Αναγνώστες

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός39 – 81

Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός

Πιο γνωστός ως Τίτος. Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 79 έως το 81. Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 30 Δεκεμβρίου του 39 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και της Δομιτίλης της Πρεσβυτέρας.

Από το 61 έως το 63 συμμετείχε στις εκστρατείες στη Βρετανία και τη Γερμανία. Το 64 επέστρεψε στη Ρώμη και παντρεύτηκε την Αρεκίνα Τέρτουλα, κόρη του πρώην διοικητή της πραιτοριανής φρουράς, η οποία πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τέλεσε νέο γάμο με τη Μαρκία Φουρνίλα, κόρη επιφανούς οικογενείας της Ρώμης, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Ιουλία Φλαβία. Ο Τίτος χώρισε τη γυναίκα του, επειδή η οικογένειά της αντιπολιτευόταν το θρόνο και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ.

Το 67 ο Τίτος ακολούθησε τον πατέρα του, Βεσπασιανό, στην Ιουδαία, προκειμένου να καταστείλει την Εβραϊκή Εξέγερση. Όταν ο πατέρας του επέστρεψε στη Ρώμη το 69 για να χρισθεί αυτοκράτορας, ο Τίτος ανέλαβε επικεφαλής των ρωμαϊκών λεγεώνων και το 70 εισήλθε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ.

Κατέστρεψε το Ναό του Σολομώντος και σκότωσε χιλιάδες Εβραίους, ενώ πολύ περισσότεροι αναγκάσθηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Από τότε χρονολογείται η Εβραϊκή Διασπορά και το όνειρο των Εβραίων για δική τους πατρίδα, που έγινε πραγματικότητα μόλις το 1948. Οι επιχειρήσεις του Τίτου στην Ιουδαία ολοκληρώθηκαν το 74, με την κατάληψη του οχυρού Μασάντα.

Ακολούθησε η θριαμβευτική επιστροφή του στη Ρώμη και η ανέγερση Αψίδας προς τιμή του. Η Αψίδα του Τίτου, όπως ονομάζεται, σώζεται μέχρι σήμερα. Όσο ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ, συνδέθηκε ερωτικά με τη Βερενίκη, κόρη του βασιλιά των Ιουδαίων, Ηρώδη Αγρίππα. Η Βερενίκη ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερη του Τίτου και με τρεις γάμους στο ενεργητικό της.

Το 79 ο Τίτος ανέβηκε στο θρόνο, παρά τις αντιδράσεις αρκετών συγκλητικών, που αντιδρούσαν στο δεσμό του με τη Βερενίκη. Θεωρούσαν ότι η Βερενίκη θα ήταν μια νέα Κλεοπάτρα, λόγω του δυναμικού της χαρακτήρα και της επιρροής που ασκούσε στον αυτοκράτορα.

Ο Τίτος, όμως, αποδείχθηκε αυτόφωτος ηγεμόνας, ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην άσκηση της εξουσίας, που γρήγορα έγινε αγαπητός στους υπηκόους του, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί της εποχής του Τάκιτος και Γάιος Σουητώνιος. Αντιμετώπισε δυναμικά την εξέγερση του Τερέντιου Μάξιμου και εφάρμοσε ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με την ολοκλήρωση του Κολοσσαίου και την κατασκευή λουτρών στη Ρώμη.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του εκδηλώθηκε η μεγάλη έκρηξη του Βεζούβιου, με την καταστροφή της Πομπηίας και μία μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη. Ο Τίτος δαπάνησε μεγάλα ποσά για την ανακούφιση των πληγέντων κι έδειξε το προσωπικό του ενδιαφέρον, επισκεπτόμενος συχνά τις πληγείσες περιοχές.

Ο Τίτος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 81, από υψηλό πυρετό. Ο Σουητώνιος έγραψε ότι ο θάνατός του προήλθε είτε από ελονοσία, είτε από δηλητήριο που του έδωσε ο ιατρός του Βαλέντιος, κατ' εντολή του αδελφού του Δομητιανού, ο οποίος τελικά τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μια διαφορετική εκδοχή για το θάνατο του Τίτου μάς δίνει το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Ένα κουνούπι μπήκε από τη μύτη και εγκλωβίστηκε στο κρανίο του. Όταν πέθανε και του άνοιξαν το κεφάλι, το κουνούπι είχε το μέγεθος πουλιού. Ήταν η θεία τιμωρία για τις κακές του πράξεις και ιδιαίτερα για τον ξεριζωμό του εβραϊκού λαού από τη γη του.

Η προσωπικότητα του Τίτου ενέπνευσε τον Μότσαρτ στη σύνθεση της όπερας «Η μεγαλοψυχία του Τίτου» (1791). Ο ερωτικός του δεσμός με τη Βερενίκη αποτέλεσε τον δραματουργικό πυρήνα των θεατρικών έργων του Ρακίνα «Βερενίκη» και του Κορνήλιου «Τίτος και Βερενίκη».

Από: http://www.sansimera.gr/biographies/213

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Οκταβιανός

Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 23 Σεπτεμβρίου του 63 π.Χ. ως Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος. Καταγόταν από μία πλούσια οικογένεια ιππέων η οποία είχε ιστορικό πολιτικής καριέρας στο Ρωμαϊκό Κράτος. Ήταν πληβείος όπως ο πατέρας του, παρ' όλο που η μητέρα του ήταν πατρικία από την ευγενή φατρία των Ιουλίων και ανιψιά του Ιουλίου Καίσαρα, ισχυρού άνδρα της Ρώμης μετά από μία περίοδο προγενέστερων εμφυλίων πολέμων. Το 59 π.Χ. ο πατέρας του απέθανε και η μητέρα του συζεύχθηκε έναν πολιτικό. Ο νεαρός Οκτάβιος ανατράφηκε από τη μάμμη του αλλά μετά το θάνατο της το 52 π.Χ. η μητέρα του ανέλαβε ενεργότερο ρόλο στην ανατροφή του.

Ο Οκτάβιος άρχισε να προωθείται σε κατώτατα πολιτικά αξιώματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και φάνηκε η πρόθεση του να αναμιχθεί στις πολιτικές διαμάχες της εποχής στο πλευρό του διάσημου θείου του. Το 46 π.Χ., αυτοβούλως, κατατάσσεται στο στράτευμα του Καίσαρα στην Ισπανία, σε μία περίοδο που ο θείος του είναι ο ισχυρότερος και δημοφιλέστερος πολιτικός της Ρώμης, και κερδίζει την εύνοια του. Σύντομα χρίζεται πατρίκιος, ο Καίσαρας τον υιοθετεί και έτσι το όνομα του αλλάζει σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Οκταβιανός.

Το 45 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας επιδίδεται σε μία κίνηση άνευ προηγουμένου: ορίζει στη διαθήκη του τον Οκταβιανό διάδοχο του για τους τιμητικούς και τους ουσιαστικούς τίτλους του, αγνοώντας πλήρως τις δημοκρατικές παραδόσεις και τις εκλεκτορικές διαδικασίες. Μετά από δεκαετίες εμφυλίου πολέμου η δημοκρατία είναι κλινικά νεκρή και ο δημοφιλής Καίσαρ, απόλυτος μονάρχης. Δεν αργεί να ανακηρυχθεί ισόβιος δικτάτορας, εξασφαλίζοντας τη λαϊκή υποστήριξη παραγράφοντας χρέη, προχωρώντας σε περιορισμένο αναδασμό της δημόσιας γης κλπ. Στη Ρώμη τον επισκέπτεται τακτικά η ερωμένη του Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, η οποία συνεχίζει τη σχέση της μαζί του καθώς, αφού δεν ήταν πολίτης της Ρώμης αλλά ξένη βασίλισσα, η σχέση τους δεν θεωρούνταν μοιχεία από τη Ρωμαϊκή κοινωνία.

Ωστόσο ο Καίσαρας δολοφονείται τελικώς από παλαιούς του συνεργάτες (Κάσσιος Λογγίνος, Μάρκος Ιούνιος Βρούτος) οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στη δημοκρατία και στη συντηρητική παράδοση της Συγκλήτου (15 Μαρτίου 44 π.Χ.). Αμέσως ο συνεργάτης του νεκρού άνδρα Μάρκος Αντώνιος διοχετεύει τη λαϊκή οργή για το φόνο κατά των "συντηρητικών (optimates)", αριστοκρατών και συγκλητικών πολιτικών αντιπάλων του Καίσαρα, αλλά συμβιβάζεται με τον Κικέρωνα που αναδύεται από τα παρασκήνια ως ηγέτης των συγκλητικών και οι συνωμότες λαμβάνουν χάρη.

Παράλληλα ο Οκταβιανός καταφθάνει στη Ρώμη και ο Κικέρων, στοχεύοντας στη διάσπαση των "ριζοσπαστών (populares)" οπαδών του Καίσαρα, κατορθώνει να τον στρέψει κατά του Μάρκου Αντώνιου. Ο τελευταίος, συνειδητοποιώντας το βαρύ πολιτικό κλίμα, αποχωρεί από την πρωτεύουσα ως έπαρχος της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, αλλά αναγκάζεται να διεκδικήσει την επαρχία στρατιωτικά όταν ο προηγούμενος έπαρχος, ένας εκ των δολοφόνων του Καίσαρα, αρνείται να παραδώσει το αξίωμα φοβούμενος για τη ζωή του.

Ο Οκταβιανός χρίζεται συγκλητικός και αποστέλλεται από τη Σύγκλητο να τερματίσει τον «παράνομο» πόλεμο του Αντωνίου, όταν όμως συνειδητοποιεί πως οι συντηρητικοί τον χρησιμοποιούν για να αποδυναμώσουν τους οπαδούς του νεκρού θείου του αρνείται να συνεχίσει τις μάχες κατά του Αντωνίου, απαιτεί να πάψει ο τελευταίος να θεωρείται δημόσιος κίνδυνος και να διοριστεί ο ίδιος αυθαιρέτως Ύπατος. Αρχικώς του το αρνούνται αλλά η πορεία του στη Ρώμη με οκτώ λεγεώνες δεν συναντά καμία αντίσταση. Παράλληλα ο Αντώνιος συνάπτει πολιτική συμμαχία με τον Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο, παλαιό επικεφαλής του ιππικού του Καίσαρα.

Εν τω μεταξύ ο Κάσιος Λογγίνος και ο Μάρκος Βρούτος, έχοντας καταφύγει στην Ελλάδα και με τη συμβολή των Πάρθων, συγκεντρώνουν λεγεώνες με στόχο να βαδίσουν προς τη Ρώμη και να αναστηλώσουν οριστικά τη δημοκρατία. Ακούγοντας το αυτό ο Λέπιδος και ο Αντώνιος συμμαχούν με τον Οκταβιανό («δεύτερη τριανδρία»), αυτοβούλως αναθέτουν στους εαυτούς τους το αξίωμα του ύπατου για μία πενταετία χωρίς να συναντήσουν αντιδράσεις και εκκινούν σφοδρότατες και αιματηρές προγραφές στη Ρώμη κατά των συντηρητικών και των φανατικών δημοκρατικών, διώξεις που είχαν να φανούν από την εποχή του Σύλλα και του Μάριου και κατά τις οποίες δολοφονείται και αποκεφαλίζεται ο Κικέρων, παρά την αρχική υποστήριξη του από τον Οκταβιανό και τη λαοφιλία του.

Τα κενά στη Σύγκλητο αναπληρώνονται με οπαδούς του Καίσαρα οι οποίοι δεν έχουν καμία πίστη στο «διεφθαρμένο και απαρχαιωμένο» δημοκρατικό πολίτευμα. Ενώ οι τρεις Ύπατοι πρακτικώς δρουν ως μονάρχες, είναι πλέον φανερό ότι τόσο οι ριζοσπάστες όσο και οι συντηρητικοί έχουν χάσει τον αγώνα αφού οι στόχοι τους δεν είχαν νόημα εκτός της δημοκρατίας που μόνο τυπικώς συνέχιζε να ισχύει. Παράλληλα, ενώ ο Καίσαρας θεοποιείται επισήμως από το ρωμαϊκό κράτος, η τριανδρία αποστέλλει 28 λεγεώνες στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τους δολοφόνους του μέντορα της· οι δυνάμεις των τελευταίων ηττώνται τελικά στους Φιλίππους τον Οκτώβριο του 42 π.Χ. και τόσο ο Κάσσιος όσο και ο Βρούτος αυτοκτονούν.

Οι νικητές ακολούθως διαμοιράζουν το ρωμαϊκό κράτος μεταξύ τους και ο καθένας κυβερνά το τμήμα του τυπικά ως Ύπατος αλλά πρακτικά ως μονάρχης:

■ο Λέπιδος λαμβάνει την Αφρική,

■ο Οκταβιανός την Ιταλία, τη Γαλατία και την Ισπανία, ενώ

■ο Αντώνιος τη ρωμαϊκή Ανατολή.

Εμφύλιος πόλεμος
Ο Οκταβιανός αναγκάζεται να ενσωματώσει την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία στην Ιταλία (το Ιλλυρικό γίνεται ανεξάρτητη επαρχία) και να προβεί στην έξωση πολλών πολιτών από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους σε ολόκληρη τη χερσόνησο προκειμένου να αναδιανείμει τα αγροκτήματα τους στους βετεράνους λεγεωνάριους και των δύο παρατάξεων του περασμένου εμφυλίου πολέμου, οι οποίοι ζητούσαν ιταλική γαιοκτησία ως ανταμοιβή για τους κόπους τους, εξασφαλίζει όμως έτσι την αμέριστη συμπαράσταση του ρωμαϊκού Στρατού.

Παράλληλα οι Πάρθοι, μετά την ήττα των συμμάχων τους συντηρητικών και το θάνατο του φιλορωμαίου Υρκανού Β' στην Ιουδαία των Μακκαβαίων, εισβάλλουν στη Συρία, προωθούνται στην Μικρά Ασία και εμπλέκονται στο Ισραήλ, όπου ενθρονίζουν ως υποχείριο τους τον γιο του Υρκανού Β'.

Ο Αντώνιος εκστρατεύει στην Ανατολή και όταν βρίσκεται στην Ταρσό καλεί κοντά του την Κλεοπάτρα και το διάδοχο της Καισαρίωνα, γιο του Ιουλίου Καίσαρα, για να εξασφαλίσει τη συμμαχία και την υπακοή τους στον ερχόμενο πόλεμο. Τελικά γίνονται εραστές και ο Αντώνιος αφήνει τις πολεμικές επιχειρήσεις στα χέρια ενός Λεγάτου του ο οποίος κατορθώνει να εκδιώξει τους Πάρθους, ενώ ο ίδιος περνά όλο το χρονικό διάστημα ως τα τέλη του 40 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια όπου η Κλεοπάτρα γεννά τελικώς το γιο του Αλέξανδρο Ήλιο και την κόρη του Κλεοπάτρα Σελήνη Β’.

Ακολούθως ο Αντώνιος φεύγει για την Ελλάδα με στόχο να διοργανώσει μία εκστρατεία κατά των Πάρθων, έχοντας προηγουμένως ζητήσει επιπλέον λεγεώνες από τον Οκταβιανό. Μία πρόσκαιρη εξέγερση παλαιών οπαδών του Πομπήιου στη Σικελία ωστόσο καθιστά τον τελευταίο ανίκανο να τηρήσει την υπόσχεση του για στρατιωτική ενίσχυση, η εκστρατεία ματαιώνεται και ο καχύποπτος Αντώνιος καθησυχάζεται μόνο όταν του προσφέρεται ως σύζυγος η αδελφή του Οκταβιανού, η δημοφιλής Οκταβία.

Τελικά ο Αντώνιος αφήνει την πιστή του σύζυγο έγκυο στη Ρώμη και μεταβαίνει ξανά στην Αλεξάνδρεια, όπου η αγαπημένη του Κλεοπάτρα, αφού του γεννά ένα νέο γιο, τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο και τον παντρεύεται σύμφωνα με τα αιγυπτιακά έθιμα, του δανείζει τα χρήματα που χρειάζεται για να εκστρατεύσει κατά των Πάρθων.

Ο πόλεμος όμως καταλήγει σε συντριπτική ήττα για τον Αντώνιο, γεγονός που εκμεταλλεύεται ο φιλόδοξος Οκταβιανός για να τον δυσφημίσει. Περισσότερο απ’ όλα όμως τον κατηγορία ανεπισήμως για προδοσία με αφορμή το γάμο του με την Κλεοπάτρα. Παράλληλα ο Λέπιδος, μετά την ήττα των τελευταίων οπαδών του Πομπήιου, επιχειρεί ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σικελία για τον εαυτό του και ο Οκταβιανός, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη των εναπομεινάντων αριστοκρατών, τον αναγκάζει να αποχωρήσει από όλα τα πολιτικά αξιώματα ώστε να γίνει ο ίδιος κυβερνήτης όλης της Δύσης· η δεύτερη τριανδρία έχει ουσιαστικά φθάσει στο τέλος της και ο Λέπιδος περιορίζεται στην τιμητική θέση του «Μέγιστου Ποντίφικα», του δημόσιου αρχιερέα.

Την ίδια στιγμή ο Αντώνιος με αιγυπτιακά χρήματα εισβάλλει στη συμμαχική Αρμενία και διαμοιράζει την ανατολική Μεσόγειο στα τέκνα του, παρ' όλο που οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές ήταν επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους:

■ο Αλέξανδρος Ήλιος ονομάζεται βασιλέας της Αρμενίας,

■η Κλεοπάτρα Σελήνη Β’ βασίλισσα της Κυρηναϊκής και

■ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βασιλέας της Συρίας και της Κιλικίας.

■Η Κλεοπάτρα και ο Καισαρίων κατονομάζονται ως Βασιλείς των Βασιλέων και

■ο τελευταίος κηρύσσεται νομότυπος κληρονόμος του Ιουλίου Καίσαρα.

Φυσικά η Σύγκλητος και ο Οκταβιανός στη Ρώμη δεν αναγνωρίζουν κανένα από αυτά τα διατάγματα, στηρίζουν την ανεξαρτησία της συμμαχικής Αρμενίας και, επισήμως πλέον, κηρύσσουν το Μάρκο Αντώνιο προδότη και δημόσιο κίνδυνο. Ο Οκταβιανός, που ένιωσε τη θέση του να απειλείται από το νόθο γιο του θετού πατέρα του και της Κλεοπάτρας καθώς ο ίδιος εν μέρει εξασφάλιζε την ισχύ του από την οικογενειακή σχέση του με τον Ιούλιο Καίσαρα, εκκινεί έναν πόλεμο προπαγάνδας κατά του Αντωνίου τη στιγμή που ο τελευταίος δίνει και τυπικά διαζύγιο στην Οκταβία. Τελικά ο πραγματικός πόλεμος κηρύσσεται από τη Σύγκλητο κατά της Αιγύπτου το 32 π.Χ., αφού ανακαλείται η υπατική ιδιότητα του Αντωνίου. Η Κυρηναϊκή και οι επαρχίες της Ελλάδας γρήγορα αυτομολούν στο στρατόπεδο του Οκταβιανού και το αποτέλεσμα της σύγκρουσης κρίνεται με μία ναυμαχία στο Άκτιο του Αμβρακικού Κόλπου το 31 π.Χ. Εκεί το Ναυτικό της Αιγύπτου καταστρέφεται και λίγες ημέρες μετά ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτονούν στην Αλεξάνδρεια, ενώ οι νικητές ιδρύουν στον Αμβρακικό τη λατινική αποικία Νικόπολη προς τιμήν της υπερίσχυσης τους. Τον επόμενο χρόνο ο Οκταβιανός, μόνος ηγέτης πλέον του ρωμαϊκού κράτους, εκτελεί τον «αντίζηλο» του, Καισαρίωνα, προσαρτά ως επαρχία την Αίγυπτο και η ταραχώδης περίοδος λήγει.

Ο Οκταβιανός γρήγορα συγκέντρωσε όλα τα υψηλά πολιτικά αξιώματα στο πρόσωπο του, αποφεύγοντας όμως να ανακηρυχθεί δικτάτορας προκειμένου να μη θίξει τη δημοκρατική παράδοση των Ρωμαίων. Έτσι εγκαινιάζεται ο άτυπος θεσμός του «Πρίγκιπα ( = Πρώτος Πολίτης)» (27 π.Χ.), σήμερα γνωστού ως Αυτοκράτορα, ο οποίος συγκυβερνά τυπικά μαζί με τη Σύγκλητο αλλά ουσιαστικά έχει την πλήρη εποπτεία του κράτους με τη βοήθεια ενός πυκνού δικτύου δημοσίων υπαλλήλων. Νομικώς κατείχε όλη την ισχύ των Δημάρχων και των Τιμητών, πλήρη εποπτεία όλων των έπαρχων και λεγεώνων, των οποίων θεωρητικά προΐστατο, ενώ μπορούσε και να «θέτει υποψηφιότητα» για Ύπατος όποτε ήθελε· ακόμα και αν δεν ήταν ο ίδιος Ύπατος είχε με ειδικό διάταγμα όλες τις υπατικές αρμοδιότητες και οι αποφάσεις του ακύρωναν τις αποφάσεις των πραγματικών Υπάτων. Επίσης, σύμφωνα με τις αντιδημοκρατικές επιταγές του νέου πολιτεύματος, όλες οι νομοθετικές αρμοδιότητες των ρωμαϊκών Εκκλησιών του Δήμου μεταφέρονται οριστικά στη Σύγκλητο, η επάνδρωση της οποίας ελέγχεται αυστηρά από τον Τιμητή Αυτοκράτορα, και οι επαρχίες διακρίνονται σε αυτοκρατορικές και συγκλητικές, με την πολιτική ισχύ σε αυτές να ανήκει σε έναν έπαρχο διοριζόμενο αντίστοιχα από τον Πρώτο Πολίτη ή από τη Σύγκλητο. Ο λαός της Ρώμης παραχωρεί θεληματικά στον Οκταβιανό διευρυμένη πολιτική ισχύ, εξαντλημένος μετά από έναν αιώνα αναταραχών και εμφυλίων πολέμων, με αποτέλεσμα την αθόρυβη γέννηση ενός νέου μοναρχικού πολιτεύματος που καλύπτεται πίσω από παλαιούς ρεπουμπλικανικούς τίτλους, με τιμητικό και διακοσμητικό ρόλο πλέον παρά ουσιαστικό περιεχόμενο.

Η πίστη των λεγεώνων στο πρόσωπο του Οκταβιανού και η γιγάντια προσωπική του περιουσία τον ισχυροποιούν ακόμη περισσότερο. Οι πληροφοριοδότες που κατά παράδοση κατήγγειλαν επί πληρωμή εγκληματίες στις ρωμαϊκές Αρχές τώρα οργανώνονται σε ένα δίκτυο κατευθυνόμενο από αυτόν, προσανατολισμένο αποκλειστικά στην εύρεση και προσαγωγή αντικαθεστωτικών που εκφράζονται, γραπτώς ή προφορικώς, αρνητικά για τον Οκταβιανό. Ο τελευταίος έκοβε νομίσματα με την προτομή του και οι περισσότεροι θρίαμβοι που εορτάζονταν ήταν προς τιμήν του, ακόμα και αν δεν είχε συμμετάσχει ο ίδιος σε κάποια μάχη! Ωστόσο οι ελεύθερες πόλεις και οι περισσότερες πόλεις της Ανατολής διατηρούν ένα βαθμό αυτονομίας και αυτοδιοίκησης από τις τοπικές ολιγαρχίες. Λίγο καιρό μετά απονέμεται στον Οκταβιανό ο τίτλος του «Αυγούστου (Σεβαστού)» που του αναγνωρίζει θεϊκές ιδιότητες. Έτσι ξεκινά άτυπα η θεοποίηση του εκάστοτε Αυτοκράτορα και η λατρεία του, η οποία εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς ενοποίησης και ομοιογένειας, παράλληλα με την τυπική αστική λατρεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το θάνατο του Λέπιδου ο Οκταβιανός έλαβε ισοβίως και το αξίωμα του Ποντίφικα.

Η ρωμαϊκή επικράτεια διακρίνεται στις επαρχίες που είναι υπό άμεση αυτοκρατορική ή συγκλητική διοίκηση, όπως η Μακεδονία, στα υποτελή συμμαχικά κράτη, όπως η Αρμενία υπό τους διαδόχους του Αρμενία
Τιγράνη Β', και στα ημιανεξάρτητα προτεκτοράτα, τα οποία πληρώνουν φόρο υποτέλειας στη Ρώμη και επιπλέον δέχονται έλεγχο από αυτήν στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της απονομής δικαιοσύνης και της ασφάλειας.

Στα ρωμαϊκά προτεκτοράτα συνήθως βασίλευε ένας μονάρχης με τη βοήθεια μίας «κατοχικής κυβέρνησης» που στήριζε την εξουσία της στη δύναμη των όπλων των ρωμαϊκών φρουρών, όπως παλαιότερα ο Υρκανός Β' στο κράτος των Μακκαβαίων, και η οποία δεν ήταν πάντα σεβαστή από τον τοπικό πληθυσμό. Το 27 π.Χ. ο Αύγουστος μεταβάλει τη νότια Ελλάδα σε κανονική επαρχία με το όνομα Αχαΐα και με έδρα την Κόρινθο, στερώντας από τους Έλληνες κάθε ψευδαίσθηση πραγματικής ελευθερίας.

Ακόμη προσαρτά ως επαρχία τη Γαλατία της Ανατολίας το 25 π.Χ., μετά το θάνατο του τοπικού ηγεμόνα, και επιχειρεί να θέσει ως νέο σύνορο του ρωμαϊκού κράτους το Δούναβη ποταμό, σαν συνέχεια του συνόρου του Ρήνου το οποίο είχε διαμορφωθεί από τους πολέμους του Ιουλίου Καίσαρα. Έτσι οι έμπιστοι λεγάτοι του εισβάλλουν στην Παννονία, την οποία ενοποιεί με το Ιλλυρικό σε μία καινούργια επαρχία (9 π.Χ.), στη Ραιτία, την οποία επίσης προσαρτά ως επαρχία το 15 π.Χ., και στη Μοισία, η οποία γίνεται και τυπικώς επαρχία το 6 μ.Χ. Οι τοπικοί κελτικοί και Ιλλυρικοί πληθυσμοί αρχίζουν να αφομοιώνονται μέσω των τυπικών ρωμαϊκών μεθόδων, παρά τις κατά καιρούς εξεγέρσεις και τη συνεχή συνοριακή πίεση από τα γειτονικά Γερμανικά φύλα. Την Αρμενία, η οποία κατατρυχόταν από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ φιλορωμαίων και φιλοπάρθων μετά την εισβολή και την ήττα του Μάρκου Αντώνιου, ο Αύγουστος κατορθώνει να τη μεταστρέψει σε πιστό ρωμαϊκό προτεκτοράτο αλλά είναι φανερό πως η δυναστεία των Αρταξιαδών πλησιάζει στο τέλος της.

Στην Αφρική τοποθετεί το γιο του Ιούβα Α', το φιλορρωμαίο και φιλομαθή Ιούβα Β’, ως υποτελή βασιλέα της Μαυριτανίας και του δίνει ως δώρο τη δυτική Νουμιδία και ως σύζυγο την κόρη του Μάρκου Αντώνιου Κλεοπάτρα Σελήνη Β', διατηρώντας παράλληλα την ανατολική Νουμιδία ως ρωμαϊκή επαρχία της Νέας Αφρικής.

Ακόμη ο Οκταβιανός μετατρέπει τη μεθοριακή στρατικοποιημένη ζώνη δυτικά του Ρήνου στην πλήρη επαρχία της Γερμανίας (27 π.Χ.) και προσαρτά ως επαρχία το Νωρικό (16 π.Χ.), μετά τη σύμπραξη των ιθαγενών σε μία αποτυχημένη εισβολή Ιλλυριών στην Ιταλία.

Ο Αύγουστος, επιθυμώντας να καταλάβει την κεντρική γερμανική επικράτεια μεταξύ Ρήνου και Έλβα ποταμού, διατάζει μία παρατεταμένη στρατιωτική διείσδυση στην τελευταία η οποία ξεκινά το 12 π.Χ. με ορμητήριο την επαρχία της Γερμανίας και το Ρήνο. Πολλά γερμανικά φύλα υποδουλώνονται και ο έλεγχος της περιοχής ανατίθεται σε κατά τόπους Λεγάτους με τις λεγεώνες τους, οι οποίες σταδιακά αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς. Έτσι το 7 μ.Χ. ο Οκταβιανός αποστέλλει τον αξιωματούχο Πούμπλιο Βάρο (46 π.Χ. – 9 μ.Χ.) για να οργανώσει την περιοχή ως κανονική επαρχία.

Όμως οι Γερμανοί δεν επιθυμούν συγχώνευση με το ρωμαϊκό κόσμο· μία αποστασία τους με αρχηγό τον τοπικό ευγενή Αρμίνιο, ο οποίος στη νιότη του είχε λάβει λατινική παιδεία ως όμηρος της Ρώμης και κατόπιν διετέλεσε σύμβουλος του Βάρου, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μετά από ενέδρα περίπου 20000 Ρωμαίων στρατιωτών, καθώς και του ίδιου του Βάρου, στη μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού (9 μ.Χ.).

Σύντομα όλα τα ρωμαϊκά φρούρια και οι νεόκτιστες λατινικές αποικίες καταλαμβάνονται από τους αντάρτες και αυτό είναι το τέλος της μεσογειακής παρουσίας ανατολικά του Ρήνου και βόρεια του Δούναβη· η μεγαλύτερη πολιτική ήττα του Αυγούστου καθώς σήμανε τη λήξη μίας σαραντάχρονης επεκτατικής περιόδου.

Ο Οκταβιανός κυβέρνησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως το θάνατο του το 14 μ.Χ. και στην εποχή του προωθήθηκαν η ειρήνη και η ευνομία, επιβλήθηκε η λατινική ισχύς, οι πειρατές και οι ληστές εξαλείφθηκαν, το εμπόριο και η βιοτεχνία γνώρισαν σημαντική άνθηση, οι τέχνες αναγεννήθηκαν υπό την επίδραση του ελληνικού πνεύματος, τα μέτρα και τα σταθμά της επικράτειας του ενοποιήθηκαν και η Μεσόγειος Θάλασσα έγινε πραγματικά «ρωμαϊκή λίμνη» –την οποία διέπλεε μόνο ο ισχυρός αυτοκρατορικός Στόλος.

Το ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα με βάση το ασσάριο εξαπλώθηκε από τη Γαλατία ως τη Συρία, αν και στην Ανατολή και στην Ισπανία παραδοσιακά ορειχάλκινα ή –σπανιότερα– ασημένια νομίσματα συνέχισαν να κόβονται, για τοπική μόνο χρήση, ανά επαρχία ή ανά πόλη. Η ασυδοσία στην είσπραξη των φόρων περιορίστηκε πολύ καθώς οι τελώνες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από δημοσίους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους. Έγινε μία, αποτυχημένη αλλά τίμια, προσπάθεια επιστροφής στα αυστηρά και λιτά ήθη των παλαιών Ρωμαίων.

Τα σύνορα του κράτους οριοθετήθηκαν σχεδόν οριστικά·
■στο Βορρά ο Δούναβης και ο Ρήνος ποταμός,

■στο Νότο η έρημος Σαχάρα και

■στην Ανατολή ο Ευφράτης ποταμός.

Ο Στρατός σταθεροποιήθηκε σε 28 λεγεώνες (25 μετά την απώλεια τριών λεγεώνων στην εξευτελιστική ήττα του Τευτοβούργιου Δρυμού οι οποίες, τιμής ένεκεν, δεν ανασυγκροτήθηκαν ποτέ), συν δεκάδες βοηθητικές μονάδες των 500 ατόμων εκάστη, και εγκαταστάθηκε στις παραμεθόριες επαρχίες σε μόνιμες βάσεις οι οποίες εξελίχθηκαν σε πολυάνθρωπα κέντρα εκλατινισμού.

Μόνο 9000 οπλίτες παρέμειναν στην Ιταλία και αποτέλεσαν την αφοσιωμένη ιδιωτική φρουρά του Αυτοκράτορα, τους Πραιτωριανούς. Ένας θρησκευτικός, εθνολογικός και πολιτιστικός συγκρητισμός λαμβάνει χώρα σε όλη την έκταση του αχανούς κράτους.

Ο ελληνορρωμαϊκός πολιτισμός και η λατινική κουλτούρα επικρατούν και, παρ' όλο που οι άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών διατηρούν την ελληνική γλώσσα και συνεχίζουν να θεωρούν τους Ρωμαίους ξένους, κανείς δεν αρνείται τη Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana), την ηρεμία και ευημερία που έφερε η λατινική επικυριαρχία σε όσους την αποδέχονταν. Αυτή την εποχή οριστικοποιείται και η θεοποίηση και λατρεία των νεκρών ηγετών της Ρώμης, μία ομογενοποιητική θρησκευτική πρακτική που παραπέμπει σε όρκο πίστης, ενώ ο εκάστοτε Αυτοκράτορας ανάμεσα στα άλλα αξιώματα της δημοκρατικής περιόδου κατέχει και αυτό του Ποντίφικα.

Η Ρωμαϊκή Ειρήνη κράτησε σχεδόν δύο αιώνες, δημιουργώντας έτσι πρωτόγνωρες συνθήκες ευμάρειας και ομοιομορφίας στο μεσογειακό κόσμο. Η βασιλεία του Οκταβιανού σήμανε το τέλος της ελληνιστικής και την έναρξη της ρωμαϊκής περιόδου, μίας εποχής όπου όλος ο μεσογειακός κόσμος με την υψηλή κουλτούρα του ενοποιήθηκε πολιτικά και ως ένα βαθμό πολιτιστικά, καλά προφυλαγμένος από τους βαρβάρους μέσω των συνοριακών ρωμαϊκών λεγεώνων. Το αυτοκρατορικό αξίωμα μετά το θάνατο του Αυγούστου δεν πέρασε στο γιο του καθώς η κληρονομική διαδοχή δεν ήταν σύμφυτη με τις δημοκρατικές παραδόσεις. Επικράτησε όσο ζει ένας Αυτοκράτορας να κατονομάζει το διάδοχο του και η Σύγκλητος να επικυρώνει την απόφαση. Έτσι τον Οκταβιανό διαδέχθηκε στο θρόνο ο θετός γιος του Τιβέριος (14 - 37 μ.Χ.).


Από: http://el.science.wikia.com/