Αναγνώστες

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Η εκκίνηση της εκστρατείας...Ο Αλέξανδρος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Η εκκίνηση της εκστρατείας
(Αρριανός Α.11.-16., Διόδωρος ΙΖ.7.2, Πλούταρχος Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής 342.D, 327.D & Αλέξανδρος 15.1, Ιουστίνος 11.6.8-9, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Β.ΙΙ.16, Ηρόδοτος Ζ.56, Παυσανίας ΣΤ.18.3)

Ο Αλέξανδρος όρισε επίτροπο (αντιβασιλέα θα λέγαμε σήμερα) τον Αντίπατρο, μία από τις εντυπωσιακότερες φυσιογνωμίες της αρχαίας Ελλάδας, και του άφησε 12.000 πεζούς και 1.500 ιππείς για την τήρηση της τάξης στα ευρωπαϊκά εδάφη. Μετά έκανε τις τελευταίες προπαρασκευές για την εισβολή στην περσική επικράτεια, παρά το ότι η οικονομία της Μακεδονίας βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Κατά τους ιστορικούς Φύλαρχο και Δούρι, ο Αλέξανδρος μπορούσε να ανεφοδιάσει τη στρατιά του μόνο για 30 ημέρες, κατά τον Αριστόβουλο δεν διέθετε περισσότερα από 70 τάλαντα για τα εφόδια, ενώ κατά τον Ονησίκριτο βαρυνόταν με δάνειο 200 ταλάντων. Όποια εκδοχή κι αν ίσχυε, το βέβαιο είναι ότι το Βασίλειο της Μακεδονίας αντιμετώπιζε άμεση οικονομική κατάρρευση, την οποία μόνο το περσικό χρυσάφι μπορούσε να αποτρέψει. Αν ο Αλέξανδρος δεν καταλάμβανε τάχιστα κάποιο περσικό θησαυροφυλάκιο, η Μακεδονία θα ξαναγινόταν ό,τι ήταν πριν τον Φίλιππο, ένα ασήμαντο ελληνικό κράτος της περιφέρειας, δυναστευόμενο από Έλληνες και βαρβάρους. Υπ’ αυτές τις οικονομικές προϋποθέσεις η εκστρατεία κατά των Περσών έμοιαζε με ασύλληπτη θρασύτητα.

Δεν αναφέρεται ρητώς το σημείο συγκέντρωσης της στρατιάς, όμως το καταλληλότερο σημείο συγκέντρωσης και στρατοπέδευσης είναι η πεδιάδα, που διαρρέουν οι ποταμοί Εχείδωρος (Γαλλικός), Αξιός, Λουδίας (που τότε ήταν πλωτός μέχρι την Πέλλα) και Αλιάκμων, ο δε κόλπος της Θέρμης ήταν ιδανικός για τη συγκέντρωση του στόλου. «Μόλις μπήκε η άνοιξη», δηλαδή με τις πρώτες καλοκαιρίες στα τέλη Μαρτίου, του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία προς την Ασία επί κεφαλής των δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, για να υλοποιήσει την εντολή, που τόσο αγωνίσθηκε να αποσπάσει. Ο στόλος μεταφέροντας το μεγαλύτερο μέρος από τα εφόδια των 30 ημερών παρέπλεε τα παράλια της Μακεδονίας και της Θράκης. Το κατ’ ήπειρον στράτευμα πέρασε δίπλα από την Κερκινίτιδα λίμνη, την Αμφίπολη, τις εκβολές του Στρυμόνα, νότια του Παγγαίου όρους και μετά από πορεία 20 ημερών έφτασε στον Ελλήσποντο (Θάλασσα του Μαρμαρά). Ο Ξέρξης κατά την εισβολή του στην Ελλάδα ακολούθησε το αντίστροφο δρομολόγιο και ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί για τα σημεία ανεφοδιασμού. Ο Αλέξανδρος πρέπει να ανεφοδίασε τη στρατιά του στα ίδια σημεία (εκβολές Στρυμόνα, Ηιόνα, Δορίσκος, Τυρόδιζα και Λευκή Ακτή) ίσως με προκεχωρημένες αποθηκεύσεις τροφίμων, μάλλον όμως με τα φορτηγά πλοία του στόλου.

Ο περσικός στόλος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, επαρκούσε για να προστατεύσει τα μικρασιατικά παράλια και να κλείσει τον Ελλήσποντο ή έστω να δυσχεράνει τον Αλέξανδρο στην αρχή της εκστρατείας του. Όμως ο Μέμνων ο Ρόδιος δεν κατόρθωσε να αποτρέψει το πρώτο και σοβαρότερο από την αλληλουχία σφαλμάτων, τα οποία επρόκειτο να κάνει το περσικό Γενικό Επιτελείο, και να αποτρέψει την αποβίβαση των δυνάμεων του Αλεξάνδρου στην Ασία. Ο Ιουστίνος, για να δικαιολογήσει αυτό το σφάλμα, αναφέρει το παραδοξολόγημα ότι ο Δαρείος είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και άφησε τον Αλέξανδρο να προελάσει στο εσωτερικό της χώρας του, διότι θεωρούσε πιο τιμητικό το να εκδιώξει έναν εισβολέα απ’ το να εμποδίσει απλώς την είσοδό του.

Ο ελληνικός στόλος μπήκε στον Ελλήσποντο και με τις 160 τριήρεις και αρκετά φορτηγά πλοία του άρχισε την μεταγωγή πεζικού, ιππικού, πολεμικών μηχανών και σκευοφόρων από τη Σηστό στην Άβυδο. Στην περιοχή αυτή το εκστρατευτικό σώμα του Φιλίππου υπό τους Παρμενίωνα και Άτταλο είχε απελευθερώσει μερικές ελληνίδες πόλεις, δημιουργώντας το αναγκαίο προγεφύρωμα για την αποβίβαση. Αποδεικνυόταν σωστή η βιασύνη του Αλεξάνδρου να προλάβει, πριν κινητοποιηθεί η περσική πολεμική μηχανή, της οποίας η πρώτη ενέργεια θα ήταν ασφαλώς να εξουδετερώσει τα ελληνικά προγεφυρώματα, οπότε αντί για απλή αποβίβαση στρατευμάτων, θα έπρεπε να επιχειρηθεί μία αμφιβόλου επιτυχίας απόβαση.

Υποθέτουμε ότι για την περαίωση της στρατιάς από την Ευρώπη στη Ασία χρησιμοποιήθηκαν οι 120 ταχείες τριήρεις του πολεμικού στόλου, που γι’ αυτό το σκοπό μετατράπηκαν προσωρινά σε στρατιώτιδες και ιππαγωγούς. Θεωρούμε ότι η στρατιώτις είχε την ίδια ταχύτητα με την ιππαγωγό, δηλαδή το 1/3 της ταχείας νηός ή 1,7 κόμβους. Με αυτήν την ταχύτητα, ο χρόνος πλεύσης των 3,2 ναυτικών μιλίων από τη Σηστό στην Άβυδο προκύπτει διάρκειας 2 ωρών περίπου. Επειδή οι στρατιώτιδες και ιππαγωγές τριήρεις διέθεταν το 1/3 των κωπηλατών των ταχέων τριήρων, το πλήρωμά τους θα μπορούσε να χωριστεί σε 3 βάρδιες και να τις διατηρεί σε διαρκή κίνηση επί 24ώρου βάσεως, με την προϋπόθεση ότι ο κυβερνήτης και οι άλλοι βαθμοφόροι μπορούσαν να ακολουθήσουν αυτόν το ρυθμό. Οι 120 τριήρεις, ως στρατιώτιδες μεταφορικής ικανότητας 85 τουλάχιστον ανδρών, χρειάζονταν 3,2 διαδρομές για να μεταφέρουν τους 32.000 πεζούς της στρατιάς. Ως ιππαγωγές, μεταφορικής ικανότητας 30 ιππέων με τους ίππους τους, χρειάζονταν 1,4 διαδρομές για να μεταφέρουν τους 5.100 ιππείς της στρατιάς. Δηλαδή, οι 120 τριήρεις θα έπρεπε να κάνουν 3,2+1,4=4,6 διαδρομές από τη Σηστό στην Άβυδο και συνυπολογίζοντας το αντίστροφο δρομολόγιο, προκύπτει ένα σύνολο 9,2 διαδρομών διαρκείας 2 ωρών, που σημαίνει ότι ο συνολικός χρόνος περαίωσης της μάχιμης δύναμης ήταν 18 ½ ώρες. Στον χρόνο αυτό δεν υπολογίσαμε το χρόνο επιβίβασης και αποβίβασης των πεζών και των ιππέων, που θα ανέβαζε τον απαιτούμενο χρόνο σε 24 ώρες τουλάχιστον. Στη συνέχεια πρέπει να προσθέσουμε τον απαιτούμενο χρόνο για τη μεταφορά των σκευοφόρων, των πολεμικών μηχανών και των συνακολουθούντων, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ήταν λιγότερος του ενός ακόμη 24ώρου. Τέλος, αν λάβουμε υπόψη και το αυτονόητο, ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε η στρατιά να μείνει χωρίς την κάλυψη πολεμικών πλοίων, πρέπει να υπολογίσουμε μικρότερο αριθμό τριήρων και οι παραπάνω εκτιμήσεις φαίνονται πολύ αισιόδοξες. Εν ολίγοις, για τη διάβαση του Ελλησπόντου η στρατιά πρέπει να χρειάσθηκε τουλάχιστον τρία έως πέντε 24ωρα κι έτσι γίνεται κατανοητό γιατί ο Ξέρξης μπήκε στην κόπο να κατασκευάσει πλωτή γέφυρα στο ίδιο περίπου σημείο. Η υπερδεκαπλάσια σε μέγεθος στρατιά του χρειάσθηκε μόλις 7 ημέρες, για να βρεθεί από την Ασία στην Ευρώπη.

Όσο ο Παρμενίων επέβλεπε την αποβίβαση της στρατιάς στην ασιατική ακτή, ο Αλέξανδρος προχώρησε ως την Ελαιούντα. Ήθελε να κάνει θυσία στον εκεί τάφο του Πρωτεσίλαου, που είχε αποβιβασθεί στην Ασία πρώτος από όλους τους Έλληνες κατά την Τρωική εκστρατεία. Με τη θυσία αυτή ο Αλέξανδρος ήλπιζε να εξασφαλίσει καλύτερη τύχη από αυτήν του νεκρού ήρωα. Από την Ελαιούντα αποβιβάσθηκε στην Ασία, στον Λιμένα των Αχαιών, όπου υποτίθεται πως αποβιβάσθηκαν οι Αχαιοί κατά την Τρωική εκστρατεία. Όταν αποβιβάσθηκε, έμπηξε το δόρυ στη γη της Ασίας και είπε ότι δέχεται από τους θεούς την Ασία κατακτημένη με το δόρυ του. Δεν είχε αντιληφθεί ακόμη την ανατολίτικη σχέση θεού και ανώτατου πολιτειακού άρχοντα ή δεν είχαν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες για να αποκαλεί τον εαυτό του γιο του Άμμωνα. Η μεταγενέστερη μυθοπλασία θέλει τον Αλέξανδρο να κυβερνά ο ίδιος τη ναυαρχίδα σ΄ αυτή τη διαδρομή, όμως αυτό είναι μικρό κατόρθωμα, αν θυμηθούμε ότι αρκετούς αιώνες αργότερα ο Τύπος θα έβαζε έναν εκλιπόντα Πρωθυπουργό της σύγχρονης Ελλάδος να … προσγειώσει το Τζάμπο, με το οποίο ταξίδευε!

Από τον Λιμένα των Αχαιών ο Αλέξανδρος πήγε στο Ίλιον (Τροία), όπου στεφάνωσε τον τάφο του ομηρικού ήρωα, τον οποίο υποτίθεται ότι είχε ως πρότυπο, του Αχιλλέα. Τηρώντας τις αναλογίες, ο Ηφαιστίων στεφάνωσε τον τάφο του Πατρόκλου. Επισκέφτηκε ακόμη το τέμενος της Ιλιάδας Αθηνάς και ο ιερέας προέβλεψε ότι ο Αλέξανδρος θα σκότωνε κάποιον επιφανή Πέρση σε μάχη εκ παρατάξεως. Δεν ήταν και καμιά εκπληκτική προφητεία, αφού ο Αλέξανδρος στις μάχες θα επέλεγε να αντιπαρατεθεί με τους επώνυμους ηγέτες του εχθρού και όχι με τους ανώνυμους στρατιώτες του, ωστόσο μία προφητεία ήταν χρήσιμο εργαλείο διοίκησης. Από τον ίδιο ναό πήρε την καλύτερη ασπίδα, υποτίθεται αναθημένη από τον Τρωικό πόλεμο και σε αντικατάστασή της αφιέρωσε την πανοπλία του. Λέγεται ακόμη ότι προσέφερε θυσία στον ναό του Ερκείου (Οικογενειακού) Διός προς τιμήν του Πριάμου, για να πάψει η οργή του προς το γένος του Νεοπτόλεμου, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος.

Από την Τροία κατευθύνθηκε στην Αρίσβη, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Παρμενίων. Πολλές ελληνίδες πόλεις της Ασίας δεν επρόκειτο να τον υποδεχθούν ως απελευθερωτή, αντίθετα τους ήταν σφόδρα ανεπιθύμητος. Το 387 η Σπάρτη για να διατηρήσει την Ηγεμονία της Ελλάδος χρειαζόταν την περσική υποστήριξη και ως αντάλλαγμα, με την Ανταλκίδειο Ειρήνη, είχε παραδώσει στους Πέρσες τις ελληνικές πόλεις της Ασίας, τις οποίες είχε απελευθερώσει ο προηγούμενος Ηγεμών της Ελλάδος, η Αθήνα. Μόλις είχαν οργανώσει τη ζωή τους ως υποτελείς των Περσών, εμφανίσθηκε ο νέος Ηγεμών της Ελλάδος, αυτή τη φορά για να τις απελευθερώσει. Δικαιολογημένα λοιπόν οι Έλληνες της Ασίας δεν θεώρησαν αξιόπιστες τις διακηρύξεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Ούτε τις ικανότητες του Αλεξάνδρου μπορούσαν να εμπιστευθούν, όσο οι δυνάμεις του παρέμεναν στριμωγμένες στο στενό παραλιακό προγεφύρωμα και δεν είχαν κινηθεί ακόμη ούτε οι χερσαίες δυνάμεις του Μεγάλου Βασιλέως ούτε οι στόλοι των υποτελών του Φοινίκων και Κυπρίων. Το εκστρατευτικό σώμα του Φιλίππου είχε απελευθερώσει λίγες από τις ελληνικές πόλεις της Αιολίδας, ελάχιστες της Ιωνίας και καμία της Δωρίδας. Όλη η Μικρασιατική ενδοχώρα ελεγχόταν από τους Πέρσες, που είχαν εντολή να συντρίψουν τον αυθάδη νεαρό βασιλιά. Ο Αλέξανδρος τα γνώριζε αυτά και άφησε τον ιστορικό Αναξιμένη να τον πείσει ότι η συμπεριφορά των συμπολιτών του, των Λαμψακηνών, δεν ήταν ούτε ανθελληνική ούτε προσβλητική, και γι’ αυτό δεν τους τιμώρησε για την άρνησή τους να τον δεχθούν. Από την Αρίσβη λοιπόν η στρατιά προχώρησε παραλιακά με κατεύθυνση τη Ζέλεια και προσπέρασε την Λάμψακο και τις Κολωνές, που αρνήθηκαν να απελευθερωθούν, ενώ καθ’ οδόν παραδόθηκε η Πρίαπος.

Στο καταλληλότερο σημείο της περιοχής, στην πεδιάδα της Ζέλειας (Σαρί Κιοΐ), είχαν συγκεντρωθεί δυνάμεις από τις άμεσα ενδιαφερόμενες σατραπείες. Επικεφαλής τους ήταν ο σατράπης της Λυδίας (και Ιωνίας) και γαμπρός του Δαρείου, Σπιθριδάτης, ο σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας, Αρσίτης, οι στρατηγοί Αρσάμης, Ρεομίθρης, Πετήνης και Νιφάτης, ο γαμπρός του Δαρείου, Μιθριδάτης, ο διοικητής της Καππαδοκίας, Μιθροβουζάνης, ο γιος του Δαρείου του Αρταξέρξη, Αρβουπάλης, ο αδελφός της γυναίκας του Δαρείου, Φαρνάκης και ο αρχηγός του στόλου, ο Μέμνων ο Ρόδιος με τους γιους του. Ούτε η ελληνική καταγωγή του Μέμνονα ούτε η φιλοξενία του στη Μακεδονική Αυλή, όταν παλαιότερα είχε πέσει στη δυσμένεια του τότε Μεγάλου Βασιλέως, μείωναν την πίστη του στην Περσέπολη. Οι ικανότητές του ήταν γνωστές σε όλους και από μακρού αποδεδειγμένες. Μόλις πριν από 2 χρόνια είχε αντιμετωπίσει το εκστρατευτικό σώμα του Φιλίππου με τους δύο πιο εμπειροπόλεμους στρατηγούς της Μακεδονίας και κατόρθωσε να περιορίσει τη μεν δράση τους σε μία στενή παραλιακή λωρίδα και τις δε επιτυχίες τους σε μερικές απομονωμένες εδαφικές νησίδες της Αιολίδας και της Ιωνίας. Ωστόσο δεν θεωρούσε καθόλου φρόνιμο να διακινδυνεύσουν σύγκρουση, διότι γνώριζε κάτι, που σύντομα θα διαπίστωνε και θα έσπευδε να εκμεταλλευθεί και ο Αλέξανδρος. Αντίθετα προς τους Έλληνες, οι Ασιάτες είχαν μεγάλο σεβασμό και φόβο προς τους ανώτατους άρχοντες γενικά, γι’ αυτό και στη θέα του Αλεξάνδρου εγκατέλειπαν τις Πύλες, όπου κανονικά θα μπορούσαν να καθηλώσουν οποιοδήποτε στράτευμα, όσο μεγάλο και ισχυρό κι αν ήταν. Ο Μέμνων λοιπόν έκρινε ότι έπρεπε να περιορισθούν σε ό,τι επέτρεπε η ψυχολογία των σατραπικών στρατευμάτων. Δηλαδή να επιβραδύνουν την προέλαση του Αλεξάνδρου, να προσπαθήσουν να τον ακινητοποιήσουν και να αφήσουν στον Δαρείο με τα κυβερνητικά στρατεύματα να τον αντιμετωπίσει ως ίσος προς ίσον. Το γεγονός ότι το ιππικό των Περσών ήταν τετραπλάσιο σε δύναμη του Ελληνικού δεν αρκούσε, για να ξεπεράσει αυτούς τους φόβους, αντίθετα τους ενίσχυε το γεγονός ότι οι πεζοί των Ελλήνων ήταν 1,5 φορά περισσότεροι από των Περσών.

Το σχέδιο λοιπόν, που ανέπτυξε στους Πέρσες αξιωματούχους, ήταν απλούστατο. Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με εφόδια για 30 ημέρες, πράγμα που γνώριζε πέραν πάσης αμφιβολίας η Περσική κατασκοπεία. Χρειάσθηκε 20 ημέρες ως τη Σηστό και, μετά τη στρατοπέδευσή του στην Αρίσβη, του απέμεναν εφόδια για λιγότερο από μία εβδομάδα. Ο χειμώνας μόλις είχε τελειώσει και μαζί του τελείωναν και τα αποθέματα τροφίμων σε όλες τις πόλεις. Η επόμενη συγκομιδή απείχε τουλάχιστον ένα μήνα ακόμη, στη διάρκεια του οποίου η μακεδονική διοικητική μέριμνα θα έπρεπε να αποδείξει την ικανότητά της. Αν καταστρεφόταν η αγροτική (γεωργική και κτηνοτροφική) παραγωγή της ευρύτερης περιοχής, ο Αλέξανδρος θα έπρεπε να εξασφαλίσει τη διατροφή του στρατεύματός του από τους σιτοβολώνες της Σκυθίας (Ουκρανίας και Ρουμανίας), αλλά κι αν ακόμη εξασφάλιζε τον εφοδιασμό από τόσο μακριά, με δεδομένους τους περιορισμούς στη χερσαία μεταφορά τροφίμων την εποχή εκείνη, δεν θα μπορούσε να ανεφοδιάσει το στρατό του στην αποψιλωμένη Μικρασιατική ενδοχώρα και θα καθηλωνόταν στα παράλια για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι την επόμενη συγκομιδή στη Μικρά Ασία. Έτσι οι Πέρσες θα περιόριζαν την κρίση στην ελληνοπερσική μεθόριο, δηλαδή σε κάποια νησιά του Αιγαίου και στις ελληνίδες πόλεις της Μικράς Ασίας, που έτσι κι αλλιώς διαρκώς άλλαζαν χέρια. Ο Αλέξανδρος στη διάρκεια αυτού του χρόνου θα αναλωνόταν κυρίως σε απελευθερώσεις ελληνικών πόλεων, κάτι που είχαν κάνει στο παρελθόν Αθηναίοι και Σπαρτιάτες με μικρότερα στρατεύματα από το δικό του. Με πρακτικά ακινητοποιημένο το στράτευμά του στα μικρασιατικά παράλια, με τους Αθηναίους κυρίαρχους στο Αιγαίο, με τους Σπαρτιάτες να μην έχουν αποδεχθεί την Μακεδονική Ηγεμονία, με άδειο το Δημόσιο Ταμείο της Μακεδονίας και χωρίς να έχει επιτύχει ουσιαστικό έργο, ο Αλέξανδρος θα έφερνε τη Μακεδονική Ηγεμονία σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, ενώ οι Πέρσες θα είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους για να οργανώσουν ψύχραιμα και μεθοδικά μία παραδειγματική συντριβή του. Ο Μέμνων παράλληλα με την τακτική της καμένης γης πρότεινε να περαιώσουν στη Μακεδονία ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις για αντιπερισπασμό, κάτι που λίγους Έλληνες θα στενοχωρούσε.

Το σχέδιο του Μέμνονα ήταν απλό και αποτελεσματικό, είχε όμως ένα βασικό μειονέκτημα. Δεν εξουσίαζε τις περιοχές, που θα έπρεπε να καταστραφούν. Αν γινόταν δεκτό το σχέδιό του, ο ίδιος θα έπαιρνε όλη τη δόξα της επιτυχίας και οι σατράπες των περιοχών αυτών θα αγωνίζονταν να εξασφαλίσουν την επιβίωση των υπηκόων τους, ενώ παράλληλα θα έχαναν και τα φορολογικά έσοδα. Ο Αρσίτης φέρεται να είπε πως δεν θα άντεχε να δει να καίγεται ούτε ένα σπίτι υπηκόου του και οι Πέρσες αξιωματούχοι απέρριψαν το σχέδιο. Ίσως είχαν ξεχάσει ότι ο στρατός του Αρταξέρξη, όταν καταδίωκε τους Μύριους, δεν είχε τις ευαισθησίες, που προφασίσθηκε ο Αρσίτης, και είχε αφαιρέσει ακόμη και τα ξύλα των σπιτιών, για να στερήσει τα καυσόξυλα από τους εισβολείς. Οι σατράπες της Μικράς Ασίας, ενώ δεν κατάφεραν να καταστρέψουν το προγεφύρωμα του Φιλίππου και να διώξουν τους Μακεδόνες από τα εδάφη τους, τώρα, που είχαν να κάνουν με τον εξίσου ικανό γιο του επικεφαλής μίας πανελλήνιας δύναμης, δεν έκριναν μειονεκτική τη θέση τους. Έκριναν αρκετούς τους Έλληνες μισθοφόρους οπλίτες και την τετραπλάσια δύναμη ιππικού, που διέθεταν, και αποφάσισαν να πολεμήσουν.

Η συγκέντρωση των Περσικών δυνάμεων στη Ζέλεια ήταν ανακούφιση για τον Αλέξανδρο, ο οποίος σε καμία στιγμή της εκστρατείας δεν ξέχασε τη σημασία του ανεφοδιασμού. Όσο οι Πέρσες σκέφτονταν να πολεμήσουν, ήξερε πως δεν θα κατέστρεφαν την αγροτική παραγωγή του, άρα δεν θα έμπαινε σε δοκιμασία η διοικητική του μέριμνα. Αν τους αγνοούσε και προχωρούσε νότια, θα έπρεπε να αφήνει πίσω του σημαντικές φρουρές για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις τους, κυρίως όμως θα έδειχνε ότι φοβάται την αναμέτρηση και θα ενθάρρυνε τους υπόλοιπους να του προβάλουν αντίσταση σε κάθε του κίνηση. Αντίθετα μία νίκη του στην πρώτη γραμμή της περσικής άμυνας και επί σημαντικού εχθρικού στρατεύματος θα έπειθε στη συνέχεια πολλές πόλεις και ηγεμόνες να του παραδοθούν, αντί να δημιουργήσουν νέα γραμμή άμυνας.


Η μάχη του Γρανικού ποταμού
(Αρριανός Α.13.-16., Διόδωρος ΙΖ.18.- 24.1, Πλούταρχος Αλέξανδρος 16., Ιουστίνος 11.6.8-13)

Ο Αλέξανδρος προχώρησε από την Πρίαπο προς την Ζέλεια με τη στρατιά έτοιμη για εμπλοκή. Προπορεύονταν για αναγνώριση οι σαρισσοφόροι ιππείς και περί τους 500 ψιλούς, ακολουθούσαν οι πεζοί σε διπλή σειρά και το ιππικό στα δύο άκρα της παράταξης. Στο τέλος βρίσκονταν τα σκευοφόρα. Κατά το απόγευμα συνάντησαν τους Πέρσες, που είχαν παραταχθεί πίσω από το σημαντικότερο κώλυμα της περιοχής, τον ποταμό Γρανικό (Μπιγκά, βορείως της συμβολής του με τον Κοτσαμπάς). Οι όχθες του ήταν ψηλές και απότομες, πολλά σημεία του βαθιά, τα ανοιξιάτικα νερά του αρκετά ορμητικά (ήταν τέλος Απριλίου) και το πλάτος του 25 μέτρα. Επειδή η ώρα ήταν προχωρημένη, ο Παρμενίων πρότεινε να στρατοπεδεύσουν στην όχθη και να περάσουν το ποτάμι πριν το πρώτο φως της επομένης, οπότε οι Πέρσες δεν θα είχαν προλάβει να συνταχθούν και να χρησιμοποιήσουν τον Γρανικό ως κώλυμα. Όμως ο Αλέξανδρος έκρινε πως ο ψυχολογικός παράγων ήταν καθοριστικός, τόσο για αυτήν τη μάχη όσο και για τις επόμενες. Κάθε δισταγμός και καθυστέρησή του θα ενίσχυε το ηθικό των Περσών και θα έβλαπτε τη στρατιά του. Θεωρούσε επιτακτική ανάγκη να περάσουν όπως ήταν χωρίς χρονοτριβή, για καθαρά ψυχολογικούς λόγους. Δεν ήθελε να δώσει στους Πέρσες την εντύπωση ότι αντιμετωπίζουν ένα συνηθισμένο αντίπαλο. Ήθελε να τους νικήσει από μειονεκτική θέση, ώστε να επιβεβαιώσει τον φόβο τους για την πολεμική υπεροχή των Ελλήνων και, πλήττοντας το ηθικό τους, να επιρρεάσει την έκβαση των μελλοντικών συγκρούσεων. Κατά το Διόδωρο η μάχη έγινε την επομένη, οπότε οι Μακεδόνες πέρασαν στην απέναντι όχθη και αιφνιδίασαν τους Πέρσες. Υποτίθεται ότι η επιλογή αυτή του Αλεξάνδρου είχε σκοπό να στερήσει από τους Πέρσες το κώλυμα του Γρανικού και παράλληλα να το θέσει στα νώτα των στρατιωτών του, ώστε να μην μπορούν να υποχωρήσουν. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία αναφορά, που να τεκμηριώνει κάποια αγωνία του Αλεξάνδρου για τη μαχητική διάθεση της στρατιάς του. Αντίθετα ο Διόδωρος αναφέρει και αλλού στρατηγήματα και στρατηγικές επιλογές, που δεν έχουν μεγάλη σχέση με τη λογική.

Ο Αλέξανδρος ανέλαβε το δεξί κέρας της παράταξης και ο Παρμενίων το αριστερό. Μπροστά από τον Αλέξανδρο παρατάχθηκε ο Φιλώτας του Παρμενίωνα με τους εταίρους, το μακεδονικό ιππικό, τους τοξότες και τους Αγριάνες ακοντιστές, δίπλα στον Φιλώτα παρατάχθηκε ο Αμύντας του Αρραβαίου με τους σαρισσοφόρους ιππείς, τους Παίονες και την ίλη του Σωκράτη. Δίπλα τους τάχθηκαν οι υπασπιστές των εταίρων υπό τον Νικάνορα του Παρμενίωνα, και πίσω του κατά σειρά οι τάξεις του Περδίκκα του Ορόντη, του Κοίνου του Πολεμοκράτη, του Κρατερού του Αλεξάνδρου, του Αμύντα του Ανδρομένη και τέλος του Φίλιππου του Αμύντα. Στο αριστερό κέρας πρώτοι ήταν οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Κάλα του Άρπαλου, δίπλα τους το συμμαχικό ιππικό υπό τον Φίλιππο του Μενέλαου και μετά οι Θράκες του Αγάθωνα. Πίσω από το ιππικό του αριστερού κέρατος τάχθηκαν τρεις τάξεις πεζών, του Κρατερού, του Μελέαγρου και του Φιλίππου. Ο Αρριανός κάνει λόγο για ψιλούς, τους οποίους δεν τοποθέτησε στην αρχική παράταξη ούτε διασαφηνίζει την ειδικότητά τους. Επίσης μας δίνει τη διάταξη όλου του ιππικού όχι όμως και όλων των πεζών του Αλεξάνδρου. Οι δυνάμεις τις οποίες δεν απαριθμεί, δεν έπαιξαν (τουλάχιστον κατά τη γνώμη του) κάποιον αξιόλογο ρόλο στη μάχη. Οι πεζές αυτές δυνάμεις είναι οι 7.000 σύμμαχοι, οι 5.000 μισθοφόροι, οι 7.000 Οδρύσες, Τριβαλλοί και Ιλλυριοί. Θεωρούμε πως οι τοξότες, που αναφέρει είναι οι 1.000 Αγριάνες, του Διόδωρου.

Οι Πέρσες κατά τον Αρριανό διέθεταν 20.000 ιππείς και λιγότερους από 20.000 πεζούς μισθοφόρους, ο Διόδωρος δίνει 10.000 Πέρσες ιππείς και πάνω από 100.000 πεζούς, ενώ ο Ιουστίνος ανεβάζει το σύνολο των περσικών δυνάμεων σε 600.000. Ήταν λοιπόν τουλάχιστον ισάριθμοι με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, πλεονεκτούσαν λόγω του εδάφους και δεν είχαν λόγο να κινηθούν πρώτοι. Είχαν παρατάξει πάνω στην όχθη το ιππικό και πιο πίσω τους πεζούς ως εξής: στο αριστερό κέρας βρίσκονταν ο Μέμνων, ο Αρσάμης με τους ιππείς του, μετά ο Αρσίτης με τους Παφλαγόνες ιππείς και μετά ο Σπιθριδάτης, ο σατράπης της Ιωνίας, επικεφαλής των Υρκανών ιππέων. Στο δεξί κέρας παρατάχθηκαν 1.000 Μήδοι, 2.000 ιππείς του Ρεομίθρη και 2.000 Βάκτριοι ιππείς και στο κέντρο οι ιππείς των άλλων εθνών. Δεν αναφέρονται καθόλου ψιλοί στην πλευρά των Περσών, ωστόσο είναι γνωστό πως γενικά οι Πέρσες όχι μόνο είχαν ψιλούς (και κυρίως τοξότες), αλλά τους διέθεταν και σε μεγάλο αριθμό. Οι πεζοί πίσω από τους ιππείς παρέμεναν αδρανείς. Στο σημείο, που οι Πέρσες εντόπισαν τον Αλέξανδρο, είχαν πυκνώσει πολύ τις ίλες τους. Τα δύο στρατεύματα έμειναν παρατεταγμένα στις όχθες τους αρκετή ώρα αγωνιώντας για την έκβαση της μάχης. Με τη διαταγή της εφόδου, υπό τον ήχο των σαλπίγγων και με ιαχές προς τον Ενυάλιο Άρη πρώτοι μπήκαν στο ποτάμι η ίλη του Σωκράτη υπό τον Πτολεμαίο του Φιλίππου, η οποία συμπτωματικά εκείνη την ημέρα ήταν επί κεφαλής όλου του ιππικού, οι πρόδρομοι και οι Παίονες ιππείς υπό τον Αμύντα του Αρραβαίου και μία τάξη πεζών. Προχωρούσαν λοξά μέσα στο ποτάμι όπως τους τραβούσε το ρεύμα, για να μην διασπάσουν τις γραμμές τους και τους πλευροκοπήσουν παρατεταγμένοι οι Πέρσες.

Οι Πέρσες, που κυρίως έφεραν ακόντια, έβαλλαν κατά των Μακεδόνων από όλα τα σημεία της παράταξής τους. Φαίνεται ότι θεώρησαν αυτήν την πρώτη και μικρή δύναμη ως ανιχνευτική των προθέσεών τους και γι’ αυτό θέλησαν να τους αποθαρρύνουν με τον καταιγισμό των ακοντίων. Όμως στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος έστειλε αυτούς τους ιππείς στους Πέρσες ως δόλωμα, το οποίο τσίμπησαν, σπατάλησαν τα σαυνία τους και οι κυρίως δυνάμεις κρούσης του μπόρεσαν να πλησιάσουν με λιγότερες απώλειες και χωρίς να διασπασθούν οι γραμμές τους. Πράγματι οι ιππείς του Αμύντα και του Σωκράτη πλησίασαν την απέναντι όχθη, αλλά υπό τα πλήγματα των Περσών άρχισαν να υποχωρούν. Τότε έφτασε ο Αλέξανδρος σχεδόν ανενόχλητος και συγκρούστηκε πρώτος με το Περσικό ιππικό στο σημείο, όπου βρισκόταν η πυκνότερη παράταξή του και οι ανώτατοι διοικητές του. Η συμπλοκή γύρω του ήταν σφοδρότατη. Το ιππικό και των δύο στρατευμάτων είχε συνωστισθεί τόσο πολύ, ώστε δεν διεξαγόταν τακτική ιππομαχία, αλλά οι ιππείς συμπλέκονταν σώμα με σώμα. Σύντομα οι Μακεδόνες πήραν το πλεονέκτημα, διότι ήταν πιο γεροδεμένοι και οπλισμένοι με δόρατα, ενώ οι Πέρσες με ακόντια. Αλλά κι οι φάλαγγες των πεζών περνούσαν πλέον με λιγότερη δυσκολία. Το υπόλοιπο ελληνικό ιππικό συνέχιζε να βγαίνει από το ποτάμι και να ενώνεται με τους πρώτους. Οι Πέρσες ιππείς και οι ίπποι τους βρίσκονταν πλέον σε δυσχερή θέση, καθώς τους χτυπούσαν οι πεζοί, οι ιππείς και οι ψιλοί, που ήταν ανακατεμένοι με το ιππικό.

Κάποια στιγμή έσπασε το δόρυ του Αλεξάνδρου (μάλλον συνέχισε να μάχεται χρησιμοποιώντας τον σαυρωτήρα αντί αιχμής) και ο Δημάρατος ο Κορίνθιος του έδωσε το δικό του. Βλέποντας τον γαμπρό του Δαρείου, τον Μιθριδάτη, να ορμά επικεφαλής ενός τμήματος ιππικού με σκοπό να διεμβολίσει τις Μακεδονικές γραμμές, ο Αλέξανδρος έτρεξε μπροστά από τους άλλους και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Ροισάκης πρόλαβε και χτύπησε τον Αλέξανδρο με την κοπίδα στο κεφάλι. Το πλήγμα ήταν τόσο ισχυρό, ώστε έσπασε το κράνος του. Ο Αλέξανδρος γύρισε και με το δόρυ του διατρύπησε το θώρακα και το στέρνο του Ροισάκη. Εν τω μεταξύ, εναντίον του Αλεξάνδρου έσπευδε κι ο Σπιθριδάτης με υψωμένη την κοπίδα, αλλά τον πρόλαβε ο Κλείτος ο μέλας, ο γιος του Δρωπίδη, που τον χτύπησε στον ώμο και του απέκοψε τον βραχίονα. Το περιστατικό αυτό έχει κι άλλες παραλλαγές εκτός από αυτήν του Αρριανού. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος χτύπησε τον Ροισάκη με το δόρυ του, που έσπασε, και έβγαλε το ξίφος του. Ο Σπιθριδάτης του κατάφερε στον Αλέξανδρο ένα ισχυρό πλήγμα με την κοπίδα, έκοψε το λοφίο του κράνους, το ένα φτερό, και έσπασε το κράνος, γδέρνοντας το τριχωτό της κεφαλής. Ο Σπιθριδάτης ετοιμαζόταν να του καταφέρει και δεύτερο πλήγμα με την κοπίδα του, όταν ο Κλείτος ο μέλας πρόλαβε και τον κάρφωσε με το δόρυ του. Ο Ροισάκης σκοτώθηκε από το ξίφος του Αλεξάνδρου. Κατά τον Διόδωρο η πίεση, που ασκούσε ο Σπιθριδάτης με τους ιππείς του ήταν αφόρητη, έτσι ο Αλέξανδρος στράφηκε ο ίδιος εναντίον του. Ο Πέρσης έρριξε το σαυνίον του εναντίον του Αλεξάνδρου, αστόχησε και όρμησε με το δόρυ (ο Πέρσης εμφανίζεται να φέρει σαυνίον και δόρυ, αντί για δύο σαυνία ή ακόντια), το οποίο διαπέρασε την ασπίδα, τη δεξιά επωμίδα και καρφώθηκε στο θώρακα του Αλεξάνδρου. Εκείνος τον χτύπησε με το δικό του δόρυ, το οποίο έσπασε στο θώρακα του Πέρση, και τελικά του επέφερε το μοιραίο πλήγμα καρφώνοντας το σπασμένο ξυστόν στο πρόσωπό του. Ο Ροισάκης, ο αδελφός του Σπιθριδάτη χτύπησε τον Αλέξανδρο στο κεφάλι με την κοπίδα, αλλά τον σκότωσε ο Κλείτος ο μέλας, αποκόπτοντας το χέρι του. Ο όρος μέλας χρησιμοποιείται αντί του πατρωνύμου, για να τον διαχωρίσει από τον άλλο Κλείτο, που ηγείται τάξης πεζών, και μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο ίππαρχος Κλείτος του Δρωπίδη ήταν μελαψός.

Εκείνο ακριβώς το τμήμα του Περσικού ιππικού, που είχε τη μεγαλύτερη πυκνότητα για να αποκρούσει τον Αλέξανδρο, καταπονήθηκε περισσότερο και διασπάσθηκε, όταν είχαν πέσει πια νεκροί ο σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, Σπιθριδάτης, ο ύπαρχος της Καππαδοκίας, Μιθροβουζάνης, ο γαμπρός του Δαρείου, Μιθριδάτης, ο γιος του Δαρείου του Αρταξέρξη, Αρβουπάλης, ο αδελφός της γυναίκας του Δαρείου, Φαρνάκης, και ο αρχηγός των μισθοφόρων, Ωμάρης. Μόλις έγινε αυτό, κατέρρευσαν και οι άλλες δύο πτέρυγες και τράπηκαν σε φυγή. Τότε ο Αλέξανδρος έστρεψε κατά των Ελλήνων μισθοφόρων των Περσών τη φάλαγγα, ενώ τους περικύκλωνε με το ιππικό. Κυριολεκτικά τους δεκάτισε και από τις αρχικές 20.000 μόνο 2.000 (το 1/10) επέζησαν, για να αιχμαλωτισθούν. Οι υπόλοιποι 18.000 εξοντώθηκαν, «εκτός από ελάχιστους, που ίσως κρύφτηκαν ανάμεσα στους νεκρούς».

Η εξόντωση των Περσών αξιωματούχων από τον Αλέξανδρο και τους περί αυτόν ήταν ο καταλυτικός παράγων, που οδήγησε σε κατάρρευση την περσική παράταξη. Όμως από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή, όπως παρ’ ολίγον να φανεί στη μάχη των Γαυγαμήλων. Εκτός από τη μακεδονική αριστοκρατία, δηλαδή τους εταίρους ιππείς, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και όλοι οι υπόλοιποι ιππείς, ενώ σχεδόν αποσιωπάται ο ρόλος των πεζών, τους οποίους βλέπουμε μόνο στη θλιβερή σφαγή των Ελλήνων μισθοφόρων. Σύμφωνα με τον Αρριανό, οι Πέρσες έχασαν 1.000 ιππείς, τους Έλληνες μισθοφόρους και σχεδόν όλους τους επιφανείς άνδρες τους, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά. Ο Αρσίτης, που είχε απορρίψει την τακτική του Μέμνονα, θεώρησε τον εαυτό του υπαίτιο της καταστροφής και αυτοκτόνησε στη Φρυγία, όπου κατέφυγε μετά τη μάχη. Οι Έλληνες είχαν μόνο 115 νεκρούς (90 Μακεδόνες και 25 συμμάχους). Συνολικά οι υπάρχουσες πηγές δίνουν τις ακόλουθες απώλειες:

Αρριανός Α.16. Διόδωρος ΙΖ.20.6 Πλούταρχος Αλέξ.16.15 Ιουστίνος 11.6.12
Ιππείς 1.000 2.000 2.500
Πεζοί 18.000 10.000 20.000
Σύνολο Περσών 19.000 12.000 22.500
Αιχμάλωτοι 20.000

Ιππείς 25 120
Πεζοί 9 9
Σύνολο Ελλήνων 115 34 129

Το αποτέλεσμα της μάχης του Γρανικού ήταν αναμενόμενο και σύμφωνο με τα όσα γνωρίζουμε από τις μικρής έκτασης περιφερειακές συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η νίκη οφειλόταν στο ιππικό και όχι στους οπλίτες. Όσον αφορά δε στο δόλωμα, που έρριξε ο Αλέξανδρος, οι σχετικές απώλειες Ελλήνων και Περσών δικαιώνουν την επιλογή του. Μετά τη μάχη έδειξε τις ικανότητες του στη διαχείριση ανθρωπίνων πόρων. Στους πρώτους αυτούς νεκρούς της εκστρατείας απέδωσε μεγάλες τιμές, ίσως διότι ήταν προφανές σε όλους ότι τους θυσίασε συνειδητά. Τους έθαψε με τον οπλισμό τους και άλλα κτερίσματα όπως άρμοζε στους γενναίους πολεμιστές, ενώ ο Λύσιππος, ο διαπιστευμένος γλύπτης του βασιλιά, κατασκεύασε προτομές τους, που στήθηκαν στην ιερή πόλη της Μακεδονίας, το Δίον. Επιπλέον, απάλλαξε τους συγγενείς των Μακεδόνων πεσόντων από κάθε εισφορά και λειτουργία. Επισκέφθηκε έναν-έναν όλους τους τραυματίες και τους άφησε να του διηγηθούν τα κατορθώματά τους. Ικανοποίησε ακόμη τον κοινό σεβασμό Ελλήνων και βαρβάρων προς τους νεκρούς, θάβοντας τους πεσόντες Έλληνες μισθοφόρους και τους επιφανείς Πέρσες. Οι απλοί Πέρσες έμειναν άταφοι σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής.

Τους περίπου 2.000 συλληφθέντες Έλληνες μισθοφόρους, τους έστειλε σιδηροδέσμιους στη Μακεδονία για καταναγκαστικά έργα, με το αιτιολογικό ότι «ενώ ήταν Έλληνες πολέμησαν υπέρ των βαρβάρων και ενάντια στις αποφάσεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων». Όμως στην πραγματικότητα πρέπει να είχε εξοργισθεί, που ένα τόσο ισχυρό οπλικό σύστημα είχε στραφεί εναντίον του. Η εξόντωση των Ελλήνων μισθοφόρων των Περσών ήταν αναμφισβήτητα λάθος του και στην προσπάθειά του να τους εξοντώσει φέρεται να υπέστη τις περισσότερες απώλειες της μάχης. Επιπλέον σε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, που δεν ήταν καθόλου λίγοι, έδινε το μήνυμα, ότι δεν θα τους άφηνε άλλη διέξοδο από το να αγωνιστούν λυσσαλέα για τη ζωή τους. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος σκέφθηκε πιο ψύχραιμα ή δέχθηκε τις συμβουλές των επιτελών του κι ευτυχώς δεν ξανάκανε αυτό το λάθος. Οι μισθοφόροι δεν πολεμούσαν από ιδεαλισμό και, εφόσον οι εργοδότες τους τρέπονταν σε φυγή, οι ίδιοι δεν είχαν κανένα λόγο να αρνηθούν συνθηκολόγηση και να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους σε νέο εργοδότη, αν τους το ζητούσε. Πράγματι, την επόμενη φορά ο Αλέξανδρος τους το ζήτησε.

Μετά την νίκη στο Γρανικό ο Παρμενίων προέλασε και παρέλαβε την πρωτεύουσα της Ελλησποντικής Φρυγίας, το Δασκύλειο, το οποίο είχε εγκαταλείψει η φρουρά του. Ο Αλέξανδρος ανέθεσε τη διοίκηση της σατραπείας στο στρατηγό Κάλα και διατήρησε τους ίδιους φόρους, που πλήρωναν οι κάτοικοι ως τότε στο Δαρείο. Έχει ήδη αποφασίσει να αφήσει αμετάβλητο τον περσικό τρόπο διοίκησης και να εξαιρέσει μόνο τις ελληνίδες πόλεις. Έστειλε ακόμη στην Αθήνα ως ανάθημα στην Παλλάδα Αθηνά 300 Περσικές ασπίδες με το επίγραμμα «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ», δηλαδή «Ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες εκτός από τους Λακεδαιμόνιους [πήραν αυτά τα λάφυρα] από τους βαρβάρους, που ζουν στην Ασία». Ο Αρριανός κάνει λόγο για πανοπλίες, οπότε πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν επρόκειτο για ασπίδες, αλλά για τρόπαια. Με την αποστολή των 300 ασπίδων ή τροπαίων ο Αλέξανδρος κολάκευε τους Αθηναίους τιμώντας το σημαντικότερο ιερό τους, το οποίο ήταν και ένα από τα λαμπρότερα στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως επεδείκνυε τα λάφυρά του από τον ισχυρότατο Ασιάτη εχθρό στον σημαντικότερο εν δυνάμει εσωτερικό αντίπαλό του, την Αθήνα.













Αριστερά: ομοίωμα τροπαίου από μάρμαρο. Απεικονίζεται πλήρης η πανοπλία του πεζού χωρίς την ασπίδα. Δεξιά: χάλκινη ενεπίγραφη ασπίδα, λάφυρο των Αθηναίων από τη μάχη στη Σφακτηρία κατά των Σπαρτιατών το 425 π.Χ. Στο εσωτερικό της, όπως όλες οι ανατιθέμενες ασπίδες, δεν φέρει όχανο και πόρπακα, για να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ενδεχόμενη εξέγερση. Φέρει την επιγραφή ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΠΟ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΚ ΠΥΛΟ[Υ]. Η επιγραφή του Αλεξάνδρου, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ, λόγω μεγαλυτέρου μήκους θα πρέπει να είχε …μικρότερα γράμματα!

Η νίκη στον Γρανικό ίσως ήταν η σημαντικότερη όλης της εκστρατείας. Ο Αλέξανδρος επεξέτεινε το προγεφύρωμά του, απέκτησε επαρκή ζωτικό χώρο, εξασφάλισε εφόδια και ισχυροποίησε τη θέση του στην Ελλάδα γενικά και στη Μακεδονία ειδικότερα. Για τους Πέρσες οι συνέπειες της ήττας στον Γρανικό ήταν τρομερές. Όχι λόγω της ίδιας της ήττας, αφού οι τοπικές ήττες και απώλειες εδαφών ήταν συχνά φαινόμενα στην ιστορία της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά λόγω του θανάτου ενός πολύ μεγάλου αριθμού κορυφαίων τοπικών αξιωματούχων. Χωρίς τους κατά τεκμήριο ικανότερους ηγεμόνες (διοικητές) ο Δαρείος θα ήταν πολύ δύσκολο να οργανώσει και να συντονίσει εξ αποστάσεως την άμυνα της Μικράς Ασίας. Όσοι από τους υφισταμένους των πεσόντων διοικητών επέζησαν, συγκλονισμένοι από την ήττα και την απώλεια των ανωτέρων τους, δεν θα είχαν το σθένος να αντιμετωπίσουν τον Αλέξανδρο, ενισχυμένο μάλιστα από τη νίκη του. Μετά από την απώλεια μίας ολόκληρης σατραπείας, της Ελλησποντικής Φρυγίας, δεν θα είχαν το κύρος ούτε να συσπειρώσουν γύρω τους τα εναπομείναντα σατραπικά στρατεύματα ούτε να αποτρέψουν τους κατάπληκτους μη Πέρσες υπηκόους τους να δεχθούν την απελευθέρωσή τους και να συμπαραταχθούν με τον Αλέξανδρο.

Αυτή η πρώτη νίκη ήταν ύψιστης σημασίας για τον Αλέξανδρο, διότι αν ηττώνταν, θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Ασία από έλλειψη εφοδίων και μόνο. Επιπλέον οι ελληνίδες πόλεις όχι μόνο δεν θα πήγαιναν με το μέρος του, αλλά μάλλον θα βοηθούσαν τους Πέρσες, ώστε να μην τιμωρηθούν από τον Μεγάλο Βασιλέα. Τώρα όμως δύο όμορες σατραπείες έχασαν τους σατράπες τους και έμειναν ακέφαλες. Η πρωτεύουσα της Ελλησποντικής Φρυγίας, στην οποία υπαγόταν διοικητικά η Αιολίς, εγκαταλείφθηκε από τη φρουρά της και ήταν ζήτημα ημερών να παραδοθούν από το φρούραρχό τους και οι Σάρδεις, η πρωτεύουσα της Λυδίας, όπου υπαγόταν η Ιωνία. Οι ελληνικές πόλεις της Αιολίδας και Ιωνίας κι αν ακόμη αμφέβαλλαν για την τελική νίκη του Αλεξάνδρου (όπως η Λάμψακος και οι Κολωνές) ήταν πλέον δικαιολογημένες έναντι του Μεγάλου Βασιλέως και μπορούσαν να δεχθούν άφοβα την απελευθέρωσή τους. Άλλο όφελος του Αλεξάνδρου από την απώλεια ενός μεγάλου αριθμού αξιωματούχων ήταν ότι ασφαλώς κλόνισε τους μη Πέρσες αξιωματούχους της αυτοκρατορίας. Αυτοί θα προτιμούσαν να διατηρήσουν τη ζωή και τα προνόμιά τους δηλώνοντας πίστη σε έναν νέο κυρίαρχο, παρά να πέσουν μαχόμενοι υπέρ του παλιού.

Ο Αλέξανδρος αποφάνθηκε ότι οι κάτοικοι της Ζέλειας και της γύρω περιοχής δεν του είχαν εναντιωθεί με τη θέλησή τους, αλλά αναγκάσθηκαν από τους Πέρσες, και γι’ αυτό δεν τους τιμώρησε. Η κίνηση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία και εντασσόταν σ’ αυτό, που ο Διόδωρος περιγράφει ως φιλάνθρωπη τακτική. Σε όλη την Ανάβασή του θα τιμωρούσε με την προβλεπόμενη σκληρότητα όσους τον αμφισβητούν και του αντιστέκονται. Για τους υπόλοιπους θα εύρισκε κάποια περισσότερο ή λιγότερο συμβολική τιμωρία χωρίς να καταστρέφει πόλεις, να εξανδραποδίζει κατοίκους και να δημιουργεί τρόμο και δυσαρέσκεια. Η εικόνα, που είχε επιλέξει γι’ αυτή τη φάση του αγώνα ήταν του ελευθερωτή από τον σκληρό ζυγό των Περσών.


Αιολίς, Ελλησποντική Φρυγία, Λυδία και Ιωνία
(Αρριανός Α.20., Πλούταρχος Δημοσθένης 20.5, Ιουστίνος 11.10.4)

Μετά τη μάχη ο Αλέξανδρος προέλασε προς την επόμενη ακέφαλη σατραπεία, τη Λυδία. Κοντά στον Γρανικό υπήρχε ένα από τα αρχαιότερα περάσματα, οι Πύλες της Ασίας, που οδηγούσαν νότια ως τις Σάρδεις. Εναλλακτικά ο Αλέξανδρος μπορούσε να επιστρέψει στην Άβυδο και από εκεί να προελάσει παραλιακά προς τις Σάρδεις. Πιστεύουμε ότι ακολούθησε το δεύτερο δρομολόγιο, διότι μπορούσε να εφοδιασθεί ευκολότερα χωρίς να καταπονήσει και να εκθέσει σε κίνδυνο το στράτευμα στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας. Το δρομολόγιο αυτό ήταν παραλιακό και διέσχιζε μία από τις σημαντικότερες γεωργικές περιοχές της Αιολίδας με μεγάλο αριθμό ελληνίδων πόλεων και εξ ορισμού ήταν φιλικότερο έδαφος από την βαρβαρική ενδοχώρα. Επιπλέον καταλαμβάνοντας τα λιμάνια εμπόδιζε τον περσικό στόλο να διατηρήσει βάσεις στα νώτα του.

Ο Μέγας Βασιλεύς είχε κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένος με τις επιλογές των σατραπών και των στρατηγών του, διότι δεν επέδειξαν τη σύνεση και την επάρκεια, που προσδοκούσε η Περσέπολη, όταν τους διόριζε. Νωρίτερα τα κυβερνητικά στρατεύματα είχαν περάσει την έρημο του Σινά και είχαν υποτάξει τη μεγάλη και πλούσια Αίγυπτο, ενώ εκείνοι κατατροπώθηκαν από ένα νεαρό με ελάχιστους οικονομικούς πόρους, περιορισμένα εφόδια και έντονη αμφισβήτηση από τους συμμάχους του. Ο Μέμνων ο Ρόδιος δεν ήταν απλώς ο μοναδικός πια διαθέσιμος αξιωματούχος στην περιοχή, ήταν εξ αρχής ο καλύτερος. Έτσι, ο Δαρείος έσπευσε να στείλει διαταγή στους υπηκόους των σατραπειών, που έμπαιναν τώρα στο στόχαστρο του Αλεξάνδρου, της Λυδίας και της Καρίας. Τους διαβεβαίωνε ότι η κεντρική διοίκηση δεν τους εγκατέλειψε και συνεπώς θα ήταν φρόνιμο να μην την εγκαταλείψουν ούτε εκείνοι. Ως απόδειξη της αποφασιστικότητάς του γνωστοποιούσε ότι ο Μέμνων, αρχηγός του στόλου μέχρι τότε, αναλάμβανε και την ανώτατη διοίκηση όλης της Μικράς Ασίας.

Αυτή η διαταγή του Δαρείου είτε άργησε να φτάσει, είτε δεν έπεισε τους προεστούς της σατραπείας της Λυδίας, που είχε χάσει τον σατράπη της, τον Σπιθριδάτη. Ο φρούραρχος της ακρόπολης, Μιθρήνης, και οι ισχυρότεροι άνδρες των Σάρδεων έσπευσαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, όταν απείχε 70 στάδια (περί τα 13 χμ), και να του παραδώσουν την πόλη τους, που ήταν η πρωτεύουσα και το περιλάλητο θησαυροφυλάκιο της Λυδίας. Ο Αλέξανδρος τίμησε το Μιθρήνη και κήρυξε την ελευθερία των Σαρδιανών και όλων των Λυδών, στους οποίους επέτρεπε να διοικούνται σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα, στέλνοντας το μήνυμα: όποιος συνεργάζεται, ανταμείβεται. Μετά στρατοπέδευσε περί τα 20 στάδια (περί τα 4 χμ) από τις Σάρδεις, στον ποταμό Έρμο (Γκεντίζ), και ανέβηκε στην ακρόπολη. Εκεί διέταξε να ανεγερθεί ναός του Ολυμπίου Διός και στα κρατικά αρχεία βρήκε την αλληλογραφία μεταξύ του Δημοσθένη και των Περσών στρατηγών με τα ποσά, που του είχαν στείλει ως αμοιβή και ως χρηματοδότηση για τις αντιμακεδονικές ενέργειες. Όρισε διοικητή της ακρόπολης (δηλαδή της τοπικής φρουράς) τον εταίρο Παυσανία, υπεύθυνο για τη συγκέντρωση και απόδοση των φόρων τον Νικία και σατράπη της Λυδίας και Ιωνίας τον Άσανδρο του Φιλώτα, αφήνοντάς του τους Αργείους, αρκετό ιππικό και ψιλούς, διότι στις κατακτημένες χώρες ο Αλέξανδρος δεν επρόκειτο να αλλάξει καθόλου το πρότυπο διοίκησης, που είχαν διαμορφώσει οι Πέρσες. Στα παράλια έστειλε τον Κάλα και τον Αλέξανδρο του Αερόπου με τους Πελοποννησίους και τους υπόλοιπους συμμάχους.

Μόλις τα νέα της μάχης του Γρανικού έφθασαν στην Έφεσο, οι μισθοφόροι φρουροί της και ο αυτόμολος Αμύντας του Αντιόχου επιβιβάσθηκαν σε δύο τριήρεις και έφυγαν. Επιβεβαιώθηκε λοιπόν η επιλογή του Αλεξάνδρου, που επιζητούσε την ταχεία προέλαση και την άμεση εμπλοκή με τον εχθρό. Ο Αλέξανδρος με πορεία 4 ημερών έφθασε από τις Σάρδεις στην Έφεσο. Όταν το 336 αποβιβάσθηκε στην Ασία το εκστρατευτικό σώμα του Φιλίππου η Έφεσος ήταν μία από τις ελληνίδες πόλεις, που τους υποδέχθηκαν ενθουσιωδώς. Μετά την απελευθέρωσή της από τους Πέρσες ο Ηρόπυθος ανέλαβε τη διοίκησή της και στην Αγορά στήθηκε άγαλμα του Φιλίππου, το οποίο γκρέμισαν οι Πέρσες, μόλις την ανακατέλαβαν. Ο Αλέξανδρος επανέφερε τους εξόριστους πολιτικούς, που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την Έφεσο εξαιτίας της φιλικής προς αυτόν στάσης τους, κατέλυσε την ολιγαρχία και εγκαθίδρυσε δημοκρατία. Τότε οι Εφέσιοι, που παρέμεναν πάντοτε πρόθυμοι να απαλλαγούν από την περσική κυριαρχία, αναθάρρησαν και άρχισαν τις βιαιοπραγίες επί των ολιγαρχικών, που είχαν συνεργαστεί με τους Πέρσες. Όρμησαν να σκοτώσουν τους οπαδούς του Μέμνονα και όσους σύλησαν τον περίφημο ναό της Αρτέμιδος και βεβήλωσαν τον τάφο του Ηρόπυθου. Ακόμη λιθοβόλησαν τον τύραννο της πόλης και εξέχοντα συνεργάτη των Περσών, Σύρφακα του Πελάγοντα και τους συγγενείς του, αφού τους έβγαλαν με τη βία από το ιερό, όπου είχαν καταφύγει ως ικέτες.

Στην άλωση της Θήβας ο Αλέξανδρος είχε δει χειρότερες σκηνές, όμως ήταν σχεδόν ασήμαντες λεπτομέρειες με δεδομένη την απόφαση να καταστραφεί η πόλη και να εξανδραποδισθούν οι κάτοικοί της. Στην Έφεσο ήταν πράξεις πολιτικής αντεκδίκησης χωρίς καμία νομιμοποίηση και έπλητταν τη δημόσια ασφάλεια. Διέταξε λοιπόν τον τερματισμό τους, επειδή η πολιτική βία πολλές φορές καλύπτει ποινικά αδικήματα. Η διατήρηση της έννομης τάξης ήταν βασικό ζητούμενο στη νέα αυτοκρατορία, που είχε κατά νου ο Αλέξανδρος, και στη συνέχεια επρόκειτο να τιμωρήσει παραδειγματικά κάθε παρεκτροπή από αυτήν. Η πολιτική ωριμότητα, που επέδειξε στην Έφεσο ωφέλησε πολύ την εικόνα του προς τους σκεπτικιστές Έλληνες της Μικράς Ασίας.

Στην Έφεσο τον συνάντησαν πρέσβεις από τις Τράλλεις και τη Μαγνησία την επί Μαιάνδρω, για να του παραδώσουν τις πόλεις τους. Έστειλε τον Παρμενίωνα να τις καταλάβει με 2.500 συμμάχους, 2.500 Μακεδόνες πεζούς και 200 σύμμαχους ιππείς. Έστειλε ακόμη τον Αλκίμαχο του Αγαθοκλή με ανάλογη δύναμη στα βόρεια, για να ελευθερώσει όσες ιωνικές και αιολικές πόλεις ήταν ακόμη υπό περσική κατοχή. Τους είχε δώσει διαταγή να καταλύσουν τις ολιγαρχίες, να ιδρύσουν δημοκρατίες, να επιτρέψουν στους κατοίκους να διοικούνται με τους δικούς τους νόμους και να καταργήσουν τους φόρους, που έδιναν στους Πέρσες. Η κατάλυση των ολιγαρχικών καθεστώτων, η κατάργηση των φόρων, που είχαν επιβάλει οι Πέρσες, καθώς και η αποκατάσταση της αυτονομίας των ελληνίδων πόλεων ήταν αυτονόητες υποχρεώσεις ενός ελευθερωτή, που ενεργούσε κατ’ εντολή του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Εγκαθιδρύοντας δημοκρατίες στη Μικρά Ασία, ο Αλέξανδρος απ’ την πλευρά του πετύχαινε αρκετούς στόχους μαζί: την ικανοποίηση των Ελλήνων, που αποκτούσαν το «δικό τους» πολίτευμα, τη διάσπαση των Δήμων σε αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις και συνεπώς τον ευκολότερο έλεγχο τους από τον Αλέξανδρο, ενώ παρεχόταν αυτοδικαίως αμνηστία για τυχόν φιλοπερσική στάση τους μέχρι την κατάληψή τους. Αυτή χρεωνόταν στους διορισμένους από τους Πέρσες ολιγαρχικούς και ο λαός ανακηρυσσόταν αμόλυντος. Στις περιπτώσεις, που ο ίδιος ο λαός έπαιρνε φιλοπερσική στάση, δηλαδή δεν πίστευε πως ο Αλέξανδρος θα νικούσε, τιμωρούνταν μάλλον συμβολικά, όπως φάνηκε αργότερα στην περίπτωση των Σόλων.

Ο Αλέξανδρος παρέμεινε στην Έφεσο, όπου έκανε θυσίες στην πολιούχο θεά, την Άρτεμη, παρέλασε με το στρατό του και, προς μεγάλη ικανοποίηση του ιερατείου, διέταξε τους Εφέσιους να αφιερώνουν στην Αρτέμιδα τους φόρους, που ως τότε απέδιδαν στους Πέρσες. Το τελευταίο ήταν υπολογισμένη κίνηση, αφού οι ιερείς (από τότε) επιρρέαζαν τον λαό και δι’ αυτού τους ηγέτες της δημοκρατίας.


Η πολιορκία της Μιλήτου
(Διόδωρος ΙΖ.22.5-23.)

Ο Μέμνων εγκατέλειψε στην τύχη της την ακέφαλη σατραπεία της Λυδίας, άρχισε αμέσως να οργανώνει την άμυνα στην όμορη σατραπεία της Καρίας και παράλληλα να προετοιμάζει αντεπίθεση στα ελληνικά εδάφη. Ο Ηγησίστρατος, στον οποίο είχε αναθέσει ο Μέγας Βασιλεύς τη φρούρηση της Μιλήτου, της πρωτεύουσας της Ιωνίας, έστειλε επιστολή στον Αλέξανδρο ότι του παρέδιδε την πόλη. Ο Μέμνων βρισκόταν περί τα 120 χμ νοτιότερα, στην γειτονική Αλικαρνασσό, και οργάνωνε την άμυνα της περιοχής, αλλά ο Ηγησίστρατος μη έχοντας λάβει ενισχύσεις, προτίμησε να αποφύγει τους κινδύνους μίας μάταιης αντίστασης και να επωφεληθεί, όπως ο Μιθρήνης στις Σάρδεις. Ο Αλέξανδρος μια μέρα μετά την κατάληψη της Εφέσου έσπευσε να καταλάβει τη Μίλητο, πριν προλάβει ο Μέμνων να ανατρέψει την ευνοϊκή κατάσταση. Είχε μαζί του όλο το πεζικό, τους τοξότες, τους Αγριάνες, το θρακικό ιππικό, και τέσσερις ίλες ιππικού μεταξύ των οποίων και τη βασιλική. Προς τη Μίλητο επίσης κατευθύνονταν τόσο ο ελληνικός όσο και ο περσικός στόλος. Μόλις πληροφορήθηκε ο Ηγησίστρατος, ότι ο Μέμνων έστελνε επιτέλους ισχυρή ναυτική δύναμη, 2½ φορές μεγαλύτερη από την ελληνική, αποφάσισε να αντισταθεί. Απέσυρε τη φρουρά από τη λεγόμενη εξωτερική πόλη και οχυρώθηκε στην εσωτερική.

Όμως ο Νικάνωρ με τα 160 πλοία του, δηλαδή ολόκληρο τον στόλο του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, πρόλαβε να φτάσει στη Μίλητο 3 ημέρες πριν τους Πέρσες. Ο Αλέξανδρος κέρδισε αυτόν τον αγώνα δρόμου, κατέλαβε με έφοδο την εξωτερική πόλη και ξεκίνησε την πολιορκία της εσωτερικής. Οι Πέρσες με τα 400 πλοία τους σταμάτησαν κάτω από το βουνό Μυκάλη (Ντιλέκ), διότι έμαθαν ότι στο νησάκι Λάδη κοντά στη Μίλητο είχαν αποβιβασθεί οι Θράκες και 4.000 μισθοφόροι.

Οι Μιλήσιοι έστειλαν αγγελιαφόρο στον Αλέξανδρο προτείνοντάς του να λύσει την πολιορκία και να συμβιβαστεί με κοινή ελληνοπερσική διοίκηση στα λιμάνια τους. Ο Αλέξανδρος απέρριψε το αίτημα ουδετερότητας και έδιωξε τον αγγελιαφόρο, παραγγέλλοντας στους Μιλήσιους να ετοιμαστούν για πολιορκία. Ενώ οι πολιορκητικές μηχανές των Μακεδόνων γκρέμιζαν τα τείχη της Μιλήτου, ο Νικάνωρ τοποθέτησε τις τριήρεις του στην είσοδο του λιμανιού με τις πλώρες προς την ανοιχτή θάλασσα και απέκλεισε το λιμάνι της. Έτσι ο Περσικός στόλος δεν μπορούσε να βοηθήσει καθόλου. Οι περισσότεροι από τους υπερασπιστές της πόλης σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι αιχμαλωτίσθηκαν, εκτός από 300 Έλληνες μισθοφόρους, που ξεγλίστρησαν σε ένα κοντινό νησάκι. Ο Αλέξανδρος τους επετέθη, αλλά όταν τους είδε αποφασισμένους να αντισταθούν, θυμήθηκε τους μισθοφόρους του Γρανικού. Έκανε συμφωνία μαζί τους, όπως ήταν το λογικό, κι εκείνοι τον ακολούθησαν στην εκστρατεία του. Οι Μιλήσιοι (που ήταν Έλληνες) παρέλαβαν την πόλη τους ελεύθερη, διότι θεωρήθηκε ότι εξαναγκάσθηκαν να συνεργασθούν με τους Πέρσες. Όλοι οι υπόλοιποι (που δεν ήταν Έλληνες) εξανδραποδίσθηκαν.

Ο περσικός στόλος δεν τόλμησε να σπάσει τον αποκλεισμό με κατά μέτωπο επίθεση και στη διάρκεια της ημέρας περιοριζόταν σε ανεπιτυχείς προσπάθειες να παρασύρει σε ναυμαχία τον ελληνικό. Εκείνος όμως κρατούσε αποκλεισμένο το λιμάνι της Μιλήτου και οι Πέρσες αναγκάζονταν να πηγαίνουν για υδροδότηση στον ποταμό Μαίανδρο (Μπουγιούκ Μεντερές). Ο Φιλώτας με τρεις τάξεις πεζών έφθασε στη Μυκάλη και εμπόδιζε την προσέγγιση των Περσών, που ξαφνικά βρέθηκαν αποκλεισμένοι στη θάλασσα. Πήγαν στη Σάμο, ανεφοδιάσθηκαν σε νερό και τρόφιμα και ξαναστράφηκαν κατά της Μιλήτου. Απέτυχαν όμως να αιφνιδιάσουν τους Έλληνες, οι οποίοι αντίθετα κατέλαβαν ένα πλοίο τους. Κατέπλευσαν τότε στην Αλικαρνασσό, για να την υπερασπισθούν στην επερχόμενη επίθεση του Αλεξάνδρου.

Στη φάση εκείνη ο Παρμενίων έκρινε σκόπιμο να επιδιώξουν μετωπική σύγκρουση στη θάλασσα. Πίστευε ότι είχαν σημαντικές πιθανότητες να νικήσουν, ενώ τυχόν ήττα τους δεν θα είχε σοβαρό αντίκτυπο, αφού οι Πέρσες ήταν ούτως ή άλλως θαλασσοκράτορες. Για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του είχε φροντίσει να δει κι ένα ενθαρρυντικό ενύπνιον. Ο Αλέξανδρος αντίθετα δεν είχε πειστεί ότι θα νικούσαν σε κατά θάλασσα αγώνα και δεν είχε πρόθεση να διακινδυνεύσει στην αρχική αυτή φάση του πολέμου, όπου μία μικρή δική τους αποτυχία θα βάρυνε περισσότερο από μία μεγάλη των Περσών. Προτιμούσε να προελάσει στην ξηρά, όπου ήξερε ότι πλεονεκτεί, και να αχρηστεύσει τον περσικό στόλο αποκόπτοντάς τον από τις βάσεις ανεφοδιασμού του. Έτσι μετά την άλωση της Μιλήτου ο Αλέξανδρος διέλυσε το στόλο, διότι έκρινε ότι κόστιζε περισσότερο από όσο προσέφερε. Κράτησε μόνο μερικά (κυρίως μεταγωγικά) πλοία, μεταξύ δε αυτών και τα 20 Αθηναϊκά. Αυτά τα επέλεξε αφενός επειδή ήταν τα καλύτερα και αφετέρου, για να τα στερήσει από τους ανήσυχους Αθηναίους. Υπολόγιζε όμως χωρίς τον Μέμνονα, ο οποίος λίγο αργότερα θα ανέπτυσσε επικίνδυνη δράση στο Αιγαίο και θα τον υποχρέωνε να διατάξει την άμεση συγκρότηση όχι ενός, αλλά δύο στόλων.

Τα αρχικά χρέη του Αλεξάνδρου και οι δαπάνες της εκστρατείας ήταν τέτοια, ώστε το θησαυροφυλάκιο των Σάρδεων, το μεγαλύτερο σε όλη τη Μικρά Ασία, δεν έλυσε ριζικά το οικονομικό πρόβλημα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι από τις συνήθεις μεθόδους χρηματοδότησης μίας εκστρατείας, οι λεηλασίες πόλεων και ιερών δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν, επειδή οι συγκεκριμένες περιοχές και ειδικά οι ελληνικές πόλεις απελευθερώνονταν από φιλικές δυνάμεις και δεν κατακτώνταν από εχθρικές. Η άλλη μέθοδος χρηματοδότησης, ο εξανδραποδισμός, εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στην κατάληψη της Μιλήτου σε περιορισμένη έκταση και με μικρή απόδοση. Στο σημείο αυτό η εκστρατεία του Αλεξάνδρου έφτασε στο κρισιμότερο ίσως σημείο της. Η νικηφόρα προέλασή του θα μπορούσε να ανακοπεί ελλείψει χρημάτων και το στράτευμά του να υποχρεωθεί σε μία νέα κάθοδο όπως οι Μύριοι. Αυτονόητο είναι πως τότε θα τερματιζόταν τόσο το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων όσο και η Μακεδονική Ηγεμονία της Ελλάδας.

Ο Διόδωρος αποδίδει τη διάλυση του στόλου σε στρατήγημα, ώστε μη έχοντας δρόμο διαφυγής οι άντρες του Αλεξάνδρου να πολεμούν γενναιότερα. Κάτι ανάλογο αναφέρει και για τη μάχη του Γρανικού, όμως εν φαίνεται λογικός ο ισχυρισμός του, διότι η προέλαση μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ταχύτατη, νικηφόρα και εντυπωσιακότατη, το δε ηθικό των στρατιωτών πολύ υψηλό. Τα προβλήματα, που πραγματικά αντιμετώπιζε ο Αλέξανδρος, δεν είχαν καμία σχέση με την ψυχολογία του στρατεύματος, ήταν πρωτίστως πολιτικά και οικονομικά. Όσοι θεωρούν τη διάλυση του στόλου ως στρατήγημα, ίσως θέλουν να προσφέρουν ακόμη μία απόδειξη της αποφασιστικότητας του Αλεξάνδρου, αλλά δεν φαίνεται καθόλου λογικό να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος πράγματι σκέφτηκε έτσι.


Η πολιορκία της Αλικαρνασσού
(Αρριανός Α.24., Διόδωρος 1Z.23.- 27., 48.5)

Μετά την κατάληψη της Μιλήτου ο Αλέξανδρος έγινε κύριος όλης της Αιολίδας και της Ιωνίας, δηλαδή των δύο μικρασιατικών περιοχών με ισχυρό και μεγάλο ελληνικό πληθυσμό. Στη συνέχεια θα έμπαινε στη Δωρίδα, που αποτελούσε τμήμα της σατραπείας της Καρίας και όπου τα ελληνικά αστικά κέντρα των παραλίων δεν ήταν τόσο ισχυρά, αντιθέτως ισχυρά ήταν τα βαρβαρικά αστικά κέντρα της ενδοχώρας. Ο Αλέξανδρος φόρτωσε τις πολεμικές μηχανές και τα τρόφιμα στα πλοία και τα έστειλε στην Αλικαρνασσό, προς την οποία κατευθύνθηκε με τις χερσαίες δυνάμεις του και από την οποία ξεκίνησε η πραγματική αντίσταση των Περσών.


Ο παρ’ ολίγον πεθερός του Αλεξάνδρου, ο Πιξώδαρος, είχε στερήσει από την αδελφή του, την Άδα, τα νόμιμα δικαιώματά της, αφήνοντάς της μόνο την οχυρότατη πόλη Άλινδα και τις γύρω περιοχές. Ενώ ο Αλέξανδρος κατευθυνόταν προς την Αλικαρνασσό, η Άδα τον συνάντησε, του προσέφερε τα Άλινδα, του ζήτησε να την αποκαταστήσει στα νόμιμα δικαιώματά της και τον υιοθέτησε. Η Άδα πρότεινε την υιοθεσία, για να έχει την προστασία, που έχει η μητέρα από τον γιο, και ο Αλέξανδρος τη δέχθηκε, για να αποκτήσει νόμιμα δικαιώματα στο βασιλικό οίκο της Καρίας. Όσοι Κάρες υποστήριζαν την Άδα, θεώρησαν ότι έτσι αποκαταστάθηκε η νομιμότητα και έστειλαν πρέσβεις με χρυσά στεφάνια, να του δηλώσουν την υποστήριξή τους. Αυτονόητο είναι ότι θα συνεισέφεραν γενναία στον ανεφοδιασμό της στρατιάς.

Η Αλικαρνασσός ήταν η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Καρίας. Ήταν πολύ καλά οχυρωμένη και την υπερασπίζονταν πολλοί Πέρσες και ξένοι μισθοφόροι, ενώ ο στόλος τους είχε αποκλείσει το λιμάνι της. Στο πλευρό των Περσών βρίσκονταν και οι Αθηναίοι εξόριστοι, Εφιάλτης και Θρασύβουλος. Ειδικά ο Εφιάλτης με την αποφασιστικότητα και τη μεγάλη σωματική του δύναμη έφερε σε δύσκολη θέση τους πολιορκητές της Αλικαρνασσού πριν σκοτωθεί και το ακόλουθο περιστατικό είναι χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των δύο Αθηναίων στρατηγών. Όταν κατά την πολιορκία της Αλικαρνασσού ο Αλέξανδρος ζήτησε ανακωχή για τη συλλογή και ταφή των νεκρών, αυτοί εισηγήθηκαν την απόρριψή της, όμως ο άμεσος αντίπαλος του Αλεξάνδρου, ο Μέμνων, την δέχθηκε. Αυτή η περιφρόνηση προς θεμελιώδεις ηθικές αρχές, κοινές σε Έλληνες και βαρβάρους, όπως η ταφή των νεκρών πολεμιστών, είχε πείσει στο παρελθόν την Αθηναϊκή Δημοκρατία να τους εμπιστευθεί την προστασία των κρατικών συμφερόντων.

Ο Αλέξανδρος χρειάσθηκε να καταλάβει με έφοδο όλες τις πόλεις μεταξύ Μιλήτου και Αλικαρνασσού και διαπίστωσε την αποτελεσματικότητα της αμυντικής προετοιμασίας του Μέμνονα. Όταν στρατοπέδευσε 5 στάδια (περίπου 1 χμ) από την πόλη, υπολόγιζε πλέον σε μακρόχρονη πολιορκία. Την πρώτη μέρα καθώς ο Αλέξανδρος πλησίαζε στο τείχος κοντά στις πύλες προς τα Μύλασα, οι υπερασπιστές της Αλικαρνασσού επιχείρησαν έξοδο, την οποία οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου απέκρουσαν εύκολα, και τους ξανάκλεισαν στα τείχη. Ο Αλέξανδρος είδε ότι η κατάληψη της Μύνδου θα τον διευκόλυνε στον αποκλεισμό κατά την πολιορκία και οι Μύνδιοι του πρότειναν να παραδοθούν, αν πήγαινε τη νύχτα. Όταν όμως εμφανίσθηκε ο ίδιος στα τείχη της κατά τα μεσάνυχτα, κανείς δεν παραδινόταν. Φαίνεται πως κάποιοι Μύνδιοι υπολόγιζαν να ανοίξουν τις πύλες το βράδυ, οπότε συνήθως χαλαρώνει η επαγρύπνηση, αλλά η περσική φρουρά τους αντελήφθη και πρόλαβε να τους εξουδετερώσει. Επειδή ο Αλέξανδρος είχε πάει για να την παραλάβει και όχι για να την καταλάβει, δεν είχε μαζί του πολιορκητικές μηχανές. Παρά ταύτα οι πεζέταιροι ανέλαβαν να υποσκάψουν το τείχος και κατάφεραν να γκρεμίσουν έναν πύργο, ωστόσο η σθεναρή άμυνα των κατοίκων αφενός και αφετέρου οι μεγάλες ενισχύσεις, που έφθασαν δια θαλάσσης από την Αλικαρνασσό, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη Μύνδο και να αφοσιωθεί στην εκπόρθηση της Αλικαρνασσού.

Την πόλη αυτή περιέβαλλε μία τάφρος πλάτους 30 πήχεων (περίπου 13 μ) και βάθους 15 (περίπου 7 μ). Την επιχωμάτωσε για να μπορούν να πλησιάσουν στα τείχη οι πύργοι, που θα προσέβαλλαν τους προμαχώνες, και οι άλλες μηχανές, που θα γκρέμιζαν τα τείχη. Οι Αλικαρνασσείς έκαναν έξοδο τη νύχτα για να κάψουν τις πολιορκητικές μηχανές, αλλά τους απώθησαν οι Μακεδόνες. Στη συμπλοκή αυτή σκοτώθηκαν 70 Αλικαρνασσείς και ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αρραβαίου και αδελφός του άλλου αυτόμολου, του Αμύντα. Οι Μακεδόνες είχαν 16 μόνο νεκρούς αλλά 300 τραυματίες, επειδή η συμπλοκή έγινε νύχτα.

Μετά από λίγες μέρες πολιορκίας, είχαν γκρεμιστεί δύο πύργοι και το ανάμεσά τους τμήμα του τείχους, ενώ ο τρίτος κατά σειρά πύργος είχε πάθει μεγάλες ζημίες και δεν χρειαζόταν πολύ για να πέσει. Οι Αλικαρνασσείς όμως διέθεταν πολλά εργατικά χέρια και διόρθωναν πρόχειρα και βιαστικά τις ζημιές. Πάνω στα τείχη τοποθέτησαν έναν πύργο ύψους 100 πήχεων (περίπου 45 μ) γεμάτο με καταπέλτες, οι οποίοι έτσι είχαν καλύτερο οπτικό πεδίο και μεγαλύτερο βεληνεκές. Προσπάθησαν και πάλι να πυρπολήσουν τις πολιορκητικές μηχανές των Μακεδόνων, αλλά ο Φιλώτας και ο Ελλάνικος, που είχαν αναλάβει τη φύλαξή τους, κατάφεραν να γλιτώσουν όσες ήταν μακρυά από τα τείχη. Τελικά η εμφάνιση του Αλεξάνδρου τρομοκράτησε τους υπερασπιστές, που εγκατέλειψαν την αρχικά επιτυχή προσπάθειά τους και ξανακλείστηκαν στα τείχη.

Στη συνέχεια έκαναν μία ακόμη γενική έξοδο, κατά την οποία υπέστησαν σημαντικές απώλειες από τα βέλη και τους λιθοβόλους καταπέλτες των Μακεδόνων. Όσοι επιχείρησαν την έξοδο στο Τρίπυλο, είχαν τις περισσότερες απώλειες, διότι κατά την υποχώρησή τους γκρεμίστηκε από το βάρος τους ένα στενό γεφυράκι πάνω από την τάφρο. Άλλοι σκοτώθηκαν από τα βέλη των Μακεδόνων, άλλοι πέφτοντας στην τάφρο, ενώ από τον πανικό, που προκλήθηκε, οι πύλες έκλεισαν πρόωρα αφήνοντας έξω από τα τείχη πολλούς υπερασπιστές, που σφαγιάσθηκαν επιτόπου. Κατά την έξοδο αυτή σκοτώθηκαν 1.000 Αλικαρνασσείς και 40 στρατιώτες του Αλεξάνδρου, μεταξύ των οποίων ο υπασπιστής Πτολεμαίος, ο αρχηγός των τοξοτών, Κλέαρχος, ο χιλίαρχος Αδαίος και άλλοι σημαντικοί Μακεδόνες.

Στη φάση αυτή λίγο έλειψε να πέσει η Αλικαρνασσός, αλλά ο Αλέξανδρος σάλπισε υποχώρηση, ελπίζοντας ότι οι πολιορκημένοι θα σκεφτόντουσαν να παραδοθούν. Η πρωτεύουσα της Ελλησποντικής Φρυγίας είχε εγκαταλειφθεί, η πρωτεύουσα της Λυδίας είχε παραδοθεί πρόθυμα, αν παραδινόταν – έστω μετά από πολιορκία – και η πρωτεύουσα της Καρίας, το όφελος για τον Αλέξανδρο θα ήταν τεράστιο. Με μία μάχη (στον Γρανικό), δύο πολιορκίες (της Μιλήτου και της Αλικαρνασσού) και πρακτικά χωρίς απώλειες θα είχε καταλάβει τρεις σατραπείες, θα είχε απελευθερώσει τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Ασίας, θα είχε εξουδετερώσει τον καλύτερο στρατηγό του Δαρείου και όλα αυτά σε λιγότερο από ένα εξάμηνο. Η ψυχολογική επίδραση όλων των παραπάνω στους υπηκόους και τους πολεμιστές της υπόλοιπης αυτοκρατορίας θα αποτελούσε έναν εξαιρετικά σημαντικό πολλαπλασιαστή ισχύος του Αλεξάνδρου.

Μετά από αυτήν την αποτυχημένη έξοδο οι ηγέτες των Περσών, Οροντοβάτης και Μέμνων, συνεκτιμώντας τις ζημιές στα τείχη και τις απώλειές τους σε προσωπικό έκριναν ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν πολύ ακόμη. Έτσι στη διάρκεια της δεύτερης νυκτερινής βάρδιας άφησαν στην ακρόπολη τους καλύτερους στρατιώτες με τα απαραίτητα εφόδια και οι υπόλοιποι, με όσα εφόδια μπορούσαν να μεταφέρουν, μπήκαν στα πλοία και διέφυγαν στην Κω. Προηγουμένως πυρπόλησαν τον ξύλινο πύργο με τους καταπέλτες και τις αποθήκες με τα βέλη και τα άλλα εφόδια, για να μην πέσουν στα χέρια των Ελλήνων. Τα μεσάνυχτα η φωτιά είχε φουντώσει για τα καλά, καίγοντας και σπίτια. Το επόμενο πρωί ο Αλέξανδρος διαπίστωσε ότι οι Πέρσες και οι μισθοφόροι είχαν πάρει τέτοιες θέσεις στην ακρόπολη, που δεν ήταν φρόνιμο να τους επιτεθεί. Θα είχε πολλές απώλειες χωρίς λόγο, αφού η πόλη ήδη ήταν στα χέρια του.

Μετά την κατάληψη της Αλικαρνασσού, που δεν είχε τον συμπαγή ελληνικό πληθυσμό της Μιλήτου, την κατέσκαψε, για να την τιμωρήσει, που έδωσε κακό παράδειγμα στους επόμενους, και περιέβαλε την ακρόπολη με τείχος και βαθειά τάφρο. Η ακρόπολη δεν εγκαταλείφθηκε από τους Πέρσες, διότι δεν σταματούσαν τον αγώνα, απλώς υποχρεώθηκαν σε τακτική υποχώρηση. Σκόπευαν να αντισταθούν και η ακρόπολη καλούνταν να εκπληρώσει την αποστολή της, δηλαδή να αποτελέσει προγεφύρωμα για μελλοντική αντεπίθεση (περίκλειστο σημείο αμύνης, θα λέγαμε σήμερα).

Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος έστειλε τις πολιορκητικές μηχανές στις Τράλλεις, άφησε 3.000 πεζούς μισθοφόρους ως φρουρά της πόλης και όλης της Καρίας, έστειλε τον Πτολεμαίο με 200 ιππείς στη Φρυγία και ανέθεσε τη διοίκηση όλης της Καρίας στην Άδα. Οι δυνάμεις, που άφησε στην Καρία είχαν αποστολή να καταλάβουν την ακρόπολη της Αλικαρνασσού, τη Μύνδο, την Καύνο, τη Θήρα, την Καλλίπολη, την Κω και το Τριόπιο, που παρέμεναν στα χέρια των Περσών.

Οι αξιωματούχοι του Αχαιμενιδικού κράτους δεν εγκατέλειπαν εύκολα τον αγώνα. Πολλοί στρατηγοί και τοπικοί ηγεμόνες διατηρούσαν με τις μονάδες τους στρατηγικά σημεία, πόλεις και πόρους (περάσματα) στη διάθεση του Δαρείου και ο Αλέξανδρος ήταν υποχρεωμένος να καταλαμβάνει τα φρούρια και τις πόλεις της Καρίας εξ εφόδου. Επειδή δεν ήταν εφικτή η χερσαία μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων σε μεγάλες αποστάσεις, οι αρχαίοι στρατοί έπρεπε να κινούνται κοντά στις υδάτινες αρτηρίες ή προς τις περιοχές, όπου υπήρχαν τρόφιμα. Στην παρούσα φάση το ευχάριστο για τον Αλέξανδρο ήταν πως, αφού η Καρία εμφανιζόταν εχθρική απέναντί του, μπορούσε να εξασφαλίζει την τροφοδοσία της στρατιάς του λεηλατώντας τα αποθηκευμένα τρόφιμα χωρίς να βλάπτει την εικόνα του. Επίσης όσο μικρότερος ήταν ο στρατός, τόσο ευκολότερα εξασφαλιζόταν η διατροφή του, συνεπώς η κατάτμηση ενός μεγάλου στρατεύματος βοηθούσε τη διοικητική μέριμνα και παράλληλα επέτρεπε την ταυτόχρονη δράση σε διαφορετικά μέτωπα.

Έτσι ο Αλέξανδρος επέτρεψε στους πρόσφατα παντρεμένους Μακεδόνες να επισκεφθούν τις οικογένειές τους. Επικεφαλής τους όρισε τους επίσης νιόπαντρους, Πτολεμαίο του Σέλευκου, Κοίνο του Πολεμοκράτη και Μελέαγρο του Νεοπτόλεμου. Αυτό σε συνδυασμό με την απόσπαση ενός τμήματος υπό τον Παρμενίωνα βοηθούσε να μειωθούν οι ανάγκες σε εφόδια και παράλληλα ικανοποίησε πολύ τους Μακεδόνες, που όπως όλοι οι Έλληνες δεν έκαναν αδιάλειπτες εκστρατείες. Ο νεαρός βασιλιάς είχε μεγάλη ανάγκη από καλές δημόσιες σχέσεις. Όταν θα τελείωνε η άδεια γάμου, οι αδειούχοι έπρεπε να επιστρέψουν με όσο το δυνατό περισσότερους νεοσύλλεκτους. Επίσης για στρατολόγηση έστειλε τον Κλέανδρο του Πολεμοκράτη στην Πελοπόννησο.

Στο μέτωπο της Καρίας οι Πέρσες διαπίστωσαν ότι επαληθεύθηκε ο Μέμνων. Ο Αλέξανδρος πλεονεκτούσε στις χερσαίες επιχειρήσεις, γι’ αυτό απέφυγαν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως, ώστε να μη χρεωθούν νέα ήττα και φθείρουν περισσότερο το γόητρό τους. Ο Μέμνων είχε επικεντρώσει τις προσπάθειές του στη δημιουργία μετώπου στην Ελλάδα. Η Περσέπολη δεν του καταλόγισε την απώλεια της Αλικαρνασσού και ολόκληρης της Καρίας, αντίθετα αναγνώρισε ότι στον ελάχιστο χρόνο, που μεσολάβησε από τη μάχη του Γρανικού, και παρά τη μειονεκτική του θέση μετά την απώλεια δύο ολόκληρων σατραπειών, έκανε όλα όσα μπορούσαν να γίνουν. Μάχη εκ παρατάξεως δεν έδωσε, διότι ήταν εξ αρχής αντίθετος με αυτήν την τακτική. Ωστόσο υπερασπίσθηκε ο ίδιος την πρωτεύουσα της τρίτης σατραπείας, δίνοντας το «πατριωτικό» μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις και πράγματι σχεδόν όλες οι πόλεις της Καρίας προέβαλαν αντίσταση. Δεν περιορίσθηκε σε παθητική άμυνα, αλλά έκανε γενναίες αντεπιθέσεις και εγκατέλειψε την Αλικαρνασσό, μόνο όταν ήταν αναπόφευκτη η πτώση της, κι επιπλέον η αποχώρησή του ήταν τακτική στρατιωτική υποχώρηση και όχι άτακτη φυγή. Στα εδάφη, που εγκατέλειψε, άφησε θύλακες αντίστασης, για να τον βοηθήσουν στη αντεπίθεση για την ανακατάληψή τους. Αυτοί οι θύλακες παρέμειναν υπό περσική κατοχή για έναν περίπου χρόνο ακόμη.

Παράλληλα οι Πέρσες ανέθεσαν και σε τρίτους να λύσουν το πρόβλημα. Δέχτηκαν τις προτάσεις του Αλεξάνδρου του Αερόπου και αποπειράθηκαν να βγάλουν από τη μέση τον ενοχλητικό νεαρό Αργεάδη χρησιμοποιώντας τις εσωτερικές έριδες της Μακεδονίας. Αλλά ούτε κι εδώ σημείωσαν επιτυχίες, όπως και σε καμία άλλη φάση αυτού του πολέμου.


αντιγραφή από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου