Θ
Θαΐς: Αθηναία εταίρα. Το 330 παρείχε τις υπηρεσίες της στον Πτολεμαίο και σύμφωνα με τους συγγραφείς της λαϊκής παράδοσης σ’ αυτήν οφείλεται ο εμπρησμός των ανακτόρων της Περσέπολης. Σ’ ένα δείπνο θύμισε στον Αλέξανδρο και στους άλλους επιτελικούς αξιωματικούς, ότι το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων είχε αποφασίσει την τιμωρία των Περσών για τους ναούς και τα ιερά, που είχαν καταστρέψει κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα. Φέρεται ακόμη να έπεισε τους συνδαιτυμόνες, ότι τα δικαιότερα αντίποινα θα ήταν να πυρποληθούν τα περσικά ανάκτορα από μία Αθηναία, δηλαδή από μία απόγονο των Ελλήνων, που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές κατά την περσική εισβολή. Υποτίθεται ότι οι παριστάμενοι πείσθηκαν και άρχισαν έναν κώμο, που κατέληξε με τη Θαΐδα να ρίχνει στα ανάκτορα της Περσέπολης την πρώτη δάδα και τον Αλέξανδρο τη δεύτερη. Ο Αρριανός, που αντλεί τις πληροφορίες του από τον Πτολεμαίο, δεν γνωρίζει ούτε τη Θαΐδα ούτε την επιχειρηματολογία της και καταλογίζει την ευθύνη του εμπρησμού εξ ολοκλήρου στον Αλέξανδρο.
Θέμις: η Θέμις και η Δίκη κάθονταν κοντά στο θρόνο του Δία και του μεταβίβαζαν τη σοφία και την ορθή κρίση. Η Θέμις επόπτευε την απονομή δικαιοσύνης μεταξύ των θεών και κατά μείζονα λόγο τους ανθρώπινους νόμους.
Θεόπομπος: το μεγαλύτερο έργο του ήταν τα Φιλιππικά σε 58 βιβλία, που άρχιζαν με την ανάρρηση του Φιλίππου Β΄ στο θρόνο (359) και τελείωναν με τη δολοφονία του (336). η διήγηση των επιτευγμάτων του Φιλίππου ήταν απλώς το πλαίσιο, για να συγγράψει την παγκόσμια ιστορία της εποχής εκείνης.
Θερμόδων: ο σημερινός ποταμός Τερμέ, στις εκβολές του οποίου, ανατολικά της Σαμψούντος και κοντά στην πόλη Τερμέ βρίσκονται ερείπια αρχαίας πόλης. Εκεί ετοποθετείτο η Θεμίσκυρα, η υποτιθέμενη πρωτεύουσα των Αμαζόνων.
Θερσίτης: ένα από τα πρόσωπα του ελληνικού στρατοπέδου κατά τον Τρωικό πόλεμο. Με βάση την περιγραφή του από τον Όμηρο, το όνομα του Θερσίτη είχε γίνει για τους μεταγενέστερους συνώνυμο ατόμου άσχημου, φωνακλά, υβριστή, και με άθλιο χαρακτήρα.
Θεωροδόκοι: ήταν οι επιμελητές του θεωρικού ταμείου. Από το θεωρικό ταμείο επιδοτούνταν οι φτωχότεροι πολίτες, για να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσαν μέσο εκπαίδευσης.
Θεωροί: ήταν απεσταλμένοι των ελληνικών κρατών στα μαντεία για να ζητήσουν χρησμούς ή στα ιερά για να προσφέρουν αναθήματα ή στους αγώνες για να τελέσουν ιερουργίες.
Θόας του Μανδρόδωρου: μάλλον εταίρος. Στη διάβαση της Γεδρωσίας ο Αλέξανδρος τον έστειλε σε αναζήτηση εφοδίων και λίγο αργότερα τον όρισε σατράπη των Γεδρωσών, αλλά ο Θόας αρρώστησε και πέθανε.
Θυσίες: οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς τους δύο ειδών θυσίες, αιματηρές ή αναίμακτες. Στις αιματηρές έσφαζαν ιερεία, που ήταν ταύροι, αγελάδες, πρόβατα, κατσίκια ή πουλερικα. Συνήθως μετά τη θυσία μοίραζαν τα κρέατα των ιερείων σε όσους παρακολουθούσαν τη θυσία. Στις αναίμακτες θυσίες άλλοτε προσέφεραν καρπούς, τρόφιμα, σπονδές ή χοές και άλλοτε έκαιγαν θυμιάματα, σμύρνα ή λιβανωτό.
Ι
Ιόλλας: γιός του Αντίπατρου, αδελφός του Κάσσανδρου και βασιλικός οινοχόος του Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με τη θεωρία της δηλητηρίασης, επειδή ο Αντίπατρος είχε πέσει σε δυσμένεια και φοβόταν για τη ζωή του, αν πήγαινε στη Βαβυλώνα, όπως τον είχε διατάξει ο Αλέξανδρος, έδωσε στον Κάσσανδρο το δηλητήριο, για να το μεταφέρει στη Βαβυλώνα. Εκεί το παρέδωσε στον Ιόλλα, ο οποίος φρόντισε ώστε ο εραστής του, ο Θεσσαλός Μήδιος, να παρασύρει τον Αλέξανδρο στον μοιραίο κώμο τον Ιούνιο του 323. Η θεωρία αυτή φαίνεται ότι εμφανίσθηκε κάποια στιγμή μετά το 319, όταν ο Κάσσανδρος συγκρούσθηκε με τον Πολυπέρχοντα για την εξουσία, ίσως το 317, οπότε η Ολυμπιάς διέταξε να ξεθάψουν και να σκορπίσουν τα οστά του νεκρού πιά Ιόλλα.
Ιουστίνος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Iπποπόταμος: έχει 4 πόδια, σχιστές οπλές όπως του βοδιού, κοντόχοντρη μύτη, χαίτη και ουρά αλόγου, χαυλιόδοντες, φωνή σαν χλιμίντρισμα αλόγου και μέγεθος μεγάλου βοδιού. Το δέρμα του είναι χοντρό και τόσο σκληρό, ώστε όταν στεγνώσει μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κορμός ακοντίου. Έτσι είχαν πεί στον Ηρόδοτο οι Αιγύπτιοι (Ηρόδοτος 2.71).
Ίσις: οι Έλληνες την αντιστοίχιζαν προς την Δήμητρα ή την Ινώ. Μετά την ανάπτυξη της Αλεξάνδρειας η λατρεία της Ίσιδας επεκτάθηκε στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, όπως φαίνεται σε μία σειρά ονομάτων (Ισίδωρος, Ισίγονος, Ισίδοτος κλπ). Η απεικόνισή της με τον μικρό Ώρο στην αγκαλιά της (εικόνα αριστερά) θεωρείται ως το πρότυπο της ανάλογης απεικόνισης της Παναγίας με τον μικρό Ιησού.
Ισοκράτης: ο τέταρτος κατά σειρά αξιολόγησης Αθηναίος ρήτορας (436-338 π.Χ.) Είχε γίνει πλούσιος λόγω του αριθμού των μαθητών του και στη σχολή του εκτός από ρητορική δίδασκε και πολιτική. Στον «Πανηγυρικό» του λόγο συμβουλεύει τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν τους βαρβάρους. Στον «προς Φίλιππον» λόγο του προτρέπει το Μακεδόνα βασιλέα, μιμούμενος τον γενάρχη Ηρακλή να ηγηθεί των Ελλήνων κατά των βαρβάρων.
Ιφικράτης: εξαίρετος στρατηγός των Αθηναίων, που πέθανε περί το 351 π.Χ. Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο συνονόματος γιός αυτού του στρατηγού είχε αποσταλεί ως πρέσβης κομίζοντας πολιτικές προσφορές από τους Αθηναίους προς το Δαρείο, στην Αυλή του οποίου συνελήφθη.
Ιχθυοφάγοι: με αυτό το όνομα οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν πολλούς λαούς των ακτών της Αιθιοπίας, της Αραβίας, της Δυτικής και της Ανατολικής Ασίας. Ο Ηρόδοτος (Γ.19) τους τοποθετεί στη σημερινή Ερυθρά θάλασσα στο ύψος της Ελεφαντίνης και λέει ότι μιλούσαν τη γλώσσα των Αιθιόπων. Ο Ερατοσθένης τους τοποθετεί νοτίως της νήσου Σεβεργκέτ μέχρι το Άσαμπ και το Μπάμπ ελ Μαντέμπ. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος αναφέρει και άλλους «Ιχθυοφάγους Αιθίοπες» κοντά στους «Εσπέριους Αιθίοπες» στις ακτές της Δυτικής Αφρικής στον Ατλαντικό, στην περιοχή του Ισημερινού. Γι’ αυτούς, που συνάντησε ο Νέαρχος στα δυτικά παράλια του Πακιστάν, ο Αρριανός (Ινδική 29) λέει τα εξής: «Τρέφονται με ψάρια, αλλά λίγοι διαθέτουν βάρκες για να τα πιάσουν στη θάλασσα. Οι περισσότεροι πιάνουν όσα αφήνει πίσω της η άμπωτη. Όπου μένει λίγο νερό εγκλωβίζονται πολλά ψάρια, τα οποία συλλαμβάνουν με δίχτυα μέχρι 2 στάδια (περίπου 370 μ). Τα δίχτυα αυτά είναι πλεγμένα από ίνες φοίνικα, τις οποίες επεξεργάζονται όπως εμείς το λινάρι. Τα μικρότερα τα τρώνε ωμά, τα μεγαλύτερα τα ξεραίνουν στον ήλιο, μετά τα αλέθουν και με το ψαράλευρο αυτό φτιάχνουν ψωμί. Η χώρα τους είναι τόσο φτωχή, ώστε ταΐζουν με ψαράλευρο ακόμη και τα ζώα τους. Σε μερικά μέρη πιάνουν επίσης καραβίδες, κοχύλια και όστρακα. Οι πλουσιότεροι φτιάχνουν τα σπίτια τους με τα οστά των κητών, που ξεβράζει η θάλασσα. Οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν τα ψαροκόκαλα».
Ιώσηπος: καταγόταν από μεγάλη ιουδαϊκή ιερατική οικογένεια, γεννήθηκε το 37 ή 38 μ.Χ στην Ιερουσαλήμ και πέθανε στις αρχές του 2ου αιώνα. Κύριο έργο του είναι η Ιουδαίκή Αρχαιολογία σε 20 βιβλία, που γράφτηκαν πρώτα στα αραμαϊκά και εν συνεχεία μεταφράσθηκαν στα ελληνικά. Τα πρώτα 11 βιβλία διηγούνται την αρχαία εβραϊκή ιστορία έχοντας ως βάση τη Βίβλο. Τα υπόλοιπα 9 βιβλία διηγούνται την εβραϊκή ιστορία ως τις ημέρες του Νέρωνα (54 μ.Χ.).
Κ
Κάλανος: Κατά τον Αρριανό, ο πιο ηλικιωμένος απ’ τους Βραχμάνες και δάσκαλος όλων των άλλων, ο Δάνδαμις, δεν πήγε να υποβάλει τα σέβη του στον κατακτητή (326), ούτε άφησε τους άλλους να πάνε. Σε κάποιον (ίσως στον Ονησίκριτο) που πήγε να τους επιδώσει πρόσκληση του Αλεξάνδρου, απάντησε ότι κι εκείνος ήταν γιος του Δία, όπως κι ο Αλέξανδρος, και ότι δεν χρειαζόταν τίποτα από όσα μπορούσε να του προσφέρει. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένος με όσα του πρόσφερε η ινδική γη και, όταν θα πέθαινε, θα απαλλασσόταν από τον ενοχλητικό σύντροφό του, το σώμα του. Είπε ακόμη να μεταφέρουν στον Αλέξανδρο ότι κανένας δεν κατέχει μεγαλύτερο κομμάτι γης απ’ όσο πατάει, ότι ο Αλέξανδρος μόνο στην πολυπραγμοσύνη και την έπαρση διέφερε απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους και ότι κατέκτησε πολλή γη μακρυά από την πατρίδα του, αλλά τη μοίρασε σε άλλους για να τη διοικούν και όταν θα πεθάνει θα κατέχει τόση γη, όση θα καλύπτει το σώμα του. Κατά τον Πλούταρχο (που βασίζεται στον Ονησίκριτο), ο Αλέξανδρος έστειλε στους πιο διάσημους Βραχμάνες πρόσκληση με τον Ονησίκριτο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του οποίου, ο Σφίνης τον δέχθηκε πολύ προσβλητικά. Τον διέταξε να βγάλει το χιτώνα του και να σταθεί μπροστά του γυμνός, «κι ας τον είχε στείλει ο ίδιος ο Δίας». Ο Δάνδαμις ήταν πιο ήρεμος και, αφού άκουσε τον Ονησίκριτο, τον μαθητή του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, να μιλάει για τον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα και το Διογένη, ρώτησε μόνο «Για ποιο λόγο έκανε τόσο δρόμο ως εδώ ο Αλέξανδρος;». Σύμφωνα με τη διήγηση του γενικά αναξιόπιστου Ονησίκριτου, δεν φαίνεται πολύ λογικό ο Σφίνης από πεπεισμένος Βραχμάνας να μετατρέπεται στη συνέχεια σε ακόλουθο του Αλεξάνδρου, που εξόντωνε τους άλλους Βραχμάνες. Ίσως το ορθό να είναι ότι ο πεπεισμένος Βραχμάνας ήταν ο Δάνδαμις, όπως λέει και ο Αρριανός. Ως κίνητρο για μια τέτοια ανακρίβεια θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Ονησίκριτο κάποια φιλοσοφική αντιδικία του με τον Σφίνη ή Κάλανο. Μετά από προτροπή του Ταξίλη (326), ο Σφίνης προσκολλήθηκε στη στρατιά κι επειδή τους χαιρετούσε όλους με την ινδική προσφώνηση «καλέ» (=χαίρε), οι Έλληνες τον ονόμασαν Κάλανο κατά τον Αρριανό ή Καλανό κατά τον Πλούταρχο ή Κάρανο κατά τον Διόδωρο. Ακολούθησε την εκστρατεία και απέκτησε αρκετούς μαθητές της ινδικής φιλοσοφίας, μεταξύ των οποίων και ο Λυσίμαχος. Με την ενέργειά του αυτή ο Σφίνης ή Κάλανος προκάλεσε την περιφρόνηση των άλλων Βραχμάνων, διότι προτίμησε να υπηρετήσει ένα άρχοντα αντί για το θεό. Ο Κάλανος λέγεται ότι έφερε στον Αλέξανδρο το εξής παράδειγμα: ακούμπησε στο έδαφος ένα σκληρό και ξερό κομμάτι δέρμα και πιέζοντάς του στη μία άκρη, σηκωνόταν σε όλα τα άλλα. Αφού έδειξε ότι αυτό συνέβαινε, όταν πίεζε οποιοδήποτε σημείο της περιφέρειας, πίεσε στο κέντρο και όλα τα σημεία της περιφέρειας έμειναν σταθερά. Αυτό υποτίθεται ότι έπεισε τον Αλέξανδρο να κάνει την πρωτεύουσά του στο κέντρο της αυτοκρατορίας, δηλαδή στη Βαβυλώνα. (Αρριανός Ζ.1, Ζ.2, Ινδική 11, Πλούταρχος Αλέξανδρος 65, Διόδωρος ΙΖ.107). Όταν η στρατιά βρέθηκε στις Πασαργάδες (324), ο Κάλανος αρρώστησε για πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία 73 ετών κι επειδή η υγεία του χειροτέρευε καθημερινά, θέλησε να δώσει τέρμα στη ζωή του. Αρχικά ο Αλέξανδρος, που τον εκτιμούσε πολύ, προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά βλέποντας την αποφασιστικότητά του να πεθάνει, ανέθεσε στον Πτολεμαίο να ετοιμάσει την εξόδιο τελετή, όπως την ήθελε ο Βραχμάνας. Λέγεται ότι προπορευόταν μία πομπή από έφιππους και πεζούς. Άλλοι ήταν οπλισμένοι και άλλοι μετέφεραν πάσης φύσεως θυμιάματα, χρυσά και ασημένια κύπελλα, στρώματα και μία βασιλική ενδυμασία, τα οποία κατά διαταγή του Αλεξάνδρου θα καιγόντουσαν στην πυρά προς τιμήν του Ινδού. Επειδή λόγω της ασθενείας του δεν μπορούσε να περπατήσει, του είχαν παραχωρήσει έναν βασιλικό ίππο των Νυσαίων, αλλά ο Κάλανος δεν μπορούσε ούτε να ιππεύσει και τελικά τον μετέφεραν στεφανωμένο κατά τα ινδικά έθιμα πάνω σε φορείο. Σε όλη τη διαδρομή έψελνε ινδικά τραγούδια, που οι άλλοι Ινδοί αναγνώρισαν ως ύμνους προς τους θεούς τους. Πριν ανέβει στην πυρά, μοίρασε τα δώρα και τα στρώματα στους συντρόφους του και τον ίππο τον δώρισε στον μαθητή του Λυσίμαχο. Χαιρέτησε όλους τους παρόντες Μακεδόνες και τους παρακάλεσε να κάνουν επικήδειο γλέντι, να διασκεδάσουν και να μεθύσουν. Λέγεται ακόμη ότι φίλησε όλους τους εταίρους, αλλά δεν άφησε να τον φιλήσει ο Αλέξανδρος. Του είπε μάλιστα ότι θα τον φιλούσε, όταν θα τον συναντούσε στη Βαβυλώνα, κάτι που κείνη τη στιγμή το θεώρησαν ως ασήμαντη ασυναρτησία. Ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα, όσοι είχαν ακούσει τον Κάλανο να λέει τα παραπάνω, πίστεψαν ότι ο Ινδός ήταν ο πρώτος, που πρόβλεψε τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Μετά ο Κάλανος ανέβηκε στην πυρά και ξάπλωσε, έτσι ώστε να τον βλέπει όλη η στρατιά. Σύμφωνα με τον Νέαρχο, μόλις ο Αλέξανδρος έδωσε την εντολή να ανάψουν την φωτιά, ήχησαν οι σάλπιγγες, η στρατιά αλάλαξε πολεμικά και οι ελέφαντες έβγαλαν την πολεμική τους κραυγή προς τιμήν του Βραχμάνα. Λέγεται ότι το θέαμα δεν άρεσε καθόλου στον Αλέξανδρο, όμως όλοι θαύμασαν ότι ο Κάλανος έμεινε εντελώς ακίνητος καθώς τον τύλιγαν οι φλόγες. Στο προς τιμήν του νεκρόδειπνο, ο Αλέξανδρος προκήρυξε αγώνα οινοποσίας με έπαθλο στεφάνι αξίας ενός ταλάντου. Νίκησε ο Πρόμαχος, που ήπιε 4 χόες (περίπου 17 λίτρα), αλλά πέθανε μετά από τρεις ημέρες. Εκτός από τον νικητή, η κραιπάλη με αφορμή το νεκρόδειπνο σκότωσε συνολικά 41 άτομα.
Κάλας του Άρπαλου: εταίρος. Στη μάχη του Γρανικού (334) διοικούσε τους Θεσσαλούς ιππείς. Μετά τη μάχη ορίσθηκε σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας. Το 333 προστέθηκε στην εξουσία του και η Παφλαγονία.
Κάλλατις: παρευξείνια ελληνίδα πόλη στη σημερινή Ρουμανία.
Καλλισθένης: γιός ή ανηψιός του Αριστοτέλη κι ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Κάνδυς: μανδύας με μανίκια, που φορούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
Κάρανος: εταίρος. Το 329 εστάλη μαζί με τον Εριγύιο κατά του Σατιβαρζάνη, που είχε εισβάλει στην Αρεία. Λίγους μήνες αργότερα εστάλη μαζί με τον Ανδρόμαχο και τον Μενέδημο υπό τον Φαρνούχη εναντίον του Σπιταμένη, που πολιορκούσε τη μακεδονική φρουρά στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. Καταδίωξαν κατά πόδας τον Σπιταμένη, δίνοντάς του το πλεονέκτημα να τους αιφνιδιάσει και ο Κάρανος στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τους ιππείς του, κινήθηκε χωρίς να ενημερώσει κανέναν. Προκλήθηκε πανικός, διασπάσθηκαν οι γραμμές των Μακεδόνων και από τους αρχικούς 860 ιππείς και 1.500 πεζούς επέζησαν λιγότεροι από 40 ιππείς και 300 πεζοί.
Κάρανος: η Κλεοπάτρα, η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου, στο διάστημα του ενός έτους από το γάμο της (337) ως τη δολοφονία του Φιλίππου (336) προλάβαινε να γεννήσει ένα μόνο παιδί (Ιουστίνος 9.7.12, Διόδωρος ΙΖ.2.3). Γενικά αναφέρεται μία κόρη του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα, η Ευρώπη, και μόνο ο Ιουστίνος πιστεύει ότι υπήρξε κι ένας γιός με το όνομα Κάρανος.
Κάρανος: στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα παρατηρήθηκε μία απόπειρα να αντικατασταθεί το όνομα του Περδίκκα, του ιδρυτή της δυναστείας των Αργεαδών, με εκείνο του Κάρανου. Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος 2) (46-127 μ.Χ.) αποδέχεται τον Κάρανο στη θέση του Περδίκκα, αλλά ο Ηρόδοτος τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν. Δεν είναι σαφές ποιοί και γιατί επεδίωξαν την αλλαγή στο όνομα του γενάρχη των Αργεαδών, αλλά το βέβαιο είναι ότι το εγχείρημα δεν τελεσφόρησε, αφού δεν έχει καταγραφεί κανένα μέλος της βασιλικής οικογένειας με το όνομα Κάρανος.
Κάσσανδρος: γιος του Αντίπατρου. Γεννήθηκε το 350 και δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία. Έφτασε στη Βαβυλώνα από τη Μακεδονία μάλλον το 324, είτε για να απαντήσει στις όλο και εντεινόμενες κατηγορίες εναντίον του πατέρα του, είτε για να τονίσει την πίστη του πατέρα του στον Αλέξανδρο ως πρόσθετος όμηρος, αφού ο αδελφός του Ιόλλας βρισκόταν ήδη στην Αυλή. Επειδή δεν είχε ξαναδεί το ασιατικό τυπικό της προσκύνησης, η ελληνική ανατροφή του τον έκανε να γελάσει απερίσκεπτα, όπως αποδείχθηκε. Τότε, ίσως επειδή η όλη συμπεριφορά του έβλαπτε τον τρόπο διοίκησης, που είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος, ίσως επειδή ο Αλέξανδρος ήταν οργισμένος με τον Αντίπατρο, άρπαξε τον Κάσσανδρο δυνατά από τα μαλλιά με τα δύο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. Κάποιαν άλλη φορά, ο Κάσσανδρος προσπάθησε να αντικρούσει όσους κατηγορούσαν τον πατέρα του, αλλά ο Αλέξανδρος του αντέτεινε το ερώτημα «έκαναν τόσο δρόμο οι άνθρωποι χωρίς να αδικηθούν και συ λες ότι ήρθαν για να συκοφαντήσουν;». «Αυτό ακριβώς είναι συκοφαντία, ότι απέχουν πολύ από τις αποδείξεις» είπε ο Κάσσανδρος και ο Αλέξανδρος γελώντας δυνατά τον απείλησε «Αυτά είναι σοφίσματα του Αριστοτέλη και θα κλάψετε πολύ, αν φανείτε ότι αδικείτε έστω και λίγο αυτούς τους ανθρώπους». Τα παραπάνω περιστατικά λέγεται ότι ενστάλαξαν στον Κάσσανδρο τέτοιο τρόμο για τον Αλέξανδρο, ώστε πολύ αργότερα, όταν ήταν πια βασιλιάς της Μακεδονίας, σε μία επίσκεψή του στους Δελφούς, βλέποντας μπροστά του έναν ανδριάντα του Αλεξάνδρου έχασε τα λογικά του, του σηκώθηκαν οι τρίχες, άρχισε να τρέμει και μετά βίας συνήλθε (Πλούταρχος, Αλέξανδρος.74.2-κ.ε.). Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) και τη δεύτερη διανομή των σατραπειών, ο Αντίπατρος όρισε αρχιστράτηγο των βασιλικών δυνάμεων τον Αντίγονο και, για να τον ελέγχει, τοποθέτησε δίπλα του τον Κάσσανδρο με το βαθμό του χιλίαρχου. Το 319 ο Αντίπατρος πέθανε και άφησε διάδοχό του τον Πολυπέρχοντα, ενώ τον Κάσσανδρο τον όρισε δεύτερο τη τάξει με το βαθμό του χιλίαρχου. Ο Κάσσανδρος το θεώρησε ως προσβολή και άρχισε να συνωμοτεί κατά του Πολυπέρχοντα και, όταν λίγους μήνες αργότερα ο Αντίγονος αποστάτησε, ο Κάσσανδρος έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του. Σ’ αυτήν τη φάση πρέπει να κατασκευάσθηκε από την πλευρά του Πολυπέρχοντα η δυσφημιστική θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου από τον Κάσσανδρο και τον αδελφό του Ιόλλα. Η θέση του Κάσσανδρου αναβαθμίσθηκε, όταν η Ευρυδίκη τον κατέστησε επίτροπο του Αρριδαίου. Τότε η Ολυμπιάς, που γνώριζε πόσο σοβαρό κίνδυνο αποτελούσε ο Κάσσανδρος για τον ανήλικο εγγονό της, πέτυχε τη δολοφονία του Αρριδαίου, της Ευρυδίκης και πολλών υποστηρικτών του Κάσσανδρου. Εκείνος τότε πολιόρκησε την Πύδνα, όπου βρισκόταν η Ολυμπιάς, και το 316 την εκπόρθησε μετά από μακρά πολιορκία, όταν τελείωσαν τα εφόδια των υπερασπιστών της. Προσήγαγε την Ολυμπιάδα σε δίκη, πέτυχε την καταδίκη της σε θάνατο δια λιθοβολισμού και της επέβαλε την εσχάτη ποινή των προδοτών αφήνοντας το σώμα της άταφο. Η κόρη της Ολυμπιάδας και του Φιλίππου Β΄, η Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε στις Σάρδεις από τον Αντίγονο ίσως κατ’ απαίτηση του Κάσσανδρου. Ο Κάσσανδρος, για να παρεμβληθεί στην παράπλευρη γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, παντρεύτηκε τη Θεσσαλονίκη, κόρη του Φιλίππου Β΄ με τη Νικησίπολη, και έθαψε με μεγαλοπρέπεια την Ευρυδίκη και τον Αρριδαίο. Το 315 ως κορωνίδα της αντι-Αλεξανδρινής πολιτικής του, ανοικοδόμησε με μεγάλη φροντίδα τη Θήβα, την οποία είχε καταστρέψει (335) ο Αλέξανδρος. Το 311 στην Αμφίπολη δολοφόνησε τη Ρωξάνη και το 12χρονο Αλέξανδρο Δ΄ κι έτσι εξέλιπαν όλοι οι Αργεάδες, που είχαν συγγένεια αίματος με την Ολυμπιάδα. Το 305 ο Κάσσανδρος ανακηρύχθηκε από την εκκλησία των Μακεδόνων βασιλιάς της Μακεδονίας και πήρε μέρος στους πολέμους των Διαδόχων ως το θάνατό του το 298.
Κασσία: από την κασσία παράγεται η σέννα, ένα από τα αρχαιότερα καθαρτικά. Από την κασσία την οξύφυλλο, που φυτρώνει στην Αίγυπτο, την Αιθιοπία και το Σουδάν, παράγεται η σέννα η αλεξανδρινή ή αιγυπτιακή και από την κασσία την στενόφυλλο, που φυτρώνει στην Αραβία και την Ινδία, παράγεται η σέννα η ινδική.
Καυνάκης: χοντρό πανωφόρι σαν χλαίνι, που φορούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
Καυσία: ήταν χαρακτηριστικό, ελαφρύ και πλατύγυρο καπέλο, που φορούσαν οι Μακεδόνες για να προστατεύονται από τις καυστικές ακτίνες του ήλιου. Μετά την κατάκτηση της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας, οι βασιλείς τους την στόλιζαν με λευκό διάδημα.
Κερκινίτις λίμνη: είναι η λίμνη του Αχινού στις εκβολές του Στρυμόνα. Σήμερα είναι αποξηραμένη σχεδόν στο σύνολό της, ενώ κατά την αρχαιότητα ξεκινούσε από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα κι έφθανε σχεδόν ως την Αμφίπολη.
Κίδαρις (ή κίταρις): κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της τιάρας και της κυρβασίας. Φαίνεται ότι ήταν κάλυμμα κεφαλής των αρχόντων, είχε όρθια και άκαμπτη κυλινδρική μορφή με λοφίο στην κορυφή και ήταν κοσμημένη με κεντήματα και πολύτιμους λίθους.
Κιθάρα: μουσικό όργανο με 7, 9 ή 11 χορδές. Έμοιαζε με τη λύρα, αλλά είχε μεγαλύτερο ηχείο. Και τα δύο αυτά μουσικά όργανα τα είχε εφεύρει ο Ερμής.
Κιννάμωμον: Το κιννάμωμον ή κανέλλα χρησίμευε στη φαρμακευτική, την αρωματοποιία και τη μαγειρική. Το όνομά του φαίνεται να είναι φοινικικό.
Κλέανδρος του Πολεμοκράτη: έμπιστος εταίρος του Αλεξάνδρου. Το χειμώνα του 334-333 εστάλη στην Πελοπόννησο για στρατολόγηση και το 332 κατά την πολιορκία της Τύρου έφτασε στη Σιδώνα επικεφαλής 4.000 περίπου Πελοποννησίων. Το καλοκαίρι του 330 εγκαταστάθηκε στη Μηδία ως υφιστάμενος του Παρμενίωνα και το χειμώνα του ίδιου έτους μαζί με τον Σιτάλκη και τον Μενίδα δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου. Το 324 τον εξετέλεσε ο Αλέξανδρος λόγω της κακοδιαχείρισης και των ατασθαλιών, στις οποίες είχε επιδοθή, όσο ο Αλέξανδρος επιχειρούσε στην Ινδία.
Κλεῖθρα (τα): ήταν οχυρωμένοι λιμενοβραχίονες των ναυστάθμων, τα χείλη των οποίων έκλειναν με αλυσίδα.
Κλείταρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Κλείτος του Δρωπίδη: εμφανίζεται και με το προσωνύμιο μέλας, ίσως διότι ήταν μελαψός. Ήταν ένας από τους εταίρους της «παλαιάς φρουράς», ίλαρχος σε μία από τις βασιλικές ίλες και αδελφός της Λανίκης ή Ελλανίκης, που ήταν τροφός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη μάχη του Γρανικού (334) έσωσε τον Αλέξανδρο από σχεδόν βέβαιο θάνατο, σκοτώνοντας τον Σπιθριδάτη. Το 330 δεν πήρε μέρος στην καταδίωξη του Δαρείου, διότι ήταν άρρωστος και είχε παραμείνει στα Σούσα. Μετά την εκτέλεση του Φιλώτα και τη δολοφονία του Παρμενίωνα ο Αλέξανδρος χώρισε το εταιρικό ιππικό σε δύο τμήματα, τη διοίκηση των οποίων ανέθεσε αντίστοιχα στον Κλείτο και στον Ηφαιστίωνα. Ο Κλείτος δεν συμφωνούσε με την υιοθέτηση του περσικού ιππικού από τον Αλέξανδρο και κατά τη διάρκεια δείπνου στην ακρόπολη των Μαρακάνδων το 328, μόλις είχε ορισθεί σατράπης της Βακτρίας και Σογδιανής, με τις ευθείες και απερίφραστες επικρίσεις του εξόργισε τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Σε ένδειξη μεταμέλειας ο Αλέξανδρος δεν τον αντικατέστησε στην ιππαρχία του, «για να μη χαθεί το όνομά του και το έμβλημα, που είχε επιλέξει», μάλλον μέχρι την εισβολή στην Ινδία (άνοιξη του 327), οπότε τον αντικατέστησε ο Περδίκκας.
Κλείτος: πεζέταιρος, διοικητής τάξης στην Πευκελαώτιδα και στη μάχη του Υδάσπη (326).
Κλεοπάτρα: γεννήθηκε το 69 π.Χ. και ήταν η τελευταία βασίλισσα της πτολεμαϊκής δυναστείας. Ο πατέρας της, Πτολεμαίος ΙΓ΄, όρισε στη διαθήκη του ως διαδόχους του την Κλεοπάτρα και τον αδελφό της Διόνυσο. Σύμφωνα με το περσικό βασιλικό έθιμο, που είχαν υιοθετήσει οι Πτολεμαίοι, τα δύο αδέλφια παντρεύτηκαν μεταξύ τους, αλλά λίγο αργότερα ο Διόνυσος έδιωξε την Κλεοπάτρα από την Αίγυπτο. Εκείνη επέστρεψε το 48 υποστηριζόμενη από τον Ιούλιο Καίσαρα, εκθρόνισε τον Διόνυσο, έγινε βασίλισσα και παντρεύτηκε τον εξαετή αδελφό της Πτολεμαίο. Τον επόμενο χρόνο γέννησε τον Καισαρίωνα, γιό της με τον Ιούλιο Καίσαρα, μετά το θάνατο του οποίου συνδέθηκε με τον Αντώνιο. Το 30 ο Οκτώβιος νίκησε τον Αντώνιο και η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε.
Κλεοπάτρα: ανιψιά ή αδελφή ή θεία του Μακεδόνα στρατηγού Άτταλου. Ήταν η πέμπτη ή έβδομη, οπωσδήποτε η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου και κατά πολύ νεώτερή του. Ο Αρριανός την ονομάζει Ευρυδίκη. Ο Φίλιππος την παντρεύτηκε το 337 π.Χ. και έκανε μαζί της μία κόρη, την Ευρώπη. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336) και την ανάρρηση του Αλεξάνδρου στο θρόνο, η ύπαρξή της αποτελούσε σοβαρή ενόχληση, αν όχι κίνδυνο. Λέγεται ότι την δολοφόνησε η Ολυμπιάδα μαζί με τη μικρή της κόρη εν αγνοία του Αλεξάνδρου, ίσως κατά τη βαλκανική εκστρατεία του (335). Στο μεγάλο τάφο των Αιγών βρέθηκαν δύο ταφές σε χρυσές λάρνακες. Τα μεν ανήκαν σε άνδρα 40-50 ετών (Φίλιππος Β΄) και τα δε σε γυναίκα 23-27 ετών. Φαίνεται ότι ήταν αδύνατο η χήρα του Φιλίππου να μην ταφεί δίπλα του (Αρριανός Γ.6.5, Ιουστίνος 9.7.12, Πλούταρχος Αλέξανδρος 10.8, Μέγας Αλέξανδρος, Ιστορία και θρύλος στην τέχνη, γενική επιμέλεια Καίτη Νίνου, ΤΑΠΑ, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 1980, σελ 17).
Κλεοπάτρα: κόρη του Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας, γνήσια αδελφή του Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε το 355 και το 336 (σε ηλικία 19 ετών) ο Φίλιππος την πάντρεψε με τον Αλέξανδρο των Μολοσσών, που ήταν αδελφός της Ολυμπιάδας. Άρα έγινε σύζυγος του θείου της. Κατά τη διάρκεια των λαμπρών εορτών για το γάμο της, ο Φίλιππος δολοφονήθηκε στο θέατρο των Αιγών από τον Παυσανία. Αμέσως μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) ο Πέρδίκκας, που ήθελε να εξουδετερώσει τους άλλους ισχυρούς εταίρους και να γίνει ο ίδιος Μέγας Βασιλεύς, πρότεινε γάμο στην Κλεοπάτρα, χήρα πλέον του Αλεξάνδρου των Μολοσσών. Το 322 η Κλεοπάτρα έφτασε στην Ασία, αλλά οι τακτικοί σχεδιασμοί του του Περδίκκα τον είχαν υποχρεώσει στο μεταξύ να παντρευτεί τη Νίκαια, κόρη του Αντίπατρου. Η Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε στις Σάρδεις το 316 από τον Αντίγονο, ίσως κατ’ απαίτησιν του Κάσσανδρου.
Κλέοφις: βασίλισσα των Ασσακηνών. Αναφέρεται μόνο από τους Ρωμαίους συγγραφείς, ενώ οι Έλληνες ιστορικοί δεν αναφέρουν καθόλου το όνομά της. Υπερασπίσθηκε την πρωτεύουσα των Ασσακηνών, τα Μάσαγα. Ο Κούρτιος λέει ότι η Κλέοφις παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο συνοδευόμενη από ευγενείς κυρίες και έβαλε το μικρό γιο της στα γόνατά του. Εκείνος συγκινήθηκε και τη διατήρησε στη θέση της, «αν και κάποιοι λένε ότι η ομορφιά της βασίλισσας και όχι ο χαρακτήρας του Αλεξάνδρου την αποκατέστησε στη θέση της». Επίσης αφήνει να πλανάται μία ακόμη υποψία λέγοντας ότι η Κλέοφις γέννησε αργότερα έναν ακόμη γιο, «τον οποίο ονόμασε Αλέξανδρο, όποιος κι αν ήταν ο πατέρας του». Ο Ιουστίνος δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα με την ίδια λεπτότητα και λέει ωμά ότι η Κλέοφις διατήρησε το θρόνο της, επειδή κοιμήθηκε με τον Αλέξανδρο. Αποτέλεσμα της συνεύρεσης αυτής ήταν ένα αγόρι, το οποίο ονόμασε Αλέξανδρο. Η ερωτική συνεύρεση της Κλεόφιδος με τον Αλέξανδρο εκτός από το θρόνο της χάρισε την περιφρόνηση των Ινδών και την προσωνυμία «βασιλική πόρνη». Φυσικά, η ομοιότητα του επεισοδίου αυτού με το ανάλογο του Ιουλίου Καίσαρα με την Κλεοπάτρα και τον γιο τους Καισαρίωνα δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Είναι αναπόφευκτη, διότι πρόκειται για ρωμαϊκή προσθήκη στην ιστορία του Αλεξάνδρου (ο οποίος στοίχειωνε τους Ρωμαίους) και γι’ αυτό είναι άγνωστο στις ελληνικές πηγές.
Κληρουχία: ήταν η διά κλήρου απονομή γής σε ξένη χώρα. Διέφερε από την αποικία στο ότι οι κληρούχοι παρέμεναν πολίτες της μητροπόλεως με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και δεν συγκροτούσαν ανεξάρτητη πολιτεία. Μερικές φορές παρέμεναν στην μητρόπολη και νοίκιαζαν τους κλήρους στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Κλοιός: ήταν μία σανίδα με τρεις τρύπες, από τις οποίες περνούσαν το κεφάλι και τα χέρια του κατάδικου. Στην Αθήνα η ατιμωτική αυτή ποινή επιβαλλόταν μόνο σε δούλους. Είναι λοιπόν προφανής η πρόθεση του Αλεξάνδρου να εξευτελίσει τον Βήσσο, όταν διέταξε να του φορέσουν κλοιό.
Κοδομανός: προσωνύμιο, που αποδίδει ο Ιουστίνος στον Δαρείο Γ΄.
Κοίλη Συρία: ονομαζόταν αρχικά η κοιλάδα της Συρίας μεταξύ των ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου. Χρησιμοποιούμενος ο όρος από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου πρέπει να είχε την έκταση, που της έδωσαν οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες, δηλαδή περιελάμβανε την περιοχή που ορίζεται από τα παράλια της Μεσογείου, τον ποταμό Ορόντη (Ναχρ-ελ-Άζι), έφτανε νότια ως την Αίγυπτο και βόρεια ως τη Λαοδίκεια (Λατάκια) (Χάρτης).
Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων: για πρώτη φορά μετά τον τρωικό πόλεμο οι αρχαίοι Έλληνες παραμέρισαν τις αδιάκοπες μεταξύ τους έχθρες, όταν οι Πέρσες ήδη κατείχαν τη Μακεδονία, είχαν αποπειραθεί ανεπιτυχώς να αποβιβασθούν στην Αττική και προετοίμαζαν την τελική φάση της εισβολής τους στην Ελλάδα. Το 481 οι πρέσβεις των ελεύθερων ελληνικών κρατών συναντήθηκαν στον ισθμό της Κορίνθου, όπου έγινε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων για το συντονισμό της συμμαχικής αντίστασης. Περί τον ενάμισι αιώνα αργότερα, όταν ο Φίλιππος αποφάσισε να επιτεθεί στην περσική αυτοκρατορία επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων των Ελλήνων, συγκέντρωσε ξανά τους πρέσβεις των ελληνικών κρατών στην Κόρινθο, δίνοντας το μήνυμα ότι προετοίμαζε επίθεση εκδίκησης και αντιποίνων κατά των Περσών. Ο «καταστατικός χάρτης» του Κοινό Συνέδριο ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός πολιτικός νεωτερισμός και βάσει αυτού, όποιο ελληνικό κράτος επέλεγε να παραβιάσει την κοινή ειρήνη και να επιτεθεί σε άλλο ελληνικό κράτος, βρισκόταν αντιμέτωπο με όλα τα υπόλοιπα. Εν ολίγοις το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων επέβαλλε τον διά πυρός και σιδήρου τερματισμό των ενδοελληνικών συρράξεων και τη στροφή των συνασπισμένων ελληνικών κρατών στη διεθνή γεωστρατηγική σκηνή. Δηλαδή ήταν η πρώτη απόπειρα εθνικής ενοποίησης των ων ουκ έστιν αριθμός ελληνικών πόλεων-κρατών της κλασσικής περιόδου. (Περισσότερα στοιχεία)
Κοίνος του Πολεμοκράτη: ένας από τους παλαιότερους πεζέταιρους. Διοικητής τάξης πεζεταίρων, ταξιάρχης στη βαλκανική εκστρατεία και στη μάχη του Γρανικού (334). Το χειμώνα του 334-333 ήταν ένας από τους νιόπαντρους αξιωματικούς, που οδήγησαν τους επίσης νιόπαντρους αδειούχους στη Μακεδονία. Ταξιάρχης στην Ισσό (333), στην Τύρο (332), στα Γαυγάμηλα (331) όπου τραυματίσθηκε, στις επιχειρήσεις κατά των Μάρδων και του Σατιβαρζάνη (330), ενώ μαζί με τον Αρτάβαζο καταδίωξε τον Σπιταμένη. Ήταν διοικητής της δύναμης, που το χειμώνα του 328-327 κατέλαβε επίκαιρα σημεία και ανάγκασε τον Σπιταμένη να εγκαταλείψει τον ανταρτοπόλεμο, να δώσει μάχη εκ παρατάξεως και να ηττηθεί με σημαντικές απώλειες. Ίσως ο Κοίνος να διέδωσε τη φήμη, ότι στην καταδίωξη του Σπιταμένη και των συμμάχων του συμμετείχε κι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, η οποία φήμη έκανε τους συμμάχους του Σπιταμένη να τον δολοφονήσουν, για να απαλλαγούν από την οργή του Αλεξάνδρου. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της Ινδίας, ενώ στη μάχη με τον Πώρο (326) πολέμησε ως ιππάρχης. Όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να περάσουν τον Ύφαση, ο Κοίνος ήταν ο μόνος, που τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά στον Αλέξανδρο κατά της παραπέρα προέλασης. Πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα, ενώ η στρατιά ετοιμαζόταν να αρχίσει τον κατάπλου του Υδάσπη.
Κοίρανος: εταίρος από τη Βέροια. Το 331 διορίσθηκε υπεύθυνος για τη συλλογή των φόρων στη Φοινίκη.
Κοίρανος: διοικητής του συμμαχικού ιππικού στη μάχη των Γαυγαμήλων.
Κολχίς: παρευξείνια χώρα, μεταξύ της Αμπχαζίας και του ποταμού Ριόν (του αρχαίου Φάση). Σήμερα αποτελεί τμήμα της Γεωργίας. Ο πλούτος της χώρας αυτής προκάλεσε πολύ νωρίς το ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων εξερευνητών, στη δραστηριότητα των οποίων οφείλεται κι ο μύθος του Ιάσονα και του χρυσομάλλου δέρατος. Οι σημαντικότεροι εποικιστές της Κολχίδος ήταν οι Μιλήσιοι.
Κοτύλη: ισούται με 1/192 μεδίμνους ή 0,27 λίτρα.
Κούρτιος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Κρατερός του Αλεξάνδρου: πεζέταιρος από την Ορεστίδα, «ο πιό πιστός στον Αλέξανδρο, ο οποίος τον αγαπούσε όσο και τον εαυτό του». Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις στην Ασία κατά κανόνα ως ταξιάρχης, ενώ κατά περίπτωση ανελάμβανε τη διοίκηση μεγάλων στρατιωτικών τμημάτων, κυρίως των βαρυτέρων και πιό δυσκίνητων. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ταξιάρχης και στη μάχη της Ισσού (333) διοικούσε τους πεζούς του αριστερού κέρατος. Στην πολιορκία της Τύρου (332), όταν ο Αλέξανδρος με τους κυπριακούς και φοινικικούς στόλους επιτέθηκε κατά του τυριακού στόλου, ο Κρατερός μαζί με τον Κύπριο Πνυταγόρα διοικούσε το αριστερό κέρας του στόλου. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους πεζούς του αριστερού κέρατος. Το 330 ήταν επικεφαλής των βαρυτέρων τμημάτων, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την καταδίωξη του Δαρείου και την ταχεία προέλαση του Αλεξάνδρου εναντίον του Σατιβαρζάνη στα Αρτακόανα. Πολιόρκησε την Κυρούπολη (329), όπου τραυματίσθηκε από βέλος, απώθησε ανταρτικές επιδρομές του Σπιταμένη (328), επικεφαλής 600 εταίρων συνέτριψε τους τελευταίους αντιστασιακούς θύλακες της Παρειτακηνής (327) και ήταν τριήραρχος στο στόλο του Υδάσπη (326). Επειδή ο Ηφαιστίων επικροτούσε όλες τις επιλογές του Αλεξάνδρου και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην προώθηση των βαρβαρικών εθίμων, ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους βαρβάρους. Αντίθετα ο Κρατερός ήταν προσκολλημένος στα πατροπαράδοτα έθιμα και ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Λόγω της συμπεριφοράς των δύο εταίρων ο Αλέξανδρος είχε χαρακτηρίσει τον μεν Ηφαιστίωνα φιλαλέξανδρο, τον δε Κρατερό φιλοβασιλέα. Όπως ήταν λογικό, ανάμεσα στον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό αναπτύχθηκε μία αντιπαλότητα, η οποία κάποια φορά στην Ινδία τους οδήγησε στο σημείο να βγάλουν τα ξίφη τους από τους κολεούς. Οι άλλοι εταίροι παρενέβησαν και απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ ο Αλέξανδρος τους επέπληξε έντονα και αυστηρά. Ορκίστηκε δε στον Άμμωνα και τους άλλους θεούς ότι τους αγαπούσε και τους δύο περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά αν έρχονταν ξανά σε αντιπαράθεση, θα σκότωνε ή και τους δύο ή όποιον έκανε την αρχή. Μετά τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν και από τότε οι δύο αξιωματικοί απέφυγαν ακόμη και τα αστεία μεταξύ τους. Τον Ιούνιο του 325 επικεφαλής του βαρύτερου και πιό δυσκίνητου τμήματος καθώς και των απομάχων ο Κρατερός αποσπάσθηκε από την υπόλοιπη στρατιά και κατευθύνθηκε προς την Καρμανία μέσω Αραχωσίας και Δραγγιανής. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο στην Καρμανία και στον ομαδικό γάμο στα Σούσα (324) ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με μία ανηψιά του Δαρείου. Λίγους μήνες αργότερα τον έστειλε πίσω στη Μακεδονία επικεφαλής 10.000 απομάχων Μακεδόνων, για να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο στη θέση του επιτρόπου. Επειδή είχε υποστεί πολλές σωματικές ταλαιπωρίες και υπήρχε φόβος να πεθάνει καθ’ οδόν, ορίστηκε ο Πολυπέρχων ως δεύτερος τη τάξει αξιωματικός. Όμως πρόλαβε να πεθάνει ο Αλέξανδρος (323) κι ο Κρατερός, που δεν είχε φτάσει ακόμη στη Μακεδονία, έμεινε χωρίς μερίδιο εξουσίας. Όταν αποστάτησαν οι Αθηναίοι, ο Αντίπατρος κάλεσε σε βοήθεια τον Κρατερό, που βρισκόταν στην Κιλικία με τους 10.000 Μακεδόνες. Το 321 έγινε η τελική σύγκρουση του Περδίκκα και των υποστηρικτών του με τους αντιπάλους του. Ο Κρατερός συγκρούσθηκε με τον Ευμένη, που φύλασσε τον Ελλήσποντο για λογαριασμό του Περδίκκα, και σκοτώθηκε στη μάχη, την οποία κέρδισε ο Ευμένης.
Κρατήρ: μεγάλο αγγείο, στο οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αναμίγνυαν τον ἄκρατον οἶνον με νερό και από το οποίο γέμιζαν τα ποτήρια με οἶνον κεκραμένον. Στα αριστερά εικονίζεται ο επωνομαζόμενος «κρατήρας του Δερβενίου».
Κριτόδημος: κατά τον Αρριανό ήταν Κώος γιατρός από το γένος των Ασκληπιαδών. Χειρούργησε τον Αλέξανδρο και του αφαίρεσε το βέλος, που τον είχε χτυπήσει στο στήθος όταν πολιορκούσε την πόλη των Μαλλών (325). Ο Κούρτιος (9.5.25) τον αναφέρει ως Κριτόβουλο και ο Πλίνιος (Ν.Η.7.37) αναφέρει ότι στην Αυλή του Φιλίππου υπηρετούσε κάποιος Κριτόβουλος χειρουργός εξαιρετικής ικανότητας. Επίσης ο Αρριανός (Ινδική 18.7) αναφέρει ως τριήραρχο στον Ινδό κάποιον Κριτόβουλο του Πλάτωνα από την Κω, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι ήταν ο γιατρός του Αλεξάνδρου.
Κτησίας ο Κνίδιος: Έλληνας γιατρός από την Κνίδο της Δωρίδας. Υπηρέτησε ως υψηλόβαθμος αξιωματούχος στην περσική Αυλή και το 401 π.Χ. θεράπευσε το τραύμα του Αρταξέρξη Β΄ από τη μάχη κατά του Κύρου του Νεότερου και των Μυρίων. Το 397 π.Χ. αποσύρθηκε στην Κνίδο, όπου συνέγραψε τα «Περσικά» ενώ στα «Ινδικά» περιέλαβε μία διεξοδική περιγραφή του Ινδού και μία λιγότερο διεξοδική του Υδάσπη. Όμως ήταν τόσο μυθώδες σύγγραμμα, ώστε ήδη οι σύγχρονοί του το διάβαζαν ως μυθιστόρημα.
Κύλιξ: ποτήρι με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές.
Κύνα: ήταν κόρη του Φιλίππου Β΄ με την Ιλλυριά πριγκήπισσα Αυδάτη, άρα ετεροθαλής αδελφή του Αλεξάνδρου. Αρχικά η Κύνα είχε παντρευτεί τον Αμύντα του Περδίκκα Γ΄, δηλαδή τον ανεψιό του Φιλίππου Β΄, εξάδελφό της και διάδοχο του μακεδονικού θρόνου. Ο Αλέξανδρος την προσέφερε (335) ως σύζυγο στο Λάγγαρο, το βασιλιά των Αγριάνων, ο οποίος πέθανε πριν προλάβει να την παντρευτεί. Αυτό σημαίνει ότι ο Αμύντας δεν ήταν πια σύζυγός της και, αν λάβουμε υπόψη τα κληρονομικά δικαιώματά του στο θρόνο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αλέξανδρος είχε βγάλει από τη μέση τον ξάδερφό του μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336).
Κυρβασία: κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της τιάρας και της κιδάρεως. Η συνήθης κυρβασία φαίνεται ότι αναδιπλωνόταν κι έπεφτε προς τα εμπρός, όπως και η τιάρα.
Κυρηναϊκή: η περιοχή περί την Κυρήνη, την αποικία, που ίδρυσε το 630 π.Χ. η Θήρα στη Β. Αφρικής Σήμερα λέγεται Γκρέννα, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους λεγόταν Πεντάπολις και περιελάμβανε τις πόλεις Απολλωνία (Σούζα-Χαμάμ), Βάρκα (Μπεν-Γκάζι), Ευεσπερίδες, Κυρήνη και Ταύχειρα (χωριό Τόκρα).
Κύρος ο νεώτερος: γιός του Δαρείου Β΄ και της Παρυσάτιδος, μικρότερος αδελφός του Αρταξέρξη Β΄. Γεννήθηκε το 423, το 407 ανέλαβε την εποπτεία των σατραπειών της Λυδίας, Μεγάλης Φρυγίας και Καππαδοκίας και το 404 αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να δολοφονήσει τον αδελφό του, που ήταν Μέγας Βασιλεύς, για να σφετερισθεί το θρόνο, αλλά παρενέβη η Παρύσατις που ευνοούσε τον Κύρο και κατάφερε να τον απαλλάξει από τις συνέπειες. Ωστόσο ο Κύρος δεν είχε παραιτηθεί από τις επιδιώξεις του. Προσέλαβε πολλούς Έλληνες μισθοφόρους, τους επωνομασθέντες Μύριους, και επικεφαλής τους προέλασε κατά του αδελφού του. Το 401 αντιμετώπισε τα βασιλικά στρατεύματα κοντά στα Κούναξα σε μία μάχη, κατά την οποία νίκησαν τα δικά του στρατεύματα, αλλά σκοτώθηκε ο ίδιος, ενώ ο Αρταξέρξης τραυματίσθηκε και τον περιέθαλψε ο Κτησίας.
Κύων: αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου με μεγαλύτερο αστέρα τον Κύνα ή Σείριο. Ανατέλλει την 22α Ιουλίου και είναι ιδιαίτερα ορατός το χειμώνα.
Κῶμος: ήταν το χαρούμενο γλέντι με μουσική και χορό. Πολλές φορές οι συμμετέχοντες κατέληγαν σε πομπώδη παρέλαση. Έβγαιναν στους δρόμους στεφανωμένοι, κρατώντας λαμπάδες, τραγουδώντας, χορεύοντας και παίζοντας.
Λ
Λάδη: νησάκι μπροστά από το αρχαίο λιμάνι της Μιλήτου, το οποίο προστάτευε. Σήμερα έχει ενσωματωθεί στη στεριά λόγω των προσχώσεων του ποταμού Μαιάνδρου.
Λαομέδων του Λάριχου: αδελφός του Εριγύιου, εταίρος από την Αμφίπολη κατά τον Αρριανό, ενώ κατά το Διόδωρο καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Το 337 εξορίστηκε κι αυτός από τον Φίλιππο μετά την παρεξήγηση στο γαμήλιο δείπνο και αποκαταστάθηκε όταν ο Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο (336). Ήταν δίγλωσσος, στα ελληνικά και «στα βαρβαρικά» (μάλλον στα περσικά), και γι’ αυτό ορίστηκε υπεύθυνος για τους βάρβαρους αιχμαλώτους, που πάντοτε είναι μία πολύ καλή πηγή πληροφοριών. Στην κάθοδο του Υδάσπη (326) ήταν τριήραρχος.
Λάρναξ: κιβώτιο, όπου οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν γενικά πολύτιμα πράγματα καθώς και την τέφρα ή τα οστά νεκρού προς ενταφιασμό.
Λειτουργία: στην Αθήνα ήταν βαρύ δημόσιο έργο. Την ανέθετε η πολιτεία στους πλουσιότερους πολίτες, που την διεκπεραίωναν με δικά τους έξοδα. Υπήρχαν εγκύκλιες λειτουργίες (γυμνασιαρχία, χορηγία, εστίασις) και έκτακτες λειτουργίες (όπως η τριηραρχία). Εκτός από αυτές, που ήταν οι πολιτικές (των Αθηναίων πολιτών) υπήρχαν και άλλες λειτουργίες, που βάρυναν τους μετοίκους. Εκτός από την Αθήνα και τη Μακεδονία ο θεσμός των λειτουργιών υπήρχε και σε άλλα ελληνικά κράτη, όπως η Σίφνος και η Μυτιλήνη.
Λεοννάτος του Ανταίου: εταίρος από την Πέλλα, ένας από τους επικεφαλής των σωματοφυλάκων του Αλεξάνδρου. Καταδίωξε τον Παυσανία μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και τον σκότωσε (336). Μετά τη μάχη της Ισσού (333) ο Αλέξανδρος τον έστειλε να καθησύχαση την οικογένεια του Δαρείου, την οποία εγκατέλειψε φεύγοντας. Πρωταγωνίστησε στην υποταγή της πρόσω Ινδίας (327-326) και τραυματίσθηκε κατά τη διάρκεια μιάς πολιορκίας. Το 325 μαζί με τον διμοιρίτη Αβρέα και τον υπασπιστή Πευκέστα, ήταν οι μόνοι που πρόλαβαν να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο μέσα από τα τείχη των πόλης των Μαλλών. Αφού σκοτώθηκε ο Αβρέας, ο Λεοννάτος με τον Πευκέστα, που κρατούσε την ιερή ασπίδα από την Τροία, προστάτεψαν τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγους μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος τον άφησε στη χώρα των Ωρειτών, για να την υποτάξει και για να συγκεντρώσει εφόδια για το στόλο. Ο Λεοννάτος συνέτριψε τις δυνάμεις των Ωρειτών και των συμμάχων τους με ελάχιστες απώλειες και παρέδωσε στον Νέαρχο εφόδια για 10 ημέρες. Δεν συμφωνούσε με την προσκύνηση και σε κάποιο συμπόσιο, βλέποντας έναν Πέρση να προσκυνά, εκφράσθηκε χλευαστικά με αποτέλεσμα να προκαλέσει την (ευτυχώς πρόσκαιρη) οργή του Αλεξάνδρου. Το 324 στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι για την όλη δράση του στην Ινδία. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος (323) ήταν ιππάρχης και ορίσθηκε μαζί με τον Περδίκκα κηδεμόνας του μελλογέννητου Αλεξάνδρου Δ΄. Κατά τη διανομή του κράτους πήρε τη σατραπεία της Ελλησποντικής Φρυγίας, που είχε μεγάλη στρατηγική σημαία. Συμμάχησε με τον Αντίπατρο και τον Κρατερό κατά του Λεωσθένη και σκοτώθηκε το 322 στη μάχη της Λαμίας.
Λεοννάτος του Αντίπατρου: εταίρος από τις Αιγές.
Λεοννάτος του Εύνου: εταίρος από την Πέλλα.
Λεοννάτος του Όνασου: Το 331 στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος τον όρισε σωματοφύλακα στη θέση του Αρρύβα, που πέθανε από ασθένεια.
Λευκανία: η περιοχή μεταξύ κόλπου Τάραντα και Τυρρηνικής θάλασσας.
Λεωνίδας: ήταν συγγενής της Ολυμπιάδος και επικεφαλής των παιδαγωγών του Αλεξάνδρου στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τον δίδαξε να είναι εγκρατής, να ζεί λιτά και, για να είναι βέβαιος ότι δεν αναμιγνυόταν η Ολυμπιάς, έλεγχε σχολαστικά τα ατομικά είδη του νεαρού διαδόχου μήπως τον είχαν προμηθεύσει κάτι περισσότερο ή πολυτελέστερο από τα απολύτως απαραίτητα. Ίσως η σχέση του με τον Αλέξανδρο να φαίνεται από το θρυλούμενο περιστατικό με το λιβάνι.
Λεωσθένης: Αθηναίος στρατηγός. Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος (323), οι Αθηναίοι του έδωσαν μέρος από τις δωρεές του Άρπαλου, οπλισμό και την εντολή να στρατολογήσει μισθοφόρους και να εξασφαλίσει συμμάχους, για να αποστατήσουν από το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων. Με τις δυνάμεις αυτές και τους συμμάχους του ο Λεωσθένης απέκοψε τον Αντίπατρο από τον Κρατερό και το Λεοννάτο, τον νίκησε στο πεδίο της μάχης και τον πολιόρκησε στη Λαμία. Μόλις όμως αποχώρησαν οι Αιτωλοί σύμμαχοί του, ο Αντίπατρος βρήκε την έξοδο να επιχειρήσει έξοδο και να δώσει μάχη στην οποία σκοτώθηκε ο Λεωσθένης.
Λιβανωτός ή λιβάνι: λέγεται η αρωματική ελαιορητίνη του δέντρου βοσουελλία η καρτέρειος. Χρησιμοποιήθηκε ως θυμίαμα εδώ και χιλιάδες χρόνια από τους περισσότερους λαούς της Μέσης Ανατολής, τους αρχαίους Έλληνες και τελικά πέρασε στο τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η αξία του φαίνεται από τον φόρο, που επέβαλε ο Δαρείος στους Άραβες (1.000 τάλαντα ή 26,6 τόνους λιβανωτού) και από το παρακάτω περιστατικό μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Λεωνίδα (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 25.7-8). Κάποτε, προφανώς όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην προεφηβική ηλικία, έρριξε στο θυσιαστήριο όλο το θυμίαμα, που είχε πιάσει και με τα δύο του χέρια. Τότε ο Λεωνίδας τον επέπληξε λέγοντας «Αλέξανδρε, να θυμιατίζεις τόσο πλούσια, όταν καταλάβεις κάποια αρωματοφόρα χώρα. Ως τότε να κάνεις οικονομία σ’ αυτά που έχεις». Πολλά χρόνια αργότερα, σε κάποια φάση της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος έστειλε στον παλιό παιδαγωγό του 500 τάλαντα (13,3 τόνους) λιβάνι και 100 τάλαντα (2,66 τόνους) σμύρνα, γράφοντάς του «Σου στείλαμε άφθονο λιβάνι και σμύρνα, ώστε να πάψεις να μιλάς για οικονομία σχετικά με τους θεούς». Το λιβάνι επί πολλούς αιώνες εθεωρείτο δώρο αντάξιο για βασιλείς, και γι’ αυτό οι τρεις Μάγοι προσέφεραν στον νεογέννητο Ιησού χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.
Λιβύη: αρχαίο όνομα της Β. Αφρικής χωρίς την Αίγυπτο, την οποία μέχρι τον Πτολεμαίο τοποθετούνταν στην Ασία (Οδύσσεια δ.85, Ηρόδοτος Δ.145-κε). Η Λιβυκή έρημος κείται μεταξύ Αιγύπτου, Κεντρικού Σουδάν, Τριπολίτιδας, σχηματίζει το ΒΑ άκρο της Σαχάρας και έχει πολλές οάσεις, όπως η Κυρηναϊκή.
Λιμένας των Αχαιών: βρισκόταν ανάμεσα στο Σίγειο (Γενί Σεχίρ) και το Ροίτειο (Τοπ Τασσί), στο σημείο, όπου εκβάλλουν στη θάλασσα ο Σκάμανδρος (Μεντερές) και ο Σιμόεις (Ορτά Κετσί).
Λύκος: είναι ο ποταμός μεγάλος Ζαβ, με πλάτος πάνω από 137μ, βάθος τουλάχιστον 3μ και σε απόσταση περί τα 32 χμ από το πεδίο της μάχης των Γαυγαμήλων.
Λυσίμαχος του Αγαθοκλή: εταίρος από την Πέλλα. Το 326 στη μάχη του Υδάσπη πολέμησε δίπλα στον Αλέξανδρο ως σωματοφύλακας και τραυματίσθηκε στην πολιορκία των Σαγγάλων. Ήταν επίσης μαθητής του Κάλανου, ο οποίος του χάρισε τον ίππο του λίγο πριν αυτοπυρποληθεί το 324 στις Πασαργάδες. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) ανέλαβε τη διοίκηση των Θρακών και των άλλων παρευξείνιων λαών και το 321 παντρεύτηκε τη Νίκαια, κόρη του Αντίπατρου και χήρα του δολοφονημένου Περδίκκα. Το 306 ανακυρύχθηκε βασιλιάς της Θράκης, το 301 πολέμησε μαζί με τον Σέλευκο στην Ιψό κατά του Αντίγονου, από τον οποίο απέσπασε πολλά ασιατικά εδάφη. Σκοτώθηκε το 281 πολεμώντας εναντίον του Σέλευκου.
Λύσιππος: ο διαπιστευμένος στην Αυλή του Αλεξάνδρου γλύπτης. Ήταν ο μόνος που είχε το δικαίωμα να κάνει προτομές του Αλεξάνδρου.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου