντρωθεί (Πρακτικά η κηδεία του Παλαμά ήταν η μεγαλύτερη αντικατοχική συγκέντρωση μαζί με τη συγκέντρωση διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και το κάψιμο των καταλόγων του υπουργείου εργασίας των Ελλήνων που θα πήγαιναν στη Γερμανία).


" Ηχήστε, οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα...

Βογγήστε, τύμπανα πολέμου... οι φοβερές σημαίες,

ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!"

Σε αντίστοιχο επικήδειο στην κηδεία του Μαλακάση στη Μητρόπολη των Αθηνών λίγες μέρες νωρίτερα, οι παρευρισκόμενοι είχαν ξεσπάσει σε χειροκροτήματα. Δικαιωματικά τον κατατάσσω στους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Πέθανε το 1951 μετά από προβλήματα με τη καρδιά του που τον τυραννούσαν πολλά χρόνια και θάφτηκε στους Δελφούς σύμφωνα με την επιθυμία του.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Στρατής Μυριβήλης (1892-1969)


Γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου στις 30 Ιουνίου 1892, όπου και έζησε ως το 1969. Κατά τα πρώτα του σχολικά χρόνια αδιαφορούσε για τα μαθήματα και δεν άντεχε την πειθαρχία του σχολείου. Παρόλα αυτά στο Γυμνάσιο η λογοτεχνία κίνησε έντονα το ενδιαφέρον του. Η Λέσβος εκείνη την εποχή γνώριζε μεγάλη πνευματική άνθηση και ο Μυριβήλης ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους του νησιού και άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα, επειδή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, εργαζόταν ως δάσκαλος. Το 1912 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στην Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ παράλληλα εργαζόταν ως συντάκτης σε διάφορες εφημερίδες. Την ίδια χρονιά κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επέστρεψε στη Λέσβο όπου και παρέμεινε ως το 1932. Εκεί ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Επίσης εξέδιδε δύο εφημερίδες, την "Καμπάνα" (1923-1924) και τον "Ταχυδρόμο" (μέχρι την εγκατάστασή του στην Αθήνα το 1932. Συνέχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες ("Η Καθημερινή", "Ακρόπολις", "Η Πρωία"), περιοδικά ("Νέα Εστία", "Το Ναυτικό μας", "Στρατιωτικά Νέα") και τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Παράλληλα, από το 1938 ως το 1955 εργαζόταν στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Το 1940 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων Το γαλάζιο βιβλίο και το 1958 έγινε Ακαδημαϊκός.


Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Στρατής Μυριβήλης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Αργότερα τάχθηκε με ζήλο εναντίον των κομμουνιστών, φθάνοντας σε σημείο να πλειοδοτεί για τις εκτελέσεις και τον βασανισμό αριστερών στον εμφύλιο πόλεμο. Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969, από βρογχοπνευμονία.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1915, με τα διηγήματα Κόκκινες ιστορίες. Η πρώτη περίοδος του έργου του είναι εμπνευσμένη από το παρόν ή το άμεσο παρελθόν, τη ζωή στη Μυτιλήνη και κυρίως τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Αποκορύφωση της έκφρασης του αντιπολεμικού πνεύματος είναι το μυθιστόρημα Η ζωή εν τάφω (1924) . Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται το 1932 με το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια.


Κατά τη δεύτερη περίοδο στράφηκε στο παρελθόν και τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Τα έργα της περιόδου είναι οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), Τα παγανά (1945), Ο Παν (1946), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και οι συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959).

Συλλογές διηγημάτων


Κόκκινες ιστορίες, 1915

Διηγήματα, 1928

Το πράσινο βιβλίο, 1936

Το γαλάζιο βιβλίο, 1939

Το κόκκινο βιβλίο, 1952

Το βυσινί βιβλίο, 1959

Μυθιστορήματα

Η ζωή εν τάφω, 1924 α' έκδοση, 1930 β' έκδοση με διαφοροποιήσεις και προσθήκες

Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, 1932

Η Παναγιά η Γοργόνα (δημοσιεύτηκε με τίτλο Η Παναγιά η Ψαροπούλα το 1939 σε συνέχειες. Στη συνέχεια αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και οριστικά εκδόθηκε το 1949).

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Τερζάκη, Βενέζη), 1958.

Νουβέλες

Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (πρώτη μορφή 1934, δεύτερη μορφή περιλαμβάνεται στο Γαλάζιο Βιβλίο, και οριστική μορφή το 1943/44)

Τα παγανά, 1945

Ο Παν, 1946

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Πωλ Γκωγκέν


Ο Πωλ Γκωγκέν (Eugène Henri Paul Gauguin, Παρίσι, 7 Ιουνίου 1848 – Νήσοι Μαρκησίες, 9 Μαΐου 1903) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μετα-ιμπρεσιονισμού και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης.




Θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών.
Ο Γκωγκέν, με καταγωγή από Ισπανούς αποίκους στη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στο Παρίσι αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Λίμα (Περού). Σπούδασε στην Ορλεάνη της Γαλλίας και αμέσως μετά ταξίδεψε ανά τον κόσμο με εμπορικά πλοία και αργότερα με το Γαλλικό Ναυτικό για ένα διάστημα περίπου έξι ετών. Επέστρεψε στη Γαλλία το 1870, όπου και εργάστηκε ως βοηθός χρηματιστή. Παράλληλα με αυτή την ιδιότητά του, ο Γκωγκέν περνούσε μέρος του χρόνου του ζωγραφίζοντας με τον Καμίλ Πισαρό και τον Σεζάν. Αν και οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αδέξιες, σημείωσε σταδιακά αξιοσημείωτη πρόοδο. Μέχρι το 1886 ο Γκωγκέν βρίσκονταν σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες και συμμετείχε με έργα του στις εκθέσεις τους τα έτη 1876, 1880, 1881, 1882 και 1886.




Το 1884 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, όπου προσπάθησε να ακολουθήσει — χωρίς επιτυχία — επαγγελματική σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις. Τελικά, επέστρεψε στο Παρίσι το 1885, αφήνοντας την οικογένειά του στη Δανία και αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ζωγραφική. Χωρίς επαρκείς πόρους επιβίωσης, η σύζυγος και τα παιδιά του επέστρεψαν στην οικογένειά της.



Την περίοδο 1886–1891, ο Γκωγκέν έζησε κυρίως στην περιοχή της Βρετάνης, όπου ζούσαν επίσης αρκετοί πειραματικοί ζωγράφοι που εντάσσονται συχνά στη λεγόμενη «Σχολή της Pont-Aven». Επηρεασμένος από τον ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ, ο Γκωγκέν μετάβαλε σημαντικά το ύφος της ζωγραφικής του. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του έγιναν η χρήση μεγάλων επιφανειών και έντονων χρωμάτων. Ο Γκωγκέν δήλωνε πλέον απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό και στράφηκε περισσότερο στην αφρικανική τέχνη και την τέχνη της Ασίας. Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, περίπου το 1888, το οποίο και αναγνώρισε ως ιδιαίτερα σημαντικό. Με τον βαν Γκογκ συνδέθηκε φιλικά και τον επισκέφθηκε για ένα διάστημα δύο μηνών στην Αρλ. Τόσο ο Γκωγκέν όσο και ο βαν Γκογκ έπασχαν από κατάθλιψη και η συγκατοίκησή τους κατέληξε σε έντονη διαμάχη, με τελική συνέπεια ο βαν Γκογκ να κόψει μέρος του αριστερού αυτιού του, αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν..



Σε κακή ψυχολογική κατάσταση, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε την Ευρώπη το 1891, για να ταξιδέψει στην Πολυνησία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ταϊτή και αργότερα στις νήσους Μαρκησίες (Μαρκέσας ή νήσοι Μαρκησίας). Εκεί πέρασε σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας μόνον μία μόνον επίσκεψη στην Γαλλία. Τα έργα της περιόδου αυτής θεωρούνται ίσως τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του και ξεχωρίζουν για τον έντονο συμβολισμό τους και τον πολλές φορές θρησκευτικό χαρακτήρα τους, εμφανώς επηρεασμένος από τον πολιτισμό των ιθαγενών της Πολυνησίας. Το σύνολο του έργου του Γκωγκέν, και κυρίως οι πειραματισμοί του γύρω από τη χρήση των χρωμάτων, θεωρείται πως επηρέασαν σημαντικά τα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα και ειδικότερα τον φωβισμό.

Πηγή:http://el.wikipedia

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν

Ο Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόννη το 1770. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του δεν είναι γνωστή, βαφτίστηκε όμως στις 17 Δεκεμβρίου. Καταγόταν από μουσική οικογένεια, αν και κανένας από τους προγόνους του δεν διακρίθηκε στη σύνθεση. Ο παππούς του ήταν φλαμανδικής καταγωγής και διευθυντής χορωδίας στην Αυλή του Πρίγκηπα Εκλέκτορα της Κολωνίας στη Βόννη. Ο πατέρας του, Johann van Beethoven, εργάστηκε ως επαγγελματίας τενόρος στην ίδια χορωδία ενώ παρέδιδε και μαθήματα πιάνου και τραγουδιού. Παράλληλα αποτέλεσε τον πρώτο δάσκαλο μουσικής του Λούντβιχ, ωστόσο η σχέση τους ήταν μάλλον κακή, καθώς ο πατέρας του τον καταπίεζε διαρκώς και προσπαθούσε να τον εκμεταλλευτεί παρουσιάζοντας τον ως παιδί θαύμα, όπως ήταν ο Μότσαρτ. Αργότερα, ο Κρίστιαν Νέεφε (Christian Neefe) ανέλαβε το έργο της μουσικής του εκπαίδευσης.




Σε ηλικία 12 ετών δημοσιεύτηκε η πρώτη του σύνθεση και ο Νέεφε δήλωσε πως επρόκειτο για το νέο Μότσαρτ. Ο Μπετόβεν συνέχισε να συνθέτει έργα ενώ συγχρόνως άρχισε να εργάζεται ως οργανίστας στην Αυλή. Το 1787 μια ξαφνική αρρώστια της μητέρας του, στερεί τη δυνατότητα από τον νεαρό Μπετόβεν να μεταβεί στη Βιέννη προκειμένου να κάνει μαθήματα με τον Μότσαρτ. Λίγο αργότερα όμως, το 1792, ο Γιόζεφ Χάυντν, κανόνισε να πάει τελικά στη Βιέννη για να σπουδάσει μαζί του. Η εκπαίδευση του στο πλευρό του Χάυδν διήρκησε συνολικά δύο χρόνια. Επιπλέον σπούδασε αντίστιξη για ένα χρόνο με τον Γιόχαν Γκέοργκ Αλμπρεχτσμπέργκερ (Johann Georg Allbrehtsberger) και φωνητική σύνθεση με τον Αντόνιο Σαλιέρι (Antonio Salieri). Σταδιακά, άρχισε να αναγνωρίζεται η αξία του, αρχικά ως πιανίστα αλλά αργότερα και ως συνθέτη. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συνθετών της εποχής, ο Μπετόβεν δεν ανήκε στην Αυλή ούτε εργάστηκε για την εκκλησία, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία του ως συνθέτης. Κατόρθωνε να συντηρείται είτε με έσοδα από τις δημόσιες συναυλίες του είτε παράγοντας και έργα κατά παραγγελία. Την πρώτη δημιουργική του περίοδο κατάφερε να καθιερωθεί στη Βιέννη χάρη στην σημαντική υποστήριξη του αριστοκρατικού κύκλου της Αυστρίας, της Βοημίας και της Ουγγαρίας.



Ένα από τα σημαντικότερα και το πιο τραγικό γεγονός της ζωής του Μπετόβεν αποτέλεσε η κώφωση του. Άρχισε να χάνει την ακοή του σταδιακά από την ηλικία των 26 ετών, το 1796 (κατά άλλους αρχίζει λίγα χρόνια αργότερα) και, περίπου το 1820, θεωρείται πως ήταν ολοκληρωτικά κωφός. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Μπετόβεν, η οποία αποτυπώνεται και σε γράμμα του προς τους αδελφούς του, το 1802, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του, γνωστό και ως Διαθήκη του Heiligenstadt. Παρά την απώλεια της ακοής του, έγραψε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του. Η υγεία του Μπετόβεν ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στο θάνατο του τον επόμενο χρόνο.
Στην κηδεία του Μπετόβεν που έγινε στις 29 Μαρτίου ο Φραντς Σούμπερτ ήταν ένας από τους 36 λαμπαδηφόρους.

Το έργο του Μπετόβεν διακρίνεται κυρίως σε τρεις χρονικές περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από τις πρώτες δημιουργίες του μέχρι το 1802 που δημιουργεί τελικά ένα προσωπικό ύφος. Η δεύτερη περίοδος διαρκεί περίπου μέχρι το 1816 και ο Μπετόβεν είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος συνθέτης. Η τελευταία περίοδος διακρίνεται από την παρουσία του ρομαντικού στοιχείου στις συνθέσεις του.




[Επεξεργασία] Πρώτη περίοδος

Τις πρώτες σονάτες που συνέθεσε, ο Μπετόβεν τις αφιέρωσε στον Χάυντν, που αποτέλεσε και τον σημαντικότερο δάσκαλό του. Οι σονάτες αυτές χαρακτηρίζονται και από μεγάλες ομοιότητες με αντίστοιχες συνθέσεις του Χάυντν. Η σημαντικότερη ίσως από αυτές είναι η "Παθητική" (op. 13). Άλλες εμφανείς επιδράσεις είναι ο Μότσαρτ, ο Κλεμέντι (Muzio Clementi) και ο Γιαν Ντούσεκ (Jan Dussek). Τον Απρίλιο του 1800 ο Μπετόβεν παρουσίασε την 1η Συμφωνία και δύο χρόνια αργότερα την 2η Συμφωνία. Η πρώτη ακολουθεί περισσότερο τα κλασικά πρότυπα, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται από περισσότερες καινοτομίες, κυρίως ως προς τη δομή της. Τα πρώτα έργα του Μπετόβεν διακρίνονται γενικά από συχνές εναλλαγές στη δυναμική και έντονες αντιθέσεις ή εξάρσεις. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν επιπλέον τα έξι πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων (op. 18) και τα δύο πρώτα κοντσέρτα για πιάνο.



[Επεξεργασία] Δεύτερη περίοδος



Χειρόγραφη παρτιτούρα του Μπετόβεν (Σονάτα op. 109)Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημιουργικής περιόδου του, ο Μπετόβεν έχει αναγνωριστεί σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη ως συνθέτης και πιανίστας. Παράλληλα αναπτύσσει ένα περισσότερο προσωπικό ύφος το οποίο χαρακτηρίζεται συχνά ως "ηρωικό". Η περίοδος αυτή ξεκινά με την 3η Συμφωνία (ή Ηρωική Συμφωνία), η οποία είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις για τα πρότυπα της εποχής και χαρακτηρίζεται από αρκετές παρεκτροπές από την κλασική δομή των συμφωνιών. Το δεύτερο μέρος (Πένθιμο Εμβατήριο) έχει εμβατηριακό χαρακτήρα και θεωρείται αναφορά στην Γαλλική Επανάσταση. Αφιερώθηκε αρχικά στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.



Την ίδια περίοδο ο Μπετόβεν συνθέτει και την μοναδική του όπερα Fidelio. Κεντρικός χαρακτήρας της είναι η Λεονόρα, η οποία μεταμφιεσμένη σε άνδρα σώζει τον σύζυγο της από τη φυλακή. Η όπερα παραπέμπει επίσης στην Γαλλική Επανάσταση, με την Λεονόρα να ενσαρκώνει τα ιδανικά της. Η πρώτη παράσταση της όπερας δόθηκε το 1805 αλλά ακολούθησαν άλλες δύο εκδοχές της, το 1806 και το 1814.



Την περίοδο 1806 - 1808, ο Μπετόβεν ολοκλήρωσε την 4η, την 5η και την 6η Συμφωνία (ή Ποιμενική), ενώ το 1812 γράφτηκε η 7η και η 8η Συμφωνία. Στην δεύτερη περίοδο του Μπετόβεν ανήκουν ακόμα τα τρία τελευταία κοντσέρτα για πιάνο, το μοναδικό κοντσέρτο για βιολί, πέντε κουαρτέτα εγχόρδων (7-11) και έξι επιπλέον σονάτες για πιάνο στις οποίες περιλαμβάνεται η σονάτα Waldstein και η Appasionata.



[Επεξεργασία] Τρίτη περίοδος

Το 1816, το προχωρημένο στάδιο απώλειας ακοής του Μπετόβεν, αναγκάζει τον συνθέτη να αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι συνθέσεις αυτής της περιόδου είναι μεγαλοπρεπείς, με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, ενώ η δομή τους θεωρείται γενικά πιο αφηρημένη και ασαφής. Στα τελευταία έργα του, ο Μπετόβεν χρησιμοποίησε επίσης πολύ συχνά το στοιχείο των παραλλαγών. Οι παραλλαγές Diabelli θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα αυτού του είδους και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για αρκετά έργα της ρομαντικής περιόδου. Η τρίτη δημιουργική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση της 9ης Συμφωνίας, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια τον Μάιο του 1824. Αναφέρεται πως ο Μπετόβεν, που φαινομενικά διηύθυνε το έργο, δεν ήταν σε θέση να ακούσει τα χειροκροτήματα του πλήθους και χρειάστηκε να τον στρέψει προς το κοινό για υπόκλιση μία από τις σολίστ. Στην ένατη συμφωνία υπάρχει ένα στοιχείο καινοτομίας που είναι η χρήση χορωδίας και τεσσάρων μονωδών στην μελοποίηση του ποιήματος Ωδή στη Χαρά του Σίλερ (Shiller). Θεωρείται ως σήμερα ένα από τα αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής αν και, σε ορισμένα σημεία, ο συνθέτης έχει (πιθανόν λόγω της κώφωσής του) γράψει για ορισμένα όργανα (όπως το κόρνο) νότες που δεν τις διαθέτουν. Άλλα έργα που ανήκουν στην τελευταία περίοδο δημιουργίας του Μπετόβεν είναι τα τελευταία έξι κουαρτέτα εγχόρδων, οι τελευταίες έξι σονάτες για πιάνο καθώς και η Missa Solemnis (Επίσημη Λειτουργία), έργο θρησκευτικής αντιστικτικής μουσικής.


Από: http://el.wikipedia/.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Φραγκίσκος Βολταίρος, 1694-1778 (Francoit Voltaire)

«Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, δεν είναι η καταγωγή, αλλά η αρετή που τους κάνει τη διαφορά» Διάσημος γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από αστική οικογένεια, γεννήθηκε στο Παρίσι και φοίτησε στο κολέγιο των Ιησουϊτών στο Κλερμόν.



Με το όνομα Βολτέρος έγινε γνωστός το 1719, όταν δημοσίευσε με αυτό το ψευδώνυμο την 1η από τις 27 τραγωδίες του, τον «Οιδίποδα», και θεωρήθηκε ο διάδοχος του Ρακίνα στο θέατρο. Διακρινόταν για το δηκτικό, σπινθηροβόλο, σχεδόν αμείλικτο πνεύμα του και την καυστική ειρωνεία του, που είχε σαν αποτέλεσμα συχνά να διαταράξει τα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικά θεμέλια της εποχής του. Για αυτό φυλακίστηκε στη Βαστίλη (1717) αλλά και εξορίστηκε. Ο επικριτής του Λουδοβίκος Βεϊγκό έγραψε για αυτόν: «το πηγαίο άφθαστο δηκτικό του πνεύμα δεν τραυματίζει απλώς, αλλά συντρίβει, σκοτώνει, μαστιγώνει , δηλητηριάζει , γκρεμίζει. Εάν δεν έγραφε θα δολοφονούσε και καλύτερα θα ήταν να δολοφονούσε». Όταν αποφυλακίστηκε, έφυγε στην Αγγλία (1726).



Στο Λονδίνο συναναστράφηκε με επιφανείς άντρες της εποχής του, όπως τον Λοκ, γνώρισε καλύτερα τα έργα του Σαίξπηρ αλλά και έγραψε στην αγγλική γλώσσα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι συμφιλιώθηκε για ένα διάστημα με την Αυλή, διορίσθηκε ιστοριογράφος της Γαλλίας και εξελέγη μέλος της Ακαδημίας. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, δέχτηκε την πρόσκληση του Φρειδερίκου της Πρωσίας και αναχώρησε για το Βερολίνο (1750), όπου έγινε δεκτός με τιμές από «τον Σολομώντα του Βορρά». Εκεί ύμνησε τα «πλατωνικά συμπόσια» του προστάτη και φίλου του και γνώρισε το θεοσοφιστή Σαιν Ζερμαίν που, αν και διαφωνούσε μαζί του, τον θαύμαζε. Αυτό φαίνεται από επιστολή που έστειλε στο Μ. Φρειδερίκο και αναφέρει: " ο Κόμης του Σαιν Ζερμαίν είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δε γεννήθηκε ποτέ, ο οποίος δε θα πεθάνει ποτέ και ο οποίος γνωρίζει τα πάντα".Οι σχέσεις του όμως με το Φρειδερίκο ψυχράθηκαν κι ο Βολτέρος αποφάσισε να μην υπηρετήσει άλλους κυρίους. Γιαυτό αγόρασε δική του έκταση κοντά στη Γενεύη, στο Φερνέ, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά.Για 18 χρόνια άνθρωποι των γραμμάτων, πρίγκιπες και ευγενείς επισκέπτονταν τον ένδοξο «πατριάρχη του Φερνέ».



Διατηρούσε αλληλογραφία με ένα μεγάλο κύκλο φίλων, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η Μ. Αικατερίνη της Ρωσίας, την οποία προέτρεπε σε μεταρρυθμίσεις στην εσωτερική πολιτική της χώρας αλλά και στο Ανατολικό ζήτημα. Σε επιστολή του ανέφερε: «Υπερασπισθείτε την Ελλάδα, διότι εις αυτήν οφείλομεν τα φώτα μας , τας επιστήμας , τας τέχνας και όλας τας αρετάς μας». Αυτό το διάστημα αποδείχτηκε το πιο εποικοδομητικό για το Βολτέρο. Γράφει νέες τραγωδίες, ιστορικά έργα, επιστολές κ.λ.π. Γενικά πολεμά αμείλικτα όλους τους αντιπάλους του, εργάζεται στην «Εγκυκλοπαίδεια» , και το 1764 ενώνοντας διάφορα άρθρα φτιάχνει το περίφημο «Φιλοσοφικό Λεξικό». Το 1778 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή από τον απλό λαό που τον λάτρευε και στεφανώθηκε στο θέατρο.



Ο Βολτέρος μυήθηκε στον τεκτονισμό στις 7 Απριλίου 1778 στο Παρίσι. Αυτός που τον συνόδευε ήταν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, πρώτος πρέσβης τότε των Ηνωμένων Πολιτειών στο Παρίσι. Επίσης ήρθε σε ρήξη με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία για τις φρικαλεότητες των θρησκευτικών διωγμών, τον αυταρχικό και ανελεύθερο τρόπο δράσης της. Χλεύαζε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη δύση της και, όπως σαρκαστικά έλεγε, «η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είναι ούτε Αγία, ούτε Ρωμαϊκή, ούτε Αυτοκρατορία».



Δεν ήταν άθεος, όπως συχνά υποστηρίζεται, αφού ο ίδιος έγραφε ότι «τίποτα δε δημιουργείται από το τίποτα» και ότι «υπάρχει ένας θεός και αυτός πρέπει να είναι δίκαιος». Πίστευε στην αθανασία της ψυχής. Παράλληλα όμως υποστήριζε ότι «είναι αδύνατο ο πάνσοφος θεός να έχει κάνει νόμους για να τους παραβιάζει», και ότι «ο Θεός είναι ένας κωμωδός που παίζει μπροστά σε ένα κοινό πολύ φοβισμένο για να γελάσει», αναφερόμενος κατά της δεισιδαιμονίας και της θρησκοληψίας, πράγμα που τον έφερε σε αντιπαλότητα με το ιερατείο. Όταν, στις τελευταίες του στιγμές, ο εφημέριος της ενορίας τον πίεζε να υπογράψει την «ομολογία πίστης», η απάντησή του ήταν: «άφησέ με να πεθάνω με την ησυχία μου».



Μετά το θάνατό του ο Επίσκοπος καθαίρεσε τον ηγούμενο της μονής Σελλιέ της Καμπανίας, επειδή έδωσε άδεια για να τον θάψουν στον περίβολό της. Αργότερα, όμως, η Γαλλική Επαναστατική Εθνοσυνέλευση μετέφερε τα λείψανά του με τιμές, στο Παρισινό Πάνθεο, όπου θάβονταν μόνο οι διάσημες προσωπικότητες της χώρας. Όμως ο τάφος του καταστράφηκε και η σωρός του χάθηκε. Η καρδιά του αφαιρέθηκε από το σώμα και τώρα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Ο εγκέφαλός του επίσης αποσπάστηκε και μετά από περιπέτειες ενός αιώνα περίπου χάθηκαν τα ίχνη του μετά από μια δημοπρασία.



Ο Βολτέρος υπήρξε πολυγραφότατος. Στα 60 του χρόνια ήταν ο πιο ονομαστός συγγραφέας στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό της γραφής του ήταν η απλοποίηση και ο προπαγανδισμός ιδεών. Μπορούσε σε μια φράση ή σε έναν στίχο να κλείσει μια ολόκληρη φιλοσοφική θεωρία κατανοητή σε όλους.Έγραψε φιλοσοφικά συγγράμματα, σατυρικά διηγήματα, είκοσι μία χιλιάδες επιστολές και θεατρικά έργα. Μερικά από τα έργα του είναι:



1) «οι Φιλοσοφικές και Αγγλικές επιστολές» που έγινε το ευαγγέλιο του Φιλελευθερισμού,

2) το «Φιλοσοφικό Λεξικό», όπου με φοβερή οξύτητα επιτίθεται εναντίον των θρησκειών και αναλύει την κοινωνία, τη φιλολογία, την ηθική

3) το έπος «η παρθένος της Ορλεάνης», που αναφερόταν στην Ζαν ντ Αρκ

4) «τα χρονικά της Αυτοκρατορίας»

5) «ο αιώνας του Λουδοβίκου ΙΔ»

6) «ο ορφανός της Κίνας»

7) «ο Αγαθούλης », όπου καυτηριάζει την αισιόδοξη αντίληψη του Ρουσσώ «ότι τα πάντα οδηγούνται από τη Θεία Πρόνοια» , και υποστηρίζει ότι «είμαστε έρμαιο της τύχης και Θεία Πρόνοια δεν υπάρχει»

8) «η ιστορία του Καρόλου ΙΒ'»

9) το «Δοκίμιον περί των ηθών»

10) το «ποίημα για την καταστροφή της Λισσαβόνας»

11) μετάφρασε «τα Στοιχεία του Νεύτωνα»

12) 27 τραγωδίες, όπως «Ολυμπία», «Τριανδρία», «Σκύθες», «ο θάνατος του Καίσαρα», κ.α.



Η συμβολή του Βολτέρου υπήρξε σημαντική, και από πολλούς θεωρείται ότι επηρέασε τις κατευθύνσεις που πήρε ο νεώτερος Ευρωπαϊκός πολιτισμός.



Έτσι:

1. Σαν φιλόσοφος: οι ιδέες του για την ελευθερία της σκέψης «Δε συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όλα όσα λες, αλλά θα υπερασπίζω, και με το τίμημα της ζωής μου ακόμα, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες αυτά που πρεσβεύεις», τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δικαιοσύνη, την ανεκτικότητα, την ανεξιθρησκία, καθώς και η κριτική που άσκησε στην εξουσία, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Γαλλικής επανάστασης και στην πτώση της αναχρονιστικής φεουδαρχίας. Επίσης με τα έργα του βοήθησε στη σταδιακή απαλλαγή από τη θρησκευτική πρόληψη, τη μισαλλοδοξία των Εκκλησιών και το σκοταδισμό.



2. Σαν λογοτέχνης: έδωσε περισσότερη δράση και κίνηση στη μέχρι τότε δύσκαμπτη γαλλική τραγωδία και δεν περιορίστηκε στα αρχαία ελληνορωμαϊκά πλαίσια, αλλά μετέφερε στη σκηνή εξωτικά και ρομαντικά θέματα - Ιερουσαλήμ (Ζαΐρα), Περού (Αλζίρα), Μέκκα (Μωάμεθ), Κωνσταντινούπολη (Ειρήνη), Σικελία (Ταγκέρδος) κ.α. γιαυτό μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του ρομαντικού θεάτρου.



3. Σαν ιστορικός: δίνει μεγάλη σημασία στο περιβάλλον, ερευνά τις πηγές, τις οικονομικές συνθήκες, αναλύει τα ήθη , την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της εποχής, συγκρίνει διάφορα έθνη. Το ύφος που χρησιμοποίησε δεν ήταν ρητορικό και βαρύ αλλά απλό και διηγηματικό. Γι’ αυτό θεωρείται ότι ανανέωσε την ιστοριογραφία.

Πηγή: http://biographies.nea-acropoli.gr/

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Μαρτίνος Λούθηρος

Ο Μαρτίνος Λούθηρος (10 Νοεμβρίου 148318 Φεβρουαρίου 1546) ήταν Γερμανός μοναχός, ιερέας[1], καθηγητής, θεολόγος, ηγέτης της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα στη Γερμανία, και θεμελιωτής των χριστιανικών δογμάτων και πρακτικών του Προτεσταντισμού.
Γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1483 στο Αϊσλέμπεν της Σαξονίας από φτωχή οικογένεια. Μετά τη γέννηση του, οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στην πόλη Μάνσφελντ, όπου ο πατέρας του εργαζόταν στα εκεί μεταλλεία. Ο Λούθηρος ανατράφηκε μέσα σε ένα ευσεβές και αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον. Η ίδια αυστηρότητα επικρατούσε και στο λατινικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσε. Τις βασικές του σπουδές τις έκανε στο Μαγδεβούργο και στο Άιζεναχ όπου μια πλούσια αστική οικογένεια, του Κουντς Κόττα, τον πήρε στο σπίτι της. Εκεί, βρήκε δασκάλους, οι οποίοι τον δίδαξαν ανώτερα λατινικά, φιλολογία και ρητορική, ενώ ταυτόχρονα δούλευε ως πλανόδιος τραγουδιστής. Το 1501, με την οικονομική συμπαράσταση μιας πλούσιας χήρας, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης και σπούδασε φιλοσοφία. Κατά επιθυμία του πατέρα του άρχισε, το Μάιο του 1505, να σπουδάζει νομικά. Αλλά δυο μήνες αργότερα, απαρνήθηκε τον κόσμο κι έγινε μοναχός στο μοναστήρι των Αυγουστίνων ερημιτών, στην Έρφουρτ. Στο μοναστήρι ο Λούθηρος παρακολούθησε θεολογικά μαθήματα και, το 1507, χειροτονήθηκε ιερέας. Κατόπι, συνέχισε τις θεολογικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Το 1512, ονομάστηκε Διδάκτορας της φιλολογίας και ανέλαβε στο ίδιο πανεπιστήμιο την έδρα της Βιβλικής φιλολογίας. Το 1507, χειροτονήθηκε ιερέας σε μια μονή Αυγουστινιανών μοναχών και σπούδασε για δυο χρόνια Θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης. Ένα χρόνο αργότερα έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, από όπου το 1512 πήρε και το διδακτορικό του δίπλωμα στη Θεολογία. Μια επίσκεψή του στη Ρώμη τον ανάγκασε να αναθεωρήσει τις απόψεις του σχετικά με την Παπική εκκλησία, βλέποντας τη διαφθορά που επικρατούσε εκεί σχετικά με τα συγχωροχάρτια και την "ειδική" για ιερωμένους πορνεία.




Ύστερα από μελέτη της Προς Ρωμαίους Επιστολής, πείστηκε πως η σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου ήταν αποτέλεσμα μόνο της Θείας Χάρης και της πίστης, κι όχι των αγαθών ή μη έργων. Για το λόγο αυτό ήρθε σε σύγκρουση με το θεσμό του συγχωροχαρτιού, που έδινε τότε η Καθολική Εκκλησία και με τον τρόπο αυτό δινόταν άφεση των αμαρτιών.
Η μεταρρύθμιση


Στις 31 Οκτωβρίου 1517, και ενώ είχε ήδη εκφράσει την αντίθεσή του σε σχέση με τις πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας στους φοιτητές του, θυροκόλλησε στην εξώπορτα του Μητροπολιτικού Ναού της Βιτεμβέργης τις 95 Θέσεις του, που αποτελούσαν μια ανοιχτή επίθεση εναντίον του Παπισμού. Οι 95 Θέσεις, μεταφράστηκαν στα γερμανικά και διαδόθηκαν από τους φίλους του. Σύντομα ο Λούθηρος κλήθηκε σε απολογία στην Αυγούστα, ενώπιον του επιτετραμένου του Πάπα στη Γερμανία. Εκεί αρνήθηκε να ανακαλέσει και φυγαδεύτηκε νύχτα από φίλους του. Οι αντι-Θέσεις που κυκλοφόρησε ο Γιόχαν Τέτζελ δεν είχαν καμιά απήχηση, και μάλιστα οι φοιτητές τις έκαιγαν δημόσια. Με τα επόμενα έργα του ο Λούθηρος μεγάλωσε το χάσμα που τον χώριζε από την Καθολική Εκκλησία, ενώ βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες της βόρειας, κυρίως, Ευρώπης.



Το 1520 ο πάπας Λέων Ι΄ εξέδωσε τη βούλα Exsurge Domine, καταδικάζοντας ως αιρετικές 41 από τις 95 Θέσεις του Λούθηρου, τον οποίο κάλεσε να αποκηρύξει δημόσια τις Θέσεις του μέσα σε 60 μέρες, ενώ οι απανταχού πιστοί διατάχθηκαν να κάψουν όλα τα βιβλία του, ώστε να μην αφορισθούν, συλληφθούν, και τιμωρηθούν ως αμετανόητοι αιρετικοί[2]. Αντιδρώντας στην είδηση, πως στα πανεπιστήμια του Παρισίου και της Κολωνίας κάηκαν τα βιβλία του, ο Λούθηρος έκαψε δημόσια την Παπική Βούλα, και απάντησε γράφοντας το βιβλίο Ενάντια στα Βλάσφημη Βούλα του Αντίχριστου. Στις 3 Ιανουαρίου 1521, ο Λέων Ι' εκδίδει δεύτερη Βούλα, με την οποία ο Λούθηρος αφορίζεται.



Τελικά, ο Λούθηρος κλήθηκε σε απολογία ενώπιον της Δίαιτας της Βορμς, τον Απρίλιο του 1521. Εκεί, αρνήθηκε να ανακαλέσει τις θέσεις του. Η απολογία του τελείωσε με τα εξής λόγια:



Εάν δε με πείσουν, με επιχειρήματα από την Αγία Γραφή ή με αδιάσειστη λογική, δεν μπορώ να αναιρέσω τις θέσεις μου, γιατί δεν πιστεύω στο αλάθητο του πάπα, ούτε στο αλάθητο των συνόδων, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι πολλές φορές και οι πάπες και οι σύνοδοι έχουν σφάλει και έχουν πέσει σε αντιφάσεις. Εγώ έχω πειστεί από τα βιβλικά επιχειρήματα που έχω ήδη αναφέρει, και είμαι απόλυτα ενωμένος με το λόγο του Θεού. Δεν μπορώ και δε θέλω να ανακαλέσω τίποτα, γιατί δεν είναι ορθό, και αντίθετα είναι επικίνδυνο να πράττει κανείς αντίθετα με τη φωνή της συνείδησής του. Ο Θεός ας με βοηθήσει. Αμήν



Τελικά, ο Λούθηρος φυγαδεύτηκε με την βοήθεια του Εκλέκτορα της Σαξονίας, και μεταφέρθηκε σε έναν πύργο κοντά στο Άιζεναχ, όπου παρέμεινε ως Πρίγκιπας Γεώργιος. Εκεί έγραψε αρκετά κείμενα, και μετέφρασε στα γερμανικά την Αγία Γραφή.



Πλέον, η διδασκαλία του Λούθηρου κηρύττεται από αρκετές Γερμανικές εκκλησίες. Πολλοί μοναχοί εγκαταλείπουν τις μονές τους προκειμένου να κηρύξουν τις αρχές της Μεταρρύθμισης, ενώ το φοιτητές, αλλά και μεγάλος αριθμός Πανεπιστημιακών της Γερμανίας τάσσεται, σχεδόν στο σύνολό του, υπέρ της Μεταρρύθμισης[3]. Όμως, κάποιοι από τους μεταρρυθμιστές με ηγέτη τον Αντρέα Κάρλσταντ, ριζοσπαστικοποίησαν τις ιδέες του Λούθηρου, με αποτέλεσμα να σημειωθούν επεισόδια σε εκκλησίες. Ο Λούθηρος πληροφορήθηκε για τις εξελίξεις, και στις 6 Μαρτίου 1522 επέστρεψε στην Βιττεμβέργη όπου συντέλεσε στην εξομάλυνση της κατάστασης.



Τον Ιούνιο του 1524 ξέσπασε ο λεγόμενος Πόλεμος των Χωρικών, ο οποίος εξαπλώθηκε ταχύτατα από την νότια Γερμανία μέχρι την Θουριγγία[4], και είχε ως βασικά αιτήματα την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την ελάφρυνση των φορολογικών μέτρων και γενικά την αποτίναξη της άρχουσας τάξης και της Παπικής εκκλησίας[5]. Ο Λούθηρος στις 6 Μαΐου 1525 γράφει την Προτροπή προς Ειρήνευση, στην οποία υποστηρίζει την ειρηνική διευθέτηση, ενώ κατηγορεί την άρχουσα τάξη ως υπεύθυνη για την καταπίεση που ασκούσε στους χωρικούς, και συμβουλεύει τους τελευταίους να αποφύγουν τις εκδικητικές πράξεις [6]. Όμως η βιαιότητα των εξεγερμένων, κάνει τον Λούθηρο να γράψει το τετρασέλιδο φυλλάδιο Κατά των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των χωρικών, με την οποία ζητά από τους ευγενείς να καταστείλουν το κίνημα των χωρικών. Οι βιαιοπραγίες τελειώνουν το Μάιο του 1525, με την καταστολή και την εκτέλεση των ηγετών του κινήματος.



Στις 13 Ιουνίου 1525, ο Λούθηρος παντρεύεται την πρώην μοναχή Καταρίνα φον Μπόρα, με την οποία αποκτά έξι παιδιά.



Στις 20 Ιουνίου 1530, ο Κάρολος Ε' συγκαλεί νέα Δίαιτα στην Αυγούστα, ζητώντας να κατατεθούν Ομολογίες Πίστεως από τους Καθολικούς και τους εκπροσώπους της Μεταρρύθμισης. Ο Λούθηρος δεν συμμετέχει λόγω της ισχύως της Εδίκτου της Βόρμς, αλλά στην Δίαιτα παραδίδεται η Ομολογία της Αυγούστας που είχε γραφτεί από αυτόν. Η Μεταρρύθμιση καταδικάζεται για ακόμα μία φορά, με αποτέλεσμα οι πρίγκηπες και οι εκπρόσωποι των ελεύθερων πόλεων που ανήκαν στις γραμμές της Μεταρρύθμισης, να συγκροτήσουν την Ένωση του Σμαλκάλντεν.



Ο Λούθηρος πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου του 1546 στην πατρίδα του, το Άισλεμπεν. Εννιά χρόνια αργότερα δόθηκε σχετική ελευθερία για την άσκηση της Αναμορφωμένης πίστης.

Η διδασκαλία του και ειδικότερα η μετάφραση της Αγία Γραφής στη Γερμανική, τόνωσε το πατριωτικό αίσθημα των Γερμανών, που ήθελαν να κόψουν κάθε εξάρτηση με την Εκκλησία της Ρώμης και τους συχνούς φόρους της, και πιστεύεται ότι σ' αυτό οφείλεται, κατά ένα μέρος, η τεράστια ανάπτυξη της Λουθηρανικής Εκκλησίας στη Γερμανία. Δημοσίευσε πολλά έργα θεολογικού περιεχόμενου και μετέφρασε στα Γερμανικά την Αγία Γραφή, συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη της γερμανικής γλώσσας και της τέχνης της μετάφρασης. Επίσης ο Λούθηρος συνέθεσε διάφορους χριστιανικούς ύμνους με πιο γνωστό τον ύμνο Θεός το Φρούριον ημών.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Ντενί Ντιντερό

Ντενί ΝτιντερόΟ Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot, 5 Οκτωβρίου 1713 – 31 Ιουλίου 1784) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας.




Γιος ενός σιδερά από την πόλη Λανγκρ (Langres), διδάχθηκε από Ιησουίτες κληρικούς και σπούδασε στη Σορβόνη, από όπου αποφοίτησε το 1732 ως νομικός. Ο Ντιντερό έχασε όμως το ενδιαφέρον του για το νομικό επάγγελμα και προτίμησε να ασχοληθεί με γλώσσες, λογοτεχνία, φιλοσοφία και μαθηματικά. Αναδείχθηκε σε επιφανή φιλόλογο, φιλόσοφο και συγγραφέα ενώ ήταν εμπνευστής και ηγέτης της προσπάθειας για συγγραφή της «Εγκυκλοπαίδειας» από το 1746 μέχρι το 1780. Σε όλα τα έργα του διέδιδε το πνεύμα του διαφωτισμού, άθεος και υλιστής ο ίδιος, ενάντια στη δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία. Μαζί με τον Βολταίρο και τον Ρουσσώ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς του 18ου αιώνα. Τα μυθιστορήματά του διαβάζονται ακόμα και τον 21ο αιώνα. Έγραψε ακόμα θεατρικά έργα και κριτικές εργασίες.



Η τσαρίνα Αικατερίνη της Ρωσίας τον κάλεσε να υποβάλει προτάσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ρωσίας και γι' αυτό ο Ντιντερό έμεινε στα χρόνια 1773-1774 στην Πετρούπολη. Στα ύστερα δημοσιεύματά του ασχολήθηκε επίσης με πολιτικά ζητήματα και θεωρείται από τους πνευματικούς πατέρες της επερχόμενης γαλλικής επαναστάσεως.


Ο Ντιντερό μεγάλωσε στην πόλη Λάνγκρ στην Καμπανία της Γαλλίας και ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός ευκατάστατου σιδερά. Έλαβε μόρφωση σε σχολείο Ιησουιτών και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει την φοίτηση του. Το 1732 διέκοψε τις σπουδές του ως θεολόγος και άρχισε μια νέα ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα, γνωρίζοντας πολλούς διανοούμενους της εποχής, όπως τον Ζαν ντ' Αλαμπέρ και τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Άρχισε να γράφει και να μεταφράζει αγγλικά χειρόγραφα στα γαλλικά.




Λίγο αργότερα γνώρισε μια νεαρή πλύστρα, και θέλοντας να την παντρευτεί, ζήτησε την άδεια του πατέρα του, όπως ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Εκείνος δεν συμφώνησε και αποφάσισε να τον κλείσει σε μοναστήρι. Η αντιπάθεια του Ντιντερό προς τον θεσμό των μοναστηριών και την εκκλησία γενικότερα ίσως πηγάζει από αυτό το γεγονός, μια αντιπάθεια η οποία μεγάλωσε όταν η αδερφή του κλείστηκε οικειοθελώς σε ένα μοναστήρι και εκεί αρρώστησε ψυχικά.



Όταν δραπέτευσε από το μοναστήρι που τον είχε κλείσει ο πατέρας του επέστρεψε στο Παρίσι και παντρεύτηκε την νεαρή πλύστρα μυστικά. Σύντομα απέκτησαν μαζί μια κόρη, η οποία όμως πέθανε πολύ πρόωρα. Αργότερα γεννήθηκαν δύο γιοί, οι οποίοι πέθαναν επίσης πρόωρα. Μόνο μια κόρη που γεννήθηκε το 1753 επέζησε.

Καθώς είχε συγγράψει την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων και ένα ιατρικό λεξικό, το 1746 ο Ντιντερό προσκλήθηκε από έναν γνωστό Παριζιάνο εκδότη να μεταφράσει την αγγλική εγκυκλοπαίδεια Cyclopaedia, or Universal Dictionary of the Arts and Sciences. Ο Ντιντερό αποφάσισε να μην περιοριστεί μόνο στους δύο τόμους αυτού του έργου, αλλά να το επεκτείνει σημαντικά, προσθέτοντας σε αυτό όλες τις γνώσεις της εποχής. Σε αυτό το έργο τον βοήθησαν και άλλοι διανοούμενοι και φίλοι του, κυρίως ο Ντ' Αλαμπέρ, που ήταν μαθηματικός και φυσικός επιστήμονας, αλλά και πολύ γνωστά πρόσωπα όπως ο Μοντεσκιέ και ο Βολταίρος.




Το 1749 αναγκάστηκε να διακόψει, εξαιτίας κάποιων γραπτών που είχε δημοσιεύσει παλαιότερα και στα οποία ασκούσε κριτική στην εκκλησία. Φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Αργότερα αποφάσισε να αφήσει πολλά έργα του ανέκδοτα, για να μην θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της Εγκυκλοπαίδειας (Encyclopédie).



Το 1750 δημιούργησε ένα προσπέκτους (Prospectus), με το οποίο καλούσε άτομα από όλη την Ευρώπη να βοηθήσουν στην συγγραφή αυτού του κολοσσιαίου έργου. Ήδη το 1751 εμφανίστηκαν οι δύο πρώτοι τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας ή Λεξικό αλφαβητικά ταξινομημένο των τεχνών και των επαγγελμάτων (γαλλ. Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des arts et métiers, par une société de gens de lettres), από έναν κύκλο συγγραφέων. Η επιτυχία του έργου στα βιβλιοπωλεία ήταν πολύ μεγάλη, οι Ιησουίτες όμως και πολλοί κληρικοί διέγνωσαν μια αντιχριστιανική τάση στο έργο αυτό και πέτυχαν με βασιλική διαταγή την απαγόρευση του έργου.



Επειδή όμως η μαρκησία ντε Πομπαντούρ, η ερωμένη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, κατείχε μια εξαιρετικά σημαντική θέση, επηρέασε υπέρ της Εγκυκλοπαίδειας πολλούς υπουργούς και άλλα πρόσωπα με επιρροή, ώστε τελικά εκδόθηκαν παρά την απαγόρευση που ίσχυε από το 1753 έως το 1756, τέσσερις νέοι τόμοι.



Η πίεση όμως των αντιπάλων της Εγκυκλοπαίδειας αυξήθηκε, και έτσι το 1758 επήλθε μια νέα απαγόρευση. Ακόμη και ο πάπας δεν ενέκρινε το έργο. Η Εγκυκλοπαίδεια όμως σημείωσε τεράστια επιτυχία όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, και καθώς η γαλλική κυβέρνηση εισέπραττε πολλά χρήματα από την πώληση αντιτύπων της Εγκυκλοπαίδειας στην Ευρώπη, ενθάρρυνε τον Ντιντερό και τους υπόλοιπους Εγκυκλοπαιδιστές να συνεχίσουν τη συγγραφή της. Ο Ντιντερό έγραψε και τους υπόλοιπους δέκα τόμους, μαζί με πέντε τόμους εικονογραφήσεις μέχρι το 1765, αποσύρθηκε όμως - μετά από είκοσι χρόνια συγγραφής - και άφησε στους συνεχιστές τους να εκδώσουν και τους υπόλοιπους τελευταίους τόμους με εικόνες. Όπως και οι υπόλοιποι τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας, έτσι και αυτοί, συνέβαλαν στη μεγάλη φήμη και τη διάδοση του έργου σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Παράλληλα με την Εγκυκλοπαίδεια ο Ντιντερό συνέγραφε και άλλα έργα. Το 1746 ολοκλήρωσε το έργο του Φιλοσοφικές σκέψεις (Pensées philosophiques). Το 1749 φυλακίστηκε εξαιτίας του συγγράμματος του Γράμμα για τους τυφλούς (Lettre pour les aveugles). Το 1751 έγινε μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο. Ως φυσικός επιστήμονας, ο Ντιντερό ασχολήθηκε με το έργο του Σκέψεις για την ερμηνεία της φύσης (Pensées sur l'interprétation de la nature), στο οποίο τάσσεται υπέρ των πειραμάτων και κατά των θεωρητικών ψευδορασιοναλιστικών ιδεών του Καρτέσιου.




Έγραψε επίσης θεατρικά έργα, όπως το Φυσικός γιος (Fils naturel) το 1757 και το Πατέρας της οικογένειας (Le Père de famille) το 1758. Όσον αφορά τα μυθιστορήματα, το πιο γνωστό και συνάμα το πιο επιτυχημένο του είναι Η μοναχή (La religieuse), το οποίο περιγράφει τα πάθη και τις δυσκολίες μιας γυναίκας που δεν θέλει να είναι μοναχή.

Μαζί με την σκληρή συγγραφική δουλειά του ο Ντιντερό φρόντιζε να έχει συχνές επαφές με τους Παριζιάνους διανοούμενους διαφωτιστές της εποχής. Όπως ο Βολταίρος, έτσι και ο Ντιντερό, αναζητούσε ένα φωτισμένο μονάρχη, τον οποίο βρήκε στο πρόσωπο της τσαρίνας Αικατερίνης, η οποία καταγόταν από τη Γερμανία και του άφησε στη διάθεσή του, το 1765, τη βιβλιοθήκη της. Τον προσέλαβε ως βιβλιοθηκάριο και τον βοήθησε οικονομικά, ενώ το 1773 ο Ντιντερό έμεινε για ένα διάστημα στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ντιντερό βρήκε υποστήριξη στον κύκλο των Μασόνων, αλλά το εάν ο ίδιος του ήταν Μασόνος δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο.
http://el.wikipedia/.
Από:

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Λωτρεαμόν

Ο Ιζιντόρ Ντυκάς (Isidore Lucien Ducasse, 4 Απριλίου 1846 - 24 Νοεμβρίου 1870), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν, ήταν Γάλλος ποιητής, δημιουργός των Ασμάτων του Μαλντορόρ που αποτελούν και το σημαντικότερο έργο του.


Ο Ιζιντόρ Ντυκάς γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάη την περίοδο που ο πατέρας του εργαζόταν στο γαλλικό προξενείο. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τα Άνω Πυρηναία και φαίνεται πως διέθετε μία αξιόλογη περιουσία, αν και τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντυκάς δεν είναι ως σήμερα εξακριβωμένα. Γνωρίζουμε πως ο Ντυκάς ταξίδεψε στο Παρίσι με σκοπό να δώσει εξετάσεις στην Πολυτεχνική Σχολή και στη Σχολή Μεταλλειολόγων, περίπου τον Αύγουστο του 1867. Το 1868 δημοσίευσε το πρώτο από Τα άσματα του Μαλντορόρ, έργο που ολοκληρώθηκε περίπου ένα χρόνο αργότερα και περιελάμβανε συνολικά έξι άσματα, γραμμένα σε πεζό λόγο αλλά κατά βάση ποιητικού χαρακτήρα. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν, ονομασία που πιθανόν να στηρίζεται στο γαλλικό μυθιστόρημα Λωτρεαμόν (Lautreamont) του Eugène Sue. Το 1870 δημοσίευσε τη συλλογή Poésies (Ποιήματα) και την ίδια χρονιά, στις 24 Νοεμβρίου πέθανε στην κατοικία του στο Παρίσι. Σχετικά με την αιτία του θανάτου του έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές και σύμφωνα με την επικρατέστερη ο θάνατός του προήλθε από κάποια μολυσματική αρρώστια.

Στη σύντομη διάρκεια της ζωής του, ο Λωτρεαμόν κατάφερε να ολοκληρώσει μόλις δύο έργα, τα Άσματα του Μαλντορόρ, που θεωρείται και το σημαντικότερο, καθώς και τη συλλογή Ποιήματα. Τα Άσματα του Μαλντορόρ, αν και ολοκληρώθηκαν περίπου το καλοκαίρι του 1869, δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Γαλλία ενόσω ζούσε ο Λωτρεαμόν, είτε λόγω του φόβου του εκδότη του για μια πιθανή ποινική δίωξη, καθώς αποτελούσε για τα δεδομένα της εποχής ένα πολύ προκλητικό έργο, είτε λόγω κάποιας οικονομικής διένεξης. Για το λόγο αυτό, ο Λωτρεαμόν παρέμεινε σχεδόν άγνωστος ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ωστόσο τα έργα του άρχισαν να αναδεικνύονται αρκετά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1885 από τον Max Waller, ο οποίος δημοσίευσε απόσπασμά από τα Άσματα του Μαλντορόρ στην βελγική επιθεώρηση Jeune Belgique. Στον 20ο αιώνα, ο λογοτέχνης Αλφρέντ Ζαρύ τόνισε επίσης την αξία του έργου του Ντυκάς ενώ και οι υπερρεαλιστές επηρεάστηκαν σημαντικά από τον Λωτρεαμόν και ανέδειξαν περαιτέρω το έργο του. Συχνά, ο Λωτρεαμόν αναφέρεται για αυτό το λόγο και ως ένας από τους προδρόμους του υπερρεαλιστικού κινήματος.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Αλέξανδρος ο Μακεδών

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ



Ο Αλέξανδρος ο Γ’ ο Μακεδών γεννήθηκε την 6η του μηνός εκατομβαιώνος το 356π.Χ. στην Πέλλα. Ήταν γιος του Φιλίππου και της Ολυμπιάδας. Ανήλθε στην εξουσία το 356π.Χ. και βασίλεψε για 12 χρόνια και 8 μήνες. Ήταν μόλις 20 ετών όταν ανήλθε στο θρόνο της Μακεδονίας, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Οι πρώτοι του παιδαγωγοί είναι ο Λεωνίδας και ο Λυσίμαχος. Ακολουθεί ο μέγας φιλόσοφος Αριστοτέλης. Σε νεαρή ηλικία ανέλαβε το τολμηρό εγχείρημα, το μεγαλεπήβολο σχέδιο του πατέρα του να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών. Η εκστρατεία του διήρκεσε έντεκα χρόνια (334 – 323 π.Χ.).Το 328π.Χ, εν μέσω της εκστρατείας του, τελεί γάμο με την Ρωξάνη. Το 324π.Χ, στα Σούσα, νυμφεύεται την κόρη του Δαρείου Στάτειρα και την κόρη του Ώχου Παρύσατι. Η παιδεία του Αλεξάνδρου επηρεάζεται σαφώς από τη προσωπικότητα του Αριστοτέλη. Χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιούσε συχνά ο ίδιος για να αποδώσει σεβασμό και τιμή στο δάσκαλό του « στο πατέρα μου οφείλω το ζήν στο δάσκαλό μου το ευ ζήν». Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο νεαρός Αλέξανδρος είχε φυσική κλίση στο διάβασμα και τη λογοτεχνία και ήταν εξαιρετικά φιλομαθής. Το πρότυπο που ακολούθησε στη ζωή του ήταν ο ομηρικός ήρωας Αχιλλέας και η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι συνήθιζε να φυλά κάτω από το προσκέφαλό του την Ιλιάδα, την οποία μελετούσε συχνά και θεωρούσε «εφόδιο πολεμικής αρετής». Τέλος, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην ενασχόληση του Αλεξάνδρου με τη φιλοσοφία η οποία του άνοιγε συνεχώς νέους πνευματικούς ορίζοντες, που έσπευδε, όσο μπορούσε και ο ίδιος, να ανακαλύψει. Ο θάνατος, στις 13 Ιουνίου του έτους 323π.Χ, βάζει τέλος στην ζωή του Ηγέτη, Πολιτικού και Στρατηγού Μεγάλου Αλεξάνδρου.


Τόλμη: το προσόν αυτό, απολύτως απαραίτητο σε κάθε ηγέτη, που μεγαλούργησε στο πέρασμα της ιστορίας, ήταν απαράμιλλο στον Αλέξανδρο και φαίνεται ξεκάθαρα στην απόφασή του να εκστρατεύσει εναντίον μιας ανίκητης αυτοκρατορίας για να τιμωρήσει τυπικά την αδικία, που είχαν διαπράξει οι Πέρσες εναντίον των Ελλήνων, ουσιαστικά όμως για να την υποτάξει και να τη διαλύσει σε ηλικία είκοσι ετών

Εξυπνάδα: το χαρακτηριστικό αυτό είχε φάνει από νωρίς, όπως διαπίστωνε συχνά και ο Αριστοτέλης. Ένα αξιόλογο δείγμα ήταν όταν σε ηλικία δεκατριών ετών τιθάσευσε το Βουκεφάλα, το άγριο άλογο, που είχαν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να καβαλήσουν οι ακόλουθοι του πατέρα του γυρίζοντας το κεφάλι του προς τον ήλιο.

Γενναιότητα:αποτέλεσε ένα από τα κύρια χαρίσματα του κατά τη διάρκεια της ζωής του .Η γενναιότητα του έγινε φανερή σε άπειρες περιπτώσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτά της μάχης των Μαλλών, στην Ινδία, όπου αψηφώντας τον όποιο κίνδυνο όρμηξε στις επάλξεις του εχθρού παρασύροντας έτσι τους στρατιώτες του που επιτέθηκαν για να βρεθούν δίπλα του και άλωσαν έτσι τη πόλη.

Ευσέβεια: φρόντιζε να ιδρύει ναούς και να αφιερώνει μετά από κάθε του νίκη στους θεούς δείχνοντας την ευγνωμοσύνη του αλλά και ζητώντας την εύνοιά τους. Πριν την αποχώρησή του από τα βάθη της Ασίας ίδρυσε δώδεκα βωμούς στον Ύφαση προς τιμή των δώδεκα ολύμπιων θεών.

Εμπιστοσύνη – Αυτοπεποίθηση - Ενθουσιασμός: η πίστη στις ικανότητες και στις δυνατότητές του τού έδιναν δύναμη να συνεχίζει και να προχωρά κάθε φορά άλλο ένα βήμα μπροστά. Το πρωί πριν από τη μάχη στα Γαυγάμηλα ήταν τόσο σίγουρος για την νίκη του, που χρειάστηκε να τον ξυπνήσει ο Παρμενίων για να ξεκινήσουν, οπότε και του δόθηκε η αποστομωτική απάντηση: «μήπως δεν θα είμαστε νικητές το απόγευμα». Παράλληλα, στην παρουσία ενός ανθρώπου που τα μάτια του λάμπουν από ενθουσιασμό, κάθε αμφιβολία και δισταγμός λιώνουν όπως το χιόνι στον Ανοιξιάτικο ήλιο. Έτσι, ο ενθουσιασμός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε συνδυασμό με την παλικαριά του και την αφοβία του, τον βοηθούσε να εξυψώνει το ηθικό των στρατιωτών του, να τους εμπνέει εμπιστοσύνη και να εξαφανίζει τους δικούς τους φόβους.

Επιμονή - Αποφασιστικότητα: Αυτές οι ιδιότητες του Μακεδόνα αποτελούσαν ίσως τον κυριότερο μοχλό της δράσης του, καθώς για τον ίδιο ήταν ξεκάθαρο ότι ό,τι αποφάσιζε πως έπρεπε να γίνει…μπορούσε και να γίνει. Με επιμονή και σύστημα, λοιπόν, κατόρθωσε να κυριεύσει την πόλη της Τύρου, που όλοι την θεωρούσαν απόρθητη έως τότε. Ευρύτητα πνεύματος -

Επινοητικότητα: αν και μονάρχης στο αξίωμα ο Αλέξανδρος άκουγε προσεκτικά τις γνώμες των αξιωματικών του και δε δίσταζε να υιοθετήσει τη σωστή. Έτσι συμφώνησε με τον Παρμενίωνα και δεν προχώρησε στην αναμέτρηση στα Γαυγάμηλα παρά την επόμενη το πρωί, αφού προηγουμένως ήλεγξε τον χώρο, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο έμπιστος στρατηγός του. Φύση επινοητικός, γεννούσε συνεχώς ιδέες και τις υλοποιούσε προς όφελος των επιδιώξεών του αλλά και των διοικούμενών του.

Διορατικότητα: ήταν σε θέση να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα ακόμα και αν είχε στη διάθεσή του λίγα στοιχεία. Είχε την ικανότητα δηλαδή να λειτουργεί ως ηγέτης, η ασφαλής κρίση του οποίου εξασφάλιζε το καλύτερο για το λαό του. Ο τρόπος, που διοίκησε το αχανές κράτος, που δημιούργησε, κατά τρόπο που να διατηρείται η ενότητά του και η ηρεμία του το αποδεικνύει σαφώς.

Τιμή στους συντρόφους: στο δύσκολο αγώνα αναγνώριζε τις θυσίες και τους κόπους των συντρόφων του, τους οποίους τιμούσε και σεβόταν. Χαρακτηριστική περίπτωση: όταν παρουσιάστηκε στη σκηνή της μητέρας του Δαρείου μαζί με τον Ηφαιστίωνα, εκείνη μπερδεύτηκε και προσφώνησε Αλέξανδρο τον Ηφαιστίωνα. Ο στρατηγός αμήχανος πισωπάτησε και τότε ο Αλέξανδρος είπε: «και αυτός Αλέξανδρος είναι».

Τιμή στους αντιπάλους: αντιμετώπιζε ως αντιπάλους και όχι ως εχθρούς, όσους χρειάστηκε να αναμετρηθεί στο πεδίο της μάχης και για αυτό τιμούσε τη γενναιότητά τους σε αυτή. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η συμπεριφορά του απέναντι στον ηττημένο Πώρο, τον οποίο προϋπάντησε, αγκάλιασε και φρόντισε, όπως ταιριάζει σε βασιλιά.

Γνώστης ψυχολογίας στρατεύματος: ήξερε πολύ καλά πώς να ξεσηκώνει το στρατό του, πώς να τον ελέγχει και το κυριότερο βέβαια πώς να τον κατευθύνει προς τα εκεί, που επιθυμούσε χρησιμοποιώντας τα απαραίτητα ψυχολογικά τεχνάσματα απευθυνόμενος στα συναισθήματα και στα ένστικτά τους. Έτσι, όταν οι στρατιώτες του στασίασαν, κατορθώνει με την απόλυσή τους να τους φιλοτιμήσει και κάνοντας μια μεγάλη γιορτή να τους γεμίσει με τον πρώτο ενθουσιασμό.

Γνώστης ψυχολογίας πλήθους: εκτός από το στρατό του ο Αλέξανδρος είχε την ικανότητα να επικοινωνεί και με τους λαούς, που κατακτούσε. Ικανότητα εξαιρετικά σοβαρή, αν αναλογιστούμε ότι είχε να αντιμετωπίσει ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές από τον ίδιο και τους στρατιώτες του. Μεγαλειώδης είναι η στιγμή, που με το σπαθί του λύνει το Γόρδιο δεσμό στην πόλη Γόρδιο και περνά το μήνυμα σε όλους ότι είναι ο νέος κυρίαρχος της Ασίας σύμφωνα με την λαϊκή πεποίθηση, που υπήρχε.

Γνώστης ψυχολογίας αντιπάλων: η ικανότητα αυτή έδωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο Στρατηγό, αφού μπορούσε να αντιλαμβάνεται τον τρόπο σκέψης των αντιπάλων και να προσαρμόζει τη δράση του σε αυτή. Για παράδειγμα οι συνεχείς μετακινήσεις του στρατού του στις όχθες του Υδάσπη είχαν ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Πώρου. Η ενδεκαετής εκστρατεία των Μακεδόνων στα βάθη της Περσίας και η νικηφόρα αναμέτρησή τους με τους δεκάδες γηγενείς πληθυσμούς είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εκτεταμένου κράτους, που απλώνονταν από την Αδριατική χερσόνησο έως τον Ινδό ποταμό και από τη Κασπία θάλασσα έως την Αίγυπτο. Οι κάτοικοι του κράτους αυτού ήταν εντελώς ανομοιογενείς ως προς τα πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, καθώς μιλάμε για ένα πλήθος λαών με ξεχωριστές και ιδιαίτερες παραδόσεις. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι Έλληνες μέσα σε αυτό το αχανές πολιτικό δημιούργημα αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία. Η πρόκληση, που ανοίγονταν μπροστά στον Αλέξανδρο να διοικήσει αυτό το κράτος διατηρώντας ταυτόχρονα την ενότητα και την ηρεμία του, πρέπει να αντιμετωπιζόταν από τον ίδιο ως εξίσου τολμηρή όσο και να το δημιουργήσει.

Γνώριζε πολύ καλά από διοίκηση του ανθρωπίνου παράγοντα καθώς και των λειτουργιών που στοιχειοθετούν την ορθή και επιτυχημένη διοίκηση : Τον ορθό και μελετημένο σχεδιασμό, την άρτια οργάνωση, την κατάλληλη στελέχωση, την υποκίνηση (κάνοντας χρήση των τεσσάρων τρόπων υποκίνησης δηλαδή του χρήματος, της ιδεολογίας του συμβιβασμού και του εγώ), και τον έλεγχο. Οι πολιτικές – διοικητικές του ρυθμίσεις και επιλογές υπογραμμίζουν για άλλη μια φορά την εξυπνάδα του Μακεδόνα βασιλιά, που αποδείχθηκε θαυμάσιος ηγεμόνας όχι μόνο στα πεδία των μαχών, όπου οι τολμηρές του επιλογές τον δικαίωσαν βέβαια, αλλά και στην περίοδο της ειρήνης και της ανάγκης για ανοικοδόμηση, που ακολούθησε.

Συγκεκριμένα: Διατήρησε τη διοικητική διαίρεση σε Σατραπείες χρησιμοποιώντας μάλιστα στη Διοίκηση εκτός από Έλληνες και αυτόχθονες Αξιωματικούς. Προώθησε το σύστημα της νομισματικής οικονομίας καταργώντας στη περίπτωση αυτή τη Σατραπεία ως φορολογική μονάδα και αντικαθιστώντας με φορολογική περιφέρεια που περιελάμβανε περισσότερες από μία Σατραπείες. Οι θησαυροί που συγκεντρώνονταν μεταβάλλονταν σε χρυσό νόμισμα. Ίδρυσε το Στρατιωτικό σώμα των Επιγόνων στο οποίο συμπεριέλαβε 30000 νεαρούς Πέρσες τους πρώτα εκπαίδευσε στη Μακεδονική πολεμική τακτική και στα Ελληνικά γράμματα. Σεβάστηκε και υιοθέτησε τις τοπικές συνήθειες, τις παραδόσεις και το διαφορετικό τρόπο άσκησης της εξουσίας για κάθε λαό. Έτσι ενθάρρυνε τους μικτούς γάμους μεταξύ Ελλήνων και Περσών ως μέσο συμφιλίωσης και δεχόταν να τον προσκυνούν ως ηγεμόνα. Ακόμα δεχόταν να τον φιλούν οι Πέρσες, πρακτική εντελώς απαγορευμένη για τη μακεδονική νοοτροπία της εποχής.


Στην παρούσα εργασία δεν κρίνεται σκόπιμη η λεπτομερής ανάλυση των μαχών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δια τούτο, στο παρόν κεφάλαιο θα ακολουθήσει μια απλή καταγραφή των κυριότερων πολεμικών κατορθωμάτων του Στρατηγού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 339π.Χ, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του πατέρα του στον Εύξεινο Πόντο, ο Μέγας Αλέξανδρος νικά τους Μαίδους. Το 336π.Χ, μετά τον θάνατο του πατέρα του, αναλαμβάνει την βασιλεία και εξοντώνει τους διεκδικητές του θρόνου. Εκστρατεύει για πρώτη φορά στην Νότια Ελλάδα. Το 335π.Χ εκστρατεύει στον Βορρά κατά των Τριβαλλών τους οποίους και υποτάσσει, διαβαίνει τον ποταμό Ίστρο και συντρίβει τους Γέτες. Επίσης, νικά τους Ιλλυριούς παρά το Πήλιο, εκστρατεύει για δεύτερη φορά στην Νότιο Ελλάδα και την υποτάσσει πλήν της Σπάρτης και υποτάσσει και την πόλη των Θηβών. Το 334π.Χ ξεκινάει την εκστρατεία της Ασίας, πραγματοποιεί διέλευση του Ελλήσποντου και κατάληψη της Τρωάδος, διεξάγει νικηφόρα την μάχη του Γρανικού, καταλαμβάνει την Αιόλιδα, την Ιωνία και την Καρία, εκπορθεί την Μίλητο και την Αλικαρνασσό. Το 333π.Χ καταλαμβάνει το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, λαμβάνει χώρα το επεισόδιο του Γόρδιου Δεσμού, διεξάγει νικηφόρα την μάχη της Ισσού, καταλαμβάνει την Συρία και την Φοινίκη. Το 332π.Χ εκπορθεί μετά από πολιορκία την Τύρο και την Γάζα, καταλαμβάνει την Αίγυπτο. Το 331π.Χ διεξάγει νικηφόρα την μάχη στα Γαυγάμηλα και καταλαμβάνει την Βαβυλώνα, τα Σούσα και την Περσέπολη. Το 330π.Χ καταλαμβάνει τα Εκβάτανα, υποτάσσει τις ανατολικές σατραπείες του περσικού κράτους και τις σατραπείες της Υρκανίας, της Παρθυηνής, της Αρίας, της Δραγγιανής, της Αραχωσίας και της Γεδρωσίας. Το 329π.Χ κατακτά την Βακτριανή και την Σογδιανή και καταστέλλει αργότερα την πρώτη επανάσταση της Σογδιανής. Το 328π.Χ καταστέλλει την δεύτερη επανάσταση της Σογδιανής. Το 327π.Χ αρχίζει την εκστρατεία της Ινδίας, υποτάσσει την επί τάδε Ινδούς χώρα, εισβάλλει στην κοιλάδα του Ινδού. Το 326π.Χ διεξάγει νικηφόρα την μάχη του Υδάσπη ποταμού και διεξάγει νικηφόρους αγώνες κατά των Μαλλών. Το 325π.Χ διασχίζει την έρημο της Γεδρωσίας με πολλές απώλειες και δημιουργεί στόλο για τον περίπλου του Ινδικού Ωκεανού. Το 324π.Χ επιστρέφει στην Περσέπολη και τα Σούσα. Το 323π.Χ επιστρέφει στην Βαβυλώνα, αρχίζει τις προπαρασκευές της Μεγάλης Στρατιάς και πρίν τις ολοκληρώσει, πεθαίνει.


Ο Μ. Αλέξανδρος κρινόμενος ως στρατιωτικός, μέσα από το πλούσιο πολεμικό του έργο, αναγνωρίζεται ως Μέγας Στρατηγικός νους και άριστος στρατιωτικός οργανωτής και αριστοτέχνης της τακτικής. Πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή ευδιακρίτως (λόγω της πανοπλίας). Στις πάμπολλες μάχες τις οποίες έδωσε φαίνεται καθαρά το στρατηγικό δαιμόνιο από τις Αρχές Πολέμου που είχε καθιερώσει και από τον τρόπο με τον οποίο τις εφάρμοζε. Αυτές δε είναι οι ακόλουθες:

α. Εκλογή του Σκοπού και Εμμονή σ’ αυτόν. Ο τελικός σκοπός του πολέμου είναι η καταστροφή των Ενόπλων Δυνάμεων του εχθρού και η συντριβή της θελήσεως του. Η αρχή αυτή του πολέμου φάνηκε περισσότερο στην μάχη του Γρανικού ποταμού (31-5-334 π.Χ.) κατά την οποία ο Μ. Αλέξανδρος κατανίκησε τις υπέρτερες Περσικές δυνάμεις, γνωρίζοντας ότι η νίκη του αυτή αφ’ ενός μεν θα εξυψώσει το γόητρό του, αφ’ ετέρου θα εξασφαλίσει την απελευθέρωση ολόκληρης σχεδόν της Μ. Ασίας και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την πλήρη επιτυχία της εκστρατείας του.

β. Επιθετική Ενέργεια. Η επιθετική ενέργεια διέκρινε όλες τις μάχες του Μ. Αλεξάνδρου καθότι μόνο δι’ αυτής επιτυγχάνεται η διατήρηση και εκμετάλλευση της πρωτοβουλίας και επιβολή της θελήσεως επί του αντιπάλου.

γ. Ελιγμός. Σ’ όλες τις μάχες ο Αλέξανδρος συνήθιζε να εκτελεί κατάλληλες κινήσεις των δυνάμεών του σε χώρο και χρόνο ώστε να βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι του αντιπάλου του, λαμβανομένου υπόψη ότι τις περισσότερες φορές η δύναμη του αντιπάλου ήταν μεγαλυτέρα.

δ. Επίθεση ισχυρού τμήματος σε ασθενές του αντιπάλου. Την αρχή αυτή εφάρμοσε ο Μ. Αλέξανδρος στη μάχη των Γαυγαμήλων (1-10-331 π.Χ.) προκειμένου να πετύχει την διάλυση του αντιπάλου. ε. Ασφάλεια – προστασία. Μεγάλη σημασία έδιδε ο Μ. Αλέξανδρος στην ασφάλεια και την προστασία του στρατεύματος αφ’ ενός μεν με την λήψη των καταλλήλων σχηματισμών ώστε να μην μένει κάποια πλευρά ακάλυπτη και με την χρήση της ασπίδας, αφ’ ετέρου δε με τη λήψη των απαιτουμένων μέτρων προς αποφυγή του αιφνιδιασμού. στ. Οικονομία δυνάμεων. Η αρχή αυτή του πολέμου εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Αλέξανδρο στη μάχη της Ισσού, όπου αμυνόμενος στην αριστερή πτέρυγα (οικονομία δυνάμεων) συγκέντρωσε επίλεκτες δυνάμεις στη δεξιά του πτέρυγα (ΚΠ) και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

ζ. Συγκέντρωση. Ο Μ. Αλέξανδρος είχε την ιδιαίτερη ικανότητα στην εφαρμογή αυτής της αρχής του πολέμου, καθ’ ότι, σε συνδυασμό με τις άλλες αρχές του πολέμου κατόρθωνε με πολύ μικρότερη δύναμη από τον αντίπαλο του να επιτυγχάνει αποφασιστική υπεροχή έναντι αυτού σε τόπο και χρόνο. η. Ενότητα Διοικήσεως. Η επίτευξη κάθε φορά του επιδιωκομένου αποτελέσματος αναμφισβήτητα σε πολύ μεγάλο ποσοστό οφείλετο στην ενότητα της Διοικήσεως. Αυτό προϋποθέτει, πειθαρχία και εκπαίδευση, στοιχεία δια τα οποία διακρίνονταν ο στρατός του Μ. Αλέξανδρου.

θ. Αιφνιδιασμός. Άλλη μία από τις αρχές του πολέμου που χρησιμοποίησε ο Μ. Αλέξανδρος ήταν ο αιφνιδιασμός, κατά τον οποίο προσέβαλλε τον εχθρό σε τόπο και χρόνο και από κατεύθυνση που δεν αναμένετο από τον εχθρό. Η αρχή του αιφνιδιασμού έτυχε εφαρμογής στη μάχη του Υδάσπη. ι. Απλότης. Η επιτυχής εκτέλεση του ελιγμού που είχε σχεδιασθεί σε όλες τις μάχες αποδεικνύει την απλότητα των σχεδίων του Μ. Αλεξάνδρου ώστε να γίνονται από όλους κατανοητά και να μην επέρχεται σύγχυση. Επίσης, ήταν πολύ καλός γνώστης της παραπλάνησης, της οποίας έκανε χρήση στην διεξαγωγή των μαχών του. Στην πολιορκία της Τύρου, εγκαθίδρυσε (εμμέσως) το όπλο του μηχανικού και διεξήγαγε ποικιλόμορφες και συνδυασμένες επιχειρήσεις στρατού ξηράς και ναυτικού. Στην πολιορκία της πόλεως Πέτρα, χρησιμοποίησε καταδρομείς για την κατάληψη αυτής. Αναμφισβήτητα ο Μ. Αλέξανδρος ως ηγήτωρ υπήρξε τέλειος. Για να επιτύχει δε τον αντικειμενικό του σκοπό ο οποίος ήταν η δημιουργία ενός Οικουμενικού κράτους, θα έπρεπε, αφ’ ενός μεν να κυριαρχήσει στους λαούς της Ασίας, αφ’ ετέρου δε με λίγες χιλιάδες Μακεδόνες στρατιώτες να κρατεί επ’ άπειρον μυριάδες βαρβάρους υπό την εξουσία του. Για να επιτύχει του αντικειμενικού του σκοπού έκανε χρήση και εφαρμογή διαφόρων μέσων ψυχολογικών επιχειρήσεων όπως παρακάτω: Τον Προφορικό λόγο, τον Γραπτό λόγο και Έτερα μέσα (σύμβολα – συνθήματα –δώρα-ήθη και έθιμα κ.λ.π.).

Εάν μελετήσουμε προσεκτικά όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Στρατηλάτη θα δούμε ότι ήταν γνώστης των κανόνων χρησιμοποιήσεως των μέσων ψυχολογικών επιχειρήσεων. Χρησιμοποιούσε τα μέσα διεξαγωγής Ψ. Ε. όταν ήταν αναγκαία η μετάδοση ενός μηνύματος στο στόχο. Τα χρησιμοποιούμενα ψυχολογικά μέσα ήταν προσαρμοσμένα στο μορφωτικό-κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο του στόχου. Σεβάστηκε πάντοτε τις Αρχές και τις Αξίες του στόχου. Χρησιμοποίησε πολλές φορές περισσότερα του ενός μέσα. Ακολούθως αναφέρονται ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιήσεως μέσων για την επίτευξη των ψυχολογικών επιχειρήσεων του Μ. Αλεξάνδρου.

Το 335 π.Χ. όταν ο βασιλιάς των Τριβαλλών, Σύρμος, ζήτησε τη φιλία του Μ. Αλεξάνδρου, αυτός την έδωσε με ευχαρίστηση, πιστεύοντας πως για πολλά χρόνια δεν θα τον ενοχλούσαν οι λαοί αυτοί. Στην μάχη του Γρανικού ποταμού ο Μ. Αλέξανδρος έδωσε εντολή να ταφούν με τιμές οι επίσημοι Πέρσες ενώ παράλληλα επισκέφτηκε όλους τους τραυματίες ρωτώντας τους ξεχωριστά τον καθένα για τα τραύματά τους. Ο Μ. Αλέξανδρος επέτρεψε όπως η πόλη των Σάρδεων διοικείται ελεύθερα σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα. Μόνο στην Ακρόπολη των Σάρδεων διέταξε να ανοικοδομηθεί ένας ναός του Δία. Αυτό ήταν αρκετό για να κατακτηθεί μία νέα πόλη από τον Ελληνικό πολιτισμό. Κατά την αναμέτρηση της Ισσού ο Μ. Αλέξανδρος είχε την ευκαιρία να αποδείξει στην οικογένεια του Δαρείου που είχε συλληφθεί αιχμάλωτη, ότι δεν επεδίωξε ποτέ το κακό του Δαρείου τον οποίο θεωρούσε γενναίο εχθρό, αλλά έπρεπε να τον αντιμετωπίσει προκειμένου να κυριαρχήσει στην Ασία.

Ήταν μάλιστα ευτυχής που του δινόταν η ευκαιρία να περιποιηθεί και να τιμήσει την οικογένειά του. Η συμπεριφορά του Μ. Αλεξάνδρου καταγοήτευσε τις πριγκίπισσες που έτρεξαν να τον ευχαριστήσουν, όπως και οι άλλες γυναίκες που ήταν εκεί. Λέγεται ακόμη πως όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν μέσα στην σκηνή της βασιλομήτορος αυτή σήκωσε ψηλά το μικρό εγγονάκι της, το γιο του Δαρείου που ήταν έξι χρονών. Ο Αλέξανδρος σήκωσε το μικρό στην αγκαλιά του και εκείνο χωρίς φόβο αγκάλιασε από τον λαιμό το βασιλιά με τα μικρά του χεράκια. Πριν την κατάληψη της Τύρου ο Μ. Αλέξανδρος ζήτησε με φιλικό τρόπο από το συμβούλιο της Τύρου να πάει προσκαλεσμένος ως φίλος και να προσφέρει θυσίες στον Πολιούχο Θεό Ηρακλή. Αναμφίβολα αυτή ήταν η πραγματική πρόθεσή του. Η πόλη θα παρέμενε στο Μακεδονικό κράτος ελεύθερη όπως η Έφεσος και οι άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, λατρεύοντας όποιο θεό ήθελαν. Ο Μ. Αλέξανδρος σταμάτησε την πορεία του προς τον Ευφράτη λόγω του θανάτου της Στάτειρος, συζύγου του Δαρείου (που ήταν αιχμάλωτη). Το μοιρολόϊ και ο ενταφιασμός έγιναν με όλη την επιβαλλόμενη μεγαλοπρέπεια και επισημότητα. Τα κλάματα του περιβάλλοντος της και θρήνοι της πεθεράς της τον συγκίνησαν και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα του από ανθρώπινη συγκίνηση. Ακόμη νήστεψε ολόκληρη την άλλη ημέρα όπως συνήθιζαν οι Πέρσες. Λέγεται ακόμα πως στα Σούσα ο Μ. Αλέξανδρος για να ευχαριστήσει την Συσέγαμβρη, τη μάνα του Δαρείου που ήταν αιχμάλωτη, της πρόσφερε ως δώρα ωραιότατα πολύτιμα Μακεδονικά υφάσματα.


Η προσωπικότητα του Μ. Αλεξάνδρου, η πορεία του, τα πολεμικά του επιτεύγματα, η πολιτική του ευφυΐα και η λάμψη της προσωπικότητάς του τον έκαναν θρύλο στο πέρασμα του χρόνου και στην μνήμη των λαών, που κατέκτησε αλλά και στη μνήμη των λαών της Δύσης. Πολλά έργα γράφτηκαν στηριζόμενα στη ζωή και στο έργο του Μακεδόνα βασιλιά, όπου η ζωή του και το έργο του παρουσιάζονται με τρόπο μυθικό.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε:

α. «Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος», αγνώστου συγγραφέως, κυκλοφόρησε στην Αίγυπτο τον 3ο αιώνα μ.Χ και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

β. Το βιβλίο των βασιλέων «Σαχνάμα», του πέρση ποιητή Φιρντουσή, κυκλοφόρησε στη Περσία τον 10ο αιώνα και παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως νόμιμο διάδοχο του Δαρείου και υπερασπιστή της εθνικής θρησκείας των Αρχαίων Περσών, της πυρολατρίας.

γ. Το βιβλίο του Αλεξάνδρου « Ισκαντάρμα», του πέρση ποιητή Νιζάμη, κυκλοφόρησε στη Περσία τον 13 αιώνα μ.Χ. και σε αυτό ο Αλέξανδρος θεωρείται σοφός αλλά και προφήτης του Ισλάμ. Άλλωστε και στο ίδιο το κοράνιο ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως προφήτης της προϊσλαμικής εποχής. δ. Ρημάδα του Μ. Αλεξάνδρου κυκλοφόρησε τον 13ο αιώνα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

ε. «Η φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» κυκλοφόρησε στον ελληνικό χώρο τον 18ο αιώνα και ήταν πολύ διαδεδομένο κυρίως ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα. Τελειώνοντας, δεν μπορεί να μην αναφερθεί ότι ο Μέγας Αλέξανδρος παρέμεινε αήττητος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Αλέξανδρος πέθανε βασιλιάς μιας τεράστιας αυτοκρατορίας,

χαιρετώντας τους στρατιώτες του έναν – έναν.

Θα παραμείνει ως ένας ανεξάντλητος φάρος και φωτεινό παράδειγμα στην Ιστορία του ανθρώπου, καθοδηγώντας τις νέες γενιές.

Θα μείνει δε στην ιστορία ως

«Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο Μέγιστος των Ελλήνων»