ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ
«Είμαι Έλλην το καυχώμαι, ξέρω την καταγωγή μου, η ελληνική ψυχή μου ελευθέρα πάντα ζει».
Οι απλοί αυτοί στίχοι του τραγουδιού, που μαθαίναμε τον καιρό της χρυσής παιδική; μας ηλικίας στο σχολείο, τονίζουν μια αδιάσειστη αλήθεια: «ότι εμείς οι κατοικούντες στις βόρειες ακριτικές περιοχές του Ελληνισμού, οι γηγενείς Μακεδόνες, είμαστε Έλληνες, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων».
Οι Μακεδόνες αισθάνονταν τους εαυτούς τους πάντοτε Έλληνες, ομιλούσαν ελληνιστί και δεν είχαν αποβάλλει ποτε' τον σύνδεσμο τους με τον ελληνικό πολιτισμό, τονίζει ο ΗΟΡΜΑΝ.
Την ελληνική του καταγωγή, βροντοφώναξε με περηφάνεια στους δύσπιστους Αθηναίους - γραφεί ο Ηρόδοτος - ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο πρώτος, το έτος 479 π.Χ., όταν εισήλθε τη νύχτα κρυφά στο στρατόπεδο τους, στις Πλαταιε'ς, για ν' αποκαλύψει τα σχέδια των Περσών και να τους χαρίσει τη νίκη. «Αυτός γε γαρ Έλλην το γένος ειμί τωρχαίον, είπε, και αντ' ελεύθερης δεδουλωμένην ουκ εθέλοιμι οράν την Ελλάδα». Και κρίθηκε τότε «Ως Έλλην των Πάνυ Ελλήνων» και στερέωσε την ιδέα της κοινής καταγωγής των Ελλήνων και Μακεδόνων με τη συμμετοχή του το 476 π.Χ. στους Ολυμπιακούς αγώνες, όπου μόνο Έλληνες έπαιρναν μέρος.
Δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια περίπου αργότερα, τον καιρό του Μακεδόνικου Αγώνα, ένοπλος αγράμματος Μακεδόνας χωρικός, που μιλούσε το μιξόγλωσσο ιδίωμα, το αποκαλούμενο σήμερα από τους σκοπιανούς «μακεδόνικη γλώσσα» έδωσε μ' άλλο τρόπο την αποστομωτική απάντηση σε ξένο ανταποκριτή, όταν τον ερώτησε: «Σε ποιά εθνότητα ανήκεις και για ποιόν πολεμάς; - «Σχάψε τη γη και θα βρεις αρχαία" Αν δεν είναι ελληνικά, τότε κι εγώ δεν είμαι Έλλην. Γι' αντήν την πατρίδα πολεμώ. Την Ελλάδα», είπε ο Μακεδόνας με περηφάνεια και με μάτια που έβγαζαν σπίθες.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμμιά αμφιβολία και κανένα δίλημμα μέσα μας· Ποιοι είμαστε εμείς οι Μακεδόνες. Είμαστε γνήσιοι Έλληνες από το γένος το αρχαίο ελληνικό των ορεισίβιων Μακεδόνων, που ξεκινώντας από τα Μακεδόνικα βουνά στα πανάρχαια χρόνια, γέμισε την πριν έρημη χώρα με νέο γένος ηρώων και την κατέστησε γόνιμη και αποδοτική. Γενάρχης και γνήσιος φυλετικός ήρωας του σθένους και της ανεξάντλητης δύναμης του Μακεδόνικου Ελληνισμού ήταν ο Ηρακλής και πολλά ήσαν τα ιερά κέντρα της λατρείας του στη μακεδόνικη γη.
Οι αρχαιότητες μας είναι οι φθεγγόμενοι λίθοι. Είναι οι αψευδείς μάρτυρες και πολύτιμη παρακαταθήκη της ε'νδοξης ιστορικής και πολιτιστικής πορείας των Ελλήνων προγόνων και αδιάψευστη απόδειξη της συνέχειας του Μακεδόνικου Ελληνισμού σε κάθε πολιτεία και χωριό απ' άκρο σ' άκρο της Μακεδονίας. Ερείπια
ακροπόλεων και βυζαντινών κάστρων, επιγραφές και νομίσματα, τάφοι με πλούσια κτερίσματα, γλυπτά και ανάγλυφα όλων των εποχών, νεολιθικοί οικισμοί, βυζαντινά μοναστήρια, ναοί βυζαντινοί και των χρόνων της τουρκοκρατίας κι αρχοντικά της λαϊκής αρχιτεκτονικής βρίσκονται σ' όλη την Μακεδόνικη γη, που τάχθηκε από τη μοίρα προμαχώνας στα σύνορα τα βορινά, στον παντοτινό αγώνα κατά των επιδρομέων υπέρ της ασφάλειας όλων των άλλων Ελλήνων.
50 ακροπόλεις και βυζαντινά κάστρα και 150 αρχαίοι οικισμοί έχουν επισημανθεί στη γη μόνο της Ελίμειας, που περικλείεται σήμερα στα όρια των Νομών Κοζάνης και Γρεβενών κι είναι απειράριθμοι οι αρχαιοελληνικοί χώροι στην υπόλοιπη Δυτική κι ολόκληρη την άλλη Μακεδονία.
223 ελληνικές επιγραφές μαρμάρινες κατέγραψε από την περιοχή της αρχαίας Άνω Μακεδονίας, της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας, το έτος 1985 το Εθνικό Κέντρο Ερευνών, 1400 αρχαιοελληνικές επιγραφές αναφέρει 0 Μαργαρίτης Δήμιτσας από όλο το χώρο της Μακεδονίας, το έτος 1896, στο περισπούδαστο βιβλίο του «Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις». Και 2.000 άρματα φορτωμένα με αριστουργήματα της τέχνης των Μακεδόνων έσερνε πίσω του μαζί με 250 Μακεδόνες αιχμαλώτους ευγενείς, ο Παύλος Αιμίλιος, κατακτητής της Μακεδονίας το 167 π,Χ. για να κοσμήσει τη θριαμβευτική είσοδο του επί τριήμερο στη Ρώμη, γράφει ο Κλεάνθης Νικολαϊδης στο βιβλίο του «Η ιστορία του Ελληνισμού με βάσιν και Κέντρον την Μακεδονίαν» το έτος 1923. Κι είναι απειράριθμα ακόμα εκείνα που οι βαρβαρικές επιδρομές και η τουρκική κατάκτηση εξαφάνισαν αλλά και όσα στοργικά κρύβει στα σπλάχνα της η μητέρα γη, περιμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη να τα φέρει στο φως για ν' αποδείξουν το μεγαλείο του μακεδόνικου ελληνισμού. Οι τυχαίες αποκαλύψεις της Βεργίνας, της Πέλλας, της Έδεσσας, του Δίου, του Δερβενίου, της Σίνδου, της Χαλκιδικής κι όλης της άλλης Μακεδονίας και στις περιοχές του Νομού Κοζάνης, μετά το 1983, στη Μαυροπηγή, στην Ποντοκώμη, στην Κοιλάδα, στη Σπηλιά, στην Ανω Κώμη, στους Πύργους, στο Μπουφάρι Βοΐου, στον Πολύμυλο, στις νεολιθικές τούμπες του Σαρί γκιόλ και στην τεχνητή λίμνη του Αλιάκμονα, στα Σέρβια και ειδικά στην Αιανή, απέδειξαν κι αποδεικνύουν συνεχούς το υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο των Μακεδόνων από τη Μυκηναϊκή ακόμη εποχή του πολιτισμού. Είναι ένας πολιτισμός, που είναι κοινός και εφάμιλλος με τον πολιτισμό των άλλων νοτίων Ελλήνων, γεγονός που μαρτυρεί την ενότητα τοιν πανελλήνων από την προϊστορική ακόμη εποχή.
Πέραν όμως από τις αρχαιότητες και τα μνημεία τα βυζαντινά και της εποχής των χρόνων της τουρκοκρατίας, οι γηγενείς κάτοικοι της Μακεδονίας, ποτισμένοι με την ανθρωπιά της αρχαίας ελληνικής σκέψης και την περηφάνεια των Μακεδόνων δημιούργησαν μια σταθερή, ηθική και πολιτιστική βάση, που στάθηκε ο γρανιτένιος κι αλήθητος προσανατολισμός στο σκληρό αγώνα για την εθνική επιβίωση και ειδικά στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που επιχειρήθηκε ο αφελληνισμός. Έτσι ο λαός αυτός στα 523 χρόνια της τουρκικής βαρβαρότητας επέδειξε ελληνικές αρετές, γαλουχήθηκε με την ελπίδα της αναστάσεως του Γένους κι αγωνίστηκε με το ένα χέρι στ' αλέτρι και την αξίνα και με το άλλο το όπλο και το σπαθί, στην προσπάθεια του να επιβιώσει και ν' αποκτήσει την εθνική του ανεξαρτησία. Κι έλαβε μέρος σ' όλους τους αγώνες, τόσον κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους με τους κλέφτες κι αρματολούς, όσο και στις εξεγέρσεις τον 1821, του 1854, του 1878, και στην περίοδο του Μακεδόνικου Αγώνα, που στην πραγματικότητα άρχισε από το 1870 με τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας και από το 1876 με τα ένοπλα μακεδόνικα κλεφταρματσλικά σώματα, τα οποία κράτησαν άσβεοτη τη φλόγα της ελευθερίας κι αλώβητη κι αμόλυντη την ελληνική ψυχή, ώστε οτην εποχή του 1904 -1908 με την εξόρμηση των οργανωμένων ανταρτικών σωμάτων να σωθεί η Μακεδονία και να παραδοθεί ελεύθερη οτην αγκαλιά της μητέρας πατρίδος τον Οκτώβριο του 1912 με τους Βαλκανικούς πολέμους.
Οι συνεκτικοί δεσμοί, που κράτησαν ενωμένο ψυχικά το λαό κι αδιάφθορη την εθνική συνείδηση του ήταν η κοινή πίστη, τα κοινά ήί)η και έθιμα, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, οι παροιμίες, οι γιορτές και τα πανηγύρια και η οργανωμένη κοινωνική ζωή. Κι αν μερικοί Έλληνες από τις καταπιέσεις και τις άλλες ανάγκες των συνθηκών της ζωής βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να αλλάξουν τη γλώσσα τους και να μιλήσουν το μιξόγλωσσο ιδίωμα, ανάμεικτο από ελληνικές, τουρκικές, αρβανίτικες και σλαβικές λέξεις, όπως και οι τουρκόφωνοι και βλαχόφωνοι σ' άλλες περιοχές, οι συνεκτικοί δεσμοί και η κοινή πολιτιστική τους ταυτότητα ήσαν τα στοιχεία εκείνα που διατήρησαν αμόλυντη την εθνική τους συνείδηση ώστε να δίδει προς κάθε κατεύθυνση ο κάθε Μακεδόνας χωρικός την περήφανη απάντηση: «Σκάψε τη γη και θα βρεις αρχαία. Αν αντά όεν είναι ίλληνικά, τότε κι εγώ όεν είμαι Έλληνας».
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, όσοι από τους κατοίκους των παραμεθόριων περιοχών της Μακεδονίας είχαν σλαυϊκή συνείδηση και καταγωγή έφυγαν για Βουλγαρία. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Μακεδονίας ανεξάρτητα από τα γλωσσικά ιδιώματα, έχοντας ελληνική εθνική συνείδηση και καταγωγή, παρέμειναν στις εστίες τους, κοντά στις παραμεθόριες περιοχές. Τα ήθη κι έθιμα τους, καθάρια ελληνικά, και τα τραγούδια τους εξυμνούν τα κατορθώματα των Μακεδονομάχων, ντόπιων κι από την νότια Ελλάδα, με πρώτον τον Παύλο Μελά, στον αγώνα κατά των Κομιτατζήδων.
Έτσι. η θεωρία του Φαλμυράύερ κατέπεσε, γιατί αποδείχθηκε περίτρανα ότι οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες δεν ήσαν Σλαύοι ομιλούντες ελληνικά, αλλά γνήσιοι Έλληνες απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, όπως μαρτυρούν τα ήθη κι έθιμα τους και η πολιτιστική τους ταυτότητα, που έχει τις ρίζες της οτην αρχαιοελληνική σκέψη.
Ήρθε όμως ο Τίτο το 1944. αντί των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, και γέννησε το τέρας που ονομάστηκε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» με πρωτεύουσα τα Σκόπια, αναγνωρίζοντας τους Μακεδόνες ως ιδιαίτερη εθνότητα. Κι ανεζήτησε τους υπηκόους του ψευδοκράτους του, τόσον στις περιοχές της Βουλγαρίας, που εγκατέλειψε πια τη Μεγάλη Ιδέα, όσον και στην ελληνική Μακεδονία, προπαγανδίζοντας συνεχώς και παραποιοητας την ιστορική αλήθεια.
Κι ασφαλώς με το ψέμα και κυρίως με την εξαγορά, αφού το χρήμα μπορεί να διαφθείρει, βρήκε εξωμότες στις ξένες χώρες να στηρίξει την προπαγάνδα του σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας και να εξυπηρετήσει τα επεκτατικά του σχέδια.
Έως εδώ την ευθύνη την έχουν ο Τίτο, οι Σκσπιανοί. οι εξωμότες της Αυστραλίας και του Καναδά κι όλοι εκείνοι οι ξένοι, που πληρώνονται με πολύ χρήμα να βγάλουν εγκυκλοπαίδειες, να συσκοτίζουν την αλήθεια και να παραπλανούν τους Ευρςοπαίους και τους άλλους λαοΰς του κόσμου, προβάλλοντας το ψέμα νια την ενίσχυση και την ισχυροποίηση του μύθου της Μακεδόνικης Εθνότητας.
Εμείς όμως οι Έλληνες, ως άτομα, στο χώρο που ζούμε, και ως Κράτος, μέσα στην ελληνική επικράτεια κι έξω απ' αυτήν, τι κάναμε για την ενημέρωση του λαού και την διαφώτιση των Κυβερνήσεων και των λαών του κόσμου σχετικά με τα ψεύδη των γειτόνιον μας και τα απαράγραπτα δίκαια μας;
Σ* αυτή την πείσμονη σλαβική επιβουλή, που εκδηλώθηκε αρχικά από το 1986 ακόμη με τη διακήρυξη των πανολα βιοτικών ιδεών στο συνέδριο της Μόσχας, εμείς οαν κράτος αντιτάξαμε πάντοτε μια περίεργη διστακτικότητα. Μια διστακτικότητα επικίνδυνη για την εθνική μας υπόσταση, που συνεχίστηκε, τόοο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό όσο και μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου, που δημιουργήθηκε ξανά το ζήτημα αυτό αφήνοντας το λαό τελείως απληροφόρητο.
Κι ενώ στο εξωτερικό η ελληνική διπλωματία συνεχώς μετά το 1950 δραστηριοποιείται κι αγωνίζεται, όσο αγωνίζεται να καταρρίψει το μύθο της μακεδόνικης εθνότητας, εδώ, «ένδον των τειχών» τι γίνεται;
Περί άλλων μεριμνούμε και τυρβάζουμε. Για την ευμάρεια μας, την διασκέδαση μας, την καλοζωία μας, τις διαμαρτυρίες μας Ελλήνων κατά Ελλήνων, τα ψηφίσματα μας για τα δικαιώματα των λαών του κόσμου. Και για τα εθνικά μας θέματα που καίνε; Δεν νοιάζεται πια κανένας Έλληνας πολίτης. Όλοι αδιαφορούμε από φόβο μη χαρακτηρισθούμε κινδυνολόγοι, σωβινιστε'ς, εχθροί των λαών και της ειρήνης, αναχρονιστικοί.
Αλήθεια που βρισκόμαστε και που πάμε; Το καθετί ελληνικό το απαρνούμαστε, ώστε να χάνεται και αντικαθίσταται με το ξένο. Απαρνούμαστε την παράδοση, το καθετί παλιό για ν' απολαύσουμε το νέο χωρίς διάκριση. Απαρνούμαστε όλα εκείνα τα στοιχεία του πολιτισμού που συνθέτουν το βίο και την ιστορία του ελληνισμού. Χάνουμε την εθνική μας ταυτότητα, κάτω από το βαρύ πέλμα του βιομηχανικού πολιτισμού, που μαζοποιεί και ισοπεδώνει τους λαούς εκείνους, που δεν έχουν εθνική μνήμη.
Πόσα από τα σπουδάζοντα Ελληνόπουλα σήμερα γνωρίζουν κάτι για την Μακεδονία, τους αγώνες της τους εθνικούς, τον αξεπέραστο πολιτισμό της, που τον διέδωσαν σ' όλη την Οικουμένη Μακεδόνες;
Πόσοι γνωρίζουν αυτό το ανύπαρκτο, πλην όμως υπαρκτό και αυτό πρόβλημα της επιβουλής κατά της εθνικής μας υποστάσεως και ανεξαρτησίας;
Πόσο και με ποιο τρόπο φρόντισε η ελληνική πολιτεία τους λίγους αυτούς τραυματισμένους γλωσσικά Έλληνες τοιν παραμεθορίων περιοχών ώστε να κάμει το βίο τους, όχι ανθόσπαρτο αλλά κάπως ανθρωπινότερο για να τονώσει με το ενδιαφέρον της την εθνική συνείδηση και να τους κάμει αλύγιστους φρουρούς στα σύνορα τα βορινά, πρόμαχους της ασφάλειας όλων των Ελλήνων, όπως ήταν τον καιρό της τουρκοκρατίας και του Μακεδόνικου Αγώνα, που οι κομιτατζήδες τους αποκαλούσαν «Γραικομάνους» κι έφευγαν τρομοκρατημένοι και μόνο στο άκουσμα τους;
Και πώς σήμερα, οι απόγονοι αυτών των Γραικομάνων, από δεύτερη και Τρίτη γενεά, γίνονται στις ξένες χώρες προπαγανδιστές των Σκοπιανών επιδιώξεων;
Σπασμωδικά δυστυχώς αντιμετωπίστηκε το ανύπαρκτο αυτό πρόβλημα ανέκαθεν από την ελληνική πολιτεία στο εσωτερικό μας μέτωπο και δόθηκε η ευκαιρία στους Σλαύους να το κάμουν υπαρκτό, με τη συμπεριφορά όλων μας.
Κι αντί να διδάξουμε στα παιδιά μας στα σχολεία και μ' όλα τα μέσα της μαζικής ενημέρωσης «Τι εστί ελληνική πατρίδα», ποια είναι τα σύμβολα της. ποια είναι η τοπική μας ιστορία και η ιστορία της ευρύτερης περιοχής, αντί να καλλιεργήσουμε την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, σε συνδυασμό με την αγάπη και τη φιλία μεταξύ των λαών της γης, εμείς τα φοβούμαστε αυτά και τ' αποφεύγουμε για να μη μας πουν καθυστερημένους κι όχι προοδευτικούς και αντί όλων αυτών τι κάνουμε-για ν' αντιμετωπίσουμε την προπαγάνδα των Σκοπίων και τον ελλοχεΰοντα κίνδυνο:
Ασβεστώνουμε τις αγιογραφίες των παλιών εκκλησιών, που επί αιώνες θέρμαιναν την ψυχή του σκλαβωμένου γένους και θέριεψαν την αποσταμένη ελπίδα, γιατί νομίζουμε ότι έτσι εξαφανίζουμε τα αποδεικτικά στοιχεία της κατά φαντασίαν επίδρασης των Σλάβων στο Μακεδόνικο Ελληνισμό, αφού από άγνοια, αφέλεια και αγραμματοσύνη, θεωρούμε ότι οι επιγραφές στους Αγίους δεν είναι Ελληνικές αλλά σλαβικής γραφής. Κι ακόμη αν δεν καταστρέφουμε τις εικόνες, σβήνουμε τις επιγραφές και επάνω σ' αυτές γράφουμε νέες, δήθεν ελληνικές, ή γκρεμίζουμε τα ιερά μας, τις θολόκτιστες εκκλησίες της τουρκοκρατίας και στη θέση τους χτίζουμε τους όγκους από μπετόν, μ' αποτέλεσμα να εξαφανίζεται κάθε αποδεικτικό στοιχείο, που μαρτυρεί την ελληνικότητα του τόπου αυτοΰ. Κι αυτό γίνεται δυστυχώς σε χωριά, που υπήρξαν φρούρια του Ελληνισμού στα χρόνια της τουρκοκρατίας και του Μακεδόνικου Αγώνα. Γκρεμίζουμε όλη την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, αλλοιώνουμε την εθνική μας φυσιογνωμία, δίδουμε λαβή στους ξένους ότι φοβούμαστε την αλήθεια, ενώ δεν την γνωρίζουμε και τρέχουμε τουρίστες στην ελληνικότατη Αχρίδα. στο Κρούσοβο, το Μοναστήρι και αλλού για να θαυμάσουμε τ' αρχοντικά, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, που στη μεγάλη άγνοια της άγνοιας μας θεωρούμε πολιτιστική κληρονομιά των Σλάβων; Ξεχνούμε τους χορούς και τους σκοπούς του τόπου μας και σε παραδοσιακές γιορτές ή οργανωμένες εκδηλώσεις φέρνουμε συγκροτήματα γιουγκοσλάβικα, με κρατικές δαπάνες, κι αφού εκτελέσουν το πρόγραμμα τους, αφήνουμε επί μια και περισσότερη εβδομάδα να γυρίζουν τα χωριά μας στο όνομα του Ξένιου Δία. να σπέρνουν την προπαγάνδα τους «περί μακεδόνικης Εθνότητας».
Ποιος λοιπόν, φταίει αν το ανύπαρκτο αυτό ζήτημα, με τη συμπεριφορά μας το κάνουμε υπαρκτό;
Η αφέλεια μας κι η άγνοια μας κι όχι μόνον οι ξένοι, στους οποίους τα φορτώνουμε όλα για να καλύπτουμε τις δικές μας ευθύνες.
Τι πρέπει να γίνει;
Η απάντηση βγαίνει μόνη της: Να συνειδητοποιήσει ο κάθε ένας, πολίτες και πολιτεία, το χρέος προς τον τόπο.
Τα μνημεία μας, τα ήθη και τα έθιμα μας, η κοινωνική ζωή και οι εκδηλώσεις της, ο ελληνικός τρόπος ζωής κι όλα εκείνα τα στοιχεία της τέχνης και του λόγου, που αποτελούν την εθνική πολιτιστική μας κληρονομιά, πρέπει να είναι η τιμή και η περηφάνεια μας και η ταυτότητα της φυλής και της καταγωγής μας στην Ευρώπη των Εθνών. Είναι όλα αυτά οι φθεγγόμενοι λίθοι, που διδάσκουν πάντοτε. Όλα εκείνα τα οποία δεν μαθαίνετε παρά των υμετέρων διδασκάλων» τονίζει ο Μαργαρίτης Δήμιτσας από το 1896 ακόμη.
Να συνειδητοποιήσουν όλοι οι Έλληνες πρώτα, ότι υπάρχει μια χώρα πλούσια από τη φύση της, την ιστορία, τον πολιτιομό της τον πανάρχαιο ελληνικό, η Μακεδονία.
Κι αυτή η όμορφη χώρα. η γη της επαγγελίας, είναι η υψηλή σκοπιά της Ελλάδος από όπου διαδόθηκε το φως του πολιτισμού στα πέρατα της οικουμένης με τους πεζεταίρους του Μεγαλέξανδρου.
Πουλημένοι συγγραφείς, πλαστογράφοι ιστορικοί και πολιτικοί συμφεροντολό-γοι, δημιούργησαν τον μύθο της Σλαυικής Μακεδονίας, Εμείς δεν έχομεν ανάγκη πλαστογραφήσεως της ιστορίας οαν τους πλαστογράφους των Σκοπίων. που θέλουν τον Ορφέα, το Μεγαλέξανδρο και τον Αριστοτέλη ως δικούς τουζ. Αψευδείς μάρτυρες και θερμοί κήρυκες της ελληνικότητας της Μακεδονίας είναι τα ψυχρά και άψυχα λιθάρια, τα μνημεία τέχνης και λόγου όλων των εποχών, τα οποία με στεντορεία φωνή διακηρύττουν, ότι η Μακεδονία μας «είναι οστούν τα οστά της Ελλάδος και σάρκα ΐκ της σαρκός της, καρδία και θεμέλιον τον Ελληνισμού».
Όλα αυτά είναι μάρτυρες της αδιάκοπης πορείας του Ελληνισμού, είναι η φωνή των νεκρών της χώρας αυτής «πούναι του Σλαύου τ' όραμα και του Ρωμιού η λαχτάρα», είναι η βοή των ζώντων.
Χρέος όλων να τα διατηρήσουμε και να τα προστατεύσουμε.
Η ιστορία το επιτάσσει, η πατρίδα θα μας ευγνωμονεί.
Πηγή : Το παρακάτω κείμενο είναι ομιλία που έγινε στην εκδήλωση για τη Μακεδονία, την οποία οργάνωσε το κέντρο Μεσογειακών Σπουδών στο Κοβαντάρειο το Νοέμβριο του 1990. - Σιαμπανοπούλου Κωνσταντίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου