ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ο Αλέξανδρος βασιλιάς της Μακεδονίας
(Αρριανός Α.1, Διόδωρος ΙΖ.2-4, Πλούταρχος, Αλέξανδρος 11.1, 14.1, Δημοσθένης 22-23, Αισχίνης, Κτησίας 328-239)
Το γεγονός ότι δεν είχε γίνει πιστευτή η ενοχή του Αλεξάνδρου και το ότι δεν καταγράφεται καμία πραξικοπηματική ενέργεια συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η δολοφονία του Φιλίππου οργανώθηκε από τους Πέρσες. Φυσικά τίποτα δεν εμπόδιζε τους αντιφρονούντες Μακεδόνες αριστοκράτες να οργανώσουν πραξικόπημα αμέσως μετά, άλλωστε αυτός ήταν ο απώτερος σκοπός των Περσών και γι’ αυτό ακριβώς ο Αλέξανδρος εξετέλεσε τους κυριότερους αντιπάλους του, όχι διότι είχαν κατ’ ανάγκην εμπλακεί στη συνωμοσία. Επειδή οι αντιπαθούντες το Φίλιππο και τον ίδιο ήταν περισσότεροι απ’ όσους εκτελέσθηκαν ή πρόλαβαν να αυτομολήσουν στους Πέρσες και προκειμένου να αποτρέψει τυχόν πραξικόπημα ο Αλέξανδρος έδιωξε το στρατό από τα στρατόπεδα. Με το πρόσχημα γυμνασίων τον σκόρπισε στην ύπαιθρο, όπως ακριβώς έκανε και η μεταβατική ελληνική κυβέρνηση τις πρώτες δύσκολες εβδομάδες μετά τη μεταπολίτευση του 1974.
Εν συνεχεία το επίκεντρο της πολιτικής μεταφέρθηκε από τις Αιγές στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, την Πέλλα, όπου ο Αλέξανδρος ζήτησε από την Εκκλησία των Μακεδόνων να τον ανακηρύξει βασιλιά. Προφανώς οι Μακεδόνες δεν πίστευαν ότι είχε αναμιχθεί στη δολοφονία του Φιλίππου και του ανέθεσαν το θρόνο σε ηλικία 20 ετών. Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι, που τον απειλούσαν με ανατροπή, ήταν ίδιοι ακριβώς με εκείνους, που είχε αντιμετωπίσει ο πατέρας του 25 χρόνια νωρίτερα. Ο Άτταλος, γνωρίζοντας τι τον περίμενε με τον Αλέξανδρο στο θρόνο της Μακεδονίας, άρχισε να προσεταιρίζεται το στράτευμα της Μ. Ασίας και να ερωτοτροπεί με την ιδέα να γίνει ο ίδιος βασιλιάς της Μακεδονίας. Γι΄ αυτό η φιλοπερσική παράταξη της Αθήνας ήλθε σε συνεννόηση μαζί του επιδιώκοντας τη σύμπηξη κοινού μετώπου κατά του Αλεξάνδρου και ο Δημοσθένης στις επιστολές του προς τον Άτταλο αποκαλούσε τον νεαρό βασιλιά παιδάκι και Μαργίτη. Οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι ψήφισαν τη μη παραχώρηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος στη Μακεδονία του Αλεξάνδρου. Το ένα μετά το άλλο τα ελληνικά κράτη ενθαρρυμένα κυρίως από τους Αθηναίους έδιωχναν τις μακεδονικές φρουρές από τα εδάφη τους, ανακαλούσαν από την εξορία τους αντιμακεδόνες πολιτικούς και αποκαθιστούσαν τα πολιτεύματά τους, ενώ οι Σπαρτιάτες δεν είχαν αποδεχθεί τη μακεδονική Ηγεμονία ούτε επί Φιλίππου.
Η θέση του Αλεξάνδρου ήταν τόσο δεινή, ώστε την ανάγκη ποιούμενος φιλοτιμία δήλωσε στους πρέσβεις των Αμβρακιωτών ότι δεν τον ενόχλησε η εκδίωξη από την πόλη τους της μακεδονικής φρουράς και η αποκατάσταση της δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς, λέει, σκόπευε να τους προσφέρει ό,τι πρόλαβαν να πάρουν μόνοι τους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Αλέξανδρος έστειλε στη Μ. Ασία τον εταίρο Εκαταίο με διαταγές να συλλάβει τον Άτταλο ή να τον σκοτώσει, για να αποδειχθεί τελικά ότι η δολοφονία ήταν ευκολότερη (και σαφώς προτιμότερη) από τη σύλληψη. Μετά το φόνο του Άτταλου οι Αθηναίοι πείσθηκαν από το Δημοσθένη να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από το Δαρείο, προκειμένου να εξεγερθούν ανοιχτά κατά του Αλεξάνδρου, όμως μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, ο Μέγας Βασιλεύς αισθανόταν ασφαλής και δεν έβλεπε την ανάγκη περιττών εξόδων, έτσι οι πρέσβεις των Αθηναίων επέστρεψαν με άδεια χέρια.
Το πρώτο βήμα του Αλεξάνδρου προς Νότο ήταν να προσεγγίσει τους Θεσσαλούς. Δίνοντάς τους δελεαστικές υποσχέσεις, επικαλούμενος την κοινή καταγωγή Μακεδόνων και Θεσσαλών από τον Ηρακλή και την ευγνωμοσύνη, που όφειλαν στον πατέρα του, έπεισε το Κοινό των Θεσσαλών να τον αναγνωρίσει ως Ηγεμόνα τους. Το επόμενο βήμα είχε γίνει τώρα ευκολότερο. Με τις δύο ψήφους, που ο Φίλιππος είχε κερδίσει στον Γ΄ Ιερό Πόλεμο για τους Μακεδόνες, ως σύνεδρος της Πυλαίας Αμφικτιονίας ο Αλέξανδρος συγκάλεσε το Συνέδριο των Αμφικτιόνων και ζήτησε να τον ανακηρύξουν Ηγεμόνα της Ελλάδος. Αφού αναγνωρίσθηκε ως Ηγεμών της Ελλάδος ομόφωνα από τις ομοεθνίες της Αμφικτιονίας, τους Θεσσαλούς, τους Περραιβούς, του Μάγνητες, τους Φθίους, τους Βοιωτούς, τους Μαλιείς, τους Αινιάνες, τους Δόλοπες και τους Λοκρούς, προέλασε νοτίως των Θερμοπυλών. Οι αμέσως επόμενοι νότιοι, απ’ τους οποίους εδικαιούτο πλέον να απαιτήσει επιτακτικά την Ηγεμονία, ήταν οι Αθηναίοι. Αυτοί μόλις πληροφορήθηκαν ότι ο Αλέξανδρος είχε φτάσει από τις Θερμοπύλες στην Καδμεία με μεγάλη ταχύτητα και ισχυρό στράτευμα, συνειδητοποίησαν έντρομοι την κατάσταση. Φοβούμενοι την οργή του για την ποταπότητα, που είχαν δείξει στο δολοφονημένο πατέρα του, άρχισαν να ετοιμάζονται για πολιορκία και παράλληλα του έστειλαν πρεσβεία, για να ζητήσουν συγγνώμη που αργούσαν να τον αναγνωρίσουν ως Ηγεμόνα. Ανάμεσα στους πρέσβεις ήταν κι ο Δημοσθένης, ο οποίος όμως δεν τόλμησε να βγει από τα σύνορα της Αττικής και μόλις έφτασαν στον Κιθαιρώνα επέστρεψε πίσω. Η πατρίδα του είχε αναθέσει μία επείγουσα διπλωματική αποστολή, για να τη βγάλει από την επικίνδυνη θέση, στην οποία την είχε οδηγήσει ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του, αλλά εκείνος της γύρισε την πλάτη φοβούμενος τις συνέπειες για τον ίδιο λόγω της σφοδρής αντιμακεδονικής πολιτικής του. Ή, ακόμη χειρότερα όπως τον κατηγορούσαν οι σύγχρονοί του, «επειδή δεν ήθελε να κλονίσει την εμπιστοσύνη του Μεγάλου Βασιλέως προς το πρόσωπό του».
Ο Αλέξανδρος ικανοποιήθηκε από την αναγνώριση των Αθηναίων και προχώρησε στο τελικό βήμα. Συγκάλεσε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων στην Κόρινθο, όπου έπεισε τους συνέδρους να επαναλάβουν τις αποφάσεις που είχαν πάρει για τον Φίλιππο, δηλαδή να τον αναγορεύσουν στρατηγό αυτοκράτορα και να τον ακολουθήσουν σε πόλεμο κατά των Περσών, προκειμένου να τους τιμωρήσουν για όσα είχαν προξενήσει πριν από ενάμιση περίπου αιώνα στους Έλληνες. Όλα αυτά ολοκληρώθηκαν το αργότερο ως το τέλος του χειμώνα του 336, οπότε ο Αλέξανδρος αποσύρθηκε στη Μακεδονία, για να προπαρασκευάσει την εκστρατεία του επομένου έτους. Ο Μέγας Βασιλεύς βλέποντας άλλη μια φορά το βασιλιά της Μακεδονίας να ανακηρύσσεται Ηγεμών της Ελλάδος, στρατηγός αυτοκράτωρ και να κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Περσίας, κατάλαβε ότι η δολοφονία του Φιλίππου δεν είχε αλλάξει πολλά πράγματα κι έστειλε αμέσως πρέσβεις στην Ελλάδα με 300 τάλαντα, για να χρηματοδοτήσουν αντιμακεδόνες πολιτικούς.
Η ευρωπαϊκή εκστρατεία του Αλεξάνδρου
(Αρριανός Α.3-6,Διόδωρος 17.9.3,Στράβων Ζ.36)
Αφού διασφάλισε τη θέση του πρώτα στο μακεδονικό θρόνο και μετά στην Ηγεμονία της Ελλάδος, ο Αλέξανδρος έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον τρίτο σε σοβαρότητα κίνδυνο, τους βαρβάρους των Βαλκανίων. Έπρεπε να διεξαγάγει προληπτικό πόλεμο εναντίον τους, διότι ήταν απόλυτα βέβαιο ότι δεν είχε τη νομιμοφροσύνη όλων των Μακεδόνων ευγενών, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες, για να υλοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όταν συγκρούσθηκε με τον πατέρα του, στους Ιλλυριούς κατέφυγε και όχι στους Μολοσσούς, τους συγγενείς της μητέρας του.
Οι Ιλλυριοί, μόλις πριν από 25 χρόνια είχαν αποσπάσει από τους Μακεδόνες αρκετά από τα εδάφη, που αρχικά ανήκαν στους Παίονες, και θα τους είχαν περιορίσει στα εδάφη γύρω από τη Μακεδονίδα, αν δεν προλάβαινε να ανέβει στον θρόνο ο Φίλιππος. Η αναταραχή, που προκάλεσε στη Μακεδονία η δολοφονία του Φιλίππου και οι εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων εταίρων, δημιούργησαν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους βόρειους γείτονες των Μακεδόνων να επιδιώξουν αναθεώρηση των συνόρων. Από τις αρχαίες πηγές δεν προκύπτει κάποια συμμαχία μεταξύ Ιλλυριών, Παιόνων και Θρακών εναντίον των Μακεδόνων, όμως μία τέτοια συμμαχία δεν ήταν αναγκαία. Αρκούσε η γενική πεποίθηση ότι οι Μακεδόνες έχασαν τον ισχυρό τους ηγέτη και ότι ξεκινούσε μία περίοδος εσωτερικής αναστάτωσης, για να σπεύσουν οι βόρειοι γείτονες να τους αποσπάσουν τα στρατηγικής σημασίας εδάφη.
Με βάση τις διατάξεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων η εξωτερική ασφάλεια της Μακεδονίας τύποις ήταν ζήτημα ασφαλείας όλων των Ελλήνων. Τα στρατεύματα του Κοινού Συνεδρίου, που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στη Μακεδονία για την εισβολή στην Ασία, αριθμούσαν περίπου 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Ως στρατηγός αυτοκράτωρ την άνοιξη του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε επικεφαλής αυτών των στρατευμάτων από την Αμφίπολη και προχωρώντας ανατολικά από την πόλη των Φιλίππων και το όρος Όρβηλος (βόρειο όριο της Μακεδονίας προς τη Θράκη), εισέβαλε στη χώρα των αυτόνομων Θρακών. Πέρασε τον ποταμό Νέστο, κατευθύνθηκε βόρεια μέσα από το βασίλειο των Οδρυσών και σε 10 ημέρες έφτασε στον Αίμο (Μπαλκάν). Σ’ αυτήν την οροσειρά συνέβη ένα περιστατικό, που τονίζει την πειθαρχία, την αποτελεσματικότητα και την εν γένει διαφορά ενός τακτικού στρατεύματος από ένα απλό σύνολο πολεμιστών. Σε κάποιο σημείο πολλοί Οδρύσες είχαν καταλάβει τη μοναδική ορεινή διάβαση και σκόπευαν να ρίξουν τις άμαξές τους εναντίον της φάλαγγας, που πλησίαζε. Όσοι φαλαγγίτες βρίσκονταν σε ομαλό έδαφος αραίωσαν τις γραμμές τους και οι άμαξες πέρασαν ανάμεσά τους. Όσοι βρίσκονταν σε τραχύ έδαφος και δεν μπορούσαν να ελιχθούν, έπεσαν κατά γης, ένωσαν τις ασπίδες τους και οι άμαξες πέρασαν από πάνω τους χωρίς να σκοτωθεί κανείς. Ο Αλέξανδρος υπό την κάλυψη των τοξοτών και επικεφαλής του αγήματος, των υπασπιστών και των Αγριάνων απέκρουσε την πρώτη επίθεση και μόλις πλησίασε η φάλαγγα, οι άσχημα οπλισμένοι και ψιλοί Θράκες, τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 1.500 νεκρούς, τα γυναικόπαιδα και (κυρίως) τα εφόδιά τους. Οι Οδρύσες δεν προέβαλαν άλλη αντίσταση. Τον προηγούμενο αιώνα ήταν πανίσχυροι και κρατούσαν σε καθεστώς φόρου υποτέλειας όλους τους γείτονές τους, αλλά ο Φίλιππος είχε συρρικνώσει την ισχύ τους, ενώ η χώρα τους δεν έφτανε πια ως τις εκβολές του Ίστρου (Δούναβη).
Προελαύνοντας βορείως του Αίμου, ο Αλέξανδρος διέσχισε τη χώρα των Τριβαλλών και έφτασε στον ποταμό Λύγινο, σε απόσταση 3 σταθμών από τον Ίστρο. Οι Τριβαλλοί μαζί με μερικούς άλλους γειτονικούς Θράκες μετέφεραν για ασφάλεια τα γυναικόπαιδα σε ένα νησάκι του Ίστρου, την Πεύκη, και κινήθηκαν προς τον Λύγινο σκοπεύοντας να χτυπήσουν τον Αλέξανδρο από πίσω. Ο Αλέξανδρος το πληροφορήθηκε και αντί να αιφνιδιασθεί, τους αιφνιδίασε την ώρα που στρατοπέδευαν. Οι Τριβαλλοί υποχώρησαν σε μία δασωμένη χαράδρα κοντά στον ποταμό και ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον τους τα τμήματα των τοξοτών και των σφενδονητών. Οι Τριβαλλοί μόλις χτυπήθηκαν από τα τοξεύματα, βγήκαν από το δασωμένο μέρος της χαράδρας κι επιτέθηκαν στους ψιλούς θεωρώντας τους εύκολη λεία. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε τους Φιλώτα, Ηρακλείδη και Σώπολη να επιτεθούν με τους ιππείς της Άνω Μακεδονίας, της Βοττιαίας και της Αμφίπολης αντίστοιχα. Οι Τριβαλλοί δεν άντεξαν την πίεση και τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους Μακεδόνες ως το σούρουπο. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο οι νεκροί των Μακεδόνων 11 ιππείς και 40 πεζοί και των Τριβαλλών ήταν συνολικά 3.000, αλλά δεν συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι, διότι τα δάση της περιοχής προσέφεραν καταφύγιο στους καταδιωκόμενους.
Τρεις μέρες αργότερα ο Αλέξανδρος έφθασε στον Ίστρο, στο δέλτα του οποίου τον περίμεναν μερικά πολεμικά πλοία από το Βυζάντιο. Δεν επαρκούσαν όμως, για να κάνει απόβαση στην Πεύκη, και αποφάσισε να περάσει στη βόρεια όχθη του Ίστρου, όπου είχαν συγκεντρωθεί περί τις 4.000 ιππείς και πάνω από 10.000 πεζοί Γέτες. Για τη διάβαση του Ίστρου χρησιμοποίησε τα πλοία, τα μονόξυλα των Θρακών και για πρώτη φορά την τεχνική των ασκοσχεδιών, την οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσε συχνότατα για την διάβαση των ποταμών της Ασίας. Πέρασε στην απέναντι όχθη 1.500 ιππείς και 4.000 πεζούς και επιτέθηκε στους Γέτες, που σάστισαν από την ευκολία του εγχειρήματος, αλλά και από την ορμή του ιππικού και την πυκνότητα της φάλαγγας των πεζών. Με την πρώτη έφοδο του μακεδονικού ιππικού υποχώρησαν στην πλησιέστερη πόλη τους σε απόσταση 1 παρασάγγη (περίπου 5,5 χμ). Όταν είδαν τη στρατιά να κινείται με προσοχή εναντίον τους, εγκατέλειψαν την πόλη και με τα γυναικόπαιδα σκόρπισαν στις ερημιές. Ο Αλέξανδρος κατέσκαψε την άσχημα οχυρωμένη πόλη, πήρε όσα λάφυρα βρήκε και στις όχθες του Ίστρου έκανε ευχαριστήριες θυσίες στο Δία Σωτήρα, στον Ηρακλή και στον Ίστρο.
Δεν ήταν μόνο η προσωπική φιλοδοξία, που τον έκανε να περάσει τον Ίστρο, το μεγαλύτερο ποτάμι της Ευρώπης, ήταν πάνω απ’ όλα μία ψυχολογική επιχείρηση εναντίον των πιο μακρινών λαών, η οποία αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η ισχυρή και νικηφόρα στρατιά του δημιούργησε τον φόβο ότι στόχος του ήταν η Ευρώπη. Αυτός ο φόβος οδήγησε στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου πρεσβείες από τους Τριβαλλούς, τα αυτόνομα έθνη του Ίστρου και τους Κέλτες του Ιονίου, για να συνάψουν συνθήκες ειρήνης. Ο Αρριανός καταγράφει σ’ αυτό το σημείο το εξής πολύ ενδιαφέρον: οι Κέλτες ήταν ο πιο απομακρυσμένος λαός, που έστειλε πρέσβεις και ο Αλέξανδρος τους ρώτησε ποιόν θνητό φοβούνται περισσότερο ελπίζοντας να ακούσει το δικό του όνομα. Προς κατάπληξή του οι Κέλτες του έδωσαν την απάντηση, που καταγράφουν πολλές φορές στα έργα τους οι κωμικοί μυθιστοριογράφοι Υδερζό και Γοσκινύ, ότι το μόνο που φοβόντουσαν ήταν μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους!
Οι ανυπότακτοι Γαλάτες Αστερίξ και Οβελίξ σε μία περιγραφή του χαρακτήρα της φυλής τους. Από το «Μεγάλο ταξείδι» των Γκοσκινύ και Υδερζό. Είναι ένα δείγμα των ιστορικών στοιχείων, που περιέχουν «Οι περιπέτειες του ηρωικού Αστερίξ».
Ο Ίστρος ήταν πλέον η βορειότερη οριογραμμή της κυριαρχίας του Αλεξάνδρου, ο οποίος τράφηκε πάλι προς νότο και μπήκε στις χώρες των Αγριάνων και των άλλων Παιόνων. Εκεί έμαθε ότι ο υποτελής Ιλλυριός βασιλιάς Κλείτος, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του τον Βάρδυλι, συμμάχησε με το Γλαυκία, το βασιλιά των Ταυλαντίων, και επαναστάτησε. Οι σύμμαχοι του Αλεξάνδρου Αγριάνες τον ενημέρωσαν ότι οι Αυταριάτες είχαν ξεσηκωθεί, αλλά δεν χρειαζόταν να ανησυχεί καθόλου, διότι δεν ήταν καθόλου αξιόμαχοι και θα τους αντιμετώπιζαν οι ίδιοι για λογαριασμό του. Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον βασιλιά των Αγριάνων Λάγγαρο για την πίστη του και υποσχέθηκε ότι θα του έδινε ως σύζυγο μία ετεροθαλή αδελφή του, την Κύνα, αλλά ο Λάγγαρος πέθανε πριν γίνει ο γάμος.
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος κινήθηκε κατά μήκος του ποταμού Ερίγωνα (Τσέρνα) εναντίον του Πελλίου, της καλύτερα οχυρωμένης πόλης της περιοχής, στο οποίο είχε οχυρωθεί ο Κλείτος του Βάρδυλι. Ο Κλείτος περίμενε ενισχύσεις από τον Γλαυκία και σκέφτηκε να μην παραμείνει αδρανής, μέχρι τότε. Θυσίασε τρία αγόρια, τρία κορίτσια, τρία μαύρα κριάρια και επιτέθηκε στους Μακεδόνες, αλλά τελικά υποχρεώθηκε να κλειστεί στα τείχη. Ο Αλέξανδρος είχε στρατοπεδεύσει στον ποταμό Εορδαϊκό (Ντεβόλλ) και σκόπευε να κατασκευάσει άλλο τείχος γύρω από το Πέλλιο, για να αποκλείσει τους Ιλλυριούς μέσα στην πόλη, αλλά την επομένη πρόλαβε κι έφτασε ο Γλαυκίας με ισχυρές δυνάμεις. Ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδια της πολιορκίας και άφησε επί τόπου ένα τμήμα της στρατιάς, για να κρατά τον Κλείτο εγκλωβισμένο στο Πέλλιο. Με την υπόλοιπη στρατιά, τα σκευοφόρα και τις πολεμικές μηχανές κινήθηκε εναντίον των Ταυλαντίων μέσα από τα πυκνά δάση, τα δύσβατα εδάφη και τα στενά περάσματα της σημερινής Βορείου Ηπείρου.
Η προέλαση της στρατιάς μέσα από τις στενωπούς και τις άλλες παγίδες ήταν δύσκολη, επικίνδυνη και στα εδάφη εκείνα ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες όλης της εκστρατείας. Επιπλέον αντιμετώπισε σοβαρότατο πρόβλημα επισιτισμού και ο Φιλώτας χρειάσθηκε να αποσπασθεί από τη στρατιά, για να αναζητήσει τρόφιμα. Κάποια στιγμή μάλιστα διακόπηκε η επικοινωνία ανάμεσα στο Φιλώτα και τον Αλέξανδρο και ο καθένας τους νόμισε ότι ο άλλος είχε έρθει σε δυσχερή θέση από τους Ιλλυριούς, με τους οποίους αψιμαχούσαν συνεχώς. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και οι ανταρτικού τύπου επιθέσεις των Ιλλυριών τόσο ενοχλητικές, ώστε σε μία φάση ο Αλέξανδρος διέταξε τους σωματοφύλακες και μερικούς από «τους περί αυτόν» εταίρους (της βασιλικής ίλης) να καταλάβουν ένα ύψωμα και, αν η αντίσταση των εχθρών ήταν σημαντική, οι μισοί απ’ αυτούς να ξεπεζέψουν, να αναμιχθούν με τους έφιππους και να πολεμήσουν σαν οπλίτες. Αυτό είναι ένα από τα τρία περιστατικά, που καταγράφει ο Αρριανός και τα οποία έδωσαν στον Κούρτιο το έναυσμα για να … κατατάξει στο στρατό του Αλεξάνδρου τους διμάχους.
Όταν πέρασαν τρεις ημέρες χωρίς αψιμαχίες και χωρίς καμία επαφή με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, ο Γλαυκίας πίστεψε ότι η εισβολή είχε τελειώσει. Αποδεικνύοντας την κατωτερότητα των δυνάμεών του έναντι τακτικού στρατεύματος, στρατοπέδευσε χωρίς φυλακές έγκαιρης προειδοποίησης και χωρίς τάφρο ή χάρακα γύρω από το στρατόπεδο. Ο Αλέξανδρος εντόπισε το στρατόπεδο και με μία νυχτερινή επιδρομή τους κατέλαβε εξαπίνης, τους προξένησε βαρείες απώλειες, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν πανικόβλητοι στα βουνά της πατρίδας τους σκορπίζοντας πίσω τους τον οπλισμό τους. Μετά την παραδειγματική συντριβή του ισχυρότερου ιλλυρικού έθνους ο Κλείτος του Βάρδυλι δεν είχε διέξοδο. Πυρπόλησε το Πέλλιο με προφανή σκοπό να καταστρέψει τα αποθηκευμένα τρόφιμα, για να μην τα πάρει ο Αλέξανδρος, και με τις δυνάμεις του ζήτησε καταφύγιο στη χώρα των Ταυλαντίων.
Στο διάστημα αυτό φαίνεται πως δεν έφταναν στα μετώπισθεν αξιόπιστες πληροφορίες για την εξέλιξη της εκστρατείας και όποιος είχε πρόθεση να αμφισβητήσει την Μακεδονική Ηγεμονία, δεν θα εύρισκε καλύτερη ευκαιρία. Ακόμη κι αν ο Αλέξανδρος δεν είχε νικηθεί ή σκοτωθεί από τους Ιλλυριούς, οι δυνάμεις του βρίσκονταν πολύ βόρεια και εγκλωβισμένες σε δύσβατους ορεινούς όγκους.
Η καταστροφή της Θήβας
(Αρριανός Α.7-10, Διόδωρος 1Ζ.8-14, 15.1-5, 16.4, 17.1, Πλούταρχος Αλέξανδρος 11-13, 31.8, Δημοσθένης 14.2, 20. 4-5, 23.3-4, Ιουστίνος 11.2-5.5)
Ενώ ο Δαρείος επιχειρούσε κατά της Αιγύπτου και απείχε μόλις λίγους μήνες από την υποταγή της, οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια επιβεβαίωναν τους φόβους των Περσών ότι παρά τη δολοφονία του Φιλίππου ο μακεδονικός κίνδυνος δεν είχε αποσοβηθεί και η αχαιμενιδική διπλωματία άρχισε να χρησιμοποιεί ένα-ένα τα αντίμετρα, που διέθετε. Οι πρέσβεις του Μεγάλου Βασιλέως με τα 300 τάλαντα αναζητούσαν στην Ελλάδα συμμάχους δικούς τους και εχθρούς του Αλεξάνδρου. Οι Αθηναίοι δεν δέχθηκαν να εξαγορασθούν, αλλά ο Δημοσθένης για πολλοστή φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη δωροληψία, πόσο μάλλον που τώρα μπορούσε να προφασισθεί ευγενείς σκοπούς και ανώτερα ιδανικά. Πήρε λοιπόν 70 τάλαντα και οι Σπαρτιάτες πήραν τα υπόλοιπα 230. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ιουστίνο, ο Δημοσθένης, «που είχε δωροδοκηθεί από τους Πέρσες με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό», ισχυριζόταν ότι οι Τριβαλλοί είχαν εξοντώσει τον Αλέξανδρο και όλο του το στράτευμα και, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, παρουσίασε στην Εκκλησία των Αθηναίων κάποιον, που δήλωσε ότι τραυματίσθηκε στη μάχη όπου σκοτώθηκε κι ο Αλέξανδρος.
Μέσα στη γενικότερη σύγχυση κάποιοι ακραίοι φιλοπέρσες Θηβαίοι εξόριστοι μπήκαν νύχτα στην πόλη. Λόγω των άριστων σχέσεων των Θηβαίων με την Αυλή της Περσέπολης, και της δραστήριας ανάμιξης του Δημοσθένη, δηλαδή της φιλοπερσικής (ή αντιμακεδονικής) παράταξης των Αθηνών, είναι μάλλον βέβαιο ότι κινήθηκαν με παρότρυνση των Περσών. Στην Εκκλησία των Θηβαίων εν ονόματι των πολύπαθων ιδεωδών της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας ξεσήκωσαν το θηβαϊκό λαό σε εξέγερση, διαβεβαιώνοντας ότι ο Αλέξανδρος είχε σκοτωθεί στις κλεισούρες της Ιλλυρίας. Οι Θηβαίοι πείσθηκαν πρόθυμα, εξεγέρθηκαν και απέκλεισαν τη μακεδονική φρουρά στην Καδμεία, την ακρόπολη των Θηβών κατασκευάζοντας γύρω της διπλό χάρακα (φράχτη).
Τα γεγονότα της Θήβας θεωρήθηκαν από τους Αρκάδες, Ηλείους, Αργείους και Αιτωλούς ως ευκαιρία, για να εξεγερθούν και ο συνεργάτης των Περσών, Δημοσθένης, έστειλε στη Θήβα πολλές πανοπλίες, τις οποίες αγόρασε με το περσικό χρυσάφι. Η εξοπλιστική δαπάνη ήταν δυσβάσταχτη, αφού τηρουμένων των αναλογιών οι πολεμικοί εξοπλισμοί στην αρχαιότητα ήταν εξίσου δαπανηροί με τους σημερινούς. Η κατάσταση ήταν πλέον πολύ σοβαρή για τον Αλέξανδρο.
Οι Αθηναίοι δεν είχαν ξεχάσει τις ηγεμονικές φιλοδοξίες τους, αν και για κάποιον άγνωστο λόγο απέρριψαν την προσφορά του Δαρείου. Άραγε έκριναν τα 300 τάλαντα ως ανεπαρκή για τη χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων; Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν είχαν αναγνωρίσει την Μακεδονική Ηγεμονία και συνεπώς δεν είχαν συμβατική υποχρέωση να την σεβαστούν. Η εξέγερση των Θηβαίων είχε ως πρώτο στόχο την απελευθέρωση των Θηβών και ως απώτερο σκοπό την επανάκτηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος. Τα ήδη εξεγερμένα κράτη μπορούσαν να παρασύρουν κι άλλα, οπότε η σύμπηξη αντιμακεδονικών συμμαχιών θα ήταν αυτόματη και η κατάσταση θα ξέφευγε από τον έλεγχο των Μακεδόνων. Ευτυχώς όμως για τον Αλέξανδρο, οι Αθηναίοι επέλεξαν την τακτική του καιροσκοπισμού, η οποία συνήθως χαρακτήριζε τους Σπαρτιάτες. Έτσι η Θήβα απέμεινε η μόνη επικίνδυνη εστία εξέγερσης.
Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα και, αμέσως μόλις νίκησε τους Ιλλυριούς, στράφηκε προς Νότο. Μάλιστα φέρεται να είπε ότι ο Δημοσθένης, που τον αποκαλούσε παιδί όταν επιχειρούσε στη Θράκη και μειράκιον (παιδαρέλι) όταν διέσχιζε τη Θεσσαλία, μπροστά στα τείχη της Θήβας θα διαπίστωνε ότι ήταν άντρας. Επειδή οι Θηβαίοι δεν αποστατούσαν μόνο από τη Μακεδονική Ηγεμονία, αλλά και από το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, πήρε μαζί του όλο το στράτευμα του Κοινού Συνεδρίου. Διέσχισε την Εορδαία και την Ελιμιώτιδα, πέρασε από τα όρια της Τυμφαίας (όλα αυτά ήταν κρατίδια της Άνω Μακεδονίας) και της Παρυαίας και σε μία εβδομάδα βρισκόταν στην Πέλιννα της Θεσσαλίας. Έξι ημέρες μετά μπήκε στην Βοιωτία, ενώ οι Θηβαίοι αντιλήφθηκαν ότι «είχε περάσει τις Θερμοπύλες» μόνον όταν έφτασε στον Ογχηστό, περί τα 20 χμ έξω από τη Θήβα. Συνολικά διήνυσε πολύ περισσότερα από 600 χμ σε 13 ημέρες, δηλαδή κινήθηκε με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από 46 χμ ανά ημέρα. Η κίνησή του αυτή ήταν τόσο ταχεία, ώστε αρκετοί Θηβαίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν, πως ήταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος με τα στρατεύματα, που είχε πάρει μαζί του στον Βορρά. Έλεγαν λοιπόν ότι είναι άλλα στρατεύματα με επικεφαλής άλλον Αλέξανδρο, τον Λυγκηστή γιο του Αερόπου.
Εκ πρώτης όψεως η άμυνα της Θήβας οργανώθηκε υποδειγματικά, σύμφωνα με τους κανονισμούς θα έλεγε κανείς. Τα στρατεύματα, ιππείς και πεζοί, βρίσκονταν σε διασπορά γύρω από την πόλη και κάλυπταν μία σειρά από κωλύματα (τάφρους και χάρακες) που δημιουργούσαν τουλάχιστον δύο γραμμές άμυνας. Τα τείχη θα αποτελούσαν την έσχατη γραμμή άμυνας και για το λόγο αυτό τα είχαν επανδρώσει με μέτοικους, φυγάδες και απελευθερωμένους δούλους, δηλαδή τους πιο απαίδευτους στα πολεμικά θέματα. Όλοι οι ικανοί και έμπειροι πολεμιστές βρίσκονταν εκτός των τειχών για την καθοριστική μάχη.
Ο Αλέξανδρος γενικά απέφευγε να συγκρουστεί ανοιχτά με τα ισχυρά κράτη του νότου και προτιμούσε να τα υποχρεώνει σε υπακοή δια του εκφοβισμού. Αν συγκρουόταν μαζί τους θα έπρεπε να ικανοποιήσει τις ηθικές και οικονομικές απαιτήσεις των Μακεδόνων και των συμμάχων τους, βλάπτοντας ηθικά και οικονομικά τους απείθαρχους. Επιπλέον θα προκαλούσε και θα υφίστατο απώλειες σε ανθρώπινους πόρους, που ήταν χρήσιμοι για την υλοποίηση του οράματός του, την κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας. Έτσι, μπροστά στα τείχη της Θήβας ανέπτυξε τις δυνάμεις του, αλλά δεν προχώρησε αμέσως σε επίθεση. Άφησε το περιθώριο στους πιο συνετούς να μεταπείσουν την Εκκλησία των Θηβαίων και να δώσουν αναίμακτο τέρμα στην εξέγερση. Φαίνεται ότι ήθελε να φερθεί στους Θηβαίους, όπως τους είχε φερθεί κι ο Φίλιππος μετά τη μάχη της Χαιρώνειας.
Για να τους βοηθήσει περισσότερο και να κάνει σαφείς τις συμφιλιωτικές του προθέσεις, διακήρυξε ότι ζητούσε να του παραδώσουν μόνο τους δύο πρωταίτιους της εξέγερσης, τον Προθύτη και το Φοίνικα, και ότι σε όλους τους άλλους χορηγούσε αμνηστία, για να απολαύσουν την «κοινή ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων». Τότε οι Θηβαίοι νομίζοντας ότι ήταν ίσοι ή ισοδύναμοι ζήτησαν από τον Αλέξανδρο να τους παραδώσει τον Φιλώτα και τον Αντίπατρο και κάλεσαν όποιον από τους συμμάχους του ήθελε, να συστρατευθεί μαζί τους, για να ελευθερώσουν την Ελλάδα από τον τύραννό της με τη βοήθεια του Μεγάλου Βασιλέως. Δηλαδή οι ευεργέτες του Πέρση βασιλιά, οι ενθουσιώδεις συνεργάτες των Περσών στους περσικούς πολέμους, προσφέρθηκαν με τη βοήθεια του Πέρση βασιλιά να … ελευθερώσουν την Ελλάδα! Επιπλέον αποκάλεσαν τύραννο τον Ηγεμόνα της Ελλάδος, λες κι εκείνοι ούτε τα άλλα βοιωτικά κράτη καταδυνάστευαν συστηματικά, ούτε Ηγεμόνες της Ελλάδος υπήρξαν ποτέ. Καλούσαν δηλαδή τους μεν στρατιώτες των κρατών-μελών του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων να στασιάσουν και να αρνηθούν να πολεμήσουν κατά των Περσών, τα δε κράτη προέλευσής τους να εγκαταλείψουν την προοπτική επέκτασης στην Ασία και να ξαναβυθιστούν στο τέλμα της κοινωνικής και οικονομικής ύφεσης, που χαρακτήρισε την Ελλάδα κατά τη Θηβαϊκή Ηγεμονία. Ο Αλέξανδρος μόνο μετά από αυτήν τη βαριά προσβολή φέρεται να άρχισε τις τελικές ετοιμασίες για την πολιορκία και τη συναρμολόγηση των πολιορκητικών μηχανών.
Τα παραπάνω είναι η εκδοχή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων της «λαϊκής παράδοσης», ωστόσο η πιο λογική και πιστευτή εκδοχή είναι εκείνη του Πτολεμαίου, την οποία καταγράφει ο Αρριανός. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να επιτεθεί για τους λόγους, που αναφέραμε και οι δύο στρατοί παρέμειναν για μερικές ημέρες παρατεταγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο αλλά αδρανείς. Ίσως μάλιστα ο Αλέξανδρος να προσδοκούσε και σε κάποια παρέμβαση τρίτων, για να λήξει αναίμακτα η υπόθεση. Όταν το θηβαϊκό ιππικό υποστηριζόμενο από αρκετούς ψιλούς, προσέβαλε τις προφυλακές των Μακεδόνων και σκότωσε μερικούς, ο Αλέξανδρος περιορίσθηκε να μετακινήσει τις δυνάμεις του παράλληλα προς τα τείχη της Θήβας και να στρατοπεδεύσει κοντά στην αποκλεισμένη μακεδονική φρουρά στην Καδμεία. Ο Περδίκκας (του οποίου οι φιλοδοξίες φάνηκαν καθαρά μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου) όντας στρατοπεδάρχης επιτέθηκε με την τάξη του, γκρέμισε τον πρώτο χάρακα και συγκρούσθηκε με την Θηβαϊκή προφυλακή. Ο γκρεμισμένος χάρακας ενθάρρυνε και τον Αμύντα του Ανδρομένη να ακολουθήσει με τη δική του τάξη , όμως οι Θηβαίοι ξεπέρασαν γρήγορα τον αρχικό τους αιφνιδιασμό και καθήλωσαν τους Μακεδόνες στο δεύτερο χάρακα, τραυμάτισαν δε σοβαρά τον Περδίκκα, που μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο σε πολύ κακή κατάσταση. Βλέποντας τις δύο τάξεις της φάλαγγας να καταπονούνται στριμωγμένες ανάμεσα στους δύο χάρακες κι επειδή τα δύο διαδοχικά κωλύματα δεν ευνοούσαν τις κινήσεις της φάλαγγας και του ιππικού, ο Αλέξανδρος έστειλε τους τοξότες και τους Αγριάνες ακοντιστές να καλύψουν την υποχώρηση των δύο τάξεων. Οι ψιλοί στην αρχή απώθησαν και καταδίωξαν τους Θηβαίους, οι οποίοι με μία αιφνιδιαστική και ορμητική αναστροφή έτρεψαν σε φυγή τους διώκτες τους και τους υποχρέωσαν να αναζητήσουν καταφύγιο έξω από τους χάρακες, στο μακεδονικό άγημα και τους βασιλικούς υπασπιστές.
Το γεγονός ότι οι άντρες του Περδίκκα γκρέμισαν με τόση ευκολία τον πρώτο χάρακα και ότι μόλις στον δεύτερο συνάντησαν σοβαρή αντίσταση, αποτελεί σαφέστατη ένδειξη του αιφνιδιασμού που προκάλεσε η αυθαίρετη ενέργειά του. Ακριβώς επειδή οι κυρίως δυνάμεις του Αλεξάνδρου δεν έδειχναν πρόθεση εμπλοκής, οι Θηβαίοι είχαν την πεποίθηση ότι επρόκειτο για μία ακόμη αψιμαχία. Ίσως πρέπει να συνεκτιμήσουμε την γενικά ανεπιτυχή πολεμική δράση των Θηβαίων από τη μάχη των Λεύκτρων (371) και μετά και ειδικά κατά των Φωκέων στον εννεαετή Ιερό πόλεμο (354-345), για να δικαιολογήσουμε το γιατί, αφού απέκρουσαν τους Μακεδόνες, διέλυσαν την παράταξή τους και όρμησαν σε καταδίωξή τους. Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι αυτό ήταν το μοιραίο τακτικό σφάλμα τους.
Η απερισκεψία του Περδίκκα παρ’ ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή, όπως τη στοίχισε στον αρχηγό των τοξοτών Κλέανδρο και σε άγνωστο αριθμό άλλων στρατιωτικών, αλλά η σημαντικότερη ζημία ήταν ότι δύο τάξεις της φάλαγγας, οι τοξότες και οι Αγριάνες τράπηκαν σε φυγή από τους Θηβαίους, που ούτως ή άλλως δεν είχαν δώσει σημάδια συνδιαλλαγής και τώρα πια θα είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ένα λόγο παραπάνω να αρνηθούν κάθε συζήτηση. Έχοντας υπόψη αυτά και μη θέλοντας να διακυβεύσει το γόητρό του ο Αλέξανδρος έρριξε στη μάχη όλο το υπόλοιπο στράτευμα.
Όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό, οι διασκορπισμένοι Θηβαίοι δεν μπόρεσαν να προβάλουν αντίσταση στους συντεταγμένους Μακεδόνες και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Εγκατέλειψαν την πρώτη γραμμή άμυνας, έσπευσαν μαζικά στις διόδους των κωλυμάτων της δεύτερης γραμμής, διωκόμενοι κατά πόδας και ο αιφνιδιασμός μετατράπηκε σε πανικό με αποτέλεσμα οι ιππείς να ποδοπατούν τους πεζούς και να επιτείνουν τον πανικό. Κάθε σκέψη να επανδρώσουν τις άλλες γραμμές άμυνας εγκαταλείφθηκε και οι Θηβαίοι έσπευσαν να κλειστούν στα τείχη, αλλά εξαιτίας της αλλοφροσύνης δεν πρόλαβαν να κλείσουν τις πύλες. Το θηβαϊκό ιππικό αφού μπήκε στην πόλη, διέφυγε στην πεδιάδα από κάποια άλλη πύλη, διότι απλώς μπορούσε να αποφύγει το επερχόμενο μοιραίο. Δηλαδή οι διάσημοι Θηβαίοι ιππείς συμπεριφέρθηκαν σαν να είχαν ηττηθεί σε κάποιο μακρυνό πεδίο μάχης και δεν λογάριασαν ότι εγκατέλειπαν απροστάτευτη την πατρίδα τους και τις οικογένειές τους, ενώ λίγο νωρίτερα ήθελαν να απελευθερώσουν ολόκληρη την Ελλάδα από τον «τύραννο». Οι Μακεδόνες και οι σύμμαχοί τους, αφού σάρωσαν με ανέλπιστη ευκολία τις αμυντικές γραμμές των Θηβαίων, εισέβαλαν ανεμπόδιστοι στην πόλη. Οι 6.000 νεκροί Θηβαίοι κατά την άλωση έναντι των 500 Μακεδόνων σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων δείχνουν τη σκληρότητα της σφαγής, που ακολούθησε.
Όσον αφορά στην αμιγώς στρατιωτική επιχείρηση, το γεγονός ότι η στρατιά του Αλεξάνδρου έφτασε σε απόσταση 20 χμ από τη Θήβα, χωρίς προηγουμένως να γίνει αντιληπτή, σημαίνει ότι κανένα κράτος μεταξύ Μακεδονίας και Θήβας δεν συμπαθούσε τους Θηβαίους και την εξέγερσή τους, ώστε να τους ενημερώσει για τη θέση της στρατιάς. Επίσης σημαίνει ότι οι Θηβαίοι δεν είχαν ούτε άμεση ούτε έμμεση πρόσβαση στα ημεροσκοπεία επί βοιωτικού εδάφους. Δηλαδή εξεγέρθηκαν χωρίς την απαραίτητη οργάνωση στον κρισιμότερο απ’ όλους τους στρατιωτικούς τομείς, τις πληροφορίες, είναι δε γνωστό ότι η κακή στρατιωτική οργάνωση σε καμία περίπτωση δεν αντισταθμίζεται από τον ηρωισμό και την αποφασιστικότητα. Εν ολίγοις οι Θηβαίοι στρατιωτικοί ηγήτορες με την εντυπωσιακή ανεπάρκειά τους κατέστησαν διακοσμητικές όλες τις προετοιμασίες, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να αποκρούσουν την επίθεση ενός εχθρού αποφασισμένου να κυριεύσει την πόλη τους. Ίσως διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή η πόλη τους δεν ανήκε σ’ εκείνες, που κινδύνευαν πραγματικά από πολιορκία. Οι πολιτικοί των Θηβών φέρουν κάποιες ευθύνες, τις οποίες όμως δεν δικαιούμαστε να μεγαλοποιήσουμε, αφού οι αποφάσεις ήταν συλλογικές. Οι στρατευμένοι πολίτες, εφόσον δεν προέβαλαν συντεταγμένη αντίσταση στο πεδίο της μάχης και αρχικά εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, είναι αδιάφορο αν τελικά έπεσαν ηρωικά ή εκλιπαρώντας για τη ζωή τους. Είναι λοιπόν προφανής η προχειρότητα της στρατιωτικής προετοιμασίας, αυταπόδεικτη δε και βαρύτατη η ευθύνη του Δημοσθένη και των άλλων συνεργατών των Περσών για τη μοίρα της Θήβας.
Μετά την άλωση ο Αλέξανδρος συγκάλεσε σύσκεψη για την τύχη της Θήβας. Ο Διόδωρος λέει ότι «αφού συγκέντρωσε τους συνέδρους των Ελλήνων ανέθεσε στο Κοινό Συνέδριο [να αποφασίσει] πώς να χειριστεί την πόλη των Θηβαίων», είναι λοιπόν σαφής ότι παρέπεμψε το θέμα στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων. Φυσικά, οι Σύνεδροι δεν ακολουθούσαν τη στρατιά κι ο Διόδωρος φαίνεται μάλλον να εννοεί ότι το θέμα παραπέμφθηκε σε συνεδρίαση των Ελλήνων στρατηγών από τα κράτη μέλη του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Αντίθετα, ο Αρριανός λέει ότι «ανέθεσε στους συμμάχους του να ρυθμίσουν τα της Θήβας κι αυτοί διαμοίρασαν μεταξύ τους τη γη των Θηβαίων» και συνεπώς περιορίζει τη σύσκεψη κατά κύριο λόγο στους Βοιωτούς γείτονες των Θηβαίων. Σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να συμπεράνουμε χωρίς καμία αμφιβολία ότι ο Αλέξανδρος επεδίωκε τη σκληρότερη δυνατή απόφαση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατά την εκδοχή του Διόδωρου η τύχη των Θηβαίων θα ήταν πολύ διαφορετική. Αρκετά γειτονικά κράτη μισούσαν τους Θηβαίος για την αλαζονεία τους ως Ηγεμόνες της Βοιωτίας, πολύ πριν γίνουν Ηγεμόνες της Ελλάδος, και τελικά εύκολα έπεισαν και τους άλλους συνέδρους να πάρουν μία εκδικητική απόφαση. Σ’ αυτήν τη συνεδρίαση είχε έλθει η ώρα να πληρώσουν οι Θηβαίοι με το ίδιο νόμισμα τις καταστροφές και τους εξανδραποδισμούς, που είχαν επιβάλει παλαιότερα σε άλλες πόλεις της περιοχής, ακόμη και σε μερικές βοιωτικές (Θεσπιές, Ορχομενός, Πλαταιές) καθώς και το ότι ποτέ δεν συμμερίσθηκαν τις πανελλήνιες επιδιώξεις, ούτε καν κατά την εισβολή των Περσών. Οι αντιπρόσωποι των παθόντων κρατών ζητούσαν εκδίκηση, για όσα είχαν υποστεί, και θύμισαν στους υπόλοιπους ότι οι Θηβαίοι στην εισβολή του Ξέρξη είχαν μηδίσει, ότι ήταν οι μόνοι Έλληνες, που τιμούνταν από τους Πέρσες βασιλείς ως ευεργέτες, και ότι οι πρέσβεις τους είχαν το προνόμιο να κάθονται σε κάθισμα μπροστά στο Μεγάλο Βασιλέα, ενώ όλοι οι άλλοι πρέσβεις υποχρεούνταν να τον προσκυνούν.
Κατά τον Ιουστίνο, «οι Θηβαίοι μετά την ήττα τους υπέστησαν όλες τις τρομακτικές ποινές, που ακολουθούν μία ατιμωτική παράδοση». Η τελική απόφαση προέβλεπε την ισοπέδωση της πόλης, τον εξανδραποδισμό των κατοίκων και τον χαρακτηρισμό των Θηβαίων φυγάδων ως αγωγίμων, ώστε να μην μπορεί κανείς Έλληνας να τους παράσχει καταφύγιο. Επίσης αποφάσισαν να εγκαταστήσουν φρουρά στην πόλη και να μοιραστούν την ύπαιθρο εξαιρώντας τις ιδιοκτησίες των ναών, τέλος δε να ξαναχτίσουν και να τειχίσουν τις Πλαταιές και τον Ορχομενό, τις ανέκαθεν αντιθηβαϊκές πόλεις της Βοιωτίας που είχαν ισοπεδώσει οι Θηβαίοι. Από τον εξανδραποδισμό εξαίρεσαν τους ιερείς, τους συγγενείς του ποιητή Πίνδαρου, όσους εναντιώθηκαν στην εξέγερση και όσους είχαν φιλοξενήσει τον Φίλιππο κατά την ομηρία του εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι, περί τις 30.000, πουλήθηκαν ως δούλοι και από την πώληση των ανδραπόδων συγκεντρώθηκαν 440 τάλαντα. Χαρακτηριστικό του μίσους των γειτόνων των Θηβαίων είναι ότι έσυραν δια της βίας έξω από τους ναούς, όσους γέρους και γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει εκεί ως ικέτες και συνεπώς είχαν ασυλία.
Καταγράφεται με σαφήνεια ότι η απόφαση για την καταστροφή της Θήβας ελήφθη από συλλογικά όργανα και ότι προς αυτήν την κατεύθυνση πίεζαν όσοι επιζητούσαν να εκδικηθούν τους Θηβαίους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητήσουμε ότι πράγματι αυτό συνέβη, εντούτοις είναι αυταπόδεικτο ότι την πλήρη ευθύνη για την καταστροφή της Θήβας φέρει ο Αλέξανδρος. Είναι δε αυταπόδεικτο, διότι ήταν γνωστή σε όλους η αλαζονεία των Θηβαίων και η εχθρότητα, που είχαν δημιουργήσει σε πολλούς γείτονές τους. Ο Αλέξανδρος λοιπόν γνώριζε πολύ καλά ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αν ζητούσε από τους εχθρούς των Θηβαίων να αποφασίσουν την τύχη των Θηβαίων, και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αιφνιδιάσθηκε απ’ την απόφαση ή ότι οι σύνεδροι ξέφυγαν από τον πολιτικό του έλεγχο. Όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση στα νότια της Μακεδονίας, η καταστροφή ενός ισχυρού και απείθαρχου κράτους ήταν ταυτόχρονα η καλύτερη μέθοδος εκφοβισμού όλων των υπολοίπων, που αμφισβητούσαν τη μακεδονική Ηγεμονία της Ελλάδος, αλλά και όσων Μακεδόνων αμφισβητούσαν τη θέση του Αλεξάνδρου στο θρόνο. Έτσι, ο Αλέξανδρος απλώς επέτρεψε να εφαρμοσθούν οι δημοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες ήταν εκ των προτέρων γνωστό, που θα κατέληγαν.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της καταστροφής άλλων πόλεων παλαιότερα και αυτής των Θηβών ήταν η κατάργηση του κώδικα αλληλοσεβασμού μεταξύ των πρωταγωνιστών στις πολεμικές συγκρούσεις. Μέχρι τότε οι διεκδικητές της κορυφαίας πολιτικής διάκρισης στην Ελλάδα, της Ηγεμονίας, δεν έβλαπταν σοβαρά ο ένας τον άλλο. Ενώ ισοπέδωναν άλλες πόλεις και εξανδραπόδιζαν τους κατοίκους τους, δεν το έπρατταν ο ένας εναντίον του άλλου. Ακόμη και όταν η Θήβα ζητούσε την καταστροφή και τον εξανδραποδισμό της ηττημένης στον Πελοποννησιακό πόλεμο Αθήνας, οι αναδειχθέντες σε Ηγεμόνες της Ελλάδος, Σπαρτιάτες, περιόρισαν την ποινή της Αθήνας στην καταστροφή των τειχών της, την αφαίρεση του στόλου της και την επιβολή τυραννικού πολιτεύματος. Δηλαδή ενώ της αφαίρεσαν την στρατιωτική ισχύ και την έκαναν πολιτικά υποχείριό τους, δεν έβλαψαν τις κοινωνικές και οικονομικές δομές της, προφανώς αναλογιζόμενοι την έκταση των επιδράσεων σε όλη την Ελλάδα. Η καταστροφή αυτών των δομών σε μικρότερες πόλεις λάμβανε χώρα, διότι απλώς δεν είχε πανελλαδική επίδραση. Το νέο στοιχείο, όμως που εισήγε τώρα η καταστροφή της Θήβας, ήταν η εξομοίωση της μοίρας των μεγάλων με εκείνη των μικρών κρατών. Αυτό δεν προξένησε αναστάτωση μόνο μεταξύ των μεγάλων, για τους οποίους αποτελούσε καινούργια ανησυχία, αλλά και μεταξύ των μικρών. Αν ο ισχυρός σύμμαχος και διεκδικητής της Ηγεμονίας, τον οποίο επέλεξαν και υποστήριζαν, απειλούνταν με καταστροφή και εξανδραποδισμό, τι μπορούσαν να ελπίζουν οι ίδιοι; Η διεκδίκηση της Ηγεμονίας από αγώνας επικράτησης μετατρεπόταν πλέον σε αγώνα επιβίωσης. Αυτός ακριβώς ο φόβος της κοινής μοίρας έκανε τους Αθηναίους να ξεχάσουν τις μακρόχρονες εχθρικές σχέσεις τους με τους Θηβαίους (παρά την πρόσφατη και περιστασιακή συμμαχία τους), να αναστείλουν τους εορτασμούς των Μυστηρίων, να περιθάλψουν τους φυγάδες και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους Μακεδόνες.
Υπήρχε όμως και μία ακόμη σημαντική παράμετρος. Η μοίρα της Θήβας δεν αποφασίσθηκε μόνο από τους Μακεδόνες, αλλά κυρίως από τους συμμάχους τους. Οι διαθέσεις του ενός ελληνικού κράτους προς το άλλο ήταν ανέκαθεν γνωστές, αλλά τώρα ο Ηγεμών της Ελλάδος εμφανιζόταν πρόθυμος να υλοποιήσει κάθε απόφαση των συμμάχων του και όποιο κράτος προσαγόταν προς κρίση κινδύνευε να υποστεί όλα όσα είχε διαπράξει στο παρελθόν. Τα απείθαρχα κράτη διαπίστωσαν με τρόμο ότι τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα δεν λειτουργούσαν πλέον με τις συνήθεις πολιτικές συναλλαγές και προέβησαν σε σπασμωδικές, σχεδόν κωμικές, ενέργειες.
Οι Αρκάδες ανακάλεσαν τα στρατεύματα, που είχαν στείλει σε ενίσχυση των Θηβαίων και καταδίκασαν σε θάνατο αυτούς, που τους υποκίνησαν. Οι Ηλείοι δέχθηκαν πίσω όσους διέκειντο φιλικά προς τον Αλέξανδρο, και τους οποίους είχαν εξορίσει νωρίτερα. Οι Αιτωλοί έστειλαν πρέσβεις κατά έθνη ζητώντας άφεση αμαρτιών, που παρασύρθηκαν. Οι Αθηναίοι διέκοψαν τις τελετές των Μυστηρίων και άρχισαν να μαζεύουν τις περιουσίες τους από την ύπαιθρο μέσα στα τείχη φοβούμενοι τα χειρότερα. Θυμήθηκαν πως είχαν παραλείψει την απαραίτητη διπλωματική αβρότητα να συγχαρούν τον Αλέξανδρο, που γύρισε σώος και νικητής από τις επιχειρήσεις στη Θράκη και την Ιλλυρία, και του έστειλαν πρέσβεις να τον συγχαρούν για τις νίκες του επί των βαρβάρων και για την τιμωρία της Θήβας. Με τους ίδιους πρέσβεις ο Αλέξανδρος έστειλε στους Αθηναίους επιστολή, με την οποία για τις κακές σχέσεις Αθήνας και Μακεδονίας, τα δεινά που επέβαλαν οι Μακεδόνες στους Αθηναίους μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, αλλά και την καταστροφή της Θήβας, καθιστούσε υπεύθυνη την αντιμακεδονική παράταξη της πόλης. Ζητούσε ακόμη να του εκδώσουν τους σημαντικότερους αντιμακεδόνες ηγέτες μεταξύ αυτών και τους Δημοσθένη, Λυκούργο, Υπερείδη, Πολύευκτο, Χάρητα, Χαρίδημο, Εφιάλτη, Δήμωνα, Καλλισθένη, Διότιμο και Μοιροκλή.
Σε απάντηση του αιτήματος έκδοσης οι Αθηναίοι πολιτικοί επικαλέσθηκαν τις βασικές αρχές του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, που προέβλεπαν την αυτονομία των κρατών μελών. Με ενέργειες του Δημάδη, ο οποίος φέρεται να ανταμείφθηκε από τον Δημοσθένη με 5 αργυρά τάλαντα για αυτήν την εξυπηρέτηση, ενέκριναν ψήφισμα, το οποίο επέδωσε στον Αλέξανδρο ο ίδιος ο Δημάδης ως πρέσβης. Σ’ αυτό το ψήφισμα οι Αθηναίοι πρακτικά τόνιζαν ότι η πολιτική δράση των πολιτών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εντός της επικρατείας της και μέσα από τα θεσμοθετημένα όργανά της δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο έκδοσής τους σε άλλα κράτη, όσο ενοχλητική ή επιζήμια κι αν ήταν για τα κράτη αυτά. Οποιαδήποτε δίωξη Αθηναίου πολίτη μπορούσε να ασκηθεί μόνο από αθηναϊκό δικαστήριο με βάση την αθηναϊκή νομοθεσία. Επιπλέον ζήτησαν να τους επιτραπεί να δέχονται Θηβαίους φυγάδες αντίθετα προς την καταδικαστική απόφαση. Ο Αλέξανδρος, επειδή χρειαζόταν αλώβητο και ισχυρό το Κοινό Συνέδριο, αναγνώρισε ότι η άρνηση των Αθηναίων να του εκδώσουν τους ενοχλητικούς πολιτικούς ήταν νομικώς ορθή και παραιτήθηκε από την απαίτησή του. Η εξαίρεση των Αθηναίων από την υποχρέωση έκδοσης των Θηβαίων φυγάδων ήταν επιβεβλημένη πολιτική πράξη. Η Αθήνα είχε ήδη δεχθεί πολλούς Θηβαίους φυγάδες και αν αρνούνταν να τους εκδώσει, ο Αλέξανδρος θα έπρεπε να θέσει την τύχη της Αθήνας στην κρίση των συμμάχων του, όπου οι εχθροί των Αθηναίων αναμφίβολα θα πετύχαιναν μία απόφαση παρόμοια με εκείνη της Θήβας. Το ενδεχόμενο αυτό ήταν εφιαλτικό κι έτσι προτίμησε να χρησιμοποιήσει τα προνόμιά του και να τους απαλλάξει, διέταξε ωστόσο τον Χαρίδημο να εγκαταλείψει την Αθήνα. Φαίνεται πως αυτός ήταν ο πιο επικίνδυνος και όχι ο Δημοσθένης, ο οποίος ήταν εξαιρετικά προβεβλημένος λόγω της ρητορικής του δεινότητας. Ο Χαρίδημος ακολουθώντας την παράδοση των απόβλητων και έκπτωτων Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών κατέφυγε –πού αλλού;- στην Αυλή του Πέρση βασιλιά και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους συμβούλους του.
Όταν ρυθμίσθηκαν αυτά τα θέματα, ήταν ήδη Οκτώβριος του 335 και ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μακεδονία. Έπρεπε να ξεκουράσει τη στρατιά και να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες για την εισβολή στην Ασία. Στο διάστημα αυτό έκανε τις τελετές, που είχε καθιερώσει ο προκάτοχός του και μεγάλος μεταρρυθμιστής του μακεδονικού κράτους, ο βασιλιάς Αρχέλαος. Έκανε στο Δίο μεγαλοπρεπείς θυσίες αφιερωμένες στον Ολύμπιο Δία και στις Μούσες και οι τελετές διάρκεσαν 9 ημέρες, μία για κάθε Μούσα. Τίμησε ακόμη τους τοπικούς Ολυμπιακούς Αγώνες στις Αιγές (Βεργίνα), δεξιώθηκε τους πρέσβεις των διαφόρων ελληνικών κρατών σε ειδική σκηνή χωρητικότητας 100 ανακλίντρων και τέλος συσκέφθηκε με τους επιτελείς του για την εισβολή στην Ασία.
Κατά την προετοιμασία της ασιατικής εκστρατείας ο Αλέξανδρος άρχισε να εγγράφει στα ονόματα των εταίρων αγροτικές εκτάσεις και προσόδους από χωριά συνοικίες ή λιμάνια. Όταν είχε μεταβιβάσει σχεδόν όλες τις προσωπικές του προσόδους, ο Περδίκκας τον ρώτησε τι κράτησε για τον εαυτό του και πήρε την απάντηση «τις ελπίδες». Ο Περδίκκας τότε είπε ότι ήθελε να μοιραστεί μαζί του τις ίδιες ελπίδες και παραιτήθηκε από τη δωρεά. Ελπίδα του Αλεξάνδρου ήταν να γίνει Μέγας Βασιλεύς και αυτήν ακριβώς την ελπίδα θέλησε να μοιραστεί ο Περδίκκας μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οπότε αποπειράθηκε να καταλάβει το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως. Είναι βέβαια πιθανό να μην είναι πραγματικός ο παραπάνω διάλογος, αλλά οι μεταβιβάσεις των βασιλικών γαιών και προσόδων στους εταίρους φαίνεται να είναι πραγματικές.
Όταν ο Αλέξανδρος άρχιζε την ασιατική εκστρατεία, κατά τον Αριστόβουλο δεν είχε περισσότερα από 70 τάλαντα για την τροφοδοσία της στρατιάς, κατά τον Ονησίκριτο υπήρχε ήδη κρατικό χρέος 200 ταλάντων και κατά τον Δούρι τα κρατικά διαθέσιμα επαρκούσαν για την αγορά τροφίμων μόνο για 30 ημέρες. Αν και αντικρουόμενες, αυτές οι πληροφορίες δείχνουν καθαρά, ότι η οικονομική κατάσταση καθιστούσε τη Μακεδονική Ηγεμονία εξαιρετικά επισφαλή και το εγχείρημα του Αλεξάνδρου πολύ παρακινδυνευμένο. Ο Φίλιππος είχε εξασφαλίσει τον μακεδονικό έλεγχο στο σύνολο σχεδόν των μεταλλείων της Θράκης και είχε συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο από τη λεηλασία των κατακτημένων πόλεων και την πώληση λαφύρων και ανδραπόδων, ενώ παράλληλα είχε αποκτήσει τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ενδοχώρας τους. Όμως μέχρι τις ημέρες του Αλεξάνδρου όλοι αυτοί οι πόροι αναλωθεί υπέρ της Ηγεμονίας.
Όπως προκύπτει από αιγυπτιακές πηγές, ο Δαρείος υπέταξε την Αίγυπτο κάποια στιγμή πριν την 14η Ιανουαρίου του 334. Σαν να μην έφτανε λοιπόν η απελπιστική οικονομική κατάσταση της Μακεδονίας, ολόκληρη η πολεμική μηχανή της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με τη σχεδιαζόμενη εκδίκηση των Ελλήνων. Το 342 ο Αρταξέρξης είχε υποτάξει και πάλι την Αίγυπτο και ο Φίλιππος ενώ δεν βρισκόταν σε τόσο δυσχερή θέση όσο ο Αλέξανδρος τώρα, είχε υποχρεωθεί να αναστείλει τα επιθετικά σχέδια και να ζητήσει από τον Μεγάλο Βασιλέα συνθήκη ειρήνης. Το ίδιο συμβούλευσαν τον Αλέξανδρο ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι πρώτα έπρεπε να αποκτήσει διάδοχο και μετά να επιτεθεί.
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι τις ανησυχίες των δύο κορυφαίων επιτελών για τις πιθανότητες νίκης συμμερίζονταν και πολλοί άλλοι εταίροι. Απ’ τη μια μεριά τόσοι πολλοί ήταν οι σκεπτικιστές και τόσο σοβαρές οι ανησυχίες τους και απ’ την άλλη πλευρά τόσο σφοδρή η επιθυμία του Αλεξάνδρου να γίνει Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς Βασιλέων και Βασιλεύς της Ασίας, ώστε χρειάσθηκε να τους δωροδοκήσει με το σύνολο σχεδόν της προσωπικής του περιουσίας, για να τους μεταπείσει. Αυτή ήταν η πρώτη δωροδοκία του Αλεξάνδρου προς τους εταίρους, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους. Στη συνέχεια με τους πόρους του περσικού κράτους θα μπορούσε να εξαγοράζει ευκολότερα την υποστήριξή τους στις επιδιώξεις του, τις οποίες όσο βαθύτερα προέλαυνε τόσο λιγότεροι συμμερίζονταν.
αντιγραφή από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου