e. e. cummings
επτά σημεία «σύγκλισης», επτά ποιήματα
Του Βασίλη Αμανατίδη
Η μετάφραση (κυρίως, μάλιστα, της ποίησης) όταν δεν υπαγορεύεται από στείρα επαγγελματική επιταγή (και στην ποίηση σπάνια υπαγορεύεται), είναι συνήθως μια αργή και απολαυστική διαδικασία, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις θα ήταν καλό να γεννιέται από περιέργεια, υποψία ή βεβαιότητα εκλεκτικής συγγένειας με το προς μετάφραση κείμενο. Μέσα από μια χρονοβόρα, πολύπλοκη και σχεδόν ατέρμονη διαδρομή αντιμεταχωρήσεων κι εγκολπώσεων, η μεταφραστική διαδικασία οφείλει πάντως να διατηρεί ως υψηλό στόχο έναν τελικό μεγαλειώδη «κανιβαλισμό»: ο μεταφραστής, αφού πολέμησε με την ατίθαση φύση του δυσμετάφραστου, προβαίνει κάποια στιγμή σε μια αποφασιστική «κανιβαλική ενσωμάτωση», δηλαδή «τρώει» το πρωτότυπο και το μεταμορφώνει σε «πρωτότυπο». Εννοώ πως: κάθε μετάφραση είναι, αναγκαστικά, μια παρερμηνεία, που για να μπορέσει να λάμψει με τρόπο ανάλογο αλλά διάφορο του πρωτοτύπου, οφείλει να είναι πραγματοποίηση μιας παράλογης αντίφασης - μια «αγαπώσα και σεβαστική άπιστη» ή μια «διαρκώς αμφιβάλλουσα και διερωτώμενη πιστή». Κοινώς, τίποτε στη μετάφραση να μη θυμίζει μετάφραση. Το μεταφρασμένο κείμενο ν' αποτελεί ένα καινούργιο κείμενο που, αν και αναμετράται αδυσώπητα με τον αρχικό συγγραφέα ή ποιητή, ανήκει πλέον κυρίως στον μεταφραστή. Υπό την έννοια αυτή -και ασχέτως του δικού μου μεταφραστικού αποτελέσματος-, μια προσεγμένη και δημιουργική μετάφραση (δηλαδή μια μετάφραση -ό,τι άλλο θα έπρεπε να αποκαλείται «μεταγλώττιση», και είναι δυστυχώς η μεγάλη πλειονότητα) θα έπρεπε κανονικά να υπογράφεται εξίσου από τον αρχικό συγγραφέα και από τον δευτερογενή συγγραφέα (μεταφραστή), και επομένως από το αναγκαστικό δίδυμο αυτής της υπέροχα παρά φύσιν συνέργειας.
'Οσο κι αν η ιδιοτροπία της ποίησης του e.e.cummings βολεύει έναν τέτοιον ισχυρισμό, δεν υπάρχει εύκολα ποίημά του που να μην μπορεί να μεταφραστεί. Νομίζω, άλλωστε, πως όλα τα ποιήματα είναι μεταφράσιμα, αν διευρύνουμε ελάχιστα το εννοιολογικό πλαίσιο της λέξης «μετάφραση». Απλώς, ένα δυσμετάφραστο ποίημα δε ζητάει διστακτική μετάφραση αλλά επανεγγραφή, η επιτυχία της οποίας, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη αυτού του νεφελώδους, δυσπρόσιτου αλλά υπαρκτού συνδετικού ιστού που δένει τον μεταφραστή με τον ποιητή, και το οποίο λέγεται «εκλεκτική συγγένεια».
Κατευθύνθηκα προς τον e.e.cummings το 2000. Υπηρετούσα τη θητεία μου στην Πολεμική Αεροπορία. Βαριόμουν φρικτά. Μέσα σ' ένα περιβάλλον που επιδιώκει την επανάληψη, τη ρουτίνα και την εξομοίωση, χρειαζόμουν επειγόντως ενέσεις αμετανόητης εφευρετικότητας και υπερήφανα ιδιοσυγκρασιακής διαφοροποίησης. Ξεκίνησα να τον μεταφράζω σαν ηδονικό παιχνίδι. Την εποχή εκείνη είχα ήδη αρχίσει να γράφω το τρίτο μου ποιητικό βιβλίο Τριαντατρία (Γαβριηλίδης 2003), στο πλαίσιο του οποίου κατευθυνόμουν συνειδητά προς μια απενοχοποιημένη υβριδοποίηση των στιλ και των ειδών. Παντιέρα του Τριαντατρία ήταν το εξής τριμερές σχήμα: Αποδοχή του ναρκισσισμού - Διαίρεση αλλά και τήξη των ειδών - Τεμαχισμός του εγώ, του ύφους, του στίχου. Ο e.e.cummings, που ήρθε σε μένα στα μισά της διαδρομής εκείνου του βιβλίου, καθόρισε αρκετά, υποθέτω, τον κυματισμό αυτής της παντιέρας. Η ελευθερία του, ο παιδευμένος παιδισμός του, η σοφή του αφέλεια, ο παραδόξως πειστικός και ιαματικός ρομαντισμός του, η «άτσαλη» φόρμα της γλώσσας του, ο αγέραστος μοντερνισμός του πειραματισμού του, η πρωτοπόρος δυναμική του προδρομικά λετριστικού κοσμοειδώλου του, σε συνδυασμό με την επανανακάλυψή του από τα καινούργια ιντερνετικά παιδιά, τους νέους ηλεκτρονικούς ποιητές και την αενάως παίζουσα αβάν γκαρντ της σύγχρονης μετα-ποπ σκηνής (Bjork) με ώθησαν κατά τρόπο αβίαστο να τον ανακαλύψω ως έναν παράλογα μοντέρνο, ως έναν εντελώς σημερινό, ως κάποιον το παράδειγμα του οποίου όφειλα ν' ακολουθήσω. Αν ο Beckett είναι για μένα ο ένας πόλος που μπορεί να καθορίσει και τον αιώνα που διανύουμε, ο e.e.cummings -παρά το «μικρότερο» και πιο περιθωριακό δέμας του- έγινε αυτόματα ο άλλος. Γύρω από αυτούς τους τόσο διαφορετικούς πόλους, ανακάλυψα ένα άνυσμα που με τις άπειρες ταλαντώσεις του ορίζει, αλλά και διευκολύνει, την υπαρξιακή και καλλιτεχνική μου αναπνοή. Στην ποίησή του -μια ποίηση ιδιότροπα ατελή, τεμαχισμένα ολόκληρη- ανακάλυψα έναν σπάνιο αναπνευστήρα. Είμαι όμως σίγουρος πως το στόμιο αυτού του αναπνευστήρα ταίριαζε ήδη στο σχήμα του στόματός μου.
Στο εξής, έπιανα τον e.e.cummings, δοκίμαζα, μετέφραζα. Πυρετικά ή οργανωμένα. Με διαλείψεις, παύσεις, επανακάμψεις, διαρκείς αναθεωρήσεις. Ξανά και ξανά. 'Εχοντας πρoηγουμένως βρει ένα μεταφραστικό στίγμα, άρχισα να μαζεύω και τις λίγες μεταφράσεις του e.e.cummings στα ελληνικά που δεν είχα υπόψη μου. 'Αρχισα έτσι να υποπτεύομαι τις ξεχωριστές προϋποθέσεις, τους συμβιβασμούς, τις επιτυχίες και τις διαφοροποιήσεις κάθε μεταφραστή, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου.
'Εχοντας πια μεταφράσει πάνω από τριάντα ποιήματά του, προχωρώντας και σε άλλα, και ετοιμάζοντας σιγά σιγά ένα βιβλίο, διακρίνω πια αρκετά καθαρά πού κάνω τον e.e.cummings «κυκλικό» και πού τον «τετραγωνίζω». Πού αφήνομαι (ελάχιστα είναι η αλήθεια) να τον προδίδω και πού παρουσιάζομαι εμφανέστερα σαν ιδιωτικό «μας» παιχνίδι ανάμεσα στους στίχους, πού επιθυμώ να τον μπολιάσω (παράλογα, αλλά και ταιριαστά με ένα π.χ. «ελυτικό» ή ακόμη και «τσελανικό» στοιχείο) και πού να εφαρμόσω αναλογίες και να πάρω ελευθερίες. 'Ετσι, μεταφράζοντας τον ποιητή που έχει αναγάγει το απόσπασμα και την τμήση σε αισθητική αξία, πώς θα μπορούσα π.χ. να μην προβώ μια-δυο φορές σε εσωτερικές τομές λέξεων, όταν η ελληνική γλώσσα το ευνοεί, ακόμη κι αν ο ίδιος στον στίχο εκείνο δεν το πράττει. (Το "spine", φερ' ειπείν, έγινε με τομή στίχου «σπονδ/υλική στήλη», υποθέτοντας ότι η ευρηματικότητά του θα συναινούσε, αν ο ίδιος μπορούσε να γνωρίζει τις δυνατότητες επήρειας της ελληνικής επί του λόγου του). Το σίγουρο, πάντως, είναι το εξής: από τις μεταφράσεις αυτές δεν επιθύμησα ποτέ να εξαφανιστώ ως ποιητής. Αντιθέτως, επιδίωξα παθιασμένα να συμπλεύσω μαζί του εμφανώς, και -για να το πω έτσι- κατά έναν τρόπο ισότιμο: ως δύο ποιητές που συμπαθιούνται και αγαπιούνται, ακόμη κι αν ο e.e.cummings αυτό το αγνοεί. Δηλαδή, ενσωμάτωσα μερικά ποιήματα του e.e.cummings διά της βίας (αναγκαστικά, χωρίς τη συναίνεσή του), με την ελπίδα να βγουν από μέσα μου με καισαρική τομή προς το ενδιάμεσο πεδίο μιας άλλης γλώσσας, με φαινομενικά ανώδυνη ύπνωση, χωρίς εμφανείς τους πόνους του τοκετού, αλλά με τη μοιραία ρήξη της γέννας, και μάλιστα με το στίγμα του «μη φυσιολογικού» τοκετού. 'Οπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε μετάφραση που επιχειρεί -με έκβαση επιτυχή ή μη- να σεβαστεί τον εαυτό και την πηγή της.
Η ποίηση του e.e.cummings, ειδικά η οψιμότερη, βασίζεται πολύ (θα έφτανα στο σημείο να πω ότι βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά) σε μια πολύ ιδιαίτερη χρήση του μέτρου, του ρυθμού και της ρίμας. Σε μεγάλο μέρος της ποίησής του γράφει σατιρικά ποιήματα ή δοξαστικά ερωτικά «τραγούδια», τα οποία μοιάζουν (περιέργως; τυχαία;) με μια ιδιόμορφη «λευκή» εκδοχή των γκόσπελ, ή ακόμη, όσο παρακινδυνευμένος κι αν ακούγεται ένας τέτοιος ισχυρισμός, του σημερινού ραπ. Πρόκειται για μια παιγνιωδώς λόγια εκδοχή «λαϊκής» και «αχειροποίητης» ποίησης, που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη φωνηματική και φωνητική λειτουργία του λόγου και των παρηχήσεων, στο παιχνίδισμα των ήχων και των σημασιών τους - στοιχεία, πάντως, που εγνωσμένα προορίζονται να ξετυλιχθούν πάνω στην οπτική παγίωση του λευκού «καμβά» της τυπογραφικής σελίδας. Με αυτόν τον υψηλά δημιουργικό περιορισμό κατά νου, στα περισσότερα ποιήματά του, παίζει διαρκώς με την ομοιοκαταληξία στο εσωτερικό των στίχων, και κυρίως μ' ένα πολύ προσωπικό είδος «οπτικής ρίμας», που στην ηχητική της εκδοχή ακούγεται λοξή, ατελής, «στραμπουληγμένη» και παραφθαρμένη ή μπορεί και να προσπερνιέται ως αθέατη - και εννοώ ανήκουστη (π.χ. know-grow-how / proclaim-dream-seem / amaze-paradise-yes κ.ο.κ.). Αυτή, λοιπόν, η καίρια -για να μην πω πρωταρχική- ηχητική-οπτική διάσταση της ρίμας και του ρυθμού, η ακολουθία και η τήρηση της ιδιόρρυθμης ρυθμολογίας και μουσικότητας του e.e.cummings (που λόγω της εκτεταμένης αγγλικής χρήσης των μονοσύλλαβων λέξεων αποτελεί στην ελληνική μετάφραση ένα μάλλον δύσκολο εγχείρημα), στη συγκεκριμένη μεταφραστική προσέγγιση καταβλήθηκε προσπάθεια όχι απλώς να μην παραμεριστεί αλλά και να τηρηθεί απαρέγκλιτα, ακριβώς επειδή είναι κατεξοχήν ένας ποιητής «σωματικός» (δεν έχω άλλη λέξη), τα ποιήματα του οποίου είναι «πράγματα» που ηχούν και φαίνονται και όχι ιδέες που απηχούν και παραπέμπουν.
ʼλλα βασικά μεταφραστικά ζητούμενα ήταν η αναλογική ισορροπία του ποιήματος ως μορφολογικής ολότητας και όχι απλώς η κατά λέξη ακρίβεια. Η ανάγλυφη αποτύπωση, και σε καμία περίπτωση η εξομάλυνση, των εσωτερικών ρήξεων, των ασυνεχειών, των επιτηδευμένων υπερβολών και των γραμματικών «λαθών», ακόμη και των αντιφάσεων της γλώσσας του. Ενώ ταυτόχρονα, και παρά την αντίξοη επιβάρυνση των προηγούμενων όρων και ζητούμενων, εδώ καταβλήθηκε προσπάθεια να τηρηθεί, κατά το δυνατόν απαράβατα, και η πιστότητα του νοήματος, φροντίζοντας να περιορίσω στο ελάχιστο ακόμη και τη χρήση των αναλογιών. Σε κάποιες περιπτώσεις έκρινα απαραίτητο να πάρω ορισμένες «χτυπητές» ελευθερίες, κυρίως όμως ως ένα εκ των υστέρων κλείσιμο του ματιού προς έναν πραγματικά ελεύθερο, ανένταχτο και ακατάτακτο ποιητή-εφευρέτη, που αποτέλεσε διά βίου μια ανακουφιστικά «αυθαίρετη» δημιουργική εξαίρεση. Θα θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, εάν μόνο λίγα από αυτήν την προσπάθεια φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού στην τελική μετάφραση, και τελικά εάν αυτή δεν μοιάζει και τόσο με μετάφραση. Επομένως, εάν η «κανιβαλική ενσωμάτωση» του πρωτοτύπου έχει επιτευχθεί με ισορροπία απόλυτης βίας-ρήξης και απόλυτης τρυφερότητας-επανόρθωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου