Αναγνώστες
Πέμπτη 28 Απριλίου 2011
Πράγα
Η Πράγα (τσέχικα: Praha), είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Τσεχίας. Χτισμένη στον ποταμό Μολδάβα (Vltava), στην κεντρική Βοημία, έχει 1,2 εκατομμύριο κατοίκους. Αποκαλείται επίσης «η χρυσή πόλη» και «μητέρα των πόλεων». Από το 1992, το ιστορικό κέντρο της Πράγας ανήκει στον κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Η ευρύτερη περιοχή της Πράγας κατοικείται από την Παλαιολιθική Εποχή. Γύρω στο 200 π.Χ., Κέλτες εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή προς τα νότια ονόματι Ζάβιστ, αλλά αργότερα εκδιώχθηκαν ή αφομοιώθηκαν από γερμανικά φύλα. Από τον 4ο αιώνα κι έπειτα, η περιοχή βρισκόταν υπό την εξουσία των Σλάβων, αν και για μια περίοδο υποτάχτηκαν στους Αβάρους.
Σύμφωνα με το θρύλο, η Πράγα ιδρύθηκε από την Πριγκίπισσα Λιμπούσε και το σύζυγό της, Πρέμυσλ, ιδρυτή της ομώνυμης δυναστείας. Τον αρχικό πυρήνα της πόλης αποτελούσε ένα κάστρο σε ένα λόφο στη δεξιά όχθη του Μολδάβα, γνωστό ως Βίσεχραντ, που σημαίνει «υψηλό, ανώτερο κάστρο». Σύντομα, η πόλη έγινε η έδρα των Βασιλέων της Βοημίας, κάποιοι εκ των οποίων κυβέρνησαν αργότερα ως αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς και σημαντικότατο εμπορικό κέντρο, το οποίο προσέλκυε εμπόρους από όλη την Ευρώπη. H πόλη έγινε επισκοπάτο το 973.
Ο βασιλιάς Βλαδισλάβος Β' έχτισε το 1170 την πρώτη γέφυρα πάνω από το Μολδάβα, τη Γέφυρα της Ιουδήθ, αν και κατέρρευσε το 1342. Στα θεμέλιά της χτίστηκε αργότερα η Γέφυρα του Καρόλου. Το 1257, υπό τη βασιλεία του Ότακαρ Β', δημιουργήθηκε η Μάλα Στράνα, συνοικία των Γερμανών, που είχαν το δικαίωμα απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μαγδεμβούργου. Η νέα συνοικία ήταν στην απέναντι όχθη από το Στάρε Μιέστο, την Παλαιά Πόλη.
Η πόλη άνθισε το 14ο αιώνα, κατά τη βασιλεία του Καρόλου του 4ου, ο οποίος διέταξε την κατασκευή του Νόβε Μιέστο, της Νέας Πόλης, δίπλα στην Παλαιά. Επίσης ανεγέρθηκε η Γέφυρα του Καρόλου, η οποία και συνέδεε τη νέα περιοχή με τη Μάλα Στράνα. Μνημεία της εποχής αυτής είναι και ο Καθεδρικός του Αγίου Βίτου μέσα στο κάστρο Χρατσάνι, ο παλαιότερος γοτθικός καθεδρικός ναός στην κεντρική Ευρώπη, καθώς και το Πανεπιστήμιο Καρόλου, το παλαιότερο πανεπιστήμιο στην κεντρική Ευρώπη. Κατά τη βασιλεία του Βέντσεσλας του 4ου, ο Γιαν Χους, θεολόγος και λέκτορας Πανεπιστημίου, διεξήγαγε τις ομιλίες του στην Πράγα, κηρύσσοντας τις ιδέες του για τη μεταρρύθμιση της εκκλησίας. Έχοντας γίνει επικίνδυνος για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους, ο Χους κάηκε στην πυρά το 1415.
Στους επόμενους δύο αιώνες, η Πράγα καθιερώθηκε σαν εμπορικό κέντρο στην καρδιά της Ευρώπης. Το 1526, το Βασίλειο της Βοημίας παραχωρήθηκε στους Αψβούργους. Ευημερία γνώρισε η πόλη όσο ήταν στο θρόνο ο Αυτοκράτορας Ροδόλφος ο 2ος, εκλεγμένος βασιλιάς της Βοημίας το 1576. Ζούσε στο Κάστρο, όπου συγκέντρωνε στην αυλή του πλήθος από αστρολόγους, μάγους και άλλες παράξενες φυσιογνωμίες.
Στις 23 Μαΐου 1618, η περίφημη Εκπαραθύρωση της Πράγας προκάλεσε τον Τριακονταετή Πόλεμο, όταν οι προτεστάντες ηγέτες πέταξαν από το παράθυρο τους καθολικούς απεσταλμένους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με τη λήξη του πολέμου και τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, ο βασιλιάς Φερδινάνδος μετέφερε την αυλή στη Βιέννη κι έτσι η Πράγα έπεσε σε παρακμή: ο πληθυσμός έφτασε τους 20.000 από 60.000 κατοίκους που ζούσαν εκεί πριν από τον πόλεμο. Το 1784, υπό τον Ιωσήφ το 2ο, οι τέσσερις δήμοι της Πράγας (Μάλα Στράνα, Νόβε Μιέστο, Στάρε Μιέστο, Χρατσάνι) ενώθηκαν σε έναν. Μόλις το 1850 συμπεριλήφθηκε και η εβραϊκή συνοικία, το Γιόζεφοβ, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του. Η Βιομηχανική Επανάσταση επηρέασε σημαντικά την Πράγα. Το 1817, δημιουργήθηκε το προάστιο Καρλίν, ενώ οι πρώτες σιδηροδρομικές γραμμές κατασκευάστηκαν το 1842.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με την ήττα της Αυστροουγγαρίας και τη δημιουργία της Τσεχοσλοβακίας, με πρωτεύουσα την Πράγα. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυριάρχησε απολυταρχικό καθεστώς. Το 1967, στο 4ο Συνέδριο Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων στην Πράγα, εκδηλώθηκε μια σφοδρή αντίθεση ενάντια στο καθεστώς. Με ηγέτη το νέο γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, ξεκίνησε η περίοδος του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Ήταν η «Άνοιξη της Πράγας», η οποία όμως προκάλεσε την αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης: τον Αύγουστο του 1968 στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατέλαβαν τη Τσεχοσλοβακία και την πρωτεύουσα καταπνίγοντας την εξέγερση.
Το 1989, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη Βελούδινη Επανάσταση στους δρόμους της Πράγας, κατέρρευσε το κομμουνιστικό καθεστώς στην Τσεχοσλοβακία. Το 1993, η Πράγα έγινε η πρωτεύουσα της νεοσύστατης Τσέχικης Δημοκρατίας.
Χρονοδιάγραμμα της ιστορίας της Πράγας
870 Δημιουργείται το Κάστρο της Πράγας
1085 Η Πράγα γίνεται η έδρα των βασιλιάδων - 1ος βασιλιάς Βρατισλάβος ο 2ος της Βοημίας
1344 Η επισκοπή της Πράγας γίνεται αρχιεπισκοπή
1346 Πρωτεύουσα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
1348 Ιδρύεται το Πανεπιστήμιο της Πράγας
1378 Ανασχηματισμοί του Γιαν Χους
1419 Πρώτη Εκπαραθύρωση της Πράγας
1420 Μάχη στο βουνό Βίτκοφ - Οι Χουσίτες νικούν τους Σταυροφόρους
1583 Ροδόλφος ο 2ος - πρωτεύουσα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
1618 Δεύτερη Εκπαραθύρωση της Πράγας - Τριακονταετής Πόλεμος
1621 Εκτέλεση 27 Τσέχων λόρδων στην Πλατεία της Παλιάς Πόλης μετά τη μάχη στο Λευκό Όρος
1648 Η δυτική όχθη της Πράγας τελεί υπό την κατοχή του σουηδικού στρατού
1741 Κατοχή από γαλλικό και βαυαρικό στρατό
1744 Κατοχή από πρωσικό στρατό
1848 Εξέγερση που συντρίβεται από τον αυτοκρατορικό στρατό
1890 Μεγάλη πλημμύρα προκαλεί τεράστιες ζημιές
1918 Πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας
1938 Μετά από την πολιτική Συμφωνία του Μονάχου, η Ναζιστική Γερμανία κατέλαβε τη Σουδητία και το 1939 ολόκληρη τη χώρα
1945 Η Πολεμική Αεροπορία των Η.Π.Α. διευθύνει το βομβαρδισμό της Πράγας στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Εκατοντάδες κάτοικοι σκοτώνονται από λάθος, καθώς στόχος ήταν η Δρέσδη, 134 χλμ. μακριά.
1948 Κομμουνιστική κατάληψη
1968 Σοβιετική εισβολή στρατού για την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας
1989 Η Πράγα είναι το κέντρο της Βελούδινης Επανάστασης
2000 Διαμαρτυρίες αντι-παγκοσμιοποίησης στην Πράγα
2002 Πλημμύρες στο κέντρο της Πράγας
Η Πράγα ήταν μια από τις λίγες ευρωπαϊκές πόλεις που έμειναν σχετικά άθικτες κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων πολέμων. Υπάρχουν πολλά παλαιά κτηρία με όμορφες τοιχογραφίες. Περιέχει μια από πιο παλιές και ποικίλες συλλογές της αρχιτεκτονικής παγκοσμίως, από μπαρόκ, την αναγέννηση μεχρι αρ νουβώ και κυβισμό. Μερικά από τα πιό γνωστα αξιοθέατα είναι:
Στάρε Μιέστο - Παλαιά Πόλη
Νόβε Μιέστο - Νέα Πόλη
Καθεδρικός του Αγίου Βίτου (St.Vitus)
Γέφυρα του Καρόλου
Αστρονομικό Ρολόι
Εθνικό Μουσείο
Χρατσάνι - Κάστρο της Πράγας
Γιόζεφοβ - Εβραϊκή συνοικία
Βίσεχραντ
Μουσείο Μούχα
Πύργος της τηλεόρασης Žižkov
Μνημείο Γιαν Χους
Οικία - Μουσείο Κάφκα
Τα Καφέ: Καφέ Σλάβια, Καφέ Εβρόπα, Καφέ Ιμπέριαλ, Καφέ Λουβρ
Από: http://el.wikipedia.org/
Δευτέρα 25 Απριλίου 2011
Έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γκονζάλο Ρόχας
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών ένας από τους κορυφαίους μοντέρνους ποιητές της Λατινικής Αμερικής, ο χιλιανός Γκονζάλο Ρόχας, ο οποίος είχε υποστεί εγκεφαλικό το Φεβρουάριο.
Είχε τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ αυτών και το Βραβείο Θερβάντες για το 2003, το κορυφαίο βραβείο για την ισπανόφωνη λογοτεχνία. Εξορίστηκε από τη χώρα του με τη δικτατορία του Πινοσέτ, η οποία του απαγόρευσε να διδάξει σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο της Χιλής.
Ο Γκονζάλο Ρόχας γεννήθηκε το 1917 στο Λέμπου. Ήταν το έβδομο παιδί ενός ανθρακωρύχου. Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε αρχισυντάκτης στο περιοδικό Αντάρκτικα του Σαντιάγο ενώ εργάστηκε ως λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Βαλπαραΐσο. Το 1948 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή.
Η δικτατορία του Πινοσέτ του απαγόρευσε να εργαστεί σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο της χώρας και του αφαίρεσε την υπηκοότητα. Την περίοδο εκείνη το πανεπιστήμιο του Ροστόκ της Ανατολικής Γερμανίας του προσφέρει μία θέση.
Στα χρόνια της εξορίας διδάσκει στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στην Ισπανία και στο Μεξικό. Με υποτροφία του Guggenheim γυρίζει στην Αργεντινή το 1979, εξακολουθεί ωστόσο να μην μπορεί να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Τσιγιάν όπου εγκαθίσταται.
Από το 1980 ως το 1994 ζει στις ΗΠΑ. Από το 1980 ως το 1985 υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Από το 1985 ως το 1994 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brigham Young.
Το 1992, τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Χιλής και με το Βραβείο "Βασίλισσα Σοφία". Επίσης του απονεμήθηκε το βραβείο "Οκτάβιο Παζ" ενώ το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο "Θερβάντες" για το 2003.
Η ποίησή του μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα γαλλικά, στα πορτογαλικά, στα ρωσικά, στα ιταλικά, στα ρουμάνικα, στα σουηδικά, στα κινέζικα, στα τουρκικά και στα ελληνικά.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής κήρυξε διήμερο πένθος ενώ ανακοινώθηκε ότι θα ταφεί στο Τσιγιάν το Σάββατο. Παρών αναμένεται να είναι και ο πρόεδρος της Χιλής Σεμπαστιάν Πινέιρα.
Είχε τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ αυτών και το Βραβείο Θερβάντες για το 2003, το κορυφαίο βραβείο για την ισπανόφωνη λογοτεχνία. Εξορίστηκε από τη χώρα του με τη δικτατορία του Πινοσέτ, η οποία του απαγόρευσε να διδάξει σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο της Χιλής.
Ο Γκονζάλο Ρόχας γεννήθηκε το 1917 στο Λέμπου. Ήταν το έβδομο παιδί ενός ανθρακωρύχου. Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε αρχισυντάκτης στο περιοδικό Αντάρκτικα του Σαντιάγο ενώ εργάστηκε ως λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Βαλπαραΐσο. Το 1948 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή.
Η δικτατορία του Πινοσέτ του απαγόρευσε να εργαστεί σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο της χώρας και του αφαίρεσε την υπηκοότητα. Την περίοδο εκείνη το πανεπιστήμιο του Ροστόκ της Ανατολικής Γερμανίας του προσφέρει μία θέση.
Στα χρόνια της εξορίας διδάσκει στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στην Ισπανία και στο Μεξικό. Με υποτροφία του Guggenheim γυρίζει στην Αργεντινή το 1979, εξακολουθεί ωστόσο να μην μπορεί να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Τσιγιάν όπου εγκαθίσταται.
Από το 1980 ως το 1994 ζει στις ΗΠΑ. Από το 1980 ως το 1985 υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Από το 1985 ως το 1994 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brigham Young.
Το 1992, τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Χιλής και με το Βραβείο "Βασίλισσα Σοφία". Επίσης του απονεμήθηκε το βραβείο "Οκτάβιο Παζ" ενώ το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο "Θερβάντες" για το 2003.
Η ποίησή του μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα γαλλικά, στα πορτογαλικά, στα ρωσικά, στα ιταλικά, στα ρουμάνικα, στα σουηδικά, στα κινέζικα, στα τουρκικά και στα ελληνικά.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής κήρυξε διήμερο πένθος ενώ ανακοινώθηκε ότι θα ταφεί στο Τσιγιάν το Σάββατο. Παρών αναμένεται να είναι και ο πρόεδρος της Χιλής Σεμπαστιάν Πινέιρα.
Κυριακή 24 Απριλίου 2011
Πανω στα Ορια της Γλωσσας
Λίγοι φιλόσοφοι γοήτευσαν όσο ο Λούντβιχ Βιττγκενστάιν. Πατέρας της αναλυτικής φιλοσοφίας, πολέμιος τόσο της μεταφυσικής όσο και του επιστημονισμού, στοχαστής των ορίων της γλώσσας και του νοήματος, θεματοφύλακας της σιωπής και του μυστικού, ο Βιττγκενστάιν εμφανίζεται με πολλά πρόσωπα, αλλά πάντοτε με μια παθιασμένη ακεραιότητα. Τα δύο τόσο ανόμοια αριστουργήματά του, ο Τρακτάτους και οι Φιλοσοφικές Έρευνες, έφεραν διαδοχικές επαναστάσεις στη φιλοσοφική σκηνή και μπόλιασαν τον εικοστό αιώνα με ιδέες και αντιλήψεις που μοιάζουν να μην άφησαν ανεπηρέαστη καμία έκφανση του πολιτισμού μας.
Ίσως η πιο ρηξικέλευθη συνεισφορά της βιττγκενσταϊνιανής σκέψης είναι η αντίληψη πως η φιλοσοφία δεν αποτελεί ένα σώμα θέσεων και θεωριών, αλλά μια δραστηριότητα, μια πρακτική, που στόχο έχει όχι την κατάκτηση ενός μεταφυσικού βάθους, αλλά τη διασάφηση του νοήματος. Αυτή η νέα αντίληψη για το φιλοσοφείν εκφράζεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στην ίδια την αφοριστική και κατακερματισμένη γραφή του Βιττγκενστάιν. Η συμπερίληψή του στη σειρά «Στοχασμοί» των εκδόσεων Στιγμή, μια απ’τις ομορφότερες σειρές των ελληνικών γραμμάτων, υπήρξε οπωσδήποτε μια ευτυχέστατη επιλογή· ιδίως όταν αυτή φέρει τη σφραγίδα του Κωστή Κωβαίου. Το ανθολόγιο στοχασμών και αφορισμών που συνέταξε ο Κωβαίος είναι ένα έργο που μπορεί να σταθεί από μόνο του και συνιστά χωρίς καμία αμφιβολία την καλύτερη εισαγωγή στη σκέψη, και κυρίως στο πνεύμα, του Βιττγκενστάιν.
Ο Ραίυ Μονκ είναι γνωστός στην Ελλάδα ως συγγραφέας ενός εκ πρώτης όψεως απρόσμενου, αν και εκ των υστέρων δικαιολογημένου, φιλοσοφικού μπεστ-σέλερ: της βιογραφίας του Βιττγκενστάιν (εκδ. Σκρίπτα). Το νέο του βιβλίο είναι μια εξαιρετικά καλογραμμένη εισαγωγή στη βιττγκενσταϊνιανή φιλοσοφία. Ο Μονκ παρακολουθεί την φιλοσοφική εξέλιξη του Βιττγκενστάιν από τα πρώτα του βήματα στο Καίμπριτζ πλάι στους Ράσελ και Μουρ, μέχρι τη συγγραφή του Τρακτάτους, την δεκαετή του απόσυρση από τη φιλοσοφική ζωή, την επιστροφή του, την αναθεώρηση των συμπερασμάτων της πρώτης περιόδου και την σταδιακή διαδικασία που οδήγησε στις Φιλοσοφικές Έρευνες. Ένα απ’τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Μονκ είναι ότι καταφέρνει να δώσει μια ευσύνοπτη περιγραφή των ιδεών του Τρακτάτους, πράγμα σπάνιο. Η πιο πετυχημένη, ωστόσο, στιγμή του βιβλίου είναι τα κεφάλαια που εξετάζουν τα προβλήματα που οδήγησαν τον Βιττγκενστάιν στην αναθεώρηση των θέσεων του Τρακτάτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρουν έχουν οι ουσιαστικές και γόνιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο Μονκ να συνδέσει την τεχνική όψη της φιλοσοφίας του Βιττγκενστάιν με το πνεύμα του βιτγκενσταϊνιανού στοχασμού.
Το βιβλίο του Μιλτιάδη Θεοδοσίου βρίσκεται σε διαφορετικό επιπέδο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μονογραφία ολκής πάνω στην ερμηνεία της φιλοσοφίας του Βιττγκενστάιν. Αν κάτι εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Θεοδοσίου, αυτό δεν είναι τόσο οι εξαιρετικά εμπεριστατωμένες αναλύσεις του, όσο ο σπάνιος συνδυασμός οξύνοιας και πάθους. Προτού παρουσιάσει και αποτιμήσει τη Νέα ή Τολμηρή Ερμηνεία της βιττγκενσταϊνιανής φιλοσοφίας, ο Θεοδοσίου προβαίνει σε μια πολυμέτωπη κριτική της λεγόμενης ορθόδοξης ερμηνείας. Στην ύστερη φιλοσοφία του Βιττγκενστάιν, το νόημα και η ανοησία δεν ορίζονται με βάση απριόρι κριτήρια, όπως συνέβαινε στον Τρακτάτους, αλλά μέσα απ’τη χρήση της γλώσσας στο πλαίσιο πολύμορφων γλωσσικών παιχνιδιών. Δουλειά του φιλοσόφου είναι να περιγράψει αυτά τα γλωσσικά παιχνίδια και τους κανόνες που τα διέπουν. Οι κανόνες αυτοί συγκροτούν αυτό που ο Βιττγκενστάιν ονομάζει γραμματική της γλώσσας. Η φιλοσοφική πρακτική συνίσταται ακριβώς σε μια επισκόπηση της κοινής χρήσης της γλώσσας. Για την ορθόδοξη ερμηνεία, ρόλος του φιλοσόφου είναι να διορθώνει τον συζητητή του υπενθυμίζοντάς του την καθημερινή χρήση των λέξεων, τη χρήση τους «εκτός φιλοσοφίας».
Ο Θεοδοσίου παρατηρεί τις δυσκολίες που αναφύονται από τη στιγμή που ο συζητητής του βιτγκενσταϊνικού φιλοσόφου αρνείται να αποδεχτεί την περιγραφή που δίνει ο φιλόσοφος για την καθημερινή χρήση της γλώσσας. Αυτή η στιγμή της διαφωνίας αποτελεί το επίκεντρο της κριτικής του Θεοδοσίου. Φέρνοντας στο προσκήνιο τον διαπροσωπικό χαρακτήρα της βιττγκενσταϊνιανής φιλοσοφίας, ο Θεοδοσίου ζητά απ’το φιλόσοφο να διαπραγματευτεί με το συζητητή του, να ακολουθήσει το στοχασμό του, αντί να βιαστεί να τον διορθώσει. Ο Θεοδοσίου επιμένει στη στιγμή της ανησυχίας την οποία προκαλεί η μεταφυσική απορία. Ο Βιττγκενστάιν, σύμφωνα με την ερμηνεία του Θεοδοσίου, δεν θέλει να διορθώσει τον συζητητή του, υπενθυμίζοντάς του τα όρια του νοήματος και της ανοησίας, αλλά να συζητήσει μαζί του πάνω στις ρίζες της μεταφυσικής του ανησυχίας και να του προσφέρει μια μέθοδο, εάν την επιθυμεί, για την απαλλαγή από την ανησυχία αυτή.
Μπορούμε να θυμηθούμε πως η έννοια της ανησυχίας έχει βαθειές ρίζες στην ιστορία της φιλοσοφίας. Για τον Ακινάτη η angustia, με την έννοια της αγωνίας, της ανησυχίας και της α-πορίας, αποτελεί κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Για τον Χέγκελ πάλι η ανησυχία αποτελεί την ίδια την ουσία του πνεύματος και την κινητήρια δύναμή του. Μια απ’τις σημαντικότερες συμβολές του Θεοδοσίου είναι πως παρουσιάζει έναν Βιττγκενστάιν δίχως την πολεμική περιβολή με την οποία παρουσιάζεται συνήθως και περισσότερο πρόθυμο να συζητήσει με την ιστορία της φιλοσοφίας. Το βιβλίο του αποτελεί αναμφίβολα μια εξαιρετική συμβολή στην ελληνική φιλοσοφική παραγωγή.
(δημοσιεύτηκε στο ένθετο βιβλίου της Καθημερινής, 9 Δεκεμβρίου 2007)
Ίσως η πιο ρηξικέλευθη συνεισφορά της βιττγκενσταϊνιανής σκέψης είναι η αντίληψη πως η φιλοσοφία δεν αποτελεί ένα σώμα θέσεων και θεωριών, αλλά μια δραστηριότητα, μια πρακτική, που στόχο έχει όχι την κατάκτηση ενός μεταφυσικού βάθους, αλλά τη διασάφηση του νοήματος. Αυτή η νέα αντίληψη για το φιλοσοφείν εκφράζεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στην ίδια την αφοριστική και κατακερματισμένη γραφή του Βιττγκενστάιν. Η συμπερίληψή του στη σειρά «Στοχασμοί» των εκδόσεων Στιγμή, μια απ’τις ομορφότερες σειρές των ελληνικών γραμμάτων, υπήρξε οπωσδήποτε μια ευτυχέστατη επιλογή· ιδίως όταν αυτή φέρει τη σφραγίδα του Κωστή Κωβαίου. Το ανθολόγιο στοχασμών και αφορισμών που συνέταξε ο Κωβαίος είναι ένα έργο που μπορεί να σταθεί από μόνο του και συνιστά χωρίς καμία αμφιβολία την καλύτερη εισαγωγή στη σκέψη, και κυρίως στο πνεύμα, του Βιττγκενστάιν.
Ο Ραίυ Μονκ είναι γνωστός στην Ελλάδα ως συγγραφέας ενός εκ πρώτης όψεως απρόσμενου, αν και εκ των υστέρων δικαιολογημένου, φιλοσοφικού μπεστ-σέλερ: της βιογραφίας του Βιττγκενστάιν (εκδ. Σκρίπτα). Το νέο του βιβλίο είναι μια εξαιρετικά καλογραμμένη εισαγωγή στη βιττγκενσταϊνιανή φιλοσοφία. Ο Μονκ παρακολουθεί την φιλοσοφική εξέλιξη του Βιττγκενστάιν από τα πρώτα του βήματα στο Καίμπριτζ πλάι στους Ράσελ και Μουρ, μέχρι τη συγγραφή του Τρακτάτους, την δεκαετή του απόσυρση από τη φιλοσοφική ζωή, την επιστροφή του, την αναθεώρηση των συμπερασμάτων της πρώτης περιόδου και την σταδιακή διαδικασία που οδήγησε στις Φιλοσοφικές Έρευνες. Ένα απ’τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Μονκ είναι ότι καταφέρνει να δώσει μια ευσύνοπτη περιγραφή των ιδεών του Τρακτάτους, πράγμα σπάνιο. Η πιο πετυχημένη, ωστόσο, στιγμή του βιβλίου είναι τα κεφάλαια που εξετάζουν τα προβλήματα που οδήγησαν τον Βιττγκενστάιν στην αναθεώρηση των θέσεων του Τρακτάτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρουν έχουν οι ουσιαστικές και γόνιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο Μονκ να συνδέσει την τεχνική όψη της φιλοσοφίας του Βιττγκενστάιν με το πνεύμα του βιτγκενσταϊνιανού στοχασμού.
Το βιβλίο του Μιλτιάδη Θεοδοσίου βρίσκεται σε διαφορετικό επιπέδο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μονογραφία ολκής πάνω στην ερμηνεία της φιλοσοφίας του Βιττγκενστάιν. Αν κάτι εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Θεοδοσίου, αυτό δεν είναι τόσο οι εξαιρετικά εμπεριστατωμένες αναλύσεις του, όσο ο σπάνιος συνδυασμός οξύνοιας και πάθους. Προτού παρουσιάσει και αποτιμήσει τη Νέα ή Τολμηρή Ερμηνεία της βιττγκενσταϊνιανής φιλοσοφίας, ο Θεοδοσίου προβαίνει σε μια πολυμέτωπη κριτική της λεγόμενης ορθόδοξης ερμηνείας. Στην ύστερη φιλοσοφία του Βιττγκενστάιν, το νόημα και η ανοησία δεν ορίζονται με βάση απριόρι κριτήρια, όπως συνέβαινε στον Τρακτάτους, αλλά μέσα απ’τη χρήση της γλώσσας στο πλαίσιο πολύμορφων γλωσσικών παιχνιδιών. Δουλειά του φιλοσόφου είναι να περιγράψει αυτά τα γλωσσικά παιχνίδια και τους κανόνες που τα διέπουν. Οι κανόνες αυτοί συγκροτούν αυτό που ο Βιττγκενστάιν ονομάζει γραμματική της γλώσσας. Η φιλοσοφική πρακτική συνίσταται ακριβώς σε μια επισκόπηση της κοινής χρήσης της γλώσσας. Για την ορθόδοξη ερμηνεία, ρόλος του φιλοσόφου είναι να διορθώνει τον συζητητή του υπενθυμίζοντάς του την καθημερινή χρήση των λέξεων, τη χρήση τους «εκτός φιλοσοφίας».
Ο Θεοδοσίου παρατηρεί τις δυσκολίες που αναφύονται από τη στιγμή που ο συζητητής του βιτγκενσταϊνικού φιλοσόφου αρνείται να αποδεχτεί την περιγραφή που δίνει ο φιλόσοφος για την καθημερινή χρήση της γλώσσας. Αυτή η στιγμή της διαφωνίας αποτελεί το επίκεντρο της κριτικής του Θεοδοσίου. Φέρνοντας στο προσκήνιο τον διαπροσωπικό χαρακτήρα της βιττγκενσταϊνιανής φιλοσοφίας, ο Θεοδοσίου ζητά απ’το φιλόσοφο να διαπραγματευτεί με το συζητητή του, να ακολουθήσει το στοχασμό του, αντί να βιαστεί να τον διορθώσει. Ο Θεοδοσίου επιμένει στη στιγμή της ανησυχίας την οποία προκαλεί η μεταφυσική απορία. Ο Βιττγκενστάιν, σύμφωνα με την ερμηνεία του Θεοδοσίου, δεν θέλει να διορθώσει τον συζητητή του, υπενθυμίζοντάς του τα όρια του νοήματος και της ανοησίας, αλλά να συζητήσει μαζί του πάνω στις ρίζες της μεταφυσικής του ανησυχίας και να του προσφέρει μια μέθοδο, εάν την επιθυμεί, για την απαλλαγή από την ανησυχία αυτή.
Μπορούμε να θυμηθούμε πως η έννοια της ανησυχίας έχει βαθειές ρίζες στην ιστορία της φιλοσοφίας. Για τον Ακινάτη η angustia, με την έννοια της αγωνίας, της ανησυχίας και της α-πορίας, αποτελεί κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Για τον Χέγκελ πάλι η ανησυχία αποτελεί την ίδια την ουσία του πνεύματος και την κινητήρια δύναμή του. Μια απ’τις σημαντικότερες συμβολές του Θεοδοσίου είναι πως παρουσιάζει έναν Βιττγκενστάιν δίχως την πολεμική περιβολή με την οποία παρουσιάζεται συνήθως και περισσότερο πρόθυμο να συζητήσει με την ιστορία της φιλοσοφίας. Το βιβλίο του αποτελεί αναμφίβολα μια εξαιρετική συμβολή στην ελληνική φιλοσοφική παραγωγή.
(δημοσιεύτηκε στο ένθετο βιβλίου της Καθημερινής, 9 Δεκεμβρίου 2007)
Ετικέτες
Λουντβιχ Βιττγκενσταιν –
Τρίτη 19 Απριλίου 2011
Οι έξωθεν και οι έσωθεν κερδοσκόποι
Η παρακμή μιας κοινωνίας συνοδεύεται, σχεδόν πάντοτε, από την προσπάθεια των παρηκμασμένων να μεταθέσουν σε άλλους τις ευθύνες και την ενοχή για την παρακμή τους. Είναι φυσικό. «Η υπεράσπιση του εγώ μας πεθαίνει ένα τέταρτο μετά τον θάνατό μας». Οι άνθρωποι δεν αντέχουμε την αποτυχία μας, ο ψυχισμός μας ορμέμφυτα την αρνείται. Πρέπει, οπωσδήποτε, κάποιοι άλλοι να φταίνε για τη δική μας παρακμή – άνθρωποι, συγκυρίες, διεθνείς παράγοντες. Η αυτεπίγνωση λαθών, αστοχημάτων, ανικανότητας είναι σπάνιο ατομικό κατόρθωμα και σχεδόν ποτέ συλλογικό. Η προσπάθεια, ψυχολογικά ανεπίγνωστη και αντανακλαστικά αυτονόητη, να επιρρίψουμε σε άλλους την ευθύνη της δικής μας παρακμής, γεννάει και το σύμπτωμα που εύστοχα ονομάστηκε «συνωμοσιολογία»: Κάποιοι σίγουρα συνωμοτούν εναντίον μας, μεθοδεύουν και επιδιώκουν την ιστορική μας εξαφάνιση, μας πολεμούν ύπουλα και πονηρά. Μόνον έτσι δικαιολογούμε τον εκπεσμό μας, την κρατική μας διάλυση, τον εκφαυλισμό μας, την κυρίαρχη ανικανότητα και αναξιοκρατία, τον διεθνή διασυρμό μας.
Θα άξιζε μια στατιστική απογραφή του ποσοστού των Ελληνωνύμων σήμερα που είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι για την οικονομική χρεοκοπία του κράτους μας, για τη διάλυση και καταρράκωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τη θλιβερή αγλωσσία μας, το μπάχαλο της δημόσιας διοίκησης, την ολέθρια ανικανότητα και ιδιοτέλεια των πολιτικών μας, την ανομία και την ξέφρενη βία στις μεγαλουπόλεις μας, για όλα, φταίνε άλλοι: Οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ, οι Εβραίοι (άγνωστο γιατί), το Βατικανό (επειδή «μισεί» τους Ορθοδόξους), κάποιες αλλοεθνείς «μυστικές υπηρεσίες» (ΜΙΤ, Μοσάντ, CIA), οι διεθνείς μαφίες κερδοσκόπων. Οι συνωμοσιολόγοι δεν μπορούν (δεν έχουν τη νοητική διαύγεια) να δουν τα προφανή και απλούστατα, επιμένουν να φαντάζονται τα περίπλοκα και αναπόδεικτα. Προφανές και απλό είναι ότι κάθε οργανωμένη συλλογικότητα θέλει να προωθήσει, στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού, τα δικά της συμφέροντα. Και φυσικά εκμεταλλεύεται τους αδύναμους ή ανίκανους ανταγωνιστές της, ίσως και να μεθοδεύει, αν της προσφέρονται ευκαιρίες, την επιδείνωση της ανικανότητάς τους, το ξεγύμνωμα των αδυναμιών τους. Αλλά οι όροι αυτοί του ανταγωνισμού είναι κοινοί για όλους στον διεθνή στίβο, και θα είναι ίδιοι πάντοτε – «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή» (όσο η φύση των ανθρώπων θα είναι αυτή που είναι). Επομένως οι συμφεροντολογικές δολιότητες κυβερνήσεων, οικονομικών παραγόντων, μυστικών υπηρεσιών ή όποιων άλλων είναι φυσικό να εκμεταλλεύονται την παρακμή μιας οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας, αλλά δύσκολο, ίσως και αδύνατο, να προκαλέσουν την παρακμή.
Εκτός από τους συνωμοσιολόγους, η παρακμή γεννάει και ένα άλλο, στους αντίποδες, έκτρωμα: Ανθρώπους έτοιμους να πουλήσουν διευκολύνσεις στον οποιονδήποτε, ορεγόμενο να εκμεταλλευτεί την παρακμή της χώρας τους, ισχυρό αλλοδαπό. Η παροχή διευκολύνσεων γίνεται με ωμά, χυδαία ανταλλάγματα (σπανιότερα με χρήμα, συχνότερα με έξωθεν υποστήριξη για την κατάκτηση επιφανών εγχώριων «πόστων» εξουσιαστικής ισχύος ή για την εξασφάλιση προνομιακής δημόσιας προβολής). Γίνεται η παροχή διευκολύνσεων και χωρίς ανταλλάγματα: από συμπλεγματικούς που κολακεύονται να εκλαμβάνουν το πρακτοριλίκι σαν «κοσμοπολιτισμό», δείγμα «εκσυγχρονισμού», επιδεικτικής απαλλαγής τους από τη μειονεξία του επαρχιώτη που κουβαλάνε στην ψυχή τους. Ο συνδυασμός των δύο (φτηνής ιδιοτέλειας και συμπλεγμάτων επαρχιωτικής μειονεξίας) αναδείχνει κορυφαίους σε επιδόσεις αρνησιπατρίας τους καριερίστες της «ανανεωτικής» τάχα και Αριστεράς. Με το πρόσχημα της εμμονής στον μαρξιστικό διεθνισμό πουλάνε ανενδοίαστα εκδουλεύσεις στη διεθνώς ηγεμονεύουσα σήμερα φιλοδοξία «Νέας Τάξης» πραγμάτων (δηλαδή αγορών). Προπαγανδίζουν με ζηλωτικό φανατισμό το μοντέλο της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, αρνούνται κάθε κριτήριο πολιτισμικής συμβατότητας για την παροχή ελληνικής ιθαγένειας σε όσους παράνομα και εκβιαστικά εισέρχονται στη χώρα. Κηρύχνουν παθιασμένα το εθνικό κράτος «ξεπερασμένο» και ιδεολόγημα τον στόχο της κοινωνικής συνοχής. Μάχονται, με νύχια και με δόντια, να επιβάλουν στανικά την κατασυκοφάντηση (ή την αγνόηση) της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελλήνων στο ελληνικό σχολείο, στον πολιτικό λόγο, στην τηλεοπτική χειραγώγηση του λαού – να καταστήσουν την αρνησιπατρία κυρίαρχη εξουσιαστική ιδεολογία.
Είτε συμπλεγματικοί είτε συμφεροντοσκόποι, οι θιασώτες του αφασικού «πλουραλισμού», αν και με καταγωγική εξάρτηση από τον μαρξιστικό διεθνισμό, συγκροτούν σήμερα την πιο πειθαρχημένη σε ομογνωμία και ομογλωσσία παράταξη που καλύπτει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: από την άκρα Δεξιά (τη νεοφιλελεύθερη) ώς την εκτός Περισσού παρδαλότροπη Αριστερά. Η εξουσιαστική ισχύς αυτής της (κοινωνικά περιθωριακής) παράταξης είναι προκλητικά δυσανάλογη με το αριθμητικό μέγεθός της και τα ουσιαστικά προσόντα των ανθρώπων που τη συγκροτούν. Πώς γίνεται να στελεχώνουν και να ελέγχουν, με κάθε κυβέρνηση, το υπουργείο Παιδείας και τους νευραλγικότερους εκπαιδευτικούς θεσμούς, τα πιο κρίσιμα πόστα τηλεοπτικής «ενημέρωσης», την εμφατικότερη προβολή και αποκλειστική εκπροσώπηση της ελληνικής «ιντελιγκέντσιας» στον Τύπο; Επιτρέπουν στους «συνωμοσιολόγους» να υποθέτουν τον «ξένο παράγοντα» δικτυωμένον ώς τις πιο απίθανες πτυχές των κέντρων εξουσίας στην Ελλάδα.
Σίγουρα οι «συνωμοσιολόγοι» φαντάζονται και υπερβάλλουν, θέλουν η ευθύνη για την παρακμή μας να είναι στους ξένους. Αλλά οι λαβές που τους δίνουν οι πανίσχυροι αρνησιπάτριδες δεν είναι λίγες ούτε ευκαταφρόνητες: Υπερασπίζουν με πάθος το «δικαίωμα» των Σκοπιανών να «αυτοκαθορίζονται», έστω και πλαστογραφώντας την Ιστορία, για να προωθήσουν επιθετικό αλυτρωτισμό. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι «ο δικός μας εθνικισμός, η δική μας πατριδοκαπηλία, ο σκοταδισμός μας, όλα αυτά που εμποδίζουν να κατανοήσουμε την εποχή μας». Να ψηφίσουμε λοιπόν, άνευ όρων, την είσοδο της «Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ, την είσοδο της Τουρκίας στην Ε. Ε.
Να καταργήσουμε τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας – είναι περιττή, ξένη γλώσσα. Να πάψουμε να διδάσκουμε στην Ιστορία γεγονότα που συντηρούν έχθρητα ή αντιπάθεια για τους γείτονές μας, να ξεχάσουμε ήρωες πολέμων, να προβάλλουμε στα παιδιά ήρωες «κοινωνικών διεκδικήσεων». Ούτε εικόνες ούτε προσευχές, καμιά μετάγγιση της μεταφυσικής παράδοσης των Ελλήνων στα παιδιά – η «αποδόμηση» προκαταλήψεων είναι προϋπόθεση για να λειτουργήσει η ελευθερία των ατομικών επιλογών, ελευθερία της αγοράς. Τελικά η παρακμή είναι «λουκούμι» και για ξένα συμφέροντα και για το ντουέτο αρνησιπάτριδων και συνωμοσιολόγων.
Από:
http://yannaras.gr/
Θα άξιζε μια στατιστική απογραφή του ποσοστού των Ελληνωνύμων σήμερα που είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι για την οικονομική χρεοκοπία του κράτους μας, για τη διάλυση και καταρράκωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τη θλιβερή αγλωσσία μας, το μπάχαλο της δημόσιας διοίκησης, την ολέθρια ανικανότητα και ιδιοτέλεια των πολιτικών μας, την ανομία και την ξέφρενη βία στις μεγαλουπόλεις μας, για όλα, φταίνε άλλοι: Οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ, οι Εβραίοι (άγνωστο γιατί), το Βατικανό (επειδή «μισεί» τους Ορθοδόξους), κάποιες αλλοεθνείς «μυστικές υπηρεσίες» (ΜΙΤ, Μοσάντ, CIA), οι διεθνείς μαφίες κερδοσκόπων. Οι συνωμοσιολόγοι δεν μπορούν (δεν έχουν τη νοητική διαύγεια) να δουν τα προφανή και απλούστατα, επιμένουν να φαντάζονται τα περίπλοκα και αναπόδεικτα. Προφανές και απλό είναι ότι κάθε οργανωμένη συλλογικότητα θέλει να προωθήσει, στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού, τα δικά της συμφέροντα. Και φυσικά εκμεταλλεύεται τους αδύναμους ή ανίκανους ανταγωνιστές της, ίσως και να μεθοδεύει, αν της προσφέρονται ευκαιρίες, την επιδείνωση της ανικανότητάς τους, το ξεγύμνωμα των αδυναμιών τους. Αλλά οι όροι αυτοί του ανταγωνισμού είναι κοινοί για όλους στον διεθνή στίβο, και θα είναι ίδιοι πάντοτε – «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή» (όσο η φύση των ανθρώπων θα είναι αυτή που είναι). Επομένως οι συμφεροντολογικές δολιότητες κυβερνήσεων, οικονομικών παραγόντων, μυστικών υπηρεσιών ή όποιων άλλων είναι φυσικό να εκμεταλλεύονται την παρακμή μιας οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας, αλλά δύσκολο, ίσως και αδύνατο, να προκαλέσουν την παρακμή.
Εκτός από τους συνωμοσιολόγους, η παρακμή γεννάει και ένα άλλο, στους αντίποδες, έκτρωμα: Ανθρώπους έτοιμους να πουλήσουν διευκολύνσεις στον οποιονδήποτε, ορεγόμενο να εκμεταλλευτεί την παρακμή της χώρας τους, ισχυρό αλλοδαπό. Η παροχή διευκολύνσεων γίνεται με ωμά, χυδαία ανταλλάγματα (σπανιότερα με χρήμα, συχνότερα με έξωθεν υποστήριξη για την κατάκτηση επιφανών εγχώριων «πόστων» εξουσιαστικής ισχύος ή για την εξασφάλιση προνομιακής δημόσιας προβολής). Γίνεται η παροχή διευκολύνσεων και χωρίς ανταλλάγματα: από συμπλεγματικούς που κολακεύονται να εκλαμβάνουν το πρακτοριλίκι σαν «κοσμοπολιτισμό», δείγμα «εκσυγχρονισμού», επιδεικτικής απαλλαγής τους από τη μειονεξία του επαρχιώτη που κουβαλάνε στην ψυχή τους. Ο συνδυασμός των δύο (φτηνής ιδιοτέλειας και συμπλεγμάτων επαρχιωτικής μειονεξίας) αναδείχνει κορυφαίους σε επιδόσεις αρνησιπατρίας τους καριερίστες της «ανανεωτικής» τάχα και Αριστεράς. Με το πρόσχημα της εμμονής στον μαρξιστικό διεθνισμό πουλάνε ανενδοίαστα εκδουλεύσεις στη διεθνώς ηγεμονεύουσα σήμερα φιλοδοξία «Νέας Τάξης» πραγμάτων (δηλαδή αγορών). Προπαγανδίζουν με ζηλωτικό φανατισμό το μοντέλο της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, αρνούνται κάθε κριτήριο πολιτισμικής συμβατότητας για την παροχή ελληνικής ιθαγένειας σε όσους παράνομα και εκβιαστικά εισέρχονται στη χώρα. Κηρύχνουν παθιασμένα το εθνικό κράτος «ξεπερασμένο» και ιδεολόγημα τον στόχο της κοινωνικής συνοχής. Μάχονται, με νύχια και με δόντια, να επιβάλουν στανικά την κατασυκοφάντηση (ή την αγνόηση) της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελλήνων στο ελληνικό σχολείο, στον πολιτικό λόγο, στην τηλεοπτική χειραγώγηση του λαού – να καταστήσουν την αρνησιπατρία κυρίαρχη εξουσιαστική ιδεολογία.
Είτε συμπλεγματικοί είτε συμφεροντοσκόποι, οι θιασώτες του αφασικού «πλουραλισμού», αν και με καταγωγική εξάρτηση από τον μαρξιστικό διεθνισμό, συγκροτούν σήμερα την πιο πειθαρχημένη σε ομογνωμία και ομογλωσσία παράταξη που καλύπτει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: από την άκρα Δεξιά (τη νεοφιλελεύθερη) ώς την εκτός Περισσού παρδαλότροπη Αριστερά. Η εξουσιαστική ισχύς αυτής της (κοινωνικά περιθωριακής) παράταξης είναι προκλητικά δυσανάλογη με το αριθμητικό μέγεθός της και τα ουσιαστικά προσόντα των ανθρώπων που τη συγκροτούν. Πώς γίνεται να στελεχώνουν και να ελέγχουν, με κάθε κυβέρνηση, το υπουργείο Παιδείας και τους νευραλγικότερους εκπαιδευτικούς θεσμούς, τα πιο κρίσιμα πόστα τηλεοπτικής «ενημέρωσης», την εμφατικότερη προβολή και αποκλειστική εκπροσώπηση της ελληνικής «ιντελιγκέντσιας» στον Τύπο; Επιτρέπουν στους «συνωμοσιολόγους» να υποθέτουν τον «ξένο παράγοντα» δικτυωμένον ώς τις πιο απίθανες πτυχές των κέντρων εξουσίας στην Ελλάδα.
Σίγουρα οι «συνωμοσιολόγοι» φαντάζονται και υπερβάλλουν, θέλουν η ευθύνη για την παρακμή μας να είναι στους ξένους. Αλλά οι λαβές που τους δίνουν οι πανίσχυροι αρνησιπάτριδες δεν είναι λίγες ούτε ευκαταφρόνητες: Υπερασπίζουν με πάθος το «δικαίωμα» των Σκοπιανών να «αυτοκαθορίζονται», έστω και πλαστογραφώντας την Ιστορία, για να προωθήσουν επιθετικό αλυτρωτισμό. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι «ο δικός μας εθνικισμός, η δική μας πατριδοκαπηλία, ο σκοταδισμός μας, όλα αυτά που εμποδίζουν να κατανοήσουμε την εποχή μας». Να ψηφίσουμε λοιπόν, άνευ όρων, την είσοδο της «Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ, την είσοδο της Τουρκίας στην Ε. Ε.
Να καταργήσουμε τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας – είναι περιττή, ξένη γλώσσα. Να πάψουμε να διδάσκουμε στην Ιστορία γεγονότα που συντηρούν έχθρητα ή αντιπάθεια για τους γείτονές μας, να ξεχάσουμε ήρωες πολέμων, να προβάλλουμε στα παιδιά ήρωες «κοινωνικών διεκδικήσεων». Ούτε εικόνες ούτε προσευχές, καμιά μετάγγιση της μεταφυσικής παράδοσης των Ελλήνων στα παιδιά – η «αποδόμηση» προκαταλήψεων είναι προϋπόθεση για να λειτουργήσει η ελευθερία των ατομικών επιλογών, ελευθερία της αγοράς. Τελικά η παρακμή είναι «λουκούμι» και για ξένα συμφέροντα και για το ντουέτο αρνησιπάτριδων και συνωμοσιολόγων.
Από:
http://yannaras.gr/
Κυριακή 3 Απριλίου 2011
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ..,
Αν η ύφεση οδηγήσει σε έκρηξη
Η επιδίωξη της εξουσίας και η άσκηση της εξουσίας σήμερα βασίζονται κυρίως σε πρακτικές μη πολιτικές. Το φαινόμενο είναι διεθνές, η έκταση και ένταση του φαινομένου, συναρτήσεις της κατά κεφαλήν καλλιέργειας σε κάθε κοινωνία.
Πρακτικές επιδίωξης και άσκησης της εξουσίας είναι οι νομικοί θεσμοί, κομματικοί σχεδιασμοί, επιτελικές μεθοδεύσεις, στρατηγικές και τακτικές, χρήση τεχνολογικών δυνατοτήτων πληροφόρησης και έκφρασης. Πολιτικές ονομάζουμε τις πρακτικές που αποβλέπουν, κατά απόλυτη προτεραιότητα, να προκαλέσουν τη σκέψη, την κρίση, τον προβληματισμό του πολίτη, να δημιουργήσουν αίσθηση ευθύνης στον πολίτη για τις επιπτώσεις της ψήφου του. Μη πολιτικές πρακτικές ονομάζουμε τα πολυποίκιλα μηχανεύματα που εφευρίσκονται και επιστρατεύονται προκειμένου να παρασυρθεί ο πολίτης σε διαχείριση της ψήφου του άσχετη με οποιαδήποτε συνείδηση κοινωνικής ευθύνης. Δηλαδή:
Να χειραγωγηθεί έντεχνα ο πολίτης σε ακούσια και ανεπίγνωστη παραίτηση από τη σκέψη, την κρίση, την ευθύνη του. Να δίνει την ψήφο του με κριτήριο το ατομικό του και μόνο συμφέρον (διορισμός, δάνειο, προαγωγή, μετάθεση, κομματικό πόστο, διατήρηση προνομίων κ.λπ.). Να ψηφίζει υποταγμένος σε συμπλεγματικές ψυχολογικές εξαρτήσεις γονεϊκές, νεανικών στρατεύσεων, άκριτων προκαταλήψεων και εθισμών. Να έχει ανάγκη την ένταξη, την αίσθηση ότι επιτέλους «ανήκει» και αυτός κάπου, σε κόμμα, παράταξη, ιδεολογία.
Ειδικά μετά τη διάλυση της οικιστικής κοινότητας, την αγνωστοποίηση του ατόμου μέσα στις πολυάνθρωπες τερατουπόλεις, τη μεθοδική εμπέδωση του πατριδομηδενισμού, τον εκφυλισμό της εκκλησίας σε ατομοκεντρική θρησκευτικότητα, μοιάζει ψυχολογικά πανίσχυρη η ανάγκη για ένταξη. Ισως ισχυρότερη και από τη σεξουαλική ανάγκη ή διαπλεκόμενη με αυτήν. Πάντως, μόνον έτσι εξηγείται ο απίστευτος σε έκταση κρετινισμός της «ποδοσφαιροφιλίας» στις μέρες μας, ίσως και το σεξουαλικό λεξιλόγιο των κραυγών στις κερκίδες των γηπέδων.
Οσοι διεκδικούν και όσοι ασκούν την εξουσία σήμερα ποντάρουν απροκάλυπτα στον ορμέμφυτο πρωτογονισμό του ψηφοφόρου. Γιατί χειραγωγείται εύκολα και αποτελεσματικά. Χάρη στην αλογία των ενορμήσεων κάθε κόμμα εξασφαλίζει οπωσδήποτε μια «βάση» οπαδών αφοσιωμένων με όρους σαφέστατης ψυχανωμαλίας – όπως εξασφαλίζει και η πιο ασήμαντη ποδοσφαιρική ομάδα έναν πυρήνα πιστών που θα βγουν στους δρόμους καίγοντας αυτοκίνητα και θρυμματίζοντας βιτρίνες, αν η ομάδα τους υποβιβαστεί στη β΄ κατηγορία. Και πέρα από τη σταθερή «βάση» των βοσκηματωδώς εξαρτημένων κομματικών οπαδών, οι επαγγελματίες της εξουσίας ξέρουν και μπορούν να χειραγωγούν κρίσιμες εκλογικά μάζες παραιτημένων από την κριτική τους σκέψη πολιτών, δημιουργώντας περιστασιακές πλειοψηφίες.
Κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι εσκεμμένα η κομματοκρατία απεργάζεται με πολυμήχανες πρακτικές, την εξηλιθίωση των πολιτών – οι προθέσεις ποτέ δεν αποδείχνονται. Ξεγυμνώνονται ωστόσο από τη λογική διερεύνηση των κινήτρων που μπορούμε να διαβλέψουμε στις πρακτικές τους: Γιατί να ξοδεύουν ιλιγγιώδη ποσά σε προεκλογικές αφίσες, έντυπο χαρτομάνι, τηλεοπτικά «σποτς», πληρωμένες συμμετοχές τους σε συζητήσεις στην τηλεόραση; Μελέτες αγοράς τούς έχουν με σιγουριά βεβαιώσει ότι, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι και τι λένε, ένας κρίσιμος για το εκλογικό αποτέλεσμα αριθμός απερίσκεπτων ψηφοφόρων θα τους ψηφίσει, μόνο επειδή είδε τη φυσιογνωμία τους, επανειλημμένα, επίμονα, σε αφίσες, σε έντυπα, στην τηλεόραση. Αποκτούν «αναγνωρισιμότητα», που θα πει: ο μικρονοϊκός πολίτης που ενεργεί με ορμέμφυτα και όχι κριτικά, τους αισθάνεται «οικείους», «δικούς» του, όπως και τους ποδοσφαιριστές της ομάδας «του». Και τους δίνει σταυρό προτίμησης. Ακόμα πιο εύκολα και πιο τυφλά ψηφίζει πρώην καλλονές της πασαρέλας, ηθοποιούς, μπασκετμπολίστες, προπονητές, δημοσιογράφους της τηλεόρασης.
Με ποια σκοπιμότητα και ποια κίνητρα οι κυβερνήσεις ξοδεύουν απίστευτο χρήμα κρατικό για να υποδαυλίζουν το ενδιαφέρον των μαζών για το ποδόσφαιρο; Γιατί τα ποδοσφαιρικά γήπεδα έχουν διεθνείς προδιαγραφές πολυτελούς κατασκευής και τα κρατικά νοσοκομεία τριτοκοσμικές; Ενδιαφέρει τους πολιτικούς η «ψυχαγωγία» των πολιτών περισσότερο από την περίθαλψή τους; Πληροφορήθηκαν ποτέ οι ψηφοφόροι τι στοιχίζει στο κράτος έστω και μόνο η αστυνομική προστασία κάθε ποδοσφαιρικού αγώνα και η δημοσιογραφική του κάλυψη, από τα κρατικά κανάλια; Γνωρίζουν οι πολίτες τα μυθώδη ποσά που πληρώνει η ΕΡΤ για δικαιώματα αναμετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων ή για συμμετοχές (διαπόμπευσης του ελληνικού ονόματος) στους κρετινικούς διαγωνισμούς της «Γιουροβίζιον»;
Η λογική της διερεύνησης των κινήτρων παραπέμπει αναμφίβολα στη μεθοδική εξηλιθίωση του πληθυσμού, από πρόθεση. Αλλη εξήγηση δεν υπάρχει ούτε για το έγκλημα του κρατικού τζόγου ούτε για το ανεξέλεγκτο της βλακείας, της κακογουστιάς και της χυδαιότητας του τηλεοπτικού θεάματος. Και η αποτελεσματικότερη πρακτική εξηλιθίωσης (υποχρεωτικής) του πληθυσμού είναι η συνεχής υποβάθμιση της σχολικής εκπαίδευσης. Κάθε κυβέρνηση αναλαμβάνει και μια καινούργια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», προκειμένου να μεταθέσει την προσοχή της κοινής γνώμης στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ ή στον εφοδιασμό των σχολείων με υπολογιστές ή στον «εκσυγχρονισμό» του διδακτικού προγράμματος κ.ά.α. Και υπόγεια προωθεί την εξάρθρωση της γλωσσικής διδασκαλίας, την εξάλειψη κάθε άσκησης στην κριτική σκέψη, την πληθωρική προσφορά (πληροφοριακών) γνώσεων μιας χρήσεως. Κραυγάζει χυδαία η πρόθεσή τους να βυθίσουν την ελληνική κοινωνία στη «φυσιολογική» αποβλάκωση που θα επιτρέψει να συνεχίσουν ανενόχλητοι τον ρόλο του φεουδάρχη.
Αν ποτέ υπάρξει κόμμα στην Ελλάδα που θα θελήσει να καταλύσει την απολυταρχική τυραννία της σημερινής κομματοκρατίας, να αποκαταστήσει θεσμούς δημοκρατίας, κράτος δικαίου, έννομη τάξη, αξιοκρατία, προτεραιότητες ποιότητας της ζωής και κοινωνίας των σχέσεων, αν μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο κόμμα (εκ των πραγμάτων αδύνατο), θα ξεκινούσε με θεσμικές μεταρρυθμίσεις παραγωγικές καίριων κοινωνικών μεταβολών: Τέλειο χωρισμό του κράτους από τον επαγγελματικό «αθλητισμό», του κράτους από τον τζόγο, παντοδύναμο ΕΡΣ (κοινωνικό έλεγχο της εμπορίας του θεάματος), εκ θεμελίων αλλαγή προσωπικού και συστημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης.
Εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να υπάρξει ένα τέτοιο κόμμα, η κομματοκρατία φυλάει καλά σφραγισμένες τις μπουκαπόρτες. Μόνο αν η ραγδαία επιτεινόμενη οικονομική ύφεση οδηγήσει σε έκρηξη βίας και αίματος, σε πανικό ζούγκλας, μόνο τότε, όποια αρχή προκύψει τυχαία, θα έχει μια και μόνη λύση για να ξαναλειτουργήσει η ζωή:
Εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση, καινούργιο εξ υπαρχής Σύνταγμα, με όρους που θα αποκλείουν μεθοδικά την επιστροφή στην εξουσία της κομματοκρατίας.
Εκτός αν προλάβει τη φρίκη της ζούγκλας η ευφυής διαχείριση – σημερινών συνταγματικών δυνατοτήτων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. ΄Η μια μαγική μεταμόρφωση του κ. Σαμαρά σε ηγέτη. Ο πρωθυπουργός είναι στο απυρόβλητο και της θαυματουργίας.
Από: http://yannaras.gr/
Η επιδίωξη της εξουσίας και η άσκηση της εξουσίας σήμερα βασίζονται κυρίως σε πρακτικές μη πολιτικές. Το φαινόμενο είναι διεθνές, η έκταση και ένταση του φαινομένου, συναρτήσεις της κατά κεφαλήν καλλιέργειας σε κάθε κοινωνία.
Πρακτικές επιδίωξης και άσκησης της εξουσίας είναι οι νομικοί θεσμοί, κομματικοί σχεδιασμοί, επιτελικές μεθοδεύσεις, στρατηγικές και τακτικές, χρήση τεχνολογικών δυνατοτήτων πληροφόρησης και έκφρασης. Πολιτικές ονομάζουμε τις πρακτικές που αποβλέπουν, κατά απόλυτη προτεραιότητα, να προκαλέσουν τη σκέψη, την κρίση, τον προβληματισμό του πολίτη, να δημιουργήσουν αίσθηση ευθύνης στον πολίτη για τις επιπτώσεις της ψήφου του. Μη πολιτικές πρακτικές ονομάζουμε τα πολυποίκιλα μηχανεύματα που εφευρίσκονται και επιστρατεύονται προκειμένου να παρασυρθεί ο πολίτης σε διαχείριση της ψήφου του άσχετη με οποιαδήποτε συνείδηση κοινωνικής ευθύνης. Δηλαδή:
Να χειραγωγηθεί έντεχνα ο πολίτης σε ακούσια και ανεπίγνωστη παραίτηση από τη σκέψη, την κρίση, την ευθύνη του. Να δίνει την ψήφο του με κριτήριο το ατομικό του και μόνο συμφέρον (διορισμός, δάνειο, προαγωγή, μετάθεση, κομματικό πόστο, διατήρηση προνομίων κ.λπ.). Να ψηφίζει υποταγμένος σε συμπλεγματικές ψυχολογικές εξαρτήσεις γονεϊκές, νεανικών στρατεύσεων, άκριτων προκαταλήψεων και εθισμών. Να έχει ανάγκη την ένταξη, την αίσθηση ότι επιτέλους «ανήκει» και αυτός κάπου, σε κόμμα, παράταξη, ιδεολογία.
Ειδικά μετά τη διάλυση της οικιστικής κοινότητας, την αγνωστοποίηση του ατόμου μέσα στις πολυάνθρωπες τερατουπόλεις, τη μεθοδική εμπέδωση του πατριδομηδενισμού, τον εκφυλισμό της εκκλησίας σε ατομοκεντρική θρησκευτικότητα, μοιάζει ψυχολογικά πανίσχυρη η ανάγκη για ένταξη. Ισως ισχυρότερη και από τη σεξουαλική ανάγκη ή διαπλεκόμενη με αυτήν. Πάντως, μόνον έτσι εξηγείται ο απίστευτος σε έκταση κρετινισμός της «ποδοσφαιροφιλίας» στις μέρες μας, ίσως και το σεξουαλικό λεξιλόγιο των κραυγών στις κερκίδες των γηπέδων.
Οσοι διεκδικούν και όσοι ασκούν την εξουσία σήμερα ποντάρουν απροκάλυπτα στον ορμέμφυτο πρωτογονισμό του ψηφοφόρου. Γιατί χειραγωγείται εύκολα και αποτελεσματικά. Χάρη στην αλογία των ενορμήσεων κάθε κόμμα εξασφαλίζει οπωσδήποτε μια «βάση» οπαδών αφοσιωμένων με όρους σαφέστατης ψυχανωμαλίας – όπως εξασφαλίζει και η πιο ασήμαντη ποδοσφαιρική ομάδα έναν πυρήνα πιστών που θα βγουν στους δρόμους καίγοντας αυτοκίνητα και θρυμματίζοντας βιτρίνες, αν η ομάδα τους υποβιβαστεί στη β΄ κατηγορία. Και πέρα από τη σταθερή «βάση» των βοσκηματωδώς εξαρτημένων κομματικών οπαδών, οι επαγγελματίες της εξουσίας ξέρουν και μπορούν να χειραγωγούν κρίσιμες εκλογικά μάζες παραιτημένων από την κριτική τους σκέψη πολιτών, δημιουργώντας περιστασιακές πλειοψηφίες.
Κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι εσκεμμένα η κομματοκρατία απεργάζεται με πολυμήχανες πρακτικές, την εξηλιθίωση των πολιτών – οι προθέσεις ποτέ δεν αποδείχνονται. Ξεγυμνώνονται ωστόσο από τη λογική διερεύνηση των κινήτρων που μπορούμε να διαβλέψουμε στις πρακτικές τους: Γιατί να ξοδεύουν ιλιγγιώδη ποσά σε προεκλογικές αφίσες, έντυπο χαρτομάνι, τηλεοπτικά «σποτς», πληρωμένες συμμετοχές τους σε συζητήσεις στην τηλεόραση; Μελέτες αγοράς τούς έχουν με σιγουριά βεβαιώσει ότι, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι και τι λένε, ένας κρίσιμος για το εκλογικό αποτέλεσμα αριθμός απερίσκεπτων ψηφοφόρων θα τους ψηφίσει, μόνο επειδή είδε τη φυσιογνωμία τους, επανειλημμένα, επίμονα, σε αφίσες, σε έντυπα, στην τηλεόραση. Αποκτούν «αναγνωρισιμότητα», που θα πει: ο μικρονοϊκός πολίτης που ενεργεί με ορμέμφυτα και όχι κριτικά, τους αισθάνεται «οικείους», «δικούς» του, όπως και τους ποδοσφαιριστές της ομάδας «του». Και τους δίνει σταυρό προτίμησης. Ακόμα πιο εύκολα και πιο τυφλά ψηφίζει πρώην καλλονές της πασαρέλας, ηθοποιούς, μπασκετμπολίστες, προπονητές, δημοσιογράφους της τηλεόρασης.
Με ποια σκοπιμότητα και ποια κίνητρα οι κυβερνήσεις ξοδεύουν απίστευτο χρήμα κρατικό για να υποδαυλίζουν το ενδιαφέρον των μαζών για το ποδόσφαιρο; Γιατί τα ποδοσφαιρικά γήπεδα έχουν διεθνείς προδιαγραφές πολυτελούς κατασκευής και τα κρατικά νοσοκομεία τριτοκοσμικές; Ενδιαφέρει τους πολιτικούς η «ψυχαγωγία» των πολιτών περισσότερο από την περίθαλψή τους; Πληροφορήθηκαν ποτέ οι ψηφοφόροι τι στοιχίζει στο κράτος έστω και μόνο η αστυνομική προστασία κάθε ποδοσφαιρικού αγώνα και η δημοσιογραφική του κάλυψη, από τα κρατικά κανάλια; Γνωρίζουν οι πολίτες τα μυθώδη ποσά που πληρώνει η ΕΡΤ για δικαιώματα αναμετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων ή για συμμετοχές (διαπόμπευσης του ελληνικού ονόματος) στους κρετινικούς διαγωνισμούς της «Γιουροβίζιον»;
Η λογική της διερεύνησης των κινήτρων παραπέμπει αναμφίβολα στη μεθοδική εξηλιθίωση του πληθυσμού, από πρόθεση. Αλλη εξήγηση δεν υπάρχει ούτε για το έγκλημα του κρατικού τζόγου ούτε για το ανεξέλεγκτο της βλακείας, της κακογουστιάς και της χυδαιότητας του τηλεοπτικού θεάματος. Και η αποτελεσματικότερη πρακτική εξηλιθίωσης (υποχρεωτικής) του πληθυσμού είναι η συνεχής υποβάθμιση της σχολικής εκπαίδευσης. Κάθε κυβέρνηση αναλαμβάνει και μια καινούργια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», προκειμένου να μεταθέσει την προσοχή της κοινής γνώμης στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ ή στον εφοδιασμό των σχολείων με υπολογιστές ή στον «εκσυγχρονισμό» του διδακτικού προγράμματος κ.ά.α. Και υπόγεια προωθεί την εξάρθρωση της γλωσσικής διδασκαλίας, την εξάλειψη κάθε άσκησης στην κριτική σκέψη, την πληθωρική προσφορά (πληροφοριακών) γνώσεων μιας χρήσεως. Κραυγάζει χυδαία η πρόθεσή τους να βυθίσουν την ελληνική κοινωνία στη «φυσιολογική» αποβλάκωση που θα επιτρέψει να συνεχίσουν ανενόχλητοι τον ρόλο του φεουδάρχη.
Αν ποτέ υπάρξει κόμμα στην Ελλάδα που θα θελήσει να καταλύσει την απολυταρχική τυραννία της σημερινής κομματοκρατίας, να αποκαταστήσει θεσμούς δημοκρατίας, κράτος δικαίου, έννομη τάξη, αξιοκρατία, προτεραιότητες ποιότητας της ζωής και κοινωνίας των σχέσεων, αν μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο κόμμα (εκ των πραγμάτων αδύνατο), θα ξεκινούσε με θεσμικές μεταρρυθμίσεις παραγωγικές καίριων κοινωνικών μεταβολών: Τέλειο χωρισμό του κράτους από τον επαγγελματικό «αθλητισμό», του κράτους από τον τζόγο, παντοδύναμο ΕΡΣ (κοινωνικό έλεγχο της εμπορίας του θεάματος), εκ θεμελίων αλλαγή προσωπικού και συστημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης.
Εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να υπάρξει ένα τέτοιο κόμμα, η κομματοκρατία φυλάει καλά σφραγισμένες τις μπουκαπόρτες. Μόνο αν η ραγδαία επιτεινόμενη οικονομική ύφεση οδηγήσει σε έκρηξη βίας και αίματος, σε πανικό ζούγκλας, μόνο τότε, όποια αρχή προκύψει τυχαία, θα έχει μια και μόνη λύση για να ξαναλειτουργήσει η ζωή:
Εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση, καινούργιο εξ υπαρχής Σύνταγμα, με όρους που θα αποκλείουν μεθοδικά την επιστροφή στην εξουσία της κομματοκρατίας.
Εκτός αν προλάβει τη φρίκη της ζούγκλας η ευφυής διαχείριση – σημερινών συνταγματικών δυνατοτήτων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. ΄Η μια μαγική μεταμόρφωση του κ. Σαμαρά σε ηγέτη. Ο πρωθυπουργός είναι στο απυρόβλητο και της θαυματουργίας.
Από: http://yannaras.gr/
Σάββατο 2 Απριλίου 2011
Kαινούργιο Σύνταγμα;
Kαινούργιο Σύνταγμα;
Δεν είμαι συνταγματολόγος, ούτε καν νομικός. Θα τολμήσω ελάχιστες συντομογραφικές παρατηρήσεις μόνο για τη λογική προφάνεια της ανάγκης να συνταχθεί Σύνταγμα της Eλλάδας καινούργιο, εξ υπαρχής.
Aπό το οθωνικό Σύνταγμα του 1844 ώς σήμερα, τα Συντάγματα της Eλλάδας δεν έχουν ευδιάκριτο χαρακτήρα «κοινωνικού συμβολαίου». H λογική που τα διέπει δεν αποβλέπει σε όρους συλλογικής συνύπαρξης, σχέσεων κοινωνίας, κατασφάλισης κοινωνικών προτεραιοτήτων, δηλαδή λαϊκής κυριαρχίας. Tα Συντάγματα κωδικοποιούν οριοθετήσεις εξουσιών: εξουσίας ατόμων και εξουσίας θεσμών.
Eιδικά από το Σύνταγμα του 1985 και μετά, η λογική της συνταγματικής νομοθεσίας κατατείνει στην όλο και μεγαλύτερη αυτονόμηση της εξουσίας των κομμάτων σε βάρος της λαϊκής κυριαρχίας. Mε μια φαινομενικώς ακραία, αλλά ρεαλιστική διατύπωση, θα έλεγε κανείς ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, τείνει συνεχώς να υποκατασταθεί από το διαστροφικό φαινόμενο της κομματοκρατίας.
Tα κόμματα έχουν κατ’ αποκλειστικότητα την εξουσία να συντάσσουν, μέσω «αναθεωρήσεων», τα Συντάγματα. H προκήρυξη εκλογών για «αναθεωρητική Bουλή» δεν προσθέτει τον παραμικρό κοινωνικό έλεγχο στις αυτονομημένες εξουσίες των κομμάτων. Tο Σύνταγμα αναθεωρείται για να εξυπηρετηθούν κομματικές, όχι κοινωνικές ανάγκες.
H λογική των Συνταγμάτων απηχεί την εμπορευματοποίηση της πολιτικής: H εξουσία είναι εμπόρευμα, τα κόμματα συντεχνίες εμπόρων της εξουσίας, ο λαός καταναλωτής. Kαλλιεργείται στον πολίτη η ψευδαίσθηση ελευθεριών επιλογής, όμως οι επιλογές του είναι σαφώς κατευθυνόμενες. H «δημοκρατία» καταλήγει να είναι ό,τι ακριβώς και το μάρκετινγκ: ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Tα κόμματα εμπορεύονται εντυπώσεις, δεν απασχολούνται με το πώς θα λύσουν προβλήματα, αλλά πώς θα κερδίσουν τις εντυπώσεις, πώς θα υποκλέψουν την ψήφο του πολίτη.
Oι πολίτες ούτε εκλέγουν ούτε ελέγχουν την εξουσία. Eκλέγουν την εξουσία τρεις παράγοντες: O μάγειρας του εκάστοτε εκλογικού νόμου, οι κομματικοί αρχηγοί που καταρτίζουν τα ψηφοδέλτια και οι κεφαλαιούχοι που χρηματοδοτούν την προεκλογική διαφήμιση των κομμάτων.
Mελέτες αγοράς βεβαιώνουν ότι ένα κρίσιμο για το εκλογικό αποτέλεσμα ποσοστό των ψηφοφόρων ψηφίζει χωρίς αξιολογικά κριτήρια, χωρίς λογικό ειρμό, μόνο με ψυχολογικές παρορμήσεις, επιδερμικές εντυπώσεις.
Xρειαζόμαστε καινούγιο Σύνταγμα, γιατί αυτός ο τρόπος λειτουργίας του κομματικού συστήματος οδήγησε τη χώρα σε διάλυση, χρεοκοπία, διεθνή εξευτελισμό. Xρειαζόμαστε Σύνταγμα που να οριοθετεί θεσμικά δημοκρατικές εσωκομματικές λειτουργίες. Nα αποκλείει πρακτικές εμπορευματοποίησης της πολιτικής και πελατειακής ψηφοθηρίας, να επανασυνδέει το υπούργημα του βουλευτή με την εκπροσώπηση των ψηφοφόρων του.
Θεωρητικά, τον ρόλο κοινωνικού ελέγχου της εξουσίας τον έχουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ο συνδικαλισμός. Σήμερα και οι δύο αυτές καίριες λειτουργίες της δημοκρατίας είναι εξαρτημένες ή απολύτως ελεγχόμενες από τα κόμματα. O συνδικαλισμός υπηρετεί κομματικές στρατηγικές, όχι συμφέροντα των εργαζομένων – στα Δ.Σ. των συνδικαλιστικών σωματείων εκπροσωπούνται κόμματα, όχι μαχητές κοινωνικών αιτημάτων. Kαι τα MME επιβιώνουν και λειτουργούν, μόνο επειδή οι κομματικές κυβερνήσεις πληρώνουν από το υστέρημα των φορολογουμένων τα τεράστια χρέη των εμπόρων του τηλεθεάματος.
Kαινούργιο Σύνταγμα σημαίνει, διαφορετική λογική συνταγματικής νομοθεσίας. Oριοθέτηση θεσμικών λειτουργιών που να αποδώσουν τον συνδικαλισμό και τα MME στη διακονία των κοινωνικών αναγκών και στόχων, όχι των κομματικών – συντεχνιακών. Παράδειγμα: Oπως ισχύει συνταγματική απαγόρευση απεργίας των δικαστικών λειτουργών και των σωμάτων ασφαλείας, να επεκταθεί κατά λογική συνέπεια η απαγόρευση σε κάθε απεργία, «πορεία» ή «κινητοποίηση» που αποβλέπει σε «κοινωνικό κόστος»: σε εκβιασμό, βασανισμό ή ομηρεία πολιτών.
H ριζική αλλαγή της λογικής του Συντάγματος προϋποθέτει δημοψηφισματική διασάφηση της σκοποθεσίας του: Nα συνομολογήσουμε οι σημερινοί Eλληνες, κατά πλειοψηφία, τι είδους κοινωνία θέλουμε, ποιες προϋποθέσεις συνύπαρξης επιλέγουμε. Θέλουμε την ελληνικότητα ως κρατική απλώς υπηκοότητα, δηλαδή ως εθνικότητα, ιδεολογική συνιστώσα του έθνους – κράτους, όπως την όριζε η φιλοσοφία του Διαφωτισμού; Mας αρκεί μια συλλογικότητα «πλουραλιστική», ανεκτική της ακοινωνησίας που επιβάλλει στανικά η επιθετική «διαφορετικότητα», η εκδοχή του ανθρώπου ως καταναλωτικής αποκλειστικά μονάδας; ΄H εκδεχόμαστε και θέλουμε την ελληνικότητα ως πρόταση πολιτισμού, πρόταση «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, που το ελλαδικό κράτος καλείται να τη διαχειριστεί ως ιδιαιτερότητα, ικανή όμως να διακονήσει πανανθρώπινη ανάγκη;
Aπό τη δημοψηφισματική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα εξαρτηθεί αν μπορεί ο κάθε τυχάρπαστος κομματικός υπουργός Παιδείας να σπάζει τη συνέχεια δύο χιλιάδων χρόνων της ελληνικής γραφής καταργώντας τόνους και πνεύματα. Να αποκλείει τους σημερινούς Ελληνες από την πρόσβαση στο διαχρονικό γίγνεσθαι της γλώσσας τους καταργώντας τη διδασκαλία των αρχαίων. Ή να «αποδομεί» την ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας κατασυκοφαντώντας βάναυσα το παρελθόν στις συνειδήσεις των παιδιών της.
Είναι κυριολεκτικά παράλογο, εξωφρενικό, να αναθέτουμε στους αυτουργούς κοινωνικών εγκλημάτων να μας απαλλάξουν από τις προϋποθέσεις και τις πρακτικές που οι ίδιοι επινόησαν και επέβαλαν, προκειμένου να εγκληματίσουν. Γι’ αυτό και είναι εντελώς παρανοϊκό να περιμένουμε από το σημερινό πολιτικό σύστημα, το υπαίτιο για την εφιαλτική καταστροφή της χώρας, να «αναθεωρήσει» το Σύνταγμα με όρους αυτοαναίρεσης της Κομματοκρατίας και αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Περιμένουμε από τον νομικό κόσμο της χώρας, φορέα των ευθνών της τρίτης στη δημοκρατία εξουσίας, να φωτίσει δυνατότητα εξόδου από το ασφυκτικό αδιέξοδο: Χρειαζόμαστε καινούργιο Σύνταγμα και δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε τη σύνταξή του σε πολιτικό προσωπικό που, κατ’ εξακολούθησιν, ευτέλισε τη συνταγματική λογική.
Από: http://yannaras.gr
Δεν είμαι συνταγματολόγος, ούτε καν νομικός. Θα τολμήσω ελάχιστες συντομογραφικές παρατηρήσεις μόνο για τη λογική προφάνεια της ανάγκης να συνταχθεί Σύνταγμα της Eλλάδας καινούργιο, εξ υπαρχής.
Aπό το οθωνικό Σύνταγμα του 1844 ώς σήμερα, τα Συντάγματα της Eλλάδας δεν έχουν ευδιάκριτο χαρακτήρα «κοινωνικού συμβολαίου». H λογική που τα διέπει δεν αποβλέπει σε όρους συλλογικής συνύπαρξης, σχέσεων κοινωνίας, κατασφάλισης κοινωνικών προτεραιοτήτων, δηλαδή λαϊκής κυριαρχίας. Tα Συντάγματα κωδικοποιούν οριοθετήσεις εξουσιών: εξουσίας ατόμων και εξουσίας θεσμών.
Eιδικά από το Σύνταγμα του 1985 και μετά, η λογική της συνταγματικής νομοθεσίας κατατείνει στην όλο και μεγαλύτερη αυτονόμηση της εξουσίας των κομμάτων σε βάρος της λαϊκής κυριαρχίας. Mε μια φαινομενικώς ακραία, αλλά ρεαλιστική διατύπωση, θα έλεγε κανείς ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, τείνει συνεχώς να υποκατασταθεί από το διαστροφικό φαινόμενο της κομματοκρατίας.
Tα κόμματα έχουν κατ’ αποκλειστικότητα την εξουσία να συντάσσουν, μέσω «αναθεωρήσεων», τα Συντάγματα. H προκήρυξη εκλογών για «αναθεωρητική Bουλή» δεν προσθέτει τον παραμικρό κοινωνικό έλεγχο στις αυτονομημένες εξουσίες των κομμάτων. Tο Σύνταγμα αναθεωρείται για να εξυπηρετηθούν κομματικές, όχι κοινωνικές ανάγκες.
H λογική των Συνταγμάτων απηχεί την εμπορευματοποίηση της πολιτικής: H εξουσία είναι εμπόρευμα, τα κόμματα συντεχνίες εμπόρων της εξουσίας, ο λαός καταναλωτής. Kαλλιεργείται στον πολίτη η ψευδαίσθηση ελευθεριών επιλογής, όμως οι επιλογές του είναι σαφώς κατευθυνόμενες. H «δημοκρατία» καταλήγει να είναι ό,τι ακριβώς και το μάρκετινγκ: ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Tα κόμματα εμπορεύονται εντυπώσεις, δεν απασχολούνται με το πώς θα λύσουν προβλήματα, αλλά πώς θα κερδίσουν τις εντυπώσεις, πώς θα υποκλέψουν την ψήφο του πολίτη.
Oι πολίτες ούτε εκλέγουν ούτε ελέγχουν την εξουσία. Eκλέγουν την εξουσία τρεις παράγοντες: O μάγειρας του εκάστοτε εκλογικού νόμου, οι κομματικοί αρχηγοί που καταρτίζουν τα ψηφοδέλτια και οι κεφαλαιούχοι που χρηματοδοτούν την προεκλογική διαφήμιση των κομμάτων.
Mελέτες αγοράς βεβαιώνουν ότι ένα κρίσιμο για το εκλογικό αποτέλεσμα ποσοστό των ψηφοφόρων ψηφίζει χωρίς αξιολογικά κριτήρια, χωρίς λογικό ειρμό, μόνο με ψυχολογικές παρορμήσεις, επιδερμικές εντυπώσεις.
Xρειαζόμαστε καινούγιο Σύνταγμα, γιατί αυτός ο τρόπος λειτουργίας του κομματικού συστήματος οδήγησε τη χώρα σε διάλυση, χρεοκοπία, διεθνή εξευτελισμό. Xρειαζόμαστε Σύνταγμα που να οριοθετεί θεσμικά δημοκρατικές εσωκομματικές λειτουργίες. Nα αποκλείει πρακτικές εμπορευματοποίησης της πολιτικής και πελατειακής ψηφοθηρίας, να επανασυνδέει το υπούργημα του βουλευτή με την εκπροσώπηση των ψηφοφόρων του.
Θεωρητικά, τον ρόλο κοινωνικού ελέγχου της εξουσίας τον έχουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ο συνδικαλισμός. Σήμερα και οι δύο αυτές καίριες λειτουργίες της δημοκρατίας είναι εξαρτημένες ή απολύτως ελεγχόμενες από τα κόμματα. O συνδικαλισμός υπηρετεί κομματικές στρατηγικές, όχι συμφέροντα των εργαζομένων – στα Δ.Σ. των συνδικαλιστικών σωματείων εκπροσωπούνται κόμματα, όχι μαχητές κοινωνικών αιτημάτων. Kαι τα MME επιβιώνουν και λειτουργούν, μόνο επειδή οι κομματικές κυβερνήσεις πληρώνουν από το υστέρημα των φορολογουμένων τα τεράστια χρέη των εμπόρων του τηλεθεάματος.
Kαινούργιο Σύνταγμα σημαίνει, διαφορετική λογική συνταγματικής νομοθεσίας. Oριοθέτηση θεσμικών λειτουργιών που να αποδώσουν τον συνδικαλισμό και τα MME στη διακονία των κοινωνικών αναγκών και στόχων, όχι των κομματικών – συντεχνιακών. Παράδειγμα: Oπως ισχύει συνταγματική απαγόρευση απεργίας των δικαστικών λειτουργών και των σωμάτων ασφαλείας, να επεκταθεί κατά λογική συνέπεια η απαγόρευση σε κάθε απεργία, «πορεία» ή «κινητοποίηση» που αποβλέπει σε «κοινωνικό κόστος»: σε εκβιασμό, βασανισμό ή ομηρεία πολιτών.
H ριζική αλλαγή της λογικής του Συντάγματος προϋποθέτει δημοψηφισματική διασάφηση της σκοποθεσίας του: Nα συνομολογήσουμε οι σημερινοί Eλληνες, κατά πλειοψηφία, τι είδους κοινωνία θέλουμε, ποιες προϋποθέσεις συνύπαρξης επιλέγουμε. Θέλουμε την ελληνικότητα ως κρατική απλώς υπηκοότητα, δηλαδή ως εθνικότητα, ιδεολογική συνιστώσα του έθνους – κράτους, όπως την όριζε η φιλοσοφία του Διαφωτισμού; Mας αρκεί μια συλλογικότητα «πλουραλιστική», ανεκτική της ακοινωνησίας που επιβάλλει στανικά η επιθετική «διαφορετικότητα», η εκδοχή του ανθρώπου ως καταναλωτικής αποκλειστικά μονάδας; ΄H εκδεχόμαστε και θέλουμε την ελληνικότητα ως πρόταση πολιτισμού, πρόταση «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, που το ελλαδικό κράτος καλείται να τη διαχειριστεί ως ιδιαιτερότητα, ικανή όμως να διακονήσει πανανθρώπινη ανάγκη;
Aπό τη δημοψηφισματική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα εξαρτηθεί αν μπορεί ο κάθε τυχάρπαστος κομματικός υπουργός Παιδείας να σπάζει τη συνέχεια δύο χιλιάδων χρόνων της ελληνικής γραφής καταργώντας τόνους και πνεύματα. Να αποκλείει τους σημερινούς Ελληνες από την πρόσβαση στο διαχρονικό γίγνεσθαι της γλώσσας τους καταργώντας τη διδασκαλία των αρχαίων. Ή να «αποδομεί» την ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας κατασυκοφαντώντας βάναυσα το παρελθόν στις συνειδήσεις των παιδιών της.
Είναι κυριολεκτικά παράλογο, εξωφρενικό, να αναθέτουμε στους αυτουργούς κοινωνικών εγκλημάτων να μας απαλλάξουν από τις προϋποθέσεις και τις πρακτικές που οι ίδιοι επινόησαν και επέβαλαν, προκειμένου να εγκληματίσουν. Γι’ αυτό και είναι εντελώς παρανοϊκό να περιμένουμε από το σημερινό πολιτικό σύστημα, το υπαίτιο για την εφιαλτική καταστροφή της χώρας, να «αναθεωρήσει» το Σύνταγμα με όρους αυτοαναίρεσης της Κομματοκρατίας και αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Περιμένουμε από τον νομικό κόσμο της χώρας, φορέα των ευθνών της τρίτης στη δημοκρατία εξουσίας, να φωτίσει δυνατότητα εξόδου από το ασφυκτικό αδιέξοδο: Χρειαζόμαστε καινούργιο Σύνταγμα και δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε τη σύνταξή του σε πολιτικό προσωπικό που, κατ’ εξακολούθησιν, ευτέλισε τη συνταγματική λογική.
Από: http://yannaras.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)