ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Λυκία - Η συνομωσία του Αλέξανδρου (του γιου του Αερόπου) - Παμφυλία
(Αρριανός Α.25., Γ.6., Διόδωρος ΙΖ.32.1, 80.2, Κούρτιος 7.1.7, Ιουστίνος 11.7.1-2)
Ο Παρμενίων αποσπάσθηκε από τη στρατιά στην Αλικαρνασσό και προέλασε προς τις Σάρδεις με την ιππαρχία των συμμάχων, το Θεσσαλικό ιππικό, τους υπόλοιπους συμμάχους και τις ιππάμαξες, για να πραγματοποιήσει χειμερινή εκστρατεία στο εσωτερικό της Φρυγίας, της επόμενης σατραπείας στα ανατολικά. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την προέλαση στα νότια, για να καταλάβει τις παράλιες πόλεις της Λυκίας και Παμφυλίας, ώστε να κυριαρχήσει στα παράλια και να εξουδετερώσει τον κίνδυνο του περσικού ναυτικού. Τότε ο περσικός στόλος θα διατηρούσε βάσεις μόνο στην Κύπρο, σε λίγα νησιά του Αιγαίου και ίσως σε κάποιες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων. Με τις λίγες βάσεις του υπό διαρκή κίνδυνο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή για τον Αλέξανδρο, αντίθετα θα υποχρεωνόταν αργά ή γρήγορα να υποχωρήσει προς τη Φοινίκη.
Εισβάλλοντας στη Λυκία κατέλαβε με έφοδο τα Ύπαρνα, μία οχυρή περιοχή, την οποία φρουρούσαν ξένοι μισθοφόροι. Είχε κατανοήσει πλέον πώς έπρεπε να φέρεται στους μισθοφόρους και τους άφησε να φύγουν κατόπιν συμφωνίας. Υπέταξε την Τελμισσό, πέρασε τον ποταμό Ξάνθο (Εσέν), του παραδόθηκαν τα Πίναρα, η πόλη Ξάνθος, τα Πάταρα και 30 μικρότερες πόλεις. Είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας του 334-333 π.Χ., όταν εισέβαλε στην περιοχή της Μιλυάδας, που γεωγραφικά ανήκε στη Φρυγία, αλλά διοικητικά στη Λυκία μετά από απόφαση του Μεγάλου Βασιλέως. Εκεί έσπευσαν να τον συναντήσουν πρέσβεις από τη Φάσηλη, για να τον στεφανώσουν με χρυσό στεφάνι και να ζητήσουν τη φιλία του. Ο Αλέξανδρος τους διάταξε να παραδώσουν τις πόλεις, οι Λύκιοι υπάκουσαν και βήμα – βήμα του παρέδωσαν αμαχητί όλη τη Λυκία, στην οποία τοποθέτησε σατράπη τον παιδικό του φίλο, Νέαρχο του Ανδροτίμου. Μετά πήγε στη Φάσηλη, όπου πληροφορήθηκε τη συνωμοσία του Αλέξανδρου του Αερόπου.
Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, αυτός ο εταίρος από το μακεδονικό έθνος των Λυγκηστών ήταν από τους πρώτους, που φόρεσαν πολεμική εξάρτηση και έσπευσαν με τον Αλέξανδρο Γ΄ στα ανάκτορα, για να ξεκαθαρίσουν τη συνωμοσία. Τα αδέλφια του, Ηρομένης και Αρραβαίος είχαν αναμιχθεί στη δολοφονία του Φιλίππου, αλλά λόγω της προθυμίας, που έδειξε, ο Αλέξανδρος Γ΄ απάλλαξε τον συνονόματό του εταίρο από τις κατηγορίες και τον περιέβαλε με την εμπιστοσύνη του. Τον έστειλε στη Θράκη ως στρατηγό και αργότερα του ανέθεσε την διοίκηση του θεσσαλικού ιππικού, όταν άφησε τη θέση αυτή ο Κάλας για να γίνει σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας. Ωστόσο ο Αλέξανδρος του Αερόπου κάθε άλλο παρά πιστός ήταν στον Οίκο των Αργεαδών. Είχε διαχωρίσει τη θέση του από εκείνη των αδελφών του, διότι ήθελε να παραμείνει μέσα στις εξελίξεις και να εδραιώσει τη θέση του στην Αυλή της Μακεδονίας. Παράλληλα είχε δώσει στον Αμύντα του Αντιόχου, που αυτομόλησε, επιστολή με προτάσεις και προσφορές προς τον Δαρείο, ζητώντας τη βοήθειά του για να καταλάβει το θρόνο της Μακεδονίας.
Ενάμιση χρόνο νωρίτερα ο Πέρσης βασιλιάς είχε απαλλαγεί από τον Φίλιππο, όχι όμως και από τον μακεδονικό κίνδυνο. Πρόσφατα οι σατράπες του είχαν νικηθεί στον Γρανικό, ο Μέμνων είχε ηττηθεί στο χερσαίο μέτωπο και τέσσερις σατραπείες (Ελλησποντική Φρυγία, Λυδία, Καρία και Λυκία) βρίσκονταν ήδη στην κατοχή του Αλεξάνδρου. Είχε έρθει η ώρα για τον Δαρείο να χρησιμοποιήσει τον εταίρο Αλέξανδρο ως ανάχωμα στην επέλαση του βασιλιά Αλεξάνδρου. Έστειλε τότε έναν έμπιστο ακόλουθό του, τον Σισίνη, δήθεν προς τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας, στην πραγματικότητα όμως προς τον Λυγκηστή. Ο Μέγας Βασιλεύς εγγυόταν στο Λυγκηστή ότι θα τον εγκαθιστούσε βασιλιά στη Μακεδονία και θα του έδινε 1.000 χρυσά τάλαντα, αν σκότωνε τον Αλέξανδρο. Ο Σισίνης όμως έπεσε στα χέρια του Παρμενίωνα, ο οποίος ήδη επιχειρούσε στη Μεγάλη Φρυγία και μόλις έμαθε την αποστολή του Πέρση, τον έστειλε με συνοδεία στον βασιλιά. Εκείνος συγκάλεσε σύσκεψη των εταίρων και ζήτησε τη γνώμη τους. Οι εταίροι τού είπαν ότι κακώς είχε πράξει εξαρχής, όταν εμπιστεύθηκε τον Λυγκηστή μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, και ότι ήταν σοβαρότατο λάθος να του εμπιστευθεί το καλύτερο και μεγαλύτερο σώμα ιππικού μετά το μακεδονικό, τους Θεσσαλούς, διότι υπήρχε ο κίνδυνος να τους προσεταιρισθεί και να τους στρέψει εναντίον του. Ακόμη, όλοι θεώρησαν ότι με την υπόθεση αυτή σχετιζόταν κι ένα θεϊκό σημάδι, το οποίο ο μάντης Αρίστανδρος από την Τελμισσό είχε ερμηνεύσει ως προμήνυμα συνωμοσίας από φίλους του Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να στείλει στον Παρμενίωνα τον Αμφοτερό με προφορικές διαταγές, διότι το θέμα ήταν υψίστης σημασίας και δεν έπρεπε να διαρρεύσει τίποτα. Ο Αμφοτερός φόρεσε τοπική ενδυμασία και με μερικούς Περγαίους για οδηγούς έφτασε στον Παρμενίωνα. Ο Αλέξανδρο του Αερόπου συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Η κατηγορία εις βάρος του ήταν βαρύτατη και τα αποδεικτικά στοιχεία συντριπτικά, αλλά δεν προσήχθη σε δίκη, διότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος δεν είχε εδραιωθεί ακόμη στο θρόνο, είχε ανάγκη καλής επικοινωνιακής πολιτικής και η δίκη (και βέβαιη καταδίκη) του συνωμότη λέγεται ότι θα προκαλούσε τη δυσαρέσκεια αν όχι την αντίδραση του Αντίπατρου.
Από τη Φάσηλη ο Αλέξανδρος έστειλε ένα τμήμα της στρατιάς στην Πέργη. Αυτό έπρεπε να περάσει μέσα από δύσβατα ορεινά περάσματα, γι’ αυτό είχαν προηγηθεί οι Θράκες, που διευθετούσαν τα δρομολόγια. Ο ίδιος προχώρησε από τον παραλιακό δρόμο, που ήταν βατός μόνο όταν φυσούσε Βοριάς. Τότε όμως φυσούσε Νοτιάς και τα κύματα σκέπαζαν την παραλία κάνοντας την αδιάβατη. Κάποια στιγμή άλλαξε ο άνεμος σε Βοριά και η στρατιά μπόρεσε να περάσει εύκολα και γρήγορα. Ο Αλέξανδρος και οι αυλοκόλακες το απέδωσαν σε θεϊκή εύνοια προς το πρόσωπό του, εμφανίζοντας τον Ποσειδώνα να βοηθά τον Αλέξανδρο να περάσει στην Παμφυλία, όπως υποτίθεται ότι ο Γιαχβέ βοήθησε τον Μωυσή να περάσει την Ερυθρά θάλασσα.
Είχε αφήσει πίσω του την Πέργη, όταν τον συνάντησαν οι προύχοντες της Ασπένδου, για να του παραδώσουν την πόλη και να τον παρακαλέσουν να μην τοποθετήσει φρουρά. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε και ζήτησε 50 τάλαντα και τους ίππους, που έτρεφε η πόλη ως φόρο στο Μεγάλο Βασιλέα. Εκείνοι συμφώνησαν και ο Αλέξανδρος στράφηκε προς τη Σίδη, όπου εγκατέστησε φρουρά. Μετά προέλασε εναντίον του Συλλίου, πόλης οχυρής που τη φρουρούσαν ξένοι μισθοφόροι και ντόπιοι. Δεν το πολιόρκησε όμως, διότι στο μεταξύ έμαθε ότι οι Ασπένδιοι αρνούνταν να τηρήσουν τη συμφωνία, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους μέσα στην πόλη, επισκεύαζαν τις ζημιές στα τείχη και έκλεισαν τις πύλες στους απεσταλμένους του Αλεξάνδρου. Η Άσπενδος ήταν χτισμένη σε ψηλό και απότομο ύψωμα, γύρω από το οποίο έρεε ο ποταμός Ευρυμέδων (Κιοπρού). Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε στους πρόποδες του υψώματος και οι Ασπένδιοι αιφνιδιασμένοι από την ταχύτητά του ζήτησαν να συνθηκολογήσουν με τους αρχικούς όρους. Εκείνος δεν τους δέχθηκε, αλλά δεν ήθελε και να χάσει χρόνο πολιορκώντας αυτήν την ισχυρή θέση. Έτσι ζήτησε να του παραδοθούν οι άρχοντες ως όμηροι, 100 τάλαντα αντί 50, οι ίπποι, να υποταχθούν στο σατράπη που θα τους όριζε, να πληρώνουν ετήσιο φόρο και να καταβάλουν αποζημίωση για τη γη, που είχαν αποσπάσει από τους γείτονές τους. Με τον τρόπο αυτό και τους Ασπένδιους τιμωρούσε για την υπαναχώρησή τους και στους γείτονες, τους οποίους αδίκησαν οι Ασπένδιοι, δημιουργούσε την αίσθηση ότι τους δικαίωνε και συνεπώς αποκτούσε τη φιλία και την συνεργασία τους.
Στη Λυκία και την Παμφυλία ο Αλέξανδρος δεν συνάντησε αντίσταση οργανωμένη και συντονιζόμενη από τους Πέρσες. Όσες πόλεις αντιστάθηκαν, το έκαναν αυτόνομα και ανεξάρτητα η μία από την άλλη, κινούμενες από τα ίδια κίνητρα, όπως και οι ελληνικές. Πίστευαν δηλαδή ότι τελικά θα νικούσαν οι Πέρσες και δεν ήθελαν να τους δείξουν κακή διαγωγή. Οι Πέρσες πράγματι δεν είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα, αντίθετα ο Δαρείος βρισκόταν στη Βαβυλώνα, όπου συγκέντρωνε στρατεύματα. Είχε επιλέξει τη Μεσοποταμία ως τόπο συγκέντρωσης, διότι διέθετε πλούσια παραγωγή, υδάτινες αρτηρίες και μπορούσε να σιτίσει μεγάλο στράτευμα επί μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πισιδία και Μεγάλη Φρυγία
(Αρριανός Α.29., Β.3., Πλούταρχος Αλέξανδρος 18.3, Κούρτιος 3.1., Ιουστίνος 11.7.16)
Ο Αλέξανδρος αφού εξασφάλισε την κατοχή της Παμφυλίας, εισέβαλε στην Πισιδία. Πέρασε από την Πέργη και μετά στράφηκε προς την Τερμισσό. Στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, όπου τον συνάντησαν πρέσβεις των Σελγέων. Αυτοί ήταν από παλιά εχθροί των Τερμισσέων και γι' αυτό ζητούσαν τη φιλία του Αλεξάνδρου, που συνήψε συμφωνία μαζί τους κι εκείνοι παρέμειναν ως το τέλος πιστοί σύμμαχοί του. Επειδή είδε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει σύντομα την Τερμισσό, στράφηκε προς τη Σαγαλασσό. Οι κάτοικοί της θεωρούνταν ως οι πιο πολεμικοί απ΄ όλους τους Πισίδες, οι οποίοι γενικά ήταν πολεμικός λαός και τους είχε προβάλει ως πρόφαση για τη στρατιωτική του κινητοποίηση ο Κύρος ο νεώτερος. Ο Αλέξανδρος τους πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη. Οι Σαγαλασσείς ήταν γυμνοί (δεν φορούσαν θώρακες) και έχασαν γύρω στους 500 άνδρες, ενώ οι Μακεδόνες έχασαν μόνο 20 και τον αρχηγό των τοξοτών, Κλέανδρο. Στη συνέχεια υποτάχθηκαν και οι υπόλοιποι Πισίδες, άλλοι με τη βία και άλλοι με συνθηκολόγηση.
Από τη Σαγαλασσό ο Αλέξανδρος προχώρησε στη Μεγάλη Φρυγία, πέρασε κοντά από τη λίμνη Ασκανία (Μπουρντούρ) και μετά από 5 ημερών πορεία έφθασε στις Κελαινές, την πρωτεύουσα της Φρυγίας. Η οχυρή ακρόπολη των Κελαινών δέσποζε στην περιοχή ελέγχοντας τις οδούς προς Παμφυλία στα Νότια, προς τις κοιλάδες των ποταμών Έρμου και Μαιάνδρου στα Δυτικά και προς το Γόρδιο στα Βόρεια. Οι φρουρά της, 1.000 Κάρες και 100 Έλληνες μισθοφόροι, δήλωσε ότι αν δεν φθάσουν ενισχύσεις μέσα σε 60 ημέρες, θα παραδινόταν. Επειδή η ακρόπολη ήταν από παντού απροσπέλαστη, ο Αλέξανδρος θεώρησε την πρότασή τους καλή και τη δέχθηκε. Εκεί έμεινε 10 ημέρες, άφησε πίσω του 1.500 άνδρες ως φρουρά της ακρόπολης, όρισε σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας και ξεκίνησε για το Γόρδιο, το οποίο επίσης ήλεγχε στρατηγικής σημασίας οδικές αρτηρίες και το οποίο είχε ορίσει ως σημείο συνάντησης με τις δυνάμεις του Παρμενίωνα, των αδειούχων νεόνυμφων και των νεοσυλλέκτων, που θα έφερναν μαζί τους. Τελικά, ο Δαρείος δεν έστειλε ενισχύσεις στις Κελαινές και οι κάτοικοι παρέδωσαν την πόλη τους στον σατράπη, που είχε ορίσει ο Αλέξανδρος.
Μόλις έφτασε στο Γόρδιο ανέβηκε αμέσως στην ακρόπολη, όπου ήταν τα ανάκτορα και η άμαξα του Γόρδιου. Ένας από τους μύθους σχετικά με την άμαξα αυτή ήταν ότι, όποιος έλυνε τον δεσμό της, θα γινόταν κύριος της Ασίας. Ο δεσμός αυτός ήταν από φλοιό κρανιάς και δεν φαινόταν να έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ο Αλέξανδρος δεν έβρισκε τρόπο να τον λύσει, αλλά δεν ήθελε και να τον αφήσει άλυτο. Οι περισσότεροι λένε ότι τον έκοψε με το ξίφος του, ο Αριστόβουλος όμως λέει ότι τράβηξε το ξύλινο καρφί του άξονα, που συνέδεε την άμαξα με τον ζυγό και συγκρατούσε το δεσμό. Φυσικά δεν έχει καμία σημασία πώς έλυσε τον γόρδιο δεσμό. Εκείνο, που είχε σημασία ήταν να πιστέψουν οι δεισιδαίμονες ασιάτες, ότι βαδίζει εναντίον τους αυτός, που πληρούσε τον αρχαίο χρησμό και ήταν πεπρωμένο να κυριεύσει την Ασία. Προχωρώντας βαθύτερα στην Ασία και γνωρίζοντας καλύτερα την ασιατική ψυχοσύνθεση επρόκειτο να τραβήξει αυτήν την ιστορία ακόμη μακρύτερα. Θα έπαιρνε την οριστική απόφαση, να ζητήσει τη θεοποίησή του.
Τη δύναμη νεοσύλλεκτων που έφεραν μαζί τους οι νεόνυμφοι αδειούχοι, αποτελούσαν 3.000 Μακεδόνες πεζοί, 300 Μακεδόνες ιππείς, 200 Θεσσαλοί ιππείς και 150 Ηλείοι με επικεφαλής τον συμπατριώτη τους Αλκία. Στο Γόρδιο συνάντησαν τον Αλέξανδρο επίσης πρέσβεις των Αθηναίων και ζήτησαν την απελευθέρωση των συμπατριωτών τους μισθοφόρων, που μετά την αιχμαλωσία τους στον Γρανικό είχαν μεταφερθεί σιδηροδέσμιοι στη Μακεδονία. Με το αίτημα αυτό μπορεί να επεδίωκαν μεταξύ άλλων και την προστασία του πολύτιμου οπλικού συστήματος, των μισθοφόρων, όμως δεν ήταν αυτή η βασική επιδίωξή τους, διότι είναι σαφές ότι μεταξύ των λόγων, που υποχρέωσαν την Αθήνα να υποστεί το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων και να ανεχθεί την Μακεδονική Ηγεμονία, δεν ήταν η αδυναμία της να βρει μισθοφόρους. Οι Αθηναίοι πρέσβεις υπέβαλαν αυτό το αίτημα, κυρίως διότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία προστάτευε τους Αθηναίους πολίτες και τυχόν αδικήματά τους δεχόταν να τιμωρηθούν μόνο από την Αθηναϊκή Δικαιοσύνη. Ο Αλέξανδρος τους απάντησε ξεκάθαρα ότι οι συμπατριώτες τους θα παρέμεναν φυλακισμένοι, όσο διαρκούσε ο πόλεμος, διότι έπρεπε να συντηρηθεί ο φόβος «των Ελλήνων, που επέλεξαν να πολεμήσουν υπέρ των βαρβάρων και κατά των Ελλήνων». Με αυτή τη στάση ίσως ήλπιζε ότι θα πιέσει τους Έλληνες μισθοφόρους του Δαρείου να αυτομολήσουν. Δεσμεύθηκε πάντως να επανεξετάσει το αθηναϊκό αίτημα, αν τα πράγματα εξελίσσονταν ευνοϊκά.
Περσικός αντιπερισπασμός στο Αιγαίο - Παφλαγονία & Καππαδοκία
(Αρριανός Α.20., Α.29., Β.1., Β.6., Διόδωρος ΙΖ.29.3-4, 30.2-κ.ε., 39.3, Πλούταρχος Αλέξανδρος 18.5, Κούρτιος 3.1.21-23, 3.2.1, 9, 17-19, Ιουστίνος 11.8.1-2)
Μετά την πτώση της Αλικαρνασσού είχε αρχίσει ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στον Μέμνονα τον Ρόδιο και τον Αλέξανδρο. Τον χειμώνα του 334-333 π.Χ. ο Αλέξανδρος προέλαυνε στην Μικρά Ασία προσπαθώντας να αποκόψει τον Μέμνονα από τα παράλια και τη μικρασιατική ενδοχώρα, για να τον διώξει από το Αιγαίο. Ο Δαρείος ήδη μετά τη μάχη του Γρανικού είχε διορίσει τον Μέμνονα αρχηγό όλου του ναυτικού και της Μικράς Ασίας. Τώρα όμως τα μικρασιατικά παράλια είχαν καταληφθεί από τον Αλέξανδρο, και ο Μέμνων σχεδόν αποκόπηκε από την Μικρά Ασία. Ο Δαρείος λοιπόν επεξέτεινε την εξουσία του Μέμνονα σε όλα τα παράλια της Μεσογείου, ώστε με τον περσικό στόλο και σημαντική δύναμη πεζών να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα και την ίδια τη Μακεδονία, προκειμένου να ανακόψει την πορεία του Αλέξανδρου. Η Κως ήταν εξ αρχής στα χέρια των Περσών, ο Μέμνων με την παραδοσιακή μέθοδο της προδοσίας κατέλαβε τη Χίο και εν συνεχεία κατέπλευσε στη Λέσβο. Κατέλαβε όλες τις σημαντικές πόλεις της, Άντισσα, Μήθυμνα, Πύρρα, και Ερεσσό, αλλά η πρωτεύουσα του νησιού δεν πτοήθηκε από τη δράση του. Παράλληλα με τις πολύ τολμηρές επιχειρήσεις, που διεξήγαγε, ο Μέμνων εξαγόρασε πολλούς Έλληνες (με πρώτους και καλύτερους τους Σπαρτιάτες) βάζοντάς τους στην υπηρεσία των περσικών σχεδιασμών. Ξεκίνησε την πολιορκία της Μυτιλήνης, έσκαψε διπλή τάφρο από θάλασσα σε θάλασσα και έκτισε πέντε στρατόπεδα. Ένα μέρος του στόλου του απέκλεισε το λιμάνι και το υπόλοιπο ναυλοχούσε στο ακρωτήριο Σίγριο, απ’ όπου περνούσαν τα σημαντικότερα εμπορικά δρομολόγια. Έτσι η Μυτιλήνη αποκόπηκε από τη στεριά και αποκλείστηκε από τη θάλασσα.
Ο Αλέξανδρος ανησύχησε βλέποντας τους Πέρσες να καταλαμβάνουν τα συμμαχικά νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που ελέγχουν τα στενά του Ελλησπόντου. Η ελεύθερη ναυσιπλοΐα σ’ αυτά τα στενά υπήρξε ανέκαθεν ζωτικής σημασίας για τον ανεφοδιασμό και το εμπόριο όλων των ελληνικών κρατών και συνεπώς, όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε τη διάλυση του στόλου αφήνοντας αφρούρητο τον Ελλήσποντο, δεν υπολόγιζε σε τέτοια κίνηση από τους Πέρσες. Με δεδομένες τις επιτυχίες του Μέμνονα, η τακτική του Αλεξάνδρου ήταν ριψοκίνδυνη, αλλά όχι αδικαιολόγητη. Είχε προσδιορίσει ως κύριο αντίπαλο τα πρακτικώς ανεξάντλητα κυβερνητικά στρατεύματα των Περσών και όχι τα περιορισμένα σε αριθμό και δυνατότητες στρατεύματα των μεθοριακών σατραπειών. Πάντως, λίγους μήνες αφού διέλυσε το στόλο του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, ο Μέμνων τον υποχρέωσε να διατάξει την συγκρότηση δύο νέων στόλων. Είχε υποστεί πλήγμα με πολλές συνέπειες και σημαντικότερη από όλες ήταν η οικονομική αφαίμαξη. Είδαμε ότι ο Αλέξανδρος διέλυσε το στόλο λόγω αδυναμίας του να τον συντηρήσει και τώρα ήταν υποχρεωμένος να συγκροτήσει όχι έναν, αλλά δύο στόλους.
Ο Αλέξανδρος παρέμεινε μία ημέρα στο Γόρδιο και μετά προέλασε προς την Άγκυρα, όπου τον συνάντησαν Παφλαγόνες πρέσβεις, που ζητούσαν να συνθηκολογήσουν. Του παρέδωσαν τις πόλεις τους και τον παρακάλεσαν να μην εισβάλει στη χώρα τους. Προφανώς ανησυχούσαν για τα αποθέματά τους σε τρόφιμα και παράλληλα ήλπιζαν να αποφύγουν την φόρου υποτέλεια, όπως είχαν καταφέρει και επί Περσών. Εκείνος δέχθηκε την υποταγή και τους ομήρους, που του παρέδωσαν, τους εξαίρεσε από την υποχρέωση πληρωμής φόρων και τους υπήγαγε διοικητικά στη σατραπεία της Ελλησποντικής Φρυγίας. Τις ημέρες εκείνες του Μαΐου του 333 ο Δαρείος και ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκαν τον αιφνίδιο θάνατο του Μέμνονα, του μοναδικού ανθρώπου (όπως αποδείχθηκε), που μπορούσε να βλάψει τον Αλέξανδρο.
Ο θάνατος του Μέμνονα ήταν μοιραία απώλεια για την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Στις συζητήσεις, που ακολούθησαν, για το δέον γενέσθαι ο Χαρίδημος συμβούλεψε πολύ σωστά τον Δαρείο να παραμείνει στην έδρα του ως ισχυρός βασιλιάς της Ασίας και να αναθέσει την ηγεσία του στρατεύματος σε έναν στρατηγό με αποδεδειγμένες ικανότητες (υπονοώντας τον εαυτό του), που θα χρεωνόταν την τυχόν αποτυχία, ενώ ο Δαρείος θα έμενε προσωπικά αλώβητος. Τον συμβούλεψε δηλαδή να εφαρμόσει την τακτική των ελληνικών δημοκρατιών, στις οποίες οι στρατηγοί ήταν εντολοδόχοι και υπόλογοι έναντι της πολιτικής ηγεσίας, ενίοτε δε και εξιλαστήρια θύματα για τις εσφαλμένες πολιτικές αποφάσεις. Για τη συντριβή του Αλεξάνδρου ο Χαρίδημος έκρινε αρκετή μία δύναμη 100.000 ανδρών, εκ των οποίων το ένα τρίτο θα ήταν Έλληνες μισθοφόροι, αλλά οι αυλοκόλακες έπεισαν τον Δαρείο ότι ο Χαρίδημος, αν και καταζητούμενος από τον Αλέξανδρο, σκόπευε να παραδώσει αυτό το στράτευμα στον διώκτη του και να βλάψει τους Πέρσες. Ο Χαρίδημος εθίγη από τον παραλογισμό και απευθύνθηκε στον Μεγάλο Βασιλέα, όπως θα μιλούσε σε Έλληνα πολιτικό. Ο Δαρείος προσεβλήθη και έβλαψε ανεπανόρθωτα τα ίδια του τα συμφέροντα, διατάσσοντας τη εκτέλεση του αυτόμολου Αθηναίου στρατηγού.
Τελικά ο Δαρείος δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τους «Έλληνες, που παρά τις κοινές αποφάσεις των Ελλήνων πολεμούσαν εναντίον των Ελλήνων στο πλευρό των Περσών». Ο Μέμνων ο Ρόδιος πέθανε την κρισιμότερη στιγμή, ο Αλέξανδρος του Αερόπου αποκαλύφθηκε πριν αναλάβει δράση και ο Χαρίδημος θανατώθηκε από τον ίδιο το Μεγάλο Βασιλέα σε ένα ξέσπασμα βασιλικής οργής. Ο μόνος αξιόπιστος αυτόμολος, που απέμεινε, ήταν ο Αμύντας. Αλλά ο Δαρείος προτίμησε να αγνοήσει και τις δικές του συμβουλές, για να κατατροπωθεί αργότερα στην Ισσό.
Ο Μέγας Βασιλεύς πείσθηκε από τους συμβούλους του ότι, αν αναλάμβανε ο ίδιος τη στρατηγία, οι άνδρες του θα πολεμούσαν γενναιότερα και ασφαλώς θα νικούσαν τον εισβολέα. Επειδή η συγκέντρωση του στρατού έγινε βιαστικά, διέταξε να συγκεντρωθούν στη Βαβυλώνα στρατεύματα από τα πλησιέστερα στην Περσία έθνη (Πέρσες, Μήδοι, Υρκανοί, Αρμένιοι, Δέρβικες, Κάσπιοι και Καρδούχοι). Δεν προσκλήθηκαν στρατεύματα από τις άνω (ανατολικές)σατραπείες, όπως η Βακτριανή, η Σογδιανή, η Ινδία και η Ερυθρά Θάλασσα (ο Περσικός Κόλπος), ενώ είναι παράδοξο ότι εκτός από τους Κυπρίους και τους Φοίνικες, που αποτελούσαν τον περσικό στόλο, δεν αναφέρονται στρατεύματα ούτε από τα δυτικά της Περσίδας έθνη, τα πλησιέστερα των Κιλίκων, όπως οι Σύριοι, οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι. Μία ερμηνεία θα ήταν ότι τα στρατεύματα των πλησιέστερων της Κιλικίας περιοχών παρέμειναν στις θέσεις τους, για να αποτελέσουν δύναμη ανάσχεσης του Αλεξάνδρου σε περίπτωση, που θα νικούσε τον Δαρείο. Όμως αυτό δεν υποστηρίζεται ούτε από τις αρχαίες πηγές ούτε από όσα ακολούθησαν. Μία άλλη εξήγηση είναι ότι απλώς παρέλειψαν να τα μνημονεύσουν οι σωζόμενοι συγγραφείς. Σ’ αυτήν την ερμηνεία συνηγορεί και η παρουσία του σατράπη της Αιγύπτου στο πλευρό του Δαρείου κατά τη μάχη της Ισσού, ενώ δεν αναφέρονται αιγυπτιακά στρατεύματα. Γνωρίζουμε ότι στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο σατράπης της Αιγύπτου, ενώ ο ύπαρχός του υποχρεώθηκε αργότερα να την παραδώσει στον Αλέξανδρο, επειδή δεν είχε Πέρσες στρατιώτες, για να αντισταθεί. Μία πλούσια και πολυάνθρωπη χώρα, όπως η Αίγυπτος με πολλές εξεγέρσεις κατά του περσικού ζυγού, που μόλις πρόσφατα είχε υποταχθεί για τελευταία φορά, είναι παράλογο να μην είχε ισχυρή περσική φρουρά. Η φρουρά αυτή πράγματι υπήρχε, αλλά είχε διαταχθεί να μεταβεί στην Κιλικία, απ’ όπου δεν επέστρεψε ξανά στην Αίγυπτο.
αντιγραφή από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου