Πύλος
Συντεταγμένες: 36°54′48″N 21°41′47″E
Πύλος | |
---|---|
Άποψη της Πύλου. | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (Έδρα: Πάτρα) Περιφέρεια Πελοποννήσου (Έδρα: Τρίπολη) |
Περιφερειακή Ενότητα | Μεσσηνίας (Έδρα: Καλαμάτα) |
Δήμος | Πύλου - Νέστορος (Έδρα: Πύλος) |
Δημοτική Ενότητα | Πύλου |
Γεωγραφία και στατιστική | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Πελοπόννησος |
Νομός | Μεσσηνίας |
Υψόμετρο | 0-14[1] μ. |
Πληθυσμός | Δήμος: 21.077 Δημ. Ενότητα: 5.287 Δημ. Κοινότητα: 2.767 Κωμόπολη: 2.345 (2011) |
Άλλα | |
Παλαιά ονομασία | (pu-ro, Μυκηναϊκή ελληνική) Κορυφάσιον Άκρον Νηλήιον Ζόγκλος Αβαρίνο Ναβαρίνο Ναυαρίνο Σπανοχώρι Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου Νεόκαστρο Ναυαρίνου Νιόκαστρο |
Ταχ. κωδ. | 24001[2] |
Τηλ. κωδ. | 27230[3] |
Δήμος Πύλου - Νέστορος |
Η Πύλος,[4] ιστορικά γνωστή παλαιότερα και με την ενετική-ιταλική ονομασία ως Ναβαρίνο ή Ναυαρίνο, είναι παραθαλάσσια κωμόπολη, η οποία υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Πύλου - Νέστορος και βρίσκεται στα δυτικά του Νομού Μεσσηνίας, ενώ ως το 2010, αποτελούσε έδρα του ομώνυμου Δήμου.
Είναι γνωστή για την πλούσια αρχαία, μεσαιωνική και σύγχρονη ιστορία της. Επισημαίνεται πάντως ότι η πρώτη και αρχαιότερη πόλη της Πύλου, η Αρχαία Πύλος, δεν ταυτίζεται γεωγραφικά με την σημερινή κωμόπολη, αν και η δεύτερη, αποτελεί τόσο την τιμητική, όσο και την ουσιαστική οικιστική συνέχεια της πρώτης. Επίσης, όσον αφορά την αρχαία Πύλο, αυτή ταυτίζεται, μερικώς μόνο, με διάφορα αρχαιολογικά κατάλοιπα ανακτόρων και λοιπών διοικητικών και οικιστικών υποδομών σε διάφορες άλλες γειτονικές αρχαιολογικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, αλλά παραμένει ουσιαστικά αταυτοποίητη, εν συνόλω, σύμφωνα με τους παλαιότερους και τους σύγχρονους ειδικούς-ερευνητές. Χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς της μυκηναϊκού περιόδου της αρχαίας πόλης είναι το Ανάκτορο του Νέστορα, αλλά και άλλα ανάκτορα, όπως αυτά που έχουν ανεβρεθεί και ανασκάπτονται στην κοντινή Ίκλαινα.
Η Πύλος είναι σήμερα η έδρα του Δήμου Πύλου - Νέστορος, που υπάγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Μεσσηνίας, η οποία συστάθηκε το 2011 με το Πρόγραμμα Καλλικράτης. Στην τελευταία απογραφή πληθυσμού που έγινε το 2011, ο Δήμος Πύλου - Νέστορος είχε πληθυσμό 21.077 κατοίκους, η Δημοτική Ενότητα Πύλου 5.287 κατοίκους, η Δημοτική Κοινότητα Πύλου 2.767 κατοίκους, ενώ η Πύλος είχε 2.345 κατοίκους και ήταν η έκτη σε πληθυσμό πόλη της Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας, μετά την πρωτεύουσα Καλαμάτα (54.100), την Μεσσήνη (6.065), τα Φιλιατρά (5.969) την Κυπαρισσία (5.131) και τη Χώρα (3.454).[5].
Η σύγχρονη κωμόπολη της Πύλου βρίσκεται στο νοτιοδυτικό μέρος της Πελοποννήσου, δίπλα στις ακτές του Ιονίου. Το λιμάνι της Πύλου αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο της δυτικής περιοχής της Μεσσηνίας με ανοδική εμπορική και επιβατική/τουριστική ανάπτυξη. Λόγω της στενόμακρης μορφής της νήσου νήσου Σφακτηρίας η οποία «κλείνει» τον όρμο του Ναυαρίνου, γνωστού και ως Κόλπου της Πύλου, και η οποία λειτουργεί ως φυσικός κυματοθραύστης, ο Κόλπος του Ναυαρίνου και το λιμάνι της Πύλου θεωρείται ως ένα από τα ασφαλή αγκυροβόλια στη Μεσόγειο.
Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλος βρίσκεται περίπου 274 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Αθήνα (είναι πολύ εύκολη η πρόσβαση πλέον), 211 χιλιόμετρα νότια από την Πάτρα, 118 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Τρίπολη και περίπου 55,5 χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά της Καλαμάτας. Έχει υψόμετρο από 0-14[1] μέτρα και βρίσκεται στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Κοντά στην Πύλο βρίσκονται οι κωμοπόλεις της Κυπαρισσίας, των Φιλιατρών, των Γαργαλιάνων και της Χώρας, προς τα βόρειά της, σε αποστάσεις περίπου 52, 36, 25 και 22,5 χιλιομέτρων αντίστοιχα, ενώ προς τα νότιά της και τα νοτιανατολικά της βρίσκονται οι κωμοπόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης, σε αποστάσεις περίπου 11 και 40 χιλιομέτρων αντίστοιχα. Σε κοντινές αποστάσεις βρίσκονται επίσης, προς τα νοτιοανατολικά της ο Κυνηγός, το Μεσοχώρι και η Πήδασος σε αποστάσεις 6,5, 7,5 και 8,5 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα, προς τα νότιά της το Καινούργιο Χωριό σε απόσταση 6,5 περίπου χιλιομέτρων, προς βορειοανατολικά της η Πύλα και η Ίκλαινα σε αποστάσεις 8 και 17 περίπου χιλιομέτρων, προς τα βόρειά της η Γιάλοβα και το Κορυφάσιο σε αποστάσεις 7,5 και 15 περίπου χιλιομέτρων και προς τα βορειοδυτικά της το Πετροχώρι, ο Ρωμανός και η Τραγάνα σε αποστάσεις 15,5, 15 και 16 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα.
Ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κορυφάσιον & Πύλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με την μυθολογία, η πρώτη και αρχαιότερη πόλη της Πύλου ιδρύθηκε στη νοτιοδυτική Αρχαία Μεσσηνία από τον μυθικό επώνυμο ήρωα Πύλο ή Πύλα. Ο Πύλος, κατά μια πρώτη εκδοχή, η οποία αναφέρεται στο έργο «Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου» (παλαιότερα αποδιδόταν ως έργο στον Απολλόδωρο, ενώ σήμερα αποδίδεται σε άγνωστο συγγραφέα αναφερόμενο ως Ψευδο-Απολλόδωρο)[6] ήταν γιος του θεού Άρη και της Δημονίκης, κόρης του Αγήνορα και της Επικάστης, εγγονή του Αντήνορα και αδελφή του Πορθάονα. Η Δημονίκη και ο Άρης ήταν οι γονείς του Ευήνου, του Πύλου, του Θέστιου και του Μώλου.[7] Κατά μια άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας, στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά» (βιβλίο 4, στιχ. 36.1-36.2)[8] ο επώνυμος ιδρυτής ταυτίζεται με τον Πύλα, ο οποίος ήταν βασιλιάς των Μεγάρων, γιος του Κλήσωνα και εγγονός του Λέλεγα. Ο Πύλαντας πήγε στην Πελοπόννησο επικεφαλής ομάδας Λελέγων και ίδρυσε την πρώτη ομώνυμη πόλη, γνωστή και ως την Πύλο της Μεσσηνίας, ενώ όταν αργότερα ο Νηλέας τον εξεδίωξε από αυτήν, ο Πύλαντας κατέφυγε στην Ήλιδα, όπου ίδρυσε και τη δεύτερη ομώνυμη πόλη, γνωστή και ως την Πύλο της Ήλίδας. Θυγατέρα του Πύλαντα ήταν η Πυλία.
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι η πόλη ονομαζόταν και Κορυφάσιον, από το Ακρωτήριο Κορυφάσιον (ἄκρα Κορυφάσιον), πάνω στο οποίο είχε κτιστεί.[8] Εκεί κοντά υπήρχε και ο ναός της Κορυφασίας Αθηνάς (πβ. το Κορυφάσιο Μεσσηνίας).[9] Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, την ανέφεραν επίσης ως Κορυφάσιον.[10]
Πύλος & Νηλήιον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Προς τιμή του πατέρα του Νέστορα Νηλέα η πόλη αναφερόταν και ως «Νηλήιον». Ο Νηλέας ήταν γιος της Τυρούς και του θεού Ποσειδώνα, δίδυμος αδελφός του Πελία και ετεροθαλής αδελφός του Αίσονα (γιου του Κρηθέα και της Τυρούς), του Φέρητα και του Αμυθάονα. Ο Νηλέας και ο Πελίας φιλονίκησαν για τη βασιλεία της Ιωλκού. Ο Πελίας έδιωξε τον Νηλέα, όπως και τον Αίσονα, και έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό της Θεσσαλίας, ενώ ο Νηλέας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν αυτός που ίδρυσε την Πύλο. Εκεί πήρε ως σύζυγό του τη Χλωρίδα, κόρη του Αμφίονα και μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Πηρώ, και πολλούς γιούς, μεταξύ των οποίων και οι Ταύρος, Αστέριος, Πυλάων, Δηίμαχος, Ευρύβιος, Περικλύμενος, ο μετέπειτα σοφός βασιλιάς Νέστορας, κ.ά. Το τέλος του Νηλέα επήλθε όταν ο Ηρακλής εξεστράτευσε εναντίον του με την αιτιολογία ότι ο Νηλέας αρνήθηκε να τον εξαγνίσει από τον φόνο του Ιφίτου. Τότε ο Νηλέας σκοτώθηκε μαζί με 11 από τους γιούς του ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, διασώθηκε και πέθανε από κάποια ασθένεια στην Κόρινθο όπου είχε καταφύγει, οπότε στη συνέχεια ενταφιάσθηκε εκεί. Οι απόγονοι του Νηλέα ονομάσθηκαν Νηλείδες. Οι Νηλείδες, διωγμένοι από τους Ηρακλείδες, σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους, σε μερικούς από τους οποίους και βασίλευσαν. Χρονικά κατατάσσονται στα τέλη του 12ου αι. π.Χ., αφού η μετακίνησή τους από την Πύλο προς την Αθήνα χρονολογείται το 1104 π.Χ..[11]
Ονομασίες μέσων χρόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλος διατήρησε το αρχαίο της όνομα στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, αλλά εμφανίζεται, πιθανώς μετά τον 6ο αιώνα, που καταλήφθηκε από τους Αβάρους,[12] ως και την κατάκτησή της από τους Φράγκους, τον 13ο αιώνα, με δυο ονόματα, ως "Ζόγκλος" και ως Αβαρίνο (Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο).
Πύλος & Ζόγκλος (Port-de-Jonc ή Port-de-Junch)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ονομασία, ως "Ζόγκλος", προέρχεται από το γαλλικό όνομα "Port-de-Jonc" ("Rush Harbour") ή "Port-de-Junch", με ορισμένες παραλλαγές και παράγωγα: Στα ιταλικά ως "Porto-Junco" ή "Zunchio" ή "Zonchio", στο μεσαιωνικά καταλανικά ως "Jonc ", στα λατινικά Iuncum "Zonglon" ή "Zonglos" και στα ελληνικά ως το "Ζόγγον" ή ο "Ζόγγος", το "Ζόγκλον" ή ο "Ζόγκλος", κ.λπ. Το όνομα αυτό προερχόταν πιθανώς από τα έλη και τη βλάστηση που περιέβαλαν τον τόπο.[13][14]
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ονομασία ως ο Αβαρίνος ή το Αβαρίνο ή Αβαρήνο, προέκυψε σύμφωνα με μια εκδοχή, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Αβάρους, τον 6ο αιώνα. Αργότερα συντομεύθηκε σε Βαρίνος ή επιμηκύνθηκε σε Αναβαρίνος με επένθεση, η οποία μετεξελίχθηκε σε Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο (Navarino) στα ιταλικά (πιθανώς με επανάταξη) και Ναβαρίν (Navarin) στα γαλλικά.[13] Η ετυμολογία της λέξης πάντως δεν είναι βέβαιη. Μια άλλη εκδοχή θεωρεί ότι η ονομασία Ναυαρίνο προέρχεται εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου+Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο). Με την ίδια ονομασία πάντως προσδιορίζονταν ολόκληρος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει. Μια άλλη ετυμολογία, βασισμένη σε στοιχεία της παράδοσης, η οποία προτάθηκε από τον περιηγητή Nompar de Caumont στις αρχές του 15ου αιώνα και επαναλήφθηκε μεταγενέστερα σε έργα του Γερμανού ιστορικού Καρλ Χοπφ (Karl Hopf, 1832–1873), αποδίδει το όνομα Ναβαρίνο στη στρατιωτική μισθοφορική Εταιρεία των Ναβαρραίων, η οποία έδρασε τον 14ο αιώνα και στον Μοριά, αλλά αυτό είναι σαφώς λάθος, καθώς το όνομα χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Το 1830 ο ο Αυστριακός περιηγητής, πολιτικός και ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer, 1790–1861), πρότεινε ότι η ονομασία θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα των Αβάρων που εγκαταστάθηκαν εκεί, μια άποψη που υιοθετήθηκε από μερικούς μετέπειτα μελετητές, όπως ο Βρετανός ιστορικός Ουίλιαμ Μίλλερ (William Miller, 1864–1945).[15] Η εκτίμηση πάντως των σύγχρονων ερευνητών, από την άλλη πλευρά, θεωρεί πιο πιθανό ότι η ονομασία είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "τόπος των σφενδάμων" ή το "μέρος με τα σφεντάμια".[13][14][16][17][18]
Η ονομασία Αβαρίνος - Ναβαρίνο (Avarinos/Navarino), αν και χρησιμοποιούταν πριν από τη Φραγκοκρατία, τέθηκε σε ευρεία χρήση και σύντομα υπερκέρασε την ονομασία Port-de-Jonc και των παραγώγων της, μόνο ύστερα από τον 15ο αιώνα, δηλαδή, μετά την κατάρρευση του φράγκικου Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1205–1432).[13]
Σπανοχώρι (Spanochori)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν η περιοχή ελεγχόταν από την Εταιρεία των Ναβαρραίων, ήταν επίσης γνωστό ως Château Navarres και ονομαζόταν από τους ντόπιους Έλληνες ως Σπανοχώρι (Spanochori), δηλαδή χωριό των Ισπανών.[19] Κατά τις περιόδους της οθωμανικής κατοχής (1498-1685 και 1715-1821), η τουρκική ονομασία ήταν Αναβαρίν (Anavarin [o]).
Νεόκαστρον & Παλαιόκαστρον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά την κατασκευή, το 1571/2, του νέου οθωμανικού φρουρίου (Anavarin kalesi), στην τοποθεσία της σημερινής Πύλου, στα νοτιοδυτικά του κόλπου, το νέο φρούριο/κάστρο έγινε γνωστό ως το Νέοκαστρον (Νέο Κάστρο ή Νιόκαστρο, «νέο κάστρο»), ενώ το παλιό φραγκικό κάστρο στα βορειοδυτικά του κόλπου έγινε γνωστό, αναφερόμενο σε αντιδιαστολή, ως το Παλαιόκαστρον (Παλιόκαστρο ή Παλιόκαστρο , "παλιό κάστρο").[19] Με την ανάπτυξη στη συνέχεια, του οικισμού έξω από τα τείχη του Νιόκαστρου, ο οικισμός που έφερε επίσης το όνομα Νέοκαστρον, ήταν αυτός που μετεξελίχθηκε στη σημερινή κωμόπολη.
Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νεολιθική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλος έχει μακρά ιστορία, η οποία συμβαδίζει με αυτήν της Πελοποννήσου. Το ξεκίνημά της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, αφού κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν πληθυσμοί από την Ανατολία άρχισαν να εξαπλώνονται στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα γύρω στο 6.500 π.Χ., φέρνοντας μαζί τους την πρακτική της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Οι ανασκαφές έχουν δείξει συνεχή ανθρώπινη παρουσία από την ύστερη Νεολιθική εποχή (5.300 π.Χ.) σε διάφορα σημεία της Πυλίας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως εκείνων της Βοϊδοκοιλιάς και του σπηλαίου του Νέστορα, όπου βρέθηκαν πολλά χαρακτηριστικά όστρακα ή θραύσματα κεραμικής. Κατά τις αρχές της ύστερης Νεολιθικής ήταν σε χρήση αμαυρόχρωμη, ζωγραφισμένη και μελανή στιλβωτή κεραμική, ενώ κατά την ύστερη Νεολιθική περίοδο χρησιμοποιείτο εγχάρακτη και γραπτή κεραμική.[20] Η Νεολιθική περίοδος έληξε με την εμφάνιση της χαλκουργίας, γύρω στο 3.000 π.Χ.
Μυκηναϊκή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αρχαία Πύλος ιδρύθηκε από τον επώνυμο ήρωα Πύλο ή τον βασιλιά Νηλέα και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιον, από το Ακρωτήριο Κορυφάσιον, πάνω στο οποίο είχε κτιστεί. Η Αρχαία Πύλος ήταν η πρωτεύουσα του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου, γνωστού και ως Βασιλείου του Νέστορα, το οποίο ήταν σημαντικό κέντρο την εποχή εκείνη, σύμφωνα και με την αναφορά του Ομήρου στην «Οδύσσεια» (Ραψωδία Ραψωδία Ρ, στιχ. 107-114).
τοιγὰρ ἐγώ τοι, μῆτερ, ἀληθείην καταλέξω.
ᾠχόμεθ' ἔς τε Πύλον καὶ Νέστορα, ποιμένα λαῶν•
δεξάμενος δέ με κεῖνος ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν
ἐνδυκέως ἐφίλει, ὡς εἴ τε πατὴρ ἑὸν υἷα
ἐλθόντα χρόνιον νέον ἄλλοθεν• ὣς ἐμὲ κεῖνος
ἐνδυκέως ἐκόμιζε σὺν υἱάσι κυδαλίμοισιν.
αὐτὰρ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος οὔ ποτ' ἔφασκε
ζωοῦ οὐδὲ θανόντος ἐπιχθονίων τευ ἀκοῦσαι.
Τὸ καθετίς, μητέρα μου, θὰ δηγηθῶ μὲ ἀλήθεια,
Στὴν Πύλο καὶ στὸ Νέστορα σὰ φτάσαμε τὸ ρήγα,
μὲς στ' ἁψηλὰ παλάτια του μὲ δέχτηκε μὲ ἀγάπη
καὶ πόνο, σὰν ποὺ δέχεται γονιὸς ἀκριβοπαίδι,
σὰν ἔρχετ' ἀπὸ ξενιτειές, ποὺ ἐκεῖ πλανιόταν χρόνια•
ὅμοια μὲ δέχτηκε κι αὐτὸς κι οἱ ξακουσμένοι γιοί του,
κι ἔλεγε πὼς ἀπὸ ἄνθρωπο δὲν ἄκουσε στὸν κόσμο
ἂ ζουσε γιὰ ἂν ἀπέθανε ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας.
Όμηρος, «Οδύσσεια», Ραψωδία Ρ, στιχ. 107-114.
Μετάφραση: Αργύρη Εφταλιώτη (Κλ. Μιχαηλίδη).
Η μυκηναϊκή πολιτεία της Πύλου (μεταξύ 1600–1100 π.Χ.) κάλυπτε έκταση 2.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και είχε πληθυσμό μεταξύ 50.000, σύμφωνα με τις πινακίδες της Γραμμικής Β, και 80.000-120.000 κατοίκων.[21][22][23]
Στην περιοχή της Πύλου έχουν ανακαλυφτεί αξιόλογοι αρχαιολογικοί θησαυροί. Αρχικά ήρθαν στο φως πέτρινοι τοίχοι, κομμάτια από τοιχογραφίες, δάπεδα, μυκηναϊκά αγγεία, πήλινες επιγραφές. Οι πρώτες αυτές ανασκαφές έγιναν το 1912-26 και το 1939 απ' τον Αμερικανό αρχαιολόγο Καρλ Μπλέγκεν (Carl William Blegen, 1887–1971) και τον Έλληνα αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη (1872–1945). Διακόπηκαν στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ξανάρχισαν το 1952 από τον Έλληνα αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο (1901–1974). Αυτές οι έρευνες οδήγησαν στην ανάδειξη του πρώτου, από μια σειρά ανακτόρων, του βασιλείου της Αρχαίας Πύλου, της Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για το Ανάκτορο του Νέστορα στην περιοχή του σύγχρονου Άνω Εγκλιανού , σε απόσταση περίπου 9 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κόλπου της Πύλου. Ο Μπλέγκεν ήταν αυτός που έδωσε πρώτος, σύμφωνα και με τα ομηρικά έπη, την ονομασία στα ερείπια του μεγάλου αυτού μυκηναϊκού παλατιού, που χρονολογείται γύρω στα 1300 και 1200 π.Χ.[21] Το κεντρικό κτίριο (50 x 32 μ.) περιλάμβανε το μέγαρο του βασιλιά και το μέγαρο της βασίλισσας ενώ υπάρχουν και άλλα κτίρια. Διάφοροι άλλοι βοηθητικοί χώροι, τάφοι και βωμός, ανακαλύφθηκαν στην περιοχή. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1957 ανακαλύφθηκε κυψελοειδής τάφος, ο επιλεγόμενος του Νηλέως, από τον πατέρα του Νέστορα, μυθικό βασιλιά της Πύλου. Επίσης ανακαλύφθηκε και πτέρυγα του ανακτόρου ηλικίας 3.000 ετών. Το 1962 βρέθηκε πλήθος ευρημάτων στην περιοχή Περιστέρια Πύλου[24].
Εκτός από τα αρχαιολογικά ερείπια του ανακτόρου, ο Μπλέγκεν βρήκε επίσης χιλιάδες πήλινες πινακίδες με επιγραφές γραμμένες στη Γραμμική Β, ένα συλλαβάριο με ιδεογράμματα που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ 1425 και 1200 π.Χ. για τη συγγραφή της Μυκηναϊκής γλώσσας. Στην Πύλος βρέθηκε η μεγαλύτερη πηγή αυτών των πινακίδων στην Ελλάδα με 1.087 θραύσματα που ανακαλύφθηκαν στην τοποθεσία του ανακτόρου του Νέστορα. Το 1952, όταν ο αυτοδίδακτος γλωσσολόγος Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris) και ο κλασικός φιλόλογος Τζων Τσάντγουικ (John Chadwick) αποκρυπτογράφησαν το συλλαβάριο, η Μυκηναϊκή γλώσσα αποδείχθηκε ως η πρώτη βεβαιωμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας. Μερικά από τα στοιχεία της έχουν επιβιώσει στη γλώσσα του Ομήρου χάρη στη μακρά προφορική παράδοση της επικής ποίησης.[25][26] Έτσι, αυτές οι πήλινες πινακίδες, που γενικά χρησιμοποιούνται για διοικητικούς σκοπούς ή για την καταγραφή οικονομικών συναλλαγών, δείχνουν σαφώς ότι ο ίδιος ο τόπος ονομαζόταν "Πύλος" και γραφόταν ως (pu-ro, 𐀢𐀫 Μυκηναϊκή ελληνική) από τους κατοίκους του.
Σε κοντινές περιοχές, όπως στη περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς, της Τραγάνας, της Ίκλαινας,[27] των Νιχωρίων,[28] της Μάλθης,[29] αλλά και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις της περιοχής της Πυλίας, έχουν βρεθεί έκτοτε πολλά ακόμα στοιχεία/κατάλοιπα της περιόδου αυτής της Αρχαίας Πύλου.[21] Επίσης τα ερείπια ενός οχυρού/φρουρίου από ακατέργαστη πέτρα βρέθηκαν στο κοντινό νησί της Σφακτηρίας, επίσης μυκηναϊκής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Η Πύλος ήταν το μόνο ανάκτορο της Μυκηναϊκής εποχής που δεν είχε τείχη ή οχυρώσεις. Καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 1180 π.Χ. και πολλές πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β φέρουν καθαρά στίγματα της φωτιάς.[30][31] Τα αρχεία της Γραμμικής Β που βρέθηκαν εκεί, διατηρημένα από τη θερμότητα της φωτιάς που κατέστρεψε το παλάτι, αναφέρουν βιαστικές αμυντικές προετοιμασίες λόγω επικείμενης επίθεσης, χωρίς ωστόσο να δώσουν λεπτομέρειες για την επιθετική δύναμη.[32] Η τοποθεσία της Μυκηναϊκής Πύλου φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων (1100-800 π.Χ.). Η περιοχή της Πύλου, μαζί με αυτήν της αρχαίας Μεσσήνης, υποδουλώθηκε αργότερα από τη Σπάρτη.
Κλασική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στο έργο του «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», τον 5ο αιώνα π.Χ., η Πύλος ήταν «μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, χωρίς πληθυσμό».[10] Η αρχαία πόλη δεν βρισκόταν στη σύγχρονη Πύλο, αλλά βόρεια της νήσου Σφακτηρίας, σε απόσταση 400 στάδια από την αρχαία Σπάρτη.[10] Σύμφωνα επίσης με τον Παυσανία η πόλη της Πύλου απείχε από την αρχαία Μοθώνη (βλ. Μεθώνη) λίγο περισσότερο από 100 στάδια.[8] Στην κλασσική αρχαιότητα το ύψωμα του Κορυφασίου και η ευρύτερη περιοχή της ομηρικής Πύλου η οποία ήταν ακατοίκητη και η περιοχή της ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης με εξαίρεση την περίοδο 425-421 π.Χ. κατά την οποία σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (βιβλίο Δ') οχυρώθηκε από τους Αθηναίους και αποτέλεσε προκεχωρημένο αθηναϊκό οχυρό κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το 425 π.Χ. ο Αθηναίος πολιτικός Κλέων έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Πύλο όπου οι Αθηναίοι οχύρωσαν το βραχώδες ακρωτήριο, το οποίο είναι τώρα γνωστό ως «Κορυφάσιον» ή η «Παλαιά Πύλος» στο βορειοδυτικό άκρο του κόλπου, κοντά στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας και μετά από νικηφόρα σύγκρουση με τα σπαρτιατικά πλοία στη Ναυμαχία της Πύλου, ήλεγχαν την περιοχή και τον κόλπο της Πύλου. Λίγο αργότερα, οι Αθηναίοι νίκησαν και τα στρατεύματα των Λακεδαιμονίων, τα οποία είχαν οχυρωθεί στο παρακείμενο νησί της Σφακτηρίας, στη γνωστή και ως Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας. Το άγχος των Σπαρτιατών για την επιστροφή των αιχμάλωτων στρατιωτών τους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν ως όμηροι στην Αθήνα, συνέβαλε στην αποδοχή της συνθήκης του 421 π.Χ., η οποία είναι γνωστή και ως Νικίειος Ειρήνη. Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από την Σπαρτιατική κυριαρχία και την επανίδρυση της Πύλου τον 4ο αιώνα π.Χ. το ύψωμα του Κορυφασίου αποτέλεσε την ακρόπολη της επανιδρυθείσας πόλης.
330-1204: Βυζαντινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Λίγα είναι γνωστά κατά τη βυζαντινή εποχή για την Πύλο, η οποία διατηρούσε το αρχαίο όνομά της, εκτός από την αναφορά των επιδρομών στην περιοχή, των Αβάρων τον 6ο αιώνα και των Σαρακηνών από το Εμιράτο της Κρήτης περί το 872/3.[33] Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και στις αρχές της Φραγκοκρατίας και της Α΄ Ενετοκρατίας η περιοχή και η πόλη αναφέρονταν ήδη και ως "Ζόγκλος".
1205-1432: Μεσαίωνας - Α΄ Ενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τον 12ο αιώνα, ο Άραβας γεωγράφος Muhammad al-Idrisi , από την Θέουτα, ανέφερε το λιμάνι του παλαιού Ναυαρίνου ως το «ευρύχωρο λιμάνι του Irūda», στο έργο του Nuzhat al-Mushtaq .[33] Μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204, κατά την Πρώτη Ενετοκρατία και την Φραγκοκρατία, ο Μωριάς γίνεται κτήση των Βενετών και των Φράγκων. Αποτελεί πλέον ένα σταυροφορικό κράτος και ελέγχεται από το Πριγκιπάτο της Αχαΐας (1205-1432). Η Πύλος, αναφερόμενη πλέον και ως Ναβαρίνο, κατελήφθη γρήγορα από τους Σταυροφόρους, σύμφωνα με μια σύντομη αναφορά στο «Χρονικόν του Μορέως», αλλά δεν αναφέρεται ξανά μέχρι το 1280. Οι Βενετοί αντίστοιχα διεκδίκησαν τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης για λογαριασμό τους. Η κυριαρχία τους στις δύο πόλεις της Μεσσηνίας επικυρώθηκε το 1209 κλείνοντας συμφωνία με τον κυρίαρχό τότε της Πελοποννήσου Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Οι Βενετοί οχύρωσαν την Μεθώνη και την μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η περιοχή της γνώρισε σημαντική ευημερία και αποτέλεσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Αγίων Τόπων.[34] Προς την απαρχή του τέλους της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278[35] κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το φραγκικό επάκτιο κάστρο του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου πάνω στα ερείπια της αρχαίας και βυζαντινής οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας. Επισημαίνεται ότι στην περίοδο του Μεσαίωνα, μεταξύ 1262-1432, πολλά χωριά και εκτάσεις εδαφών της περιοχής του Ναυαρίνου και της σημερινής Πυλίας, δεν ανήκαν αποκλειστικά στην οικογένεια του Φλαμανδού σταυροφόρου, αλλά διαμοιράζονταν μεταξύ των Βαρωνιών της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) και της Μεθώνης. Η κοντινή πόλη της Κυπαρισσίας, η οποία αναφερόταν τότε ως Αρκαδία ή Αρκαδιά αποτέλεσε την έδρα της Βαρωνίας της Αρκαδίας. Η βαρωνία αυτή ήταν ένα κρατίδιο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1261/2 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο. Αρχικά, η πόλη της Αρκαδίας αποτελούσε τμήμα των προσωπικών κτήσεων του πρίγκιπα και σχηματίστηκε ως αποζημίωση για τον Βιλαίν Α΄ ντ'Ωλναί (Vilain d'Aulnay) μετά την βυζαντινή ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τη Λατινική Αυτοκρατορία το 1261.[36][37] Η κατοικία του βαρώνου ήταν το επισκευασμένο αρχαίο Κάστρο της Αρκαδίας.[38] Η ιστορία της περιόδου αυτής είναι ιδιαίτερα πλούσια.
Επίσης, σύμφωνα με τη γαλλική και ελληνική εκδοχή του «Χρονικού του Μωρέως», ο Φλαμανδός σταυροφόρος Νικόλαος Β΄ Σαιντ Ομέρ, ο οποίος ήταν ηγεμόνας της Θήβας, μεταξύ 1258 - 1294, πρωτοστράτορας και Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, παρέλαβε, περί το 1281, μεγάλες εδαφικές εκτάσεις στη Μεσσηνία σε αντάλλαγμα για τα υπάρχοντα της συζύγου του στην Καλαμάτα και το Χλεμούτσι και ανέγειρε, το 1282, πάνω από τα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης της Πύλου και του κατεστραμμένου ελληνιστικού, ρωμαϊκού και βυζαντινού φρουρίου, το πρώτο κάστρο του Ναυαρίνου (το μεσαιωνικό), στα βορειοδυτικά του κόλπου, γνωστό σήμερα και ως Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου.
Σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή των «Χρονικών», κατασκεύασε το Κάστρον του Αβαρίνου,[39] για μελλοντική χρήση από τον ανιψιό του, Νικόλαο Γ΄ Σαιντ Ομέρ, αν και η αραγονική έκδοση των «Χρονικών» αποδίδει την κατασκευή του κάστρου στον ίδιο τον Νικόλαο Γ΄, λίγα χρόνια αργότερα. Κατά τον A. Bon, στο έργο του «La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe», η κατασκευή του κάστρου από τον Νικόλαο Β΄, μετά το 1280 είναι πιθανότερη και ίσως πιθανότατα κατά την περίοδο 1287-89, όταν υπηρέτησε ως Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.[40] Παρά τις προθέσεις του Νικολάου Β΄, δεν είναι σαφές αν ο ανιψιός του κληρονόμησε πράγματι το Ναβαρίνο. Αν το έπραξε, πιθανώς να παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1317, όταν αυτό και όλα τα μεσσηνιακά εδάφη της οικογένειας επεστράφηκαν στη κεντρική διοίκηση του πριγκιπάτου, καθώς ο Νικόλαος Γ ' δεν είχε παιδιά.[40]
Το 1293 στην περιοχή της Πύλου, η οποία τότε αναφερόταν και ως Ζόγκλος, σε τοποθεσία, που δεν είναι γνωστή προς το παρόν, πραγματοποιήθηκε στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και Αραγωνέζων πειρατών, οι οποίοι λεηλατούσαν παραλιακές πόλεις του πριγκιπάτου. Η μάχη που έγινε τότε, είναι γνωστή και ως η Μάχη του Ζόγκλου. Συμμετείχαν ο καστελάνος του φρουρίου της Καλαμάτας και Βαρώνος της Χαλανδρίτσας Γεώργιος Α΄ Γκίζι και ο Βαρώνος των Καλαβρύτων Ιωάννης ντε Τουρναί, από τη μια πλευρά για το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και από την άλλη πλευρά ο ναύαρχος Ρογήρος ντε Λούρια, ο οποίος είχε αναλάβει τότε πειρατική δράση για λογαριασμό του Βασιλείου της Αραγωνίας, ο οποίος και νίκησε.
Το φρούριο παρέμεινε ως μη άξιο σημαντικής αναφοράς στη συνέχεια, εκτός από τη Ναυμαχία της Σαπιέντζας, του 1354 μεταξύ Βενετίας και Γένοβας[33] και ένα επεισόδιο, το 1364, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ της πριγκίπισας Μαρίας των Βουρβόνων και του πρίγκιπα Φιλίππου Β΄ του Τάραντα, λόγω της προσπάθειας της Μαρίας να διεκδικήσει το Πριγκιπάτο, μετά το θάνατο του συζύγου της Ροβέρτου του Τάραντα. Η Μαρία είχε πάρει την κατοχή του Ναβαρίνου (μαζί με την Καλαμάτα και τη Μάνη) από τον Ροβέρτο, το 1358, και ο ντόπιος καστελάνης, πιστός στη Μαρία, φυλακίστηκε σύντομα από τον Βάϊλο του νέου πρίγκιπα, Σάιμον ντελ Πόγκγιο. Η Μαρία των Βουρβόνων διατήρησε τον έλεγχο του Ναυαρίνου μέχρι το θάνατό της το 1377.[41] Την εποχή εκείνη, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και Αλβανοί, ενώ το 1381/2 υπήρχαν εκεί και Ναβάρριοι, Γασκώνιοι και Ιταλοί μισθοφόροι.[33]
Από τα πρώτα χρόνια του15ου αιώνα, οι Βενετοί προσέβλεπαν στο φρούριο του Ναυαρίνου και την περιοχή του, φοβούμενοι, μήπως οι αντίπαλοί τους, οι Γενουάτες το καταλάβουν και το χρησιμοποιήσουν ως βάση για επιθέσεις εναντίον των βενετσιάνικων φρουρίων της Μεθώνης και της Κορώνης. Εν προκειμένω, τελικά οι Βενετοί κατέλαβαν το ίδιο το φρούριο το 1417 και μετά από παρατεταμένους διπλωματικούς ελιγμούς, κατάφεραν να νομιμοποιήσουν την κατοχή τους σε αυτό το 1423.[33][42] Το 1423 το Ναβαρίνο, όπως και η υπόλοιπη Πελοπόννησος, υπέστη την πρώτη του οθωμανική επιδρομή, υπό την ηγεσία του Τουρακάν Μπέη, που επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά το 1452.[19]
1432-1460: Δεσποτάτο του Μυστρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Για μικρό χρονικό διάστημα, 30 περίπου ετών, μετά την Φραγκοκρατία και την Α΄ Ενετοκρατία, διάφορα τμήματα της περιοχής του Ναβαρίνου ήλεγχε και το Δεσποτάτο του Μυστρά (1349-1460). Από το 1417-18 οι Βυζαντινοί είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Το 1427 ο Βυζαντινός στόλος καταφέρνει να νικήσει σε ναυμαχία στα νησάκια Εχινάδες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, τον Παλατινό Κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο και λίγο αργότερα οι Βυζαντινοί καταλαμβάνουν τη Γλαρέντζα στην Ηλεία. Το 1429 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος, τα οποία παρέμειναν στην κατοχή των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος αναλαμβάνουν οι Παλαιολόγοι, με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα, λίγο πριν ο τελευταίος γίνει αυτοκράτορας. Όμως οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν αμείωτες τα επόμενα χρόνια, καθώς ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήθελε να εμποδίσει τους Θεόδωρο και Θωμά, οι οποίοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, από το να αποστείλουν ενισχύσεις στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα. Με αφορμή μία μεγάλη τουρκική επιδρομή ξέσπασε εξέγερση των κατοίκων, υπό τον Μανουήλ Κατακουζηνό, η οποία έληξε άδοξα με την επέμβαση του Τουραχάν ή Τουρχάν Μπέη. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και ενώ τα δύο αδέλφια συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πάτρα το 1458 και το 1460 ο Μυστράς παρεδόθη αμαχητί στον Μωάμεθ Β΄ που έθεσε το τέλος στο δεσποτάτο. Η Βαρωνία της Αρκαδίας ήταν και το τελευταίο υπόλειμμα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας που υπέκυψε, το 1432, στους Βυζαντινούς Δεσπότες του Μορέως. Μετά την κατάκτηση της Πάτρας και της Χαλανδρίτσας το 1429-1430, που σήμανε και την ντε φάκτο κατάλυση του Πριγκιπάτου, ο τελευταίος Πρίγκιπας, Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, κράτησε μόνο την Αρκαδία ως προσωπικό του φέουδο. Μετά το θάνατό του το 1432 όμως, ο Δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος, καίτοι γαμπρός του Ζαχαρία, κατέλαβε τη βαρωνία και φυλάκισε την χήρα του Ζαχαρία και πεθερά του, η οποία και πέθανε στη φυλακή.[43][44][45]
Ήταν επίσης το λιμάνι του Ναυαρίνου, το σημείο από το οποίο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος ξεκίνησε το 1437, για τη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, αλλά και το σημείο από το οποίο, ο τελευταίος Δεσπότης του Μορέως Θωμάς Παλαιολόγος ξεκίνησε με την οικογένειά του για τη Δύση, το 1460, μετά την οθωμανική κατάκτηση του Δεσποτάτου του Μοριά.[19]
1460-1683: Α΄ Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η περίοδος της Πρώτης Τουρκοκρατίας στην περιοχή του Μωριά αρχίζει με τη δεύτερη εκστρατεία του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή (Μεχμέτ Β΄), στην Πελοπόννησο. Μετά την παράδοση του Μυστρά (Πέμπτη 29 Μαΐου 1460) και της Βορδώνιας, κατέλαβε το Καστρίτζι και το Γαρδίκι (στο οποίο είχε καταφύγει ο πληθυσμός του Λεονταρίου). Ακολούθησαν τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου και της Καρύταινας και στη συνέχεια ο στρατός του κατέβηκε στην περιοχή των Κοντοβουνίων και την περιοχή της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), σύμφωνα με τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.[46] Είναι το διάστημα αυτό κατά το οποίο η περιοχή του Ναβαρίνου μετατρέπεται για πρώτη φορά σε καζά.
Μετά το 1460, το φρούριο του Ναυαρίνου, μαζί με τα άλλα βενετικά κάστρα στη Μονεμβασιά και τη χερσόνησο της Μάνης, ήταν οι μοναδικές χριστιανικές περιοχές της Πελοποννήσου.[19][33] Ο ενετικός έλεγχος του Ναβαρίνου διατηρήθηκε και κατά τον πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479), αλλά όχι και κατά το Δεύτερο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1499-1503), καθώς μετά τις ενετικές ήττες στην Ναυμαχία του Ζόγκλου, τον Αύγουστο του 1499 και στην Ναυμαχία της Μεθώνης, τον Αύγουστο του 1500, η φρουρά του Ναυαρίνου παραδόθηκε, παρόλο που ήταν καλά προετοιμασμένη για πολιορκία. Εντούτοις, οι Βενετοί προσπάθησαν ανακατάληψη λίγο μετά, στις 3/4 Δεκεμβρίου του 1500, όμως στις 20 Μαΐου 1501, εκδηλώθηκε κοινή οθωμανική επίθεση από θάλασσα και στεριά, υπό τον ναύαρχο Κεμάλ Ρεϊς και τον μετέπειτα βεζύρη Χαντίμ Αλή Πασά ή Ατίκ Αλή Πασά η οποία οδήγησε στην κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Οθωμανούς.[19][33]
Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το Ναβαρίνο, το οποίο ονόμαζαν Αναβαρίν ή Άβαρνα (Anavarin ή Avarna), ως ναυτική βάση, είτε για πειρατικές επιδρομές είτε για μεγάλες επιχειρήσεις στόλου στις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής.[33] Το 1572/3, ο Οθωμανός αρχιναύαρχος (Καπουδάν Πασάς), ο Κιλίτζ Αλή Πασάς κατασκεύασε το νεότερο φρούριο του Ναυαρίνου, στα νοτιοδυτικά του κόλπου της Πύλου, δίπλα στη σύγχρονη κωμόπολη, το οποίο ονομαζόταν ως Αναβαρίν-ι-Κεντίντ (Anavarin-i Cedid) ή Νέο Ναυαρίνο ή Νέοκαστρο ή Νιοκαστρο στα Ελληνικά), για να αντικαταστήσει το ξεπερασμένο φραγκικό κάστρο.[33] Το Νέο Ναβαρίνο ή Νιόκαστρο ή Νεόκαστρο, δηλαδή η σημερινή Πύλος,[47] οικοδομήθηκε σταδιακά γύρω από το καινούργιο κάστρο που έχτισαν οι Οθωμανοί, το 1573, για τον έλεγχο της νότιας εισόδου, στον όρμο του Ναυαρίνου. Το κάστρο ονομάστηκε Νεόκαστρο σε αντιδιαστολή με το Παλαιόκαστρο, το παλαιότερο φρούριο που έλεγχε την βόρεια είσοδο του όρμου.[48] Νεόκαστρο (Νιόκαστρο) υπήρξε και το αρχικό όνομα του νεότερου οικισμού. Το όνομα Πύλος αποδόθηκε στον σημερινό οικισμό μεταγενέστερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.
1683-1715: Β΄ Ενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Βενετοί επανακατέλαβαν ξανά το Ναβαρίνο, στη δεκαετία του 1650, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου (1645–1669).[33]
Το 1668, ο Οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi) στο βιβλίο του «Seyahatnâme», δηλαδή, «Βιβλίο των ταξιδιών» περιγράφει την πόλη ως εξής:
Το 1685, κατά τα πρώτα στάδια του έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου, γνωστού και ως Πολέμου του Μοριά (1684–1699), οι Βενετοί υπό τον Φραντσέσκο Μοροζίνι και τον Ότο Βίλχελμ φον Κένιξμαρκ εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της και κατέλαβαν προχωρώντας και τα δύο φρούρια του Ναυαρίνου. Με τη χερσόνησο σε ασφάλεια και υπό ενετικό έλεγχο, το Ναυαρίνου έγινε διοικητικό κέντρο στο νέο Βασίλειο του Μορέως.[33] Η περιοχή του Ναβαρίνου την περίοδο της Δεύτερης Ενετοκρατίας (1683/84-1715), δηλαδή το χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν εκ νέου την Πελοπόννησο, μέσω της κτήσης τους (Stato da Mar), η οποία είναι γνωστή και ως Βασίλειο του Μορέως (1688-1715), αναφερόταν ως τερριτόριο ή επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin).
Την εποχή της Β΄ Ενετοκρατίας και τα δυο χωριά, το ένα στο Παλαιόκαστρο και το άλλο στο Νιόκαστρο, αναφερόταν ως Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο. Το Νέο Ναβαρίνο και το Παλαιό Ναβαρίνο (Navarin Novo, Navarin Vecchio[50] και Borgo di Navarin[51]) Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715).
Με βάση την ενετική απογραφή Corner του 1689, το Ναυαρίνο αναφέρεται ότι είχε 101 κατοίκους. Ολόκληρη η επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin), με βάση την ίδια απογραφή είχε συνολικά 1.413 κατοίκους,[51] ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, είχε ανέλθει σε 1.797 κατοίκους.[33]
Οι Βενετοί, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου του Μορέως (1684-1699),ί προσπάθησαν με μεγάλη επιτυχία να αναπτύξουν την περιοχή του Μωριά, που είχε ερημωθεί από τον πόλεμο, και να αναζωογονήσουν την γεωργία και την οικονομία της, αλλά δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν την αφοσίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσουν την νέα τους κτήση στρατιωτικά. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος ανακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς μετά από μια σύντομη εκστρατεία τους που έγινε μεταξύ του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου του 1715. Η περιοχή του Ναυαρίνου παρέμεινε βενετσιάνικη επαρχία, μέχρι το 1715, όταν οι Οθωμανοί ανάκτησαν την Πελοπόννησο, κατά τη διάρκεια του έβδομου Βενετοτουρκικού πολέμου ή Δεύτερου Πολέμου του Μοριά (1714–1718).[33] Η Βενετική απογραφή του 1689 έδωσε στον πληθυσμό 1.413,
1715-1821: Β΄ Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Για ένα περίπου αιώνα οι Τούρκοι κατείχαν και πάλι τον Μωριά, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η περιοχή του Ναυαρίνου και της Πυλίας μέχρι και την απελευθέρωσή της το 1821, έγινε και πάλι καζάς, ο Καζάς του Ναβαρίνου, δηλαδή μια από τις 24 επαρχίες του Πασαλικίου Πελοποννήσου,[33] που υπάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά την περίοδο της Δεύτερης Τουρκοκρατίας του Μωριά. Σύμφωνα με την έκδοση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα με τίτλο A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece: The Southwestern Morea in the 18th Century, μετά την ανακατάληψη των περιοχών του Μωριά από τους Τούρκους, η περιοχή του Ναβαρίνου αποτέλεσε ένα ακόμα τμήμα της οθωμανικής (defter) κτηματογράφησης.[53]
Στις 10 Απριλίου 1770, μετά από πολιορκία έξι ημερών, το φρούριο του Νέου Ναυαρίνου, το Νιόκαστρο, παραδόθηκε στους Ρώσους κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών. Η οθωμανική φρουρά αφέθηκε να αναχωρήσει για την Κρήτη, ενώ οι Ρώσοι επισκεύαζαν το φρούριο για να καταστεί βάση τους. Την 1η Ιουνίου του 1770 ωστόσο, οι Ρώσοι το εγκατέλειψαν φεύγοντας και οι Οθωμανοί επανήλθαν στο φρούριο καίγοντάς το και εν μέρει κατεδαφίζοντάς το.[33] Εν τω μεταξύ, ο πληθυσμός που κατοικούσε εκεί είχε δραπετεύσει στην κοντινή νήσο Σφακτηρία, όπου οι Αλβανοί μισθοφόροι των Οθωμανών σφαγιάσαν τους περισσότερους από αυτούς.[54]
1821: Απελευθέρωση του Ναβαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, οι κάτοικοι του Νεόκαστρου εξεγέρθηκαν με αρχηγούς τους Γεωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη. Στις 25 Μαρτίου 1821 άρχισε η Πολιορκία του Νεοκάστρου,[55] η οποία και έληξε την 9η Αυγούστου του 1821.[56] Η οθωμανική φρουρά, ενισχυμένη από τον τοπικό μουσουλμανικό πληθυσμό της Κυπαρισσίας, κρατήθηκε μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, που αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Παρά την υπόσχεση που τους δόθηκε, για ασφαλή συμπεριφορά/μεταφορά, τελικά σφαγιάσθηκαν όλοι τους, στη γνωστή και ως Σφαγή του Ναυαρίνου.[33]
1825-1828: Ο Ιμπραήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η κατάσταση στον απελευθερωμένο Μοριά ήταν ακόμα ασταθής, όταν στις 24 Φεβρουαρίου του 1825, ο Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου αποβιβάστηκε στη Μεθώνη, με 4.000 πεζούς και 500 ιππείς.[57] Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Μαρτίου 1825, αποβιβάστηκαν στη Μεθώνη και πρόσθετες δυνάμεις, αποτελούμενες αυτήν τη φορά από 7.000 πεζούς και 400 ιππείς.[57] Οι Οθωμανοί σταδιακά επανέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής του Ναυαρίνου, νικώντας τους Έλληνες υπερασπιστές και ελέγχοντας τον Μοριά μέχρι τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Από το 1821 ως το 1825, για τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης η Πελοπόννησος ελεγχόταν από τις ελληνικές δυνάμεις, εκτός από τα φρούρια της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης που κατείχαν ακόμα τα οθωμανικά στρατεύματα.[57] Οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τελειώσει, από τις αρχές του 1825 και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Πελοποννησίων είχε ηττηθεί και φυλακιστεί, ενώ οι Ρουμελιώτες ένοπλοι που στήριξαν με τα όπλα τους την κεντρική διοίκηση περιφέρονταν στις επαρχίες του Μοριά προβαίνοντας σε πράξεις βίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ντόπιων.[57] Οι Έλληνες παρέμεναν πάντως διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα και ήταν ανήμποροι να σταματήσουν την επέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων. Η τότε κυβέρνηση (Εκτελεστικό), με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη, διόρισε αρχηγό τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, για να αποτρέψει τη διείσδυση του Ιμπραήμ προς το εσωτερικό της Μεσσηνίας και στη συνέχεια της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Η επιλογή αυτή του Εκτελεστικού επέφερε μεγάλη αναστάτωση στο στράτευμα, καθώς ο Κουντουριώτης, τυφλωμένος από τοπικισμό, παραμέρισε ικανούς στρατιωτικούς όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Αναστάσιος Καρατάσος και ο Κίτσος Τζαβέλλας, δίνοντας την αρχηγία σε άνθρωπο άπειρο από πόλεμο ξηράς.[58] Καθώς ο Ιμπραήμ πολιορκούσε τα κάστρα του Παλαιοκάστρου και Νεοκάστρου, οι Έλληνες επαναστάτες είχαν κάποιες νίκες, κυρίως ο Μακρυγιάννης στο Παλαιόκαστρο και οι Μακεδόνες, υπό τον Αναστάσιο Καρατάσο, στη Μάχη της Σχοινόλακκας (15/16 Μαρτίου 1825)[59] και ο ναύαρχος Μιαούλης με τη Ναυμαχία της Μεθώνης (30 Απριλίου 1825). Ο Ιμπραήμ αρχικά φρόντισε να εδραιώσει την υπεροχή του στα νότια της Μεσσηνίας, για να εξασφαλίσει την επικοινωνία Μεθώνης-Κορώνης και οχύρωσε τη στενή οδό μεταξύ Μεθώνης και Νεοκάστρου. Ο ίδιος στρατοπέδευσε στον μεσσηνιακό κάμπο. Στη δυτική Μεσσηνία διαδραματίστηκαν αρκετές μάχες μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων, που αποδεικνύουν τις προσπάθειες των πρώτων να καθηλώσουν αρχικά τις δυνάμεις του εχθρού στην περιοχή και στη συνέχεια να τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο.[57]
Ο Ιμπραήμ συνέτριψε, σχεδόν καθοριστικά, τις ελληνικές δυνάμεις που επιχείρησαν να σταματήσουν την προέλασή του στη Μεσσηνία.[57] Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, εξάλλου, και οι μάχες που έγιναν στη συνέχεια, με τη Μάχη του Κρεμμυδίου (7 Απριλίου 1825), την μάχη και τη Πτώση του Νεοκάστρου (6 Μαΐου 1825), την μάχη και τη Πτώση της Σφακτηρίας (8 Μαΐου 1825) και τέλος με τη Μάχη στο Μανιάκι, στις 20 Μαίου 1825, όπου έχασε τη ζωή του ο Παπαφλέσσας.[57]
20 Οκτωβρίου 1827: Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ένα ισχυρό φιλελληνικό ρεύμα είχε αναπτυχθεί στη Δύση μετά το ξεκίνημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821[60] και ακόμα περισσότερα μετά την ηρωική Έξοδος του Μεσολογγίου όπου ο Άγγλος ποιητής, ο Λόρδος Βύρων, είχε βρει τον θάνατο το 1824. Πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όπως οι Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν,[61] Βίκτωρ Ουγκώ,[62] Αλεξάντρ Πούσκιν, Τζοακίνο Ροσσίνι, Εκτόρ Μπερλιόζ[63] ή Ευγένιος Ντελακρουά (στα έργα του Σκηνή από τις Σφαγές της Χίου το 1824, και Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου το 1826), ενίσχυσαν το ρεύμα συμπάθειας προς την ελληνική υπόθεση στην κοινή γνώμη.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827, η Γαλλία, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνώρισαν την αυτονομία της Ελλάδας, η οποία ωστόσο θα παραμείνει υποτελής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι τρεις δυνάμεις συμφώνησαν σε μια περιορισμένη παρέμβαση για να πείσουν την Πύλη να αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης. Μια ναυτική εκστρατεία επίδειξης προτάθηκε και υιοθετήθηκε. Ένας συμμαχικός στόλος (βρετανικός, γαλλικός και ρωσικός) 27 πολεμικών πλοίων στάλθηκε για να ασκήσει διπλωματική πίεση στην Κωνσταντινούπολη. Ο συμμαχικός στόλος αποτελούνταν από δώδεκα βρετανικά πλοία (456 κανόνια), επτά γαλλικά πλοία (352 κανόνια) και οκτώ ρωσικά πλοία (490 όπλα), σχηματίζοντας μια συνολική δύναμη πυρός σχεδόν 1.300 κανονιών.[64][65]
Στις 8/20 Οκτωβρίου του 1827 ο συνδυασμένος αιγυπτιακό-οθωμανικός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς στον κόλπο της Πύλου κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, από τους συμμαχικούς στόλους τηςΒρετανικής Αυτοκρατορίας, του Βασιλείου της Γαλλίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Περισσότερα από 60 πλοία του Οθωμανικού και Αιγυπτιακού στόλου καταστράφηκαν.[64][65] Το γεγονός αυτό αντέκρουσε τις επιτυχίες του Ιμπραήμ και το φθινόπωρο του 1828 τα στρατεύματά του αποσύρθηκαν από την Πελοπόννησο καθώς και από το φρούριο του Νιοκάστρου, το οποίο είχε παραμένει, κι αυτό υπό οθωμανική κατοχή μέχρι την Άνοιξη του 1828.[33]
Στην κεντρική πλατεία της Πύλου υπάρχει σήμερα σχετικό μνημείο προς ανάμνηση της μεγάλης εκείνης νίκης των συμμαχικών στόλων και των τριών ναυάρχων τους, του Βρετανού Εδουάρδου Κόδριγκτον (Sir Edward Codrington), του Γάλλου Δεριγνύ (Comte Henri de Rigny) και του Ρώσου Λογγίνου Χέυδεν (Граф Логгин Петро́вич Ге́йден, Lodewijk van Heiden). Το μνημείο είναι έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου (1873–1937) και τα αποκαλυπτήρια του έγιναν το 1930, αν και ολοκληρώθηκε το 1933.[66]
6 Οκτωβρίου 1828: Η Απελευθέρωση της Πύλου και η οικοδόμηση της σημερινής πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 6 Οκτωβρίου 1828, η Πύλος απελευθερώθηκε από τα γαλλικά στρατεύματα του στρατάρχη Νικολάου-Ιωσήφ Μαιζώνος (Nicolas-Joseph Maison) κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Εκστρατείας στον Μοριά (Expédition de Morée).[33][67] Η αποστολή αυτού του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος 15.000 ανδρών, που στάλθηκε από τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Ι΄ στην Πελοπόννησο μεταξύ των ετών 1828 και 1833, είχε ως σκοπό την υλοποίηση της εφαρμογής της Συνθήκη του Λονδίνου του 1827, της συμφωνίας σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες θα μπορούσαν να έχουν κράτος. Τα γαλλικά στρατεύματα έτσι απελευθέρωσαν τον Οκτώβριο του 1828 τις πόλεις του Ναβαρίνου, της Μεθώνης, της Κορώνης και της Πάτρας από τον αιγυπτιακό στρατό που είχε προξενήσει τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες, στις πόλεις και στα χωριά.[68]
Από την άνοιξη του 1829, η σημερινή Πύλος οικοδομήθηκε εκ νέου, ακριβώς έξω από τα τείχη του Νεοκάστρου, με σχεδιασμό σύγχρονης πόλης που ακολουθούσε το πρότυπο των πόλεων της νοτιοδυτικής Γαλλίας και των Επτανήσων (που μοιράζονται κοινά στοιχεία, όπως μια κεντρική πλατεία σε γεωμετρικό σχήμα, οπού οι τρεις πλευρές περικλείονται από καλυμμένες γκαλερί ή στοές με κιονοστοιχίες και τοξωτά ανοίγματα όπως στην Πύλο και στην Κέρκυρα).[68] Το πολεοδομικό σχέδιο είχε όντως σχεδιαστεί από τον Γάλλο αντισυνταγματάρχη του μηχανικού της εκστρατείας του Μοριά, τον Ζοζέφ-Βίκτωρ Οντουά (Joseph-Victor Audoy). Αυτό το σχέδιο εγκρίθηκε από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 15 Ιανουαρίου 1831 και είναι έτσι το δεύτερο (μετά αυτό της Μεθώνης) πολεοδομικό σχέδιο πόλης στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους.[69] Οι οχυρώσεις του Νεόκαστρο επισκευάστηκαν, ένα στρατώνας χτίστηκε (το κτίριο Μαιζώνος, στο οποίο βρίσκεται σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου), πολλές βελτιώσεις για την πόλη έγιναν (κατασκευή σχολείων, νοσοκομείων, εκκλησιών, ταχυδρομικών υπηρεσιών, καταστημάτων, γεφυρών, πλατειών, κρηνών, κήπων, κλπ.), το παλαιό οθωμανικό υδραγωγείο, που έμεινε ερειπωμένο μέχρι το 1828, επισκευάστηκε και συντηρήθηκε (χρησιμοποιήθηκε για την ύδρευση της Πύλου μέχρι το 1907), και ο δρόμος Ναβαρίνο-Μεθώνη, ο πρώτος της ανεξάρτητης Ελλάδας (που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα), επίσης χτίστηκε από τους Γάλλους μηχανικούς.[68]
Μέρος της αποστολής αυτής ήταν και 19 επιστήμονες, η « Επιστημονική Αποστολή του Μοριά » (Mission Scientifique de Morée), οι οποίοι χαρτογράφησαν την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου, μελέτησαν τα αρχαία μνημεία και περιέγραψαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους σε βιβλία που δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την εποχή. Σύμφωνα με αυτούς, η περιοχή της επαρχίας του Ναβαρίνου, με βάση την γαλλική απογραφή του 1829 είχε συνολικά 1.596 κατοίκους.[70] Μερικοί Γάλλοι έμποροι και Γάλλοι αξιωματικοί της εκστρατείας του Μοριά, που παρέμειναν μόνιμα στην πόλη με τις οικογένειες τους μετά την επιστροφή των στρατευμάτων στη Γαλλία το 1833, εγκαταστάθηκαν σε μια μικρή συνοικία στα βόρεια της πόλης, κοντά σε μια καθολική εκκλησία που δεν υπάρχει πια σήμερα. Αυτή η περιοχή εξακολουθεί σήμερα να ονομάζεται Φραγκομαχαλάς ή Φραγκοκλησά.[68] Οι Γάλλοι είχαν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πόλη και αυτή την εποχή οι μεγαλύτεροι Γάλλοι συγγραφείς έγραψαν κείμενα αφιερωμένα στο Ναβαρίνο, όπως οι Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν (το 1806),[71] Εζέν Συ (το 1827),[72] Βίκτωρ Ουγκώ (το 1827),[73] Εντγκάρ Κινέ (το 1830)[74] ή Αλφόνς ντε Λαμαρτίν (το 1832).[75]
Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1833, μετά την αποχώρηση των Γάλλων, το όνομα « Πύλος » δόθηκε στη νέα πόλη του Ναβαρίνου (για να θυμίζει την ομώνυμη ομηρική πολιτεία) με βασιλικό διάταγμα του νεοσυσταθέντος βασιλιά της Ελλάδας, τον Όθωνα Α΄.[68][76] Το 1835 ορίστηκε έδρα του Δήμου Πυλίων. Ο Δήμος Πυλίων σχηματίστηκε με το βασιλικό διάταγμα της 9ης Απριλίου 1835 και κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη των δήμων, με πληθυσμό 782 κατοίκους. Ο δημότης της Πύλου ονομάστηκε Πύλιος. Το 1844 η Πύλος αναφερόταν πάντως ακόμα και με την παλαιότερη ονομασία, ως Νεόκαστρον και Καλύβια. Η Πύλος υπήρξε έδρα κοινότητας στο διάστημα μεταξύ 1912-1946 και έδρα του πρώην δήμου Πύλου στο διάστημα μεταξύ 1946-2010.[77] Από το 2011 αποτελεί έδρα του νέου Δήμου Πύλου - Νέστορος.
Διοικητική ιστορία–Δημογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επαρχία Πυλίας (1833-1997)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Επαρχία Πυλίας, δημιουργήθηκε αρχικά, με την διοικητική διαίρεση του 1833 ως μία από τις έξι αρχικά επαρχίες του νομού Μεσσηνίας.[78] Καταργήθηκε στην συνέχεια με την διοικητική διαίρεση του 1836 η οποία κατήργησε προσωρινά το νομαρχιακό σύστημα και επανασυστάθηκε το 1848 ως μια από τις τέσσερις επαρχίες του νομού Μεσσηνίας. Παρέμεινε αμετάβλητη μέχρι το 1997, οπότε και καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Έδρα της ήταν η Πύλος και η επαρχία αυτή καταλάμβανε το νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα της της Μεσσηνίας.
Παλαιός Δήμος Πύλου (1835–1912)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλος[79] προσαρτήθηκε το 1835,[80] στον παλαιό Δήμο Πύλου,[81] ή Δήμο Πυλίων, όπως αναφερόταν, όπου και παρέμεινε ως το 1912 που ο δήμος αυτός καταργήθηκε. Μαζί με την Πύλο, το 1835, προσαρτήθηκε και οικισμός Πύλα, ενώ 5 χρόνια αργότερα, το 1840,[82] προσαρτήθηκαν στον παλαιό δήμο Πύλου οι οικισμοί Καντηλιοκέρι, Καραμανώλη, Κουκκουνάρα, Λέζαγα και Χανδρινός (οι οποίοι αποσπάσθηκαν από τον παλαιό Δήμο Αιγαλαίου), Αβαρινίτσα (που αποσπάσθηκε από τον παλαιό Δήμο Πηδάσσου), Γουβαλοβαρός, Ίκλενα, Ιχθυοτροφείον της Γιάλοβας, Μύλος του Καλέλη, Μύλος Καραμανώλη, Μύλος Πισπίσια, Οσμάναγα, Άνω Παπούλιον, Κάτω Παπούλιον, Πετροχώρι, Πλάτανος, Πισάσκι, Ρωμανός και Σχινόλακκα (που αποσπάσθηκαν από τον παλαιό Δήμο Κορυφασίου). Το 1845[83] προασαρτώνται στον παλαιό Δήμο Πυλίων ο νέος οικισμός Παπούλια και ο οικισμός Κυνηγός ((που αποσπάσθηκε από τον παλαιό Δήμο Μεθώνης), ενώ την ίδια περίοδο καταργήθηκαν οι οικισμοί Αποθήκη της Γιάλοβας, Ιχθυοτροφείον της Γιάλοβας, Μύλος του Καλέλη, Μύλος Καραμανώλη, Μύλος Πισπίσια, Μύλος Χουσεΐναγα, Νήσος Σφακτηρία, Άνω Παπούλιον και Κάτω Παπούλιον. Η Πύλος αναφέρεται, το 1853, επίσης σαν «Πύλος (Νεόκαστρον) και Καλύβια», στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, ως «κωμόπολις έδρα» του Δήμου Πύλου της Επαρχίας Πυλίας με πληθυσμό 924 κατοίκων για την κωμόπολη και 3.017 κατοίκων για τον Δήμο Πύλου αντίστοιχα, με βάση την απογραφή του 1851.[84] Το 1889[85] προσαρτάται στον παλαιό Δήμο Πυλίων ο νέος οικισμός Παληονερό και καταργείται ο οικισμός Μονή του Αγίου Νικολάου, ενώ το 1908[86] προσαρτώνται στον παλαιό Δήμο Πυλίων οι νέοι οικισμοί Γιάλοβα, Μπαλοδημέϊκα και Σγράπα και επίσης καταργείται ο οικισμός Γουβαλοβαρός. Το 1912 ο παλαιός Δήμος Πυλίων καταργήθηκε και συστάθηκε η Κοινότητα της Πύλου (1912-1946).
Κοινότητα Πύλου (1912–1946)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1912 η Πύλος αποσπάται από τον παλαιό Δήμο Πύλου, ο οποίος τότε καταργείται και γίνεται έδρα της Κοινότητας Πύλου. Η Πύλος παρέμεινε έδρα της ομώνυμης κοινότητας, από το 1912 ως το 1946, που αναγνωρίζεται επίσημα ξανά ο πρώην Δήμος Πύλου. Μαζί με την Πύλο στην Κοινότητα Πύλου προσαρτώνται και οι οικισμοί Γιάλοβα, Παληονερό και Πύλα, ενώ το 1919[87] προσαρτάται στην Κοινότητα Πύλου ο οικισμός Μπαλοδημέϊκα (αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Χανδρινού), Σγράπα (αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Ικλένης) και Σχινόλακκα (αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Κουκκουνάρας). Το 1933[88] οι οικισμοί Πύλα και Μπαλοδημέϊκα αποσπώνται από την Κοινότητα Πύλου και προσαρτώνται στην Κοινότητα Πύλας, ενώ το 1940[89] η ονομασία του οικισμού Παληονερό διορθώνεται σε Παλαιόνερον και αναγνωρίζονται επίσης ως νέοι οικισμοί της Κοινότητας Πύλου η Σφακτηρία (νησίς) και Πύλος (νησίς). Στην απογραφή του 1940 η κωμόπολη της Πύλου αναφέρεται εκτός παρενθέσεως με το επίσημο όνομά της ως η Πύλος και εντός παρενθέσεως ως το Ναυαρίνον και ως το Νέον Κάστρον. Το 1946[90] η Κοινότητα της Πύλου αναγνωρίζεται στον πρώην Δήμο Πύλου (1946–2010).
Πρώην Δήμος Πύλου (1946–2010)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η δεύτερη σύσταση του Δήμου της Πύλου έγινε το 1946 με έδρα και πάλι την Πύλο, ενώ ο δήμος συνέχισε τη λειτουργία του και μετά το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», πραγματοποιήθηκαν διάφορες αλλαγές στον κατηργημένο Δήμο Πύλου,[81][91] ως το 2010.
Ο πρώην δήμος Πύλου είχε 11 Δημοτικά Διαμερίσματα και συνολικό πληθυσμό 5.287 κατοίκους, με βάση την απογραφή του 2001, τα οποία με τους αντίστοιχους πληθυσμούς τους, ήταν:
- Δ.δ. Πύλου: 2.561, (οικισμοί: Πύλος: 2.104, Γιάλοβα: 258, Ελαιόφυτο: 102, Παλαιόνερο: 27, Σφακτηρία (νησίδα): 0, Σχινόλακκα: 70).
- Δ.δ. Αμπελοκήπων: 119, (οικισμοί: Αμπελόκηποι: 54, Κάτω Αμπελόκηποι: 65)
- Δ.δ. Γλυφάδας: Γλυφάδα: 251
- Δ.δ. Ικλαίνης: Ίκλαινα: 361
- Δ.δ. Καλλιθέας: 710, (οικισμοί: Καλλιθέα: 664, Αραπόλακκα: 46)
- Δ.δ. Κυνηγού: Κυνηγός: 361
- Δ.δ. Μεσοχωρίου: Μεσοχώρι: 219
- Δ.δ. Παππουλίων: 225, (οικισμοί: Παππούλια: 123, Πλάτανος: 102)
- Δ.δ. Πηδάσου: Πήδασος: 146
- Δ.δ. Πύλας: 190, (οικισμοί: Πύλα: 151, Μπαλοδημαίικα: 39)
- Δ.δ. Χωματάδας: 323, (οικισμοί: Χωματάδα:181, Περιβολάκια: 142)
Δήμος Πύλου - Νέστορος (2011–σήμερα)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» η Πύλος ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Μεσσηνίας η οποία συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης, και συγκεκριμένα ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Πύλου - Νέστορος.[92][93] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Κορώνης, Μεθώνης, Παπαφλέσσα, Πύλου, Νέστορος και Χιλιοχωρίων. Η Πύλος σήμερα εκτός από έδρα του δήμου είναι και η έδρα της Δημοτικής Ενότητας Πύλου και της Δημοτικής Κοινότητας Πύλου.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011 ο Δήμος Πύλου - Νέστορος έχει 21.077 κατοίκους, η Δημοτική Ενότητα Πύλου έχει 5.287 κατοίκους, η Δημοτική Κοινότητα Πύλου έχει 2.767 κατοίκους και η Πύλος, ως κωμόπολη, έχει 2.345 κατοίκους, ενώ άλλες μεγάλες κωμοπόλεις του Δήμου Πύλου - Νέστορος είναι η Χώρα με 3.454 κατοίκους, η Κορώνη με 1.397 κατοίκους και η Μεθώνη με 1.103 κατοίκους.
Ο σημερινός δήμαρχος του Δήμου Πύλου - Νέστορος, είναι ο Παναγιώτης Καρβέλας, ο οποίος εξελέγη στις Ελληνικές αυτοδιοικητικές εκλογές 2019, κατά τον β' γύρο.[94][95][96]
Δημοτική Ενότητα Πύλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σήμερα η Δημοτική Ενότητα Πύλου του Δήμος Δήμου Πύλου - Νέστορος, έχει με βάση την απογραφή του 2011, 5.287 μόνιμους κατοίκους και περιλαμβάνει 1 δημοτική κοινότητα και 10 τοπικές κοινότητες, με 22 συνολικά οικισμούς:
- Δημοτική Κοινότητα Πύλου, με 2.767 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 6 οικισμούς: Η Γιάλοβα: 275, το Ελαιόφυτον: 81, το Παλαιόνερον: 19, η Πύλος: 2.345, η Σφακτηρία (νησίδα): 0, η Σχινόλακκα: 47
- Τοπική Κοινότητα Αμπελοκήπων, με 99 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 2 οικισμούς: Οι Αμπελόκηποι: 35 και οι Κάτω Αμπελόκηποι: 64
- Τοπική Κοινότητα Γλυφάδας, με 219 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τον εξής 1 οικισμό: Η Γλυφάδα
- Τοπική Κοινότητα Ικλαίνης, με 313 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τον εξής 1 οικισμό: Η Ίκλαινα
- Τοπική Κοινότητα Καλλιθέας, με 664 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 2 οικισμούς: Η Αραπόλακκα: 35 και η Καλλιθέα: 629
- Τοπική Κοινότητα Κυνηγού, με 258 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 2 οικισμούς: Τα Βοζικέικα: 13 και ο Κυνηγός: 245
- Τοπική Κοινότητα Μεσοχωρίου, με 157 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τον εξής 1 οικισμό: Το Μεσοχώριον
- Τοπική Κοινότητα Παππουλίων, με 187 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 2 οικισμούς: Τα Παππούλια: 103 και ο Πλάτανος: 84
- Τοπική Κοινότητα Πηδάσου, με 166 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τον εξής 1 οικισμό: Η Πήδασος
- Τοπική Κοινότητα Πύλας, με 147 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 2 οικισμούς: Τα Μπαλοδημαίικα: 26 και η Πύλα: 121
- Τοπική Κοινότητα Χωματάδας, με 310 μόνιμους κατοίκους, η οποία περιλαμβάνει τους εξής 2 οικισμούς: Τα Περιβολάκια: 125 και η Χωματάδα: 185
Κάτοικοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλος, με βάση την απογραφή του 2011, έχει 2.345 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι απασχολούνται με το εμπόριο και την παροχή υπηρεσιών, τον τουρισμό, καθώς και σε διάφορες αγροτικές εργασίες. Η βασική αγροτική παραγωγή αφορά την ελιά και τα αμπέλια. Το καλοκαίρι ο πληθυσμός της αυξάνεται, παράλληλα με την αύξηση της τουριστικής κίνησης, αλλά και των ομογενών από διάφορες χώρες του εξωτερικού.
Απογραφή | Πληθυσμός | Διάγραμμα εξέλιξης Πληθυσμού |
---|---|---|
1689 | 101[51] | |
1844 | 971[97] | |
1851 | 924[84] | |
1861 | 1.236[98] | |
1879 | 1.462[51][99] | |
1889 | 2.168[100] | |
1896 | 2.118[101] | |
1907 | 2.100[102] | |
1920 | 2.026[103] | |
1928 | 2.315[104] | |
1940 | 2.750[105] | |
1951 | 2.611[106] | |
1961 | 2.434[107] | |
1971 | 2.258[108] | |
1981 | 2.107[109] | |
1991 | 2.014[110] | |
2001 | 2.104[111] | |
2011 | 2.345[112] |
Επισήμανση: Ο πληθυσμός όπως αναφέρεται στο παραπάνω διάγραμμα, περιλαμβάνει το συνολικό άθροισμα των κατοίκων του οικισμού της Πύλου και του οικισμού Πύλος λιμήν, οι οποίοι στην απογραφή του 1896 αναφέρονταν ξεχωριστά ως εξής:
- 1896: Πύλος 2.076 κάτοικοι και Πύλος λιμήν 42 κάτοικοι. Σύνολο: 2.118 κάτοικοι.
Σύγχρονος οικισμός και κτίρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χτισμένη σε δύο λόφους, ένας από τους οποίους παραβλέπεται από το Νιόκαστρου, η πόλη της Πύλου ανοίγει σε αμφιθέατρο στον μαγευτικό κόλπο του Ναβαρίνου, αμφιθέατρο του οποίου το προσκήνιο θα ήταν την κεντρική πλατεία της Πύλου και η σκηνή, το λιμάνι της και τη θάλασσα. Η σύγχρονη Πύλος έχει άριστη ρυμοτομία και διαθέτει όλες τις ανέσεις μιας σύγχρονης πόλης. Είναι παράλληλα τουριστικό, μεταφορικό και εμπορικό κέντρο. Το δυτικό άκρο της Εθνικής Οδού 82 αρχίζει από το κέντρο της Πύλου. Ο αυτοκινητόδρομος εκτείνεται από δυτικά προς τα ανατολικά και συνδέει την Πύλο με την Καλαμάτα και την Σπάρτη. Η περιοχή της έχει ευνοϊκό κλίμα, με ιδιαίτερα ήπιους χειμώνες. Η σύγχρονη κωμόπολη σχεδιάστηκε το 1829 κατά την διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου (μετά την Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827 και την απελευθέρωση της πόλης το 1828), από τους Γάλλους μηχανικούς της Εκστρατείας του Μοριά του στρατάρχη Μαιζώνος, με πολεοδομικό σχέδιο του Ζοζέφ-Βίκτωρ Οντουά,[68] και κατοικήθηκε από Μικρασιάτες, Επτανήσιους και Μοραΐτες (από την ορεινή Τριφυλία και τη Γορτυνία).[68][113] Στην Πύλο μέχρι το 1990 κατέληγε λεωφορειακή συγκοινωνία του ΟΣΕ ανταποκρινόμενη από τον σιδηρόδρομο που κατέληγε από Αθήνα στην Κυπαρισσία και εξυπηρετούσε τις επαρχίες Τριφυλλίας και Πυλίας.
Κτίρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εκτός από τις σύγχρονες κατοικίες, διατηρούνται και αρκετά από τα παλαιότερα πέτρινα σπίτια με ευρύχωρες αυλές, στέγες και μπαλκόνια, χτισμένα κυρίως ανάμεσα σε στενά δρομάκια, άλλα με πέτρινα καλντερίμια και άλλα με σκαλιά. Κοντά στην προκυμαία απλώνεται η κεντρική πλατεία της κωμόπολης, η πλατεία των Τριών Ναυάρχων (Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέυδεν),[114] ενώ γύρω από αυτήν δεσπόζουν τα τοξωτά ισόγεια των κεντρικών κτιρίων της αγοράς της Πύλου. Στην κεντρική πλατεία υπάρχουν επίσης φοίνικες και κυρίως πλούσια αιωνόβια πλατάνια που προσφέρουν ίσκιο στους κατοίκους της Πύλου και τους επισκέπτες της, κατά τις ώρες αναψυχής στα παραδοσιακά καφε-ζαχαροπλαστεία της, ενώ προς τη βορειοδυτική πλευρά της Πύλου, στην περιοχή Φραγκομαχαλά, μπροστά από το σύγχρονο λιμάνι βρίσκονται διάφορες ψαροταβέρνες.
Στην Πύλο υπάρχουν επίσης το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου και το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων. Στην Πλατεία Νέστορος, στο λιμάνι, δεσπόζει το Δημαρχείο και δίπλα του η ανακαινισμένη διώροφη οικία του ολυμπιονίκη Κωστή Τσικλητήρα,[115] όπου στεγάζεται η Συλλογή του φιλέλληνα Ρενέ Πιο (René Puaux).[114] Κοντά στο λιμάνι βρίσκεται το διατηρητέο Παλιό Γυμνάσιο της Πύλου, το οποίο ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1921 με Βασιλικό Διάταγμα, και κατασκευάστηκε το 1924.[116] Μέτα την παύση της λειτουργίας του το 1987 φιλοξένησε το Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής «Νέστωρ» του Εθνικού Αστεροσκοπείου (που ήταν υπεύθυνο για το Υποβρύχιο Τηλεσκόπιο Νετρίνων το Προγράμματος Νέστωρ - NESTOR Project - Neutrino Extended Submarine Telescope with Oceanographic Research Project, Βλ. NESTOR Project & KM3NeT).[114][117][118] Τον Σεπτέμβριο του 1992, το ιστορικό κτήριο του Γυμνάσιου της Πύλου, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, χαρακτηρίστηκε ως Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο[119] και θα στεγάζει στο μέλλον τη Βιβλιοθήκη και την Πινακοθήκη του Δήμου Πύλου. Υπάρχουν στην Πύλο και άλλα σημαντικά αξιοθέατα, ιστορικές τοποθεσίες, κάστρα, παραλίες και βιότοποι που μετατρέπουν την κωμόπολη αυτή της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας σε σημαντικό τουριστικό κέντρο για εξορμήσεις και επισκέψεις στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας.[113][120]
Στην κωμόπολη λειτουργούν τραπεζικά υποκαταστήματα, ταχυδρομείο, διάφορα ιατρεία, Κέντρο Υγείας, πυροσβεστικό σταθμό, σχολή ιστιοπλοΐας, βρεφονηπιακοί σταθμοί, δημοτικά σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο καθώς και το Ωδείο Πύλου, αναγνωρισμένο από το κράτος. Η πόλη είναι επίσης έδρα αρκετών πολιτιστικών και αναπτυξιακών σωματείων-φορέων.
Αγορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υπάρχουν και διάφορα άλλα εμπορικά καταστήματα, φαρμακεία, φούρνοι, παραδοσιακά καφενεία γύρω από την κεντρική πλατεία της και τους άλλους κεντρικούς δρόμους. Επίσης, καφέ, εστιατόρια, μπαρ, ταβέρνες, σουπερ-μάρκετ, βενζινάδικα, βουλκανιζατέρ κ.λπ. καταστήματα διαφόρων μηχανολογικών εφοδίων και αγροτικών εργαλείων, που βρίσκονται σε διάφορα κεντρικά σημεία και τις οδικές αρτηρίες της κωμόπολης.
Εκκλησίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ψηλά πάνω σε λόφο προς τα ανατολικά της κωμόπολης βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου,[114] ενώ στα δυτικά της, εντός του Νιόκαστρου, υπάρχει ο παλαιός Ιερός Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ναοί οι οποίοι υπάγονται στην Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας.
Το Λιμάνι της Πύλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Λιμάνι της Πύλου, με τη σύγχρονη προβλήτα του, είναι ένα από τα ασφαλή σημεία προορισμού ή ενδιάμεσης στάθμευσης για τα πλοία που ταξιδεύουν στην Μεσόγειο.[114][121] Σε συνέχεια του Λιμανιού, προς τα ανατολικά του, υπάρχει επίσης η Μαρίνα της Πύλου.[122]
Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου, στεγάζεται στο ανακαινισμένο κτήριο Μαιζώνος (ήταν όντως πρώην στρατώνας που κτίστηκε από τα στρατεύματα της εκστρατείας του Μοριά), εντός του Νιόκαστρου. Τον Αύγουστο του 2018, έγιναν τα εγκαίνια της λειτουργίας του στο κτίριο αυτό.[123] Κατά το παρελθόν το Μουσείο στεγαζόταν σε παλαιότερο κτίριο, επί της οδού Φιλελλήνων, που ήταν γνωστό και ως «Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου». Ανάμεσα στα εκθέματα του Μουσείου βρίσκονται ευρήματα από διάφορους θολωτούς τάφους της περιοχής της Πυλίας, όπως ο θολωτός τάφος της Κουκουνάρας στα Παλαιοχώρια, που περιλαμβάνει σφραγιδόλιθο, χρυσές ταινίες, ταφικό πίθο και δύο περιδέραια. Επίσης εκτίθενται μεγάλος αστράγαλος από τον ελληνιστικό τύμβο της Τραγάνας, καθώς και πλήθος κτερισμάτων, αγγείων και χάλκινων σκευών.[124]
Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλος διαθέτει πολλά αξιοθέατα δίπλα της ή σε άλλες κοντινές περιοχές του Δήμο Πύλου - Νέστορος, με κέντρο αυτήν. Με ιστορικές τοποθεσίες, όπως το παλάτι του Νέστορα κοντά στη Χώρα και τα παλάτια στην Ίκλαινα, τα κάστρα της (Παλαιόκαστρο & Νεόκαστρο), το παλιό υδραγωγείο της, τις νησίδες Τσιχλι-μπαμπά ή Φανάρι και Χελωνήσι ή Χελωνάκι με τα μνημεία για τους Γάλλους κι Άγγλους πεσόντες της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου,[114] τις κοντινές παραλίες, όπως είναι η Βοϊδοκοιλιά, η Γιάλοβα και ο βιότοπος της Γιάλοβας.
Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το φράγκικο Παλαιόκαστρο, ή Παλαιό Ναβαρίνο ή Κάστρο Κορυφασίου, το πρώτο και παλαιότερο κάστρο του Ναυαρίνου. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του κόλπου της Πύλου, βόρεια της νήσου Σφακτηρίας. Κατασκευάσθηκε τον 13ο αιώνα, πιθανότερα από τον σταυροφόρο άρχοντα της Θήβας Νικόλαο II de Saint Omer ή Σανταμέρη ή αλλιώς Γερονικόλα και λιγότερα πιθανά από τον ανηψιό του. Τον 14ο αιώνα το κάστρο πέρασε στα χέρια των Γενοβέζων, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριο των πολεμικών δραστηριοτήτων εναντίων των Βενετών.[125] Οι τελευταίοι, θορυβημένοι από την απειλή που αποτελούσαν οι Γενοβέζοι στα εμπορικά τους συμφέροντα, επιχείρησαν να αγοράσουν το κάστρο αρκετές φορές. Το 1423 πέτυχαν την αγορά του από τον Πρίγκηπα της Αχαΐας Centurione II Zaccaria, στη διάρκεια του δεύτερου Βενετοτουρκικού πολέμου, ωστόσο, το κάστρο πέρασε στα χέρια των Οθωμανών.[125] Μετά τις αλλεπάλληλες νίκες τους οι Οθωμανοί έχτισαν το καινούργιο κάστρο (Νιόκαστρο), το οποίο τους εξυπηρετούσε περισσότερο γεωγραφικά, αφήνοντας στο Παλαιόκαστρο μία υποτυπώδη φρουρά. Ύστερα από τον έκτο Βενετοτουρκικό πόλεμο, το 1686 το κάστρο πέρασε και πάλι στα χέρια των Ενετών, ενώ με τον επόμενο Βενετοτουρκικό πόλεμο το κατέλαβαν ξανά οι Οθωμανοί. Μετά την αποχώρηση των Οθωμανών από τα ελληνικά εδάφη, το 1828, το κάστρο αφέθηκε στην εγκατάλειψη.[125][126] Η θέα που προσφέρει το Παλαιόκαστρο προς το Ιόνιο Πέλαγος αλλά και τον εξαιρετικής ομορφιάς όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, η οποία βρίσκεται στα βόρειά του και τη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, η οποία βρίσκεται ανατολικά του, είναι πραγματικά μαγευτική. Ωστόσο η πρόσβαση σε αυτό λόγο της ερείπωσής του, συνοδεύεται από έντονες και επανειλημμένες προειδοποιήσεις που αφορούν στην ασφάλεια των επισκεπτών, καθώς ενδέχεται να κρύβει κινδύνους.[125]
Νιόκαστρο Ναυαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το οθωμανικό Νεόκαστρο Ναυαρίνου ή Νιόκαστρο ή Νέο Ναβαρίνο, είναι το δεύτερο και νεότερο κάστρο του Ναυαρίνου, το οποίο βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του κόλπου της Πύλου, κοντά στην είσοδο του λιμανιού της Πύλου. Είναι εντυπωσιακό φρούριο στη νοτιοδυτική ολευρά του όρμου του Ναβαρίνου και ο κύριος σκοπός του ήταν ο έλεγχος της νότιας εισόδου του όρμου του Ναβαρίνου, εφόσον η βορειοδυτική πλευρά, η οποία ονομάζεται Στενό της Συκιάς ή Φάλτσα Μπούκα και το εκεί λιμάνι του Παλαιόκαστρου ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί λόγω των μεταγενέστερων προσχώσεων. Είναι σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το Παλαιόκαστρο και έχει εξαιρετική θέα προς τη νήσο Σφακτηρία, τον κόλπο, το λιμάνι και την κωμόπολη της Πύλου. Εξακολουθεί να είναι από τα ομορφότερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα του ελλαδικού χώρου.[126][127]
Το Νιόκαστρο άρχισε να κατασκευάζεται, από τους Οθωμανούς, μετά το 1573, ύστερα από την ήττα τους στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου δύο χρόνια πριν (1571) και χωρίζεται σε δύο τμήματα, το Κάτω Κάστρο, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο τμήμα, έκτασης 80 περίπου στρεμμάτων, και το Επάνω Κάστρο, το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές επάλξεις και προμαχώνες. Ονομάστηκε έτσι για να διαχωρίζεται από το Παλαιόκαστρο ή Παλαιό Ναβαρίνο, που ήταν δημιούργημα των Φράγκων και δέσποζε στο παλιό λιμάνι. Διάφοροι κατακτητές επιτέθηκαν κατά καιρούς στο Νιόκαστρο, Ενετοί, Τούρκοι, Ρώσοι. Οι Οθωμανοί το διατήρησαν υπό την κυριαρχία τους μέχρι το 1686, έπειτα πτο κατέλαβαν οι Ενετοί υπό τον στρατηγό Μοροζίνι, μέχρι το 1715 όπου επανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Για σύντομο διάστημα το κατέλαβαν οι Έλληνες στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, αλλά δεν κατάφεραν να το κρατήσουν για πολύ. Το 1826 το κατέλαβε ο Ιμπραήμ Πασάς με το στρατό του, ενώ το 1828 το απελευθέρωσε τελικά ο Γάλλος στρατηγός Μαιζών. Στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, για να χρησιμοποιηθεί ξανά κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, οι οποίοι το μετέτρεψαν σε ορμητήριο των επιχειρήσεών τους.[127] Μετά το τέλος του πολέμου χρησιμοποιήθηκε για λίγο καιρό ως φυλακή, μέχρι που παραδόθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις του, οδήγησαν σε διάφορες αλλαγές, προσθήκες και γενικότερες παρεμβάσεις στους χώρους του. Το φρούριο σήμερα αποτελείται από την εξαγωνική ακρόπολη και το προτείχισμα της – η οποία δημιουργήθηκε την περίοδο της ενετικής κατοχής και προσφέρει εξαιρετική θέα προς το νησάκι της Σφακτηρίας –, οχυρωματικό περίβολο, τέσσερις κυλινδρικούς πύργους και δύο προμαχώνες, τον δυτικό προμαχώνα, ο οποίος λέγεται «Έβδομος» είναι λίγο προγενέστερος από την υπόλοιπη οχύρωση και ελέγχει την είσοδο του όρμου και τον βόρειο προμαχώνα, ο οποίος λέγεται του «Τζαφέρ Πασά» ή της «Σάντα Μάουρα» και ελέγχει το λιμάνι της Πύλου.[127] Από τα κτίρια εντός των τειχών ελάχιστα σώζονται ακέραια. Ένα από αυτά είναι ο γοτθικού ρυθμού Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ο οποίος χτίστηκε από τους Φράγκους, αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί και ξαναέγινε χριστιανικός ναός.[127] Σημαντικό είναι επίσης το κτίριο του στρατηγού Μαιζώνος, το οποίο σήμερα φιλοξενεί γραφεία, ενώ εντός σύντομου χρονικού διαστήματος πρόκειται να φιλοξενήσει και το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου.[127] Έτσι σιγά σιγά το Νιόκαστρο αναπτύσσεται σε έναν πολιτιστικό πολυχώρο, ιδιαίτερης σημασίας για την ιστορία της περιοχής.[126][127]
Το υδραγωγείο της Πύλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά την οθωμανική περίοδο της περιοχής της Πύλου, τον 16ο αιώνα, στη θέση «Παλαιό Νερό», δηλαδή την τοποθεσία του σημερινού χωριού Παλαιονέρου, κατασκευάστηκε η αφετηρία του παλαιότερου συστήματος μεταφοράς νερού, δηλαδή το πρώτο τμήμα του υδραγωγείου της Πύλου, το οποίο κατασκευάστηκε για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης του Νιόκαστρου. Το υδραγωγείο της Πύλου αποτελούνταν από δυο επιμέρους μικρότερα συστήματα τα οποία ενωνόντουσαν. Το πρώτο και παλαιότερο σύστημα ξεκινούσε από το Παλαιόνερο, νοτιοανατολικά του Νιόκαστρου και η μεταφορά του νερού γινόταν μέσα σε πήλινο αγωγό, ενώ το δεύτερο σύστημα, το οποίο κατασκευάστηκε μεταγενέστερα, μετέφερε το νερό από τις πηγές «Κουμπέ», 15 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κάστρου (κοντά στο χωριό Χανδρινός), μέσα σε κτιστή αύλακα και κατέληγε κοντά στην Πύλο στην θέση «Καμάρες». Στη συνέχεια, μέσω υπόγειας διασύνδεσης του υδραγωγείου, γινόταν η τροφοδότηση των πηγών που υπήρχαν εντός του Νιόκαστρου.[128][129][130] Έμεινε ερειπωμένο μέχρι το 1828, και επισκευάστηκε το 1832 από τους Γάλλους μηχανικούς της εκστρατείας του Μοριά. Μετά την συντήρηση του, χρησιμοποιήθηκε για την ύδρευση της Πύλου μέχρι το 1907.[68]
Ανάκτορο του Νέστορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βόρεια της Πύλου (17 χιλιόμετρα) και νότια της Χώρας (4 χιλιόμετρα), βρίσκεται ο λόφος του Άνω Εγκλιανό που στεγάζει το Μυκηναϊκό παλάτι της Εποχής του Χαλκού γνωστό ως "Ανάκτορο του Νέστορα" (1600–1200 π.Χ.), που ανακάλυψε το 1939 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Καρλ Μπλέγκεν μαζί με τον Έλληνα αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη. Αυτό το παλάτι παραμένει σήμερα στην Ελλάδα το καλύτερο διατηρημένο παλάτι και ένα από τα πιο σημαντικά παλάτια του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα ερείπια του ανακτόρου αποτελούνται από το Μέγαρο (κύρια αίθουσα) ή «Αίθουσα του Θρόνου» με την κυκλική Εστία του, έναν προθάλαμο, διαδρόμους, μεγάλες αποθήκες, τους εξωτερικούς τοίχους του ανακτόρου, μοναδικά λουτρά, γκαλερί, κ.λπ. 90 μέτρα μακριά από το παλάτι, βρίσκεται έναν κυψελόσχημο θολωτό τάφο που ανακαινίστηκε το 1957 (Θολωτός Τάφος IV). Πολύ πρόσφατα, το 2015, η ομάδα των Αμερικανών αρχαιολόγων Σάρον Στόκερ (Sharon Stocker) και Τζακ Ντέιβις (Jack L. Davis) του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι ανακάλυψαν, κοντά στο παλάτι, τον Τάφο του «Γρύπα Πολεμιστή»[131] και ακόμη πιο πρόσφατα το 2017, δύο άλλους θολωτούς τάφους (Θολωτοί Τάφοι VI και VII), και οι τρεις με συναρπαστικά νέα ευρήματα (όπως χρυσά δαχτυλίδια, ο αχάτης της μάχης της Πύλου ή ένα χρυσό μενταγιόν που απεικονίζει την κεφαλή της Αιγύπτιας Θεάς Άθωρ, που δείχνει ότι η Πύλος είχε εμπορικές σχέσεις, άγνωστες στο παρελθόν, με την Αίγυπτο και με τη Μέση Ανατολή γύρω στο 1500 π.Χ.).[132] Τον Ιούνιο του 2016, ο αρχαιολογικός χώρος του Ανακτόρου του Νέστορα άνοιξε ξανά στο κοινό μετά από 3 χρόνια εργασίας για να αντικαταστήσει την παλιά στέγη της δεκαετίας του 1960 με μια μοντέρνα κατασκευή (με υπερυψωμένους διαδρόμους για τους επισκέπτες). Ο αρχαιολογικός χώρος του παλατιού του Νέστορα είναι επισκέψιμος κάθε μέρα, εκτός Τρίτης και επισήμων αργιών.[133]
Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αρχαιολογικό μουσείο βρίσκεται στο κέντρο της Χώρας, 4 χιλιόμετρα βόρεια του Ανάκτορα του Νέστορα. Το μουσείο χτίστηκε το 1969 για να στεγάσει τα αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στο Παλάτι του Νέστορα και στην υπόλοιπη περιοχή. Ωστόσο, μερικά από αυτά βρίσκονται επί του παρόντος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, στην πρώτη αίθουσα αφιερωμένη στον μυκηναϊκό πολιτισμό. Το Μουσείο της Χώρας διαθέτει τρία δωμάτια. Το πρώτο δωμάτιο περιέχει ευρήματα σχεδόν αποκλειστικά από τους τάφους της περιοχής: συλλογές κεραμικών, χαλκών και λοιπών γλυπτών, όπλα και κοσμήματα. Το δεύτερο δωμάτιο περιέχει ευρήματα από την περιοχή του Άνω Εγκλιανού και του Ανακτόρου του Νέστορα. Εκτός από τα μεγάλα βάζα αποθήκευσης και άλλα κεραμικά από τις αποθήκες του παλατιού, υπάρχουν μερικές τοιχογραφίες τοίχου, όπως αυτή που απεικονίζει έναν παίκτη λύρας με ένα πουλί, καθώς και σκηνές μαχών και κυνηγιού. Στην τελευταία αίθουσα, εκτίθενται άλλες ανακαλύψεις που προέρχονται από τον λόφο του Άνω Εγκλιανού και του Ανακτόρου του Νέστορα, και συγκεκριμένα, ένα μέρος των περιεχομένων των τάφων αυτής της περιοχής, όπως γιγαντιαία αγγεία, κύπελλα και κοσμήματα και οι πήλινες πινακίδες με επιγραφές γραμμένες στη Γραμμική Β. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας είναι επισκέψιμο κάθε μέρα, εκτός Τρίτης και επισήμων αργιών.[134]
Παραλίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σε κοντινές αποστάσεις από την κωμόπολη της Πύλου βρίσκονται γνωστές παραλίες, όπως, η Παραλία της Γιάλοβας και στη συνέχειά της η Παραλία της Χρυσής Ακτής (Διβάρι), καθώς και η Παραλία της Βοϊδοκοιλιάς.
Φύση & Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χλωρίδα και πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το έδαφος της περιοχής της Πύλου έχει συνήθως κόκκινο χρώμα και είναι γνωστό για την παραγωγή σε αυτό του φυτού Αγιοβασιλίτσα (επίσημες ονομασίες: Ουργινία η θαλάσσια, Urginea maritima και Drimia maritima), το οποίο χρησιμοποιείται γενικότερα σε παραδοσιακά έθιμα και την ιατρική. Τα βράχια τα οποία παρεμβάλονται προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του πλούσιου εδάφους, είναι κυρίως από ασβεστολιθικά πετρώματα και προκαλούν την μειωμένη φυτική παραγωγικότητα, κυρίως γύρω από το Παλαιόκαστρο και τη Σφακτηρία. Η απουσία δέντρων εκεί αποκαθίσταται από την αφθονία των φασκόμηλων και διαφόρων θάμνων που φυτρώνουν μέσα στις κοιλότητες του ασβεστόλιθου. Επίσης στην κοντινή Γιάλοβα, η Λιμνοθάλασσά της, φιλοξενεί ποικίλα σπάνια είδη ζώων και πτηνών, τα οποία βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης, από ολόκληρη την Ευρώπη, όπως αυτό του αφρικανικού χαμαιλέοντα. Το παρατηρητήριο της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας επιτρέπει στους επισκέπτες να ανακαλύψουν περισσότερα και να παρακολουθήσουν τα ρηχά υφάλμυρα νερά της λίμνοθάλασσας και να περπατήσουν σε διαδρομές και μονοπάτια που περιγράφουν τα διαφορετικά οικοσυστήματα της Γιάλοβας.[135]
Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, μεταξύ της Γιάλοβας και του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς είναι ευλογία της φύσης για την περιοχή και αποτελεί μια από τις 10 μεγάλες λιμνοθάλασσες στην Ελλάδα.[136] Έχει χαρακτηριστεί επίσης ως μία από τις σημαντικότερες περιοχές για σταθμευση πτηνών στην Ευρώπη,[137] Καθώς έχει βάθος, στο βαθύτερο σημείο της, όχι περισσότερο από τέσσερα μέτρα και αποτελεί τη νοτιότερη στάση των αποδημητικών πτηνών, τα οποία μεταναστεύουν από τα Βαλκάνια στην Αφρική, προσφέροντας καταφύγιο σε περίπου 225 είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων ερωδιοί, κορμοράνοι, γλάροι, Κιρκινέζια, φλαμίγκο, Ψαραετοί και Βασιλαετοί.[138]
Προστατευόμενη περιοχή Natura 2000[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η περιοχή της Λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας, καθώς διακρίνεται για την πανίδα και τη χλωρίδα της έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Προστασίας του πανευρωπαϊκού δικτύου προστασίας των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους, με το πρόγραμμα Natura.[139]
Αθλητικός Όμιλος Τσικλητήρας Πύλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στο Δημοτικό Στάδιο Πύλου, το οποίο βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της κωμόπολης, στο ύψος του Γυμνασίου-Λυκείου Πύλου, στεγάζεται και ο Αθλητικός Όμιλος Πύλου "Ο Τσικλητήρας", ο οποίος έχει τμήματα ποδοσφαίρου, κ.α. αθλημάτων, τα οποία συμμετέχουν σε διάφορες τοπικές κατηγορίες. Το Δημοτικό Στάδιο Πύλου, διαθέτει φωτισμό, φυσικό χλοοτάπητα, σύγχρονα αποδυτήρια και κερκίδες χωρητικότητας 600 ατόμων.
Τα «Ναυαρίνεια»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Από το 2017 διοργανώνονται κάθε χρόνο γύρω στις 20 Οκτωβρίου τα «Ναυαρίνεια»,[140] σε απόδοση τιμών για την επέτειο της ιστορικής Ναυμαχίας του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827), από τον δήμο Πύλου-Νέστορα και τους πολλούς εθελοντές του τοπικού συλλόγου οργάνωσης.
Η εκδήλωση πραγματοποιείται σε μια περίοδο αρκετών ημερών, αλλά οι εορτασμοί κορυφώνονται την επέτειο της μάχης στο Λιμάνι της Πύλου με τη συμμετοχή του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού καθώς και διπλωματικών και στρατιωτικών εκπροσώπων των τριών συμμαχικών χωρών.[141] Φρεγάτες των Ελληνικών, Βρετανικών, Γαλλικών και Ρωσικών Πολεμικών Ναυτικών, καθώς και πολλά ιστορικά ιστιοπλοϊκά πλοία συμμετέχουν σε μια εντυπωσιακή νυχτερινή αναπαράσταση της διάσημης μάχης με ήχους και φωτιστικά εφφέ (sound & light show). Η βραδιά συνήθως τελειώνει με το κάψιμο ενός ανακατασκευασμένου πλοίου και με μια επιβλητική επίδειξη πυροτεχνημάτων στο λιμάνι.[142]
Οι εορτασμοί συνοδεύονται επίσης τις προηγούμενες ημέρες από διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις[143] που πραγματοποιούνται παράλληλα σε άλλα σημεία της πόλης (τιμητικές τελετές αφιερωμένες στη μνήμη των πεσόντων στα διάφορα μνημεία της Πύλου και της περιοχής, εθνικά και διεθνή συνέδρια, παρελάσεις στους δρόμους της Πύλου, παραδοσιακές μουσικές και χορευτικές παραστάσεις κ.λπ.). Αν και οργανωμένες στο τέλος της τουριστικής περιόδου, αυτές οι γιορτές προσελκύουν μεγάλο πλήθος θεατών. Τις εκδηλώσεις εορτασμού του 2019, παρακολουθήσαν περισσότεροι από 10.000 επισκέπτες, ενώ τις εθιμοτυπικές εκδηλώσεις τίμησε με την παρουσία του ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.[144] Το 2020, τα Ναυαρίνεια απονεμήθηκαν το Χρυσό Βραβείο Τουρισμού 2020 (Gold Tourism Award 2020) στην κατηγορία Πολιτιστικός Τουρισμός.[145]
Προσωπικότητες από την Πύλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αναφέρονται παρακάτω γνωστές προσωπικότητες που γεννήθηκαν, κατάγονταν ή είχαν κάποιου είδους σχέση με την Πύλο:
Γεννήθηκαν στην Πύλο:
Μυκηναϊκή & Κλασική εποχή
- Νέστωρ: μυθικός ήρωας της αρχαίας Ελλάδας και βασιλέας της Πύλου.
- Μελάμποδας ή Μελάμπους: μάντης, γενάρχης του «μαντικού γένους», των Μελαμποδιδών, που διέσωσε τη διονυσιακή θρησκεία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Νεότερη εποχή
- Ιωάννης Ζέπος (1870-1946): νομομαθής, τακτικός συνεργάτης της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» και του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού Ελευθερουδάκη».
- Κωστής Τσικλητήρας (1888–1913): αθλητής στίβου και ποδοσφαίρου, και ολυμπιονίκης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908 (ασημένιο μετάλλιο στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς και ασημένιο μετάλλιο στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς) και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης το Στοκχόλμη 1912 (χρυσό μετάλλιο στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς και χάλκινο μετάλλιο στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς).
- Γεώργιος Σαμαράς (1903–1984): πολιτικός και βουλευτής Μεσσηνίας με την ΕΡΕ (εξελέγη 1956, 1958, 1961 και 1963). Ήταν αδερφός του επίσης Πύλιου ιατρού-καρδιολόγου Κωνσταντίνου Σαμαρά και θείος του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.
- Γιάννης Σπυρόπουλος (1912-1990), ζωγράφος.[146][147][148][149][150][151]
- Νότης Δ. Καραβίας (1919-2004): εκδότης.[152][153]
- Δημήτρης Ν. Παπαδήμας (1924-2016): εκδότης.[154]
- Βασίλης Τσάγκλος (1939-2017): ηθοποιός.
- Αντώνης Σαμαράς (1951–): πολιτικός, βουλευτής της Μεσσηνίας και πρώην Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (20 Ιουνίου 2012 – 26 Ιανουαρίου 2015). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά κατάγεται από την Πύλο.
Είχαν κάποιου είδους σχέση με την Πύλο:
- Τηλέμαχος: μυθικός ήρωας της Ιθάκης, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, ο οποίος επισκέφθηκε την Πύλο, όπου τον φιλοξένησε ο Νέστορας και στη συνέχεια συνοδευόμενος από το γιο του Νέστορα, Πεισίστρατο, επισκέφθηκε τις Φερές και την Σπάρτη, όπου εκεί τον φιλοξένησε ο Μενέλαος.
- Θεοκλύμενος: μάντης, γιος του Πολυφείδη και δισέγγονος του Μελάμποδα. Στην Πύλο συνάντησε τον Τηλέμαχο, που τον πήρε μαζί του στην Ιθάκη.
- Έντουαρντ Κόδριγκτον (Sir Edward Codrington, 1770–1851): Ναύαρχος του Βρετανικού στόλου (Ναυμαχία του Ναυαρίνου).
- Ανρί Δεριγνύ (Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny, 1782–1835): Ναύαρχος του γαλλικού στόλου (Ναυμαχία του Ναυαρίνου).
- Λογγίνος Χέυδεν (Логин Петрович Гейден, Lodewijk van Heiden, 1773–1850): Ναύαρχος του ρωσικού στόλου (Ναυμαχία του Ναυαρίνου).
- Νικόλαος-Ιωσήφ Μαιζών (Nicolas-Joseph Maison, 1770–1851): Στρατάρχης και επικεφαλής της γαλλικής Εκστρατείας του Μοριά που απελευθέρωσε την Πύλο στις 6 Οκτωβρίου 1828.
- Ζοζέφ-Βίκτωρ Οντουά (Joseph-Victor Audoy, 1782–1871): Αντισυνταγματάρχης του μηχανικού της γαλλικής Εκστρατείας του Μοριά. Σχεδίασε το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Πύλου, που εγκρίθηκε από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 15 Ιανουαρίου 1831.
- Καρλ Μπλέγκεν ή Κάρολος Μπλέγκεν (Carl William Blegen, 1887–1971): Αμερικανός αρχαιολόγος, που εργάσθηκε στις ανασκαφές της αρχαίας Πύλου.
- Σταύρος Ψυχάρης (1945-2022): εκδότης, ο πατέρας του διατηρούσε εστιατόριο στην Πύλο.