Αναγνώστες

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

Παραιτακηνή, Καδουσία, Εκβάτανα - Η καταδίωξη και ο θάνατος του Δαρείου
(Αρριανός Γ.16.2, 21-22, ΣΤ.26.1-3, Πλούταρχος Αλέξανδρος 42.6-κε, 43.3-5, Αγησίλαος 15, Διόδωρος ΙΖ.62, 63.1-4, 71.1, 73.4-6, 74.3-4, 80.3, 110.7, Κούρτιος 5.13.24, 6.1.16, 18-21, 2.17, 7.5.10-12, Ιουστίνος 11.15.5-κ.ε., 12.1.1-3, 7-11)


Κάποια στιγμή μετά τα μέσα Μαΐου του 330 π.Χ., μόλις το επέτρεψε ο καιρός, ο Αλέξανδρος πέρασε τη διάβαση Ντέχ-Μπίντ, υπέταξε τη χώρα των Παραιτακών και όρισε σατράπη της τον Οξοάρθη, γιο του πρώην σατράπη της Σουσιανής, του Αβουλίτη. Καθ’ οδόν πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος είχε συμμαχήσει με τους Σκύθες και τους Καδούσιους και προετοιμαζόταν για μάχη. Προέλασε με τη στρατιά του διατεταγμένη για αιφνίδια εμπλοκή και με τα σκευοφόρα να ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας. Η διοικητική μέριμνα πέτυχε άλλον έναν άθλο, αφού σε όλη τη διαδρομή μόνο στις Γαβές (Ισφαχάν) μπορούσε να ανεφοδιαστεί μία στρατιά κυρίως σε νερό. Δώδεκα ημέρες αργότερα μπήκε στη Μηδία, όπου πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος δεν διέθετε ούτε Σκύθες ή Καδούσιους συμμάχους ούτε αξιόλογη δύναμη και ότι είχε αρχίσει ξανά τη φυγή προς τις άνω σατραπείες. Ο Αλέξανδρος επιτάχυνε τον ρυθμό προέλασης, για να τον προλάβει, όταν σε απόσταση 3 σταθμών από τα Εκβάτανα παρουσιάσθηκε ο Βισθάνης, γιος του Αρταξέρξη του Ώχου. Αυτός είχε χάσει τα κληρονομικά του δικαιώματα στο θρόνο των Αχαιμενιδών, αφού τον δολοφονημένο πατέρα του διαδέχθηκε ο Δαρείος. Φαίνεται ότι είχε κουραστεί να υποχωρεί και προσβλέποντας στη γενναιοδωρία του Αλεξάνδρου, τον πληροφόρησε ότι ο Μέγας Βασιλεύς είχε φύγει από τα Εκβάτανα προ 5 ημερών, αυτή τη φορά παίρνοντας μαζί του περίπου 7.000 τάλαντα από τον θησαυρό των Μήδων, που και το τελευταίο αξιόλογο θησαυροφυλάκιο. Είχε και μία μικρή δύναμη από περίπου 6.000 πεζούς και 3.000 ιππείς.

Ο Δαρείος στο μεταξύ είχε αποκτήσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: προπορευόταν 8 σταθμούς, σε έδαφος που γνώριζε καλά, με μικρή και ευέλικτη δύναμη. Κανείς στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσο χρόνο θα απαιτούσε η σύλληψή του, η οποία χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αφού στην Περσέπολη ο ίδιος είχε πομπωδώς σηματοδοτήσει την υλοποίηση και συνεπώς τη λήξη της εντολής του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Βέβαια το ίδιο το Κοινό Συνέδριο δεν είχε λήξει και θα συνέχιζε να προωθεί νέα στρατεύματα, οπλισμό και φαρμακευτικό υλικό σε όλες τις φάσεις των επιχειρήσεων, ως τα βάθη της Ινδίας. Όσο ο Αλέξανδρος κατόρθωνε να πείθει την εκκλησία των Μακεδόνων, μπορούσε και να πειθαναγκάζει τους Νότιους να ακολουθούν. Φαίνεται όμως ότι οι πολυετείς και συνεχείς εχθροπραξίες είχαν κάμψει το φρόνημα των συμμαχικών ελληνικών δυνάμεων. Ίσως πάλι η ψυχολογία τους να είχε κλονισθεί, επειδή βάδιζαν πλέον σε εντελώς άγνωστες περιοχές, έξω από κάθε χάρτη που είχαν φτιάξει ή δει ως τότε οι Έλληνες. Το πιθανότερο ίσως είναι ότι έληξαν τα μισθοφορικά συμβόλαια, που είχαν υπογράψει οι Έλληνες στρατιώτες με το Κοινό Συνέδριο. Μην ξεχνάμε ότι στα πεντέμισι χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου, αυτοί ακριβώς οι άντρες πολεμούσαν ακατάπαυστα επί 5 χρόνια, ένα χρόνο στα Βαλκάνια και 4 στην Ασία. Όταν έφθασε λοιπόν στα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος αποστράτευσε τις αρχικές δυνάμεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Κατά τον Διόδωρο και τον Ιουστίνο ο Αλέξανδρος αποστράτευσε τους Έλληνες συμμάχους του, μετά το θάνατο του Δαρείου. Εξόφλησε όλους τους οφειλόμενους μισθούς και επιπλέον τους κατέβαλε τους αναλογούντες μισθούς μέχρι την επάνοδο στις πατρίδες τους και από 1 τάλαντο σε κάθε ιππέα και 10 μνες σε κάθε πεζό. Όσοι επέλεξαν να τον ακολουθήσουν ως ιδιώτες μισθοφόροι, πήραν από 3 τάλαντα. Κατά τον Κούρτιο οι αποστρατευθέντες ιππείς πήραν συνολικά 6.000 δηνάρια και οι πεζοί 1.000. Κατά τον Ιουστίνο το συνολικό ποσό ανήλθε σε 13.000 τάλαντα. Κατά τον Αρριανό αποστράτευσε το θεσσαλικό ιππικό και τους άλλους συμμάχους, αφού τους έδωσε 2.000 τάλαντα επιπλέον της συμφωνημένης αμοιβής τους. Όσοι είχαν ακόμη διάθεση για περιπέτειες και περισσότερα πλούτη, εγγράφηκαν οικειοθελώς στους καταλόγους των μισθοφόρων ως ιδιώτες πλέον και όχι ως εθνικό στράτευμα. Ο Αλέξανδρος σε όλη την εκστρατεία είχε διαχειρισθεί πολύ αποτελεσματικά τους ανθρώπινους πόρους, έτσι δεν ήταν καθόλου λίγοι, όσοι προτίμησαν ως ιδιώτες μισθοφόροι να υπηρετήσουν τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Αυτοί ούτε εκπροσωπούσαν ούτε δέσμευαν τα κράτη προέλευσης τους και από το σημείο αυτό η εκστρατεία αφορούσε κυρίως ένα μόνο ελληνικό κράτος, την Μακεδονία. Έστειλε τους υπόλοιπους στα παράλια με ιππικό συνοδείας υπό τον Επόκοιλο του Πολυειδή, διότι οι αποστρατευμένοι Θεσσαλοί είχαν πουλήσει τους πολεμικούς τους ίππους. Επίσης, διέταξε τον Μένητα, μόλις φτάσουν στα παράλια να τους περαιώσει το ταχύτερο δυνατόν με τριήρεις στην Εύβοια, επειδή έμπειροι, πλούσιοι και πολλοί μισθοφόροι (περίπου 30.000 πεζοί και 5.000 ιππείς) δεν ήταν φρόνιμο να περιφέρονται ασκόπως.

Περίπου ένα μήνα νωρίτερα ο Αντίπατρος με συμμαχική δύναμη 40.000 ανδρών είχε δώσει μάχη εκ παρατάξεως έξω από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας με 20.000 πεζούς και 200 ιππείς της συμμαχίας των Σπαρτιατών. Η σύγκρουση πολύ σφοδρή και παρά τη σθεναρή αντίσταση των ίδιων των Σπαρτιατών η συμμαχική τους δύναμη διαλύθηκε και σκοτώθηκε ο Άγις. Ο Αλέξανδρος το πληροφορήθηκε, όταν βρισκόταν ή όταν πλησίαζε στα Εκβάτανα, και λέγεται ότι χαρακτήρισε τη μάχη της Μεγαλόπολης ως «μάχη ποντικών». Κατά τον Κούρτιο, ο Αντίπατρος πληροφορήθηκε το περιφρονητικό σχόλιο και γι’ αυτό έφερε το θέμα της τιμωρίας των Σπαρτιατών στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, άποψη που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Είναι αδιανόητο να δεχθούμε ότι ο Αντίπατρος δεν είχε λάβει από τον Αλέξανδρο ένα γενικό πλαίσιο δράσης, διότι τότε προκύπτει το παιδαριώδες ερώτημα τι είδους επίτροπος ήταν ο Αντίπατρος και τι είδους εξουσία άφησε στην Ελλάδα ο Αλέξανδρος. Η γενική εικόνα που προκύπτει από τις αρχαίες πηγές είναι ότι την ουσιαστική εξουσία στην Ευρώπη την είχε ο Αντίπατρος και ότι ο Αλέξανδρος είχε ως πρωταρχικό μέλημα την κατάκτηση της Ασίας.

Η παραπομπή και κρίση των Σπαρτιατών στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων οπωσδήποτε προβλεπόταν από την ιδρυτική του πράξη και εν πάσει περιπτώσει είναι λογικότερο ο Αντίπατρος να ζήτησε οδηγίες από τον Αλέξανδρο, παρά να καθόρισε τις ενέργειές του με βάση κάποιο σχόλιο. Ίσως ο Αντίπατρος να σκέφθηκε όπως και οι Σπαρτιάτες, όταν νίκησαν τους Αθηναίους και αρνήθηκαν τις εισηγήσεις των συμμάχων τους να καταστρέψουν την Αθήνα, διότι «δεν ήθελαν να βγάλουν το ένα από τα δύο μάτια της Ελλάδας». Ίσως γι’ αυτόν το λόγο και παρά τα πολλά και διάφορα επιχειρήματα, που ακούστηκαν στο Κοινό Συνέδριο, τελικά αποφασίσθηκε να αθωωθούν οι Τεγεάτες, εκτός από τους πρωτεργάτες της αποστασίας, να καταδικαστούν οι Αχαιοί, να επιβληθεί πρόστιμο 120 ταλάντων στους Ηλείους και να προωθηθεί το θέμα των Σπαρτιατών για λήψη οριστικής απόφασης στον Αλέξανδρο. Προφανώς το θέμα διαβιβάσθηκε συνοδευόμενο με κάποια θετική εισήγηση, διότι οι Σπαρτιάτες του έστελναν πρέσβεις, για να ζητήσουν συγγνώμη και να ανταλλάξουν εγγυήσεις, ενώ ο Αντίπατρος είχε πάρει ως ομήρους 50 από τους επιφανέστερους Σπαρτιάτες, για να εξασφαλίσει την ηρεμία των υπολοίπων.

Ο Παρμενίων είχε αναλάβει το ευαίσθητο θέμα της μεταφοράς του θησαυρού της Περσέπολης στα Εκβάτανα. Όταν έφτασε με την τεράστια και βραδυκίνητη φάλαγγα των μεταφορικών κτηνών, τον παρέδωσε στον Άρπαλο, τον θησαυροφύλακα της στρατιάς. Αυτός με 6.000 Μακεδόνες, λίγους ιππείς και ψιλούς είχε αναλάβει τη φύλαξή του στην ακρόπολη των Εκβατάνων, της πρωτεύουσας της Μηδίας, η οποία λεγόταν ότι είχε περίμετρο 50 στάδια (περίπου 9,2 χμ και έκταση περί τα 6,8 τχμ).

Από τα Εκβάτανα ξεκίνησε η επόμενη φάση των επιχειρήσεων, που θα διεξάγονταν σε τρία μέτωπα ταυτοχρόνως. Ο Παρμενίων διατάχθηκε να προελάσει με τους ξένους, τους Θράκες και όλο το ιππικό πλην του εταιρικού προς την Υρκανία (Βαρκάνα = χώρα των λύκων) μέσω της χώρας των Καδουσίων. Ο Κλείτος από τα Σούσα, όπου είχε παραμείνει λόγω ασθενείας, έφτασε στα Εκβάτανα και με τη φρουρά, που είχε συνοδεύσει ως εκεί το θησαυρό της Περσέπολης, προέλασε στην Παρθυαία (Παρθάβα). Ο Αλέξανδρος επικεφαλής του ιππικού των εταίρων, των προδρόμων, των μισθοφόρων του Εριγύιου, της μακεδονικής φάλαγγας, των τοξοτών και των Αγριάνων έσπευσε να καταδιώξει τον Δαρείο. Προέλασε από τα Εκβάτανα προς τις Ράγες (νότια της Τεχεράνης) όχι επί της Βασιλικής Οδού, αλλά στο συντομότερο και δυσκολότερο δρομολόγιο, με μία πορεία τόσο σύντονη, ώστε πολλοί στρατιώτες έμεναν πίσω από το κύριο σώμα του στρατού και οι ίπποι πέθαιναν από την εξάντληση. Μετά από 11 ημέρες εξοντωτικά ταχείας καταδίωξης και αφού κάλυψε 3.300 στάδια (δηλαδή κάλυπτε 300 στάδια ή 55,5 χμ ημερησίως, όταν η κανονική ταχύτητα ήταν 196 στάδια ή 36 περίπου χμ ημερησίως) έφτασε σε απόσταση ενός σταθμού από τις Κάσπιες Πύλες (Τάνγκ-ι-σαρ-νταράχ), τις οποίες είχε ήδη περάσει ο Δαρείος. Κάποιοι από την ακολουθία του τον είχαν εγκαταλείψει και γύριζαν στις πατρίδες τους, ενώ αρκετοί παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο, ο οποίος έκρινε τότε ότι δεν μπορούσε να τον προλάβει τον αντίπαλό του και ξεκούρασε εκεί το στρατό του επί 5 ημέρες. Όρισε σατράπη της Μηδίας τον Πέρση, Οξυδάτη, τον οποίο ο Δαρείος είχε φυλακίσει στα Σούσα. Αυτό τον καθιστούσε έμπιστο στα μάτια του Αλεξάνδρου.

Από τις Ράγες προέλασε προς τις πύλες, τις πέρασε και την επόμενη μέρα προχώρησε ως το τέλος της κατοικημένης περιοχής (μάλλον την όαση Ντεχ Νεμάκ). Επειδή πληροφορήθηκε ότι από εκεί και πέρα άρχιζε η έρημος, έστειλε τον Κοίνο να συγκεντρώσει τρόφιμα. Τότε ο Βαγιστάνης, ένας ευγενής Βαβυλώνιος, και ο Αντίβηλος, γιος του Μαζαίου, αυτόμολοι και οι δύο από το στρατόπεδο του Δαρείου τον πληροφόρησαν ότι ο Βήσσος, σατράπης των Βακτρίων, ο χιλίαρχος του ιππικού Ναβαρζάνης και ο Βαρσαέντης, σατράπης των Δραγγών και Αραχωτών, είχαν συλλάβει το Δαρείο. Ήταν σαφές ότι έγινε πραξικόπημα από άτομα με πατριωτικό ζήλο. Ο Μέγας Βασιλεύς είχε αποτύχει ακόμη και να ανακόψει την ταχύτητα προέλασης του εισβολέα. Σε δύο μεγάλες μάχες ηγήθηκε προσωπικά του στρατού και ήταν ο πρώτος, που τράπηκε σε φυγή. Ο βασιλιάς αυτός έχασε το σύνολο σχεδόν των εδαφών της αχανούς χώρας τους και με την ασταμάτητη φυγή του δεν μπορούσε να τονώσει τον πατριωτισμό κανενός. Αντίθετα τους εξωθούσε όλους να αναζητήσουν μόνοι τους τη σωτηρία, με όποιο τρόπο μπορούσαν. Έτσι συναγωνίζονταν όλοι ποιος θα προσφέρει περισσότερα στον Αλέξανδρο, ώστε να πετύχει περισσότερα προνόμια στην νέα τάξη πραγμάτων. Αυτό πολλαπλασίαζε την ισχύ του Αλεξάνδρου και μείωνε την ισχύ τόσο του Δαρείου προσωπικά όσο και της περσικής αντίστασης συνολικά. Ο Βήσσος προφανώς είχε κριθεί από τους υπόλοιπους πατριώτες ως ο ικανότερος να ανακόψει την επιταχυνόμενη κατάρρευση του κράτους και να συγκροτήσει αντιστασιακό μέτωπο.

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την καταδίωξη χωρίς να περιμένει τον Κοίνο. Πήρε μαζί του ένα ελαφρύ και ταχυκίνητο τμήμα, αποτελούμενο από τους εταίρους, τους πρόδρομους ιππείς, και τους πιο εύρωστους και ελαφρά οπλισμένους πεζούς, αφήνοντας τους υπόλοιπους στον Κρατερό. Οι άνδρες του είχαν μόνο τα όπλα τους και τρόφιμα και νερό για δύο ημέρες. Έκανε άλλη μία σύντονη πορεία όλη τη νύχτα μέχρι το επόμενο μεσημέρι. Συνέχισε την πορεία το επόμενο βράδυ και τα χαράματα έφτασε στο στρατόπεδο, όπου είχε γίνει το πραξικόπημα. Δεν βρήκε τους εχθρούς, αλλά πληροφορήθηκε ότι ο Βήσσος μετέφερε το Δαρείο σε αρμάμαξα (κλειστή άμαξα) και ότι οι Βάκτριοι ιππείς και οι άλλοι βάρβαροι τον είχαν ανακηρύξει αρχηγό τους. Ο Αρτάβαζος, τα παιδιά του και οι πιστοί στον Δαρείο Έλληνες μισθοφόροι δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν το πραξικόπημα και κατέφυγαν στα βουνά μη θέλοντας να έχουν ανάμιξη. Πληροφορήθηκε ακόμη ότι, αν τους προλάβαινε, οι δεσμοφύλακες του Δαρείου σκόπευαν να τον παραδώσουν έναντι ανταλλαγμάτων, αν όμως εγκατέλειπε την καταδίωξη, θα κυβερνούσαν από κοινού τις ελεύθερες σατραπείες. Τα γεγονότα, που ακολούθησαν δείχνουν ότι η πληροφορία αυτή ή ήταν εξ αρχής ανακριβής είτε ο Βήσσος είχε παραπλανήσει ως προς τις πραγματικές του προθέσεις ακόμη και τους στενότερους συνεργάτες του.

Ο Αλέξανδρος έπρεπε οπωσδήποτε να συλλάβει τον Βήσσο και τον Δαρείο. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη επιστολή του δήλωνε ευθέως την πρόθεσή του να γίνει ο νέος Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς Βασιλέων και Βασιλεύς της Ασίας. Ο Δαρείος θα γινόταν υποτελής βασιλιάς, που θα κυβερνούσε τους Πέρσες για λογαριασμό του Αλεξάνδρου. Το ενδεχόμενο αυτό ήταν εφιαλτικό για τους Πέρσες πατριώτες, διότι κάθε αντάρτικη πατριωτική κίνηση κατά του Αλεξάνδρου, θα στρεφόταν πρώτα κατά του νόμιμου Πέρση βασιλιά. Αυτό θα την καθιστούσε παράνομη και θα δυσκόλευε τη στρατολόγηση ανταρτών. Οι Πέρσες πατριώτες λοιπόν δεν μπορούσαν να αφήσουν το Δαρείο να συλληφθεί ζωντανός και να μετατραπεί σε ανδρείκελο. Ο Αλέξανδρος πάλι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της Λερναίας Ύδρας και να καταδιώκει βασιλιάδες, ηγεμόνες και οπλαρχηγούς. Έπρεπε να αποτρέψει το αντάρτικο ή να το καταπνίξει εν τη γενέσει του. Δεν είχε λοιπόν χρόνο για χάσιμο και συνέχισε την καταδίωξη παρά την εξουθένωση των ανδρών του. Πορεύθηκαν όλο το βράδυ και το επόμενο μεσημέρι έφτασαν σ’ ένα χωριό, όπου την προηγουμένη είχαν στρατοπεδεύσει οι δεσμοφύλακες του Δαρείου. Άνδρες και ίπποι βρίσκονταν στα όρια της κατάρρευσης από την ταλαιπωρία, αλλά ο Αλέξανδρος ζήτησε από τους ντόπιους να του υποδείξουν το δρομολόγιο του Βήσσου και κάποιο άλλο πιο σύντομο.

Εκείνοι του τα υπέδειξαν και τον προειδοποίησαν ότι το πιο σύντομο δρομολόγιο προχωρούσε 80 χμ μέσα στην Μεγάλη Αλμυρά Έρημο και δεν είχε νερό. Σ’ αυτό το δρομολόγιο τοποθετεί ο Πλούταρχος το γνωστό περιστατικό: ενώ ήταν όλοι ταλαιπωρημένοι από την σύντονη και δύσκολη καταδίωξη και την έλλειψη νερού, κάποιος προσέφερε στον Αλέξανδρο λίγο νερό μέσα σε ένα κράνος. Εκείνος το αρνήθηκε επιδεικτικά, επειδή δεν υπήρχε νερό για τους ιππείς του, κι εκείνοι κραύγασαν ενθουσιασμένοι να συνεχίσουν την καταδίωξη, διότι με τέτοιο βασιλιά ούτε διψούσαν ούτε κουράζονταν ούτε θεωρούσαν τους εαυτούς τους θνητούς. Το περιστατικό αυτό τοποθετείται από άλλους συγγραφείς σε άλλα σημεία. Σύμφωνα με τον Κούρτιο συνέβη κατά την καταδίωξη του Βήσσου και ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να πιει, διότι οι στρατιώτες το είχαν συλλέξει για τα παιδιά τους, που διψούσαν. Κατά τον Αρριανό συνέβη στην έρημο της Γεδρωσίας. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της καταδίωξης χρειαζόταν ψιλούς, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν με την αναγκαία ταχύτητα. Διέταξε τότε 500 ιππείς να αφιππεύσουν και στους ίππους τους να ανεβούν ισάριθμοι πεζοί, οι πιο γεροδεμένοι και διακεκριμένοι στις μάχες, αυτοί που ο Κούρτιος αποκαλεί εσφαλμένα διμάχους. Διέταξε ακόμη τον Νικάνορα του Παρμενίωνα, τον αρχηγό των υπασπιστών και τον Άτταλο, τον αρχηγό των Αγριάνων, να οδηγήσουν τους άνδρες τους με την ελάχιστη δυνατή εξάρτηση μάχης και τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα στο δρομολόγιο του Βήσσου και των συνεργατών του. Οι υπόλοιποι πεζοί έπρεπε να ακολουθήσουν με πλήρη εξάρτηση μάχης και κανονική ταχύτητα προέλασης. Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με το ταχυκίνητο απόσπασμά του κατά το σούρουπο και είχε διανύσει περί τα 400 στάδια (περίπου 74 χμ) (απόσταση σχεδόν διπλάσια από το κανονικό), όταν τα ξημερώματα εντόπισε τους βαρβάρους. Ήταν κι αυτοί εξουθενωμένοι από την εξοντωτική υποχώρηση, προχωρούσαν άτακτα και είχαν πετάξει τις ασπίδες τους, για να αυξήσουν την ταχύτητά τους. Μόλις είδαν τον Αλέξανδρο και τους άνδρες του, οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή και οι ελάχιστοι, που όρμησαν να αντισταθούν, με τις πρώτες τους απώλειες τράπηκαν κι αυτοί σε φυγή. Ο Σατιβαρζάνης και ο Βαρσαέντης ζήτησαν από το Δαρείο να τους ακολουθήσει έφιππος, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τα πράγματα είχαν εξελιχθεί άσχημα και δεν ήταν δυνατόν να παραχωρήσουν στον Αλέξανδρο ακόμα μία νίκη, τη σύλληψη του Μεγάλου Βασιλέως. Η αιχμαλωσία και ποδηγέτησή του από τον εισβολέα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης των πατριωτών Περσών, έτσι τον τραυμάτισαν θανάσιμα και διέφυγαν με 600 ιππείς υπό τον Βήσσο.

Οι διηγήσεις για τις τελευταίες στιγμές του Δαρείου διαφέρουν από συγγραφέα σε συγγραφέα, όλες όμως έχουν την ίδια επιδίωξη, δηλαδή την εξιδανίκευση της προσωπικότητας του Αλεξάνδρου. Οι σχετικές παραλλαγές έχουν ως εξής:

Κατά τον Αρριανό ο Δαρείος πέθανε λίγο μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του και ο Αλέξανδρος δεν τον πρόλαβε ζωντανό.

Κατά τον Πλούταρχο, κάποιος Έλληνας μισθοφόρος ονόματι Πολύστρατος βρέθηκε κοντά στο ετοιμοθάνατο Δαρείο και του έδωσε λίγο νερό. Εκείνος στενοχωρήθηκε, που δεν μπορούσε να του ανταποδώσει την ευεργεσία, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι αντ’ αυτού θα τον ευεργετούσε ο Αλέξανδρος. Όταν βρήκε το άψυχο σώμα του Δαρείου, ο Αλέξανδρος έβγαλε τη χλαμύδα του και το σκέπασε.

Ο Διόδωρος λέει απλώς ότι ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε ζωντανό τον Δαρείο.

Σύμφωνα με άλλους ιστορικούς, τα γραπτά των οποίων δε διασώθηκαν, ο Αλέξανδρος πρόλαβε ζωντανό τον Δαρείο, τον συμπόνεσε για τις ατυχίες του και ο Δαρείος ζήτησε από τον Αλέξανδρο να εκδικηθεί τη δολοφονία του. Εκείνος δέχθηκε και καταδίωξε τον Βήσσο.

Ο Κούρτιος λέει ότι τον ημιθανή Δαρείο ανακάλυψε ο Μακεδόνας Πολύστρατος, αλλά το υπόλοιπο κείμενό του δεν διασώθηκε.

Κατά τον Ιουστίνο μετά από άκαρπη καταδίωξη πολλών χιλιομέτρων ο Αλέξανδρος επέτρεψε στους άντρες του να ξεκουραστούν και τότε ένας απ’ αυτούς βρήκε την αρμάμαξα, όπου ξεψυχούσε ο Δαρείος μαχαιρωμένος αρκετές φορές. Έφεραν ένα Πέρση αιχμάλωτο και ο Δαρείος είπε ότι τουλάχιστον παρήγορο μέσα στη δυστυχία του που θα μιλούσε σε κάποιον, που θα καταλάβαινε τη γλώσσα του και δεν θα χάνονταν τα τελευταία λόγια του. Μετά ζήτησε να μεταφέρουν στον Αλέξανδρο τις ευχαριστίες του, διότι αν και εχθρός φρόντισε την οικογένειά του, ενώ οι συγγενείς του δολοφόνησαν τον ίδιο. Επίσης παρακαλούσε τον Αλέξανδρο να φροντίσει για την ταφή του και τον διαβεβαίωνε ότι προσευχόταν στους θεούς να τον κάνουν κυρίαρχο όλου του κόσμου.

Ο Δαρείος δολοφονήθηκε σε ηλικία περίπου 50 ετών, τον μήνα Εκατομβαιώνα, δηλαδή μεταξύ 16ης Ιουλίου και 15ης Αυγούστου του 330 π.Χ. Μαζί του πέθανε και η Αχαιμενιδική αυτοκρατορία, η πρώτη πραγματική αυτοκρατορία. Δεν φαίνεται να ήταν δειλός, αλλά η προσωπική γενναιότητα από μόνη της δεν είναι αρκετό προσόν για έναν βασιλιά, πολύ περισσότερο για τον κοσμοκράτορα. Το 336 π.Χ, όταν κατέλαβε το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως, βρήκε το εκστρατευτικό σώμα του Φιλίππου ήδη να επιχειρεί στη Μ. Ασία, επωφελούμενο από την επανάσταση της Αιγύπτου. Λίγους μήνες αφότου υπέταξε και πάλι την Αίγυπτο, του επιτέθηκε ο Αλέξανδρος κι έκτοτε βρισκόταν σε συνεχείς εχθροπραξίες, στις οποίες απέτυχε να τον αναχαιτίσει. Και στις δύο μάχες, που οδήγησε τα περσικά στρατεύματα ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, ηττήθηκε και τράπηκε σε φυγή από τους πρώτους, εγκαταλείποντας πίσω του τα βασιλικά σύμβολα. Στη μάχη της Ισσού εγκατέλειψε την οικογένειά του και στη μάχη των Γαυγαμήλων κατέστρεψε τη μεγαλύτερη στρατιά του πολέμου. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ο Αρριανός, χωρίς να τον θεωρεί ως κακό βασιλιά, τον αξιολογεί ως ανεπαρκή στρατιωτικό, και τον σκιαγραφεί με περιφρόνηση, διαχωρίζοντάς τον εμμέσως από τους υπόλοιπους Πέρσες, που αγωνίσθηκαν γενναία: «…στα μεν πολεμικά πράγματα περισσότερο από κάθε άλλον ήταν δειλός και χωρίς υγιή σκέψη, στα δε άλλα δεν άφησε πίσω του καμία σκληρή πράξη… φυγάς στο ίδιο του το βασίλειο, βασιλιάς και δεσμώτης ταυτόχρονα, συρόταν ντροπιασμένος και προδομένος από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του. Αυτά συνέβησαν στο Δαρείος όσο ζούσε, όταν όμως πέθανε, ο Αλέξανδρος τον κήδευσε με βασιλικές τιμές, ανέθρεψε και μόρφωσε τα παιδιά του, σαν να ήταν ακόμη βασιλιάς ο Δαρείος, και τελικά έγινε γαμπρός του».

Η καταδίωξη των δολοφόνων του Δαρείου ήταν εντελώς αδύνατη, διότι οι Μακεδόνες είχαν εξουθενωθεί από την ασταμάτητη καταδίωξη και είχαν τελειώσει τα τρόφιμα και το νερό τους. Έτσι ο Αλέξανδρος σταμάτησε εκεί και έστειλε το σώμα του να ταφή στους βασιλικούς τάφους δίπλα στους άλλους Πέρσες βασιλείς, δείχνοντας το σεβασμό του προς τον νεκρό αντίπαλό του. Ο ίδιος κέρδισε πολιτικώς με αυτή την ενέργεια, αφού δεν είναι λίγοι όσοι υποστήριξαν ότι ο Αλέξανδρος θρήνησε για το θάνατο του αντιπάλου του. Ο Δαρείος πάλι υπέστη μεταθανατίως μία ακόμα ήττα, αφού ο τάφος, που είχε αρχίσει να χτίζει για τον εαυτό του, ήταν ημιτελής.


Υρκανία, Ταπουρία και Μαρδιανή - Η βασίλισσα των Αμαζόνων – Παρθυαία, Αρεία και Δραγγιανή
(Αρριανός Γ.23-24, Πλούταρχος Αλέξανδρος 45.1-4, 47.1-4, Διόδωρος ΙΖ.74.3, 75.3-κ.ε., 76.2-4, 77.1-4, 78.1, 110.7, Κούρτιος 5.6.17-20, 6.2.15-4.1-2, 5.10, 24-32, 6.8, 18-32, Ιουστίνος 12.3.2-8,10, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Β.V.23)

Με την περισυλλογή του σώματος του τελευταίου Αχαιμενίδη βασιλιά, έληξε και τυπικά η εντολή του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων προς τον Αλέξανδρο για εκστρατεία κατά των Περσών. Η καταστροφή της Περσέπολης είχε σηματοδοτήσει ακόμη και για τους Μακεδόνες το πέρας της εκστρατείας. Με το θάνατο του Δαρείου τακτοποιήθηκε και η τελευταία εκκρεμότητα και περίμεναν πλέον από τον Αλέξανδρο να τους ανακοινώσει επισήμως ότι η εκστρατεία είχε τελειώσει και θα άρχιζε η επάνοδος στην πατρίδα. Ο Αλέξανδρος όμως δεν είχε τέτοια πρόθεση και συγκάλεσε την εκκλησία των Μακεδόνων, για να τους πείσει να συνεχίσουν την εκστρατεία, όπως συμφωνούν σχεδόν όλοι οι ιστορικοί. Ο Αρριανός δεν κάνει καμία απολύτως αναφορά και ως συνήθως ο μεν Κούρτιος είναι στομφώδης και εφευρετικός ο δε Ιουστίνος εξαιρετικά συνοπτικός. Το κείμενο του Πλούταρχου, που είναι το πιο ενδιαφέρον, έχει χάσμα σ’ εκείνο το σημείο, αλλά από το σωζόμενο τμήμα βλέπουμε τον Αλέξανδρο να επιχειρηματολογεί, όπως και αργότερα στις όχθες του Υδάσπη, αλλά επιτυχώς αυτή τη φορά. «Υπάρχουν ακόμη σατραπείες, τις οποίες δεν υποτάξαμε. Αν αρχίσουμε την απαγκίστρωση και την υποχώρηση, οι βάρβαροι θα μας θεωρήσουν περαστικούς επιδρομείς, θα πάρουν θάρρος, θα μας επιτεθούν και θα μας καταδιώξουν ως τα παράλια. Μακεδόνες, εγώ κατακτώ την οικουμένη με τη βοήθειά σας και για λογαριασμό σας κι εσείς με εγκαταλείπετε! Θέλετε να συνεχίσω την εκστρατεία μόνος μου, με τους εταίρους και τους εθελοντές. Αφού λοιπόν αυτό θέλετε, φύγετε!». Τα υπολογισμένα λόγια του έθιξαν τους Μακεδόνες στο φιλότιμο και σύσσωμοι του φώναξαν με ενθουσιασμό να τους οδηγήσει, σε όποιο μέρος της οικουμένης ήθελε. Αυτά ακριβώς τα λόγια δείχνουν ότι οι μεν (περισσότεροι) ευγενείς Μακεδόνες συμμερίζονταν το στρατηγικό σχεδιασμό του Αλεξάνδρου, οι δε απλοί Μακεδόνες απλώς ήθελαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους.

Σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, ο Αλέξανδρος πέτυχε την ενθουσιώδη (μάλλον δια βοής) υπερψήφιση της πρότασής του. Ωστόσο, δεν πήρε εντολή εν λευκώ και το γνώριζε, όπως ασφαλώς γνώριζε ποιοι επιφανείς Μακεδόνες αριστοκράτες διαφωνούσαν. Από τη στιγμή εκείνη ξεκινούσε ο αγώνας του για την υλοποίηση της αυστηρά προσωπικής φιλοδοξίας να γίνει κυρίαρχος όλου του κόσμου. Αυτή η φιλοδοξία ήταν ξένη προς τη νοοτροπία όλων των Ελλήνων τα δε μέσα, που αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει, προσέκρουαν σε βασικές αρχές του ελληνικού πολιτισμού και δοκίμαζαν την ανοχή ακόμη και των πιστότερων Μακεδόνων. Εφεξής ο Αλέξανδρος έπρεπε να γίνεται όλο και περισσότερο Ασιάτης, όλο και λιγότερο Έλληνας, όλο και πιο ξένος προς τους συμπατριώτες του. Έπρεπε διαρκώς να τους δωροδοκεί και να τους πειθαναγκάζει, για να τους κρατήσει βραχυπρόθεσμα κοντά του, ενώ μακροπρόθεσμα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για νέες προστριβές και εντάσεις με τους έμπιστους ανθρώπους του.

Το καλοκαίρι του 330 στην Εκατόμπυλο ανασύνταξε τις δυνάμεις του και στράφηκε προς την Υρκανία. Ήθελε να καταδιώξει τους Έλληνες μισθοφόρους του Δαρείου, που είχαν καταφύγει στα όρη των Ταπούρων, αλλά και να υποτάξει τους ίδιους τους Ταπούρους. Χώρισε το στρατό του σε τρία τμήματα και ο ίδιος πήρε πάλι το συντομότερο και δυσκολότερο δρομολόγιο επικεφαλής του μεγαλύτερου και ελαφρύτερα οπλισμένου τμήματος. Εναντίον των Ταπούρων έστειλε τον Κρατερό με την τάξη του, την τάξη του Αμύντα, μερικούς τοξότες και λίγους ιππείς. Ο Εριγύιος επικεφαλής του τρίτου και βαρύτερου τμήματος με τους μισθοφόρους, το υπόλοιπο ιππικό, τις άμαξες, τα σκευοφόρα και όλους τους υπόλοιπους ακολούθησε τη Βασιλική Οδό, για να μπει στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αλέξανδρος πριν ακόμη εισβάλει στην Υρκανία, είχε ορίσει νέο σατράπη της τον Παρθυαίο, Αμμινάπη, έναν από τους αξιωματούχους που του είχαν παραδώσει την Αίγυπτο. Η Υρκανία υπήρξε μία από τις σημαντικότερες σατραπείες των Αχαιμενιδών και η εύφορη γη της, που ερχόταν σε αντίθεση με την τραχεία και άγρια Μηδία και Περσίδα, εντυπωσίασε τους αρχαίους συγγραφείς.

Μία σημαντική παρατήρηση είναι ότι με βάσει τα προηγούμενα, θα περιμέναμε να δούμε και τις δυνάμεις του Παρμενίωνα να δρουν στην ευρύτερη περιοχή. Επειδή η Καδουσία, ο πρώτος στόχος, που του είχε ανατεθεί, δεν αναφέρεται ότι υποτάχθηκε σε άλλη φάση ούτε ότι έμεινε αυτόνομη, πρέπει να συμπεράνουμε ότι την κατέλαβε ο Παρμενίων. Ίσως δεν εισέβαλε στην Υρκανία, διότι αποστολή του ήταν να εγκαταστήσει προγεφυρώματα, τα οποία απλώς δεν αναφέρονται. Ίσως πάλι, να είχαν ανακληθεί στο μεταξύ για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο οι αρχικές του διαταγές και να παρέμεινε στα Εκβάτανα, μέχρι τη δολοφονία του λίγους μήνες αργότερα. Δεν γνωρίζουμε αν όλοι οι εταίροι συμφωνούσαν με το στρατηγικό σχεδιασμό του Αλεξάνδρου και την κατάληψη του συνόλου της αχαιμενιδικής επικράτειας (αν και ο Αλέξανδρος είχε ακόμη μεγαλύτερες φιλοδοξίες), πάντως ο Παρμενίων φέρεται να είχε δηλώσει καθαρά ότι θα ήταν ικανοποιημένος με πολύ λιγότερα εδάφη, απ’ όσα είχαν ήδη καταλάβει ως εκείνη τη στιγμή. Ίσως ο Αλέξανδρος να έκρινε ότι στις ούτως ή άλλως κρίσιμες και εφεξής ακόμη κρισιμότερες ενδομακεδονικές ισορροπίες δεν τον εξυπηρετούσαν άλλες επιτυχίες του Παρμενίωνα, αντίθετα τον συνέφερε ένας εν τιμή παροπλισμός του μακρυά απ’ την Αυλή. Ίσως ο Παρμενίων να ήταν απλώς ο πιο έμπιστος και ικανός αξιωματικός του, στον οποίο ανέθετε ουσιαστικά τη εποπτεία όλων των εδαφών δυτικά των Εκβατάνων, και για το λόγο αυτό τον αποδέσμευσε από την πολεμική δράση στο ανατολικό μέτωπο.

Ο Αλέξανδρος με το τμήμα του πέρασε τα πρώτα βουνά και στρατοπέδευσε. Με τους υπασπιστές και τους πιο ελαφρά οπλισμένους φαλαγγίτες και μερικούς τοξότες μπήκε σε ένα δύσβατο μονοπάτι. Στα επικίνδυνα σημεία άφηνε φρουρές, ώστε να μην μπορέσουν να επιτεθούν στις οπισθοφυλακές οι βάρβαροι, που κατείχαν τα βουνά. Βγήκε στην πεδιάδα και στρατοπέδευσε κοντά σε ένα ποταμάκι περιμένοντας τους υπόλοιπους. Εκεί του παραδόθηκαν οι επιφανέστεροι της συνοδείας του Δαρείου, μεταξύ των οποίων ο σατράπης της Υρκανίας και Παρθυαίας, Φραταφέρνης, και ο χιλίαρχος του ιππικού, Ναβαρζάνης. Αυτός ήταν από τους πρωταγωνιστές της ανατροπής και σύλληψης του Δαρείου, όμως τελικά αποστασιοποιήθηκε για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, αντίθετα ο Φραταφέρνης είχε πολύ σοβαρό λόγο να παραδοθεί. Ο Βήσσος τον είχε παύσει και στη θέση του είχε ορίσει άλλο σατράπη. Παραδιδόμενος μπορούσε να ελπίζει σε κάποιο αξίωμα και πράγματι, παρέμεινε σατράπης της Παρθυαίας, όχι όμως και της Υρκανίας, όπου είχε ήδη τοποθετηθεί άλλος σατράπης. Ήταν οφθαλμοφανές το κίνητρο του Φραταφέρνη και ο Αλέξανδρος το γνώριζε. Του έδωσε λοιπόν αυτό, που ήθελε, διότι το κοινό συμφέρον θεμελιώνει τις αποδοτικότερες και μακροβιότερες συνεργασίες. Την εποπτεία της Παρθυαίας ανέλαβε ο εταίρος Τληπόλεμος του Πυθοφάνη.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, το τμήμα του Αλεξάνδρου είχε επανενωθεί και προέλασε προς την πρωτεύουσα της Υρκανίας, τη Ζαδράκαρτα (Σάρι Κάρτα ή Σάρι), όπου έφτασαν και τα άλλα δύο τμήματα, του Κρατερού και του Εριγύιου. Ο Κρατερός είχε υποτάξει όλη την περιοχή, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε δια της βίας, αλλά δεν είχε βρει τους μισθοφόρους του Δαρείου. Στην πόλη αυτή του παραδόθηκαν ο Αρτάβαζος με τρεις από τους γιους του, τον Κωφήνα, τον Αριοβαρζάνη και τον Αρσάμη, και ο σατράπης των Ταπούρων, ο Αυτοφραδάτης. Ο Αλέξανδρος τους τίμησε, διότι παρέμειναν πιστοί στο Δαρείο, αλλά κυρίως διότι προτίμησαν να συνεργασθούν με εκείνον και όχι με τον Βήσσο. Ειδικά ο Αρτάβαζος αν και δεν ήταν ο μόνος Πέρσης αριστοκράτης, τον οποίο τίμησε, στην κρίση του Αλεξάνδρου ίσως να βάρυναν οι ερωτικές σχέσεις που είχε συνάψει με την κόρη του, τη Βαρσίνη. Τον Αυτοφραδάτη μάλιστα τον διατήρησε στο αξίωμά του, διότι έκανε ολόκληρο ταξίδι από την Ταπουρία ως την Υρκανία, προκειμένου να παραδοθεί. Παρουσιάστηκαν ακόμη πρέσβεις των Ελλήνων μισθοφόρων του Δαρείου, που ζητούσαν συνθηκολόγηση. Ο Αλέξανδρος τους απάντησε ότι ήταν βαρύτατο ατόπημα το ότι «πολέμησαν υπέρ των βαρβάρων εναντίον της Ελλάδος και παρά τις κοινές αποφάσεις των Ελλήνων». Αρνήθηκε να δώσει εγγυήσεις και τους έθεσε στο δίλημμα, είτε να παραδοθούν στην απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση του είτε να καταφύγουν οπουδήποτε μπορούσαν, για να σωθούν. Οι μισθοφόροι επέλεξαν το πρώτο. Δεν ήταν λίγοι οι άντρες του Αλεξάνδρου, Μακεδόνες και μη, που πολεμώντας όλα αυτά τα χρόνια εναντίον των Ελλήνων μισθοφόρων είχαν χάσει συντρόφους, είχαν τραυματιστεί οι ίδιοι και όλοι ανεξαιρέτως είχαν διαπιστώσει ότι οι Έλληνες αποτελούσαν το πιο αξιόμαχο τμήμα των Περσών. Όλοι αυτοί θα ήθελαν να πάρουν εκδίκηση και ασφαλώς κάποιοι θα είχαν δείξει τις προθέσεις τους στους πρέσβεις των Ελλήνων μισθοφόρων. Γι’ αυτό οι πρέσβεις ζήτησαν κάποιον, «για να τους οδηγήσει με ασφάλεια στο Μακεδονικό στρατόπεδο» και ο Αλέξανδρος τους έδωσε τον Ανδρόνικο του Αγέρρου.

Στη συνέχεια πήρε τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες, τις τάξεις του Κοίνου και του Αμύντα, το μισό εταιρικό ιππικό και τους ιππακοντιστές και στράφηκε κατά των Μάρδων, «που ήταν φτωχοί και γι' αυτό αξιόμαχοι». Επειδή κανείς δεν είχε εισβάλει στη χώρα τους πρόσφατα, δεν φοβήθηκαν εισβολή ούτε τώρα και δεν προπαρασκευάσθηκαν κατάλληλα. Η χώρα τους κατελήφθη εύκολα και πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι, ενώ όσοι διέφυγαν στα πανύψηλα και απόκρημνα βουνά τους, μόλις πλησίασε ο Αλέξανδρος, έστειλαν πρέσβεις και του παρέδωσαν τον εαυτό τους και τη χώρα τους. Τους υπήγαγε διοικητικά στον σατράπη των Ταπούρων.

Επιστρέφοντας στο στρατόπεδο, απ' όπου εκστράτευσε κατά των Μάρδων, βρήκε αιχμαλώτους τους πρέσβεις ελληνικών κρατών στην αυλή του Δαρείου. Ήταν από την Αθήνα, τη Σπάρτη, τη Σινώπη και την Καλχηδόνα (Χαλκηδόνα, σήμερα Καντίκιοϊ). Οι Σινωπείς και οι Καλχηδόνιοι δεν μετείχαν στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, διότι ήταν υποτελείς των Περσών. Ο Αλέξανδρος θεώρησε λοιπόν λογικό να στέλνουν πρέσβεις στον βασιλιά τους και τους άφησε ελεύθερους. Τους πρέσβεις των Σπαρτιατών, Καλλικρατίδα, Παύσιππο, Μόνιμο και Ονόμαντα καθώς και τον πρέσβυ των Αθηναίων, τον Δρωπίδη, τους φυλάκισε. Είχε επιστρέψει και ο Ανδρόμαχος συνοδεύοντας τους περίπου 1.500 Έλληνες μισθοφόρους των Περσών. Όσους είχαν προσληφθεί πριν την απόφαση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων για τον πόλεμο κατά των Περσών, ο Αλέξανδρος τους άφησε ελεύθερους. Τους άλλους τους ενέταξε υποχρεωτικά στο στρατό του υπό τις διαταγές του Ανδρόνικου και με τον ίδιο μισθό, που τους έδιναν οι Πέρσες. Μετά ξαναγύρισε στη Ζαδράκαρτα, στο ανάκτορο των Υρκανών, όπου έμεινε 15 ημέρες, κάνοντας τις συνήθεις τελετές, θυσίες και αγώνες. Δηλαδή, μόνο τις 2 ημέρες έκανε τελετές, τις άλλες 13 είχε μία πολύ σοβαρή απασχόληση.

Η βασίλισσα των Αμαζόνων, Θάλληστρις, κυβερνούσε την περιοχή μεταξύ του ποταμού Φάσιδος (Ριόν) και Θερμώδοντος. Ξεπερνούσε κατά πολύ τις άλλες Αμαζόνες στην ομορφιά, τη σωματική δύναμη και τη γενναιότητα. Είχε αφήσει στα σύνορα της Υρκανίας τον κύριο όγκο του στρατεύματός της και με 300 Αμαζόνες με πλήρη εξάρτηση μάχης πήγε στη Ζαδράκαρτα, για να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Η Θάλληστρις του είπε ότι η πιο δυνατή και γενναία γυναίκα στον κόσμο και ήθελε να γεννήσει το γενναιότερο παιδί στον κόσμο. Διάλεξε λοιπόν για πατέρα του τον Αλέξανδρο, τον άντρα που ήταν αποδεδειγμένα ο καλύτερος από όλους. Ο Αλέξανδρος εντυπωσιασμένος από την εμφάνιση των Αμαζόνων και κολακευμένος από την πρόταση της βασίλισσάς τους, ανέστειλε προσωρινά την προέλαση και την καταδίωξη του Βήσσου. Μετά από δεκατρείς ημέρες συνεχούς ερωτικής συνευρέσεως με τη Θάλληστρι, και όταν πια εκείνη έκρινε ότι είχε συλλάβει, του είπε ότι θα του έστελνε το παιδί αν ήταν αγόρι και θα το κρατούσε αν ήταν κορίτσι. Ο Αλέξανδρος την έστειλε στην πατρίδα της δίνοντάς της πολλά δώρα. Αυτή είναι η διήγηση του Διόδωρου, του Κούρτιου και του Ιουστίνου. Ο Αρριανός και ο Πλούταρχος τοποθετούν σε μεταγενέστερο χρόνο το περιστατικό, το οποίο ωστόσο θεωρούν φανταστικό.

Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, κάπου εδώ ο Αλέξανδρος άρχισε τη σταδιακή εφαρμογή του περσικού βασιλικού τυπικού. Τοποθέτησε στην Αυλή ραβδούχους ασιατικής καταγωγής, συγκρότησε σωματοφυλακή από τους επιφανέστερους ασιάτες ευγενείς υπό τον αδελφό του Δαρείου, Οξάρθη. Επίσης υιοθέτησε το περσικό βασιλικό διάδημα και την περσική βασιλική ενδυμασία εκτός από τις αναξυρίδες, τον κάνδυ και την τιάρα. Είχε επιλέξει ένα μίγμα της έντονα βαρβαρικής και αλλόκοτης Μηδικής και της πιο λιτής και σοβαρής Περσικής ενδυμασίας. Αρχικά τη φορούσε μόνο σε ιδιωτικές συναντήσεις, αλλά σιγά-σιγά άρχισε να τη φοράει και στις δημόσιες εμφανίσεις του. Μοίρασε στους εταίρους περσικά ενδύματα, φόρεσε στους ίππους περσική ιπποσκευή και πρόσθεσε στην ακολουθία του παλλακίδες, μία για κάθε νύχτα του χρόνου, και «ορδές ευνούχων, που έπαιζαν το ρόλο της γυναίκας», όπως ακριβώς ήταν το χαρέμι του Πέρση βασιλιά, αν και τις αλλαγές αυτές δεν τις επιδείκνυε πολύ για να μην προκαλεί τους Μακεδόνες. Για τον Αλέξανδρο, που ήθελε να γίνει Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς Βασιλέων και Βασιλεύς της Ασίας αυτό ήταν επιβεβλημένη πολιτική επιλογή, για τους Μακεδόνες, που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ιδέα της κοσμοκρατορίας, ήταν απλώς πολύ ενοχλητική συμπεριφορά. Αργότερα η συμπεριφορά αυτή θα γινόταν προσβλητική, αλλά προς το παρόν ο Αλέξανδρος μπορούσε να κατευνάζει τις φωνές δυσαρέσκειας με δωροδοκίες.

Όσο ακόμη ο Βήσσος δεν είχε εδραιώσει τη θέση του και δεν είχε καταστεί πόλος συσπείρωσης όλων των αξιωματούχων του Δαρείου, ο Αλέξανδρος θα τον αντιμετώπιζε ευκολότερα. Έπρεπε να τον συντρίψει το συντομότερο δυνατόν, για να παραμείνει μόνο εκείνος Βασιλιάς της Ασίας. Επίσης θα εξυπηρετούσε πολύ τις επιδιώξεις του, αν γινόταν ακόμη πιο ελκυστικός προς τους Πέρσες αξιωματούχους. Για να το πετύχει, έπρεπε να τους προσφέρει θέσεις εργασίας ανάλογες των προσόντων και των απαιτήσεών τους. Έπρεπε ακόμη να δείξει στους νέους υπηκόους του, ότι δεν θα άλλαζε τις συνήθειές τους ούτε θα αναστάτωνε τον τρόπο ζωής τους. Μόνο το πρόσωπο στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως είχε αλλάξει. Η θεϊκή υπόσταση του Βασιλέα των Βασιλέων και ο τρόπος, με τον οποίο έπρεπε να τον αντιμετωπίζουν οι κοινοί θνητοί θα παρέμεναν αμετάβλητα.

Προελαύνοντας κατά του Βήσσου από την Υρκανία, διέσχισε την Παρθυαία κι έφτασε στη Σουσία (Τος). Αυτή η μεθοριακή πόλη της Αρείας (Χαράϊβα) ήλεγχε ένα από τα αρχαιότερα σταυροδρόμια, δυτικά προς τη Μεσόγειο, νότια προς τον Περσικό Κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό, βόρεια προς την Κεντρική Ασία και νοτιοανατολικά προς το Αφγανιστάν. Εκεί τον συνάντησε ο Σατιβαρζάνης, ο σατράπης των Αρείων και ένας από τους δολοφόνους του Δαρείου, τον οποίο Αλέξανδρος άφησε στη θέση του. Δεν πρέπει να ήταν ακόμη γνωστή η συμμετοχή του στη δολοφονία του Δαρείου, διότι τότε ο Αλέξανδρος δεν θα τον διατηρούσε στο αξίωμά του, για να μην προκαλέσει τους πιστούς στο Δαρείο αξιωματούχους, στους οποίους προσέβλεπε για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας.

Τον έστειλε με 40 ιππακοντιστές υπό τον εταίρο Ανάξιππο, για να προετοιμάσουν τη διέλευση της στρατιάς από την Αρεία, έτσι ώστε να μην ενοχλήσουν τους κατοίκους με άσκοπες λεηλασίες εφοδίων. Το απόσπασμα του Ανάξιππου, ήταν τόσο εκπληκτικά μικρό, ώστε ήταν εντελώς συμβολικό. Φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος βιαζόταν πολύ να αντιμετωπίσει τον Βήσσο και δεν ήθελε, ούτε να χάσει χρόνο ούτε να μειώσει τις δυνάμεις του, εγκαθιστώντας φρουρές στην Αρεία. Ο Σατιβαρζάνης πάλι, θα πρέπει να προσέφερε ό,τι χρειαζόταν ο Αλέξανδρος, κυρίως δε πληροφορίες για τα δρομολόγια και διοικητική μέριμνα.

Στη Σουσία παραδόθηκαν και κάποιοι Πέρσες αξιωματούχοι, που τον ενημέρωσαν ότι ο Βήσσος φορούσε τη βασιλική ενδυμασία και όρθια την τιάρα, ονομαζόταν Αρταξέρξης Δ΄ και αποκαλούνταν Βασιλιάς της Ασίας. Βρισκόταν στα Βάκτρα πλαισιωμένος από Πέρσες αξιωματούχους, πολλούς Βακτριανούς και περίμενε ενισχύσεις από τους Σκύθες. Σημειώνουμε ότι ο Ναβαρζάνης μόνο λίγες ημέρες αφού είχε πρωτοστατήσει στην ανατροπή του Δαρείου, παραδόθηκε στον Αλέξανδρο, όπως και πλήθος άλλοι αξιωματούχοι, που προτίμησαν να παραδοθούν στον κατακτητή παρά να πλαισιώσουν τον ηγέτη του διαφαινόμενου πατριωτικού μετώπου. Ο Βήσσος, αντί να πείσει για τους πατριωτικούς σκοπούς του, με την αυτοαναγόρευσή του σε διάδοχο του νόμιμου βασιλιά, ίσως να έδωσε την εντύπωση ότι εκμεταλλεύθηκε τις τραγικές για την αυτοκρατορία περιστάσεις, προκειμένου να πραγματοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες.

Ενώ τελείωνε το καλοκαίρι του 330 π.Χ., ο Αλέξανδρος με όλο το στρατό του ξεκίνησε την πορεία κατά των Βάκτρων. Προφανώς ήθελε να τελειώνει το συντομότερο δυνατόν με τον Βήσσο, γι’ αυτό είχε επιλέξει το συντομότερο δρομολόγιο προς τα Βάκτρα, που ήταν ταυτόχρονα και το δυσκολότερο, αφού περνούσε μέσα από τη Μαργιανή και τις ερήμους της, όπως δηλώνουν με σαφήνεια ο Αρριανός κι ο Κούρτιος. Πρέπει να κινήθηκε προς τα βόρεια της Σουσίας, κατά μήκος της κοιλάδας του Άρειου ποταμού (που σ’ εκείνο το τμήμα σήμερα ονομάζεται Τετζέντ) ως το Μαρύ (ή Μέρβ) και από εκεί προς τα Βάκτρα. Η αριθμητική δύναμη του Αλεξάνδρου ήταν ο μοναδικός προβληματισμός σ’ αυτήν τη διαδρομή, που χρησιμοποιούνταν αιώνες πριν από τον Αλέξανδρο, ίσως μάλιστα να ήταν τμήμα του στρατιωτικού οδικού δικτύου των Αχαιμενιδών. Η στρατιά είχε ταλαιπωρηθεί από ελλείψεις τροφίμων από τη στιγμή, που άφησαν τα Εκβάτανα για να καταδιώξουν το Δαρείο, με μία μόνο ανάσα 15 ημερών στην Υρκανία. Η Παρθυαία ούτε τότε ούτε σήμερα είναι ιδιαίτερα γόνιμη και η Μαργιανή, ενώ στην αρχαιότητα διέθετε ένα αξιόλογο σύστημα άρδευσης και ανάλογη γεωργική παραγωγή, δύσκολα θα μπορούσε να εφοδιάσει επαρκώς ολόκληρη τη στρατιά.

Λίγες μόνο μέρες αφού έφυγαν από τη Σουσία, προσκολλήθηκε κι ο Φίλιππος του Μενελάου, που ερχόταν από τη Μηδία επικεφαλής των μισθοφόρων ιππέων του, των Θεσσαλών που είχαν παραμείνει εθελοντικά και των μισθοφόρων του Ανδρόμαχου. Επίσης πέθανε από αρρώστεια ο Νικάνωρ του Παρμενίωνα, ο διοικητής των βασιλικών υπασπιστών. Οι ελλείψεις στα εφόδια δεν επέτρεπαν στη στρατιά να καθυστερήσει για τις προβλεπόμενες στρατιωτικές τελετές, κι έτσι ο Αλέξανδρος άφησε πίσω τον Φιλώτα με 2.600 άντρες, για να αποδώσουν τις τελευταίες τιμές στον νεκρό σύντροφό τους, και συνέχισε την προέλαση με όλους τους υπόλοιπους.

Ο Σατιβαρζάνης στην πραγματικότητα σκόπευε να αντισταθεί συνεργαζόμενος με τον Βήσσο στη Βακτριανή και το Βαρσαέντη στη Δραγγιανή και την Αραχωσία. Μόλις λοιπόν ο Αλέξανδρος μπήκε στην έρημο της Μαργιανής, εκδήλωσε τις προθέσεις του, σκοπεύοντας προφανώς να εγκλωβίσει τον Αλέξανδρο σε αντίξοο περιβάλλον και ανάμεσα στα δικά του στρατεύματα κι εκείνα του Βήσσου. Έτσι, αντί για τα εφόδια, που λογικά θα είχε υποσχεθεί ο Σατιβαρζάνης, έφτασε η είδηση ότι είχε σκοτώσει τον Ανάξιππο και τους ιππακοντιστές, είχε οπλίσει τους Αρίους και σκόπευε να συνεργασθεί με το Βήσσο εναντίον των Μακεδόνων. Ο Αλέξανδρος πρέπει να μετάνιωσε για την υπερβολική εμπιστοσύνη (σχεδόν αφέλεια), που είχε δείξει. Αφού είχε αποδεχθεί την παράδοση της Αρείας χωρίς να εγκαταστήσει φρουρές, στην ουσία δεν την κατείχε. Όμως αντέδρασε αστραπιαία και δεν επέτρεψε στους επαναστάτες να ολοκληρώσουν τις προετοιμασίες τους. Προέλασε ταχύτατα εναντίον των Αρείων με τους εταίρους, τους ιππακοντιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τις τάξεις του Αμύντα και του Κοίνου. Το υπόλοιπο και πιο δυσκίνητο τμήμα της στρατιάς ακολουθούσε με επικεφαλής τον Κρατερό. Τελικά, όπως προκύπτει από τις αρχαίες πηγές, η αποτυχία του εγχειρήματος του Σατιβαρζάνη οφείλεται στο ότι εκδήλωσε τις προθέσεις του, πριν οργανώσει κατάλληλα τις δυνάμεις του.

Είναι αξιοσημείωτη η περιγραφή του Κούρτιου για την πολιορκία σ’ αυτήν τη φάση ενός οχυρού, που είχε περίμετρο 32 στάδια (περίπου 5,9 χμ ή επιφάνεια 2,8 τχμ). Συγκριτικά αναφέρουμε ότι η περίμετρος των Εκβατάνων, της πρωτεύουσας της Μηδίας ήταν 50 στάδια ή 9,2χμ και η επιφάνειά τους 6,8 τχμ. Η πρόσβαση σ’ αυτό το ύψωμα από τα δυτικά ήταν πολύ απόκρημνη και από τα ανατολικά πιο ομαλή. Στην κορυφή του είχε ένα πλάτωμα με πολλά δέντρα και άφθονο νερό από πολλές πηγές, που ρέουν όλο το χρόνο. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί 13.000 Άρειοι και έφραξαν την πρόσβαση με βράχους και κορμούς δέντρων. Οι Μακεδόνες είχαν κόψει αρκετά δέντρα στην προσπάθειά τους να ανοίξουν δρόμο ως την κορυφή και, όταν είδαν ότι ήταν απροσπέλαστη, έκοψαν κι άλλα, τα στοίβαξαν και τους έβαλαν φωτιά. Ο ισχυρός δυτικός άνεμος μετέφερε τη φωτιά σ’ όλο το ύψωμα, που τυλίχθηκε σε πυκνούς καπνούς και φλόγες ως την κορυφή, με αποτέλεσμα άλλοι από τους επαναστάτες να καούν ζωντανοί, άλλοι να αυτοκτονήσουν πηδώντας στο κενό κι ελάχιστοι να συλληφθούν με βαριά εγκαύματα.

Η ταυτοποίηση του υψώματος αυτού αποτελεί μία ακόμη από τις συνήθεις δυσκολίες. Σύμφωνα με μία άποψη, περί τα 70 χμ βορείως της Σουσίας βρίσκεται ένα ύψωμα, το Καλάτ ι Ναντιρί, που είναι γνωστό ως το Γιβραλτάρ της Περσίας και ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Κούρτιου. Στην κορυφή έχει μία καταπράσινη πεδιάδα με μία μεγάλη λίμνη, η οποία τροφοδοτείται όλο το χρόνο με άφθονο νερό από πολλές πηγές. Περιμετρικά της πεδιάδας υψώνονται τα βράχια σαν φυσικά τείχη σε ύψος μέχρι 170μ και με οξείες απολήξεις σαν λεπτές σφήνες. Από τη βάση του υψώματος τα φυσικά αυτά τείχη έχουν ύψος 500μ στην ανατολική πλευρά και 670μ στη δυτική, που είναι και η πιο απόκρημνη. Επίσης, στην ευρύτερη περιοχή από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο φυσάει ασταμάτητα ένας τρομερός δυτικός άνεμος, ο άνεμος των 120 ημερών. Κι εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες.

Η πιο πρόσφατη, πιο ακριβής και πιο αποδεκτή από τους μελετητές επιτόπια μέτρηση (εκείνη του Βασίλη Μπατατζή το 1728) προσδιορίζει την περίμετρο του Καλάτ σε 40 έως 50 στάδια. Προκειμένου λοιπόν να ταυτοποιήσουμε το φυσικό οχυρό του Κούρτιο με το Καλάτ ι Ναντιρί, πρέπει να κάνουμε την επιπλέον υπόθεση ότι ο μεν Κούρτιος δίνει την εσωτερική του περίμετρο, ο δε Μπατατζής την εξωτερική. Έπειτα, (σύμφωνα με τον Αρριανό) ο Αλέξανδρος προελαύνοντας με ταχύτητα μιάμιση φορά μεγαλύτερη της κανονικής, μέσα σε 2 ημέρες κάλυψε περί τα 600 στάδια (περίπου 111 χμ) κι έφτασε στα Αρτακόανα, την πρωτεύουσα της Αρείας, όπου συγκέντρωνε τις δυνάμεις του ο Σατιβαρζάνης. Συνεπώς θα πρέπει να αναζητήσουμε τα Αρτακόανα σε μία ακτίνα 106 χμ γύρω από το Καλάτ ι Ναντιρί, αμφισβητώντας χωρίς επαρκή τεκμηρίωση το σύνολο της βιβλιογραφία, που θέλει την πρωτεύουσα της Αρείας στην (περιοχή της σημερινής) Χεράτ.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η διήγηση του Κούρτιου, αν και αναλυτικότερη από του Αρριανού, είναι υποδεέστερη σε αξία. Εμφανίζει τον Σατιβαρζάνη να τρέπεται σε φυγή, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος έσπευδε εναντίον του, εγκαταλείποντας το λαό του και το στρατό του στη τύχη τους. Αν τοποθετήσουμε το οχυρό στα 106 χμ από τα Αρτακόανα, τότε ο Αρριανός λέει ότι ο Σατιβαρζάνης συγκέντρωνε δυνάμεις στην πρωτεύουσά του, έχοντας ως προκάλυψη το φυσικό οχυρό του Κούρτιου. Τράπηκε δε σε φυγή, μόνον όταν πέραν κάθε προσδοκίας εξουδετερώθηκε το οχυρό και ο Αλέξανδρος βρισκόταν απερίσπαστος σε απόσταση 4 (στην πραγματικότητα μόνο 2) ημερών. Αυτό είναι πολύ συνεπέστερο με την εικόνα ενός στρατηγού ικανού και εξαιρετικά γενναίου, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Σε χάρτη του 1838 και δυτικά της Χεράτ βρήκαμε μία άλλη οχυρή τοποθεσία, το Κελάτ Ναντίρ (σχεδόν σατανική η σύμπτωση των τοπωνυμίων!). Στο ίδιο σημείο ένας σύγχρονος χάρτης τοποθετεί το Εσλάμ Καλέ, το οποίο θεωρούμε ότι ταυτίζεται με το Κελάτ Ναντίρ του 19ου αιώνα. Ακολουθώντας τη γενικά αποδεκτή ταύτιση των Αρτακοάνων με τη Χεράτ, μπορούμε να ταυτίσουμε το οχυρό του Κούρτιου με το σημερινό Εσλάμ Καλέ. Φυσικά, δεν έχουμε τοπογραφικές πληροφορίες γι’ αυτήν τη θέση και δεν γνωρίζουμε αν ταιριάζει με την περιγραφή του Κούρτιου, αλλά τέτοιου είδους προβληματισμός δεν έχει καμία απολύτως αξία. Το σημαντικό είναι ότι η περιγραφή του Κούρτιου για το οχυρό της Αρείας είναι πανομοιότυπη με την περιγραφή του Αρριανού για την Άορνο Πέτρα, την οποία ο Κούρτιος περιγράφει ως κακοτράχαλο και απόκρημνο βράχο. Στην ευρύτερη περιοχή, όπου λογικά βρισκόταν η Άορνος Πέτρα, υπάρχουν πολλά υψώματα, κάποια απ’ τα οποία ταιριάζουν στην περιγραφή του Κούρτιου κι άλλα στου Αρριανού. Τελικά, επειδή ο Κούρτιος είναι αποδεδειγμένα επινοητικός, όχι πάντοτε ακριβής, αλλά πάντοτε πομπώδης, δεν θεωρούμε δεσμευτική την περιγραφή του.

Η εξουδετέρωση του εν λόγω οχυρού, αν το περιστατικό είναι πραγματικό, ήταν καταλυτική. Αφού έπεσε ένα τέτοιο οχυρό, κανείς δεν θα περίμενε να αντισταθούν επιτυχώς τα Αρτακόανα και ο Σατιβαρζάνης, μη έχοντας ολοκληρώσει την προπαρασκευή του, τράπηκε σε φυγή με λίγους Άρειους ιππείς, που κι αυτοί τον εγκατέλειψαν λίγο αργότερα. Οι κάτοικοι των Αρτακοάνων, μόλις είδαν τις πολιορκητικές μηχανές να πλησιάζουν στα τείχη, παραδόθηκαν και ο Αλέξανδρος όχι μόνο τους συγχώρεσε, αλλά και αποκατέστησε τις όποιες βλάβες είχε προκαλέσει στις περιουσίες τους. Αντίθετα, καταδίωξε ανελέητα τους αποστάτες, που εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα χωριά τους, αρνούμενοι να παραδοθούν, και όσους δεν σκότωσε τους εξανδραπόδισε. Νέο σατράπη των Αρείων όρισε τον Πέρση, Αρσάκη.

Αν επετύγχανε ο αντιπερισπασμός, που επεχείρησε ο Σατιβαρζάνης, θα μπορούσε να αποβεί μοιραίος για τον Αλέξανδρο. Γι’ αυτό λοιπόν ακύρωσε τα σχέδιά του για ταχεία προέλαση μέσα από τη Μαργιανή και ακολούθησε το δρομολόγιο προς νότο, προκειμένου να υποτάξει όλους τους λαούς, που θα συναντούσε ως τα Βάκτρα. Αυτό το δρομολόγιο ήταν μακρύτερο, με περισσότερες αντιξοότητες, περισσότερους και πιο αξιόμαχους εν δυνάμει εχθρικούς στρατούς, αλλά απ’ τη στιγμή, που θα τους υπέτασσε και θα εγκαθιστούσε φρουρές, θα ήταν δυσκολότερο να απειλήσει κανείς την επικοινωνία του με τα μετώπισθεν. Επίσης στην αρχική φάση της προέλασης μέσα απ’ τη Μαργιανή και παρά τις αυτονόητες κατασχέσεις και λεηλασίες εφοδίων η στρατιά ήδη είχε αντιμετωπίσει σοβαρές ελλείψεις εφοδίων. Εφόσον οι περιοχές εκείνου του δρομολογίου είχαν λεηλατηθεί μία φορά και μάλιστα χωρίς να μπορέσουν να καλύψουν πλήρως τις επισιτιστικές ανάγκες της στρατιάς, είναι προφανές ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν δεύτερη διέλευση της ίδιας στρατιωτικής δύναμης. Βέβαια, ο σημαντικότερος λόγος, που τον υποχρέωσε να αλλάξει σχέδια ήταν άλλος. Ο Αλέξανδρος ασφαλώς θα είχε πληροφορηθεί ότι η Δραγγιανή και η Αραχωσία ελέχγονταν από έναν ακόμη πραξικοπηματία και εχθρό του, τον Βαρσαέντη. Γι’ αυτoύς τους λόγους προέλασε προς τα εκεί και δεν επέστρεψε προς τη Μαργιανή.

Σε εφαρμογή του νέου σχεδίου, μόλις έφτασε στα Αρτακόανα και το υπό τον Κρατερό τμήμα, συνέχισαν την προέλαση προς τη Δραγγιανή ή Ζαραγγαία (Ζαράνκα) και κατέλαβαν την πρωτεύουσά της, Φράδα (Φαράχ). Ο σατράπης της Ζαραγγαίας και ένας από τους δολοφόνους του Δαρείου κατέφυγε στους Ινδούς της δυτικής όχθης του Ινδού, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν να μπουν σε περιπέτειες. Έτσι τον συνέλαβαν και τον έστειλαν πίσω στον Αλέξανδρο, που τον καταδίκασε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο φόνο του Δαρείου.


Η συνωμοσία του Φιλώτα, η δίκη του Λυγκηστή Αλέξανδρου και ο φόνος του Παρμενίωνα
(Αρριανός Γ.26-27, Διόδωρος ΙΖ.79-80.1-4, ΙΗ.17.8, Πλούταρχος Αλέξανδρος 49.3-κ.ε., Πολύαινος Δ.3.19, Κούρτιος 4.6.7-7.2, 35-κ.ε., 8.7-9, 7.2.35-κ.ε., Ιουστίνος 12.5.3, 6-8)

Το φθινόπωρο του 330 π.Χ., ενώ η στρατιά βρισκόταν στη Φράδα, κάποιος Λίμνος από τη Χαλάστρα της Μακεδονίας αποφάσισε να σκοτώσει τον Αλέξανδρο και προσπαθούσε να πείσει τον Νικόμαχο, έναν από τους παῖδες της ακολουθίας, με τον οποίο είχε ερωτικές σχέσεις, να τον βοηθήσει. Ο Νικόμαχος δεν δέχθηκε και το είπε στον αδελφό του, τον Κεβαλίνο, που αποφάσισε να παρουσιαστούν στον Αλέξανδρο και να τον ενημερώσουν. Φτάνοντας στην Αυλή, συνάντησαν τον Φιλώτα και του εξήγησαν γιατί ήθελαν να δουν τον βασιλιά. Εκείνος τους είπε ότι ο βασιλιάς είχε σοβαρότερα θέματα εκείνη την ημέρα. Όταν επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα και στη δεύτερη επίσκεψή τους, οι δύο νέοι τον υποψιάστηκαν και στράφηκαν στον Κρατερό, που τους οδήγησε αμέσως στον βασιλιά. Κατά τη σύλληψή του ο Λίμνος αντιστάθηκε και σκοτώθηκε. Αυτή είναι η εκδοχή του Πλούταρχου, ενώ κατά τον Διόδωρο, ο Λίμνος συνελήφθη, ομολόγησε και μετά αυτοκτόνησε. Κατά τον Κούρτιο, πριν αυτοκτονήσει πρόλαβε να ονομάσει ως συνεργούς του τους Πευκόλαο, Νικάνορα, Αφόβητο, Ιόλαο, Διόξενο, Αρχέπολι, Αμύντα και τον σωματοφύλακα Δημήτριο. Ο Διόδωρος είναι ο μοναδικός αρχαίος Έλληνας συγγραφέας, που κάνει λόγο για άλλους καταδικασθέντες, αλλά δεν τους αναφέρει ονομαστικά. Λέει μόνο ότι ανάμεσά τους ήταν και ο Παρμενίων, που είχε θεωρηθεί ως ιθύνων νους της συνομωσίας. Για τον σωματοφύλακα Δημήτριο ο Αρριανός λέει ότι συνελήφθη αργότερα, στη γη των Ευεργετών, επειδή ο Αλέξανδρος υποψιάσθηκε ότι συμμετείχε στη συνομωσία.

Οι Μακεδόνες θεωρούσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να είχε αποφασίσει και οργανώσει τη συνομωσία μόνος του ο Λίμνος, ένας ασήμαντος άνθρωπος από μία μικρή πόλη. Πίστεψαν ότι τον είχαν επιστρατεύσει κάποιοι με μεγάλο κύρος και εξουσία. Έπρεπε λοιπόν να αναζητήσουν κι άλλους συνωμότες, ανάμεσα στους επιφανέστερους και πιο έμπιστους αξιωματικούς, με πρώτο και κυριότερο τον Φιλώτα και όσους εκείνος είχε προωθήσει στην ιεραρχία. Ο Φιλώτας και οι συγκατηγορούμενοί του παρουσιάσθηκαν και απολογήθηκαν ενώπιον της εκκλησίας των Μακεδόνων. Ανάμεσά τους ήταν οι Αμύντας, Πολέμων, Άτταλος και Σιμμίας, οι τέσσερις γιοι ενός από τους σημαντικότερους αξιωματικούς του Αλεξάνδρου, του Ανδρομένη από την Τύμφη της Άνω Μακεδονίας. Ο Αμύντας ήταν ταξιάρχης και αναφέρεται ονομαστικά στην πολιορκία της Θήβας, στη μάχη του Γρανικού, στην πολιορκία της Αλικαρνασσού, στη μάχη της Ισσού, στις επιχειρήσεις κατά των Μάρδων, των Ταπούρων και του Σατιβαρζάνη στην Αρεία. Δεν πολέμησε στα Γαυγάμηλα, διότι είχε σταλεί στη Μακεδονία για στρατολόγηση. Ο Αμύντας, μετά την αθώωσή του στη συγκεκριμένη δίκη, σκοτώθηκε από βέλος στην πολιορκία κάποιου χωριού. Ο Άτταλος μετά την αθώωσή του εμφανίζεται ως τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη. Ο Σιμμίας ως ταξιάρχης στη μάχη των Γαυγαμήλων, πολέμησε στο κέρας του Παρμενίωνα, που κινδύνεψε να ηττηθεί. Αυτοί φαίνεται ότι κατηγορήθηκαν, επειδή ήταν στενοί φίλοι του Φιλώτα, αμέσως μετά τη σύλληψη του οποίου ο Πολέμων αυτομόλησε ή λιποτάκτησε με σκοπό να αυτομολήσει. Οι άλλοι τρεις υπέμειναν τη δίκη, αντέκρουσαν σθεναρά τις κατηγορίες και τελικά αθωώθηκαν. Ο Αμύντας πήρε την άδεια να φέρει πίσω τον Πολέμωνα. Το έκανε την ίδια ημέρα και εξασφάλισε την αθώωση και του Πολέμωνα.

Ο Φιλώτας αρχικά αρνήθηκε τη συμμετοχή του στη συνομωσία και παραδέχθηκε μόνο ότι αποσιώπησε τις σχετικές πληροφορίες, που είχε. Όμως αυτό ούτως ή άλλως τον καθιστούσε συνεργό στη συνομωσία και, με δεδομένες την απιστία του προς τον βασιλιά και την κατόπιν βασανιστηρίων ομολογία του, κρίθηκε ένοχος, όπως και οι άλλοι συνωμότες. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δι’ ακοντισμού, όπως προέβλεπε η μακεδονική νομοθεσία.

Δεν είναι σαφές αν ο Παρμενίων συμμετείχε στη συνωμοσία, αν και ο Κούρτιος λέει ότι είχε υποκλαπεί ένα γράμμα του προς τους γιους του με διφορούμενη σημασία. Ήταν όμως ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Αλέξανδρο, πιστός στον Οίκο των Αργεαδών από την εποχή του Φιλίππου, είχε σημειώσει αμέτρητες επιτυχίες στα πεδία των μαχών και είχε την εκτίμηση και αποδοχή όλων των Μακεδόνων, των συμμάχων και των βαρβάρων. Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει ρήξη μαζί του, αφού είχε εκτελέσει το γιο του. Έστειλε λοιπόν τον εταίρο Πολυδάμαντα στη Μηδία, όπου βρισκόταν ο Παρμενίων. Ο Πολυδάμας με δύο Άραβες οδηγούς και ντυμένος Άραβας κι ο ίδιος έφτασε στα Εκβάτανα 10 ημέρες αργότερα με διαταγές προς τους υφισταμένους του Παρμενίωνα στρατηγούς, Κλέανδρο, Σιτάλκη και Μενίδα, οι οποίοι και εκτέλεσαν το διοικητή τους.

Ο δεύτερος γιος του Παρμενίωνα και διοικητής των υπασπιστών, ο Νικάνωρ, είχε ήδη πεθάνει από κάποια ασθένεια κατά την καταδίωξη του Βήσσου και γλίτωσε την ατίμωση. Ο τρίτος γιος του Παρμενίωνα, ο Έκτωρ, ένας πολύ αγαπητός στον Αλέξανδρο νεαρός (ίσως παῖς της βασιλικής ακολουθίας) είχε πνιγεί στην Αίγυπτο, όταν ανατράπηκε η υπερφορτωμένη βάρκα του. Ο Παρμενίων και η οικογένειά του αφανίσθηκαν ακολουθώντας `στην Ασία τον βασιλιά, τον οποίο υποστήριξαν και το στρατό του οποίου οδήγησαν νικηφόρα σε όλες τις μάχες. Ήταν μεγάλη αδικία, την οποία μπορούσε να αποφύγει ο Αλέξανδρος, αφού κανείς δεν κατονόμασε τον Φιλώτα ως συνεργό του. Αν τον εξαιρούσε από τη δίκη, μπορούσε να τον εξουδετερώσει αναθέτοντάς του κάποιο αξίωμα σε σατραπεία στα μετώπισθεν, όπως είχε κάνει και με τον πατέρα του. Τότε δεν θα χρειαζόταν να δολοφονήσει τον Παρμενίωνα. Όμως δεν μπορούσε να γίνει Βασιλιάς της Ασίας, αν παρέμενε ανεκτικός, ούτε μπορούσε να επιτρέπει προκλήσεις προς το πρόσωπό του, όταν επεδίωκε να αναγνωρισθεί ως θεός. Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει αμετάκλητα να γίνει ένας ελληνόφωνος ασιάτης Μέγας Βασιλεύς.

Αν δεν είχε προκύψει το πρόβλημα με το Φιλώτα, ο Παρμενίων μάλλον θα αποτελούσε μία πρωτογενή πηγή πληροφοριών, σημαντικότερη από τον Πτολεμαίο και τον Αριστόβουλο. Όσο ζούσε η όλη δράση του αλλά και η έμπρακτη εκτίμηση του Αλεξάνδρου προς αυτόν δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη δυσφημιστικής προπαγάνδας εναντίον του. Μετά την αιφνίδια απομάκρυνσή του απ’ τη ζωή και πριν προλάβει να αφήσει τη δική του εκδοχή για την εκστρατεία, ο Αλέξανδρος ήταν υποχρεωμένος να τον δυσφημίσει και να τον μειώσει, ώστε να απαλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις από τη δολοφονία. Ο καταλληλότερος απ’ όσους ανέλαβαν τη μετά θάνατον δυσφήμηση του Παρμενίωνα, ήταν ο Καλλισθένης, μέσα απ’ την επίσημη ιστορία της εκστρατείας που συνέτασσε. Το έργο του δεν σώθηκε ως τις μέρες μας, αλλά από το σχόλιό του για τα κίνητρα του Παρμενίωνα στη μάχη των Γαυγαμήλων δεν προκύπτει αντικειμενικότητα. Σύμφωνα με τους Έλληνες ιστορικούς, η μόνη πρόταση του Παρμενίωνα, την οποία δέχθηκε ο Αλέξανδρος, ήταν η επιθεώρηση του πεδίου πριν τη μάχη των Γαυγαμήλων. Η πρόταση να μην εισβάλει στην Ασία πριν παντρευτεί κι αποκτήσει διάδοχο, η αναβολή της επίθεσης στο Γρανικό ως το επόμενο χάραμα, η κατά θάλασσα σύγκρουση με τους Πέρσες τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας, ο συμβιβασμός με την πρόταση του Δαρείου για ειρήνη, η νυχτερινή επίθεση στα Γαυγάμηλα, φέρονται όλες να απορρίφθηκαν. Δηλαδή οι προπαγανδιστές (επικοινωνιολόγοι) του Αλεξάνδρου κατασκεύασαν έναν Παρμενίωνα, που ήταν μεν ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός δεν έκανε δε καμία πρόταση που να έγινε αποδεκτή, καμία πρόταση που εκ των υστέρων να αποδείχθηκε σωστή. Στη Δραγγιανή, οι επικοινωνιολόγοι του Αλεξάνδρου σημείωσαν ακόμη μία επιτυχία, μετονόμασαν την Φράδα σε Προφθασία, επειδή εκεί ο Αλέξανδρος πρόφθασε τους συνωμότες.

Μια και είχε συγκληθεί η εκκλησία των Μακεδόνων, το αρμόδιο όργανο για την αντιμετώπιση πολιτειακών ζητημάτων, ο Αλέξανδρος προσήγαγε σε δίκη και τον πρώτο, που συνωμότησε εναντίον του, τον Αλέξανδρο του Αερόπου. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τη σύλληψή του και παρέμενε φυλακισμένος χωρίς δίκη, επειδή φέρεται ότι ήταν παντρεμένος με μία από τις κόρες του Αντίπατρου, αλλά τώρα πια είχε τελειώσει η ανοχή του βασιλιά. Στην απολογία του ο Λυγκηστής αριστοκράτης δεν μπόρεσε να παρουσιάσει επιχειρήματα, οι εις βάρος του αποδείξεις ήταν συντριπτικές και καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο.

Το τελευταίο, που χρειαζόταν ο Αλέξανδρος ήταν οι συνομωσίες. Ήδη για να περιορίσει την ισχύ των αξιωματικών του είχε δημιουργήσει δύο λόχους σε κάθε ίλη τώρα έκανε ένα βήμα παραπάνω. Χώρισε το ιππικό των εταίρων σε δύο τμήματα και όρισε διοικητές δύο στενούς φίλους του, τον Ηφαιστίωνα του Αμύντορα και τον μέχρι τότε διοικητή της βασιλικής ίλης, τον Κλείτο του Δρωπίδη. Ωστόσο παρά την εκτέλεση των συνωμοτών και τις ενέργειες για αποτροπή νέων συνωμοσιών, η συμπεριφορά του δημιούργησε τις προϋποθέσεις για νέες συνομωσίες και για περισσότερες αντιδράσεις.

Η εξουσία των Μακεδόνων βασιλέων δεν ήταν τόσο περιορισμένη όσο των Σπαρτιατών ομολόγων τους, δεν έπαυε όμως να υπόκειται στον έλεγχο της αριστοκρατίας και της εκκλησίας των Μακεδόνων. Στην πρώτη κρίσιμη σύγκληση της εκκλησίας των Μακεδόνων κατά την εκστρατεία, ο Αλέξανδρος απέσπασε τη συγκατάθεσή τους για συνέχιση της προέλασης. Τα μέχρι τότε δυσμενή γι’ αυτόν στοιχεία, δηλαδή την υιοθέτηση του τυπικού των Περσών βασιλέων και τη μεγάλη διάρκεια της εκστρατείας, μπορούσε να τα αντιπαρέρχεται με δωροδοκίες. Το νέο δυσμενές στοιχείο, τη δολοφονία του Παρμενίωνα, έπρεπε να το εξουδετερώσει με δραστικότερα μέτρα. Δεν ήταν λίγοι οι Μακεδόνες, που αγανακτισμένοι με αυτήν την πράξη, εκδηλώθηκαν ανοιχτά κατά του βασιλιά τους και προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες αντιφρονούντες, δυσχεραίνοντας μία μελλοντική χειραγώγηση της εκκλησίας από τον Αλέξανδρο. Για να αποτρέψει μεγαλύτερη εξάπλωση της εναντίον του οργής και δυσαρέσκειας, φέρεται να δημιούργησε μία νέα μονάδα, την οποία ονόμασε ατάκτων τάγμα. Εκεί ενέταξε υποχρεωτικά και αδιακρίτως έθνους, όσους Μακεδόνες καταφέρονταν ανοιχτά εναντίον του καθώς και όσους διαπίστωσε ότι τον κατηγορούσαν στους συγγενείς του στη πατρίδα, βλάπτοντας την εικόνα του στην Ελλάδα. Για να τους εντοπίσει δε, τους προέτρεψε να γράψουν γράμματα στους συγγενείς του και στη συνέχεια υπέκλεψε την αλληλογραφία τους. Βέβαια αυτή η πράξη δεν είναι καθόλου τρομερή, αφού και σήμερα οι ισχυρές δημοκρατικές κυβερνήσεις της Δύσης υποκλέπτουν όλες τις ιδιωτικές επικοινωνίες των πολιτών τους, παραβιάζοντας το νομοθετικά κατοχυρωμένο απόρρητο με την ίδια ακριβώς πρόφαση: την εθνική ασφάλεια. Αν όμως πράγματι συνέβη αυτό, όπως παραδίδουν ο Διόδωρος κι ο Πολύαινος, τότε ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να δημιουργήσει κάτι σαν Τμήμα Υποκλοπών και Εσωτερικής Ασφάλειας και να το επανδρώσει με μεγάλο αριθμό εμπίστων. Τίποτα ανάλογο δεν υπήρχε στις ελληνικές δημοκρατίες ή έστω στις «συνταγματικές βασιλείες», ίσως μόνο στις τυραννίδες, και χωρίς αμφιβολία χειροτέρεψε την εικόνα του Αλεξάνδρου κυρίως στους δικούς του ανθρώπους.

Ο φόνος του Παρμενίωνα θορύβησε και τον Αντίπατρο. Ως στρατηγός του Φιλίππου είχε αποκτήσεις το σεβασμό και την εκτίμηση πολλών Ελλήνων. Τώρα πια έκρινε σκόπιμο να διαχωρίσει τη θέση του από τον Αλέξανδρο και να αναζητήσει προσωπικά ερείσματα στον Νότο. Νωρίτερα την ίδια χρονιά, το 330 π.Χ, οι Αιτωλοί είχαν αλώσει μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Ακαρνανίας, τους Οινιάδες και ο Αλέξανδρος τους είχε απειλήσει ότι θα τους τιμωρούσε εκείνος και όχι οι απόγονοι των Οινιαδών. Ο Αντίπατρος ήλθε λοιπόν σε συνεννόηση και αντάλλαξε εγγυήσεις με τους Αιτωλούς, οι οποίοι φοβόντουσαν την εκδίκηση του Αλεξάνδρου και τους οποίους (μαζί με τους Αθηναίους) φοβόταν ο Αλέξανδρος περισσότερο από τους άλλους Έλληνες.


Αριάσπες ή Ευεργέτες, Δραγγιανή, Γεδρωσία, Αραχωσία, Παροπάμισος και Βακτρία
(Αρριανός Γ.27, Διόδωρος ΙΖ.81.1, 82-83.2, Στράβων 15.2.10, Κούρτιος 7.3.5-14, 21, Ιουστίνος 12.5.8, 13, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Δ.V.5, 12, 36, Ε.8.15, Ηρόδοτος Γ.25, Δ.13.1-2)

Οι Δράγγες ασφαλώς θα ενημέρωσαν τις μακεδονικές υπηρεσίες ότι πυκνά σμήνη από κουνούπια και αλογόμυγες κάνουν την περιοχή της λίμνης Σεϊστάν εξαιρετικά αφιλόξενη από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο και ότι από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο τη σαρώνει ένας τρομερός άνεμος. Προκειμένου να προλάβει τις χειρότερες κλιματολογικές συνθήκες, ο Αλέξανδρος προς το τέλος Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου του 329 π.Χ. προέλασε από τη Φράδα εναντίον του στρατοπεδευμένου στα Βάκτρα Βήσσου και μπήκε στη χώρα των Αριασπών ή Ευεργετών. Για το όνομα αυτού του λαού ο Διόδωρος λέει ότι σε κάποια εκστρατεία του ο Κύρος παγιδεύτηκε στη γειτονική έρημο και, όταν τελείωσαν τα τρόφιμα, οι στρατιώτες του άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλον. Η κατάσταση ήταν απελπιστική, αλλά ξαφνικά εμφανίσθηκαν οι Αριασποί με 30.000 άμαξες φορτωμένες σιτηρά. Ο Κύρος ευγνώμων απέναντί τους για την ανέλπιστη σωτηρία του ιδίου και του στρατού του, τους τίμησε με πολλές δωρεές και φορολογική ατέλεια και τους χαρακτήρισε ευεργέτες, τίτλο που η περσική διπλωματία είχε απονείμει και στους Θηβαίους. Φυσικά δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι το περιστατικό με την ανθρωποφαγία ελλείψει τροφίμων το καταγράφει πρώτος ο Ηρόδοτος στην αιθιοπική εκστρατεία του Καμβύση. Την ίδια περίπου εξήγηση δίνει και ο Κούρτιος, αλλά κι ο Αρριανός λέει ότι ο Κύρος τους ονόμασε έτσι λόγω της συμμετοχής τους στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών και «για τις ευεργεσίες των προγόνων τους προς τον Κύρο». Τον λαό αυτό κάποιοι συγγραφείς τον ονομάζουν και Αριμασπούς, προφανώς παρασυρμένοι από τον Ηρόδοτο, ο οποίος όμως αναφέρεται σε άλλο λαό, κοντά στον Εύξεινο Πόντο.

Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε ότι οι Ευεργέτες δεν έχουν το ίδιο πολίτευμα με τους άλλους βαρβάρους, αλλά «κυβερνώνται με δικαιοσύνη, όπως και οι πλέον πολιτισμένοι από τους Έλληνες», τους άφησε ελεύθερους και επιπλέον προσάρτησε στη χώρα τους τα λίγα εδάφη που ήθελαν από τη γειτονική χώρα. Εκεί θυσίασε στον Απόλλωνα και συνέλαβε τον σωματοφύλακα Δημήτριο, εναντίον του οποίου προέκυψαν υποψίες ότι συμμετείχε στη συνωμοσία του Φιλώτα, και τον αντικατέστησε με τον Πτολεμαίο του Λάγου.

Από τη γη των Ευεργετών ο Αλέξανδρος προέλασε μέσω της κοιλάδας του πλωτού ποταμού Ετύμανδρου (Χελμάντ) υποτάσσοντας καθ’ οδόν τους υπόλοιπους Δράγγες, και όσο από το βόρειο τμήμα της Γεδρωσία διέσχισε. Η επικείμενη επιδρομή των εντόμων είχε υποχρεώσει τη στρατιά να κινηθεί πριν αρχίσει η συγκομιδή της νέας χρονιάς και οι ελλείψεις στα εφόδια ήταν πολλές. Αφήνοντας πίσω της τα φτωχά εδάφη της ερήμου, η στρατιά μπήκε σε επίσης φτωχά εδάφη, που επιπλέον ήταν σκεπασμένα με πολύ χιόνι, ενώ το κρύο ήταν δριμύ. Τελικά, το ανατολικό Αφγανιστάν την άνοιξη αποτελούσε επικίνδυνη παγίδα για μια μεγάλη στρατιά. Ο Σατιβαρζάνης δεν είχε προλάβει να οργανωθεί σωστά και τυχόν ενισχύσεις από τον Βήσσο δεν θα ήταν σημαντικές, διότι θα έπρεπε να διασχίσουν ανάλογα με τον Αλέξανδρο εδάφη, όπου θα αντιμετώπιζαν τόσο μεγαλύτερα προβλήματα, όσο μεγαλύτερος θα ήταν ο αριθμός τους. Συνεπώς ο πραγματικός αντίπαλος του Αλεξάνδρου εκείνη τη στιγμή ήταν οι χώρες, που καταλάμβανε, αλλά εκεί που έφτασε δεν είχε άλλη επιλογή. Παρά τις κακουχίες και τις στερήσεις κατέλαβε την Αραχωσία (Χαουραβάτις), όρισε σατράπη τον Μένωνα και στο σημείο, που διασταυρώνονται οι οδοί προς Ιράν, Κεντρική Ασία και Ινδία, ίδρυσε την Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας (Κανταχάρ).

Εξήντα μέρες μετά την αναχώρηση από τη Φράδα, τέλος Μαρτίου ή αρχές Απριλίου του 329 π.Χ. έφτασε στους Παροπαμισάδες, ένα λαό κοντά στον Ινδικό Καύκασο ή Παροπάμισο ή Παροπάνισο, την σημερινή οροσειρά Χιντού Κους. Ο Καύκασος ήταν το ψηλότερο βουνό, που είχαν ακουστά οι Μακεδόνες και όλοι οι Έλληνες και το οποίο όπως γνώριζαν αποτελούσε το βόρειο σύνορο της περσικής αυτοκρατορίας και το όριο της επιρροής των Περσών. Έτσι, όταν είδαν τα πανύψηλα βουνά της βορειοανατολικής σατραπείας, πίστεψαν ότι έβλεπαν την οροσειρά του Καυκάσου. Σε Παροπάμισο ή Παροπάνισο εξελληνίστηκε ο περσικός όρος παρουπαραισάνα (= πέρα από τα βουνά). Η χώρα των Παροπαμισάδων ήταν γυμνή, χιονοσκεπής και δεν μπορούσε να επιβιώσει «ούτε πουλί ούτε άγριο ζώο». Οι κάτοικοι ζούσαν διασκορπισμένοι σε μικρούς συνοικισμούς και σ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα παρέμεναν κλεισμένοι στα πλίνθινα σπίτια τους. Οι στέγες τους ήταν επίσης πλίνθινες, θολωτές και στο κέντρο είχαν ένα άνοιγμα για να βγαίνει ο καπνός, τεχνική κατασκευής που μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Ο καπνός της εστίας ήταν το μοναδικό στοιχείο, που πρόδιδε τους οικισμούς μάσα στο θολό, κάτασπρο τοπίο και επέτρεπε στους άντρες του Αλεξάνδρου να αρπάξουν τα λιγοστά εφόδια των κατοίκων. Ο Διόδωρος ξεχνώντας την περιγραφή του για τη χώρα, ισχυρίζεται ότι οι Μακεδόνες εύρισκαν αποθηκευμένα άφθονα εφόδια. Στην πραγματικότητα, σε όλη την προέλαση μέσα από τα φτωχά εδάφη του νότιου και ανατολικού Αφγανιστάν η στρατιά υπέφερε από τις στερήσεις και ταυτόχρονα έφερε σε απόγνωση τους κατοίκους λεηλατώντας τα πενιχρά τους αποθέματα.

Σ’ αυτό το αντίξοο περιβάλλον αρκετοί στρατιώτες τυφλώθηκαν από την αντανάκλαση του φωτός πάνω στο χιόνι, άλλων σάπισαν τα δάκτυλα των ποδιών από τα κρυοπαγήματα και πολλοί άλλοι πέθαναν από τον συνδυασμό του δριμύτατου ψύχους, της έλλειψης εφοδίων και καυσόξυλων, καθώς και της εξάντλησης, που αυτά επέφεραν. Στις περιγραφές του Ξενοφώντα για τις ίδιες ταλαιπωρίες των Μυρίων στα χιονοσκεπή βουνά της Αρμενίας και του Κουρδιστάν, τις οποίες δανείστηκε κι ο Κούρτιος, βρίσκουμε τις μεθόδους αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων. Για να προφυλάξουν τα μάτια τους από την αντανάκλαση του φωτός στο χιόνι, κρατούσαν μπροστά τους ένα μαύρο αντικείμενο. Για να αποφύγουν τα κρυοπαγήματα των ποδιών έπρεπε να κινούνται συνεχώς και να βγάζουν τα υποδήματα κατά τον ύπνο. Για να μη βυθίζονται τα κτήνη ως την κοιλιά στο παχύ χιόνι, έβαζαν τα πόδια των ίππων και των υποζυγίων μέσα σε μικρά σακιά.

Στο μεταξύ, οι Άρειοι επωφελούμενοι από την απουσία της στρατιάς επαναστάτησαν και πάλι και ο Σατιβαρζάνης, ο επαναστατημένος σατράπης τους, εισέβαλε στη χώρα με 2.000 ιππείς, που του έδωσε ο Βήσσος. Ο Αλέξανδρος απέσπασε από τη στρατιά κι έστειλε εναντίον του τον Αρτάβαζο και τους εταίρους Εριγύιο και Κάρανο, ενώ διέταξε το σατράπη των Παρθυαίων, Φραταφέρνη, να εισβάλει στην Αρεία από τη ΒΔ μεθόριο. Μετά από κάποιο διάστημα, που αναλώθηκε σε αψιμαχίες μικρών τμημάτων, έγινε σκληρή μάχη εκ παρατάξεως, που αποδείχθηκε αμφίρροπη. Τότε ο Σατιβαρζάνης έβγαλε το κράνος του, δήλωσε την ταυτότητά του και προκάλεσε σε μονομαχία όποιον Μακεδόνα στρατηγό τολμούσε. Ο Εριγύιος ο Μυτιληναίος δέχθηκε την πρόκληση του Πέρση, τον σκότωσε χτυπώντας τον με το δόρυ στο πρόσωπο και οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή.

Ο Αλέξανδρος φτάνοντας στην πλούσια πεδιάδα της Καμπούλ, στους πρόποδες του Παροπάμισου, τον οποίο έπρεπε να διαβεί, έχτισε άλλη μία πόλη, την Αλεξάνδρεια των Παροπαμισάδων (Μπαγκράμ;). Γύρω της και σε απόσταση ενός σταθμού ίδρυσε κι άλλες πόλεις, όπου εγκατέστησε συνολικά 7.000 βαρβάρους, 3.000 συνακολουθούντες, κάποιους από το ατάκτων τάγμα και όσους μισθοφόρους το ήθελαν. Ανέθεσε την πολιτική διοίκηση της περιοχής στον Πέρση Προέξη, τη στρατιωτική διοίκηση στον εταίρο Νειλόξενο του Σατύρου και ξεκίνησε για τη Βακτρία. Ο Βήσσος με τους Πέρσες, που συμμετείχαν στη σύλληψη του Δαρείου, 7.000 Βάκτριους και τους Δάες, που κατοικούν στα δυτικά του ποταμού Ιαξάρτη (Συρ Ντάρια), λεηλάτησε την εύφορη περιοχή κάτω από τον Ινδικό Καύκασο, για να ερημώσει τα εδάφη ανάμεσα σ' αυτόν και τον Αλέξανδρο, ώστε να ανακόψει την πορεία του ελλείψει εφοδίων. Όμως παρά τις κακουχίες της στρατιάς από τις ελλείψεις σε εφόδια και το πυκνό χιόνι, ο Αλέξανδρος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή την πολύμηνη καταδίωξη.

Ο Παροπάμισος έχει περί τις 15 διαβάσεις (κάποιες για προφανείς λόγους ονομάζονται «φονιάς των Ινδών») με σημαντικότερες την Καουάκ, τη Σαλάγκ, που παραμένει η κυριότερη ως τις μέρες μας, και την Μπάμιαν, με τους Μεγάλους Βούδες σκαλισμένους στα βράχια. Συνεκτιμώντας τις πληροφορίες των αρχαίων πηγών, το χρόνο, που χρειάσθηκε για τη διέλευση του Παροπάμισου, το μέγεθος της στρατιάς, το μήκος, το πλάτος και τη βατότητα των περασμάτων λόγω υψομέτρου και εποχής του χρόνου, τεκμαίρεται ότι ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τη διάβαση Καουάκ. Μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε από τις 3 σημαντικότερες, που σχεδόν ισαπέχουν από το χώρο στρατωνισμού στην Καμπούλ, αλλά επέλεξε την πιο απομακρυσμένη από τα Βάκτρα, μάλλον διότι (όπως προκύπτει από τον Αρριανό) ο Βήσσος δεν είχε προλάβει να καταστρέψει την αγροτική παραγωγή τόσο μακρυά.

Χρειάσθηκαν 16 ημέρες κατά τον Διόδωρο ή 17 κατά τον Κούρτιο στο τέλος Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου του 329, για να περάσει όλη η στρατιά από την κακοτράχαλη διάβαση Καουάκ, την οποία ακόμη και σήμερα μόνο έφιπποι και πεζοί μπορούν να περάσουν. Αν στις 16 ημέρες της διάβασης προσθέσουμε κι άλλες 4 τουλάχιστον, που απαιτούνται από την κοιλάδα του Τσαρικάρ, το τελευταίο σημείο ανεφοδιασμού, βλέπουμε ότι μία πλήρως εφοδιασμένη στρατιά θα έβγαινε από τη διάβαση τουλάχιστον 6 ημέρες μετά την ολοσχερή εξάντληση των εφοδίων της. Η έλλειψη εφοδίων ήταν ο κανόνας σε όλη την πορεία μέσα από το Αφγανιστάν, άρα τα εφόδια και σ’ αυτή τη φάση θα ήταν λιγότερα από τη μέγιστη δυνατή ποσότητα. Συνεπώς η στρατιά θα είχε μείνει χωρίς ίχνος τροφίμων για αρκετά περισσότερες από 6 ημέρες. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από τις αρχαίες πηγές, που λένε ότι δόθηκε εντολή στους στρατιώτες να σφάξουν τα υποζύγια.

Περνώντας τη διάβαση Καουάκ, ο Αλέξανδρος έφτασε στα Δράψακα (Κουντούζ) την εποχή ακριβώς, που άρχιζε η συγκομιδή στην εύφορη κοιλάδα τους, και με μία σύντομη στάση, η εξουθενωμένη στρατιά του μπόρεσε επιτέλους να αναλάβει τις δυνάμεις της. Αμέσως μετά ξεκίνησε για τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Βακτρίας, την Άορνο (κατά πάσα πιθανότητα στην κοιλάδα του ποταμού Κουλμ, ίσως η Τάς Κουργκάν ή η Σαχρ ι Μπανού) και τα Βάκτρα (Μπαλκ). Ο Βήσσος παρά το νέο του δυναστικό όνομα και τον βαρύ τίτλο, που είχε απονείμει στον εαυτό του, διέθετε δυνάμεις ανεπαρκείς αριθμητικά και ακατάλληλες για μάχη με τακτικό στρατό. Έτσι, όταν έμαθε ότι η στρατιά του Αλεξάνδρου όχι μόνο δεν είχε αφανισθεί στον Παροπάμισο, αλλά βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τα Βάκτρα και προήλαυνε με τη χαρακτηριστική ταχύτητα, διέταξε υποχώρηση. Με το σύνολο των δυνάμεών του πέρασε τον ποταμό Ώξο (Αμού Ντάρια), έκαψε τα πορθμεία, με τα οποία περαιώθηκε, και κατέφυγε στα Ναύτακα (στις όχθες του Κάσκα Ντάρυα, μάλλον η Ουζούν Κιρ, κοντά στη Σακρυσυάμπζ) της Σογδιανής (Σουγκούντου). Τον ακολουθούσαν ο Σπιταμένης και ο Οξυάρτης με τους Σογδιανούς ιππείς και τους Δάες του Τανάϊδος (Ιαξάρτη). Οι Βάκτριοι ιππείς, μόλις έμαθαν ότι ο σατράπης τους και επίδοξος Βασιλιάς της Ασίας τους εγκατέλειψε και τράπηκε σε φυγή, σκόρπισαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Όλη η Βακτρία υποτάχθηκε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση εκτός από την Άορνο και τα Βάκτρα, που χρειάσθηκε να καταληφθούν εξ εφόδου. Στην ακρόπολη της Αόρνου ο Αλέξανδρος τοποθέτησε φρουρά υπό τον εταίρο Αρχέλαο του Ανδροκλή και σατράπη της Βακτρίας όρισε τον Αρτάβαζο.

από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου