ΕΛΛΑΔΑ
Ελλάδα και ελληνικά κράτη
(Ομήρου Ιλιάς Ι.395,447,478, Ηρόδοτος Ζ.132, 148-9, 161-2, 172-3,175-6, Η.15, 30, Διόδωρος ΙΣΤ.14.1, Στράβων Ζ,Frg 9, Πολύβιος 7.9.1-3, Θουκυδίδης Β.22, Αρριανός Β.14.4)
Από την άφιξη των ελληνικών φυλών στο γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας, λίγο μετά τον 20ο π.Χ. αιώνα, ως το τέλος της κλασσικής περιόδου, τον 4ο π.Χ. αιώνα, πολλά είχαν αλλάξει. Ο Όμηρος λέει ότι την εποχή του Τρωικού πολέμου, τον 13ο π.Χ. αιώνα, η Ελλάς δεν ήταν περιοχή αλλά πόλη, που βρισκόταν σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τη σημερινή Μελιταία του νομού Φθιώτιδος. Η αρχαία πόλη της Μελιταίας χτίσθηκε από τους κατοίκους της πόλης Ελλάδος, τους Έλληνες, τους οποίους ο Όμηρος αναφέρει μαζί με τους Μυρμηδόνες ως υπηκόους του Αχιλλέα. Για αυτήν την πόλη δεν παραδίδεται τίποτα το αξιοσημείωτο, η δε εποχή που επελέγη το όνομά της ως προσδιοριστικό όλων των ελληνικών εδαφών παραμένει άγνωστη, ενώ ακόμη πιο άγνωστος είναι ο λόγος που επελέγη αυτό το τοπωνύμιο και όχι κάποιο άλλο σημαντικότερο.
Στην αρχαία ελληνική γεωγραφία ο όρος Ελλάς ποτέ δεν περιέλαβε τα ασιατικά, παρευξείνια, ασιατικά και δυτικοευρωπαϊκά εδάφη, όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί. Για την ακρίβεια η γεωγραφική έκταση της Ελλάδος περιοριζόταν στα σημερινά διαμερίσματα της Πελοποννήσου και του μεγαλύτερου μέρους της Στερεάς Ελλάδος. Όπως μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο, την εποχή των περσικών πολέμων οι Θερμοπύλες ήταν «πέρασμα προς την Ελλάδα» και διαπιστώνουμε το εκπληκτικό παράδοξο να έχει μείνει εκτός Ελλάδος η Θεσσαλία, που πρωταγωνίστησε στον Τρωικό πόλεμο, περιλαμβανομένου του βασιλείου του Αχιλλέα, όπου ανήκε η πόλη Ελλάς και οι κάτοικοί της, οι Έλληνες.
Μετά την κλασσική περίοδο η αρχαία ελληνική γεωγραφία περιέλαβε στον όρο Ελλάς σχεδόν το σύνολο των ελληνικών εδαφών, που περιλαμβάνει το σημερινό ελληνικό κράτος. Έτσι, ο Διόδωρος τοποθετεί τη Θεσσαλία στην Ελλάδα, ο Πολύβιος κάνει λόγο για την «Μακεδονίαν και την άλλην Ελλάδα» και ο Στράβων ξεκαθαρίζει τελεσίδικα ότι «είναι λοιπόν Ελλάς και η Μακεδονία». Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος, που κήρυξε την πανελλήνια εκστρατεία εκδίκησης κατά των Περσών επικεφαλής του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, ήταν φυσικά αδύνατο να αποδέχεται τον περιορισμό του γεωγραφικού όρου κατά την επιλεκτική και περιφρονητική κρίση των νοτίων Ελλήνων της εποχής του. Πράγματι, στην απαντητική επιστολή του καταλογίζει στο Δαρείο ότι «οι υμέτεροι πρόγονοι ελθόντες εις Μακεδονίαν και εις την άλλην Ελλάδα κακώς εποίησαν ημάς». Σήμερα, όταν Έλληνες και ξένοι κάνουν λόγο για «αρχαία Ελλάδα», εννοούν σχεδόν αποκλειστικά τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, δηλαδή την περίοδο μεταξύ της περσικής εισβολής και της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη γνωστή ως κλασσική περίοδο. Εκείνη η περίοδος απετέλεσε το πολιτικό υπόβαθρο και το περιβάλλον της Μακεδονικής Ηγεμονίας, γι’ αυτό χρειάζεται μία σύντομη ανασκόπησή της.
Τότε οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε ένα τεράστιο αριθμό ανεξαρτήτων κρατών με διαφορετικές διαλέκτους, αλφάβητα, πολιτεύματα, κυβερνήσεις, νομίσματα, μέτρα, σταθμά και με τις κώμες, τα χωριά και τους συνοικισμούς της επικράτειας του κάθε κράτους να ανήκουν στη δεσπόζουσα πόλη του. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες διαιρούσαν τη γλώσσα τους σε τρεις θεμελιώδεις διαλέκτους, την ιωνική, τη δωρική και την αιολική, ή σε τέσσερις, αν διαχώριζαν την αττική διάλεκτο από την ιωνική. Η διαίρεση αυτή δεν είναι σωστή, διότι από τις επιγραφές προκύπτει ότι υπήρχαν διάλεκτοι, που είχαν ταυτόχρονα αιολικά και δωρικά χαρακτηριστικά, και συνεπώς είναι αδύνατη η κατάταξή τους σε μία από τις δύο. Επειδή λοιπόν η αρχαία διαίρεση της ελληνικής γλώσσας σε διαλέκτους είναι υπερβολικά γενική, σήμερα ακολουθείται άλλη ομαδοποίηση. Αναλυτικότερα, η ανατολική διάλεκτος καταγράφεται στην Ιωνία, τη Χίο, τη Σάμο, την Αττική, την Εύβοια, τη Θάσο και τις Κυκλάδες (πλην Μήλου, Θήρας και Ανάφης). Η αρκαδοκυπριακή καταγράφεται στην Αρκαδία, την Τριφυλία, την Πισάτιδα (την ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας), την Κύπρο και την Παμφυλία. Η αιολική καταγράφεται στην Αχαΐα, τη Λέσβο, την Τένεδο, τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αιολίδα. Η δυτική καταγράφεται στη Λακωνία, την Αργολίδα, τη Μεσσηνία, την Κορινθία, τα Μέγαρα, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, τη ΒΔ Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία, την Ηλεία, τη Φωκίδα, τα Κύθηρα, τη Μήλο, τη Θήρα και την Ανάφη. Ορισμένοι μελετητές προτείνουν τη βορειοδυτική διάλεκτο ως υποδιαίρεση της δυτικής και εκεί εντάσσουν τις διαλέκτους της Ηπείρου, της Αιτωλίας, της Λοκρίδας, της Ηλείας και της Μακεδονίας.
Η ελληνική γλώσσα δεν ομιλείτο μόνο σε σημαντικό αριθμό διαλέκτων, αλλά γραφόταν και σε διαφορετικά αλφάβητα. Μετά την εγκατάλειψη της γραμμικής γραφής, που χρησιμοποιήθηκε στη μυκηναϊκή περίοδο, υιοθετήθηκε το φοινικικό αλφάβητο τροποποιημένο και προσαρμοσμένο στις φωνητικές ανάγκες της ελληνικής γλώσσας. Επειδή η προσαρμογή δεν ήταν απολύτως ικανοποιητική, χρειάσθηκε να δημιουργηθούν μερικά νέα, καθαρά ελληνικά γράμματα και πρωτεργάτες στην αναζήτηση αυτών των γραμμάτων ήταν οι Ίωνες, οι οποίοι δημιούργησαν τα Ξ, Φ, Χ, Ψ και Ω. Τα ελληνικά κράτη της Μ. Ασίας και των νησιών του Αιγαίου χρησιμοποιούσαν τα νέα αυτά γράμματα ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, ωστόσο τα άλλα ελληνικά κράτη τα υιοθέτησαν πολύ αργότερα, μερικά δε κράτη δεν τα υιοθέτησαν όλα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι επισήμως οι Αθηναίοι ενσωμάτωσαν στα αλφάβητό τους τα Ξ και Ω μόλις το 403, ενώ οι δυτικοί Έλληνες και ειδικότερα οι Ιταλιώτες δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τα Ξ, Ψ και Ω, το οποίο Ω φαίνεται να περιορίσθηκε στα ιωνικά αλφάβητα. Αντ’ αυτών έγραφαν αντίστοιχα ΚΣ ή ΧΣ, ΠΣ ή ΦΣ και Ο, απέδιδαν τον φθόγγο Χ με ΚΗ ή QΗ, ενώ προέφεραν το γράμμα Χ ως Ξ, ακριβώς όπως κι οι Ρωμαίοι αργότερα. Στο αλφάβητο των Κορινθίων η πόλη τους γραφόταν QΟΡΙΝΘΟΣ και όχι ΚΟΡΙΝΘΟΣ, γραφόταν δηλαδή με Q (κόππα) αντί Κ (κάπα) και αυτό ακριβώς το γράμμα είναι αποτυπωμένο σε πλήθος κορινθιακών νομισμάτων του 4ου αιώνα, ένα από τα οποία περιλαμβάνει και ο παρών δικτυακός τόπος. Τελικά το αλφάβητο ήταν τόσο σημαντικό στοιχείο της ταυτότητα κάθε ελληνικού κράτους, ώστε αρκετές φορές οι στήλες με τις συμφωνίες μεταξύ δύο ελληνικών κρατών ήταν γραμμένες και στα δύο αλφάβητα. Μία τέτοια «δίγλωσση» επιγραφή βρέθηκε στο Σίγειο της Μικράς Ασίας και φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Ούτε η χρησιμοποιούμενη μέθοδος για τη μέτρηση του χρόνου δεν ήταν κοινή σε όλα τα ελληνικά κράτη της κλασσικής περιόδου. Όλα τα αρχαία ελληνικά κράτη διαιρούσαν το έτος σε 12 σεληνιακούς μήνες, εκ των οποίων οι μισοί είχαν 30 ημέρες και οι άλλοι μισοί 29 ημέρες, όμως ακολουθούσαν διαφορετικό τρόπο ονομασίας του κάθε έτους και του κάθε μήνα. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σπάρτης έδιναν σε κάθε έτος το όνομα του επωνύμου άρχοντος και του επωνύμου εφόρου αντίστοιχα. Το Βασίλειο της Μακεδονίας έδινε σε κάθε έτος τον αύξοντα αριθμό έτους βασιλείας του Μακεδόνα βασιλιά (π.χ. 3ο έτος βασιλείας του Φιλίππου). Όπως φαίνεται στον παρακάτω ενδεικτικό πίνακα, στις ονομασίες των μηνών υπήρχε η ίδια περίπου σύγχυση, που διέκρινε τα αλφάβητα και τα συστήματα των μέτρων και των σταθμών.
ΣΕΙΡΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ HM ΑΤΤΙΚΟΙ ΛΑΚΩΝΙΚΟΙ ΒΟΙΩΤΙΚΟΙ ΔΕΛΦΙΚΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΣΙΚΕΛΙΩΤΙΚΟΙ
4ος 16 Ιαν -15 Φεβ 30 Γαμηλιών άγνωστος Βουκάτιος Δαδαφόριος Περίτιος Αγριάνειος
5ος 16 Φεβ -15 Μαρ 29 Ανθεστηριών Ελευσίνιος Ερμαίος Ποιτρόπιος Δύστρος άγνωστος
6ος 16 Μαρ -15 Απρ 30 Ελαφηβολιών Γεράστιος Προστατήριος Βύσιος Ξανθικός Θευδάσιος
7ος 16 Απρ -15 Μαϊ 29 Μουνυχιών Αρταμίτιος άγνωστος Αρτεμίσιος Αρτεμίσιος Αρταμίτιος
8ος 16 Μαϊ -15 Ιουν 30 Θαργηλιών Δελχίνιος Θειλούθιος Ηράκλειος Δαίσιος άγνωστος
9ος 16 Ιουν -15 Ιουλ 29 Σκιροφοριών Φλιάσιος άγνωστος Βοαθόος Πάνημος Βαδρόμιος
10ος 16 Ιουλ -15 Αυγ 30 Εκατομβαιών Εκατομβεύς άγνωστος Ιλαίος Λώος Υακίνθιος
11ος 16 Αυγ -15 Σεπ 29 Μεταγειτνιών Καρνείος Ιπποδρόμιος Θεοξένιος Γορπιαίος Καρνείος
12ος 16 Σεπ -15 Οκτ 30 Βοηδρομιών Πάναμος Πάναμος Βουκάτιος Υπερβερεταίος Πάναμος
1ος 16 Οκτ -15 Νοε 29 Πυανεψιών Ηράσιος άγνωστος Ηραίος Δίος Θεσμοφόριος
2ος 16 Νοε -15 Δεκ 30 Μαιμακτηριών Απελλαίος Δαμάτριος Απελλαίος Απελλαίος Δάλιος
3ος 16 Δεκ -15 Ιαν 29 Ποσειδεών Διόσθυος Αλαλκομένιος άγνωστος Αυδηναίος άγνωστος
354
Με την πρώτη ματιά φαίνεται η εντυπωσιακή διαφοροποίηση του μηνολογίου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας από τα υπόλοιπα. Στα μηνολόγια των άλλων κρατών βλέπουμε ότι κάποιοι μήνες έχουν το ίδιο όνομα, όπως ο Καρνείος των Σπαρτιατών και των Σικελιωτών, ο Εκατομβεύς και ο Εκατομβαιών, ή σχεδόν το ίδιο όπως ο Βοηδρομιών, ο Βαδρόμιος και ο Βοαθόος. Κάποιοι μήνες ήταν προφανώς αφιερωμένοι σε θεούς και κατά τη διάρκειά τους ετελούντο στο συγκεκριμένο κράτος οι σημαντικότερες τελετές προς τιμήν της σχετικής θεότητας. Έτσι ο Διόσθυος των Σπαρτιατών κι ο Δίος των Μακεδόνων ήταν αφιερωμένοι στο Δία, ο Ηράσιος των Σπαρτιατών κι ο Ηραίος των Δελφών στην Ήρα, ο Ποσειδεών των Αθηναίων στον Ποσειδώνα, ο Δαμάτριος των Δελφών στη Δήμητρα και ο Ερμαίος των Βοιωτών στον Ερμή. Ο Αρταμίτιος των Σπαρτιατών και των Σικελιωτών κι ο Αρτεμίσιος των Δελφών και των Μακεδόνων ήταν αφιερωμένοι στην Αρτέμιδα, ενώ ο Απελλαίος των Σπαρτιατών, των Δελφών και των Μακεδόνων στον Απέλλωνα (Απόλλωνα). Κάποιοι μήνες ήταν αφιερωμένοι σε κατώτερες θεότητες, όπως ο Ηράκλειος των Δελφών και κάποιοι άλλοι πήραν το όνομά τους από ή το έδωσαν σε κάποιες εορτές, που ετελούντο στη διάρκειά τους, όπως ο Ανθεστηριών των Αθηναίων, Ιπποδρόμιος των Βοιωτών, ο Δαδαφόριος των Δελφών και ο Περίτιος των Μακεδόνων (περιτίω = αποδίδω μεγάλες τιμές). Ο Πάναμος των Σπαρτιατών, των Βοιωτών και των Σικελιωτών εμφανίζεται ως Πάνημος και στο μηνολόγιο των Μακεδόνων, αλλά σε διαφορετική θέση. Επίσης σε διαφορετικές θέσεις τοποθετούσαν οι Βοιωτοί και οι Δελφοί τον Βουκάτιο. Τέλος, για τους Μακεδόνες φαίνεται ότι ο καλύτερος μήνας του έτους ήταν ο Λώος (λῷος = άριστος, βέλτιστος).
Άλλη σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών ήταν η χρήση διαφορετικών νομισματικών μονάδων, οι οποίες ακόμη κι όταν είχαν το ίδιο όνομα (π.χ. στατήρες Κυζίκιου, Λαμψάκου, Μακεδονίας, κλπ), είχαν διαφορετική αξία. Επίσης τα συστήματα των μέτρων και των σταθμών είχαν διαφορετικές ονομαστικές αξίες παρά τα κοινά τους ονόματα (π.χ. τάλαντο ευβοϊκό, αιγηνιτικό κλπ). Όλες οι παραπάνω διαφοροποιήσεις αποτελούσαν σαφέστατο εμπόδιο στη μεταξύ των ελληνικών κρατών εμπορική δραστηριότητα, αλλά διετηρούντο συνειδητά, διότι αποτελούσαν επιδιωκόμενες ειδοποιούς διαφορές μεταξύ τους. Οι αρχαίοι Έλληνες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν έθνος με τη σημερινή έννοια του όρου και στην επόμενη ενότητα αναφέρουμε τι εννοούσαν με τον όρο αυτό. Λόγω κοινής φυλετικής καταγωγής και πολιτισμού μπορούμε να παρομοιάσουμε τα αρχαία ελληνικά κράτη με τα σημερινά σλαβικά, ενώ οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν πάντοτε αυτές, που επέδειξαν τα συστατικά κράτη της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας κατά τη διάλυσή της.
Ο πατριωτισμός επέβαλλε στους πολίτες των ελληνικών πόλεων-κρατών να είναι βαθύτατα προσηλωμένοι στην ελευθερία της πόλης τους, φανατικά υποταγμένοι σε μία από τις πολιτικές μερίδες (κόμματα), να θεωρούν ως πρωταρχικό εχθρό της πόλης τους την αντίπαλη πολιτική παράταξη και ως δευτερεύοντα εχθρό τις γειτονικές πόλεις-κράτη. Για να «σώσουν» την πατρίδα τους από τον πρωταρχικό εχθρό, με άλλα λόγια για να κυβερνήσει το δικό τους πολιτικό κόμμα, δεν δίσταζαν να αναμίξουν αμέσως ή εμμέσως στα πολιτικά τους πράγματα και άλλα κράτη, άλλοτε ελληνικά και άλλοτε βαρβαρικά, συνήθως δε από την Περσία.
Η υπερίσχυση του κάθε ελληνικού κράτους έναντι των άλλων ήταν η μόνιμη στρατηγική επιδίωξη, την οποία δεν επιρρέαζαν ούτε η κοινή καταγωγή ούτε ο κοινός πολιτισμός. Γι’ αυτό τον 5ο αιώνα η επικείμενη εισβολή των Περσών για να υποδουλώσουν την κυρίως Ελλάδα, δεν εκλήφθηκε ως κίνδυνος για την ελευθερία και την ευημερία όλων των Ελλήνων, αλλά τα περισσότερα κράτη την αντιλήφθηκαν ως στρατηγική πρόκληση και στην αντιμετώπισή της έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο οι σχέσεις τους με τα άλλα κράτη. Έτσι οι Θεσσαλοί αρχικά συντάχθηκαν με τους Έλληνες, που είχαν αποφασίσει να αντισταθούν μέχρις εσχάτων, αλλά όταν οι νότιοι σύμμαχοι τους εγκατέλειψαν, συμμάχησαν πολύ πρόθυμα με τους Πέρσες και έσπευσαν να ξεκαθαρίσουν παλιούς λογαριασμούς με άλλα κράτη, που είχαν αντισταθεί. Οι Φωκείς εντάχθηκαν στη συμμαχία κατά των Περσών λόγω του μίσους τους προς τους Θεσσαλούς, που είχαν ήδη μηδίσει, και ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι, αν οι Θεσσαλοί είχαν παραμείνει στη συμμαχία, θα είχαν μηδίσει οι Φωκείς! Οι Αργείοι ως όρο για τη συμμετοχή τους στη συμμαχία έθεσαν την από κοινού με τους Σπαρτιάτες διοίκηση του στρατού, οι Σπαρτιάτες φυσικά αρνήθηκαν και οι Αργείοι απάντησαν ότι προτιμούσαν να υποταχθούν σε βαρβάρους παρά να υποκύψουν στους αλαζόνες Σπαρτιάτες. Παρόμοιος απαίτηση προέβαλε κι ο Γέλων, ο τύραννος των Συρακουσών, που διέθετε μία από τις ισχυρότερες και πιο εμπειροπόλεμες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή του στη συμμαχία ζήτησε διαδοχικά την ηγεσία του συμμαχικού στρατού και μετά του ναυτικού. Την ηγεσία του μεν στρατού κατείχαν ήδη οι Σπαρτιάτες του δε ναυτικού οι Αθηναίοι και κανείς τους δεν δέχθηκε να παραιτηθεί υπέρ του Ιταλιώτη. Και μόνο από τη δήλωση του Αθηναίου πρέσβυ προς τον Γέλωνα ότι «η Ελλάς μας έστειλε να σου ζητήσουμε στρατό κι όχι ηγέτη» γίνεται απόλυτα σαφές ότι οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες είχαν συμφωνήσει να ηγεμονεύσουν από κοινού τη συμμαχία των Ελλήνων και ότι όλα τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη, για να ενταχθούν στη συμμαχία, έπρεπε να αποδεχθούν καθεστώς υποτελούς στους δύο ηγεμόνες. Όσα κράτη δεν επιθυμούσαν αυτό το καθεστώς υποτέλειας, είχαν τις επιλογές, είτε να αντισταθούν μεμονωμένα και προφανώς να αφανισθούν είτε να υποταχθούν στους Πέρσες. Όμως οι δύο ηγεμόνες εγκαίρως είχαν συνειδητοποιήσει ότι η απειλή της περσικής εισβολής αποτελούσε πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκτοξεύσουν τη στρατηγική τους θέση στην Ελλάδα και γι’ αυτό επίσης εγκαίρως είχαν μεριμνήσει να εγκλωβίσουν τα μικρότερα ελληνικά κράτη ανάμεσα στον τρόμο των Ελλήνων και στον πανικό των Περσών. Για να το πετύχουν αυτό έπεισαν τα νοτιότερα κράτη, δηλαδή τα πιο απομακρυσμένα από την περσική στρατιά, να πάρουν επίσημο όρκο ότι, αν νικούσαν τους Πέρσες θα αποδεκάτιζαν όσους είχαν μηδίσει.
Αυτά βέβαια δεν είναι καθόλου παράξενα, αντιθέτως είναι απολύτως αναμενόμενα στη συμπεριφορά καθ’ όλα ανεξαρτήτων κρατών. Παράδοξη είναι η αντίληψη των Πελοποννησίων ως στρατηγικά ορθής της εγκατάλειψης των φυσικών κωλυμάτων της κυρίως Ελλάδος και της οχύρωσής τους στον ισθμό της Κορίνθου, λες και οι Πέρσες δεν διέθεταν ναυτικό, για να αποβιβασθούν σε όποιο σημείο της Πελοποννήσου επέλεγαν. Αυτή η νοοτροπία είναι μεν παράδοξη και δυσεξήγητη αλλά δεν επεδείχθη υπό το κράτος του πανικού από την ακώλυτη προέλαση των Περσών. Μυωπική νοοτροπία επέδειξαν οι Σπαρτιάτες και έναν αιώνα αργότερα όταν με την Ανταλκίδειο Ειρήνη παρέδωσαν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και πολλών νησιών του Αιγαίου στους Πέρσες, για να γίνουν με την περσική υποστήριξη Ηγεμόνες της Ελλάδος. Μπορούμε λοιπόν να ευφυολογήσουμε ότι η νοοτροπία της Ψωροκώσταινας δημιουργήθηκε από τους Πελοποννήσιους της κλασσικής και όχι της μετεπαναστατικής περιόδου.
Η σημαντικότερη παρατήρηση είναι βεβαίως ότι ο Ανταλκίδας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί προδότης, διότι δεν πρόδωσε, αντίθετα υπηρέτησε αποτελεσματικότατα την πατρίδα του, τη Σπάρτη. Αργότερα μάλιστα, επειδή απέτυχε να επαναλάβει μία συμφωνία με τους Πέρσες εξίσου επωφελή για την πατρίδα του, αυτοκτόνησε από υπερβολική ευθιξία. Αυτή ήταν η κατάσταση στα ελληνικά κράτη της κλασσικής περιόδου, οπότε δημιουργήθηκαν οι (διεθνείς πλέον) όροι πολιτική, πολιτικός και πατριώτης.
Έλληνες και ελληνικά Ἔθνη
(Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Α.γ.1-2, Α.θ.1, Ηρόδοτος Ζ. 196, 212, Η.43, 144.2, Θουκυδίδης Α.3, Β.68, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Ε.V.5, Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά Α.14, Διόδωρος ΙΣΤ.23.4, Αρριανός Α.9, Ε.26)
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική κοσμογονία, μετά τον κατακλυσμό ο Δευκαλίων και η Πύρρα (ανάλογοι του Αδάμ και της Εύας στην εβραϊκή κοσμογονία) γέννησαν τον Έλληνα, ο οποίος με τη νύμφη Ορσηίδα απέκτησε τον Ξούθο και τους γενάρχες των δύο βασικών ελληνικών φύλων, τον Δώρο και τον Αίολο. Επίσης ο βασιλιάς των Αρκάδων Λυκάων «εκ πολλών γυναικών πεντήκοντα παίδας εγέννησεν» και ανάμεσά τους διαβάζουμε τα ονόματα των γεναρχών μερικών δευτερευόντων ελληνικών ἐθνῶν, όπως Θεσπρωτός, Μάκεδνος, Μαντίνους, Κλείτωρ, Στύμφαλος και Ορχόμενος. Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο Ηρόδοτος σε μία προσπάθεια να ξεκαθαρίσει ακόμη περισσότερο τα πράγματα προσδιόρισε ότι το ελληνικό έθνος «έχει το ίδιο αίμα, την ίδια γλώσσα και τους ίδιους ναούς, θυσίες και συνήθειες». Όμως τόσο η κοσμογονία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, όσο και ο πιο επιστημονικός ορισμός του Ηροδότου, αποτελούσαν ασήμαντες λεπτομέρειες στην αμείλικτη εμφύλια αντιπαλότητα των αρχαίων Ελλήνων.
Οι πολίτες των ελληνικών κρατών αναγνώριζαν ένα μεγάλο αριθμό από ἔθνη, τα οποία συγκροτούσαν οι πολίτες ορισμένων γειτονικών πόλεων-κρατών. Κάθε τέτοιο ἔθνος μιλούσε την ίδια ή σχεδόν ίδια διάλεκτο, χρησιμοποιούσε τον ίδιο τύπο αλφαβήτου και είχε ορισμένους ναούς και ιερά, θρησκευτικές εορτές και αθλητικούς αγώνες κοινά για όλους τους ὁμοεθνεῖς, ανεξαρτήτως ποιάς πόλης-κράτους ήταν πολίτες. Τόσο ισχυρός ήταν ο δεσμός μεταξύ των ὁμοεθνῶν, ώστε μετά από άπειρες κακουχίες και ενώ ακόμη βρίσκονταν σε αφιλόξενη χώρα και μακρυά από το τέρμα της περιπέτειάς τους, σε μία ανάπαυλα της καθόδου τους οι Μύριοι έκαναν θυσίες στους θεούς, λιτανείες και γυμνικούς αγώνες όχι όλοι μαζί ως Έλληνες, αλλά χωρισμένοι «κατὰ ἔθνος ἕκαστοι». Σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές κατοικούσαν ἔθνη με παραπλήσια διάλεκτο, ίδιο τύπο αλφαβήτου και ενδεχομένως ιερά, εορτές και αγώνες κοινά για όλη την ὁμοεθνία (π.χ. των Αιτωλών, των Ηπειρωτών, των Μακεδόνων).
Στην κλασσική περίοδο μόνο όσα ἔθνηκαταλάμβαναν το γεωγραφικό χώρο της Ελλάδος εδικαιούντο να ονομάζονται ελληνικά. Όσοι είχαν «το ίδιο αίμα, την ίδια γλώσσα και τους ίδιους ναούς, θυσίες και συνήθειες», αλλά κατοικούσαν έξω από τα όρια της Ελλάδος, μπορεί να αναγνωρίζονταν ως Έλληνες, αλλά μπορεί και όχι. Έτσι ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, ενώ τοποθετεί τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία εκτός Ελλάδος, αναγνωρίζει τους Θεσσαλούς και τους Μακεδόνες ως Έλληνες. Συγκεκριμένα λέει ότι «το θεσσαλικό ιππικό ήταν το καλύτερο από όλα τα ελληνικά [ιππικά σώματα]» και ότι «όλοι αυτοί [Λακεδαιμόνιοι, Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι και Τριζοινείς] ανήκουν στο Δωρικό και Μακεδονικό έθνος». Με την τελευταία δήλωση θεωρεί κάποια ἔθνη της Πελοποννήσου ως συγγενή των Μακεδόνων και η άποψή του υποστηρίζεται από τα ανευρεθέντα επιγραφικά στοιχεία στην Επίδαυρο. Το όνομα του Περδίκκα Γ΄, αδελφού του Φιλίππου και θείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, περιλαμβανόταν στους καταλόγους των θεωροδόκων της Επιδαύρου.
Στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων «το ίδιο αίμα» επιστοποιείτο από τις μόνες διαθέσιμες τότε αποδείξεις: από την κοσμογονία και από τα γενεαλογικά δέντρα ημιθέων και ηρώων. Έτσι, εκτός από τη συμπερίληψη στην αρχαία ελληνική κοσμογονία του Μάκεδνου, του γενάρχη των Μακεδόνων, βρίσκουμε τον Αλέξανδρο στην όχθη του Ύφαση να προσπαθεί να μεταπείσει τους Μακεδόνες λέγοντάς τους: «μήπως δεν ξέρετε ότι ο πρόγονός μας [ο Ηρακλής] κέρδισε τέτοια δόξα, ώστε από άνθρωπος να γίνει ή να θεωρείται θεός, ακριβώς επειδή δεν έμεινε στην Τίρυνθα, στο Άργος, στην Πελοπόννησο ή στη Θήβα;». Δηλαδή οι Μακεδόνες τοποθετούσαν την καταγωγή τους στον «Ηρακλή των Ελλήνων», άρα δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι ήταν Έλληνες.
Αντίθετα προς τα παραπάνω, ο Θουκυδίδης με αθηναϊκή ωμότητα αποκαλεί βαρβάρους όλα τα ελληνικά ἔθνη βορείως των Αιτωλών, Λοκρών και Θεσσαλών. Από τους Μακεδόνες αναγνωρίζει ως Έλληνες μόνο τα μέλη του Βασιλικού Οίκου κι αυτό διότι προφανώς δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να αμφισβητήσει όλους τους άλλους συγγραφείς, παλαιότερους και σύγχρονούς του, που ρητώς πιστοποιούσαν την ελληνική καταγωγή των Αργεαδών. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να εντοπίσει ένα παράδοξο, αφού ο ακριβέστατος ορισμός του Ηρόδοτου επληρούτο και συνεπώς οι Μακεδόνες έπρεπε να θεωρούνται Έλληνες από όλους ανεξαιρέτως τους αρχαίους συγγραφείς.
Ο Θουκυδίδης αναγνωρίζει ότι η γενίκευση της χρήσης του εθνικού ονόματος Έλλην ήταν πολύ μακρά διαδικασία και ότι «διαδοχικά ονομάσθηκαν Έλληνες, αρχικά [όσοι ζούσαν] στις διάφορες πόλεις, επειδή καταλάβαινε ο ένας τον άλλο και αργότερα όλοι μαζί». Αυτό ακριβώς προκύπτει και από την κοσμογονία, σύμφωνα με την οποία ο γενάρχης του ελληνικού έθνους, «ο Έλλην από τον εαυτό του ονόμασε Έλληνες τους αποκαλουμένους Γραικούς». Και ο Αριστοτέλης πιστοποιεί ότι γύρω από τη Δωδώνη και τον Αχελώο κατοικούσαν «οι πρότερον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες», κάτι που θυμίζει εκπληκτικά την καθυστερημένη ένταξη των Μακεδόνων στο ευρύτερο ελληνικό ἔθνος .
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι αντίθετα προς την περίπτωση των Μακεδόνων, κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να ισχυρισθεί ότι πρόκειται για αναξιόπιστο μύθο η περίπτωση των Γραικών, των οποίων το ιδιαίτερο ἐθνικό όνομα αποδόθηκε αρχικά από τους Ρωμαίους και τελικά από όλους τους λαούς της Δύσης σε ολόκληρο το ελληνικό έθνος (Graeci, Greci, Greeks, Grecs, Griechen κλπ) και τη χώρα (Graecia, Grecia, Greece, Grèce, Griechenland κλπ). Ειρήσθω εν παρόδω ότι το ίδιο συνέβη και με τους λαούς της Ανατολής, από τους Πέρσες ως τους Άραβες και τους Τούρκους, οι οποίοι ονόμασαν τους Έλληνες Γιαούνα, Γιονάνι, Γιουνάν και την Ελλάδα Αλ Γιονάν και Γιουνανιστάν, από το σημαντικότερο ελληνικό ἔθνος της Ασίας, τους Ίωνες.
Το Μακεδονικό ἔθνος
(Ηρόδοτος Ε. 20.4, 22.1, Ζ. 148, 150, 163, 173, 203, Ξενοφών, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 15.2, Κύρου Ανάβασις Γ.Ι.30, Θουκυδίδης 2.99.3, 5.80.2, Δημοσθένης Ολυνθιακός Γ.16, Αρριανός Α.11, Δ.11, Πλούταρχος Αλέξανδρος 17.4-5, 33.1, 34.2-3, 37.7, 54.3, Περί της Αλεξάνδρου Τύχης 329.Β, Διόδωρος ΙΣΤ.95.2, ΙΖ.1.5, 4.1, 4.15, 94.2-3, Κούρτιος 3.3.6, 4.14.21, 4.10.6, 6.29, 7.8.23, 29, 8.4.25-26, Ιουστίνος 11.4.5, 12.15.1, Ισοκράτους Πανηγυρικός, ΧΧVΙΙ, 96, Ισοκράτους Φίλιππος ξε.154, Πλάτωνος πολιτεία Ε.470.e, Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος 172, Παυσανίας Φωκικά VΙΙΙ.2, 4, Ιώσηπος Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ΙΑ.336-7, Δανιήλ 8.3-8, 20-22, Μακκαβαίων Α.1.10, Β.6.2, 7-9)
Σήμερα «το ίδιο αίμα» θα μπορούσε να πιστοποιηθεί με σύγκριση του γενετικού υλικού από τις νεκροπόλεις της αρχαίας Μακεδονίας και της νότιας Ελλάδας, κάτι που θα έλυνε οριστικά την ενοχλητική αμφισβήτηση, αλλά αποκλείεται να γίνει. Η Ελληνική Δημοκρατία αποδεικνύει καθημερινά την απίστευτη δυσχέρεια ή την απόλυτη ανικανότητά της να παράσχει τις στοιχειωδέστερες υπηρεσίες στους πολίτες της, όπως στις ων ουκ έστιν αριθμός περιπτώσεις επείγουσας διακομιδής ασθενών από τις παραμεθόριες περιοχές. Ένα επιστημονικό εγχείρημα τέτοιας έκτασης και τόσης χρονικής διάρκειας ακούγεται λοιπόν μόνο ως ανέκδοτο για τους Έλληνες, ενώ οι ψευδο-Μακεδόνες έχουν ήδη παρουσιάσει τις πρώτες σχετικές ψευδο-επιστημονικές μελέτες.
Έτσι, οι πολυάριθμες αναφορές σε Έλληνες κατ’ αντιδιαστολή προς τους Μακεδόνες, που βρίσκονται διάσπαρτες σε όλη την αρχαία γραμματεία, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ως οι οφθαλμοφανέστερες «αποδείξεις» ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν «το ίδιο αίμα» με τους Έλληνες. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση δείχνει αφέλεια και στη χειρότερη δείχνει σκοπιμότητα. Η αλήθεια είναι ότι η αναφορά σε κάποιο ελληνικό ἔθνος κατ’ αντιδιαστολή προς τους Έλληνες συνολικά, είναι συνηθέστατη όσες φορές όλοι ή σχεδόν όλοι οι Έλληνες εστρέφοντο για οποιονδήποτε λόγο προς κάποιο συγκεκριμένο ἔθνος. Κατά την οργάνωση της συμμαχίας των διαφόρων ελληνικών ἐθνῶν εναντίον των Περσών, βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Λόγου χάριν ο Ηρόδοτος λέει «Οι Αργείοι…ήταν βέβαιοι ότι οι Έλληνες θα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την υποστήριξή τους» ή «Αργότερα, όταν οι Έλληνες προσπάθησαν να κερδίσουν τη συμπαράστασή τους [των Αργείων]…» ή «Αυτά είπαν οι Θεσσαλοί. Οι Έλληνες απήντησαν…» ή «…οι Έλληνες τους είχαν πείσει [τους Οπούντιους Λοκρούς και τους Φωκείς]…» ή «Αυτό ήταν το τέλος των διαπραγματεύσεων των Ελλήνων με τον Γέλωνα». Ο Πλούταρχος συμπληρώνει ότι «…οι άλλοι Ιταλιώτες εγκατέλειψαν τους Έλληνες στην τύχη τους …» ή «…οι πατέρες τους [των Πλαταιέων] έδωσαν τη χώρα τους στους Έλληνες για να πολεμήσουν υπέρ της ελευθερίας …». Με μία πρόχειρη δειγματοληψία «αποδείξαμε» λοιπόν ότι δεν ήταν Έλληνες οι Αργείοι, οι Θεσσαλοί, οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Πλαταιείς, γενικά οι Ιταλιώτες και ειδικά οι υπήκοοι του Γέλωνα! Αν κάποιος αποφασίσει να σπαταλήσει χρόνο και ενέργεια, είναι πάρα πολύ πιθανό να βρει τέτοιες διατυπώσεις για όλα τα ελληνικά ἔθνη και εφαρμόζοντας την ίδια επιχειρηματολογία, που εφαρμόζουν ορισμένοι για τους Μακεδόνες, να «αποδείξει» ότι κακώς θεωρούσαμε ελληνικά όλα αυτά τα ἔθνη και ότι οι πραγματικοί Έλληνες ήταν κάποιος άλλος λαός, τα ίχνη του οποίου ακόμη δεν έχουμε ανακαλύψει!!!
Αντίθετα, στις αρχαίες πηγές βρίσκουμε πλήθος αναφορών που ρητώς πιστοποιούν την νεοελληνική καταγωγή των Μακεδόνων. Ο Παυσανίας θεωρεί τους Μακεδόνες ως ένα από τα «τοσάδε γένη του ελληνικού». Ο Ισοκράτης με την επιστολή του προέτρεπε τον Φίλιππο να καταλάβει την Ηγεμονία της Ελλάδος και να επιτεθεί κατά των Περσών λέγοντας ότι «όλοι [Έλληνες και βάρβαροι] θα σου χρωστούν χάρη … διότι θα αποκτήσουν ελληνική διακυβέρνηση». Σύμφωνα με τον Καλλισθένη λίγο πριν τη μάχη των Γαυγαμήλων, «ο Αλέξανδρος κρατώντας το ξυστόν στο αριστερό του χέρι παρακαλούσε με το δεξί τους θεούς, αν πράγματι είχε γεννηθεί από τον Δία να υπερασπισθεί και να ενδυναμώσει τους Έλληνες». Κατά τον Πλούταρχο όταν ο Αλέξανδρος κάθισε στο θρόνο του Δαρείου στα Σούσα, ο Δημάρατος αναλογίσθηκε «πόσο μεγάλη ευχαρίστηση έχασαν οι Έλληνες, που σκοτώθηκαν και δεν πρόλαβαν να δουν τον Αλέξανδρο στο θρόνο του Δαρείου». Επίσης στην πόλη Ξάνθο της Λυκίας, στην κοίτη ενός ποταμού ανακαλύφθηκε χάλκινη επιγραφή με «αρχαία γράμματα, που προέβλεπε ότι οι Έλληνες θα κατέλυαν την κυριαρχία των Περσών», και ο Αλέξανδρος ενθαρρύνθηκε από αυτό το σημάδι. Είναι προφανές ότι αν ο Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας, δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτόν το μύθο, αντίθετα θα ήταν ισχυρότατο εμπόδιο στα σχέδιά του. Ο Διόδωρος πάλι, δικαίως θεωρεί ότι ο Φίλιππος «παρέλαβε μεν την ασθενέστερη μοναρχία, δημιούργησε δε την σημαντικότερη απ’ όλες τις μοναρχίες των Ελλήνων».
Κατά τον Πλούταρχο, στη συζήτηση για την προσκύνηση «μόνο αυτός [ο Καλλισθένης] είπε φανερά αυτά με τα οποία αγανακτούσαν οι καλύτεροι και πιο ηλικιωμένοι Μακεδόνες, και τους Έλληνες απάλλαξε από την καταισχύνη και τον Αλέξανδρο από ακόμη μεγαλύτερη καταισχύνη αποτρέποντας την προσκύνηση». Κατά τον Αρριανό, ο Καλλισθένης ρώτησε τον Αλέξανδρο «θα απομακρυνθείς από τους Έλληνες και θα ατιμάσεις με αυτόν τον τρόπο τους Μακεδόνες;». Και οι δύο αυτές διατυπώσεις είναι πανομοιότυπες με εκείνη του Ξενοφώντα, προς κάποιον Απολλωνίδη που μιλούσε τη βοιωτική διάλεκτο ότι «και την πατρίδα του ντροπιάζει και ολόκληρη την Ελλάδα».
Κατά τον Κούρτιο, «όταν ο Δαρείος ανέβηκε στο θρόνο, διέταξε να αλλάξει το σχήμα του κολεού της περσικής κοπίδος και να πάρει το σχήμα του ελληνικού. Οι Χαλδαίοι το θεώρησαν ως οιωνό ότι η εξουσία των Περσών θα περνούσε σ’ εκείνους, τα όπλα των οποίων αντέγραψαν». Επίσης, όταν έγινε η έκλειψη της σελήνης πριν τη μάχη των Γαυγαμήλων, ο Αλέξανδρος κάλεσε τους Αιγυπτίους μάντεις να ερμηνεύσουν το φαινόμενο. Εκείνοι προτίμησαν να μη δώσουν την αστρονομική εξήγηση, αλλά είπαν ότι «ο ήλιος αντιπροσώπευε τους Έλληνες και η σελήνη τους Πέρσες, η δε έκλειψή της προμήνυε την καταστροφή και σφαγή αυτού του έθνους». Πάλι λίγο πριν τη μάχη των Γαυγαμήλων, ο Δαρείος είπε στους άντρες του προσπαθώντας να τους εμψυχώσει: «Λίγο νωρίτερα εμείς εισβάλαμε στους Έλληνες, τώρα στην ίδια την πατρίδα μας προσπαθούμε να αποκρούσουμε μία εισβολή και με τη σειρά μας χτυπηθήκαμε από τη θύελλα της Τύχης, που άλλαξε. Προφανώς ένα έθνος δεν μπορεί να κρατήσει αυτήν την αυτοκρατορία, αφού και τα δύο τη διεκδικούμε διαδοχικά». Κατά τη συζήτηση για τη διαδοχή του Αλεξάνδρου ο Κούρτιος φέρει τον Πτολεμαίο να απέρριψε το ενδεχόμενο να ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας είτε ο γιος της Βαρσίνης είτε της Ρωξάνης. Υποτίθεται ότι δεν ανεχόταν να τους κυβερνήσει κάποιος μιξοβάρβαρος με ασιατικό αίμα, διότι τότε θα υποτάσσονταν στους απογόνους του Δαρείου και του Ξέρξη και θα ακύρωναν τις «λαμπρές νίκες τους επ’ αυτών». Όμως την εποχή των περσικών πολέμων η Μακεδονία είχε υποταχθεί αμαχητί, ενσωματώθηκε στην ευρωπαϊκή σατραπεία των Αχαιμενιδών και μετά την κατάρρευση της περσικής κυριαρχίας στην Ευρώπη οι Μακεδόνες δεν έκαναν καμία επιχείρηση εναντίον των Περσών. Φυσικά είναι αδύνατο να μην το γνώριζε αυτό ο Κούρτιος και συνεπώς για τη μη διαφοροποίηση των Μακεδόνων από τους αντισταθέντες Έλληνες πρέπει να θεωρήσουμε ότι παρασύρθηκε από το γεγονός ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες κι, επειδή τους θαυμάζει, τους εντάσσει στα ελληνικά έθνη που αντιστάθηκαν στους Πέρσες. Τέλος, ο Κούρτιος βάζει τον πρέσβη των Σκυθών «της Ευρώπης» να απευθύνεται στον Αλέξανδρο ως σε Έλληνα βασιλιά και να του λέει ότι «οι Έλληνες διακωμωδούν στις παροιμίες τους τις σκυθικές ερήμους» και ότι «το σφράγισμα των συμφωνιών και η επίκληση των θεών είναι τυπικά Ελληνική συνήθεια».
Ο Διόδωρος πιστεύει ότι οι άντρες του Αλεξάνδρου αρνήθηκαν να προελάσουν πέρα από τον Ύφαση, διότι μεταξύ άλλων «υπήρχε έλλειψη ελληνικού ιματισμού, που τους ανάγκαζε να χρησιμοποιούν βαρβαρικά υφάσματα και να μεταποιούν τις ινδικές στολές». Ο Πλούταρχος πιστοποιεί ακόμη ότι οι Μακεδόνες είχαν τον ίδιο σκληρό ρατσισμό με τους υπόλοιπους Έλληνες. Συγκεκριμένα παραδίδει ότι ο Αριστοτέλης συνιστούσε στον Αλέξανδρο να φέρεται «στους Έλληνες σαν σε φίλους και συγγενείς στους δε βαρβάρους σαν σε ζώα ή φυτά». Είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να δοθεί τέτοια συμβουλή για άλλους βαρβάρους, αν και οι ίδιοι οι Μακεδόνες ήταν βάρβαροι.
Αλλά και οι λαοί, τους οποίους κατέκτησε ο Αλέξανδρος γνώρισαν πολύ καλά τους Μακεδόνες και στα διασωθέντα γραπτά τους πιστοποιούν ότι ήταν ένα από τα πολλά ελληνικά ἔθνη. Στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα οι Πέρσες περιέγραφαν έναν υποτελή λαό τους στην Ευρώπη ως «Γιαούνα τακαμπάρα», δηλαδή «Ίωνες (=Έλληνες), που φοράνε το καπέλο». Την εποχή εκείνη η Μακεδονία ήταν μέρος της ευρωπαϊκής σατραπείας, της Σκούντρας, και γνωρίζουμε ότι οι Μακεδόνες ήταν οι μόνοι Έλληνες που φορούσαν τον ίδιο τύπο καπέλου, την καυσία. Αλλά και οι γνησιότεροι απόγονοι των αρχαίων Περσών, οι Ζωροαστριστές, έχουν μεν κακή γνώμη για τον Αλέξανδρο γνωρίζουν δε ότι ήταν Έλληνας. «Μπορεί να είναι Μέγας για τους Έλληνες κι εσάς τους Ευρωπαίους, αλλά εμείς τον αποκαλούμε διάβολο. Διότι έκαψε τους ναούς μας, σκότωσε τους ιερείς μας, ανάγκασε δια της βίας τα κορίτσια μας να παντρευτούν Έλληνες, για να χάσουν την ταυτότητά τους…», είπαν τη δεκαετία του 1990 στον Μ. Γούντ, που κατέγραψε το δρομολόγιο του Αλεξάνδρου σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC.
Ο Σεμτού-Τεφναχτέ, ένας Αιγύπτιος ιερέας και γιατρός του Δαρείου, διέφυγε σώος από τη σφαγή, που ακολούθησε την μάχη των Γαυγαμήλων και κατέγραψε την ευγνωμοσύνη του προς το θεό Αρσάφη (Χερισέφ). «Με προστάτεψες στη μάχη με τους Έλληνες, όπου συνέτριψες τους Ασιάτες. Πολλοί σκοτώθηκαν δίπλα μου…» έγραψε στην αναθηματική στήλη προς τιμήν του θεού, την οποία τοποθέτησε στην Αχνάς ελ Μεντίνα (μετέπειτα Μεγάλη Ηρακλεόπολη) και η οποία μεταφέρθηκε αργότερα σε ναό της Ίσιδας στην Πομπηία. «Ένας ξένος πρίγκιπας θα ανυψωθεί και θα καταλάβει το θρόνο - επί πέντε χρόνια θα είναι κυρίαρχος – ο στρατός των Ελλήνων θα επιτεθεί – οι Έλληνες θα νικήσουν το στρατό του Δαρείου – θα τον λεηλατήσουν και θα τον ληστέψουν – αλλά μετά ο βασιλιάς θα ανασυγκροτήσει – το στρατό του και θα υψώσει τα όπλα του – Ο Ενλίλ Σάμς και ο Μαρντούκ (βαβυλωνιακές θεότητες) – θα βαδίσουν δίπλα στο στρατό του και – θα προκαλέσουν την ήττα του ελληνικού στρατού …» . Αυτή η προφητεία, που διασώθηκε από την κατάκτηση της Βαβυλώνας ως τις μέρες μας, έχει αξία μόνο ως προς τα καταγραφόμενα ιστορικά στοιχεία, καθώς η ιστορία δεν επαλήθευσε τις προσδοκίες του Βαβυλώνιου προφήτη.
Με τις προφητείες τα πήγαν πολύ καλύτερα οι Ιουδαίοι. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο «όταν του έδειξαν το βιβλίο του Δανιήλ, που αναφέρει ότι κάποιος Έλληνας θα καταλύσει το κράτος των Περσών, [ο Αλέξανδρος] συμπέρανε ότι πρόκειται για τον ίδιο». Η συγκεκριμένη προφητεία περιέχεται στην Αγία Γραφή, έγινε από το Δανιήλ περί τους τρεις αιώνες πριν τον Αλέξανδρο και έχει ως εξής:
«…καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς ἑστηκώς πρὸ τοῦ Οὐβάλ καὶ αὐτῷ κέρατα ὑψηλά καὶ τὸ ἕν ὑψηλότερον τοῦ ἑτέρου καὶ τὸ ὑψηλόν ἀνέβαινεν ἐπ’ ἐσχάτων καὶ εἶδον τὸν κριὸν κερατὶζοντα κατὰ θὰλασσαν καὶ βορρᾶν και νότον, καὶ πάντα τὰ θηρία οὐ στήσεται ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος ἐκ χειρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐποίησε κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἐμεγαλύνθη. καὶ ἐγὼ ἤμην συνίων καὶ ἰδοὺ τρὰγος αἰγῶν ἤρχετο ἀπὸ λιβὸς ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς καὶ οὐκ ἦν ἁπτόμενος τῆς γῆς, καὶ τῷ τράγῳ κέρας θεωρητὸν ἀναμέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ κριοῦ τοῦ τὰ κέρατα ἔχοντος, οὗ εἶδον, ἑστῶτος ἐνώπιον τοῦ Οὐβάλ καὶ ἔδραμε πρὸς αὐτὸν ἐν ὁρμῇ τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. καὶ εἶδον αὐτὸν φθάνοντα ἕως τοῦ κριοῦ, καὶ ἐξηγριάνθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἔπαισε τὸν κριὸν καὶ συνέτριψε ἀμφότερα τὰ κέρατα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἰσχύς τῷ κριῷ τοῦ στῆναι ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ συνεπάτησεν αὐτὸν καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος τὸν κριὸν ἐκ χειρὸς αὐτοῦ. καὶ ὁ τρὰγος τῶν αἰγῶν ἐμεγαλύνθη ἕως σφόδρα καὶ ἐν τῷ ἰσχῦσαι αὐτὸν συνετρίβη τὸ κέρας αὐτοῦ τὸ μέγα, καὶ ἀνέβη ἔτερα κέρατα τέσσαρα ὑποκάτω αὐτοῦ εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τοῦ οὐρανοῦ …» Και σαν να ήθελε να αποτρέψει παρερμηνείες της προφητείας του, ο Δανιήλ ξεκαθαρίζει: «ὁ κριὸς, ὅν εἶδες ὁ ἔχων τὰ κέρατα βασιλεὺς Μήδων καὶ Περσῶν. ὁ τρὰγος τῶν αἰγῶν βασιλεὺς Ἑλλήνων καὶ τὸ κέρας τὸ μέγα, ὅ ἦν ἀναμέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς ὁ πρῶτος καὶ τοῦ συντριβέντος οὗ ἔστησαν τέσσαρα κέρατα ὑποκάτω, τέσσαρες βασιλεῖς ἐκ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ ἀναστήσονται καὶ οὐκ ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ».
Η δυσπιστία προς τις προφητείες είναι δικαιολογημένη, ανεξάρτητα από τον προφήτη ή τη θρησκεία του καθενός μας. Ωστόσο η παραπάνω προφητεία του Δανιήλ είναι όντως συγκλονιστική λόγω της απόλυτης σαφήνειάς της και της πλήρους επαλήθευσής της από τα ιστορικά γεγονότα. Ακόμη και στα κέρατα του κριού και του τράγου πολύ λίγη αμφισβήτηση μπορεί να υπάρξει, για το αν αφορούν στις δύο δυναστείες. Το μεν μεγαλύτερο κέρατο του κριού (του βασιλέως Μήδων καὶ Περσῶν) συμβολίζει τον κλάδο των Αχαιμενιδών στον οποίο ανήκε ο Κύρος ο Μέγας, ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας, ενώ το μικρότερο συμβολίζει τον άλλο οικογενειακό κλάδο, που κατέλαβε το θρόνο από τον Δαρείο Α΄ και μετά. Το δε ένα και μοναδικό κέρατο του τρὰγου τῶν αἰγῶν ερμηνεύεται από τον ίδιο τον Δανιήλ ως «ὁ βασιλεὺς ὁ πρῶτος», δηλαδή ο Μέγας Αλέξανδρος ο οποίος πράγματι ήταν ο μοναδικός και τελευταίος γνήσιος Αργεάδης. Αλλά και η επιλογή των συγκεκριμένων ζώων, με τα οποία ο Εβραίος προφήτης συμβολίζει τους δύο αντίπαλους βασιλιάδες δεν είναι καθόλου τυχαία. Τα τέσσερα κέρατα, που αντικατέστησαν το ένα και μοναδικό ερμηνεύονται από τον Δανιήλ ως «τέσσαρες βασιλεῖς ἐκ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ … καὶ οὐκ ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ» (του Αλεξάνδρου). Πράγματι, όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, οι Πτολεμαίος, Σέλευκος, Λυσίμαχος και Κάσσανδρος διαμοίρασαν την επικράτεια και ανακήρυξαν τέσσερα βασίλεια. Επιπλέον, ο Δανιήλ επιβεβαιώνει τον αρχαίο ελληνικό μύθο για το κοπάδι των κατσικιών (αιγών), το οποίο ακολούθησε ο ιδρυτής του βασιλικού Οίκου των Αργεαδών, και με ένα λογοπαίγνιο απεικονίζει στο ζωικό βασίλειο το όνομα της τότε μακεδονικής πρωτεύουσας (των Αιγών). Έτσι, τα ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού, τα οποία αποδέχεται κι ο χριστιανισμός, καταγράφουν με απόλυτη σαφήνεια και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι Αργεάδες, οι τέσσερις Διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το μακεδονικό έθνος στο σύνολό του ήταν Έλληνες.
Πάλι στην Αγία Γραφή και συγκεκριμένα στο βιβλίο των Μακκαβαίων διαβάζουμε ότι ο Αντίοχος ο Επιφανής «…εβασίλευσεν εν έτει εκατοστώ και τριακοστώ και εβδόμω βασιλείας Ελλήνων» (175 π.Χ.). Επίσης ότι ο Αντίοχος ο Επιφανής αποπειράθηκε να επιβάλει στους Εβραίους τη λατρεία των θεών του Ολύμπου και μετέτρεψε τον μεν ναό της Ιερουσαλήμ σε ναό του «Διός Ολυμπίου» τον δε ναό της Γαριζίν σε ναό του «Διός Ξενίου». Επίσης ότι «γενομένης δε Διονυσίων εορτής ηναγκάζοντο [οι Εβραίοι] κισσούς έχοντες πομπεύειν τω Διονύσω» και «εις τας αστυγείτονας Ελληνίδας πόλεις … μεταβαίνειν … κατασφάζειν», δηλαδή να πηγαίνουν στις γειτονικές ελληνικές πόλεις και προσφέρουν θυσίες προφανώς με τον ελληνικό τρόπο. Δηλαδή οι υποτελείς στο ελληνιστικό βασίλειο της Συρίας Εβραίοι γνώριζαν ότι οι Μακεδόνες, που διαδέχθηκαν τον Μέγα Αλέξανδρο, ήταν Έλληνες και ότι οι πόλεις, που έχτισαν στα εδάφη τους, ήταν ελληνικές.
Αλλά κι ο πατέρας του Χριστιανισμού, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μας βεβαιώνει ότι ο Αλέξανδρος ήταν Έλληνας. Περί τους οκτώ αιώνες μετά την εκστρατεία και στην προσπάθειά του να σβήσει την ειδωλολατρεία και τη λατρεία του Αλεξάνδρου ως θεού, καταγγέλλει τους ειδωλολάτρες Έλληνες ότι «χρησιμοποιούν επωδές και περίαπτα και δένουν στα κεφάλια και τα πόδια τους χάλκινα νομίσματα του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος…και αποθέτουν…τις ελπίδες της σωτηρίας στην εικόνα ενός Έλληνα βασιλιά».
Ειδικότερα, ο Αλέξανδρος ήταν συνδεδεμένος με την ελληνική μυθολογία μέσω και των δύο γονέων του. Η μητέρα του, η Ολυμπιάς, ανήκε στο γένος των Αιακιδών μέσω του γιου του Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου, ο οποίος μετά τον Τρωικό πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο και δημιούργησε δική του δυναστεία. Μέσω του Νεοπτόλεμου και του Αχιλλέα η καταγωγή του Αλεξάνδρου έφτανε ως τον γενάρχη των Αιακιδών, τον Αιακό. Το γένος των Αιακιδών εθεωρείτο αρκετά κακότυχο, κάτι που αποδιδόταν στη σκληρότητα του Νεοπτόλεμου κατά την άλωση της Τροίας, γι' αυτό κατά τον Αρριανό, όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην Τροία, «έκανε θυσία προς τιμήν του Πριάμου στο βωμό του Ερκείου (Οικογενειακού) Διός, ώστε να πάψει η οργή του Πριάμου να κατατρέχει το γένος του Νεοπτόλεμου, στο οποίο ανήκε κι ο ίδιος». Κατά τον Κούρτιο ο Αλέξανδρος έδεσε στο άρμα του και έσυρε το πτώμα του διοικητή της Γάζας γύρω από τα τείχη της «μιμούμενος τον πρόγονό του τον Αχιλλέα», που είχε κάνει το ίδιο με τον Έκτορα στην Τροία. Επίσης ο Αλέξανδρος είπε ότι «οι γάμοι μεταξύ Περσών και Μακεδόνων θα εξυπηρετούσαν στην εδραίωση της αυτοκρατορίας του και τους θύμισε ότι και ο πρόγονός του ο Αχιλλέας συζούσε με μία αιχμάλωτη». Κατά τον Ιουστίνο, τρεις μέρες μετά τη μοιραία αδιαθεσία του «ο Αλέξανδρος δήλωσε ότι αναγνώριζε τη μοίρα του Οίκου των Αιακιδών, καθώς οι περισσότεροι πέθαιναν σε ηλικία περίπου 30 ετών» (ο συγγραφέας μάλλον εννοεί τον Αχιλλέα).
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, το Διόδωρο και τον Αρριανό, ο βασιλικός Οίκος της Μακεδονίας καταγόταν από την Πελοπόννησο και συγκεκριμένα από το Άργος, είχε δε ως γενάρχη τον Ηρακλή. Ειδικά ο Ηρόδοτος λέει ότι «αυτοί που κατάγονται από τον Περδίκκα είναι Έλληνες, όπως το θέλουν οι ίδιοι, το ξέρω κι εγώ ότι έτσι είναι», ότι ο Αλέξανδρος Α΄ ήταν «ανήρ Έλλην, Μακεδόνων ύπαρχος», ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ το 496 πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ότι οι συναγωνιζόμενοι αθλητές υπέβαλαν ένσταση κατά της συμμετοχής του. Ζητούσαν να του απαγορευθεί η συμμετοχή ισχυριζόμενοι ότι ήταν ελληνόφωνος μεν, βάρβαρος δε. Τότε ο Αλέξανδρος Α΄ κατέθεσε τα τεκμήρια της καταγωγής του και οι ελλανοδίκες απέρριψαν την ένσταση, επέτρεψαν τη συμμετοχή του και τελικά νίκησε στο στάδιο, το βασικότερο άθλημα των Αγώνων. Σημειώνουμε εδώ ότι ο Αλέξανδρος Α΄ αναφέρεται σε αρκετές πηγές και ως Αλέξανδρος ο Φιλέλλην. Ορισμένοι χρησιμοποιούν αυτό το προσωνύμιο ως αντίβαρο στις κατηγορηματικές περί του αντιθέτου πληροφορίες, για να «αποδείξουν» ότι παρά τη βαρβαρική του καταγωγή συμμετέσχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες τιμής ένεκεν λόγω της βοήθειάς του προς τους Έλληνες κατά των Περσών και όχι διότι ήταν Έλληνας, όπως κατηγορηματικά και με απόλυτη σαφήνεια καταγράφεται. Αν όμως αναζητήσει κανείς πότε εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το προσωνύμιο Φιλέλλην, θα διαπιστώσει ότι αυτό έγινε στους ελληνιστικούς χρόνους, ενώ μέχρι την εκστρατεία του Αλεξάνδρου ο πλήρης προσδιορισμός του εν λόγω βασιλιά γινόταν κατά τον γενικό τύπο της κλασσικής περιόδου, δηλαδή Αλέξανδρος Αμύντου Μακεδών. Η απόδοση προσωνυμίων ήταν πρακτική της ελληνιστικής και όχι της κλασσικής περιόδου και το συγκεκριμένο απεδόθη εκ των υστέρων στον Αλέξανδρο Α΄, για να τον διακρίνει από τον Αλέξανδρο Γ΄, στον οποίο είχε αποδοθεί το προσωνύμιο Μέγας.
Η καταγωγή του Αλεξάνδρου από τον Νεοπτόλεμο, τον Αχιλλέα και τον Ηρακλή είναι αποδεκτή από όλους ανεξαιρέτως τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου, Έλληνες και Ρωμαίους, αλλά και απ’ όλους τους συγχρόνους του. Έτσι, όταν ο Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας, «θύμισε στους Θεσσαλούς τη συγγένεια που είχαν μεταξύ τους ως απόγονοι του Ηρακλή», για να τους πείσει να τον αποδεχθούν ως Ηγεμόνα της Ελλάδος. Στην αρχαιότητα η οικογενειακή καταγωγή ήταν εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα και κανείς δεν μπορούσε να επικαλεσθεί ψευδείς τίτλους, ούτε καν ο Μέγας Αλέξανδρος. Πράγματι, όταν θέλησε να θεωρηθεί γιος του Άμμωνα, κανείς δεν πίστεψε τα επί τούτου κατασκευασθέντα μυθολογήματα περί συνευρέσεως της μητέρας του με τον Άμμωνα. Η πιο κατηγορηματική απόρριψη αυτού του ισχυρισμού καταγράφηκε στην Ώπη, όταν οι εξαγριωμένοι Μακεδόνες φώναζαν χλευαστικά στον κοσμοκράτορα πια Αλέξανδρο να κάνει τις επόμενες εκστρατείες του με τον πατέρα του τον Άμμωνα!
Λόγω αυτής της γενικής αποδοχής κανένας από τους μεταγενέστερους λόγιους και μελετητές δεν ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό της καταγωγής του από τον Ηρακλή. Φυσικά, τα περί καταγωγής από θεούς και ημίθεους, είτε αφορούν τον Αλέξανδρο είτε τους βασιλείς της Σπάρτης, σήμερα είναι αδύνατο να γίνουν πιστευτά από εμάς και δεν έχει κανένα νόημα η διερεύνησή τους. Απλώς είμαστε υποχρεωμένοι να αρκεστούμε στο ότι ήταν αποδεκτά από τους άμεσα ενδιαφερόμενους αρχαίους Έλληνες.
Ο Δημοσθένης είναι ο διασημότερος κλασσικός, του οποίου τα λεχθέντα χρησιμοποιούνται συχνότερα, για να «τεκμηριωθεί» η άποψη ότι γενικά οι Μακεδόνες και ειδικά οι Αργεάδες δεν ήταν Έλληνες. Επειδή ο Δημοσθένης ήταν κορυφαίος πολιτικός αντίπαλος του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, δεν μπορούμε να τον τοποθετήσουμε στην ίδια κατηγορία με τους άλλους κλασσικούς, όπως το Θουκυδίδη. Αντίθετα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι επί των ημερών του η πάλαι ποτέ Ηγεμών της Ελλάδος, η Αθήνα, μπορούσε να πάρει θέση υπέρ ή κατά του διαφαινόμενου τότε νέου Ηγεμόνα της Ελλάδος, της Μακεδονίας, αλλά ήταν προφανές σε όλους ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να διεκδικήσει σοβαρά για την ίδια αυτόν τον τίτλο. Το ερώτημα της ενδεδειγμένης στάσης έναντι της Μακεδονίας είχε προκαλέσει σφοδρότατη αντιπαράθεση στην Εκκλησία των Αθηναίων ανάμεσα στην αντιμακεδονική (ή φιλοπερσική) και την φιλομακεδονική (ή αντιπερσική) παράταξη. Πάντοτε και παντού μία τέτοια πολιτική αντιπαράθεση δεν αφήνει τίποτα αλώβητο και όλοι χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, για να προωθήσουν τις απόψεις τους. Έτσι κι ο Δημοσθένης δεν δίστασε να αποκαλέσει την Πέλλα, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, «μικρό κι ασήμαντο χωριουδάκι», ενώ ο επίσης Αθηναίος Ξενοφών την χαρακτήριζε ως «τη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας» και φυσικά τα αρχαιολογικά ευρήματα διαψεύδουν κατηγορηματικά τον Δημοσθένη.
Στο συχνότερα επικαλούμενο χωρίο, ο Δημοσθένης προσπαθεί να πετύχει την άμεση στρατιωτική αντίδραση στις στρατηγικές επιτυχίες του Φιλίππου, θέτοντας στην Εκκλησία των Αθηναίων μία σειρά από ρητορικά ερωτήματα: «Αυτός ο άνθρωπος [ο Φίλιππος] δεν έχει καταλάβει ήδη τα περίχωρα [της Ολύνθου] κι αν κυριεύσει και την κυρίως χώρα, δεν θα υποστούμε τα χειρότερα; Δεν τον πολεμούν αυτή τη στιγμή, όσοι τους υποσχεθήκαμε ζωτική βοήθεια, αν τον πολεμούσαν; Δεν είναι εχθρός μας; Δεν κατέχει δικά μας εδάφη; Δεν είναι βάρβαρος; Δεν του αξίζει ό,τι κι αν τον αποκαλέσει κανείς;». Στο φορτισμένο πολιτικό κλίμα εκείνων των ημερών η ρητορική ερώτηση του Δημοσθένη θάλεγε κανείς ότι πήρε απάντηση από έναν άλλο κορυφαίο ρήτορα. Χωρίς ρητορικά σχήματα ή άλλες αβρότητες ο Αισχίνης επιτέθηκε με τα ίδια όπλα κατά του προσωπικού και πολιτικού εχθρού του λέγοντας «ο συκοφάντης [ο Δημοσθένης] γεννήθηκε…απ΄ τη μεριά της μητέρας του Σκύθης βάρβαρος, και μόνο η φωνή (γλώσσα) του είναι ελληνική». Εν ολίγοις, αν βάλουμε το ένα δίπλα στο άλλο τα παραπάνω πολιτικά επιχειρήματα, προκύπτει ο εξής διάλογος μεταξύ των δύο καταξιωμένων Αθηναίων ρητόρων:
Δημοσθένης: Ο Φίλιππος είναι βάρβαρος!
Αισχίνης: Τάχα δεν ξέρουμε ποιά είναι η μάνα σου! Βάρβαρος είσαι και φαίνεσαι!
Τελικά την ελληνική καταγωγή των Αργεαδών δεν την αμφισβήτησε κανείς αρχαίος ή μεταγενέστερος ιστορικός, ως το 1847 με πρώτο τον Ο. Άμπελ. Φυσικά, η διερεύνηση ενός ισχυρισμού, τον οποίο δεν αμφισβήτησε κανείς από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, θα έμοιαζε με ανούσια ακαδημαϊκή ιδιοτροπία, αν δεν είχε μεγάλη πρακτική χρησιμότητα, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Η Μακεδονική γλώσσα
(Πλούταρχος Αλέξανδρος 51.6, Διόδωρος ΙΖ.67.1, Κούρτιος 6.9.34-36, 6.10.23, 6.11.4, Κούρτιος 7.5.3, 8.8.19, Πολύβιος ΙΧ.37.7, Τίτος Λίβιος 31.29)
Όσοι έχουν επιλέξει να υποστηρίξουν ότι οι Μακεδόνες δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους νότιους Έλληνες, επικαλούνται ως «αδιάσειστες αποδείξεις» μία σειρά από αναφορές κυρίως του Κούρτιου και δευτερευόντως του Πλούταρχου. Στο κακοποιούμενο από πολλούς χωρίο του Πλούταρχου αναφέρεται ότι κατά το διαπληκτισμό του με τον Κλείτο ο Αλέξανδρος «ἀναπηδήσας ἀνεβόα Μακεδονιστὶ, καλῶν τοὺς ὑπασπιστάς, τοῦτο δ’ ἦν σύμβολον θορύβου μεγάλου». Όσοι προσπαθούν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας», υποστηρίζουν ότι «Μακεδονιστὶ» σημαίνει «στη μακεδονική γλώσσα» και όχι «στη μακεδονική διάλεκτο». Το ότι η χρήση της ήταν «σύμβολον θορύβου μεγάλου (μεγάλης ταραχής)» θεωρούν ότι ενισχύει κι επιβεβαιώνει, όσα κατέγραψε ο Κούρτιος στη δίκη του Φιλώτα. Πράγματι, αυτό πρέπει να συμπεράνει κάθε καλόπιστος, που αγνοεί την υπόλοιπη αρχαία γραμματεία και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Εν τούτοις, η ορθότερη ερμηνεία αυτού του χωρίου νομίζουμε ότι προκύπτει από το στρατιωτικό εγχειρίδιο «Τακτικό υπόμνημα για το πώς πρέπει να ανθίστανται οι πολιορκούμενοι», ενός στρατιωτικού από την Αρκαδία, σύγχρονου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο σημείο, που πραγματεύεται τον συντονισμό συμμαχικών ή μισθοφορικών δυνάμεων από διαφορετικά ελληνικά ἔθνη, που μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους, ο Αινείας ο Τακτικός επισημαίνει τις αναπόφευκτες συνθήκες κακής συνεννόησης. Για την αποφυγή δε παρεξηγήσεων στην επικοινωνία, επικίνδυνων για την έκβαση της μάχης, δίνει σχολαστικές οδηγίες για τις ιδιαιτερότητες των διαλέκτων και για το τι έπρεπε να αποφεύγεται. Στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες (πλην Λακεδαιμονίων) και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σύνολο των ομιλουμένων διαλέκτων δημιουργούσαν έναν επικοινωνιακό λαβύρινθο, καταστροφικό στη λειτουργία του τακτικού στρατού. Εφαρμόζοντας λοιπόν τις αρχές, που περιγράφει ο Αινείας ο Τακτικός, ο Αλέξανδρος πρέπει να είχε επιβάλει στους αξιωματικούς του τη χρήση μίας μόνο διαλέκτου. Αν λάβουμε δε υπόψη μας την Κοινή Ελληνική Γλώσσα, την οποία μιλούσαν λίγο αργότερα Έλληνες και βάρβαροι στα κράτη των Διαδόχων, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η διάλεκτος του επιτελείου του Αλεξάνδρου ήταν η αττική, η λογιότερη όλων.
Όσο για τις επίμαχες αναφορές του Κούρτιου, αυτές είναι οι εξής: Κατά την έναρξη της δίκης του Φιλώτα από την Εκκλησία των Μακεδόνων ο Αλέξανδρος είπε στον κατηγορούμενο εταίρο «Οι Μακεδόνες πρόκειται να σε δικάσουν. Σε παρακαλώ να δηλώσεις αν θα χρησιμοποιήσεις τη μητρική σου γλώσσα» και ο Φιλώτας φέρεται να απάντησε «Εκτός από τους Μακεδόνες παρίστανται και πολλοί άλλοι, που νομίζω ότι θα βρουν ευκολότερο να καταλάβουν όσα πρόκειται να πω, αν χρησιμοποιήσω τη γλώσσα που χρησιμοποιείς και συ ο ίδιος, με σκοπό (όπως πιστεύω) να γίνεσαι κατανοητός από περισσότερους». Τότε ο Αλέξανδρος απευθυνόμενος προς την Εκκλησία των Μακεδόνων σχολίασε «Βλέπετε πόσο προσβλητική βρίσκει ο Φιλώτας ακόμη και τη μητρική του γλώσσα; Μόνο αυτός αισθάνεται αποστροφή να τη μάθει. Αλλά αφήστε τον να μιλήσει όπως προτιμά, να θυμάστε μόνο ότι περιφρονεί τον τρόπο της ζωής μας όσο και τη γλώσσα μας». Ο Κούρτιος βάζει ακόμη τον Φιλώτα να λέει στην απολογία του «Η μητρική μας γλώσσα έχει πέσει σε αχρηστία εδώ και καιρό μέσω των συναλλαγών μας με άλλα έθνη και τόσο οι κατακτητές όσο και οι κατακτημένοι πρέπει να μάθουμε μία ξένη γλώσσα». Ο ίδιος ιστορικός θέλει επίσης «κάποιον αξιωματικό ονόματι Βόλωνα» (άγνωστο στους άλλους ιστορικούς) να κατηγορεί τον Φιλώτα ότι «γελοιοποίησε άντρες από τη χώρα αποκαλώντας τους Φρύγες και Παφλαγόνες. Αυτό το έκανε ένας, που αν και Μακεδόνας, δεν ντράπηκε να χρησιμοποιήσει διερμηνέα κατά την ακρόαση αντρών, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα».
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατηγορία που φέρεται να εκτόξευσε ο Βόλων κατά του Φιλώτα είναι παντελώς ακατάληπτη και μόνο με προσέγγιση ανάλογη εκείνης του Κούρτιου, δηλαδή με ισχυρή δόση αυθαίρετης εικασίας, μπορεί να ερμηνευθεί. Το πιο ακατανόητο είναι ότι ο Φιλώτας φέρεται να χαρακτήρισε «Φρύγες και Παφλαγόνες» κάποιους Μακεδόνες. Είναι απορίας άξιο τι είδους μνήμες μπορούσαν να έχουν οι Μακεδόνες από τους Φρύγες, που πριν τη δημιουργία του βασιλείου της Μακεδονίας είχαν εγκαταλείψει τα μετέπειτα μακεδονικά εδάφη και είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία, απαρτίζοντας δύο επαρχίες του περσικού κράτους, την Ελλησποντική και τη Μεγάλη Φρυγία. Κατά πάσα πιθανότητα ο Κούρτιος, που είναι βέβαιο ότι κατείχε την αρχαία ελληνική γραμματεία, βρήκε άλλη μία ευκαιρία να δημιουργήσει διανθίζοντας την αναφορά του Ηροδότου σε «κήπους του Μίδα» κάπου στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίδας. Οι Παφλαγόνες πάλι κατοικούσαν στο κεντρικό περίπου τμήμα της σημερινής βόρειας Τουρκίας και δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τη Μακεδονία. Αν πάλι αποφασίσουμε να διαπιστώσουμε σύγχυση από τον Κούρτιο (ή κάποιον αντιγραφέα) των Παφλαγόνων με τους Πελαγόνες, η ερμηνεία γίνεται ακόμη δυσκολότερη, αφού οι Πελαγόνες συγκροτούσαν ένα από τα τοπικά βασίλεια της Άνω Μακεδονίας και ήταν ένα από τα μακεδονικά ἔθνη, άρα η χρήση αυτού του ονόματος δεν μπορούσε να συνιστά προσβολή.
Απόσπασμα διαγράμματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο οποίο καθορίζονται τα όρια της χώρας (της αγροτικής περιοχής, που ήλεγχε η πόλη) των Φιλίππων, καθώς και τον τρόπο διαχείρισης των φυσικών της πόρων. Φυσικά είναι γραμμένη στα ελληνικά, τη μητρική γλώσσα των Μακεδόνων.
Πάντως, το πιο παράδοξο απ’ όλα είναι η φράση, που ο Κούρτιος αποδίδει στον Αλέξανδρο ότι ο Φιλώτας «περιφρονεί τον τρόπο της ζωής μας όσο και τη γλώσσα μας». Εμφανίζει δηλαδή τον Αλέξανδρο να μηχανεύθηκε αυτό το δικολαβίστικο επιχείρημα, για να εκθέσει τον Φιλώτα στους δικαστές του και να πετύχει την καταδίκη του. Μα, μπορούσε πράγματι να πιστεύει ότι θα ξεγελούσε τόσο εύκολα τους Μακεδόνες; Εκείνος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη, που είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τέτοιο επιχείρημα. Εκείνος είχε επιβάλει ακέραιο το περσικό βασιλικό τυπικό, εκείνος είχε επιβάλει την θεοποίηση και την προσκύνησή του, εκείνος ενθάρρυνε τους αξιωματικούς του να υιοθετήσουν τον περσικό τρόπο ζωής, εκείνος φορούσε περσική ενδυμασία, εκείνος προκαλούσε τις αντιδράσεις των Μακεδόνων πολιτών με την υιοθέτηση των βαρβαρικών συνηθειών. Εν ολίγοις το επιχείρημα αυτό ήταν τόσο προκλητικό, ώστε ο Αλέξανδρος αντί να κερδίσει τη συμπάθεια, κινδύνευε να προκαλέσει την οργή των ούτως ή άλλως δυσαρεστημένων Μακεδόνων. Θα κινδύνευε τότε να δει την αθώωση και όχι τη θανατική καταδίκη του Φιλώτα ή έστω θα προσέφερε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία στους δυσαρεστημένους Μακεδόνες πολίτες να καταδικάσουν μεν τον Φιλώτα, να καταγγείλουν δε τις βαρβαρικές συνήθειες του Αλεξάνδρου.
Τελικά, μόνο σε μία προσέγγιση των παραπάνω ελαφρά τη καρδία «αποδεικνύεται» ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν άλλη γλώσσα. Όταν όμως βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, κάθε άλλο παρά αυτό προκύπτει και γίνεται απόλυτα σαφές ότι ο Κούρτιος άδραξε την ευκαιρία της πολύκροτης δίκης, για να κατασκευάσει μία ρητορική αντιπαράθεση, χωρίς να ενδιαφέρεται (για πολλοστή φορά) για τα εμπεριεχόμενα ιστορικά παραδοξολογήματα και την παράθεση αλληλοαναιρούμενων απόψεών του. Τα όσα παραδίδει εν προκειμένω περιέχουν τα εξής παράδοξα και ασύμβατα, τόσο με όσα παραδίδει ο ίδιος σε άλλα σημεία της εξιστόρησής του, όσο και με το σύνολο των υπολοίπων αρχαίων πηγών, αλλά και με την ίδια την κοινή λογική. Η εκδικαζόμενη συνωμοσία αποτελούσε εσωτερική υπόθεση του μακεδονικού κράτους και αφορούσε αποκλειστικά τους Μακεδόνες πολίτες. Οι υπόλοιποι Έλληνες όχι μόνο αδιαφορούσαν για το θέμα, αλλά και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αποτελούσαν μειοψηφία στην εκστρατευτική δύναμη. Επιπλέον, δεν είχαν δικαίωμα λόγου ή ψήφου στο «συνταγματικά» προβλεπόμενο δικαστήριο των Μακεδόνων και συνεπώς δεν είχαν τρόπο παρέμβασης ή επιρρεασμού των πραγμάτων. Μη χρησιμοποιώντας τη «μητρική του γλώσσα» ο Φιλώτας θα επέλεγε να γίνει κατανοητός στους μη έχοντες δικαίωμα λόγου και ψήφου πολίτες άλλων ελληνικών κρατών, αλλά να μην τον κατανοήσουν ή ακόμη και να προσβληθούν πολλοί από τους έχοντες δικαίωμα λόγου και ψήφου Μακεδόνες πολίτες, από τους οποίους εξαρτιόταν η αθώωση και η ζωή του.
Η πραγματικότητα είναι ότι στο αρμόδιο δικαστήριο, στην Εκκλησία των Μακεδόνων, παρίσταντο μόνο Μακεδόνες πολίτες και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τις εργασίες του επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν μη Μακεδόνες πολίτες. Αντίθετα ο ίδιος ο Κούρτιος στην επόμενη μεγάλη δίκη, εκείνη των αριστοκρατών παίδων, βάζει τον Αλέξανδρο να λέει απευθυνόμενος στον Ερμόλαο ότι «αν ο Καλλισθένης ήταν Μακεδόνας θα τον είχα φέρει εδώ [στην εκκλησία των Μακεδόνων…αλλά] είναι Ολύνθιος και δεν απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα». Δηλαδή, κατά τον ίδιο τον Κούρτιο, δεν επετράπη στον Καλλισθένη να παραστεί στην εκκλησία των Μακεδόνων ούτε ως κατηγορούμενος, ούτε ως μάρτυρας, ούτε ως ακροατής της δίκης, που τον αφορούσε έμμεσα ή άμεσα, με μόνο αιτιολογικό ότι δεν ήταν Μακεδόνας πολίτης. Αυτό ακριβώς είναι το συμβατό με όλη την υπάρχουσα αρχαία γραμματεία (του Κούρτιου μη εξαιρουμένου) και τα περί παρουσίας μη Μακεδόνων πολιτών στη δίκη του Φιλώτα αποδεικνύονται από τον ίδιο τον Κούρτιο ότι είναι ρητορικό εφεύρημα, που προσδιορίζει μεν την ιστορική αξία του εν λόγω συγγραφέα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει «απόδειξη» για τη γλώσσα των Μακεδόνων.
Επιπλέον, ο ισχυρισμός, που ο Κούρτιος βάζει στο στόμα του Φιλώτα, ότι «η μητρική μας γλώσσα έχει πέσει σε αχρηστία εδώ και καιρό μέσω των συναλλαγών μας με άλλα έθνη και τόσο οι κατακτητές όσο και οι κατακτημένοι πρέπει να μάθουμε μία ξένη γλώσσα» δεν επαληθεύεται από κανένα απολύτως τεκμήριο. Το ιστορικό γεγονός ότι κάποιοι λαοί γειτονικοί των Ελλήνων πράγματι εξελληνίσθηκαν, δεν μπορεί να επεκταθεί και στην περίπτωση των Μακεδόνων, ελλείψει ανάλογων ιστορικών τεκμηρίων. Οι Κάρες και οι Λύκιοι φέρ’ ειπείν, πριν υιοθετήσουν πλήρως την ελληνική γλώσσα, άφησαν επιγραφές στις δικές τους γλώσσες, ενώ στο μεσοδιάστημα (ανάλογο αυτού που καλούμαστε να συμπεράνουμε από τα λόγια του Φιλώτα) προσέθεταν σύντομες μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα των καρικών ή λυκικών κειμένων. Αντίθετα προς αυτήν την απόλυτα λογική διαδικασία εξελληνισμού, το έδαφος της Μακεδονίας δεν αποκάλυψε καμία απολύτως επιγραφή στη μυστηριώδη «μακεδονική γλώσσα» ούτε κάποια δίγλωσση στα «μακεδονικά» και στα ελληνικά, που θα τεκμηρίωνε όσα θέλει ο Κούρτιος να είπε ο Φιλώτας. Οι επί αιώνες πραγματοποιούμενες από αρχαιολόγους κάθε εθνικότητας ανασκαφές στη Μακεδονία (ελληνική, σκοπιανή και βουλγαρική) έχουν αποκαλύψει επιγραφές μόνο στην ελληνική γλώσσα και μάλιστα στη διάλεκτο της ευρύτερης εκείνης περιοχής.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αν η «μακεδονική γλώσσα» είχε αντικατασταθεί από την ελληνική λόγω εμπορικών συναλλαγών, τότε οι μακεδονικές επιγραφές θα έπρεπε να είναι γραμμένες στη διάλεκτο του ελληνικού κράτους με το οποίο είχαν τις σημαντικότερες συναλλαγές. Επειδή σημαντικότερος εμπορικός εταίρος του κράτους της Μακεδονίας ήταν το κράτος των Αθηνών, οι επιγραφές θα έπρεπε λοιπόν να είναι γραμμένες στην αττική διάλεκτο, πολύ δε περισσότερο επειδή η Αθήνα ήταν ταυτόχρονα και πολιτικός δυνάστης και πολιτιστικό πρότυπο της Μακεδονίας. Όμως τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν κάτι άλλο: οι Μακεδόνες μιλούσαν μία παραλλαγή της ευρύτερης διαλέκτου της δυτικής Ελλάδας. Αυτό ακριβώς δηλώνει και το σύνολο της αρχαίας γραμματείας, που δεν στρατεύθηκε στην εξυπηρέτηση αντιμακεδονικών πολιτικών σκοπών. Έτσι ο Πολύβιος θεωρεί τους «Αχαιούς και Μακεδόνας ομοφύλους» και ότι Αχαιοί, Μακεδόνες και Αιτωλοί ήταν ομόγλωσσοι (μιλούσαν την ίδια διάλεκτο), ο Τίτος Λίβιος λέει ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Ακαρνάνες και τους Αιτωλούς και ο Στράβων διευκρινίζει ότι οι Αιτωλοί μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, κάτι που διαπιστώνουμε και στις μακεδονικές επιγραφές. Δηλαδή ούτε οι εμπορικές, ούτε οι πολιτικές, ούτε οι πολιτιστικές σχέσεις με τα ισχυρά κράτη του Νότου άλλαξαν τη μακεδονική διάλεκτο, όπως ο Κούρτιος βάζει τον Φιλώτα να ισχυρισθεί.
Τέλος, η δήλωση ότι «η μητρική μας γλώσσα έχει πέσει σε αχρηστία εδώ και καιρό μέσω των συναλλαγών μας με άλλα έθνη και τόσο οι κατακτητές όσο και οι κατακτημένοι πρέπει να μάθουμε μία ξένη γλώσσα» είναι εντελώς παράλογη για έναν ακόμη σημαντικό λόγο. Εκτός από τους Έλληνες μόνο λίγοι βάρβαροι στα Μικρασιατικά παράλια μιλούσαν ελληνικά. Το σύνολο των ελληνόφωνων λαών ήταν ασήμαντο υποπολλαπλάσιο των λαών της περσικής αυτοκρατορίας, που την εποχή του Αλεξάνδρου μιλούσαν και έγραφαν αραμαϊκά από τα παράλια της Μεσογείου ως τον Ινδό ποταμό. Εφόσον λοιπόν ο Κούρτιος ισχυρίζεται ότι οι Μακεδόνες εγκατέλειψαν την μητρική τους γλώσσα για λόγους επικοινωνίας, στα κράτη των Διαδόχων θα ήταν λογικότερο και ευκολότερο να μιλήσουν και να γράψουν οι σαφώς λιγότεροι Μακεδόνες κάποια από τις ήδη καθιερωμένες γλώσσες του περσικού κράτους, αντί να περιμένουν να μιλήσουν οι Ασιάτες ελληνικά, «μία γλώσσα ξένη σε κατακτητές και κατακτημένους».
Θα ήταν δε παγκόσμια πρωτοτυπία, αν οι κατακτητές υιοθετούσαν τη γλώσσα των κατακτημένων και όχι το αντίστροφο. Ακόμη και οι Ρωμαίοι, που ασπάσθηκαν τόσο πολύ τον Ελληνικό πολιτισμό, διδάσκονταν μεν και μελετούσαν την ελληνική γλώσσα, αλλά ούτε την μίλησαν ούτε την έγραψαν. Αναλογικά, όταν οι Μακεδόνες έπαψαν να είναι ένα περιθωριακό κρατίδιο και έγιναν κοσμοκράτορες για δύο περίπου αιώνες, θα έπρεπε να αφήσουν πίσω τους έστω και λίγα στοιχεία της «μακεδονικής γλώσσας», έστω και σαν φολκλόρ. Όμως σε όλη την έκταση των ελληνιστικών κρατών, από την Ελλάδα ως το Πακιστάν και από τη Ρουμανία ως την Αίγυπτο, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη «μακεδονικής γλώσσας». Καμία δικαιολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή γι’ αυτό, διότι η αρχαία ελληνική γλώσσα δεν αρνήθηκε να ενσωματώσει βαρβαρικές λέξεις, όπως οι περσικές σατράπης, σατραπεία, παρασάγγης ή η βαβυλωνιακή μνα. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί λοιπόν να πιστέψει ότι η μακεδονική αριστοκρατία, που απετέλεσε τις δυναστείες των ελληνιστικών βασιλείων φρόντισε επιμελώς, ώστε οι προστατευόμενοί τους λόγιοι να μην προσθέσουν ούτε μία λέξη της «μακεδονικής γλώσσας» στην πλουσιότατη ελληνική γραμματεία, που μας κληροδότησαν.
Επιπλέον, αν υπήρχε αυτή η μυστηριώδης γλώσσα, καθίσταται ακόμη πιο ακατανόητη η συμπεριφορά των ίδιων των Μακεδόνων απέναντί της. Ούτε καν στους τάφους όσων πολέμησαν στη στρατιά του Αλεξάνδρου δεν βρέθηκε η παραμικρή ένδειξη «μακεδονικής γλώσσας», ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος άφησε στα Σούσα την οικογένεια του Δαρείου με τη διαταγή να διδαχθούν την «Ελληνικήν διάλεκτον» και ξανά όταν αποστράτευσε τους Μακεδόνες βετεράνους στην Ώπη, κράτησε κοντά του τα παιδιά που είχαν κάνει με τις ασιάτισσες, και υποσχέθηκε να τους διδάξει ελληνικά. Επίσης οι Μακεδόνες βασιλείς των ελληνιστικών κρατών έδωσαν το ονόματα μακεδονικών πόλεων σε αρκετές πόλεις της Ασίας, όπως Βέροια (Χαλέπιο/Αλέππο της Συρίας), Πέλλα (Ελ Μπουντσχέ της Παλαιστίνης), Έδεσσα (Ούρφα της Τουρκίας) και Πέλλα (Απάμεια της Συρίας). Εντούτοις δεν άφησαν πίσω τους κανένα γραπτό στη «μακεδονική γλώσσα».
Τελικά, η χρήση των παραπάνω χωρίων του Κούρτιου ως «απόδειξης» ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες και ότι μιλούσαν μία γλώσσα διαφορετική από την ελληνική, είναι καταχρηστική και ουσιαστικά γίνεται ενάντια στην πεποίθηση του ίδιου του συγγραφέα. Διότι διεκτραγωδώντας τα συμβάντα στο Βραγχιδών άστυ, ο Κούρτιος αναφέρει με απόλυτη σαφήνεια ότι κατά διαταγή του Αλεξάνδρου οι άντρες της μακεδονικής φάλαγγας έσφαξαν τους άοπλους απογόνους των Βραγχιδών, αδιαφορώντας για τις ικεσίες τους και την «ταυτότητα της γλώσσας». Και ο Ρωμαίος ιστορικός λοιπόν αποσαφηνίζει ότι η γλώσσα των Μακεδόνων ταυτιζόταν με την ελληνική. Αλλά και ο κορυφαίος σήμερα υποστηρικτής της μη ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων κάνει απόλυτα σαφές ότι είναι καταχρηστική, αντιεπιστημονική και εν τέλει δόλια η αναφορά σε «μακεδονική γλώσσα». Συγκεκριμένα ο Έρνστ Μπάντιαν στις σελίδες 41, 50 και στη σημείωση 66 του βιβλίου του «Μακεδονία και Ελλάδα στο τέλος της κλασσικής και στην αρχή των Ελληνιστικών χρόνων» δηλώνει με αφοπλιστικό κυνισμό ότι δεν τον απασχολεί το ερώτημα αν η μακεδονική είναι διαφορετική γλώσσα ή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας!!!
Η Μακεδονική θρησκεία
(Αρριανός Α.17, Γ.1, Δ.11, Ε.3.4, Ε.3, 26, 29.1-2, Ινδική 5.10.12, Πλούταρχος Αλέξανδρος 62.8Διόδωρος ΙΖ.21, 1Ζ.95.1, Κούρτιος 7.3.22-23, 8.2.32, 8.11.24, 9.3.19, Ιουστίνος 11.5.4, Πολύβιος VΙΙ.9.1-3)
Από το σύνολο των αρχαιολογικών ανασκαφών στο έδαφος της Μακεδονίας αποδεικνύεται ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν και πανομοιότυπους ναούς και λάτρευαν τους ίδιους θεούς με τους υπόλοιπους Έλληνες. Επιβεβαιώνονται λοιπόν οι σαφέστατες αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπως εκείνη του Πολύβιου περί των «θεών πάντων όσοι Μακεδονίαν και την άλλην Ελλάδα κατέχουσιν». Μερικές χαρακτηριστικές τέτοιες αναφορές των ιστορικών του Αλεξάνδρου είναι οι εξής: κατά τον Κούρτιο, μετά από τις νικηφόρες μάχες ο Αλέξανδρος συνήθως θυσίαζε προς τιμήν ή έχτιζε βωμούς της Αθηνάς Νίκης, της θεάς του ελληνικού πανθέου που στον πόλεμο ανταγωνιζόταν επί ίσοις όροις τον Άρη και ταυτόχρονα προστάτευε τη σοφία. Ο Διόδωρος, ο Αρριανός και ο Πλούταρχος λένε ότι ο Αλέξανδρος πήρε από τον ελληνικό ναό της Αθηνάς στην Τροία την πανοπλία, που υποτίθεται ότι ήταν αφιερωμένα από την εποχή του Τρωικού πολέμου. Κατά τον Διόδωρο, ο Αλέξανδρος κρατούσε την ιερή ασπίδα στη μάχη του Γρανικού και, κατά τον Αρριανό, ο Πευκέστας τον προστάτεψε με την ίδια ασπίδα στη χώρα των Μαλλών. Αν οι θεοί των Μακεδόνων ήταν διαφορετικοί από εκείνους των Ελλήνων, είναι αυτονόητο ότι οι παραπάνω ενέργειες του Αλεξάνδρου θα είχαν εκληφθεί από τους μεν Έλληνες ως βεβήλωση, από τους δε Μακεδόνες ως βλασφημία. Όμως και απ’ τους μεν και απ’ τους δε είχαν θεωρηθεί απόλυτα φυσιολογικές, διότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες και είχαν τους ίδιους θεούς.
Ο Διόδωρος λέει ακόμη ότι στους εορτασμούς για το γάμο της κόρης του Κλεοπάτρας με τον Αλέξανδρο των Μολοσσών, ο Φίλιππος οδήγησε στο θέατρο των Αιγών 12 περίτεχνα ξόανα των θεών του Ολύμπου. Ο Ιουστίνος λέει ότι ο Αλέξανδρος πριν ξεκινήσει για την Ασία έχτισε 12 βωμούς στους θεούς ως αναθηματική προσφορά για την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας. Όλοι οι υπόλοιποι σωζόμενοι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν ότι στις όχθες του Ύφαση και πριν αρχίσει την επιστροφή, ο Αλέξανδρος έχτισε 12 βωμούς, από έναν για κάθε θεό του Ολύμπου, ως ευχαριστήρια προσφορά, που τον είχαν οδηγήσει νικητή ως την άκρη του κόσμου. Επιπλέον οι θυσίες, που προσέφερε ο Αλέξανδρος, περιγράφονται από τις αρχαίες πηγές σύμφωνα με το τυπικό της ελληνικής θρησκείας και δηλώνεται ρητώς ότι μοίραζε στη στρατιά τα σφάγια των θυσιών.
Σύμφωνα με τον Ερατοσθένη, οι Μακεδόνες έλεγαν ότι στον Ινδικό Καύκασο (Χιντού Κους) είδαν τη σπηλιά, όπου ο Δίας είχε αλυσοδέσει τον Προμηθέα και πήγαινε ο αετός να του φάει το συκώτι, εκεί λέγανε ότι πήγε κι ο Ηρακλής, για να τον ελευθερώσει. Ο Αρριανός είναι βέβαιος ότι οι Μακεδόνες το έλεγαν αυτό, για να κολακεύσουν τον Αλέξανδρο και όχι διότι πράγματι βρήκαν τον βράχο, που αναφέρει η αρχαία ελληνική κοσμογονία. Αντίθετα, ο λιγότερο σκεπτικιστής Κούρτιος δεν το θεωρεί κολακεία, αλλά πραγματικό στοιχείο της κοσμογονίας. Δηλαδή οι δύο σημαντικότεροι από τους σωζόμενους ιστορικούς του Αλεξάνδρου γνώριζαν ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες και γι’ αυτό είχαν την ίδια κοσμογονία.
Ο Αρριανός αναφέρει ρητώς ότι ο Αλέξανδρος έχτισε ναό του Ολυμπίου Διός στην ακρόπολη των Σάρδεων, στην Αλεξάνδρεια έχτισε ναούς «ορισμένων ελληνικών θεών και της αιγυπτιακής Ίσιδας» και στη Βαβυλώνα διέταξε την αναστήλωση του ναού του Βάαλ. Όμως καμία απολύτως αρχαία πηγή δεν αναφέρει ανέγερση ναού προς τιμήν κάποιου «μακεδονικού» θεού.
Επειδή ο Αλέξανδρος επιζητούσε, όπως και ο πατέρας του, να θεωρηθεί σύνθρονος των θεών και όχι διώκτης ή αντικαταστάτης τους, είναι αδιανόητο να τιμούσε τους θεούς της πατρίδας του λιγότερο από τους ξένους. Στο σημείο αυτό προβάλλεται το επιχείρημα ότι, λόγω της συνήθειας των αρχαίων Ελλήνων να αντιστοιχίζουν τους θεούς των βαρβάρων στους δικούς τους, δεν έχουν διασωθεί στην αρχαία ελληνική γραμματεία τα ονόματα των «μακεδονικών» θεών, που υποτίθεται ότι ήταν διαφορετικοί. Αυτό είναι ξεκάθαρα προπαγανδιστικό εφεύρημα και πρώτα απ’ όλα δεν επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα, εκτός κι αν πρέπει να πιστέψουμε ότι και οι ίδιοι οι Μακεδόνες αντιστοίχιζαν τους θεούς τους στους ελληνικούς και ότι επίσημη γλώσσα της θρησκείας τους ήταν τα ελληνικά! Αλλά κι ο Αρριανός, που δεν του άρεσε καθόλου η συνήθεια των Ελλήνων συμπατριωτών του να αντιστοιχίζουν τους βαρβαρικούς θεούς στους ελληνικούς, προβληματίζεται με την περίπτωση των Σίβων, που υποτίθεται ότι απέδιδαν την καταγωγή τους «στον Ηρακλή», ντύνονταν με δέρματα ζώων σαν τον Ηρακλή και σημάδευαν τα βόδια τους με ένα ροπαλοειδές σχήμα. Συγκεκριμένα πιστεύει ότι «δεν πρέπει να ήταν ο Ηρακλής των Ελλήνων, των Τυρίων ή των Αιγυπτίων» και συμπεραίνει ότι επρόκειτο μάλλον για κάποιον τοπικό ηγεμόνα ή ήρωα, χωρίς να κάνει την παραμικρή νύξη σε Ηρακλή «των Μακεδόνων».
Επιπλέον ο ίδιος ιστορικός παραδίδει ότι στη δυτική όχθη του Ύφαση ο Αλέξανδρος είπε στους Μακεδόνες «ο πρόγονός μας [ο Ηρακλής] κέρδισε τέτοια δόξα, ώστε από άνθρωπος να γίνει ή να θεωρείται θεός, ακριβώς επειδή δεν έμεινε στην Τίρυνθα, στο Άργος, στην Πελοπόννησο ή στη Θήβα». Ξεκάθαρα λοιπόν οι Μακεδόνες λάτρευαν τον ίδιο ακριβώς Ηρακλή με τους άλλους Έλληνες, διότι απλούστατα ήταν ένα από τα πολλά ἔθνη (ή καλύτερα ὁμοεθνίες) των αρχαίων Ελλήνων. Επίσης ο Καλλισθένης απαριθμώντας τις διαφορές ανάμεσα στις προβλεπόμενες τιμές για τους θεούς και τους ανθρώπους δεν κάνει καμία αναφορά σε τυχόν διαφορές ανάμεσα στην ελληνική και την μακεδονική θρησκεία ούτε σε τυχόν ομοιότητές τους. Τα δε όσα απαρίθμησε τα γνωρίζουμε από άλλες πηγές ως χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Δηλαδή είναι απόλυτα σαφές ότι ο Καλλισθένης μίλησε στους Μακεδόνες ως Έλληνας, που απευθυνόταν σε άλλους Έλληνες και φυσικά κανένας Μακεδόνας δεν του αντέτεινε ότι η δική τους θρησκεία ήταν διαφορετική από εκείνη των Ελλήνων. Διότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες και πίστευαν στους 12 θεούς του Ολύμπου.
Οι Μακεδονικές συνήθειες
(Ξενοφών Κύρου Ανάβαση ΣΤ.Ι.8, Θουκυδίδης Β.68, Αρριανός Β.23, Β.27, Γ.27, Πλούταρχος Αλέξανδρος 8.3, 15.8, 28.4, 35.15, Διόδωρος ΙΖ.108.4-κ.ε.,Ernst Badian «Ελλάδα και Μακεδονία»)
Αφού λοιπόν οι Μακεδόνες είχαν «το ίδιο αίμα, την ίδια γλώσσα και τους ίδιους ναούς και θυσίες (=θρησκεία)», μήπως δεν είχαν τις «ίδιες συνήθειες» και γι’ αυτό θεωρήθηκαν βάρβαροι από μερικούς Έλληνες της κλασσικής περιόδου; Ούτε από τα αρχαιολογικά ευρήματα, ούτε από την αρχαία γραμματεία γενικότερα, ούτε από τους ιστορικούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου ειδικότερα προκύπτει η παραμικρή τέτοια ένδειξη. Είναι όμως σαφές ότι σε αντίθεση προς τους επικριτές τους, τους νότιους Έλληνες των πόλεων-κρατών που διέθεταν πολιτικό ένστικτο, οι Μακεδόνες διέθεταν το ίδιο ισχυρό φυλετικό ένστικτο, που καταγράφεται και για τους Μαλιείς.
Άποψη της ιερής πόλης των Μακεδόνων, του Δίου, με τα ερείπια του θεάτρου.
Γνωρίζουμε ότι κάθε ελληνικό ἔθνος είχε μία κορυφαία θρησκευτική εορτή και διοργάνωνε κάποιους επίσης κορυφαίους αγώνες (αθλητικούς, μουσικούς ή θεατρικούς). Στην προσπάθεια να βγάλουν τους Μακεδόνες από την αφάνεια και να τους κατατάξουν ανάμεσα στους «πλέον πολιτισμένους από τους Έλληνες», οι Μακεδόνες βασιλιάδες προωθούσαν όλες τις συνήθειες των νοτίων ἐθνῶν. Έτσι ο Αρχέλαος (413-393) επέλεξε μία πόλη στους πρόποδες του Ολύμπου, που ονομάσθηκε Δίον προς τιμήν του κορυφαίου θεού, την όρισε ως θρησκευτική τρόπον τινά πρωτεύουσα της Μακεδονίας και καθιέρωσε να τελούνται εκεί θυσίες προς τιμήν των 12 θεών του Ολύμπου καθώς και θεατρικοί αγώνες προς τιμήν των 9 Μουσών, οι οποίες κατοικούσαν στην Πιερία. Κάποιος άλλος βασιλιάς είχε καθιερώσει να τελούνται Ολύμπια ή Ολυμπιακοί Αγώνες (δηλαδή αγώνες προς τιμήν του Ολυμπίου Διός) στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας και ο Ε. Μπάντιαν θεωρεί ότι τους καθιέρωσε ο Φίλιππος Β΄ ως αντίβαρο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ολυμπίας. Όμως, αν οι Μακεδόνες ήταν αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι των Ελλήνων (όπως τους θέλει ο Μπάντιαν), θα ήταν αδιανόητο να αφιερώσουν μία ολόκληρη πόλη και να θεσπίσουν την κορυφαία αθλητική διοργάνωση της χώρας του προς τιμήν και υπό την αιγίδα του μεγαλύτερου θεού των Ελλήνων και μάλιστα με την ισχυρότερη ιδιότητά του, του Ολυμπίου. Διότι έτσι οι Μακεδόνες, που υποτίθεται ότι ήταν βάρβαροι και ότι πίστευαν σε άλλους θεούς, θα υφίσταντο από τον βασιλιά τους μία βαρύτατη προσβολή στο θρησκευτικό τους συναίσθημα. Απ’ την άλλη πλευρά, αγώνες σαν τους ελληνικούς, προς τιμήν των ελληνικών θεών, αλλά διοργανωμένοι από βαρβάρους, δεν θα προσέλκυαν στη βαρβαρική χώρα κανέναν Έλληνα. Αν λοιπόν ο Φίλιππος είχε πράγματι τις προθέσεις, που του αποδίδει ο Μπάντιαν και οι οπαδοί του, ο ακραίος ρατσισμός των αρχαίων Ελλήνων θα οδηγούσε σε εξ ορισμού αποτυχία το σχετικό εγχείρημα.
Όμως ο Φίλιππος ήταν Έλληνας και δεν είχε πρόθεση να μειώσει την αξία των Αγώνων της Ολυμπίας, όπως αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των ίππων του στις εκεί αρματοδρομίες. Πρόθεση όλων των Μακεδόνων βασιλέων ήταν να πάψει το μακεδονικό ἔθνος να είναι τόσο καθυστερημένο πολιτισμικά, ώστε να μη θεωρείται ούτε καν ελληνικό, και οι Ολυμπιακοί Αγώνες των Αιγών, ήταν οι κορυφαίοι αγώνες της ὁμοεθνίας των Μακεδόνων, δηλαδή ήταν τοπικοί, επειδή δε ο Όλυμπος ήταν πολύ κοντά, αφιερώθηκαν στον Ολύμπιο Δία. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται ότι για τους Μακεδόνες αυτός ήταν ο σημαντικότερος από τους 12 θεούς, γι’ αυτό άλλωστε του αφιέρωσαν ολόκληρη πόλη και γι’ αυτό ο Αλέξανδρος έχτισε ναό του Ολυμπίου Διός και στην ακρόπολη των Σάρδεων.
Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι Μακεδόνες, οι Μάγνητες και οι Αινιάνες είχαν έναν κοινό χορό με όπλα, την καρπαία, την οποία περιγράφει ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση. Ειδικά οι ιστορικοί του Αλεξάνδρου παρέχουν ένα πλήθος στοιχείων, που δείχνουν ότι οι συνήθειες των Μακεδόνων ήταν ακριβώς ίδιες με εκείνες των άλλων Ελλήνων. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στον τάφο του Αχιλλέα στην Τροία ο Αλέξανδρος άλειψε την επιτύμβια στήλη με λάδι και έτρεξε γυμνός «όπως είναι το έθιμο». Επίσης σε όλη την εκστρατεία και σε κάθε ευκαιρία ο Αλέξανδρος διοργάνωνε τις τυπικά ελληνικές εορτές και αγώνες, όπως γυμνικούς (αθλητικούς), μουσικούς και θεατρικούς. Επιπλέον σε μία περίπτωση ο Αρριανός αναφέρει ρητά ότι οι αγώνες διοργανώθηκαν με το καθαρά ελληνικό σύστημα των λειτουργιών, ενώ ο στόλος κατά τον κατάπλου του Υδάσπη προκύπτει ότι είχε συγκροτηθεί με το ίδιο σύστημα. Εν ολίγοις δεν έχει καταγραφεί καμία απολύτως αντίδραση κατά του Αλεξάνδρου, που εισήγαγε στη Μακεδονία και προήγαγε στην Ανατολή τον ελληνικό πολιτισμό και τα ελληνικά έθιμα (ηθοποιοί, θεατρικές παραστάσεις, λαμπαδηδρομίες, αγώνες αθλητικοί, μουσικοί, γυμνικοί) όπως συνηθιζόταν στην Ελλάδα.
Η στήλη του Εφηβιαρχικού Νόμου της Αμφιπόλεως, 23 π.Χ. Περιέχει πολλές πληροφορίες για την εκπαίδευση των εφήβων από τα 16 έως τα 18 τους χρόνια.
Όσον αφορά στην παιδεία των Μακεδόνων, ο Αλέξανδρος στην εφηβεία του είχε ως παιδαγωγό τον Αριστοτέλη, έναν κορυφαίο Έλληνα φιλόσοφο, και όλα τα βιβλία, που αναφέρονται ότι διάβαζε, ήταν ελληνικά. Στα παράπονα του δολοφόνου του Φιλίππου ο Αλέξανδρος φέρεται να απάντησε με ένα στίχο του Ευριπίδη από τη Μήδεια, στον μοιραίο διαπληκτισμό με τον Αλέξανδρο, ο Κλείτος απήγγειλε μερικούς στίχους από άλλη τραγωδία του Ευριπίδη, και κατά την είσοδό του στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος φέρεται να απάντησε στο χρησμό των Χαλδαίων με το στίχο του Ευριπίδη «καλός μάντης είναι αυτός που μαντεύει τα καλά». Ο Ευριπίδης ίσως ήταν ο αγαπημένος τραγικός των Μακεδόνων, διότι πέρασε τα τελευταία χρόνια τη ζωής του στην Αυλή του βασιλιά Αρχέλαου. Από διάφορες άλλες αρχαίες πηγές είναι γνωστό ότι και πολλοί άλλοι διάσημοι αρχαίοι Έλληνες κωμικοί και τραγικοί, είχαν πάει στη Μακεδονία, για να παρουσιάσουν τα έργα τους στα εκεί θέατρα, ενώ κάποια από αυτά τα έργα φαίνεται να έχουν συγγραφεί στη Μακεδονία, όπως ο «Αρχέλαος» του Ευριπίδη. Δηλαδή όλοι οι Μακεδόνες (βασιλική οικογένεια, αριστοκρατία και πολίτες) είχαν την ίδια πρόσβαση στη γενική ελληνική παιδεία της εποχής τους με τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα των άλλων σημαντικών ελληνικών κρατών.
Τα ονόματα των Μακεδόνων ήταν κι αυτά ελληνικά, με την αναμενόμενη τοπική διαφοροποίηση. Είναι προφανής η ελληνική προέλευση των ονομάτων, που διασώθηκαν γενικά στην αρχαία ελληνική γραμματεία και στις επιγραφές, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι δύσκολη η ομαδοποίησή τους κατά ελληνικό ἔθνος. Έτσι, στην κλασσική περίοδο εύκολα εντοπίζονται ονόματα χαρακτηριστικά σπαρτιατικά, αθηναϊκά, μακεδονικά κλπ. Στα μακεδονικά ονόματα είναι αποτυπωμένος έντονα ο πολεμικός χαρακτήρας της μακεδονικής αριστοκρατίας, όπως φαίνεται στον παρακάτω ενδεικτικό πίνακα:
Αδαίος (=αδάϊος=) απόρθητος, απολέμητος
Αλέξανδρος ο αλέξων (=αποκρούων) τους άνδρες (=πολεμιστές)
Αλκέτας γενναίος (αλκή=ανδρεία, θάρρος, ευψυχία)
Αλκίμαχος (αλκή=ανδρεία, θάρρος, ευψυχία + μάχη) ο γενναία μαχόμενος
Αμύντας (=αμυνίας=) ο αποκρούων προσβολή, ο υπερασπιστής
Αμύντωρ ο αποκρούων προσβολή, ο υπερσπιστής
Αναξίδοτος (άναξ+δίδω=) ο δοσμένος από τον άνακτα (βασιλιά)
Ανδρόμαχος μάχεται τους άνδρες (=πολεμιστές)
Ανδρομένης τους άνδρες (= πολεμιστές) μένει (=υπομένει την προσβολή χωρίς κλονισμό)
Ανδρόνικος νικά τους άνδρες (=πολεμιστές)
Αντίοχος ο εναντιούμενος
Αρέτης ο έχων αρετήν (γνώρισμα του Άρη και των πολεμιστών)
Αριστόνικος ο ενδόξως νικών
Άρπαλος αποσπά δια της βίας
Αρχέλαος αρχηγός του λαού
Άρχων άρχοντας, ηγέτης
Δημόνικος ο τον δήμον (πλήθος) νικών
Έφιππος έφιππος
Ηγέλοχος ηγείται λόχου
Ηγήσανδρος ηγείται ανδρών (=πολεμιστών)
Θόας (θοάζει=) κινεί με ταχύτητα, βία, σφοδρότητα
Κάρανος άρχων, κύριος
Κλέανδρος (κλέος+άνδρας=) φημισμένος άντρας
Κλείτος (το κλείτος = το κλέος=) φήμη, δόξα
Κλεοπάτρα (κλέος+πάτρα=) η δόξα της πατρίδας
Κοίρανος κυβερνήτης, άρχων, ηγεμών
Κρατερός δυνατός
Λαομέδων κυβερνά τον λαό
Λυσίμαχος λύει την μάχη
Μαχάτας (μαχάτας: δωρικός τύπος του) μαχητής
Μένανδρος (μένω +άνδρας=) υπομένω χωρίς κλονισμό επίθεση ανδρός (=πολεμιστού)
Μενέδημος (μένω+δήμος=) υπομένω χωρίς κλονισμό επίθεση δήμου (=πλήθους)
Μενεσθεύς (μένω=) υπομένω επίθεση χωρίς κλονισμό
Μένης (μένω=) υπομένω επίθεση χωρίς κλονισμό
Νέαρχος νέος αρχηγός
Νεοπτόλεμος νέος+π[τ]όλεμος (πόλεμος)
Νικάνωρ νικώ+ανήρ (=άνδρας=πολεμιστής)
Νικόλαος νικά τον λαό
Πανταλέων (πάντα=) όλως, εντελώς λέων
Πείθων πείθει
Πεισαίος ατάραχος (πείσα=αταραξία)
Πευκέστας (πευκήεις=) οξύς, διαπεραστικός
Πίθων πείθει
Πολεμοκράτης κρατεί (=νικά) στον πόλεμο
Πολέμων (=πολεμών=) πολεμά, μάχεται
Πολύ(σ)πέρχων ο πολύ ορμητικός, βίαιος
Πολυδάμας ο πολλούς δαμάζων (=κατανικών)
Πουλαμάχος ο πολλούς μαχόμενος
Πρωτόμαχος πρώτος στη μάχη
Πτολεμαίος ο του πτολέμου (=πολέμου)
Σταμένης (στάμεν: δωρικός τύπος του ίστημι=) μένει σταθερός
Στασάνωρ (=ίστημι+ανήρ=) τακτοποιεί, παρατάσσει τους άνδρες (=πολεμιστές)
Σώπολις σώζει την πόλη
Σώστρατος σώζει το στρατό
Τληπόλεμος υπομένει τον πόλεμο
Φίλιππος (φίλος +ίππος=) αγαπά τους ίππους
Σ’ αυτό το σημείο προσθέτουμε την παρατήρηση ότι ο πρώτος νεκρός Μακεδόνας κατά την άλωση της Τύρου έφερε το όνομα Άδμητος, ένα από τα σημαντικότερα της ελληνικής μυθολογίας. Στη δε άλωση της Γάζας ο πρώτος νεκρός Μακεδόνας ήταν ο εταίρος Νεοπτόλεμος από το γένος των Αιακιδών και είναι αξιοπρόσεκτο ότι στο ιδιαίτερα σημαντικό για τους Έλληνες γένος των Αιακιδών ανήκε κι ο Αλέξανδρος.
Αλλά και οι διατροφικές συνήθειες που περιγράφουν ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος ταυτίζονται πλήρως με όσα γνωρίζουμε για τους αρχαίους Έλληνες. Ο Νέαρχος παραπλέοντας τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας (του Περσικού Κόλπου) αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση, όταν συνάντησε «δέντρα, που φυτρώνουν στην ελληνική γη». Όταν ο Άρπαλος έγινε διοικητής της Βαβυλώνας, θέλησε να διακοσμήσει τα ανάκτορα και τους κήπους «με ελληνικά φυτά, από τα οποία μόνο ο κισσός δεν ευδοκίμησε».
Τόσο οι πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας όσο και οι πόλεις, που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι Διάδοχοί του στα κατακτημένα εδάφη, ήταν ελληνικές και δεν έχει βρεθεί κανένα απολύτως αρχιτεκτονικό στοιχείο «μακεδονικού» πολιτισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ένα από τα διακοσμητικά στοιχεία, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε ανάγλυφα και αγγειογραφίες, είχε τη μορφή ακτινωτού ήλιου. Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε μέχρι πρόσφατα ως αρχαιοπρεπής διακόσμηση σε αρκετά δημόσια κτίρια της Αθήνας, όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη, που κτίσθηκε το 1903, και το κτίριο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Μόλις το 1978 με την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου στις Αιγές (Βεργίνα) έγινε αντιληπτό ότι το διακοσμητικό αυτό στοιχείο, που αποκαλείται «ήλιος της Βεργίνας» ή (εσφαλμένα) «αστέρι της Βεργίνας», είχε επιλεγεί από τον Οίκο των Αργεαδών ως οικόσημο.
Η χρυσή λάρναξ, που περιείχε τα οστά του Φιλίππου Β΄. Βρέθηκε στο βασιλικό τάφο του στις Αιγές.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ως παράδοξο ότι κάποιοι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν βάρβαρους τους Μακεδόνες, ενώ κανένας από τους κατακτημένους λαούς δεν είχε τέτοια αμφιβολία. Η μόνη περίπτωση, που έχει εύκολη και προφανή εξήγηση είναι των πολιτικών εχθρών του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, με κορυφαίο τον (φυσικά Αθηναίο) Δημοσθένη. Για τις άλλες περιπτώσεις η εξήγηση είναι πιο σύνθετη. Λέγεται ότι οι νότιοι Έλληνες θεωρούσαν τη βασιλεία ως βαρβαρικό πολίτευμα και γι’ αυτό θεωρούσαν τους Μακεδόνες βαρβάρους. Αν αυτό ίσχυε, τότε έπρεπε να θεωρούν ως βαρβάρους και τους Σπαρτιάτες, που επίσης είχαν βασιλεία και μάλιστα με σημαντικότατες ομοιότητες με τη μακεδονική βασιλεία. Οι εταίροι της Μακεδονίας και οι έφοροι της Σπάρτης περιόριζαν τις εξουσίες των βασιλιάδων τους, ενώ και τα δύο βασίλεια διέθεταν ένα είδος κοινοβουλίου (την Εκκλησία των Μακεδόνων και την Απέλλα αντίστοιχα), στο οποίο συμμετείχαν οι πολίτες και στο οποίο έδινε λόγο ο βασιλιάς. Δηλαδή, δεν υπήρχε καμία ουσιώδης πολιτειακή διαφορά ανάμεσα στα δύο βασίλεια, ώστε το ένα να θεωρείται ελληνικό και το άλλο όχι.
Λέγεται ακόμη ότι η Μακεδονία ήταν πολύ απομακρυσμένη και απομονωμένη από τη νότια Ελλάδα και γι’ αυτό οι νότιοι Έλληνες δεν γνώριζαν αν οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες ή βάρβαροι. Πράγματι, ακόμη και ο Αλέξανδρος στο λόγο του προς τους Μακεδόνες στρατιώτες στην Ώπη λέει: «Μακεδόνες, ο Φίλιππος σας παρέλαβε φτωχούς νομάδες, οι περισσότεροι ντυνόσασταν με δέρματα, βοσκούσατε λίγα πρόβατα στα βουνά και δύσκολα αντιμετωπίζατε τους Ιλλυριούς, τους Τριβαλλούς και τους όμορους Θράκες. Σας έδωσε χλαμύδες αντί για δέρματα, σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες και σας έκανε αξιόμαχους αντιπάλους των βαρβάρων … σας εγκατέστησε σε πόλεις και σας έδωσε νόμους και χρηστά ήθη». Όμως, αν η γεωγραφική απομόνωση είχε παίξει κάποιο ρόλο, το λογικό θα ήταν οι Μακεδόνες να αγνοούσαν ότι ανήκαν στο ίδιο έθνος με τους νότιους και όχι το αντίστροφο, που καταγράφεται. Ο Θουκυδίδης λόγου χάριν είχε λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή, γνώριζε πολύ καλά τα εσωτερικά πράγματα της Μακεδονίας και φυσικά δεν ήταν καθόλου αδαής, όταν χαρακτήριζε ως βαρβάρους τους Μακεδόνες και άλλους πλησιοχώρους ελληνικούς λαούς.
Επιχειρήματα σαν τα δύο παραπάνω δεν βοηθούν στην ερμηνεία αυτού του παραδόξου. Αν όμως εξετάσουμε ποιού ελληνικού κράτους ήταν πολίτες, όσοι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν απερίφραστα βαρβάρους τους Μακεδόνες, θα διαπιστώσουμε ότι σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα ήταν Αθηναίοι και ότι έζησαν τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αιώνα. Δηλαδή την περίοδο που η Αθήνα ήταν ο πολιτιστικός Ηγεμών της Ελλάδος, ο σημαντικότερος γεωπολιτικός παράγων της Ελλάδας κι ένας από τους πιο υπολογίσιμους της ΝΑ Μεσογείου. Όπως κι αν χαρακτηρίσουμε τη συμπεριφορά των κλασσικών Αθηναίων προς τους Έλληνες της περιφέρειας, ασφαλώς δεν θα είναι προς τιμήν τους. Κι αυτό διότι οι περισσότερες σωζόμενες σαφείς δηλώσεις ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες, προέρχονται από πολίτες άλλων ελληνικών κρατών, πλην της Αθήνας. Ίσως ο πραγματικός λόγος να ήταν η επιδίωξη των Αθηναίων να αφαιρέσουν από τους Μακεδόνες κάθε δικαίωμα επί των πλουσίων φυσικών πόρων της Μακεδονίας. Ίσως ο ανηλεής πόλεμος προπαγάνδας και εντυπώσεων, στον οποίο οι Αθηναίοι ήταν πανίσχυροι, να ήταν κι ο πραγματικός λόγος, που ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος αφενός δεν εφάρμοσαν στους Αθηναίους τις προβλεπόμενες σκληρές ποινές του πολεμικού δικαίου και αφετέρου τους τιμούσαν υπερβολικά.
Είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αναζητήσουμε τους λόγους, που ώθησαν την κλασσική Αθήνα να υιοθετήσει συνειδητά αυτήν την τακτική και νοοτροπία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι μας κληροδότησε μία ιστορική αμφισβήτηση, που αποτέλεσε τη βάση σύγχρονων αντιπαλοτήτων και διεκδικήσεων. Το απελπιστικό είναι ότι παρά την εξαιρετικά δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα το γόητρο της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, σημαίνοντα πρόσωπα του ελληνικού δημόσιου βίου αρνούνται να παραδειγματισθούν από τις παρενέργειες της τακτικής των αρχαίων Αθηναίων και την αντιγράφουν. Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου 2003 η εξέχουσα δημοσιογράφος Άννα Παναγιωταρέα σε τηλεοπτική της εκπομπή διακήρυξε απερίφραστα ότι «κανένας Έλληνας δεν μπορεί να δεχθεί» το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος περιορίζεται από το Σύνταγμα μόνο σε ένα τμήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ το υπόλοιπο υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις 15 Οκτωβρίου 2003 ο επίτιμος πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας δήλωσε ότι «λόγοι εθνικού συμφέροντος» επιβάλλουν την πραξικοπηματική και αντισυνταγματική απόσπαση της θρησκευτικής ποίμανσης κάποιων περιοχών της Ελληνικής Δημοκρατίας από το Ελληνορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την παραχώρησή τους στην Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτοί ήταν από τους σημαντικότερους διαμορφωτές της Κοινής Γνώμης για ένα δευτερεύον διοικητικό θέμα της Εκκλησίας και, όποια κι αν είναι η αλήθεια επ’ αυτού, το εντυπωσιακό είναι ότι επανέφεραν στο προσκήνιο το αρχέγονο θέμα της επικυριαρχίας μίας μερίδας Ελλήνων επί όλων των υπολοίπων με επιχειρηματολογία ταυτόσημη εκείνης των αρχαίων Αθηναίων εναντίον των Μακεδόνων. Ο εξέχων Αθηναίος πολιτικός ανακήρυξε εθνικά επικίνδυνο τον Έλληνα προκαθήμενο όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών και ύποπτους εθνικής προδοσίας όλους τους Έλληνες πολίτες, που δεν υπάγονται διοικητικά στον παπά της δικής του αρεσκείας. Η δε εξέχουσα Πελοποννησία δημοσιογράφος -ούτε λίγο ούτε πολύ- προειδοποίησε ότι όσοι Έλληνες δεν παραχωρήσουν την θρησκευτική Ηγεμονία της Ελλάδος στη μία από τις δύο ελληνορθόδοξες Εκκλησίες της Ελληνικής Δημοκρατίας, θα πάψουν να θεωρούνται Έλληνες. Οι δηλώσεις αυτές και πολλές άλλες ακόμη χειρότερες βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με εκείνες του Δημοσθένη για τους Μακεδόνες, τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο.
Τέλος, ακούγοντας κανείς τις βρισιές, που ανταλλάσσονται σήμερα στους ελληνικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, όπου οι χούλιγκαν κάποιων νοτίων ομάδων αποκαλούν «Βούλγαρους» τους οπαδούς και τους παίκτες των μακεδονικών ομάδων και οι Μακεδόνες όμοιοί τους ανταπαντούν αποκαλώντας τους νότιους «Τούρκους», μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί, αν έχει να κάνει με οπαδούς του Δημοσθένη ή του Θουκυδίδη.
Το Μακεδονικό ζήτημα
(Pictures from the Balcans, John Foster Fraser, 1906, chapter 20, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12/11/2004)
Τον 19ο μ.Χ. αιώνα τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των βαλκανικών λαών κατά της τουρκικής κατοχής είχαν γίνει συχνότερα και εντονότερα, προμηνύοντας την απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1830 η Ελλάδα αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος, με έκταση τη μισή περίπου από τη σημερινή, αλλά με όραμα την ενσωμάτωση όλων των εδαφών, όπου κατοικούσαν Έλληνες, και τον ορισμό της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας της Μεγάλης Ελλάδας. Ανάλογες βλέψεις είχαν επίσης οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, αν και δεν είχαν αποκτήσει ακόμη ανεξάρτητα μητροπολιτικά κράτη. Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον το 1847 ο Ο. Άμπελ αμφισβήτησε την ελληνική καταγωγή των Αργεαδών, στρατεύοντας εφεξής την επιστήμη της ιστορίας στη γεωπολιτική αντιπαλότητα των Βαλκανίων. Η κίνηση του Άμπελ να αμφισβητήσει την ελληνική καταγωγή του βασιλικού Οίκου της αρχαίας Μακεδονίας και συνεπώς να στηρίξει την άποψη ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, είχε προφανή αξία: αποδυνάμωνε τις διεκδικήσεις της Ελλάδας επί της Μακεδονίας και υποβοηθούσε μία πρωτοεμφανιζόμενη τότε πολιτική άποψη, την ύπαρξη ενός «μακεδονικού έθνους», διαφορετικού από το ελληνικό, το σερβικό, το βουλγαρικό ή το αλβανικό.
Όμως σε αντίθεση προς τους πολιτικούς, που έβλεπαν αυτό το «μακεδονικό έθνος», δεν το κατέγραψαν ούτε τα οθωμανικά αρχεία, ούτε οι δυτικοί περιηγητές και διπλωμάτες, που επισκέφθηκαν και εργάσθηκαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Οι δυτικοί περιηγητές και διπλωμάτες άφησαν πίσω τους μία σειρά από περιγραφές του τύπου «Η πόλη του Μοναστηρίου (Μπίτολα), πρωτεύουσα του βιλαετίου του Μοναστηρίου, βρίσκεται περίπου στη μέση της βουλγαρικής και της ελληνικής περιοχής. Στα βόρεια η πλειοψηφία των Μακεδόνων είναι Βούλγαροι και στα νότια η πλειοψηφία των Μακεδόνων είναι Έλληνες». Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του σερ Άρθουρ Ήβανς που σε επιστολή του στους Times του Λονδίνου την 30 Σεπτεμβρίου 1903, περιγράφει την διαμάχη για τη Μακεδονία υπέρ της Βουλγαρίας και εις βάρος της Ελλάδας. Ωστόσο όχι μόνο δεν βρήκε «Μακεδονικό έθνος», αλλά δηλώνει κατηγορηματικά πως αυτό είναι ένα σφάλμα, που πρέπει να διορθωθεί.
Οι δυτικοί περιηγητές και διπλωμάτες ανεξάρτητα από το βαλκανικό κράτος, που υποστήριζαν στη διεκδίκηση της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, είχαν ένα κοινό σημείο: ότι οι Μακεδόνες ανήκαν σε ένα πλήθος εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων και ότι δεν αποτελούσαν αυτόνομα αναγνωρίσιμη εθνική και γλωσσική ομάδα. Από το μωσαϊκό του μακεδονικού πληθυσμού η μόνη εθνότητα, που αν και πολυπληθής δεν ενδιέφερε κανέναν ήταν οι Τούρκοι, διότι με την κατάρρευση του Οθωμανικού κράτους αυτοί και οι περισσότεροι άλλοι μουσουλμάνοι επρόκειτο να εκδιωχθούν από την περιοχή, ενώ οι υπόλοιπες εθνότητες, που θα παρέμεναν, ήταν Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, πολλοί Εβραίοι (στη Θεσσαλονίκη), λίγοι Ρουμάνοι, Βλάχοι και Τσιγγάνοι.
Το 1877 με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η Ρωσία επέβαλε στους Τούρκους την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, αλλά το 1878 με τη συνθήκη του Βερολίνου ανακόπηκαν οι πανσλαβιστικές επιδιώξεις της Ρωσίας και η Βουλγαρία περιορίστηκε σε λογική έκταση. Επίσης ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Σερβίας και οι διεκδικήσεις επί της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας μπήκαν σε νέα φάση, καθώς οι εκεί εθνικές ομάδες υποστηρίζονταν από τα αντίστοιχα τρία νεοσύστατα κράτη (Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία). Το 1897 η Ελλάδα εντελώς ακατανόητα προκάλεσε πόλεμο με την Τουρκία, ο οποίος με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν έληξε μεν με απώλεια εδαφών του νεοσύστατου κρατιδίου, υπήρξε δε πολλαπλά επιζήμιος για την Ελλάδα, ενώ στον Μακεδονικό Αγώνα απέκτησαν προβάδισμα οι Βούλγαροι.
Κύριο χαρακτηριστικό του Μακεδονικού Αγώνα ήταν η διμέτωπη μάχη των Ελλήνων και των Βουλγάρων, αφενός μεταξύ τους και αφετέρου εναντίον των Τούρκων. Στο διάστημα αυτό εμφανίσθηκαν και μερικές βουλγαρικές οργανώσεις, περισσότερο τρομοκρατικές παρά απελευθερωτικές. Έτσι, ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος ήταν μία στιγμιαία και υποχρεωτική υπέρβαση της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης. Μόλις οι τρεις βασικοί σύμμαχοι, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι, έφτασαν στη μοιρασιά των απελευθερωθέντων εδαφών, βγήκε στην επιφάνεια η προαιώνια ελληνο-βουλγαρική διαμάχη και ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, φυσικά για τα μακεδονικά εδάφη. Με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1913-18) οριστικοποιήθηκε το καθεστώς της Μακεδονίας, με το διαμοιρασμό της ανάμεσα στα παραπάνω τρία βαλκανικά κράτη. Η Ελλάδα πήρε περίπου το 52% της περιοχής, η Σερβία το 38% και η Βουλγαρία το 10%.
Στα επόμενα χρόνια ο κομμουνιστικός διεθνισμός προώθησε τις παλαιότερες ρωσικές πανσλαβιστικές επιδιώξεις με πιο επιστημονικό και αποτελεσματικό τρόπο. Η σλαβική έξοδος στο Αιγαίο αποφασίσθηκε ότι περνούσε μέσα από την ύπαρξη μακεδονικού κράτους, με το ανάλογο έθνος και γλώσσα, γι’ αυτό η Μόσχα απαίτησε να εργασθούν όλοι οι σύντροφοι προς αυτήν την κατεύθυνση και να συνεισφέρουν οι Βούλγαροι τη «Μακεδονία του Πιρίν», οι Έλληνες τη «Μακεδονία του Αιγαίου» και οι Γιουγκοσλάβοι (διάδοχοι πλέον των Σέρβων) τη «Μακεδονία του Βαρδάρη (Αξιού)». Ευτυχώς η δράση των κομμουνιστών στην Ελλάδα περιορίστηκε στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του έργου, που είχαν αναλάβει υπάκουα. Στη Βουλγαρία ο πολύς Γκεόργκι Δημητρώφ είχε σοβαρότατες αντιρρήσεις, διότι με αυτό το σχέδιο η Βουλγαρία όχι μόνο έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε τυχόν διεκδίκηση επί των γιουγκοσλαβικών εδαφών, όπου κατοικούσαν βουλγαρικής καταγωγής πληθυσμοί, αλλά επιπλέον έπρεπε να δώσει βουλγαρικά εδάφη και τους Βούλγαρους κατοίκους τους, για να μετατραπούν σε τμήμα ενός ανύπαρκτου ως τότε κράτους και έθνους. Με το κύρος του μαχητή, που πρωτοστάτησε στον αγώνα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, και όπως κατέγραψε στα απομνημονεύματά του, ο Δημητρώφ είπε στον ίδιο τον Στάλιν ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος, για να εισπράξει την εκπληκτική απάντηση «Ούτε εμείς ήμασταν βέβαιοι για την ύπαρξη λευκορωσικού έθνους, ώσπου δημιουργήσαμε τη Λευκορωσία»! Δηλαδή, η συνταγή προέβλεπε να προηγηθεί η δημιουργία του κράτους και θεωρούσε εξασφαλισμένη την εμφάνιση του έθνους.
Το 1934 λοιπόν η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) διακήρυξε και θεσμοθέτησε την ύπαρξη «επίσημης μακεδονικής γλώσσας», αλλά η απροθυμία των Βουλγάρων να εκχωρήσουν μέρος της χώρας τους σε άλλο κράτος και να μετατρέψουν τους εκεί Βούλγαρους σε ένα άλλο, ανύπαρκτο έθνος, περιόρισε τη σχετική δραστηριότητα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Το 1944 διακηρύχθηκε και θεσμοθετήθηκε για δεύτερη φορά η ύπαρξη «επίσημης μακεδονικής γλώσσας». Αυτή τη φορά το εγχείρημα τελούσε υπό τον άμεσο έλεγχο της Κεντρικής Επιτροπής του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος και δημιουργήθηκαν τα απαραίτητα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά, όπως αλφάβητο και ορθογραφία. Η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία συγκρότησε τρεις επιτροπές γι’ αυτό το σκοπό και το αποτέλεσμά τους ήταν ότι «σερβοποιήθηκε» η ως τότε καθαρά βουλγαρική διάλεκτος των Σλάβων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας.
Τα πορίσματα των επιτροπών αυτών, στις οποίες συμμετείχαν και «Μακεδόνες», δημοσιεύθηκαν στον γιουγκοσλαβικό Τύπο της εποχής εκείνης και αποτελούν την ισχυρότερη ομολογία ότι τότε χαλκεύθηκε η αποκαλούμενη «μακεδονική γλώσσα». Τα πορίσματα εκείνα είναι διατυπωμένα με κομμουνιστικό κυνισμό και αντικρούουν όλα όσα επικαλούνται σήμερα οι «Μακεδόνες» και οι υποστηρικτές τους. Μεταξύ των άλλων διαβάζουμε ότι η ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας δημιουργήθηκε «χάρη στις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος» και «των στρατευμάτων του διορατικού και αγαπητού μας Στρατάρχη Τίτο».
Για τη διαβόητη «μακεδονική γλώσσα» λένε ότι «Εμείς οι Μακεδόνες, που ως τώρα δεν είχαμε δική μας γραμματεία, προσδιορίσαμε τώρα λόγια γλώσσα» και ότι «πρέπει συνεπώς να θέσουμε τις βάσεις της ορθογραφίας μας ιδρύοντας μακεδονικό αλφάβητο και μακεδονική λόγια γλώσσα». Προχώρησαν δε στην κατασκευή γλώσσας μέσω πολιτικής απόφασης, επειδή «δεν έχουμε χρόνο να περιμένουμε τη δημιουργία αυτής της γλώσσας από ποιητές, λόγιους και δημοσιογράφους», «δεν έχουμε το χρόνο να περιμένουμε την εξέλιξη μερικών διαλέκτων μας σε λόγια γλώσσα». Τα πορίσματα των παραπάνω επιτροπών προσδιόριζαν ως πρωταρχικό μέλημα το παιδαγωγικό σύστημα και αναγνώριζαν ότι οι ενήλικες «δεν θα μάθουν ποτέ τους γραμματικούς κανόνες». Τέλος, επειδή η «μακεδονική γλώσσα» «δεν έχει σχηματισθεί ακόμη πλήρως», «καλύτερα να κάνουμε ένα λάθος στη γραμματική, παρά στην πολιτική»!
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας ακόμη στόχος, που έθεσαν: «Αυτά τα φιλολογικά στοιχεία πρέπει να συμπληρωθούν με ορισμένα πολιτικά γεγονότα, που επίσης έχουν επιρροή στην αμφισβήτηση της μακεδονικής γλώσσας». Όσον αφορά στον μακεδονικό λαό, επισημαίνουν ότι «χρειάζεται ακόμη να επιβληθεί ως έθνος» λαμβάνοντας υπόψιν «τα συμφέροντα της Ομοσπονδιακής και Δημοκρατικής Γιουγκοσλαβίας», γι’ αυτό από το 1944 με διαταγή του Κομμουνιστικού Κόμματος οι τοπικές Αρχές άρχισαν να προσθέτουν την κατάληξη «–σκι» στους βουλγαρόφωνους Σλάβους της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας (π.χ. τα Ποπώφ, Μπούτσκωφ και Κοστώφ έγιναν αντίστοιχα Ποπόφσκι, Μπούτσκοφσκι και Κοστόφσκι). Στους μεν ανηλίκους αυτό γινόταν αυτόματα κατά την εγγραφή τους στο σχολείο, στους δε ενηλίκους γίνονταν συστάσεις να το ζητήσουν οι ίδιοι και παράλληλα επιβάλλονταν οι αυτονόητες πιέσεις και τιμωρίες στους απείθαρχους. Και αυτή η ενέργεια είχε σκοπό να αλλοιώσει την καταγωγή και τη συνείδησή τους, συγκεκριμένα δε να απαλείψει τα επώνυμα των κατοίκων, που υποδήλωναν σαφέστατα τη βουλγαρική καταγωγή τους.
Μετά την αλλοίωση της γλωσσικής συγγένειας των Σλάβων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας με τους Βούλγαρους, η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία προχώρησε στην υποκατάσταση της βουλγαρικής ιστορίας τους με ένα τμήμα της ελληνικής ιστορίας, την αρχαία μακεδονική. Όπως ήταν αναμενόμενο η Ελλάδα αντέδρασε στη διαστρέβλωση της ιστορίας και τις συνυφασμένες αλυτρωτικές βλέψεις στην σταλινικής εμπνεύσεως «Μακεδονία του Αιγαίου». Όσο υπήρχε η Γιουγκοσλαβία, η ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν είχε αυτοτελή παρουσία στη διεθνή σκηνή και η Ελλάδα δεν προέβαινε σε όλες τις τελεσφόρες ενέργειες, πιεζόμενη από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ να μη δημιουργήσει προβλήματα τον Τίτο, που στο μεταξύ είχε αποσκιρτήσει από το Σοβιετικό μπλοκ και έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Το 1991 η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε, οι ως τότε ομόσπονδες Δημοκρατίες αναγνωρίσθηκαν ως ανεξάρτητα κράτη και η Ελλάδα κλήθηκε να αναγνωρίσει την «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δηλαδή να υποστεί στο ακέραιο το δημιούργημα του κομμουνισμού, από τον οποίο υποτίθεται ότι την προστάτευε η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ. Το 1993 η νέα αυτή χώρα με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας έγινε μέλος του ΟΗΕ με το προσωρινό όνομα «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το 1995 οι δύο χώρες υπέγραψαν την Ενδιάμεση Συμφωνία, με την οποία η δεύτερη αφαίρεσε από το σύνταγμά της τις αλυτρωτικές διατάξεις, έπαψε να χρησιμοποιεί ως εθνικό σύμβολο τον λεγόμενο Ήλιο της Βεργίνας και δεσμεύθηκε να συμφωνήσει με την Ελλάδα από κοινού αποδεκτή οριστική ονομασία.
Η σημαία της πΓΔΜ πριν την Ενδιάμεση Συμφωνία (αριστερά) και μετά την Ενδιάμεση συμφωνία (κέντρο). Είναι εντυπωσιακή (σχεδόν γελοία) η ομοιότητά της με την πολεμική σημαία του αυτοκρατορικού ναυτικού της Ιαπωνίας (δεξιά)! Η επιλογή αυτής της σημαίας έγινε για δύο λόγους: πρώτον διότι το πρόσφατα κατασκευασμένο σλαβομακεδονικό έθνος δεν έχει δική του ιστορία, άρα ούτε και σύμβολα συνδεδεμένα μ’ αυτή. Δεύτερον και σημαντικότερο, διότι αναγκάσθηκαν μεν να εγκαταλείψουν το σφετερισθέν ελληνικό σύμβολο, αλλά αρνούνται να απομακρυνθούν από τις δεδομένες θέσεις και βλέψεις τους.
Στην πραγματικότητα το μακεδονικό ζήτημα δεν έχει λυθεί ούτε κατ’ ελάχιστο και παραμένει, ως είχε πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η δε επιχειρηματολογία με την οποία οι Σλαβομακεδόνες ταυτίζουν τους εαυτούς τους με τους αρχαίους Μακεδόνες έχει ως ακολούθως. Πρώτα απ’ όλα με τη γενική επιχειρηματολογία, που είδαμε παραπάνω (ἔθνος, γλώσσα, θρησκεία και συνήθειες των Μακεδόνων), «αποδεικνύουν» ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες και στη συνέχεια αφήνουν πρακτικά ασυμπλήρωτο ένα κενό περίπου 1.000 ετών, ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα, οπότε οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια. Τότε οι Μακεδόνες υποτίθεται ότι εγκατέλειψαν την αρχαία γλώσσα τους και άρχισαν να μιλούν σλαβικά, τη σημερινή «μακεδονική γλώσσα». Γενικά η θεωρία για τη μη ελληνική καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων αγνοεί το συντριπτικό εις βάρος της πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων, επεξεργάζεται στην κλίνη του Προκρούστη διάφορα φραστικά σχήματα και δεν δίνει κανένα τεκμήριο ή έστω ένδειξη για το ποια ήταν η γλώσσα, το αλφάβητο ή η θρησκεία τους. Πέρα από τα υπερηφάνως δημοσιοποιημένα συμπεράσματα των φιλολογικών επιτροπών του Τίτο, που τεκμηριώνουν αδιάψευστα την χάλκευση της γλώσσας και του έθνους των Σλαβομακεδόνων, την παραπάνω θεωρία αντικρούει και ένα πλήθος από άλλα ιστορικά τεκμήρια.
Η τελική φάση αυτής της θεωρίας, κατά την οποία οι Μακεδόνες εκσλαβίσθηκαν και δημιούργησαν το σημερινό «μακεδονικό έθνος», είναι εντελώς παιδαριώδης. Υποτίθεται ότι από τον 6ο μ.Χ. αιώνα οι απόγονοι του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο εγκατέλειψαν τη χρήση της γλώσσας τους, άρχισαν να μιλάνε σλαβικά, δημιούργησαν μία δική τους παραλλαγή του κυριλλικού αλφαβήτου και ανέπτυξαν έναν τοπικό, δικό τους σλαβικό πολιτισμό. Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο γελοίο με τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι οι δύο ορθόδοξοι μοναχοί από τη Θεσσαλονίκη, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, δεν ήταν Έλληνες αλλά «Μακεδόνες», συνεπώς το «μακεδονικό έθνος» είναι αυτό που εκπολίτισε και εκχριστιάνισε τους (Ορθόδοξους τουλάχιστον) Σλάβους. Πράγματι, οι δύο μοναχοί είχαν αναλάβει από τον Ελληνορθόδοξο αυτοκράτορα του Βυζαντίου πολλές αποστολές εκχριστιανισμού των διαφόρων λαών γύρω από τη αυτοκρατορία, μιλούσαν σλαβικά, μετέφρασαν την Αγία Γραφή στα σλαβικά και εισήγαγαν στους Σλάβους ένα αλφάβητο, το οποίο ωστόσο μάλλον ήταν το γλαγολικό και όχι το λεγόμενο κυριλλικό, που χρησιμοποιούν σήμερα. Αν δεχθούμε ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες και δεν μιλούσαν ελληνικά, προκύπτει κάτι που δεν λέει ευθέως η θεωρία, αλλά πρέπει υποχρεωτικά να το υποθέσουμε: ότι για κάποιο μυστηριώδη λόγο εξαφανίσθηκε κάθε ίχνος της αρχαίας γραφής, λογοτεχνίας και θρησκείας των Μακεδόνων. Εδώ θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί εθνική κάθαρση των Σλάβων εις βάρος του αρχαίου λαού της περιοχής, αλλά και μόνο οι φιλολογικές επιτροπές του Τίτο καθιστούν σαφέστατο ότι το σλαβομακεδονικό έθνος είναι απλώς χαλκευμένο.
Μία άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι η θεωρία αυτή επικεντρώνεται στο βαλκανικό έδαφος και δεν ασχολείται με τα ελληνιστικά βασίλεια της Ασίας και της Αιγύπτου, τα οποία ήταν μακεδονικά δημιουργήματα, όπως Μακεδόνες ήταν οι βασιλιάδες τους, οι δυναστείες και η άρχουσα τάξη τους. Στους ελληνιστικούς χρόνους ενώ οι Μακεδόνες ήταν οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοι όλου του γνωστού κόσμου, είχαν μεγάλη υπερηφάνεια για την καταγωγή τους και θεωρούσαν προσβολή να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα, άφησαν πίσω τους μόνο ελληνικές επιγραφές. Συνεπώς είναι ανεξήγητο βάσει της ψευδο-μακεδονικής θεωρίας το ότι δεν άφησαν καμία απολύτως επιγραφή στη μυθική αυτή «μακεδονική γλώσσα». Καλούμαστε λοιπόν να πιστέψουμε ότι έχουμε να κάνουμε με το μοναδικό ιστορικό παράδοξο, όπου ένας κοσμοκράτορας δεν άφησε πουθενά, ούτε στην πατρίδα του ούτε στις χώρες που κατέκτησε, κανένα απολύτως ίχνος της δικής του γλώσσας, πολιτισμού και θρησκείας.
Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ακατανόητο, αν το βάλουμε στο ακριβές ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Η δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της κλασσικής Ελλάδας και τα γνωστά πολιτιστικά κέντρα της έσβησαν από τον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη, της Αθήνας μη εξαιρουμένης. Τότε ακριβώς οι (υποτιθέμενοι αλλοεθνείς των Ελλήνων) Μακεδόνες είχαν τη δυνατότητα να ξεπεράσουν τον ελληνικό πολιτισμό, όχι ως πράξη κακίας ή αντεκδίκησης, αλλά ως απόλυτα φυσική συνέπεια, αφού ήταν κοσμοκράτορες και τίποτα δεν τους εμπόδιζε να εκφράζονται στην (υποτιθέμενη μη ελληνική) γλώσσα τους και να καλλιεργούν τον (υποτιθέμενο μη ελληνικό) πολιτισμό τους. Όμως αντί γι’ αυτό βλέπουμε μία έκρηξη του ελληνικού πολιτισμού στις χώρες, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν γνωρίσει Έλληνες, και όλα τα πολιτισμικά στοιχεία είναι ελληνικά, είτε αμιγώς είτε επιρρεασμένα από τους τοπικούς πολιτισμούς, ενώ δεν έχει ανακαλυφθεί πουθενά κάποιο «μακεδονικό» (δήθεν μη ελληνικό) στοιχείο. Ούτε ένας από τους πανίσχυρους Μακεδόνες βασιλιάδες της ελληνιστικής περιόδου δεν έκοψε νόμισμα σε γραφή άλλη από την ελληνική, εκτός από τη μετάφρασή της στις τοπικές γλώσσες της Ανατολής. Ούτε μία επιτύμβια ή άλλη στήλη και κανένα βιβλίο δεν γράφηκε σ’ αυτήν τη δήθεν μη ελληνική και μυστηριώδη «μακεδονική γλώσσα». Ούτε ένας ναός δεν αφιερώθηκε στη λατρεία κάποιου μακεδονικού (δήθεν μη ελληνικού) θεού και σε όλο το βασίλειο του Αλεξάνδρου ανασκάπτονται μόνο ναοί ελληνικών ή ανατολικών θεοτήτων. Δηλαδή, ενώ οι αρχαίοι Μακεδόνες αγαπούσαν τόσο πολύ τη γλώσσα και τον τρόπο ζωής τους (που υποτίθεται ότι δεν ήταν ελληνικά), δεν άφησαν πίσω τους τίποτα άλλο παρά την αφοσίωσή τους στον ελληνικό πολιτισμό και γλώσσα. Λες και είχαν συνωμοτήσει να κρατήσουν αιωνίως μυστικά τα δικά τους πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τέλος, τους μεγάλους μακεδονικούς πληθυσμούς στα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής οι ντόπιοι τους γνώριζαν ως Έλληνες και σήμερα σε ορισμένες απ’ αυτές (π.χ. Αίγυπτος και Ισραήλ) υπάρχουν ελληνικές μειονότητες από την εποχή εκείνη, αλλά πουθενά δεν υπάρχουν ούτε έχει καταγραφεί ότι υπήρξαν ποτέ «μακεδονικές» μειονότητες.
Εν ολίγοις η θεωρία αυτή μας ζητά να πιστέψουμε ότι οι Μακεδόνες δεν αφομοιώθηκαν με τους επί 1.500 τουλάχιστον χρόνια γείτονές τους, Έλληνες και Ιλλυριούς, τους οποίους στη συνέχεια υπέταξαν μαζί με τον υπόλοιπο γνωστό κόσμο, και ότι δεν αφομοιώθηκαν με τους μεταγενέστερους κατακτητές τους, Ρωμαίους, Βυζαντινούς (Έλληνες) και Τούρκους, ούτε με τους Βούλγαρους ή τους Σέρβους, που δημιούργησαν τα ισχυρά και ανεπτυγμένα σλαβικά βασίλεια της περιοχής, αλλά απλώς και γενικώς εκσλαβίσθηκαν. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μία ακόμη σοβαρότατη αδυναμία της θεωρίας. Ο διασημότερος από τους θεμελιωτές της ελληνορθόδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Ιουστινιανός Α΄ γεννήθηκε στα Σκόπια το 482 μ.Χ. και οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν εθνική συγγένεια και με αυτόν, τον μάλλον Ιλλυριό στην καταγωγή αυτοκράτορα. Με τον φανατισμό και τον άκριτο σφετερισμό της ιστορίας, όσων γεννήθηκαν στα εδάφη που κατέχουν σήμερα, προκαλούν οι ίδιοι εμφανέστατες και σοβαρότατες ρωγμές στη θεωρία τους. Διότι, αν υποθέσουμε ότι ο Ιουστινιανός ήταν «Μακεδόνας», πρέπει να κάνουμε την πρόσθετη υπόθεση ότι δεν είχε προλάβει να εκσλαβισθεί, επειδή έζησε (482-565) την περίοδο που πρωτοεμφανίσθηκαν οι Σλάβοι στην περιοχή. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, γιατί οι (δήθεν μη Έλληνες) Μακεδόνες δεν ενσωματώθηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας το θρόνο κατέλαβε ο Ιουστινιανός και δημιούργησε μία από τις λαμπρότερες περιόδους του Βυζαντίου. Η ανάρρηση του ομοεθνούς τους (σύμφωνα με τη θεωρία των ψευδο-Μακεδόνων) στον θρόνο της πανίσχυρης Βυζαντινής αυτοκρατορίας έπρεπε να τους φέρει ξανά στην κορυφή του ανατολικού κόσμου, αυτή δε τη φορά και ως θρησκευτικούς Ηγεμόνες, αφού το Βυζάντιο υπήρξε η μητρόπολη του Χριστιανισμού.
Η προβαλλόμενη ως επιλογή των (δήθεν μη Ελλήνων) Μακεδόνων να μην ηγηθούν της ελληνορθόδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά να εκσλαβισθούν χωρίς να αφομοιωθούν με τους ισχυρούς Σλάβους γείτονές τους, προσκρούει σε ένα ακόμη αξεπέραστο εμπόδιο. Από τον 9ο ως τον 11ο μ.Χ. αιώνα το σημερινό κράτος των Σκοπίων ήταν το θέατρο των αγριότερων συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων (Βυζαντινών) και Βουλγάρων. Στο ίδιο διάστημα, στον ελληνορθόδοξο θρόνο του Βυζαντίου δεν βρισκόταν άλλη από τη … Μακεδονική Δυναστεία, με σημαντικότερο αυτοκράτορα για τους Έλληνες και τρομακτικότερο για τους Βούλγαρους τον Βασίλειο Β΄, που για ευνόητους λόγους πήρε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Αν εφαρμόσουμε την ψευδο-μακεδονική θεωρία σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, προκύπτει μία εικόνα πέρα από κάθε έννοια λογικής: αφενός μεν η Μακεδονική Δυναστεία κατείχε τον αυτοκρατορικό θρόνο όλης της ορθόδοξης Ανατολής και συνέτριβε σκληρότατα την απόπειρα αυτονόμησης του βουλγαρικού βασιλείου, αφετέρου δε οι «Μακεδόνες» συνέχιζαν τη μετάλλαξή τους σε Σλάβους και ταυτόχρονα αρνούνταν τη συμμετοχή από θέσεως ισχύος στα θεμελιώδους ιστορικής σημασίας γεγονότα του ανατολικού ορθόδοξου κόσμου. Φυσικά, αυτό δεν έχει καμία απολύτως λογική και είναι εντελώς ακατανόητη για ένα λαό τόσο σημαντικό, τόσο περήφανο και τόσο φιλόδοξο, όπως οι Μακεδόνες.
Ο τάφος της Ευρυδίκης, της μητέρας του Φιλίππου Β΄ και γιαγιάς του Αλεξάνδρου.
Ένα άλλο παράδοξο αυτής της θεωρίας είναι ότι φέρονται να εκσλαβίσθηκαν οι Μακεδόνες, ο ισχυρότερος λαός των Βαλκανίων, ενώ (εντελώς ειρωνικά) δεν εκσλαβίσθηκε ο κατά πολύ λιγότερο σημαντικός λαός των Ιλλυριών, των οποίων οι απόγονοι (Αλβανοί) τείνουν να γίνουν η κυρίαρχη εθνότητα στο σημερινό ψευδο-μακεδονικό κράτος. Είναι προφανές ότι απαιτείται βαθύτατη άγνοια της ιστορίας ή τρομερός φανατισμός, για να δεχθεί κανείς ως λογικά όλα τα παραπάνω. Στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς για την εφαρμογή του πανσλαβιστικού δόγματος, όπως μεταμφιέσθηκε από όραμα της τσαρικής Ρωσίας αρχικά, σε κομμουνιστικό διεθνισμό εν συνεχεία και σε διατλαντικό φιλελευθερισμό σήμερα. Οι πανσλαβιστικές επιδιώξεις αποκαλύπτονται ξεκάθαρα από τους ισχυρισμούς κάποιων υπέρμαχων της θεωρίας, που προκειμένου να πείσουν ότι εκτός από τους αρχαίους Μακεδόνες εκσλαβίσθηκαν και όλοι οι άλλοι Έλληνες, επικαλούνται τις αναφορές του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου σε σλαβική διείσδυση μέχρι τα νοτιότερα σημεία της Πελοποννήσου καθώς και τα σλαβικής προέλευσης τοπωνύμια στην Ελλάδα. Φυσικά, αναφέρουν τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, όπως θα ανέφεραν κάποιον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ιστορικό και λόγιο, αποσιωπώντας ότι πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Ζ΄, τον Πορφυρογέννητο, αυτοκράτορα του Βυζαντίου και μέλος της…Μακεδονικής Δυναστείας! Αν ακολουθούσε κανείς τους ψευδο-Μακεδόνες στη γελοιότητα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί αναλογικά ότι έχουν εξελληνισθεί όσες χώρες διατηρούν ελληνικά τοπωνύμια και (ακόμη χειρότερα) ελληνικές μειονότητες. Όποιος λοιπόν ακολουθήσει αυτήν την προέκταση της θεωρίας και δεν αισθανθεί γελοίος, μπορεί κάλλιστα να ισχυρισθεί ότι έχουν εξελληνισθεί οι Ουκρανοί, οι Γεωργιανοί, ακόμη και …οι Τούρκοι!
Η αλήθεια είναι ότι οι κάτοικοι της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι Σλάβοι βουλγαρικής καταγωγής και παρά τα όσα ισχυρίζονται δεν αισθάνονται να έχουν καμία απολύτως σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες. Γι’ αυτό δεν έχουν διατηρήσει κανένα από τα αρχαία ονόματα και τοπωνύμια των δήθεν προγόνων τους, όπως ακριβώς κάνουν όσοι θέλουν να ξεχαστεί ο,τιδήποτε θυμίζει τους προηγούμενους κατοίκους της χώρας τους. Τα μόνα αρχαία μακεδονικά ονόματα, που χρησιμοποιούν είναι, είτε αυτά που χρησιμοποιούνται διεθνώς (π.χ. Φίλιππος, Αλέξανδρος) είτε κάποιων Αγίων, κοινών σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ανεξάρτητα από εθνικότητα και γλώσσα (π.χ. Δημήτριος, Θεόδωρος, Νικόλαος κλπ). Αντίθετα οι σύγχρονοι Έλληνες διατήρησαν τα αρχαία μακεδονικά ονόματα και τοπωνύμια με την επιμέλεια, που δείχνουν όλοι οι λαοί στη διαφύλαξη της δικής τους πολιτισμικής κληρονομιάς. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις τον Δεκέμβριο του 2004 και μετά την απογοήτευση από την προβολή της ταινίας του Ο. Στόουν «Αλέξανδρος», η οποία δεν συμμερίζεται τη θεωρία τους, το Δημοτικό Συμβούλιο των Σκοπίων αποφάσισε να ανεγείρει ανδριάντες του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου και του Ιουστινιανού. Φυσικά, οι ψευδο-Μακεδόνες αρνούνται κατηγορηματικά να σφετερισθούν και τη Μακεδονική Δυναστεία του Βυζαντίου, διότι αν και πέρασαν ήδη 1.000 χρόνια, η ανάμνηση του Βουλγαροκτόνου εξακολουθεί να τους είναι οδυνηρή.
Όσο για το επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένοι σλαβικοί πληθυσμοί δικαιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες, αφού ζουν σε εδάφη, που ανήκουν στο αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, εκτός από ότι αποτελεί την αφετηρία μίας σειράς διεκδικήσεων, είναι και λάθος. Άλλως θα περιμέναμε τους μη αυτόχθονες κατοίκους των ΗΠΑ να αυτοπροσδιορίζονται γενικά ως Ινδιάνοι ή ειδικά ως Απάτσι ή Νάβαχο, της Αυστραλίας ως Αβορίγινες, της Ν. Ζηλανδίας ως Μαορί, της Κεντρικής Αμερικής ως Μάγιας ή Αζτέκοι και της Νοτίου Αμερικής ως Ίνκας.
Μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ αυτή τη στιγμή εμφανίζεται να υπάρχει μόνο μία διπλωματική εκκρεμότητα, δηλαδή η συμφωνία στα πλαίσια του ΟΗΕ για το οριστικό όνομα της νέας βαλκανικής χώρας. Ορθότερο θα ήταν να ονομασθεί Σλαβομακεδονία, όνομα που θα συνδύαζε με ακρίβεια την ομοεθνία και τη γεωγραφική περιοχή την οποία καταλαμβάνει, αλλά τη λύση αυτή δεν αποδέχονται οι Αλβανοί, που αποτελούν σχεδόν τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα του κράτους αυτού. Φοβούνται δικαίως ότι θα επικυρώσουν με αυτό τον τρόπο την σλαβική επικυριαρχία σε εδάφη τα οποία κατοικούν πολλούς αιώνες πριν από τους Σλάβους. Η ονομασία «Γκόρνα Μακεντόνια» θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός, σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο της γειτονικής χώρας και πρόεδρο του κόμματος «Δημοκρατική Αλτερνατίβα», Βασίλ Τοπουρκόφσκι. Στον ραδιοφωνικό σταθμό «Άλφα» εξήγησε μιλώντας πολύ καλά ελληνικά: «Γκόρνα Μακεντόνια είναι ιστορικό όνομα. Εγώ έγραψα τέσσερα βιβλία για τον Αλέξανδρο και τον Φίλιππο και είναι το όνομα της χώρας όπου ζούσαν. Αυτή είναι η Ιστορία του κόσμου που ζούσε εδώ, στη βόρεια Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη είναι η Κάτω Μακεδονία. Εμείς ζούμε στην Άνω Μακεδονία, τη βόρεια Μακεδονία, αυτή είναι η αλήθεια».
Είναι προφανές ότι η Άνω και η Κάτω Μακεδονία συντηρούν ακέραιες τις βλέψεις των ψευδο-Μακεδόνων και ότι το κράτος τους θα συνεχίσει να αποτελεί πραγματικό ή εν δυνάμει μοχλό στρατηγικής ή διπλωματικής πίεσης της Ελλάδας από τρίτες χώρες. Επιπλέον για την παγκόσμια Κοινή Γνώμη θα έχουν τον ίδιο αντίκτυπο, που έχει η ύπαρξη της Βόρειας και της Νότιας Κορέας, και πολλοί θα επιδιώξουν καλοπροαίρετα ή όχι την επανένωση του «διαιρεμένου έθνους» στα πρότυπα της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας. Η «Ορεινή Μακεδονία» είναι καθαρά γεωγραφικός όρος και δεν έχει καμία ιστορική ή άλλη φόρτιση, άρα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ονομασία του συγκεκριμένου κράτους. Βέβαια, το όνομα αυτού του κράτους δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου και το πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα είναι το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας αυτής, το οποίο αναπαράγει συστηματικά την «εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων», όπως την προσδιορίζει η σχετική θεωρία. Ενδεικτικότατο για τις προθέσεις των ψευδο-Μακεδόνων είναι το γεγονός ότι ο Τοπουρκόφσκι θεωρεί το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας ως ιστορική κληρονομιά των Σλαβομακεδόνων και όχι των Ελλήνων, γι’ αυτό και μετέφρασε ως «Άνω Μακεδονία» τον σλαβικό όρο «Γκόρνα Μακεντόνια», που στην πραγματικότητα σημαίνει «Ορεινή Μακεδονία».
Τα Κοινά και οι Ηγεμονίες
(Ηρόδοτος Η.3, 111-112, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις ΣΤ.VI.12, Ζ.Ι.34, Αρριανός Α.10, Διόδωρος ΙΖ.3.1-4, ΙΖ.14.3, Πολύαινος Γ.9.31)
Τα αρχαία ελληνικά κράτη και τα ἔθνη ήταν ιεραρχημένα ανάλογα με τη γεωπολιτική βαρύτητα του καθενός, ενώ παράλληλα και ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους σχέσεις, διατηρούσαν υπό κανονικές συνθήκες κάποιες μορφές ελάχιστης πολιτιστικής, πολιτικής και αστυνομικής συνεργασίας. Την κυριότερη πολιτιστική συνεργασία αποτελούσαν οι ευρύτερου ή πανελλήνιου ενδιαφέροντος αγώνες, όπως τα Πύθια, τα Νέμεα, τα Ίσθμια και φυσικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο δε σεβασμός της κατάπαυσης των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και η τιμωρία των απείθαρχων προϋπέθεταν ένα συνδυασμό πολιτιστικής, πολιτικής και αστυνομικής συνεργασίας.
Πολιτική και αστυνομική συνεργασία μεταξύ των ελληνικών κρατών προϋπέθετε και η απόφαση των συμμάχων του Αλεξάνδρου αφενός να καταδικάσουν «σε άμεση σύλληψη και δουλεία σε όλα τα μέρη της Ελλάδας» του Θηβαίους φυγάδες και αφετέρου να απαγορεύσουν σε όλους τους Έλληνες να φιλοξενούν Θηβαίους μετά την καταστροφή της Θήβας. Την ίδια μορφή συνεργασίας προϋπέθεταν το αίτημα του Αλεξάνδρου προς τους Αθηναίους να του εκδώσουν τους κυριότερους αντιμακεδόνες πολιτικούς καθώς και η άρνηση των Αθηναίων να το πράξουν, χωρίς να υποστούν συνέπειες.
Ισχυρότερη ήταν η συνεργασία μεταξύ ελληνικών κρατών στα πλαίσια των Κοινών. Τα Κοινά των Ελλήνων αρχικά ήταν θρησκευτικά και κατά κανόνα εδημιουργούντο γύρω από ένα ναό ή ιερό χώρο, τον οποίο τιμούσαν τα ὁμοεθνῆ κράτη της περιοχής. Αρκετές φορές τα θρησκευτικά Κοινά εξελίσσονταν σε πολιτικά Κοινά, όπου τα κράτη μέλη διατηρούσαν πλήρη ανεξαρτησία σε όλους σχεδόν τους τομείς (π.χ. είχαν δική τους κυβέρνηση και νόμισμα), ενώ εκχωρούσαν στις κοινές Αρχές την άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Οι Αρχές του Κοινού μεριμνούσαν για τη συγκρότηση του κοινού στρατεύματος, τη σύναψη συμφώνων ειρήνης, την έναρξη και λήξη πολεμικών επιχειρήσεων και τη διαχείριση των σχετικών πόρων. Έδρα των Αρχών του Κοινού οριζόταν συνήθως το σημαντικό ιερό, γύρω απ’ το οποίο είχε σχηματισθεί το αρχικά θρησκευτικό Κοινό, που εξελίχθηκε σε πολιτικό Κοινό και αν δεν υπήρχε ιερό αποδεκτό από όλα τα κράτη μέλη, η έδρα του Κοινού μετεκινείτο σε κάθε συνεδρίαση ή επιβαλλόταν από το ηγεμονικό κράτος του Κοινού. Επειδή η ένταξη σε ένα Κοινό απαιτούσε από τα επιμέρους κράτη να χάσουν ένα βαθμό αυτονομίας, δεν ήταν καθόλου υποχρεωτικό να την αποφασίσουν αυτά οικειοθελώς και χωρίς καμία εξωτερική πίεση. Πάντως τα περισσότερα αρχαία ελληνικά κράτη παρέμεναν έξω από τα Κοινά και διατηρούσαν πολιτικές σχέσεις ή συμμαχίες και με άλλα μη ὁμοεθνῆ και μη γειτονικά τους κράτη.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα γνωρίζουμε ότι υπήρχαν τα Κοινά των Βοιωτών (από τον 7ο αιώνα), των Λοκρών (από το τέλος του 7ου αιώνα), των Θεσσαλών (από τον 7ο αιώνα), των Φωκέων (από τα μέσα του 6ου αιώνα), των Αχαιών (από τον 5ο αιώνα), των Δωριέων (Φθίων), των Μολοσσών, των Ακαρνάνων, των Χαλκιδέων επί Θράκης με κέντρο την Όλυνθο ως την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ και των Αρκάδων από το 371 ως το 331, οπότε το διέλυσε ο Αντίπατρος.
Οι Αμφικτιονίες ήταν μία άλλη μορφή ένωσης των αρχαίων ελληνικών κρατών, που επίσης ξεκίνησε ως θρησκευτική ένωση και εξελίχθηκε σε πολιτική. Απαρτίζονταν από μεμονωμένα κράτη και Κοινά διαφόρων ελληνικών ἐθνῶν, που κατοικούσαν γύρω από ένα κοινά αποδεκτό ιερό. Σημαντικότερη, ίσως και παλαιότερη όλων (φαίνεται ότι υπήρχε από το 1522 π.Χ.) ήταν η Πυλαία Αμφικτιονία (των Θερμοπυλών), στο συνέδριο στης οποίας συμμετείχαν σχεδόν όλες οι ὁμοεθνίες της κεντρικής και ανατολικής Ελλάδας με 2 ψήφους η κάθε μία, ανεξαρτήτως του πληθυσμού τους. Το συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας συνερχόταν δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη στο ιερό του Απόλλωνα των Δελφών και το φθινόπωρο στην πόλη Ανθήλη των Μαλιέων, στο ιερό της Αμφικτιονίδος Αρτέμιδος. Το 354 το Συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας αποφάσισε την κήρυξη πολέμου, του Γ΄ Ιερού Πολέμου, σε ένα από τα μέλη του, τους Φωκείς, μετά την ήττα των οποίων οι 2 ψήφοι της συγκεκριμένης ὁμοεθνίας δόθηκαν στους Μακεδόνες. Αυτή ήταν η ανταμοιβή τους για τη βοήθεια, που προσέφεραν στην τιμωρία των ιερόσυλων Φωκέων, την θέση των οποίων πήραν στην Αμφικτιονία.
Η μεγαλύτερη σύμπραξη κρατών από διαφορετικά ελληνικά έθνη και ανεξάρτητα από την ύπαρξη κοινής μεθορίου ήταν η Ηγεμονία, όπου ένα ισχυρό κράτος είτε με την απειλή χρήσης βίας είτε με την άμεση χρήση στρατιωτικής βίας επέβαλλε την κυριαρχία του σε κράτη και Κοινά. Τα μέλη της Ηγεμονίας ονομάζονταν σύμμαχοι και ο Ηγεμών όριζε τους φόρους που θα του κατέβαλλαν, τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα του διέθεταν, τις φρουρές που θα δέχονταν στο έδαφός τους, τα όργανα που θα επέλυαν τις μεταξύ τους νομικές διαφορές, την πολιτική παράταξη που θα τους κυβερνούσε, συχνά δε και το ίδιο το πολίτευμά τους.
Δηλαδή η αποδοχή της Ηγεμονίας ισοδυναμούσε με υποταγή και οι υποτελείς στον Μεγάλο Βασιλέα ελληνικές πόλεις είχαν την ίδια αυτονομία και τους ίδιους περιορισμούς με τους συμμάχους, φέρ’ ειπείν των Αθηναίων κατά τις Ηγεμονίες τους. Οι ουσιώδεις διαφορές ήταν ότι ο Ηγεμών ήταν πάντοτε Έλληνας, ότι οι ηγεμονευόμενοι ονομάζονταν σύμμαχοι και ότι οι επιλογές του Ηγεμόνος προέκυπταν ως κοινές αποφάσεις μέσα από συλλογικά όργανα. Τα κράτη και τα Κοινά, που δεν αναγνώριζαν την Ηγεμονία, αποτελούσαν μεν εν δυνάμει αντιπάλους, αλλά παρέμεναν λιγότερο ή περισσότερο στη ζώνη επιρροής του Ηγεμόνος της Ελλάδος και φρόντιζαν να μην τον προκαλούν, ώσπου να συνασπισθούν υπό έναν άλλον υποψήφιο Ηγεμόνα, να ανατρέψουν τον κρατούντα και σε τελική ανάλυση να υποταχθούν στον Ηγεμόνα της δικής τους επιλογής.
Την πρώτη μορφή Ηγεμονίας της Ελλάδος βρίσκουμε στη μυκηναϊκή περίοδο, οπότε οι Μυκήνες είχαν την ηγεσία των συμμάχων κατά τον Τρωικό πόλεμο, ενώ κατά τους Περσικούς πολέμους μπορούμε να εντοπίσουμε μία Ηγεμονία της Σπάρτης. Η πρώτη συμβατικά καταγραφόμενη Ηγεμονία της Ελλάδος είναι η πρώτη Αθηναϊκή (478-431), που επεβλήθη με το πρόσχημα συμμαχίας για την οριστική εκδίωξη των Περσών από την Ελλάδα και της απελευθέρωσης των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Μετά την ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη στον Πελοποννησιακό πόλεμο ακολούθησε η Σπαρτιατική Ηγεμονία (404-378). Στη συνέχεια και χωρίς να τερματίσει την Σπαρτιατική Ηγεμονία με βίαιο τρόπο, η Αθήνα επέβαλε τη δεύτερη Ηγεμονία της (378-371).
Οι εναλλαγές στη θέση του Ηγεμόνος της Ελλάδος ακολουθούσαν πλέον τις διπλωματικές διεργασίες με την Περσία, η οποία καθόριζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, η δε έναρξη και λήξη των Ηγεμονιών εσηματοδοτείτο με πολεμικές επιχειρήσεις πολύ μικρότερης έκτασης και διάρκειας από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Έτσι η έναρξη της Θηβαϊκής Ηγεμονίας σηματοδοτήθηκε από την ήττα των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα (371). Όμως, αν και κάνουμε λόγο για Θηβαϊκή Ηγεμονία, στην πραγματικότητα οι Θηβαίοι απλώς απέκτησαν επιρροή δυσανάλογη της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής τους ισχύος και επήλθε ισορροπία μεταξύ τριών συμμαχιών υπό τη Θήβα, την Αθήνα και τη Σπάρτη αντίστοιχα, χωρίς την ύπαρξη πραγματικού Ηγεμόνος της Ελλάδος. Στη μάχη της Μαντινείας (362) οι Θηβαίοι νικήθηκαν από τους Σπαρτιάτες και θεωρούμε συμβατικά ότι τερματίσθηκε η Θηβαϊκή Ηγεμονία.
Για τα επόμενα 24 χρόνια κανένα κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατείχε την Ηγεμονία της Ελλάδος, ώσπου εμφανίσθηκε ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Στη μάχη της Χαιρώνειας (338) οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να εμποδίσουν την είσοδο των Μακεδόνων στο στρατηγικό παίγνιο των νοτίων για την Ηγεμονία. Οι Σπαρτιάτες καιροσκόπησαν για πολλοστή φορά και οι Μακεδόνες με τη νίκη τους κέρδισαν την Ηγεμονία της Ελλάδος. Αυτή ήταν η τελευταία Ηγεμονία μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
αντιγραφή από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου