Το μυθολογικό στοιχείο στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
Του Βίκτορα Σοκολιούκ
Εξετάζοντας τα πολυάριθμα μυθολογικά στοιχεία στους ποιητικούς κύκλους και τα μεγάλα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, ο ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η συνειρμική απομάκρυνση του απεικονιζόμενου από τον ποιητή επεισοδίου από το μυθολογικό θέμα, ο τονισμός ότι η ελληνική μυθολογία έχει τη βάση της στην ίδια τη ζωή, η χρησιμοποίηση συμβολισμού πανανθρώπινης σημασίας, οι συνειρμικές γέφυρες από τη σύγχρονη εποχή στη μυθολογία και η δημιουργία στα ποιήματα καταστάσεων που εσωτερικά είναι συγγενικές με τις μυθολογικές, όλα αυτά μαζί εξυπηρετούν με συγκεκριμένο τρόπο τους καλλιτεχνικούς στόχους.
Στις σκέψεις του ποιητή για τη μυθολογία, στην πληθώρα των μυθολογικών λεπτομερειών, μοτίβων και προσώπων, ο αναγνώστης συναντά συνέχεια κάτι πιο σημαντικό που δεν έχει εφήμερο χαρακτήρα και που ανοίγει το δρόμο για τα απόκρυφα μυστικά της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Αιώνια είναι σύμφωνα με τον Ρίτσο η προσμονή της Πηνελόπης (Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1974, σ. 39· "Επαναλήψεις", Αθήνα, 1972, σ. 69), τα μητρικά αισθήματα της Νιόβης (Επαναλήψεις, σ. 62), η αγάπη της Αλκμήνης {Επαναλήψεις, σσ. 54, 76), η πορεία των Αργοναυτών προς το σκοπό τους (Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, σ. 85) κλπ.
Σύμφωνα με τον ποιητή αυτά και πολλά άλλα ανθρώπινα συναισθήματα, βιώματα, αισθήσεις που απεικονίστηκαν στη μυθολογία, εμφανίζονται απαράλλακτα σε διάφορες ιστορικές εποχές σε διάφορες συγκεκριμένες μορφές. Παρά τις «προόδους στα καπέλα, στα ενδύματα, στις ομπρέλες, στα αμάξια, στα βιολοντσέλα, στη μαγειρική, στις φυλακές, στα αερόπλοια» («Χρυσόθεμις», σ. 180), κάποιες θεμελιώδεις αρχές του ανθρώπου παραμένουν χωρίς ουσιαστικές αλλαγές:
Ευτυχώς, - είπε - κάτι τέτοια μας μένουν,
παρηγορητικά, αναλλοίωτα, ενωμένα,
έτσι σαν να 'μαστε αναλλοίωτοι κ' εμείς
(«Απόσταγμα», Επαναλήψεις, σ. 79)
Όπως υποθέτει ο ποιητής, δεν αλλάζουν μόνο τα συναισθήματα και τα βιώματα, αλλά και μερικά σύνολα, συστήματα κοινωνικών φαινομένων και διαπροσωπικών σχέσεων, μερικές καταστάσεις από τη ζωή που το πρότυπο τους υπάρχει μέσα στη μυθολογία:
Κουράστηκα να λέω χρονολογίες - 590,447, 356· -
αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι.
(«Δελφοί», σ. 303)
Η παραγωγική ανάπλαση των μυθολογικών καταστάσεων, στα ποιήματα στο επίπεδο της σύγχρονης εποχής, μοιάζει να εικονογραφεί αυτή τη θέση. Όπως κάποτε η Δήμητρα αναζητούσε την Περσεφόνη, η γριά από το ποίημα «Ανασκαφές, Ι» (Διάδρομος και Σκάλα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1973, σ. 91) αναζητά την κόρη της Άννα. Για να υπογραμμιστεί ακόμη περισσότερο το αιώνιο της κατάστασης, ο ποιητής δείχνει πως η σύγχρονη γριά μητέρα προσπαθεί να αναζητήσει την κόρη της στον τόπο των ανασκαφών (θα έλεγε κανείς στην ιστορία). Σε άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής υπάρχει μια άλλη "αιώνια" κατάσταση:
Κι αυτός, ασάλευτος,
δεμένος στον τροχό, με την ιδέα πως ταξιδεύει τάχα,
νιώθοντας τον αγέρα να χτενίζει προς τα πίσω τα μαλλιά του,
παρατηρώντας τους συντρόφους του, πετυχημένα μεταμφιεσμένους σε πολυάσχολους ναύτες, να τραβούν ανύπαρχτα κουπιά, να βουλώνουν τ' αυτιά τους με κερί, ενώ οι Σειρήνες είχαν πεθάνει εδώ και τρεις χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια.
(«Η σκάλα»)
Εδώ, όπως και σε όλη τη μυθολογική ποίηση του Ρίτσου, συναντάμε μία σειρά περιεκτικές φόρμες που δεν έχουν κοινωνικό και χρονικό προσδιορισμό, στις οποίες αντανακλάστηκαν τα περισσότερο θεμελιακά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατανόησης του κόσμου, της προσωπικής και κοινωνικής του συμπεριφοράς. Αυτές τις φόρμες θα τις ονομάζουμε μυθολογικά μοντέλα.
Δεν είναι δύσκολο να προσέξουμε ότι στα πλαίσια των μυθολογικών μοντέλων ο Ρίτσος ξεχωρίζει μερικές σταθερές ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης αντίληψης του κόσμου, καθώς επίσης και κάποιες μοναδικές καταστάσεις από τη ζωή. Σχετικά με αυτό ξεχωρίζουμε μέσα στα μυθολογικά μοντέλα τους μυθολογικούς τύπους και τους μυθολογικούς ρόλους.
Με το μυθολογικό τύπο εννοούμε τις γενικές μορφές σκέψης, φαντασίας, βιωμάτων, τα κοινά συναισθήματα, τις ηθικές έννοιες κλπ. Με το μυθολογικό ρόλο εννοούμε τον τύπο της κοινωνικής συμπεριφοράς, τη συγκεκριμένη παραλλαγή επίλυσης της κατάστασης μιας κοινωνικοψυχολογικής σύγκρουσης που περιέχεται στο μύθο. Ο μυθολογικός ρόλος, ως συνήθως, προϋποθέτει το πρόβλημα της εκλογής.
Έχοντας σαν στόχο την ποιητική έρευνα «του οξύτατου και βαθύτατου και αποφασιστικού προβλήματος, του δυσμετάβλητου της ανθρώπινης ύπαρξης, της φύσης του ανθρώπου και της σχέσης του με τις κοινωνικές συνθήκες» («Περί Μαγιακόβσκη», "Μελετήματα", εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1974, σ. 29), ο ποιητής επιδιώκει να "παρουσιάσει" τα πιο "αντικειμενικά" μυθολογικά μοντέλα. Μ' αυτό το σκοπό συνδυάζει συχνά στα ποιήματα του στοιχεία της ελληνικής μυθολογίας και της χριστιανικής θρησκείας:
»Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες, - έλεγε -
περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα [...].
Ο Απόλλωνας σωπαίνει.
Ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει».
(«Κυκλική δόξα». Ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1972, τόμ. 3, σ. 76)
*Ο τόσο πρόωρα χαμένος ελληνιστής λογοτέχνης Βίκτωρ Σοκολιούκ, υπήρξε από τους σημαντικότερους μεταφραστές νεοελληνικής λογοτεχνίας στα ρωσικά αλλά και από τους μελετητές του έργου του Γιάννη Ρίτσου.
Ο ποιητής κάθε Πρωτομαγιάς....
Παρότι πέρασε τόσος καιρός από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, στα 1990, το έργο του πορεύεται, όπως όλα τα έργα των δημιουργών που ταξιδεύουν ασυνόδευτα από τη φυσική παρουσία τους. Ο χρόνος που χρειάζεται για να διαγνωσθεί, εκ του ασφαλούς, κατά πόσο το έργο του Ρίτσου θα αντέξει στο χρόνο, είναι ακόμα μακρύς. Ίσως θα πρέπει να «ξεχαστεί» κι άλλο μέχρι να «ανακαλυφθεί» ξανά. Ίσως άλλοι, απρόβλεπτοι παράγοντες, να συμβάλουν προς τη μια ή προς την άλλη εξέλιξη. Ίσως, τέλος, η αδιαμφισβήτητη αξία του να το κάνει, ώστε να ξεπεράσει τη συνωμοσία σιωπής που εξυφαίνεται γύρω του.
Η αναφορά στη λέξη συνωμοσία γίνεται συνειδητά, και όχι για να κάνουμε κυνήγι μαγισσών. Μα, δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε τις αιτίες. Πως οι φίλοι και οι εχθροί τον θεωρούν κομμουνιστή, πράγμα που τους κάνει να τον αντιμετωπίζουν εξαρχής με μια ετικέτα, η οποία λειτουργεί αλλιώς στην κάθε πλευρά. Και πως το έργο του έχει μεγάλη έκταση. Που δεν αποτρέπει τον αφοσιωμένο λάτρη της ποίησής του. Όλους τους υπόλοιπους, όμως;
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30, αφού πριν, στα σανατόρια απ' τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο), σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίστηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.
Ο Γ. Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.
Η ανιδιοτέλεια της ποίησής του.....
Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές του δημιουργίες να μη συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε, υπάρχει το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύει κανείς ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος, για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς. Κι εν πάση περιπτώσει, η δημιουργία του είναι πολυσήμαντη, δεν περιστρέφεται όλη γύρω από έναν άξονα.
Οι αστοί - με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Παντελή Πρεβελάκη - δεν του συγχώρησαν ποτέ την ιδεολογική και πολιτική ένταξή του. Αυτή είναι η πρώτη εμμονή τους. Δεν του συγχωρούν και σήμερα ότι δεν είχε αμφιβολίες και, ταυτοχρόνως, ότι «στράτευσε» μέρος της ποιητικής του δραστηριότητας στις αξίες της Επανάστασης. Δεν αντιμετωπίζουν το έργο του στην ολότητά του.
Δέχονται έναν Ρίτσο διαφορετικό από αυτόν που είναι στην πραγματικότητα. Παραλείπουν να ασχοληθούν με το όλον του έργου του (οι φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά δεν είναι, αριθμητικά, αντάξιες ενός τέτοιου έργου). Ανακρίβεια;
Θυμήθηκε κανείς, πως πέρσι, την Πρωτομαγιά, συμπληρώθηκαν τα ενενήντα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή; Θα θυμηθεί κάποιος ότι φέτος, την Πρωτομαγιά ακριβώς, συμπληρώνονται 91, κι ας μην είναι στρογγυλή η επέτειος; Ας το σκεφτεί τουλάχιστον ο καθένας από μας και ας του αποδώσει τις τιμές που του αξίζουν, με το να βυθιστεί, έστω και για λίγο, στο «σώμα» της ποίησής του.
Η «οφειλή» των συντρόφων του...
Δε θα έλεγε κανείς πως και οι σύντροφοι ξέρουν καλά το έργο του. Πως είναι σε θέση να το υπερασπίσουν, να το προασπίσουν, να το διαδώσουν, όπως του αξίζει. Όσο ο ποιητής βρισκόταν ανάμεσά μας, συγκινούνταν πολύ να τον γνωρίζουν με τις δυο του ιδιότητες και μόνο (του συντρόφου και του ποιητή), κι ας μην το ξέρουνε καλά καλά - γιατί τον αποδέχονται - αν και η αποδοχή αυτή ήταν πλήρης. Τώρα, όμως; Φτάνει αυτό; Δεν ήρθε ο καιρός να σκύψουμε και πάλι στο έργο του, να το μελετήσουμε, να το κατανοήσουμε, να μας συνεγείρει;
Η δεύτερη εμμονή των αστών είναι και η πλέον διαδεδομένη. «Έγραφε πολλά», ακούς. Και υπονοούν ότι η ποσότητα δε συμβαδίζει με την ποιότητα. Κι ακόμα: «δεν έσκιζε», επιμένουν, κι ας ξέρουν - και οφείλουν όσοι μιλούν γι' αυτό να ξέρουν - ότι έσκισε, κι έκαψε δεκάδες έργων και εκατοντάδες σελίδων.
Ο Ρίτσος σμίλεψε την ασπίδα της ποίησης («ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ' του Αχιλλέα») πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Η ποίηση για εκείνον ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος» για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα.
Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε»).
Ήταν, λοιπόν, όλα τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου ισάξια; Κανείς δεν το ισχυρίζεται αυτό. Όμως, όλα είναι απαραίτητα για να συγκροτήσουμε σωστά το σώμα της Ποιητικής του. Να δούμε τις κάμψεις και τις ανόδους της. Να παρατηρήσουμε τις αλλαγές και τις στροφές που κάνει. Κι αν τέλος πάντων για τον αμύητο αναγνώστη χρειάζεται ίσως μια ανθολογία (καλό θα έκανε στο έργο του ποιητή μια σοβαρή ανθολόγηση ή και περισσότερες, από ανθρώπους όμως που ασχολούνται χρόνια με αυτό), για τον μελετητή δεν είναι απαραίτητη. Αν δεν ξέρεις το όλον, δεν μπορείς να ασχοληθείς με το μέρος.
Παρηγορητής του κόσμου
Ο Γιάννης Ρίτσος, αυτός ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», πρόσφερε παραμυθία σε πολλούς από μας αμέτρητες φορές. Κι όσο κι αν είναι δυστύχημα που στα τελευταία χρόνια όλο και σπανιότερα διαβάζουμε κάτι για τον ποιητή (με την έννοια ότι όσα γράφονται συνήθως βοηθούν στην εκ νέου ανακάλυψη ή και στην καλύτερη γνωριμία), έρχονται πολλές νέες γενιές, που πιστεύουν στον Έρωτα και στην Επανάσταση και που «δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό».
Όταν φτάνεις να αισθάνεσαι την ανάγκη πως πρέπει «να λες: ουρανός. Κι ας μην είναι», τότε ο Γιάννης Ρίτσος είναι έτοιμος να μπει στην ψυχή σου. Και, δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθείτε.
Θα συναντηθείτε στις δύσκολες κορφές και στα μονοπάτια του αγώνα, εκεί όπου έδωσε τις ωραιότερες μάχες για να επικρατήσει το Δίκιο. Θα συναντηθείτε στην καθημερινότητα, που πάντα την αντιμετώπιζε σαν κάτι το ξεχωριστό. Θα διασταυρωθούν οι σκέψεις σας για τον Κόσμο, για τα Πράγματα, για την Ελευθερία. Θα συγκινηθείτε με τις επιλογές του, με τα μεγαλοφυή του πετάγματα, με τις σταθερές του και με τις αμφιβολίες του. Θα συμφωνήσετε μαζί του, πως εκείνο «που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου» («Γραφή Τυφλού»). Θα επαναλάβετε με πείσμα: «Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία» («Πέτρες - Επαναλήψεις - Κιγκλίδωμα»). Και θα θαυμάσετε τον τρόπο, με τον οποίο τα έλεγε όλα. Ενδεικτικό μονάχα, το ποίημα «Πραγματικά χέρια» από τη «Γραφή Τυφλού», γραμμένο μέσα στη χούντα:
«Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως/ και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας/ τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια/ αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον/ σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα/ με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,/ ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,/ βάζουμε πότε - πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι/ ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά/ ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες».
Στα δικά του χέρια πάντως, όσες φορές κι αν τις φόρεσαν, ήταν σαν να μην υπήρχαν. Συνέχισε να γράφει όπως αισθανόταν, με την ωραία βεβαιότητα: «αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν». Και ποτέ δεν μπόρεσαν.
( Το κείμενο αυτό της Αντιγόνης Καρατάσου, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 29-4-2000)
Η μεγάλη στροφή στην ελληνική ποίηση...
Όταν το 1963 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί Γιάννη Ρίτσο και εκδίδει τον "Επιτάφιο", μια σελίδα της ιστορίας έχει γυρίσει. Ένα στοίχημα ξεκινάει και, αν δεν μεσολαβούσε η Δικτατορία, θα κερδιζόταν νωρίτερα από το '74. Γιατί ο Μίκης συνεχίζει ακάθεκτος: 1964 "Άξιον Εστί" (Οδυσσέας Ελύτης), 1966 "Μικρές Κυκλάδες" (Οδυσσέας Ελύτης) αλλά και "Ρωμιοσύνη" (Γιάννης Ρίτσος). Τέσσερα χρόνια αργότερα και στο εξωτερικό πια θα συνεχίσει τη μελοποίηση ποιητικών κειμένων με την "Κατάσταση Πολιορκίας" (Ρένα Χατζηδάκη) και το "Πνευματικό Εμβατήριο" (Άγγελος Σικελιανός), για να ακολουθήσουν το 1973 τα "18 Λιανοτράγουδα της πικρής Πατρίδας" (Γιάννης Ρίτσος) και το 1974 ο "Ήλιος κι ο Χρόνος" (Γιώργος Σεφέρης).
Δύο χρόνια μετά το Θεοδωράκη, το 1965, ο Μάνος Χατζιδάκις κυκλοφορεί το δίσκο "Ματωμένος Γάμος Παραμύθι χωρίς όνομα", με τραγούδια από τα έργα των Λόρκα και Καμπανέλλη αντίστοιχα, σε στίχους του ποιητή και σταθερού συνεργάτη του Νίκου Γκάτσου το πρώτο, και του ίδιου του συγγραφέα το δεύτερο. Το παιχνίδι με την ποίηση ο Χατζιδάκις θα το κερδίσει πανηγυρικά το 1972 με το "Μεγάλο Ερωτικό", ένα δίσκο-σταθμό στην ελληνική δισκογραφία και από άποψη μουσικής φόρμας και λόγω του σπουδαίου λόγου που ενεδύθη το μέλος: Καβάφης, Ελύτης, Μυρτιώτισσα, Σολωμός, Λόρκα πάλι σε μετάφραση Γκάτσου Σολομών κ.ά.
Το παράδειγμά τους θα ακολουθήσει το 1969 ο Γιάννης Μαρκόπουλος ("Ήλιος ο Πρώτος", ποίηση Οδυσσέα Ελύτη), ενώ ο νεοαφιχθείς από τη Γαλλία Γιάννης Σπανός θα εκδώσει τις τρεις "Ανθολογίες" του (1967, 1968 και 1975 κατά σειρά), γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία με την Τρίτη. Το 1975 θα εκδώσει και ο Δήμος Μούτσης την "Τετραλογία" του σε ποίηση Σεφέρη, Καβάφη κ.ά., ένα δίσκο-τομή για την εποχή, κυρίως ως προς τις μουσικές φόρμες που δοκιμάζει ο συνθέτης, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα ο Θάνος Μικρούτσικος θα βάλει στα χείλη όλων τον παραγνωρισμένο τότε Νίκο Καββαδία με τον κλασικό πλέον "Σταυρό του Νότου".
Αυτό που συνέβη τότε ήταν πολύ τολμηρό. Μιλάμε για μια εποχή που τα τραγούδια τραγουδιόνταν, στις ταβέρνες, στις παρέες, στους δρόμους, στα μπαλκόνια. Φυσικά, το "Άξιον Εστί" ή ο "Μεγάλος Ερωτικός" ουδέποτε τραγουδήθηκαν εκεί δεν ήταν, άλλωστε, ο φυσικός τους χώρος ούτε γνώρισαν την επιτυχία που τους επεφυλάχθη δέκα-δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους. Ωστόσο, υπέδειξαν μια αισθητική εντελώς διαφορετική από την κρατούσα και απέδειξαν ότι το τραγούδι μπορεί να είναι μια τρίλεπτη υπόθεση μεγάλης σημασίας. Αλλά όλα αυτά ο πολύς κόσμος τα κατάλαβε και τα τίμησε αργότερα.
Η σχέση του Γιάννη Ρίτσου με το Καρλόβασι Σάμου.....
Ο Γιάννης Ρίτσος, ο μεγάλος ποιητής του Ελληνισμού, είχε ιδιαίτερη σχέση με το Καρλόβασι της Σάμου, η οποία αρχίζει το 1954, όταν παντρεύεται την καρλοβασίτισσα γιατρό κυρία Γαρουφαλίτσα, το γένος Γεωργιάδου. Τον επόμενο χρόνο γεννιέται εκεί η κόρη του, Έρη.
Η οικογένεια Ρίτσου εγκαθίσταται στο Καρλόβασι και ο ποιητής ζει μεγάλα χρονικά διαστήματα στην πόλη. Το 1968 βρίσκεται στο Καρλόβασι σε κατ' οίκον περιορισμό. Μετά το 1974, οι επισκέψεις του είναι συχνές και η σχέση που αναπτύσσει με το Καρλόβασι γίνεται πιο στενή. Το 1982 ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης του Δήμου Καρλοβασίων.
Όλοι οι Καρλοβασίτες τον θυμούνται να κάθεται τα απογεύματα στην παραλία θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα.
Από τις πιο αγαπημένες του ασχολίες ήταν να ζωγραφίζει πέτρες και αντικείμενα σε πηλό στο αγγειοπλαστείο του Βασίλη Κοντορούδα. Πολλά απο τα ποιήματά του είναι γραμμένα στο Καρλόβασι. Στην ποιητική του συλλογή "Χρονικό", (1957), απεικονίζεται εμμέσως πλήν σαφώς το Καρλόβασι της δεκαετίας του 1950.
Η πρώτη του αναφορά στη Σάμο (1955)
Έχω ένα πουκάμισο
απ' τα φώτα των νερών
έχω ένα χρυσό σακκάκι
απ' το λιόγερμα της Σάμος
έχω μια δόξα
απ' τα πρώτα σου χαμόγελα.
Και μια από τις τελευταίες του (1979)
Βαθύ Καρλοβασίτικο φεγγάρι
πάνω απ' τις κραυγές των εραστών βατράχων.
Αναγνώστες
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009
Άγγελος Σικελιανός...ο μανιασμένος Απόλλωνας
Άγγελος Σικελιανός
ο μανιασμένος Απόλλωνας
1.
*** Ένας παλιός σφραγιλόθος των Γνωστικών. Ένας εσταυρωμένος κάτω από το φεγγάρι και την νύχτα. Από κάτω η επιγραφή: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC.
*** Αυτό είναι ένα αντίδωρο - μα κάθε αντίδωρο προϋποθέτει το δώρο. Λάμπει η νύχτα - για να δούμε.
*** Λένε πως ο Απόλλωνας ήταν κάποιος που δεν βάκχιζε. Και ακόμη πως ο Διόνυσος ήτανε κάποιος που δεν νοούσε. Κι άμα κάπου συναντηθούν ο έξαλλος Διόνυσος και ο τρομερός Απόλλωνας έχουμε την τραγωδία.
*** Κάπως έτσι.
*** Κάμποσες φορές μέσα στον χρόνο των ανθρώπων που συναντήθηκαν ετούτοι οι δυο.
*** (Λένε πως συναντήθηκαν και ένα βράδυ στο Όρος των Ελαιών)
*** (Κι ο σκοτεινός φιλόσοφος της Εφέσου το είχε εξαγγείλει: Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο)
*** Κι ακόμη, πολλοί κι αυτοί που θέλησαν να γυρέψουν τον τρόπο ετούτης της συνάντησης. Φυσικά, οι περισσότεροι τον φαντασιώθηκαν ως ρομαντική ονειροπόληση, ως θεωρία, ως πνευματικό ορίζοντα.
*** Λίγοι, ελάχιστοι το προχωρήσανε παραπέρα.
*** Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ας πούμε, έκανε την αναζήτηση του τραγικό σπασμό και αυτοδιαμελισμό - και σφράγισε τον αιώνα που έρχονταν.
*** Στον αντίποδά του Νίτσε, ο Άγγελος Σικελιανός γύρεψε την τραγική γαλήνη, την τραγική ενότητα του κόσμου.
*** Ο Νίτσε λογάριαζε ετούτη τη συνάντηση ως όρο εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Λαχτάρισε τόσο την τραγωδία που στο τέλος την έζησε ο ίδιος - ίσως περισσότερο από κάθε άλλον.
*** Ο Σικελιανός πίστεψε πως στη συνάντηση αυτή φωλιάζει η πρώτη σπίθα του Θεού. Και θέλησε τούτη τη σπίθα να την δώσει στους ανθρώπους.
***Απέτυχε - όμως απέτυχε όπως έπρεπε.
*** Για τούτη την αποτυχία και για τούτον τον Σικελιανό μιλάω - όσο και όπως μπορώ.
*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC - ποιος είναι ποιος;
*** Πρώτα από όλα: 18 Μαρτίου του 1884 - 19 Ιουνίου του 1951.
*** Δηλαδή: γεννήθηκε και πέθανε - παρ’ όλο που κάμποσες φορές στη ζωή του αμφέβαλε και για τα δυο.
*** Μια αστραπή.
*** Ένας θεατρίνος, ένας μάρτυρας, ένας νάρκισσος, ένας προφήτης, ένας εγωπαθής, ένας ιεροφάντης, ένας τσαρλατάνος, ένας δρυίδης, ένας προικοθήρας, ένας ένθεος επαναστάτης, ένας ψεύτης, ένας φιλόσοφος, ένας αποτυχημένος, ο μεγαλύτερος ποιητής τον αιώνων.
*** Μπορεί κανείς να αφεθεί σε μιαν ατέλειωτη σειρά στίχων που παλεύουν να περικλείσουν τον κόσμο. Ή πάλι σε έναν καταρράχτη στιγμών μανίας και θεριεμένων ονείρων,
*** Στην αρχή του ήτανε ένας στίχος του Σολωμού - ένας στίχος διόλου ρητορικός.
*** Αλαφροίσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τι ’δες;
*** Κι αφού πέτρασε την αδιανόητη θάλασσα του κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός κατέληξε στο ζευγάρωμα του αρχικού στίχου.
*** Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC σου λέω.
*** Ηχήστε σάλπιγγες: ο Άγγελος Σικελιανός ήτανε ο τελευταίος αρχαίος έλληνας: και Πίνδαρος και Ηράκλειτος και Αισχύλος - έτσι του ταίριαζε. Ήτανε ο πρώτος Απολλώνιος Χριστιανός - πιθανώς ο δεύτερος μετά τον Άρειο, πιθανώς ο τρίτος μετά τον Πλήθωνα. Ήτανε μανιασμένος βασιλιάς και γαλήνιος προφήτης και σκοτεινός φιλόσοφος- έτσι του ταίριαζε. Ήτανε Ορφέας, Σίβυλλα, Σφίγγα, Θησέας, Βαφτιστής, Ναζωραίος, Παναγία και Μαγδαληνή. Όλα αυτά μαζί κι άλλα χίλια - έτσι του ταίριαζε
*** Ήτανε κάποιος που μπορούσε να αντέχει την συντριβή του - ακριβώς γιατί δεν την καταλάβαινε.
*** Να γιατί ήταν ο αντίποδας του μανιασμένου τραγικού φιλοσόφου: θαρρώ πως ο Νίτσε ήταν ο Πενθέας του καιρού του. Ο Σικελιανός ήταν -ή θάρρεψε- πως ήταν ο Προμηθέας.
*** Φυσικά πυρφόρος και μόνο πυρφόρος - στο νου δεν χωρούσε μήτε δεσμώτης, μήτε λυόμενος, μήτε τίποτε άλλο.
*** Έτσι θάρρευε τον κόσμο.
*** Κι αυτό το «θάρρευε» είναι που με κεντρίζει με τον Σικελιανό.
*** Όχι το αποτέλεσμα - το ό,τι θάρρευε.
*** Ναι εξηγηθώ: για μένα ο Σικελιανός δεν είναι αυτά που έγραψε - αυτά που μένουν. Για μένα ο Σικελιανός είναι αυτά που ζήτησε - αυτά που λαχτάρισε, αυτά που πεθύμησε.
*** Δηλαδή αυτά που φεύγουν και χάνονται για πάντα.
*** Θα προσπαθήσω να γίνω κατανοητότερος παρακάτω.
2.
*** Το ξημέρωμα της 18ης Μαρτίου του 1884 οι μαμές που είχαν παρασταθεί στην γένα του έβδομου παιδιού της Χαρίκλειας Σικελιανού, το γένος Στεφανίτση, συζύγου του καθηγητή ξένων γλωσσών του Γυμνασίου της Λευκάδας, Ιωάννη Σικελιανού, είχαν να διηγηθούν πως το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα) και για αυτό στη ζωή του θα ήσαν ευλογημένο από την τύχη. Το αγόρι εκείνο μεγαλώνοντας έμαθε, βέβαια, την ιστορία και του καλοφάνηκε ιδιαίτερα – από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πως είχε στη ζωή του μέγα προορισμό κι όλα τα σημάδια συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο.
*** Το αγόρι με το μαγνάδι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός – κι έταξε τον εαυτό του για εραστή της μάνας γης και νύμφιο του πατέρα ουρανού.
*** Υπάρχει μια ιστορία για τον Σικελιανό που -αν είναι αληθινή- τα λέει σχεδόν όλα για εκείνον τον μανιασμένο Απόλλωνα. Την καταγράφει (αν την καταγράφει) ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον παππούλη κρητικό του Τολέδο.
*** Κάποτε, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν από το ταξίδι τους στο όρος ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης έμεναν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα του Άγγελου Εύα Πάλμερ - Σικελιανού του στέλνει ένα γεμάτο φέρετρο. «Βουδάκι μου, ο γείτονάς μας ο ράφτης πέθανε και σου τον στέλνω να τον αναστήσεις.»
*** Ο Καζαντζάκης έστησε μάτι κι αυτί: τώρα θα φανεί αν είναι ένας θεατρίνος ή πραγματικά πιστεύει. Άραγε θα τολμήσει την συντριβεί του ή θα κάνει πίσω;
*** «Όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα’ κι ευθύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει.»
*** Το πρωί ο Καζαντζάκης αντίκρισε έναν Σικελιανό αμίλητο και κάτωχρο - σαν φάντασμα. Είχε παλέψει να αναστήσει τον νεκρό σαν τον προφήτη Ελισσαίο, ξαπλώνοντας γυμνός απάνω του και φυσώντας του πνοή στο σώμα. Του κάκου.
*** Ο Καζαντζάκης τον πήρε με το ζόρι για βόλτα στην ακροθαλασσιά για να τον ηρεμήσε. Κάποτε ο Σικελιανός μίλησε: «Ντρέπουμαι. Η ψυχή, λοιπόν, δεν είναι παντοδύναμη».
*** (Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι αν η ιστορία είναι μια κατασκευή του Καζαντζάκη, είναι, το δίχως άλλο, μια καλή ιστορία.)
*** Μια άλλη ιστορία με το Σικελιανό στο κέντρο της, είναι ήδη μέρος της νεοελληνικής μυθολογίας - ένα από τα αστραφτερότερα διαμάντια της. Στις 28 του Φλεβάρη του 1943, ημέρα Κυριακή, οι σκλαβωμένοι και ρημαγμένοι από την πείνα Έλληνες κήδεψαν τον Κωστή Παλαμά στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σικελιανός, ίδιος με αρχαίο Θεό, έχει γράψει ποίημα για να το διαβάσει πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Ηχήστε σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.
*** Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: Όσοι βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή -και δεν ήσαν λίγοι- είδανε έναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του, να στηρίζει την Ελλάδα, ή ό,τι λογάριαζε εκείνος για Ελλάδα, σε ένα φέρετρο. Ήσανε τόσο μανιασμένος, τόσο έμπυρος που το κατάφερε.
*** (Και μετά όταν τραγουδούσανε τον Ύμνο του Σολωμού, όσοι ανταμώθηκαν με το βλέμμα του ένιωσαν κάτι από εκείνο το πύρωμα - ο Ελύτης ήταν ένας από αυτούς.)
*** Όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του κράτησαν ένα κομματάκι από τούτο το πύρωμα. Ο Σεφέρης θυμόταν μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, κάπου στα 1950: «Είδα το μαύρο’ ήταν απόλυτα ωραίο» του είπε ο Σικελιανός.
*** Ήταν μανιασμένος για Θεό - για κάθε λογής Θεό. Κάποτε είπε -και πάλι του Καζαντζάκη-: αισθάνομαι πως έχω τόσο πολύ Θεό μέσα μου, που αν αγγίξεις το χέρι μου αισθάνομαι πως θα πετάξει σπίθες. Ο Καζαντζάκης απέφυγε - για να το μετανιώσει αργότερα.
*** Ο Ελύτης καταγράφει το καιριότερο: ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 1946 πήγε στο ψηλοτάβανο σπίτι του Σικελιανού για να του αφήσει βιβλία σχετικά με τον Υπερρεαλισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Άννα Σικελιανού έλειπε: «...Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε από το ανιχτό παράθυο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. (...) Αυτός που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, κι όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη μέσα στη θεϊκή του απλότητα.»
*** (Ίσως αυτή η εικόνα να εξηγεί το γιατί ο Ελύτης ήταν αυτός που τρεις και τέσσερις δεκαετίες αργότερα ήταν ο μόνος που είδε τον ελληνικό κόσμο του Σικελιανού ως μυθιστορηματική διαφάνεια.)
*** Υπάρχουν πολλές ακόμη ιστορίες για τον Σικελιανό - αναρρίθμητες. Οι χυδαιότερες αφορούν τον τρόπο που διάφορα φασιστάκια τον απέκλεισαν από την Ακαδημία Αθηνών, ή τον τρόπο που τα ίδια φασιστάκια της Ακαδημίας Αθηνών, με αρχηγό τον Σπύρο Μελά, πάλεψαν να μην δοθεί τον Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε έναν «ύποπτο αναρχοκομμουνιστή».
*** Οι πιο περιπλεγμένες έχουν να κάνουν την σχέση του με τις γυναίκες - τους γάμους του, τις ερωμένες του, τους θρύλους που κύκλωσαν την σεξουαλικότητά του.
*** (Είπαμε: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC - αυτό.)
*** Η Εύα Πάλμερ: Μια ζάπλουτη αμερικανίδα, πανέμορφη σαν Καρυάτιδα, ηθοποιός, χορεύτρια, καθηγήτρια κεντητικής, ελληνιστρια, οπαδός μια παγανιστικής βιοθεωρίας που ζήταγε επιστροφή στις φυσικές αξίες, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Σικελιανό, συναντήθηκε μαζί του το 1906, και μπήκε μέσα στον τυφώνα εκείνου του εικοσιτριάχρονου Αλαφροίσκιωτου. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά – και μετά δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους που τον είπανε Γλαύκο.
*** Ήταν ένας έρωτας αντάξιός τους, εμποτισμένος από τις λιμπερτινικές αρχές της Εύας και τις μυστικές ορμές του Αγγέλου. Ζήσαν το πάθος τους και τα πάθη τους μαζί και χώρια, όπως σε ταινία του σινεμά, αψηφώντας τον κόσμο και τις συμβάσεις των αστών του καιρού τους. Δικό τους παιδί ήσαν οι Δελφικές Γιορτές – μια μεγάλη ουτοπία ελευθερίας.
*** Ήταν ένα μεγάλο όνειρο που τους πήρε μέσα του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Η ανασύσταση του κοσμου με κέντρο τους Δελφούς’ η δημιουργία ενός ομφάλιου λώτρου που θα συνδέσει τον αρχαίο κόσμο και τον νεώτερο, που θα ενώσει το Πνεύμα και την Πράξη, τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Άγγελος έταξε σε τούτη την ιδέα την πένα του, η Εύα όλη της την ψυχή και την περιουσία της. Οι Δελφικές Γιορτές που γίνανε το 1927 στους Δελφούς με την παράσταση το Προμηθέα Δεσμώτη και επαναλήφθηκαν το 1930 με τις Ικέτιδες ουσιαστικά σήμαναν την οικονομική καταστροφή της Εύας, ο οποία σκηνοθετούσε, έκανε την χορογραφία, έφτιαξε τους αργαλιούς με τους οποίους ύφανε τα ρούχα των ηθοποιών. Ο Σικελιανός, γράφοντας μα σειρά δοκιμίων και ενεργοποιώντας το κύρος του, πέτυχε να θεσμοθετηθούν οι Δελφικές Γιορτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ωστόσο η Εύα ήταν που ταξίδεψε στην Αμερική ψάχνoντας για χρηματοδότηση.
*** Η τύχη δεν την ευνόησε: η υιοθέτηση των Γιορτών από το Ίδρυμα Ροκφέλερ ναυάγησε για μια ασήμαντη αφορμή. Το 1933 η Εύα ξαναταξίδεψε στην Αμερική για να βρει εκ νέου χρηματοδότες. Μα κάπου μέσα της ήξερε πως θα δεν θα ξαναέσμιγε με τον Άγγελο. Νωρίτερα το 1939 έδωσε την ευχή της στο Άγγελο να παντρευτή την Άννα Καραμάνη, άλλοτε σύζυγο του διάσημου πνευμονολόγου Γεώργιου Καραμάνη, και με μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχισε να προπαγανδίζει τις Δελφικές Γιορτές, την υποψηφιότητα του Σικελιανού για το Νόμπελ, την οικονομική βοήθεια στην μετακαχοχική Ελλάδα. Επέστρεψε μολις το 1952, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αγγέλου, για να πεθάνει κάτω από τον ελληνικό ήλιο.
*** Φυσικά θάφτηκε στους Δελφούς, σε διπλανό τάφο με εκείνον.
*** (Έτσι έπρεπε.)
*** Τα χρόνια που πέρασε με την Άννα ήταν για τον Σικελιανό ο καιρός που έκανε την τελική του σούμα του στοχασμού: Δελφοί, Ελευσίνα, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Κνωσός, Πελοπόνησος του Πλήθωνα, Επίδαυρος του Ασκληπιού. Κι ακόμη, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, προτάσεις για την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας, δόντια νεκρών σκύλων που λάμπουν, τουδικαίου αστραπή και ελπίδα.
*** Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1951, στην Κλινική «Παμμακάριστος» ης Αθήνας, το αγόρι με το μαγνάδι έγινε ένα από τα μάγια της νύχτας του.
3.
*** Πρέπει να το πω: οι ξένες εγκυκλοπαίδειες τον βγάζουν έναν από τους μεγαλύτερους στον κοσμο λυρικούς ποιητές του αιώνα του, έχασε το Νόμελ μόνο από τις αντιδράσεις, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα 1998 τον λογαριάζει για τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα (δηλαδή: μεγαλύτερο κι από τον Καβάφη), εγώ ωστόσο, πέρα από το Άγραφον, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο ποίημα του Σικελιανού.
*** Μήτε καν ποιήματα που, δίχως την παραμικρή επιφύλαξη, αναγνωρίζω ως μεγαλειώδη: τον Αλαφροϊσκιωτο, τη Μητέρα Θεού, την Ιερά Οδό, το Θαλερό.
*** Μοιάζει παράξενο: λίγες φορές έχω αναγνωρίσει στην ποίηση τόση μεγάλη λαχτάρα ελευθερίας όσο στους έξι τόμους του Σικελιανού - και λίγες φορές με έχουν κλωτσήσει τόσο οι διαστάσεις του μεγαλείου των νοημάτων, έτσι όπως τι προσδιόρισε ο ίδιος ο δημιουργός τους.
*** Να το πω όσο πιο απλά μπορώ: διαβάζω Σικελιανό και νιώθω πως μονίμως μου αναγγέλει.
*** (Πως δεν ζει μαζί μου, πώς δεν μοιράζεται κάτι με μένα.)
*** (Πως μου λέει τον καθολικό χρησμό του και με καλεί να το πιστέψω.)
*** Ήταν ο τρόπος που ο Σικελιανός κατανοούσε την ποίηση – ως μια δημόσια μαντεία. Προφανώς λογάριαζε τον ποιητή για προφήτη – ή για Μεσσία.
*** Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ποιους τέσσερις είδε να υποδέχονται την ψυχή του Παλαμά: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός.
*** Μα ο Ορφέας είχε κομματιαστεί από τις σκληρές γυναίκες της Θράκης. Ο Ηρακλειτος ήταν ένα σάρμα αποσπασμάτων. Ο Αισχύλος ήταν ο σπασμός του κακού που ριζώνει στην τραγική φύση του ανθρώπου.
*** Ο Σολωμός ητανε κάποιος που αντί να ενώσει τον κόσμο, αιματοτσάκισε τον εαυτό του
*** Ο Σικελιανός θέλησε να σταθεί πλάι σε αυτούς αναγγέλοντας πως, πρώτος αυτός, πέτυχε το κατορθωμενο σώμα.
*** Δεν το πέτυχε – κι ευτυχώς. Αν κάτι τέτοιο γινόταν, η ποίηση θα απέμενε νεκρή.
*** Και για μένα το σώμα του Σικελιανού δεν είναι οι στίχοι - αυτοί που πίστευε πως ήταν όμοιοι με του Αισχύλου.
*** Το σώμα του Σικελιανού είναι η στάχτη που την πήρε ο αέρας.
*** Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος – να τι με νοιάζει.
4.
*** Ο Σεφέρης, στον ευχαριστήριο λόγο του προς τη Σουηδική Ακαδημία, έκανε φυσικά λόγο και για τον Σικελιανό: νιώθοντας αμήχανα να μιλήσει για τα ποιήματα αυτά καθ’ αυτά, πηγαίνει τα λόγια του στο σμίξιμο του Διόνυσου με του τον Χριστό: «Στην Ελλάδα, ξέρετε, ο Διόνυσος είναι κι αυτός ένας Εσταυρομένος».
*** Ο Σεφέρης ήξερε τι έλεγε. Αυτό σμίξιμο Διόνυσου και Χριστού ήταν πατέντα του Σικελιανού – κι ήτανε μια πατέντα κόντρα στην ιστορία και κόντρα στην λογική.
*** Είναι γνωστό το πόσο η θρησκεία του Χριστού, σαν έγινε εξουσία, πολέμησε την ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό το πώς κομματιάστηκε η Υπατία, το πώς εσφαγιάζονταν οι εθνικοί για κοντά έναν ολόκληρο αιώνα, το πώς καταστράφηκαν αγάλματα και κάηκαν βιβλία – για πολλούς, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας. Κι ακόμη είναι γνωστό το πώς ονομάστκε ο Ιουλιανός και το γιατί κάηκαν τα βιβλία του Πλήθωνα.
*** Ο Νίτσε ήταν που στην τελευταία φράση του Ecce Homo, το γράφει καθαρά: «Ο Διόνυσος εναντίων του Εσταυρωμένου».
*** Ο Σικελιανός θέλησε να σμίξει το Διόνυσο με τον Εσταυρωμένο – με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να σμίξει οτιδήποτε ένιωθε πως έκρυβε μέσα του θεική σπίθα.
*** Την Παναγία, την Αγαύη, τη Μαγδαληνή, την Περσεφόνη, την Πυθία, τον Ασκληπιό, το θυσιασμένο Ρόδο, τη Δήμητρα, τον Ορφέα με τις γυναίκες του, τον Διόνυσο με τις γυναίκες του, τον Χριστό με τις γυναίκες του, την αρκούδα του τσιγγάνου, το δόντι του νεκρού σκύλου.
*** Όλα αυτά.
*** Ναι, ήταν μια δικιά του πατέντα, ανιστόρητη και καταδικασμένη – μα για μένα τούτη η πατέντα (αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γήινο μύθο») είναι το μεγάλο αντίδωρο του Σικελιανού - για όλους μας
*** (Μα ποιο είναι το δώρο, λοιπόν;)
*** Ο ίδιος το θέλησε ποιήση και θρησκεία. Μα κάποιος μπορεί να πει πως η ποίηση δεν γίνεται με εξαγγελίες και η θρησκεία δεν γίνεται με λυρικά συνθέματα και μυθολογικά κορφολογήματα ραμμένα με αστικό νήμα. Σε αυτό έσφαλαν πολλοί – σε αυτό έσφαλε και ο Σικελιανός.
*** Εξάλλου η ποίηση είναι στον αντίποδα της θρησκείας
*** Η ποίηση ταράζει και ερεθίζει. Η θρησκεία εκτονώνει και γαληνεύει.
*** Και η θρησκεία είναι ένα εκστατικό φαινόμενο απελπισμένων - πάντοτε ως τέτοιο γεννιέται και στη συνέχεια χειραγωγείται από την φιλοσοφία και την εξουσία.
*** (Για να θυμηθώ τον Γκάτσο: γίνεται πεπρωμένο.)
*** Ο αγώνας του Σικελιανού να φτιάξει μια νέα θρησκεία φτιάχνοντας μια νέα μυθολογική ταξη, έναν νέο ενοποιημένο πανανθρώπινο κόσμο, μια νέα αρχαία Ελλάδα ανταμωμένη με τον Ναζωραίο και την Παναγιά, ήταν μια αστική κατασκευή, καμωμένη από κείμενα.
*** Κι έτσι γέμισε δυο ή τρεις χιλιάδες σελίδες με μια φαντασμαγορία.
*** Αυτή θαρρώ είναι η τραγωδία του Σικελιανού: που γύρευε να ανεβάσει τον Ορφέα στον σταυρό του Χριστού, όχι ως κοινωνία αλλά ως ποιητική αλήθεια.
*** Που γύρευε να γράψει τραγωδίες όχι ως ποίηση αλλά ως κοινωνία.
*** Έτσι το αντίδωρό του μένει στα χέρια μας δίχως κατεύθυνση.
*** (Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος)
*** Για αυτό με ερεθίζει ο Σικελιανός: ήσαν τόσο τραγικός που δόθηκε στην τραγωδία του δίχως να την καταλάβει.
*** Κι ακόμη με ερεθίζει που αρνήθηκε τον φόβο του Θεού.
*** (Δηλαδή αυτό για το οποίο τον ψέγει ο Λορεντζάτος).
*** Κι ακόμη με βουρλαίνει που πήγε να αναστήσει πεθαμένους πιστεύοντας πως είναι ο ίδιος ένα κομμάτι του κατορθωμένου θαύματος.
*** Κανένας ποιητής του αιώνα του (μήτε ο Πάουντ, μήτε ο Έλιοτ, μήτε -φυσικά- ο Καβάφης, μήτε καν ο Ελύτης) δεν στόχευσαν σε ένα τέτοιο θάμπος.
*** Κανένας προφήτης ή φιλόσοφος του αιώνα του δεν θέλησε τόσην διαφάνεια.
*** Κι όμως εκείνος τα ζήτησε – είτε από εγωπάθεια, είτε από αγνότητα, είτε κι από τα δύο.
*** Μα, ποιο είναι, λοιπόν, και ποιο είναι το αντίδωρο και ποιο είναι το ακριβό δώρο;
5.
*** Το πιο πιθανό: να παραχωθεί σε σεντούκια και χρονοντούλαπα μυρμυγκοφάγων - ή ακόμη να μείνει ως καρτποσταλικό παράδειγμα μιας αθώας μεγαλοστομίας άλλων καιρών.
*** Το πιο πιθανό: να κυλήσει ο χρόνος μας με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμόνες, μέρες γεμάτες με Ερινύες και ερημία, φαρμακωμένα βέλη και φαρμακερή λογική.
*** Το πιο πιθανό: να χάσουμε - ωστόσο.
*** Ωστόσο η νύχτα που ’ναι σπαρμένη με μάγια είναι δική μας υπόθεση - κι είναι δικό μας ρίσκο, κίνδυνος, απελπισία.
*** Γιατί στην άκρη της απελπισίας φυτρώνουν τα άγρια λουλούδια.
*** Τα λουλούδια που θαμπώνουν ακόμη και τυφλούς με τη μυρωδιά τους.
*** Ω ναι.
*** Λένε πως ένα ωραίο παραμύθι για τους Δελφούς – που πιθανώς και να μην είναι τόσο παραμύθι. Λένε πως όποιος ζήταγε χρησμό περνούσε από μα πύλη που έγραφε Γνώθι σαυτόν.
*** (Ως εδώ καλά).
*** Στο τέλος, όταν έπαιρνε τον χρησμό της Πυθίας, σαν έφευγε τον εβαζαν να περάσει κάτω από μια άλλη πύλη που τον ξεπροβόδιζε με μια μονάχα λέξη - μόλις μια συλαβή, δύο γράμματα.
*** Ει
*** Που σημαίνει να είσαι.
*** Να είσαι αυτός που ψάχνει, που φεύγει, που συναντιέται με τον Θεό κι όμως συνεχίζει ελεύθερος.
*** Να είσαι αυτός που βαδίζει για τον θάνατό του
*** Να είσαι ο μανιασμένος που σπέρνει με μάγια τη νύχτα.
*** Κι είναι, φευ, πάντοτε νωρίς - μα κανείς πρέπει να το αποφασίσει.
*** Ο Άγγελος Σικελιανός ίσως να απέτυχε ως ποιητής, όμως κατόρθωσε αυτό το Ει.
*** Να είσαι.
*** Να είσαι.
*** Να είσαι.
*** Κι εκείνος ο μανιασμένος Απόλλωνας ήταν και θα είναι.
*** Όχι τα ποιήματα, όχι οι στίχοι, όχι τα λόγια - μα το πύρωμα.
*** Το πύρωμα, το πύρωμα.
*** Αυτό είναι το ακριβότερο δώρο.
Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 4, Μάιος - Ιούνιος 2004.)
ο μανιασμένος Απόλλωνας
1.
*** Ένας παλιός σφραγιλόθος των Γνωστικών. Ένας εσταυρωμένος κάτω από το φεγγάρι και την νύχτα. Από κάτω η επιγραφή: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC.
*** Αυτό είναι ένα αντίδωρο - μα κάθε αντίδωρο προϋποθέτει το δώρο. Λάμπει η νύχτα - για να δούμε.
*** Λένε πως ο Απόλλωνας ήταν κάποιος που δεν βάκχιζε. Και ακόμη πως ο Διόνυσος ήτανε κάποιος που δεν νοούσε. Κι άμα κάπου συναντηθούν ο έξαλλος Διόνυσος και ο τρομερός Απόλλωνας έχουμε την τραγωδία.
*** Κάπως έτσι.
*** Κάμποσες φορές μέσα στον χρόνο των ανθρώπων που συναντήθηκαν ετούτοι οι δυο.
*** (Λένε πως συναντήθηκαν και ένα βράδυ στο Όρος των Ελαιών)
*** (Κι ο σκοτεινός φιλόσοφος της Εφέσου το είχε εξαγγείλει: Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο)
*** Κι ακόμη, πολλοί κι αυτοί που θέλησαν να γυρέψουν τον τρόπο ετούτης της συνάντησης. Φυσικά, οι περισσότεροι τον φαντασιώθηκαν ως ρομαντική ονειροπόληση, ως θεωρία, ως πνευματικό ορίζοντα.
*** Λίγοι, ελάχιστοι το προχωρήσανε παραπέρα.
*** Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ας πούμε, έκανε την αναζήτηση του τραγικό σπασμό και αυτοδιαμελισμό - και σφράγισε τον αιώνα που έρχονταν.
*** Στον αντίποδά του Νίτσε, ο Άγγελος Σικελιανός γύρεψε την τραγική γαλήνη, την τραγική ενότητα του κόσμου.
*** Ο Νίτσε λογάριαζε ετούτη τη συνάντηση ως όρο εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Λαχτάρισε τόσο την τραγωδία που στο τέλος την έζησε ο ίδιος - ίσως περισσότερο από κάθε άλλον.
*** Ο Σικελιανός πίστεψε πως στη συνάντηση αυτή φωλιάζει η πρώτη σπίθα του Θεού. Και θέλησε τούτη τη σπίθα να την δώσει στους ανθρώπους.
***Απέτυχε - όμως απέτυχε όπως έπρεπε.
*** Για τούτη την αποτυχία και για τούτον τον Σικελιανό μιλάω - όσο και όπως μπορώ.
*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC - ποιος είναι ποιος;
*** Πρώτα από όλα: 18 Μαρτίου του 1884 - 19 Ιουνίου του 1951.
*** Δηλαδή: γεννήθηκε και πέθανε - παρ’ όλο που κάμποσες φορές στη ζωή του αμφέβαλε και για τα δυο.
*** Μια αστραπή.
*** Ένας θεατρίνος, ένας μάρτυρας, ένας νάρκισσος, ένας προφήτης, ένας εγωπαθής, ένας ιεροφάντης, ένας τσαρλατάνος, ένας δρυίδης, ένας προικοθήρας, ένας ένθεος επαναστάτης, ένας ψεύτης, ένας φιλόσοφος, ένας αποτυχημένος, ο μεγαλύτερος ποιητής τον αιώνων.
*** Μπορεί κανείς να αφεθεί σε μιαν ατέλειωτη σειρά στίχων που παλεύουν να περικλείσουν τον κόσμο. Ή πάλι σε έναν καταρράχτη στιγμών μανίας και θεριεμένων ονείρων,
*** Στην αρχή του ήτανε ένας στίχος του Σολωμού - ένας στίχος διόλου ρητορικός.
*** Αλαφροίσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τι ’δες;
*** Κι αφού πέτρασε την αδιανόητη θάλασσα του κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός κατέληξε στο ζευγάρωμα του αρχικού στίχου.
*** Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC σου λέω.
*** Ηχήστε σάλπιγγες: ο Άγγελος Σικελιανός ήτανε ο τελευταίος αρχαίος έλληνας: και Πίνδαρος και Ηράκλειτος και Αισχύλος - έτσι του ταίριαζε. Ήτανε ο πρώτος Απολλώνιος Χριστιανός - πιθανώς ο δεύτερος μετά τον Άρειο, πιθανώς ο τρίτος μετά τον Πλήθωνα. Ήτανε μανιασμένος βασιλιάς και γαλήνιος προφήτης και σκοτεινός φιλόσοφος- έτσι του ταίριαζε. Ήτανε Ορφέας, Σίβυλλα, Σφίγγα, Θησέας, Βαφτιστής, Ναζωραίος, Παναγία και Μαγδαληνή. Όλα αυτά μαζί κι άλλα χίλια - έτσι του ταίριαζε
*** Ήτανε κάποιος που μπορούσε να αντέχει την συντριβή του - ακριβώς γιατί δεν την καταλάβαινε.
*** Να γιατί ήταν ο αντίποδας του μανιασμένου τραγικού φιλοσόφου: θαρρώ πως ο Νίτσε ήταν ο Πενθέας του καιρού του. Ο Σικελιανός ήταν -ή θάρρεψε- πως ήταν ο Προμηθέας.
*** Φυσικά πυρφόρος και μόνο πυρφόρος - στο νου δεν χωρούσε μήτε δεσμώτης, μήτε λυόμενος, μήτε τίποτε άλλο.
*** Έτσι θάρρευε τον κόσμο.
*** Κι αυτό το «θάρρευε» είναι που με κεντρίζει με τον Σικελιανό.
*** Όχι το αποτέλεσμα - το ό,τι θάρρευε.
*** Ναι εξηγηθώ: για μένα ο Σικελιανός δεν είναι αυτά που έγραψε - αυτά που μένουν. Για μένα ο Σικελιανός είναι αυτά που ζήτησε - αυτά που λαχτάρισε, αυτά που πεθύμησε.
*** Δηλαδή αυτά που φεύγουν και χάνονται για πάντα.
*** Θα προσπαθήσω να γίνω κατανοητότερος παρακάτω.
2.
*** Το ξημέρωμα της 18ης Μαρτίου του 1884 οι μαμές που είχαν παρασταθεί στην γένα του έβδομου παιδιού της Χαρίκλειας Σικελιανού, το γένος Στεφανίτση, συζύγου του καθηγητή ξένων γλωσσών του Γυμνασίου της Λευκάδας, Ιωάννη Σικελιανού, είχαν να διηγηθούν πως το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα) και για αυτό στη ζωή του θα ήσαν ευλογημένο από την τύχη. Το αγόρι εκείνο μεγαλώνοντας έμαθε, βέβαια, την ιστορία και του καλοφάνηκε ιδιαίτερα – από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πως είχε στη ζωή του μέγα προορισμό κι όλα τα σημάδια συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο.
*** Το αγόρι με το μαγνάδι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός – κι έταξε τον εαυτό του για εραστή της μάνας γης και νύμφιο του πατέρα ουρανού.
*** Υπάρχει μια ιστορία για τον Σικελιανό που -αν είναι αληθινή- τα λέει σχεδόν όλα για εκείνον τον μανιασμένο Απόλλωνα. Την καταγράφει (αν την καταγράφει) ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον παππούλη κρητικό του Τολέδο.
*** Κάποτε, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν από το ταξίδι τους στο όρος ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης έμεναν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα του Άγγελου Εύα Πάλμερ - Σικελιανού του στέλνει ένα γεμάτο φέρετρο. «Βουδάκι μου, ο γείτονάς μας ο ράφτης πέθανε και σου τον στέλνω να τον αναστήσεις.»
*** Ο Καζαντζάκης έστησε μάτι κι αυτί: τώρα θα φανεί αν είναι ένας θεατρίνος ή πραγματικά πιστεύει. Άραγε θα τολμήσει την συντριβεί του ή θα κάνει πίσω;
*** «Όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα’ κι ευθύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει.»
*** Το πρωί ο Καζαντζάκης αντίκρισε έναν Σικελιανό αμίλητο και κάτωχρο - σαν φάντασμα. Είχε παλέψει να αναστήσει τον νεκρό σαν τον προφήτη Ελισσαίο, ξαπλώνοντας γυμνός απάνω του και φυσώντας του πνοή στο σώμα. Του κάκου.
*** Ο Καζαντζάκης τον πήρε με το ζόρι για βόλτα στην ακροθαλασσιά για να τον ηρεμήσε. Κάποτε ο Σικελιανός μίλησε: «Ντρέπουμαι. Η ψυχή, λοιπόν, δεν είναι παντοδύναμη».
*** (Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι αν η ιστορία είναι μια κατασκευή του Καζαντζάκη, είναι, το δίχως άλλο, μια καλή ιστορία.)
*** Μια άλλη ιστορία με το Σικελιανό στο κέντρο της, είναι ήδη μέρος της νεοελληνικής μυθολογίας - ένα από τα αστραφτερότερα διαμάντια της. Στις 28 του Φλεβάρη του 1943, ημέρα Κυριακή, οι σκλαβωμένοι και ρημαγμένοι από την πείνα Έλληνες κήδεψαν τον Κωστή Παλαμά στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σικελιανός, ίδιος με αρχαίο Θεό, έχει γράψει ποίημα για να το διαβάσει πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Ηχήστε σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.
*** Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: Όσοι βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή -και δεν ήσαν λίγοι- είδανε έναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του, να στηρίζει την Ελλάδα, ή ό,τι λογάριαζε εκείνος για Ελλάδα, σε ένα φέρετρο. Ήσανε τόσο μανιασμένος, τόσο έμπυρος που το κατάφερε.
*** (Και μετά όταν τραγουδούσανε τον Ύμνο του Σολωμού, όσοι ανταμώθηκαν με το βλέμμα του ένιωσαν κάτι από εκείνο το πύρωμα - ο Ελύτης ήταν ένας από αυτούς.)
*** Όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του κράτησαν ένα κομματάκι από τούτο το πύρωμα. Ο Σεφέρης θυμόταν μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, κάπου στα 1950: «Είδα το μαύρο’ ήταν απόλυτα ωραίο» του είπε ο Σικελιανός.
*** Ήταν μανιασμένος για Θεό - για κάθε λογής Θεό. Κάποτε είπε -και πάλι του Καζαντζάκη-: αισθάνομαι πως έχω τόσο πολύ Θεό μέσα μου, που αν αγγίξεις το χέρι μου αισθάνομαι πως θα πετάξει σπίθες. Ο Καζαντζάκης απέφυγε - για να το μετανιώσει αργότερα.
*** Ο Ελύτης καταγράφει το καιριότερο: ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 1946 πήγε στο ψηλοτάβανο σπίτι του Σικελιανού για να του αφήσει βιβλία σχετικά με τον Υπερρεαλισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Άννα Σικελιανού έλειπε: «...Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε από το ανιχτό παράθυο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. (...) Αυτός που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, κι όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη μέσα στη θεϊκή του απλότητα.»
*** (Ίσως αυτή η εικόνα να εξηγεί το γιατί ο Ελύτης ήταν αυτός που τρεις και τέσσερις δεκαετίες αργότερα ήταν ο μόνος που είδε τον ελληνικό κόσμο του Σικελιανού ως μυθιστορηματική διαφάνεια.)
*** Υπάρχουν πολλές ακόμη ιστορίες για τον Σικελιανό - αναρρίθμητες. Οι χυδαιότερες αφορούν τον τρόπο που διάφορα φασιστάκια τον απέκλεισαν από την Ακαδημία Αθηνών, ή τον τρόπο που τα ίδια φασιστάκια της Ακαδημίας Αθηνών, με αρχηγό τον Σπύρο Μελά, πάλεψαν να μην δοθεί τον Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε έναν «ύποπτο αναρχοκομμουνιστή».
*** Οι πιο περιπλεγμένες έχουν να κάνουν την σχέση του με τις γυναίκες - τους γάμους του, τις ερωμένες του, τους θρύλους που κύκλωσαν την σεξουαλικότητά του.
*** (Είπαμε: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC - αυτό.)
*** Η Εύα Πάλμερ: Μια ζάπλουτη αμερικανίδα, πανέμορφη σαν Καρυάτιδα, ηθοποιός, χορεύτρια, καθηγήτρια κεντητικής, ελληνιστρια, οπαδός μια παγανιστικής βιοθεωρίας που ζήταγε επιστροφή στις φυσικές αξίες, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Σικελιανό, συναντήθηκε μαζί του το 1906, και μπήκε μέσα στον τυφώνα εκείνου του εικοσιτριάχρονου Αλαφροίσκιωτου. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά – και μετά δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους που τον είπανε Γλαύκο.
*** Ήταν ένας έρωτας αντάξιός τους, εμποτισμένος από τις λιμπερτινικές αρχές της Εύας και τις μυστικές ορμές του Αγγέλου. Ζήσαν το πάθος τους και τα πάθη τους μαζί και χώρια, όπως σε ταινία του σινεμά, αψηφώντας τον κόσμο και τις συμβάσεις των αστών του καιρού τους. Δικό τους παιδί ήσαν οι Δελφικές Γιορτές – μια μεγάλη ουτοπία ελευθερίας.
*** Ήταν ένα μεγάλο όνειρο που τους πήρε μέσα του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Η ανασύσταση του κοσμου με κέντρο τους Δελφούς’ η δημιουργία ενός ομφάλιου λώτρου που θα συνδέσει τον αρχαίο κόσμο και τον νεώτερο, που θα ενώσει το Πνεύμα και την Πράξη, τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Άγγελος έταξε σε τούτη την ιδέα την πένα του, η Εύα όλη της την ψυχή και την περιουσία της. Οι Δελφικές Γιορτές που γίνανε το 1927 στους Δελφούς με την παράσταση το Προμηθέα Δεσμώτη και επαναλήφθηκαν το 1930 με τις Ικέτιδες ουσιαστικά σήμαναν την οικονομική καταστροφή της Εύας, ο οποία σκηνοθετούσε, έκανε την χορογραφία, έφτιαξε τους αργαλιούς με τους οποίους ύφανε τα ρούχα των ηθοποιών. Ο Σικελιανός, γράφοντας μα σειρά δοκιμίων και ενεργοποιώντας το κύρος του, πέτυχε να θεσμοθετηθούν οι Δελφικές Γιορτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ωστόσο η Εύα ήταν που ταξίδεψε στην Αμερική ψάχνoντας για χρηματοδότηση.
*** Η τύχη δεν την ευνόησε: η υιοθέτηση των Γιορτών από το Ίδρυμα Ροκφέλερ ναυάγησε για μια ασήμαντη αφορμή. Το 1933 η Εύα ξαναταξίδεψε στην Αμερική για να βρει εκ νέου χρηματοδότες. Μα κάπου μέσα της ήξερε πως θα δεν θα ξαναέσμιγε με τον Άγγελο. Νωρίτερα το 1939 έδωσε την ευχή της στο Άγγελο να παντρευτή την Άννα Καραμάνη, άλλοτε σύζυγο του διάσημου πνευμονολόγου Γεώργιου Καραμάνη, και με μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχισε να προπαγανδίζει τις Δελφικές Γιορτές, την υποψηφιότητα του Σικελιανού για το Νόμπελ, την οικονομική βοήθεια στην μετακαχοχική Ελλάδα. Επέστρεψε μολις το 1952, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αγγέλου, για να πεθάνει κάτω από τον ελληνικό ήλιο.
*** Φυσικά θάφτηκε στους Δελφούς, σε διπλανό τάφο με εκείνον.
*** (Έτσι έπρεπε.)
*** Τα χρόνια που πέρασε με την Άννα ήταν για τον Σικελιανό ο καιρός που έκανε την τελική του σούμα του στοχασμού: Δελφοί, Ελευσίνα, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Κνωσός, Πελοπόνησος του Πλήθωνα, Επίδαυρος του Ασκληπιού. Κι ακόμη, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, προτάσεις για την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας, δόντια νεκρών σκύλων που λάμπουν, τουδικαίου αστραπή και ελπίδα.
*** Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1951, στην Κλινική «Παμμακάριστος» ης Αθήνας, το αγόρι με το μαγνάδι έγινε ένα από τα μάγια της νύχτας του.
3.
*** Πρέπει να το πω: οι ξένες εγκυκλοπαίδειες τον βγάζουν έναν από τους μεγαλύτερους στον κοσμο λυρικούς ποιητές του αιώνα του, έχασε το Νόμελ μόνο από τις αντιδράσεις, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα 1998 τον λογαριάζει για τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα (δηλαδή: μεγαλύτερο κι από τον Καβάφη), εγώ ωστόσο, πέρα από το Άγραφον, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο ποίημα του Σικελιανού.
*** Μήτε καν ποιήματα που, δίχως την παραμικρή επιφύλαξη, αναγνωρίζω ως μεγαλειώδη: τον Αλαφροϊσκιωτο, τη Μητέρα Θεού, την Ιερά Οδό, το Θαλερό.
*** Μοιάζει παράξενο: λίγες φορές έχω αναγνωρίσει στην ποίηση τόση μεγάλη λαχτάρα ελευθερίας όσο στους έξι τόμους του Σικελιανού - και λίγες φορές με έχουν κλωτσήσει τόσο οι διαστάσεις του μεγαλείου των νοημάτων, έτσι όπως τι προσδιόρισε ο ίδιος ο δημιουργός τους.
*** Να το πω όσο πιο απλά μπορώ: διαβάζω Σικελιανό και νιώθω πως μονίμως μου αναγγέλει.
*** (Πως δεν ζει μαζί μου, πώς δεν μοιράζεται κάτι με μένα.)
*** (Πως μου λέει τον καθολικό χρησμό του και με καλεί να το πιστέψω.)
*** Ήταν ο τρόπος που ο Σικελιανός κατανοούσε την ποίηση – ως μια δημόσια μαντεία. Προφανώς λογάριαζε τον ποιητή για προφήτη – ή για Μεσσία.
*** Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ποιους τέσσερις είδε να υποδέχονται την ψυχή του Παλαμά: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός.
*** Μα ο Ορφέας είχε κομματιαστεί από τις σκληρές γυναίκες της Θράκης. Ο Ηρακλειτος ήταν ένα σάρμα αποσπασμάτων. Ο Αισχύλος ήταν ο σπασμός του κακού που ριζώνει στην τραγική φύση του ανθρώπου.
*** Ο Σολωμός ητανε κάποιος που αντί να ενώσει τον κόσμο, αιματοτσάκισε τον εαυτό του
*** Ο Σικελιανός θέλησε να σταθεί πλάι σε αυτούς αναγγέλοντας πως, πρώτος αυτός, πέτυχε το κατορθωμενο σώμα.
*** Δεν το πέτυχε – κι ευτυχώς. Αν κάτι τέτοιο γινόταν, η ποίηση θα απέμενε νεκρή.
*** Και για μένα το σώμα του Σικελιανού δεν είναι οι στίχοι - αυτοί που πίστευε πως ήταν όμοιοι με του Αισχύλου.
*** Το σώμα του Σικελιανού είναι η στάχτη που την πήρε ο αέρας.
*** Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος – να τι με νοιάζει.
4.
*** Ο Σεφέρης, στον ευχαριστήριο λόγο του προς τη Σουηδική Ακαδημία, έκανε φυσικά λόγο και για τον Σικελιανό: νιώθοντας αμήχανα να μιλήσει για τα ποιήματα αυτά καθ’ αυτά, πηγαίνει τα λόγια του στο σμίξιμο του Διόνυσου με του τον Χριστό: «Στην Ελλάδα, ξέρετε, ο Διόνυσος είναι κι αυτός ένας Εσταυρομένος».
*** Ο Σεφέρης ήξερε τι έλεγε. Αυτό σμίξιμο Διόνυσου και Χριστού ήταν πατέντα του Σικελιανού – κι ήτανε μια πατέντα κόντρα στην ιστορία και κόντρα στην λογική.
*** Είναι γνωστό το πόσο η θρησκεία του Χριστού, σαν έγινε εξουσία, πολέμησε την ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό το πώς κομματιάστηκε η Υπατία, το πώς εσφαγιάζονταν οι εθνικοί για κοντά έναν ολόκληρο αιώνα, το πώς καταστράφηκαν αγάλματα και κάηκαν βιβλία – για πολλούς, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας. Κι ακόμη είναι γνωστό το πώς ονομάστκε ο Ιουλιανός και το γιατί κάηκαν τα βιβλία του Πλήθωνα.
*** Ο Νίτσε ήταν που στην τελευταία φράση του Ecce Homo, το γράφει καθαρά: «Ο Διόνυσος εναντίων του Εσταυρωμένου».
*** Ο Σικελιανός θέλησε να σμίξει το Διόνυσο με τον Εσταυρωμένο – με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να σμίξει οτιδήποτε ένιωθε πως έκρυβε μέσα του θεική σπίθα.
*** Την Παναγία, την Αγαύη, τη Μαγδαληνή, την Περσεφόνη, την Πυθία, τον Ασκληπιό, το θυσιασμένο Ρόδο, τη Δήμητρα, τον Ορφέα με τις γυναίκες του, τον Διόνυσο με τις γυναίκες του, τον Χριστό με τις γυναίκες του, την αρκούδα του τσιγγάνου, το δόντι του νεκρού σκύλου.
*** Όλα αυτά.
*** Ναι, ήταν μια δικιά του πατέντα, ανιστόρητη και καταδικασμένη – μα για μένα τούτη η πατέντα (αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γήινο μύθο») είναι το μεγάλο αντίδωρο του Σικελιανού - για όλους μας
*** (Μα ποιο είναι το δώρο, λοιπόν;)
*** Ο ίδιος το θέλησε ποιήση και θρησκεία. Μα κάποιος μπορεί να πει πως η ποίηση δεν γίνεται με εξαγγελίες και η θρησκεία δεν γίνεται με λυρικά συνθέματα και μυθολογικά κορφολογήματα ραμμένα με αστικό νήμα. Σε αυτό έσφαλαν πολλοί – σε αυτό έσφαλε και ο Σικελιανός.
*** Εξάλλου η ποίηση είναι στον αντίποδα της θρησκείας
*** Η ποίηση ταράζει και ερεθίζει. Η θρησκεία εκτονώνει και γαληνεύει.
*** Και η θρησκεία είναι ένα εκστατικό φαινόμενο απελπισμένων - πάντοτε ως τέτοιο γεννιέται και στη συνέχεια χειραγωγείται από την φιλοσοφία και την εξουσία.
*** (Για να θυμηθώ τον Γκάτσο: γίνεται πεπρωμένο.)
*** Ο αγώνας του Σικελιανού να φτιάξει μια νέα θρησκεία φτιάχνοντας μια νέα μυθολογική ταξη, έναν νέο ενοποιημένο πανανθρώπινο κόσμο, μια νέα αρχαία Ελλάδα ανταμωμένη με τον Ναζωραίο και την Παναγιά, ήταν μια αστική κατασκευή, καμωμένη από κείμενα.
*** Κι έτσι γέμισε δυο ή τρεις χιλιάδες σελίδες με μια φαντασμαγορία.
*** Αυτή θαρρώ είναι η τραγωδία του Σικελιανού: που γύρευε να ανεβάσει τον Ορφέα στον σταυρό του Χριστού, όχι ως κοινωνία αλλά ως ποιητική αλήθεια.
*** Που γύρευε να γράψει τραγωδίες όχι ως ποίηση αλλά ως κοινωνία.
*** Έτσι το αντίδωρό του μένει στα χέρια μας δίχως κατεύθυνση.
*** (Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος)
*** Για αυτό με ερεθίζει ο Σικελιανός: ήσαν τόσο τραγικός που δόθηκε στην τραγωδία του δίχως να την καταλάβει.
*** Κι ακόμη με ερεθίζει που αρνήθηκε τον φόβο του Θεού.
*** (Δηλαδή αυτό για το οποίο τον ψέγει ο Λορεντζάτος).
*** Κι ακόμη με βουρλαίνει που πήγε να αναστήσει πεθαμένους πιστεύοντας πως είναι ο ίδιος ένα κομμάτι του κατορθωμένου θαύματος.
*** Κανένας ποιητής του αιώνα του (μήτε ο Πάουντ, μήτε ο Έλιοτ, μήτε -φυσικά- ο Καβάφης, μήτε καν ο Ελύτης) δεν στόχευσαν σε ένα τέτοιο θάμπος.
*** Κανένας προφήτης ή φιλόσοφος του αιώνα του δεν θέλησε τόσην διαφάνεια.
*** Κι όμως εκείνος τα ζήτησε – είτε από εγωπάθεια, είτε από αγνότητα, είτε κι από τα δύο.
*** Μα, ποιο είναι, λοιπόν, και ποιο είναι το αντίδωρο και ποιο είναι το ακριβό δώρο;
5.
*** Το πιο πιθανό: να παραχωθεί σε σεντούκια και χρονοντούλαπα μυρμυγκοφάγων - ή ακόμη να μείνει ως καρτποσταλικό παράδειγμα μιας αθώας μεγαλοστομίας άλλων καιρών.
*** Το πιο πιθανό: να κυλήσει ο χρόνος μας με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμόνες, μέρες γεμάτες με Ερινύες και ερημία, φαρμακωμένα βέλη και φαρμακερή λογική.
*** Το πιο πιθανό: να χάσουμε - ωστόσο.
*** Ωστόσο η νύχτα που ’ναι σπαρμένη με μάγια είναι δική μας υπόθεση - κι είναι δικό μας ρίσκο, κίνδυνος, απελπισία.
*** Γιατί στην άκρη της απελπισίας φυτρώνουν τα άγρια λουλούδια.
*** Τα λουλούδια που θαμπώνουν ακόμη και τυφλούς με τη μυρωδιά τους.
*** Ω ναι.
*** Λένε πως ένα ωραίο παραμύθι για τους Δελφούς – που πιθανώς και να μην είναι τόσο παραμύθι. Λένε πως όποιος ζήταγε χρησμό περνούσε από μα πύλη που έγραφε Γνώθι σαυτόν.
*** (Ως εδώ καλά).
*** Στο τέλος, όταν έπαιρνε τον χρησμό της Πυθίας, σαν έφευγε τον εβαζαν να περάσει κάτω από μια άλλη πύλη που τον ξεπροβόδιζε με μια μονάχα λέξη - μόλις μια συλαβή, δύο γράμματα.
*** Ει
*** Που σημαίνει να είσαι.
*** Να είσαι αυτός που ψάχνει, που φεύγει, που συναντιέται με τον Θεό κι όμως συνεχίζει ελεύθερος.
*** Να είσαι αυτός που βαδίζει για τον θάνατό του
*** Να είσαι ο μανιασμένος που σπέρνει με μάγια τη νύχτα.
*** Κι είναι, φευ, πάντοτε νωρίς - μα κανείς πρέπει να το αποφασίσει.
*** Ο Άγγελος Σικελιανός ίσως να απέτυχε ως ποιητής, όμως κατόρθωσε αυτό το Ει.
*** Να είσαι.
*** Να είσαι.
*** Να είσαι.
*** Κι εκείνος ο μανιασμένος Απόλλωνας ήταν και θα είναι.
*** Όχι τα ποιήματα, όχι οι στίχοι, όχι τα λόγια - μα το πύρωμα.
*** Το πύρωμα, το πύρωμα.
*** Αυτό είναι το ακριβότερο δώρο.
Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 4, Μάιος - Ιούνιος 2004.)
Νίκος Καζαντζάκης
Νίκος Καζαντζάκης
1883-1957 είναι δύο χρονολογικές αγκύλες που κλείνουν μέσα τους τη ζωή ενός ακούραστου αργάτη της σκέψης, ενός ανθρώπου που πίστεψε στον άνθρωπο, ενός ανθρώπου που πίστεψε ότι η καλοσύνη και η αγάπη δεν είναι θυγατέρες του θεού, μα του ανθρώπου. Ένας άνθρωπος φαινόμενο. Ίσως να μην έχει υπάρξει άλλος, στην ιστορία του πνεύματος, τόσο πολυγραφότατος, με τόση μανία να αναλύσει την ανθρώπινη ουσία και την ανθρώπινη ψυχή. Έχει γράψει θέατρο, δοκίμια, ταξιδιωτικά, μυθιστορήματα και ποίηση. Έχει προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό σοβαρές μεταφράσεις σημαντικών έργων μεγάλων συγγραφέων και φιλοσόφων. Το έργο του είναι τεράστιο, πολύπτυχο και βαθύτατο. Χρειάζεται μια ζωή να διαβαστεί να αναλυθεί και να παρουσιαστεί.
Το έργο του είναι πάντα επίκαιρο, γιατί προσπάθησε να ανιχνεύσει τις σταθερές της ανθρώπινης εσωτερικότητας και το πέτυχε. Έχει μεταφραστεί σχεδόν σ' όλες τις γλώσσες και διαβάζεται απ' όλο τον κόσμο. Θεατρικά του κείμενα έχουν πολλές φορές παρουσιαστεί, ενώ πολλά μυθιστορήματά του έχουν γίνει ταινίες. Με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του, έγιναν εκδηλώσεις προς τιμήν του και συνέδρια πάνω στο έργο του.
Με αφορμή αυτή την επέτειο, κάνουμε μιαν αναφορά στη ζωή και το έργο του, πολύ μικρή αναγκαστικά, γιατί πάρα πολλά μπορούν να ειπωθούν γι' αυτόν το γίγαντα, χρησιμοποιώντας κυρίως τα δικά του λόγια έτσι όπως μας τ' άφησε στα βιβλία του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, γιος της Μαρίας και του Μιχάλη Καζαντζάκη, γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Ο ίδιος μιλώντας για τους προγόνους του λέει: ΄΄Σκύβω μέσα μου και ανατριχιάζω, οι πρόγονοί μου από τη φύτρα του κυρού, αιμοβόροι, κουρσάροι στη θάλασσα πολέμαρχοι στη στεριά, χωρίς φόβο μήτε ανθρώπου μήτε θεού. Από το σόι της μάνας μου μουντοί, αγαθοί χωριάτες που έσκυβαν ολημερίς στη γης μ' εμπιστοσύνη".
Ο μικρός Νίκος μεγαλώνει κάτω από τη σκιά και το φόβο του σκληροτράχηλου πατέρα του, "'που σπάνια μιλούσε δε γελούσε , δε μάλωνε, κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του κι αν τύχαινε να κρατούσε κανένα πικραμύγδαλο έστριβε τα δάκτυλά του και το έκανε σκόνη." Χαρακτηριστική είναι όμως η οξυδέρκεια και η διαίσθηση του κρητικού πατέρα, καθώς αφόπλισε, άοπλος αυτός, μα μόνο με την ψυχική και σωματική του δύναμη ένα τούρκο ψευτοπαλληκαρά, έδωσε στη γυναίκα το σπαθί του τούρκου λέγοντας "άμα μεγαλώσει ο γιος σου, δώστο του να ξύνει το μολύβι του" .
Ο Νίκος είχε τρία αδέρφια, την Αναστασία την Ελένη και τον Γιώργο. Η Κρήτη ήταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό και οι κρητικές επαναστάσεις συνεχείς. Ένα βράδυ που γινόντουσαν εχθροπραξίες μεταξύ κρητικών και τούρκων ο Μιχάλης Καζαντζάκης ή Καπετάν Μιχάλής θέλοντας να φυγαδεύσει την οικογένειά του, έδωσε υπνωτικές σταγόνες στο μικρό Γιώργο για να μην κλαίει, μα το παιδί κοιμήθηκε και δεν ξαναξύπνησε.
Στα 1887 ο Νίκος στέλνεται στο Γαλλικό Κολέγιο της Νάξου, σ' ένα καθολικό μοναστήρι για να γλυτώσει από τους τούρκικους διωγμούς. Μένει τρία χρόνια και μαθαίνει γαλλικά και ιταλικά και έχει την πρώτη του επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Οι ικανότητές του εκτιμούνται και αποφασίζεται από τη μονή να τον στείλουν στο Βατικανό για σπουδές και καριέρα καρδινάλιου. Το μαθαίνει αυτό ο Καπετάν Μιχάλης και απειλεί να κάψει το μοναστήρι αν δεν του δώσουν το γιο του πίσω.
Στην παιδική ηλικία του Ν. Κ τέσσερα είναι τα στοιχεία μέσα στο ζωντανό κόσμο που αφέθηκε για να υπάρξει, που του' δωσαν ένα αναγεννητικό ψυχικό ξύπνημα και όπως φάνηκε του σημάδεψαν όλη του τη ζωή. Ο έναστρος ουρανός, η θάλασσα, η γυναίκα και ο θάνατος. Μεγαλώνοντας τελειώνει το δημοτικό σχολείο και φυτά στο γυμνάσιο Ηρακλείου, ο ίδιος για τη νιότη γράφει, "Την παλιά εκείνη εποχή στο τόπο μας η ήβη ξυπνούσε πολύ αργά, κατακόκκινη από ντροπαλοσύνη και μάχουνταν να κρυφτεί πίσω από λογής-λογής μάσκες". Και αλλού. "Η νιότη ζητάει αθανασία , δεν τη βρίσκει, συμβιβασμό δεν καταδέχεται, κι από περφάνια αρνιέται τα πάντα. Όχι κάθε νιότη, η νιότη η λαβωμένη από την αλήθεια."
Ακόμα , στην "Αναφορά στο Γκρέκο", ένα βιβλίο που βρίσκεται μισό στο μύθο μισό στη πραγματικότητα, ο Ν.Κ. περιγράφει μια ερωτική περιπέτειά του, μέσα σ' ένα εκκλησάκι στη κορφή του Ψηλορείτη, με την Ιρλανδέζα δασκάλα του των αγγλικών. "Μείναμε μόνοι μέσα στο εκκλησάκι, χτισμένο ξερολιθιά, η Ιρλαντέζα κι εγώ, από το ταπεινό τέμπλεο μας κοίταζαν ο Χριστός και η Παρθένα, μα εμείς δεν τους κοιτάζαμε, αντίχτιστοι, αντιπάρθενοι δαιμόνοι είχαν σηκωθεί μέσα μας, άπλωσα το χέρι άρπαξα από σβέρκο την Ιρλαντέζα κι αυτή έσκυψε υποταχτική, αυτό περίμενε, κυλιστήκαμε κάτω στις πλάκες, χάθηκα άνοιξε μια μαύρη καταπακτή και με κατάπιε, όταν άνοιξα τα μάτια ξέκρινα το Χριστό να με κοιτάζει από το τέμπλεο αγριεμένος και η πράσινη σφαίρα που κρατούσε στο δεξό του χέρι κουνιόταν, θαρρείς κ' ετοιμαζόταν να μου τη ρίξει, τρόμαξα, μα με τύλιξε το γυναικείο μπράτσο και ξαναβούλιξα στο χάος"' "Ένα θεριό τυφλό, ασυνάρτητο , που πεινάει και δεν τρώει, που ντρέπεται να φάει που δεν έχει παρά να γνέψει στην ευτυχία που περνάει το δρόμο, και πρόθυμη αυτή να σταθεί και δεν της γνέφει, ανοίγει τη βρύση και αφήνει τον καιρό να τρέχει ανοφέλευτα, ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη".
Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, ο Ν.Κ. σπουδάζει νομική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παίρνει το δίπλωμά του με άριστα το 1906. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το πρώτο του βιβλίο, "Όφις και Κρίνο", όπου φαίνεται καθαρά η επίδραση του Danouzzio, ερεθισμένος ερωτισμός, αποθέωση του εκούσιου θανάτου, αισθητική καλλιέργεια και ρομαντική λατρεία του Εγώ. Στα 1908 παρακολουθεί τη διδασκαλία του Andrι Bregson στο Collage de France. Μένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα νομικής. Με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης γράφει τη διατριβή "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τω Βίω του Δικαίου και της Πολιτείας" και συνάμα αναδεικνύεται διδάκτωρ της Νομικής.
Μυείται σε όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος, γνωρίζει από κοντά όλες τις θρησκείες, γιατί αρχίζει να πιστεύει πως η ψυχή είναι η κυρίαρχη ουσία. Αποφασίζει να ταξιδέψει σε όλα τα μέρη του κόσμου, να μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, να πάρει εμπειρίες και να αφήσει το χρόνο να του στρώσει το δρόμο. Μυαλό δημιουργικό, γόνιμο, μνήμη τρομερή, μόνο γι' αυτά που τον ενδιέφεραν, έχει σπέρματα από τον Όμηρο, το Χριστό, το Βούδα, το Νίτσε και το Μπρεκσόν.
Οι σκέψεις του οι μεταφυσικές, η φιλοσοφική του διάθεση, πάντα οι μεγάλοι ποιητές έχουν έντονη φιλοσοφική διάθεση όπως και οι μεγάλοι φιλόσοφοι έχουν δυνατή ποιητική έμπνευση, η γλωσσοπλαστική του ικανότητα, το γλαφυρό γράψιμο, οι εκρηκτικές του λέξεις, οι παραστατικές του παρομοιώσεις θυμίζουν λίγο απ' όλους τους πιο πάνω. Όμως για όλους πάντα ήταν ένας καλός μελετητής, αναλυτής του έργου των και σοβαρός κριτής. Τα κείμενά του γεμάτα πρωτότυπες ιδέες, πλάθουν φαντασμαγορική εικόνα στον αναγνώστη, μαγευτική, υποβλητική γεμάτη αρμονία πειστικότητα και ομορφιά.
Στα 1911 παντρεύεται στο Ηράκλειο τη Γαλάτεια Αλεξίου, μετά από πολύχρονο δεσμό, μα αυτός ο γάμος θα διαλυθεί άδοξα μετά από 15 χρόνια. Αυτά τα χρόνια ο Καζαντζάκης είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στις μελέτες και τα ταξίδια του. Γράφει: " Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα"
Κοντά στα 1914 γνωρίζει τον Άγγελο Σικελιανό, θα τους ενώσει μια βαθιά φιλία και μια κοινή πίστη σε ιδανικά που μόνο ο θάνατος του Σικελιανού μπόρεσε να τις απολιθώσει. Επισκέπτονται μαζί το Άγιο Όρος και σκέπτονται την ίδρυση μιας θρησκείας, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Στα 1919 γίνεται γενικός διευθυντής του Υπουργείου περιθάλψεως και αναλαμβάνει την αποστολή του επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου. Στα 1924 γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου, που θα γίνει αργότερα η δεύτερη γυναίκα του.
Ο Καζαντζάκης αφού διάβασε και ταξίδεψε σαν τον Οδυσσέα, έγραψε την Ασκητική. Η Ασκητική είναι το μέλι που εύφρανε την ψυχή του. Εκεί μεταξύ άλλων, γράφει: "Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή. ' Ήσυχα, καθαρά κοιτάζω τον κόσμο και λέω, όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι και αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. ' Εγώ μονάχα υπάρχω φωνάζει ο νους, μέσα στα κατώγια μου οι πέντε μου ανυφάντρες, δουλεύουν υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και το τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Δεν δέχουμαι τα σύνορα δεν με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμε! Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χυμάει να σκίσει το δίχτυ της ανάγκης. ' Δε ζυγιάζω δε μετρώ δε βολεύομαι, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. '
'. Νίκησε τον στερνό τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν, μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται, αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν. Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης, να ξεπεράσω το νόμο να συντρίψω τα κορμιά να νικήσω το θάνατο! Είμαι ο σπόρος ! Και η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: κάθουμαι διπλοπόδι απάνου στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα, δέχουμαι τον σπόρο ακίνητη και τον θρέφω, είμαι όλη γάλα και ανάγκη και λαχταρώ να γυρίσω πίσω να κατέβω στο ζώο να κατέβω πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω, κρατώ, σκλαβώνω την πνοή δεν την αφήνω να πετάξει, μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει Είμαι η μήτρα! '
'Δεν είμαι καλός , δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος. Αβάσταχτη είναι η ευτυχία και η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι. Δεν είμαι φως, είμαι η νύχτα, μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει, είμαι η νύχτα που την τρώει το φως. Αγάπα τον κίνδυνο, τι είναι πιο δύσκολο; αυτό θέλω. Να 'σαι ανήσυχος αφχαρίστητος απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντάει βολική να τη συντρίβεις.'
' Εγώ δεν είμαι τίποτα, εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος, εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου. Μια δύναμη μέσα σου ανώτερή σου διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει. Παίξε το τωρινό και το σίγουρο παίξε το για το μελλούμενο και αβέβαιο, μην κρατάς τίποτα για υστερνή, μου αρέσει ο κίντυνος, μπορεί να χαθούμε μπορεί να σωθούμε, μη ρωτάς, απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου το κόσμο όλο, εγώ ο σπόρος του αγέννητου τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω. '
' Συμπυκνώνω σε μια αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού. Όλη η γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου, ότι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σαν μια μικρή βουβή αστραπή. Εγώ και 'συ μονάχα υπάρχουμε, εγώ και 'συ είμαστε ένα, και το ένα τούτο δεν υπάρχει!"
Η Ασκητική είναι μια προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, να κάνει πνεύμα την ύλη και να απαλλαχτεί από το σφιχτό αγκάλιασμα της ύλης, αυτής της ακατάλυτης δύναμης που είναι ζωή και θάνατος, κίνηση και ακινησία, ταυτόχρονα αγώνας ασταμάτητος, δυναμικός, αιματηρός, για την απαλλαγή από κάθε ελπίδα και φόβο και για λευτεριά από κάθε ανάγκη ακόμα και αυτής της λευτεριάς και ανύψωση της ζωής πάνω από το θάνατο σε μεταφυσικά στρώματα σε σφαίρες αδράνειας όχι όμως εξαφάνισης αλλά σιγής αιώνιας στην ποθητή νιρβάνα.
Κάπου στα 1917 ο Καζαντζάκης γνωρίζει τον Ζορμπά, τον Γιώργη Ζορμπά, αυτό είναι το αληθινό του όνομα και όχι Αλέξης όπως στο μυθιστόρημα. Ο Καζαντζάκης βάζει τα χρήματα και ο Ζορμπάς στρατολογεί εργάτες και σύνεργα και φτιάχνουν ένα μεταλλείο λιγνίτη στο Παστροβά της Μάνης. Και οι δυο τους γνωρίζουν πως δεν θα' χε μέλλον, μα αυτό δεν τους ενδιαφέρει.
Το 1943 ο Καζαντζάκης μαθαίνει το θάνατο του φίλου του Γιώργη Ζορμπά. Συντριμμένος από τον πόνο και τη θλίψη, γράφει το πιο εύθυμο μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ.. Προλογίζοντάς το γράφει:
"Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τα χνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Βούδα, το Νίτσε, το Μπέρκσονα και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα. Ο Βούδας το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος, ο Μπέρκσονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα. Ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα την αβεβαιότητα σε περηφάνια. Και ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.
Ο Ζορμπάς είχε ότι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί. Την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψυλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία. Αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί. Τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παληκαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να 'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από τη ψυχή και τέλος το άγιο, γάργαρο γέλιο, από βαθιά πληγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά. Ανατιναζόταν και μπορούσε να γκρεμίσει και γκρέμιζε όλους τους φράχτες, ηθική, θρησκεία, πατρίδα που άσκωσε γύρω του, ο κακομοίρης ο φοβιτσιάρης ο άνθρωπος για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα.
Όταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία και οι δάσκαλοι για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή και τι λιονταρίσιο μυαλό με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση. Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του την κραυγή του, η ζωή μου θα'χε πάρει αξία θα ζούσα με αίμα και σάρκα και κόκκαλα ότι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι και ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα τον Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ και 'γώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του, και 'μενα ασάλευτος τουρτουρίζοντας. Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μη τολμάει να κάνει ότι η ανώτατη παραφροσύνη, η ουσία της ζωής μου φώναζε να κάνω. Μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου τόσο, όσο μπροστά στο Ζορμπά".
"Κι αν είναι θάνατος ετούτος εμείς θα τον κάμουμε χορό, εμείς καρδιά μου ας του δώσουμε το αίμα μας να ζωντανέψει, ας κάνουμε ότι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυτός φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης. Ο χορευτής, ο πολεμιστής, η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου".
Στα 1946 προτάθηκε στο Ν.Κ. να υποβάλει υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ. Στην αρχή αρνήθηκε, ύστερα όμως από πιο ώριμη σκέψη είπε πως μόνο μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό θα ήταν σύμφωνος να τους απονεμηθεί το βραβείο. Γι' αυτό το έτος όμως η αίτηση του Καζαντζάκη και του Σικελιανού προς τη Σουηδική Ακαδημία ήταν εκπρόθεσμη. Έτσι χάνουν αυτή την ευκαιρία.
Με μεσολάβηση της φίλης του Μαρίας Βοναπάρτη, η Γερμανίδα βασίλισσα της Ελλάδας, σύμφωνα με πληροφορίες, εμπόδισε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να μην πέσει στο σφάλμα να αναθεματίσει τον Ν.Κ. και το έργο του και έτσι να γίνει γελοία σ' όλο τον θρησκευόμενο κόσμο.
Ο Ν.Κ. θεωρούσε σαν καλύτερο έργο του την Οδύσσεια, είχε εμψυχώσει και ταυτιστεί απόλυτα με τον ήρωά του, τον Οδυσσέα. Το 'γραψε επτά φορές ώσπου να του δώσει την οριστική του μορφή. Αποτελείται από 33333 στίχους, όλους δεκαεπτασύλλαβους. Πρέπει να είχε μεγάλο ταλέντο, μεγάλο πάθος και υπομονή για να μπορέσει να κάνει όλους αυτούς τους στίχους δεκαεπτασύλλαβους, αποδίδοντας πάντοτε υψηλά νοήματα που ξεκινούν όλα από τις βασικές φιλοσοφικές του θεωρίες που αναλύει στην Ασκητική του.
Ο Καζαντζάκης ταξιδεύει έχοντας μέσα στην καρδιά του την Οδύσσεια και στη καρδιά της καρδιάς του την Ασκητική. "Δεν κάνουμε άλλο ταξίδι παρά γύρω από την ψυχή μας ή το πολύ-πολύ μέσα στη ψυχή μας. Δεν βρίσκουμε στην άλλη άκρη του κόσμου, στις πιο παράξενες ξωτικές χώρες παρά την ίδια μας την εικόνα" θα πει στο Βραχόκηπο. Μέσα σε κάθε σελίδα του βραχόκηπου έχει σκορπίσει και μιαν εξομολόγηση, όπως συνήθιζε να κάνει σχεδόν σ' όλα τα έργα του. "Τέλεψα, λέει σ' ένα κινέζο φίλο του επαναστάτη, όλες μου τις θητείες, είμαι ένας λεύτερος άνθρωπος, δεν έχω καμιά ψευδαίσθηση, δεν ελπίζω τίποτα, απέχω από τον αγώνα όχι από ραθυμία ή δειλία, παρά γιατί ξέρω" -ο συνομιλητής του τον ρωτά: "Τι ξέρεις;" - και ο Καζαντζάκης: "Το τέλος όλων των πραγμάτων", και όταν ο κινέζος φανατικός εγκωμιάζει τη δράση, ο Καζαντζάκης συμπληρώνει μέσα του: "Ναι ήξερα όλα αυτά τα συνθήματα, τ' αυτιά μου τα 'χανε χορτάσει, μα είδα πίσω από τα λόγια αυτά την αγυρτεία και το κενό".
Αγωνία, αυτό είναι το κριτήριο που ιδίαζε μέσα στη σκέψη του Καζαντζάκη, αυτό είναι το πιο βαθύ του βίωμα που πάσκισε να εκφράσει σ' όλα του τα βιβλία, όμως χωρίς να μπορέσει ποτέ να αναπάψει την καρδιά του. Γράφει κάπου: "Μυστήριο σκοτεινό και ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου, μια στάμνα τρυπημένη με το στόμα πάντα ανοιχτό και όλοι οι ποταμοί της γης να χυθούν μέσα της, απομένει αδειανή και διψασμένη". "Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά και δεν είμαι τίποτα απ' αυτά, τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν μελανώνονται, αιματώνονται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο, μια απροσκύνητη ψυχή".
"Μαζεύω τα σύνεργά μου, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση, αφή, μυαλό. Βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν το τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα μα ο ήλιος βασίλεψε." Έτσι αρχίζει ο Ν.Κ. το τελευταίο του έργο, Αναφορά στο Γκρέκο, και είναι η πρώτη φορά που κάνει σοβαρά μνεία στο θάνατο, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν του είναι μακριά. Στο Σουηδό φίλο του και φιλέλληνα Borje Knos να τι είχε γράψει σε γράμμα του ο Ν.Κ. στις 12.12.1947. "Δεν φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος, είναι η φράση που έχω παραγγείλει να μου χαράξουν πάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτη στάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια όλη η προσπάθεια της ζωής μου, να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να παρακαλώ ή να φοβερίζω, μα ήσυχα γαλήνια διατηρώντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σαν να ήμουν αθάνατος".
Το τέλος όμως αυτού του εβδομηντατετράχρονου έφηβου, τον περίμενε μέσα σε μια κλινική του Φριβούργου, λιωμένος από έναν τριήμερο πυρετό ασιατικής γρίπης, λέει τα τελευταία του λόγια "Διψώ, διψώ, διψώ". "Τον έχω κιόλας δει δυο φορές σ' αυτή την κατάσταση, θα τον βοηθήσετε να ξεπεράσει και τούτη την αναποδιά; δεν είναι έτσι;" ρωτούσε η Ελένη, η σύντροφός του, τον καθηγητή Χάιλμάγερ. Ο γιατρός το υποσχέθηκε, αλλά ήταν Σάββατο και έφυγε, για να γυρίσει μετά τις δέκα το βράδυ, όταν πια όλα είχαν τελειώσει.
1883-1957 είναι δύο χρονολογικές αγκύλες που κλείνουν μέσα τους τη ζωή ενός ακούραστου αργάτη της σκέψης, ενός ανθρώπου που πίστεψε στον άνθρωπο, ενός ανθρώπου που πίστεψε ότι η καλοσύνη και η αγάπη δεν είναι θυγατέρες του θεού, μα του ανθρώπου. Ένας άνθρωπος φαινόμενο. Ίσως να μην έχει υπάρξει άλλος, στην ιστορία του πνεύματος, τόσο πολυγραφότατος, με τόση μανία να αναλύσει την ανθρώπινη ουσία και την ανθρώπινη ψυχή. Έχει γράψει θέατρο, δοκίμια, ταξιδιωτικά, μυθιστορήματα και ποίηση. Έχει προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό σοβαρές μεταφράσεις σημαντικών έργων μεγάλων συγγραφέων και φιλοσόφων. Το έργο του είναι τεράστιο, πολύπτυχο και βαθύτατο. Χρειάζεται μια ζωή να διαβαστεί να αναλυθεί και να παρουσιαστεί.
Το έργο του είναι πάντα επίκαιρο, γιατί προσπάθησε να ανιχνεύσει τις σταθερές της ανθρώπινης εσωτερικότητας και το πέτυχε. Έχει μεταφραστεί σχεδόν σ' όλες τις γλώσσες και διαβάζεται απ' όλο τον κόσμο. Θεατρικά του κείμενα έχουν πολλές φορές παρουσιαστεί, ενώ πολλά μυθιστορήματά του έχουν γίνει ταινίες. Με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του, έγιναν εκδηλώσεις προς τιμήν του και συνέδρια πάνω στο έργο του.
Με αφορμή αυτή την επέτειο, κάνουμε μιαν αναφορά στη ζωή και το έργο του, πολύ μικρή αναγκαστικά, γιατί πάρα πολλά μπορούν να ειπωθούν γι' αυτόν το γίγαντα, χρησιμοποιώντας κυρίως τα δικά του λόγια έτσι όπως μας τ' άφησε στα βιβλία του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, γιος της Μαρίας και του Μιχάλη Καζαντζάκη, γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Ο ίδιος μιλώντας για τους προγόνους του λέει: ΄΄Σκύβω μέσα μου και ανατριχιάζω, οι πρόγονοί μου από τη φύτρα του κυρού, αιμοβόροι, κουρσάροι στη θάλασσα πολέμαρχοι στη στεριά, χωρίς φόβο μήτε ανθρώπου μήτε θεού. Από το σόι της μάνας μου μουντοί, αγαθοί χωριάτες που έσκυβαν ολημερίς στη γης μ' εμπιστοσύνη".
Ο μικρός Νίκος μεγαλώνει κάτω από τη σκιά και το φόβο του σκληροτράχηλου πατέρα του, "'που σπάνια μιλούσε δε γελούσε , δε μάλωνε, κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του κι αν τύχαινε να κρατούσε κανένα πικραμύγδαλο έστριβε τα δάκτυλά του και το έκανε σκόνη." Χαρακτηριστική είναι όμως η οξυδέρκεια και η διαίσθηση του κρητικού πατέρα, καθώς αφόπλισε, άοπλος αυτός, μα μόνο με την ψυχική και σωματική του δύναμη ένα τούρκο ψευτοπαλληκαρά, έδωσε στη γυναίκα το σπαθί του τούρκου λέγοντας "άμα μεγαλώσει ο γιος σου, δώστο του να ξύνει το μολύβι του" .
Ο Νίκος είχε τρία αδέρφια, την Αναστασία την Ελένη και τον Γιώργο. Η Κρήτη ήταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό και οι κρητικές επαναστάσεις συνεχείς. Ένα βράδυ που γινόντουσαν εχθροπραξίες μεταξύ κρητικών και τούρκων ο Μιχάλης Καζαντζάκης ή Καπετάν Μιχάλής θέλοντας να φυγαδεύσει την οικογένειά του, έδωσε υπνωτικές σταγόνες στο μικρό Γιώργο για να μην κλαίει, μα το παιδί κοιμήθηκε και δεν ξαναξύπνησε.
Στα 1887 ο Νίκος στέλνεται στο Γαλλικό Κολέγιο της Νάξου, σ' ένα καθολικό μοναστήρι για να γλυτώσει από τους τούρκικους διωγμούς. Μένει τρία χρόνια και μαθαίνει γαλλικά και ιταλικά και έχει την πρώτη του επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Οι ικανότητές του εκτιμούνται και αποφασίζεται από τη μονή να τον στείλουν στο Βατικανό για σπουδές και καριέρα καρδινάλιου. Το μαθαίνει αυτό ο Καπετάν Μιχάλης και απειλεί να κάψει το μοναστήρι αν δεν του δώσουν το γιο του πίσω.
Στην παιδική ηλικία του Ν. Κ τέσσερα είναι τα στοιχεία μέσα στο ζωντανό κόσμο που αφέθηκε για να υπάρξει, που του' δωσαν ένα αναγεννητικό ψυχικό ξύπνημα και όπως φάνηκε του σημάδεψαν όλη του τη ζωή. Ο έναστρος ουρανός, η θάλασσα, η γυναίκα και ο θάνατος. Μεγαλώνοντας τελειώνει το δημοτικό σχολείο και φυτά στο γυμνάσιο Ηρακλείου, ο ίδιος για τη νιότη γράφει, "Την παλιά εκείνη εποχή στο τόπο μας η ήβη ξυπνούσε πολύ αργά, κατακόκκινη από ντροπαλοσύνη και μάχουνταν να κρυφτεί πίσω από λογής-λογής μάσκες". Και αλλού. "Η νιότη ζητάει αθανασία , δεν τη βρίσκει, συμβιβασμό δεν καταδέχεται, κι από περφάνια αρνιέται τα πάντα. Όχι κάθε νιότη, η νιότη η λαβωμένη από την αλήθεια."
Ακόμα , στην "Αναφορά στο Γκρέκο", ένα βιβλίο που βρίσκεται μισό στο μύθο μισό στη πραγματικότητα, ο Ν.Κ. περιγράφει μια ερωτική περιπέτειά του, μέσα σ' ένα εκκλησάκι στη κορφή του Ψηλορείτη, με την Ιρλανδέζα δασκάλα του των αγγλικών. "Μείναμε μόνοι μέσα στο εκκλησάκι, χτισμένο ξερολιθιά, η Ιρλαντέζα κι εγώ, από το ταπεινό τέμπλεο μας κοίταζαν ο Χριστός και η Παρθένα, μα εμείς δεν τους κοιτάζαμε, αντίχτιστοι, αντιπάρθενοι δαιμόνοι είχαν σηκωθεί μέσα μας, άπλωσα το χέρι άρπαξα από σβέρκο την Ιρλαντέζα κι αυτή έσκυψε υποταχτική, αυτό περίμενε, κυλιστήκαμε κάτω στις πλάκες, χάθηκα άνοιξε μια μαύρη καταπακτή και με κατάπιε, όταν άνοιξα τα μάτια ξέκρινα το Χριστό να με κοιτάζει από το τέμπλεο αγριεμένος και η πράσινη σφαίρα που κρατούσε στο δεξό του χέρι κουνιόταν, θαρρείς κ' ετοιμαζόταν να μου τη ρίξει, τρόμαξα, μα με τύλιξε το γυναικείο μπράτσο και ξαναβούλιξα στο χάος"' "Ένα θεριό τυφλό, ασυνάρτητο , που πεινάει και δεν τρώει, που ντρέπεται να φάει που δεν έχει παρά να γνέψει στην ευτυχία που περνάει το δρόμο, και πρόθυμη αυτή να σταθεί και δεν της γνέφει, ανοίγει τη βρύση και αφήνει τον καιρό να τρέχει ανοφέλευτα, ένα θεριό που δεν ξέρει πως είναι θεριό είναι η νιότη".
Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, ο Ν.Κ. σπουδάζει νομική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παίρνει το δίπλωμά του με άριστα το 1906. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το πρώτο του βιβλίο, "Όφις και Κρίνο", όπου φαίνεται καθαρά η επίδραση του Danouzzio, ερεθισμένος ερωτισμός, αποθέωση του εκούσιου θανάτου, αισθητική καλλιέργεια και ρομαντική λατρεία του Εγώ. Στα 1908 παρακολουθεί τη διδασκαλία του Andrι Bregson στο Collage de France. Μένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα νομικής. Με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης γράφει τη διατριβή "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τω Βίω του Δικαίου και της Πολιτείας" και συνάμα αναδεικνύεται διδάκτωρ της Νομικής.
Μυείται σε όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος, γνωρίζει από κοντά όλες τις θρησκείες, γιατί αρχίζει να πιστεύει πως η ψυχή είναι η κυρίαρχη ουσία. Αποφασίζει να ταξιδέψει σε όλα τα μέρη του κόσμου, να μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, να πάρει εμπειρίες και να αφήσει το χρόνο να του στρώσει το δρόμο. Μυαλό δημιουργικό, γόνιμο, μνήμη τρομερή, μόνο γι' αυτά που τον ενδιέφεραν, έχει σπέρματα από τον Όμηρο, το Χριστό, το Βούδα, το Νίτσε και το Μπρεκσόν.
Οι σκέψεις του οι μεταφυσικές, η φιλοσοφική του διάθεση, πάντα οι μεγάλοι ποιητές έχουν έντονη φιλοσοφική διάθεση όπως και οι μεγάλοι φιλόσοφοι έχουν δυνατή ποιητική έμπνευση, η γλωσσοπλαστική του ικανότητα, το γλαφυρό γράψιμο, οι εκρηκτικές του λέξεις, οι παραστατικές του παρομοιώσεις θυμίζουν λίγο απ' όλους τους πιο πάνω. Όμως για όλους πάντα ήταν ένας καλός μελετητής, αναλυτής του έργου των και σοβαρός κριτής. Τα κείμενά του γεμάτα πρωτότυπες ιδέες, πλάθουν φαντασμαγορική εικόνα στον αναγνώστη, μαγευτική, υποβλητική γεμάτη αρμονία πειστικότητα και ομορφιά.
Στα 1911 παντρεύεται στο Ηράκλειο τη Γαλάτεια Αλεξίου, μετά από πολύχρονο δεσμό, μα αυτός ο γάμος θα διαλυθεί άδοξα μετά από 15 χρόνια. Αυτά τα χρόνια ο Καζαντζάκης είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στις μελέτες και τα ταξίδια του. Γράφει: " Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα"
Κοντά στα 1914 γνωρίζει τον Άγγελο Σικελιανό, θα τους ενώσει μια βαθιά φιλία και μια κοινή πίστη σε ιδανικά που μόνο ο θάνατος του Σικελιανού μπόρεσε να τις απολιθώσει. Επισκέπτονται μαζί το Άγιο Όρος και σκέπτονται την ίδρυση μιας θρησκείας, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Στα 1919 γίνεται γενικός διευθυντής του Υπουργείου περιθάλψεως και αναλαμβάνει την αποστολή του επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου. Στα 1924 γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου, που θα γίνει αργότερα η δεύτερη γυναίκα του.
Ο Καζαντζάκης αφού διάβασε και ταξίδεψε σαν τον Οδυσσέα, έγραψε την Ασκητική. Η Ασκητική είναι το μέλι που εύφρανε την ψυχή του. Εκεί μεταξύ άλλων, γράφει: "Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή. ' Ήσυχα, καθαρά κοιτάζω τον κόσμο και λέω, όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι και αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. ' Εγώ μονάχα υπάρχω φωνάζει ο νους, μέσα στα κατώγια μου οι πέντε μου ανυφάντρες, δουλεύουν υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και το τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Δεν δέχουμαι τα σύνορα δεν με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμε! Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χυμάει να σκίσει το δίχτυ της ανάγκης. ' Δε ζυγιάζω δε μετρώ δε βολεύομαι, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. '
'. Νίκησε τον στερνό τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν, μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται, αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν. Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης, να ξεπεράσω το νόμο να συντρίψω τα κορμιά να νικήσω το θάνατο! Είμαι ο σπόρος ! Και η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: κάθουμαι διπλοπόδι απάνου στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα, δέχουμαι τον σπόρο ακίνητη και τον θρέφω, είμαι όλη γάλα και ανάγκη και λαχταρώ να γυρίσω πίσω να κατέβω στο ζώο να κατέβω πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω, κρατώ, σκλαβώνω την πνοή δεν την αφήνω να πετάξει, μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει Είμαι η μήτρα! '
'Δεν είμαι καλός , δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος. Αβάσταχτη είναι η ευτυχία και η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι. Δεν είμαι φως, είμαι η νύχτα, μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει, είμαι η νύχτα που την τρώει το φως. Αγάπα τον κίνδυνο, τι είναι πιο δύσκολο; αυτό θέλω. Να 'σαι ανήσυχος αφχαρίστητος απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντάει βολική να τη συντρίβεις.'
' Εγώ δεν είμαι τίποτα, εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος, εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου. Μια δύναμη μέσα σου ανώτερή σου διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει. Παίξε το τωρινό και το σίγουρο παίξε το για το μελλούμενο και αβέβαιο, μην κρατάς τίποτα για υστερνή, μου αρέσει ο κίντυνος, μπορεί να χαθούμε μπορεί να σωθούμε, μη ρωτάς, απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου το κόσμο όλο, εγώ ο σπόρος του αγέννητου τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω. '
' Συμπυκνώνω σε μια αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού. Όλη η γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου, ότι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σαν μια μικρή βουβή αστραπή. Εγώ και 'συ μονάχα υπάρχουμε, εγώ και 'συ είμαστε ένα, και το ένα τούτο δεν υπάρχει!"
Η Ασκητική είναι μια προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, να κάνει πνεύμα την ύλη και να απαλλαχτεί από το σφιχτό αγκάλιασμα της ύλης, αυτής της ακατάλυτης δύναμης που είναι ζωή και θάνατος, κίνηση και ακινησία, ταυτόχρονα αγώνας ασταμάτητος, δυναμικός, αιματηρός, για την απαλλαγή από κάθε ελπίδα και φόβο και για λευτεριά από κάθε ανάγκη ακόμα και αυτής της λευτεριάς και ανύψωση της ζωής πάνω από το θάνατο σε μεταφυσικά στρώματα σε σφαίρες αδράνειας όχι όμως εξαφάνισης αλλά σιγής αιώνιας στην ποθητή νιρβάνα.
Κάπου στα 1917 ο Καζαντζάκης γνωρίζει τον Ζορμπά, τον Γιώργη Ζορμπά, αυτό είναι το αληθινό του όνομα και όχι Αλέξης όπως στο μυθιστόρημα. Ο Καζαντζάκης βάζει τα χρήματα και ο Ζορμπάς στρατολογεί εργάτες και σύνεργα και φτιάχνουν ένα μεταλλείο λιγνίτη στο Παστροβά της Μάνης. Και οι δυο τους γνωρίζουν πως δεν θα' χε μέλλον, μα αυτό δεν τους ενδιαφέρει.
Το 1943 ο Καζαντζάκης μαθαίνει το θάνατο του φίλου του Γιώργη Ζορμπά. Συντριμμένος από τον πόνο και τη θλίψη, γράφει το πιο εύθυμο μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ.. Προλογίζοντάς το γράφει:
"Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τα χνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Βούδα, το Νίτσε, το Μπέρκσονα και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα. Ο Βούδας το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος, ο Μπέρκσονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα. Ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα την αβεβαιότητα σε περηφάνια. Και ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.
Ο Ζορμπάς είχε ότι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί. Την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψυλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία. Αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί. Τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παληκαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να 'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από τη ψυχή και τέλος το άγιο, γάργαρο γέλιο, από βαθιά πληγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά. Ανατιναζόταν και μπορούσε να γκρεμίσει και γκρέμιζε όλους τους φράχτες, ηθική, θρησκεία, πατρίδα που άσκωσε γύρω του, ο κακομοίρης ο φοβιτσιάρης ο άνθρωπος για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα.
Όταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία και οι δάσκαλοι για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή και τι λιονταρίσιο μυαλό με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση. Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του την κραυγή του, η ζωή μου θα'χε πάρει αξία θα ζούσα με αίμα και σάρκα και κόκκαλα ότι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι και ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα τον Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ και 'γώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του, και 'μενα ασάλευτος τουρτουρίζοντας. Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μη τολμάει να κάνει ότι η ανώτατη παραφροσύνη, η ουσία της ζωής μου φώναζε να κάνω. Μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου τόσο, όσο μπροστά στο Ζορμπά".
"Κι αν είναι θάνατος ετούτος εμείς θα τον κάμουμε χορό, εμείς καρδιά μου ας του δώσουμε το αίμα μας να ζωντανέψει, ας κάνουμε ότι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυτός φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης. Ο χορευτής, ο πολεμιστής, η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου".
Στα 1946 προτάθηκε στο Ν.Κ. να υποβάλει υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ. Στην αρχή αρνήθηκε, ύστερα όμως από πιο ώριμη σκέψη είπε πως μόνο μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό θα ήταν σύμφωνος να τους απονεμηθεί το βραβείο. Γι' αυτό το έτος όμως η αίτηση του Καζαντζάκη και του Σικελιανού προς τη Σουηδική Ακαδημία ήταν εκπρόθεσμη. Έτσι χάνουν αυτή την ευκαιρία.
Με μεσολάβηση της φίλης του Μαρίας Βοναπάρτη, η Γερμανίδα βασίλισσα της Ελλάδας, σύμφωνα με πληροφορίες, εμπόδισε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να μην πέσει στο σφάλμα να αναθεματίσει τον Ν.Κ. και το έργο του και έτσι να γίνει γελοία σ' όλο τον θρησκευόμενο κόσμο.
Ο Ν.Κ. θεωρούσε σαν καλύτερο έργο του την Οδύσσεια, είχε εμψυχώσει και ταυτιστεί απόλυτα με τον ήρωά του, τον Οδυσσέα. Το 'γραψε επτά φορές ώσπου να του δώσει την οριστική του μορφή. Αποτελείται από 33333 στίχους, όλους δεκαεπτασύλλαβους. Πρέπει να είχε μεγάλο ταλέντο, μεγάλο πάθος και υπομονή για να μπορέσει να κάνει όλους αυτούς τους στίχους δεκαεπτασύλλαβους, αποδίδοντας πάντοτε υψηλά νοήματα που ξεκινούν όλα από τις βασικές φιλοσοφικές του θεωρίες που αναλύει στην Ασκητική του.
Ο Καζαντζάκης ταξιδεύει έχοντας μέσα στην καρδιά του την Οδύσσεια και στη καρδιά της καρδιάς του την Ασκητική. "Δεν κάνουμε άλλο ταξίδι παρά γύρω από την ψυχή μας ή το πολύ-πολύ μέσα στη ψυχή μας. Δεν βρίσκουμε στην άλλη άκρη του κόσμου, στις πιο παράξενες ξωτικές χώρες παρά την ίδια μας την εικόνα" θα πει στο Βραχόκηπο. Μέσα σε κάθε σελίδα του βραχόκηπου έχει σκορπίσει και μιαν εξομολόγηση, όπως συνήθιζε να κάνει σχεδόν σ' όλα τα έργα του. "Τέλεψα, λέει σ' ένα κινέζο φίλο του επαναστάτη, όλες μου τις θητείες, είμαι ένας λεύτερος άνθρωπος, δεν έχω καμιά ψευδαίσθηση, δεν ελπίζω τίποτα, απέχω από τον αγώνα όχι από ραθυμία ή δειλία, παρά γιατί ξέρω" -ο συνομιλητής του τον ρωτά: "Τι ξέρεις;" - και ο Καζαντζάκης: "Το τέλος όλων των πραγμάτων", και όταν ο κινέζος φανατικός εγκωμιάζει τη δράση, ο Καζαντζάκης συμπληρώνει μέσα του: "Ναι ήξερα όλα αυτά τα συνθήματα, τ' αυτιά μου τα 'χανε χορτάσει, μα είδα πίσω από τα λόγια αυτά την αγυρτεία και το κενό".
Αγωνία, αυτό είναι το κριτήριο που ιδίαζε μέσα στη σκέψη του Καζαντζάκη, αυτό είναι το πιο βαθύ του βίωμα που πάσκισε να εκφράσει σ' όλα του τα βιβλία, όμως χωρίς να μπορέσει ποτέ να αναπάψει την καρδιά του. Γράφει κάπου: "Μυστήριο σκοτεινό και ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου, μια στάμνα τρυπημένη με το στόμα πάντα ανοιχτό και όλοι οι ποταμοί της γης να χυθούν μέσα της, απομένει αδειανή και διψασμένη". "Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά και δεν είμαι τίποτα απ' αυτά, τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν μελανώνονται, αιματώνονται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο, μια απροσκύνητη ψυχή".
"Μαζεύω τα σύνεργά μου, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση, αφή, μυαλό. Βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν το τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα μα ο ήλιος βασίλεψε." Έτσι αρχίζει ο Ν.Κ. το τελευταίο του έργο, Αναφορά στο Γκρέκο, και είναι η πρώτη φορά που κάνει σοβαρά μνεία στο θάνατο, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν του είναι μακριά. Στο Σουηδό φίλο του και φιλέλληνα Borje Knos να τι είχε γράψει σε γράμμα του ο Ν.Κ. στις 12.12.1947. "Δεν φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος, είναι η φράση που έχω παραγγείλει να μου χαράξουν πάνω από τον τάφο μου. Να νικήσω την illusion και την ελπίδα χωρίς να με κυριέψει τρόμος, τούτη στάθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια όλη η προσπάθεια της ζωής μου, να κοιτάζω κατάματα την άβυσσο χωρίς να βάνω τα κλάματα, χωρίς να παρακαλώ ή να φοβερίζω, μα ήσυχα γαλήνια διατηρώντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου να βλέπω την άβυσσο και να δουλεύω σαν να ήμουν αθάνατος".
Το τέλος όμως αυτού του εβδομηντατετράχρονου έφηβου, τον περίμενε μέσα σε μια κλινική του Φριβούργου, λιωμένος από έναν τριήμερο πυρετό ασιατικής γρίπης, λέει τα τελευταία του λόγια "Διψώ, διψώ, διψώ". "Τον έχω κιόλας δει δυο φορές σ' αυτή την κατάσταση, θα τον βοηθήσετε να ξεπεράσει και τούτη την αναποδιά; δεν είναι έτσι;" ρωτούσε η Ελένη, η σύντροφός του, τον καθηγητή Χάιλμάγερ. Ο γιατρός το υποσχέθηκε, αλλά ήταν Σάββατο και έφυγε, για να γυρίσει μετά τις δέκα το βράδυ, όταν πια όλα είχαν τελειώσει.
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009
Ο Ν. Kαζαντζάκης με τον Αγγελο Σικελιανό
Ο Ν. Kαζαντζάκης με τον Αγγελο Σικελιανό
(προς τον Π. Πρεβελάκη - ο Kαζαντζάκης αναφέρεται στο θάνατο του Σικελιανού τον Ιούνιο του 1951)
Ποτέ ο 'Aγγελος [Σικελιανός] δεν ήταν τόσο κοντά μου, τόσο μέσα μου, όσο όλες ετούτες τις μέρες. Για μερικούς ανθρώπους ο θάνατος είναι απαράδεχτος, ποτέ δεν έβαλα στο νου μου πως μπορούσε να πεθάνει, κι ό,τι ένιωσα στο φοβερό χτύπημα ήταν αγανάχτηση και κατάπληξη. Δεν μπορώ ν΄ανεχτώ να ζουν τόσοι τιποτένιοι και να χάνεται μια τέτοια "εντελέχεια". Ποτέ δε σιχάθηκα τόσο τη μοίρα κι αυτούς που πιστεύουν σε "Θεό", ποτέ δεν αγρίεψα με τόση εωσφορική σιγουράδα. Οταν συλλογίζουμαι τώρα την Ελλάδα και τους ανθρώπους που την κατοικούν και τους πιθήκους που εξευτελίζουν το Πνέμα, καπνίζει η κεφαλή μου. Μού ΄ρχεται ν΄ανοίξω τη μαύρη πόρτα και να φύγω. Απάνω στην κοπριά του κόσμου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: είναι άδικο, είναι άδικο, δεν το δέχομαι.....
Ολες ετούτες τις μέρες πάω κι έρχουμαι και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στο χώμα, σ΄ένα τάφο της Αθήνας. Παρακολουθώ με φρίκη, ώρα με την ώρα, την αποσύνθεση και δε μιλώ, μα το αγαπημένο λείψανο το κρατώ, σαν Πιετά, στ΄ απλωμένα μπράτσα μου και κοιμούμαι και ξυπνώ και περπατώ και δεν το αφήνω. Kαι ξέρω πως η περιφορά τούτη του επιτάφιου θα βαστάξει χρόνια κι όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο θ΄ αγριεύουν ο πόνος κι ο θυμός κι η βλαστήμια. Ποτέ ο καιρός για μένα δεν μπόρεσε να μπαλσαμώσει τις πληγές μου, ποτέ δεν καταδέχτηκα να του δώσω το δικαίωμα αυτό γιατί ξέρω πως η ψυχή μου δεν είναι από άμμο παρά από μπρούντζο....
--------------------------------------------------------------------------------
Του Πάτροκλου Σταύρου: Οταν δεν τους περίμεναν
Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα... αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «...Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα...».
Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό. Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.
Ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Σικελιανό «να θελήσει να ενωθούν τα ονόματά τους αναπόσπαστα, γιατί, στην αγάπη, ένα πράμα, μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα 'ταν διπλή». (Από γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, 18.7.1946.) Προτάσεις στη Σουηδική Ακαδημία μπορούσαν να κάνουν ακαδημίες και ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες και σωματεία τους, γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.
Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε βέβαια. Πώς άλλωστε ήταν δυνατό να προτείνει τον Καζαντζάκη για Νομπέλ, αφού μόλις τον προηγούμενο χρόνο τον είχε θεωρήσει ακατάλληλο να γίνει μέλος της, προκρίνοντας αντ' αυτού τον Σωτήρη Σκίπη; Εντός Ακαδημίας ο Σκίπης, εκτός Ακαδημίας ο Καζαντζάκης! Εκτός και ο Σικελιανός!
Μαζί με την αίτησή του προς την Ακαδημία Αθηνών, τον Μάρτιο του 1945, ο Καζαντζάκης υπέβαλε και κατάλογο των έργων του: πέντε ταξιδιωτικά, δώδεκα δραματικά, τρία φιλοσοφικά, ένα ποιητικό, τέσσερα μυθιστορήματα, ένα ιστορικό, δώδεκα μεταφράσεις και πολλά παιδικά βιβλία. Αυτή ήταν ως τότε η πνευματική δημιουργία του, καθώς και μερικά άλλα που δεν περιέλαβε. Με την πάροδο του χρόνου το συγγραφικό του έργο εμεγεθύνετο και έκρουε την πύλη της Σουηδικής Ακαδημίας.
Δεν είναι άσκοπα δύο κατατοπιστικά λόγια για τον αδιαλείπτως τον καιρό εκείνο προβαλλόμενο από την Ελλάδα για το Νομπέλ Γεώργιο Βουγιουκλάκη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: «Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας» το 1930, «Το φιδίσιο βλέμμα» το 1931, «Ο ξένος» το 1936, «Η Μαντάμ Ενα» και «Οι Πουλητές» το 1946 και «Η πράσινη οχιά» το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη.
Γράφει στον Νίκο Καζαντζάκη, ελληνικά πάντοτε, ο φίλος του ελληνιστής και συγγραφέας έγραψε βιβλίο για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Βorje Knoss από τη Στοκχόλμη στις 9.9.1956 («Νέα Εστία», τεύχος 1211, Χριστούγεννα 1977, σελ. 306): «... Η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει τι να κάνει γιατί η Ακαδημία των Αθηνών και πολλοί Ελληνες έχουν προσφέρει για το Βραβείο Νόμπελ έναν κύριον που ονομάζεται Βουγιουκλάκης. Συγχρόνως έγραψαν να μη ζητήσουν οι Σουηδοί συμβουλές από εμένα γιατί είμαι "κομμουνιστής"...». Αυτός, λοιπόν, ο Βουγιουκλάκης δεν ανέκυψεν αιφνιδίως το 1956. Ηταν ήδη παλαιάς χρήσεως και μεταχειρισμένος από προηγούμενα χρόνια.
Ο Βorje Knoss έγραψε νωρίτερα, στις 14.12.1947, στον Γιώργο Θεοτοκά πληροφορώντας τον για μια δεκαπεντασέλιδη μπροσούρα, που κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη και ήταν εχθρική για τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό και λίαν επαινετική για τον έλληνα μυθιστοριογράφο Γεώργιο Βουγιουκλάκη, τον οποίο παρουσίαζε ως κορυφαίο! Και ο Knοss ρωτάει τον Θεοτοκά: Ποιος είναι αυτός; Αλήθεια, ποιος είναι αυτός; Μήπως μια πράσινη οχιά; Αποκλείεται.
Ξένοι προς την Ελλάδα
Είναι πασιφανές ότι ο Νίκος Καζαντζάκης καταπολεμάται σφοδρώς από την πατρίδα του, η οποία είχε χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» τον διορισμό του στην UNESCO, στο Παρίσι, το 1946. Εφερε ο Καζαντζάκης, μαζί με τον Σικελιανό, ένα μεγάλο προπατορικό αμάρτημα. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής («Εστία», 31.8.1946), ήσαν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα». Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινεν ακόμη η εφημερίδα. Το σχόλιό της εστέγασε κάτω από τον τίτλο: «Μια διεθνής απάτη». Διεθνής απατεώνας ο Καζαντζάκης, διεθνής απατεώνας ο Σικελιανός. Για διαπλοκές και διαπλεκόμενα δεν τους έγραψαν! Ησαν όμως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»! Στην Αθήνα γινόταν και κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη από την Αστυνομία.
Ο Καζαντζάκης εξαρχής εργάστηκε πολύ προς την κατεύθυνση του Νομπέλ, κινητοποιώντας φίλους του ή φίλους φίλων του. Μέσω φίλων, π.χ., επιδιώκει τη συμπαράσταση του πρέσβεως της Ελλάδος στη Νορβηγία Δημητρίου Λάμπρου, του πρέσβεως Επαμεινώνδα Πανά στη Στοκχόλμη, ακόμη και του αντιπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO Αλεξάνδρου Φωτιάδη. Για την ελληνική πρεσβεία στις Βρυξέλλες γράφει ότι «του είναι εχθρικό έδαφος». Αυτό το εχθρικό έδαφος στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα γίνει ναρκοπέδιο. Και θα οργανωθεί καλύτερα και το ελλαδικό επιθετικό φουσάτο. Στην προσπάθειά του ο Καζαντζάκης έγραψε επιστολή και στον Αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας της Σουηδίας επιζητώντας τη βοήθειά του. Θετική είναι η πληροφορία μου αυτή και απλώς αναζητώ το κείμενο.
Η υπόθεση Καζαντζάκη γίνεται ευρύτερα γνωστή και προκαλεί συμπάθειες, ενώ ο συγγραφέας ολοέν και περισσότερο με το έργο του κατακτά τη διεθνή αναγνώριση. Το 1952 οι νορβηγοί συγγραφείς η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά αρνείται να αποδεχθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.
Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «...πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο...» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Ο φίλος του Βorje Knoss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος. Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα.
Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν. Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «...Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ' εξοντώσουν...».
Οταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ετών 41, και η Ελένη Σαμίου, ετών 20, πρωτοσυναντήθηκαν τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα και συνέχεια στη Ραφήνα, ο ένας διάβασε μέσα στα μάτια του άλλου το αλληλένδετο πεπρωμένο του. Και όταν αποφάσισαν να δεθούν μεταξύ τους και θαρραλέως να συζούν, πριν ακόμη από τον γάμο, ο Νίκος είπε στην Ελένη ότι η αγάπη τους είναι μονόδρομος, δρόμος χωρίς επιστροφή. Της είπε ακόμη ότι στη ζωή τους θα βρουν δυσκολίες πολλές, μπορεί και «να πουν το ψωμί ψωμάκι». Και το είπανε. Ενα πράγμα όμως δεν θα της συμβεί ποτέ μαζί του, να πλήξει. Δεν έπληξε ποτέ. Και στάθηκε στον «πούντον» της, όπως λέμε στην Κύπρο. Σε όλες τις αντίξοες ώρες η Ελένη με αυταπάρνηση του συμπαραστάθηκε και τον γλύκαινε. Και στις ευτυχισμένες ώρες τού έκανε τη γη παράδεισο. Εγινε αθλητίνα και συναθλητίνα του, «γενναία συντρόφισσα στον εδικό του ανήφορο».
Εβγαινε τότε ταπεινά η Ελένη στα πάρκα της Αντίπολης πόσο θυμίζει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού και μάζευε φοινίκια κάτω από τις φοινικιές. Τα πλένει, τα βάφει, τα τρυπάει, τα περνά σε πλαστική κλωστή και τα πουλάει στους τουρίστες. Και σώζει έτσι ξανά τον άνθρωπό της, όπως τον έσωσε και πριν στην Αίγινα, τον καιρό της ναζιστικής Κατοχής και της μεγάλης πείνας. Γι' αυτό και όχι αδίκως εκείνος της πλέκει ύμνο μέγα στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «...είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: "Βλογημένη να 'ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!"...». (Κεφάλαιο: Επίλογος.)
Σε μια πρεσβεία μας δεν του έδωσαν καρέκλα να καθήσει και τον άφησαν να περιμένει, όταν επήγε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη να ζητήσουν θεώρηση διαβατηρίου. Και επιπλέον υβρίστηκε. Το ίδιο εκείνο βράδυ, στην ίδια πόλη, η κινεζική πρεσβεία του παρέθετε επίσημο δείπνο! Ηταν στα τελευταία του τότε ο Νίκος Καζαντζάκης. Και είχε τη διαίσθηση του συντόμως επερχόμενου θανάτου του. Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν― το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;
Ποιος τα ξέρει αυτά; Ποιος πολιτειακός παράγοντας πήγε ποτέ στον τάφο του για να απολογηθεί γι' αυτές τις κρατικές βαναυσότητες; Και να καταθέσει όχι λουλούδια, παρά ένα πανέρι με φρούτα. Το είπε κάποτε ο ίδιος: Οταν μου φέρετε φρούτα στον τάφο μου, θα αναστηθώ. Τον ανασταίνουμε σήμερα ή συνεχώς τον ξανασταυρώνουμε; Πιστεύω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη.
Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.
Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του. Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.
Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».
Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «...Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε "μούτρα" στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.
Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».
Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η φήμη του Καζαντζάκη άρχισε πλέον να απλώνεται σε όλες τις ηπείρους. Η διεθνής αναγνώριση τού διάνοιγε τον δρόμο προς το Βραβείο, το οποίον ακοιμήτως ναρκοθετούσε η Ελλάς. Να τον αφήσει να πάρει το Νομπέλ; Αδύνατον. Ακόμη και μυστικούς αστυνομικούς έστελναν τότε στην Αντίμπ, οι οποίοι υπεδύοντο τους δημοσιογράφους για να τον κατασκοπεύσουν!
Η ματαίωση της απονομής του Νομπέλ στον Καζαντζάκη υπήρξε σαφώς ελληνικός άθλος. Ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης ήταν ο Σπύρος Μελάς, συνεργαζόμενος με τον έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Πίνδαρο Ανδρουλή, ο οποίος δρούσε βάσει οδηγιών από το κέντρο, την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Τι είχε με τον Καζαντζάκη ο Μελάς; Φθόνο, μίσος, αντιζηλία; Ισως όλα, και μαζί έχθρα και φοβερή ζήλια. Ηταν και Κρητικός ο Καζαντζάκης. Τον καιρό της γερμανικής Κατοχής ο Μελάς αρθρογραφούσε στην ελεγχόμενη τότε από το κατοχικό καθεστώς εφημερίδα «Η Καθημερινή». Κατά την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη, προέτρεψε τους Κρητικούς να μην αντισταθούν, αλλά να καλωσορίσουν τους Γερμανούς.
Οσον αφορά τον πρέσβη Ανδρουλή, είναι χαρακτηριστικό το ξέσπασμα του Νίκου Καζαντζάκη σε επιστολή του προς τον Knoss στις 22.7.1951 για τον θάνατο του Αγγελου Σικελιανού: «Εκεί καταντήσαμε. Αυτό δείχνει ποιοι άνθρωποι, ποιοι Ανδρουλήδες, κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα». Το όνομα προσώπου έγινε δείγμα ποιότητας και συμπεριφοράς.
Γράφει ο Βorje Knoss στον Γιώργο Θεοτοκά στις 9.3.1951: «...Τώρα δεν θέλω παρά να σας επισημάνω με δυο λόγια και εντελώς εμπιστευτικά ότι ο κ. Σπύρος Μελάς βρίσκεται στη Στοκχόλμη, σαν εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών και των Ελλήνων Συγγραφέων. Τον είδα και κουβέντιασα πολύ λίγο μαζί του. Τον γνώριζα ήδη από τη φήμη του, όχι προσωπικά, αλλά οι συμπατριώτες μου και οι εφημερίδες εδώ, που δεν ξέρουν τίποτα, νομίζουν πως είναι ο πιο διακεκριμένος συγγραφέας της Ελλάδας. Ο πρέσβης της Ελλάδα στη Σουηδία είναι της ίδιας γνώμης, όπως φαίνεται. Κάνω ό,τι μπορώ για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις, αλλά η φωνή μου πνίγεται από το μεγάλο θόρυβο που δημιούργησαν...». Τον πρέσβη Πίνδαρο Ανδρουλή ο Knοss χαρακτηρίζει «παρα πολύ αντιπροοδευτικό» και «πολύ φίλο του κ. Σπύρου Μελά». (9.10.1957) Σε άλλη επιστολή του προς τον Θεοτοκά στις 29.3.1951 ο Βorje Knoss συμπληρώνει: «...Είμαι πολύ στενοχωρημένος για όλον αυτόν το θόρυβο που δημιούργησε εδώ ο κ. Σπύρος Μελάς. Εγινε δεκτός από τον βασιλέα, πράγμα που δεν έχει σημασία. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πήγε και επισκέφθηκε μερικά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας τον κ. Οντερλινγκ, μόνιμο γραμματέα, και τον κ. Τάλλμπεργκ και έκαμε το παν για να συκοφαντήσει τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, που, για κείνον, ήταν "κομμουνιστές" και τους βλέπουν με πολλή δυσμένεια στην Ελλάδα. Ερχόμενος με την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, αντιπροσώπευε ο ίδιος την αληθινή νέα ελληνική λογοτεχνία! Ηθελε μάλιστα να μεταφράσω μερικές νουβέλλες που έχει δημοσιεύσει. Εκανα γνωστή στους φίλους μου ποια ήταν η αλήθεια στα λόγια του και έκανα ό,τι μπορούσα για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις και τα λάθη που θα μπορούσαν να γίνουν. Δυστυχώς παρ' όλα αυτά μερικές εντυπώσεις μένουν...».
Ο Knoss σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο: «...Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα 'ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)...». Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss. Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι.
Γνωρίζοντας και από άλλες περιπτώσεις την πολυπραγμοσύνη της βασίλισσας Φρειδερίκης τριάντα χρόνια υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας διετέλεσα δέχομαι ως γενόμενη αυτή την παρέμβασή της εναντίον του Καζαντζάκη. Η ίδια η Φρειδερίκη, π.χ., τηλεφώνησε στον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1959 και τον πίεσε να δεχθεί και να προσυπογράψει τη Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη για λύση του Κυπριακού. Πρόκειται για τις γνωστές Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Τι της έπεφτε λόγος να παρέμβει; Αν από πλευράς τους κρινόταν σωστό ή αναγκαίο, ας τηλεφωνούσε ο Βασιλιάς Παύλος. Γιατί όχι λοιπόν και σ' αυτή την περίπτωση; Είναι γνωστό ότι «έκανε τού κεφαλιού της», αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης στιγμής. Πρέπει όμως να της αναγνωρίσω ότι έκανε και θετική παρέμβαση για τον Καζαντζάκη, με σκοπό ουσιαστικά τη διαφύλαξη του διεθνούς γοήτρου της Ελλάδας. Παρενέβη το 1954 στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Και άλλοι συνέτειναν βέβαια. Αλλά το σωστό να λέγεται. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος.
Σ' αυτή την ατελείωτη διελκυστίνδα για Καζαντζάκη και Νομπέλ εμπλέκεται και η Κύπρος, με το Κυπριακό πρόβλημα, που κορυφώθηκε με τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα από το 1955-1959.
Ο Καζαντζάκης ζώντας, έστω, μακριά στην Αντίμπ παρακολουθούσε εναγωνίως τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο και ύψωνε διαρκώς κραυγή συμπαράστασης προς τη μαρτυρική Μεγαλόνησο και καταδίκης της αγγλικής κατοχής. Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον έλληνα συγγραφέα ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε τα μαχητικότερα κείμενα και υπερασπίστηκε την Κύπρο και τα δίκαιά της, αρχίζοντας τούτο από τότε που την επισκέφθηκε, μία και μοναδική φορά, τον Μάιο του 1926.
Ο Βorje Knoss, εκτός από την προηγούμενη αναφορά για τους «Αγγλοσαξονικούς», είπε ειδικά για την Κύπρο σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 18.5.1956: «...Μου φαίνεται απίθανον, μα η ανοησία και η κακοσύνη των ανθρώπων υπερβαίνουν όλα τα όρια, και το ζήτημα της Κύπρου σκοτεινιάζει όλα τα πνεύματα. Παντέρμη Ελλάδα, που πάντα είναι καταβολή στο παίξιμο των Μεγάλων Δυνάμεων! Και λυπούμαι απ' όλη την καρδιά μου τους δυστυχείς Κυπριώτες, που οι Εγγλέζοι τόσο τους αδικούν...».
Σηκώνονται οι λίγες τρίχες της κεφαλής μου αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι άθλιοι ίσως να καπηλεύτηκαν και την εθνική υπόθεση της Κύπρου για να ματαιώσουν την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Καζαντζάκη! Δεν το αποκλείω. Αλλά δεν αποκλείω από όσα γράφει και όπως τα γράφει ο Βorje Knoss και αγγλική ανάμειξη! Αυτή τη στιγμή που χαράσσω στο χαρτί αυτές τις σκέψεις μού έρχεται στον νου η επίσημη πληροφορία από το Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο στο Λονδίνο, που μου εδόθη πριν από λίγα χρόνια: Οτι τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα. Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Αλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και, αν καλώς ενθυμούμαι, άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο. Αρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται και, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι άλλο σχετικό με τον Καζαντζάκη, δεν βλέπω άλλο, παρά το Βραβείο Νομπέλ. Δηλαδή η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του. Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Αγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται!
Θα πει ενδεχομένως κανείς: Μα και σ' αυτό θα ανακατέψουμε τους Αγγλους; Είδα με τα μάτια μου στο Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που προφανώς είχε παραπέσει κατά τη διαλογή για ταξινόμηση, με πληροφορίες δοθείσες από επώνυμο έλληνα λόγιο και διανοούμενο για τα φρονήματα των λογοτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων στην Ελλάδα. Και ανάμεσά τους, σαν πολύ κομμουνιστές φιγουράριζαν ψηλά ψηλά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Είδα και διάβασα ακόμη έγγραφα πολλά δημοσιεύτηκαν και σε βιβλίο για αγγλική ανάμειξη στις εκλογές Ορθοδόξων Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών στη Μέση Ανατολή. Παντού είχαν και έχουν χωμένη τη μύτη τους οι Αγγλοι. Γιατί όχι και σ' αυτό;
Βρισκόμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και όλα είναι θεμιτά, και τα θεμιτά και τα αθέμιτα, ακόμη και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Σουηδική Ακαδημία. Ο Knoss καλύπτει και αυτή την πτυχή σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 11.9.1952, έτος κατά το οποίο το Νομπέλ δόθηκε σε Αγγλον:
«...Είμαι πολύ πολύ θλιμμένος για την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας... μου λένε πως ήταν δυο κόμματα στην Ακαδημία, το ένα για Σας και το άλλο για τον Graham Greene... Επειτα η Ακαδημία έλαβε ανάριθμα (αναρίθμητα) γράμματα από την Ελλάδα που Σας απέδωσαν κομμουνιστικές συμπάθειες, κανένας δεν το πίστεψε, μα εν τούτοις μικρή οσμή έμεινε στην ατμόσφαιραν. Με συγχωρείτε την ειλικρίνειάν μου, μα δεν θέλω να συγκρατήσω την αλήθειαν!...». Επανέρχομαι στην ιεραποστολή του Μελά στη Στοκχόλμη, για την οποία γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη (18.12.1952): «Το τι είπε εναντίον μου και στους Σουηδούς ακαδημαϊκούς και στο Σουηδό βασιλέα, το ξέρω από πρώτη πηγή: Είμαι κομμουνιστής και διαφθείρω την ελληνική νεότητα και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί στο πρόσωπό μου.
Κάθε χρόνο, βροχή πάνε τα γράμματα στη Σουηδική Ακαδημία εναντίον μου (έχω αντίγραφα) και κανένας φίλος Ελληνας δεν αποκότησε να στείλει ένα γράμμα να πει πως είμαι τίμιος άνθρωπος και το έργο μου δε συγκρίνεται με κανένα άλλο.
Η Νορβηγική Εταιρία Λογοτεχνών επρότεινε πέρυσι παμψηφεί και θα προτείνει και την άνοιξη του 1953 να πάρω το Νόμπελ― τι έκαμε η δική μας Εταιρία;
Δε με νοιάζουν οι οχτροί, με γνοιάζουν οι φίλοι― νομίζω θα παραμείνει επί πολλά χρόνια πνευματικό αίσχος για τους Νεοέλληνες».
Στο θλιμμένο τούτο γράμμα ο Καζαντζάκης διατυπώνει και το παράπονο ότι ουδείς ακαδημαϊκός διαμαρτυρήθηκε για τις ενέργειες του Μελά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας. «Κι ήταν τότε Πρόεδρος ο έντιμος Μαριδάκης» λέει με απογοήτευση ο Καζαντζάκης.
Οι πληροφορίες από τη Στοκχόλμη είναι έγκυρες, γιατί προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι ήσαν μέσα στα πράγματα. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.
Εκτός από τις έγκυρες πληροφορίες που διαρκώς έφθαναν από φίλους στον Καζαντζάκη για το Νομπέλ, το ζεύγος Καζαντζάκη παρατήρησε χωρίς να το εξηγήσει, γιατί δεν ήξερε ότι περισσότεροι σουηδοί δημοσιογράφοι κατά το 1956-1957 παρά πριν έφθαναν στην Αντίμπ και ζητούσαν να τους δουν. Νίκος και Ελένη δεν έδωσαν και πολλή σημασία, απλώς ευχαριστήθηκαν. Ανάλογο φαινόμενο συνέβη και το 1952, με τη διαφορά ότι τότε οι εφημερίδες εζήτησαν πληροφορίες και σημειώματα από τον Βorje Knoss για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.
Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ακούσω από τον αείμνηστο φίλο μου Νίκο Καρύδη μια ανάλογη ιστορία με τον Γιώργο Σεφέρη, όταν επρόκειτο να πάρει το Νομπέλ. Ηλθαν τότε στην Αθήνα σουηδοί δημοσιογράφοι, αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι' αυτόν. Κάποιοι αντιλήφθηκαν περί τίνος επρόκειτο. Τους μαζεύει λοιπόν η Ιωάννα Τσάτσου, που μας αφήκε χρόνους πριν από λίγες ημέρες, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, και τους επιδαψιλεύει περιποιήσεις επί περιποιήσεων. Η Ελλάδα εσκέπαζε τότε ένα μεγάλο πνευματικό τέκνο της, τον Γιώργο Σεφέρη, και πολύ καλά έκανε. Δεν έστειλε Μελάδες στη Στοκχόλμη. Ελληνάδες αποκαλούσε αυτά τα υποκείμενα ο Καζαντζάκης.
Πριν από μερικά χρόνια είπα στην Ελένη Καζαντζάκη την ιστορία που άκουσα από τον Καρύδη για τον Σεφέρη. Και τότε άρχισαν να ξυπνούν μέσα της οι μνήμες του παρόμοιου γεγονότος στην Αντίμπ. Είχε τώρα την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές. Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».
Γι' αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «...Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα 'κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο― μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν... Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού...».
Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!
*Ο κ. Πάτροκλος Σταύρου είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών «Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη». Διετέλεσε υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας.
AΠO «ΤΟ ΒΗΜΑ».
(προς τον Π. Πρεβελάκη - ο Kαζαντζάκης αναφέρεται στο θάνατο του Σικελιανού τον Ιούνιο του 1951)
Ποτέ ο 'Aγγελος [Σικελιανός] δεν ήταν τόσο κοντά μου, τόσο μέσα μου, όσο όλες ετούτες τις μέρες. Για μερικούς ανθρώπους ο θάνατος είναι απαράδεχτος, ποτέ δεν έβαλα στο νου μου πως μπορούσε να πεθάνει, κι ό,τι ένιωσα στο φοβερό χτύπημα ήταν αγανάχτηση και κατάπληξη. Δεν μπορώ ν΄ανεχτώ να ζουν τόσοι τιποτένιοι και να χάνεται μια τέτοια "εντελέχεια". Ποτέ δε σιχάθηκα τόσο τη μοίρα κι αυτούς που πιστεύουν σε "Θεό", ποτέ δεν αγρίεψα με τόση εωσφορική σιγουράδα. Οταν συλλογίζουμαι τώρα την Ελλάδα και τους ανθρώπους που την κατοικούν και τους πιθήκους που εξευτελίζουν το Πνέμα, καπνίζει η κεφαλή μου. Μού ΄ρχεται ν΄ανοίξω τη μαύρη πόρτα και να φύγω. Απάνω στην κοπριά του κόσμου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: είναι άδικο, είναι άδικο, δεν το δέχομαι.....
Ολες ετούτες τις μέρες πάω κι έρχουμαι και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στο χώμα, σ΄ένα τάφο της Αθήνας. Παρακολουθώ με φρίκη, ώρα με την ώρα, την αποσύνθεση και δε μιλώ, μα το αγαπημένο λείψανο το κρατώ, σαν Πιετά, στ΄ απλωμένα μπράτσα μου και κοιμούμαι και ξυπνώ και περπατώ και δεν το αφήνω. Kαι ξέρω πως η περιφορά τούτη του επιτάφιου θα βαστάξει χρόνια κι όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο θ΄ αγριεύουν ο πόνος κι ο θυμός κι η βλαστήμια. Ποτέ ο καιρός για μένα δεν μπόρεσε να μπαλσαμώσει τις πληγές μου, ποτέ δεν καταδέχτηκα να του δώσω το δικαίωμα αυτό γιατί ξέρω πως η ψυχή μου δεν είναι από άμμο παρά από μπρούντζο....
--------------------------------------------------------------------------------
Του Πάτροκλου Σταύρου: Οταν δεν τους περίμεναν
Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα... αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «...Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα...».
Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό. Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.
Ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Σικελιανό «να θελήσει να ενωθούν τα ονόματά τους αναπόσπαστα, γιατί, στην αγάπη, ένα πράμα, μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα 'ταν διπλή». (Από γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, 18.7.1946.) Προτάσεις στη Σουηδική Ακαδημία μπορούσαν να κάνουν ακαδημίες και ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες και σωματεία τους, γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.
Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε βέβαια. Πώς άλλωστε ήταν δυνατό να προτείνει τον Καζαντζάκη για Νομπέλ, αφού μόλις τον προηγούμενο χρόνο τον είχε θεωρήσει ακατάλληλο να γίνει μέλος της, προκρίνοντας αντ' αυτού τον Σωτήρη Σκίπη; Εντός Ακαδημίας ο Σκίπης, εκτός Ακαδημίας ο Καζαντζάκης! Εκτός και ο Σικελιανός!
Μαζί με την αίτησή του προς την Ακαδημία Αθηνών, τον Μάρτιο του 1945, ο Καζαντζάκης υπέβαλε και κατάλογο των έργων του: πέντε ταξιδιωτικά, δώδεκα δραματικά, τρία φιλοσοφικά, ένα ποιητικό, τέσσερα μυθιστορήματα, ένα ιστορικό, δώδεκα μεταφράσεις και πολλά παιδικά βιβλία. Αυτή ήταν ως τότε η πνευματική δημιουργία του, καθώς και μερικά άλλα που δεν περιέλαβε. Με την πάροδο του χρόνου το συγγραφικό του έργο εμεγεθύνετο και έκρουε την πύλη της Σουηδικής Ακαδημίας.
Δεν είναι άσκοπα δύο κατατοπιστικά λόγια για τον αδιαλείπτως τον καιρό εκείνο προβαλλόμενο από την Ελλάδα για το Νομπέλ Γεώργιο Βουγιουκλάκη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: «Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας» το 1930, «Το φιδίσιο βλέμμα» το 1931, «Ο ξένος» το 1936, «Η Μαντάμ Ενα» και «Οι Πουλητές» το 1946 και «Η πράσινη οχιά» το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη.
Γράφει στον Νίκο Καζαντζάκη, ελληνικά πάντοτε, ο φίλος του ελληνιστής και συγγραφέας έγραψε βιβλίο για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Βorje Knoss από τη Στοκχόλμη στις 9.9.1956 («Νέα Εστία», τεύχος 1211, Χριστούγεννα 1977, σελ. 306): «... Η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει τι να κάνει γιατί η Ακαδημία των Αθηνών και πολλοί Ελληνες έχουν προσφέρει για το Βραβείο Νόμπελ έναν κύριον που ονομάζεται Βουγιουκλάκης. Συγχρόνως έγραψαν να μη ζητήσουν οι Σουηδοί συμβουλές από εμένα γιατί είμαι "κομμουνιστής"...». Αυτός, λοιπόν, ο Βουγιουκλάκης δεν ανέκυψεν αιφνιδίως το 1956. Ηταν ήδη παλαιάς χρήσεως και μεταχειρισμένος από προηγούμενα χρόνια.
Ο Βorje Knoss έγραψε νωρίτερα, στις 14.12.1947, στον Γιώργο Θεοτοκά πληροφορώντας τον για μια δεκαπεντασέλιδη μπροσούρα, που κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη και ήταν εχθρική για τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό και λίαν επαινετική για τον έλληνα μυθιστοριογράφο Γεώργιο Βουγιουκλάκη, τον οποίο παρουσίαζε ως κορυφαίο! Και ο Knοss ρωτάει τον Θεοτοκά: Ποιος είναι αυτός; Αλήθεια, ποιος είναι αυτός; Μήπως μια πράσινη οχιά; Αποκλείεται.
Ξένοι προς την Ελλάδα
Είναι πασιφανές ότι ο Νίκος Καζαντζάκης καταπολεμάται σφοδρώς από την πατρίδα του, η οποία είχε χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» τον διορισμό του στην UNESCO, στο Παρίσι, το 1946. Εφερε ο Καζαντζάκης, μαζί με τον Σικελιανό, ένα μεγάλο προπατορικό αμάρτημα. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής («Εστία», 31.8.1946), ήσαν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα». Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινεν ακόμη η εφημερίδα. Το σχόλιό της εστέγασε κάτω από τον τίτλο: «Μια διεθνής απάτη». Διεθνής απατεώνας ο Καζαντζάκης, διεθνής απατεώνας ο Σικελιανός. Για διαπλοκές και διαπλεκόμενα δεν τους έγραψαν! Ησαν όμως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»! Στην Αθήνα γινόταν και κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη από την Αστυνομία.
Ο Καζαντζάκης εξαρχής εργάστηκε πολύ προς την κατεύθυνση του Νομπέλ, κινητοποιώντας φίλους του ή φίλους φίλων του. Μέσω φίλων, π.χ., επιδιώκει τη συμπαράσταση του πρέσβεως της Ελλάδος στη Νορβηγία Δημητρίου Λάμπρου, του πρέσβεως Επαμεινώνδα Πανά στη Στοκχόλμη, ακόμη και του αντιπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO Αλεξάνδρου Φωτιάδη. Για την ελληνική πρεσβεία στις Βρυξέλλες γράφει ότι «του είναι εχθρικό έδαφος». Αυτό το εχθρικό έδαφος στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα γίνει ναρκοπέδιο. Και θα οργανωθεί καλύτερα και το ελλαδικό επιθετικό φουσάτο. Στην προσπάθειά του ο Καζαντζάκης έγραψε επιστολή και στον Αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας της Σουηδίας επιζητώντας τη βοήθειά του. Θετική είναι η πληροφορία μου αυτή και απλώς αναζητώ το κείμενο.
Η υπόθεση Καζαντζάκη γίνεται ευρύτερα γνωστή και προκαλεί συμπάθειες, ενώ ο συγγραφέας ολοέν και περισσότερο με το έργο του κατακτά τη διεθνή αναγνώριση. Το 1952 οι νορβηγοί συγγραφείς η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά αρνείται να αποδεχθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.
Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «...πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο...» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Ο φίλος του Βorje Knoss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος. Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα.
Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν. Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «...Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ' εξοντώσουν...».
Οταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ετών 41, και η Ελένη Σαμίου, ετών 20, πρωτοσυναντήθηκαν τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα και συνέχεια στη Ραφήνα, ο ένας διάβασε μέσα στα μάτια του άλλου το αλληλένδετο πεπρωμένο του. Και όταν αποφάσισαν να δεθούν μεταξύ τους και θαρραλέως να συζούν, πριν ακόμη από τον γάμο, ο Νίκος είπε στην Ελένη ότι η αγάπη τους είναι μονόδρομος, δρόμος χωρίς επιστροφή. Της είπε ακόμη ότι στη ζωή τους θα βρουν δυσκολίες πολλές, μπορεί και «να πουν το ψωμί ψωμάκι». Και το είπανε. Ενα πράγμα όμως δεν θα της συμβεί ποτέ μαζί του, να πλήξει. Δεν έπληξε ποτέ. Και στάθηκε στον «πούντον» της, όπως λέμε στην Κύπρο. Σε όλες τις αντίξοες ώρες η Ελένη με αυταπάρνηση του συμπαραστάθηκε και τον γλύκαινε. Και στις ευτυχισμένες ώρες τού έκανε τη γη παράδεισο. Εγινε αθλητίνα και συναθλητίνα του, «γενναία συντρόφισσα στον εδικό του ανήφορο».
Εβγαινε τότε ταπεινά η Ελένη στα πάρκα της Αντίπολης πόσο θυμίζει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού και μάζευε φοινίκια κάτω από τις φοινικιές. Τα πλένει, τα βάφει, τα τρυπάει, τα περνά σε πλαστική κλωστή και τα πουλάει στους τουρίστες. Και σώζει έτσι ξανά τον άνθρωπό της, όπως τον έσωσε και πριν στην Αίγινα, τον καιρό της ναζιστικής Κατοχής και της μεγάλης πείνας. Γι' αυτό και όχι αδίκως εκείνος της πλέκει ύμνο μέγα στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «...είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: "Βλογημένη να 'ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!"...». (Κεφάλαιο: Επίλογος.)
Σε μια πρεσβεία μας δεν του έδωσαν καρέκλα να καθήσει και τον άφησαν να περιμένει, όταν επήγε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη να ζητήσουν θεώρηση διαβατηρίου. Και επιπλέον υβρίστηκε. Το ίδιο εκείνο βράδυ, στην ίδια πόλη, η κινεζική πρεσβεία του παρέθετε επίσημο δείπνο! Ηταν στα τελευταία του τότε ο Νίκος Καζαντζάκης. Και είχε τη διαίσθηση του συντόμως επερχόμενου θανάτου του. Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν― το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;
Ποιος τα ξέρει αυτά; Ποιος πολιτειακός παράγοντας πήγε ποτέ στον τάφο του για να απολογηθεί γι' αυτές τις κρατικές βαναυσότητες; Και να καταθέσει όχι λουλούδια, παρά ένα πανέρι με φρούτα. Το είπε κάποτε ο ίδιος: Οταν μου φέρετε φρούτα στον τάφο μου, θα αναστηθώ. Τον ανασταίνουμε σήμερα ή συνεχώς τον ξανασταυρώνουμε; Πιστεύω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη.
Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.
Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του. Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.
Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».
Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «...Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε "μούτρα" στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.
Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».
Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η φήμη του Καζαντζάκη άρχισε πλέον να απλώνεται σε όλες τις ηπείρους. Η διεθνής αναγνώριση τού διάνοιγε τον δρόμο προς το Βραβείο, το οποίον ακοιμήτως ναρκοθετούσε η Ελλάς. Να τον αφήσει να πάρει το Νομπέλ; Αδύνατον. Ακόμη και μυστικούς αστυνομικούς έστελναν τότε στην Αντίμπ, οι οποίοι υπεδύοντο τους δημοσιογράφους για να τον κατασκοπεύσουν!
Η ματαίωση της απονομής του Νομπέλ στον Καζαντζάκη υπήρξε σαφώς ελληνικός άθλος. Ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης ήταν ο Σπύρος Μελάς, συνεργαζόμενος με τον έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Πίνδαρο Ανδρουλή, ο οποίος δρούσε βάσει οδηγιών από το κέντρο, την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Τι είχε με τον Καζαντζάκη ο Μελάς; Φθόνο, μίσος, αντιζηλία; Ισως όλα, και μαζί έχθρα και φοβερή ζήλια. Ηταν και Κρητικός ο Καζαντζάκης. Τον καιρό της γερμανικής Κατοχής ο Μελάς αρθρογραφούσε στην ελεγχόμενη τότε από το κατοχικό καθεστώς εφημερίδα «Η Καθημερινή». Κατά την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη, προέτρεψε τους Κρητικούς να μην αντισταθούν, αλλά να καλωσορίσουν τους Γερμανούς.
Οσον αφορά τον πρέσβη Ανδρουλή, είναι χαρακτηριστικό το ξέσπασμα του Νίκου Καζαντζάκη σε επιστολή του προς τον Knoss στις 22.7.1951 για τον θάνατο του Αγγελου Σικελιανού: «Εκεί καταντήσαμε. Αυτό δείχνει ποιοι άνθρωποι, ποιοι Ανδρουλήδες, κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα». Το όνομα προσώπου έγινε δείγμα ποιότητας και συμπεριφοράς.
Γράφει ο Βorje Knoss στον Γιώργο Θεοτοκά στις 9.3.1951: «...Τώρα δεν θέλω παρά να σας επισημάνω με δυο λόγια και εντελώς εμπιστευτικά ότι ο κ. Σπύρος Μελάς βρίσκεται στη Στοκχόλμη, σαν εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών και των Ελλήνων Συγγραφέων. Τον είδα και κουβέντιασα πολύ λίγο μαζί του. Τον γνώριζα ήδη από τη φήμη του, όχι προσωπικά, αλλά οι συμπατριώτες μου και οι εφημερίδες εδώ, που δεν ξέρουν τίποτα, νομίζουν πως είναι ο πιο διακεκριμένος συγγραφέας της Ελλάδας. Ο πρέσβης της Ελλάδα στη Σουηδία είναι της ίδιας γνώμης, όπως φαίνεται. Κάνω ό,τι μπορώ για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις, αλλά η φωνή μου πνίγεται από το μεγάλο θόρυβο που δημιούργησαν...». Τον πρέσβη Πίνδαρο Ανδρουλή ο Knοss χαρακτηρίζει «παρα πολύ αντιπροοδευτικό» και «πολύ φίλο του κ. Σπύρου Μελά». (9.10.1957) Σε άλλη επιστολή του προς τον Θεοτοκά στις 29.3.1951 ο Βorje Knoss συμπληρώνει: «...Είμαι πολύ στενοχωρημένος για όλον αυτόν το θόρυβο που δημιούργησε εδώ ο κ. Σπύρος Μελάς. Εγινε δεκτός από τον βασιλέα, πράγμα που δεν έχει σημασία. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πήγε και επισκέφθηκε μερικά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας τον κ. Οντερλινγκ, μόνιμο γραμματέα, και τον κ. Τάλλμπεργκ και έκαμε το παν για να συκοφαντήσει τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, που, για κείνον, ήταν "κομμουνιστές" και τους βλέπουν με πολλή δυσμένεια στην Ελλάδα. Ερχόμενος με την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, αντιπροσώπευε ο ίδιος την αληθινή νέα ελληνική λογοτεχνία! Ηθελε μάλιστα να μεταφράσω μερικές νουβέλλες που έχει δημοσιεύσει. Εκανα γνωστή στους φίλους μου ποια ήταν η αλήθεια στα λόγια του και έκανα ό,τι μπορούσα για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις και τα λάθη που θα μπορούσαν να γίνουν. Δυστυχώς παρ' όλα αυτά μερικές εντυπώσεις μένουν...».
Ο Knoss σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο: «...Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα 'ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)...». Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss. Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι.
Γνωρίζοντας και από άλλες περιπτώσεις την πολυπραγμοσύνη της βασίλισσας Φρειδερίκης τριάντα χρόνια υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας διετέλεσα δέχομαι ως γενόμενη αυτή την παρέμβασή της εναντίον του Καζαντζάκη. Η ίδια η Φρειδερίκη, π.χ., τηλεφώνησε στον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1959 και τον πίεσε να δεχθεί και να προσυπογράψει τη Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη για λύση του Κυπριακού. Πρόκειται για τις γνωστές Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Τι της έπεφτε λόγος να παρέμβει; Αν από πλευράς τους κρινόταν σωστό ή αναγκαίο, ας τηλεφωνούσε ο Βασιλιάς Παύλος. Γιατί όχι λοιπόν και σ' αυτή την περίπτωση; Είναι γνωστό ότι «έκανε τού κεφαλιού της», αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης στιγμής. Πρέπει όμως να της αναγνωρίσω ότι έκανε και θετική παρέμβαση για τον Καζαντζάκη, με σκοπό ουσιαστικά τη διαφύλαξη του διεθνούς γοήτρου της Ελλάδας. Παρενέβη το 1954 στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Και άλλοι συνέτειναν βέβαια. Αλλά το σωστό να λέγεται. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος.
Σ' αυτή την ατελείωτη διελκυστίνδα για Καζαντζάκη και Νομπέλ εμπλέκεται και η Κύπρος, με το Κυπριακό πρόβλημα, που κορυφώθηκε με τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα από το 1955-1959.
Ο Καζαντζάκης ζώντας, έστω, μακριά στην Αντίμπ παρακολουθούσε εναγωνίως τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο και ύψωνε διαρκώς κραυγή συμπαράστασης προς τη μαρτυρική Μεγαλόνησο και καταδίκης της αγγλικής κατοχής. Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον έλληνα συγγραφέα ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε τα μαχητικότερα κείμενα και υπερασπίστηκε την Κύπρο και τα δίκαιά της, αρχίζοντας τούτο από τότε που την επισκέφθηκε, μία και μοναδική φορά, τον Μάιο του 1926.
Ο Βorje Knoss, εκτός από την προηγούμενη αναφορά για τους «Αγγλοσαξονικούς», είπε ειδικά για την Κύπρο σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 18.5.1956: «...Μου φαίνεται απίθανον, μα η ανοησία και η κακοσύνη των ανθρώπων υπερβαίνουν όλα τα όρια, και το ζήτημα της Κύπρου σκοτεινιάζει όλα τα πνεύματα. Παντέρμη Ελλάδα, που πάντα είναι καταβολή στο παίξιμο των Μεγάλων Δυνάμεων! Και λυπούμαι απ' όλη την καρδιά μου τους δυστυχείς Κυπριώτες, που οι Εγγλέζοι τόσο τους αδικούν...».
Σηκώνονται οι λίγες τρίχες της κεφαλής μου αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι άθλιοι ίσως να καπηλεύτηκαν και την εθνική υπόθεση της Κύπρου για να ματαιώσουν την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Καζαντζάκη! Δεν το αποκλείω. Αλλά δεν αποκλείω από όσα γράφει και όπως τα γράφει ο Βorje Knoss και αγγλική ανάμειξη! Αυτή τη στιγμή που χαράσσω στο χαρτί αυτές τις σκέψεις μού έρχεται στον νου η επίσημη πληροφορία από το Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο στο Λονδίνο, που μου εδόθη πριν από λίγα χρόνια: Οτι τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα. Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Αλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και, αν καλώς ενθυμούμαι, άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο. Αρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται και, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι άλλο σχετικό με τον Καζαντζάκη, δεν βλέπω άλλο, παρά το Βραβείο Νομπέλ. Δηλαδή η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του. Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Αγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται!
Θα πει ενδεχομένως κανείς: Μα και σ' αυτό θα ανακατέψουμε τους Αγγλους; Είδα με τα μάτια μου στο Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που προφανώς είχε παραπέσει κατά τη διαλογή για ταξινόμηση, με πληροφορίες δοθείσες από επώνυμο έλληνα λόγιο και διανοούμενο για τα φρονήματα των λογοτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων στην Ελλάδα. Και ανάμεσά τους, σαν πολύ κομμουνιστές φιγουράριζαν ψηλά ψηλά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Είδα και διάβασα ακόμη έγγραφα πολλά δημοσιεύτηκαν και σε βιβλίο για αγγλική ανάμειξη στις εκλογές Ορθοδόξων Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών στη Μέση Ανατολή. Παντού είχαν και έχουν χωμένη τη μύτη τους οι Αγγλοι. Γιατί όχι και σ' αυτό;
Βρισκόμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και όλα είναι θεμιτά, και τα θεμιτά και τα αθέμιτα, ακόμη και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Σουηδική Ακαδημία. Ο Knoss καλύπτει και αυτή την πτυχή σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 11.9.1952, έτος κατά το οποίο το Νομπέλ δόθηκε σε Αγγλον:
«...Είμαι πολύ πολύ θλιμμένος για την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας... μου λένε πως ήταν δυο κόμματα στην Ακαδημία, το ένα για Σας και το άλλο για τον Graham Greene... Επειτα η Ακαδημία έλαβε ανάριθμα (αναρίθμητα) γράμματα από την Ελλάδα που Σας απέδωσαν κομμουνιστικές συμπάθειες, κανένας δεν το πίστεψε, μα εν τούτοις μικρή οσμή έμεινε στην ατμόσφαιραν. Με συγχωρείτε την ειλικρίνειάν μου, μα δεν θέλω να συγκρατήσω την αλήθειαν!...». Επανέρχομαι στην ιεραποστολή του Μελά στη Στοκχόλμη, για την οποία γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη (18.12.1952): «Το τι είπε εναντίον μου και στους Σουηδούς ακαδημαϊκούς και στο Σουηδό βασιλέα, το ξέρω από πρώτη πηγή: Είμαι κομμουνιστής και διαφθείρω την ελληνική νεότητα και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί στο πρόσωπό μου.
Κάθε χρόνο, βροχή πάνε τα γράμματα στη Σουηδική Ακαδημία εναντίον μου (έχω αντίγραφα) και κανένας φίλος Ελληνας δεν αποκότησε να στείλει ένα γράμμα να πει πως είμαι τίμιος άνθρωπος και το έργο μου δε συγκρίνεται με κανένα άλλο.
Η Νορβηγική Εταιρία Λογοτεχνών επρότεινε πέρυσι παμψηφεί και θα προτείνει και την άνοιξη του 1953 να πάρω το Νόμπελ― τι έκαμε η δική μας Εταιρία;
Δε με νοιάζουν οι οχτροί, με γνοιάζουν οι φίλοι― νομίζω θα παραμείνει επί πολλά χρόνια πνευματικό αίσχος για τους Νεοέλληνες».
Στο θλιμμένο τούτο γράμμα ο Καζαντζάκης διατυπώνει και το παράπονο ότι ουδείς ακαδημαϊκός διαμαρτυρήθηκε για τις ενέργειες του Μελά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας. «Κι ήταν τότε Πρόεδρος ο έντιμος Μαριδάκης» λέει με απογοήτευση ο Καζαντζάκης.
Οι πληροφορίες από τη Στοκχόλμη είναι έγκυρες, γιατί προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι ήσαν μέσα στα πράγματα. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.
Εκτός από τις έγκυρες πληροφορίες που διαρκώς έφθαναν από φίλους στον Καζαντζάκη για το Νομπέλ, το ζεύγος Καζαντζάκη παρατήρησε χωρίς να το εξηγήσει, γιατί δεν ήξερε ότι περισσότεροι σουηδοί δημοσιογράφοι κατά το 1956-1957 παρά πριν έφθαναν στην Αντίμπ και ζητούσαν να τους δουν. Νίκος και Ελένη δεν έδωσαν και πολλή σημασία, απλώς ευχαριστήθηκαν. Ανάλογο φαινόμενο συνέβη και το 1952, με τη διαφορά ότι τότε οι εφημερίδες εζήτησαν πληροφορίες και σημειώματα από τον Βorje Knoss για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.
Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ακούσω από τον αείμνηστο φίλο μου Νίκο Καρύδη μια ανάλογη ιστορία με τον Γιώργο Σεφέρη, όταν επρόκειτο να πάρει το Νομπέλ. Ηλθαν τότε στην Αθήνα σουηδοί δημοσιογράφοι, αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι' αυτόν. Κάποιοι αντιλήφθηκαν περί τίνος επρόκειτο. Τους μαζεύει λοιπόν η Ιωάννα Τσάτσου, που μας αφήκε χρόνους πριν από λίγες ημέρες, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, και τους επιδαψιλεύει περιποιήσεις επί περιποιήσεων. Η Ελλάδα εσκέπαζε τότε ένα μεγάλο πνευματικό τέκνο της, τον Γιώργο Σεφέρη, και πολύ καλά έκανε. Δεν έστειλε Μελάδες στη Στοκχόλμη. Ελληνάδες αποκαλούσε αυτά τα υποκείμενα ο Καζαντζάκης.
Πριν από μερικά χρόνια είπα στην Ελένη Καζαντζάκη την ιστορία που άκουσα από τον Καρύδη για τον Σεφέρη. Και τότε άρχισαν να ξυπνούν μέσα της οι μνήμες του παρόμοιου γεγονότος στην Αντίμπ. Είχε τώρα την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές. Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».
Γι' αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «...Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα 'κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο― μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν... Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού...».
Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!
*Ο κ. Πάτροκλος Σταύρου είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών «Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη». Διετέλεσε υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας.
AΠO «ΤΟ ΒΗΜΑ».
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009
ΠΛΩΤΙΝΟΣ (205 - 270 μ.Χ.)
ΠΛΩΤΙΝΟΣ (205 - 270 μ.Χ.)
Ο Πλωτίνος γεννήθηκε το 205 μΧ. στη Λυκόπολη της Αιγύπτου και πέθανε στην Καμπανία της Ιταλίας το 270 μΧ. Η αγάπη του για τη φιλοσοφία ήλθε σε ηλικία 28 ετών. Στην αρχή αναζητά ένα Δάσκαλο στις φιλοσοφικές σχολές και μετά από πολλές απογοητεύσεις ανακαλύπτει τον Αμμώνιο Σακκά και παραμένει μαθητής του για 11 χρόνια. Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του πλατωνιστή αλλά η σκέψη του είναι νεωτεριστική. Διεισδύει με κριτικό αλλά και ενορατικό βλέμμα στα πλατωνικά κείμενα και από την ανάλυσή τους καταλήγει σε νέα και πολλές φορές ανατρεπτικά συμπεράσματα. Κάποια στιγμή αναζητά τη μελέτη της περσικής και ινδικής φιλοσοφίας συμμετέχοντας σε μια από τις εκστρατείες του αυτοκράτορα Γορδιανού. Η εκστρατεία όμως αποτυγχάνει και ο IIλωτίνoς διαφεύγει σώος στην Αντιόχεια. Σε ηλικία 40 ετών ιδρύει τη φιλοσοφική σχολή του στη Ρώμη μακριά από τη συντηρητική ατμόσφαιρα των Αθηνών. Εδώ συντάσσει τις Εννεάδες όπως τις ονόμασε ο μαθητής του Πορφύριος ο οποίος και τις κατέταξε.
Οι Εννεάδες είναι 54 φιλοσοφικά κείμενα διαιρεμένα σε έξη τόμους των εννέα πραγματειών. Ο Πλωτίνος έγραφε αυθόρμητα και εμπνευσμένα χωρίς ποτέ να ξανακοιτάξει τις σημειώσεις του, ούτε έλεγχε το γραπτό του γιατί δεν τον βοηθούσε η όρασή του. Σύμφωνα με τον Πορφύριο ο φιλόσοφος διατηρούσεσε διαρκή επαφή τον εαυτό του με τον πνευματικό κόσμο διαμέσου της εσωτερικής και εξωτερικής προσήλωσης στο Θείο. Διαβάζουμε στο έργο του Πορφυρίου "Περί του Πλωτίνου Βίου":
"Έτσι σε αυτόν τον δαιμόνιο άνθρωπο που πολλές φορές ανυψώθηκε προς τον πρωταρχικό και επέκεινα Θεό με τη σκέψη του και σύμφωνα με τους δρόμους που είχε υποδείξει ο Πλάτων στο Συμπόσιο, φανερώθηκε περισσότερο ο Θεός εκείνος που δεν έχει ούτε μορφή ούτε ιδεατό σχήμα, αλλά είναι εγκατεστημένος' πάνω από το Νου και καθετί νοητό... Γιατί τέλος και σκοπός ήταν γι 'αυτόν το να ενωθεί και να πλησιάσει τον πάνω από τα πάντα Θεό. Και όσο εγώ ήμουν κοντά του, πέτυχε το σκοπό αυτό τέσσερις φορές περίπου μέσω μιας άρρητης ενεργοποίησης.. "
Αυτά μαρτυρεί ο Πορφύριος.
Λέγεται επίσης ότι είχε οραματιστικές ικανότητες. Στη Ρώμη απέκτησε την εκτίμηση του αυτοκράτορα Γαλλιηνού και της συζύγου του. Λέγεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας σχεδίαζε να του παραχωρήσει στην πόλη Καμπανία μια περιοχή για να ιδρύσει πόλη φιλοσόφων που θα έπαιρνε το όνομα Πλατωνόπολη. Ο Πλωτίνος ρύθμιζε τη ζωή του κατά τρόπο ασκητικό: περιόριζε ύπνο και φαγητό, απέφευγε το κρέας, έμενε άγαμος και δεν εννοούσε να καθίσει εμπρός σε καλλιτέχνη για να του κάνει "το είδωλο ενός ειδώλου".
Ο Πλωτίνος στο έργο του καταθέτει με βάση την αρχαία παράδοση, το απόσταγμα μιας νέας φιλοσοφικής θεωρίας. Το μεταφυσικό μοντέλο του σχεδιάζεται με δύο βασικά στοιχεία της πλατωνικής και αριστοτελικής παράδοσης. Από τη μια πλευρά
γίνεται δεκτή η πλατωνική διάκριση αισθητού και νοητού κόσμου και από την άλλη υιοθετείται η αριστοτελική συνάρτηση ουσίας και ενέργειας. Έτσι το φαινομενικά αγεφύρωτο χάσμα Πλάτωνα και Αριστοτέλη γεφυρώνεται. Με βάση αυτές τις φιλοσοφικές γραμμές ο Πλωτίνος θεμελιώνει και αναπτύσσει στις Εννεάδες τη Θεωρία των τριών υποστάσεων. Η θεωρία αυτή αντανακλάται στο χριστιανικό δόγμα της Αγίας Τριάδας και βασικές αρχές της είναι οι τρεις βαθμίδες του Όντος ιεραρχημένες παραγωγικά σε Εν -- Νους -- Ψυχή.
1. Στην ανώτερη βαθμίδα εδρεύει το Εν αντίστοιχο του Πλατωνικού Αγαθού, υπερβατό, υπερνοητό, απαρχή και σκοπός όλων των υπολοίπων υποστάσεων.
2. Δεύτερος στη τάξη είναι ο Νους, ύστερος του Ενός και πρώτος τέλειος διανοητικός φορέας του. Ο πλωτινικός Νους, αντίστοιχος του πλατωνικού κόσμου των Ιδεών, μεταλαμβάνει την πρώτη λάμψη και σοφία του Ενός.
3. Τρίτη και τελευταία στη μεταφυσική ιεραρχία του πλωτινικού συστήματος βρίσκεται η Ψυχή, μια ζωτική δύναμη σε διαρκή κίνηση αντίθετα με την αιώνια σταθερότητα του Νου. Στην εξελικτική σειρά της δημιουργικής ενέργειας του Νου, η ψυχή όσο περισσότερο συνορεύει με το γεννήτορα Νου επικρατεί η θειότερη υπόστασή της, το νοοειδές, σαν Ουράνια Αφροδίτη. Όσο δε πλησιάζει ,την ύλη επικρατεί η κατώτερη υπόσταση, το υλοειδές, η Πάνδειμος Αφροδίτη. Αυτή είναι η φύση που κινεί ασυνείδητα, ζωογονεί και διαπλάθει τα κατώτερα είδη του αισθητού κόσμου.
Η ψυχή του παντός περιέχει μέσα της τις επί μέρους ψυχές σαν εσωτερικά ενεργήματα, γεννά όμως και εξωτερικό ενέργημα την ύλη. Η ψυχή του παντός και οι ατομικές ψυχές που την αποτελούν, βρίσκονται σε ένα σύμπαν δομημένο και καλλωπισμένο σύμφωνα με το σχέδιο του νοητού κόσμου. Η ατομική ψυχή που ζει στον κόσμο των αισθήσεων δεν έχει "πέσει" ή "ξεπέσει" σε έναν κόσμο που είναι "τάφος" για την αληθινή ύπαρξη. Η αξία του αισθητού κόσμου δεν πρέπει να αγνοηθεί. Αντίθετα η ψυχή που γνωρίζει, λαμβάνει όλες αυτές τις παραστάσεις από τον αισθητό κόσμο που θα την κάνουν να θυμηθεί την ανωτερότητα του νοητού αυθεντικού. Μέσω της σύγκρισης προτύπου και αντιγράφου, καλύτερου και χειρότερου, η ψυχή μαθαίνει να ξεχωρίζει και να γνωρίζει το καλύτερο. Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος από βιώματα και θεάσεις που οδηγούν την ατομική ψυχή στη θέωση. Ο άνθρωπος μπορεί να ανασύρει από την ψυχή του το θεϊκό του στοιχείο μέσω του απανταχού σπέρματος του Ενός και να αναχθεί στον κόσμο των Ιδεών, να επιτύχει δηλαδή την ταύτησή του με το Νου και να μεταλάβει την απόλυτη ομορφιά, ευδαιμονία και αρμονία της νοητής ζωής. Μια τέτοια περίπτωση ταύτιση ς με την ευδαιμονία και τη ζωντάνια του νοητού κόσμου μας παραδίδει ο ίδιος ο Πλωτίνος σε ένα αποκαλυπτικό αυτοβιογραφικό κείμενο θέωσης. Στην αρχή της πραγματείας του "Περί της εις τα Σώματα καθόδου τη ψυχής" , λέει:
" Πολλές φορές, όταν ξυπνώ από το σώμα στον εαυτό μου και βρίσκομαι έξω από τα άλλα πράγματα αλλά μέσα στον εαυτό μου, βλέποντας τόσο θαυμαστή ομορφιά και πιστεύοντας τότε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι ανήκω σε μια ανώτερη μοίρα -αφού έχω ενεργοποιήσει μια έξοχη ζωή, έχω καταλήξει να ταυτιστώ με το Θείο και βρίσκομαι εγκαταστημένος μέσα σε αυτό, έχοντας φθάσει στην ενεργοποίηση εκείνη με το να εγκατασταθώ πάνω σε καθετί άλλο νοητό -- όταν, έπειτα από αυτή τη στάση μέσα στο Θείο, κατεβαίνω από το Νου στο λογικό, απορώ πώς και κατεβαίνω τώρα
και με ποιό τρόπο έφτασε κάποτε η ψυχή μου να βρεθεί μέσα στο σώμα τη στιγμή που, και μέσα στο σώμα που βρίσκεται, είναι καθ'αυτήν έτσι όπως φανερώθηκε... " (Eνν. IV μετ. Π. Καλλιγά )
Πίσω από αυτή την εμπειρία του Πλωτίνου ίσως κρύβεται το πραγματικό νόημα της αινιγματικής προτροπής του φιλόσοφου λίγο πριν από το θάνατό του:
" Προσπαθήστε να ανάγετε το Θεό μέσα σας στο Θείον που ενυπάρχει στο όλον". (Περί Πλωτίνου Βίου, 2.267 ).-
Ο Πλωτίνος γεννήθηκε το 205 μΧ. στη Λυκόπολη της Αιγύπτου και πέθανε στην Καμπανία της Ιταλίας το 270 μΧ. Η αγάπη του για τη φιλοσοφία ήλθε σε ηλικία 28 ετών. Στην αρχή αναζητά ένα Δάσκαλο στις φιλοσοφικές σχολές και μετά από πολλές απογοητεύσεις ανακαλύπτει τον Αμμώνιο Σακκά και παραμένει μαθητής του για 11 χρόνια. Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του πλατωνιστή αλλά η σκέψη του είναι νεωτεριστική. Διεισδύει με κριτικό αλλά και ενορατικό βλέμμα στα πλατωνικά κείμενα και από την ανάλυσή τους καταλήγει σε νέα και πολλές φορές ανατρεπτικά συμπεράσματα. Κάποια στιγμή αναζητά τη μελέτη της περσικής και ινδικής φιλοσοφίας συμμετέχοντας σε μια από τις εκστρατείες του αυτοκράτορα Γορδιανού. Η εκστρατεία όμως αποτυγχάνει και ο IIλωτίνoς διαφεύγει σώος στην Αντιόχεια. Σε ηλικία 40 ετών ιδρύει τη φιλοσοφική σχολή του στη Ρώμη μακριά από τη συντηρητική ατμόσφαιρα των Αθηνών. Εδώ συντάσσει τις Εννεάδες όπως τις ονόμασε ο μαθητής του Πορφύριος ο οποίος και τις κατέταξε.
Οι Εννεάδες είναι 54 φιλοσοφικά κείμενα διαιρεμένα σε έξη τόμους των εννέα πραγματειών. Ο Πλωτίνος έγραφε αυθόρμητα και εμπνευσμένα χωρίς ποτέ να ξανακοιτάξει τις σημειώσεις του, ούτε έλεγχε το γραπτό του γιατί δεν τον βοηθούσε η όρασή του. Σύμφωνα με τον Πορφύριο ο φιλόσοφος διατηρούσεσε διαρκή επαφή τον εαυτό του με τον πνευματικό κόσμο διαμέσου της εσωτερικής και εξωτερικής προσήλωσης στο Θείο. Διαβάζουμε στο έργο του Πορφυρίου "Περί του Πλωτίνου Βίου":
"Έτσι σε αυτόν τον δαιμόνιο άνθρωπο που πολλές φορές ανυψώθηκε προς τον πρωταρχικό και επέκεινα Θεό με τη σκέψη του και σύμφωνα με τους δρόμους που είχε υποδείξει ο Πλάτων στο Συμπόσιο, φανερώθηκε περισσότερο ο Θεός εκείνος που δεν έχει ούτε μορφή ούτε ιδεατό σχήμα, αλλά είναι εγκατεστημένος' πάνω από το Νου και καθετί νοητό... Γιατί τέλος και σκοπός ήταν γι 'αυτόν το να ενωθεί και να πλησιάσει τον πάνω από τα πάντα Θεό. Και όσο εγώ ήμουν κοντά του, πέτυχε το σκοπό αυτό τέσσερις φορές περίπου μέσω μιας άρρητης ενεργοποίησης.. "
Αυτά μαρτυρεί ο Πορφύριος.
Λέγεται επίσης ότι είχε οραματιστικές ικανότητες. Στη Ρώμη απέκτησε την εκτίμηση του αυτοκράτορα Γαλλιηνού και της συζύγου του. Λέγεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας σχεδίαζε να του παραχωρήσει στην πόλη Καμπανία μια περιοχή για να ιδρύσει πόλη φιλοσόφων που θα έπαιρνε το όνομα Πλατωνόπολη. Ο Πλωτίνος ρύθμιζε τη ζωή του κατά τρόπο ασκητικό: περιόριζε ύπνο και φαγητό, απέφευγε το κρέας, έμενε άγαμος και δεν εννοούσε να καθίσει εμπρός σε καλλιτέχνη για να του κάνει "το είδωλο ενός ειδώλου".
Ο Πλωτίνος στο έργο του καταθέτει με βάση την αρχαία παράδοση, το απόσταγμα μιας νέας φιλοσοφικής θεωρίας. Το μεταφυσικό μοντέλο του σχεδιάζεται με δύο βασικά στοιχεία της πλατωνικής και αριστοτελικής παράδοσης. Από τη μια πλευρά
γίνεται δεκτή η πλατωνική διάκριση αισθητού και νοητού κόσμου και από την άλλη υιοθετείται η αριστοτελική συνάρτηση ουσίας και ενέργειας. Έτσι το φαινομενικά αγεφύρωτο χάσμα Πλάτωνα και Αριστοτέλη γεφυρώνεται. Με βάση αυτές τις φιλοσοφικές γραμμές ο Πλωτίνος θεμελιώνει και αναπτύσσει στις Εννεάδες τη Θεωρία των τριών υποστάσεων. Η θεωρία αυτή αντανακλάται στο χριστιανικό δόγμα της Αγίας Τριάδας και βασικές αρχές της είναι οι τρεις βαθμίδες του Όντος ιεραρχημένες παραγωγικά σε Εν -- Νους -- Ψυχή.
1. Στην ανώτερη βαθμίδα εδρεύει το Εν αντίστοιχο του Πλατωνικού Αγαθού, υπερβατό, υπερνοητό, απαρχή και σκοπός όλων των υπολοίπων υποστάσεων.
2. Δεύτερος στη τάξη είναι ο Νους, ύστερος του Ενός και πρώτος τέλειος διανοητικός φορέας του. Ο πλωτινικός Νους, αντίστοιχος του πλατωνικού κόσμου των Ιδεών, μεταλαμβάνει την πρώτη λάμψη και σοφία του Ενός.
3. Τρίτη και τελευταία στη μεταφυσική ιεραρχία του πλωτινικού συστήματος βρίσκεται η Ψυχή, μια ζωτική δύναμη σε διαρκή κίνηση αντίθετα με την αιώνια σταθερότητα του Νου. Στην εξελικτική σειρά της δημιουργικής ενέργειας του Νου, η ψυχή όσο περισσότερο συνορεύει με το γεννήτορα Νου επικρατεί η θειότερη υπόστασή της, το νοοειδές, σαν Ουράνια Αφροδίτη. Όσο δε πλησιάζει ,την ύλη επικρατεί η κατώτερη υπόσταση, το υλοειδές, η Πάνδειμος Αφροδίτη. Αυτή είναι η φύση που κινεί ασυνείδητα, ζωογονεί και διαπλάθει τα κατώτερα είδη του αισθητού κόσμου.
Η ψυχή του παντός περιέχει μέσα της τις επί μέρους ψυχές σαν εσωτερικά ενεργήματα, γεννά όμως και εξωτερικό ενέργημα την ύλη. Η ψυχή του παντός και οι ατομικές ψυχές που την αποτελούν, βρίσκονται σε ένα σύμπαν δομημένο και καλλωπισμένο σύμφωνα με το σχέδιο του νοητού κόσμου. Η ατομική ψυχή που ζει στον κόσμο των αισθήσεων δεν έχει "πέσει" ή "ξεπέσει" σε έναν κόσμο που είναι "τάφος" για την αληθινή ύπαρξη. Η αξία του αισθητού κόσμου δεν πρέπει να αγνοηθεί. Αντίθετα η ψυχή που γνωρίζει, λαμβάνει όλες αυτές τις παραστάσεις από τον αισθητό κόσμο που θα την κάνουν να θυμηθεί την ανωτερότητα του νοητού αυθεντικού. Μέσω της σύγκρισης προτύπου και αντιγράφου, καλύτερου και χειρότερου, η ψυχή μαθαίνει να ξεχωρίζει και να γνωρίζει το καλύτερο. Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος από βιώματα και θεάσεις που οδηγούν την ατομική ψυχή στη θέωση. Ο άνθρωπος μπορεί να ανασύρει από την ψυχή του το θεϊκό του στοιχείο μέσω του απανταχού σπέρματος του Ενός και να αναχθεί στον κόσμο των Ιδεών, να επιτύχει δηλαδή την ταύτησή του με το Νου και να μεταλάβει την απόλυτη ομορφιά, ευδαιμονία και αρμονία της νοητής ζωής. Μια τέτοια περίπτωση ταύτιση ς με την ευδαιμονία και τη ζωντάνια του νοητού κόσμου μας παραδίδει ο ίδιος ο Πλωτίνος σε ένα αποκαλυπτικό αυτοβιογραφικό κείμενο θέωσης. Στην αρχή της πραγματείας του "Περί της εις τα Σώματα καθόδου τη ψυχής" , λέει:
" Πολλές φορές, όταν ξυπνώ από το σώμα στον εαυτό μου και βρίσκομαι έξω από τα άλλα πράγματα αλλά μέσα στον εαυτό μου, βλέποντας τόσο θαυμαστή ομορφιά και πιστεύοντας τότε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι ανήκω σε μια ανώτερη μοίρα -αφού έχω ενεργοποιήσει μια έξοχη ζωή, έχω καταλήξει να ταυτιστώ με το Θείο και βρίσκομαι εγκαταστημένος μέσα σε αυτό, έχοντας φθάσει στην ενεργοποίηση εκείνη με το να εγκατασταθώ πάνω σε καθετί άλλο νοητό -- όταν, έπειτα από αυτή τη στάση μέσα στο Θείο, κατεβαίνω από το Νου στο λογικό, απορώ πώς και κατεβαίνω τώρα
και με ποιό τρόπο έφτασε κάποτε η ψυχή μου να βρεθεί μέσα στο σώμα τη στιγμή που, και μέσα στο σώμα που βρίσκεται, είναι καθ'αυτήν έτσι όπως φανερώθηκε... " (Eνν. IV μετ. Π. Καλλιγά )
Πίσω από αυτή την εμπειρία του Πλωτίνου ίσως κρύβεται το πραγματικό νόημα της αινιγματικής προτροπής του φιλόσοφου λίγο πριν από το θάνατό του:
" Προσπαθήστε να ανάγετε το Θεό μέσα σας στο Θείον που ενυπάρχει στο όλον". (Περί Πλωτίνου Βίου, 2.267 ).-
Ετικέτες
ΠΛΩΤΙΝΟΣ (205 - 270 μ.Χ.)
Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009
Ὁ Πόλεμος καὶ ἡ Ἔρις
Ἡράκλειτος
Ὁ Πόλεμος καὶ ἡ Ἔρις
22. (53).
πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους. [10]
23. (80).
εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.
24. (125).
καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται. [11]
Σημειώσεις
10. Ο Χάιντεγκερ ταυτίζει το Λόγο με τον πόλεμο (βλ. Introduction a la metaphysique, σελ. 72).
11. Ονόμαζαν “κυκεώνα” ένα ποτό αποτελούμενο από κριθάλευρο, ένα υγρό και διάφορα άλλα συστατικά· το όνομα του προέρχεται από το ότι έπρεπε να το ανακινούν (“κυκᾶν”) προκειμένου τα στερεά συστατικά να μην επικάθονται στο βάθος του δοχείου. Ο κυκεώνας συναντάται πολλές φορές στον Όμηρο, και στην Ιλιάδα (XI, στίχος 624 κ.ε.) μας περιγράφεται η λεπτομερειακή προετοιμασία του: μέσα στην κούπα του Νέστορα, η Εκαμήδη αναμιγνύει κρασί, μέλι, τριμμένο κατσικίσιο τυρί και λευκό κριθάλευρο. Ο κυκεώνας ανακατευόταν με ένα βλαστό από φλησκούνι που είχε επίσης ως ρόλο να τον αρωματίζει. Ο κυκεώνας χρησίμευε για να τονώνει εκείνον που ήταν εξαντλημένος, όμως, ακόμη, διάφορες παραλλαγές του υποτίθεται ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες. Ο κυκεώνας έπαιζε επίσης κάποιο ρόλο στις θρησκευτικές τελετές, αφού οι μυημένοι στα ελευσίνια μυστήρια έπιναν από αυτόν και του απέδιδαν μυστικιστικές αξίες· πάνω σ' αυτό το θέμα, βλ. Armand Delatte, Le Cyceon, breuvage rituel des mysteres d' Eleusis, Paris 1955. Η ιδέα του Ηράκλειτου είναι ξεκάθαρη, η ανακίνηση του μίγματος κάνει την ομοιομορφία του, έτσι συμβαίνει και με τα πάντα σ' αυτόν τον κόσμο, και με τον ίδιο τον κόσμο.
Ὁ Πόλεμος καὶ ἡ Ἔρις
22. (53).
πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους. [10]
23. (80).
εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.
24. (125).
καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται. [11]
Σημειώσεις
10. Ο Χάιντεγκερ ταυτίζει το Λόγο με τον πόλεμο (βλ. Introduction a la metaphysique, σελ. 72).
11. Ονόμαζαν “κυκεώνα” ένα ποτό αποτελούμενο από κριθάλευρο, ένα υγρό και διάφορα άλλα συστατικά· το όνομα του προέρχεται από το ότι έπρεπε να το ανακινούν (“κυκᾶν”) προκειμένου τα στερεά συστατικά να μην επικάθονται στο βάθος του δοχείου. Ο κυκεώνας συναντάται πολλές φορές στον Όμηρο, και στην Ιλιάδα (XI, στίχος 624 κ.ε.) μας περιγράφεται η λεπτομερειακή προετοιμασία του: μέσα στην κούπα του Νέστορα, η Εκαμήδη αναμιγνύει κρασί, μέλι, τριμμένο κατσικίσιο τυρί και λευκό κριθάλευρο. Ο κυκεώνας ανακατευόταν με ένα βλαστό από φλησκούνι που είχε επίσης ως ρόλο να τον αρωματίζει. Ο κυκεώνας χρησίμευε για να τονώνει εκείνον που ήταν εξαντλημένος, όμως, ακόμη, διάφορες παραλλαγές του υποτίθεται ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες. Ο κυκεώνας έπαιζε επίσης κάποιο ρόλο στις θρησκευτικές τελετές, αφού οι μυημένοι στα ελευσίνια μυστήρια έπιναν από αυτόν και του απέδιδαν μυστικιστικές αξίες· πάνω σ' αυτό το θέμα, βλ. Armand Delatte, Le Cyceon, breuvage rituel des mysteres d' Eleusis, Paris 1955. Η ιδέα του Ηράκλειτου είναι ξεκάθαρη, η ανακίνηση του μίγματος κάνει την ομοιομορφία του, έτσι συμβαίνει και με τα πάντα σ' αυτόν τον κόσμο, και με τον ίδιο τον κόσμο.
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
Γιάννης Μόραλης
Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα το 1916 και είναι διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος της λεγόμενης «γενιάς του '30».
Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για την Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε, παρακολούθησε μαθήματα νωπογραφίας, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο.
Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός».
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας.
Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 2009 στην Αθήνα.
Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για την Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε, παρακολούθησε μαθήματα νωπογραφίας, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο.
Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός».
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας.
Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 2009 στην Αθήνα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)