Αναγνώστες

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

Επιστροφή στην Τύρο
(Αρριανός Γ.6)

Κατά τον Απρίλιο του 331 π.Χ., στην αρχή του τέταρτου χρόνου της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος προέλασε από τη Μέμφιδα με κατεύθυνση την Φοινίκη. Ο στρατός για να διασχίσει την απόσταση από τη Μέμφιδα ως το Πηλούσιο, πέρασε από ένα μεγάλο αριθμό γεφυρών, τόσο στη Μέμφιδα όσο και σε όλα τα κανάλια στο δρομολόγιό του. Για μία ακόμη φορά έγινα οι προπαρασκευές για τη διέλευση της Ερήμου του Σινά, ο στόλος και πάλι ανεφοδίαζε το στρατό, αλλά τώρα δεν χρειαζόταν να μεταφέρει τις πολιορκητικές μηχανές, τους συνακολουθούντες και τα προσωπικά είδη της δύναμης, που παρέμεινε ως φρουρά στην Αίγυπτο.

Ο Αλέξανδρος έφθασε στην Τύρο περί τα μέσα Ιουνίου του 331 και ασχολήθηκε με μία σειρά από διοικητικά και στρατιωτικά θέματα. Ο Αμφοτερός είχε καταλάβει την Κρήτη, είχε εκδιώξει τους Πέρσες και τους συμμάχους τους Σπαρτιάτες και ετοιμαζόταν να κάνει απόβαση στην Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος διέταξε τους Φοίνικες και του Κυπρίους να ενισχύσουν με 100 πλοία το στόλο του Αμφοτερού, που έσπευδε να βοηθήσει όσους παρέμεναν πιστοί στον πόλεμο κατά των Περσών και δεν ήθελαν να συμμορφωθούν προς τις επιθυμίες των Σπαρτιατών, αφού ο Αντίπατρος ήταν απασχολημένος στο μέτωπο της Θράκης εναντίον του αποστάτη Μέμνονα. Τοποθέτησε στη Φοινίκη τον Κοίρανο από την Βέροια ως υπεύθυνο για τη συλλογή των φόρων. Στην περιοχή του Ταύρου τη συλλογή των φόρων ανέθεσε στον Φιλόξενο. Τον Άρπαλο, που μόλις είχε γυρίσει από τη φυγή του, δεν τον αμνήστευσε απλώς, αλλά του ανέθεσε και πάλι τη διαχείριση του ταμείου της εκστρατείας. Ανακάλεσε τον Άσανδρο του Φιλώτα, που μέχρι τότε ήταν σατράπης της Λυδίας και στη θέση του τοποθέτησε τον μέχρι τότε αρχηγό των ξένων μισθοφόρων, τον εταίρο Μένανδρο. Έκανε θυσίες, πομπές και οργάνωσε λαμπρούς αγώνες κυκλικών χορών και τραγωδιών, στους οποίους συμμετέσχαν πολλά και λαμπρά καλλιτεχνικά ονόματα. Τη διοργάνωσή τους ανέλαβαν οι βασιλείς της Κύπρου σύμφωνα με το σύστημα των χορηγιών. Οι αλλεπάλληλες διοργανώσεις τέτοιων αγώνων και οι προσκλήσεις αθλητών και καλλιτεχνών από την Ελλάδα είχαν σκοπό να δείξουν ότι οι κατακτήσεις δεν τρόπαιο μόνο του Ηγεμόνος της Ελλάδος, αλλά όλων των Ελλήνων, οι οποίοι είχαν πάρει την απόφαση για την εκστρατεία.

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, που επέμενε στην ετεροδικία των πολιτών της, είχε στείλει ένα από τα δύο ιερά της πλοία, την Πάραλο, σε όλο το πλήρωμα της οποίας είχε αναθέσει χρέη πρέσβεων. Σύσσωμο το πλήρωμα παρουσιάσθηκε στον Αλέξανδρο και μεταξύ άλλων έθεσε ξανά το παλιό αίτημα της Αθήνας: να απελευθερώσει όσους από τους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, που αιχμαλωτίσθηκαν στο Γρανικό, ήταν Αθηναίοι πολίτες. Εκείνος ικανοποίησε όλα τα αιτήματά τους και απελευθέρωσε τους Αθηναίους μισθοφόρους. Κατείχε όλα τα ανατολικά παράλια της Μεσογείου, αισθανόταν ασφαλής και μπορούσε πλέον να υλοποιήσει την υπόσχεση, που είχε δώσει στην προηγούμενη πρεσβεία τους, στο Γόρδιο περίπου δύο χρόνια νωρίτερα.

Από την Τύρο θα άρχιζε η προέλαση στο εσωτερικό της Ασίας. Η στρατιά δεν θα μπορούσε πλέον να ανεφοδιάζεται από το στόλο και η Διοικητική Μέριμνα έπρεπε να αντιμετωπίσει καταστάσεις άγνωστες σε όλους τους ελληνικούς στρατούς. Οι αποστάσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες, οι δυσκολίες από τη μορφολογία του εδάφους τεράστιες και οι δια ξηράς μεταφορικές ικανότητες περιορισμένες. Υπήρχε σοβαρότατος κίνδυνος να καταστραφεί η στρατιά ανά πάσα στιγμή, χωρίς να προηγηθεί μεγάλη μάχη, λόγω διακοπής του εφοδιασμού. Ο Αλέξανδρος έπαυσε τον σατράπη της Συρίας, Αρίμμα, και τον αντικατέστησε με τον Ασκληπιόδωρο του Ευνίκου, διότι έκρινε ότι δεν είχε κάνει για την προπαρασκευή της προέλασης, όσα του είχε αναθέσει, όταν τον τοποθέτησε.


Ασσυρία
(Αρριανός Β.12, Γ.1, 7, 15, Δ.20 , Ζ.4.6, Διόδωρος ΙΣΤ.43.4, ΙΖ.37.3-38, 54.7, 55.1-4, 107.6, Πλούταρχος Αλέξανδρος 21, 30.1, 5, 31.7-8, 70.3, Κούρτιος 3.12.3-23, 4.9.10, 10.18-19, 24, 25-34, 11.1-9, 8.4.25, Ιουστίνος 11.9.12-16, 11.12.6, 8-16, 13.1, 15.5-κ.ε. 12.10.9)

Η στρατιά άφησε την Τύρο και έφθασε στη Θάψακο (Καρκεμίς) τον μήνα Εκατομβαιώνα (16 Ιουλίου – 15 Αυγούστου) του 331 π.Χ. Το μηχανικό του Αλεξάνδρου, που προπορευόταν όπως συμβαίνει και σήμερα, είχε διαταχθεί να κατασκευάσει δύο γέφυρες, για να περάσει η στρατιά τον Ευφράτη, αλλά δεν μπορούσε να τις ολοκληρώσει. Φοβόταν μήπως τις χρησιμοποιήσει, για να του επιτεθεί ο Μαζαίος, που με 3.000 ιππείς και 2.000 Έλληνες μισθοφόρους επιτηρούσε την απέναντι όχθη. Όταν ο Μαζαίος έμαθε ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος με τη στρατιά του, έφυγε και οι εργασίες στη γεφύρωση του ποταμού ολοκληρώθηκαν αμέσως. Αποστολή του Μαζαίου δεν ήταν να εμπλακεί, αλλά να καθυστερήσει την προέλαση του Αλεξάνδρου και ταυτόχρονα να εφαρμόσει την τακτική της καμένης γης. Αφού λοιπόν κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή σε μεγάλη έκταση στα ανατολικά του Ευφράτη και έκρινε ότι η περιοχή είχε γίνει αδιάβατη ελλείψει εφοδίων, ο Μαζαίος επέστρεψε στο στρατόπεδο του Δαρείου. Όμως δεν κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή σε όλες τις κατευθύνσεις, αφήνοντας στον Αλέξανδρο τουλάχιστον ένα εναλλακτικό δρομολόγιο. Ο Δαρείος Γ΄ επέτρεψε στον ισχυρό και επιτιθέμενο στρατό του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων να κινηθεί στο εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας ευκολότερα απ΄ ότι ο Αρταξέρξης Β΄ στη μικρότερη και καταδιωκόμενη δύναμη των Μυρίων. Αυτό αποδεικνύει σαφώς ότι ο Δαρείος ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής ήταν ανεπαρκής. Έτσι ο Αλέξανδρος προέλασε στο εσωτερικό της Μεσοποταμίας με βόρεια κατεύθυνση, έχοντας στα αριστερά του τον Ευφράτη και τα βουνά της Αρμενίας. Δεν ακολούθησε το συντομότερο δρομολόγιο προς τη Βαβυλώνα, διότι ο Μαζαίος το είχε κάνει αδιάβατο ελλείψει εφοδίων και η ανεπάρκεια του Αρρίμμα δεν βοηθούσε την κατάσταση. Στο βόρειο δρομολόγιο ήταν ευκολότερος ο ανεφοδιασμός και λιγότερη η ζέστη.

Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας πέθανε η σύζυγος του Δαρείου. Δεν είμαστε βέβαιοι για το όνομα ούτε της συζύγου ούτε της κόρης του Δαρείου. Μόνο ο Πλούταρχος αναφέρει το όνομα της συζύγου και την ονομάζει Στάτειρα, όπως ακριβώς και την κόρη της, την οποία τελικά παντρεύτηκε ο Αλέξανδρος στα Σούσα. Στάτειρα ονομάζουν αυτήν την κόρη και ο Διόδωρος και ο Ιουστίνος, ενώ ο Αρριανός την ονομάζει Βαρσίνη. Όποιος επιλέξει να εξεύρει την αλήθεια δια της πλειοψηφίας και μεταξύ αυτών των δύο ονομάτων, υποχρεωτικά θα ονομάσει Βαρσίνη τη σύζυγο και Στάτειρα την κόρη του Δαρείου. Η πληροφορία ότι πέθανε κατά τη διάρκεια τοκετού ή αποβολής και ότι ο Αλέξανδρος την έθαψε με μεγαλοπρέπεια μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπεύθυνος για την εγκυμοσύνη της ήταν ο Αλέξανδρος. Αυτό ακριβώς φαίνεται ότι προσπάθησε να συγκαλύψει η προπαγάνδα της Αυλής του κατασκευάζοντας μία ιστορία, οι παραλλαγές της οποίας διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Συγκεκριμένα, οι σωζόμενοι ιστορικοί παραδίδουν τα εξής για μετά τη μάχη της Ισσού:

Αρριανός: η μητέρα, η σύζυγος και τα παιδιά του Δαρείου έμαθαν ότι ο Αλέξανδρος επέστρεφε με τα βασιλικά σύμβολα του Μεγάλου Βασιλέα και πιστεύοντας ότι ήταν νεκρός, άρχισαν να θρηνούν. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Λεοννάτο να τις ενημερώσει ότι ο Δαρείος ήταν ζωντανός κι ότι εκείνες θα διατηρούσαν τους βασιλικούς τίτλους και τις τιμές, διότι δεν είχε τίποτα το προσωπικό εναντίον του Δαρείου και απλώς πολεμούσε για την εξουσία. «Αυτά τα κατέγραψαν ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος. Άλλοι συγγραφείς [που δεν έλαβαν μέρος στην εκστρατεία και δεν είχαν άμεση αντίληψη των γεγονότων] έγραψαν ότι» την επομένη ο Αλέξανδρος κι ο Ηφαιστίων πήγαν στη σκηνή των γυναικών και η μητέρα του Δαρείου εκλαμβάνοντας τον πιο εμφανίσιμο Ηφαιστίωνα ως τον Αλέξανδρο έσπευσε να τον προσκυνήσει. Εκείνος υποχώρησε, η Σισίγγαμβρις ντράπηκε και ο Αλέξανδρος την καθησύχασε λέγοντας ότι κι ο Ηφαιστίων «είναι Αλέξανδρος». Ο Αρριανός ξεκαθαρίζει ότι αυτή η ιστορία με τον Ηφαιστίωνα στη σκηνή των γυναικών δεν παραδίδεται από τον Αριστόβουλο και τον Πτολεμαίο και ότι την περιλαμβάνει στο βιβλίο του χωρίς να τη «θεωρεί αληθινή, αλλά ούτε εντελώς ψεύτικη» και ότι όσοι την αναφέρουν ίσως πίστεψαν ότι ο Αλέξανδρος μπορούσε να μιλήσει και να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Πλούταρχος: η μητέρα, η σύζυγος και τα παιδιά του Δαρείου έμαθαν ότι ο Αλέξανδρος επέστρεφε με τα βασιλικά σύμβολα του Μεγάλου Βασιλέα και πιστεύοντας ότι ήταν νεκρός, άρχισαν να θρηνούν. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Λεοννάτο να τις ενημερώσει ότι ο Δαρείος ήταν ζωντανός κι ότι εκείνες θα διατηρούσαν τους βασιλικούς τίτλους και τις τιμές, διότι δεν είχε τίποτα το προσωπικό εναντίον του Δαρείου και απλώς πολεμούσε για την εξουσία. Επειδή η σύζυγος του Δαρείου ήταν η ωραιότερη απ’ όλες τις βασίλισσες, όπως κι ο Δαρείος ο ωραιότερος και ψηλότερος άντρας και τα κορίτσια είχαν πάρει την ομορφιά των γονιών τους, τις φύλασσαν σαν σε «ιερούς παρθενώνες, απρόσιτες από όλους». Όλες οι ευγενείς Περσίδες αιχμάλωτες ήταν πολύ ψηλές και ωραίες και ο Αλέξανδρος τις θεωρούσε «βασανιστήριο για τα μάτια του», εν τούτοις «φαίνεται ότι θεωρούσε την αυτοσυγκράτηση σημαντικότερη από την επιτυχία στα πεδία των μαχών και πριν από το γάμο του [με τη Ρωξάνη] δεν άγγιξε καμία από τις αιχμάλωτες εκτός από τη Βαρσίνη, τη χήρα του Μέμνωνα».

Διόδωρος: Όταν ο Αλέξανδρος μετά τη μάχη της Ισσού και την άκαρπη καταδίωξη του Δαρείου επέστρεψε στο στρατόπεδο με το τόξο και τον κάνδυ του Δαρείου, οι γυναίκες της συνοδείας του Πέρση βασιλιά νόμισαν ότι νεκρός άρχισαν να θρηνούν. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Λεοννάτο να τις καθησυχάσει και να τους πει ότι ο Αλέξανδρος θα τις επισκεπτόταν την επομένη. Πράγματι την επομένη πήγε στη σκηνή τους συνοδευόμενος από τον Ηφαιστίωνα, ο οποίος ήταν ψηλότερος και ωραιότερος από τον Αλέξανδρο. Έτσι η Σισύγγαμβρις, η μητέρα του Δαρείου, εξέλαβε εκείνον ως τον Αλέξανδρο και έσπευσε να τον προσκυνήσει σύμφωνα με το περσικό έθιμο. Οι παριστάμενοι της υπέδειξαν ποιός ήταν ο βασιλιάς κι εκείνη άρχισε να τον προσκυνά ντροπιασμένη για το λάθος της. Για να διασκεδάσει τους φόβους της, ο Αλέξανδρος την προσφώνησε μητέρα και της είπε ότι κι ο Ηφαιστίων «Αλέξανδρος είναι». Τη διαβεβαίωσε ότι θα τη θεωρούσε δεύτερη μητέρα του, της φόρεσε τα βασιλικά κοσμήματα, και όχι μόνο της άφησε το υπηρετικό προσωπικό της, αλλά της το αύξησε. Υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει για την αποκατάσταση των κορών της καλύτερα κι απ’ τον Δαρείο και ότι θα ανέτρεφε το μικρό γιο του Δαρείου σαν δικό του γιο και θα του απέδιδε βασιλικές τιμές. Για τη σύζυγο (και αδελφή του Δαρείου) είπε ότι δεν θα δοκίμαζε τίποτα χειρότερο της προηγούμενης ευδαιμονίας της και σε επισφράγιση δε όλων αυτών έδωσε το δεξί του χέρι, που ήταν η ασφαλέστερη εγγύηση προερχόμενη από έναν Πέρση. Επειδή ήταν δεδομένη και δηλωμένη στις επιστολές του προς τον Δαρείο η πρόθεση του Αλεξάνδρου να καταλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο του κοσμοκράτορα, μπορούμε να θεωρήσουμε το «τίποτα χειρότερο της προηγούμενης ευδαιμονίας» της συζύγου του Δαρείου ως μία πονηρή διπλωματική διατύπωση. Ο κάθε Μέγας Βασιλεύς κληρονομούσε από τον προκάτοχό του και το χαρέμι, έτσι ο Αλέξανδρος γενόμενος Μέγας Βασιλεύς θα κληρονομούσε και την σύζυγο του Δαρείου ως παλλακίδα, χωρίς να μειώνει σε τίποτα την υπόστασή της βάσει του περσικού βασιλικού πρωτοκόλλου. Ο Διόδωρος λοιπόν δεν αποκλείει –ίσως μάλιστα να υπονοεί- ότι ο Αλέξανδρος βιάστηκε να απολαύσει αυτό το προνόμιο.

Κούρτιος: Η διήγησή του είναι ίδια με του Διόδωρου. Για τη σύζυγο του Δαρείου λέει ότι ο Αλέξανδρος την είχε δει μία μόνο φορά, όταν επισκέφθηκε τη σκηνή των γυναικών μετά τη μάχη της Ισσού. Όμως «η εξαίρετη ομορφιά της δεν προκάλεσε την επιθυμία του, αλλά της φέρθηκε με τρόπο αρμόζοντα στη δόξα του», «είχε νοιώσει μόνο πατρικά αισθήματα» γι’ αυτήν και όχι μόνο δεν της φέρθηκε βίαια, αλλά φρόντισε και να μην επωφεληθεί κανείς από την αιχμαλωσία της.

Ιουστίνος: Μετά τη μάχη της Ισσού η μητέρα, η σύζυγος και οι δύο κόρες του Δαρείου έπεσαν στα πόδια του Αλεξάνδρου εκλιπαρώντας τον να μην τις εκτελέσει πριν κηδεύσουν το σώμα του Δαρείου. Ο Αλέξανδρος τις πληροφόρησε ότι ο Δαρείος ήταν ζωντανός και ότι δεν θα τις εκτελούσε, αλλά θα τις αντιμετώπιζε ως βασίλισσες. Είπε ακόμη στις κόρες ότι δεν θα έπρεπε να φοβούνται γάμους ανάρμοστους προς τη θέση του πατέρα τους. Ο Ιουστίνος προφανώς αναφέρεται στον γάμο του Αλεξάνδρου με τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου, τη Στάτειρα, ένα γάμο που οπωσδήποτε δεν ήταν «ανάρμοστος προς τη θέση του πατέρα της». Όσον αφορά στη σύζυγο του Δαρείου, λέει ότι την κήδευσε μεγαλοπρεπώς όχι λόγω σωματικής έλξης, αλλά λόγω ανθρώπινης συμπόνιας.

Όλες οι παραπάνω παραλλαγές υπερτονίζουν ότι ο Αλέξανδρος δεν άγγιξε τη σύζυγο του Δαρείου, ωστόσο από τη σύλληψή της μετά τη μάχη της Ισσού (τον Νοέμβριο του 333 π.Χ.) μέχρι το θάνατό της (περί τον Αύγουστο του 331 π.Χ.) είχε μεσολαβήσει περισσότερο από ενάμισι έτος και συνεπώς ο μόνος, που δεν μπορούσε να είναι πατέρας του παιδιού, ήταν ο Δαρείος. Σύμφωνα με τα πολεμικά ήθη της εποχής ο Αλέξανδρος δεν είχε υποχρέωση να τη σεβαστεί και θα μπορούσε να την κάνει δική του παλλακίδα ή να τη δώσει σε κάποιον άλλο, υψηλόβαθμο αξιωματούχο της στρατιάς. Δεν έπρεπε όμως να την μεταχειριστεί ως λεία πολέμου, διότι όπως φάνηκε αργότερα ήθελε να θεωρηθεί διάδοχος των Αχαιμενιδών και όχι καταστροφέας της δυναστείας τους. Επειδή δε η σύζυγος του Δαρείου ήταν το πολυτιμότερο λάφυρο όλου του πολέμου και επειδή ως διάδοχος των Αχαιμενιδών με βάσει το περσικό τυπικό ο Αλέξανδρος θα κληρονομούσε και το βασιλικό χαρέμι περιλαμβανομένης της συζύγου του προκατόχου του, δεν ήταν δυνατόν να τη δώσει ως παλλακίδα σε κάποιον άλλον. Πολύ περισσότερο, όταν η τήρηση του περσικού βασιλικού πρωτοκόλλου ήταν ο κύριος λόγος των μετέπειτα προστριβών του με τους κορυφαίους αξιωματικούς του. Συνεπώς η εγκυμοσύνη της (αν είναι πραγματικό γεγονός) ήταν αποτέλεσμα είτε βιασμού, είτε οικειοθελούς συνεύρεσης της με τον Αλέξανδρο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γενεαλογία και η καθαρότητα του αίματος ήταν πρωταρχικής σημασίας και απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποδοχή ενός ηγέτη από υπηκόους και αξιωματούχους. Ο αξιωματικός, που ενδεχομένως θα καθιστούσε έγκυο τη σύζυγο του Μεγάλου Βασιλέα, έπρεπε λοιπόν να έχει αυτοκτονικές τάσεις, διότι θα μόλυνε τη γραμμή διαδοχής στο θρόνο του κοσμοκράτορα, τον οποίο ο Αλέξανδρος διεκδικούσε για τον εαυτό του. Ο αξιωματικός αυτός φυσικά δεν θα επιζούσε κι επειδή θα ήταν οπωσδήποτε κάποιος υψηλόβαθμος, δεν θα μπορούσε να εξαφανιστεί χωρίς ίχνη ή σχόλια, τα οποία δεν υπάρχουν. Πρέπει λοιπόν να θεωρούμε βέβαιο ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρο άφησε έγκυο τη σύζυγο του Δαρείου, την οποία «καμιά γυναίκα της γενιάς της δεν την ξεπερνούσε σε ομορφιά», και ότι οι ιστορίες για την εγκράτειά του απέναντι «στην ωραιότερη ασιάτισσα», κατασκευάστηκαν εκ των υστέρων από τους επικοινωνιολόγους του, για να μην αμαυρωθεί η εικόνα του, αφού αν γινόταν γνωστό ότι άφησε έγκυο την αιχμάλωτη σύζυγο του αντιπάλου του βασιλιά, θα υποβίβαζε τον εαυτό του στο επίπεδο ενός οποιουδήποτε βάρβαρου και τυχοδιώκτη εισβολέα.
Εκείνος όμως ήθελε να θεωρηθεί ως ευγενής και φιλάνθρωπος βασιλιάς, κατάλληλος για διάδοχος των Αχαιμενιδών. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε μία άλλη ιστορία, της οποίας οι παρακάτω σωζόμενες παραλλαγές, ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζουν τον Δαρείο να ορίζει τον Αλέξανδρο διάδοχό του στο θρόνο:

Αρριανός: κάποια στιγμή, μετά τη μάχη της Ισσού ο βασιλικός ευνούχος δραπέτευσε, κατέφυγε στο Δαρείο και τον ενημέρωσε για τις τιμές, που απολάμβανε η οικογένειά του. Εκείνος ρώτησε αν η γυναίκα του ήταν πιστή και ο ευνούχος απάντησε ότι κι εκείνη ήταν πιστή και ο Αλέξανδρος δεν της επέβαλε κάποια βίαιη προσβολή. Τότε ο Δαρείος προσευχήθηκε στον ανώτατο θεό να του δώσει πίσω την εξουσία του, αλλά αν ο θεός είχε αποφασίσει να του τη στερήσει, τότε μόνο στον Αλέξανδρο έπρεπε να την παραδώσει.

Πλούταρχος: όταν η γυναίκα του Δαρείου πέθανε κατά τον τοκετό, ο Αλέξανδρος την κήδεψε με βασιλική μεγαλοπρέπεια κι έκλαψε για το θάνατό της. Ένας ευνούχος της συνοδείας της, ο Τίρεως, δραπέτευσε και μετέφερε την είδηση στο Δαρείο, ο οποίος υποψιάστηκε ότι οι τιμές αυτές οφείλονταν σε στενή σχέση του Αλεξάνδρου με την πανέμορφη βασίλισσα. Ο Τίρεως βεβαίωσε το Δαρείο για «την αυτοσυγκράτηση και το μεγαλείο της ψυχής» του Αλεξάνδρου και τότε ο Μέγας Βασιλεύς προσευχήθηκε στους θεούς της Περσίας να μην του πάρουν την εξουσία, αλλά αν είχαν αποφασίσει να του την αφαιρέσουν, ζητούσε «να μην καθίσει στο θρόνο του Κύρου κανένας άλλος απ’ τους ανθρώπους εκτός από τον Αλέξανδρο».

Κούρτιος: την παραμονή της μάχης των Γαυγαμήλων ένας από τους ευνούχους της ακολουθίας της συζύγου του Δαρείου, ο Τυριώτης, διέφυγε κι έφτασε στο περσικό στρατόπεδο. Παρουσιάστηκε στον Δαρείο και του ανακοίνωσε το θάνατο της συζύγου του, το πένθος του Αλεξάνδρου γι΄ αυτήν και τη μεγαλοπρεπή κηδεία της. Εκείνος υποψιάσθηκε ότι η αβρότητες του Αλεξάνδρου οφείλονταν σε ερωτική σχέση του με την αιχμάλωτη βασίλισσα, αλλά ο ευνούχος τον έπεισε ότι ο Αλέξανδρος δεν επέβαλε καμία μορφή βίας στις αιχμάλωτες. Τότε ο Δαρείος κλαίγοντας ορκίστηκε στους θεούς της χώρας του, πρώτα απ’ όλα να επιβάλουν την εξουσία του, αλλά αν η βασιλεία του επέπρωτο να τερματισθεί, να μην υπάρξει άλλος κύριος της Ασίας «από αυτόν τον δίκαιο εχθρό και ελεήμονα νικητή».

Ιουστίνος: όταν ο Δαρείος πληροφορήθηκε το θάνατο της συζύγου του και την ευγενή συμπεριφορά του Αλεξάνδρου, ανακουφίστηκε στη σκέψη ότι, αν δεν κατόρθωνε να νικήσει, θα ηττάτο από έναν τέτοιον άντρα. Επιπλέον, λίγο πριν ξεψυχήσει, ζήτησε να μεταφέρουν στον Αλέξανδρο τις ευχαριστίες του, διότι αν και εχθρός φρόντισε την οικογένειά του, ενώ οι συγγενείς του δολοφόνησαν τον ίδιο. Επίσης παρακαλούσε τον Αλέξανδρο να φροντίσει για την ταφή του και τον διαβεβαίωνε ότι προσευχόταν στους θεούς να τον κάνουν κυρίαρχο όλου του κόσμου.

Δηλαδή ο καλός βασιλιάς Αλέξανδρος όχι μόνο δεν άφησε έγκυο την αιχμάλωτη σύζυγο του αντιπάλου του βασιλιά, αλλά κέρδισε και τον θαυμασμό του. Αφού λοιπόν ήταν επιθυμία του τελευταίου Αχαιμενίδη βασιλιά να τον διαδεχτεί ο Αλέξανδρος, κανένας αξιωματούχος της περσικής Αυλής δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει για τον εαυτό του τον θρόνο. Γνωρίζουμε ότι αυτήν την άποψη δεν τη συμμερίστηκαν όλοι οι Πέρσες αξιωματούχοι, ούτε όλοι οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας, πάντως οι επικοινωνιολόγοι του Αλεξάνδρου δεν απέτυχαν στον τομέα της υστεροφημίας. Επί πολλούς αιώνες μετά το θάνατο των δύο βασιλιάδων οι μυθιστοριογράφοι σχεδόν όλων των λαών, ακόμη και της Δύσης την οποία δεν κατέκτησε ο Αλέξανδρος, περιέγραφαν τη συγκινητική συνάντησή του με τον ετοιμοθάνατο Δαρείο ή τη θλίψη του, που δεν τον πρόλαβε ζωντανό.

Μετά την κηδεία της Βαρσίνης συνέχισαν την πορεία προς τα ανατολικά. Κατά την προέλαση συνέλαβαν κάποιους από τις πολλές περιπόλους αναγνώρισης των Περσών, που είπαν ότι ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει μεγαλύτερο στρατό απ’ όσο στην Ισσό και ότι είχε στρατοπεδεύσει στον Τίγρη αποφασισμένος να εμποδίσει τη διάβαση του Αλεξάνδρου. Τότε ο Αλέξανδρος κινήθηκε βιαστικά προς τον ποταμό, αλλά δεν βρήκε ούτε το Δαρείο ούτε το υποτιθέμενο στρατόπεδο. Πέρασε από έναν πόρο, που του υπέδειξαν οι ντόπιοι, αλλά με μεγάλη δυσκολία, διότι το ρεύμα του ποταμού ήταν πολύ ορμητικό. Βιαζόταν να συναντήσει το Δαρείο και δεν ήθελε να χρονοτριβήσει κατασκευάζοντας γέφυρες. Ενδεχομένως έδεσε άρματα και άμαξες μεταξύ τους μέσα στην κοίτη του ποταμού, ώστε να ανακοπή η ορμή του ρεύματός του. Την 5η ημέρα του αττικού μήνα Βοηδρομιώνα (την 20η Σεπτεμβρίου) μόλις είχε περάσει τον Τίγρη και ξεκούραζε την εξουθενωμένη από το επικίνδυνο τόλμημα στρατιά του, όταν έγινε έκλειψη σελήνης. Το φαινόμενο ήταν γνωστό ότι προκαλούνταν από τη σελήνη και τον ήλιο, ωστόσο αποτελούσε αφορμή για δεισιδαιμονίες και μαντείες, που θα μπορούσαν να βλάψουν το ηθικό των στρατιωτών. Έτσι ο Αλέξανδρος θυσίασε στη σελήνη και τον ήλιο, για να μπορέσει ο Αρίστανδρος να μαντέψει ότι η μάχη θα γινόταν μέσα στον μήνα και θα ήταν νικηφόρα.

Διέσχισε την Ασσυρία έχοντας στα αριστερά του τα όρη των Γορδυηνών (Τσούντι) και στα δεξιά του τον Τίγρη. Τέσσερις ημέρες μετά τη διάβαση του ποταμού (3 νύχτες μετά την έκλειψη της σελήνης) οι πρόδρομοί του είδαν στην πεδιάδα περί τους 1.000 ιππείς του εχθρού. Ο Αλέξανδρος με τη βασιλική ίλη, μία ίλη εταίρων και τους προδρόμους Παίονες τους καταδίωξε και κάποιοι από αυτούς, που συνελήφθησαν ζωντανοί, είπαν ότι ο Δαρείος είχε στρατοπεδεύσει με μεγάλη δύναμη στα Γαυγάμηλα κοντά στον ποταμό Βούμηλο (Χαζίρ), τέσσερις σταθμούς ανατολικά του Τίγρη και περί τα 600 στάδια (περίπου 111 χμ) από τα Άρβηλα (Ερμπίλ). Αυτή τη φορά περίμενε τον εισβολέα σε πεδίο μάχης κατάλληλο για το μέγεθος της στρατιάς του. Είχε πειστεί εύκολα από τους επιτελείς του ότι αιτία της ήττας στην Ισσό το ανώμαλο έδαφος, γι’ αυτό είχε από καιρό εξομαλύνει τα ανώμαλα σημεία, ώστε να μπορέσουν να κινηθούν άνετα τα δρεπανηφόρα άρματα και το ιππικό του. Στο σημείο, όπου πληροφορήθηκε τη θέση του Δαρείου, ο Αλέξανδρος εγκατέστησε ολοκληρωμένο στρατόπεδο, οχυρωμένο με τάφρο και χάρακα (φράχτη), για να ξεκουράσει τη στρατιά από τη δύσκολη και κουραστική πορεία. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα απείχαν περί τα 60 στάδια (περίπου 11 χμ), αλλά δεν είχαν οπτική επαφή, διότι ανάμεσά τους βρίσκονταν γήλοφοι. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας από τη στρατοπέδευση (επτά νύχτες μετά την έκλειψη της σελήνης), την ώρα της δεύτερης βάρδιας ο Αλέξανδρος άφησε στο στρατόπεδο τα σκευοφόρα, τους απομάχους και τους τραυματίες, και ξεκίνησε με όλους τους μάχιμους, που έφεραν μόνο τον οπλισμό τους, ώστε με το χάραμα να δώσουν τη μάχη.

Τότε έλαβε την τρίτη επιστολή, με την οποία ο Δαρείος του προσέφερε ανταλλάγματα, για να σταματήσει την προέλαση και να αποφύγουν την μάχη. Οι επιστολές του Δαρείου και τα προσφερόμενα ανταλλάγματα για κατάπαυση των εχθροπραξιών στις διάφορες παραλλαγές τους συνοψίζονται συνολικά ως εξής:

1η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΠΗΓΗ ΧΩΡΙΟ ΑΠΕΣΤΑΛΗ ΠΑΡΕΛΗΦΘΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΡΡΙΑΝΟΣ Β.14.1-3 Μάραθος Άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για σύναψη συμφώνου φιλίας
Παραχώρηση όλων των εδαφών δυτικά του Ευφράτη, 10.000
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 29.7-9 τάλαντα και μίας κόρης του Δαρείου ως συζύγου του Αλεξάνδρου
ΙΖ.39.1-3 Παραχώρηση όλων των εδαφών της (Μικράς) Ασίας δυτικά του
ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΙΖ.54.1 Βαβυλώνα ποταμού Άλυ και καταβολή 20.000 ταλάντων
Ο Δαρείος προσέφερε "όσα χρήματα μπορούσε να σηκώσει η
Μακεδονία". Μετά ο Αλέξανδρος μπορούσε να επιλέξει αν θα
συνέχιζε τον πόλεμο ή θα περιοριζόταν στο μακεδονικό θρόνο
ΚΟΥΡΤΙΟΣ 4.1.7-10 Μάραθος και σε συμμαχία με την Περσία, όπως ήταν το συνετό να πράξει.
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ 11.12.1-2 Βαβυλώνα "Μεγάλο χρηματικό ποσόν"

2η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΠΗΓΗ ΧΩΡΙΟ ΑΠΕΣΤΑΛΗ ΠΑΡΕΛΗΦΘΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Πολιορκία της Παραχώρηση όλων των εδαφών δυτικά του Ευφράτη, 10.000
ΑΡΡΙΑΝΟΣ Β.25 Τύρου τάλαντα και μίας κόρης του Δαρείου ως συζύγου του Αλεξάνδρου
Παραχώρηση όλων των εδαφών δυτικά του Ευφράτη, 30.000
ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΙΖ.54.1-5 Βαβυλώνα τάλαντα και μίας κόρης του Δαρείου ως συζύγου του Αλεξάνδρου
Μετά την άλωση Παραχώρηση όλων των εδαφών της (Μικράς) Ασίας δυτικά του
ΚΟΥΡΤΙΟΣ 4.5.1-8 της Τύρου ποταμού Άλυ και της κόρης του Στάτειρας ως συζύγου του Α.
Παραχώρηση "ενός τμήματος της αυτοκρατορίας" και μίας
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ 11.12.3-4 Βαβυλώνα κόρης του Δαρείου ως συζύγου του Αλεξάνδρου

3η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΠΗΓΗ ΧΩΡΙΟ ΑΠΕΣΤΑΛΗ ΠΑΡΕΛΗΦΘΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Παραχώρηση των εδαφών δυτικά του Ευφράτη, μίας κόρης του
ΚΟΥΡΤΙΟΣ 4.11.1-9 Γαυγάμηλα Γαυγάμηλα Δαρείου ως συζύγου του Αλεξάνδρου και 30.000 χρυσά τάλαντα
Παραχώρηση των εδαφών δυτικά του Ευφράτη, μίας κόρης του
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ 11.12.10 Γαυγάμηλα Γαυγάμηλα Δαρείου ως συζύγου του Αλεξάνδρου και 30.000 τάλαντα

Η τρίτη επιστολή, την οποία αναφέρουν οι δύο σωζόμενοι Ρωμαίοι ιστορικοί, είναι άγνωστη στους Έλληνες. Κάποιοι δυτικοί μελετητές πιστεύουν ότι οι πρώτες πηγές έκαναν λόγο για τρεις επιστολές, τις οποίες οι Έλληνες ιστορικοί συμπύκνωσαν, οι μεν Αρριανός και Διόδωρος σε δύο, ο δε Πλούταρχος σε μία. Ίσως όμως την τρίτη επιστολή να την εφηύραν εξ ολοκλήρου οι Ρωμαίοι ιστορικοί, για να τονίσουν την αγωνία του Δαρείου στην πολύ πιο δραματική εξιστόρησή τους. Ίσως δηλαδή να μην είναι καθόλου τυχαίο ότι η θρυλούμενη τρίτη επιστολή δεν περιέχει κάτι διαφορετικό από τις προηγούμενες, αλλά οι ίδιες συνολικά προσφορές διασπείρονται σε τρεις επιστολές, δημιουργώντας την εντύπωση της κλιμακούμενης αγωνίας και απόγνωσης των Περσών. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος ήδη από την πρώτη του απάντηση είχε κάνει απόλυτα σαφές στο Δαρείο ότι διεκδικούσε το θρόνο του κοσμοκράτορα και τίποτα λιγότερο. Είναι λοιπόν ασυμβίβαστος με τη θέση και την νοοτροπία ενός κοσμοκράτορα ο τρόμος, που αποτυπώνεται με τρεις επιστολές και δεν είναι νοητό ο Μέγας Βασιλεύς να αποκαλύπτει την απελπισία του στον εισβολέα την παραμονή της τελικής μάχης. Και οι δύο Ρωμαίοι ιστορικοί λένε ότι ο Δαρείος ξεκαθάριζε στον Αλέξανδρο ότι έγραφε για να τον ευχαριστήσει για τη στάση του έναντι της αιχμάλωτης βασιλικής οικογένειας, ωστόσο δεν περιορίστηκε στις ευχαριστίες, αλλά έκανε και νέες πλουσιότερες προτάσεις. Αν ο Δαρείος πράγματι πίστευε ότι ο εισβολέας θα συμβιβαζόταν με κάποιο αντάλλαγμα, όφειλε να του είχε δείξει ότι υπήρχε κάποιο σημαντικό εμπόδιο στην προέλασή του, ώστε να τον αποτρέψει από την επιδίωξη του μείζονος. Όμως δεν είχε δυσκολέψει την προέλαση του εισβολέα, ούτε είχε προβάλει καμία αντίσταση στο σοβαρότερο κώλυμα της περιοχής, τον Τίγρι, ώστε να εξαναγκάσει τον Αλέξανδρος σε συμβιβασμό. Αντίθετα, παρατάχθηκε στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, όπου μπορούσε να αναπτύξει σωστά τις υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις του και να συντρίψει τον εισβολέα. Αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη ότι ο Δαρείος ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει τον Αλέξανδρο στη μεγάλη τακτική μάχη εκ παρατάξεως, που επέβαλλε το γόητρο ενός Μεγάλου Βασιλέως, και όχι να συμβιβαστεί μαζί του. Συνεπώς δεν είχε λόγο να στείλει τρίτη επιστολή.


Η μάχη των Γαυγαμήλων
(Αρριανός Γ.8, 10, 11, 13, 15, Πλούταρχος Αλέξανδρος 31.1, 31.8-12, 32, 33.9-10, Κάμιλλος 19.5, Διόδωρος ΙΖ.20.4-5, 39.3-4, 56, 57.3, 58.2, 5, 59.2-8, 60, 61.3, 64.3, 6, Κούρτιος 4.12, 13.4, 15, 20, 36, 15.4-8, 16.1-6, 8-9, 16-19, 26, 5.1.10, 45, Ιουστίνος 11.12.5, 13.2, 14.3-4, Πολύαινος Δ.3.6, 17, Ηρόδοτος ΣΤ.101, 119, Η.28, Στράβων ΙΣΤ.1.25.C.747, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.VΙΙΙ.20 Γ.ΙV.35)

Στα τριάμισι χρόνια συνεχών εχθροπραξιών, που είχαν προηγηθεί, ο Δαρείος είχε χάσει πολλές σατραπείες, όλα τα παράλια και τους στόλους της Μεσογείου, είχε χρεωθεί μία προσωπική ήττα και είχε υποχρεωθεί σε ταπεινωτική φυγή από το πεδίο της μάχης, εγκαταλείποντας στα χέρια του εχθρού του τα σύμβολα της εξουσίας του και την οικογένειά του. Ο Αλέξανδρος με τις δύο επιστολές του είχε κάνει σαφές ότι διεκδικούσε το θρόνο και όχι κάποιο τμήμα της αυτοκρατορίας. Η μάχη αυτή έπρεπε λοιπόν να είναι η τελευταία. Ο Πέρσης βασιλιάς πρέπει να γνώριζε καλά ότι, αν δεν κατάφερνε να αποσοβήσει τον κίνδυνο, οι Πέρσες πατριώτες δεν θα μπορούσαν να τον εμπιστευθούν πλέον.

Είχε καλέσει και τα στρατεύματα των ἄνω (ανατολικών) σατραπειών, τα οποία δεν είχε χρησιμοποιήσει στη μάχη της Ισσού, λόγω του επείγοντος εκείνης της προπαρασκευής. Στο σχετικό πίνακα παρουσιάζονται τα έθνη, που έλαβαν μέρος στη μάχη των Γαυγαμήλων, όπως τα παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι Έλληνες ιστορικοί είναι περίπου σύμφωνοι μεταξύ τους (αν και ο Αρριανός εκφράζει επιφυλάξεις για τους αριθμούς που παραδίδει), αλλά οι Ρωμαίοι δίνουν διαφορετικούς και πολύ μικρότερους αριθμούς.

Ο σατράπης της Βακτριανής, Βήσσος, οδηγούσε Ινδούς όμορους των Βακτρίων (από τη Γανδαρίτιδα), Βάκτριους και Σογδιανούς. Ο Μαυάκης οδηγούσε τους Σάκες ιπποτοξότες. Ο σατράπης της Αραχωσίας, Βαρσαέντης, ήταν επικεφαλής των Αραχωτών και των ορεσίβιων Ινδών (των κατοίκων του σημερινού Κασμίρ και Τζαμμού). Ο σατράπης των Αρείων, Σατιβαρζάνης, οδηγούσε τους υπηκόους του, ο Φραταφέρνης οδηγούσε τους Παρθυαίους, Υρκάνιους και Τοπείρους, όλους ιππείς. Ο Ατροπάτης οδηγούσε τους Μήδους, Καδουσίους, Αλβανούς και Σακεσίνες. Οι Οροντοβάτης, Αριοβαρζάνης και Οξίνης ήταν επικεφαλής των λαών της Ερυθράς θάλασσας (του Περσικού Κόλπου). Ο Οξάρθης του Αβουλίτη οδηγούσε τους Ούξιους και τους Σουσιανούς, ο Βουπάρης τους Βαβυλώνιους, τους εξόριστους Κάρες και τους Σιττακηνούς. Οι Ορόντης και Μιθραύστης οδηγούσαν τους Αρμενίους, ο Αριάκης τους Καππαδόκες και ο Μαζαίος τους Σύριους και τους Ασσύριους.

Ανάμεσα στις δυνάμεις των Περσών ο Κούρτιος τοποθετεί και κάποιους απόγονους εξορίστων Ελλήνων, τους Γορτυαίους. Ο Ηρόδοτος λέει ότι μετά τη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. οι Πέρσες σε αντίποινα της πολύ ενεργούς συμμετοχής των Ερετριέων σε κάθε αντιπερσική δραστηριότητα, κατέστρεψαν την Ερέτρια και όσους κατοίκους συνέλαβαν ζωντανούς, τους εκτόπισαν στη Σουσιανή. Ο Στράβων λέει ότι εκτοπίσθηκαν στη Γορδυηνή και μάλλον σ΄ αυτό οφείλεται ο όρος Γορτυαίοι, αφού δεν γνωρίζουμε κάποια εκτόπιση πληθυσμού από τη Γόρτυνα της Κρήτης ή τη Γορτυνία της Πελοποννήσου ή της Μακεδονίας. Επιπλέον ο Κούρτιος λέει ότι ήταν Ευβοϊκής καταγωγής, άρα αναφέρεται σαφώς στους Ερετριείς του Ηρόδοτου. Επειδή ο Κούρτιος σε όλη τη διήγησή του για τον Αλέξανδρο έχει εμφυτεύσει πολλές πληροφορίες, που δίνει ο Ηρόδοτος για τους Περσικούς Πολέμους, το πιθανότερο είναι ότι κατασκεύασε τους Γορτυαίους αντιγράφοντας για πολλοστή φορά τον Ηρόδοτο και παρερμηνεύοντας τον Στράβωνα.

Μόλις οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου πέρασαν τους γήλοφους, που χώριζαν τις δύο παρατάξεις, είδαν τις δυνάμεις του Δαρείου, σταμάτησαν την προέλαση και έγινε σύσκεψη των επιτελών (εταίρων, Ελλήνων και ξένων συμμάχων). Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες, που είχαν μέχρι τότε, τους έδιναν μεγάλη αυτοπεποίθηση και ζητούσαν να επιτεθούν αμέσως. Όμως ο Παρμενίων επεσήμανε ότι οι δυνάμεις του εχθρού ήταν οι ισχυρότερες, που είχαν συναντήσει ως τότε, και ότι το πεδινό έδαφος ευνοούσε την ανάπτυξή τους. Επιπλέον ο Δαρείος είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του να δημιουργήσει στην περιοχή κωλύματα και παγίδες με τρόπο, ώστε να μη φαίνονται. Ο Παρμενίων ασφαλώς θα θύμισε ότι παρά το τελικά νικηφόρο αποτέλεσμα στο Γρανικό και στον Πίναρο η παράταξή τους πιέστηκε πολύ και κινδύνεψε να διασπασθεί λόγω του εδάφους. Ο Αλέξανδρος συμφώνησε και στρατοπέδευσαν διατηρώντας τις θέσεις μάχης, που είχαν.

Πήρε τους ψιλούς και το εταιρικό ιππικό, ήλεγξε το έδαφος και μετά συγκάλεσε νέα σύσκεψη των επιτελών. Δεν χρειαζόταν να τους τονώσει το ηθικό, αφού έτσι κι αλλιώς ήθελαν να επιτεθούν χωρίς χρονοτριβή. Τους τόνισε την κρισιμότητα της επικείμενης μάχης και ότι όλα θα κρίνονταν όχι τόσο από τη γενναιότητα, όσο από τον συντονισμό των τμημάτων, την ακρίβεια και την ταχύτητα εκτέλεσης των διαταγών κατά τη μάχη. Ήθελε να γίνει κατανοητό από όλους ότι το ενδεχόμενο λάθος ενός ανδρός μπορούσε να οδηγήσει σε ήττα. Ο Παρμενίων φαίνεται ότι αγωνιούσε για την έκβαση της μάχης εναντίον ενός εχθρού υπέρτερου αριθμητικά και σε κατάλληλο για εκείνον πεδίο. Ίσως πάλι να ανησυχούσε μην επιρρεαστεί το ηθικό της στρατιάς. Μέχρι τότε συναντούσαν τον εχθρό και εμπλέκονταν αμέσως, ενώ αυτή τη φορά θα περνούσαν σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο έχοντας οπτική επαφή με το αχανές στρατόπεδο του εχθρού. Από το μακεδονικό στρατόπεδο η θέα του περσικού ήταν συγκλονιστική: «όλη η πεδιάδα ανάμεσα στα όρη του Νιφάτη (Αλά Ντάγκ) και τα Γορδυαία (Τσούντι) φαινόταν να λάμπει από τις φωτιές του περσικού στρατοπέδου, από το οποίο ακουγόταν ένας βαθύς και ακαθόριστος ήχος σαν από ανοιχτή θάλασσα». Λέγεται λοιπόν ότι πρότεινε να επιτεθούν τη νύχτα, για να αιφνιδιάσουν τις εχθρικές δυνάμεις, πρόταση με την οποία συμφώνησαν όλοι. Ο Αλέξανδρος απάντησε ότι δεν ήθελε να κλέψει τη νίκη, αλλά να την κερδίσει τίμια και χωρίς να αφήσει σκιές στην επιτυχία του. Πολεμούσε μεν πάντοτε στην πρώτη γραμμή, όμως η απάντησή του δεν υπαγορευόταν από κάποιον στρατιωτικό κώδικα τιμής. Ο Ξενοφών κάνει σαφές ότι οι νυχτερινές καταδρομικές επιχειρήσεις ήταν ελληνική στρατιωτική τακτική και συνεπώς όλοι την γνώριζαν καλά, αλλά δεδομένου του αριθμού των βαρβάρων θα χρειαζόταν να κινητοποιήσουν πολύ ισχυρή δύναμη. Αυτό ίσως έδινε την ευκαιρία στους πολυάριθμους αιχμαλώτους να εξεγερθούν και να αντιστρέψουν τον αιφνιδιασμό με απρόβλεπτες συνέπειες, αφού βρίσκονταν σε άγνωστο και εχθρικό έδαφος. Άλλος λόγος, για να διαφωνήσει ήταν ότι το τμήμα, που θα αναλάμβανε την καταδρομική επιχείρηση, μπορούσε να υποστεί σημαντικές απώλειες, όπως είχε συμβεί στη νυχτερινή έξοδο των Αλικαρνασσέων. Τέλος, εφ' όσον η κύρια αγωνία του Αλεξάνδρου ήταν αν οι δυνάμεις του θα συντονίζονταν και θα συνεργάζονταν σωστά απέναντι στη πολυπληθέστερη βαρβαρική στρατιά, ασφαλώς δεν θα ήθελε να προσθέσει ακόμη έναν παράγοντα αποσυντονισμού, την έλλειψη οπτικής επαφής μεταξύ των ανδρών του. Αλλά ο σημαντικότερος λόγος ήταν πως χρειαζόταν στρατηγική και όχι τακτική νίκη. Είχε επιτεθεί στην Περσία, για να καταλάβει τον θρόνο του κοσμοκράτορα, και αυτό απαιτούσε νίκη σαφή και αδιαμφισβήτητη, ώστε ο Δαρείος να αναγνωρίσει την κατωτερότητά του και να εγκαταλείψει τον αγώνα.

Aπ΄ την άλλη πλευρά, oι Πέρσες για μία ακόμη φορά άφησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Αλέξανδρο και περιορίστηκαν να αμυνθούν στην επικείμενη επίθεσή του. Ακόμη κι αν δεν ήταν εξ αρχής χαμηλό το ηθικό του στρατεύματός τους, οι επιλογές της στρατιωτικής ηγεσίας οπωσδήποτε το υπονόμευσαν. Ο Δαρείος για δεύτερη δεν τόλμησε να επιτεθεί στον εισβολέα, για να προστατέψει τη χώρα του, και βρέθηκε στη δυσχερή θέση να φοβάται νυχτερινή επίθεση των Ελλήνων. Επειδή το στρατόπεδό του ήταν εξαιρετικά εκτεταμένο και δεν ήταν δυνατόν να περιχαρακωθεί, μία νυχτερινή επίθεση θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Έτσι κράτησε τη στρατιά του στις αρχικές της θέσεις με πλήρη εξάρτηση μάχης και σε ολονύκτια ετοιμότητα. Αυτό κούρασε σωματικά τους άντρες του και τους ενστάλαξε την πεποίθηση ότι αμύνονται έναντι ενός φοβερού εχθρού.

Φυσικά, ο φόβος και η αγωνία για την έκβαση αυτής της καθοριστικής μάχης δεν έλειπαν ούτε από το μακεδονικό στρατόπεδο. Ο Αλέξανδρος πέρασε τη νύχτα (σύμφωνα με τη διήγηση του Αρριανού αυτή ήταν η όγδοη μετά την έκλειψη της σελήνης) μπροστά στη σκηνή του με τον μάντη Αρίστανδρο κάνοντας απόρρητες ιερουργίες και θυσιάζοντας κατά τον μεν Πλούταρχο στον Φόβο, κατά τον δε Κούρτιο στο Δία και στην Αθηνά Νίκη. Την ώρα της τελευταίας βάρδιας (λίγο πριν την ανατολή του ηλίου) έπεσε σε βαθύ ύπνο κι επειδή μετά δεν ξυπνούσε ο Παρμενίων συντόνισε τις προετοιμασίες της στρατιάς. Καθώς η ώρα περνούσε και ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να κοιμάται, κάποιος πήγε στη σκηνή του και τον ξύπνησε. Απορημένος από την ηρεμία του, ρώτησε πώς δυνατόν να κοιμάται σαν να είχε ήδη νικήσει, ενώ επίκειται η μάχη, που θα καθορίσει την έκβαση του πολέμου. Ο Αλέξανδρος απήντησε ότι ήταν ήρεμος, διότι εκείνη την ημέρα θα τελείωνε ο μακρόχρονος πόλεμος και η ταλαιπωρία τους ανεξάρτητα από την έκβαση της μάχης.

Σύμφωνα με τον Αριστόβουλο έπεσε εκ των υστέρων στα χέρια τους ένα έγγραφο με τη διάταξη των περσικών δυνάμεων, που είχαν παραταχθεί ως εξής: στο αριστερό κέρας και από τα αριστερά προς το κέντρο παρατάχθηκαν κατά σειρά οι Βάκτριοι, οι Δάες, οι Αραχωτοί (όλοι τους ιππείς), οι Πέρσες (ιππείς και πεζοί ανακατεμένοι), οι Σούσιοι και τέλος οι Καδούσιοι. Στο δεξί κέρας και από τα δεξιά προς το κέντρο παρατάχθηκαν οι Σύροι, οι Ασσύριοι, οι Μήδοι, οι Παρθυαίοι, οι Σάκες, οι Τόπειροι, οι Υρκανοί, οι Αλβανοί και τέλος οι Σακεσίνες. Στο κέντρο βρισκόταν σύμφωνα με το τυπικό ο Δαρείος, οι συγγενείς του, οι μηλοφόροι Πέρσες, οι Ινδοί, οι εξόριστοι Κάρες και οι Μάρδοι τοξότες. Στο βάθος τοποθετήθηκαν οι Ούξιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι λαοί της Ερυθράς θάλασσας (του Περσικού Κόλπου) και οι Σιττακηνοί. Μπροστά από την αριστερή παράταξη τοποθετήθηκαν οι Σκύθες ιππείς, 1.000 Βάκτριοι ιππείς και 100 δρεπανηφόρα άρματα, μπροστά από τη βασιλική ίλη οι ελέφαντες και περί τα 50 δρεπανηφόρα και μπροστά από τη δεξιά παράταξη το ιππικό των Αρμενίων και των Καππαδοκών και περί τα 50 δρεπανηφόρα. Οι Έλληνες μισθοφόροι τοποθετήθηκαν γύρω από τον Δαρείο και την προσωπική φρουρά του, ακριβώς απέναντι από τη μακεδονική φάλαγγα, ως οι μόνοι ικανοί να την αντιμετωπίσουν.

Ο Αλέξανδρος, όπως και στις προηγούμενες μάχες, πήρε θέση στο δεξί κέρας, όπου παρατάχθηκε το ιππικό των εταίρων και από τα δεξιά προς το κέντρο οι ίλες του είχαν την εξής σειρά: πρώτη η βασιλική ίλη του Κλείτου του γιου του Δρωπίδη, μετά η ίλη του Γλαυκία του γιου του Αρίστωνα, μετά του Σώπολη του Ερμόδωρου, του Ηρακλείδη του Αντίοχου, του Δημητρίου του Αλθαιμένη, του Μελέαγρου και τελευταία η ίλη του Ηγέλοχου του Ιππόστρατου. Επικεφαλής όλου του ιππικού των εταίρων ήταν ο Φιλώτας του Παρμενίωνα. Η φάλαγγα τοποθετήθηκε στα αριστερά του ιππικού και από δεξιά προς αριστερά παρατάχθηκαν ως εξής: πρώτα το άγημα των υπασπιστών και μετά οι υπόλοιποι υπασπιστές υπό τον Νικάνορα, τον άλλο γιο του Παρμενίωνα. Μετά η Ελιμιωτική τάξις υπό τον Κοίνο του Πολεμοκράτη, η τάξις των Ορεστών και Λυγκηστών υπό τον Περδίκκα του Ορόντη, η τάξις του Μελέαγρου του Νεοπτόλεμου, η τάξις των Στυμφαίων υπό τον Πολυπέρχοντα του Σιμμία και μετά η τάξις του Αμύντα του Φιλίππου (σ' αυτό όμως επικεφαλής ο Σιμμίας, διότι ο Αμύντας βρισκόταν στη Μακεδονία για στρατολόγηση). Στο αριστερό κέρας και από αριστερά προς το κέντρο παρατάχθηκε η τάξις του Κρατερού του Αλεξάνδρου, που διοικούσε και όλη την αριστερή παράταξη των πεζών, μετά το συμμαχικό ιππικό υπό τον Εριγύιο του Λάριχου και στη συνέχεια ως το κέντρο οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Φίλιππο του Μενελάου. Επικεφαλής όλης της αριστερής παράταξης ήταν ο Παρμενίων του Φιλώτα, που ηγούνταν και των ιππέων από τα Φάρσαλα, του πολυπληθέστερου και καλύτερου τμήματος του θεσσαλικού ιππικού.

Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να αναπτύξει τις μικρότερες δυνάμεις του απέναντι από όλο το εχθρικό μέτωπο. Για να αποφύγει λοιπόν το ενδεχόμενο να περικυκλωθεί, σχημάτισε και δεύτερη γραμμή κρούσης, ώστε η φάλαγγα να έχει δύο μέτωπα. Οι διοικητές είχαν διαταγή να γυρίσουν προς τα πίσω, αν έβλεπαν ότι κυκλώνονται. Για να αυξήσει τη δυνατότητα ελιγμών στη μάχη, τοποθέτησε υπό γωνία, προς τα πίσω και στα δεξιά της βασιλικής ίλης τους μισούς Αγριάνες υπό τον Άτταλο και τους Μακεδόνες τοξότες υπό τον Βρίσωνα, μετά τους αρχαίους μισθοφόρους υπό τον Κλέανδρο. Μπροστά από τους Αγριάνες και τους τοξότες έβαλε τους πρόδρομους ιππείς και τους Παίονες υπό τους Αρέτη και Αρίστωνα αντίστοιχα. Μπροστά απ’ όλους έβαλε τους μισθοφόρους ιππείς υπό τον Μενίδα. Μπροστά από τη βασιλική ίλη και τους άλλους εταίρους μπήκαν οι άλλοι μισοί Αγριάνες και Μακεδόνες τοξότες καθώς και οι ακοντιστές του Βάλακρου. Στόχος αυτών ήταν τα δρεπανηφόρα άρματα. Οι άνδρες του Μενίδα θα έπρεπε να σχηματίσουν γωνία και να πλευροκοπήσουν τον εχθρό, στην περίπτωση, που περικυκλώνονταν από το εχθρικό ιππικό. Στην αριστερή πλευρά τοποθέτησε υπό γωνία του Θράκες τοξότες υπό τον Σιτάλκη, μετά το συμμαχικό ιππικό υπό τον Κοίρανο και τους Οδρύσες ιππείς υπό τον Αγάθωνα του Τυρίμμα. Μπροστά από όλη την παράταξη τοποθέτησε το ιππικό των ξένων μισθοφόρων υπό τον Ανδρόμαχο του Ιέρωνα. Οι Θράκες πεζοί ανέλαβαν τη φρούρηση των σκευοφόρων κτηνών. Η δύναμη του Αλεξάνδρου αριθμούσε 7.000 ιππείς και 40.000 πεζούς.

Καθώς οι δύο αντίπαλες παρατάξεις πλησίαζαν η μία την άλλη, ο Αλέξανδρος άρχισε μία πλάγια κίνηση προς τα δεξιά του, οι Πέρσες ακολούθησαν την κίνηση αυτή και υπερφαλάγγισαν με την αριστερή τους πλευρά τον Αλέξανδρο. Ο Κούρτιος λέει ότι κάποιος λιποτάκτης από το περσικό στρατόπεδο ονόματι Βίων ενημέρωσε τον Αλέξανδρο ότι ο Δαρείος είχε σπείρει τριβόλους σ’ ένα σημείο ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα και ο Πολύαινος στο σχετικό στρατήγημα ισχυρίζεται ότι ο Αλέξανδρος κινήθηκε προς τα δεξιά, διότι σ’ εκείνο το σημείο οι Πέρσες είχαν σπείρει τριβόλους, τους οποίους ήθελε να αποφύγει. Ωστόσο αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τους πρωταγωνιστήσαντες, Αριστόβουλο και Πτολεμαίο, ενώ κλονίζεται και από την απλή παρατήρηση της αρχικής παράταξης των στρατευμάτων. Το δεξί κέρας του Αλεξάνδρου τελείωνε σχεδόν στο κέντρο της Περσικής παράταξης, δίνοντας τη δυνατότητα στο αριστερό τους κέρας να τον πλευροκοπήσει και να τον περικυκλώσει, όπως και πράγματι το προσπάθησε. Ο Αλέξανδρος λοιπόν κινήθηκε προς τα δεξιά, για να περιορίσει αυτό το πλεονέκτημα των Περσών.

Οι Σκύθες ιππείς επιτέθηκαν στην προφυλακή του Αλεξάνδρου, που εξακολουθούσε να κινείται προς τα δεξιά και να πλησιάζει την περιοχή, που είχαν εξομαλύνει οι Πέρσες. Ο Δαρείος φοβήθηκε μήπως οι Μακεδόνες φύγουν από το εξομαλυμένο έδαφος, οπότε δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα δρεπανηφόρα άρματα. Διέταξε τότε τους μπροστινούς της αριστερής του παράταξης να επιτεθούν από το πλάι στο δεξί κέρας, το οποίο οδηγούσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ώστε να ανακόψουν την πλάγια κίνησή του. Εκείνος πάλι διέταξε τους μισθοφόρους ιππείς του Μενίδα να αντεπιτεθούν, αλλά οι Σκύθες και οι Βάκτριοι, που υπερτερούσαν σε αριθμό, τους ανάγκασαν σε υποχώρηση. Οι Παίονες του Αρίστωνα έσπευσαν να τους ενισχύσουν και μαζί με τους μισθοφόρους απώθησαν τους ασιάτες, αλλά τότε ενεπλάκησαν και οι υπόλοιποι Βάκτριοι. Σ' αυτήν την ιππομαχία, οι ιππείς μάχονταν σώμα με σώμα και οι ιππείς του Αλεξάνδρου είχαν πολλές απώλειες, διότι τόσο οι ίδιοι οι Σκύθες όσο και οι ίπποι τους ήταν καλύτερα θωρακισμένοι. Επιπλέον, όπως οι ίλες των βαρβάρων έπεφταν πάνω τους διαδοχικά η μία μετά την άλλη, άρχισαν να διασπώνται οι γραμμές τους.

Σ’ αυτή τη φάση επιτέθηκαν και τα δρεπανηφόρα, για να διασπάσουν τις γραμμές γύρω από τον Αλέξανδρο, απέναντι από τον οποίο ήταν ταγμένα τα 100 από τα συνολικά 200. Τα πρώτα χτυπήθηκαν από τα ακόντια των Αγριάνων και των ακοντιστών του Βάλακρου, που βρίσκονταν μπροστά από το ιππικό των εταίρων. Σε άλλα άρπαζαν τα ηνία, έριχναν κάτω τους αναβάτες και σκότωναν τους ίππους, για να τα αχρηστέψουν. Όσα διέσπασαν τις γραμμές, ούτε υπέστησαν ούτε προξένησαν απώλειες, διότι οι γραμμές άνοιγαν και εκείνα περνούσαν ανάμεσά τους, όπως είχαν κάνει παλαιότερα και οι Μύριοι. Πίσω από τις γραμμές τα περίμεναν και τα έθεταν εκτός μάχης οι ιπποκόμοι της στρατιάς και οι βασιλικοί υπασπιστές. Αυτά κατά τον Αρριανό, ενώ κατά τον Διόδωρο, για να αντιμετωπίσουν τα δρεπανηφόρα οι φαλαγγίτες χτυπούσαν τις ασπίδες με τις σάρισσες και τρόμαζαν τα άλογα, που γύριζαν και έπεφταν με ορμή στους δικούς τους. Μερικά πέρασαν από τις μακεδονικές γραμμές προξενώντας λίγες απώλειες. Κατά τον Κούρτιο τα δρεπανηφόρα προξένησαν απώλειες, πανικό και διέσπασαν τις γραμμές των Μακεδόνων. Οι διηγήσεις του Διόδωρου και του Κούρτιου είναι διαφορετικές απ’ αυτή του Αρριανού, η οποία μάλλον είναι η σωστή. Σύμφωνα με τη διήγησή του στα Γαυγάμηλα συνέβη ό,τι ακριβώς συνέβη και στα Κούναξα, όταν οι Μύριοι αντιμετώπισαν τα δρεπανηφόρα, κάτι απόλυτα αναμενόμενο καθώς οι νότιοι Έλληνες είχαν αποδεδειγμένα την ψυχραιμία, που απαιτούσε η εξουδετέρωση των αρμάτων, και οι Μακεδόνες είχαν επιδείξει τη δική τους ψυχραιμία έναντι των θρακικών αμαξών.

Ο Δαρείος διέταξε τότε επίθεση σε όλο το μήκος της παράταξης και ο Αλέξανδρος έστειλε τον Αρέτη με τους προδρόμους του στο τμήμα του εχθρικού ιππικού, που προσπαθούσε να περικυκλώσει τη δεξιά παράταξή τους. Μόλις οι πρόδρομοι του Αρέτη διέσπασαν ένα τμήμα της περσικής φάλαγγας, ο Αλέξανδρος όρμησε στο ρήγμα. Με το ιππικό των εταίρων και το εκεί τμήμα της μακεδονικής φάλαγγας εμβόλισε τις περσικές δυνάμεις, διεύρυνε το ρήγμα και ενίσχυσε την αναστάτωσή τους. Αμέσως μετά επιτέθηκε με ορμή και αλαλαγμούς προς τον ίδιο το Δαρείο, για να πλήξει τη συνοχή και του κέντρου των Περσών. Ο Αλέξανδρος και οι ιππείς του χτυπούσαν τους Πέρσες με τα δόρατα στο πρόσωπο, ενώ η φάλαγγα συμπαγής και με προτεταμένες τις σάρισες πίεζε με ορμή. Η μάχη ήταν σκληρή και σώμα με σώμα.

Κατά τον Διόδωρο ο Αλέξανδρος κάλπασε εναντίον του Δαρείου και του έριξε ακόντιο, αλλά χτύπησε τον ηνίοχο του βασιλικού άρματος. Οι Πέρσες γύρω του αναβόησαν και οι πιο πέρα νόμισαν ότι χτυπήθηκε ο βασιλιάς τους, τράπηκαν σε φυγή, συμπαρέσυραν κι άλλους και καθώς απογυμνωνόταν η περί τον Δαρείο παράταξη, τράπηκε σε φυγή κι ο ίδιος ο Μέγας Βασιλεύς, με συνέπεια ο πανικός να εξαπλωθεί και στα υπόλοιπα τμήματα. Βλέπουμε δηλαδή το Διόδωρο να παραμένει συνεπής στην άποψη ότι ο Δαρείος δεν τρεπόταν σε φυγή από φόβο, αλλά ότι ακολουθούσε την φυγή του στρατού του, η οποία οφειλόταν σε κάποια σύγχυση σχετικά με τον ίδιο. Προκειμένου δε να δώσει μία ζωντανή περιγραφή, αντί δόρατος βάζει ακόντιο στο χέρι του Αλεξάνδρου ξεχνώντας τις προηγούμενες περιγραφές, που έκανε στη μάχη του Γρανικού, και μετατάσσοντάς τον από το βαρύ ιππικό των εταίρων στο ελαφρύ των προδρόμων. Άλλη μία ανακρίβεια του Διόδωρου είναι ότι ο Δαρείος είχε λάβει θέση στο αριστερό κέρας της παράταξής του, ενώ ο Μέγας Βασιλεύς λάμβανε θέση στο μέσον. Ο Διόδωρος φαίνεται ότι αγνόησε τις αναλυτικές πληροφορίες, στις οποίες βασίσθηκαν ο Αρριανός κι ο Κούρτιος, θεώρησε ισομήκεις τις δύο παρατάξεις και, επειδή ο Αλέξανδρος επετέθη κατά του ίδιου του Δαρείου, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Δαρείος βρισκόταν στο αριστερό του κέρας. Επίσης, αυτή η διήγηση δεν είναι τόσο παραστατική και αναλυτική όσο εκείνη της μάχης της Ισσού, αλλά φαίνεται εξίσου φανταστική, διότι είναι απίθανο να μπόρεσε ο Αλέξανδρος να διασχίσει κάθετα το μέτωπο, ενώ οι δύο παρατάξεις πλησίαζαν ορμητικά η μία την άλλη.

Στην πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά πιθανό η φυγή του Δαρείου να μην έγινε αντιληπτή από κανέναν και η άγνοια των πραγματικών περιστατικών να καλύφθηκε εκ των υστέρων με τη λογική που διέθετε ο νικητής και την έπαρση που τον διέκρινε. Είναι χαρακτηριστικό ότι καμία από τις σωζόμενες πηγές δεν περιγράφει ικανοποιητικά τη μάχη των Γαυγαμήλων, την τελευταία μεγάλη και μοιραία για την Αχαιμενιδική αυτοκρατορία. Ίσως διότι εξ αρχής δεν είχε καταστεί δυνατό να σχηματίσει κανείς τη συνολική εικόνα της. Είναι πάρα πολύ πιθανό, το πολυάριθμο ιππικό και των δύο πλευρών, που ελισσόταν και συγκρουόταν στο άνυδρο έδαφος, να σήκωσε τόση σκόνη ώστε πολύ γρήγορα να περιορίστηκε τρομακτικά το οπτικό πεδίο και η όλη δράση να απεκρύβη ακόμη κι απ’ τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος δικαίως ανησυχούσε για τον αποτελεσματικό συντονισμό και όχι για τη γενναιότητα των ανδρών του. Φαίνεται ότι τελικά οι δυνάμεις του διατήρησαν τη συνοχή και την ψυχραιμία τους περισσότερο απ’ τον αντίπαλο με αποτέλεσμα να κερδίσουν αυτήν τη δύσκολη από πολλές πλευρές μάχη. Αν οι συνθήκες της μάχης ήταν πράγματι όπως τις εκτιμούμε, είναι εξαιρετικά πιθανό η αδυναμία επικοινωνίας του Μεγάλου Βασιλέως με όλο το μήκος του εκτεταμένου μετώπου, με όλους τους διαφορετικούς λαούς του στρατού του, να δημιούργησε στους στρατιώτες του την αρνητική ψυχολογία του αποκομμένου, η οποία οδήγησε στην ανεξήγητη απ’ τις αρχαίες πηγές κατάρρευση του περσικού μετώπου. Αυτή ακριβώς φαίνεται ότι ήταν και η πραγματική αγωνία του Αλεξάνδρου και για να αποφύγει αρχικά τη σύγχυση και εν συνεχεία τον πανικό, που προκαλεί η έλλειψη επικοινωνίας, όρισε εξ αρχής τι έπρεπε να κάνουν τα επιμέρους τμήματα στη χειρότερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή σε περίπτωση περικύκλωσής τους.

Στο δεξί κέρας ο Αρέτης έτρεψε σε φυγή και καταδίωκε τους ιππείς, που προσπάθησαν να τους κυκλώσουν. Όμως η τάξη του Αμύντα (την οποία οδηγούσε ο Σιμμίας και ήταν η τελευταία προς τα αριστερά του δεξιού κέρατος) δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει και συνέχισε να μάχεται στη θέση της, διότι πληροφορήθηκε ότι το αριστερό κέρας δεχόταν ασφυκτική πίεση. Στο μεταξύ από κάποιο ρήγμα στην παράταξή της πέρασαν μερικοί Ινδοί και τμήμα του περσικού ιππικού (κατά τον Διόδωρο ήταν 2.000 Καδούσιοι και 1.000 Σκύθες επίλεκτοι ιππείς), που χτύπησαν τα σκευοφόρα των Μακεδόνων. Οι Πέρσες χτυπούσαν τους άοπλους φρουρούς, που δεν υπολόγιζαν να διασπαστεί το διπλό μέτωπο της φάλαγγας και να κινδυνεύσουν. Τότε βρήκαν την ευκαιρία και οι πολυπληθείς αιχμάλωτοι να ενωθούν με τους επιτιθέμενους, όπως εξ αρχής φοβόταν ο Αλέξανδρος. Όμως οι επί κεφαλής του δεύτερου μετώπου της φάλαγγας ενημερώθηκαν έγκαιρα, στράφηκαν σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο κατά των Περσών, τους χτύπησαν στα νώτα και σκότωσαν πολλούς κοντά στα σκευοφόρα. Ο Διόδωρος θεωρεί ότι η επιδρομή αυτή έγινε κυρίως για τη λεηλασία. Οι Πολύαινος, Πλούταρχος και Κούρτιος λένε ότι ο Παρμενίων ζήτησε από τον Αλέξανδρο ενισχύσεις, για να προστατέψει τα σκευοφόρα, δηλαδή την εντός του στρατοπέδου λεία τους, αλλά εκείνος του απήντησε να μην ασχολείται με ασήμαντα θέματα, διότι αν νικήσουν θα αποκτήσουν και τους θησαυρούς των Περσών, ενώ αν ηττηθούν θα πρέπει να πέσουν μαχόμενοι ηρωικά. Ο Αρριανός περιορίζεται λακωνικά στην τακτική σημασία της επιδρομής και λέει ότι οι Πέρσες επιτέθηκαν στο μακεδονικό στρατόπεδο, για να αξιοποιήσουν τους πολυάριθμους αιχμάλωτους βαρβάρους και να δημιουργήσουν στα νώτα των μαχόμενων Μακεδόνων αναστάτωση, η αντιμετώπιση της οποίας θα προκαλούσε ρήγματα στο μέτωπό τους και θα διευκόλυνε τη διάσπασή του από τις κύριες περσικές δυνάμεις. Την άποψη αυτή ενισχύει και ο Πλούταρχος, που λέει ότι ο Μαζαίος έστειλε ιππείς επί τούτου στα σκευοφόρα. Επιπλέον τοποθετεί αυτήν την επιδρομή πριν την καθολική εμπλοκή, ενώ ανάλογη πρόθεση του Μαζαίου προκύπτει και από τη διήγηση του Διόδωρου. Συνεπώς επρόκειτο σαφώς για κίνηση αντιπερισπασμού.

Η δεξιά παράταξη των Περσών υπό τον Μαζαίο δεν είχε πληροφορηθεί ακόμη τη φυγή του Δαρείου, είχε περικυκλώσει το αριστερό κέρας της μακεδονικής παράταξης και πίεζε ασφυκτικά τις δυνάμεις του Παρμενίωνα. Οι Θεσσαλοί ιππείς αγωνίζονταν με γενναιότητα, αλλά υστερούσαν αριθμητικά και ο Παρμενίων ενημέρωσε γρήγορα τον Αλέξανδρο για τη δυσχερή του θέση. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο Παρμενίων ζήτησε ενισχύσεις, αλλά ο καθένας τους δίνει διαφορετική εξέλιξη στο περιστατικό. Η περιγραφόμενη εδώ είναι αυτή του Αρριανού και του Πλούταρχου. Κατά τον Διόδωρο ο Παρμενίων έστειλε αγγελιαφόρους στον Αλέξανδρο, ο οποίος όμως είχε απομακρυνθεί πολύ καταδιώκοντας το Δαρείο. Οι αγγελιαφόροι γύρισαν άπρακτοι και ο Παρμενίων νίκησε τους Πέρσες με τις δικές του δυνάμεις. Κατά τον Κούρτιο, όταν ο Αλέξανδρος ενημερώθηκε από τους αγγελιαφόρους δεν σταμάτησε την καταδίωξη, παρά μόνο όταν έφτασε στον Λύκο, όπου πληροφορήθηκε ότι στο μεταξύ ο Παρμενίων είχε νικήσει. Αυτό το περιστατικό έβλαψε την υστεροφημία του Παρμενίωνα και κάποιοι του καταλόγισαν ανικανότητα λόγω ηλικίας, ενώ ο Καλλισθένης το απέδωσε σε φθόνο του Παρμενίωνα για τη μεγάλη δύναμη, που είχε αποκτήσει ο Αλέξανδρος. Το τελευταίο δεν είναι και πολύ λογικό, αντίθετα δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικότερο σε μία μάχη απ’ το να ζητά ενισχύσεις το κάθε πιεζόμενο τμήμα. Αν παρά ταύτα είχε γίνει πιστευτό, οπωσδήποτε θα έπαιξε ρόλο αργότερα στη δίκη του Φιλώτα και τη δολοφονία του Παρμενίωνα, αν και περισσότερο μοιάζει με μεταγενέστερο δημιούργημα των επικοινωνιολόγων του Αλεξάνδρου σχετιζόμενο με τη δολοφονία του ηλικιωμένου στρατηγού.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε την καταδίωξη του Δαρείου και με το εταιρικό ιππικό γύρισε και επέλασε κατά του δεξιού κέρατος των Περσών. Καθ’ οδόν συγκρούστηκε με τα τελευταία τμήματα της κεντρικής παράταξης του Δαρείου, που είχαν τραπεί σε φυγή. Ήταν μερικοί Ινδοί και κυρίως Πέρσες, που ήταν οι καλύτεροι και περισσότεροι ιππείς της περσικής στρατιάς. Εν συνεχεία συγκρούσθηκε με τους Παρθυαίους ιππείς, που στο μεταξύ είχαν τραπεί σε φυγή από τον Παρμενίωνα. Όλοι αυτοί έπεφταν διαδοχικά πάνω στις δυνάμεις του επελαύνοντος Αλεξάνδρου κι εκεί έγινε η σκληρότερη ιππομαχία όλης της σύγκρουσης, διότι εγκλωβισμένοι ανάμεσα στους Θεσσαλούς του Παρμενίωνα και τους εταίρους του Αλεξάνδρου πολεμούσαν αλλόφρονες για τη ζωή τους. Σκότωναν και σκοτώνονταν όχι μόνο από τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, αλλά και από τους συμπολεμιστές τους, που προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο και να διαφύγουν. Από αυτή τη φάση και μέχρι να πέσει η νύχτα, οπότε σταμάτησε υποχρεωτικά η καταδίωξη, επαναλήφθηκαν όσα είχαν συμβεί κατά τη φυγή των Περσών από το πεδίο της μάχης στον Πίναρο. Οι περισσότερες απώλειές τους προκλήθηκαν όχι κατά τη μάχη αυτήν καθ’ αυτήν, αλλά κατά τη φυγή τους και την καταδίωξή τους από τους Μακεδόνες. Τότε σκοτώθηκαν περί τους 60 εταίρους και τραυματίσθηκαν ο Ηφαιστίων από δόρυ στο βραχίονα, ο Κοίνος και ο Μενίδας. Ό,τι δεν κατάφεραν οι Πέρσες με τον ηρωισμό κατά τη μάχη, το κατάφεραν με την απόγνωση κατά τη φυγή και τελικά διέσπασαν τις γραμμές του Αλεξάνδρου, αλλά προσπαθώντας να περάσουν τον ποταμό Λύκο από την εκεί γέφυρα αλληλοσφαγιάθηκαν και ποδοπατήθηκαν πολλοί. Το θεσσαλικό ιππικό, που αγωνίσθηκε πολύ γενναία, συνέχισε την καταδίωξη του Δαρείου ως το σούρουπο. Ο Παρμενίων καταδίωξε τους δικούς του βαρβάρους και μετά στράφηκε στο στρατόπεδό τους, όπου κατέλαβε όλα τα σκευοφόρα, τις καμήλες και τους ελέφαντες. Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Λύκο και στρατοπέδευσε εκεί για μία σύντομη ανάπαυση των ιππέων και των ίππων. Λέγεται ότι οι αυλικοί πρότειναν στο Δαρείο να καταστρέψει τη γέφυρα, για να εμποδίσει τον Αλέξανδρο να τον καταδιώξει, αλλά εκείνος απάντησε ότι δεν ήθελε να στερήσει από τους στρατιώτες του την οδό της διαφυγής, που χρησιμοποίησε κι ο ίδιος.

Οι δυνάμεις του Αλεξάνδρους κατά τον Αρριανό είχαν νεκρούς περί τους 100 άνδρες και 1.000 ίππους, που οι μισοί περίπου ανήκαν στο ιππικό των εταίρων. Κατά τον Διόδωρο είχαν 500 νεκρούς, αλλά πάρα πολλούς τραυματίες. Οι δυνάμεις του Δαρείου είχαν πολλαπλάσιες απώλειες. Κατά τον Αρριανό, που και πάλι διατηρεί επιφυλάξεις, είχαν περί τις 300.000 νεκρούς, ενώ πολύ περισσότεροι αιχμαλωτίσθηκαν. Κατά τον Διόδωρο είχαν πάνω από 90.000 πεζούς και ιππείς νεκρούς. Κατά τον Κούρτιο σκοτώθηκαν 40.000 Πέρσες και λιγότεροι από 300 Μακεδόνες. Στην τελευταία και μοιραία μάχη για την πολιτική και φυσική επιβίωσή του, ο Δαρείος επέλεξε αναπεπταμένο πεδίο, όπου θα χρησιμοποιούσε το αριθμητικό του πλεονέκτημα. Δεν πέτυχε όμως τίποτα περισσότερο από τη συντριπτικότερη και οδυνηρότερη ήττα όλου του πολέμου.

Για τη μάχη των Γαυγαμήλων προτείνονται διάφορες ημερομηνίες από την 20η Σεπτεμβρίου μέχρι και την 31η Οκτωβρίου του 331 π.Χ. Η έκλειψη της σελήνης είναι μία πολύ σημαντική πληροφορία για τον υπολογισμό της ημερομηνίας της μάχης των Γαυγαμήλων, διότι υπολογίζεται με αστρονομική ακρίβεια. Όμως ο Αρριανός τοποθετεί τη μάχη το πρωί μετά την 8η νύχτα από την έκλειψη, επίσης τοποθετεί την έκλειψη και τη μάχη τον αττικό μήνα Πυανεψυώνα (16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου) επί επωνύμου άρχοντα Αριστοφάνη, οπότε και επαληθεύθηκε η μαντεία του Αρίστανδρου. Αντίθετα ο Πλούταρχος τοποθετεί τη μάχη το πρωί μετά την 11η νύχτα από την έκλειψη και τον αττικό μήνα Βοηδρομιώνα (16 Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου), «στην αρχή περίπου των Μυστηρίων, που τελούνταν στην Αθήνα» (ίσως εννοεί τα Ελευσίνια). Έτσι, ενώ γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η έκλειψη της σελήνης έγινε την 20η Σεπτεμβρίου (την 5η ημέρα του αττικού μήνα Βοηδρομιώνα) του 331 π.Χ, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για την ημερομηνία της μάχης. Με βάση τον Αρριανό την τοποθετούμε την 28η Σεπτεμβρίου (12η Βοηδρομιώνος) και με βάση τον Πλούταρχο την 1η Οκτωβρίου (16η Βοηδρομιώνος). Δηλαδή ο Αρίστανδρος επαληθεύθηκε, αφού τόσο η μάχη όσο και η έκλειψη έγιναν τον Βοηδρομιώνα, αλλά δεν επαληθεύεται ο Αρριανός, που πέφτει έξω έναν ολόκληρο μήνα.

Ο Αλέξανδρος μετά τη μάχη ξεκούρασε τους ιππείς του μέχρι τα μεσάνυχτα και αμέσως μετά ξεκίνησε βιαστικά για τα Άρβηλα, για να συλλάβει το Δαρείο και να κατάσχει τα βασιλικά εφόδια. Διένυσε περί τα 600 στάδια (περίπου 111 χμ) και έφτασε στα Άρβηλα, όπου δεν βρήκε το Δαρείο, ωστόσο έπεσαν στα χέρια του για δεύτερη φορά τα εφόδια και τα σύμβολα του Μεγάλου Βασιλέα, το άρμα, η ασπίδα και το τόξο του. Μεταξύ των άλλων θησαυρών έπεσαν στα χέρια του και 3.000 αργυρά τάλαντα, από τα οποία σύμφωνα με τον Διόδωρο δώρισε από 6 μνες στους Μακεδόνες και από 5 στους συμμάχους ιππείς, 2 μνες στους φαλαγγίτες Μακεδόνες και μισθούς 2 μηνών στους άλλους μισθοφόρους. Ο Κούρτιος λέει ότι οι δωρεές έγιναν αργότερα από το θησαυρό, που κατελήφθη στη Βαβυλώνα, και τις δίνει ως 600 δηνάρια ανά Μακεδόνα ιππέα, 500 δηνάρια ανά ξένο ιππέα, 200 ανά Μακεδόνα πεζό και μισθούς 3 μηνών ανά ξένο πεζό. Ο Αλέξανδρος έθαψε τους δικούς του νεκρούς και φοβούμενος τις συνέπειες από την ταχεία αποσύνθεση των άταφων νεκρών του εχθρού λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, έφυγε αμέσως από τα Άρβηλα.


Βαβυλώνα και Σούσα
(Αρριανός Γ.16, Διόδωρος ΙΖ.62 , 63.1, 64.4, 65.1, 6, 66.1-2, 67.1, Πλούταρχος Αλέξανδρος 35, 36.1, Κούρτιος 5.1.17, 39-43, 2.11, Ιουστίνος 11.14.8-9)

Ο Δαρείος διέφυγε από τα Γαυγάμηλα στη Μηδία μέσα από τα βουνά της Αρμενίας. Τον ακολουθούσαν οι Βάκτριοι ιππείς, οι συγγενείς του, λίγοι μηλοφόροι Πέρσες και περί τους 2.000 ξένους μισθοφόρους υπό τον Πάρωνα από τη Φωκίδα και τον Γλαύκο από την Αιτωλία. Επέλεξε αυτό το δρομολόγιο, διότι κατάλληλο για τη μικρή του δύναμη, όχι όμως και για τη μεγάλη στρατιά του Αλεξάνδρου, που επιπλέον θα έπρεπε να κατευθυνθεί προς τα λαμπρά έπαθλα της νίκης του, τη Βαβυλώνα και τα Σούσα. Πράγματι ο Αλέξανδρος από τα Άρβηλα κατευθύνθηκε δια της Βασιλικής Οδού προς τη Βαβυλώνα με το στρατό του διατεταγμένο για μάχη, ενώ έστειλε τον Φιλόξενο στα Σούσα, για να ζητήσει την παράδοση της πόλης και πάνω απ’ όλα του Δημόσιου Ταμείου.

Λίγο έξω από τη Βαβυλώνα του είχαν ετοιμάσει πάνδημη υποδοχή οι ιερείς και άρχοντές της με επικεφαλής τον Μαζαίο, που έσπευσαν να του προσφέρουν δώρα και να του παραδώσουν την πόλη, την ακρόπολη και το Δημόσιο Ταμείο. Σύμφωνα με τοπικές πηγές την 24η ή 25η Οκτωβρίου 331π.Χ., ο Αλέξανδρος μπήκε στη Βαβυλώνα, που οι Έλληνες και άλλοι λαοί θεωρούσαν εσφαλμένα ως μία από τις 3 πρωτεύουσες της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας. Δεν είναι σαφές αν ήδη από τότε είχε αποφασίσει να την κάνει πρωτεύουσα της δικής του αυτοκρατορίας πάντως, για να εξασφαλίσει τη συνεργασία των αρχών και την αποδοχή από την τοπική Κοινή Γνώμη, διέταξε να ανοικοδομήσουν τα ιερά, που είχε καταστρέψει ο Ξέρξης πριν από 150 χρόνια περίπου. Αργότερα θα διαπίστωνε ότι αυτή η ενέργεια ικανοποιούσε το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, αλλά έβλαπτε τα συμφέροντα του ιερατείου. Ακολούθησε τις συμβουλές των Χαλδαίων για τα ιερά και θυσίασε στον Βήλο (Βάαλ) σύμφωνα με τις υποδείξεις τους. Φρούραρχος της Βαβυλώνας ανέλαβε ο Αγάθων με 700 Μακεδόνες και 300 μισθοφόρους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ασίας και η πόλη της Βαβυλώνας φαίνεται ο καταλληλότερος τόπος για κάτι τέτοιο.

Σε κάποιο σημείο της πορείας μέσα από την περιοχή του ιρακινού Κουρδιστάν, μεταξύ Μοσούλης και Κιρκούκ, ο Αλέξανδρος εντυπωσιάσθηκε από τις φλόγες, που ξεπηδούσαν από ένα χάσμα, και μία λίμνη νάφθας, που διέρρεε στην επιφάνεια από τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της περιοχής. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη φύση και την προέλευση της φωτιάς και οι ντόπιοι, για να τους δείξουν πόσο διέφερε η νάφθα από τη γνωστή τους άσφαλτο, έβρεξαν με μικρή ποσότητα το μονοπάτι ως τη σκηνή του Αλεξάνδρου. Μόλις ακούμπησαν μία φλόγα στην μία άκρη του μονοπατιού, η φωτιά μεταδόθηκε ως την άλλη άκρη «με την ταχύτητα της σκέψης». Ο θαυμασμός και η απορία όλων μεγάλωσε κι ένας από τους προσωπικούς υπηρέτες του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος Αθηνοφάνης, πρότεινε να δοκιμάσουν το παράξενο αυτό υλικό σε έναν ασήμαντο βοηθό με γελοίο πρόσωπο, τον Στέφανο, που δέχθηκε πρόθυμα. Ο Αλέξανδρος συμφώνησε, το πείραμα προχώρησε κι ο Στέφανος λαμπάδιασε αμέσως, τρομοκρατώντας τους παριστάμενους. Συμπτωματικά είχαν πολλά αγγεία με νερό για το λουτρό, αλλά μετά βίας έσβησαν τις φλόγες της νάφθας (σήμερα γνωρίζουμε ότι το νερό δεν σβήνει εύκολα το φλεγόμενο πετρέλαιο). Ο Στέφανος ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και ο Αλέξανδρος είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τις ιδιότητες του πετρελαίου, ενός εύφλεκτου, επικίνδυνου και πάνω απ’ όλα άχρηστου ορυκτού.

Στο μεταξύ όσοι Έλληνες, με πρώτους τους Σπαρτιάτες, επεδίωκαν την κατάλυση της Μακεδονικής Ηγεμονίας, μετά τη νίκη του Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα κατανόησαν ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν πλέον σε συντριβή του από τους Πέρσες. Η μόνη λύση, που τους απέμενε να έλθουν σε άμεση συνεννόηση με τον Δαρείο. Αν τους χρηματοδοτούσε, θα έφτιαχναν μισθοφορικό στρατό και θα χτυπούσαν τις δυνάμεις του Αντιπάτρου στην Ελλάδα. Έτσι ο Αλέξανδρος θα πιεζόταν από Ανατολή και Δύση. Έπρεπε όμως να γίνουν όλα, πριν συντριβούν εντελώς οι δυνάμεις του Δαρείου από τον Αλέξανδρο και οι Σπαρτιάτες, που διένυαν την πέμπτη δεκαετία χωρίς πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, κινήθηκαν πιο δραστήρια και άρχισαν να ξεσηκώνουν και άλλους. Οι Αθηναίοι, τους οποίους ο Αλέξανδρος τιμούσε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους Έλληνες, αδιαφόρησαν. Φαίνεται ότι ο Δαρείος δεν πρόλαβε να στείλει χρήματα, κι έτσι οι αντιφρονούντες (κυρίως Πελοποννήσιοι) αντί για τα συνήθη μισθοφορικά, συγκέντρωσαν ίδια στρατεύματα συνολικής δύναμης περίπου 20.000 πεζών και 200 ιππέων, περιλαμβανομένου του συνόλου της μάχιμης δύναμης των Σπαρτιατών, και φυσικά αποδέχθηκαν Σπαρτιατική Ηγεμονία και τον Σπαρτιάτη βασιλιά, τον Άγι ως αρχιστράτηγο. Όταν το πληροφορήθηκε ο Αντίπατρος, υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει άρον - άρον με τον Μέμνονα, βάδισε νότια, ενισχυόμενος καθ’ οδόν από όσους παρέμεναν πιστοί και έφτασε στην Πελοπόννησο με 40.000 άνδρες.

Οι θερμοκρασίες στην Μεσοποταμία είναι απελπιστικά υψηλές και η προέλαση ήταν αδύνατη, πριν η θερμοκρασία μειωθεί σε υποφερτά επίπεδα, περί τα μέσα Νοεμβρίου, οπότε αρχίζουν και οι βροχές. Έτσι, μετά από παραμονή στη Βαβυλώνα 34 ημερών, την 29η Νοεμβρίου 331, ο Αλέξανδρος αναχώρησε για τα Σούσα. Σε κάποιο σημείο της Βασιλικής Οδού τον συνάντησε ο γιος του σατράπη της Σουσιανής και ένας αγγελιαφόρος του Φιλόξενου, που έγραφε ότι η πόλη είχε παραδοθεί και ο σατράπης της είχε εξασφαλίσει όλους τους θησαυρούς για τον Αλέξανδρο. Είκοσι ημέρες αφού έφυγε από τη Βαβυλώνα (την 19η Δεκεμβρίου του 331) ο Αλέξανδρος μπήκε στα Σούσα, τη δεύτερη υποτιθέμενη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Παρέλαβε αμέσως τη βασιλική περιουσία και το Δημόσιο Ταμείο, για το οποίο φυσικά κάθε ιστορικός δίνει διαφορετική εκτίμηση. Κατά τον Αρριανό ο θησαυρός των Σούσων ήταν περί τα 50.000 αργυρά τάλαντα. Κατά τον Κούρτιο 50.000 τάλαντα σε ἂσημον (άκοπο) ἂργυρον. Κατά τον Διόδωρο ἂσημος ἂργυρος και χρυσός αξίας 40.000 αργυρών ταλάντων, ως αποθεματικό της Κεντρικής Τράπεζας θα λέγαμε σήμερα, και επιπλέον δαρεικοί αξίας 9.000 χρυσών (ή 90.000 αργυρών) ταλάντων. Κατά τον Πλούταρχο και τον Ιουστίνο ήταν 40.000 αργυρά τάλαντα.

Κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς ισχυρίσθηκαν ότι τα Σούσα παραδόθηκαν με τους θησαυρούς τους κατά διαταγή του Δαρείου, που ήθελε να απασχολήσει τον Αλέξανδρο με την παραλαβή της πλουσιότατης μεγαλούπολης, ώστε να κερδίσει χρόνο και να μπορέσει να ετοιμάσει την επόμενη αμυντική ενέργειά του. Αυτό ίσως τους προέκυψε, επειδή ο Αλέξανδρος κατέλαβε άθικτα δύο από τα μεγαλύτερα θησαυροφυλάκια της αυτοκρατορίας, της Βαβυλώνας και των Σούσων. Ωστόσο η άποψη αυτή, από την οποία αποστασιοποιείται ακόμη κι ο Διόδωρος που μας τη μεταφέρει, δεν ευσταθεί, διότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αλέξανδρος κατελάμβανε άθικτο κάποιο θησαυροφυλάκιο. Τα περσικά θησαυροφυλάκια ήταν πολύ πλούσια και η φυγάδευσή τους απαιτούσε μεγάλο αριθμό μεταφορικών κτηνών και μέσων, όπως προκύπτει από τη μεταφορά του θησαυροφυλακίου της Περσέπολης. Επιπλέον χρειαζόταν μεγάλη ένοπλη συνοδεία και η όλη κινητοποίηση θα προκαλούσε σημαντική αναστάτωση, που δεν θα διέφευγε της προσοχής κανενός. Θα δημιουργούσε κλίμα ηττοπάθειας και θα εξωθούσε πολλούς να επιδιώξουν συνεννόηση και συνεργασία με τον Αλέξανδρο αντί να πολεμήσουν εναντίον του. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και το σημαντικό χρονικό διάστημα, που απαιτούσε η μεταφορά ενός θησαυρού, τότε το κλίμα ηττοπάθειας και οι συνέπειές του θα εξαπλώνονταν στην περιοχή, πολύ πριν φτάσει ο Αλέξανδρος. Βέβαια, το κυριότερο αντεπιχείρημα στην άποψη αυτή είναι ότι οι Πέρσες σε καμία περίπτωση δεν έλαβαν υπόψη τους το ενδεχόμενο ήττας στην κυρίως μάχη και γι’ αυτό δεν σχεδίασαν εκ των προτέρων άλλες ενέργειες, μία από τις οποίες θα ήταν και η φυγάδευση των θησαυρών. Η εγκατάλειψη άθικτου ενός θησαυροφυλακίου ως στρατήγημα ήταν άνευ αξίας, όπως είναι πάντοτε όλα τα ανεπιτήρητα κωλύματα. Τα θησαυροφυλάκια λοιπόν εγκαταλείπονταν άθικτα, διότι η φυγάδευση του περιεχομένου τους ήταν ηθικά επιζήμια και πρακτικά αδύνατη, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα μέσα, που χρειάσθηκε ο Αλέξανδρος για τη μεταφορά του θησαυρού της Περσέπολης.

Μεταξύ όσων κατέσχεσε στα Σούσα ως πολεμική λεία, η επίσης πολεμική λεία του Ξέρξη από την εισβολή του στην Ελλάδα. Σ’ αυτήν συγκαταλέγονταν και οι δύο προτομές των Αθηναίων τυραννοκτόνων, Αρμόδιου και Αριστογείτονα, τις οποίες τιμής ένεκεν έστειλε πίσω στην Αθήνα. Οι προτομές αυτές τοποθετήθηκαν στο Μητρώον, όπου τις είδε μερικούς αιώνες αργότερα ο Αρριανός. Στα Σούσα άφησε τη μητέρα, τις κόρες και τον γιο του Δαρείου με την εντολή να διδαχθούν την «Ἑλληνικὴν διάλεκτον», διότι προφανώς είχε αποφασίσει από τότε να παντρευτεί μία κόρη του Δαρείου, ώστε να διακόψει την αυτοτελή πορεία του Οίκου των Αχαιμενιδών και να την ταυτίσει με την πορεία του Οίκου των Αργεαδών. Μετά έκανε τις συνήθεις ελληνικές τελετές, θυσίες, λαμπαδηδρομίες και γυμνικούς (αθλητικούς) αγώνες, και τοποθέτησε σατράπη της Σουσιανής τον Πέρση, Αβουλίτη, φρούραρχο της ακρόπολης τον εταίρο, Μάζαρο, και στρατηγό τον Αρχέλαο του Θεοδώρου. Έστειλε στα παράλια τον Μένητα από την Πέλλα με την ιδιότητα του ύπαρχου της Συρίας, της Φοινίκης και της Κιλικίας και του έδωσε περί τα 3.000 αργυρά τάλαντα με διαταγή να στείλει στον Αντίπατρο, όσα χρειαζόταν για τις ανάγκες του πολέμου κατά Σπαρτιατών. Στα Σούσα τον συνάντησε και ο Αμύντας του Ανδρομένη, που έφερνε νεοσύλλεκτους από τη Μακεδονία. Ο Αρριανός δεν δίνει τον αριθμό τους. Κατά τον Διόδωρο από τη Μακεδονία κατάγονταν 500 ιππείς και 6.000 πεζοί, από τη Θράκη 600 ιππείς, από τις Τράλλεις 3.500 ιππείς, από την Πελοπόννησο 4.000 πεζοί και σχεδόν 1.000 ιππείς. Ακόμη έφτασαν και 50 γιοι εταίρων, για να υπηρετήσουν στη σωματοφυλακή του βασιλιά και ως όμηροι να εξασφαλίσουν την υπακοή των πατεράδων τους. Κατά τον Κούρτιο οι ενισχύσεις αριθμούσαν 6.000 πεζούς και 500 ιππείς από τη Μακεδονία, 600 ιππείς και 3.500 πεζούς από τη Θράκη, 380 ιππείς και περίπου 4.000 πεζοί μισθοφόροι από την Πελοπόννησο. Επιπλέον τους συνάντησε στη Βαβυλώνα και όχι στα Σούσα. Ο Αλέξανδρος κατέταξε ιππείς στο ιππικό των εταίρων και τους πεζούς στη φάλαγγα κατά έθνη. Για πρώτη φορά δημιούργησε λόχους, από έναν σε κάθε ίλη, και επέλεξε τους λοχαγούς μεταξύ των εταίρων, που είχαν διακριθεί στις μάχες. Ίσως οι πληροφορίες, που έπαιρνε από την Αντιγόνη για τον Φιλώτα να τον ανησύχησαν και να θέλησε σταδιακά να περιορίσει την ισχύ και κατά συνέπεια την δυνατότητα των υψηλόβαθμων αξιωματικών του να συνωμοτήσουν.


Περσέπολη
(Αρριανός Γ.17, 18, Πλούταρχος Αλέξανδρος 37.1-4, 6, 38, Διόδωρος ΙΖ.67.1, 68-69, 71.1-2, 72, 74.5, Κούρτιο 5.3.17, 23, 4.34, 7.12, 5.5.2, 5-6, 6.9-10, 7.3-11, Ιουστίνος 11.14.11-12, Πολύαινος Δ.3.27)

Τέλος Δεκεμβρίου του 331 ή αρχές Ιανουαρίου του 330 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε από τα Σούσα για την Περσίδα, που ήταν και παραμένει χώρα τραχεία και αραιοκατοικημένη. Μετά από 4 ημερών πορεία έφθασε στον Πασίτιγρη (Καρούν), που διαρρέει την ευφορότατη χώρα των πεδινών Ουξίων, μέσα από την οποία έπρεπε να περάσει, για να φθάσει στην Περσίδα. Οι πεδινοί Ούξιοι ήταν υπήκοοι του Δαρείου και παραδόθηκαν. Οι ορεινοί Ούξιοι δεν ήταν υπήκοοι του Δαρείου και απαίτησαν από τον Αλέξανδρο τα διόδια, που τους κατέβαλλε και ο Μέγας Βασιλεύς, για να του επιτρέψουν να περάσει από τις ορεινές διαβάσεις της χώρας τους.

Εκείνος όμως δεν είχε σκοπό να αφήσει ανεξέλεγκτους αυτόνομους στη αυτοκρατορία, που σχεδίαζε. Τους είπε λοιπόν ειρωνικά να κρατήσουν τις διαβάσεις τους και να περιμένουν την πληρωμή τους. Πήρε τους βασιλικούς σωματοφύλακες, τους υπασπιστές και 8.000 ακόμη άνδρες και ακολούθησε ένα δύσβατο δρομολόγιο, που του υπέδειξαν οδηγοί από τα Σούσα. Το ίδιο βράδυ, την ώρα του ύπνου, προσέβαλε τους οικισμούς τους αποσπώντας πολλή λεία και σκοτώνοντας πολλούς Ούξιους. Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στα βουνά. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του προς τα περάσματα, που κρατούσαν οι υπόλοιποι Ούξιοι, αφού προηγουμένως έστειλε τον Κρατερό να καταλάβει τα υψώματα, όπου έκρινε ότι θα κατέφευγαν οι φρουροί των περασμάτων, αν πιέζονταν. Πράγματι αυτοί μόλις είδαν ότι οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου, κινούμενες με απροσδόκητη ταχύτητα, είχαν εκμηδενίσει το πλεονέκτημά τους από τη χρήση του εδάφους, τράπηκαν σε φυγή. Δέχθηκαν όμως συνδυασμένα πλήγματα από τον Αλέξανδρο και τον Κρατερό με αποτέλεσμα να χάσουν πάρα πολλούς άνδρες. Θα είχαν εξανδραποδισθεί μάλιστα, όπως γινόταν με όσους αντιστέκονταν, αν δεν μεσολαβούσε στον Αλέξανδρο για λογαριασμό τους η μητέρα του Δαρείου, όπως λέει ο Πτολεμαίος του Λάγου. Τελικά, επειδή οι ορεσίβιοι Ούξιοι ήταν κτηνοτρόφοι και δεν είχαν χρήματα, τους επέβαλε ετήσιο φόρο σε είδος, 100 ίππους, 500 υποζύγια και 30.000 πρόβατα.

Εισβάλλοντας ο Αλέξανδρος στο σημερινό Ιράν, είχε φθάσει στον σκληρό πυρήνα της Περσικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι τότε οι χώρες, που καταλάμβανε, κατοικούνταν από εθνότητες υποτελείς στους Πέρσες, που δεν είχαν πατριωτικούς ενδοιασμούς να προτιμήσουν έναν νέο κατακτητή, ο οποίος εμφανιζόταν μάλιστα να σέβεται τα ιερά και όσιά τους περισσότερο από τον παλιό. Έτσι ο Αλέξανδρος μπορούσε να εμφανίζεται περίπου ως απελευθερωτής τους από τον περσικό ζυγό. Τώρα όμως έμπαινε στα εδάφη, όπου κατοικούσε η κυρίαρχη εθνότητα της αυτοκρατορίας. Από εδώ και πέρα θα συναντούσε ισχυρή πατριωτική αντίσταση. Ένα νέο εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα στην προέλαση ήταν η εξεύρεση εφοδίων σε περιβάλλον ξεκάθαρα εχθρικό, σε περιοχές με αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες, με κατακερματισμένο και κατά κανόνα άγονο και δύσβατο έδαφος. Εφεξής λοιπόν θα εξεύρισκε προμήθειες κυρίως με λεηλασίες από τις ειδικές ομάδες περισυλλογής εφοδίων («συνεργεία λεηλατών» στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία). Όμως η λύση αυτή έφερνε τους ντόπιους πληθυσμούς σε απόγνωση, που ενίσχυε τον πατριωτισμό τους και τους εξωθούσε σε σθεναρότερη αντίσταση, η οποία με τη σειρά της προκαλούσε σκληρότερη αντιμετώπιση από τον Αλέξανδρο. Το περσικό αίμα, που έχυσε στην πορεία του μέσα από την Περσία δεν έχει ξεχασθεί τελείως. Ως τις μέρες μας οι ελάχιστοι εναπομείναντες ζωροαστριστές Πέρσες θυμούνται το θυελλώδες πέρασμα του «Καταραμένου Αλεξάνδρου», που κατέστρεψε την αυτοκρατορία των προγόνων τους. Οι παλαιότεροι θυμούνται από την παιδική τους ηλικία τις μητέρες τους να τους φοβερίζουν, ότι αν δεν είναι φρόνιμοι θα τους πάρει ο Ισκάντερ.

Αφού υπέταξε τους Ούξιους, έστειλε το θεσσαλικό ιππικό, τους συμμάχους, τους ξένους μισθοφόρους, τους βαρύτερα οπλισμένους και τα σκευοφόρα υπό τον Παρμενίωνα από την αμαξιτή οδό στην Περσίδα. Ο ίδιος με τους πεζούς Μακεδόνες, το εταιρικό ιππικό, τους προδρόμους ιππείς τους τοξότες και τους Αγριάνες πήρε το συντομότερο δρομολόγιο, μέσα από τα βουνά προς τις Περσίδες Πύλες (Τανγκ ι Κας ή κατ’ άλλους το Τανγκ ι Μωχάμεντ Ρεζά). Ο Αριοβαρζάνης (Αρίγια-βαρζάνα), ο γιος του Αρτάβαζου και σατράπης της Περσίδας, είχε κλείσει αυτό το πέρασμα με τείχος και έτοιμος να αποκρούσει τους εισβολείς. Οι Μακεδόνες όρμησαν να καταλάβουν τη διάβαση, όπως είχαν κάνει τόσες φορές πιο πριν, όμως αυτή τη φορά οι υπερασπιστές δεν τράπηκαν σε φυγή. Αντεπιτέθηκαν ξαφνικά ρίχνοντας πάσης φύσεως τοξεύματα, απλά και καταπελτικά, πέτρες και τεράστιους ογκόλιθους μεγέθους άμαξας πάνω στους Μακεδόνες, που παγιδεύτηκαν στο στενό πέρασμα. Οι απώλειες ήταν τεράστιες και ο Αλέξανδρος διέταξε να σαλπίσουν υποχώρηση. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τη διάβαση εξ εφόδου και αναζήτησε τρόπο να την παρακάμψει. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν κι ένας Λύκιος βοσκός, δίγλωσσος στα ελληνικά και περσικά, που γνώριζε πολύ καλά την περιοχή. Ο Αλέξανδρος άφησε στο στρατόπεδο τον Κρατερό επικεφαλής της τάξης του, της τάξης του Μελέαγρου, λίγων τοξοτών και 500 ιππέων. Διέταξε τον Αμύντα, τον Φιλώτα και τον Κοίνο να οδηγήσουν την υπόλοιπη στρατιά στην πεδιάδα και να γεφυρώσουν τον ποταμό Αράξη, ώστε να μην καθυστερήσουν και στο επόμενο φυσικό κώλυμα. Εκείνος οδηγούμενος από τον Λύκιο και με τους υπασπιστές, την τάξη του Περδίκκα, τους Αγριάνες, τη βασιλική ίλη και μία τετραρχία (τέσσερις λόχοι) ιππικού προχώρησε τη νύχτα, μέσα από δύσβατα, ορεινά και χιονισμένα μονοπάτια. Πριν ξημερώσει βρέθηκε πίσω από τις Πύλες και αιφνιδίασε τις φρουρές περιμετρικά του περσικού στρατοπέδου. Εξόντωσε την πρώτη, προξένησε μεγάλες απώλειες στη δεύτερη και έτρεψε σε φυγή την τρίτη φρουρά. Ξημέρωνε πια, όταν επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Αριοβαρζάνη, ενώ ταυτόχρονα προσέβαλλε το τείχος ο Κρατερός. Η συνδυασμένη και αιφνιδιαστική επίθεση από δύο πλευρές τρομοκράτησε τους υπερασπιστές του τείχους, το οποίο και εγκατέλειψαν. Τότε οι Πέρσες εγκλωβίσθηκαν και οι περισσότεροι σφαγιάσθηκαν στη μάχη εκ του συστάδην ή σκοτώθηκαν πέφτοντας στους γκρεμούς κατά την πανικόβλητη φυγή τους. Ο Αριοβαρζάνης πρόλαβε να διαφύγει στα βουνά με λίγους ιππείς. Ο Λύκιος πληροφοριοδότης αμείφθηκε με 30 τάλαντα.

Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι οι Πέρσες σε όλες τις μάχες αγωνίσθηκαν γενναία και ότι τα μέτωπά τους κατέρρεαν από ανικανότητα ή δειλία της ηγεσίας τους. Μέχρι να φτάσει ο Αλέξανδρος στα Σούσα μπορούσαν να βρεθούν διάφορες δικαιολογίες για τις επιλογές της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης των Περσών, όταν όμως έφτασε στις Πύλες της Περσίας, φάνηκε καθαρά η ανεπάρκειά της. Ο Δαρείος είχε κρυφτεί προ πολλού στα Εκβάτανα, την πρωτεύουσα της Μηδίας, οχυρωμένος πίσω από τους δύσβατους ορεινούς όγκους με τον βαρύ χειμώνα και εγκαταλείποντας στην τύχη τους την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την κοιτίδα των Περσών και το παγκοσμίως μεγαλύτερο θησαυροφυλάκιο εκείνης της εποχής. Ο διοικητής της Περσίδας συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις στις Περσίδες Πύλες, διαπράττοντας ακόμη ένα ανεξήγητο λάθος, διότι ούτε άλλη γραμμή άμυνας είχε προετοιμάσει ούτε τα μονοπάτια, που παρέκαμπταν τις πύλες και οδηγούσαν στα νώτα του, είχε εξασφαλίσει. Από την αυστηρά στρατιωτική άποψη η βαρυχειμωνιά και το πολύ χιόνι καθώς κι ότι τα μονοπάτια ήταν άγνωστα στον εισβολέα, τονίζουν την πειθαρχία και την αποτελεσματικότητα του μακεδονικού στρατού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκής δικαιολογία για την αποτυχία του Αριοβαρζάνη. Ο σατράπης της Περσίδας επέλεξε για τις δυνάμεις του την τύχη των ελληνικών δυνάμεων στις Θερμοπύλες, όταν ο Έλληνας αυτόμολος οδήγησε τις περσικές όπως ο Λύκιος βοσκός τον Αλέξανδρο. Όμως αντίθετα προς τους Έλληνες τότε, οι Πέρσες τώρα αιφνιδιάσθηκαν πλήρως και δεν απέσυραν κανένα τμήμα τους, για να πολεμήσει κάπου αλλού αργότερα. Δεν χωρεί καμία ωραιοποίηση και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Στη μάχη των Γαυγαμήλων διαλύθηκε ολοκληρωτικά η περσική ανώτατη στρατιωτική διοίκηση και η αντίσταση του Αριοβαρζάνη ήταν μία πατριωτική, αλλά άσχημα οργανωμένη και αναποτελεσματική ενέργεια. Για πολλοστή φορά οι Πέρσες μαχητές επέδειξαν την ανδρεία τους, αλλά οι Πέρσες στρατιωτικοί ηγέτες ήταν υπεύθυνοι για τις απώλειες των ανδρών τους και τη ζημιά στο ηθικό όσων γλύτωσαν, ενώ κατέστρεψαν δυνάμεις, στερώντας τες από τις μελλοντικές αναμετρήσεις. Θα ήταν καλύτερα για τα σατραπικά στρατεύματα να εγκατέλειπαν αμαχητί τις Πύλες και να οπισθοχωρούσαν, για να πολεμήσουν κάπου αλλού οργανωμένοι σωστά. Αντ’ αυτού περιορίστηκαν να προβάλλουν διαρκώς και σε αλλεπάλληλες φάσεις μικρής κλίμακας αντίσταση, η οποία αφενός δεν αναχαίτισε τον Αλέξανδρο και αφετέρου πνίγηκε στο αίμα. Μόλις λίγους μήνες αργότερα οι αγανακτισμένοι Πέρσες πατριώτες θα έθεταν τέλος στην εξουσία και τη ζωή του αναποτελεσματικού Αχαιμενίδη βασιλιά, αλλά τα λάθη και οι παραλείψεις της διοίκησής του είχαν προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημία και η αντίστασή τους, απλώς θα καθυστερούσε το μοιραίο. Ο Αλέξανδρος επρόκειτο να θέσει οριστικά τέλος στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών.

Με την κατάληψη των Περσίδων Πυλών στα μέσα Ιανουαρίου του 330 ο δρόμος προς την σχεδόν άγνωστη στους Έλληνες πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών ήταν ανοιχτός. Ο Αλέξανδρος πέρασε γρήγορα τον ποταμό Αράξη (Κύρο), που είχαν γεφυρώσει οι Αμύντας, Φιλώτας και Κοίνος. Προήλαυνε γρήγορα, για να μην προλάβουν οι φρουροί της Περσέπολης να φύγουν με το Δημόσιο Ταμείο. Κατά τον Διόδωρο καθώς ο Αλέξανδρος προέλαυνε, ο κυβερνήτης της Περσέπολης, Τιριδάτης, του έστειλε επιστολή και τον πληροφορούσε ότι ο Δαρείος έστελνε δυνάμεις, για να την υπερασπισθούν. Αν όμως προλάβαινε εκείνος να φτάσει πρώτος, θα παραλάμβανε την πρωτεύουσα χωρίς αντίσταση. Αν ο Δαρείος πράγματι ήθελε να στείλει υπερασπιστές στην Περσέπολη, είναι απορίας άξιο, γιατί δεν το έπραξε νωρίτερα. Ο Τιριδάτης, βέβαια, ήλπιζε ότι η προθυμία του θα αμειβόταν με τη συνήθη γενναιοδωρία του Αλεξάνδρου, εκείνος όμως είχε προαποφασίσει την ολοσχερή καταστροφή της. Κατά τον Κούρτιο ο Τιριδάτης προσκάλεσε τον Αλέξανδρο να μπει στην πόλη, πριν τη λεηλατήσουν οι κάτοικοί της, εκδοχή που φαίνεται λογικότερη από εκείνη του Διόδωρου.

Καθ’ οδόν προς την Περσέπολη συνάντησε 800 εκτοπισμένους Έλληνες μεγάλης ηλικίας, που ήταν επιστήμονες, τεχνίτες και γενικά υψηλής μόρφωσης άτομα. Τους είχαν εκτοπίσει από τις μακρυνές πατρίδες τους οι προηγούμενοι Πέρσες βασιλιάδες και τους είχαν ακρωτηριάσει όλα τα μέλη του σώματος εκτός από εκείνα, που ήταν απαραίτητα για την άσκηση της επιστήμης ή της τέχνης τους. Το οικτρό θέαμά τους προκάλεσε την αγανάκτηση όλης της στρατιάς, που απαίτησε εκδίκηση, και ο Αλέξανδρος δεσμεύθηκε να τους στείλει πίσω στις πατρίδες τους. Όμως εκείνοι σκέφτηκαν ότι θα καλύτερα ως ομοιοπαθούντες να παραμείνουν όλοι μαζί, αντί να διασκορπιστούν μετά από τόσα χρόνια εξορίας στις πατρίδες τους, όπου θα προκαλούσαν οίκτο και φρίκη με την εμφάνισή τους. Ο Αλέξανδρος συμφώνησε, τους έδωσε από 3.000 δραχμές, 5 ανδρικές και 5 γυναικείες ενδυμασίες, 2 ζεύγη βοδιών, 50 πρόβατα, 50 μεδίμνους (περίπου 2.592 λίτρα) πυρών, τους απάλλαξε από κάθε βασιλικό φόρο και διέταξε τους τοπικούς άρχοντες να φροντίζουν ώστε να μην τους αδικήσει κανείς.

Σχετικά με αυτό το περιστατικό και συμπληρωματικά προς τις προβληματικές αναφορές για τους Γορτυαίους των Γαυγαμήλων και τους Βοιωτούς της Σιττακηνής πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Ηρόδοτος κάνει λόγο για Ερετριείς, τους οποίους εκτόπισαν οι Πέρσες το 490 μετά τη μάχη του Μαραθώνα και τους εγκατέστησαν στην Αρδερίκκη περί τα 210 στάδια (39 χμ) από τα Σούσα, δηλαδή πράγματι πάνω στο δρομολόγιο του Αλεξάνδρου, όπου λέγεται ότι τους συνάντησαν κι άλλοι Έλληνες δύο αιώνες μετά τον Αλέξανδρο. Όμως βάζει σε σκέψεις ο παραδιδόμενος ο ακρωτηριασμός αυτών, που λογικά θα ήταν απόγονοι των Ελλήνων που είχαν εκτοπιστεί 159 χρόνια νωρίτερα. Επίσης οι Ερετριείς του Ηρόδοτου είχαν εγκατασταθεί μεν σε περιοχή την οποία διέσχισε ο Αλέξανδρος, αλλά κατήγοντο όλοι από την ίδια πόλη σε αντίθεση προς τους ακρωτηριασμένους, που κατήγοντο από διαφορετικές πόλεις. Τέλος οι «προηγούμενοι Πέρσες βασιλιάδες» δεν μπορεί να ήταν άλλοι από τον Αρσή και τον Αρταξέρξη τον Ώχο, αφού οι τιμωρημένοι από τους Δαρείο και Ξέρξη των περσικών πολέμων, θα είχαν πεθάνει από γεράματα. Μένει λοιπόν να υποθέσουμε ότι η ευρύτερη εκείνη περιοχή χρησιμοποιήθηκε από τους Πέρσες ως τόπος εξορίας Ελλήνων αντικαθεστωτικών, αν και υπάρχει το ενδεχόμενο οι ακρωτηριασμένοι Έλληνες να είναι μύθευμα με βάση τους εξόριστους Ερετριείς και τη διακήρυξη του Αλεξάνδρου ότι ήθελε να εκδικηθεί την περσική εισβολή.

Στις Πασαργάδες (Μουργκάμπ) ο Αλέξανδρος πήρε τα χρήματα από το θησαυρό του Κύρου Α΄. Λίγες μέρες αργότερα, στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου του 330 π.Χ. προελαύνοντας επί της Βασιλικής Οδού μπήκε στην Περσέπολη και αμέσως παρέλαβε το θησαυροφυλάκιο. Οι θησαυροί του Κύρου κατά τον Αρριανό βρίσκονταν στις Πασαργάδες. Κατά τον Διόδωρο βρίσκονταν στην Περσέπολη και ήταν το έσχατο αποθεματικό ταμείο, όπου από τον καιρό του ιδρυτή της αυτοκρατορίας είχε συσσωρευτεί χρυσός και άργυρος συνολικής αξίας 120.000 αργυρών ταλάντων. Επιπλέον αυτού του ποσού στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Μεγάλου Βασιλέως βρέθηκε το προσωπικό του ταμείο με 8.000 τάλαντα. Ο Αλέξανδρος για να τα μεταφέρει, διέταξε να φέρουν από τα Σούσα, τη Βαβυλώνα και τη Μεσοποταμία πολλά μουλάρια για φόρτωμα ή έλξη αμαξών καθώς και 3.000 καμήλες. Κατά τον Πλούταρχο ο θησαυρός της Περσέπολης ήταν όσος και των Σούσων (40.000 αργυρά τάλαντα) και για τη μεταφορά του χρειάσθηκαν 10.000 ζεύγη μουλαριών και 5.000 καμήλες. Κατά τον Κούρτιο κατασχέθηκαν 6.000 τάλαντα στις Πασαργάδες και 120.000 τάλαντα στην Περσέπολη. Μετά ο Αλέξανδρος διέταξε τη στρατιά του να λεηλατήσει την πόλη, εξαιρώντας τα ανάκτορα. Οι άντρες σφαγιάσθηκαν, οι γυναίκες σύρθηκαν στην αιχμαλωσία και ο πλούτος της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας διαρπάχτηκε. Στην έξαψη της πλεονεξίας τους οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου έκοβαν τα λάφυρα σε κομμάτια, για να τα μοιρασθούν, ενώ κάποιοι δεν δίστασαν να σκοτώσουν τους συμπολεμιστές τους, για να τους αρπάξουν τη λεία. Τέτοια ήταν η λεηλασία, που υπέστη η πλουσιότερη πόλη στον τότε κόσμο, ώστε τα κινητά ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών ήταν εντελώς ασήμαντα. Τα λάφυρα, που επισήμως μοιράσθηκαν στους στρατιώτες ως αμοιβή, ήταν συνολικής αξίας 13.000 ταλάντων, ενώ όσα άρπαξαν μόνοι τους, ήταν πολύ μεγαλύτερης αξίας. Ο Αλέξανδρος μετέφερε μέρος του θησαυρού στα Σούσα για φύλαξη και τον υπόλοιπο τον πήρε μαζί του για τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων.

Στη διάρκεια ενός συμποσίου η ερωμένη του Πτολεμαίου του Λάγου, η Αθηναία εταίρα Θαΐς, ζήτησε από τον Αλέξανδρο να την αφήσει να πυρπολήσει τα περσικά ανάκτορα. Υποστήριξε ότι η σωστή εκδίκηση θα ήταν να πυρποληθεί ο οίκος του Ξέρξη από μία κάτοικο της πόλης, που είχε πυρπολήσει εκείνος. Απευθυνόταν σε νεαρούς αξιωματικούς, που μόλις είχαν συντρίψει την μοναδική υπερδύναμη της εποχής και βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση ευθυμίας. Δεν δυσκολεύτηκε λοιπόν να τους πείσει και σε λίγο οι συνδαιτυμόνες συνοδευόμενοι από τις αυλητρίδες, τις ορχηστρίδες και κρατώντας δάδες στα χέρια κατευθύνονταν στα ανάκτορα. Ο Αλέξανδρος και η Θαΐς έριξαν τις πρώτες δάδες και όλοι οι παρευρισκόμενοι πίστεψαν ότι ο Αλέξανδρος με την πυρπόληση των ανακτόρων έδειχνε την πρόθεσή του να γυρίσει στην πατρίδα.

Αυτή είναι αναμφίβολα μία βολική για την υστεροφημία του Αλεξάνδρου εκδοχή, την οποία προφανώς κατασκεύασαν οι γνωστοί επικοινωνιολόγοι και παραδίδουν μερικοί ιστορικοί. Ο Πλούταρχος αναγνωρίζει ως ενδεχόμενο, ο Αλέξανδρος να είχε προαποφασίσει την πυρπόληση των ανακτόρων, αλλά ισχυρίζεται ότι τελικά μετάνιωσε και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά. Ο Κούρτιος δεν βρίσκει πρόθεση, αλλά αποδίδει τον εμπρησμό στη μέθη και προσθέτει ότι ο Αλέξανδρος μόλις συνήλθε την επομένη, μετάνιωσε. Αντίθετα, ο Αρριανός, ο οποίος συχνά χαρακτηρίζεται ως απολογητής του Αλεξάνδρου, δεν ασχολείται με προφάσεις και δεν αναγνωρίζει ελαφρυντικά. Είναι κατηγορηματικός ότι ο Αλέξανδρος είχε πρόθεση να πυρπολήσει τα ανάκτορα, ενέργεια την οποία χαρακτηρίζει εσφαλμένη. Ο Παρμενίων προσπάθησε να τον αποτρέψει λέγοντας ότι δεν θα κατέστρεφε ξένη περιουσία, αλλά τη δική του και ότι παράλληλα θα έδειχνε σε όλους τους ασιάτες ότι δεν αποτελούσε διάδοχη πολιτική κατάσταση, αλλά ήταν ένας άπληστος επιδρομέας. Όμως ο Αλέξανδρος ήταν αμετάπειστος και έλεγε ότι θα πυρπολούσε τα ανάκτορα, για να εκδικηθεί τους Πέρσες, που εισέβαλαν στην Ελλάδα, κατέσκαψαν την Αθήνα, πυρπόλησαν τα ιερά και προκάλεσαν τόσες συμφορές στους Έλληνες.

Καταστρέφοντας ολοσχερώς την Περσέπολη δήλωνε σε όλους ότι η δυναστεία των Αχαιμενιδών και η κοσμοκρατορία των Περσών είχε λάβει τέλος. Όλοι οι λαοί της πρώην αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών είχαν νέο ηγέτη, αποδεδειγμένα ισχυρότερο από τον προηγούμενο και προς το συμφέρον τους να επιδιώξουν την εύνοια και όχι την οργή του. Στους στρατιώτες του έδωσε την ευκαιρία να προσπορισθούν ασύλληπτα πλούτη. Αυτά αποτελούσαν μία επιπλέον ανταμοιβή για τους μέχρι τότε κόπους τους και υπόσχεση για ακόμη μεγαλύτερες απολαβές στο μέλλον. Στους Έλληνες ειδικά δήλωνε με εντυπωσιακό τρόπο ότι εξετέλεσε τις εντολές του Κοινού Συνεδρίου τους και τιμώρησε τους Πέρσες για τις καταστροφές και ιεροσυλίες, που είχαν διαπράξει κατά την εισβολή του Ξέρξη.

Σύμφωνα με τα πολεμικά ήθη και η σημειολογία της εποχής μετά βίας μπορούμε να θεωρήσουμε τα παραπάνω ως επαρκείς λόγους για τη λεηλασία της Περσέπολης, ενώ η πυρπόληση των ανακτόρων ήταν αδικαιολόγητος βανδαλισμός και ακατανόητη απόφαση. Οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου ήταν ήδη καλοπληρωμένοι και δεν προβλεπόταν έλλειψη χρημάτων για τις μελλοντικές αμοιβές τους, εντούτοις τους ενθάρρυνε να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους. Τις συνέπειες αυτού του λάθους θα αντιμετώπιζε αργότερα σε μεγαλύτερη έκταση, όταν οι αξιωματούχοι του θα αγνοούσαν τις διαταγές του για χρηστή διοίκηση των κατακτημένων λαών και θα επιδίδονταν στην ικανοποίηση των ταπεινότερων ένστικτων τους. Ανεξάρτητα απ’ αυτά, η κατάληψη και καταστροφή της Περσέπολης αποτελεί σημαντικότατο ορόσημο για τις επόμενες εξελίξεις. Οι Πέρσες τιμωρήθηκαν, τα πατρογονικά τους εδάφη κατακτήθηκαν, η πρωτεύουσά τους καταστράφηκε, η εντολή του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων υλοποιήθηκε και σύντομα οι αποφάσεις του Αλεξάνδρου θα αφορούν πλέον μόνο τους υπηκόους του βασιλείου του, τους Μακεδόνες. Ο Δαρείος βέβαια δεν είχε συλληφθεί ακόμη και αποτελούσε εν δυνάμει κίνδυνο, όμως ο χρόνος είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα για τον Αλέξανδρο. Πλησίαζε γρήγορα το τέλος της ανοχής των συμμάχων, αλλά και των ίδιων των Μακεδόνων στις αποφάσεις του.

Το μοναδικό δρομολόγιο, που οδηγούσε από την Περσέπολη στη Μηδία και τα Εκβάτανα (Χαγκματάνα, το σημερινό Χαμαντάν), ήταν η Βασιλική Οδός και περνούσε από τη διάβαση Ντέχ-Μπίντ, που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.700μ και συνήθως παραμένει αποκλεισμένη από χιόνια και πάγους σε μήκος πολλών χιλιομέτρων ως τον Απρίλιο. Μετά τη διάβαση Ντέχ-Μπίντ εκτεινόταν η Γαβιηνή από τα Ασπάδανα (Ισφαχάν) ως τα Εκβάτανα, που έχει τον βαρύτερο χειμώνα όλης της Περσίας. Οι ορεινές διαβάσεις εκεί κλείνουν από χιόνια και πάγους, που συχνά ξεπερνάνε σε ύψος τα 3 μέτρα, ενώ ακόμη και το Μάρτιο το ύψος τους δεν είναι μικρότερο από ένα μέτρο. Ο Δαρείος προστατευμένος από αυτήν την απρόσβλητη φυσική οχύρωση, ξεχειμώνιαζε ασφαλής στα Εκβάτανα με όσο στρατό του παρέμενε πιστός. Είχε αποφασίσει να παραμείνει στη Μηδία παρακολουθώντας τις κινήσεις του Αλεξάνδρου. Αν εκείνος προήλαυνε εναντίον του, θα υποχωρούσε μέσα από την Παρθυαία και την Υρκανία ως τα Βάκτρα, εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης, ώστε να ανακόψει την προέλασή του. Για να αυξήσει την ευελιξία και την ταχύτητά του, είχε στείλει το χαρέμι και τα υπάρχοντά του με τις αρμάμαξες (κλειστές άμαξες) στις νότιες Κάσπιες Πύλες.

Δεν γνωρίζουμε πότε πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος ότι ο Δαρείος βρισκόταν στα Εκβάτανα, αλλά όσο νωρίς κι αν συνέβη αυτό, δεν μπορούσε να κινηθεί νωρίτερα απ’ όσο πράγματι έπραξε. Ο λόγος, που δεν επέστρεψε από την Περσέπολη στα Σούσα για να προελάσει από εκεί προς τα Εκβάτανα, είναι ότι ήδη είχε απορροφήσει τα εφόδια από την περιοχή προελαύνοντας προς την Περσίδα, οπότε δεν θα μπορούσε να υπολογίζει σε δυνατότητα ανεφοδιασμού του κατά την επάνοδο, πολύ περισσότερο αν συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση, που είχαν προκαλέσει στα αποθέματα και την παραγωγή, οι κινήσεις των περσικών στρατευμάτων. Ο Αλέξανδρος παρέμεινε στην Περσέπολη επί 4 μήνες, μέχρι να περάσει ο βαρύς χειμώνας του περσικού υψιπέδου και να πλησιάσει ο Ιούνιος, στις αρχές του οποίου άρχιζε η συγκομιδή στο Ζάγκρο. Λογικά, η πυρπόληση των ανακτόρων της Περσέπολης πρέπει να έγινε λίγο πριν την αναχώρηση της στρατιάς για τη Μηδία, αν και κάποιοι τεκμαίρουν από τα αρχαιολογικά ευρήματα ότι η πυρπόληση έγινε ταυτόχρονα με τη λεηλασία.


από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου