ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
(Ηρόδοτος Γ.67, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.Ι.2)
Η Αχαιμενιδική αυτοκρατορία δεν απετέλεσε εξαίρεση στον κανόνα όλων των αυτοκρατοριών όλων των εποχών και η σύνθεση των ενόπλων της δυνάμεων ήταν πολυεθνική, ενώ τις ανώτερες βαθμίδες της καταλάμβανε η περσική αριστοκρατία. Κάθε σατραπεία ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί στη διάθεση της Περσέπολης στρατεύματα συγκροτούμενα κυρίως από τα υποτελή έθνη καθώς και από άλλους σύμμαχους λαούς. Αυτό είχε ως φυσικό αποτέλεσμα μία τεράστια ανομοιογένεια στην πανοπλία των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και μεγάλες διαφορές στη μαχητική ικανότητα των επιμέρους εθνικών τμημάτων. Τα στρατεύματα κάθε σατραπείας είχαν προκαθορισμένες περιόδους εκγύμνασης και επίσης προκαθορισμένα σημεία συγκέντρωσης.
Τον πυρήνα του αυτοκρατορικού στρατού αποτελούσαν οι Πέρσες, οι Μήδοι (το δεύτερο τη τάξει έθνος της αυτοκρατορίας), οι άλλοι περσικής καταγωγής λαοί (όπως Σαγάρτιοι και Καρμάνιοι), διάφοροι άρειας καταγωγής λαοί των άνω (ανατολικών) σατραπειών (όπως Βάκτριοι και Ινδοί) και τέλος διάφορα σκυθικά έθνη. Αυτός ο πυρήνας πλαισιωνόταν από μερικά επίσης αξιόμαχα τμήματα άλλων εθνών.
Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι το υπόλοιπο μισό περσικό στράτευμα ακολουθούσε σαν συρφετός τις παραπάνω επίλεκτες δυνάμεις. Τα τμήματα του συρφετού ήταν άχρηστα στη διεξαγωγή της μάχης, αλλά πολύ χρήσιμα στον πόλεμο, διότι αφενός αύξαναν τον αριθμό της στρατιάς και τον ψυχολογικό πολλαπλασιαστή της ισχύος της και αφετέρου ο Μέγας Βασιλεύς στερούσε τις δυνάμεις αυτές από τα έθνη προέλευσής τους, μειώνοντας την πιθανότητα εξέγερσής τους, όσο ήταν ανοιχτό το μέτωπο. Είναι αυτονόητο ότι αυτά τα τμήματα πολύ εύκολα θα τρέπονταν σε φυγή, αν παρουσιαζόταν κάποια δυσκολία στη μάχη. Ο φτωχός αγρότης της Ασσυρίας λ.χ., που είχε υποχρεωθεί να υπηρετήσει τον Μεγάλο Βασιλέα, ασφαλώς θα υπολόγιζε στην ωφέλεια από τη λεηλασία των ηττημένων χωρών. Πολύ περισσότερο όμως θα δυσφορούσε, που τον έσερναν να πολεμήσει για τα συμφέροντα του κατακτητή της χώρας του σε μία άλλη χώρα, η οποία του ήταν άγνωστη και απείχε πολλές εβδομάδες οδοιπορίας από τον δικό του μικρόκοσμο.
Παρά ταύτα, η ανομοιογένεια στην εθνική καταγωγή και την πανοπλία του στρατού δεν εμπόδισε τους Πέρσες να επιβληθούν επί διακόσια και πλέον χρόνια σε όλους σχεδόν τους μεγάλους πολιτισμούς του αρχαίου κόσμου και να σχηματίσουν την πρώτη αυτοκρατορία, με μέγεθος που λίγες ξεπέρασαν στη συνέχεια. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η πτώση της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας οφείλεται αφενός στις εκπληκτικές ικανότητες του Αλεξάνδρου και αφετέρου στην ανεξήγητη ανεπάρκεια του Δαρείου. Αντίθετα, οι υπόλοιποι Πέρσες, ευγενείς και μη, δεν έδειξαν καθόλου δειλία ή ανεπάρκεια.
Το κατ’ ἤπειρον περσικό στράτευμα
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.VIII.22, Διόδωρος ΙΖ.59, Ηρόδοτος Ζ.83, 41)
Το πεζικό στράτευμα των Περσών
Από τον Ηρόδοτο παίρνουμε τον κατάλογο των εθνών, που πολέμησαν στα περσικά αυτοκρατορικά στρατεύματα κατά της Ελλάδας, και του οπλισμού τους. Στην παρουσίασή μας θεωρούμε ότι επί των ημερών του Αλεξάνδρου, δηλαδή περίπου ενάμισυ αιώνα μετά την εισβολή των Περσών στην Ελλάδα και περίπου έναν αιώνα από τη συγγραφή του Ηροδότου, δεν είχε επέλθει κάποια αξιόλογη αλλαγή στην πανοπλία τους. Ο κατάλογος αυτός για τους πεζούς, ιππείς και ναύτες των περσικών Ενόπλων Δυνάμεων είναι ο πλέον αναλυτικός και πρακτικά ο μοναδικός, στον οποίο μπορούμε να βασισθούμε. Μία γενική παρατήρηση, που προκύπτει από την ανάγνωση της πανοπλίας των στρατευμένων υπηκόων της περσικής αυτοκρατορίας, είναι ότι δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της μεταλλικής θωράκισης.
Στην παράταξη μάχης ο Πέρσης βασιλιάς καταλάμβανε το μέσον της, για να επικοινωνεί και με τα δύο άκρα εξ ίσου εύκολα και για να έχει την ίδια κάλυψη και από τις δύο πλευρές του. Γύρω του έπαιρναν θέση οι υψηλόβαθμοι αριστοκράτες και οι εκλεκτοί των εκλεκτών, οι Συγγενείς του Βασιλιά, οι Αθάνατοι και οι Μηλοφόροι.
Συγγενείς του Βασιλιά: ονομάζονταν οι υψηλόβαθμοι και έμπιστοι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας. Δεν είχαν υποχρεωτικά συγγενική σχέση με τον Μεγάλο Βασιλέα και ο τίτλος αυτός συμβόλιζε τους στενούς δεσμούς τους με τον θρόνο. Στις πολύνεκρες συγκρούσεις με τον Αλέξανδρο, ο Δαρείος δεν έχανε απλώς τις μάχες, αλλά με το θάνατο των Συγγενών του στερούσε τους ανώτατους ηγέτες από τις επόμενες σατραπείες και συνεπώς τη δυνατότητά τους να αντισταθούν αποτελεσματικά. Στη μάχη του Γρανικού σκοτώθηκαν ο σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, ο ύπαρχος (υποδιοικητής) της Καππαδοκίας, ενώ ο σατράπης της Φρυγίας αυτοκτόνησε λίγο αργότερο μη αντέχοντας το βάρος των ευθυνών του. Στη συνέχεια η μεν Λυδία παραδόθηκε αμαχητί, οι δε καταλήψεις της Καππαδοκίας και της Φρυγίας περιγράφονται ως απλοί στρατιωτικοί περίπατοι. Στη μάχη της Ισσού σκοτώθηκε ο σατράπης της Αιγύπτου, η οποία στη συνέχεια παραδόθηκε επίσης αμαχητί.
Αθάνατοι: ήταν 10.000 και όσοι έπεφταν στη μάχη αντικαθίσταντο αμέσως, ώστε ο αριθμός τους να παραμένει πάντοτε σταθερός. Έφεραν την συνήθη περσική πανοπλία, στα δόρατά τους αντί για τους σαυρωτήρες των Ελλήνων είχαν χρυσά ή αργυρά ρόδια και όσοι ήταν ταπεινότερης καταγωγής, βάδιζαν με τα δόρατα ανεστραμμένα (με την αιχμή προς τα κάτω). Όμως όλοι τους είχαν ειδικό φαγητό, που μεταφερόταν με καμήλες ξεχωριστά από του υπολοίπου στρατεύματος. Οι υπηρέτες, οι γυναίκες τους και η πλήρης οικοσκευή τους μεταφέρονταν σε αρμάμαξες και άστραφταν ολόκληροι από τα χρυσά κοσμήματα, που φορούσαν σε απίστευτες για τους Έλληνες ποσότητες.
Μηλοφόροι: ήταν 1.000, απαρτίζονταν από τους πιο επίλεκτους Αθανάτους και στη θέση των σαυρωτήρων είχαν χρυσά μήλα. Ακολουθούσαν το βασιλιά ακριβώς από πίσω του και στις μάχες παρατάσσονταν γύρω του.
Αποτελεί όνειδος για τον Δαρείο Γ΄ τον Κοδομανό, ότι και στις δύο μάχες που αντιπαρατάχθηκε στον Αλέξανδρο, και ειδικά στη μάχη των Γαυγαμήλων, ο ίδιος ετράπη πρώτος σε φυγή, ακολουθούμενος από την γύρω του αφρόκρεμα του περσικού στρατού. Οι ευθύνες του ως ηγέτη είναι ακόμη βαρύτερες, διότι οι υπόλοιπες δυνάμεις, παρά την ταπεινότερη καταγωγή τους και την εθνική τους ανομοιογένεια, εγκατέλειψαν τον αγώνα, μόνον όταν έμειναν ακέφαλες.
Η πανοπλία των πεζών του περσικού στρατού
(Ηρόδοτος, Ζ.61-69, 72-75,77, 80 & 83. Αρριανός Ινδική 16.)
Πέρσες: έφεραν τιάρες, φολιδωτό θώρακα, γέρρα, φαρέτρες κρεμαστές στην πλάτη, κοντά δόρατα, μεγάλα παλίντονα τόξα, καλαμένια βέλη και ακινάκες, που κρέμονται από τη ζώνη πάνω από το δεξιό μηρό. Οι απεικονίσεις Περσών στρατιωτών επιβεβαιώνουν αυτήν την περιγραφή του Ηροδότου και δεν δείχνουν θωράκιση, διότι πάνω από τους θώρακες φορούσαν χιτώνες με μανίκια. Από όλα τα έθνη του στρατού οι Πέρσες ήταν οι καλύτεροι και οι καλύτερα οπλισμένοι πολεμιστές.
Αριστερά: Πέρσης φρουρός, ίσως Αθάνατος. Παράσταση με επισμαλτωμένες πλίνθους (522-486 π.Χ) από το ανάκτορο του Δαρείου Α΄ στα Σούσα.
Αμύργιοι Σκύθες: έφεραν όρθιες κυρβασίες, αναξυρίδες, επιχώρια τόξα, εγχειρίδια και αξίνες (διπλούς πολεμικούς πελέκεις), που στη γλώσσα τους λέγονταν σαγάρεις.
Άραβες: φορούσαν ζειρές (φαρδύ ένδυμα, το οποίο φορούσαν πάνω από τον χιτώνα, το έδεναν στη μέση και έφτανε ως τα πόδια.) και έφεραν στα δεξιά τους τόξα παλίντονα.
Άριοι: έφεραν την πανοπλία των Βακτρίων και μηδικά (παλίντονα) τόξα.
Αρμένιοι: ήταν άποικοι των Φρυγών και οπλισμένοι όπως οι Φρύγες.
Ασσύριοι: ήταν οπλισμένοι με παράξενα χάλκινα κράνη. Τα δόρατα, τα εγχειρίδια και οι ασπίδες τους έμοιαζαν με τα αντίστοιχα αιγυπτιακά. Είχαν ξύλινα ρόπαλα με καρφιά και λινοθώρακες.
Βάκτριοι: φορούσαν καλύμματα κεφαλής παρόμοια με τα περσικά. Έφεραν κοντά δόρατα και καλαμένια επιχώρια τόξα.
Γανδάριοι: έφεραν την ίδια πανοπλία με τους Βάκτριους
Δάδικες: έφεραν την ίδια πανοπλία με τους Βάκτριους
Δράγγες: φορούσαν ζωηρόχρωμα ρούχα, πέδιλα ως το γόνατο και έφεραν τόξα και δόρατα μηδικά.
Ινδοί: φορούσαν βαμβακερά ρούχα (πρωτόγνωρα για τους λαούς της Μεσογείου) και έφεραν καλαμένια τόξα και βέλη καλαμένια με σιδερένιες αιχμές. Πεζοί και τοξότες Ινδοί έφεραν μία πλατειά μάχαιρα μήκους σχεδόν 3 πήχεων (1,40μ), την οποία χειρίζονταν και με τα δύο χέρια. Οι ασπίδες, τις οποίες έφεραν πεζοί και τοξότες, ήταν από ακατέργαστο δέρμα βοδιού, στενότερες από το σώμα του στρατιώτη, αλλά σχεδόν στο ύψος του.
Κάσπιοι: φορούσαν δερμάτινα ρούχα και έφεραν καλαμένια επιχώρια τόξα και ακινάκες.
Κίσσιοι: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Μήδους, αλλά αντί τιάρων έφεραν μίτρες (είδος σαρικιού).
Λυδοί: είχαν παρόμοια πανοπλία με των Ελλήνων.
Μήδοι: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Πέρσες. Για την ακρίβεια οι Πέρσες υιοθέτησαν την πανοπλία των Μήδων.
Μίλυες: είχαν κοντά δόρατα και τα ρούχα τους συγκρατούνταν με πόρπες. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν λύκια τόξα και φορούσαν δερμάτινα κράνη.
Μύκοι: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Πάκτυες
Μυσοί: έφεραν επιχώρια κράνη, μικρές ασπίδες και ξύλινα ακόντια σκληρυμένα στη φωτιά.
Νησιωτικά έθνη της Ερυθράς Θαλάσσης (Περσικού Κόλπου): είχαν την ίδια πανοπλία με τους Μήδους.
Ούτιοι (Ούξιοι): είχαν την ίδια πανοπλία με τους Πάκτυες
Πάκτυες: φορούσαν δερμάτινες χλαίνες και έφεραν τόξα επιχώρια και εγχειρίδια.
Πάρθοι: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Βάκτριους
Παρικάνιοι: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Πάκτυες
Παφλαγόνες: έφεραν πλεκτά κράνη, ασπίδες μικρές, μικρά δόρατα, ακόντια και εγχειρίδια.
Σόγδιοι: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Βάκτριους
Σύριοι: είχαν παρόμοια πανοπλία με των Παφλαγόνων
Υρκανοί: είχαν την ίδια πανοπλία με τους Μήδους
Φρύγες: είχαν σχεδόν ίδια πανοπλία με των Παφλαγόνων.
Το ιππικό στράτευμα των Περσών
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.VIII, Διόδωρος ΙΖ.53.2, 57.6)
Το ιππικό στράτευμα των Αχαιμενιδών διακρινόταν σε βαρύ και ελαφρύ, όπως ακριβώς και το ιππικό των ελληνικών κρατών. Το συγκροτούσαν τα διάφορα υποτελή ή συμμαχα έθνη, καθώς και μισθοφορικά τμήματα. Όπως φαίνεται δε από την παράταξή του στις διάφορες μάχες, η βαρύτητα της αποστολής κάθε τμήματος ήταν ανάλογη με την ικανότητά του. Πιο κάτω παραθέτουμε την πανοπλία κάθε έθνους, που διέθετε ιππείς στον περσικό στρατό.
Εκτός από τους ιππείς, το περσικό ιππικό διέθετε δρεπανηφόρα άρματα και πολεμικούς ελέφαντες.
Δρεπανηφόρα άρματα. Αυτά έφεραν μακρυές και καμπύλες λεπίδες, τα δρέπανα, για τα σημεία προσαρμογής των οποίων έχουμε δύο περιγραφές. Η πρώτη είναι του Ξενοφώντα, ο οποίος λέει ότι τα δρέπανα προεξείχαν πλαγίως από κάθε άκρο του τροχοφόρου άξονα καθώς και κάθετα προς το έδαφος από την κάτω επιφάνεια του άρματος. Η δεύτερη χρονολογικά περιγραφή είναι του Διόδωρου, που λέει ότι τα δρεπανηφόρα ήταν τέθριππα άρματα και στους δύο εξωτερικούς ίππους ήταν προσαρμοσμένες λεπίδες μήκους 3 σπιθαμών (περίπου 54 εκ.) με την κόψη προς τα εμπρός καθώς και άλλες δύο λεπίδες προσαρμοσμένες στις περόνες, που ασφάλιζαν κάθε τροχό. Οι τελευταίες ήταν πλατύτερες και στις άκρες τους είχαν δρεπάνια. Η αξιοπιστία του Διόδωρου είναι ασύγκριτα μικρότερη από εκείνη του Ξενοφώντα, όμως η διαφορά στην περιγραφή ίσως να μην οφείλεται στη διαφορά της αξιοπιστία τους. Ίσως να είναι αποτέλεσμα τροποποιήσεων και βελτιώσεων, που επήλθαν στα δρεπανηφόρα άρματα στις επτά δεκαετίες, που χωρίζουν την ανάβαση του Κύρου από την ανάβαση του Αλεξάνδρου.
Τα δρεπανηφόρα άρματα είχαν επινοηθεί, για να προξενούν τον τρόμο στις πυκνές τάξεις του αντιπάλου, να τις υποχρεώνουν να διασπούν τη συνοχή τους, όταν αυτά επέλαυναν εναντίον τους, για να ακολουθήσει εν συνεχεία η επίθεση των περσικών δυνάμεων, που κατατρόπωναν τον αναστατωμένο αντίπαλό τους. Δεν γνωρίζουμε την αξία των δρεπανηφόρων εναντίον ασιατικών δυνάμεων, πάντως εναντίον των εμπειροπόλεμων και άριστα συντονιζόμενων ελληνικών φαλαγγών αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά σε όλες τις περιπτώσεις. Τόσο η φάλαγξ των Μυρίων, όσο και η φάλαγξ του Αλεξάνδρου, τα απέφυγαν με μεγάλη ευκολία. Και στις δύο περιπτώσεις οι ὁπλίτες χτυπώντας δυνατά τα δόρατα στις ασπίδες τους τρόμαξαν πολλούς ίππους, που οδήγησαν τα δρεπανηφόρα πίσω. Όσα συνέχισαν την επέλασή τους αχρηστεύθηκαν εύκολα, επειδή οι οπλίτες πύκνωσαν τις γραμμές τους δημιουργώντας κενά, μέσα από τα οποία πέρασαν τα άρματα, για να ακινητοποιηθούν στα νώτα της φάλαγγας από τους βοηθητικούς. Στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στη μάχη των Γαυγαμήλων, την τελευταία μεγάλη μάχη της εκστρατείας, ίσως επειδή στις προηγούμενες δύο (Γρανικού και Ισσού) το έδαφος δεν ευνοούσε τη χρήση τους.
Πολεμικοί ελέφαντες: ανήκαν στους Ινδούς συμμάχους των Περσών. Ο Αλέξανδρος τους συνάντησε για πρώτη φορά στη μάχη των Γαυγαμήλων, αλλά πέρα από την παρουσία τους δεν παραδίδεται τίποτα απολύτως για τη δράση τους, καθιστώντας σαφές ότι η μάχη κρίθηκε πριν αυτοί χρησιμοποιηθούν. Στην Ινδία καταγράφεται ότι ο Αλέξανδρος επεδίωκε να αποκτήσει όσον το δυνατόν περισσότερους πολεμικούς ελέφαντες μπορούσε. Δεν καταγράφεται όμως καμία τακτική χρήση πολεμικών ελεφάντων από τους Ινδούς ούτε στη Γανδαρίτιδα ούτε στη Γανδάρα, πριν από τη μάχη με τον Πώρο. "Οι δυνάμεις του Πώρου έδιναν την εικόνα περιτειχισμένης πόλης, με τους πεζούς και ιππείς στη θέση των τειχών και τους ελέφαντες στη θέση των πύργων" λέει ο Διόδωρος δίνοντας την ψυχολογική επίδραση των παχυδέρμων στους εχθρούς τους. Ο δε Αρριανός συμπληρώνει ότι οι ελέφαντες με την παρουσία τους και μόνο τρομοκρατούσαν τους πολεμικούς ίππους, ενώ κατά τη διάρκεια της μάχης "σε όποιο σημείο εφορμούσαν οι ελέφαντες, διασπούσαν τη συνοχή της φάλαγγας, όσο πυκνές κι αν ήταν οι γραμμές της". Παρά ταύτα, ούτε αυτό το οπλικό σύστημα κατόρθωσε να ανακόψει τη νικηφόρα προέλαση του Αλεξάνδρου.
Η πανοπλία των ιππέων του περσικού στρατού
(Ηρόδοτος Ζ.84.-87.)
Πάλι από τον κατάλογο του Ηροδότου παίρνουμε τις περισσότερες πληροφορίες για την πανοπλία μερικών εθνών, που αντιπαρέταξαν ιππείς στον Αλέξανδρο.
Πέρσες: έφεραν θώρακες, παραμηρίδια, ελληνικές μάχαιρες και κράνη, όπου μερικοί είχαν τοποθετήσει χάλκινα ή σιδερένια εμβλήματα.
Σαγάρτιοι: ήταν περσικό νομαδικό έθνος, μιλούσε περσικά και η ενδυμασία τους ήταν μίγμα της Περσικής και της Πακτυϊκής. Εκτός από το εγχειρίδιο, το μοναδικό όπλο τους ήταν ένα είδος λάσου από δερμάτινες λωρίδες.
Μήδοι, Κίσσιοι, Βάκτριοι, Κάσπιοι και Παρικάνιοι: έφεραν την ίδια πανοπλία με τους πεζούς τους.
Άραβες: έφεραν την ίδια πανοπλία με τους πεζούς τους, αλλά είχαν καμήλες αντί για ίππους και ανήκαν στην οπισθοφυλακή, διότι οι καμήλες προκαλούσαν πανικό στους ίππους.
Ινδοί: έφεραν την ίδια πανοπλία με τους πεζούς τους και ίππευαν γρήγορους ίππους ή επέβαιναν σε άρματα, που έσερνα ίπποι ή άγριοι όνοι. Έφεραν δύο ακόντια σαν τα σαυνία και μία ασπίδα μικρότερη από εκείνη των πεζών.
Το ναυτικό στράτευμα των Περσών
(Ηρόδοτος Ζ.89, 91-93, 96, 100, 110, 184)
Η γενέτειρα γη των Περσών, η Περσίς, απέχει τεράστια απόσταση από τα παράλια της Μεσογείου. Εντούτοις οι Πέρσες ασκούσαν ισχυρότατο οικονομικό και στρατηγικό έλεγχο στη Μεσόγειο μέσω των υποτελών τους ναυτικών λαών της περιοχής. Οι πολεμικοί στόλοι των τέως ανεξαρτήτων αυτών κρατών αποτελούσαν τα εθνικά τμήματα του αχαιμενιδικού ναυτικού. Η υπακοή των πληρωμάτων στις διαταγές της περσικής διοίκησης εξασφαλιζόταν από τους 30 Πέρσες, Μήδους και Σκύθες επιβάτες, που αποτελούσαν κάτι σαν ιρανική δύναμη ασφαλείας σε κάθε πλοίο.
Και πάλι ο κατάλογος του Ηροδότου μας δίνει την περιγραφή της πανοπλίας των ναυτών του περσικού στόλου.
Αιγύπτιοι: έφεραν πλεκτά κράνη, κοίλες ασπίδες με φαρδιά ίτυ, μακρυά δόρατα κατάλληλα για ναυμαχία, πολεμικούς πελέκεις, μεγάλες μάχαιρες και οι περισσότεροι ήταν θωρακοφόροι.
Κάρες: είχαν πανοπλία σαν την ελληνική, αλλά δρεπάνια και εγχειρίδια.
Κίλικες: έφεραν επιχώρια κράνη, μάλλινους χιτώνες, μικρές κι ελαφριές ασπίδες από ακατέργαστο δέρμα βοδιού, δύο ακόντια και ξίφος, που έμοιαζε με τις αιγυπτιακές μάχαιρες.
Λύκιοι: έφεραν θώρακες και κνημίδες, κρανέϊνα τόξα, καλαμένια βέλη χωρίς φτερά, δέρματα αιγός στους ώμους και πίλους με φτερά. Είχαν ακόμη δρεπάνια και εγχειρίδια.
Πάμφυλοι: έφεραν την ελληνική πανοπλία.
Σύριοι της Παλαιστίνης: φορούσαν δερμάτινα κράνη, λινοθώρακες, ασπίδες χωρίς ίτυες και ακόντια.
Φοίνικες: φορούσαν δερμάτινα κράνη, λινοθώρακες, ασπίδες χωρίς ίτυες και ακόντια. Τα πλοία τους και ειδικά εκείνα των Σιδωνίων ήταν τα ταχύτερα όλων.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΩΝ
Την εποχή του Αλεξάνδρου, όπως και σε όλη την αρχαία ιστορία, οι στρατοί των ελληνικών κρατών είχαν χαρακτηριστικές διαφορές, αλλά και εντυπωσιακές ομοιότητες με τους στρατούς των σημερινών κρατών. Οι σημαντικότερες διαφορές εντοπίζονται στον τρόπο συγκρότησής τους και στην αμοιβή των στρατιωτών, ενώ η οργάνωση και η εξειδίκευσή τους σε επιμέρους τμήματα ελάχιστα διαφέρει από την αντίστοιχη τυποποίηση του ΝΑΤΟ.
Τα λαμπρά πατριωτικά ιδανικά των αρχαίων Ελλήνων επιδεικνύονταν σε δύο ειδών πολεμικές επιχειρήσεις. Όταν το κράτος δεχόταν επίθεση από ένα βάρβαρο ή μισητό Έλληνα εχθρό, οπότε το σύνολο των ικανών να φέρουν όπλα πολιτών πολεμούσε ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν, και όταν γινόταν μία μικρής διάρκειας επίθεση εναντίον κάποιου Έλληνα εχθρού ή (σπανιότερα) κάποιου βαρβάρου. Στις άλλες περιπτώσεις, και ειδικά στις επιθετικές επιχειρήσεις, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ηρωικά. Επειδή δεν απασχολούν το αντικείμενό μας, θα αγνοήσουμε τις περιπτώσεις, που τα κράτη παραδίδονταν εθελοντικά ή μετά από προδοσία, και θα περιοριστούμε να ρίξουμε μία σύντομη ματιά στην περίπτωση που μας απασχολεί, δηλαδή τις επιθετικές επιχειρήσεις σε μεγάλη απόσταση και επί μακρό χρονικό διάστημα. Σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται προφανής η διάκριση των αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών σε τρεις γενικές κατηγορίες, αυτούς που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία, αυτούς που περνούσαν όλη τους τη ζωή ως μισθοφόροι και αυτούς που κατατάσσονταν περιστασιακά ως μισθοφόροι. Αυτοί οι τελευταίοι, είτε τους ωθούσε η οικονομική ανάγκη είτε ο τυχοδιωκτισμός, ήταν πολεμιστές ορισμένου έργου ή ορισμένου χρόνου (κάτι σαν τους σημερινούς Επαγγελματίες Οπλίτες επταετούς υποχρέωσης).
Οι Έφεδροι
(Ξενοφών Ιππαρχικός Ι.19, 23, ΙΧ.3, Διόδωρος ΙΗ.17.1)
Με εξαίρεση τη στρατοκρατική Σπάρτη, όταν οι νέοι κατατάσσονταν ως νεοσύλλεκτοι, η πολιτεία τους προμήθευε μόνο την ασπίδα. Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους, περνούσαν στην εφεδρεία και επιστρατεύονταν τμηματικά και σε τακτά χρονικά διαστήματα για εκπαίδευση. Στα πλαίσια της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων προς την πατρίδα τους αμείβονταν μόνο οι ιππείς. Αυτοί εισέπρατταν μισθό και κατά την ειρήνη, για να συντηρούν τους πολεμικούς τους ίππους, το δε ετήσιο κόστος για τη συντήρηση των 800 Αθηναίων ιππέων ανερχόταν σε 40 περίπου τάλαντα. Αν λοιπόν οι εχθροπραξίες διαρκούσαν πολύ, οι στρατευμένοι πολίτες θα αντιμετώπιζαν σοβαρότατο πρόβλημα στη συντήρηση των οικογενειών τους. Αλλά και η πόλη, που θα αποφάσιζε μακρόχρονες επιθετικές επιχειρήσεις, θα δέσμευε σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της και συνεπώς θα δυσχέραινε την οικονομική της δραστηριότητα, διότι θα δημιουργούσε ένα πρόσθετο κόστος πέρα από το καθαυτό κόστος διεξαγωγής των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό το λόγο οι πολεμικές επιχειρήσεις των αρχαίων Ελλήνων, που βασίζονταν στους έφεδρους χαρακτηρίζονταν από μικρή χρονική διάρκεια, ασχέτως προς τη συνολική διάρκεια της εμπόλεμης κατάστασης. Ο περιορισμός αυτός στις μακροχρόνιες συρράξεις ξεπερνιόταν με την πρόσληψη μισθοφόρων. Οι έφεδροι ήταν συνεπώς αδύνατον να χρησιμοποιηθούν σε εκστρατεία τόσο μακρινή και μακροχρόνια, όπως του Αλεξάνδρου, γι’ αυτό και η στρατιά του δεν βασίσθηκε σ’ αυτούς.
Οι Περιστασιακοί Μισθοφόροι
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις ΣΤ.IV.8, Αρριανός Γ.19)
Όσο πιο μεγάλη προμηνυόταν μία πολεμική σύρραξη, τόσο πιο πολλές ευκαιρίες πλουτισμού δημιουργούσε για όσους διέθεταν την απαραίτητη διάθεση περιπέτειας. Η δε απόφασή τους να καταταγούν ως μισθοφόροι, ήταν ανεξάρτητη από την κοινωνική και οικονομική θέση τους, όπως φαίνεται καθαρά στην περίπτωση των Μυρίων. Οι «πολεμιστές ορισμένου έργου» αποτελούσαν τμήματα ομοιογενή ως προς την καταγωγή, αντίθετα προς τους κατ’ επάγγελμα μισθοφόρους, που συνήθως τους διέκρινε εθνική ανομοιογένεια. Αν λάβουμε υπόψη μας την πολιτική εντολή του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, τη συνεχή αναφορά των αρχαίων ιστορικών του Αλεξάνδρου, αφενός στην εθνικότητα των στρατιωτών και αφετέρου σε μισθοφόρους γενικά, την αποστρατεία των εθνικών στρατών των ελληνικών κρατών και τη μεμονωμένη κατάταξη ως μισθοφόρων όσων το ήθελαν, προκύπτει ότι τα ελληνικά κράτη είχαν συνεισφέρει πολίτες με τυχοδιωκτικό πνεύμα, στρατευμένους για ορισμένο έργο. Συγκεκριμένα, του έργου για το οποίο είχε εξουσιοδοτηθεί ο Αλέξανδρος από το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων και για το οποίο είχε προσυμφωνηθεί η αμοιβή τους. Η αμοιβή τους πρέπει να ήταν μικρότερη από εκείνη των επαγγελματιών μισθοφόρων, των οποίων δεν είχαν την εμπειρία.
Τοιχογραφία μακεδονικού τάφου στα Λευκάδια. Από αριστερά προς τα δεξιά εικονίζονται: κοπίς μέσα στον κολεό της, φρυγικού τύπου κράνος, ασπίδα, ζεύγος κνημίδων, θρακικού τύπου κράνος και ξίφος μέσα στον κολεό του. Το επίσημον της ασπίδας είναι το οικόσημο των Αργεαδών και ο μικρός αριθμός ακτίνων του «ήλιου της Βεργίνας» μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο κάτοχός της ανήκε στη βασιλική Αυλή της Μακεδονίας. Το θρακικού τύπου κράνος έχει μακρύ λοφίο και εκατέρωθέν του δύο φτερά, όπως ακριβώς περιγράφεται το κράνος που έσωσε τη ζωή του Αλεξάνδρου στη μάχη του Γρανικού.
Οι Επαγγελματίες Μισθοφόροι
(Αρριανός Γ.5, Γ.11, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.9, Α.ΙΙΙ.1, Πολύαινος Β.22.4, Αινείας ο Τακτικός 13, Διόδωρος ΙΣΤ.42.2, 7)
Πιστεύουμε ότι είναι αναγκαίο να αναφερθούμε αναλυτικότερα στους επαγγελματίες μισθοφόρους, ένα από τα αρχαιότερα επαγγέλματα του κόσμου, στο οποίο διέπρεψαν οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή απετέλεσαν τόσο τη βάση της στρατιάς του Αλεξάνδρου όσο και τους πιο φοβερούς αντιπάλους του. Οι μισθοφόροι είναι, αν όχι το πρώτο, οπωσδήποτε το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο και η ύπαρξη Ελλήνων μισθοφόρων ανιχνεύεται ήδη στα μυκηναϊκά χρόνια. Περί το 1.650 π.Χ., τρεις αιώνες πριν τον Τρωικό Πόλεμο, υπάρχουν ενδείξεις ότι πολέμησαν υπέρ των Αιγυπτίων κατά των Υκσώς.
Οι μισθοφόροι δεν έλειψαν από καμία σχεδόν αναμέτρηση των αρχαίων ελληνικών κρατών, αντίθετα αποτελούσαν βασικό συστατικό των στρατών τους. Ειδικά δε στις συγκρούσεις μεταξύ ελληνικών κρατών, με δεδομένη την οξύτητα των πολιτικών παθών και την προσήλωση του πολίτη περισσότερο προς την πολιτική του παράταξη παρά προς την πατρίδα του, οι μισθοφόροι εμφανίζονταν ως η μόνη αξιόπιστη λύση, για να αποφεύγονται πραξικοπήματα, πολιτειακές ανατροπές και αυτομολήσεις. Υπήρχαν μισθοφόροι όλων των ειδικοτήτων (οπλίτες, ιππείς, ψιλοί), μάλιστα κάποιες ειδικότητες ήταν γεωγραφικά εξειδικευμένες (όπως Κρήτες τοξότες, Ρόδιοι σφενδονήτες, Ακαρνάνες ακοντιστές), ωστόσο η μεγάλη πλειοψηφία τους ήταν οπλίτες. Ανεξάρτητα από το αν προσλαμβάνονταν μεμονωμένα ή ομαδικά, το βέβαιο είναι ότι τον 4ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν σε πολύ μεγάλους αριθμούς και διέθεταν πολύ μεγάλη εμπειρία. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο στη μάχη της Ισσού ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε 30.000 Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, ενώ εκείνος διέθετε συνολικά 32.000 πεζούς όλων των ειδικοτήτων.
Οι Έλληνες μισθοφόροι διακρίνονταν περισσότερο για τον επαγγελματισμό τους παρά για τον πατριωτισμό τους και πρόθυμα εκμίσθωναν τις πολεμικές τους ικανότητες, σε όσους ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν. Προσλαμβάνονταν ακόμη και από τους Πέρσες, οι οποίοι αποκτούσαν σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους, Περσών ή Ελλήνων. Κορυφαίο παράδειγμα της μισθοφορικής δράσης των Ελλήνων αποτελούν οι Μύριοι (που δεν ήταν 10.000, αλλά 11.000 οπλίτες και 2.000 πελταστές). Οι πολιτικές ηγεσίες, ελληνικές και βαρβαρικές, τους αντιμετώπιζαν ως οπλικό σύστημα, το οποίο μάλιστα δεν χρειαζόταν να αγοράσουν. Όποτε το χρειάζονταν, το νοίκιαζαν. Όταν δεν το χρειάζονταν, το άφηναν να ενοικιαστεί από άλλους ενδιαφερόμενους. Έτσι Έλληνες μισθοφόροι την ίδια χρονική περίοδο μπορούσαν στο ένα μέτωπο να πολεμούν εναντίον των Περσών και στο άλλο υπέρ των Περσών ή ακόμη εναντίων άλλων Ελλήνων. Τα ελληνικά κράτη, που διεκδικούσαν την Ηγεμονία της Ελλάδος, δια των πρέσβεών τους προσπαθούσαν να διασώσουν από την καταστροφή αυτό το πολύτιμο για την πολιτική τους δράση εργαλείο. Αυτό θα ζητούσαν, μεταξύ άλλων, και οι πρέσβεις των Ελλήνων προς τον Μεγάλο Βασιλέα κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όπως φορτικά το ζητούσαν κι απ’ τον Αλέξανδρο οι Αθηναίοι για τους συλληφθέντες ομοεθνείς τους.
Οι Έλληνες πολιτικοί δεν δίσταζαν να διακόψουν νικηφόρες εκστρατείες κατά των Περσών ακυρώνοντας τα γεωπολιτικά οφέλη, που προέκυπταν από τις στρατιωτικές νίκες. Το αντάλλαγμα ήταν συνήθως οικονομική ενίσχυση του κράτους τους, ώστε να ενισχύσει τη θέση του έναντι των υπολοίπων ελληνικών κρατών. Αντίθετα οι Έλληνες στρατιωτικοί δεν δίσταζαν να αναμετρηθούν με τους Πέρσες. Οι οπλίτες με τη φάλαγγά τους ήδη από τους Περσικούς Πολέμους είχαν αποδείξει την υπεροχή τους επί του πλέον αξιόμαχου στρατού του τότε γνωστού κόσμου, του περσικού. Έτσι οι Μύριοι αρχικά αρνήθηκαν να βαδίσουν κατά του Μεγάλου Βασιλέα, όχι από φόβο, αλλά επειδή είχαν προσληφθεί για άλλο λόγο και με άλλη αμοιβή. Όταν ο Κύρος τους υποσχέθηκε μισθολογική αύξηση, έπαψαν να έχουν αντιρρήσεις, αναμετρήθηκαν με τα περσικά κυβερνητικά στρατεύματα και νίκησαν. Περί τα 70 χρόνια αργότερα ο αυτόμολος Αθηναίος στρατηγός Χαρίδημος πίστευε ότι 100.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 30.000 θα ήταν Έλληνες μισθοφόροι (προφανώς οπλίτες), αρκούσαν για να αναχαιτίσουν τους 32.000 πεζούς και 5.100 ιππείς του Αλεξάνδρου, ενώ ο Αρριανός κι ο Κούρτιος τονίζουν ότι από όλες τις δυνάμεις του Πέρση βασιλιά, οι Έλληνες μισθοφόροι ήταν οι μόνοι ικανοί να αντιμετωπίσουν τη μακεδονική φάλαγγα. Η αποτελεσματικότητά τους αποδεικνύεται επίσης από τις δυσκολίες, που δημιούργησαν ως αντίπαλοι στον Αλέξανδρο, και το πόσο εκείνος τους υπολόγιζε.
Τέλος, οι μισθοφόροι σε κάθε στρατό αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα με πλήρη γραφειοκρατική και αυτοτελή οικονομική οργάνωση, εκτός από την αυτονόητη στρατιωτική ιεραρχία τους, και μ’ αυτόν τον τρόπο εντάσσονταν στην όλη δομή της εργοδότριας στρατιάς.
Η Αμοιβή Των Στρατιωτών
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙΙ.14, Α.ΙΙΙ.21, Γ.ΙΙ.21, Ε.ΙΙ.18, ΣΤ.VI.1, Αρριανός Β.13, ΣΤ.23, Ζ.23, Διόδωρος ΙΣΤ.42.9, 53.3, ΙΖ.25.3, 29.1-2, ΙΗ.19.5, 40.8, Θουκυδίδης Α.143, Πολύαινος Γ.9.31, 35, 10.5, Πλούταρχος Αλέξανδρος 19.11, 24.1-3, Ιουστίνος 11.5.9, 6.1)
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι αρχαίοι ελληνικοί στρατοί ήταν κατά κύριο λόγο μισθοφορικοί. Εννοείται ότι έμμισθοι ήταν οι στρατιωτικοί τόσο στο κατ’ ήπειρον όσο και στο ναυτικό στράτευμα. Οι Μακεδόνες άργησαν πολύ να ακολουθήσουν τους άλλους Έλληνες και μόλις την εποχή του Φιλίππου υιοθέτησαν το μισθοφορικό σύστημα. Από τη στιγμή, που η υπηρεσία στο στρατό έπαυσε πλέον να είναι συνώνυμη της απώλειας εισοδήματος και μετατράπηκε σε πηγή εισοδήματος, μπόρεσε κι ο μακεδονικός στρατός να αντλήσει επαρκές προσωπικό. Τότε μόνο μπόρεσε να μπει και η Μακεδονία στο γεωπολιτικό παιχνίδι των Νοτίων και να διεκδικήσει επιτυχώς την Ηγεμονία της Ελλάδος.
Γνωρίζουμε ότι η μηνιαία αμοιβή των Μυρίων ήταν 1 δαρεικός (=20 δραχμές) τον μήνα και ότι αυξήθηκε σε 1,5 δαρεικό (30 δραχμές), για να δεχθούν να πολεμήσουν εναντίον του Μεγάλου Βασιλέως. Όμως για την αμοιβή των στρατιωτών του Αλεξάνδρου, περί τα 70 χρόνια αργότερα, γνωρίζουμε μόνο ότι ο διμοιρίτης είχε αμοιβή μεγαλύτερη του δεκαστάτηρου (10 στατήρες = 20 δραχμές), που είχε μεγαλύτερη αμοιβή από τον περιστασιακό μισθοφόρο, ο οποίος λογικά είχε μικρότερη αμοιβή από τον επαγγελματία μισθοφόρο. Στην αμοιβή των στρατιωτών ποτέ δεν περιλαμβανόταν η σίτιση. Η αποστολή της διοικητικής μέριμνας κάθε στρατού τελείωνε στην εξασφάλιση εφοδίων για την αγορά του στρατοπέδου, απ’ όπου ο καθένας αγόραζε ό,τι ήθελε ή ό,τι μπορούσε.
Πέραν της συμπεφωνημένης μηνιαίας αμοιβής υπήρχαν και άλλες μεγαλύτερες απολαβές. Αυτές ήταν οι δωρεές, που προκήρυσσαν στις δύσκολες περιστάσεις οι ηγέτες ή οι εργοδότες των στρατιωτών, ώστε να εξάψουν το πολεμικό μόνος τους και να τους κάνουν να πολεμήσουν πιο σκληρά. Άλλες επιπλέον αμοιβές, που επίσης έξαπταν το μένος των στρατιωτών, ήταν οι λαφυραγωγήσεις των εχθρικών στρατοπέδων και οι λεηλασίες των εχθρικών περιοχών. Ο Αλέξανδρος έκανε δωρεές σε διάφορες πολιορκίες και ειδικά της Σογδιανής Πέτρας, κορυφαία δε λαφυραγώγηση ήταν εκείνη της Περσέπολης.
Η αμοιβή των στρατιωτών εξασφάλιζε την αγωνιστικότητά τους και με έναν ακόμη τρόπο. Επειδή οι περισσότεροι, απ’ όσους κατατάσσονταν στο στρατό για τα χρήματα, δεν ήταν οι καλύτερης ποιότητας άνθρωποι, σκορπούσαν τα κέρδη τους αλόγιστα και σύντομα βρίσκονταν χρεωμένοι. Αυτό εξυπηρετούσε τους ηγέτες, που επιζητούσαν να έχουν οφειλές οι στρατιώτες τους, ώστε να διακινδυνεύουν πρόθυμα στις μάχες. Ο Αλέξανδρος φυσικά δεν είχε τη δύναμη να απαλλάξει τους στρατιώτες του από την ασωτία και πολύ περισσότερο δεν είχε λόγο να μην εκμεταλλευθεί αυτήν την αδυναμία. Όμως κατά τις αποστρατείες τους όλοι οι Έλληνες, που πολέμησαν υπό τις διαταγές του, πήραν και μία εφάπαξ αμοιβή, ενώ ειδικά στους Μακεδόνες εξόφλησε και όλα τα χρέη, που είχαν δημιουργήσει.
Όλοι οι στρατιωτικοί, είτε επαγγελματίες είτε περιστασιακοί μισθοφόροι, είχαν την ίδια συμπεριφορά: επιζητούσαν τη μάχη και αψηφούσαν τους κινδύνους, διότι προσέβλεπαν στη διάκριση κατά τη μάχη και στην αναλογική ανταμοιβή τους από την προσδοκώμενη λεία πολέμου. Οι Μακεδόνες λοιπόν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της αναμέτρησης με τη θέλησή τους και υπέμεναν το μεγαλύτερο μέρος των κινδύνων, αλλά εδικαιούντο και το μεγαλύτερο μέρος από τις επιπλέον αμοιβές. Αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη, που έκανε τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου να επελαύνουν ασυγκράτητοι μέχρι τα άγνωστα βάθη της Ασίας. Παράλληλα η αναλογία, με την οποία μοιραζόταν η λεία πολέμου, ήταν κι ενδεικτική της ιεράρχησης των διαφόρων ελληνικών κρατών. Όσο φιλικότερο ήταν κάθε κράτος προς τον Αλέξανδρο, τόσο σοβαρότερες αποστολές αναλάμβαναν οι στρατιώτες του και τόσο καλύτερα αμείβονταν. Έτσι, οι Θεσσαλοί, που ήταν οι δεύτεροι τῇ τάξει ιππείς, όχι μόνο λόγω του αριθμού και της ικανότητάς τους, αλλά και λόγω της φιλικής διάθεσης του Κοινού των Θεσσαλών προς τον Αλέξανδρο, ανελάμβαναν τις δεύτερες σοβαρότερες αποστολές και είχαν τις δεύτερες υψηλότερες απολαβές μετά τους Μακεδόνες.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου