ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ
(Αινείας Τακτικός Πολιορκητικά 40.8, Θουκυδίδης Α.10, 49, Ηρόδοτος Η.17, 88, Αρριανός Α.20, Διόδωρος, ΙΖ.22.5, 24.1, Ιουστίνος 11.6.2)
Οι Έλληνες είχαν αναπτύξει στενή σχέση με τη θάλασσα, πριν ακόμη υιοθετήσουν για το έθνος τους το κοινό όνομα «Ἕλληνες». Ενδεικτικό αυτής της σχέσης είναι ότι στη διάρκεια της μυκηναϊκής περιόδου, τον 13ο π.Χ. αιώνα και κατά τον Τρωικό Πόλεμο, για την απόβασή τους στη Μικρά Ασία χρησιμοποίησαν έναν εκπληκτικό σε μέγεθος στόλο, που αριθμούσε 1.200 συμμαχικά πλοία. Οκτώ αιώνες αργότερα, πάρα πολλά είχαν αλλάξει. Τα περισσότερα κράτη της μυκηναϊκής περιόδου είχαν εξαφανισθεί ή επισκιαστεί από άλλα νεότερα, ένα νέο έθνος (το δωρικό) είχε εμφανισθεί, το κοινό εθνικό όνομα «Ἕλληνες» είχε υιοθετηθεί για όλους όσους είχαν την ίδια καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία, οι Πέρσες απέτυχαν να καταλάβουν την Ελλάδα και άρχιζε η κλασσική περίοδος.
Το 490 π.Χ. η μετέπειτα θαλασσοκράτειρα Αθήνα δεν διέθετε σημαντικό στόλο. Τη χρησιμότητα μεγάλου και ισχυρού στόλου αντιλήφθηκε πρώτος ο Θεμιστοκλής, που έπεισε τους Αθηναίους να αναλάβουν τις σχετικές δαπάνες. Για την επάνδρωση των πλοίων πολλοί οπλίτες χρειάσθηκε να γίνουν ναύτες και ο Θεμιστοκλής κατηγορήθηκε ότι μετέτρεψε τους αριστοκράτες από ευγενείς πολεμιστές σε κωπηλάτες. Το 480 κατά την εισβολή των Περσών, η Αθήνα μπορούσε να τους αντιπαρατάξει 200 τριήρεις. Μετά την ήττα των Περσών, όταν η Αθήνα είχε γίνει Ηγεμών της Ελλάδος, με τους φόρους επί των Συμμάχων αύξησε το στόλο της σε 400 τριήρεις και επέβαλε την θαλασσοκρατία της στις ελληνικές θάλασσες. Από τότε και ως το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) η Αθήνα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας.
Σε όλο αυτό το διάστημα η Μακεδονία ελάχιστα είχε απομακρυνθεί από τα μυκηναϊκά χαρακτηριστικά και είχε παραμείνει μία περιθωριακή στρατιωτική δύναμη. Ο Φίλιππος, αν και αναβάθμισε εντυπωσιακά τον στρατό, δεν πρόλαβε να δημιουργήσει αξιόλογο ναυτικό και η Ηγεμονία της Μακεδονίας επιβλήθηκε στη θάλασσα με τις ναυτικές δυνάμεις των συμμαχικών της κρατών, ενώ ο Αλέξανδρος πέθανε πριν προλάβει να δει το μακεδονικό ναυτικό να θαλασσοκρατεί στο ανατολικό μισό της Μεσογείου.
Σ’ αυτούς τους αιώνες σημαντικές αλλαγές είχαν επέλθει και στο ίδιο το ναυτικό, τόσο ως προς τους τύπους των πολεμικών πλοίων, όσο και ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των ναυμαχιών. Στα μυκηναϊκά χρόνια τα πλοία είχαν πλήρωμα μέχρι 120 άντρες και η ναυμαχία στην ουσία ήταν εμπλοκή των ναυτών, που ήταν ταυτόχρονα κωπηλάτες και πολεμιστές (οπλίτες ή τοξότες). Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν τύποι πλοίων, που διέθεταν κατάστρωμα και μπορούσαν να μεταφέρουν πολεμιστές και καταπέλτες, αφήνοντας στους ναύτες περισσότερο τον χειρισμό του πλοίου παρά τη διεξαγωγή της θαλάσσιας μάχης, βασικό σκοπός της οποίας ήταν ο αποδεκατισμός του εχθρικού πληρώματος με τοξεύματα. Στα πλοία των Περσικών Πολέμων το πλήρωμα έφτανε τους 200 άντρες και οι ικανότεροι ελληνικοί στόλοι είχαν αλλάξει τρόπο ναυμαχίας. Είχαν τοποθετήσει έμβολο στην πλώρη των πλοίων, για να εμβολίζουν και να βυθίζουν τα εχθρικά και είχαν δώσει μεγάλο βάρος στην ικανότητα χειρισμού του κάθε πλοίου ξεχωριστά από το πλήρωμά του καθώς και στον συντονισμό όλων μαζί κατά τη εμπλοκή με τον εχθρικό στόλο. Αυτή η ικανότητα τους επέτρεπε να εμβολίζουν τα εχθρικά πλοία και ταυτόχρονα να αποφεύγουν τον εμβολισμό των δικού τους. Η νέα τακτική σε συνδυασμό με την ικανότητα των πληρωμάτων επέτρεπε στους ικανότερους στόλους, με κορυφαίο τον αθηναϊκό, να μη θωρακίζουν ιδιαίτερα τις τριήρεις τους, να μην επιβιβάζουν πολλούς πολεμιστές (οπλίτες, ακοντιστές και τοξότες) και να μην τοποθετούν καταπέλτες και διάφορες υπερκατασκευές, καθιστώντας τις ταχύτερες από τις εχθρικές.
Κάθε πλοίο είχε επίσημον ή παράσημον, που βρισκόταν στο εμπρός μέρος του και χρησίμευε στην αναγνώρισή του. Στις μακρές νήες (πολεμικά πλοία) το επίσημον ή παράσημον ήταν χαραγμένο ή ζωγραφισμένο στις δύο πλευρές της πλώρης. Η περίοδος ναυτιλίας των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεταξύ 10ης Μαρτίου και 14ης Σεπτεμβρίου ή το αργότερο μέχρι 10ης Νοεμβρίου. Τη χειμερινή περίοδο η ναυσιπλοΐα περιοριζόταν στο απολύτως αναγκαίο, όπως αποστολή επειγόντων μηνυμάτων, μεταφορά επειγουσών προμηθειών και ναυτικές επιχειρήσεις μη δυνάμενες να αναβληθούν. Κύριοι λόγοι ήταν οι συνεχείς βόρειοι άνεμοι της Μεσογείου, η χαμηλή ορατότητα και δευτερευόντως οι κακές καιρικές συνθήκες. Η ταχύτητα των πλοίων ήταν ελάσσονος σημασίας θέμα, αφού καθοριζόταν πρωτίστως από τις καιρικές συνθήκες.
Για τον αρχικό στόλο του Αλεξάνδρου δεν υπάρχει αναλυτικός κατάλογος, γνωρίζουμε μόνο ότι αποτελούνταν από «160 τριήρεις και αρκετά φορτηγά πλοία», με τα οποία η στρατιά πέρασε τον Ελλήσποντο. Μέχρι τη Μίλητο ο στόλος είχε ρόλο υποστήριξης και ακολουθούσε πορεία παράλληλη με εκείνη του στρατού, μεταφέροντας τις πολιορκητικές μηχανές και τα τρόφιμα. Μετά την άλωση της Μιλήτου ο Αλέξανδρος διέλυσε το στόλο και κράτησε λίγα μόνο πλοία για τη μεταφορά των πολιορκητικών μηχανών. Μεταξύ όσων κράτησε ήταν και τα 20 Αθηναϊκά. Η απόφασή του αυτή, που σύντομα αποδείχθηκε εσφαλμένη και αναγκάσθηκε να την αναιρέσει, υπαγορεύθηκε κυρίως από την απελπιστική κατάσταση της μακεδονικής οικονομίας, που κινδύνευε με κατάρρευση. Ένας άλλος, δευτερεύων λόγος είναι ότι η Περσία δεν μπορούσε να υποστεί καθοριστική ήττα στη θάλασσα, διότι τα παράλια της Μεσογείου δεν ήταν εθνικό περσικό έδαφος και η απώλειά τους δεν θα κατέστρεφε την αυτοκρατορία. Επίσης ενώ η επιβίωση των ελληνικών κρατών εξαρτώταν από την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Ελλήσποντο, δεν χωρούσε ναυτικός αποκλεισμός της Περσίας, διότι οι ζωτικές πηγές ανεφοδιασμού της ήταν πολλές και διάσπαρτες σε όλη την επικράτειά της. Αντίθετα, ήταν εφικτός ο από ξηράς αποκλεισμός του περσικού στόλου στη θάλασσα, η αποκοπή του δηλαδή από τις βάσεις ανεφοδιασμού, πράγμα που τελικά πέτυχε ο Αλέξανδρος.
Όταν η στρατιά άρχισε την προέλαση προς το εσωτερικό της Ασίας, έμεινε χωρίς υποστήριξη από το στόλο, ο οποίος περιορίστηκε σε περιφερειακό ρόλο στα μετώπισθεν. Αργότερα στην Ινδία ναυπηγήθηκε ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός πλοίων, κυρίως ποταμόπλοιων που ήταν άγνωστα στους Έλληνες, και με τα καλύτερα απ’ αυτά ο Νέαρχος εξερεύνησε τα νότια παράλια της τέως αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.
Τα Πολεμικά Πλοία (ταχεῖαι ἤ μακραί νῆες)
(Ηρόδοτος Δ.86, Θουκυδίδης Α.10, 13-14, Διόδωρος ΙΔ.42.2)
Ο στόλος του Αλεξάνδρου διέθετε, όπως ήταν φυσικό, όλους τους τύπους των ελληνικών πολεμικών πλοίων. Εκείνα τα οποία ρητώς αναφέρονται από τις αρχαίες πηγές είναι τα παρακάτω:
Τριήρης: η πρώτη ελληνική τριήρης ναυπηγήθηκε στην Κόρινθο μεταξύ 650-610 π.Χ. Είχε δύο ἱστία, αλλά στη μάχη χρησιμοποιούσαν μόνο τα κουπιά, μάλιστα αν το επέτρεπαν οι συνθήκες άφηναν τα ἱστία στην ξηρά. Οι τριήρεις, που δοξάστηκαν στους Περσικούς πολέμους, δεν είχαν κατάστρωμα σε όλο τους το μήκος, όπως οι τριήρεις του 4ου αιώνα. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ήταν: 37 μ μήκος, 5,2 μ πλάτος, 1,5 μ βύθισμα και εκτόπισμα 70 τόνοι. Σε μία καλοκαιρινή μέρα η τριήρης, όταν ήταν κωπήλατη, κάλυπτε απόσταση περίπου 70.000 οργιών ή 700 σταδίων (περίπου 130 χμ) και τη νύχτα 60.000 οργιών ή 600 σταδίων (περίπου 111 χμ) ή -με άλλη διατύπωση- η ταχύτητά της κυμαινόταν μεταξύ 4,6 και 6 κόμβων με ευνοϊκό άνεμο με μέγιστη ταχύτητα τους 7 ή 8 ή 12 κόμβους ανάλογα με τον μελετητή, ενώ με αντίξοες συνθήκες κυμαινόταν μεταξύ 1,5 και 3,3 κόμβων. Σύμφωνα με μία αθηναϊκή επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. η τριήρης διέθετε 170 κωπηλάτες και οι 85 της κάθε πλευράς ήταν κατανεμημένοι σε τρεις σειρές, 31 στην άνω (θρανῖται), 27 στη μεσαία (ζυγῖται) και 27 στην κάτω σειρά (θαλαμῖται). Ελάχιστο πλήρωμα ήταν 1 τριήραρχος, 4 υπαξιωματικοί και οι 170 κωπηλάτες (ἐρέται), ήτοι σύνολο 175 άτομα. Κύριος οπλισμός της ήταν το έμβολο και ενδεχομένως οι καταπέλτες. Οι μάχιμες τριήρεις ονομάζονταν ταχείες, διότι είχαν επανδρωμένες όλες τις κώπες, κατ’ αντιδιαστολή προς τις άλλες, οι οποίες δεν είχαν ούτε επανδρωμένες όλες τις κώπες, ούτε ως βασική αποστολή την πολεμική εμπλοκή με εχθρικές τριήρεις, και οι οποίες είχαν διαφορετικά ονόματα και αποστολές. Το 1987 με την επίβλεψη του καθηγητού Μόρισον κατασκευάσθηκε η Ολυμπιάς, ακριβές αντίγραφο τριήρους των κλασσικών χρόνων.
Ομοίωμα τριήρους των κλασσικών χρόνων.
Τετρήρης: ήταν εξέλιξη της τριήρους και έφερε 4 σειρές κουπιά. Ήταν επινόηση των Καρχηδονίων και το 399-8 π.Χ ο τύραννος των Συρακουσών, Διονύσιος, ήταν ο πρώτος Έλληνας, που κατασκεύασε τετρήρεις. Οι τετρήρεις εντάχθηκαν στον Αθηναϊκό στόλο μαζί με τις πεντήρεις από το 350 π.Χ.
Πεντήρης: ήταν εξέλιξη της τριήρους και της τετρήρους και έφερε 5 σειρές κουπιά. Ήταν επινόηση του τυράννου των Συρακουσών, Διονυσίου, που πρώτος βελτίωσε την καρχηδονιακή επινόηση της τετρήρους. Οι πεντήρεις εντάχθηκαν στον Αθηναϊκό στόλο μαζί με τις τετρήρεις από το 350 π.Χ.
Τριακόντορος: έφερε 30 κώπες, σε ένα επίπεδο, από 15 σε κάθε πλευρά.
Πεντηκόντορος: εμφανίσθηκε στη μυκηναϊκή περίοδο και η πρώτη αναφορά γίνεται στον Όμηρο, που μας λέει ότι με τέτοια πλοία μετέφεραν το στρατό τους στην Τροία ο Αχιλλέας και ο Φιλοκτήτης. Παρέμεινε σε υπηρεσία επί 1.000 περίπου έτη και φαίνεται ότι εξαφανίσθηκε οριστικά, όταν αντικαταστάθηκε από την τριήρη. Χαρακτηριστικά: 33 μ μήκος, 4,8 μ πλάτος, 0,60-0,80 μ βύθισμα, 11,75 μ ύψος ιστού, 130 τμ εμβαδόν, 50 κώπες μήκους 5μ (25 σε κάθε πλευρά), πλήρωμα 50 κωπηλάτες και 10 άλλοι ναυτικοί.
Ημιολία: έφερε μιάμιση (ἡμίσεια + ὅλη) σειρά κουπιών και μπορούσε να χρησιμοποιεί τα πανιά πολύ αποτελεσματικότερα από τα άλλα πλοία. Γι’ αυτό την προτιμούσαν οι πειρατές και ήταν κακόφημο πλοίο.
Κέρκουρος: ελαφρύ και ταχύπλοο σκάφος, του οποίου η επινόηση αποδίδεται στους Κυπρίους.
Τα βοηθητικά Πλοία
(Ηρόδοτος Γ.194, Αρριανός, Β.21, Διόδωρος ΙΣΤ.6.5, ΙΖ.42.1, Πολύαινος Β.29.63, ΣΤ.46)
Για τη μεταφορική ικανότητα των εμπορικών πλοίων των αρχαίων Ελλήνων μπορούμε να αναφέρουμε γενικά ότι το μικρότερο φορτίο, που μετέφεραν τα ποντοπόρα πλοία τους ήταν μεταξύ 3.000 και 5.000 ταλάντων (περίπου 80 έως 133 τόνων). Ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα μετέφεραν συνήθως 350 – 500 τόνους και 600 άτομα σε μακρινά ταξίδια, ενώ από λιμενικό κανονισμό της Θάσου του 3ου π.Χ. αιώνα γίνεται σαφές ότι πλοία 3.000 ταλάντων (80 τόνων) ήταν αμελητέου φορτίου και πλοία 5.000 ταλάντων (133 τόνων) ήταν το πολύ μέσης μεταφορικής ικανότητας. Τα τρικάταρτα πλοία μεταφορικής ικανότητας 1.700-1.900 τόνων εμφανίσθηκαν μετά το 250 π.Χ.
Όπως είναι απόλυτα φυσικό σε έναν πόλεμο ειδικά ο αμυνόμενος χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα πλοία σε κάθε είδους επιχείρηση, αδιακρίτως της βασικής αποστολής τους και παράλληλα εφευρίσκει νέους τρόπους αξιοποίησής τους, κυρίως δε των βοηθητικών πλοίων. Έτσι στην πολιορκία της Τύρου οι Τύριοι κατασκεύασαν το πρώτο καταγεγραμμένο στη ναυτική ιστορία πυρπολικό σκάφος, ενώ στα μικρότερα πλοία τοποθέτησαν οξυβελείς και λιθοβόλους καταπέλτες, τοξότες και σφενδονήτες, μετατρέποντάς τα σε πλωτές εξέδρες εξαπόλυσης τοξευμάτων, με τα οποία έπλητταν το προσωπικό του Αλεξάνδρου. Παρακάτω κάνουμε μία σύντομη περιγραφή των βοηθητικών πλοίων, που αναφέρονται ρητώς στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου.
Ιππαγωγός ή ιππηγός: μέχρι το 430 π.Χ. οι ίπποι μεταφέρονται με πλοία κάθε είδους. Από το 430 π.Χ. άρχισαν να χρησιμοποιούνται παλιές τριήρεις επανδρωμένες με 60 κωπηλάτες από τους 170 της ταχείας (ή ταχυναυτούσης) τριήρους. Καταργούνταν όλοι οι θαλαμῖται και όλοι οι ζυγῖται (οι ἐρέται της κάτω και της μεσαίας σειράς), και παρέμεναν από 30 θρανῖται (οι ἐρέται της άνω σειράς) σε κάθε πλευρά. Η μετασκευασμένη αυτή τριήρης είχε μεταφορική ικανότητα 30 ιππέων με τους ίππους τους. Επειδή η ιππαγωγός τριήρης χρησίμευε και για τη μεταφορά πολεμικών μηχανών, ίσως να μη διέθετε κατάστρωμα.
Πρύμνη τριήρους σκαλισμένη στο βράχο της ακρόπολης της Λίνδου.
Μηχανοφόρα πλοία: φαίνεται ότι η μεταφορά των πολεμικών μηχανών γινόταν κυρίως με ιππαγωγούς τριήρεις, όπου αυτό ήταν δυνατό.
Ὁλκάς: γενικός χαρακτηρισμός των εμπορικών πλοίων. Μάλλον δεν είχαν κουπιά, διότι το όνομά τους υποδηλώνει ότι ρυμουλκούνταν από άλλα πλοία. Στον κόλπο της Κυρήνειας βρέθηκε βυθισμένη μία ὁλκάς του 4ου π.Χ. αιώνα (περίπου σύγχρονη του Μεγάλου Αλεξάνδρου), που μετέφερε 400 αμφορείς με κρασί και λάδι από τη Χίο, τη Σάμο και τη Ρόδο, 29 μυλόπετρες από τη Νίσυρο και αμύγδαλα. Είχε μήκος 14μ και βάρος 14 τόνους.
Φορτηγίς: γενικός όρος για τα φορτηγά πλοία. Μόνη γνωστή κωπήλατη φορτηγίς ήταν η εικόσορος (με 20 κώπες).
Ποταμόπλοιο: από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι τα ποταμόπλοια του Ευφράτη μετέφεραν φορτίο μέχρι 5.000 τάλαντα (133 τόνους) και αρκετούς όνους.
Ὁπλιταγωγός ἢ στρατιῶτις: μάλλον άλλη μία από τις χρήσεις των γερασμένων τριήρων. Βασικό χαρακτηριστικό της ήταν η μικρή ταχύτητα και αποστολή της η επιτήρηση παραλίων, η αναγνώριση και οι μεταγωγές. Κατά τον Θουκυδίδη μετέφερε τουλάχιστον 85 άνδρες. Δεν αναφέρεται ρητώς, αλλά κι αν ακόμη δεν υπήρχε στο στόλο του Αλεξάνδρου, προσωρινά οι ταχεῖαι νῆες θα μετατράπηκαν σε ὁπλιταγωγούς, ώστε να περαιωθεί ταχύτερα η στρατιά από την ευρωπαϊκή στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου.
Ναυτικές Εγκαταστάσεις
Οι βασικές ναυτικές εγκαταστάσεις των αρχαίων πολεμικών ναυτικών στρατευμάτων ήταν οι εξής:
Νεώριον ήταν η ναυτική βάση, ο ναύσταθμος.
Νεώσοικοι ήταν κτίρια, όπου φυλάσσονταν τα πλοία, όταν δεν χρησιμοποιούνταν. Στη διπλανή φωτογραφία αναπαριστάται νεώσοικος (Ναυτικό Μουσείο Πειραιώς)
Σκευοθῆκαι ή ὁπλοθῆκαι ήταν τα κτίρια, όπου φυλάσσονταν τα πανιά και τα ξάρτια των πλοίων.
Ἐμπόριον ήταν ο εμπορικός λιμένας.
Πληρώματα
Τα μέλη του πληρώματος ενός ελληνικού πολεμικού πλοίου ήταν τα εξής:
Ἐρέτης: ήταν ο κωπηλάτης, που ήταν ελεύθερος πολίτης, ενδεχομένως μισθοφόρος.
Αὐλητής ή τριηραύλης ήταν ο αυλητής, που έδινε το ρυθμό της κωπηλασίας.
Ἐπιβάτης: ήταν ο πεζοναύτης. Στις αθηναϊκές τριήρεις επέβαιναν 10, ενώ σε άλλες μέχρι και 40 ἐπιβάται.
Γραμματεύς: ήταν γραμματέας και ταμίας.
Ναυπηγός ήταν ο ξυλουργός του πλοίου, στο οποίο επέβαινε και ἰατρός.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου