ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Αραβίτες, Ωρείτες και Γεδρωσοί - Στην έρημο της Γεδρωσίας
(Αρριανός ΣΤ.24-26, Πλούταρχος Αλέξανδρος 66.4-5, Διόδωρος ΙΖ.106.1, Κούρτιος 7.5.10-12, 9.10, Ιουστίνος 12.10.7)
Με το νου του στα Πάταλα και το στόλο, τον οποίο υποχρεώθηκε να αφήσει πίσω του, περί τα τέλη Ιουλίου του 325 π.Χ, ο Αλέξανδρος επικεφαλής της πιο ελαφράς χερσαίας δύναμης ξεκίνησε να υποτάξει τους λαούς της νοτιοανατολικής ακτογραμμής της αυτοκρατορίας του. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε στον Αράβιο (Χάμπ), ένα στενό ποταμό με λίγο νερό. Ο Αράβιος αποτελούσε το όριο μεταξύ της χώρας των Αραβιτών και των Ωρειτών, σύμφωνα δε με τη γεωγραφία των αρχαίων Ελλήνων, οι Αραβίτες ήταν οι δυτικότεροι Ινδοί και οι Ωρείτες οι ανατολικότεροι Ασιάτες. Οι Αραβίτες κατά τη συνήθη ινδική τακτική, δεν θέλησαν ούτε να παραδοθούν, ούτε να πολεμήσουν και κατέφυγαν στην έρημο. Ο Αλέξανδρος δεν έκρινε άξια προσοχής αυτή τη φυλή και, εν όψει της πίεσης του χρόνου και της στενότητας σε τρόφιμα και νερό, προτίμησε να την προσπεράσει. Άφησε τον Ηφαιστίωνα επικεφαλής της στρατιάς και κατέβηκε στη θάλασσα με τους μισούς υπασπιστές και τοξότες, τις τάξεις των πεζεταίρων, το άγημα του ιππικού, μία ίλη από κάθε ιππαρχία και όλους τους ιπποτοξότες, για να φτιάξει πηγάδια και να εξασφαλίσει την υδροδότηση του στόλου.
Αντίθετα προς τους Αραβίτες, ο Αλέξανδρος έκρινε άξιους προσοχής τους Ωρείτες και αποφάσισε να τους χτυπήσει, διότι δεν έδειχναν διατεθειμένοι να υποταχθούν. Πέρασε τον Αράβιο, μπήκε στη χώρα των Ωρειτών και, αφού διένυσε τη νύχτα το μεγαλύτερο μέρος της ερήμου, τα χαράματα πλησίασε την κατοικημένη περιοχή. Διέταξε τον Ηφαιστίωνα με τους πεζούς να προελαύνουν παρατεταγμένοι και εκείνος με το ιππικό ανεπτυγμένο σε μεγάλο μέτωπο, ώστε να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας, επιτέθηκε στους Ωρείτες. Όσοι προσπάθησαν να αμυνθούν, εξοντώθηκαν από το ιππικό και οι υπόλοιποι αιχμαλωτίσθηκαν. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος με τους ιππείς στρατοπέδευσε κοντά σ’ ένα νερόλακκο και, όταν έφτασαν και οι πεζοί του Ηφαιστίωνα, όλο το στράτευμα προέλασε προς τη μεγαλύτερη κώμη των Ωρειτών, τη Ραμβακία (Μπέλα). Επειδή βρισκόταν σε καλή τοποθεσία και είχε δυνατότητες ανάπτυξης, άφησε τον Ηφαιστίωνα να μεριμνήσει για την ανάπτυξή της, και περί τα τέλη Αυγούστου συνέχισε την προέλαση με τους υπασπιστές, το άγημα των ιππέων και τους ιπποτοξότες. Πληροφορήθηκε ότι στα σύνορα Ωρειτών και Γεδρωσών υπήρχε ένα στενό πέρασμα (η διάβαση Κουμπ), όπου είχαν συγκεντρωθεί Γεδρωσοί και Ωρείτες για να τον εμποδίσουν να περάσει. Όταν όμως είδαν το στράτευμά του να πλησιάζει, οι μεν Γεδρωσοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έφυγαν, οι δε Ωρείτες δήλωσαν υποταγή. Ο Αλέξανδρος τους είπε να επιστρέψουν στις πόλεις και τα χωριά τους και όρισε σατράπη τους τον Απολλοφάνη. Επίσης άφησε τον Λεοννάτο με όλους τους Αγριάνες, μερικούς τοξότες και ιππείς καθώς και Έλληνες μισθοφόρους, πεζούς και ιππείς. Η δύναμη του Λεοννάτου είχε διαταγές να περιμένει την άφιξη του στόλου και μέχρι τότε έπρεπε να εδραιώσει την εξουσία του Απολλοφάνη επί των Ωρειτών και να εποικίσει τα Ώρα. Στο μεταξύ έφτασε κι ο Ηφαιστίων, που είχε διευθετήσει τα πράγματα στη Ραμβακία και όλο το στράτευμα προέλασε μέσα στη Γεδρωσία.
Για άλλη μια φορά ακολούθησαν τα δρομολόγια των καραβανιών και υπέστησαν τις γνωστές στερήσεις, διότι για άλλη μια φορά το στράτευμα ήταν πολύ μεγάλο σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες της περιοχής. Η ειδοποιός διαφορά από τη διάβαση των άλλων περιοχών νωρίτερα (όπως κατά την καταδίωξη του Βήσσου ως τη Μαργιανή, του Σατιβαρζάνη ως τα Αρτακόανα ή κατά τη διάβαση του Παροπάμισου) ήταν ότι στη διάβαση της Γεδρωσίας έπρεπε να εξασφαλίζονται τρόφιμα τόσο για το στράτευμα όσο και για το στόλο. Ως αποτέλεσμα το στράτευμα αντιμετώπισε μεγάλες ελλείψεις εφοδίων και κυρίως νερού. Έτσι διένυαν μεγάλες αποστάσεις μέσα στη νύχτα, για να μην ταλαιπωρούνται από τον καυτό ήλιο, και επειδή όλη η ακτογραμμή νοτίως της Γεδρωσίας ήταν παντελώς έρημη, έπρεπε να κινούνται μακριά από τη θάλασσα, στην ενδοχώρα, για να βρίσκουν εφόδια. Αυτό ακριβώς δημιούργησε στον Αλέξανδρο μεγάλη αγωνία για το στόλο του και κάθε τόσο κατέβαινε στην παραλία, για να δημιουργήσει σε όλο το μήκος της ακτογραμμής την απαραίτητη για το στόλο υποδομή (πηγάδια υδροδότησης, αγορές και αγκυροβόλια).
Τα απαραίτητα στη στρατιά τρόφιμα και νερό ήταν πλέον εν ανεπαρκεία και εξασφαλίζονταν με κατασχέσεις και λεηλασίες των πενιχρών αποθεμάτων των ντόπιων πληθυσμών, εντούτοις η υποστήριξη του στόλου εξακολουθούσε να είναι το πρωταρχικό μέλημα του Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό έστειλε στο εσωτερικό τον Κρηθέα από την Κάλλατι, για να λεηλατήσει τρόφιμα για το στόλο, και όταν έφτασε ο ίδιος σε μία περιοχή με περισσότερα αποθέματα τροφίμων, τα κατέσχεσε, τα σφράγισε με τη σφραγίδα του και τα έστειλε στην ακτή, πάλι για το στόλο. Στο μεταξύ οι στερήσεις του στρατεύματος ήταν τέτοιες, ώστε οι στρατιώτες, με πρώτους τους φύλακες των εφοδίων δεν δίστασαν να παραβιάσουν τη βασιλική σφραγίδα και να αρπάξουν τα τρόφιμα. Όταν το έμαθε, ο Αλέξανδρος δεν θύμωσε, αντίθετα συνειδητοποίησε την κατάσταση. Τότε διέταξε τον Κρηθέα να παραδώσει στο στράτευμα τα τρόφιμα, που είχε συλλέξει για το στόλο, έστειλε τον εταίρο Τήλεφο για συλλογή κι άλλων τροφίμων και διέταξε τους Γεδρωσούς να παραδώσουν στην αγορά του στρατεύματος προϊόντα της γης τους (αλεσμένο σιτάρι, χουρμάδες και πρόβατα).
Η αγωνία του Αλεξάνδρου να εγκαταστήσει κατά μήκος όλης της ακτής σταθμούς ανεφοδιασμού του στόλου σε τρόφιμα και νερό, αποδεικνύει σαφέστατα και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η στρατιά είχε αναλάβει την τροφοδοσία του στόλου και όχι το αντίθετο. Ο στόλος, που συγκροτήθηκε εκ των ενόντων στα ποτάμια της Ινδίας, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με εκείνους των ελληνικών κρατών, που υποστήριζαν τον Αλέξανδρο στη Μεσόγειο. Οι ακτές της Ινδίας ήταν εντελώς άγνωστες και θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να βασιστεί η τροφοδοσία (και τελικά η ίδια η επιβίωση) του στρατεύματος στην αναπόδεικτη ακόμη ικανότητα ναυτιλίας του Νέαρχου σε ανοιχτή θάλασσα. Αντίθετα, η αγωνία του Αλεξάνδρου ήταν απόλυτα λογική και δικαιολογημένη, κρίνοντας από τις ταλαιπωρίες, που πέρασε ο στόλος.
Η πορεία του Αλεξάνδρου μέσα από την έρημο της Γεδρωσίας ήταν πολύ δύσκολη και οι ταλαιπωρίες μεγάλες. Τα κτήνη βούλιαζαν στην άμμο σαν να πατούσαν σε φρέσκο χιόνι, οι αλλεπάλληλοι αμμόλοφοι καταπονούσαν ανθρώπους και κτήνη, και γι’ αυτό δεν επέλεγαν τα συντομότερα δρομολόγια, αλλά τα λιγότερο κουραστικά για τα υποζύγια των σκευοφόρων. Οι διαδοχικοί σταθμοί είχαν πια μήκος μεγαλύτερο από το κανονικό και ανάλογο με την απόσταση των διαδοχικών σημείων υδροληψίας. Προχωρούσαν κυρίως τη νύχτα, όταν όμως έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία και την ημέρα μέχρι την επόμενη υδροληψία, ο ήλιος και ο καύσωνας αποδεικνύονταν θανατηφόροι. Πολλοί άντρες, αλλά κυρίως μεταφορικά κτήνη, πέθαναν από αυτήν την ταλαιπωρία. Εκτός από τη δίψα, τα υποζύγια τα σκότωναν και οι ίδιοι οι στρατιώτες, για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, και μετά ισχυρίζονταν ότι ψόφησαν από τις κακουχίες. Η απώλεια των υποζυγίων είχε ως επακόλουθο να μειώνεται η ικανότητα του στρατεύματος να μεταφέρει νερό και τρόφιμα, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση του. Οι άρρωστοι έπρεπε να μεταφέρονται με άμαξες, οι οποίες σιγά-σιγά έμεναν χωρίς υποζύγια, κι έτσι όλο και περισσότεροι άρρωστοι έπρεπε να ακολουθούν πεζοί το στράτευμα, το οποίο φυσικά δεν είχε περιθώριο να φροντίσει τα μεμονωμένα άτομα θέτοντας σε κίνδυνο τους πολλούς κι έτσι άφηνε στην τύχη τους, όσους δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το ρυθμό προέλασης. Από ένα σημείο της πορείας και μετά, ακόμη και ο ύπνος προκαλούσε απώλειες σε προσωπικό. Μερικοί δεν άντεχαν την εξουθενωτική πορεία και τους έπαιρνε ο ύπνος, ειδικά κατά τη νυχτερινή προέλαση. Με το φως της ημέρας εύρισκαν τα ίχνη του στρατεύματος και συναντούσαν τους υπόλοιπους' αν ήταν τυχεροί κι αν άντεχαν τον καυτό ήλιο. Αλλά «οι περισσότεροι απ’ αυτούς χάθηκαν όπως οι ναυαγοί στο τρικυμισμένο πέλαγος».
Ο Αρριανός λέει ακόμη ότι μόλις έβλεπαν νερόλακκο, οι καταπονημένοι από τη δίψα στρατιώτες και τα κτήνη τους έπιναν, όσο μπορούσαν, και μερικοί πέθαιναν από την υπερβολική πόση, ενώ οι πιο ανυπόμονοι έπεφταν μέσα, για να πιουν, και κατέστρεφαν τον νερόλακκο. Ο Αλέξανδρος για να αποφύγει ή να περιορίσει αυτά τα φαινόμενα, στρατοπέδευε περί τα 20 στάδια (3,7 χμ) από τα σημεία υδροληψίας. Ακριβώς αυτός ο κανόνας δημιουργεί προβληματισμούς σε σχέση με τη μεγαλύτερη και πλέον διάσημη συμφορά, που έπληξε το στράτευμα, όταν κάποια στιγμή δεν τον εφάρμοσε και στην απελπισμένη αναζήτηση νερού στρατοπέδευσε κοντά στην κοίτη ενός χειμάρρου με ελάχιστο νερό. Ο προβληματισμός προκύπτει, διότι ο Αρριανός γνωρίζει ότι κατά την περίοδο των μουσώνων στα απομακρυσμένα βουνά πέφτουν βροχές, που είναι ξαφνικές, έντονες και δεν γίνονται αντιληπτές στις πεδιάδες και τις ερήμους. Πράγματι, στην κοιλάδα του ποταμού Κέτς παρατηρούνται αιφνίδιες πλημμύρες ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Ακόμη και σήμερα δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, που ανυποψίαστοι τουρίστες παρασύρονται με τα οχήματά τους και πνίγονται σε τέτοιες πλημμύρες. Μάλιστα ο κίνδυνος γίνεται μεγαλύτερος, διότι μερικές φορές οι κοίτες των χειμάρρων είναι τόσο φαρδιές, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό από τους μη γνώστες ότι βρίσκονται μέσα σε κοίτη.
Εξ αιτίας μίας τέτοιας βροχής, εντελώς ξαφνικά την ώρα της δεύτερης νυχτερινής βάρδιας ο χείμαρρος εκείνος κατέβασε πολλά και ορμητικά νερά, φούσκωσε και παρέσυρε πάρα πολλά από τα γυναικόπαιδα, όλη τη βασιλική οικοσκευή και έπνιξε όσα υποζύγια είχαν απομείνει. Κατά τον Αρριανό, γλίτωσαν μόνο οι στρατιώτες με τα όπλα τους, αλλά κι αυτοί είχαν πολλές απώλειες. Κατά τον Πλούταρχο, από το σύνολο των 120.000 πεζών και 15.000 ιππέων διασώθηκε μόλις το ¼. Ωστόσο ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός και προφανώς αφορά στη συνολική δύναμη, που λέει ο ίδιος ότι εισέβαλε στην Ινδία. Είναι όμως λογικό να διασώθηκε το ¼ από το σύνολο της στρατιάς και ειδικά οι μάχιμοι, όπως λέει ο Αρριανός.
Χάρη στις πληροφορίες του Αρριανού, του μόνου αρχαίου ιστορικού που μας δίνει λεπτομέρειες για το περιστατικό, μπορούμε να αναπαραστήσουμε το τι συνέβη. Τα γυναικόπαιδα, οι συνακολουθούντες, οι οικοσκευές και τα υποζύγια έπονταν στην πορεία και τοποθετούνταν στο κέντρο του στρατοπέδου, για να προστατεύονται περιμετρικά από τους μάχιμους. Το στρατόπεδο θα μπορούσε να βρίσκεται στη μία όχθη του χειμάρρου ή και στις δύο, πιθανώς δε και μέσα στην κοίτη του (εν αγνοία τους), που είναι και το λογικότερο λόγω του μεγέθους της καταστροφής (σχεδιάγραμμα). Όταν ο χείμαρρος φούσκωσε, παρέσυρε ό,τι βρισκόταν κοντά στις όχθες του και σε τελική ανάλυση η συμφορά έπληξε κυρίως τους συνακολουθούντες. Από την ανθρώπινη πλευρά ήταν πράγματι συμφορά, αλλά για την διοικητική μέριμνα ήταν θείο δώρο. Υπολογίζοντας έναν βοηθητικό, μία γυναίκα και ένα παιδί για κάθε μάχιμο, η αναλογία των μαχίμων προς το σύνολο της στρατιάς προκύπτει 1:4. Η αναλογία αυτή δεν είναι καθόλου υπερβολική, διότι δεν συνυπολογίσαμε εμπόρους, υπηρέτες και «ευγενή» επαγγέλματα. Αν το κάναμε, η αναλογία μπορούσε να μειωθεί σε 1:6 κι αν συνυπολογίζαμε ομήρους, αιχμαλώτους και ανδράποδα, τότε ίσως έπεφτε και κάτω από το 1:10. Με τη συντηρητική εκτίμηση του 1:4, μετά την πλημμύρα και τον αφανισμό των συνακολουθούντων οι ανάγκες σε εφόδια μειώθηκαν στο 25% των αρχικών αναγκών, ενώ οι επιζήσαντες ήταν αυτοί που μπορούσαν να κινηθούν ταχύτερα και είχαν πολύ πιο αυξημένες πιθανότητες να βγουν ζωντανοί από την έρημο. Δηλαδή, μέσα από την καταστροφή το στράτευμα βελτίωσε τη θέση του και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο προκύπτει ο προβληματισμός. Γιατί ο Αλέξανδρος δεν στρατοπέδευσε στη συνήθη απόσταση των 3,5 χμ από το χείμαρρο; Μήπως γνώριζε το φαινόμενο των αιφνιδίων πλημμυρών λόγω των μακρινών βροχοπτώσεων και ήθελε να το εκμεταλλευτεί;
Γνωρίζουμε ότι σε κάθε περίπτωση ο Αλέξανδρος επέβαλλε την τάξη και την πειθαρχία. Ήταν αυστηρός διοικητής ενός τακτικού στρατεύματος σε εκστρατεία και βασική ευθύνη του στην έρημο ήταν η επιβίωση των στρατιωτών του. Επιπλέον, δεν θα υπολόγιζε ιδιαίτερα τα γυναικόπαιδα που συνακολουθούσαν τους στρατιώτες του, αφού δεν ήταν οι νόμιμες οικογένειές τους. Οι γυναίκες ήταν ασιάτισσες, τα παιδιά μιξοβάρβαροι και ο ρατσισμός των αρχαίων Ελλήνων ήταν τέτοιος, που δεν του άφηνε περιθώρια ενδοιασμών. Εάν πράγματι γνώριζε το φαινόμενο των αιφνιδίων πλημμυρών, τότε ασφαλώς θα επωφελούνταν και την άποψη αυτή ενισχύουν η στρατοπέδευση πάνω στο χείμαρρο αντί στη συνήθη απόσταση των 3,5 χμ καθώς και η «χειρουργική» εξόντωση των ¾ του στρατεύματος, που ήταν συνακολουθούντες, ενώ το ¼ των μαχίμων είχε πολύ μικρότερες απώλειες.
Άλλο αξιοσημείωτο περιστατικό στην έρημο της Γεδρωσίας είναι ότι κάποια στιγμή στην περιοχή της Τουρμπάτ μετά από ανεμοθύελλα οι οδηγοί έχασαν τα σημεία του δρομολογίου, όπως είχε συμβεί και παλαιότερα καθ’ οδόν προς το μαντείο του Άμμωνα. Δεν είχαν την εκπαίδευση των ναυτικών, που «στην ανοιχτή θάλασσα βρίσκουν την πορεία τους με τους αστερισμούς των Άρκτων και τον ήλιο», αλλά ο Αλέξανδρος γνωρίζοντας πως η θάλασσα βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της πορείας τους, πήρε ένα μικρό τμήμα ιππικού για να φτάσει τελικά μόνο με 5 άλλους ιππείς στην παραλία, στην περιοχή του Πασνί. Εκεί, σκάβοντας τα χαλίκια της παραλίας, μπόρεσαν να βρουν νερό και να υδροδοτήσουν ολόκληρο το στράτευμα. Το δρομολόγιο των 140 χμ από την Τουρμπάτ ως το Πασνί περνά μέσα από μία εντελώς άνυδρη και γυμνή έρημο με χαλίκια, που δικαιολογεί πλήρως την περιγραφή του Αρριανού. Στη συνέχεια προχώρησαν επί 7 ημέρες παραλιακά προς το Γκουατάρ, όπου τουλάχιστον μπορούσαν να υδροδοτούνται, ώσπου έφτασαν σε περιοχή γνωστή στους οδηγούς και το στράτευμα μπόρεσε να ξαναμπεί στο εσωτερικό, όπου μπορούσε να βρίσκει τρόφιμα. Τότε, σε μία αποστολή ανίχνευσης ο Θόας του Μανδρόδωρου ανέφερε ότι στην ακτή ζούσαν οι Ιχθυοφάγοι, πάμφτωχοι ψαράδες, που ζούσαν σε άθλιες καλύβες, φτιαγμένες από κοκάλα ψαριών και κοχύλια. Το νερό εκεί ήταν δυσεύρετο, λιγοστό και όχι πάντοτε πόσιμο.
Σε μία άλλη φάση της πορείας μέσα από την έρημο της Γεδρωσίας μερικοί ψιλοί ανακάλυψαν λίγο νερό σε μία αβαθή χαράδρα και το έφεραν στον Αλέξανδρο, που προχωρούσε κι αυτός πεζός. Εκείνος επαίνεσε τους ψιλούς, αλλά έχυσε το νερό που του είχαν φέρει μέσα σε κράνος, διότι δεν έφτανε για όλους. Έτσι έδωσε θάρρος στη στρατιά, που είδε ότι όλοι βρίσκονταν στην ίδια μοίρα. Το περιστατικό αυτό αναφέρεται από πολλούς ιστορικούς, αλλά ο καθένας το τοποθετεί σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Ο Αρριανός λέει ότι αυτό έγινε στη Γεδρωσία και ότι άλλοι συγγραφείς το τοποθετούν στον Παροπάμισο. Μεταξύ αυτών ίσως ήταν κι ο Διόδωρος, αφού το χάσμα στο ΙΖ βιβλίο του αναφέρεται και στον Παροπάμισο. Ο Πλούταρχος το τοποθετεί στη Μηδία, ενώ σύμφωνα με τον Κούρτιο συνέβη κατά την καταδίωξη του Βήσσου και ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να πιει, διότι οι στρατιώτες το είχαν συλλέξει για τα παιδιά τους, που διψούσαν.
Το ερώτημα, γιατί ο Αλέξανδρος ακολούθησε αυτό το δρομολόγιο και όχι εκείνο, που είχε ακολουθήσει νωρίτερα ο Κρατερός, είναι τόσο παλιό όσο και η εκστρατεία του. Δεν είναι όμως καθόλου εύλογο, διότι όπως ήδη τονίσαμε ανάλογα δρομολόγια είχε ακολουθήσει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Εν πάσει περιπτώσει όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς επέλεγαν ως απάντηση ότι ο Αλέξανδρος είχε θεωρήσει ως πρόκληση τους θρύλους των ντόπιων ότι ακόμη και η θρυλική Σεμίραμις σώθηκε μόνο με 20 άντρες, ενώ ο Κύρος μόνο με 7. Είναι βέβαια γνωστό ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο, ότι ήταν ριψοκίνδυνος και ότι όσο πιο δύσκολο ήταν κάτι τόσο περισσότερο ήθελε να το κάνει, αλλά αυτά δεν αποτελούν σοβαρή τεκμηρίωση. Πράγματι, τον εαυτό του τον εξέθετε στους ίδιους κινδύνους, που αναλάμβανε και ο τελευταίος τυχοδιώκτης μισθοφόρος, ωστόσο συνολικά τη στρατιά του ποτέ δεν την εξέθεσε σε περιττούς και άσκοπους κινδύνους. Αντίθετα ο Νέαρχος έγραψε ότι επέλεξε το συγκεκριμένο δρομολόγιο, διότι απλώς δεν γνώριζε πόσο επικίνδυνο ήταν. Είδαμε ότι στα Πάταλα (και για πρώτη φορά) αντιμετώπισε οξύτατο πρόβλημα με τους οδηγούς και τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα δρομολόγια. Το πιθανότερο λοιπόν είναι να είχε δίκιο ο Νέαρχος και ο Αλέξανδρος να μπήκε στην έρημο της Γεδρωσίας είτε με ελλιπείς πληροφορίες ή με ανεπαρκείς οδηγούς.
Ο Νέαρχος αρχίζει τον παράπλου των ακτών
(Αρριανός ΣΤ.24, 27, Ινδική 23, Πλούταρχος, Αλέξανδρος 66.7)
Την 20η μέρα του μήνα Βοηδρομιώνα επί επωνύμου άρχοντος στην Αθήνα του Κηφισόδωρου, σύμφωνα με την αθηναϊκή χρονολόγηση, ή την 20η μέρα του μήνα Υπερβερεταίου στο 11ο έτος βασιλείας του Αλεξάνδρου, σύμφωνα με τη μακεδονική χρονολόγηση, δηλαδή την 5η Οκτωβρίου 325 π.Χ., κι ενώ ο Αλέξανδρος διέσχιζε τη Γεδρωσία, κόπασαν οι μουσώνες. Στην πραγματικότητα ήταν μία μικρή ύφεση, που ξεγέλασε τον Νέαρχο και νόμισε ότι ο στόλος μπορούσε να αποπλεύσει. Τότε διοργάνωσε γυμνικούς αγώνες, θυσίασε στο Δία Σωτήρα και απέπλευσε από τον ναύσταθμο των Πατάλων. Για τον κατάπλου από τον ναύσταθμο ως τις εκβολές του Ινδού δεν είναι σαφές αν ο Νέαρχος επέλεξε το δυτικό παρακλάδι της εκβολής, που ήταν το συντομότερο δρομολόγιο, ή αν προτίμησε το ανατολικό, που ήταν ασφαλέστερο. Ωστόσο οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι επέλεξε το δυτικό παρακλάδι, διότι κατά την έξοδό του στη θάλασσα περιγράφει δυσκολίες, που δεν συνάντησε ο Αλέξανδρος στο ανατολικό, κι επιπλέον αν είχε χρησιμοποιήσει το ανατολικό παρακλάδι, κατά τον παράπλου θα είχε συναντήσει το δυτικό, το οποίο δεν περιγράφει να προσπερνά.
Την 1η μέρα αγκυροβόλησαν σε μία μεγάλη διώρυγα στην περιοχή Στούρα, σε απόσταση 100 σταδίων (περί τα 18,5 χμ) από τον ναύσταθμο. Έμειναν εκεί δύο μέρες, την 3η μέρα διένυσαν 30 στάδια (περί τα 5,5 χμ) και έφτασαν στα Καύμανα, σε μία διώρυγα, όπου έφτανε ήδη το θαλασσινό νερό. Την 4η μέρα κάλυψαν 20 στάδια (περί τα 3,7 χμ), έφτασαν στην περιοχή Κορέεστη, προχώρησαν ακόμα λίγο κι έφτασαν στην εκβολή του Ινδού. Εκεί υπήρχε μία ξέρα μέσα στη θάλασσα και τα κύματα έσπαγαν με δύναμη στην απότομη ακτή. Το σημείο εκείνο δεν ήταν κατάλληλο, για να βγει ο στόλος στη Μεγάλη Θάλασσα, επειδή η ξέρα εμπόδιζε τα πλοία να βγουν αμέσως στα ανοιχτά και τα δυνατά κύματα θα μπορούσαν να τα τσακίσουν στην ακτή. Έσκαψαν λοιπόν μία διώρυγα μήκους 5 σταδίων (περί τα 900 μ), εκεί που το χώμα ήταν πιο μαλακό, και με την πλημμυρίδα βγήκαν στον Πόντο. Την 5η μέρα και μετά από πλεύση 150 σταδίων (περί τα 27,7 χμ) στη Μεγάλη Θάλασσα προσορμίστηκαν σε ένα αμμώδες νησί στην περιοχή των Αραβιτών, τα Κρώκαλα, όπου διανυκτέρευαν. Την 6η μέρα προχώρησαν παράλληλα προς την παραλία έχοντας στα δεξιά το βουνό Είρος και στα αριστερά ένα χαμηλό νησάκι, που σχημάτιζε ένα στενό πορθμό με την ακτή. Πέρασαν το στενό κι έφτασαν σε ένα μεγάλο λιμάνι (ίσως το σημερινό Καράτσι), το οποίο ο Νέαρχος ονόμασε Λιμένα του Αλεξάνδρου, κατά τη γνωστή αποικιοκρατική συνήθεια. Σε απόσταση 2 σταδίων (περί τα 370 μ) μπροστά από το στόμιο του λιμανιού βρισκόταν ένα νησάκι, που ονομαζόταν Βίβακτα και προστάτευε το λιμάνι από τον καιρό. Στην περιοχή αυτή, που λεγόταν Σάγγαδα καθηλώθηκαν από τους ισχυρούς ανέμους επί 24 ημέρες και, επειδή φοβόντουσαν τυχόν επιθέσεις των βαρβάρων, περιτείχισαν το στρατόπεδο με πέτρινο τείχος.
Στο διάστημα αυτό οι άντρες έπιναν θαλασσινό νερό και έτρωγαν θαλασσινά ποντίκια, όστρακα και σωλήνες, που ήταν πολύ μεγαλύτεροι από εκείνους της Μεσογείου. Όπως είναι γνωστό, το διαιτολόγιο των αρχαίων Ελλήνων δεν περιλάμβανε ούτε τον ποντικό της θάλασσας (μυς ο ποντικός) ούτε τον ποντικό των αγρών (μυς ο αρουραίος), ενώ τα όστρακα και ειδικά οι σωλήνες είχαν πολύ μικρή διατροφική αξία και εκτίμηση. Επομένως από την παραπάνω δήλωση του Νέαρχου και τα όσα καταγράφει στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι η αγωνία, που κατείχε τον Αλέξανδρο και η επιμονή του να εξασφαλίζει νερό και τρόφιμα για το στόλο ήταν απόλυτα δικαιολογημένες. Σε λιγότερο από 30 ημέρες και σε απόσταση μόλις 6 ημερών από το ναύσταθμο των Πατάλων τα αποθέματα του στόλου σε νερό και τρόφιμα είχαν εξαντληθεί τελείως και χρειάστηκε να επιβληθούν αυτές οι τόσο δραστικές αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των πληρωμάτων. Δυστυχώς η κατάσταση δεν επρόκειτο να βελτιωθεί πολύ στη συνέχεια, αντίθετα το διαιτολόγιό τους θα εμπλουτιζόταν και με άλλα «εξωτικά» είδη και μέχρι το τέλος ο επισιτισμός θα παρέμενε ο μοναδικός κίνδυνος για την ασφάλεια και την πειθαρχία των πληρωμάτων.
Περί τα τέλη Οκτωβρίου ή αρχές Νοεμβρίου και 60 μέρες μετά την αναχώρησή του από τα Ώρα ο Αλέξανδρος έφτασε στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, τα Πούρα (στην κοιλάδα του Μπαμπούρ, ίσως κοντά στη Φαρτζάχ). Εκεί ξεκούρασε τα υπολείμματα της στρατιάς του με αγώνες και διασκεδάσεις. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε έναν αγώνα χορών ο εραστής του Αλεξάνδρου Βαγώας νίκησε και κάθισε δίπλα του στολισμένος. Βλέποντας τη σκηνή οι Μακεδόνες χειροκροτούσαν και φώναζαν να τον φιλήσει, ώσπου ο Αλέξανδρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Στα Πούρα ο Αλέξανδρος απομάκρυνε λόγω ανικανότητας τον Απολλοφάνη από τη θέση του σατράπη και τον αντικατέστησε με τον Θόαντα του Μανδρόδωρου. Αυτός όμως αρρώστησε και πέθανε και τελικά τη θέση του σατράπη των Αραχωτών, Γεδρωσών και Ωρειτών ανέλαβε ο Σιβύρτιος, που μόλις είχε αναλάβει σατράπης της ανυπότακτης ακόμη Καρμανίας. Ο εταίρος Τληπόλεμος του Πυθοφάνη ανέλαβε τη σατραπεία της Καρμανίας (κι αυτήν τη φορά πριν κατακτήσουν τη χώρα), καθ’ οδόν προς την οποία ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε, ότι οι μισθοφόροι στην Ινδία είχαν στασιάσει και δολοφονήσει τον σατράπη της περιοχής Φίλιππο. Οι Μακεδόνες σωματοφύλακές του σκότωσαν τους δολοφόνους, άλλους επιτόπου κι άλλους, αφού τους καταδίωξαν και τους συνέλαβαν. Ο Αλέξανδρος λοιπόν έστειλε επιστολές στον Εύδαμο και τον Ταξίλη ζητώντας τους να φροντίζουν τη σατραπεία του Φιλίππου μέχρι να ορίσει νέο σατράπη.
Την 4η Νοεμβρίου του 325, 31 ημέρες από τον απόπλου και μετά από 24 βασανιστικές ημέρες υποχρεωτικής αγκυροβολίας, ο άνεμος κόπασε και ο στόλος μπόρεσε να συνεχίσει τον παράπλου των ακτών. Κάλυψαν περί τα 60 στάδια (11 χμ) και άραξαν σε μία αμμώδη ακτή, που την προστάτευε ένα νησάκι, οι Δόμες, αλλά χρειάστηκε να προχωρήσουν περί τα 20 στάδια (3,7 χμ) στο εσωτερικό για να βρουν νερό. Την 32η μέρα κάλυψαν 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) και το βράδυ έφτασαν στα Σάραγγα, όπου για να υδροδοτηθούν απομακρύνθηκαν 8 στάδια (περί τα 1,5 χμ) από την ακτή. Την 33η (μάλλον) μέρα έκαναν στάση σε μία έρημη περιοχή, τα Σάκαλα, μετά πέρασαν ανάμεσα από δύο σκοπέλους τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε τα πλοία ακουμπούσαν πάνω τους και από τις δύο πλευρές και στη συνέχεια αντιμετώπισαν θαλασσοταραχή και μεγάλα κύματα, αλλά δεν φοβήθηκαν όσο στους σκοπέλους. Μετά από άλλα 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) πλεύσης έφτασαν στα Μοροντόβαρα, που στην γλώσσα των ντόπιων σήμαινε Λιμάνι των Γυναικών (ίσως ανάμνηση από τη μακρινή εποχή της μητριαρχίας). Το λιμάνι είχε στενή είσοδο, ήταν μεγάλο, κυκλικό, βαθύ και ήρεμο. Την 34η μέρα έφυγαν από τα Μοροντόβαρα και προχώρησαν παραλιακά, έχοντας στα αριστερά τους ένα νησί, για να προστατευθούν από την ανοιχτή θάλασσα. Το νησί αυτό ήταν δασωμένο και είχε πολλά είδη δένδρων, αλλά δεν έβλεπαν την άλλη άκρη του και, επειδή η ακτή του ήταν σχεδόν παράλληλη προς την ακτή των Αραβιτών, προς στιγμή φοβήθηκαν ότι είχαν μπει σε διώρυγα. Το χάραμα της 35ης μέρας (8 Νοεμβρίου) με την άμπωτη σήκωσαν άγκυρα και μετά από πλεύση 70 σταδίων (περί τα 13 χμ) ανάμεσα στο νησί και την ακτή, πέρασαν από ένα ρηχό πέρασμα και βγήκαν πάλι στην ανοιχτή θάλασσα. Μετά από άλλα 120 στάδια (περί τα 22 χμ) έφτασαν στην εκβολή του Αράβιου. Εκεί βρήκαν ένα μεγάλο και ασφαλές λιμάνι, αλλά το νερό του ποταμού ανακατευόταν με το θαλασσινό και προχώρησαν γύρω στα 40 στάδια (7,5 χμ) στο εσωτερικό, ώσπου υδροδοτήθηκαν σε ένα νερόλακκο. Σε ένα ερημονήσι κοντά στις εκβολές βρήκαν όστρακα και πολλά ψάρια, με τα οποία κάλυψαν ένα μικρό μέρος των αναγκών τους.
Ο Νέαρχος χρειάστηκε 35 μέρες από τον ναύσταθμο του Ινδού και 32 μέρες από την έξοδο στη Μεγάλη Θάλασσα, για να φτάσει στην εκβολή του Αράβιου, που αποτελούσε τη νότια οριογραμμή μεταξύ Ινδίας και Ασίας, σύμφωνα με τη γεωγραφία των αρχαίων Ελλήνων και τον οποίο είχε περάσει ο Αλέξανδρος περίπου 3½ μήνες νωρίτερα. Μπροστά του βρίσκονταν πλέον οι ασιατικές ακτές, αφού είχε καλύψει τα περίπου 1.000 στάδια (185 χμ) της δυτικής ινδικής ακτογραμμής σε 8 ημέρες καθαρής ναυτιλίας, δηλαδή πλέοντας με μέση ημερήσια ταχύτητα 125 στάδια (23 χμ). Δεν είχε φτάσει ούτε στα μισά της χρονικής διάρκειας του παράπλου και ήδη αντιμετώπιζε οξύτατο πρόβλημα στον επισιτισμό.
Περί την 8η Νοεμβρίου ο στόλος απέπλευσε από την εκβολή του Αράβιου και άρχισε τον παράπλου των ασιατικών ακτών. Την 1η μέρα έπλευσαν περί τα 200 στάδια (37 χμ) στα ρηχά, κατά μήκος της ακτής των Ωρειτών και αγκυροβόλησαν στα Πάγαλα. Ο Νέαρχος έστειλε στο εσωτερικό ένα απόσπασμα για υδροληψία και το χάραμα της 2ης μέρας απέπλευσαν, για να διανύσουν 430 στάδια (περί τα 79 χμ) και να φτάσουν το βράδυ σε μία έρημη παραλία, τα Κάβανα. Επειδή υπήρχαν ξέρες, αγκυροβόλησαν μεσοπέλαγα, αλλά ένας ξαφνικός αέρας έρριξε στις ξέρες και κατέστρεψε δύο μακρές νήες κι έναν κέρκουρο. Τα πληρώματα ήξεραν καλό κολύμπι και δεν είχαν απώλειες. Κατά τα μεσάνυχτα απέπλευσαν και μετά από 200 στάδια (περί τα 37 χμ) έφτασαν την 3η μέρα (περί τη 10η Νοεμβρίου) στα Κώκαλα, όπου στρατοπέδευσαν στην ξηρά. Τα πλοία αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά, αλλά τα πληρώματα ήθελαν να ξεκουραστούν στη στεριά, διότι είχαν ταλαιπωρηθεί στη θάλασσα, και κατασκεύασαν στρατόπεδο, για να προφυλαχθούν από τυχόν επίθεση βαρβάρων. Στην περιοχή αυτή ο Λεοννάτος εκτελώντας τις διαταγές του Αλεξάνδρου, είχε συντρίψει την αντίσταση των Ωρειτών και των συμμάχων τους σε μεγάλη μάχη, όπου σκοτώθηκαν 6.000 εχθροί και όλοι οι αρχηγοί τους. Οι απώλειες του Λεοννάτου ήταν μόνο 15 ιππείς και λίγοι πεζοί, αλλά μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Απολλοφάνης, ο σατράπης των Γεδρωσών. Ο Λεοννάτος είχε συγκεντρώσει στα Κώκαλα τρόφιμα για το στόλο, που αρκούσαν για 10 μέρες. Ο Νέαρχος επισκεύασε όσα πλοία είχαν πάθει ζημιές, άφησε όσους άντρες ήταν ακατάλληλοι για πλήρωμα και τους αναπλήρωσε με άντρες του Λεοννάτου.
Από τα Κώκαλα, όπου δεν ξέρουμε πόσο έμειναν, απέπλευσαν με ελαφρύ αεράκι και μετά από 500 στάδια (περί τα 92 χμ) σταμάτησαν σε ένα χείμαρρο, τον Τόμηρο. Στην εκβολή του σχημάτιζε λίμνη και γύρω της ζούσαν σε άθλιες καλύβες περί τους 600 ανθρώπους, που βλέποντας το στόλο πήραν τις λόγχες τους και ετοιμάστηκαν να αμυνθούν. Οι λόγχες τους ήταν χοντρές, εξάπηχες (περίπου 2,7 μ) και χωρίς μεταλλική αιχμή, αλλά όταν την πυράκτωναν ήταν εξίσου αποτελεσματική, ωστόσο από το πάχος τους φαινόταν καθαρά ότι ήταν ακατάλληλες για εξακοντισμό. Ο Νέαρχος παρέταξε το στόλο σε τέτοια απόσταση, ώστε οι ιθαγενείς στην ακτή να βρίσκονται μέσα στο ωφέλιμο βεληνεκές των τοξευμάτων από τα πλοία, και συγκρότησε αποβατικό απόσπασμα με τους πιο μικρόσωμους και ευκίνητους από τους ελαφρύτερα οπλισμένους, που ήξεραν καλό κολύμπι. Αυτοί έπεσαν στο νερό, προχώρησαν μέχρι το σημείο, που πάτωναν, σχημάτισαν φάλαγγα με τρεις σειρές βάθος και επιτέθηκαν αλαλάζοντας στον Ενυάλιο. Τα πληρώματα άρχισαν κι εκείνα να αλαλάζουν και να εξαπολύουν τοξεύματα και καταπελτικά βέλη στους ιθαγενείς, που δεν μπορούσαν να ανταποδώσουν, διότι είχαν μόνο αγχέμαχα όπλα. Χτυπημένοι λοιπόν από τα τοξεύματα, ξαφνιασμένοι από την ταχύτητα και την οργάνωση των επιτιθέμενων, άλλοι το έβαλαν στα πόδια και άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Νέαρχος λέει ότι αυτοί οι ιθαγενείς χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία, δεν γνώριζαν τη χρήση του σιδήρου, ντύνονταν με δέρματα ζώων ή μεγάλων ψαριών, είχαν πυκνό τρίχωμα στο σώμα και το κεφάλι, γαμψά και σκληρά νύχια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να κόβουν τα ψάρια και μικρά ξύλα. Στην ακτή αυτή έμεινα 5 ημέρες, διότι έβγαλαν από τη θάλασσα και επισκεύασαν όσα πλοία είχαν πάθει ζημιές.
Εδώ δημιουργείται το ερώτημα, γιατί να μείνουν τόσες μέρες. Αφού είχαν διαπιστώσει πόσο οξύ πρόβλημα ήταν ο επισιτισμός, ποιος λόγος τους ανάγκασε να παραμείνουν ακίνητοι επί 5 ημέρες και να σπαταλήσουν τις μισές προμήθειες, που τους έδωσε ο Λεοννάτος; Ασφαλώς όχι η προσδοκία πλούσιων αποθεμάτων μέσα στις άθλιες καλύβες. Εξάλλου δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι ο στόλος ανεφοδιάστηκε καθόλου στον Τόμηρο. Άραγε είχαν αποφάσισαν την επιδρομή, για να μελετήσουν ανθρωπολογικά τους ιθαγενείς και τον τρόπο ζωής τους; Από την περιγραφή του οικισμού φαίνεται ότι θα τους αρκούσε μία μέρα, το πολύ δύο. Επειδή τα πλοία χρειάζονταν επισκευή; Μα και στα Κώκαλα έκαναν επισκευές. Είναι γνωστό ότι ακόμη και στα σύγχρονα πλοία οι επισκευές δεν τελειώνουν ποτέ, αλλά είναι υπερβολή να δεχθούμε ότι μετά από μίας μόνο ημέρας πλεύση, ο στόλος που μόλις είχε επισκευαστεί, χρειαζόταν επισκευές άλλων 5 ημερών! Ο Αρριανός είναι σαφέστατος ότι στα Κώκαλα ο Νέαρχος έβγαλε τα πληρώματα στη στεριά, για να αναπαυθούν και να κάνουν τις επισκευές στα πλοία. Επίσης ανεφοδιάστηκε, αντικατέστησε τους ακατάλληλους και έχτισε στρατόπεδο, για να προφυλαχθούν από ενδεχόμενες επιθέσεις. Όλα αυτά υποδηλώνουν πολυήμερη παραμονή στα Κώκαλα και δεν προκύπτει καμία ικανοποιητική εξήγηση για τη νέα πενθήμερη στάση μετά από μιάς ημέρας πλεύση, ενώ η επιδρομή εναντίον πάμφτωχων ιθαγενών παραμένει ανεξήγητη.
Την 7η μέρα μετά τον απόπλου από τα Κώκαλα, ξεκίνησαν και πάλι, έπλευσαν 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) και έφτασαν στα Μάλανα, τα ανατολικά όρια της χώρας των Ωρειτών (στην ευρύτερη περιοχή του Πασνί). Ο παράπλους της ακτογραμμής των Ωρειτών ήταν κάπου 1.600 στάδια (296 χμ) και διήρκεσε τουλάχιστον 10 μέρες καθαρής ναυτιλίας και τουλάχιστον 5 μέρες ανάπαυσης, (ήτοι από την 8η έως μετά την 23η Νοεμβρίου), στη διάρκεια των οποίων διαπίστωσαν ότι όσοι Ωρείτες ζούσαν μακρυά από τη θάλασσα, είχαν τα ίδια ενδύματα και όπλα με τους Ινδούς, αλλά διαφορετικά έθιμα και γλώσσα. Όσοι ζούσαν στα παράλια ήταν αρκετά πρωτόγονοι, αλλά όχι όσο οι Ιχθυοφάγοι.
Στις ακτές των Ιχθυοφάγων
(Αρριανός Ινδική 26.-31.)
Την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου ο στόλος άφησε πίσω του τις ακτές των Ωρειτών και συνέχισε προς τα δυτικά παραπλέοντας τις ακτές, όπου κατοικούσαν οι Ιχθυοφάγοι. Στο εσωτερικό, βόρεια των Ωρειτών και των Ιχθυοφάγων κατοικούσαν οι Γεδρωσοί. Οι Ιχθυοφάγοι, όπως φαίνεται από το όνομά τους, τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με ωμά ψάρια. Αυτοί, που διέθεταν βάρκες και ήξεραν να ψαρεύουν στη θάλασσα, ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι μάζευαν τα ψάρια, που άφηνε πίσω της η άμπωτη. Έγνεθαν τον φλοιό των φοινίκων, όπως οι άλλοι λαοί έγνεθαν το λινάρι, και κατασκεύαζαν σκοινιά με τα οποία έφτιαχναν δίχτυα. Πολλά από τα δίχτυα τους είχαν μήκος μέχρι 2 στάδια (περίπου 370 μ) και τα χρησιμοποιούσαν, για να μαζεύουν τα άφθονα ψάρια, που παγιδεύονταν στην παραλία με τη άμπωτη. Σε πολλά σημεία των ακτών εύρισκαν επίσης καραβίδες, στρείδια και κοχύλια. Τα μικρότερα ψάρια τα έτρωγαν ωμά και τα μεγαλύτερα, αφού τα ξέραιναν στον ήλιο, τα άλεθαν και έφτιαχναν αλεύρι. Με αυτό το ιχθυάλευρο έφτιαχναν στη συνέχεια ψωμί και άλλα σκευάσματα. Από τα διάφορα θαλασσινά έφτιαχναν και κάποιο είδος ιχθυελαίου. Σχεδόν όλη η χώρα τους ήταν εντελώς γυμνή, δεν φύτρωνε ούτε δέντρο ούτε χορτάρι, μόνο λίγοι άγριοι φοίνικες. Έτσι τάιζαν ακόμη και τα λίγα ζώα τους με ψάρια και ιχθυάλευρο. Στα ελάχιστα καλλιεργήσιμα σημεία έσπερναν δημητριακά, τα οποία έδιναν ένα πολυτελές συμπλήρωμα στη διατροφή τους. Οι πλουσιότεροι Ιχθυοφάγοι κατασκεύαζαν τις καλύβες τους με τα οστά των κητών, που ξέβραζε η θάλασσα. Τα κήτη αυτά έφταναν πολλές φορές τις 25 οργιές (κάπου 44,4 μ) και τα οστά των σιαγόνων τους μετατρέπονταν σε κάσες για τις πόρτες, τα πλευρά τους σε δοκάρια και τα μικρότερα οστά σε τμήματα της στέγης. Οι φτωχότεροι έφτιαχναν τις καλύβες τους με τα απλά ψαροκόκαλα.
Ένας σχετικός μύθος έλεγε ότι σ’ ένα νησάκι, τα Νόσαλα, σε απόσταση 100 σταδίων (περί τα 18,5 χμ) από τις ακτές των Ιχθυοφάγων ζούσε παλαιότερα μία θαλάσσια νύμφη (κάτι σαν τις Νηρηίδες των Ελλήνων). Αυτή, αφού συνευρισκόταν ερωτικά με όσους έβγαιναν στο νησί, τους μεταμόρφωνε σε ψάρια και τους πετούσε στη θάλασσα. Ο Ήλιος θύμωσε με την τακτική της και την έδιωξε από τα Νόσαλα, τα οποία από τότε ήταν αφιερωμένα σ’ εκείνον σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, διότι ξανάκανε ανθρώπους, όσους η νύμφη είχε μεταμορφώσει σε ψάρια. Όλοι αυτοί, που από ψάρια ξανάγιναν άνθρωποι, αποτέλεσαν το έθνος των Ιχθυοφάγων. Τα πληρώματα του Νέαρχου είχαν ακούσει ακόμη ότι όποιος πλησίαζε εκεί, εξαφανιζόταν. Καθώς παρέπλεαν τα Νόσαλα, ένας κέρκουρος με αιγυπτιακό πλήρωμα, που έπλεε πιο κοντά, εξαφανίσθηκε και φυσικά, τα πληρώματα δεν χρειαζόντουσαν τίποτα περισσότερο για να πιστέψουν τους Ινδούς πλοηγούς, που απέδωσαν την εξαφάνιση στη νύμφη. Ο Νέαρχος ήθελε να στείλει μία τριακόντορο, για να περιπλεύσει το νησί σε αναζήτηση του κέρκουρου ή τυχόν ναυαγών, αλλά κανείς δεν ήθελε να υπακούσει σε τέτοια διαταγή. Υποχρεώθηκε τότε να προσεγγίσει ο ίδιος τα Νόσαλα και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του πληρώματος οδήγησε το σκάφος του στην ακτή, όπου αποβιβάσθηκε αποδεικνύοντας σε όλους ότι όσα είχαν ακούσει ήταν ανυπόστατες φήμες και προλήψεις των ιθαγενών. Πάντως δεν βρέθηκε ούτε ο κέρκουρος ούτε οι Αιγύπτιοι.
Την 1η μέρα κάλυψαν 600 σταδία (περί τα 111 χμ) από τα Μάλανα των Ωρειτών και το βράδυ, την ώρα της δεύτερης βάρδιας, έκαναν τον πρώτο σταθμό στη χώρα των Ιχθυοφάγων, στα Βαγίσαρα. Εκεί βρήκαν ένα ασφαλές λιμάνι και 60 στάδια (περί τα 11 χμ) προς το εσωτερικό ένα χωριό, τα Πάσιρα. Με το πρώτο φως της 2ης ημέρας περιέπλευσαν ένα απόκρημνο ακρωτήριο, που προχωρούσε βαθιά στη θάλασσα. Εκεί άνοιξαν πηγάδια, για να υδροδοτηθούν, και βρήκαν άφθονο αλλά κακής ποιότητας νερό. Στο μεταξύ ο ήλιος άρχισε να δύει και διανυκτέρευσαν αγκυροβολημένοι στα ανοιχτά, επειδή κοντά στην ακτή είχε ξέρες. Την 3η μέρα, μετά από 200 στάδια (περί τα 37 χμ) έφτασαν στα Κόλτα και τα χαράματα της 4ης ημέρας ξεκίνησαν και πάλι. Μετά από 600 στάδια (περί τα 111 χμ) έφτασαν στα Κάλιμα, ένα παραθαλάσσιο χωριό με λίγες χουρμαδιές. Σε απόσταση 100 σταδίων (περί τα 18,5 χμ) από την ακτή βρισκόταν ένα νησάκι, η Καρνίνη. Στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε νομή και όλοι, άνθρωποι και ζώα, τρέφονταν με ψάρια. Οι χωρικοί προσέφεραν στο Νέαρχο ως δώρα φιλοξενίας ψάρια και πρόβατα, τα οποία είχαν γεύση ψαριού, όπως και τα θαλασσοπούλια. Αυτό αποτελεί άμεση ομολογία του Νέαρχου ότι οι ελλείψεις στον επισιτισμό των πληρωμάτων τους ανάγκασαν να προσθέσουν στο διαιτολόγιό τους και τα θαλασσοπούλια. Αυτά ήταν ασφαλώς προτιμότερα από τους θαλασσοπόντικες, που ήδη είχαν καταναλώσει.
Μετά από άλλα 200 στάδια (περί τα 37 χμ) έφτασαν την 5η μέρα σε μία παραλία, την Καρβίδα, 30 στάδια (περί τα 5,5 χμ) από την οποία βρισκόταν το χωριό, Κύσα. Εκεί βρήκαν μικρές και κακοφτιαγμένες ψαρόβαρκες και κατάλαβαν ότι οι κάτοικοι ήταν φτωχοί ψαράδες, οι οποίοι όμως εγκατέλειψαν το χωριό τους, μόλις είδαν τον στόλο. Ο Νέαρχος είχε πολύ μεγάλη ανάγκη από σιτάρι, αλλά στην Κύσα βρήκε μόνο κατσίκια. Στη συνέχεια περιέπλευσαν ένα ψηλό ακρωτήριο, που έμπαινε 150 στάδια (περί τα 28 χμ) μέσα στη θάλασσα, και έφτασαν σε ένα ήρεμο λιμάνι, όπου ζούσαν ψαράδες, τα Μόσαρνα. Στο λιμάνι αυτό υδροδοτήθηκαν και προσέλαβαν ως οδηγό έναν Γεδρωσό, τον Υδράκη, που θα τους οδηγούσε ως την Καρμανία. Από εκεί και μετά, το δρομολόγιο δεν ήταν τόσο άγνωστο. Από αυτήν την πληροφορία του Νέαρχου πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι Ινδοί πλοηγοί, που είχε πάρει μαζί του από τα Πάταλα, δεν ήξεραν τα δρομολόγια πέρα από τη χώρα των Ιχθυοφάγων.
Από τα Μόσαρνα έφυγαν νύχτα, έπλευσαν 750 στάδια (περί τα 139 χμ), έφτασαν στην παραλία του Βάλωμου και μετά από άλλα 400 στάδια (περί τα 74 χμ) έφτασαν στο χωριό Βάρνα. Εκεί συνάντησαν και πάλι καλλιεργημένα δένδρα και ανθρώπους σε όχι τόσο άγρια κατάσταση. Μετά από άλλα 200 στάδια (περί τα 37 χμ) αγκυροβόλησαν στα Δενδρόβοσα. Απέπλευσαν τα μεσάνυχτα και μετά από 400 στάδια (περί τα 74 χμ) έφτασαν στο λιμάνι Κώφαντα, όπου βρήκαν άφθονο, καθαρό νερό και ψαράδες με πιρόγες. Κακότεχνες βάρκες τις λέει ο Νέαρχος και συμπληρώνει ότι τα κουπιά δεν τα στήριζαν «σε σκαλμούς, όπως οι Έλληνες», αλλά είχαν ένα μόνο κουπί το οποίο βουτούσαν μία στα δεξιά και μία στα αριστερά της βάρκας, «σαν να έσκαβαν σε χώμα». Από τα Κώφαντα ξεκίνησαν την ώρα της πρώτης νυχτερινής βάρδιας και μετά από 800 σταδία (περί τα 148 χμ) έφτασα στα Κύιζα, όπου υπήρχε μία έρημη και ρηχή παραλία με ξέρες. Αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά και δείπνησαν πάνω στα πλοία.
Είχαν αποπλεύσει από τα Κύιζα, όταν κατά το χάραμα συνάντησαν μπροστά τους ένα κοπάδι φάλαινες. Το θέαμα του πίδακα, που πέταγαν με την εκπνοή τους, τρομοκράτησε τα πληρώματα, που δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Οι ντόπιοι πλοηγοί τους εξήγησαν ότι στον Ωκεανό ζούσαν «μεγάλα κήτη, που φυσούσαν προς τα πάνω το νερό» (μάλλον οι μπλε φάλαινες, που συναντώνται στα ανοικτά των ακτών του Πακιστάν), αλλά η εξήγηση δεν καθησύχασε τους ναυτικούς της Μεσογείου, σε πολλούς από τους οποίους έφυγαν τα κουπιά από τα χέρια. Για να μη διασαλευτεί η τάξη, ο Νέαρχος άρχισε να κινείται με το πλοίο του σε όλο το μήκος του στόλου και να εμψυχώνει τους περιδεείς άντρες του, ενώ χρειάστηκε να πλευρίσει στα πλοία των πιο τρομοκρατημένων και να τους μιλήσει από κοντά. Μετά διέταξε τους μεν κυβερνήτες να παρατάξουν τα πλοία σαν να ξεκινούσαν ναυμαχία, τα δε πληρώματα να κωπηλατούν με δύναμη και θόρυβο και να αλαλάζουν. Τότε τα πληρώματα συνειδητοποίησαν τη μαχητική ισχύ του στόλου τους, αναθάρρησαν και … επιτέθηκαν στα κήτη. Εκείνα ακούγοντας τον θόρυβο, που έκανε ο στόλος, καταδύθηκαν. Κάποια στιγμή αργότερα αναδύθηκαν πίσω από τα πλοία και τα πληρώματα ζητωκραύγασαν και χειροκρότησαν το Νέαρχο, που τους είχε οδηγήσει στην ανέλπιστη σωτηρία από τα τρομερά τέρατα της άγνωστης θάλασσας!
Περί τα 200 στάδια (περί τα 37 χμ) μετά τα Κύιζα, έφτασαν σε μία μικρή παραλιακή πόλη πάνω σε λόφο. Η περιοχή κίνησε το ενδιαφέρον του Νέαρχου, ο οποίος από τα στάχυα, που φαίνονταν κοντά στον αιγιαλό, συμπέρανε ότι οι ντόπιοι καλλιεργούσαν σιτηρά. Όμως αφενός δεν πίστευε ότι θα του έδιναν τρόφιμα με τη θέλησή τους, αφού γενικά οι Ιχθυοφάγοι δεν είχαν αξιόλογα αποθέματα, και αφετέρου ο στόλος δεν είχε πια αρκετά τρόφιμα ούτε για μία σύντομη πολιορκία. Έτσι κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: διέταξε έναν επιφανή Μακεδόνα, τον Αρχία του Αναξιδότου από την Πέλλα, να αναλάβει όλο το στόλο και να κάνει ότι ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν. Ο ίδιος με το πλοίο του πλησίασε στην ακτή και αποβιβάσθηκε, δήθεν για να δει την πόλη. Όταν πλησίασε το τείχος, οι κάτοικοι τον υποδέχθηκαν φιλικά και του προσέφεραν δώρα. Ήταν οι τελευταίοι Ιχθυοφάγοι που συναντούσαν και οι πρώτοι, που δεν έτρωγαν ωμά τα ψάρια. Του προσέφεραν τόννους ψημένους σε πήλινα σκεύη, χουρμάδες και λίγα γλυκίσματα σαν κρέπες. Ο Νέαρχος τα δέχθηκε, ζήτησε να επισκεφθεί το χωριό και εκείνοι τον άφησαν. Μόλις μπήκε μέσα, τοποθέτησε δύο τοξότες στην πύλη και με άλλους δύο και το διερμηνέα ανέβηκε στο τείχος και διέταξε τους κατοίκους να τους παραδώσουν το σιτάρι, αν ήθελαν να σώσουν την πόλη τους. Παράλληλα έδωσε σύνθημα στον Αρχία, που δήθεν ετοίμαζε τα πλοία για αναχώρηση. Τα πλοία του Αρχία έσπευσαν πάσει δυνάμει και οι Μακεδόνες πηδούσαν στο νερό, πριν τα πλοία προσαράξουν καλά-καλά στην ακτή. Οι Ιχθυοφάγοι κατάλαβαν ότι εξαπατήθηκαν και έτρεξαν να πάρουν τα όπλα, αλλά το απόσπασμα του Νέαρχου τους απέκρουσε. Τότε εκείνοι αντιλαμβανόμενοι το μάταιο κάθε αντίστασης, πρότειναν στο Νέαρχο να πάρει τα τρόφιμα και να μην τους πειράξει. Τα τρόφιμα ήταν άφθονο αλεύρι από αλεσμένα ψητά ψάρια αλλά ελάχιστο κριθάρι και πυροί, διότι κι αυτοί οι Ιχθυοφάγοι τρέφονταν κυρίως με ψάρια, ενώ το ψωμί αποτελούσε έδεσμα για εξαιρετικές περιστάσεις. Οι ναύτες πήραν όλα τα τρόφιμα, έφυγαν από το χωριό και προσορμίσθηκαν σε ένα ακρωτήριο, το οποίο ονομαζόταν Βάγεια και ήταν αφιερωμένο σε μία θεότητα αντίστοιχη προς τον Ήλιο των Ελλήνων.
Κατά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν και έπλευσαν 1.000 στάδια (περί τα 185 χμ) ως ένα ασφαλές λιμάνι, τα Τάλμενα, και μετά από άλλα 400 στάδια (περί τα 74 χμ) έφτασαν στην πόλη Κανασίδα. Εκεί υδροδοτήθηκαν από ένα πηγάδι και έφαγαν τις ψίχες των άγριων φοινίκων. Ταξίδευαν όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα και προσορμίσθηκαν σε μία έρημη παραλία. Επειδή είχαν τελειώσει τα τρόφιμα και τα πληρώματα υπέφεραν, ο Νέαρχος φοβήθηκε να τους βγάλει στην ακτή, μήπως λιποτακτήσουν από την απόγνωση, κι έτσι αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά. Παρέπλευσαν 750 στάδια (περί τα 138 χμ) ακτογραμμής, έφτασαν στην παραλία Κανάτη και μετά από άλλα 800 στάδια (περί τα 148 χμ) στα Τάα, όπου βρήκαν μερικά πάμφτωχα χωριά. Οι κάτοικοι τα είχαν εγκαταλείψει και ο Νέαρχος πήρε ό,τι είχαν αφήσει πίσω τους, λίγο σιτάρι, χουρμάδες και 7 καμήλες, που τις έσφαξαν και τις έφαγαν. Απέπλευσαν τα χαράματα και αγκυροβόλησαν 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) πιο δυτικά σε μία περιοχή νομάδων, τα Δαγάσειρα. Για άλλη μία φορά είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν σαφές πια, ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε πραγματικό ανεφοδιασμό στις άγονες ακτές των Ιχθυοφάγων. Όσο για το ηθικό των πληρωμάτων, είχε καταρρακωθεί από την πείνα και τη δίψα. Ο Νέαρχος λοιπόν δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει τη συνέχιση του ταξιδιού χωρίς άλλη στάση. Από τα Δαγάσειρα ταξίδεψαν πια ασταμάτητα, μέρα και νύχτα, ώσπου μετά από 1.100 στάδια (περί τα 203 χμ) έφτασαν στις ακτές της Καρμανίας. Μετά από συνολικά 10.000 και πλέον στάδια (πάνω από 1.849 χμ) είχαν αφήσει πίσω τους τις άγονες και ως εκ τούτου επικίνδυνες ακτές των Ιχθυοφάγων.
Στρατός και στόλος στην Καρμανία - Συνάντηση του Νέαρχου με τον Αλέξανδρο
(Αρριανός ΣΤ.28, Ινδική 33-35, Διόδωρος ΙΖ.106.1-4, Πλούταρχος Αλέξανδρος 67.1-6, 68.1-4, Κούρτιος 9.10.26-κ.ε., Ηρόδοτος Α.125)
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 325 ο Νέαρχος με το στόλο παρέπλεε τα παράλια της Καρμανίας και το στράτευμα του Αλεξάνδρου προέλαυνε στο εσωτερικό της, όπου συναντήθηκε με τον Κρατερό, που είχε ακολουθήσει το άλλο δρομολόγιο χωρίς να ταλαιπωρηθεί. Ερχόταν με ολόκληρη την κυρίως στρατιά και τους ελέφαντες, ενώ είχε συλλάβει και κάποιον επαναστάτη, τον Ορδάνη.
Σύμφωνα με αρκετούς αρχαίους συγγραφείς ο Αλέξανδρος ήθελε να μιμηθεί τον Διόνυσο, που είχε νικήσει κι εκείνος τους Ινδούς, γι’ αυτό βγαίνοντας από την έρημο πραγματοποίησε θρίαμβο, όπως ακριβώς κι ο θεός. Λένε λοιπόν ότι έζευξε δύο αρμάμαξες στις οποίες ανέβηκε με αυλητρίδες και εταίρους και ξεκίνησε μία βακχική πορεία 7 ημερών κατευθυνόμενος προς την Καρμανία. Μπροστά από τις αρμάμαξες προχωρούσαν υποζύγια με τρόφιμα και πολυτελή εδέσματα, που έφερναν οι Καρμάνιοι και οι γύρω σατράπες, και πίσω του ακολουθούσε η στρατιά στεφανωμένη, όπως στα δείπνα και στα γλέντια, μεθοκοπώντας νυχθημερόν και παίζοντας βακχικά παιχνίδια. Στην άτακτη πομπή ακούγονταν σύριγγες και αυλοί, ψαλμοί και τραγούδια, ενώ το σκηνικό συμπλήρωναν γυναίκες, που χόρευαν διονυσιακούς χορούς. Ο Αρριανός τα απορρίπτει αυτά όλα και τονίζει ότι οι πρωταγωνιστήσαντες, Πτολεμαίος και Αριστόβουλος, δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό. Πράγματι, για μία σειρά από απλούς και θεμελιώδεις λόγους φαίνεται πως ο Αρριανός έχει δίκιο. Πρώτον και κυριότερο, οι μεθυσμένοι δεν είναι σε θέση να κάνουν πορεία και μάλιστα επί 7 συνεχείς ημέρες. Δεύτερον, ο Πλούταρχος λέει με απόλυτη σαφήνεια ότι η πομπή ήταν άτακτη και πολλοί σωριάζονταν κατά γης. Όμως αυτό δεν είναι πορεία τακτικού στρατεύματος, είναι ανέκδοτο. Με μία τέτοια άνευ προηγουμένου παραλυσία ο Αλέξανδρος θα κλόνιζε την σιδηρά πειθαρχία, που χρειάζεται ένας τακτικός στρατός εν εκστρατεία, αλλά κυρίως θα έπληττε ανεπανόρθωτα την εικόνα του στα μάτια των στρατιωτών του. Όλοι θυμόμαστε από τη στρατιωτική μας θητεία ότι περνούσαμε καλά με τους χαλαρούς αξιωματικούς, αλλά δεν τρέφαμε εκτίμηση στις στρατιωτικές τους ικανότητες. Επίσης θα ήταν τεράστια η βλάβη στην εικόνα του Αλεξάνδρου και προς τους βαρβάρους, αφού για να τους επιβληθεί καλύτερα, είχε μηχανευτεί την ιστορία της θεϊκής καταγωγής του. Θα ήταν παράλογο από τη μία να επιδιώκει την αναγνώρισή του ως γιου του ανώτατου θεού και από την άλλη να περιφέρεται τύφλα στο μεθύσι, μιμούμενος έναν δευτερεύοντα και φαιδρό θεό. Τρίτον, είναι απίθανο το ενδεχόμενο πολυήμερης και διατεταγμένης κραιπάλης όλης της στρατιάς, ακόμη και εν στάσει σε κάποια πόλη ή στρατόπεδο.
Η σωτηρία του στρατεύματος από την έρημο της Γεδρωσίας ήταν οπωσδήποτε μεγάλο επίτευγμα και πράγματι ο Αλέξανδρος είχε κάθε λόγο να είναι υπερήφανος, αν και ήταν δική του η απόφαση να μπουν στην έρημο. Όμως οι στρατιώτες του αισθάνονταν απλώς ανακούφιση και ικανοποίηση, δεν είχαν απολύτως κανένα λόγο να γλεντάνε. Μόλις είχαν χάσει τους συμπολεμιστές τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τις οικοσκευές του (δηλαδή τις περιουσίες για τις οποίες πολεμούσαν τόσα χρόνια) και οπωσδήποτε θα βρίσκονταν σε βαθιά θλίψη και περισυλλογή. Εκείνη τη στιγμή, ένα γλέντι θα ήταν ασυγχώρητη πρόκληση από εκείνον, που ούτως ή άλλως ευθυνόταν για τη συμφορά τους. Πάνω απ’ όλα όμως η Καρμανία δεν είχε υποταχθεί ακόμη και υπήρχαν ισχυρότατοι θύλακες αντίστασης. Γι’ αυτό κι ο Κούρτιος απορρίπτει εμμέσως τα περί κώμου με το εξής κομψό σχόλιο «προκάλεσε απορία στους συγχρόνους του Αλεξάνδρου και στους μεταγενέστερους ότι μεθυσμένοι στρατιώτες διέσχισαν ανυπότακτες χώρες και ότι οι βάρβαροι εξέλαβαν ως αυτοπεποίθηση, αυτό που στην πραγματικότητα ήταν απερισκεψία», διότι «1.000 νηφάλιοι μπορούσαν να νικήσουν αυτόν τον όχλο». Είναι πασιφανές λοιπόν ότι η στρατιά του Αλεξάνδρου μόνο με πλήρη τάξη και εγρήγορση μπορούσε να διασχίσει την Καρμανία.
Την ίδια στιγμή, περίπου δύο μήνες μετά τον απόπλου από τα Πάταλα ο στόλος του Νέαρχου βρισκόταν στα παράλια της Καρμανίας, όπου τα νερά ήταν άφθονα και η γη πιο γόνιμη από τις χώρες των Ωρειτών και των Ιχθυοφάγων. Στον πρώτο σταθμό τους εκεί, επειδή κοντά στην ακτή υπήρχαν πολλές κι επικίνδυνες ξέρες, αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά της Βάδης, όπου βρήκαν ωραία αμπέλια, σιτάρι και πολλά είδη καρποφόρων δένδρων «εκτός από ελιές». Μετά από 800 στάδια (περί τα 148 χμ) αγκυροβόλησαν σε μία έρημη παραλία και απέναντί τους σε απόσταση μίας ημέρας περίπου έβλεπαν ένα ακρωτήριο να προχωράει βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ήταν το ακρωτήριο Μάκετα της Αραβίας (η χερσόνησος Μουσαντάμ του Ομάν), απ' όπου οι Άραβες διακινούσαν στην Ασσυρία το κιννάμωμον και άλλα τέτοια είδη.
Μετά από εκείνο το στενό η θάλασσα γύριζε προς τα μέσα και σχημάτιζε την Ερυθρά Θάλασσα (τον Περσικό Κόλπο) και ο Ονησίκριτος πρότεινε να πάνε στο ακρωτήριο, για να συντομεύσουν το δρομολόγιο, αλλά ο Νέαρχος του είπε να μη λέει ανοησίες. Του τόνισε ότι ο Αλέξανδρος ήταν απόλυτα ικανός να οδηγήσει όλο το στράτευμα με ασφάλεια δια ξηράς κι ότι εκείνους δεν τους είχε στείλει δια θαλάσσης, για να γλιτώσουν τον ποδαρόδρομο ή για να φτάσουν γρηγορότερα στο τέρμα. Τους είχε στείλει με σαφέστατες διαταγές να παραπλεύσουν τις ακτές, για να χαρτογραφήσουν τα νησιά, τους κόλπους, τα αγκυροβόλια, τις παραθαλάσσιες πόλεις, τις εύφορες και άγονες περιοχές. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραβούν τις διαταγές του Αλεξάνδρου, τώρα μάλιστα που είχαν περάσει τα δύσκολα και ήταν εύκολος ο ανεφοδιασμός. Επιπλέον η περιοχή γύρω από το ακρωτήριο προχωρούσε βαθιά στον Νότο και ο Νέαρχος εξέφρασε το φόβο ότι θα ήταν άγονη, άνυδρη και υπερβολικά ζεστή.
Τελικά ο Ονησίκριτος δεν έχαιρε εκτιμήσεως από τους άλλους πρωταγωνιστές της εκστρατείας. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο τότε υπασπιστής και μετέπειτα βασιλιάς Λυσίμαχος τον ειρωνεύθηκε για τις ανακρίβειες του βιβλίου του, ενώ ο Νέαρχος αποκάλυψε ότι στα ποτάμια της Ινδίας ήταν κυβερνήτης και όχι ναύαρχος, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος. Επίσης τον αποκάλεσε νήπιον (ανόητο), όταν πρότεινε να πάνε στην Αραβία, και είχε δίκιο αφού λίγο αργότερα ο Αρχίας, ο Ανδροσθένης και ο Ιέρων διαπίστωσαν, ότι η Αραβία είναι όπως ακριβώς φοβόταν ο Νέαρχος. Αν λοιπόν παρασυρόταν από τον Ονησίκριτο, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι ο στόλος θα είχε υποστεί συμφορά παρόμοια μ’ εκείνη του στρατού στην έρημο της Γεδρωσίας.
Ο Νέαρχος λοιπόν διέταξε να συνεχίσουν απαρέγκλιτα τον παράπλου των ακτών της Καρμανίας και ο στόλος πέρασε ανάμεσα από το ακρωτήριο Μάκετα και τις ακτές της Αρμόζειας (τα στενά του Ορμούζ). Η πορεία του από δυτική έγινε βορειοδυτική και μετά από 800 στάδια (περί τα 148 χμ) άραξαν στην ακτή Νεόπτανα. Το επόμενο χάραμα προχώρησαν άλλα 100 στάδια (περί τα 18,5 χμ) και άραξαν στις εκβολές του ποταμού Άναμι στην Αρμόζεια. Στα πάνω από 12.600 στάδια (περίπου 2.330 χμ) που είχαν καλύψει, τουλάχιστον τα 12.293 στάδια (περίπου 2.273 χμ) τα διένυσαν πίνοντας θαλασσινό, υφάλμυρο ή βρώμικο νερό και τρώγοντας από ψαράλευρο και ψίχες φοινίκων μέχρι θαλασσοπούλια και θαλασσοπόντικες. Στις εκβολές του Άναμι βρήκαν επιτέλους άφθονα εφόδια κάθε είδους «εκτός από ελιές» και βγήκαν στη στεριά, για να ξεκουραστούν.
Μερικοί από τα πληρώματα προχώρησαν στο εσωτερικό, όπου συνάντησαν κάποιον, που «ήταν ντυμένος με ελληνική χλαμύδα, είχε ελληνικούς τρόπους και μιλούσε ελληνικά». Ήταν εντελώς απροσδόκητο να συναντήσουν ένα συμπατριώτη τους μετά από τόσες ταλαιπωρίες στην άγνωστη χώρα και λέγεται ότι οι πρώτοι, που τον συνάντησαν, έβαλαν τα κλάματα. Αυτός ο Έλληνας τους είπε ότι είχε απομακρυνθεί από το στρατόπεδο του Αλεξάνδρου. Πανηγυρίζοντας οι ναύτες τον πήγαν πίσω στο αγκυροβόλιο, όπου ενημέρωσε τον Νέαρχο ότι ο Αλέξανδρος και το στρατόπεδό του απείχαν 5 σταθμούς. Τότε ο Νέαρχος αποφάσισε να πάει ως το στρατόπεδο, για να δώσει αναφορά στον Αλέξανδρο. Την επομένη τράβηξαν στη στεριά όλα τα πλοία, διότι εκτός του ότι ήταν ευκαιρία να επισκευάσουν τις ζημιές, ο Νέαρχος σκεφτόταν να αφήσει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου στον Αλέξανδρο και να συνεχίσει την αποστολή του με τους λίγους και καλούς. Από την όχθη του Άναμι ως το σημείο της παραλίας, όπου έφταναν τα πλοία, έφτιαξε στρατόπεδο και το οχύρωσε με διπλό χάρακα, βαθιά τάφρο και χωμάτινο τείχος.
Ο Έλληνας στρατιώτης έφερε στο αγκυροβόλιο και τον διοικητή της περιοχής. Αυτός ήξερε πόσο ανησυχούσε ο Αλέξανδρος για το στόλο και σκέφθηκε ότι θα έπαιρνε γενναία αμοιβή ο πρώτος, που θα του πήγαινε τα ευχάριστα νέα. Όσο λοιπό ο Νέαρχος επέβλεπε την οχύρωση του πρόχειρου ναύσταθμου, ο διοικητής πήρε το συντομότερο δρόμο και πήγε στον Αλέξανδρο να του αναγγείλει τα νέα. Ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα απαισιόδοξος για την τύχη του στόλου και δεν τον πίστεψε. Έτσι όταν πέρασαν οι 5 μέρες και δεν φάνηκε κανείς από το στόλο, έστειλε ανιχνευτικά αποσπάσματα με επιπλέον ίππους και άμαξες, για να μεταφέρουν τους ναυτικούς. Όμως άλλα αποσπάσματα δεν προχώρησαν αρκετά, άλλα πήγαν σε λάθος κατευθύνσεις και το ένα μετά το άλλο άρχισαν να επιστρέφουν και να αναφέρουν ότι δεν είχαν βρει κανέναν. Ο Αλέξανδρος πίστεψε ότι ο διοικητής έλεγε ψέματα και οργισμένος για τις ψεύτικες ελπίδες, που του έδωσε, διέταξε να τον συλλάβουν. Ήταν πια βέβαιος ότι ο στόλος χάθηκε και τον έπιασε βαθιά θλίψη. Εν τέλει κάποιο απόσπασμα συνάντησε 7 ή 8 πεζούς, που έψαχναν το στρατόπεδο. Τους υπέδειξαν το δρόμο και ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν την πορεία τους, χωρίς να σκεφτούν ότι 7 ή 8 πεζοί στην ερημιά, σκελετωμένοι, με ακατάστατα μακριά μαλλιά, βρομιάρηδες, γεμάτοι αλάτια, χλωμοί και ταλαιπωρημένοι, θα μπορούσαν να είναι οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του αυτοκρατορικού ναυτικού, τους οποίους αναζητούσαν. Ο Αρχίας είπε στον Νέαρχο την υποψία του, ότι ένα τέτοιο απόσπασμα μέσα στην ερημιά το πιθανότερο ήταν να αναζητεί τους ίδιους, ο Νέαρχος ρώτησε τι έψαχναν και οι ανιχνευτές απάντησαν «τον Νέαρχο και τον στόλο». Αυτή η σκηνή της αναγνώρισης, έτσι όπως την κατέγραψε ο Νέαρχος δεν φαίνεται και πολύ αυθεντική. Ακόμη κι αν οι ναυτικοί δεν έκριναν σκόπιμο να συστηθούν, το απόσπασμα όφειλε να τους ρωτήσει και να μην συμπεριφερθεί σαν τουριστική αστυνομία.
Ο Νέαρχος και οι ταλαιπωρημένοι σύντροφοί του ανέβηκαν στις άμαξες, που είχε προνοήσει να στείλει ο Αλέξανδρος και κάποιοι από το απόσπασμα θέλησαν να μεταφέρουν πρώτοι τα καλά νέα. Έτρεξαν γρηγορότερα, είπαν στον Αλέξανδρο ότι καθ’ οδόν βρίσκονταν «ο Νέαρχος, ο Αρχίας και άλλοι πέντε» και ο Αλέξανδρος πίστεψε ότι όλοι κι όλοι αυτοί είχαν διασωθεί από το στόλο. Όταν έφτασαν ο Νέαρχος και οι άλλοι, μόλις και μετά βίας τους αναγνώρισε με τα χάλια που είχαν. Απόλυτα βέβαιος για την καταστροφή του στόλου, ο Αλέξανδρος πήρε παράμερα το Νέαρχο και ξέσπασε σε κλάματα. Μόλις μπόρεσε να συγκρατηθεί ρώτησε πώς χάθηκαν τα πλοία και τα πληρώματα. Ο Νέαρχος απάντησε ότι πλοία και πληρώματα ήταν ασφαλή στην εκβολή του Άναμι και ότι εκείνος είχε πάρει εκείνη την ολιγομελή συνοδεία, για να του δώσει αναφορά. Κατά τα λεγόμενα του Νέαρχου, ο Αλέξανδρος τότε έκλαψε ακόμη περισσότερο και ορκίστηκε στον Δία και τον Άμμωνα ότι πιο πολύ χάρηκε με τη σωτηρία του στόλου, παρά με την κατάκτηση όλης της Ασίας. Ο Αλέξανδρος ελευθέρωσε τον Καρμάνιο διοικητή και στη συνέχεια ο Νέαρχος διηγήθηκε το θαλάσσιο ταξίδι του από το Δέλτα του Ινδού ως τις ακτές της Καρμανίας.
Η συνάντηση του Νέαρχου με τον Αλέξανδρο έγινε περί τα μέσα Δεκεμβρίου του 325 π.Χ. στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κάτι που είναι εντελώς απίθανο λόγω της απόστασης των Πούρων από τη θάλασσα, ή στην μικρή παραθαλάσσια πόλη Σαλμούντα σύμφωνα με τον Διόδωρο. Ωστόσο ο Αρριανός είναι σαφής, ότι το στρατόπεδο απείχε 5 σταθμούς, και μία πόλη, που απέχει 5 μέρες από τα παράλια δεν μπορεί να θεωρείται παραθαλάσσια. Ως πιθανότερη τοποθεσία για τη συνάντηση προτείνεται γενικά η σημερινή Τεπέ Γιαχυά και παραμένει άγνωστο αν στην αρχαιότητα λεγόταν Σαλμούς.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της αποστολής του Νέαρχου ήταν πολύ σημαντική, τόσο λόγω των πληροφοριών, που συγκεντρώθηκαν, όσο και για το γόητρο του κοσμοκράτορα, που είχε σημειώσει ακόμα μία εντυπωσιακή επιτυχία. Ίσως, κατά τη διάρκεια του παράπλου ο Αλέξανδρος να έκανε ικεσίες σε αρκετές θεότητες, οπότε θα ήταν επικίνδυνη ασέβεια να αποδώσει εκ των υστέρων τη σωτηρία του στόλου σε ορισμένους μόνο απ’ όλους τους θεούς, που ήταν καθ’ ύλην αρμόδιοι ή εξειδικευμένοι στην παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Έτσι ο Αλέξανδρος θυσίασε στον Δία Σωτήρα, στον Ηρακλή, στον Απόλλωνα Αλεξίκακο (που διώχνει το κακό), στον Ποσειδώνα και στις άλλες θαλάσσιες θεότητες (τον Πόντο, τον Ωκεανό και την Τηθύ). Έκανε και τις παραδοσιακές ελληνικές εορταστικές εκδηλώσεις, γυμνικούς, μουσικούς αγώνες και παρέλαση. Η στρατιά παρακολούθησε την παρέλαση επευφήμησε και έρανε με ταινίες και λουλούδια τον τιμώμενο ήρωα, τον Νέαρχο, που βρισκόταν ανάμεσα στους πρώτους της πομπής.
Μετά τις εορταστικές εκδηλώσεις ο Αλέξανδρος κάλεσε τον Νέαρχο και του είπε ότι σκόπευε να τον αντικαταστήσει στην ηγεσία του στόλου, διότι δεν ήθελε να εκθέσει τον παιδικό του φίλο σε άλλους κινδύνους και ταλαιπωρίες. Ο Νέαρχος απάντησε ότι θα εκτελούσε μεν κάθε διαταγή του, αλλά θεωρούσε υποτιμητικό να τον αντικαταστήσει, αφού είχε αντεπεξέλθει με επιτυχία στις προκλήσεις της αποστολής του. Κάποιοι θα το εκλάμβαναν αυτό ως καθαίρεση, επειδή το ταξίδι από την Καρμανία ως τις ακτές της Μεσοποταμίας ήταν κατά πολύ ευκολότερο. Ο Αλέξανδρος φέρεται να αναγνώρισε ότι ο φίλος του είχε δίκιο και τον διατήρησε στην ηγεσία του στόλου. Όλου του στόλου και όχι του μικρού, ευέλικτου και καλού τμήματος, όπως ήθελε ο Νέαρχος.
Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Νέαρχο και τη συνοδεία του πίσω στο ναύσταθμο με μικρή φρουρά, αλλά η Καρμανία δεν ήταν ήσυχη χώρα. Μόλις είχαν εγκατασταθεί οι κατοχικές δυνάμεις, μόλις είχε εκτελεστεί ο προηγούμενος σατράπης και ο νέος σατράπης, ο εταίρος Τληπόλεμος, δεν είχε προλάβει να καταστείλει την αντίδραση του προηγούμενου καθεστώτος. Η επιστροφή στον ναύσταθμο αποδείχθηκε επικίνδυνη περιπέτεια, διότι σε περάσματα και στρατηγικά σημεία ενέδρευαν δυνάμεις αντίστασης κατά της μακεδονικής κυριαρχίας και η συνοδεία του Νέαρχου χρειαζόταν να δώσει δύο και τρεις μάχες κάθε μέρα. Όταν ο Νέαρχος έφτασε επιτέλους στη θάλασσα, είχε κάθε λόγο να κάνει θυσίες στο Σωτήρα Δία.
Ο Αλέξανδρος με ολόκληρη τη στρατιά προέλασε προς την πρωτεύουσα της Καρμανίας, τα Κάρμανα, όπου έφτασε περί τα τέλη Δεκεμβρίου 325. Εκεί έκανε μουσικούς και αθλητικούς (γυμνικούς) αγώνες, καθώς και θυσίες, για να ευχαριστήσει τους θεούς για τη νικηφόρο εκστρατεία του στην Ινδία και τη σωτηρία του στρατού από την έρημο της Γεδρωσίας. Επίσης ονόμασε τον Πευκέστα σωματοφύλακα, των οποίων ο αριθμός έφτασε έτσι τους οκτώ. Λέγεται ότι είχε ήδη αποφασίσει να τον κάνει διοικητή της Περσίδας και, για να μην είναι μεγάλο το άλμα από τη θέση του υπασπιστή σ’ εκείνη του διοικητή, τον έκανε πρώτα σωματοφύλακα.
Στα Κάρμανα περίμεναν τον Αλέξανδρο αρκετοί σατράπες και στρατηγοί. Ο σατράπης των Αρείων και Δραγγών, Στασάνορας, και ο Φαρισμάνης, γιος του Φραταφέρνη του σατράπη των Παρθυαίων και Υρκανών, είχαν φέρει μαζί τους μεγάλο αριθμό υποζυγίων και καμηλών. Ο Αλέξανδρος τα μοίρασε στη στρατιά του ανάλογα με τη δύναμη (και συνεπώς τις μεταφορικές ανάγκες) κάθε εκατοστύος, ίλης και λόχου, ώστε να αναπληρωθεί ο αρχικός αριθμό των υποζυγίων τους. Είχαν έλθει και οι στρατηγοί, Κλέανδρος, Σιτάλκης και Ηράκων, που είχαν αναλάβει τη στρατιά της Μηδίας μετά τη δολοφονία τους Παρμενίωνα, με μεγάλο μέρος του στρατεύματός τους. Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε από Μήδους και δικούς του ανθρώπους ότι ο Κλέανδρος και ο Σιτάλκης είχαν συλήσει ιερά και τάφους, είχαν κακοδιοικήσει και είχαν διαπράξει ατασθαλίες. Προφανώς, αφού δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατ’ εντολήν του Αλεξάνδρου και ανέλαβαν τις εξουσίες του υπαρχηγού όλης της στρατιάς, θεώρησαν ότι ήταν ανεξέλεγκτοι. Ο Αλέξανδρος διέταξε αμέσως την εκτέλεσή του Κλέαρχου και του Σιτάλκη, ώστε να αποτελέσουν παράδειγμα στους υπόλοιπους αξιωματούχους. Ο Ηράκων αθωώθηκε από εκείνες τις κατηγορίες, αλλά λίγο αργότερα τον κατηγόρησαν κάποιοι Σούσιοι, ότι είχε συλήσει το ιερό των Σούσων, και καταδικάστηκε.
Ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι η δίκαιη Δημόσια Διοίκηση και ο σεβασμός του κοινού περί δικαίου αισθήματος των υπηκόων της αχανούς και πολυεθνικής αυτοκρατορίας, που είχε μόλις κατακτήσει, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφύγει εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Αυτές ήταν οι πρώτες καταγγελίες για κακοδιαχείριση, προκλητική και προσβλητική συμπεριφορά, όσων είχε αναδείξει στα ανώτατα αξιώματα. Είχε έλθει η ώρα να διαπιστώσει ότι η εύνοια, που τους είχε δείξει δεν εξασφάλισε τη συμμόρφωσή τους προς τις εντολές του. Ο Πλούταρχος λέει ακόμη ότι ανάμεσα στους εξεγερμένους αξιωματούχους ήταν και η μητέρα του, η Ολυμπιάδα, και η αμφιθαλής αδελφή του, η Κλεοπάτρα. Αυτές είχαν εξεγερθεί κατά του Αντίπατρου και … μοίρασαν μεταξύ τους την εξουσίας της Βορείου Ελλάδος, η Ολυμπιάδα πήρε την πατρίδα της, την Ήπειρο, και η Κλεοπάτρα τη Μακεδονία. Υποτίθεται επίσης ότι ο Αλέξανδρος θεώρησε φρόνιμη την επιλογή της Ολυμπιάδας, διότι οι Μακεδόνες δεν θα δέχονταν ποτέ να τους κυβερνήσει μία γυναίκα. Βέβαια το τελευταίο είναι υπερβολικά αφελές, για να αξιολογηθεί, αφού οι γυναίκες στην Ελλάδα ήταν αδιανόητο να κυβερνήσουν.
Ο Διόδωρος λέει ακόμη ότι λόγω των ατασθαλιών και των αποστασιών των διαφόρων αξιωματούχων, ο Αλέξανδρος διέταξε όλους τους αξιωματούχους του κράτους να απολύσουν τους μισθοφόρους. Την πληροφορία όμως αυτή δεν την επιβεβαιώνουν άλλοι συγγραφείς, ενώ ούτε ο ίδιος ο Διόδωρος εξηγεί σε ποιους ακριβώς αναφέρεται, αφού όπως είδαμε όλοι ανεξαιρέτως οι στρατιωτικοί ήταν μισθοφόροι. Δεν είναι πάντως δυνατόν να τη δεχτούμε ως ακριβή, διότι πρώτα απ’ όλα δεν μπορούσε ο Αλέξανδρος να καταργήσει την πολεμική μηχανή, που συντηρούσε την κυριαρχία του σε όλα τα κατακτημένα εδάφη. Έπειτα οι μισθοφόροι, όταν απολύονταν, μετατρέπονταν σε μία ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη πολεμική δύναμη, διαθέσιμη σε όποιον πλήρωνε. Αρκεί να θυμηθούμε πως, όταν ο Αλέξανδρος απέλυσε τους Έλληνες στρατιώτες του Κοινού Συνεδρίου, οι οποίοι μάλιστα διακαώς επιθυμούσαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, είχε δώσει σαφείς διαταγές για την συντομότερη δυνατή απομάκρυνσή τους από την Ασία. Ήταν λοιπόν πολύ λογικότερο να παραμείνουν οι μισθοφόροι στις θέσεις τους, διότι ως τμήμα των ενόπλων δυνάμεων υπέκειντο σε ένα πλήθος κανονισμών, νόμων και υποχρεώσεων, από τα οποία τους απάλλασσε η απόλυση. Προσλαμβανόμενοι δε εν συνεχεία από επαναστάτες ή καιροσκόπους, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνοι, αφού γνώριζαν εκ των έσω τη δομή και λειτουργία του αντιπάλου τους και ίσως προκαλούσαν σε ανταρσία και τα υπάκουα ως εκείνη τη στιγμή στρατεύματα.
Περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 325 ή αρχές Ιανουαρίου του 324 η στρατιά έφυγε από την πρωτεύουσα της Καρμανίας κατευθυνόμενη προς την Περσίδα. Ο Αλέξανδρος τοποθέτησε τον Ηφαιστίωνα επικεφαλής του μεγαλύτερου μέρους της στρατιάς με τα μεταφορικά κτήνη και τους ελέφαντες. Τους έστειλε παραλιακά, διότι ήταν χειμώνας και σ’ εκείνο το δρομολόγιο μπορούσαν να εφοδιάζονται άνετα. Σύμφωνα με τον Νέαρχο (τον οποίο επιβεβαιώνει η πραγματικότητα) τα περσικά παράλια είναι αμμώδη, άγονα και έχουν υψηλές θερμοκρασίες, αλλά πιο μέσα τα πράγματα είναι καλύτερα. Υπάρχουν λιβάδια με χορτάρι και νερά, άφθονα αμπέλια και πολλών ειδών οπωροφόρα δέντρα «εκτός από ελιές», πολλοί παράδεισοι, ποτάμια και λίμνες με καθαρά νερά. Ο τόπος είναι κατάλληλος για υδρόβια πουλιά, εκτροφή ίππων και άλλων υποζυγίων καθώς και για θηράματα. Πιο βόρεια το κλίμα αλλάζει, έχει κρύο και πολλά χιόνια. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήρε τους ελαφρύτερους πεζούς, το ιππικό των εταίρων, μερικούς τοξότες και προχώρησε προς τις Πασαργάδες.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 324, μόλις ο Νέαρχος και τα πληρώματά του ολοκλήρωσαν τους γυμνικούς αγώνες και τις προβλεπόμενες θρησκευτικές τελετές, απέπλευσαν από την εκβολή του Άναμι. Παρέπλευσαν ένα κακοτράχαλο ερημονήσι, τα Οργάνα, και 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) από το σημείο της αναχώρησής τους άραξαν στα Οάρακτα, ένα κατοικημένο νησί με αμπέλια, φοίνικες, σιτάρι και μήκος 800 στάδια (περίπου 148 χμ). Στο νησί αυτό τους είπαν ότι βρισκόταν ο τάφος του πρώτου κυβερνήτη του, του Ερύθρη, από τον οποίο υποτίθεται ότι ονομάστηκε και η φερώνυμη θάλασσα. Ο Γεδρωσός πλοηγός, που είχαν προσλάβει στα Μόσαρνα των Ιχθυοφάγων δεν θα μπορούσε να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του για πολύ ακόμη και ο στόλος χρειαζόταν νέο πλοηγό. Προς μεγάλη τους ικανοποίηση ο διοικητής των Οαράκτων, ο Μαζήνης, τους ακολούθησε οικειοθελώς ως πλοηγός μέχρι τα Σούσα.
Παρέπλευσαν τα Οάρακτα και προσορμίσθηκαν σε μία άλλη παραλία του νησιού 200 στάδια (περί τα 35,5 χμ) από το προηγούμενο αγκυροβόλιό τους. Απέναντί τους και σε απόσταση 40 σταδίων (περί τα 7,5 χμ) ήταν ένα άλλο νησί, αφιερωμένο στον τοπικό θεό της θάλασσας και άβατο. Με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας απέπλευσαν και έπεσαν σε άμπωτη τόσο δυνατή, ώστε με δυσκολία κατάφεραν να βγουν στα βαθιά, ενώ τρία πλοία παγιδεύτηκαν στα ρηχά. Αυτά χρειάστηκε να περιμένουν την επόμενη πλημμυρίδα και ενώθηκαν με τον υπόλοιπο στόλο την άλλη μέρα. Από τη δεύτερη στάση στα Οάρακτα κάλυψαν 400 στάδια (περί τα 74 χμ) και προσορμίσθηκαν σε άλλο νησί, περί τα 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) από τη στεριά. Άφησαν στα αριστερά τους το ερημονήσι Πυλώρα και αγκυροβόλησαν στη μικρή πόλη Σισιδώνη. Οι κάτοικοί της ήταν εξ ανάγκης ιχθυοφάγοι, διότι το μέρος ήταν εντελώς άγονο και διέθεταν μόνο ψάρια και νερό. Αφού υδροδοτήθηκαν στη Σισιδώνη, έπλευσαν 300 στάδια (περί τα 55,5 χμ) και αγκυροβόλησαν στην Ταρσία, ένα ακρωτήριο, που έμπαινε βαθιά στη θάλασσα.
Μετά από άλλα 300 στάδια έφτασαν στην Καταία, ένα χαμηλό ερημονήσι, αφιερωμένο σε δύο θεότητες, τις οποίες ο Νέαρχος αντιστοίχισε προς τον Ερμή και την Αφροδίτη. Προς τιμήν αυτών των θεοτήτων οι κάτοικοι των γύρω περιοχών κάθε χρόνο άφηναν στο νησί πρόβατα και κατσίκια, που με τον καιρό είχαν γίνει άγρια. Ο Νέαρχος και οι άντρες του ασφαλώς δεν θα είχαν ενδοιασμούς να τα καταναλώσουν. Εκεί τελείωνε η ακτογραμμή της Καρμανίας, η οποία από τη Βάδη ως την Καταία είχε μήκος περί τα 3.700 στάδια (περί τα 684 χμ). Οι Καρμάνιοι (Γερμάνιοι κατά τον Ηρόδοτο) είχαν τα ίδια έθιμα, ενδυμασία και οπλισμό με τους γείτονές τους, Πέρσες.
από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου