ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ
Σύγκρουση με τους Σκύθες της Ασίας
(Αρριανός Δ.4, Πλούταρχος Αλέξανδρος 45.5, 46, Κούρτιος 7.7.2-4, 20, 7.8.13, 29-30, 9.16, Ιουστίνος 12.5.12-13, Ηρόδοτος Δ.64)
Δεν είχε τελειώσει ακόμη το καλοκαίρι του 329 π.Χ. και ο Αλέξανδρος μόλις είχε καταπνίξει την επανάσταση των Σογδιανών, όταν έφθασε στον Ιαξάρτη μία μεγάλη στρατιά από «Σκύθες της Ασίας». Ο όρος είναι του Αρριανού, αντίθετα ο Κούρτιος τους αναφέρει ως «Σκύθες της Ευρώπης» και είναι τόσο βέβαιος ότι ο Αλέξανδρος έφτασε στο όριο Ασίας και Ευρώπης, ώστε στον δικανικό λόγο, που κατασκεύασε για τον Σκύθη πρέσβη, τον βάζει να λέει στον Αλέξανδρο ότι η χώρα του (βορείως του Ιαξάρτη, περίπου το σημερινό Καζακστάν) ανήκει στην Ευρώπη και ότι στο άλλο άκρο της συνορεύει με τους … Θράκες (τη σημερινή Ρουμανία και Βουλγαρία), νοτίως των οποίων βρίσκεται η Μακεδονία!
Στην πραγματικότητα πρέπει να ήταν κάποιο από τα σκυθικά φύλα, που κατοικούσαν βορείως του Ιαξάρτη, αλλά σε αντίθεση με τους γείτονές τους «Σκύθες της Ευρώπης» είχαν πληροφορηθεί για την επανάσταση των Σογδιανών και σκέφθηκαν να επωφεληθούν σε ενδεχόμενη αποτυχία του Αλέξανδρου. Στο μεταξύ ο Σπιταμένης, επωφελούμενος κι αυτός από την επανάσταση, είχε καταλάβει τα Μαράκανδα και πολιορκούσε τη φρουρά στην ακρόπολη. Ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον του τον Ανδρόμαχο, το Μενέδημο και τον Κάρανο με 60 εταίρους ιππείς, 800 μισθοφόρους ιππείς του Κάρανου και 1.500 πεζούς μισθοφόρους. Διοικητής τους ήταν ο διερμηνέας Φαρνούχης από τη Λυκία, που μιλούσε καλά «τη γλώσσα των εκεί βαρβάρων» (των Σογδιανών) και φαινόταν γενικά αξιόπιστος, για να διαπραγματευθεί μαζί τους.
Ο Αλέξανδρος επί 20 ημέρες έχτιζε το τείχος της πόλης, που είχε κατά νου. Η περίμετρός του ήταν 6 ρωμαϊκά μίλια (8.9χμ και συνεπώς η επιφάνεια ήταν 6,3τχμ) και την εποίκισε μετεγκαθιστώντας τους πληθυσμούς 3 πόλεων, που είχε ιδρύσει ο Κύρος. Σ’ εμάς είναι γνωστή ως Αλεξάνδρεια η επί Τανάϊδι ή Αλεξάνδρεια η Εσχάτη (η πιο απομακρυσμένη προς τα σύνορα) ή Αλεξανδρέσχατα. Δεν μας είναι γνωστή η πραγματική της θέση και η προτεινόμενη, η σημερινή Χοτζέντ του Τατζικιστάν, δεν έχει επιβεβαιωθεί από την αρχαιολογική έρευνα. Στη Σογδιανή οι πραγματικές πόλεις ήταν πολύ λίγες, και παρέμειναν λίγες επί πολλούς αιώνες αργότερα. Ίδρυσε τόσο αυτήν την πόλη όσο και όλες τις άλλες στα ανατολικά της Περσίας, για να επιβάλει ευκολότερα τον στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο στους ανυπότακτους νομαδικούς και ημινομαδικούς πληθυσμούς μέσω μίας ενιαίας διοίκηση σε ελληνικά χέρια. Κινούμενος οπωσδήποτε από ματαιοδοξία, έδωσε το όνομά του σε συνολικά 70 πόλεις, εκ των οποίων τις 12 στη Βακτρία και τη Σογδιανή, και άνοιξε το δρόμο στους Διαδόχους, στους Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες να δίνουν το όνομά τους σε νεοϊδρυόμενες ή και υπάρχουσες πόλεις. Ο βασικός πυρήνας και η άρχουσα τάξη αυτών των πόλεων ήταν πάντοτε Έλληνες μισθοφόροι, απόμαχοι και άτακτοι Μακεδόνες καθώς και συνακολουθούντες τη στρατιά. Το μάχιμο ελληνικό στοιχείο, που ήταν απαραίτητο για την άμυνα και τη διατήρηση του ελληνικού χαρακτήρα των πόλεων, προερχόταν από τους ατάκτους Μακεδόνες και από τους άλλους Έλληνες. Αφού ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει να εξοργίσει τους συμπατριώτες του, καταλαβαίνει κανείς πώς αισθάνονταν οι υπόλοιποι Έλληνες. Απαλλασσόταν λοιπόν από αυτούς αναβαθμίζοντάς τους σε τοποτηρητές των κατακτημένων περιοχών και κρατούσε στη στρατιά τους μάχιμους συμπατριώτες του, επειδή μπορούσε να τους πειθαναγκάζει σε υπακοή, χωρίς να προκαλεί την οργή κανενός ελληνικού κράτους. Όταν τελείωσε η κατασκευή του τείχους της Εσχάτης Αλεξάνδρειας, θυσίασε στους θεούς κατά τη συνήθειά του και έκανε αθλητικούς αγώνες και ιπποδρομίες, για να μεταλαμπαδεύσει τις ελληνικές συνήθειες εκεί.
Όσο ο Αλέξανδρος θεμελίωνε την εσχάτη πόλη του, οι Σκύθες δεν έπαψαν να τον προκαλούν από την απέναντι όχθη του Ιαξάρτη. Μόλις τελείωσε με την Αλεξάνδρεια, διέταξε να ετοιμασθούν άλλη μια φορά οι ασκοσχεδίες και έκανε τις προβλεπόμενες θυσίες, αλλά οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί. Ξαναθυσίασε ελπίζοντας σε καλύτερους οιωνούς, που δεν προέκυψαν, και ο Αρίστανδρος αρνήθηκε να τους παρερμηνεύσει. Εκνευρισμένος ο Αλέξανδρος από τις προκλήσεις, θεώρησε ότι ήταν μεγάλη η προσβολή από τους Σκύθες, διότι στο παρελθόν είχαν αποκρούσει έναν άλλο Βασιλιά της Ασίας, τον Δαρείο Α΄. Δεν ανεχόταν να τον περιγελούν, όπως και τον Δαρείο, και προτίμησε την επίθεση αγνοώντας τόσο την επίδραση των θεϊκών σημείων στην ψυχολογία του στρατού όσο και την άσχημη κατάσταση της υγείας του (από τα πλήγματα στο κεφάλι και στον αυχένα κατά την εισβολή στην Κυρούπολη ακόμη δεν μπορούσε να δει καθαρά και να μιλήσει δυνατά).
Ένας καταιγισμός τοξευμάτων από τους καταπέλτες προκάλεσαν οδυνηρή έκπληξη στους Σκύθες, που έβλεπαν τα καταπελτικά βέλη να διαπερνούν διαδοχικά τα γέρρα και τους θώρακες και να σκοτώνουν τους ιππείς τους από μεγάλη απόσταση. Μόλις οι κατάπληκτοι Σκύθες απομακρύνθηκαν σε απόσταση ασφαλείας από την όχθη, ο Αλέξανδρος πέρασε απέναντι πρώτα τους τοξότες και τους σφενδονήτες, για να καλύψουν την περαίωση του ιππικού. Οι Σκύθες όμως άρχισαν να καλπάζουν κυκλικά γύρω από την ιππαρχία των μισθοφόρων και τις τέσσερις ίλες σαρισσοφόρων, που προηγήθηκαν, και να βάλλουν εναντίον τους από απόσταση. Ο Αλέξανδρος έστειλε τότε τους τοξότες, τους Αγριάνες και τους άλλους ψιλούς του Βάλακρου, που αναμίχθηκαν με τους ιππείς, ενώ επιτέθηκαν τρεις ιππαρχίες εταίρων και όλοι οι ιππακοντιστές. Ο ίδιος επιτέθηκε με μεγάλη ταχύτητα επικεφαλής του υπόλοιπου ιππικού με τις ίλες σε σχηματισμό φάλαγγας. Οι Σκύθες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τακτικό ιππικό σε παράταξη μάχης και τράπηκαν σε φυγή. Κατά την καταδίωξη σκοτώθηκαν περί τους 1.000 Σκύθες και αιχμαλωτίσθηκαν περί τους 150, μεταξύ των οποίων και ένας από τους αρχηγούς τους, κάποιος Σατράκης. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν 60 ιππείς και 100 πεζοί νεκροί και 1.000 τραυματίες. Καθώς η καταδίωξη ήταν γρήγορη και η ζέστη μεγάλη, όλο το στράτευμα δίψασε και ήπιε νερό από κάποια πηγή της περιοχής. Όμως ήταν ύποπτο και τους προκάλεσε τρομερή διάρροια, η οποία τους ανάγκασε να σταματήσουν την καταδίωξη μετά από 100 στάδια (περί τα 18,5 χμ). Ο Αλέξανδρος μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο σε άσχημη κατάσταση και όλοι θεώρησαν ότι αυτό επαλήθευε τη δυσμενή μαντεία του Αρίστανδρου. Αργότερα παρουσιάσθηκαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις του Σκύθη βασιλιά, ο οποίος χαρακτήριζε ληστές, αυτούς που επιτέθηκαν, αποδοκίμαζε τις πράξεις τους και έθετε τον εαυτό του στη διάθεση του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος δεν πείσθηκε για την ειλικρίνειά του, αλλά δέχθηκε την προσφορά του, διότι δεν στις προτεραιότητές του να εμπλακεί με τους Σκύθες.
Ο Πλούταρχος αναφέρει κάποια επιστολή του Αλεξάνδρου προς τον Αντίπατρο, σύμφωνα με την οποία ο Σκύθης βασιλιάς του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του. Κατά τον ίδιο ιστορικό, κάποιοι … δημιουργικοί ιστοριογράφοι, όπως ο Κλείταρχος, ο Πολύκλειτος, ο Ονησίκρητος, ο Αντιγένης και ο Ίστρος έγραψαν ότι εκεί συνάντησε τη βασίλισσα των Αμαζόνων. Μάλιστα, όταν ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει και ο Λυσίμαχος ήδη βασιλιάς των ευρωπαϊκών εδαφών, ο Ονησίκριτος είχε την τόλμη να του διαβάσει το τέταρτο βιβλίο του για την εκστρατεία, όπου έγραφε για την Αμαζόνα. Ο βασιλιάς και τότε σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου τον φιλοδώρησε με το ειρωνικό σχόλιο: «Καλά, κι εγώ πού ήμουνα τότε;». Υπήρχαν όμως και οι πραγματικοί ιστορικοί, όπως ο Αριστόβουλος, ο Χάρης ο εισαγγελέας, ο Πτολεμαίος, ο Αντικλείδης, ο Φίλων ο Θηβαίος, ο Φίλιππος ο Θεαγγελέας, ο Εκαταίος ο Ερετριέας, ο Φίλιππος ο Χαλκιδέας και ο Δούρις ο Σάμιος, που έγραψαν ότι αυτό ήταν δημιούργημα της φαντασίας. Οι Διόδωρος, Κούρτιος και Ιουστίνος τοποθετούν αυτή τη συνάντηση νωρίτερα κι ο Αρριανός αργότερα.
Ο Σπιταμένης σημειώνει την πρώτη επιτυχία
(Αρριανός Δ.5-6, Πλούταρχος Αλέξανδρος 43.6, 50.8, Διόδωρος ΙΖ.83.9, Κούρτιος 7.6.24, 7.30-39, 10.10, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.10-14)
Το καλοκαίρι του 329 π.Χ, όσο ο Αλέξανδρος ήταν απασχολημένος με τους Σκύθες στον Ιαξάρτη και πριν ακόμη φτάσουν οι ενισχύσεις υπό τον Ανδρόμαχο, οι πολιορκημένοι στην ακρόπολη των Μαρακάνδων Μακεδόνες έκαναν έξοδο, προξένησαν κάποιες απώλειες και απώθησαν τις δυνάμεις του Σπιταμένη. Αυτός μόλις πληροφορήθηκε ότι πλησιάζουν ενισχύσεις από τον Αλέξανδρο, αναδιπλώθηκε στη Βόρεια Σογδιανή. Οι δυνάμεις του Φαρνούχη και του Ανδρόμαχου τον καταδίωξαν στενά. Αγνόησαν όμως στοιχειώδεις κανόνες εμπλοκής κι έκαναν μία σειρά από λάθη, τα οποία οδήγησαν στον αφανισμό τους. Χωρίς να δείξουν σύνεση, μπήκαν στη χώρα των Μασσαγετών Σκυθών, που είχαν ενισχύσει τον Σπιταμένη με 600 σκληροτράχηλους ιππείς. Εκείνος γνώριζε καλά την περιοχή, τον τρόπο καταπόνησης ξένης τακτικής δύναμης και αποφάσισε να αναμετρηθεί με τους διώκτες του. Παρατάχθηκε σε μία πεδιάδα κοντά στη Σκυθική Έρημο και εφάρμοσε μία πολύ αποτελεσματική τακτική: οι Σκύθες περιίπευαν και έβαλλαν κατά της δύναμης του Ανδρόμαχου, ενώ κάθε φορά, που ο Ανδρόμαχος επιχειρούσε επίθεση, ο Σπιταμένης έκανε τακτική υποχώρηση. Το ιππικό του ήταν ελαφρύτερο, ταχύτερο και δεν είχε υπολογίσιμες απώλειες, διότι ο Ανδρόμαχος στη βιασύνη του να καταστείλει την εξέγερση δεν είχε αφήσει χρόνο ούτε για ξεκούραση από την πορεία ούτε για σωστή βοσκή των ίππων. Όταν πια οι κατάκοπες δυνάμεις του Ανδρόμαχου άρχισαν να υφίστανται υπολογίσιμες απώλειες, σχημάτισαν τετράγωνο και κατευθύνθηκαν προς μία χαράδρα κοντά στον ποταμό Πολυτίμητο (Ζαραφσάν), όπου θα γλίτωναν από τα εχθρικά τοξεύματα και θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τους πεζούς.
Με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να συντονισθεί με τους υπόλοιπους ο Κάρανος, ο αρχηγός του ιππικού, προσπάθησε να εξασφαλίσει το ιππικό στην απέναντι όχθη, παρασύροντας και το πεζικό να τον ακολουθήσει. Κάθε τμήμα μπήκε στον Πολυτίμητο χωρίς συνεννόηση με τα άλλα, από απόκρημνες όχθες και, όπως είναι αναμενόμενο σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι γραμμές τους διασπάσθηκαν, επικράτησε αταξία και προκλήθηκε σύγχυση. Οι Σκύθες άδραξαν την ευκαιρία, κατέλαβαν την όχθη, όπου ήθελαν να φτάσουν οι Μακεδόνες, τους περικύκλωσαν και τους θέριζαν με τα βέλη, ώσπου τους εγκλώβισαν σε ένα νησάκι του ποταμού και τους εξόντωσαν.
Η εκδοχή του Αριστόβουλου, την οποία υιοθετεί κι ο Κούρτιος είναι ακόμη θλιβερότερη από την παραπάνω του Πτολεμαίου: οι Μακεδόνες έπεσαν σε ενέδρα του Σπιταμένη και ο Φαρνούχης ισχυριζόμενος ότι βρισκόταν εκεί μόνο ως διαπραγματευτής, παρέδιδε την εξουσία στους Ανδρόμαχο, Κάρανο και Μενέδημο, που ήταν εταίροι του βασιλιά κι εμπειροπόλεμοι. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν, είτε για να μην παραβούν τις διαταγές του Αλέξανδρου είτε (το πιθανότερο) για να μην επωμισθούν την ευθύνη ενδεχόμενης αποτυχίας. Οι βάρβαροι επωφελήθηκαν από την έλλειψη συντονισμού και πειθαρχίας, επιτέθηκαν και τους κατέκοψαν.
Όπως και αν έχουν τα ακριβή περιστατικά, από αυτό το επεισόδιο επέζησαν ελάχιστοι. Πρόκειται για την πρώτη απώλεια σημαντικής δύναμης του Αλεξάνδρου, συγκρινόμενη δε με τις προηγούμενες στα πεδία των μεγάλων μαχών, μπορούμε κάλλιστα να μιλήσουμε για πανωλεθρία. Ο Κούρτιος λέει ότι αυτή ήταν η πρώτη αποτυχία των δυνάμεων του Αλεξάνδρου, ο οποίος «φρονίμως αποφάσισε να συγκαλύψει αυτήν την πανωλεθρία και απείλησε με θάνατο τους επιζώντες, για να μην αποκαλύψουν τι είχε συμβεί». Πρόκειται φυσικά για ακόμη μία από τις ρητορικές του ανακρίβειες, διότι και ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε αναχαιτισθεί (στην Ουξιανή και στις Περσίδες Πύλες) και άλλες δυνάμεις είχαν εξοντωθεί (όπως στην πρόσφατη επανάσταση των Σογδιανών) και είχε διαπιστωθεί (στη μάχη με τους Σκύθες του Ιαξάρτη) ότι οι ελαφρείς και ταχυκίνητοι νομάδες ιππείς δεν μπορούσαν να καμφθούν χωρίς καταιγισμό τοξευμάτων. Η δε σχετικά μικρή δύναμη του Ανδρόμαχου ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο αφανίσθηκε. Όμως πάνω απ’ όλα γνωρίζουμε ότι εκείνη τη χρονική περίοδο και σ’ εκείνη τη γεωγραφική περιοχή, τη στρατιά συνακολουθούσαν τουλάχιστον δύο στιχοπλόκοι, που στις δημιουργίες τους χλεύαζαν τις αποτυχίες των διαφόρων Μακεδόνων διοικητών, για να διασκεδάζει ο Αλέξανδρος και οι αυλοκόλακες.
Ο Σπιταμένης αναθάρρησε με την επιτυχία του και ξαναγύρισε να πολιορκήσει τα Μαράκανδα. Ο Αλέξανδρος μόλις πληροφορήθηκε την εξόντωση του Ανδρόμαχου, πήρε το μισό ιππικό των εταίρων, όλους τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες, τους ελαφρύτερους φαλαγγίτες και μέσα σε τρεις ημέρες διήνυσε 1.500 στάδια (περί τα 277 χμ), δηλαδή κατά μέσο όρο 500 στάδια ημερησίως, όταν κατά τον Ξενοφώντα η κανονική ταχύτητα ήταν λιγότερο από 200 στάδια ημερησίως. Τα χαράματα της τέταρτης μέρας έφτασε στα Μαράκανδα, αλλά ο Σπιταμένης το πληροφορήθηκε έγκαιρα, έλυσε για δεύτερη φορά την πολιορκία της πόλης και έφυγε. Ο Αλέξανδρος τον καταδίωξε κατά μήκος του Πολυτίμητου μέχρι την έρημο και περνώντας από το σημείο της σφαγής του Ανδρόμαχου, έθαψε τους νεκρούς, όσο καλύτερα μπορούσε. Όταν επέστρεψε στα Μαράκανδα, σε αντίποινα για την απώλεια της δύναμης του Ανδρομάχου εξόντωσε όλους τους βαρβάρους, που είχαν πάρει μέρος στην εξέγερση.
Αφού κατέστειλε την εξέγερση των Σογδιανών και απώθησε τον Σπιταμένη, επέστρεψε στα Ζαρίασπα (Βάκτρα), μέχρι να περάσει ο βαρύς χειμώνας της περιοχής. Εκεί παρουσιάσθηκαν ο Φραταφέρνης, ο σατράπης της Παρθυαίας, και ο Στασάνωρ, ο εταίρος που ανέλαβε τη σατραπεία της Αρείας. Είχαν συλλάβει, όπως διατάχθηκαν, τον Αρσάκη, τον οποίο είχε ορίσει ο Αλέξανδρος σατράπη της Αρείας, αλλά δεν έπεισε για την πίστη του, επίσης τον Βραζάκη, τον οποίο ο Βήσσος είχε ορίσει σατράπη της Παρθυαίας (χωρίς να την έχει καταλάβει) καθώς και μερικούς ακόμη συνεργάτες του Βήσσου. Παρουσιάστηκαν επίσης ο Επόκιλλος, ο Μελαμνίδας και ο Πτολεμαίος, ο στρατηγός των Θρακών, που είχαν συνοδέψει στα παράλια τον Μένητα και τα χρήματα προς τον Αντίπατρο. Παρουσιάστηκαν ακόμη ο Άσανδρος και ο Νέαρχος, ο οποίος έφερνε πολλούς Έλληνες μισθοφόρους, ο σατράπης της Συρίας, Βήσσος, και ο ύπαρχος Ασκληπιόδωρος, φέρνοντας κι αυτοί στρατό από τα παράλια.
Το χειμώνα του 329 π.Χ. στα Ζαρίασπα, ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε και με τον γνωστό μας Βήσσο, που είχε οδηγηθεί εκεί αμέσως μετά τη σύλληψή του. Για το τι ακριβώς συνέβη στον Βήσσο έχουμε ως συνήθως διαφορετικές μεν παραπλήσιες δε εκδοχές. Κατά τον Αρριανό, ο Αλέξανδρος του απήγγειλε κατηγορία ότι πρόδωσε τον Δαρείο και διέταξε να του κόψουν τη μύτη και τους λοβούς των αυτιών, σύμφωνα με τον περσικό νόμο. Μετά τον έστειλε στα Εκβάτανα, για να εκτελεσθεί από το Συμβούλιο των Μήδων και των Περσών. Ο Διόδωρος λέει ότι παρέδωσε τον Βήσσο στον αδελφό και τους άλλους συγγενείς του Δαρείου (μάλλον εννοεί ότι τον έστειλε στα Εκβάτανα), οι οποίοι μετά από πολλά βασανιστήρια και εξευτελισμούς τον σκότωσαν, κατατεμάχισαν το πτώμα του και εκσφενδόνισαν τα μέλη του σε μεγάλη απόσταση. Κατά τον Πλούταρχο ο Αλέξανδρος συνέλαβε τον Βήσσο αμέσως μόλις μπήκε στη Σογδιανή και τον σκότωσε, δένοντάς τα πόδια του στις κορυφές δύο ψηλών δένδρων, που τα είχε λυγίσει και μετά τα άφησε ελεύθερα. Ο Κούρτιος αναιρεί την προγενέστερη αφήγησή του ότι ο Βήσσος βασανίστηκε κατά τη σύλληψή του και ότι η εκτέλεσή του θα γινόταν εκεί, που δολοφόνησε τον Δαρείο, και λέει ότι στάλθηκε από τα Βάκτρα στα Εκβάτανα, για να εκτελεστεί από τους συγγενείς του Δαρείου. Δηλαδή, με εξαίρεση τον Πλούταρχο οι υπόλοιποι συγγραφείς θεωρούν ότι ο Βήσσος εστάλη στα Εκβάτανα, για να τιμωρηθεί σύμφωνα με τον περσικό νόμο.
Ο Αλέξανδρος, όπως είχε γράψει στο Δαρείο, διεκδικούσε το θρόνο του Βασιλιά της Ασίας και καταστρέφοντας την Περσέπολη διαμήνυσε σε όλους ότι η δυναστεία των Αχαιμενιδών είχε χάσει την εξουσία. Είχε γράψει ακόμη στο Δαρείο ότι δεν τον πολεμούσε από προσωπική έχθρα και το απέδειξε τιμώντας τον μετά θάνατον και τιμωρώντας τον ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του. Με την τιμωρία του Βήσσου ξεκαθάριζε παράλληλα, ότι αυτός ο νέος Βασιλιάς της Ασίας και όσοι τον αποδέχονταν, είχαν μία θέση στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, όπως συνηθιζόταν ανέκαθεν στην Ασία. Όποιος αμφισβητούσε την εξουσία του, ήταν αποστάτης και θα ως αποστάτης θα τιμωρούνταν. Ο ακρωτηριασμός του Βήσσου και η εν συνεχεία παραπομπή του στο Συμβούλιο των Μήδων και των Περσών αποδείκνυε την απόφασή του να σεβαστεί τα θεσμικά όργανα και τους νόμους της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας. Ήταν μία διαβεβαίωση προς όλους τους κατακτημένους, αξιωματούχους και μη, ότι η αλλαγή στο πρόσωπο του Βασιλιά της Ασίας δεν θα χειροτέρευε τη θέση τους, άρα δεν είχαν λόγο να αντιδράσουν. Αντίθετα τους συνέφερε να συνεργαστούν.
Οι Σκύθες «της Ευρώπης» και οι Χοράσμιοι δηλώνουν υποταγή - Νέα επανάσταση στη Σογδιανή
(Αρριανός Δ.15, Πλούταρχος Αλεξάνδρου Τύχη Β.334.D-F, Διόδωρος ΙΖ.β.κστ, Κούρτιος 7.10.10-κ.ε., 8.1.11-19, 8.3)
Το 328 π.Χ. είναι το ιδιαίτερα προβληματικό έτος της εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Ο Πλούταρχος κι ο Ιουστίνος ούτως ή άλλως δεν προσφέρουν χρονολογικά στοιχεία, ο Διόδωρος έχει χάσμα σ’ εκείνο το σημείο κι έτσι μένουν ο Αρριανός και ο Κούρτιος ως βασικές πηγές. Από την εξέταση των κυριοτέρων επιχειρήσεων προκύπτει ένας βασικός χρονολογικός κορμός, με τον οποίο είναι συνεπής ο Αρριανός. Ο Κούρτιος καταγράφει έναν αριθμό άλλων επιχειρήσεων, τις οποίες είναι εντελώς παρακινδυνευμένο να τοποθετήσουμε στον γενικά αποδεκτό χρονολογικό κορμό και τις οποίες παραλείπει ο Αρριανός, ίσως λόγω αυτής ακριβώς της δυσκολίας. Μία πρόσθετη δυσκολία προκύπτει από την ασυμφωνία των πηγών ακόμη και στη σειρά, με την οποία αφηγούνται τα κοινά τους περιστατικά, και αναγκαστικά τα κενά των πηγών καλύπτονται και οι αντιθέσεις τους εξομαλύνονται με τις εικασίες των σύγχρονων μελετητών. Σύμφωνα με τη γενικά αποδεκτή (και όχι απόλυτα ασφαλή) χρονολόγηση τα πράγματα στη Σογδιανή διαδραματίσθηκαν ως ακολούθως.
Στο τέλος του χειμώνα του 329 ή νωρίς την άνοιξη του 328 π.Χ. έφτασε στα Βάκτρα και παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο μία νέα πρεσβεία από τους «Σκύθες της Ευρώπης». Είχε πεθάνει ο βασιλιάς τους και τον είχε διαδεχθεί ο αδελφός του, που θεώρησε σκόπιμο να δηλώσει πιο έντονα τη φιλική του διάθεση, ίσως για να εδραιωθεί καλύτερα στο θρόνο. Μαζί τους ήταν και οι εταίροι, που είχε στείλει στη Σκυθία ο Αλέξανδρος, αλλά δεν υπάρχουν πληροφορίες για το αποτέλεσμα της αποστολής τους, ούτε για τον γεωγραφικό προσδιορισμό της χώρας αυτής. Πάντως οι πρέσβεις δήλωναν υποταγή και έφερναν τα δώρα, που όριζε η εθιμοτυπία τους. Επιπλέον ο βασιλιάς τους ως επισφράγιση της φιλίας και της συμμαχίας πρόσφερε την κόρη του για σύζυγο του Αλεξάνδρου, αλλά προνοούσε και για την περίπτωση, που ο Αλέξανδρος δεν θα καταδεχόταν να παντρευτεί Σκύθισσα πριγκίπισσα. Εναλλακτικά οι ανώτεροι άρχοντες της Σκυθίας πρόσφεραν τις κόρες τους για συζύγους των πιο πιστών αξιωματούχων του. Ακόμη ο Σκύθης βασιλιάς προθυμοποιούνταν να παρουσιαστεί και να δηλώσει αυτοπροσώπως τις προθέσεις του, αν το ζητούσε ο Αλέξανδρος. Εκείνος απάντησε ότι δεν του χρειαζόταν γάμος με Σκύθισσα και ευχαριστημένος έστειλε πίσω τους πρέσβεις.
Παρουσιάσθηκε επίσης ο Φαρασμάνης, ο βασιλιάς των Χορασμίων, με 1.500 ιππείς για να δηλώσει υποταγή. Κατά τον Αρριανό δήλωσε επίσης ότι ήταν πρόθυμος να υποδείξει τα δρομολόγια και να παράσχει διοικητική μέριμνα στο στρατό του Αλεξάνδρου, αν ήθελε να κατακτήσει τους Κόλχους και τις Αμαζόνες. Ο Αλέξανδρος σύστησε τον νέο αυτό σύμμαχο στον Αρτάβαζο, το σατράπη της Βακτρίας, και τους διοικητές των γειτονικών προς τη Χορασμία περιοχών. Είπε στο Φαρασμάνη ότι σε πρώτη φάση τον ενδιέφερε η Ινδία, διότι αν την καταλάμβανε θα κατείχε όλη την Ασία. Εν συνεχεία θα επέστρεφε στην Ελλάδα, από όπου με όλο το στρατό και το στόλο θα περνούσε τον Ελλήσποντο, για να κατακτήσει τις χώρες του Εύξεινου Πόντου, και τότε θα χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Φυσικά, για τα σχέδια, που είχε και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Αλέξανδρος, μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ο,τιδήποτε. Αν και η συγκεκριμένη εκδοχή επαληθεύθηκε όσον αφορά στην Ινδία, πρέπει να απορρίψουμε ασυζητητί τα περί υποστήριξης του Φαρασμάνη σε μελλοντική εκστρατεία κατά των Παρευξείνιων χωρών. Ο Αρριανός γνωρίζει ότι η Χορασμία ήταν γειτονική της Βακτρίας και συνεπώς πολύ μακρυά από τον Εύξεινο Πόντο, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τη προσεκτική διατύπωση «ο Φαρασμάνης ισχυριζόταν ότι η χώρα του συνόρευε με τους Κόλχους και τις Αμαζόνες». Εντούτοις παραδίδει αυτήν την παράξενη πληροφορία, που προφανώς βρήκε στις πηγές του, διότι δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει την αντίφαση, όπως και στην περίπτωση του Τάναϊ. Ο Φαρασμάνης μάλλον δήλωσε ότι η χώρα του βρισκόταν στα παράλια μιάς μεγάλης λίμνης, όπου χυνόταν ο μεγάλος ποταμός. Εφόσον οι Έλληνες θεωρούσαν τον μεγάλο ποταμό (Ιαξάρτη) ως τον Τάναϊ (Ντον) και δεν γνώριζαν την ύπαρξη της Αράλης, λογικό ήταν να πιστέψουν ότι η μεγάλη λίμνη στα παράλια της Χορασμίας ήταν η Μαιώτις (Αζοφική Θάλασσα). Έτσι οι ασιατικοί λαοί εναντίον των οποίων προσέφερε τη συμμαχία του ο Φαρασμάνης αναγνωρίσθηκαν εσφαλμένα από τους Έλληνες ως οι Κόλχοι και οι Αμαζόνες. Ο Αρριανός είχε αντιληφθεί ότι η Χορασμία ήταν πολύ βαθιά στην Ασία κι ότι ο Συρ Ντάρυα δεν ήταν ο Ντον, αλλά δεν είχε επαρκείς πληροφορίες για να ξεκαθαρίσει κι αυτό το ζήτημα.
Πριν και μετά τον σύντομο αλλά δριμύ χειμώνα της Σογδιανής, κατά τις περιόδους των βροχοπτώσεων οι στέππες μετατρέπονται σε ωκεανούς λάσπης δυσκολεύοντας εξαιρετικά τις μετακινήσεις μιάς βαριάς τακτικής στρατιάς. Οι Σογδιανοί εκμεταλλεύτηκαν αυτό το πλεονέκτημα και επαναστάτησαν ξανά. Πριν τελειώσει το 329 οι μικρότερες, ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες στρατιωτικές δυνάμεις τους είχαν καταλάβει μερικά φρούρια και το παράδειγμά τους ακολούθησαν και λίγοι Βάκτριοι. Η καλύτερη περίοδος μετακίνησης στη Σογδιανή είναι αμέσως μετά τις εαρινές βροχές, δηλαδή από τα μέσα Απριλίου ως τα μέσα Μαΐου, οπότε οι στέππες και οι έρημοι, ακόμη και τα βάθη της ερήμου Καρά Κούμ, είναι γεμάτα φυτά, θάμνους και αρμυρίκια. Αν όμως ο Αλέξανδρος παρέμενε αδρανής τόσους μήνες, οι επαναστάτες θα του αποσπούσαν ολόκληρη τη Σογδιανή και σημαντικό μέρος της Βακτρίας. Έτσι, μόλις έσπασε ο πάγος στην επιφάνεια του Ώξου, άφησε στα Βάκτρα τους Πολυπέρχοντα, Άτταλο, Γοργία και Μελέαγρο, για να φρουρούν τη χώρα και να υποτάξουν όσους είχαν επαναστατήσει, και επικεφαλής της υπόλοιπης στρατιάς προέλασε προς τον Ώξο και μπήκε στη Σογδιανή. Εκεί χώρισε τη δύναμή του σε πέντε τμήματα υπό τους Ηφαιστίωνα, Κοίνο και Αρτάβαζο, Πτολεμαίο, Περδίκκα και ο ίδιος επικεφαλής του πέμπτου προέλασε προς τα Μαράκανδα. Τα πέντε αυτά τμήματα άρχισαν να περνούν δια πυρός και σιδήρου το μεγαλύτερο μέρος της επαναστατημένης Σογδιανής.
Μία άλλη επιχείρηση φαίνεται ότι ήταν και η εισβολή στη Μαργιανή. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας καλύπτεται από έρημο και η ζωή περιορίζεται γύρω από τον ποταμό Μάργο (Μουργκάμπ) και τις οάσεις, αλλά απ’ την απώτερη ιστορία τη διέσχιζε μία πολύ σημαντική οδός προς την Κεντρική Ασία. Ο Αλέξανδρος θα την είχε υποτάξει νωρίτερα, όταν καταδίωκε κατά πόδας τον Βήσσο, αν δεν επαναστατούσε ο Σατιβαρζάνης υποχρεώνοντάς τον να αλλάξει σχέδια. Από τη Σογδιανή προέλασε ως την πόλη Μαργιανή (μάλλον τη σημερινή Μέρβ ή Μάρυ) και επέλεξε δύο στρατηγικά σημεία στο νότο και τέσσερα στα ανατολικά, όπου έχτισε φρούρια σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε να μπορούν να αλληλοσυνδράμονται εύκολα σε περίπτωση προσβολής. Αυτή την εκστρατεία την περιγράφει μόνο ο Κούρτιος, αλλά υπάρχει μία ασάφεια και η διήγηση μοιάζει πρόχειρα εμβόλιμη, δυσχεραίνοντας τη χρονολόγηση. Λέει συγκεκριμένα ότι ο Αλέξανδρος καθ’ οδόν προς τη Μαργιανή πέρασε διαδοχικά τους ποταμούς Ώχο (Κάσκα Ντάρυα) και Ώξο (Αμού Ντάρυα), υπονοώντας σαφώς ότι ξεκίνησε από κάποιο σημείο της Σογδιανής, όμως προηγουμένως τον βάζει να προελαύνει από τα Βάκτρα ως τον Ώξο και αιφνιδίως να κινείται από το κέντρο της Σογδιανής ξανά προς τον Ώξο. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκστρατεία κατά της Μαργιανής, που ήταν αναμενόμενη και αναμφίβολα έγινε, δεν διεξήχθη από τον Αλέξανδρο αλλά από κάποιον άλλο αξιωματικό. Άλλωστε δεν προσέφερε καμία ιδιαίτερη πρόκληση και υπήρχαν πολλοί Μακεδόνες αξιωματικοί απόλυτα ικανοί να ηγηθούν μιάς τέτοιας επιχείρησης. Δεν υπήρχε λοιπόν κανένας λόγος να χάσει χρόνο ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όταν η επανάσταση της Σογδιανής διήρκεσε από το τέλος του 329 ως τις αρχές του 327 π.Χ. Επειδή δε η Μαργιανή δεν είχε αρνηθεί την κυριαρχία του Αλεξάνδρου (απλώς κανείς δεν είχε πάει να την καταλάβει), η επιχείρηση μπορούσε να γίνει μετά τον περιορισμό της επανάστασης στη Σογδιανή, οπότε τα στρατεύματα πράγματι θα έπρεπε να περάσουν πρώτα τον Ώχο και μετά τον Ώξο.
Όσο οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου επιχειρούσαν στη Σογδιανή, ο Σπιταμένης με μερικούς Σογδιανούς επαναστάτες, που είχαν καταφύγει στους Μασσαγέτες Σκύθες, στρατολόγησαν περί τους 600 απ’ αυτούς και σε μια απόπειρα να ενισχύσουν το ασθενέστερο επαναστατικό μέτωπο, επιτέθηκαν σε κάποιο φρούριο της Βακτριανής. Η φρουρά του πιστεύοντας ότι το θέατρο των επιχειρήσεων απείχε πολύ, είχε χαλαρώσει την επαγρύπνηση και αιφνιδιάστηκε από τον Σπιταμένη, που σκότωσε τους στρατιώτες και αιχμαλώτισε τον φρούραρχο. Ο πρωτεργάτης του ανταρτικού κινήματος αναθάρρησε με την επιτυχία του και προέλασε προς τα Ζαρίασπα (Βάκτρα), όπου έφτασε μετά από λίγες ημέρες. Δεν χτύπησε την πόλη, αλλά λεηλάτησε τη γύρω περιοχή και πήρε πολλή λεία. Στην πόλη βρίσκονταν λίγοι εταίροι, που μόλις είχαν αναρρώσει από αρρώστια, και ανάμεσά τους ήταν ο Πείθων του Σωσικλή, που είχε τη φροντίδα της βασιλικής ακολουθίας, όποτε έφτανε εκεί. Όταν αντιλήφθηκαν την επιδρομή του Σπιταμένη, οι εταίροι πήραν τους περίπου 800 μισθοφόρους ιππείς της φρουράς, μερικούς παίδες της βασιλικής ακολουθίας και επιτέθηκαν στους επιδρομείς. Τους αιφνιδίασαν, πήραν όλα τα λάφυρα και σκότωσαν πολλούς από τους φύλακες των σκευοφόρων του Σπιταμένη. Στη συνέχεια επιχείρησαν και δεύτερη έφοδο, αλλά αυτή τη φορά άτακτοι και ασυντόνιστοι με αποτέλεσμα να αποκρουσθούν από τους Σκύθες και να σκοτωθούν επτά εταίροι, 60 μισθοφόροι ιππείς και ο κιθαρωδός Αριστόνικος, που έδειξε παλληκαριά ασυνήθιστη για καλλιτέχνη. Για να τον τιμήσει, ο Αλέξανδρος του έστησε στους Δελφούς ανδριάντα χάλκινο, που τον απεικονίζει με την κιθάρα στο ένα χέρι και προτεταμένο το δόρυ στο άλλο. Ο Πείθων τραυματίστηκε και συνελήφθη από τους Σκύθες. Ο Κρατερός το πληροφορήθηκε, καταδίωξε τους Μασσαγέτες και τους πρόλαβε, πριν διαφύγουν στην έρημο. Έγινε σκληρή μάχη και νίκησαν οι Μακεδόνες. Σκοτώθηκαν περί τους 150 Μασσαγέτες και οι υπόλοιποι από τους αρχικούς 1.000 βρήκαν καταφύγιο στην έρημο, στην οποία απέφυγαν να μπουν οι Μακεδόνες.
Στη Σογδιανή μετά από αρκετούς μήνες σκληρών επιχειρήσεων και αιματηρών αντιποίνων, τα πέντε μακεδονικά σώματα κατέλαβαν όλα τα επαναστατημένα φρούρια στην πορεία τους κι επανενώθηκαν στα Μαράκανδα. Από κεί ο Αλέξανδρος οδήγησε όλη τη στρατιά στα Βαζάιρα και επέλεξε μία από τις τεράστιες και περιφραγμένες ιδιοκτησίες με λιβάδια, δάση και πηγές, όπου έβοσκαν τα κοπάδια τους οι βάρβαροι και στην οποία γνώριζε ότι δεν είχε κυνηγήσει κανένας επί 4 διαδοχικές γενεές. Μπήκε μέσα με όλο το στρατό του και αφού σκότωσε ένα ασυνήθιστα μεγάλο λιοντάρι, διέταξε να εξοντώσουν όλα τα θηράματα. Συνολικά 4.000 θηράματα θανατώθηκαν και η στρατιά γιόρτασε το κατόρθωμα επί τόπου. Το περιστατικό αυτό περιγράφεται από τον Κούρτιο και φαίνεται ότι περιλαμβανόταν στο χάσμα, που έχει το βιβλίο του Διόδωρου, αφού στα περιεχόμενα του βιβλίου του βλέπουμε ότι για την ίδια περιοχή και χρονική περίοδο έκανε λόγο «για το κυνήγι στα Βάσιστα και για το πλήθος των θηραμάτων». Ίσως το κυνήγι αυτό να εξυπηρετούσε στην αναψυχή της στρατιάς, ίσως να ήταν μία μικρή ευχάριστη ανάπαυλα ανάμεσα στις αδιάκοπες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.
Ο φόνος του Κλείτου
(Αρριανός Δ.8-9, Διόδωρος ΙΖ.77.4, 78.1, περιεχόμενα ΙΖ.β.κζ, Πλούταρχος Αλέξανδρος 45.1-4, 50-52, Κούρτιος 6.6.8, 8.1.19-κ.ε., 8.2.1-12, Ιουστίνος 12.3.8, 10, 12.6, Ευριπίδης Ανδρομάχη 684-693)
Εκτός από τον προφανή στρατηγικό λόγο, ο Αλέξανδρος είχε ακόμη ένα λόγο για να κλείσει το μέτωπο της Σογδιανής όσο νωρίτερα γινόταν, κι αυτός ήταν η υπακοή του στρατεύματος. Οι άλλοι Έλληνες και οι βάρβαροι σύμμαχοι δεν φαίνεται να απετέλεσαν διοικητική πρόκληση σε καμία φάση της εκστρατείας, αλλά με τους Μακεδόνες η κατάσταση ήταν διαφορετική. Μετά το θάνατο του Δαρείου και παρά το ότι είχε πείσει την εκκλησία των Μακεδόνων ότι έπρεπε να καταλάβουν το σύνολο της αχαιμενιδικής επικράτειας, ήταν υποχρεωμένος να χειραγωγεί τις διαρκώς εντεινόμενες αντιδράσεις τους (αξιωματικών και ατάκτων) και παράλληλα να τους δίνει κίνητρα, για να προελαύνουν αφενός πνίγοντας στο αίμα κάθε αντίσταση και αφετέρου υπομένοντας τις πιο απίστευτες κακουχίες. Αφόρητη ζέστη το καλοκαίρι, θανατηφόρο κρύο το χειμώνα, άγονα εδάφη και σκληροτράχηλους βαρβάρους. Ο Κούρτιος λέγοντας ότι οι Σογδιανοί ήταν «άγρια θηρία αιμοδιψούς φύσεως» μας δίνει το μέτρο των δυσκολιών, που δημιούργησαν στους Μακεδόνες. Εκτός απ’ αυτά, που ήταν συνέπειες της κοινής απόφασης όλων, οι Μακεδόνες υφίσταντο και τον περιορισμό των δικαιωμάτων τους ως ελευθέρων Ελλήνων πολιτών, κάτι που ήταν προσωπική απόφαση του Αλεξάνδρου. Κι όλα αυτά τα βίωναν ευρισκόμενοι στις εσχατιές της αυτοκρατορίας, στην άκρη του γνωστού κόσμου, απομακρυνόμενοι όλο και περισσότερο από τις πατρίδες τους και χωρίς να βλέπουν κάποιο σαφές τέρμα. Όσο είχε να τους επιδεικνύει νίκες, μπορούσε να τους πειθαναγκάζει να τον ακολουθούν. Αν τελμάτωνε στρατιωτικά, θα ήταν αδύνατον να διατηρήσει την υπακοή τους.
Το εσωτερικό μέτωπο ήταν πιο αδυσώπητο απ’ το κυρίως μέτωπο εναντίον των διαφόρων βαρβάρων, ήταν εκείνο που καταπόνησε τον Αλέξανδρο και τον έφθειρε περισσότερο, ήταν εκείνο στο οποίο τελικά ηττήθηκε κατά κράτος. Η δε εξ αρχής διαφαινόμενη ήττα του, σε συνδυασμό με όλες τις άλλες δυσκολίες και την αδυναμία του χαρακτήρα του να υποχωρεί, προκάλεσε τις αλλεπάλληλες περιπτώσεις προσβλητικής ή ακόμη και εκδικητικής συμπεριφοράς του προς τον ίδιο του το λαό. Το λαό, που τον πίστεψε, τον ακολούθησε ως τα βάθη της Ασίας και τον ανέδειξε ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας. Η Εκατόμπυλος, στην ευρύτερη περιοχή της οποίας δολοφονήθηκε ο Δαρείος, και το καλοκαίρι του 330 π.Χ. είναι τα κομβικά σημεία, γεωγραφικό και χρονολογικό αντίστοιχα, στην αλλαγή της συμπεριφοράς του Αλεξάνδρου. Η Σογδιανή είναι το γεωγραφικό σημείο, πέρα απ’ το οποίο οι απολογητές του δεν μπορούν να αποκρύψουν αυτήν την αλλαγή. Οι Έλληνες συγγραφείς, όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο, είναι γενικά απολογητικοί και προσπαθούν να ωραιοποιούν όσες λεπτομέρειες είναι αρνητικές για τον Αλέξανδρο. Στο σημείο αυτό ο Κούρτιος δεν φαίνεται αναξιόπιστος και, αν τοποθετήσουμε στο δικό του πλαίσιο τις πληροφορίες των Ελλήνων (ειδικά του Πλούταρχου, που τις δίνει φαινομενικά αλληλοαναιρούμενες), παίρνουμε μία αρκετά ακριβή εικόνα.
Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν διαφωνούν για την εγκράτεια του Αλεξάνδρου στην αρχή της εκστρατείας ειδικά δε στο πολυσυζητημένο θέμα της οινοποσίας, λένε ότι περισσότερο συζητούσε κρατώντας το ποτήρι παρά έπινε και ότι αυτό γινόταν, μόνον όταν υπήρχε η πολυτέλεια της ανάπαυσης. Διαφορετικά, «από την εργασία δεν τον απομάκρυνε ούτε κρασί, ούτε ύπνος, ούτε παιχνίδι, ούτε γάμος, ούτε θέαμα». Όταν όμως η στρατιά έφτασε στη Σογδιανή, αυτός ο Αλέξανδρος δεν υπήρχε πια. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος, ο οποίος γενικά αποδίδει τις πληροφορίες του στις βασιλείους εφημερίδες, «τότε με τις μεγάλες καυχήσεις του γινόταν εξαιρετικά δυσάρεστος και άξεστος. Αφενός ξέπεφτε σε κομπασμούς και αφετέρου επέτρεπε απρεπώς στους κόλακες «να τον καβαλλήσουν», έτσι οι συνετότεροι από τους παρευρισκόμενους εστενοχωρούντο, διότι δεν ήθελαν ούτε τους κόλακες να ανταγωνίζονται ούτε των επαίνων τους να υστερούν, διότι το πρώτο φαινόταν άτιμο και το δεύτερο ήταν επικίνδυνο». Τα βασιλικά συμπόσια άρχιζαν νωρίς, είχαν ασιατική πολυτέλεια και στο ποτό είχε υιοθετήσει βαρβαρικές συνήθειες. Έπινε ἄκρατον οἶνον και κοιμόταν μέχρι το επόμενο μεσημέρι, ενώ μερικές φορές (προφανώς μετά από γενναία οινοκατάνυξη) κοιμόταν ολόκληρη την επόμενη μέρα. Αυτά μας παραπέμπουν ευθέως σε αγγειογραφίες συμποσίων, που παριστούν τους συνδαιτυμόνες να πίνουν μέχρις αναισθησίας.
Η εικόνα του Αλεξάνδρου, που αναδύεται στη Σογδιανή δεν δημιουργήθηκε τότε. Τόσα χρόνια συνεχών εχθροπραξιών, πολιτικών ισορροπήσεων και εξισορροπήσεων, αγωνίας για συνωμοσίες κατά της ζωής του και τρόμου μην αποτύχει στους στόχους, που ο ίδιος έθετε, είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο ψυχολογικό φορτίο. Η μεταφορά αυτού του φορτίου ως το τέρμα της Γης (όπου ήθελε πραγματικά να φτάσει) συνιστούσε δοκιμασία, την οποία κανείς, ούτε κι ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν μπορούσε να περάσει αλώβητος. Στις αρχές του 328 π.Χ. ο 28 ετών βασιλιάς της Μακεδονία, Ηγεμών της Ελλάδος και Βασιλεύς της Ασίας όδευε ολοταχώς προς τον αλκοολισμό, αν δεν ήταν ήδη αλκοολικός, όπως λέει ευθέως ο Κούρτιος.
Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι είχε υιοθετήσει το τυπικό των Περσών βασιλέων και είχε μεταμορφώσει τη Μακεδονική Αυλή σε ασιατική. Εκτός από την κατανάλωση άκρατου οίνου, ένα ακόμη στοιχείο, που περιφρονούσε η ελληνική παιδεία, ήταν η στρατιά από παλλακίδες και ευνούχους για την ερωτική ικανοποίηση του ασιάτη βασιλιά. Η περιφρόνηση των Ελλήνων δεν είχε καμία σχέση με τις ερωτικές προτιμήσεις, αφού είναι τεκμηριωμένη πέραν πάσης αμφιβολίας η αμφισεξουαλικότητα και η παιδεραστία στην κλασσική Ελλάδα. Οι Έλληνες και μεταξύ αυτών και οι Μακεδόνες απλώς περιφρονούσαν την ασιατική τρυφηλότητα, που σηματοδοτούσαν όλα αυτά τα ερωτικά σκεύη. Μετά το θάνατο του Δαρείου το καλοκαίρι του 330, οπότε άνοιξε ο δρόμος για την αναγόρευσή του σε Μέγα Βασιλέα, ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε το περσικό βασιλικό διάδημα και τα περισσότερα εξαρτήματα της περσικής βασιλικής ενδυμασίας, μοίρασε στους εταίρους περσικά ενδύματα και φόρεσε στους ίππους περσική ιπποσκευή. Τα περί Δία και Άμμωνα ήταν σαφώς ένα εργαλείο διοίκησης των βαρβάρων και γίνονταν ανεκτά, έστω και με δυσφορία, έστω και οριακά. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν τόσο προσβλητικό όσο η ενσωμάτωση ασιατών στη βασιλική φρουρά ως ραβδούχων, σωματοφυλάκων και άλλων εμπίστων του βασιλιά, από τους οποίους έπρεπε να περάσουν και να ελεγχθούν ακόμη και οι Μακεδόνες ευγενείς. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι προσβλητικότερο για τους μεγάλης ηλικίας και υψηλόβαθμους αξιωματικούς, που αναδείχθηκαν υπό τις διαταγές του Φιλίππου, από το να τους υποβιβάζει ο Αλέξανδρος σε υφισταμένους των ίδιων των υποτελών τους.
Επί δύο χρόνια ο Αλέξανδρος κατάφερνε να διασκεδάζει τις διαμαρτυρίες και να πνίγει τη δυσαρέσκεια των μεγαλυτέρων σε ηλικία αξιωματικών αφενός με δωροδοκίες και αφετέρου προωθώντας αξιωματικούς νεώτερους και προθυμότερους να υποκύψουν στις διαθέσεις του. Τώρα όμως είχαν φτάσει στα βορειότερα και στα ανατολικότερα σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας. Η εντολή του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων είχε εκτελεσθεί, είχαν πάρει εκδίκηση από τους Πέρσες και δεν χωρούσε πια καμία δικαιολογία για παραπέρα προέλαση. Όλοι γνώριζαν ότι ο Αλέξανδρος πολύ σύντομα θα βρισκόταν ενώπιον της εκκλησίας των Μακεδόνων, για να κάνει απολογισμό των πεπραγμένων και να ζητήσει νέα έγκριση ή να υποκύψει στην απόφαση της εκκλησίας, όπως ήταν εξαιρετικά πιθανό να συμβεί. Αυτή ακριβώς η εκκλησία ήταν η ελπίδα των Μακεδόνων και το άγχος του Αλεξάνδρου, διότι αυτό που ήταν αυτονόητη υποχρέωση του Μακεδόνα βασιλιά, συνιστούσε ταπεινωτική προσβολή για τον Βασιλιά της Ασίας. Προμηνυόταν λοιπόν μία ενδομακεδονική σύγκρουση συνταγματικού χαρακτήρα, της οποίας η σφοδρότητα θα ήταν ανάλογη της έντασης που είχε συσσωρεύσει η σωματική καταπόνηση, η ψυχική εξάντληση των Μακεδόνων και η απομάκρυνσή τους ταυτόχρονα από την πατρίδα και το τέρμα της εκστρατείας.
Όλα αυτά οδήγησαν στο φόνο του Κλείτου, τον οποίο είναι αδύνατο να τοποθετήσουμε με χρονική ακρίβεια. Μπορούμε μόνο να εκτιμήσουμε ότι συνέβη στα Μαράκανδα στο τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου του 328 π.Χ. Οι εκδοχές για τα πραγματικά γεγονότα, που οδήγησαν στο φόνο, παραδίδονται διαφορετικά από κάθε ιστορικό, παρά ταύτα όλοι οι ιστορικοί εκτός από τον Ιουστίνο είναι λίγο-πολύ απολογητικοί και ακολουθούν την ίδια υπερασπιστική γραμμή (αν και διαφοροποιούμενοι ο ένας από τον άλλο στις λεπτομέρειες): οι Μακεδόνες προσέβαλαν τους θεούς, η οργή των οποίων οδήγησε στο φόνο του Κλείτου.
Ο Αρριανός αναφέρει δύο εκδοχές, ελαφρά διαφορετικές. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Μακεδόνες είχαν μία μέρα του χρόνου αφιερωμένη στον Διόνυσο, προς τιμήν του οποίου έκαναν θυσίες. Εκείνη τη χρονιά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να αγνοήσει τον Διόνυσο και να προσφέρει θυσίες στους Διόσκουρους. Ακολούθησε δείπνο και μετά από πολλή οινοποσία «σύμφωνα με τα βαρβαρικά έθιμα» (δηλαδή έπιναν άκρατο οίνο), τα πράγματα πήραν τη μοιραία τροπή. Οι αυλοκόλακες, που είχε μαζέψει γύρω του ο Αλέξανδρος άρχισαν τους παραλληλισμούς ανάμεσα στον Τυνδάρεω και τον Φίλιππο, το πώς ο Δίας υφάρπασε και από τους δύο την πατρότητα των παιδιών και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Αλέξανδρος ήταν ανώτερος από τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, στους οποίους νωρίτερα είχαν προσφέρει θυσίες. Έβαλαν και τον Ηρακλή στην προκρούστεια κλίνη της κολακείας και εν τέλει αποφάνθηκαν, ότι ο φθόνος δεν αφήνει τους ανθρώπους να δεχθούν τις δίκαιες τιμές, που τους αποδίδουν οι φίλοι τους. Το συμπέρασμά τους ήταν σαφές: ο Αλέξανδρος ως πραγματικός θεός δεν είχε κανένα λόγο να φοβηθεί τον φθόνο κανενός και μπορούσε να απολαύσει τις τιμές, που εδικαιούτο, από όσους ήταν πρόθυμοι να του τις προσφέρουν.
Ο Κλείτος, που δεν ανεχόταν τις νέες, βαρβαρικές συνήθειες του Αλεξάνδρου, εξοργίσθηκε ακούγοντας τους κόλακες να χλευάζουν θεούς και ήρωες, για να εξυψώσουν τον Αλέξανδρο. Τους θύμισε ότι ο Αλέξανδρος δεν πραγματοποίησε τίποτα μόνος του, αλλά τα περισσότερα ήταν κατορθώματα του Μακεδονικού λαού. Κάποιοι, συνεχίζοντας τις κολακείες, άρχισαν να μειώνουν το έργο του Φιλίππου και να λένε, ότι δεν έκανε τίποτα αξιόλογο και πως όλα ήταν επιτεύγματα του Αλεξάνδρου. Τότε ο Κλείτος, μεθυσμένος κι αυτός, ξέσπασε χλευαστικά κατά του Αλεξάνδρου, του θύμισε τη μάχη του Γρανικού και υψώνοντας επιδεικτικά το δεξί του χέρι είπε «Αλέξανδρε, αυτό το χέρι σ’ έσωσε τότε». Ο Αλέξανδρος όρμησε εναντίον του, αλλά τον συγκράτησαν οι συνδαιτυμόνες. Ο Κλείτος συνέχισε τις προσβολές και ο Αλέξανδρος κάλεσε στην αίθουσα τους υπασπιστές. Κανένας δεν υπάκουσε και ο Αλέξανδρος άρχισε να ωρύεται ότι είχε καταντήσει σαν τον Δαρείο στα χέρια του Βήσσου και ότι μόνο κατά τον τίτλο ήταν βασιλιάς. Βρισκόταν πια σε έξαλλη κατάσταση και κανείς δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Άρπαξε τη λόγχη ενός σωματοφύλακα και σκότωσε τον Κλείτο.
Αυτή η εκδοχή πρέπει να είναι του Πτολεμαίου, ενώ του Αριστόβουλου είναι λίγο διαφορετική και παραλείπει το τι προηγήθηκε της μέθης. Κατ’ αυτήν, όταν ο Αλέξανδρος όρμησε εναντίον του Κλείτου, κάποιοι τον άρπαξαν και τον πέταξαν έξω από τα τείχη και την τάφρο της ακρόπολης. Εκεί συνάντησε τον Πτολεμαίο του Λάγου (κάτι που δεν αναφέρει ο ίδιος ο Πτολεμαίος), αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και ξαναγύρισε στην ακρόπολη. Ο Αλέξανδρος οπλισμένος ακόμη τον έψαχνε και τον καλούσε. Ο Κλείτος εμφανίσθηκε μπροστά του λέγοντας «Εδώ είναι ο Κλείτος σου, Αλέξανδρε!» και δέχθηκε το πλήγμα της σάρισσας.
Ο Αλέξανδρος πέρασε τη νύχτα θρηνώντας και την επομένη πήγαν κάποιοι να τον ηρεμήσουν. Ο μάντης Αρίστανδρος του θύμισε το όνειρο, που είχε δει και του εξήγησε ότι η μοίρα του Κλείτου καθορισμένη από πριν. Αυτό φάνηκε να τον ηρεμεί κάπως, αφού δεν έφταιγε εκείνος, αλλά θέλημα των θεών. Μετά προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Καλλισθένης με διάφορες ηθικές θεωρίες, όταν εισέβαλε ο υπερόπτης σοφιστής, Ανάξαρχος: «Αυτός λοιπόν είναι ο Αλέξανδρος, στον οποίο προσβλέπει όλη η οικουμένη; Αυτός, που έχει πέσει κάτω και κλαίει σαν δούλος, επειδή φοβάται τον νόμο και τις κατηγορίες των ανθρώπων; Εκείνων των οποίων πρέπει ο ίδιος να είναι Νόμος και να καθορίζει τα δικά τους δίκαια, επειδή νίκησε για να εξουσιάζει και όχι για να είναι δούλος τους και να εξουσιάζεται από μία ανοησία; Δεν ξέρεις Αλέξανδρε, ότι ο Δίας έχει δίπλα του τη Δίκη και τη Θέμιδα, ώστε οτιδήποτε κάνει όποιος έχει την εξουσία να θεωρείται δίκαιο και θεμιτό;». Αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση ήταν αδιανόητη για Έλληνα ηγέτη δημοκρατίας ή «συνταγματικής» βασιλείας. Ήταν όμως απόλυτα φυσιολογική για τον Βασιλιά της Ασίας. Οι απόψεις και ο χαρακτήρας του αυλοκόλακα φιλόσοφου ταίριαζαν στον από παλιά καθιερωμένο ρόλο του Βασιλιά της Ασίας, ενώ οι παραδοσιακές ελληνικές φιλοσοφικές απόψεις, όπως αυτές του Καλλισθένη, ήταν περιοριστικές και δυσάρεστες. Έτσι εξασφάλισαν ο μεν Ανάξαρχος μία επίζηλη θέση στην Αυλή του Βασιλιά της Ασίας ο δε Καλλισθένης σύντομο βίο.
Τις επόμενες τρεις ημέρες ο Αλέξανδρος αποκαλούσε τον εαυτό του φονιά των φίλων του, φώναζε το όνομα της Λανίκης, δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα και δεν περιποιήθηκε τον εαυτό του. Δεν έκανε όμως απολύτως τίποτα για να εξιλεωθεί από το ίδιο το έγκλημα. Και ήταν πολύ σοβαρό έγκλημα, διότι η αδελφή του Κλείτου, η Λανίκη, ήταν η τροφός που τον ανέθρεψε, οι γιοι της είχαν σκοτωθεί στην πολιορκία της Μιλήτου πολεμώντας υπό τις διαταγές του και εκείνος σε … αναγνώριση όλων αυτών σκότωσε τον αδελφό της! Τελικά, ο φόνος αποδόθηκε στην κακιά στιγμή, την οποία δημιούργησε η οργή του Διονύσου, επειδή περιφρόνησαν την καθιερωμένη εορτή του. Έτσι, ο Αλέξανδρος έστω και εκ των υστέρων έκανε τις προβλεπόμενες τελετές, για να κατευνάσει την οργή του θεού.
Ο Πλούταρχος στη δική του εκδοχή τονίζει την επίρρεια της μέθης και ιδιαίτερα τη θεϊκή παρέμβαση. Δηλαδή η μοίρα του Κλείτου είχε προαποφασισθεί από τους θεούς και επισφραγίσθηκε, όταν δεν ολοκλήρωσε μία θυσία. Αναφέρει επίσης ότι ο Αλέξανδρος θυσίασε στους Διόσκουρους, αλλά δεν λέει ότι προσέβαλε τον Διόνυσο, καταλογίζοντας έτσι στον Κλείτο την προσβολή προς τους θεούς λόγω της μη ολοκλήρωσης της θυσίας. Κατά τον Πλούταρχο λοιπόν ο Αλέξανδρος μόλις είχε παραλάβει «ελληνικά φρούτα» και θαυμάζοντας την ομορφιά τους θέλησε να τα μοιραστεί με τον Κλείτο. Τον κάλεσε σε δείπνο κι εκείνος παρουσιάσθηκε αμέσως, αφήνοντα στη μέση τη θυσία, που έκανε εκείνη τη στιγμή. Όταν ο Αλέξανδρος είδε να τον ακολουθούν τρία πρόβατα, που είχαν χρησιμοποιηθεί στις σπονδές, ανησύχησε επειδή τρεις νύχτες νωρίτερα είχε δει σε όνειρο τον Κλείτο να κάθεται μαζί με τους ήδη νεκρούς γιους του Παρμενίωνα και όλοι ήταν ντυμένοι στα μαύρα. Οι μάντεις του είπαν ότι αυτός ήταν κακός οιωνός και τους ζήτησε να ολοκληρώσουν τη θυσία για λογαριασμό του Κλείτου.
Στο δείπνο οι συνδαιτυμόνες κατανάλωσαν πολύ μεγάλη ποσότητα κρασιού και κλήθηκαν να διασκεδάσουν με κάποια σκωπτικά τραγούδια του Πράνιχου ή του Πιερίωνα, που διακωμωδούσαν τις πρόσφατες αποτυχίες των Μακεδόνων διοικητών στα πεδία των μαχών. Οι πιο ηλικιωμένοι δυσανασχέτησαν και βρίζοντας τον στιχουργό και τον τραγουδιστή απαιτούσαν να σταματήσουν. Ο Κλείτος διαμαρτυρήθηκε, διότι τέτοια τραγούδια μείωναν τους Μακεδόνες ενώπιον των κατακτημένων βαρβάρων και - αν μη τι άλλο - παραβίαζαν θεμελιώδεις αρχές διοίκησης. Όσο για τις αποτυχίες, τις απέδωσε απλώς σε ατυχία. Ο Αλέξανδρος τον ειρωνεύθηκε ότι βαφτίζει ατυχία τη δειλία των Μακεδόνων και ο Κλείτος, «αυθάδης από χαρακτήρα και μεθυσμένος», είπε «Αυτή η δειλία έσωσε εσένα, που κατάγεσαι από τους θεούς, όταν είχες γυρίσει τα νώτα σου στο ξίφος του Σπιθριδάτη. Με το αίμα και τις πληγές αυτών των Μακεδόνων έγινες τόσο μεγάλος, ώστε να αρνηθείς τον Φίλιππο και να γίνεις γιος του Άμμωνα».
Η προσβολή ήταν πολύ βαριά και ο Αλέξανδρος οργισμένος και τον απείλησε ευθέως: «Νομίζεις ανόητε ότι θα χαρείς πολύ λέγοντας τέτοια και ξεσηκώνοντας τους Μακεδόνες σε στάση;». «Ούτε τώρα χαιρόμαστε, Αλέξανδρε, αφού ως ανταμοιβή των κόπων τους, οι Μακεδόνες χτυπιούνται με μηδικά ραβδιά και παρακαλούμε τους Πέρσες, για να σε δούμε. Γι’ αυτό μακαρίζουμε όσους πρόλαβαν να πεθάνουν πριν τα δουν αυτά.». Κουβέντα στην κουβέντα ο Κλείτος είπε την καθοριστική φράση «Να μην καλείς σε δείπνο ανθρώπους ελεύθερους, που δεν φοβούνται να πουν τη γνώμη τους, αλλά να ζεις ανάμεσα στους βάρβαρους και τους δούλους, που υποτάσσονται στην περσική ζώνη και το λευκό σου χιτώνα». Έξαλλος ο Αλέξανδρος του πέταξε ένα μήλο και ζήτησε το εγχειρίδιό του, αλλά ο σωματοφύλακας Αριστοφάνης, πρόλαβε και το έκρυψε, ενώ οι άλλοι τον περικύκλωσαν και τον παρακαλούσαν να σταματήσει. Ο Αλέξανδρος εκτός εαυτού φώναζε στους υπασπιστές στα μακεδονικά (η χρήση της πατρικής του διαλέκτου ήταν ένδειξη μεγάλης ταραχής) και διέταξε τον σαλπιγκτή να σημάνει συναγερμό. Ο σαλπιγκτής δεν υπάκουσε και ο Αλέξανδρος τον γρονθοκόπησε ωρυόμενος ότι κατάντησε σαν τον Δαρείο, όταν τον είχε συλλάβει ο Βήσσος, και ότι μόνο ο τίτλος του βασιλιά του είχε απομείνει. Ο Κλείτος δεν έλεγε να σταματήσει και κάποιοι εταίροι τον έβγαλαν με τη βία από τον ανδρώνα, αλλά εκείνος ξαναμπήκε αμέσως από άλλη πόρτα απαγγέλλοντας, όσους από τους παρακάτω ιαμβικούς στίχους πρόλαβε:
Αλίμονο, τι άσχημη συνήθεια επικρατεί στην Ελλάδα!
Όταν ένας στρατός μοιράζει τα τρόπαια από τους εχθρούς,
ποτέ δεν αναγνωρίζεται το έργο αυτών που έχουν κοπιάσει για τη νίκη,
ο στρατηγός κρατάει για τον εαυτό του όλη τη δόξα
ένας μόνο άνδρας, που ξεχωρίζει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους,
χωρίς να έχει αγωνισθεί περισσότερο από τους άλλους, έχει σημαντικότερο λόγο
Στην πόλη οι αρχηγοί κατέχουν τις τιμητικές θέσεις
και αντιμετωπίζουν το λαό αφ’ υψηλού, ενώ δεν είναι παρά μηδενικά.
Οι μικροί θα είχαν πολύ περισσότερη σοφία,
αλλά τους λείπει η τόλμη και η αποφασιστικότητα…
Τότε ο Αλέξανδρος άρπαξε τη λόγχη ενός σωματοφύλακα και την κάρφωσε στον Κλείτο, πριν ακόμη εκείνος αφήσει το παρακάλυμμα της πόρτας απ’ τα χέρια του. Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, τράβηξε τη λόγχη από το σώμα του Κλείτου και προσπάθησε να τρυπήσει το λαιμό του, αλλά οι σωματοφύλακες τον εμπόδισαν και τον οδήγησαν με τη βία στα διαμερίσματά του. Εκεί πέρασε τη νύχτα θρηνώντας και την επομένη πήγαν κάποιοι να τον ηρεμήσουν. Ο μάντης Αρίστανδρος του θύμισε το όνειρο, που είχε δει και του εξήγησε ότι η μοίρα του Κλείτου ήταν θέλημα των θεών. Μετά προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Καλλισθένης με διάφορες ηθικές θεωρίες, όταν εισέβαλε ο υπερόπτης σοφιστής, Ανάξαρχος: «Αυτός λοιπόν είναι ο Αλέξανδρος, στον οποίο προσβλέπει όλη η οικουμένη; Αυτός, που έχει πέσει κάτω και κλαίει σαν δούλος, επειδή φοβάται τον νόμο και τις κατηγορίες των ανθρώπων; Αυτών των οποίων πρέπει ο ίδιος να είναι Νόμος και να καθορίζει τα δικά τους δίκαια, επειδή νίκησε για να εξουσιάζει και όχι για να είναι δούλος τους και να εξουσιάζεται από μία ανοησία; Δεν ξέρεις Αλέξανδρε, ότι ο Δίας έχει δίπλα του τη Δίκη και τη Θέμιδα, ώστε ό,τι κάνει όποιος έχει την εξουσία να θεωρείται δίκαιο και θεμιτό;».
Η προσέγγιση των Ρωμαίων ιστορικών είναι διαφορετική. Και για τους δύο, το όλο περιστατικό προκλήθηκε από τον κομπασμό του ίδιου του Αλεξάνδρου και όχι από τις κολακείες τρίτων καθώς και την αδυναμία του Κλείτου να ανεχθεί περισσότερους κομπασμούς. Άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι θέλουν τον Αλέξανδρο τόσο τυφλωμένο από οργή, ώστε να προσβάλλει τον ήδη νεκρό Κλείτο, πριν αντιληφθεί την πράξη του και συνέλθει. Σύμφωνα με την εκδοχή του Κούρτιου, ο Αλέξανδρος αγαπούσε σαν μητέρα την τροφό του και αδελφή του Κλείτου και εμπιστευόταν τον ίδιο τον Κλείτο, που ήταν καταξιωμένος ήδη από τον καιρό του Φιλίππου. Έτσι όταν ο Αρτάβαζος ζήτησε να αποσυρθεί λόγω ηλικίας, ο Αλέξανδρος ανέθεσε τη σατραπεία της Βακτρίας στον Κλείτο. Στο μοιραίο δείπνο ο Αλέξανδρος άρχισε να εκθειάζει τα δικά του κατορθώματα σε βαθμό, που ενόχλησε ακόμη και όσους πίστευαν ότι δεν υπερέβαλλε. Οι μεγαλύτερης ηλικίας Μακεδόνες δυσφορούσαν και, όταν ο Αλέξανδρος άρχισε να μειώνει τα κατορθώματα του Φιλίππου, ο Κλείτος τον προσέβαλε χρησιμοποιώντας τα λόγια του Ευριπίδη. Μετά εξύμνησε τα κατορθώματα του Φιλίππου, μείωσε τις πράξεις του Αλεξάνδρου και τον προσέβαλε με τους φόνους του Παρμενίωνα και του Άτταλου. Όταν χλεύασε και το μαντείο του Δία (Άμμωνα), ο Αλέξανδρος πήδηξε από το ανάκλιντρο, άρπαξε τη λόγχη ενός φρουρού και όρμησε εναντίον του Κλείτου. Οι παριστάμενοι εταίροι τον σταμάτησαν και τον αφόπλισαν, οπότε ο Αλέξανδρος φωνάζοντας ότι κατάντησε σαν τον Δαρείο, διέταξε να σαλπίσουν συναγερμό και βγήκε από την αίθουσα, άρπαξε το δόρυ ενός άλλου φρουρού και γύρισε πίσω. Στο μεταξύ είχαν φύγει όλοι οι καλεσμένοι και τελευταίος είχε μείνει ο Κλείτος. Καθώς έβγαινε, ο Αλέξανδρος, που ενέδρευε στην είσοδο, του κάρφωσε το δόρυ στα πλευρά λέγοντας «Τώρα, πήγαινε να βρεις τον Φίλιππο, τον Παρμενίωνα και τον Άτταλο!».
Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, τράβηξε το δόρυ από το σώμα του Κλείτου και το στερέωσε στο στήθος του θέλοντας να αυτοκτονήσει. Οι φρουροί του το πήραν και τον μετέφεραν με τη βία στη σκηνή του, όπου οδυρόταν όλο το βράδυ. Έσκιζε με τα νύχια του τα μάγουλά του και παρακαλούσε τους φρουρούς να μην τον αφήσουν να ζήσει με τέτοια καταισχύνη. Θυμήθηκε ότι δεν είχε κάνει τις προβλεπόμενες θυσίες στον Διόνυσο και πίστεψε ότι το έγκλημα, που έγινε σε κατάσταση μέθης, οφειλόταν στην οργή του θεού. Την αυγή ζήτησε να του φέρουν το πτώμα του Κλείτου και άρχισε να θρηνεί για την τραγική μοίρα της Ελλανίκης. Στη συνέχεια οι εταίροι διέταξαν την απομάκρυνση του πτώματος και ο Αλέξανδρος έμεινε κλεισμένος στη σκηνή του επί 3 ημέρες, θρηνώντας και αρνούμενος να φάει. Μόλις οι φρουροί κι οι υπηρέτες διαπίστωσαν ότι πρόθεσή του ήταν να πεθάνει, παρουσιάστηκαν μπροστά του εν σώματι και με τις ικεσίες τους τον μετέπεισαν. Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν τόσο άσχημη, ώστε οι Μακεδόνες χρειάστηκε να διακηρύξουν ότι ο φόνος του Κλείτου ήταν δικαιολογημένος και σκόπευαν να αρνηθούν στον νεκρό την κηδεία, αλλά ο Αλέξανδρος διέταξε να τον θάψουν.
Στην τυπικά περιληπτική παραλλαγή του Ιουστίνου ο Αλέξανδρος άρχισε να εξυμνεί τα δικά του κατορθώματα και οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες συγκατάνευαν. Ο Κλείτος ανέλαβε να υπερασπισθεί τα επιτεύγματα του Φιλίππου και ενόχλησε τον Αλέξανδρο σε τέτοιο σημείο, ώστε άρπαξε το δόρυ ενός φρουρού και σκότωσε τον Κλείτο. Μετά άρχισε να χλευάζει τον νεκρό και την υπεράσπιση, που έκανε στη στρατιωτική τέχνη του Φιλίππου. Στη συνέχεια μετάνιωσε και προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά οι εταίροι τον εμπόδισαν. Αποτελεσματικότερη για την αποκατάσταση της ψυχολογικής του κατάστασης ήταν η παρηγοριά από τον Καλλισθένη, ο οποίος έχαιρε μεγάλης εμπιστοσύνης και είχε αναλάβει τη συγγραφή του χρονικού της εκστρατείας.
Εν κατακλείδι, είτε ο Αλέξανδρος κομπορρημονούσε, όπως παραδίδουν οι Ρωμαίοι ιστορικοί, είτε επέτρεπε στους αυλοκόλακες να το κάνουν για λογαριασμό του, όπως λένε οι Έλληνες, η ουσία δεν αλλάζει και η εικόνα που προκύπτει είναι συνεπής με την όλη κατάσταση, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Ο Αλέξανδρος είχε ανάγκη να εξυψώσει τον εαυτό του και να υποβαθμίσει τους Μακεδόνες, διότι πλησίαζε η ώρα της πολιτικής του κρίσης και δεν ήθελε να εμφανισθεί στην εκκλησία των Μακεδόνων ως ελεγχόμενος, αλλά ως αλάθητος ηγέτης ασήμαντων ανδρών, που μόνο υπακούοντάς τον μπορούσαν να αναδειχθούν. Αντίθετα, οι Μακεδόνες σκόπευαν να του θυμίσουν ότι η εξουσία του επ’ αυτών ήταν περιορισμένη, ενώ οι αποφάσεις τους ήταν δεσμευτικές γι’ αυτόν. Ο Κλείτος ανήκε στην παλιά φρουρά, η οποία ασφαλώς ηγείτο της «αντι-Αλεξανδρινής» συσπείρωσης. Λόγω δε των δεσμών του με τον Αλέξανδρο μέσω της Ελλανίκης και του ότι τον είχε σώσει στη μάχη του Γρανικού, μπορούμε να τον φαντασθούμε ως κορυφαίο στέλεχος της συσπείρωσης και, ως εκ τούτου, σεσημασμένο αντιδραστικό στοιχείο. Η αντιδικία του με τον Αλέξανδρο δεν πρέπει να ήταν η πρώτη, ούτε ήταν η πρώτη φορά που μεθούσε ο Αλέξανδρος, ίσως όμως ήταν η πρώτη φορά, που τα πράγματα έφτασαν σε τέτοια οξύτητα, ώστε να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο. Ίσως πάλι ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να απαλλαγεί από τους ατάκτους αξιωματικούς, οπότε το συμπόσιο και η μέθη ήταν κατάλληλη ευκαιρία, ώστε μία προμελετημένη πολιτική δολοφονία να παρουσιασθεί ως φόνος εν βρασμώ ψυχής και υπό την επίρρεια οινοπνεύματος.
Η διήγηση ότι ο Αλέξανδρος προσπάθησε να αυτοκτονήσει με το φονικό όπλο, μόλις συνειδητοποίησε το έγκλημα, είχε θεωρηθεί ως ωραιοποίηση και, όπως τονίζει ο Αρριανός, είχε απορριφθεί ήδη από τους περισσότερους αρχαίους συγγραφείς. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν αυτό το εφεύρημα είναι των επικοινωνιολόγων της Αυλής, των αυτόκλητων απολογητών ή των ευφάνταστων ιστοριογράφων. Πάντως από τον Αρριανό φαίνεται ότι δεν την περιελάμβαναν ο Πτολεμαίος κι ο Αριστόβουλος. Όσο για την άποψη ότι αρνήθηκε τροφή, επειδή δήθεν ήθελε να πεθάνει αναλογιζόμενος το έγκλημά του, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τη δεχθούμε, αφού ούτε τον θάνατο του Ηφαιστίωνα δεν πένθησε περισσότερο. Απλώς ο θρήνος ήταν το λιγότερο, που μπορούσε να κάνει. Δηλαδή, ο Αλέξανδρος απαλλάχθηκε από έναν εξαιρετικά σημαντικό αμφισβητία, τρομοκράτησε τους πάντες καταστέλλοντας κάθε αντίδραση για σημαντικό χρονικό διάστημα στο μέλλον, πένθησε επί τριήμερον, εξέφρασε την οδύνη του για το ατυχές συμβάν και συνέχισε την υλοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών.
Μετά την υπόθεση του Φιλώτα ο Αλέξανδρος είχε χωρίσει το ιππικό των εταίρων σε δύο τμήματα και είχε αναθέσει τη διοίκησή τους στον Ηφαιστίωνα και στον Κλείτο. Το 323 αναφέρεται ρητώς ότι τα δύο τμήματα είχαν ιππάρχες τους Ηφαιστίωνα και Περδίκκα αντίστοιχα και ότι τότε ορίστηκε νέος ιππάρχης σε αντικατάσταση του από ενός έτους νεκρού Ηφαιστίωνα. Λόγω δε των παρατεταμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων σε εκτεταμένο μέτωπο θα πρέπει να όρισε τον Περδίκκα αντικαταστάτη του Κλείτου αμέσως μετά το φόνο του.
από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου