ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ
Ινδία
(Αρριανός Ε.4, ΣΤ.22, Ινδική 2, 6, 15, Πλούταρχος Αλέξανδρος 57.1-2, 59.6-8, Διόδωρος ΙΣΤ.42.9, ΙΖ.92, Κούρτιος 6.6.14-17, 8.5.3-4, 8.8.16-17, 9.1.31-34, Ιουστίνος 12.7.5, Πολύαινος Δ.3.10, Ηρόδοτος Γ.94, 101, 102, Ε.3, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις, Γ.ΙΙ.27-28, Δ.Ι.12)
Η αρχαία χώρα της Ινδίας, την οποία διέσχισε ο Αλέξανδρος, δεν είναι το σημερινό κράτος της Ινδίας, αλλά το ανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν την πρόσω και την κυρίως Ινδία. Η μεν πρόσω Ινδία προσδιοριζόταν στα βόρεια από τον Παροπάμισο, στα ανατολικά από τον Ινδό, στα νότια από τη Μεγάλη Θάλασσα και δυτικά από τον ποταμό Αράβιο (Χάμπ), η δε κυρίως Ινδία προσδιοριζόταν στα δυτικά από τον Ινδό, στα βόρεια από τον Παροπάμισο και στα ανατολικά και τα νότια από τη Μεγάλη Θάλασσα, την οποία οι Έλληνες γνώριζαν μόνο από κάποιες ασαφείς διηγήσεις, ενώ αγνοούσαν πλήρως το τμήμα της Ασία στα ανατολικά της Ινδικής χερσονήσου.
Σιντού στα σανσκριτικά σημαίνει ποταμός και οι Πέρσες ονόμασαν Χιντού-στάν, δηλαδή «χώρα των ποταμών», τη σημερινή Πενταποταμία (Παντζάμπ). Τα ονόματα Ινδία και Ινδική προέρχονται από το εξελληνισμένο όνομα της χώρας, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες (Χιντού) για την περιοχή γύρω από τον ποταμό Ινδό. Από τους Έλληνες το όνομα πέρασε στους Ρωμαίους και έφτασε μέχρι τους νεώτερους Ευρωπαίους. Έτσι το Πακιστάν, η Ινδία, το Μπαγκλαντές, η Μυανμάρ (πρώην Βιρμανία) και η Μαλαισία αποτελούσαν τις Βρετανικές Ινδίες. Το Λάος, το Βιετνάμ και η Καμπότζη αποτελούσαν τη Γαλλική Ινδοκίνα και η Ινδονησία τις Ολλανδικές Ινδίες. Αυτού του είδους η ονοματολογία διατηρήθηκε μέχρι και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε άρχισε η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση των παραπάνω χωρών από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις. Ο απόηχος αυτής της ονοματολογίας φτάνει μέχρι τις μέρες μας, που οι ιθαγενείς κάτοικοι της Αμερικανικής ηπείρου εξακολουθούν να ονομάζονται Ινδιάνοι και τα νησιά της Καραϊβικής Δυτικές Ινδίες, επειδή βρίσκονται στα δυτικά της Ευρώπης και ο Χριστόφορος Κολόμβος πίστεψε ότι είχε κάνει το γύρο της Γης και είχε φτάσει στην Ινδία.
Από το καλοκαίρι του 329 έως την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος καθηλώθηκε στη Σογδιανή επιχειρώντας επί σχεδόν 2 χρόνια. Οι στρατιωτικές προκλήσεις, που αντιμετώπισε εκεί, ήταν σοβαρότατες και η αντίσταση, που συνάντησε, ήταν η πιο επίμονη μέχρι τότε. Όμως τη σκληρότερη αντίσταση όλης της εκστρατείας την προέβαλαν οι Ινδοί, που ήδη από τα χρόνια του Ηροδότου ήταν γνωστό ότι ήταν «το πολυπληθέστερο έθνος στο γνωστό κόσμο». Η εκστρατεία στην Ινδία διήρκεσε επί 2 χρόνια, από την άνοιξη του 327 έως το καλοκαίρι του 325 π.Χ. και ο Αρριανός αφιέρωσε στην Ινδία περίπου δύο βιβλία από τα συνολικά έξι της Αλεξάνδρου Ανάβασης, καθώς και ένα αναλυτικότερο έβδομο, την Ινδική. Δηλαδή το μισό σχεδόν έργο του είναι αφιερωμένο στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου στη μακρινή και μυστηριώδη Ινδία. Παρά το γεγονός ότι ταξιδιωτικές περιγραφές (όπως του Κτησία από την Κνίδο και του Σκύλακα από τα Καρύανδα) προϋπήρχαν του Αλεξάνδρου, μόνο μετά την εκστρατεία του έχουμε ακριβείς και αναλυτικές περιγραφές για την μακρινή στους Έλληνες Ινδία. Μέχρι τότε ο οποιοσδήποτε μπορούσε να λέει οτιδήποτε χωρίς κανείς να μπορεί να το διαψεύσει κι όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός για τα περί Ινδίας ψέματα, «έχουν επινοηθεί, για να ευχαριστούν τον αναγνώστη κι όχι για να αποτυπώσουν την πραγματικότητα, διότι πιστεύεται ότι όσο παράλογα ψεύδη κι αν ειπωθούν για τους Ινδούς, κανείς δεν θα τα αντικρούσει», ενώ «ο Αλέξανδρος κι οι Μακεδόνες διέψευσαν πολλά απ’ αυτά τα ψέματα εκτός από όσα, κατασκεύασαν οι ίδιοι».
Κάποια από τα χαρακτηριστικότερα μυθεύματα των αρχαίων Ελλήνων για την Ινδία είναι τα ακόλουθα. Το σπέρμα των Ινδών είναι μαύρο, όπως και το δέρμα τους. Η τίγρις έχει μέγεθος ίππου, είναι το ταχύτερο και δυνατότερο ζώο της Ινδίας, μπορεί να πηδήξει στην πλάτη ενός ελέφαντα και να τον πνίξει εύκολα. Σημειώνουμε ότι ο Νέαρχος είχε δει στο στρατόπεδο δέρματα τίγρης, όχι όμως και το ίδιο το ζώο. Μπόρεσε όμως να συνειδητοποιήσει ότι τα ζώα, που μέχρι τότε οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τίγρεις, ήταν απλώς τσακάλια στικτά και μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα. Ένα άλλο θαυμαστό ζώο της Ινδίας ήταν το … μυρμήγκι. Κατά τον Μεγασθένη και τον Ηρόδοτο, τα ινδικά μυρμήγκια ήταν πιο μεγαλόσωμα από τις αλεπούδες, πιό μικρόσωμα από σκύλους, έμοιαζαν με τα κανονικά κυρμήγκια και σκάβοντας τη γη, για να φτιάξουν τις φωλιές τους, έβγαζαν χώμα που ήταν χρυσοφόρο. Τον δε χρυσό των Ινδών τον φύλασσαν γρύπες. Ο Νέαρχος είχε δει στο στρατόπεδο δέρματα ινδικών μυρμηγκιών, αλλά και πάλι όχι τα ίδια τα ζώα. Τα παραπάνω ο Αρριανός δεν τα θεωρεί καθόλου ασφαλείς πληροφορίες, ίσως διότι γνώριζε πώς ήταν ο ιπποπόταμος, και τα αναφέρει απλώς για να μην του καταλογισθεί άγνοια της βιβλιογραφίας. Για τα διαβόητα ινδικά σκυλιά ο Διόδωρος και ο Κούρτιος παραδίδουν μερικά εκπληκτικά πράγματα. Λέει λοιπόν ο Διόδωρος ότι ο Ινδός βασιλιάς Σωπείθης προσέφερε στον Αλέξανδρο 150 ινδικά σκυλιά. Αυτά λεγόταν ότι προέρχονταν από διασταύρωση με τίγρη και, για να επιδείξουν τις εκπληκτικές ικανότητές τους, οι Ινδοί έβαλαν σε έναν περιφραγμένο χώρο ένα ενήλικο λιοντάρι και 4 από τα χειρότερα σκυλιά. Αφού τα σκυλιά σκότωσαν το λιοντάρι, ο εκπαιδευτής τους έπιασε το ένα και άρχισε να του κόβει σιγά-σιγά το πόδι. Το σκυλί ήταν τόσο υπάκουο, ώστε υπέμεινε το μαρτύριο με σφιγμένα δόντια, χωρίς να φωνάξει ή να κλάψει, μέχρι που πέθανε από την αιμορραγία. Ο Κούρτιος αναφέρει (χωρίς να το πιστεύει) ότι τα 4 σκυλιά όρμησαν στο τεραστίων διαστάσεων λιοντάρι και το ακινητοποίησαν. Για να επιδείξουν στον Αλέξανδρο την αποφασιστικότητα των σκυλιών, ένας Ινδός άρχισε να κόβει το πόδι του ενός σκυλιού, που δεν αντέδρασε καθόλου. Μετά άρχισε να κόβει κι άλλο μέρος του σώματός του, και πάλι χωρίς να αντιδράσει το σκυλί. Τελικά άρχισε να το καρφώνει με το μαχαίρι σ΄ όλο του το σώμα, ώσπου το σκυλί ξεψύχησε χωρίς να αφήσει καθόλου το λιοντάρι.
Με την κατάκτηση της Ινδίας ο επιστημονικός κόσμος των αρχαίων Ελλήνων πλούτισε τις γνώσεις του σε τέτοια έκταση, της οποίας ισοδύναμο μόνο στην περίοδο των Μεγάλων Ανακαλύψεων του 15ου μ.Χ. αιώνα μπορούμε να εντοπίσουμε. Οι Μακεδόνες διαπίστωσαν από πρώτο χέρι ότι οι Ινδοί ήταν οι πιο μεγαλόσωμοι Ασιάτες και μερικοί έφταναν σε ύψος τις 5 πήχεις (2,31 μ). Ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές της Ασίας και μόνο οι Αιθίοπες ήταν πιο μελαψοί από αυτούς. Συγκεκριμένα οι νότιοι Ινδοί έμοιαζαν με τους Αιθίοπες, ήταν σκουρόχρωμοι, με μαύρα μαλλιά, αλλά δεν είχαν πλακουτσωτές μύτες ή σγουρά μαλλιά. Οι βόρειοι Ινδοί έμοιαζαν με τους Αιγυπτίους. Πάνω απ’ όλα είχαν πολύ διαφορετική νοοτροπία από τους άλλους ασιατικούς λαούς, που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος. Ήταν χωρισμένοι σε μεγάλο αριθμό εθνών και κρατών χωρίς κάποιο σατράπη ή Ηγεμόνα, αλλά και αποφασισμένοι να περιορίσουν τον Αλέξανδρο, εκεί που είχαν περιορίσει και τους Πέρσες, δηλαδή στην Πενταποταμία. Ήταν πολύ πιο πολεμικοί, πολύ πιο εύρωστοι από τους άλλους Ασιάτες και δεν είχαν ενδοιασμούς σαν του Αρσίτη. Πυρπολούσαν τις πόλεις τους, για να μη βρει εφόδια ο Αλέξανδρος, και εγκατέλειπαν τους τόπους διαμονής τους, για να μη μπορέσει να τους εκμεταλλευτεί ελλείψει ανθρωπίνου δυναμικού. Αντιστέκονταν σκληρά στις πολιορκίες, έδιναν πεισματικές οδομαχίες μέχρι τέλους και σε μερικές περιπτώσεις, προκειμένου να υποδουλωθούν, δεν δίστασαν να αυτοπυρποληθούν μέσα στις πόλεις τους μαζί με τις οικογένειές τους. Ένας άλλος μεγάλος πονοκέφαλος για τον Αλέξανδρο ήταν οι Ινδοί μισθοφόροι, που περιφέρονταν από τη μία πόλη στην άλλη και ενίσχυαν την άμυνα των κατοίκων, δυσκολεύοντάς τον να τους υποτάξει. Σημειωτέον ότι οι Ινδοί μισθοφόροι είχαν πολύ ισχυρό πατριωτικό αίσθημα και δεν πολεμούσαν εναντίον των ομοφύλων τους υπέρ των εισβολέων, σε αντίθεση με τους Έλληνες μισθοφόρους, που τους διέκρινε επαγγελματισμός και όχι πατριωτισμός. Έτσι οι Ινδοί μισθοφόροι δεν εντάχθηκαν μαζικά στις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, σε αντίθεση ακόμη και προς τους Πέρσες. Επίσης οι Βραχμάνες διέτρεχαν όλη τη χώρα, ξεσήκωναν τους κατοίκους εναντίον των αλλοφύλων εισβολέων και αναθεμάτιζαν τους ηγεμόνες, που συνεργάζονταν. Η πεισματική αντίσταση των Ινδών υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να χρησιμοποιήσει εξαιρετικά σκληρές μεθόδους, για να τους υποτάξει. Σε κάθε περίπτωση εκτελούσε τους Βραχμάνες υποκινητές, εξόντωνε τους ανθιστάμενους και τους μισθοφόρους χωρίς να εξαιρεί αμάχους και ασθενείς. Αντίθετα όσους Ινδούς ηγεμόνες παραδίνονταν, τους δεχόταν με μεγαλύτερες τιμές απ’ όλους τους άλλους προηγουμένως.
Πριν ξεκινήσει για την Ινδία, ο Αλέξανδρος διέταξε να πυρποληθούν οι άμαξες με τα λάφυρα, τόσο οι δικές του και των εταίρων, όσο και των απλών Μακεδόνων, διότι η στρατιά είχε γίνει δυσκίνητη από τη μεγάλη ποσότητα λαφύρων που μετέφεραν τα σκευοφόρα. Η πράξη αυτή λέγεται ότι δεν προκάλεσε την αντίδραση, αλλά τον ενθουσιασμό των Μακεδόνων, που στο τέλος πυρπολούσαν μόνοι τους τα σκευοφόρα τους. Αυτό το περιστατικό αναφέρεται από ορισμένους αρχαίους συγγραφείς και γίνεται δεκτό από αρκετούς νεότερους, ωστόσο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Το προφανές αντεπιχείρημα είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων αποκτήθηκε στην Περσέπολη και στα 3 χρόνια, που είχαν περάσει από τότε, η στρατιά διήνυσε αμέτρητα χιλιόμετρα σε εχθρικά εδάφη καταδιώκοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο εχθρό, υπομένοντας βαρυχειμωνιές, καύσωνες, στερήσεις και κάθε είδους κακουχίες, χωρίς να προβληματιστεί από τον αριθμό ή το φορτίο των σκευοφόρων. Η Ινδία δεν ήταν πιο δύσβατη από τα εδάφη, που είχαν κατακτήσει ως τότε, οι Ινδοί δεν είχαν περισσότερο ή καλύτερο τακτικό στρατό από τους Πέρσες (αν και εθεωρούντο ως το πολυπληθέστερο έθνος στον κόσμο) και οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ινδία δεν ήταν δυσμενέστερες από εκείνες της Κεντρικής Ασίας. Θα ήταν λοιπόν λογικότερο η πυρπόληση των σκευοφόρων να είχε γίνει, όταν ο Αλέξανδρος έμπαινε στην Κεντρική Ασία, όπου χρειάσθηκε να κινηθεί με εκπληκτικές ταχύτητες, και όχι στην Ινδία. Φαίνεται λοιπόν λογικότερη η εκδοχή του Κούρτιου, που τοποθετεί την πυρπόληση των αμαξών, στη Σουσία κατά την καταδίωξη του Βήσσου. Αλλά ακόμη και αυτό αποτελεί παραλογισμό, διότι εμφανίζει τον Αλέξανδρο ως ανακόλουθο. Αφού διέταξε την επαίσχυντη και εν πολλοίς δυσεξήγητη λεηλασία της Περσέπολης, φέρεται να διατάσσει εν συνεχεία την καταστροφή ακριβώς αυτών των λαφύρων, των πιο πολύτιμων όλης της εκστρατείας.
Αν πράγματι συνέβη αυτό, με ποια λογική και ποιο σκεπτικό θα μπορούσε να προκαλέσει τον καταγραφόμενο ενθουσιασμό στους στρατιώτες του; Όσο νωρίτερα ή όσο αργότερα στο χρόνο κι αν τοποθετήσουμε του θρυλούμενο αυτό περιστατικό, το βέβαιο είναι ότι μόνο αντιδράσεις θα προκαλούσε και όχι ενθουσιασμό. Αν δεχθούμε την εκδοχή του Κούρτιου, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Αλέξανδρος αγωνίσθηκε να πείσει την εκκλησία των Μακεδόνων ότι η εκστρατεία δεν τελείωσε με το θάνατο του Δαρείου. Αφού λοιπόν τους υποσχέθηκε κάθε είδους ηθικές και υλικές απολαβές, πώς είναι δυνατόν λίγους μήνες αργότερα να διέταξε την πυρπόληση όλων των υλικών ανταμοιβών, που είχαν συγκεντρώσει ως εκείνη τη στιγμή; Αν δεχθούμε την εκδοχή του Πλούταρχου, πρέπει να θυμόμαστε ότι είχαν προηγηθεί πολλά και σοβαρά γεγονότα (η εκτέλεση του Φιλώτα, η δολοφονία του Παρμενίωνα, η προσκύνηση, ο φόνος του Κλείτου, η δίκη και εκτέλεση των παίδων, η εκτέλεση του Καλλισθένη), συνεπώς οι σχέσεις Αλεξάνδρου και Μακεδόνων θα ήταν πιο τεταμένες και πιο απρόθυμοι οι τελευταίοι να χάσουν για χάρη του τα «ατομικά τους είδη». Οποτεδήποτε λοιπόν κι αν συνέβαινε η πυρπόληση των σκευοφόρων, οι Μακεδόνες δεν θα χαιρόντουσαν καθόλου.
Έπειτα υπάρχει και το ερώτημα, γιατί να υπήρχαν τόσα πολλά λάφυρα. Αν εξαιρέσουμε κάποια αντικείμενα, που οι στρατιώτες ίσως είχαν αποκτήσει πολύ πρόσφατα ή τα κράτησαν ως εφεδρικό οπλισμό, όλα τα άλλα θα έπρεπε να είχαν πωληθεί προ πολλού. Αυτό είναι το αυτονόητο, διότι οι μισθοφορούμενοι στρατιώτες διακινδύνευαν τη ζωή τους για τα πλούτη, δεν ήταν ούτε ρακοσυλλέκτες ούτε συλλέκτες έργων τέχνης και τα λάφυρα από την αρχή της εκστρατείας ως την υποτιθέμενη πυρπόληση των σκευοφόρων, οπωσδήποτε θα τα είχαν μετατρέψει σε χρήμα. Ο παραλογισμός της πυρπόλησης αναδεικνύεται σ’ όλο του το μέγεθος, αν συνεκτιμήσουμε τα χρέη που είχαν δημιουργήσει οι Μακεδόνες. Τότε γίνεται αδύνατο να εξηγήσουμε γιατί οι χρεωμένοι στρατιώτες δεν ρευστοποίησαν τα λάφυρα, ώστε να εξαλείψουν ή να μειώσουν τα χρέη τους, τα οποία αργότερα κάλυψε ο Αλέξανδρος.
Επιχειρηματολογείται ότι και ο Ξενοφών έκαψε τα σκευοφόρα, όταν κατευθυνόταν με τους Μυρίους προς τα βουνά της Αρμενίας. Παραλείπεται όμως μία σημαντική λεπτομέρεια. Ο Ξενοφών υποχωρούσε καταδιωκόμενος και μαχόμενος κατά των κυβερνητικών στρατευμάτων της κοσμοκράτειρας Περσίας. Για τον Ξενοφώντα, όπως σε αρκετά σημεία δηλώνει ο ίδιος χωρίς περιστροφές, το μοναδικό ζητούμενο ήταν η σωτηρία των Μυρίων. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες χρειάζονταν μόνο όπλα και τρόφιμα, όχι λάφυρα και σκευοφόρα. Πράγματι, όταν έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο, έξω από την περσική επικράτεια, είχαν χάσει τα πάντα και μόνο με τις λεηλασίες μπόρεσαν να κρατηθούν στη ζωή. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος προέλαυνε νικηφόρα και είχε την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Οποτεδήποτε λοιπόν κι αν τοποθετήσει κανείς την πυρπόληση των αμαξών, υπήρχε χρόνος να πωληθούν τα λάφυρα, πριν από την έναρξη εκείνης της φάσης των επιχειρήσεων, που θα απαιτούσε ταχεία κίνηση. Είναι λοιπόν πέρα από κάθε λογική να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν συνέστησε ή δεν διέταξε έγκαιρα τους στρατιώτες του να πουλήσουν τα λάφυρά τους, αλλά προτίμησε να τους τα πυρπολήσει. Όσο για το αν ήταν εφικτή η πώληση των λαφύρων τόσο βαθειά στην Ασία, αρκεί μόνο να προσέξουμε ότι οι συνακολουθούντες Φοίνικες έμποροι συγκέντρωναν εμπορεύματα ακόμη και μέσα στην έρημο της Γεδρωσίας. Όσα τυχόν λάφυρα είχαν επιλέξει να κρατήσουν οι στρατιώτες, ελάχιστα θα επιβάρυναν την οικοσκευή, την οποία ως μισθοφόροι ούτως ή άλλως έπαιρναν μαζί τους. Δεν προκύπτει δηλαδή αυξημένος αριθμός σκευοφόρων και ανάγκη μείωσής του.
Εν ολίγοις το περιστατικό της πυρπόλησης των σκευοφόρων με τα λάφυρα δεν πείθει ότι είναι πραγματικό. Περισσότερο φαίνεται να είναι δημιούργημα της φαντασίας κάποιων ιστορικών και ιστοριογράφων, στους οποίους δεν αρκούσε η ούτω ή άλλως εξαιρετική φυσιογνωμία του Αλεξάνδρου και η μοναδικότητα της στρατιωτικής επιτυχίας του, αλλά ήθελαν να μας πείσουν ότι ήταν απόλυτα αποδεκτός από τους στρατιώτες του και ότι οι αντιδράσεις, που είχε ξεσηκώσει στη στρατιά του ο Μέγας Βασιλεύς Αλέξανδρος, ήταν αμελητέες.
Εκτός απ’ αυτό, οι δύο σωζόμενοι Ρωμαίοι ιστορικοί λένε ότι ως μέρος της προπαρασκευής για την εισβολή στην Ινδία, ο Αλέξανδρος επαργύρωσε την ιπποσκευή και τα όπλα της στρατιάς, την οποία εφεξής αποκαλούσε αργυράσπιδες. Μάλιστα ο Κούρτιος βάζει τον Αλέξανδρο να λέει στην αγόρευσή του κατά των παίδων ότι επικάλυψε τα όπλα με χρυσό και ασήμι, για να μην νομίσουν οι Ινδοί ότι εισέβαλλε στη χώρα τους για το χρυσάφι, αλλά επειδή ήθελε να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα οι αργυράσπιδες δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου.
Άσπιοι, Γουραίοι, Ασπάσιοι, Ασσακηνοί, Αστακηνοί και Νυσαίοι
(Αρριανός Δ.25, 27, Ε.1, Ινδική 1, 4, 5, 7, Πλούταρχος, Αλέξανδρος 59.6, 66.5, Διόδωρος ΙΖ.β.λγ, ΙΖ.84, Κούρτιος 8.5.4, 10.7-18, 10.35-36, Ιουστίνος 12.7.6-9, Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Γ.δ.11, Γ.ε.1, Γ.ε.5)
Προς το τέλος της άνοιξης του 327 ο Αλέξανδρος είχε αποφύγει απόπειρα δολοφονίας, είχε τιμωρήσει τους συνωμότες και είχε βγάλει από τη μέση τον σημαντικότερο πολέμιο της προσκύνησης, τον Καλλισθένη. Άφησε στα Βάκτρα τον Αμύντα με 3.500 ιππείς και 10.000 πεζούς κι εκείνος επικεφαλής της υπόλοιπης δύναμης ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδίας. Σύμφωνα με τον Κούρτιο διέθετε 120.000 άντρες και σύμφωνα με τον Πλούταρχο 120.000 πεζούς και 15.000 ιππείς.
Γνωρίζουμε μόνο ότι χρειάστηκε 10 ημέρες, για να περάσει τον Ινδικό Καύκασο (ή Παροπάμισο, σήμερα Χιντού Κούς), συνεπώς και γι’ αυτό το δρομολόγιο μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, καθώς δεν προκύπτει από τις αρχαίες πηγές αν χρησιμοποίησε μία ή δύο διαβάσεις. Αν είχε επιλέξει μία μόνο διάβαση αυτή θα πρέπει να ήταν η Σαλάνγκ σε ύψος 3.500 μ, διότι μόνο αυτή εξυπηρετεί την ταχεία κίνηση ενός μεγάλου στρατεύματος και γνωρίζουμε ότι από αυτήν πέρασε και ο Ταμερλάνος αρκετούς αιώνες αργότερα. Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει όλη την Βακτρία και, αν χρησιμοποιούσε δύο διαβάσεις, θα μείωνε στο μισό τον χρόνο διέλευσης. Οι πλησιέστερες στα Βάκτρα διαβάσεις είναι οι Μπάμιαν και η Σαλάνγκ και δεν είναι καθόλου παράλογο να χρησιμοποίησε και τις δύο.
Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια των Παροπαμισάδων απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον διοικητή που είχε ορίσει στην περιοχή, διότι έκρινε ότι δεν είχε διοικήσει σωστά. Εποίκισε στην πόλη κι άλλους ντόπιους από την ύπαιθρο καθώς και απόμαχους στρατιώτες. Όρισε νέο διοικητή τον εταίρο Νικάνορα και σατράπη όλης της περιοχής μέχρι τον ποταμό Κωφήνα (Καμπούλ), τον Τυριέσπη. Πήγε στην πόλη Νίκαια, θυσίασε στην Αθηνά και προέλασε προς τον Κωφήνα. Ανάμεσα στους ποταμούς Κωφήνα και Ινδό κατοικούσαν οι Ασσακηνοί και οι Αστακηνοί. Ήταν κι αυτά ινδικά έθνη, αλλά διαφορετικά από εκείνα της ανατολικής όχθης του Ινδού. Ήταν πιο μικρόσωμοι, λιγότερο μελαψοί και λιγότερο γενναίοι. Υποτάσσονταν πάντοτε στις ισχυρές αυτοκρατορίες της Ασίας, πρώτα των Ασσυρίων, μετά των Μήδων και τέλος των Περσών, των οποίων ήταν φόρου υποτελείς. Οι Αστακηνοί πρέπει να υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση, διότι εκτός από την ύπαρξή τους δεν πληροφορούμαστε τίποτα άλλο. Αντίθετα οι Ασσακηνοί επρόκειτο να προβάλουν πολύ αξιόλογη αντίσταση.
Πριν αρχίσει την προέλαση, ο Αλέξανδρος είχε στείλει αγγελιαφόρους στον Ταξίλη και σ’ όλους τους Ινδούς ηγεμόνες της δυτικής όχθης του Ινδού, της Γανδάρας των Ινδών, διατάσσοντάς τους να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. Κάποιοι απ’ αυτούς έσπευσαν να τον συναντήσουν, του προσέφεραν την υποταγή τους, τα καλύτερα δώρα σύμφωνα με την εθιμοτυπία τους και δέχθηκαν να του παραδώσουν τους πολεμικούς τους ελέφαντες, κάπου 25 συνολικά. Μετά χώρισε τη στρατιά σε δύο τμήματα και προέλασε εναντίον των Ασσακηνών, που αρνήθηκαν να παραδοθούν. Οι Ασσακηνοί (Ασβάκα ή Ασσάκα) είχαν δύο μεγάλες πόλεις, τα Μάσσαγα, που ήταν η ισχυρότερη του έθνους τους, και την Πευκαλαΐτιδα κοντά στη συμβολή του Κωφήνα με τον Ινδό. Ο Περδίκκας με τις τάξεις πεζών των Γοργία, Κλείτου και Μελέαγρου και ο Ηφαιστίων με τους μισούς εταίρους και όλους τους μισθοφόρους ιππείς, ακολουθούμενοι από τον Ταξίλη και τους άλλους Ινδούς διοικητές, προέλασαν προς την περιοχή της Πευκελαώτιδας (πρωτεύουσά της ήταν η πόλη Πευκαλαΐτις), μάλλον μέσω της διάβασης Καϋμπέρ. Είχαν διαταγές να καταλάβουν όλη την περιοχή είτε με τη βία είτε με συνθηκολόγηση και μόλις φτάσουν στον Ινδό, να προετοιμάσουν τη διάβασή του. Ο Άστις, ο διοικητής της Πευκελαώτιδας αντιστάθηκε και οχυρώθηκε σε κάποια πόλη. Ο Ηφαιστίων την πολιόρκησε, την κατέλαβε μετά από 30 ημέρες, την κατέστρεψε και εκτέλεσε τον Άστι. Μετά ανέθεσε τη διοίκησή της στον Σαγγαίο, έναν Ινδό που είχε διαφύγει από τον Άστι στον Ταξίλη. Αυτό θεωρήθηκε ότι προεξοφλούσε την πίστη του και προς τον Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος με τους άλλους μισούς εταίρους, τις τάξεις των πεζεταίρων, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τους ιππακοντιστές, προέλασε κατά των άλλων ινδικών εθνών, που επίσης αρνήθηκαν να παραδοθούν. Μπήκε στη χώρα των Ασπίων και προχώρησε κατά μήκος του ποταμού Χόη (Αλιγκάρ) σε ένα δύσβατο ορεινό δρομολόγιο και πέρασε με δυσκολία τον ποταμό. Διέταξε τους πεζούς να ακολουθούν με κανονική ταχύτητα κι εκείνος πήρε όλους τους ιππείς και 800 Μακεδόνες πεζούς, τους οποίους διέταξε να ιππεύσουν όπως ήταν, με τον οπλισμό του πεζού. Ο πεζός είναι ο αναντικατάστατος και απολύτως αναγκαίος στρατιώτης σε κάθε μάχη, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο σημαντικότερος περιορισμός στην αξία του ανέκαθεν υπήρξε η μικρή ταχύτητα κίνησής του και ανέκαθεν καταβάλλονταν προσπάθειες να αυξηθεί. Στα δύσβατα εδάφη της περιοχής εκείνης δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμαξες για τη μεταφορά των οπλιτών στο πεδίο της μάχης, όπως έκαναν οι Έλληνες της Κυρηναϊκής, κι έτσι ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε την μέθοδο της μυκηναϊκής εποχής για την ταχύτερη και πιο ξεκούραστη μεταφορά των οπλιτών. Τους έβαλε να ιππεύσουν με πλήρη εξάρτηση μάχης, ώστε να μπορεί να παρατάξει και πεζούς δίπλα στους ιππείς του. Αυτοί οι έφιπποι πεζοί, όπως περιγράφονται από τον Αρριανό δεν έχουν καμία σχέση με τους διμάχους του Κούρτιου.
Προέλασε βιαστικά, διότι πληροφορήθηκε ότι οι Άσπιοι κατέφυγαν στα βουνά και στις πόλεις, που ήταν κατάλληλες για άμυνα. Στην πρώτη πόλη, που έφτασε, επιτέθηκε αμέσως και έκλεισε τους υπερασπιστές στα τείχη. Οι Μακεδόνες στρατοπέδευσαν απέναντι από το ασθενέστερο σημείο του διπλού τείχους και τα χαράματα της επομένης επιτέθηκαν. Το πρώτο τείχος ήταν κακοχτισμένο και το πέρασαν εύκολα, αλλά ούτε και το δεύτερο τους κράτησε πολύ. Μόλις τοποθέτησαν τις κλίμακες και τα πυκνά βέλη άρχισαν να θερίζουν τους υπερασπιστές, οι Άσπιοι άνοιξαν τις πύλες και οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατέφυγαν στα κοντινά βουνά. Κατά την πολιορκία ο Αλέξανδρος τραυματίσθηκε ελαφρά στον ώμο από βέλος, που τρύπησε τον θώρακά του, ενώ μεταξύ των άλλων επωνύμων, που τραυματίσθηκαν εκεί ήταν ο Πτολεμαίος και ο Λεοννάτος. Οι Μακεδόνες εξοργισμένοι από τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου, κατέσφαξαν όσους Άσπιους, έπεσαν στα χέρια τους και κατέστρεψαν την πόλη. Εδώ παρατηρούμε ότι στην ταχεία προέλαση καταγράφεται ότι ο Αλέξανδρος είχε μαζί του ιππείς και έφιππους πεζούς. Οι τοξότες ακολουθούσαν με το υπόλοιπο τμήμα, ενώ δεν αναφέρονται ιπποτοξότες, οι οποίοι ωστόσο αναφέρονται σε επόμενη φάση. Η ύπαρξη πολλών τοξοτών κατά την πολιορκία σημαίνει ότι ο Αλέξανδρος, είτε προηγήθηκε μεν της υπόλοιπης δύναμης αλλά άρχισε την πολιορκία με την άφιξή της, είτε είχε πάρει και ιπποτοξότες μαζί του αν και δεν αναφέρονται.
Μετά προέλασε προς μία άλλη πόλη, τα Άνδακα, που συνθηκολόγησε. Εκεί έμεινε ο Κρατερός επικεφαλής του πεζικού, με διαταγές να υποτάξει, όσες πόλεις δεν θα συνθηκολογούσαν, και να διευθετήσει την κατάσταση στην περιοχή, όσο καλύτερα μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Ο Αλέξανδρος με τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες, τις τάξεις των Κοίνου και Άτταλου, το άγημα των εταίρων, περί τις 4 ιππαρχίες των άλλων εταίρων και τους μισούς ιπποτοξότες προέλασε προς μία παραποτάμια πόλη όπου βρισκόταν ο διοικητής των Ασπασίων (Ασπζάι=φυλή του ίππου). Έφτασε τη δεύτερη μέρα, αλλά οι κάτοικοί της την είχαν πυρπολήσει και έφευγαν προς τα βουνά. Οι Μακεδόνες τους καταδίωξαν, όσο τους επέτρεπε το έδαφος, και σκότωσαν πολλούς. Ο Πτολεμαίος είδε τον Ασπάσιο διοικητή να αναβαίνει σε ένα γήλοφο και του επιτέθηκε, αν και οι υπασπιστές, που είχε, ήταν λιγότεροι από τους Ινδούς. Χρειάστηκε να αφιππεύσει και να συνεχίσει πεζός την καταδίωξη. Ο Ασπάσιος διοικητής βλέποντας τον Πτολεμαίο, στράφηκε εναντίον του και τον χτύπησε στο στήθος με το μακρύ του δόρυ, αλλά το πλήγμα εξουδετερώθηκε από τον θώρακα. Ο Πτολεμαίος τον χτύπησε στο μηρό, τον σκότωσε και άρχισε να τον σκυλεύει. Οι περί τον Ασπάσιο διοικητή το έβαλαν στα πόδια, αλλά οι υπόλοιποι βλέποντας τον νεκρό αρχηγό τους να σκυλεύεται και να μεταφέρεται, επιτέθηκαν οργισμένοι. Στο σημείο εκείνο έγινε εξαιρετικά σκληρή μάχη και οι Μακεδόνες με μεγάλη δυσκολία απώθησαν τους Ασπάσιους, παρ’ ότι είχε φτάσει και ο Αλέξανδρος με τους έφιππους πεζούς.
Στη συνέχεια πέρασαν το βουνό και κατέβηκαν σε μία πόλη στην άλλη πλευρά, το Αριγαίο. Και αυτήν την είχαν πυρπολήσει και εγκαταλείψει οι κάτοικοί της. Εκεί έφτασε και ο Κρατερός, που είχε εκτελέσει την αποστολή του. Η πόλη φαινόταν χτισμένη σε στρατηγική τοποθεσία και ο Αλέξανδρος διέταξε τον Κρατερό να την τειχίσει και να την εποικίσει με ντόπιους και απόμαχους. Εκείνος συνέχισε την καταδίωξη των Ασπασίων, που διέφευγαν αρνούμενοι να παραδοθούν. Έφτασε σε κάποιο βουνό και στρατοπέδευσε στους πρόποδες. Έστειλε για συλλογή τροφίμων τον Πτολεμαίο, ο οποίος πλησίασε τους Ασπάσιους και μήνυσε στον Αλέξανδρο ότι έβλεπε περισσότερες φωτιές απ’ όσες από το στρατόπεδο. Ο Αλέξανδρος αντιλαμβανόμενος ότι ένα μέρος των Ινδών είχε πλησιάσει τις θέσεις τους, άφησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στο στρατόπεδο και, όταν πλησίασαν οι φωτιές, έστειλε εναντίον τους τρία τμήματα. Στο πρώτο τοποθέτησε τις τάξεις των Άτταλου και Βάλακρου υπό τον σωματοφύλακα Λεοννάτο. Στο δεύτερο τοποθέτησε το ένα τρίτο των βασιλικών υπασπιστών, τις τάξεις των Φιλίππου και Φιλώτα, δύο χιλιαρχίες τοξοτών, τους Αγριάνες και τους μισούς ιππείς υπό τον Πτολεμαίο του Λάγου. Ο Αλέξανδρος επικεφαλής του τρίτου τμήματος επιτέθηκε εκεί, που έδειχναν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι Ασπάσιοι. Εκείνοι βασιζόμενοι στην αριθμητική υπεροχή τους, εγκατέλειψαν τις ισχυρές τους θέσεις, κατέβηκαν στην πεδιάδα και έδωσαν σκληρή μάχη, αλλά νικήθηκαν εύκολα. Ο Πτολεμαίος προσέβαλε με τις δυνάμεις του ένα γήλοφο, που είχαν καταλάβει οι Ασπάσιοι, και άφησε χώρο για να διαφύγουν. Κι αυτή η μάχη ήταν πολύ σκληρή, αλλά τελικά νίκησαν οι Μακεδόνες και οι Ασπάσιοι διέφυγαν από τη διέξοδο, που είχε αφήσει ο Πτολεμαίος. Νικηφόρα ήταν και η μάχη, που έδωσε το τμήμα του Λεοννάτου. Τελικά, αιχμαλωτίσθηκαν περί τους 40.000 άντρες και 230.000 βόδια. Αυτά ήταν τόσο διαφορετικά σε μέγεθος και ομορφιά από τα γνωστά, ώστε ο Αλέξανδρος διάλεξε τα καλύτερα απ’ αυτά, για να τα στείλει στη Μακεδονία, να δουλέψουν τη γη.
Σε κάποιο σημείο βορείως του Κωφήνα και δυτικά του Ινδού υπήρχε μία διαφορετική πόλη, η Νύσα. Όταν πλησίαζε ο Αλέξανδρος, οι κάτοικοί της του έστειλαν τον Άκουφη, έναν από τους ισχυρότερους άντρες της, επικεφαλής 30μελούς αντιπροσωπείας. Του ζήτησαν να αφήσει την πόλη τους ελεύθερη για χάρη του θεού Διονύσου, ο οποίος είχε χτίσει τη Νύσα για τους απόμαχους στρατιώτες του, όταν τερμάτισε την εκστρατεία του κατά των Ινδών κι επέστρεφε στην ελληνική θάλασσα (Αιγαίο Πέλαγος). Της έδωσε το όνομα της τροφού του, Νύσας, και το γειτονικό βουνό το ονόμασε Μηρό, επειδή κατά την παράδοση ο Διόνυσος κυοφορήθηκε στον μηρό του Δία. Οι Νυσαίοι ως απόδειξη ότι την πόλη έχτισε πράγματι ο Διόνυσος, έφεραν την ύπαρξη κισσού στην περιοχή τους, ενώ δεν φύτρωνε σε κανένα άλλο μέρος της Ινδίας, το ότι πήγαιναν στη μάχη υπό τον ήχο των τυμπάνων και των κυμβάλων και ότι η ἐσθής (τα ρούχα) τους ήταν κατάστικτη, όπως των ακολούθων του Διονύσου. Ισχυρίζονταν ακόμη ο Διόνυσος τους δίδαξε ένα χορό, που ήταν ίδιος με τον ελληνικό κόρδακα. Απέδιδαν με τόση άνεση την καταγωγή τους στους Έλληνες της ακολουθίας του Διονύσου, διότι, όπως καταγράφει με σαφήνεια ο Αρριανός, οι Νυσαίοι δεν ήταν Ινδοί (δηλαδή μελαψοί) και θα μπορούσαν να είναι πράγματι απόγονοι των Ελλήνων, που ακολούθησαν τον Διόνυσο στην εκστρατεία του. Το περιστατικό αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον, διότι στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Νύσας ζουν σήμερα οι Καλάς, που ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των στρατιωτών του Αλεξάνδρου.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν είχε την αυστηρή δογματική τυποποίηση του Χριστιανισμού και γι’ αυτό υπήρχαν πολλές παραλλαγές στον ίδιο μύθο. Σύμφωνα μ’ έναν απ’ αυτούς, ο Διόνυσος έφτασε ως την Αιθιοπία, όπου πολέμησε και νίκησε τον βασιλιά τους Θηριάδα. Μετά πήγε στην Ινδία. Όταν ο βασιλιάς των Ινδών Μύρρανος έμαθε ότι ο Διόνυσος και η ακολουθία του ήταν διαρκώς μεθυσμένοι, αποφάσισε να τον αγνοήσει. Μόλις όμως έμαθε ότι ο Διόνυσος πυρπολούσε τις πόλεις και την ύπαιθρο, πήγε να τον αντιμετωπίσει. Ο Διόνυσος οργίσθηκε με την ασέβεια του Ινδού βασιλιά και παρατάχθηκε για μάχη, μένοντας στο κέντρο, στο αριστερό κέρας πήγε ο Πάν και στο δεξί ο Σειληνός, που από το μεθύσι μετά βίας κρατιόταν πάνω στο γάιδαρο του. Με το πρόσταγμα του Διονύσου τα κύμβαλα της συνοδείας μετατράπηκαν σε ασπίδες, ενώ οι Βάκχες και οι Σάτυροι της συνοδείας όρμησαν στους έκπληκτους Ινδούς. Οι ελέφαντες των Ινδών κινήθηκαν κατά του Διονύσου, αλλά ο γάιδαρος του Σειληνού έβγαλε μία δυνατή κραυγή, οι Ινδοί τράπηκαν σε φυγή και ο Μύρρανος συνελήφθη. Μετά από λίγο ο Διόνυσος είχε υποτάξει όλη την Ασία και είχε επιβάλει τη λατρεία του. Τα ίδια περίπου, αλλά με λιγότερες λεπτομέρειες λέει κι ο Απολλόδωρος.
Ο μύθος αυτός είναι τόσο ασύνδετος και ασυνάρτητος, ώστε ο Αρριανός υποχρεώθηκε να κάνει το εξής καυστικό σχόλιο: «Την Νύσσα είχε κτίσει ο Διόνυσος, όταν εκστράτευσε κατά των Ινδών, χωρίς να ξέρουμε ποιος Διόνυσος, πότε και από πού εκστράτευσε κατά των Ινδών. Εγώ πάλι δεν μπορώ να πιστέψω πως είτε ο Θηβαίος Διόνυσος ξεκινώντας από τη Θήβα, είτε ο Λυδός Διόνυσος ξεκινώντας από τον Τμώλο, πήγε με στρατό στις Ινδίες και ενώ πέρασε από τόσα αξιόμαχα και άγνωστα στους Έλληνες έθνη, πολέμησε μόνο με τους Ινδούς». Πράγματι, οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι κατασκευάζονταν συνήθως για να ερμηνεύσουν κάποιο φαινόμενο, για να δημιουργήσουν ιστορικό υπόβαθρο ή για να χρησιμοποιηθούν ως τεκμηρίωση ευγενούς ή ανώτερης καταγωγής. Αντίθετα, ο μύθος για την εκστρατεία του Διονύσου κατά των Ινδών θυμίζει κακό σενάριο για κινούμενα σχέδια και φαίνεται σαν να μην κατασκευάστηκε από τους συνήθεις μυθοπλάστες. Περισσότερο φαίνεται σαν να προέκυψε με τη χαλαρή συρραφή διαφόρων ακουσμάτων από κάποιους απαίδευτους περί την μυθοπλασία, που προσπάθησαν εκ των ενόντων να συμβιβάσουν τον ισχυρισμό των Νυσαίων με την ελληνική μυθολογία.
Εκείνο που δεν γνώριζε ο σκεπτικιστής Αρριανός είναι η κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή Ελλήνων και Ινδών. Οι Νυσαίοι στην ουσία ανέφεραν στους Μακεδόνες έναν από τους «Βίους Αγίων» της δικής τους θρησκείας, που είχε κοινές ρίζες με την αρχαία ελληνική, αφού και οι δύο προέρχονταν από την αρχέγονη κοινή ινδοευρωπαϊκή θρησκεία. Κατά την ινδική θεογονία, ο θεός Σόμα κυοφορήθηκε, όπως και ο Διόνυσος, στο μηρό του θεού Ίντρα, αφού αποσπάσθηκε από την κοιλιά της μητέρας του, η οποία είχε κεραυνοβοληθεί, όπως ακριβώς και του Διονύσου. Ο Σόμα ονομαζόταν βίνας (αγαπητός), ενώ σόμα είναι και ο χυμός κάποιου φυτού με τον οποίο οι Ινδοί έκαναν σπονδές, όπως οι Έλληνες με τον οἶνον.
Για τον Αλέξανδρο το θέμα, εφόσον δεν αποτελούσε πρόκληση ή προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων, ήταν κατάλληλο για πολιτική εκμετάλλευση. Αντίθετα προς τον κανόνα, που εφάρμοζε στις περισσότερες περιπτώσεις, άφησε τους Νυσαίους αυτόνομους, διότι η περιοχή τους βρισκόταν από μόνη της μεταξύ του ινδικού και του ελληνικού πολιτισμού και οι Νυσαίοι επικαλούνταν κάποιες κοινές ινδοελληνικές ρίζες. Δηλαδή ο Αλέξανδρος βρήκε σχεδόν έτοιμη μία ελληνοασιατική πόλη, σαν τις Αλεξάνδρειες, που έχτιζε και εποίκιζε. Ίσως κολακεύτηκε με την ιδέα ότι σκόπευε να προελάσει περισσότερο από εκεί, που είχε σταματήσει ένας θεός. Ασφαλώς όμως διέκρινε ένα ακόμη κίνητρο για τη στρατιά του, να χρησιμοποιήσει τον ισχυρισμό των Νυσαίων, για να κεντρίσει το φιλότιμο των στρατιωτών του, ώστε να θελήσουν να ξεπεράσουν τα κατορθώματα ενός θεού εξυπηρετώντας έτσι τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Ζήτησε να του δείξουν τον Μηρό, όπου πράγματι υπήρχε κισσός, δάφνη, άλση και θηράματα κάθε είδους. Οι Μακεδόνες χάρηκαν πολύ, που ξανάβλεπαν κισσό μετά από πάρα πολύ καιρό, και έστησαν εκεί ένα γλέντι προς τιμή του Διονύσου. Μάλιστα κάποιοι επώνυμοι Μακεδόνες καμώθηκαν ότι κατελήφθησαν από θεό και όλοι μαζί εβάκχευσαν. Άραγε ήταν οσφυοκάμπτες, που βρήκαν ευκαιρία να κολακεύσουν τον Αλέξανδρο, ή μήπως αντιδραστικοί, που βρήκαν τρόπο να τον χλευάσουν ευσχήμως;
Ο Αλέξανδρος ζήτησε από τον Άκουφη ως ενίσχυση 300 ιππείς και ως ομήρους 100 από τους 300 πιο σημαντικούς πολίτες. Ο Άκουφης αντέτεινε ότι δεν θα μπορούσε να διοικηθεί σωστά η πόλη χωρίς το 1/3 από τους καλύτερους πολίτες και προσφέρθηκε να δώσει ως ομήρους διπλάσιο αριθμό από τους λιγότερο σημαντικούς. Ο Αλέξανδρος παραιτήθηκε από αυτήν την απαίτηση και ο Άκουφης έστειλε τους 300 ιππείς, ενώ ως ομήρους έστειλε το γιο και τον εγγονό του.
Οι Ασσακηνοί στο μεταξύ είχαν συγκεντρώσει περίπου 2.000 ιππείς, πάνω από 30.000 πεζούς, 30 πολεμικούς ελέφαντες και ετοιμάζονταν για μάχη. Με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου ενώθηκαν τα βαρύτερα οπλισμένα τμήματα και οι πολεμικές μηχανές του Κρατερού, που στο μεταξύ είχε τειχίσει και εποικίσει το Αριγαίο. Ο Αλέξανδρος με το εταιρικό ιππικό, τους ιππακοντιστές, τις τάξεις των Κοίνου και Πολυπέρχοντα, τους 1.000 Αγριάνες και τους τοξότες προηγήθηκε στην προέλαση εναντίον των Ασσακηνών. Πέρασε από τη χώρα των Γουραίων, που πρέπει να υποτάχθηκαν εύκολα, αφού πληροφορούμαστε τη διέλευση χωρίς μάχες ή άλλα σχόλια. Η μόνη δυσκολία φαίνεται ότι ήταν η διάβαση του ποταμού Γουραίου (Παντζκορά), που ήταν βαθύς, ορμητικός και στην κοίτη του υπήρχαν γλιστερές και στρογγυλές πέτρες.
Όταν πλησίασε η στρατιά του Αλεξάνδρου, οι Ασσακηνοί φοβήθηκαν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως με τακτικό στρατό και διέλυσαν το στρατό τους σε μικρότερα τμήματα, για να προστατέψουν τις πόλεις τους. Αυτό ήταν ένα τυπικό σφάλμα όλων των Ινδών, που οδήγησε τους ίδιους σε απεγνωσμένες μάχες και τον Αλέξανδρο σε συνεχείς σφαγές. Αν τα έθνη τους συμμαχούσαν και οργάνωναν από κοινού την άμυνά τους, όπως και τα ελληνικά κατά την εισβολή των Περσών, ίσως κατόρθωναν να ανακόψουν την επέλαση του Αλεξάνδρου σε κάποιο φυσικό κώλυμα. Περιοριζόμενοι στην άμυνα των πόλεών τους, στην ουσία εξέθεταν τις ούτως ή άλλως μικρότερες δυνάμεις τους στην συντριπτική υπεροχή της μακεδονικής στρατιάς και το μόνο που τους έμενε ήταν να πέσουν μαχόμενοι ηρωικά.
Ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε πρώτα προς τη μεγαλύτερη πόλη των Ασσακηνών, τα Μάσσαγα, και την πολιόρκησε. Οι υπερασπιστές της πόλης είχαν ενισχυθεί με 7.000 μισθοφόρους από την πρόσω Ινδία και είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Έκαναν έξοδο και επιτέθηκαν κατά των Μακεδόνων την ώρα, που στρατοπέδευαν έξω από τα τείχη. Ο Αλέξανδρος διέταξε τακτική υποχώρηση, ώστε η μάχη να διεξαχθεί όσο γινόταν πιο μακρυά από την πόλη, διότι ήθελε κατά την υποχώρησή τους οι Ινδοί να έχουν να καλύψουν μεγάλη απόσταση μέχρι τα τείχη. Οι άντρες του Αλεξάνδρου υποχώρησαν λοιπόν προς ένα λόφο περί τα 7 στάδια (κάπου 1,3 χμ) από το σημείο της στρατοπέδευσης, οι Ινδοί νόμισαν ότι τους έτρεψαν σε φυγή και όρμησαν εναντίον τους ασύντακτοι. Μόλις πλησίασαν σε απόσταση βολής, οι Μακεδόνες έκαναν μεταβολή και επιτέθηκαν με ταχύτητα. Πρώτα ενεπλάκησαν τα ελαφρά και ταχυκίνητα τμήματα (οι ιππακοντιστές, οι τοξότες και οι Αγριάνες) ενώ ακολουθούσε η φάλαγγα υπό τον Αλέξανδρο. Οι Ασσακηνοί αιφνιδιάσθηκαν, υποχώρησαν και κλείστηκαν στα τείχη, αφήνοντας πίσω τους περί τους 200 νεκρούς. Κοντά στο τείχος ο Αλέξανδρος τραυματίσθηκε ελαφρά στον αστράγαλο από βέλος.
Την πρώτη μέρα της πολιορκίας οι μηχανές γκρέμισαν ένα μέρος του τείχους, αλλά η σθεναρή αντίσταση των Ασσακηνών εξουδετέρωσε την ορμή των Μακεδόνων. Τη δεύτερη μέρα πλησίασαν στα τείχη έναν πύργο με τοξότες και καταπέλτες και κατόρθωσαν να απωθήσουν αρκετά τους Ασσακηνούς, αλλά δεν κατάφεραν να πατήσουν τα τείχη. Την τρίτη μέρα μέσω ενός πύργου με γέφυρα προσπάθησαν να ανεβούν στα τείχη οι υπασπιστές, που κατέλαβαν την Τύρο, αλλά από το θάρρος και την προθυμία τους συνωστίσθηκαν πολλοί με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η γέφυρα από το βάρος τους. Οι Ασσακηνοί επωφελήθηκαν από την αναστάτωση, που ακολούθησε, έβαλλαν από τα τείχη, έκαναν έξοδο από τις πύλες των μεσοπυργίων και προκάλεσαν απώλειες στους πολιορκητές. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Αλκέτα με την τάξη του, για να απωθήσει τους Ασσακηνούς, να μαζέψει τους τραυματίες και να τους επαναφέρει όλους ασφαλείς στο στρατόπεδο.
Την τέταρτη μέρα πλησίασε στα τείχη άλλη πολιορκητική μηχανή με γέφυρα, έγινε νέα έφοδος, αλλά οι Ασσακηνοί εξακολουθούσαν να αντιστέκονται αποτελεσματικά, ώσπου σκοτώθηκε από καταπελτικό βέλος ο διοικητής της πόλης τους. Χωρίς αρχηγό και έχοντας αποδεκατιστεί από τα τοξεύματα των πολιορκητών, οι Ασσακηνοί αποφάσισαν να παραδοθούν. Η πόλη χωρίς υπερασπιστές πια έπεσε στα χέρια του και ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν η μητέρα και η κόρη του Ασσακάνου. Σε όλη την πολιορκία οι Μακεδόνες έχασαν περίπου 25 άντρες.
Ο Αλέξανδρος θαύμασε τη γενναιότητα των μισθοφόρων και συμφώνησε μαζί τους να ενταχθούν στις δυνάμεις του. Εκείνοι βγήκαν ένοπλοι και στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Μακεδόνες, αλλά κατά τον Αρριανό δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον ομοφύλων τους και είχαν σκοπό να διαφύγουν μέσα στη νύχτα, για να συνεχίσουν αλλού την αντιστασιακή δράση. Ο Αλέξανδρος το έμαθε, τους περικύκλωσε και τους κατέσφαξε. Κατά τον Διόδωρο ο Αλέξανδρος είχε υποσχεθεί στους μισθοφόρους ότι θα αποχωρούσαν ελεύθεροι κι εκείνοι στρατοπέδευσαν περί τα 80 στάδια (15χμ) από τα Μάσσαγα, χωρίς να λάβουν μέτρα ασφαλείας. Τότε ο Αλέξανδρος αθέτησε το λόγο του, επειδή τους μισούσε, και τους επιτέθηκε. Εκείνοι φώναζαν ότι ασεβούσε ενώπιον των θεών, στους οποίους είχε ορκιστεί την ασφαλή αποχώρηση. Ο Αλέξανδρος τους απάντησε ότι τους υποσχέθηκε μεν την ασφαλή αποχώρηση από την πόλη, όχι όμως και την αιώνια φιλία των Μακεδόνων. Οι Ινδοί μισθοφόροι παρατάχθηκαν σε κύκλο προστατεύοντας στο εσωτερικό του τους συνακολουθούντες. Η αριθμητική υπεροχή των Μακεδόνων δεν τους πτόησε καθόλου, αντίθετα πολέμησαν πολύ γενναία και τη θέση όσων έπεφταν την έπαιρναν οι γυναίκες τους, που κι αυτές αγωνίσθηκαν σκληρά. Στη μάχη σκοτώθηκαν όλοι οι μισθοφόροι κι αιχμαλωτίσθηκαν όσοι συνακολουθούντες επέζησαν. Η σχετική αναφορά του Πλούταρχου είναι λακωνική και ίδια με του Διόδωρου.
Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία πόλη που θα κατέστρεφε ο Αλέξανδρος, όπου θα εξόντωνε τους μάχιμους άντρες και θα εξανδραπόδιζε τους άμαχους. Οπωσδήποτε δεν είχε καμία αναστολή να εφαρμόσει τα πολεμικά ήθη της εποχής, ωστόσο τα Μάσσαγα δεν τον προβλημάτισαν όπως η Τύρος ή η Γάζα, γι’ αυτό δεν πείραξε τους ντόπιους υπερασπιστές και άφησε στη θέση της τη βασίλισσα. Ειδοποιός διαφορά αυτής από όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις είναι η εξόντωση αποκλειστικά των μισθοφόρων. Η ερμηνεία του Διόδωρου, ότι δήθεν τους μισούσε, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Είναι παράλογο να δεχθούμε ότι μισούσε τους μισθοφόρους γενικά, διότι το στράτευμά του απασχολούσε πολύ μεγάλο αριθμό κατ’ επάγγελμα μισθοφόρων. Επίσης η τελευταία φορά, που έσφαξε μισθοφόρους «λόγω μίσους» ήταν στην πρώτη μάχη της εκστρατείας, εκείνη του Γρανικού. Εφεξής δεχόταν πάντοτε τη συνθηκολόγησή τους με κορυφαία παραδείγματα την παράδοσή τους στις Κελαινές και στην Υρκανία. Είναι επίσης παράλογο να δεχθούμε ότι μισούσε ειδικά τους Ινδούς μισθοφόρους, διότι μόλις τότε τους αντιμετώπισε για πρώτη φορά, άρα δεν είχε προλάβει να τους μισήσει. Ως λογικότερη ερμηνεία προκύπτει αυτή του Αρριανού, ότι οι Ινδοί μισθοφόροι δεν είχαν σκοπό να πολεμήσουν εναντίον ομοφύλων τους. Επειδή λοιπόν οι Ινδοί σε αντίθεση προς τους Έλληνες μισθοφόρους ήταν πρωτίστως πατριώτες και δευτερευόντως επαγγελματίες, αργά ή γρήγορα ο Αλέξανδρος θα βρισκόταν και πάλι αντιμέτωπος μαζί τους. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο φρόντισε να εξαλείψει με την εξόντωσή τους.
Παραδόξως οι Ρωμαίοι ιστορικοί παραλείπουν την σφαγή των Ινδών μισθοφόρων στα Μάσσαγα και στη θέση της τοποθετούν ένα περιστατικό άγνωστο στους Έλληνες, επιπλέον δε δίνουν το όνομα Κλέοφις στη βασιλομήτορα των Ασσακηνών. Ο Κούρτιος λέει ότι η Κλέοφις παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο συνοδευόμενη από ευγενείς κυρίες και έβαλε το μικρό γιο της στα γόνατά του. Εκείνος συγκινήθηκε και τη διατήρησε στη θέση της, «αν και κάποιοι λένε ότι η ομορφιά της βασίλισσας και όχι ο χαρακτήρας του Αλεξάνδρου την αποκατέστησε στη θέση της». Επίσης αφήνει να πλανάται μία ακόμη υποψία λέγοντας ότι η Κλέοφις γέννησε αργότερα έναν ακόμη γιο, «τον οποίο ονόμασε Αλέξανδρο, όποιος κι αν ήταν ο πατέρας του». Ο Ιουστίνος δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα με την ίδια λεπτότητα και λέει ωμά ότι η βασιλομήτωρ διατήρησε το θρόνο της επειδή κοιμήθηκε με τον Αλέξανδρο. Αποτέλεσμα της συνεύρεσης αυτής ήταν ένα αγόρι, το οποίο ονόμασε Αλέξανδρο και όταν μεγάλωσε κυριάρχησε σε όλη την Ινδία. Η ερωτική συνεύρεση της Κλεόφιδος με τον Αλέξανδρο εκτός από το θρόνο της χάρισε την περιφρόνηση των Ινδών και την προσωνυμία «βασιλική πόρνη». Φυσικά, η ομοιότητα του επεισοδίου αυτού με το ανάλογο του Ιουλίου Καίσαρα με την Κλεοπάτρα και τον γιο τους Καισαρίωνα δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Είναι αναπόφευκτη, διότι πρόκειται για ρωμαϊκή προσθήκη στην ιστορία του Αλεξάνδρου (ο οποίος στοίχειωνε τους Ρωμαίους) και γι’ αυτό είναι άγνωστο στις ελληνικές πηγές.
Μετά την κατάληψή των Μασσάγων ο Αλέξανδρος έστειλε τον Κοίνο στα Βάζιρα (Μπιρ-Κοτ) και τους Άτταλο, Αλκέτα και τον ιππάρχη Δημήτριο σε μία άλλη πόλη, τα Ώρα. Είχαν διαταγές να κατασκευάσουν τείχος γύρω από τα Ώρα, για να εγκλωβίσουν τους υπερασπιστές. Αυτοί επιχείρησαν έξοδο, αλλά οι Μακεδόνες εύκολα τους απώθησαν μέσα από το ξύλινο τείχος στην πόλη. Ο Κοίνος δεν κατάφερε τίποτα στα Βάζιρα. Οι Ινδοί προστατευμένοι πίσω από τα ισχυρά τείχη της πόλης, που βρισκόταν σε ύψωμα, τον αγνόησαν επιδεικτικά. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να πάει στα Βάζιρα, για να βοηθήσει τον Κοίνο, όταν έμαθε ότι ο Αβισάρης έστελνε ενισχύσεις, για να τρυπώσουν στα Ώρα. Διέταξε τότε τον Κοίνο να κατασκευάσει φρούριο κοντά στα Βάζιρα, να αφήσει φρουρά, ώστε να κρατάει τους υπερασπιστές τους μέσα στα τείχη, και με την υπόλοιπη δύναμη να τον συναντήσει στα Ώρα. Οι υπερασπιστές των Βαζίρων βλέποντας τον Κοίνο με το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του να φεύγει και θεωρώντας τη φρουρά, που έμενε πίσω, υποδεέστερη από αυτούς στη μάχη, βγήκαν στην πεδιάδα. Έγινε σκληρή μάχη, όπου σκοτώθηκαν 700 περίπου Ινδοί και αιχμαλωτίσθηκαν πάνω από 70. Όσοι πρόλαβαν και κλείστηκαν στα τείχη, υπολόγιζαν πλέον σοβαρά τη φρουρά, που είχε εγκαταστήσει ο Κοίνος.
Η Άορνος Πέτρα
(Αρριανός Δ.28, Διόδωρος ΙΖ.85, Κούρτιος 8.11)
Η άλωση των Ώρων δεν ήταν δύσκολη. Ήταν όμως σημαντική, διότι οι υπερασπιστές των Βαζίρων αντιλήφθηκαν ότι ήταν σε δυσχερή θέση. Εγκατέλειψαν λοιπόν νύχτα την πόλη τους και κατέφυγαν σε μία οχυρή τοποθεσία. Και άλλοι Ινδοί έκαναν το ίδιο, εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις τους και κατέφευγαν σ’ αυτό το φυσικό οχυρό, την Άορνο Πέτρα.
Οι αρχαίες πηγές δεν συμφωνούν ούτε στην περιγραφή αυτού του οχυρού. Κατά τον Αρριανό η Άορνος Πέτρα (Πιρ Σαρ) ήταν ένας βράχος πανταχόθεν απρόσβλητος και η μοναδική πρόσβαση ήταν ένα μόνο μονοπάτι, τεχνητό και δύσβατο. Το πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση τονίζεται από το ελληνικό της όνομα (Ἄ-ορνος), που δηλώνει ότι ούτε ὄρνις, δηλαδή πουλί, δεν μπορούσε να την πατήσει. Ωστόσο πρόκειται για εσφαλμένη ετυμολόγηση, διότι πολύ κοντά στο ελληνικό άορνος βρίσκεται ακουστικά το σανσκριτικό αβάρνα ή αβαράνα, που σημαίνει φρούριο ή κρυσφύγετο. Η Άορνος Πέτρα είχε περιφέρεια περί τα 200 στάδια (37 χμ), συνεπώς επιφάνεια περί τα 32 τχμ και ύψος στο χαμηλότερο σημείο της 11 στάδια (περίπου 2 χμ). Στην κορυφή του βράχου άφθονο νερό άρδευε δάση και γη, εύφορη και αρκετή για να τη δουλέψουν 1.000 άνθρωποι. Δηλαδή ήταν τεράστια η δυσκολία για τους πολιορκητές και απίστευτη η άνεση για τους πολιορκημένους. Κατά τον Διόδωρο ήταν κυκλικός βράχος, ύψους 16 σταδίων (περίπου 3 χμ), περιφέρειας 100 σταδίων (περίπου 18,5 χμ), άρα επιφάνειας περί τα 27 τχμ και στους νότιους πρόποδές του έρεε ο Ινδός. Ο Κούρτιος συμφωνεί ότι στους πρόποδες έρεε ο Ινδός, αλλά την περιγράφει ως κακοτράχαλη, κωνική και με μυτερή απόληξη. Πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι την επιβεβαιωμένη περιγραφή του Αρριανού ο Κούρτιος την έχει δώσει νωρίτερα και εσφαλμένα σε κάποιο φυσικό οχυρό της Αρείας.
Ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας στο μεταξύ οχύρωσαν την Οροβάτιδα (Πεσαουάρ) και έζευξαν τον Ινδό. Ο Αλέξανδρος μετέτρεψε σε φρούρια τα Ώρα και τα Μάσσαγα, οχύρωσε τα Βάζιρα ως πόλη, πήγε στον Ινδό, όπου είχε καταληφθεί η πόλη Πευκελαώτιδα και ακολουθούμενος από τους Ινδούς διοικητές της περιοχής, Κωφαίο και Ασσαγέτη, κατέλαβε πολλές μικρές παραποτάμιες πόλεις. Στα Εμβόλιμα, κοντά στην Άορνο Πέτρα, εγκατέστησε τον Κρατερό με διαταγές να συγκεντρώσει εφόδια για μακρόχρονη πολιορκία. Σε περίπτωση, που η Άορνος Πέτρα δεν έπεφτε με έφοδο, θα βασιζόταν στην εξάντληση των υπερασπιστών της.
Με τους τοξότες, τους Αγριάνες, την τάξη του Κοίνου, τους καλύτερους και ελαφρύτερους πεζούς, περί τους 200 εταίρους και 100 ιπποτοξότες κινήθηκε από τα Εμβόλιμα ξανά προς την Άορνο Πέτρα και στρατοπέδευσε εκεί κοντά. Την επομένη μετακίνησε το στρατόπεδο ακόμη πιο κοντά στο βράχο. Τότε τον πλησίασαν μερικοί ντόπιοι και προσφέρθηκαν έναντι αμοιβής να του υποδείξουν το πιο ευπρόσβλητο σημείο του βράχου. Εκείνος έστειλε μαζί τους τον Πτολεμαίο με τους Αγριάνες, τους άλλους ψιλούς και μερικούς επίλεκτους υπασπιστές με διαταγές να καταλάβουν την περιοχή, να εγκαταστήσουν φρουρά και να τον κρατούν ενήμερο. Ο Πτολεμαίος πέρασε από ένα δύσκολο δρομολόγιο, δεν έγινε αντιληπτός από τις δυνάμεις των Ινδών, κατέλαβε τον αντικειμενικό σκοπό του και οχύρωσε το στρατόπεδο του με τάφρο και χάρακα. Ο Αλέξανδρος είδε τον πυρσό, που άναψε ο Πτολεμαίος, και την επομένη ξεκίνησε να τον συναντήσει. Όμως οι Ινδοί, που γνώριζαν καλά την κακοτράχαλη περιοχή, προέβαλαν σκληρή αντίσταση και τον εμπόδισαν. Ο Αλέξανδρος αναδιπλώθηκε και εκείνοι στράφηκαν κατά του Πτολεμαίου πιστεύοντας ότι τον είχαν αποκόψει. Η επίθεση των Ινδών ήταν σφοδρότατη και παρότι υστερούσαν έναντι των Μακεδόνων σε τοξεύματα, χρειάστηκε να πέσει η νύχτα, για να υποχωρήσουν.
Ήταν φανερό ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε να ενωθεί με τον Πτολεμαίο. Του έστειλε λοιπόν μήνυμα με έναν πιστό Ινδό αυτόμολο και με το πρώτο φως της επομένης ημέρας ξεκίνησε στο δρομολόγιο, που είχε ακολουθήσει και ο Πτολεμαίος. Κατά το μεσημέρι ήρθαν σε επαφή με τους Ινδούς, που βρέθηκαν πλέον μεταξύ των τμημάτων του Πτολεμαίου και του Αλεξάνδρου. Οι Ινδοί πολέμησαν και πάλι πολύ σκληρά, αλλά οι Μακεδόνες δεν καταπονήθηκαν πολύ, επειδή τα τμήματα κρούσης του Αλεξάνδρου διαδέχονταν το ένα το άλλο κατά κύματα. Τελικά, με μεγάλη δυσκολία και μόλις κατά το σούρουπο κατάφεραν να διώξουν όλους τους Ινδούς από το πέρασμα.
Ολόκληρη η στρατιά πλέον προέλασε προς το σημείο της Αόρνου Πέτρας, που τους υπέδειξαν οι Ινδοί αυτόμολοι, και στρατοπέδευσε. Με το πρώτο φως της ημέρας οι στρατιώτες διατάχθηκαν να κόψουν από 100 πασσάλους ο καθένας. Μετά, πρώτος ο Αλέξανδρος άρχισε να ρίχνει χώμα στη πλαγιά από την κορυφή του λόφου, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, για να δημιουργήσει πρόχωμα. Ήθελε να φτάσει στο ύψος του βράχου, ώστε τα τοξεύματά του να πλήττουν τους οχυρωμένους Ινδούς. Την πρώτη μέρα το πρόχωμα προχώρησε περί το ένα στάδιο (περίπου 185 μ). Τις επόμενες δύο μέρες οι εργασίες προχώρησαν υπό την κάλυψη καταπελτών από το σταθερό έδαφος και σφενδονητών από το πρόχωμα, που απέκρουαν τις επιθέσεις Ινδών κατά των εργαζομένων στην πρόσχωση. Την τέταρτη μέρα λίγοι Μακεδόνες κατέλαβαν ένα ύψωμα, που είχε το ίδιο ύψος με την Άορνο Πέτρα. Αμέσως ο Αλέξανδρος έστρεψε την πρόσχωση προς εκείνο το ύψωμα, ώστε να ανεβάσει τις δυνάμεις του στο ίδιο ύψος με τους πολιορκούμενους.
Οι Ινδοί είχαν μείνει έκπληκτοι από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα του Μηχανικού των Μακεδόνων και ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε ότι σκόπευαν να κωλυσιεργήσουν μέχρι το βράδυ, οπότε θα ξεγλιστρούσαν από το βράχο, τους διευκόλυνε στην απαγκίστρωση. Είχε στήσει όμως ενέδρες, τους επετέθη και σκότωσε πολλούς κατά τη φυγή τους, όπως λέει ο Αρριανός. Κατά τον Διόδωρο απλώς τους άφησε να διαφύγουν, αλλά αυτή η εκδοχή δεν είναι συνεπής με τη γενικότερη τακτική του. Ίσως ο Διόδωρος θέλησε να αντισταθμίσει την αρνητική εικόνα του Αλεξάνδρου, που δίνει στη σφαγή των μισθοφόρων στα Μάσσαγα. Ο Κούρτιος δεν αναφέρει τίποτα για τη μετάβαση του Αλεξάνδρου από την Άορνο Πέτρα στον Ινδό ποταμό και ξανά πίσω, ούτε για την προετοιμασία μακρόχρονης πολιορκίας, ούτε για την αντίσταση στην προσέγγιση του Αλεξάνδρου στην Άορνο Πέτρα, ενώ για την κατάληψή της λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν αναρριχητές, όπως και στη Σογδιανή Πέτρα. Λέει ότι οι Ινδοί προέβαλαν αποτελεσματική άμυνα, σκότωσαν αρκετούς αναρριχητές και πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες επί δύο ημέρες. Εντούτοις για κάποιο λόγο, που δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει ο Ρωμαίος ιστορικός, την τρίτη νύχτα άρχισαν να εγκαταλείπουν το οχυρό. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε όλη τη στρατιά να αλαλάξει, οι Ινδοί πίστεψαν ότι δέχονταν γενική επίθεση, πανικοβλήθηκαν και προσπαθώντας να ξεφύγουν μέσα στο σκοτάδι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στους αδιάβατους γκρεμούς της περιοχής.
Κάπως έτσι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τον βράχο, τον οποίο ο μύθος ήθελε απόρθητο ακόμη και από τον Ηρακλή. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι πρόκειται για τον Ηρακλή του ελληνικού πανθέου, κι ο Αρριανός πιστεύει ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό μύθο, τον οποίο οι επικοινωνιολόγοι του Αλεξάνδρου ευχαρίστως υιοθέτησαν για να μεγεθύνουν το κατόρθωμά του. Οι Ινδοί, που τον καθοδήγησαν, πήραν 80 τάλαντα ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Στην κορυφή του βράχου ο Αλέξανδρος έκανε θυσίες στην Αθηνά Νίκη, κατασκεύασε φρούριο και εγκατέστησε ως φρούραρχο τον Σισίκοτο, έναν Ινδό αυτόμολο, «που του φαινόταν πιστός».
από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου