Αναγνώστες

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η Άλωση της Πόλης



Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.



Το Βυζάντιο σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.



Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».



Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.



Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».



Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.



Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού. Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.



Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.



Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, 70 περίπου πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.



Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.






Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Αργοναυτική εκστρατεία...

ΤΑ ΑΙΤΙΑ




Η Τυρώ, κόρη του Σαλμονέα και εγγονή του θεού των ανέμων Αιόλου, γέννησε από τον Ποσειδώνα (το θεό της θάλασσας) τους δίδυμους γιους Νηλέα και Πελία. Αργότερα όμως γέννησε κι άλλους γιους από το θείο της Κρηθέα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αίσονας. Ο Αίσονας ίδρυσε στη Θεσσαλία μια πόλη, που πήρε το όνομά του: την Αίσονα. Στη Θεσσαλία υπήρχε ακόμα μια μεγάλη πόλη, η Ιωλκός και την είχε ιδρύσει ο Κρηθέας. Ήταν φημισμένες πόλεις, που έσφυζαν από ζωή. Κυρίως όμως η Ιωλκός, μια παραθαλλάσια πόλη στον Παγασητικό κόλπο, κοντά στο σημερινό Βόλο, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά και εμπορικά κέντρα. Σ' αυτή την πόλη βασίλευε ο Πελίας, που άρπαξε με αυθαίρετο τρόπο από τον ετεροθαλή αδερφό του Αίσονα το θρόνο.



Ο Αίσονας ήταν άνθρωπος ήπιος, συνετός, ευαίσθητος. Είχε στενοχωρηθεί πολύ από την απρεπή συμπεριφορά του αδερφού του, αλλά προτίμησε να μη διχάσει το λαό για να διεκδικήσει με τη βία των όπλων τα νόμιμα δικαιώματά του. Αντίθετα, ο Πελίας, παρόλο που βρισκόταν σε θέση εξουσίας, ένιωθε πάντα μέσα του ένα κενό: φόβο και ανασφάλεια για το μέλλον, καχυποψία για τους γύρω του ανθρώπους. Αυτό, άλλωστε, που χαρακτηρίζει πάντα όλους τους παράνομους σφετεριστές της εξουσίας, οι οποίοι ξέρουν ότι κατέχουν κάτι που δεν τους ανήκει και νιώθουν την ανάγκη να μένουν πάντα άγρυπνοι και πανέτοιμοι, για να το περιφρουρήσουν. Μα η Δικαιοσύνη πάντοτε, στο τέλος, τους τιμωρεί από μόνη της.



Ο σκληροτράχηλος βασιλιάς, για να είναι ήσυχος για το θρόνο του, σκέφτηκε πολλές φορές να βγάλει από τη μέση τον αδερφό του, αλλά φοβόταν την αντίδραση του λαού, που εκτιμούσε τις αρετές του Αίσονα. Άλλωστε, η διακριτική παρουσία του, με τον άψογο χαρακτήρα που είχε, δεν εγκυμονούσε κινδύνους για την εξουσία του Πελία.



Μα όταν ο Αίσονας απέκτησε ένα όμορφο, χαριτωμένο αγόρι, που το ονόμασε Ιάσονα, το μίσος του Πελία προς τον αδερφό του μεταφέρθηκε στο παιδί, που ίσως κάποτε, όταν ενηλικιωνόταν, θα μπορούσε να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματα του πατέρα του. Πήρε λοιπόν την παράτολμη απόφαση να το σκοτώσει και μέσα στο σκοτεινό του μυαλό τριγύριζαν χίλιες σκέψεις πώς θα έκανε την αποτρόπαιη αυτή πράξη ξεγελώντας το λαό, του οποίου την αντίδραση φοβόταν πιο πολύ από εκείνη των θεών. Γιατί είναι αλήθεια πως οι σκληροί και άδικοι άνθρωποι αδιαφορούν για τη θεία τιμωρία καθώς, τυφλωμένοι από τα πάθη τους και τις μικρότητές τους, δεν αντιλαμβάνονται ότι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, υπάρχει της δικαιοσύνης το μάτι που βλέπει τα πάντα.



Τις προθέσεις και επιδιώξεις του Πελία είχαν καταλάβει οι γονείς του μικρού Ιάσονα και άρχισαν κι εκείνοι να σκέφτονται τρόπους για να μην πληρώσει ένα αθώο παιδί με τη ζωή του τον ανόητο πόθο για εξουσία ενός αδίστακτου, ηθικά πορωμένου, ανθρώπου.



Πάνω από τις δύο πόλεις, Αίσονα και Ιωλκό, ζούσε τότε στους δασοσκέπαστους πρόποδες του Πηλίου, ο Κένταυρος Χείρωνας, γιος του Κρόνου και της κόρης του Ωκεανού Φιλύρας.



Οι Κένταυροι, που, σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από θεϊκή γενιά, ήταν παράξενα όντα, από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωποι και από τη μέση και κάτω άλογα. Δε διακρίνονταν για το ήθος και τις αρετές τους. Απεναντίας, ήταν φιλόνικοι, άρπαγες, εκδικητικοί, δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους -και πολλές φορές με τους θεούς-.

Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΗΣΜΟΣ




Είναι χαρακτηριστική η προσπάθειά τους ν' αρπάξουν, με έφοδο, τις γυναίκες των γειτόνων τους Λαπιθών, που θεωρούνταν οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας. Ωστόσο ο Χείρωνας δεν έμοιαζε καθόλου με τους ομόφυλούς του. Είχε μια ξεχωριστή ευγένεια ψυχής και σπάνιες αρετές: Από τους θεούς είχε πάρει το χάρισμα της ιατρικής επιστήμης και υπήρξε δάσκαλος του Ασκληπιού μαθαίνοντάς του πώς να θεραπεύει και δύσκολες ασθένειες και να σώζει τη ζωή ακόμα και ετοιμοθάνατων ανθρώπων. Ο ίδιος, άλλωστε, υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του Αχιλλέα, στον οποίο έμαθε τα μυστικά της ιατρικής, της μουσικής, την αυτοπειθαρχία και τον αυτοσεβασμό.



Σ' αυτόν λοιπόν παραδόθηκε ο μικρός Ιάσονας, για να σωθεί από τη μανία του θείου του. Ταυτόχρονα όμως οι γονείς του επινόησαν ένα υπέροχο σχέδιο για να ξεγελάσουν τον Πελία: Διέδωσαν αρχικά πως το παιδί είναι άρρωστο βαριά και σε λίγο πως πέθανε και στον οικογενειακό τους κύκλο όλοι μαυροφόρεσαν, άρχισαν να θρηνούν και να υποκρίνονται τους περίλυπους. Η χαρά και η ικανοποίηση του Πελία ήταν τότε απερίγραπτες. Ο -υποτιθέμενος- θάνατος του Ιάσονα τον είχε βγάλει από τον κόπο να διαπράξει μια ακόμη ανόσια πράξη. Έτσι ο Ιάσονας έμεινε κοντά στο θετό του πατέρα, που τον μεγάλωσε με ιδιαίτερη στοργή και αγάπη και του έδωσε όλα τα απαραίτητα για τη ζωή, πνευματικά και ηθικά εφόδια: του έμαθε το σεβασμό προς τους θεούς, τη δικαιοσύνη, τη στρατιωτική ανδρεία, την ιατρική επιστήμη και τη μουσική.



Στο έργο του τον βοήθησαν η γυναίκα του και η μάνα του, που ονομάζονταν Χαρικλώ και Φιλύρα αντίστοιχα. Ήταν δυο γυναίκες, θαρρείς, γεννημένες για το έργο της εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης. Διέθεταν υπομονή ατέλειωτη, μα, προπάντων, στοργή και αγάπη άμετρη.



Το κυνήγι, με το αλάνθαστο σημάδεμα στο στόχο που απαιτείται, ήταν μία από τις πιο αγαπημένες ενασχολήσεις των υπέροχων εκείνων γυναικών. Ο Ιάσονας, μαθαίνοντας να σημαδεύει και να βρίσκει μ' επιτυχία το στόχο του, έμαθε συνάμα την αυτοσυγκέντρωση και αυτοπειθαρχία, αρετές που έμελλε να του χρησιμεύσουν αργότερα στην περιπετειώδη ζωή του.



Φυσικά, οι πραγματικοί γονείς του παιδιού δε διέκοψαν κάθε επαφή μαζί του. Όποτε έβρισκαν την ευκαιρία, μακριά από το άγρυπνο βλέμμα του Πελία, ανηφόριζαν τους πρόποδες του Πηλίου, ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα και τους πυκνόφυτους θάμνους, όπου μόνο πουλιά κι αγρίμια ζούσαν, και έβλεπαν με χαρά και ικανοποίηση το επιμελημένο έργο του σοφού παιδαγωγού, το συνταίριασμα της σωματικής και πνευματικής ανάπτυξης του παιδιού.



Στο μεταξύ ο σκληρός τύραννος άρχισε να νιώθει φοβερές τύψεις συνείδησης για τις κακές του πράξεις και η ανησυχία του για το μέλλον του έγινε σωστός εφιάλτης. Πήγε λοιπόν να ρωτήσει το μαντείο για την τύχη του και για την τύχη του θρόνου του.



Κι ο Απόλλωνας με το στόμα του μάντη του είπε τα εξής παράξενα: "Θα χάσεις τη ζωή σου από κάποιον απόγονο του Αιόλου. Προπάντων όμως θα πρέπει να δώσεις προσοχή στον μονοσάνδαλο, που θα κατέβει στην Ιωλκό από ψηλές τοποθεσίες". Ο Πελίας κράτησε στο μυαλό του αυτά τα λόγια κι αναρωτιόταν ποιος να είναι ο απόγονος του Αιόλου που θα τον σκότωνε. Θα έχανε λοιπόν τη ζωή του όχι από φυσιολογικό θάνατο, αλλά από το χέρι κάποιου ανθρώπου και μάλιστα συγγενή του! Κι ο μονοσάνδαλος; Ποιος θα τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά στο βασιλιά με μια τέτοια αταίριαστη περιβολή; Γιατί ακόμα και θεός να ήταν, θα έδινε τη φριχτή εντύπωση ότι ερχόταν από έναν άλλο κόσμο και ίσως από τον αραχνιασμένο Άδη. Αυτό θα ήταν σημάδι ότι ανήκει με το ένα πόδι σ' εκείνον τον κόσμο, γι' αυτό και άφησε το ένα σαντάλι του εκεί, σαν ενέχυρο. Καθετί όμως που προερχόταν από τον Άδη προκαλούσε τη φρίκη και την αποστροφή στους ζωντανούς.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΛΙΑ




Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Μια μέρα ο Πελίας διοργάνωσε στην Ιωλκό, κοντά στην ακρογιαλιά, μια γιορτή, ένα λαϊκό πανηγύρι, προς τιμή κυρίως του Ποσειδώνα και των άλλων θεών πλην της Ήρας. Κι αυτό γιατί κάποτε ο Πελίας κυνήγησε και σκότωσε τη μητριά της μάνας του Τυρώς, την κακόψυχη και μανιακή Σιδηρώ. Η σκληρή μητριά, που βασάνιζε απάνθρωπα την Τυρώ, βλέποντας τον κίνδυνο της καταδίωξής της, κατέφυγε ικέτης στο ναό της Ήρας. Ο Πελίας όμως, μη λογαριάζοντας τους άγραφους νόμους των θεών, που απαγόρευαν να γίνονται ανόσιες πράξεις φόνου μέσα σε ναούς θεών, τη σκότωσε και από τότε επέσυρε την οργή της Ήρας πάνω του. Κι αυτός, φυσικά, δεν είχε κανένα λόγο να συμπαθεί τη θεά και να της προσφέρει θυσίες.



Έστειλε λοιπόν ο Πελίας να προσκαλέσουν όλους τους επώνυμους της περιοχής, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο Χείρωνας. Ο τελευταίος όμως απέφευγε συστηματικά τέτοιου είδους εμφανίσεις, για ευνόητους λόγους, γι' αυτό κι έστειλε στη θέση του τον Ιάσονα, που ήταν τότε ένα ωραίο και δυνατό παλικάρι είκοσι χρονών. Ο Ιάσονας αποδέχτηκε μ' ευχαρίστηση την πρόσκληση και ξεκίνησε να πάει στον τόπο της συγκέντρωσης. Έπρεπε όμως να περάσει ένα ποτάμι, τον Άναυρο, που δεν είχε γέφυρα και, για να μη βρέξει τα σαντάλια του, τα έβγαλε και τα κράτησε στο χέρι του. Αλλά, μόλις έφτασε στην απέναντι μεριά του ποταμού, αντιλήφθηκε, με απογοήτευση, ότι το ένα σαντάλι του είχε ξεφύγει και το παρέσυρε τ' ορμητικό νερό του ποταμού. Για μια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει πίσω για να πάρει και να φορέσει άλλα σαντάλια, μα η απόσταση ήταν αρκετή κι ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Έτσι, αποφάσισε -μια που δεν υπήρχε άλλη λύση- να πάει στη γιορτή της θυσίας μ' ένα μονάχα σαντάλι.



Μόλις έφτασε στον τόπο της συγκέντρωσης, έκθαμβο το πλήθος κι εντυπωσιασμένο, τον παρακολουθούσε. Κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν εκείνος ο ψηλός, γεροδεμένος, όμορφος νέος, με δυο κοντάρια στα χέρια, με μακριά ξανθά μαλλιά που πέφτανε αστραφτερά στην πλάτη του και μ' ένα δέρμα πάνθηρα που σκέπαζε τους ώμους του, για να τον προστατεύει απ' τη βροχή. Ήρεμος κι επιβλητικός, με μάτια που άστραφταν από εξυπνάδα, στάθηκε και κοίταζε το πλήθος.



Όλοι συζητούσαν μεταξύ τους και διερωτούνταν αν είναι θνητός ή θεός μεταμορφωμένος σε άνθρωπο. Στην αρχή σκέφτηκαν τον Απόλλωνα, τον Άρη, τους Αλωάδες και τον Τιτυό. Αλλά ύστερα απέρριψαν όλες αυτές τις σκέψεις.



Κι ενώ όλοι συζητούσαν για τον Ιάσονα, πέρασε με το αμάξι του, που το έσερναν μουλάρια, κι ο βασιλιάς Πελίας. Είδε το νέο που ήταν στο επίκεντρο του γενικού ενδιαφέροντος και σταμάτησε. Μα ξαφνικά, σαν ένας μαγνήτης να το τράβηξε, το βλέμμα του καρφώθηκε στο σανδάλι που κάλυπτε εντυπωσιακά μονάχα το δεξί του πόδι. Στην αρχή ένιωσε έκπληξη. Ύστερα η καρδιά του χτύπησε δυνατά· ένα σύγκρυο ένιωσε να διαπερνά, σαν σπαθί, το κορμί του. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε το κορμί του. Στ' αλήθεια, ο νέος που είχε πει το μαντείο, με το ένα σαντάλι και το ντύσιμο που πρόδινε την καταγωγή του απ' τα ορεινά, στεκόταν τώρα μπροστά του. Όλα έγιναν καταπώς τα είπε ο θεός. Μα ο θεός είπε πως το τέλος της ζωής του θα ερχόταν απ' τα χέρια εκείνου του ξένου. Ο μελλοντικός φονιάς του λοιπόν στεκόταν μπροστά του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, να ξεχάσει για μια στιγμή το χρησμό. Έκρυψε τον τρόμο του και ρώτησε το νέο ποια ήταν η ιδιαίτερή του πατρίδα και ποια η καταγωγή του. Με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και ηρεμία απάντησε εκείνος:



"Φέρνω μαζί μου τη διδασκαλία του Χείρωνα. Έρχομαι από τη σπηλιά όπου κατοικούσα με τη Χαρικλώ, τη σύζυγο, και τη Φιλύρα, τη μάνα του Κένταυρου. Οι αγνές κόρες του Κένταυρου μ' ανέθρεψαν. Έγινα είκοσι χρονών χωρίς να κάνω καμιά ανάρμοστη πράξη ή να πω εναντίον τους κάποιο λόγο που δεν έπρεπε. Τώρα ξαναγυρίζω στην πατρίδα, για ν' αποχτήσω την παλιά δόξα του πατέρα μου, που κάποτε την είχε δωρίσει ο Δίας στον πρίγκιπα Αίολο και που τώρα την κατέχει παράνομα κάποιος άλλος".

αποκάλυπτε το σκοπό του ερχομού του. Μα ο Πελίας σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να δείξει ότι φοβάται. Ψύχραιμος, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση. Να βρει κάποια αποτελεσματική λύση. Χαμογέλασε με κόπο στο νέο, σαν να ήθελε να του δείξει την κατανόησή του.




Ξαφνικά το πλήθος κινήθηκε προς τα πίσω, άνοιξε δρόμο. Στάθηκε και παρακολουθούσε με αγωνία τη σκηνή. Ένας άντρας μεσήλικας έκανε την εμφάνισή του. Έτρεξε κι αγκάλιασε τον Ιάσονα. Τον έσφιξε δυνατά κι άρχισε να τον φιλά, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του. Ήταν ο πατέρας του, ο Αίσονας, που είχε έρθει κι αυτός για τη θυσία. Ακολούθησαν οι θείοι του Ιάσονα και τα ξαδέρφια του. Ένα τρελό, ξέφρενο πανηγύρι χαράς για κείνη την ανέλπιστη συνάντηση έστησαν όλοι.



Ο Ιάσονας τους φιλοξένησε όλους στο σπίτι του πατέρα του πέντε μερόνυχτα (γιατί είχαν έρθει από μακρινά μέρη: ο Φέρης και ο Άδμητος, από τις θεσσαλικές Φερρές, ο Αμυθάονας και ο Μελάμποδας, από τη Μεσσηνία). Την έκτη μέρα τους αποκάλυψε το σχέδιό του: τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του πατέρα του, την αφαίρεση της εξουσίας από τον Πελία. Όλοι συμφώνησαν μαζί του και αποφάσισαν να τον συνοδέψουν στο παλάτι. Όταν έφτασαν, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά, που τους δέχτηκε με προσποιητή εγκαρδιότητα. Ο Ιάσονας μίλησε με θάρρος, αλλά και με διάθεση συγκαταβατικότητας. Η σωφροσύνη που τον δίδαξε ο σοφός του δάσκαλος Χείρωνας, κυριάρχησε στα πάθη της οργής και της αγανάκτησης για την αδικία, που είναι φυσικό να τα εξάπτει ακόμα περισσότερο η ορμητικότητα και ο ενθουσιασμός της νεανικής φύσης.



"Έχουμε κοινή καταγωγή", είπε, "από μια γυναίκα. Γι' αυτό δεν είναι σωστό να μαλώνουμε. Ας ξεχάσουμε ό,τι έγινε μέχρι τώρα. Ας πρυτανεύσει η λογική. Προτείνω ένα σχέδιο ειρηνικής μοιρασιάς. Κράτησε τα κοπάδια και τα χωράφια, που πήρες από τον πατέρα μου, αλλά δώσε μου το σκήπτρο και το θρόνο που μου ανήκουν". Ήρεμα, τότε, του απάντησε κι ο Πελίας: "Ευχαρίστως θα σου παράδινα ό,τι ζήτησες. Υπάρχει όμως κάτι που με κάνει ν' ανησυχώ: μια απαίτηση των υποχθόνιων θεών. Η ψυχή του Φρίξου παρουσιάστηκε στ' όνειρό μου και με παρακάλεσε να πάει κάποιος στο παλάτι του Αιήτη, απ' όπου θα φέρει πίσω την ψυχή του και το χρυσόμαλλο δέρας.



Ρώτησα ύστερα το μαντείο των Δελφών κι εκείνο μου έδωσε εντολή να στείλω γι' αυτόν το σκοπό ένα καράβι. Μα είμαι ήδη πολύ γέρος κι ανήμπορος για τέτοιες κουτουράδες. Εσύ όμως είσαι στο άνθος της νεανικής σου δύναμης και μπορείς να το κάνεις. Σου δίνω λοιπόν όρκο και μάρτυρές μου ας είναι οι θεοί ότι, μόλις επιστρέψεις από το ταξίδι και φέρεις το χρυσόμαλλο δέρας, θα σου παραδώσω το σκήπτρο και το θρόνο που ζητάς".



Φυσικά, ούτε όνειρο τέτοιο είχε δει ποτέ ο Πελίας, ούτε σκόπευε να παραδώσει την εξουσία στον ανιψιό του. Μα όλα αυτά τα είπε, γιατί ήταν σίγουρος ότι το έργο που του ανέθετε ήταν τόσο δύσκολο κι επικίνδυνο, που δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να στεφθεί μ' επιτυχία. Θα έφευγε λοιπόν εκείνος σ' ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή και οι όρκοι θα ήταν πλέον άκυροι, εφόσον δε θα εκπληρώνονταν προηγουμένως οι όροι για τη δέσμευσή του.


ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ




Τι ήταν όμως αυτό το χρυσόμαλλο δέρας και ποια σχέση είχαν μ' αυτό ο Φρίξος και ο Αιήτης; Ναι! Ήταν μια πρωτότυπη, παράξενη ιστορία, ένα ανθρώπινο δράμα, με πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις, που ήρωές της είναι δυο παιδιά βασανισμένα απ' την απονιά της μητριάς τους.



Κάποτε ο βασιλιάς της Βοιωτίας Αθάμας παντρεύτηκε τη θεά Νεφέλη, από την οποία απέκτησε δυο χαριτωμένα παιδιά, τον Φρίξο και την Έλλη. Αλλά αργότερα ο άπιστος σύζυγος εγκατέλειψε τη Νεφέλη και παντρεύτηκε την κόρη του Κάδμου Ινώ, μια δύστροπη και κακιά γυναίκα. Κοντά στη μητριά τους η ζωή των παιδιών έγινε ανυπόφορη. Τη βαθιά αποστροφή της σ' αυτά την έδειχνε καθημερινά, καταπιέζοντας και βασανίζοντάς τα με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο.







Η πέτρινη καρδιά της δε συγκινούνταν ποτέ ούτε από τα παρακάλια ούτε από τα δάκρυα των αθώων εκείνων παιδιών. Η παρουσία τους πίστευε ότι στεκόταν εμπόδιο στην οικογενειακή της ευτυχία. Γι' αυτό πήρε την απόφαση να τα βγάλει από τη μέση. Περίμενε λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία, που δεν άργησε να έρθει.



Κάποτε έπεσε πείνα (λιμός) στη Βοιωτία. Κι αυτό γιατί η Ινώ διέταξε κρυφά να βάλουν σε φούρνο και να ψήσουν όλους τους σπόρους των δημητριακών που σκόπευαν να σπείρουν εκείνη τη χρονιά. Αποτέλεσμα ήταν να μη φυτρώσουν τα σπαρτά. Ο Αθάμας έστειλε απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών, για να ρωτήσουν τι έπρεπε να κάνει για ν' αποσοβηθεί το κακό. Αλλά η Ινώ δωροδόκησε τους απεσταλμένους, παραγγέλλοντάς τους να πουν ότι τάχα το μαντείο έδωσε εντολή να θυσιαστούν τα παιδιά της Νεφέλης.



Η σατανική γυναίκα κατάφερε, τελικά, να πείσει τον Αθάμα ότι, αν τα θυσίαζε, το κακό θα σταματούσε και οι θεοί θα ξανάφερναν στη χώρα του την προηγούμενη ευφορία της γης κι ευτυχία. Κι εκείνος, ανόητος κι ευκολόπιστος καθώς ήταν, έπεσε εύκολα στα δίχτυα της παμπόνηρης γυναίκας, την πίστεψε και δέχτηκε να θυσιαστούν τα παιδιά του. Μα ο Δίας, άγρυπνος, παρακολουθούσε τα γεγονότα στο παλάτι του άστοργου πατέρα, που έγινε ένα άβουλο παιχνίδι στα χέρια της γυναίκας του, ενώ, σαν βασιλιάς που ήταν, έπρεπε να έχει το σθένος και τη βούληση για να κυβερνά με σύνεση το λαό του.



Ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων δεν μπορούσε να βλέπει κατάφορες αδικίες σε βάρος ανήμπορων υπάρξεων, όπως εκείνα τ' αθώα παιδιά. Έστειλε λοιπόν αμέσως την πραγματική μάνα των παιδιών, τη Νεφέλη, με το φτερωτό του κριάρι, που είχε χρυσόμαλλη προβιά. Τη στιγμή που η σκληρή μητριά ήταν έτοιμη να πνίξει τα παιδιά, η μάνα τους τ' άρπαξε, τα έβαλε πάνω στο ιερό κριάρι του Δία, που είχε ανθρώπινη λαλιά, και τα γλίτωσε. Πέταξαν ψηλά διασχίζοντας το Αιγαίο πέλαγος.



Καθώς περνούσαν πάνω από το στενό της θάλασσας, που ενώνει την Προποντίδα με το Αιγαίο, τα παιδιά χαίρονταν, απολαμβάνοντας τα ωραία τοπία που έβλεπαν. Από τη φυλακή τους ξαφνικά βρέθηκαν στον ελεύθερο κόσμο, από τα βασανιστήρια στην ξεγνοιασιά που προσφέρει πάντα η μητρική αγάπη και η στοργή και από την αδικία των ανθρώπων στη δικαιοσύνη του θεού. Το κριάρι πετούσε εκεί που αυτό ήθελε· ήξερε το δρόμο του. Τα παιδιά αφήνονταν σ' αυτό το υπέροχο ταξίδι χωρίς να σκέφτονται τίποτα, με ανοιχτές όλες τους τις αισθήσεις, για ν' απολαμβάνουν το σοφό συνταίριασμα των καταπράσινων αυλών, της ολογάλανης θάλασσας και του ολόχρυσου ήλιου, που τρεμόπαιζε καθώς βουτούσε από ψηλά στον ακύμαντο καθρέφτη της θάλασσας.



Μα -είναι αλήθεια- όλα τ' ανθρώπινα έχουν όρια· έχουν τοπική και χρονική διάρκεια. Έτσι και η χαρά των παιδιών δεν κράτησε πολύ. Γιατί το κορίτσι σε μια στιγμή έχασε την ισορροπία του, έπεσε στη θάλασσα και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Η θάλασσα, που πριν από λίγο απολάμβανε με πάθος, έγινε ο υγρός τάφος του. Γι' αυτό το στενό αυτό της θάλασσας, όπου έπεσε η Έλλη, ονομάστηκε Ελλήσποντος, δηλαδή πόντος, θάλασσα της Έλλης. Ο Φρίξος ένιωσε βαθιά θλίψη για τον άτυχο χαμό της αδερφής του.



Μα ποιος μπορούσε να πάει ενάντια στις θεές Μοίρες, που ρυθμίζουν και καθορίζουν όλα τ' ανθρώπινα; Η διάρκεια της ζωής του κοριτσιού ήταν προκαθορισμένη, καθώς επίσης και οι συνθήκες και ο τρόπος του θανάτου του. Θα γλίτωνε απ' τα χέρια της άπονης μητριάς, αλλά θα έφτανε στο τέλος η ζωή της μέσα στα βαθιά νερά της θάλασσας. Ωστόσο, οι θνητοί άνθρωποι εύκολα δεν μπορούν ν' αποχωριστούν τ' αγαπημένα τους πρόσωπο, εύκολα δε συνηθίζουν στ' ανελέητα χτυπήματα της Μοίρας. Έτσι κι ο Φρίξος, στα κατάβαθα της ψυχής του, ένιωσε μια μεγάλη απογοήτευση, μοναξιά απέραντη. Όλα γι' αυτόν ξαφνικά έγιναν ανούσια, δίχως νόημα. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του η ιδέα ν' αφήσει τον εαυτό του να πέσει κι αυτός στα βαθιά νερά της θάλασσας, ακολουθώντας στο ταξίδι για τον Κάτω Κόσμο την αγαπημένη και μονάκριβή του αδερφή.



Μα το κριάρι, που κατάλαβε τις σκέψεις του και διαισθάνθηκε τις προθέσεις του, μίλησε μ' ανθρώπινη λαλιά. Τo θεϊκό ζώο έδωσε θάρρος και κουράγιο στο παλικάρι, αισιοδοξία για τη ζωή. "Οι θεοί τα κανονίζουν όλα", του είπε. "Όλοι έχουμε μια αποστολή στη γη· αυτή την αποστολή πρέπει να εκπληρώσουμε".



Έτσι, συνεχίζοντας το ταξίδι ο Φρίξος, έφτασε στην Κολχίδα, στην απόμακρη χώρα του Καύκασου, όπου βασίλευε ο γιος του Ήλιου Αιήτης, αδερφός της Πασιφάης (βασίλισσας της Κρήτης) και της μάγισσας Κίρκης. Στη χώρα εκείνη του Αιήτη οι ακτίνες του ήλιου αναπαύονταν και ξανά ξυπνούσαν, στο αδιάκοπο κυνήγι της μέρας και της νύχτας. Ο Αιήτης υποδέχτηκε εγκάρδια τον Φρίξο και τον φιλοξένησε. Αργότερα του έδωσε την κόρη του Χαλκιόπη για γυναίκα. Έτσι την έλεγαν, γιατί είχε "χάλκινο πρόσωπο". Το κριάρι όμως προοριζόταν απ' την αρχή για θυσία. Γι' αυτό ο Φρίξος το πρόσφερε στον Φύξιο Δία, που ήταν προστάτης των δραπετών και το χρυσόμαλλο δέρας (προβιά) το παρέδωσε στον πεθερό του, για να το φυλάξει. Ο Αιήτης το κρέμασε σε μια βελανιδιά στο ιερό του Άρη κι έβαλε για φύλακά του ένα δράκοντα, πελώριο φίδι, που πάντα έμεινε άγρυπνο και δεν επέτρεπε σε κανέναν να περάσει. Ήταν ικανό να περιτυλίξει ένα μεγάλο καράβι μαζί με όλο του το πλήρωμα.

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ "ΑΡΓΩ" ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ




Ο Ιάσονας λοιπόν καταγόταν, όπως προαναφέρθηκε, από την ίδια γενιά του Φρίξου. Ο πατέρας του Αθάμας ήταν αδερφός του Σαλμονέα, παππού του Ιάσονα. Κοινός γενάρχης: ο Αίολος. Γι' αυτό ο Πελίας επινόησε το σατανικό εκείνο σχέδιο, για την αποστολή του Ιάσονα στην Κολχίδα και, παράλληλα, για την εξόντωσή του. Θέλησε να τον παρουσιάσει σαν ηθικά υπεύθυνο για την ικανοποίηση της ψυχής του Φρίξου, που ζητούσε, τάχα, να επιστρέψει το χρυσόμαλλο δέρας στην οικογένεια των απόγονων του Αιόλου, αφού ο ίδιος, λόγω ηλικίας, ήταν αδύνατο να αναλάβει μια τέτοια αποστολή.



Ο Ιάσονας, καθώς ήταν θαρραλέος και ριψοκίνδυνος χαρακτήρας και η πείρα της ζωής του έλειπε, που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να δει και να σταθμίσει τους κινδύνους, δέχτηκε με προθυμία την πρόταση του θείου του και άρχισε τις σχετικές προετοιμασίες. Μια τέτοια μακρινή και επικίνδυνη αποστολή, για να έχει επιτυχία, χρειαζόταν ένα γοργό και ανθεκτικό καράβι και πλήρωμα με παλικαριά που θα αψηφούσαν τους κινδύνους και θα ήταν έτοιμα ακόμα και τη ζωή τους να θυσιάσουν γι' αυτόν το σκοπό.



Πώς όμως ένας άπειρος νέος, χωρίς τεχνικές και ναυτικές γνώσεις, θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα τέτοιο καράβι; Και με ποια κίνητρα θα ήταν δυνατό να πείσει και έτσι να συγκεντρώσει τους συντρόφους του πληρώματος;



Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, προστάτιδα της γενιάς των απόγονων του Αιόλου, προσφέρθηκε αμέσως να βοηθήσει. Με τις αλάνθαστες υποδείξεις της και την άγρυπνη επιστασία της έγινε το έργο. Η ίδια, άλλωστε, έκοψε ξύλο από την περίφημη "Δωδωνέα δρυ", ιερή βελανιδιά, που είχε την ιδιότητα να μιλά, και το έδωσε στον Ιάσονα, για να το χρησιμοποιήσει, μαζί με ξύλα κουκουναριών από το Πήλιο, για την κατασκευή του καραβιού. Μ' αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατό να γνωρίζουν από πριν τους επικείμενους κινδύνους της θάλασσας, αφού το θαυματουργό ξύλο θα τους προειδοποιούσε σχετικά. Η ίδια θεά ύφανε επίσης από μόνη της τα πανιά του καραβιού και μύησε με προθυμία στη ναυτική τέχνη τα παλικαριά του πληρώματος. Υποσχέθηκε, τέλος, ότι θα συνοδεύσει η ίδια την αποστολή, για να δείχνει το δρόμο που έπρεπε ν' ακολουθηθεί.



Το καράβι κατασκευάστηκε, σύμφωνα με την παράδοση που τότε επικρατούσε, για πενήντα κωπηλάτες. Πρωτομάστορας ήταν ο ξυλουργός Άργος, γι' αυτό και ονομάστηκε "ΑΡΓΩ". Άλλωστε, στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη "αργός" έχει τελείως διαφορετική σημασία απ' ό,τι στη σημερινή της χρήση. Σημαίνει "ταχύς, γρήγορος". Και πραγματικά. Η "Αργώ" είχε όλες τις αρετές: Ήταν ανθεκτική στα κύματα, εύστροφη και γρήγορη.



Ο Ιάσονας μετά έστειλε κήρυκες σ' όλη την Ελλάδα για να ζητήσει παλικάρια ικανά για να στελεχώσουν το καράβι. Για μια τέτοια αποστολή τα κίνητρα, φυσικά, δεν ήταν μονάχα ηθικά, δηλαδή η ενεργός συμπαράσταση στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η αλληλεγγύη σε κάποιον ομόφυλο για την επιτυχία ενός απώτερου στόχου του. Μπορούσαν να είναι πολλά και διάφορα, ανάλογα με τις πεποιθήσεις, την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα και τις επιδιώξεις του καθενός. Ωστόσο, υπήρχε κάτι κοινό στους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Η λαχτάρα για την περιπέτεια. Η περιπέτεια για την περιπέτεια. Η γνώση για τη γνώση. Το καινούριο, το άγνωστο, το απόμακρο, το πρωτόγνωρο, με την πηγαία ομορφιά και την ακαταμάχητη μαγεία που ασκούν στην ψυχή του ανθρώπου, τραβούσαν, σαν μαγνήτης, τους Έλληνες εκείνης της εποχής, που πιθανότατα, μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 13ο αιώνα π.Χ., έναν αιώνα δηλαδή πριν από την περίφημη τρωική εκστρατεία.



Οι αντιλήψεις, άλλωστε, που επικρατούσαν τότε, καλλιεργούσαν τις φιλοδοξίες του λαού για υπερπόντιες αναζητήσεις, για μια καλύτερη τύχη. Καθώς τέτοια ταξίδια, με τα πενιχρά τεχνολογικά δεδομένα που διέθεταν και την πειρατεία που οργίαζε, ήταν επικίνδυνα και επίπονα, όσοι είχαν την απαραίτητη τόλμη και το κουράγιο ν' αναλάβουν και να φέρουν σε αίσιο πέρας μια τέτοια αποστολή, εκτός των υλικών οφελών που είχαν, συγκέντρωναν την εκτίμηση, το σεβασμό και την αναγνώριση όλων, μικρών και μεγάλων. Τους αποδίδονταν τιμές ηρώων και η δόξα τους δεν είχε πρόσκαιρο χαρακτήρα. Τους ακολουθούσε και μετά το θάνατό τους. Αλλά η δόξα εκείνη της επιτυχίας δε θα έμενε μονάχα σ' αυτόν το θνητό κόσμο. Θ' ακολουθούσε τους ήρωες και στον Άδη, όπου η ζωή ήταν αιώνια.



Αυτά λοιπόν τα κίνητρα πυροδότησαν τον ενθουσιασμό πολλών εκλεκτών νέων απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας, που έσπευσαν να καταταγούν στο πλήρωμα της Αργώς. Τελικά επιλέχτηκαν 50 απ' αυτούς, οι ικανότεροι, μερικοί από τους οποίους ήταν ημίθεοι, δηλαδή είχαν θεϊκή καταγωγή. Ενδεικτικά μπορούν ν' αναφερθούν οι γιοι του Δία Ηρακλής και Διόσκουροι (Κάστορας και Πολυδεύκης), οι γιοι του Ποσειδώνα Εύμαινος από το Ταίναρο και Περικλύμενος από την Πύλο και οι δίδυμοι από τη Μεσσηνία Ίδας και Λυγκέας, οι γιοι του Ερμή Εχίονας και Έρυτος, ο Αιθαλίδης, κήρυκας των Αργοναυτών, οι γιοι του Απόλλωνα Φιλάμμονας (που ήταν αοιδός) και Ίδμονας (που ήταν μάντης). Επίσης πήραν μέρος ο Ορφέας, ο θεσπέσιος μουσικός από τη γενιά του Απόλλωνα ο μάντης Μόψος, που τον είχε διδάξει ο Απόλλωνας, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, γιοι του Αιακού και εγγονοί του Δία, ο Άδμητος, που ήταν ξάδερφος του Ιάσονα και μάλιστα και ο γιος του Πελία Άκαστος, που ήρθε χωρίς τη θέληση του πατέρα του.

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ




Μόλις τελείωσε η κατασκευή του καραβιού και ο εφοδιασμός του με τ' αναγκαία τρόφιμα και το νερό, καθώς και ο εξοπλισμός του, ο Ιάσονας πρότεινε στους συντρόφους του να εκλέξουν έναν αρχηγό της αποστολής. Ανεπιφύλακτα όλοι τους τότε πρότειναν τον ίδιο κι εκείνος, ικανοποιημένος για την τιμή που του έκαναν, αλλά και με υψηλό αίσθημα ευθύνης για την τύχη των συντρόφων του, προσευχήθηκε στους θεούς, για να έχουν την εύνοια και συμπαράστασή τους. Ύστερα πάνω σ' έναν πρόσφατα χτισμένο βωμό πρόσφεραν θυσίες στο θεό της επιβίβασης, τον Εμβάσιο Απόλλωνα και ο Ορφέας, που γνώριζε καλύτερα απ' όλους τους θνητούς το δρόμο προς τον Κάτω Κόσμο και τον επάνω, έψαλε, σαν προανάκρουσμα, ένα θεσπέσιο ύμνο για τη Νύχτα. Αυτό δήλωνε πως θ' άρχιζε ένα ταξίδι ιδιαίτερα ιερό, με άμεση επαφή με πνεύματα και υπερκόσμιες δυνάμεις.



Μόλις τέλειωσε αυτή η επιβλητική ιεροτελεστία, οι Αργοναύτες επιβιβάστηκαν στο γερό σκαρί, σήκωσαν την άγκυρα, άνοιξαν τα πανιά και άρχισαν ν' ανοίγονται στο πέλαγος, σκίζοντας τα νερά, κάτω από τις επευφημίες και τις ευχές των συγγενών και φίλων τους κι ολόκληρου λαού, που συγκεντρώθηκε για να δει το μοναδικό και ανεπανάληπτο θαύμα της τεχνολογίας εκείνης της εποχής.



Στην αρχή το ταξίδι ήταν ωραίο. Η "Αργώ" γλιστρούσε πάνω στον καθρέφτη της θάλασσας, ανάμεσα σ' ένα σμήνος από γλάρους, με χίλιους σχηματισμούς στο πέταγμά τους και τις τσιριχτές τους φωνές που δημιουργούσαν σωστό πανδαιμόνιο. Τα δελφίνια προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το υπέροχο καράβι, αλλά, μαγεμένα από τη θεσπέσια μουσική του Ορφέα, του Θρακιώτη ποιητή και αξεπέραστου τεχνίτη της λύρας, έμειναν ξοπίσω ξεχασμένα. Το δροσερό αγεράκι της θάλασσας φούσκωνε γλυκά τα πανιά και χάιδευε απαλά τα μαλλιά και τα πρόσωπα των παλικαριών, γεμίζοντας τις καρδιές τους μ' ελπίδες και όνειρα πολλά. Οι πανέμορφες κόρες του γερο Νηρέα, οι γλυκόθωρες Νηρηίδες, έφυγαν απ' τα παλάτια του πατέρα τους, που βρίσκονταν στο βυθό της θάλασσας, και βγήκαν στην επιφάνεια, για ν' απλώσουν πάνω τους τη γλυκάδα της ηρεμίας και την ομορφιά του ξέγνοιαστου ταξιδιού. Και ο άλλος θαλασσινός θεός, ο γερο Πρωτέας, πιστός όπως πάντα στο έργο του, σαλαγούσε τα κοπάδια των κυμάτων του Ποσειδώνα μέσα στις σκοτεινές κοιλάδες και χαράδρες της θάλασσας, για να μην ενοχλούν το θεϊκό καράβι. Πότε πότε τα έβγαζε στις ακρογιαλιές για να ξαποστάσουν κι εκεί ήξερε πολύ καλά τον τρόπο να τ' αποκοιμίζει.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ




Μα ξαφνικά πήρε εντολή απ' το μεγάλο αφεντικό της θάλασσας να ξαμολήσει τα κοπάδια των κυμάτων στο πέλαγος. Ο γερο Πρωτέας -όπως πάντα- και τώρα υπάκουσε. Οι Νηρηίδες, τρομαγμένες, βιάστηκαν να γυρίσουν στο παλάτι τους. Οι άνεμοι όρμησαν σαν θεριά έτοιμα να κατασπαράξουν τ' ανύποπτα θύματά τους και η "Αργώ" μια ανέβαινε -θαρρείς- στα ουράνια και μια κατέβαινε στα βαθιά πηγάδια της θάλασσας. Οι ναύτες έκαναν υπεράνθρωπο αγώνα για τη σωτηρία του καραβιού, που ίσως να μην μπορούσε να πραγματοποιήσει την αποστολή του, εάν δεν επέμβαιναν η Αθηνά και η Ήρα, για να καταλαγιάσουν λίγο τους ορμητικούς ανέμους και να οδηγήσουν το μαγικό σκαρί με όλο του το πλήρωμα στο νησί του Ήφαιστου, στη Λήμνο. Εκεί ο τεχνίτης θεός είχε το περίφημο εργαστήρι του.



Μα, μόλις οι Αργοναύτες πάτησαν το πόδι τους στη στεριά, αντίκρισαν ένα πολύ παράξενο και εντυπωσιακό θέαμα: Ένα πλήθος από νέες και όμορφες γυναίκες έτρεχαν, οπλισμένες να τους αντιμετωπίσουν. Μπροστά πήγαινε η βασίλισσά τους, που ξεχώριζε για την ομορφιά και το παράστημά της. Ο Ιάσονας τη συμπάθησε, το ίδιο και αυτόν εκείνη. Έκαναν λοιπόν μια συμφωνία να μη γίνει χρήση όπλων και από τις δυο μεριές· απεναντίας το γεγονός του ερχομού των παλικαριών να γιορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Λίγο αργότερα πληροφορήθηκαν ότι ο πληθυσμός του νησιού αποτελούνταν μονάχα από γυναίκες. Κάποτε όλες αυτές οι γυναίκες ξεσηκώθηκαν εναντίον των αντρών τους, που τις παραμελούσαν και γλεντούσαν με τις παλλακίδες και τους σκότωσαν όλους. Την ίδια τύχη είχαν και οι παλλακίδες. Κι αυτό γιατί η Αφροδίτη, θυμωμένη που έδειχναν ψυχρότητα και αποστροφή προς τους άνδρες τους και δεν τιμούσαν όπως έπρεπε τη θεά, τις τιμώρησε δίνοντάς τους μια απαίσια μυρωδιά, που προκαλούσε την αποστροφή των ανδρών τους.



Ο εξολοθρεμός λοιπόν όλου του αρσενικού πληθυσμού του νησιού θεωρήθηκε ως μεγάλο ανοσιούργημα και από τότε το νησί έδερνε μια κατάρα και ένα κακό, ίσως το πιο μεγάλο απ' όσα ήταν μέχρι τότε γνωστά, πλανιόταν πάνω του. Η Υψιπύλη, που έγινε τότε η βασίλισσα του νησιού, έσωσε μονάχα ένα ανδρικό πλάσμα: τον πατέρα της Θόαντα, που τον έβαλε μέσα σ' ένα κιβώτιο και τον έριξε στη θάλασσα. Μαζί μ' αυτόν εγκατέλειψαν το νησί και οι αρσενικοί τοπικοί θεοί, οι Κάβειροι. Από τότε κυριάρχησαν οι γυναίκες και άντρας δεν πάτησε το πόδι του ποτέ εκεί.



Οι γυναίκες λοιπόν αυτές, πυρωμένες από τη μακροχρόνια στέρηση του άνδρα, μόλις είδαν τα παλικάρια, θεώρησαν ότι ήταν η ευκαιρία της ζωής τους να σβήσουν το πάθος του κορμιού τους. Μάλωναν, μάλιστα, μεταξύ τους για το ποια ποιον θα πάρει. Ο Ιάσονας έπεσε θύμα της όμορφης Υψιπύλης και έγινε σκλάβος της. Στην ερωτική αγκαλιά της ξέχασε το χρυσόμαλλο δέρας, το θρόνο, τη δόξα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Δυο ολόκληρα χρόνια οι Αργοναύτες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να τρώνε, να πίνουν και να ερωτοτροπούν κάτω από τη σκιά των πεύκων με τις αχόρταγες Λημνιάδες.



Μόνο ο Ηρακλής αρνήθηκε από την αρχή να πάρει μέρος σ' αυτό το πανηγύρι της ξεγνοιασιάς και της κραιπάλης. Έμεινε μόνος του στο καράβι και προσπαθούσε διαρκώς να συνετίσει τους συντρόφους του, και ιδιαίτερα τον Ιάσονα, υπενθυμίζοντάς τους την αποστολή τους και τονίζοντας το ξεστράτισμά τους και την ηθική αναλγησία που τους χαρακτήριζε. Μπροστά όμως στα θέλγητρα του έρωτα, κανένας τους δεν ήθελε ν' ακούσει.



Μια μέρα ο Ηρακλής, νιώθοντας να εξαντλείται πια η υπομονή του, αποφασισμένος να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και να γυρίσει πίσω στην πατρίδα, είπε σε έντονο ύφος στον Ιάσονα ότι έπρεπε επιτέλους να σταματήσει αυτή η αμεριμνησία και η απραγία, που είχε παραλύσει το κορμί και την ψυχή τους. "Άλλος είναι ο στόχος μας", είπε ο γιος της Αλκμήνης, "για τον οποίο έχουμε εγκαταλείψει την πατρίδα μας, την οικογένειά μας, τους συγγενείς και φίλους μας και όχι για να κάνουμε απιστίες στις γυναίκες μας". Ο Ιάσονας τον άκουσε με προσοχή.



Σκέφτηκε ότι είχε δίκιο με τα λεγόμενά του. Και οι θεές Ήρα και Αθηνά του επισήμαναν την ξεχασμένη αποστολή. Συνήλθε. Συγκέντρωσε τους συντρόφους του και τους ζήτησε να εγκαταλείψουν πια τη Λήμνο. Αν και η πρότασή του δεν άρεσε σε κανέναν, αναγκάστηκαν όλοι να εγκαταλείψουν την ξέγνοιαστη ζωή του νησιού και να μπαρκάρουν στο καράβι. Η Αφροδίτη ήταν όμως πια πολύ ικανοποιημένη που την τίμησαν ομαδικά και η κατάρα που έδερνε το νησί μέχρι τότε έφυγε, με την παρέμβαση της θεάς. Ο τόπος ξαναβρήκε τη δημογραφική του ισορροπία, αφού από τους Αργοναύτες γεννήθηκαν και αρσενικά παιδιά. Ο ίδιος μάλιστα ο Ιάσονας απέκτησε από την Υψιπύλη δυο γιους: τον Εύηνο και τον Θόαντα το νεότερο. Από τη Λήμνο η "Αργώ" έφτασε στη γειτονική Σαμοθράκη.



Το νησί αυτό φημιζόταν για τις μυστηριακές θρησκευτικές τελετές του και, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, όσοι κατάφερναν να μυηθούν στα μυστήρια αυτά, είχαν καλή τύχη στη ζωή τους και ιδιαίτερα καλό ταξίδι στη θάλασσα και στις εκστρατείες. Ήθελαν λοιπόν ο Ιάσονας, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι και ο Ορφέας να μυηθούν, από τους εκεί ιερείς, στα μυστήρια και να πάρουν μέρος στην αποκάλυψη των μεγάλων θεών. Ήταν, άλλωστε, αυτό και συμβουλή της Ήρας και Αθηνάς. Κατά τη λιγόχρονη παραμονή της "Αργώς" στο νησί, έγινε η επιθυμητή μύηση. Τα παλικάρια για να ευχαριστήσουν τους ιερείς για το ανεκτίμητο έργο τους, τους χάρισαν πιθάρια γεμάτα τρόφιμα.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΥΖΙΚΟΣ




Αφού πέρασαν το στενό της θάλασσας που ενώνει το Αιγαίο πέλαγος με την Προποντίδα, που φέρει την ονομασία "Ελλήσποντος" (γιατί εκεί έπεσε απ' το φτερωτό κριάρι η Έλλη και πνίγηκε), έφτασαν στα νότια παράλια της Προποντίδας, στην Κύζικο, όπου κατοικούσαν οι Δολίονες, ένας λαός ειρηνικός, με επικεφαλής το βασιλιά του Κύζικο, που ήταν στην ηλικία, περίπου, του Ιάσονα και είχε πάρει κάποτε την προειδοποίηση από τους θεούς να υποδεχτεί εγκάρδια τους ήρωες που θα έφταναν στη χώρα του.



Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν εκεί, έτρεξαν αμέσως οι ντόπιοι κάτοικοι να τους υποδεχτούν. Τότε ο Κύζικος γιόρταζε το "μήνα του μέλιτος" με τη γυναίκα του. Στην πόλη επικρατούσε παντού χαρά και κέφι, γλέντι ξέφρενο. Τα παλικάρια ένιωσαν τόσο άνετα, σαν να ήτανε στην πατρίδα τους και σαν να γνωρίζονταν με τους κατοίκους της πόλης χρόνια πολλά. Αφού όμως έφαγαν, ήπιαν και ξαπόστασαν λίγο, σκέφτηκαν ν' ανεβούν σ' ένα βουνό της περιοχής εκείνης, το Δίνδυμο, που ήταν αφιερωμένο στη μητέρα των θέων, κι εκεί να προσφέρουν θυσίες. Έτσι, αποφάσισαν οι περισσότεροι ν' ανεβούν στο βουνό και μερικοί να μείνουν στο καράβι, να το φυλάγουν. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Ηρακλής.



Δεν πέρασε όμως κάμποση ώρα που τα παλικάρια ξεκίνησαν για το βουνό και αυτοί που έμειναν κοντά στο καράβι ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι τερατόμορφα όντα με έξι χέρια, με τα οποία ξεκολλούσαν από τα βουνά τεράστιους βράχους και τους πετούσαν στον όρμο όπου ήταν αγκυροβολημένη η "Αργώ". Στόχος τους ήταν να γεμίσουν με δαύτους την απόσταση της θάλασσας που χώριζε τη στεριά από το καράβι και στη συνέχεια να μπουν στο καράβι και ν' αρπάξουν ό,τι θα έβρισκαν μέσα σ' αυτό. Αλλά ο Ηρακλής πετάχτηκε αμέσως πάνω κι αδράχνοντας μερικά βέλη από τη φαρέτρα του, τα έριξε σημαδεύοντας καταπάνω τους, με αποτέλεσμα να σκοτώσει μερικά απ' αυτά τα φοβερά τέρατα. Βλέποντας, τότε, τα υπόλοιπα τον κίνδυνο, γύρισαν πίσω και το έβαλαν στα πόδια.



Σε λίγο ήρθαν αντιμέτωπα με τους Αργοναύτες που επέστρεφαν από το βουνό. Στη συμπλοκή που έγινε ανάμεσά τους, η κτηνώδης δύναμη των τεράτων υποτάχτηκε στη δύναμη της φρόνησης των παλικαριών. Σε λίγο τα ανθρωπόμορφα τέρατα κείτονταν όλα σκοτωμένα, γεγονός που πανηγύρισαν έξαλλα οι Δολίονες, γιατί θα απαλλάσσονταν οριστικά από τους κακούς τους γείτονες, που πολλές φορές τους ενοχλούσαν.



Αφού έφτασαν τα παλικάρια στο καράβι, αποχαιρέτησαν τους φιλόξενους Δολίονες και άνοιξαν πανιά. Μα, σαν νύχτωσε, οι άνεμοι τους ξανάφεραν πίσω, χωρίς να το καταλάβουν. Ξαναβρέθηκαν στη χώρα των Δολιόνων, οι οποίοι δεν τους αναγνώρισαν, γιατί δεν μπορούσαν να βάλουν με το μυαλό τους ότι θα ήταν δυνατό να γυρίσουν πίσω τα παλικάρια, αφού πριν από λίγο είχαν αποχαιρετηθεί. Αλλά κι ούτε εκείνοι κατάλαβαν ότι βρίσκονταν στην ίδια περιοχή όπου οι Δολίονες τους φιλοξένησαν. Έτσι, αλληλοεπιτέθηκαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί στη μεταξύ τους σύγκρουση ο Κύζικος.



Μόλις ξημέρωσε, πρώτοι οι Αργοναύτες κατάλαβαν το τραγικό τους σφάλμα και άρχισαν να μοιρολογούν για το εξαίσιο παλικάρι που, άθελά τους, σκότωσαν. Στο μοιρολόι εκείνο, που κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες, συμμετείχε και όλος ο λαός των Δολιόνων. Μα το κακό δε σταμάτησε εδώ. Η βασίλισσα Κλείτη, μη μπορώντας ν' αντέξει την απώλεια του αγαπημένου της, κρεμάστηκε. Ακόμα κι οι Νύμφες θρήνησαν τη νεαρή γυναίκα. Από τα πολλά τους δάκρυα ξεπήδησε η πηγή Κλείτη.



Οι Αργοναύτες αναγκάστηκαν να μείνουν καθηλωμένοι στη χώρα των Δολιόνων δώδεκα μέρες, γιατί φυσούσαν αντίθετοι άνεμοι, που τους εμπόδιζαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Τη δωδέκατη μέρα ο μάντης Μόψος, ακούγοντας τη φωνή της Αλκυόνας, του θρηνητικού πουλιού, συμβούλεψε τον Ιάσονα να εξιλεώσουν τη Ρέα, τη μητέρα των θεών. Γι' αυτό τα παλικάρια αναγκάστηκαν να ξανανεβούν στο βουνό Δίνδυμο, για να προσφέρουν θυσίες.

Ο ΜΑΝΤΗΣ ΦΙΝΕΑΣ




Μετά οι άνεμοι άρχισαν να φυσούν ευνοϊκοί και η "Αργώ" συνέχισε το ταξίδι της. Ο επόμενος σταθμός ήταν η χώρα της Μυσίας. Εκεί οι Αργοναύτες έχασαν τον Ύλα, ένα ωραίο παλικάρι, που πήγε για να κουβαλήσει νερό από τις πηγές των Νυμφών και δεν ξαναγύρισε. Ήταν όλοι σίγουροι ότι οι Νύμφες, θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον άρπαξαν και τον έκρυψαν σε κάποια κρησφύγετό τους. Μα δεν μπορούσαν έτσι να σηκωθούν να φύγουν, χωρίς να εξαντληθούν όλες τους οι ελπίδες.



Γι' αυτό ο Ηρακλής και ο Πολύφημος πήγαν να τον ψάξουν. Μάταια όμως. Δεν τον βρήκαν πουθενά και αναγκάστηκαν να γυρίσουν άπρακτοι στο καράβι.



Ο επόμενος σταθμός των Αργοναυτών ήταν η χώρα των Βεβρύκων, η μεταγενέστερη Βιθυνία, στην ακτή του Μαρμαρά. Εκεί ο Πολυδεύκης, ένα από τα παλικάρια της "Αργώς", νίκησε στις γροθιές τον Άμυκο, τον κυρίαρχο της περιοχής και κάτοχο της πηγής από την οποία τα παλικάρια θέλησαν να πάρουν νερό. Ο Πολυδεύκης τον ανάγκασε τότε να ορκιστεί στον Ποσειδώνα ότι στο εξής δε θα ενοχλήσει κανένα ξένο, που θα τύχαινε να έρθει για να πάρει νερό. Οι κάτοικοι της χώρας εκείνης δεν έδειξαν καμιά διάθεση να φιλοξενήσουν τους ήρωες, γι' αυτό και εκείνοι αναγκάστηκαν, αφού έκαναν τον απαραίτητο ανεφοδιασμό νερού, ν' ανοίξουν πανιά γι' άλλο σταθμό.



Απέναντι ακριβώς από τη χώρα των Βεβρύκων, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας, κοντά στους Θυνίους της Θράκης, υπήρχε μια αρχαία πόλη: η Σαλμυδησσός. Εκεί ζούσε ένας γέρος μάντης, ο Φινέας. Μια τραγική φιγούρα, θύμα αθώο της οργής των θεών. Είχε το χάρισμα από τον Απόλλωνα να γνωρίζει πώς είναι δυνατό να τρυπώσει κανείς στον Άδη και να έχει τη δυνατότητα επιστροφής. Το μυστικό όμως αυτό κάποτε το ανακοίνωσε στον Φρίξο, όταν ο τελευταίος, πάνω στο φτερωτό κριάρι, πέρασε και από εκεί. Παράλληλα, φανέρωνε στους θνητούς το μέλλον μέχρι το έσχατό του τέλος. Γι' αυτό ο Δίας τον τιμώρησε με τον πιο φριχτό και απάνθρωπο τρόπο. Αφού τον τύφλωσε εντελώς, τον υπέβαλλε καθημερινά σε μια φοβερή και ατέλειωτη δοκιμασία. Έστειλε κάτι τέρατα με μορφή γυναίκας και σώμα γύπα, τις Άρπυιες, που έρχονταν κι άρπαζαν από τα χέρια και το στόμα του τις τροφές, όποτε αυτός καθόταν να γευματίσει, και όσες δεν μπορούσαν ν' αρπάξουν, τις κόπριζαν και τις έκαναν ν' αναδίνουν μια τόσο απαίσια μυρωδιά, που ήταν αδύνατο ο τυφλός μάντης ν' αντέξει να τις φάει.



Σ' αυτόν λοιπόν το χαρισματικό μάντη ήθελαν να πάνε τα παλικάρια, για να τον ρωτήσουν με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να πετύχουν το στόχο τους. Μόλις έφτασαν εκεί, βρήκαν τον Φινέα ξαπλωμένο στο στρώμα και τη γυναίκα του Εριχθώ (που ήταν θεότητα του Άδη) να του παραστέκεται. Εξαντλημένο από την πείνα, ένα σώμα λιπόσαρκο, ίδιο με νεκρού, προσπαθούσε, ακουμπώντας σ' ένα ραβδί, να σηκωθεί, στο άκουσμα της φωνής των παλικαριών. Ήξερε πολύ καλά το μέλλον τους, αλλά και το μέλλον το δικό του, που εξαρτιόταν άμεσα από την εκεί παρουσία τους. Σύμφωνα με της Μοίρας τα γραμμένα, οι γιοι του θεού Βορέα Κάλαης και Ζήτης, που ήταν κουνιάδοι του μάντη και ανήκαν στην αποστολή της "Αργώς", θα τον απάλλασσαν οριστικά από την παρουσία των Αρπυιών και θα μπορούσε έτσι στο εξής ν' απολαμβάνει, όπως όλοι οι ζωντανοί, την τροφή του.



Και πραγματικά. Οι δίδυμοι αδερφοί, αφού πήραν τον όρκο του Φινέα ότι με την πράξη τους αυτή δε θα εξόργιζαν κανένα θεό, στάθηκαν με τεντωμένα σπαθιά κοντά στο τραπέζι του μάντη, ενώ παράλληλα οι νεότεροι από τους Αργοναύτες πρόσφεραν στο γέρο φαγητά. Οι Άρπυιες, όπως συνήθιζαν να κάνουν πάντα, όρμησαν στα φαγητά. Τη στιγμή που τα είχαν καταπιεί όλα και δεν άφησαν τίποτα πίσω τους, παρά μονάχα τη χαρακτηριστική τους δυσοσμία, οι άντρες έβαλαν τις φωνές και οι φτερωτοί γιοι του Βορέα τις καταδίωξαν μέχρι τα νησιά που από τότε ονομάστηκαν "Στροφάδες", δηλαδή νησιά της στροφής. Πραγματικά: Τόσο τ' αρπαχτικά πουλιά όσο και οι διώκτες τους εκεί έστρεψαν προς τα πίσω. Γιατί κατέφτασε αμέσως η Ίριδα, η φτερωτή αγγελιοφόρος του Δία και συγκράτησε τους δυο αδερφούς, δίνοντάς τους όρκο ότι δε θα ενοχλούσαν πια τον Φινέα, οι Άρπυιες. Έτσι, μια που δεν μπορούσαν αυτές να θανατωθούν, διάλεξαν για διαμονή τους τα κατάβαθα της γης, κάτω από τη μινωική Κρήτη.

ΟΙ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΠΕΤΡΕΣ




Όλη τη νύχτα μέχρι να γυρίσουν ο Κάλαης και ο Ζήτης, τα παλικάρια γιόρταζαν τη σωτηρία του Φινέα, μ' ένα τρελό ξεφάντωμα. Κι ο συμπαθητικός γερο μάντης, γεμάτος ευγνωμοσύνη, προσφέρθηκε να βοηθήσει τους ευεργέτες του στην αποστολή τους, απακαλύπτοντάς τους το μυστικό δρόμο από τον οποίο θα έφταναν από τον έναν κόσμο στον άλλο.



Τους είπε ότι έπρεπε, για να πάνε στην Κολχίδα, να περάσουν προηγουμένως από ένα επικίνδυνο στενό, το οποίο δεν είχε ποτέ κανένας άνθρωπος περάσει. Και από τις δυο μεριές εκείνου του στενού, που δε βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τη χώρα του, ορθώνονται θεόρατοι γαλάζιοι βράχοι κι η γύρω περιοχή σκεπάζεται πάντα μ' ομίχλη. Εκεί οι αγέρηδες είναι τόσο δυνατοί, τόσο άγριοι, που, όταν αρχίσουν να φυσάνε, οι βράχοι, που βρίσκονται και από τις δυο μεριές της στενής θάλασσας, δεν αντέχουν στην ορμή τους και ολοένα πλησιάζουν ο ένας στον άλλο, μέχρι που χτυπιούνται μεταξύ τους. Τότε είν' αδύνατο να περάσει κανένα καράβι από εκεί. Όταν λοιπόν ξεσπάνε οι αγέρηδες και τ' αφρισμένα κύματα χτυπάνε με μανία στους βράχους, θα έπρεπε να μιμηθούν τα περιστέρια του Δία, που έφερναν την τροφή των θεών, την αμβροσία, από τον Κάτω Κόσμο στον Όλυμπο του δικού μας κόσμου.



Ανάμεσα σ' εκείνες τις γαλάζιες πέτρες, που, επειδή χτυπάνε μεταξύ τους, ονομάζονται "Συμπληγάδες", έπρεπε ν' αφήσουν να πετάξει ένα περιστέρι. Όπως θα πέρναγε αυτό, έτσι θα μπορούσε να περάσει και η "Αργώ".



Τα παλικάρια άκουσαν με ιδιαίτερη προσοχή τις σοφές συμβουλές του θεϊκού μάντη. Δεν τα τρόμαζε πλέον το άγνωστο και το αβέβαιο, γιατί ήξεραν τι θέλουν και, προπάντων, κάτεχαν τον τρόπο για να το πετύχουν. Ευχαρίστησαν το σοφό γέρο και ανέβηκαν στο καράβι. Η Αθηνά, σ' αυτή την πιο κρίσιμη φάση του ταξιδιού τους, έκανε την εμφάνισή της και, με λόγια ενθαρρυντικά, προσπάθησε να τους εγκαρδιώσει. Αλλά και η Ήρα, που απεχθανόταν τον Πελία και συμπαθούσε τον Ιάσονα, για τους λόγους που ξέρουμε, τους έστειλε με τη γαλανομάτα θεά το μαντάτο ότι θα έχουν τη συμπαράστασή της.



Η "Αργώ" άρχισε πάλι να γλιστρά στα γαλανά νερά της Προποντίδας, καθώς ούριος άνεμος την έσπρωχνε, φουσκώνοντας τα πανιά, που ύφανε τ' αλάνθαστο χέρι της σοφής θεάς.



Μόλις έφτασαν στο φοβερό, αιματόβρεχτο στενό -του Βοσπόρου, όπως ονομάζεται σήμερα-, άφησαν να πετάξει -καταπώς τους συμβούλεψε ο Φινέας- ένα περιστέρι. Το πουλί πέταξε κατά μήκος του στενού και όρμησε ανάμεσα από τους βράχους. Τότε οι βράχοι που σμίξανε, άρπαξαν και μάδησαν λίγα φτερά από την ουρά του, που οι ήρωες, όπως τους συμβούλεψε ο μάντης, κράτησαν και πήραν μαζί τους. Βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, όταν οι βράχοι άρχισαν να ξαναπομακρύνονται, έπεσαν μ' όλη τους τη δύναμη στα κουπιά, για να προλάβουν να περάσουν, προτού αυτοί αρχίσουν να ξανασμίγουν. Η "Αργώ" πέταξε σαν ορμητικό βέλος και κατάφερε να περάσει σχεδόν σώα και αβλαβής. Όπως είχανε μαδήσει λίγα φτερά της ουράς του περιστεριού, έτσι και του θεϊκού καραβιού αποκόπηκε μονάχα η τελευταία άκρη από το ξύλο του καταστρώματος.



Η χαρά των ατρόμητων παλικαριών ήταν απερίγραπτη. Πέτυχαν τ' ακατόρθωτο. Με το θάρρος και την αυτοπεποίθησή τους νίκησαν την ανίκητη φύση. Οι κινητοί βράχοι -τα σύνορα, τότε, ανάμεσα στο δυνατό και αδύνατο, στην πραγματικότητα και τ' όνειρο -αποτελούσαν συνάμα και το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στον επάνω κόσμο των ζωντανών και τον Κάτω Κόσμο των νεκρών. Περνώντας λοιπόν οι ήρωες τις "Συμπληγάδες", ήταν σαν να περνούσαν από το χώρο της πραγματικότητας στο χώρο του υπερπέραν. Κάτι πρωτοφανές και πρωτάκουστο! Άνοιγαν μια καινούρια σελίδα στην ανθρώπινη ιστορία. Έδιναν ένα καινούριο νόημα στα πράγματα του κόσμου. Τίποτα πια δεν ήταν ακατόρθωτο μπροστά στο ενεργό ηφαίστειο που λέγεται "ανθρώπινη ψυχή". Όλα τα παρασέρνει στο διάβα του και τα οδηγεί όπου αυτό θέλει. Ακόμα και οι άψυχοι βράχοι, ο φόβος και ο τρόμος όλων των ναυτικών εκείνης της εποχής, δείχνοντας το σεβασμό τους μπροστά στην ανίκητη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης, αφού απομακρύνθηκαν λιγάκι, έμειναν για πάντα χωρισμένοι και ακινητοποιημένοι.





















Η ανέφικτη σεισάχθεια




Οταν ο Σόλων στην προκλασική Αθήνα επιστρατεύθηκε από την πολιτική Ανάγκη να δώσει λύση στα διοικητικά, πολιτικά, κοινωνικά και κυρίως στα οικονομικά προβλήματα του Αστεως, δεν φαινόταν φως στο βάθος του τούνελ, όπως λέμε σήμερα το πολιτικό σκότος και το κοινωνικό χάος. Ζήτησε για να δεχτεί να φέρει τα πάνω - κάτω να του δοθεί εν λευκώ η εντολή για μεταρρυθμίσεις. Του δόθηκε χωρίς αγκομαχητά και πολλές ρητορείες γιατί και τα δύο είχαν περισσέψει.

Ποια ήταν η κατάσταση που παρέλαβε. Μια αποθέωση της αυθαιρεσίας, της αδικίας, της ανομίας και της ηθικής έκπτωσης. Οι περισσότεροι Αθηναίοι ήταν χρεωμένοι σε πλούσιους γαιοκτήμονες, σε τοκογλύφους και ενεχυροδανειστές. Οσοι εργάζονταν, αμείβονταν με ψιχία και για να τα βγάλουν πέρα δανείζονταν ή ελάμβαναν χρήματα ως προκαταβολή ή «έναντι» της αμοιβής τους, με αποτέλεσμα να είναι αιχμάλωτοι στον εργοδότη, κυριολεκτικά δούλοι. Χωρίς να είναι σπάνιο φαινόμενο πολλοί μη έχοντας καμιά εγγύηση ή υποθήκη για να δανειστούν, έβαζαν ως ενέχυρο και υποθήκη το «σώμα» τους και όταν αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τα χρέη τους και τις συμφωνημένες δόσεις μετατρέπονταν «νομίμως» (δηλαδή το επέτρεπαν οι ισχύοντες νόμοι) σε δούλους.

Σ' αυτή την περίπτωση ο χρεώστης που κατέστη δούλος έσερνε στη δουλεία και την οικογένειά του και τους δικούς του δούλους (τα έμψυχα όργανα - εργαλεία του Αριστοτέλη).

Ο Σόλων λοιπόν πριν μεταρρυθμίσει οτιδήποτε, πριν ψηφίσει νόμους που να αποκαθιστούν τη δικαιοσύνη και τα χρηστά ήθη στις συναλλαγές, πριν αντιμετωπίσει αυτά που ονομάζουμε σήμερα κοινωνικά (και ως εκ τούτου ταξικά) ζητήματα, πριν ιδρύσει ένα κράτος δικαίου έπρεπε να απαλλάξει την πόλη και τους κατοίκους της από το άχθος, το βαρίδι των χρεών. Αρα και την εμπορία των αδυνατούντων ανθρώπων να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς τους άπληστους πλουτοκράτες, τους τοκιστές και το ανελέητο δημόσιο ταμείο. Ετσι που πρώτη πράξη της διακυβέρνησής του ήταν η ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ. Απάλλαξε τους πάντες από τις υποχρεώσεις καταβολής των χρωστούμενων και βεβαίως επανέφερε στην τάξη των πολιτών όλους όσοι είχαν δουλωθεί και καταστεί πράγματα, ανταλλάξιμα!

Ετσι ένα πρωί, τη μακαρία εκείνη ημέρα πριν από περίπου 2.600 χρόνια στην Αθήνα κανένας δεν χρώσταγε σε κανέναν και κανένας δεν διεκδικούσε τίποτε από κανέναν.

Αυτό το πολιτικό και κοινωνικό θαύμα μπορούσε να γίνει τότε, γιατί η Αθήνα ήταν μια κοινότητα πολιτών, με πολύ περιορισμένο εξαγωγικό εμπόριο και λίγους ξένους κεφαλαιούχους που είχαν επενδύσει στο κατ' εξοχήν εξαγωγικό προϊόν των Αθηνών, την αγγειοπλαστική. Σ' αυτόν τον οικονομικό τομέα η σεισάχθεια θα δημιουργούσε προβλήματα.

Αλλά ο μέγας εκείνος σοφός νομοθέτης δεν δίστασε. Προτίμησε να αδικήσει μια φούχτα πλούσιων εμπόρων κεφαλαιούχων και να απαλλάξει το μέγα λαϊκό πλήθος από το άχθος των χρεών και του δανεισμού «επί τοις σώμασιν»!

Αυτό θα πει μεταρρύθμιση από μηδενική βάση! Ολα τα υπόλοιπα: διοικητική οργάνωση, φορολογικό σύστημα, ποινικό δίκαιο, εμπορικές συναλλαγές, νομοθετική εξουσία, εξωτερική πολιτική και οργάνωση της καθημερινής ζωής (θρησκευτικές τελετές, εκπαίδευση, δημόσια θεάματα) ρυθμίστηκαν με ψυχραιμία με τη σειρά τους.

Ο Σόλωνας δεν ήταν ουτοπιστής, δεν επανίδρυσε μια αταξική κοινωνία. Οργάνωσε τον Δήμο και τις λειτουργίες του πολιτεύματος με κριτήρια οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Για να αποφύγει τις μεγάλες εντάσεις συμφερόντων ανέμειξε τα πολιτικά υποκείμενα έτσι ώστε κάθε μετέχουσα στο πολιτικό σύστημα ομάδα να περιέχει όλα τα αντιθετικά στοιχεία εν ισορροπία!

Η εμφάνιση σήμερα ενός Σόλωνος θα ήταν μια φιγούρα άκρως ουτοπική. Σήμερα μια πιθανή σεισάχθεια δεν θα έβλαπτε έναν τοκογλύφο ή έναν ενεχυροδανειστή, αλλά μια τράπεζα που τα κεφάλαιά της είναι κυρίως ξένα ομόλογα. Οταν δανείζομαι ακόμη και από τον γείτονα μπακάλη, εκείνος έχει λογαριασμό σε τράπεζα που χρηματοδοτεί τους πελάτες της παίζοντας με τις χρηματοπιστωτικές αξίες του διεθνούς χρηματιστηρίου.

Να γιατί σήμερα τρέμουν όλοι μια στάση χρεών, δηλαδή μια σολώνεια σεισάχθεια. Γιατί η επαναστατική αυτή πράξη τότε περιοριζόταν και έβλαπτε λίγα, αμελητέα θύματα, ξένους παροίκους επενδυτές, και έκτιζε νέες οικονομικές συναλλακτικές συνθήκες από μηδενική βάση.

Ρίξτε μια ματιά στο πορτοφόλι σας και εξετάστε ποιο και πόσο πλαστικό χρήμα διαχειρίζεστε. Ούτε μία από τις κάρτες που κουβαλάτε δεν είναι ελληνική. Αρα δανείζεστε, διακινείτε και χρωστάτε πολυεθνικό χρήμα.

Τώρα είμαστε έρμαια των αγορών, αυτού του αόρατου και σχεδόν μεταφυσικού μπαμπούλα. Ετσι είμαστε χειροπόδαρα δεμένοι ως δούλοι στο παζάρι της πολυεθνικής κερδοσκοπίας. Χρεωμένοι και με τα τιμαλφή μας ενέχυρα στους σαράφηδες των πέντε ηπείρων.


Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος





Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

«Η Ελλάδα καταστρέφεται βάσει σχεδίου»


Νόαμ Τσόμσκι:

Τον έχουν χαρακτηρίσει «Αϊνστάιν της γλωσσολογίας», «Δαρβίνο της εποχής μας» και «κορυφαίο διανοούμενο του κόσμου». Είναι ένας από τους σημαντικότερους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάτι που του έδωσε και τον χαρακτηρισμό «ο αντιαμερικανός εξτρεμιστής», τον οποίο χρησιμοποιούν κυρίως οι Αμερικανοί. Η θεμελιώδης πλέον «Ιεραρχία Τσόμσκι», την οποία περιέγραψε το 1956, τον έχει καθιερώσει και ως έναν από τους σημαντικότερους γλωσσολόγους όλων των εποχών. Και όμως, παρ’ ότι έχεις όλα αυτά στο μυαλό σου όταν πηγαίνεις να τον συναντήσεις, ο 83χρονος Νόαμ Τσόμσκι είναι τελικά ακόμη πιο επιβλητικός και εντυπωσιακός από τη φήμη του.

Ο Νόαμ, όπως τον αποκαλούν όλοι στο ΜΙΤ, πηγαίνει κάθε ημέρα στο γραφείο του, στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας. Εκεί βρεθήκαμε στις 3.00 το μεσημέρι, 15 λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού μας. Η Μπεβ Στολ, η βοηθός του, μας άνοιξε την πόρτα του προθαλάμου του γραφείου του. Είναι αυτή που κανονίζει τα πάντα για εκείνον με κάθε λεπτομέρεια: «Σε πέντε λεπτά θα μπείτε στο γραφείο του, ετοιμαστείτε και ο καθηγητής θα είναι μαζί σας στην ώρα του».

Ένα γραφείο γεμάτο βιβλία παντού. Στην τεράστια βιβλιοθήκη όλα είναι τοποθετημένα σε ράφια με γραμμένη από κάτω την κατηγορία στην οποία ανήκουν. Μια κατηγορία, όμως, ενώ έχει ετικέτα, είναι εντελώς κενή από βιβλία: «Intelligence». Σε κεντρικό σημείο υπάρχει μια τεράστια φωτογραφία του Μπέρτραντ Ράσελ και από κάτω γραμμένη η φράση με την οποία ξεκινά η αυτοβιογραφία του και προφανώς εκφράζει και τον Τσόμσκι: «Τρία πάθη, απλά, αλλά κατακλυσμιαία, εξουσιάζουν τη ζωή μου: Η λαχτάρα για αγάπη, η αναζήτηση της γνώσης και η ανυπόφορη θλίψη για τα βάσανα του ανθρώπινου είδους». Καθήσαμε σε ένα τραπέζι στο μέσον του γραφείου του, και ο Τσόμσκι κάθησε ακριβώς δίπλα μας. Ευτυχώς, γιατί εκτός του ότι είναι συναρπαστικό να τον έχεις κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής, είναι γνωστό ότι μιλάει πάρα πολύ σιγά. Εκτός όλων των άλλων, φημίζεται και για την απίστευτη μνήμη του, θυμάται απλώς τα πάντα, κάτι που δεν το αρνείται και ο ίδιος: «Ναι, θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά μερικές φορές είναι λίγο βασανιστικό, επειδή οι άλλοι συνήθως δεν θυμούνται». Μπορεί με μεγάλη ευκολία να πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο σαν να «τραβάει» μέσα στο μυαλό του συρτάρια με γνώσεις και πληροφορίες. Άκουγε κάθε ερώτησή μας σκυφτός, κοιτώντας προς τα κάτω, και μόλις τελειώναμε σήκωνε αμέσως το βλέμμα του και έδινε την απάντησή του κοιτώντας μας κατάματα μέχρι τέλους.

Πάντως ο Τσόμσκι έκανε την πρώτη ερώτηση: «Αλήθεια, τι γίνεται στην Ελλάδα; Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα».

Ετοιμαζόμαστε να καταστρέψουμε την παγκόσμια οικονομία. Ετσι μας λένε. Όμως η Ελλάδα που είναι λιγότερο από το ένα χιλιοστό της παγκόσμιας οικονομίας θα καταστρέψει όλη την υφήλιο; Δεν είναι γελοίο αυτό;

«Πιστεύω ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η Ευρωπαϊκή Eνωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ ασχολούνται με το να καταστρέψουν την Ελλάδα και υπάρχει σχέδιο για αυτό. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, και η Ελλάδα από μόνη της έχει πολλά εσωτερικά προβλήματα. Αυτά που προτείνει η τρόικα, όμως, κάνει αυτά τα προβλήματα πολύ χειρότερα και αδύνατον να λυθούν. Σχεδιάζουν και προτείνουν πολιτικές οι οποίες δεν οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη και στη λύση του προβλήματος και γι’ αυτό όσο προχωρούν τα μέτρα θα φέρνουν λιγότερη ελπίδα και άρα μεγαλύτερη απελπισία στον κόσμο».

Και τι θα κερδίσουν οι λεγόμενες «αγορές» από την καταστροφή της Ελλάδας;

«Ξέρετε, αυτό που ονομάζουν “αγορές”, δεν είναι κάτι ακαθόριστο. Είναι οι μεγάλες τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο. Γερμανικές, γαλλικές και εμμέσως αμερικανικές τράπεζες. Η τραπεζική κοινότητα, λοιπόν, είναι αυτή που θέλει να αποπληρωθεί. Δεν τους ενδιαφέρει το τίμημα».

Πιστεύετε ότι θα τα καταφέρουν στο τέλος;

«Ήδη πληρώνονται εδώ και πολλά χρόνια. Έπαιρναν πάντα και παίρνουν ακόμη αυτό που θέλουν, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ίσως είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Η κατάσταση δεν είναι ανάλογη, αλλά υπάρχουν δύο παραδείγματα χωρών, όπως η Αργεντινή και η Ισλανδία, που δεν υπάκουσαν και πλέον πηγαίνουν καλά. Ωστόσο αυτές οι δύο χώρες είχαν το δικό τους νόμισμα, μπορούσαν να πουν “δεν δεχόμαστε τους νόμους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος” και είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν αλλιώς. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει ακριβώς αυτό, αφού δεν έχει το δικό της νόμισμα»

Πιστεύετε, παρ’ όλα αυτά, ότι μια επιστροφή στη δραχμή θα ήταν καταστρεπτική για εμάς;

«Ναι, παρ’ ότι είναι ένα πιθανό σενάριο. Γι’ αυτό πιέζει έτσι το ΔΝΤ, διότι ξέρει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επιστρέψει στη δραχμή και συνεπώς γνωρίζει ότι μπορεί να πιέσει. Προσέξτε τον φασισμό του οικονομικού συστήματος. Είναι σαν να μου έχετε δανείσει εσείς χρήματα, με ληστρικά κιόλας επιτόκια, να σας αποπληρώνω για κάποια χρόνια και όταν ξαφνικά δεν μπορώ να σας πληρώσω άλλο, να μου λέτε: “Ωραία, θα πληρώσουν οι φίλοι και οι γείτονες για σένα”. Αυτό είναι το ΔΝΤ. Αν ένας επενδυτής, μια τράπεζα ας πούμε, έχει επενδύσει με ρίσκο σε μια χώρα, και βέβαια πάντα με ληστρικά επιτόκια, και κάποια στιγμή η χώρα δεν μπορεί πλέον να πληρώνει, έρχεται το ΔΝΤ και λέει ότι θα πληρώσουν άλλοι για σένα. Αυτοί, φυσικά, είναι πάντα οι φορολογούμενοι των άλλων χωρών, οι οποίοι δεν πήραν ποτέ το συγκεκριμένο δάνειο. Ολα γίνονται, αρκεί να μη χάσουν οι τράπεζες. Και τελικά να μην έχουν στην ουσία κανένα ρίσκο!».

Συγγνώμη, αλλά πώς το αποκαλείτε αυτό το σύστημα;

«Είναι το οικονομικό σύστημα “στυγνή ληστεία”».

Πολύ περιγραφικό όνομα για οικονομικό σύστημα…

«Μα δεν είναι καν μυστικό, το λένε και οι ίδιοι! Πριν από μερικά χρόνια ένας υψηλά ιστάμενος του ΔΝΤ το χαρακτήρισε “κοινότητα της πίστωσης και της επιβολής”. Ακριβώς όπως η Μαφία! Οπως οι μαφιόζοι, έχουν και τα λεφτά να σε δανείσουν, αλλά και τον τρόπο να σ’ τα πάρουν πίσω».

Αρα η ανυπακοή και η μη πληρωμή του χρέους μας είναι η πρότασή σας;

«Προσέξτε. Η ανυπακοή πολλές φορές θέλει ψυχραιμία και υπομονή. Και κυρίως να βρείτε τον τρόπο που σας ταιριάζει».

Το ίδιο σύστημα, όμως, δεν επιβάλλεται και εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες;

«Βεβαίως. Από τα πρώτα χρόνια του Ρίγκαν και ως σήμερα, πάρα πολλές φορές έχουν κληθεί οι αμερικανοί πολίτες να πληρώσουν τα κεφάλαια τραπεζών που χάθηκαν σε επενδυτικά ρίσκα που πήραν οι ίδιες εντός και εκτός ΗΠΑ. Αυτό, προσέξτε, δεν θα συνέβαινε σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά συμβαίνει στο δικό μας οικονομικό σύστημα, διότι απλώς είναι “γκανγκστερικό”. Μάλιστα υπάρχει και όνομα για αυτό το σύστημα, ο Στίγκλιτζ θα σας έχει μιλήσει φαντάζομαι. Ονομάζεται “πολύ μεγάλο για να αποτύχει”. Αυτό περιγράφει στην ουσία την πολιτική “παροχής εξασφάλισης” από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία διασφαλίζει στις τράπεζες και στους επενδυτικούς οργανισμούς πως “ό,τι ρίσκο και να πάρετε, όταν το σύστημα καταρρεύσει και δεν θα μπορείτε να πάρετε άλλα λεφτά, θα σας τα δώσουμε εμείς από τα χρήματα των φορολογουμένων”. Παρεμπιπτόντως, το σύστημα καταρρέει κάθε τόσο».

Οι οίκοι αξιολόγησης τι ρόλο παίζουν σε όλα αυτά;

«Οι οίκοι αξιολόγησης συμπληρώνουν ιδανικά το “γκανγκστερικό σύστημα”, αφού έχουν συνυπολογίσει, πριν από κάθε επένδυση, ότι αν κάτι δεν πάει καλά στη χώρα στην οποία γίνονται επενδύσεις, τότε θα αναλάβει τα χρέη η εκεί κυβέρνηση, δηλαδή οι φορολογούμενοι. Δηλαδή κάτι το οποίο αποτελεί σκάνδαλο, αυτοί το έχουν συμπεριλάβει στους υπολογισμούς τους! Γι’ αυτό και κάποιοι, πολύ λίγοι, ακόμη και μέσα σε αυτήν την κρίση, τα καταφέρνουν μια χαρά. O ρόλος των οίκων αξιολόγησης ενισχύθηκε από τη δεκαετία του ’70 και μετά, όταν το σύστημα πραγματικά απογειώθηκε και συγκεντρώθηκε τεράστιος πλούτος στα χέρια πολύ λίγων. Όλοι γνωρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα ανισοτήτων, αλλά αυτό που ίσως δεν είναι αντιληπτό είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτής της ανισότητας προέρχεται από το ένα τοις χιλίοις του πληθυσμού».

Και εμείς οι πολίτες, όμως, δεν αντιδράσαμε καθόλου και τα αποδεχτήκαμε όλα αυτά που καθορίζουν τη ζωή μας.

«Μα δεν τα έχουμε αποδεχτεί! Δεν μας δόθηκε καμία επιλογή και καμία εναλλακτική. Δεν μας ρώτησε κανένας: “Σας αρέσει το ΔΝΤ;”. Εμένα δεν με ρώτησε κανένας, εσάς; Απλώς το σχεδίασαν και μας το επέβαλαν».

Γι’ αυτό η Goldman Sachs, ας πούμε, αν και βασική υπεύθυνη της κρίσης, βγάζει ακόμη τεράστια κέρδη;

«Ακριβώς. Αν και είναι βασικοί υπεύθυνοι και από τους αρχιτέκτονες της κρίσης, τα πάνε μια χαρά, με τεράστιους μισθούς και με μπόνους. Αυτό συμβαίνει επειδή απλώς ανήκουν στο σύστημα που προανέφερα. Η Goldman Sachs τώρα είναι πλουσιότερη από ποτέ. Αλλά ο κόσμος δεν εστιάζει σε γεγονότα όπως αυτό, διότι η προπαγάνδα αναζητεί και βρίσκει άλλους “υπεύθυνους” να κατηγορήσει. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, όμως, ένα από τα μεγαλύτερα λάθη είναι να στοχοποιείς διάφορες κοινωνικές ομάδες».

Η στοχοποίηση, όμως, συμβαίνει και από τις δύο πλευρές. Και από το κράτος προς κάποιους, αλλά και από τους πολίτες προς κάποιους άλλους. Δεν είναι επικίνδυνο αυτό; Υπάρχει «καλή» στοχοποίηση;

«Όχι βέβαια. Προσέξτε τι γίνεται. Από την πλευρά του κράτους έχουμε ορισμένους ιδιαίτερα εύκολους στόχους, όπως είναι για παράδειγμα οι δάσκαλοι και η Παιδεία γενικότερα. Από την πλευρά του πληθυσμού τώρα, έχουμε τον εύκολο στόχο, που είναι οι αλλοδαποί, και στην Ευρώπη εξαπλώνεται ανησυχητικά το φαινόμενο της μετανάστευσης. Στην Ουγγαρία με το νεοφασιστικό κόμμα Τζομπίκ, στην Αγγλία με το Βρετανικό Εθνικό Μέτωπο και την Αγγλική Αμυντική Λίγκα. Και αν σας ακούγεται ανακουφιστικό ότι σε διάφορες χώρες της Ευρώπης τα ακροδεξιά ρατσιστικά κόμματα παίρνουν κάτω από 10%, μην ξεχνάτε ότι το 1928 στη Γερμανία το Ναζιστικό Κόμμα είχε πάρει κάτω από 3%. Πέρυσι βγήκε στη Γερμανία το βιβλίο του Τίλο Σαραζίν “Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της”, στο οποίο ισχυρίζεται ότι οι μετανάστες καταστρέφουν τη χώρα. Έγινε μπεστ σέλερ. Η δε καγκελάριος Μέρκελ, παρ’ ότι καταδίκασε το βιβλίο, δήλωσε ότι η πολυπολιτισμικότητα έχει τελικά αποτύχει. Οι Τούρκοι και οι Άραβες που τους έκαναν εισαγωγή για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά “απέτυχαν”, δηλαδή, να γίνουν ξανθοί και γαλανομάτηδες, κανονικοί άριοι…».

Υπάρχει πάντως το παράδοξο σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής ηρεμίας οι άνθρωποι να επιλέγουν τον καπιταλισμό και να θυμούνται όλα τα κακά του σοσιαλισμού. Οταν όμως έρχεται η οικονομική κρίση, τότε βρίζουν τα κακά του καπιταλισμού και μνημονεύουν τα καλά του σοσιαλισμού. Είναι λίγο ανόητο αυτό. Πώς γίνεται να αλλάξει;

«Αυτό είναι και το ένα και μοναδικό μήνυμα που πραγματικά έχω να δώσω. Δεν είναι συνταγή και πρέπει ο καθένας να το καταφέρει μόνος του: Χρησιμοποιήστε την κοινή λογική».

Με αυτό που λέτε ελπίζετε να βελτιώσετε τον κόσμο;

«Δεν θέλω να βελτιώσω τον κόσμο, θέλω οι άνθρωποι να τον βελτιώσουν».

Ποια είναι η άποψή σας για τον Μπαράκ Ομπάμα; Σας φαίνεται, όπως λένε, να έχει ξεχάσει ότι ο Λευκός Οίκος χτίστηκε από χέρια μαύρων;

«Όταν εξελέγη ο Ομπάμα, δεν είχα καμία προσδοκία από αυτόν. Το είχα γράψει και το είχα πει πριν από την εκλογή του. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καθόλου αρχές. Είναι ένας οπορτουνιστής χωρίς αρχές. Από την άλλη όμως, το να έχουμε μια οικογένεια μαύρων στον Λευκό Οίκο είναι ένα μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα. Συμβολίζει σπουδαία πράγματα για την τεράστια ομάδα των Αφροαμερικανών, αλλά κυρίως για την παγκόσμια κουλτούρα και τον πολιτισμό. Το να περιμένεις, πάντως, κάτι από τον Ομπάμα είναι τεράστιο λάθος».

Ολα αυτά τα χρόνια που σας ακούω και σας διαβάζω, μου θυμίζετε ήρωα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.

«Αλήθεια; Μισό λεπτό να καλύψω τις φτέρνες μου».

Ειλικρινά, μοιάζει σαν να προσπαθείτε να αλλάξετε τη μοίρα που οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους. Αυτό δεν είναι κάπως μάταιο; Στο τέλος δεν θα είναι έτσι και αλλιώς χαμένη μάχη;

«Όχι, δεν την έχουν επιλέξει οι άνθρωποι τη μοίρα τους. Εγώ πάντως δεν την έχω επιλέξει. Έχει όμως σχεδιαστεί. Ο Ανταμ Σμιθ (που έγραψε τον “Πλούτο των εθνών”) δεν ήταν ηλίθιος που έγραψε αυτά που έγραψε».

Ας περάσουμε σε κάτι άλλο που αφορά την Ελλάδα. Πώς εξηγείτε την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας;

«Υπάρχουν πάρα πολλοί ιστορικοί λόγοι για αυτό. Πάντως πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει μπει σε ένα παιχνίδι υπερβολικής σπατάλης για όπλα και αυτό έχει προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στη χώρα, αφού ο προϋπολογισμός για τους εξοπλισμούς είναι πολύ μεγαλύτερος από όσο θα μπορούσε να αντέξει η οικονομία σας. Σκεφτείτε λίγο πρακτικά. Στην ακραία περίπτωση σοβαρής εμπλοκής μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί όλος αυτός ο στρατιωτικός εξοπλισμός και να φέρει αποτέλεσμα είναι σχεδόν μηδενική. Διότι απλώς η δύναμη της Τουρκίας είναι πολλαπλάσια ποσοτικά».

Ομως στην ουσία οι ΗΠΑ μάς έχουν υποχρεώσει σε αυτά τα τεράστια έξοδα για εξοπλισμούς.

«Φυσικά. Το λατρεύουν αυτό οι ΗΠΑ. Σχεδόν όλη η οικονομία των ΗΠΑ στηρίζεται στους εξοπλισμούς. Σκεφτείτε ότι επί Μπιλ Κλίντον η Τουρκία έγινε αναλογικά ο υπ’ αριθμόν ένα αγοραστής όπλων στον κόσμο μαζί με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Αυτός είναι και ένας πολύ βασικός λόγος για τον οποίο εξοπλίζουμε το Ισραήλ. Εκτός από το ότι το κάνουμε για να ευχαριστήσουμε το ισραηλινό λόμπι, τους εξοπλίζουμε για να τους χρησιμοποιήσουμε και ως “διαφημιστικό”, ως “teaser” για άλλες χώρες. Τα όπλα που αγοράζει το Ισραήλ δεν είναι καμία σοβαρή ποσότητα, αλλά μετά έρχεται η Σαουδική Αραβία και λέει ότι θέλει εκατονταπλάσια ποσότητα από τα ίδια όπλα. Αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, δεν το κάνουν μόνο οι ΗΠΑ. Το κάνει και η Βρετανία».

Οι μεγάλες δυνάμεις, όμως, γιατί κάνουν εδώ και δεκαετίες τα «στραβά μάτια» στις παρανομίες που έχει διαπράξει η Τουρκία;

«Μερικές φρικαλεότητες της Τουρκίας έχουν γίνει και με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτές που διέπραξε τη δεκαετία του ’90 στο νοτιοανατολικό της τμήμα εναντίον των Κούρδων, οι οποίοι είναι περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Μετά η Τουρκία πήρε μέρος και στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας».

Οι διανοούμενοι της Ευρώπης, όμως, δεν πολυμιλάνε για όλα αυτά. Τελικά ο διανοούμενος που υπηρετεί τους δυνατούς μπορεί να συνεχίσει να λέγεται έτσι;

«Αυτή της Τουρκίας δεν είναι η μόνη περίπτωση, αλλά είναι πολύ ενδεικτική της κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι διανοούμενοι της Δύσης».

Την ένταση που υπάρχει τελευταία μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ πώς την εξηγείτε;

«Αυτήν τη φορά η Τουρκία έχει έναν πολύ καλό λόγο, αφού ένα τουρκικό πλοίο δέχθηκε επίθεση σε διεθνή ύδατα και σκοτώθηκαν εννέα Τούρκοι. Αυτό ήταν κανονική πειρατεία. Οι Ισραηλινοί άλλωστε συνηθίζουν να τα κάνουν αυτά από παλιά. Κανένα κράτος δεν θα τη γλίτωνε με αυτά που κάνει το Ισραήλ, αλλά όταν έχεις τις ΗΠΑ από πίσω σου, κάνεις ό,τι θέλεις. Σκοτώθηκαν λοιπόν από τα πυρά των Ισραηλινών εννέα άνθρωποι, από τους οποίους να σημειώσουμε κανένας δεν ήταν αμερικανός πολίτης, και η Τουρκία απαίτησε από το Ισραήλ να ζητήσει συγγνώμη».

Πιστεύετε δηλαδή ότι πίσω από τις κινήσεις τις Τουρκίας κρύβεται και αίσθημα δικαίου;

«Οχι. Ξέρετε εσείς να υπάρχει κάποιο κράτος που να είναι κράτος δικαίου; Τα κράτη δεν είναι οργανισμοί ήθους και ηθικής, είναι οργανισμοί ισχύος».

Πιστεύετε ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή στο μέλλον ένα κράτος που θα είναι κράτος δικαίου;

«Όχι, ποτέ. Εφόσον κάτι είναι κράτος δεν μπορεί να είναι δίκαιο. Βέβαια, φυσικά και υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που είναι ηθικοί και οι οποίοι προσπαθούν να επιβάλλουν το ήθος τους σε κάποια κομμάτια του κράτους. Αλλά το να περιμένεις από ένα κράτος ισχύος να συμπεριφέρεται δίκαια είναι μάταιο και ανόητο. Τα κράτη ως οργανισμοί λειτουργούν με τις δικές τους αρχές και τα δικά τους συμφέροντα. Ολη η ιστορία των κρατών είναι κάπως έτσι».

Οι λαοί, λοιπόν, κάνουν ένα διαρκές ταξίδι από ελπίδα σε ελπίδα και από όνειρο σε όνειρο, χωρίς αυτό να οδηγεί κάπου καλύτερα;

«Όχι, εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εγώ το βλέπω περισσότερο σαν το σκαρφάλωμα ενός βουνού με στόχο να κατακτήσεις την κορυφή. Κάθε φορά όμως που φτάνεις στην κορυφή που έχεις βάλει στόχο, ανακαλύπτεις ότι από εκεί φαίνεται μια άλλη, νέα, πέρα από αυτήν που κατέκτησες, και πρέπει να αρχίσεις πάλι το ταξίδι. Τότε όμως δεν πρέπει να ξεχνάς ότι έχεις ήδη κατακτήσει τον προηγούμενο στόχο σου. Νομίζω ότι αυτή είναι όλη η ανθρώπινη Ιστορία, επαναλαμβανόμενες κορυφές, για τις οποίες κάποιοι έχουν παλέψει ώστε να κατακτηθούν. Το πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να βρίσκει ο άνθρωπος μπροστά του ακόμη ψηλότερες κορυφές, τις οποίες δεν γνώριζε από πριν, και θα πρέπει να τις κατακτήσει. Αρα δεν πιστεύω ότι το ταξίδι είναι χωρίς ελπίδα, είναι απλώς μια συνεχής επίτευξη στόχων».

Και το ταξίδι θα υπάρχει έπειτα από κάθε άνθρωπο και έπειτα από κάθε εποχή;

«Ακριβώς. Γι’ αυτό σε κάθε εποχή ας κάνει ο άνθρωπος τη δουλειά του, που είναι να κατακτήσει τις κορυφές που του αναλογούν. Δείτε τι συνέβη με τη Λατινική Αμερική. Ήταν επί 500 χρόνια κάτω από φοβερή καταπίεση, κυρίως των Ευρωπαίων και μετά των Αμερικανών. Όλα αυτά τα χρόνια εκατοντάδες προσπάθειες να απελευθερωθούν κατεστάλησαν και πνίγηκαν στο αίμα. Όμως τα τελευταία δέκα χρόνια οι λαοί της Λατινικής Αμερικής έχουν φέρει τα πάνω κάτω. Απελευθέρωσαν τις χώρες τους από τις χούντες και την καταπίεση με τρόπο εντυπωσιακό».

Πιστεύετε ότι μπορεί να συμβεί το ίδιο και με την «Αραβική άνοιξη»;

«Έχουν ήδη υπάρξει τεράστιες αλλαγές, οι οποίες πιθανότατα θα είναι μόνιμες. Βέβαια έχουν πολύ δρόμο ακόμη μπροστά τους, αλλά μετρούν ήδη κάποιες σημαντικές επιτυχίες. Μία από αυτές, την οποία φυσικά δεν πολυπροβάλλουν τα δυτικά ΜΜΕ, είναι η δημιουργία πραγματικού εργατικού κινήματος στην Τυνησία και στην Αίγυπτο, χώρες οι οποίες δεν είχαν ποτέ κάτι τέτοιο. Τώρα πλέον είναι δυνατόν ακόμη και σε αυτές τις δύο χώρες να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο εργατικό συνδικάτο».

Αυτή η απελπισία τού σήμερα πώς μπορεί να αλλάξει και να γίνει ελπίδα;

«Δεν ξέρω. Αν γνωρίζετε την απάντηση πείτε τη και σε εμάς. Την έχουμε ανάγκη απεγνωσμένα».

Η εποχή χαρακτηρίζεται από την απουσία σπουδαίων ηγετών, ειδικά στην Ευρώπη, αλλά και αλλού. Είναι άραγε θέμα κακής συγκυρίας ή φυσιολογικό αποτέλεσμα των καιρών;

«Δεν πρέπει να ψάχνεις για σπουδαίους ηγέτες. Αν κάνεις εσύ κάτι σημαντικό, θα δημιουργήσεις τη δική σου σπουδαία ηγεσία και δεν θα επιτρέψεις να δημιουργηθεί αυτό που ονομάζεις ανεπαρκή ηγεσία».

Μήπως ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι συγχέουμε εντελώς τις έννοιες «συνηθισμένο» και «φυσιολογικό» και πλέον πιστεύουμε ότι αυτό που είναι συνηθισμένο στη ζωή μας είναι και το φυσιολογικό;

«Σωστό είναι αυτό, πρέπει όμως να καταφέρνεις να διακρίνεις μέσα σου τις αληθινές, τις ειλικρινείς κινητήριες δυνάμεις».

Για εσάς ποιες είναι αυτές οι βασικές κινητήριες δυνάμεις;

«Είναι πολλές και γνωρίζω μερικές από αυτές. Για παράδειγμα, η δυστυχία από την οποία υποφέρουν οι άνθρωποι και κυρίως αυτή για την οποία έχω συνυπευθυνότητα. Αυτό είναι βασανιστικό. Ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία και τα προνόμιά μας σημαίνουν αυτόματα και ευθύνες».

Μοιάζει πάντως στην Ελλάδα οι άνθρωποι να έχουμε υποστεί συλλογική κώφωση: μιλάμε όλοι, ενώ κανένας δεν ακούει κανέναν. Δεν είναι ένα βασικό πρόβλημα αυτό;

«Θα σας πω κάτι από τη δική μου πείρα. Η οικογένειά μου ανήκε στην εργατική τάξη και υπήρχαν πολλοί άνεργοι. Αντικειμενικά τότε η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη απ’ ό,τι είναι τώρα. Υποκειμενικά, όμως, τότε ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα ως προς την προοπτική. Τώρα επικρατεί κυρίως μια τεράστια απελπισία σε σχέση με το μέλλον, ενώ τότε κυριαρχούσε η ελπίδα ότι “δεν έχουμε τίποτε, αλλά μπορούμε να κάνουμε πράγματα για ένα καλύτερο αύριο”. Μαζευόμασταν και κουβεντιάζαμε για το πώς θα βελτιώσουμε την κατάσταση για την οικογένειά μας. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει κάθε μικρή κοινωνική ομάδα και τώρα στην Ελλάδα».

Είναι γνωστό ότι αγαπάτε τη χώρα μας και ότι καλός προφήτης είναι αυτός που αγαπά. Τώρα που κλείνουμε αυτήν τη συζήτηση τι θα προφητεύατε για εμάς;

«Σας εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου, να έχετε πολλή και καλή τύχη σε αυτούς τους ιδιαίτερα δύσκολους και επίπονους καιρούς, με όλες αυτές τις ισχυρές δυνάμεις που προσπαθούν να συντρίψουν την ελληνική κοινωνία και τη χώρα σας».

* Τη συνέντευξη πήρε ο Μάκης Προβατάς και δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 16 Οκτωβρίου 2011..

Πηγή: http://www.otyposnews.gr/archives/28709#ixzz1vuBucvTc

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ: Να χρεοκοπήσουμε εδώ και τώρα.





Για μέρες τώρα βαραίνουμε τις ψυχές μας με μια μόνιμη αγωνία: Θα χρεοκοπήσει το κράτος μας; Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αγκαλιάσουμε αυτό που φοβόμαστε...Αν οι φίλοι μας οι Γερμανοί δεν έχουν πρόβλημα να χρεοκοπήσουμε, καιρός είναι να το κάνουμε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όχι ως διαπραγματευτική μπλόφα και ούτε μόνο γιατί το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να χρεοκοπήσουμε σε ένα χρόνο (βλ. το προηγούμενο άρθρο μου Το Πρώτο Τάνγκο στην Ευρωζώνη) αλλά επειδή ήρθε η ώρα να στρέψουμε το βλέμμα στην αισιόδοξη πλευρά της χρεοκοπίας.Υπάρχει τέτοια πλευρά; Και βέβαια υπάρχει. Σε σχέση με χώρες όπως η γνωστή τρόικα Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία, αλλά και η Βρετανία και το Βέλγιο, το σύνολο του χρέους μας (δημοσίου και ιδιωτικού) είναι το μικρότερο. Πως αυτό; Επειδή οι έλληνες, ως άτομα αλλά και ως ιδιωτικός τομέας, χρωστάμε πολύ λιγότερα εκείνων. Ακόμα και οι αντιπαθέστατες τράπεζές μας έχουν ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα: Πάνω από 150 δις πραγματικών καταθέσεων!Μιλάμε για άνω του μισού ΑΕΠ σε καταθέσεις, κάτι για το οποίο οι περισσότεροι εταίροι μας θα σκότωναν να το έχουν, που λέει ο λόγος. Αν μάλιστα προσθέσετε και όλα τα χρήματα ελλήνων που...βρίσκονται στο εξωτερικό, θα δείτε ότι οι έλληνες δεν είμαστε και τόσο φτωχοί κατά μέσον όρο, κι ας έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρώπη (με εξαίρεση την Λεττονία).


Ως πολίτες είμαστε ελάχιστα χρεωμένοι σε σχέση με πολλούς από τους επικριτές μας στις Λόνδρες, στα Παρίσια και στις Νέες Υόρκες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είμαστε λευκές περιστερές. Για δεκαετίες φορτώναμε το δημόσιο με τόσο μεγάλο χρέος που το βλέπουμε πλέον να βουλιάζει μπροστά στα μάτια μας.Εδώ όμως που φτάσαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ακόμα και να αποφασίσουμε σύσσωμοι (ΣΕΒ και ΓΣΕΕ, γιάπηδες και στελέχη του ΠΑΜΕ, αστοί των βορείων προαστίων και αναρχικοί της Πλατείας Εξαρχείων) να δώσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε στο κράτος, δεν αρκεί. Αν μάλιστα το παρακάνουμε στην αλληλεγγύη προς το δημόσιο, η 'γενναιοδωρία' μας αυτή θα στεγνώσει την κυκλική ροή του πλούτου από το οποίο εξαρτάται το δημόσιο για τα έσοδά του το 2011, το 2012 κ.ο.κ.Ποια είναι λοιπόν τα χαρμόσυνα νέα; Ότι μια πτώχευση θα αποδειχθεί σχετικά ανώδυνη. Ο λόγος διττός: Πρώτον, δεν είμαστε κατά μέσον όρο ούτε οι φτωχότεροι ούτε οι πιο υπερχρεωμένοι. Δεύτερον, όσον αφορά τα χρέη του δημοσίου, αυτά βαραίνουν εμάς, ως άτομα, πολύ λιγότερο από όσο βαραίνουν τους ξένους.Κάντε την σύγκριση με την Ιαπωνία, το χρέος της οποίας ανήκει σε Ιάπωνες σε ποσοστό 95%. Αν το Ιαπωνικό κράτος αναγκαστεί στην πτώχευση, η καταστροφή της χώρας θα είναι ολική. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για εμάς, καθώς μας ανήκει (δηλαδή στις δικές μας τράπεζες) μόνο το 25% του δημόσιου χρέους μας. Έτσι λοιπόν, δεδομένου ότι η πτώχευση του δημοσίου διαγράφεται ως αναπόφευκτη (εκτός αν πανικοβληθούν οι εταίροι μας αρκετά και το συνδράμουν για χρόνια πολλά, οπότε έχει καλώς), το κόστος της στάσης πληρωμών δεν θα το υποστούμε μόνοι μας.Μα αν το δημόσιο κηρύξει στάση πληρωμών, τι θα γίνει την επόμενη μέρα; Πως θα ξανα-δανειστεί; Πράγματι, το κράτος θα στριμωχθεί. Για κάμποσο καιρό το δημόσιο θα πρέπει απλώς να ξοδεύει όσα μαζεύει από φόρους. Και γιατί είναι κακό αυτό; Να μάθει επί τέλους, αφού θα έχει ανακουφιστεί από το νταλκά των τοκοχρεολυσίων, να ζει με αυτά που εισπράττει. Π.χ. να καταγγείλει όλες τις εξοπλιστικές συμβάσεις, να συμπιέσει τους ανώτερους μισθούς (τον δικό μου συμπεριλαμβανομένου) τόσο που να καλύπτει τις δαπάνες του από τους φόρους που εισπράττει κλπ.Οι τράπεζές μας; Θα υποφέρουν, είναι αλήθεια - δεδομένου ότι ακόμα και το 25% του δημόσιου χρέους που διαθέτουν θα παγώσει. Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι το έχουν ήδη διαθέσει στην ΕΚΤ ως ενέχυρο για ζεστό χρήμα που έχουν ήδη πάρει. Και ότι έχουν πρόσβαση στις τεράστιες, κατά κεφαλήν, αποταμιεύσεις μας. Για να μην προσθέσω ότι απολαμβάνουν εγκληματικά υψηλά ποσοστά κέρδους τόσα χρόνια. Όπως το κράτος μας, έτσι κι αυτές να μάθουν να ζουν λιτά και με σύνεση όπως κάνουν χρόνια τώρα οι εργαζόμενοι των 700 ευρώ.Επί πλέον, ο αποκλεισμός του κράτους μας από τις χρηματαγορές δεν θα διαρκέσει πολύ. Αν κηρύξει στάση πληρωμών, και ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του, δεν θα περάσει πολύ καιρός που παλιοί δανειστές θα αποδεχθούν νέους όρους αποπληρωμής ενός ποσοστού των περασμένων δανεικών και νέοι υποψήφιοι δανειστές (μπορεί και οι ίδιοι με τους παλιούς) θα σχηματίσουν ουρά έξω από το Υπουργείο Οικονομίας να το δανείσουν!Βλέπετε, το χρέος μας θα έχει μειωθεί τόσο που θα αποτελούμε εξαιρετική επένδυση. Έτσι είναι το κεφάλαιο - όταν οσφραίνεται ένα επικερδές deal δεν σέβεται ούτε τον εαυτό του.Σε τελική ανάλυση, είναι λάθος μας να φοβόμαστε τόσο πολύ την στάση πληρωμών του ελληνικού δημοσίου. Αλλοι πρέπει να φοβούνται μια τέτοια εξέλιξη περισσότερο από εμάς:- η κυβέρνηση της κας Μέρκελ η οποία θα πρέπει να διασώσει τις Γερμανικές τράπεζες που θα κλονιστούν από μια δική μας στάση πληρωμών
.

- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα πρέπει να δει τι θα κάνει με μία χώρα-μέλος την οποία δεν μπορεί να αποβάλει από την ΕΕ αλλά η οποία τελεί υπό πτώχευση
. οι κυβερνήσεις όλων των άλλων χωρών (πλην ίσως της Ολλανδίας και της Αυστρίας) που θα τρέμουν για το ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος των αγορών (των οποίων η όρεξη θα έχει ανοίξει από την 'επιτυχημένη' επίθεση στο χρέος της Ελλάδας)


- οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας (χωρών με συνολικό χρέος πάνω από 400%)
. - όλοι όσοι έχουν επενδύσει στο ευρώ, είτε σε περιουσιακά στοιχεία είτε ως μέσο συναλλαγής.

Στάση πληρωμών λοιπόν! Τώρα!Με χαμόγελο και αισιοδοξία!(Και ξέρετε ποιο είναι το ωραίο; Ότι αν πειθόμασταν να απελευθερωθούμε από τον φόβο της πτώχευσης, οι φίλοι μας οι Γερμανοί θα έσπευδαν την ίδια στιγμή να την αποσοβήσουν...)
 
* Ο Γιάνης Βαρουφάκης διδάσκει οικονομική θεωρία και πολιτική οικονομία στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μαινάδες




Στην ελληνική μυθολογία οι Μαινάδες ήταν νύμφες που παρουσιάζονται ως συντρόφισσες και συνοδοί του θεού Διονύσου[1]. Η λέξη μαινάς (στον ενικό) εμφανίζεται στον Όμηρο, όπου συσχετίζεται με τη μανία. Και πράγματι, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Αναφέρονται κυρίως ως τροφοί του Διονύσου και ταυτίζονται με τις Βάκχες. Την καλύτερη περιγραφή τους τη συναντάμε στην τραγωδία «Βάκχες» του Ευριπίδη. Στη Μακεδονία, σύμφωνα με τον «Βίο του Αλεξάνδρου» από τον Πλούταρχο, οι Μαινάδες αποκαλούνταν Μιμαλλώνες και Κλωδώνες. Στην υπόλοιπη Ελλάδα αναφέρονταν και με τα επίθετα Βασσαρίδες, Ποτνιάδες κ.ά., ενώ συγχέονται και με τις Θυιάδες.


Οι Μαινάδες φορούσαν στεφάνια από κισσό, σμίλακα και νεβρίδες, ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού (= ελαφιού). Διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα, τα οποία έπαιρναν στα χέρια τους και τα θήλαζαν. Λάτρευαν τον Διόνυσο με τραγούδια, με «μανικούς» χορούς και με κραυγές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν δυνατά θηρία. Τόση ήταν η δύναμή τους, που τους τη χάριζε ο Διόνυσος. Κυνηγούσαν εξάλλου ζώα και έτρωγαν το κρέας τους ωμό. Οι Μαινάδες ακολούθησαν τον Διόνυσο ακόμα και στην εκστρατεία του στην Ινδία. Ωστόσο, συνδέονται και με ειρηνικά έργα, όπως ο τρύγος και η οινοποιία, όπως αναπαριστώνται σε αγγειογραφίες.

Οι Μαινάδες διακρίνονται στην τέχνη από τις άλλες γυναικείες μορφές. Στις αρχαίες ελληνικές αγγειογραφίες απεικονίζονται πολλές φορές να χορεύουν με Σειληνούς και Σατύρους, ή την ώρα που προσφέρουν θυσία στον Διόνυσο, ή κατά τη σκηνή της τιμωρίας του Πενθέα και του Ορφέα. Στην κλασική και μεταγενέστερη τέχνη, οι Μαινάδες απεικονίζονται επίσης μαζί με τη θεά Αφροδίτη και τον κύκλο της, ή μαζί με την Ειρήνη και τις Μούσες. Από τις γλυπτές αναπαραστάσεις των Μαινάδων ξεχωρίζουν δύο αγάλματα Μαινάδων που χορεύουν. Το ένα από αυτά, που φυλάσσεται στη Δρέσδη, σχετίζεται με τον γλύπτη Σκόπα, ενώ το άλλο ανάγεται στην Ελληνιστική Εποχή.



Από:  http://el.wikipedia.org/


Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ





Ι

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.

Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.

Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.

Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.


ΙΙ

Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.) Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ' έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.



Κυριακή 13 Μαΐου 2012

«Ο καπιταλισμός δεν είναι θέσφατο»



Ο πολυβραβευμένος ιρλανδός συγγραφέας Σεμπάστιαν Μπάρι αγαπάει τον Τσιτσάνη και θεωρεί ότι τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις μόνο όταν τραγουδάνε.

Ο Ιρλανδός Σεμπάστιαν Μπάρι.




Θα ήθελα κατ'αρχάς να σας εξομολογηθώ ότι ως παιδί ζήλευα όσους είχαν γονείς καλλιτέχνες. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν είναι και η μεγαλύτερη ευλογία αυτό. Η δική σας μητέρα υπήρξε διάσημη ιρλανδή ηθοποιός. Πώς ήταν αλήθεια η παιδική σας ηλικία; Σας ήταν δύσκολο να κατανοήσετε το επάγγελμά της; Επηρέασε καθόλου την ανάγκη σας να λέτε ιστορίες; «Κάθε παιδί θεωρεί ότι την κατάσταση που ζει τη βιώνουν όλοι. Μια μητέρα που ανά διαστήματα εξαφανίζεται ήταν για μένα ένα από τα δεδομένα της ζωής μου. Νομίζω ότι κατάλαβα αρκετά μικρός ότι ήταν πολύπλοκος χαρακτήρας και αποφάσισα να την απλοποιώ στη σκέψη μου. Υποθέτω ότι ως έναν βαθμό την επανεφηύρα μέσα στο κεφάλι μου, επομένως δεν ήταν η μόνη που “υποκρινόταν”. Αυτό λειτουργούσε καλά μέχρι τη στιγμή που υποχρεώθηκα να εισχωρήσω σε αυτόν τον τρομερά απαιτητικό, επινοημένο κόσμο που λέγεται “πραγματικός κόσμος”. Αλλά ήταν καλή μέθοδος για κάποιο διάστημα, και τη μητέρα μου τη διέκριναν αρετές που θεωρώ ότι εκτιμούνται από ένα παιδί. Οταν ήταν δίπλα μου, ήταν πραγματικά εκεί. Ηταν υπέρμετρα αισιόδοξη, απολάμβανε απίστευτα το ότι ήταν ζωντανή και χαιρόταν τη συντροφιά του παιδιού της αρκεί να της ήταν απόλυτα πιστό, να αφηνόταν στα χέρια της. Είχε ταλέντο στο να λέει ιστορίες, ιστορίες παρμένες συνήθως από τη δική της παιδική ηλικία, ωστόσο ελεύθερα διασκευασμένες και εμπλουτισμένες με καινούργια στοιχεία. Δεν την ένοιαζε να είναι απόλυτα ακριβής, την ενδιέφερε να ξεδιπλώνονται με μεγαλοπρέπεια οι λεπτομέρειες της αφήγησης, ακόμη κι όταν οι ιστορίες της ήταν ουσιαστικά μαύρες σαν το κάρβουνο και θαμμένες βαθιά μέσα της. Είμαι λοιπόν σίγουρος ότι αυτή η αίσθηση της ύπαρξης μιας μηχανής αφήγησης ιστοριών σε έναν άνθρωπο, μιας μηχανής που χρειαζόταν να παίρνει μπρος και την οδηγείς, μου άσκησε μεγάλη επιρροή».


Εχετε περιγράψει την παιδική σας ηλικία ως δύσκολη. Και έχετε χρησιμοποιήσει αληθινές οικογενειακές σας ιστορίες ως υλικό για τα βιβλία σας. Ηταν αυτός ένα τρόπος για να ξεπεράσετε κάποια τραύματα; Σας κατηγόρησαν ποτέ οι συγγενείς σας ότι τους εκμεταλλευτήκατε; «Κοιτάξτε, την παιδική μου ηλικία την αποκάλεσα δύσκολη όταν την αποτίμησα εκ των υστέρων. Η αδελφή μου κι εγώ έπρεπε να υπομείνουμε πολλά – ειδικά η αδελφή μου. Τα μέλη της οικογένειας μου για τα οποία γράφω εγώ ωστόσο δεν είναι κοντινοί συγγενείς, αλλά κάτι μακρινές θείες ή άλλοι πρόγονοι. Οι τρεις χάριτες των παιδικάτων μου ήταν οι δύο παππούδες μου και η θεία μου η Ανι. Με βοήθησαν να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις των άλλων και μου έδωσαν ένας μέρος της απάντησης στο προκλητικό ερώτημα “πώς να ζήσω;”. Ηταν δίκαιοι, και συχνά εμπνευσμένοι, και μου έδειξαν, με τον δικό τους τρόπο, αγάπη. Δεν αναφέρομαι σε αυτούς για να τους συγχωρήσω αλλά αναζητώντας τους. Αυτό το παρελθόν μοιάζει με χώρα που έχει ισοπεδωθεί ολοσχερώς και οι πολίτες της έχουν όλοι δολοφονηθεί, από τον πανδαμάτωρα χρόνο, και είναι μόνο δυνατό, ή τουλάχιστον δεν είναι αδύνατο, να ζωντανέψει κάτι γράφοντας για αυτό. Οσο για το θέμα της εχθροπάθειας, δεν έχει υπάρξει καμία για πάρα πολύ καιρό, αλλά ο παππούς μου, τον οποίο αγαπούσα, και για τον οποίο έγραψα ένα διήγημα το 1983, τρόμαξε πολύ, όχι μόνο από ό,τι ήταν αληθινό στο βιβλίο αλλά και από όσα ήταν δική μου επινόηση. Πιθανώς η αλήθεια να τον πλήγωσε πιο πολύ από το παραμύθι. Προς μεγάλη μου έκπληξη, με έβρισε και δεν ξαναμιλήσαμε. Οταν θέλησε να μονιάσουμε, αρνήθηκα, όντας ένας ανόητος νεαρός που δεν καταλάβαινε πόσο γρήγορα μας κάνει κομμάτια η ζωή. Αλλά τον σκέφτομαι καθημερινά και προσπαθώ να τιμώ έτσι τη μνήμη του».

Είναι σημαντικό για εσάς να θεωρείστε ιρλανδός συγγραφέας ή πιστεύετε ότι αυτή η κατηγοριοποίηση δεν έχει και τόση σημασία; Υπάρχουν συμπατριώτες σας συγγραφείς με τους οποίους αισθάνεστε ότι σας συνδέει καλλιτεχνική συγγένεια; Είναι οι ίδιοι που έχουν επηρεάσει και το γράψιμό σας; «Θεωρώ οτι τα μεγαλύτερα αδέλφια μου είναι ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Τόμας Χάρντι και ο Καβάφης, κι ας είναι πολύ πιο έξυπνοι και ωραίοι από εμένα. Το αίσθημα του Καβάφη για τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο είναι πολύ δυνατό και το βρίσκω υπέροχο. Μου αρέσουν οι υπογραφές του Κόνραντ και του Χάρντι, το γεγονός ότι γνωρίζεις πως βρίσκεσαι εντός του συντακτικού τους τερέν από τις πρώτες προτάσεις τους. Παρ'όλα αυτά, έπειτα από 34 χρόνια συγγραφής και έχοντας κοπιάσει κάπως ώστε να αισθάνομαι καθώς πρέπει πολίτης της χώρας στην οποία γεννήθηκα, αρέσκομαι τώρα τελευταία στη φράση Ιρλανδός Συγγραφέας. Την έχω διεκδικήσει μυστικά. Η Ιρλανδία με γέννησε και μου έδωσε και μια ζωή. Τα βιβλία μου είναι ιρλανδικά και τα παιδιά μου το ίδιο, επομένως αυτό είμαι μάλλον κι εγώ. Αν όντως είναι έτσι, είμαι πάρα πολύ περήφανος. Μολαταύτα γνωρίζω καλά ότι το φανταστικό μου διαβατήριο είναι κάπως ξεθωριασμένο και μουντζουρωμένο. Πλην όμως χρήσιμο και αρκετό για να πείσει τους συνοριοφύλακες.

Στις επιρροές μου θα περιελάμβανα σίγουρα τον Κόνραντ και τον Χάρντι, όπως και τον Ισαάκ Γουόλτον, τον Σάμιουελ Τζόνσον, τον Σερ Τόμας Μπράουν. Με εμπνέουν όμως πολύ τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα κάποιων Ιρλανδών. Συνηθισμένων ανθρώπων, των αληθινών δηλαδή φιλοσόφων της ζωής μας. Αυτόν τον πλούτο που ανταλλάξαμε τελευταία με την καταστροφική ευμάρεια. Αγαπώ τον Τσιτσάνη, αγαπώ την μπλουγκρας και τη φολκ μουσική, αγαπω τον Ζακ Τατί και τον Μπέργκμαν – τι ζωηρό μείγμα».

Καλούμαστε να αποδεχτούμε τον καπιταλισμό στην παρούσα μορφή του σαν να πρόκειται για θέσφατο, όπως οι ιρλανδοί αγρότες του 19ου αιώνα έπρεπε να αποδέχονται το σύστημα των γαιοκτημόνων. Ολη η σοδειά τους χρησιμοποιούνταν για να πληρώνουν το νοίκι τους, το οποίο ήταν παράλογα υψηλό, επειδή οι ίδιοι οι τσιφλικάδες ήταν καταχρεωμένοι.

Εχετε γράψει θεατρικά έργα, ποιήματα, νουβέλες. Εχετε πια καταλήξει στο λογοτεχνικό μέσο που σας εξυπηρετεί περισσότερο; «Δεν έχω γράψει ποιήματα εδώ και πολύ καιρό και θα πρέπει να παραδεχτώ ότι τα συναισθήματά μου απέναντι στο θέατρο είναι έντονα και ανάμεικτα. Πρόκειται φυσικά για ένα εξαιρετικά απαιτητικό μέσο. Μοιάζει περισσότερο με την πυγμαχία παρά με το γράψιμο. Ωστόσο, κάποιοι χαρακτήρες έχουν επιλέξει να κάνουν την εμφάνισή τους μέσω ενός θεατρικού έργου και όχι μέσω ενός μυθιστορήματος και αυτή είναι η απλή αλήθεια».

Εχετε βγάλει καθόλου άκρη με τη σημερινή οικονομική κρίση; «Το χρήμα είναι ο μεγάλος μας μύθος, έτσι δεν είναι; Είτε μιλάμε για τα χρωματιστά κοχύλια που χρησιμοποιούσαν οι Ινδιάνοι, είτε για το ευρώ. Ο Εζρα Πάουντ χλεύαζε στα κάντο του την τοκογλυφία αλλά κατέστρεψε το επιχείρημά του επειδή ήταν αντισημίτης. Αλλά όταν ο αδελφός σου σού δανείζει χρήματα (έχω στο μυαλό μου την αδελφότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης) δεν απαιτεί τόκους. Αν απαιτούνται αδικαιολόγητοι τόκοι τότε μιλάμε για τοκογλυφία. Καλούμαστε να αποδεχτούμε τον καπιταλισμό στην παρούσα μορφή του σαν να πρόκειται για θέσφατο, όπως οι ιρλανδοί αγρότες του 19ου αιώνα έπρεπε να αποδέχονται το σύστημα των γαιοκτημόνων. Ολη η σοδειά τους χρησιμοποιούνταν για να πληρώνουν το νοίκι τους, το οποίο ήταν παράλογα υψηλό, επειδή οι ίδιοι οι τσιφλικάδες ήταν καταχρεωμένοι. Σήμερα το εισόδημα πολλών ιρλανδών πολιτών χάνεται στον άγριο, πολυτάραχο κυκεώνα που λέγεται δυτικός καπιταλισμός. Ορισμένοι, μάλιστα, καταλήγουν στην αυτοκτονία. Το πρώτο καθήκον μιας κυβέρνησης είναι να δημιουργήσει μια χώρα οι πολίτες της οποίας έχουν πρόσβαση στο απείρως πολύτιμο αγαθό που είναι η ψυχική ηρεμία. Τα συστήματα που την καταστρέφουν είναι ή δυσλειτουργικά ή κακά. Ή έτσι τείνω να πιστεύω εγώ».

Η Λίλι, η αφηγήτρια στο τελευταίο μυθιστόρημα σας («Εις γην Χαναάν», εκδ. Καστανιώτη) αισθάνεται τόσο θλιμμένη που αναρωτιέται αν θα μπορούσε να αποτυπωθεί αυτό το συναίσθημα σε μια ακτινογραφία, αισθάνεται δηλαδή ότι η θλίψη της έχει σωματοποιηθεί. Εσείς έχετε νιώσει ποτέ τέτοια στεναχώρια; «Νομίζω πως ναι. Πριν από μερικά χρόνια πέρασα μια παρατεταμένη περίοδο θλίψης, όπως είμαι σίγουρος ότι περνούν όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους. Πριν από 12 χρόνια, όταν ο καλός μου φίλος, ο ηθοποιός Ντόναλ Μακ Καν, πέθανε, ένιωσα σαν να είχε παρασύρει κατά λάθος μαζί του στον κάτω κόσμο ένα κομμάτι δικό μου. Μου πήρε πολύ χρόνο να συνέλθω. Αυτή είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, αλλά, να, πρέπει να παλεύουμε μερικές φορές με τη θλίψη όπως ο Ιακώβ με τον άγγελο».

Το παρελθόν και τα τερτίπια της μνήμης σάς απασχολούν πολύ στα βιβλία σας. Θα θέλατε να υπάρχει εμβόλιο που να μας προστατεύει από τις αναμνήσεις; H το μυστικό είναι να ζούμε το τώρα;«Προσπαθώ να ζω τη στιγμή, όπως μας παροτρύνουν να κάνουμε. Σκέφτομαι το παρελθόν, αλλά διαπιστώνω πως όταν γράφω για αυτό, μοιάζει περισσότερο με το παρόν. Το αληθινό παρόν έχει το επικίνδυνο χαρακτηριστικό να γίνεται πολύ γρήγορα κάτι ξεπερασμένο. Το παρόν χάνεται, το παρελθόν είναι πιο σταθερό, τουλάχιστον για τους σκοπούς ενός συγγραφέα. Και η μνήμη παίζει τα δικά της περίπλοκα παιχνίδια και περιγελά την όλη διαδικασία. Είμαι ευτυχής να ζω με τις αναμνήσεις, αρκεί να μη μου γίνονται βραχνάς».

Πώς θα περιγράφατε αλήθεια τη ζωή του συγγραφέα; «Υποθέτω ότι ο συγγραφέας ζει μια ζωή που είναι παράξενα γραμμένη, όχι ακριβώς το αφήγημα που θα περίμενε κανείς. Εκεί που υπάρχει χαρά, εκείνος μπορεί να βλέπει μόνο λύπη. Είναι στρεβλό, αλλά είναι απαραίτητο. Ενας συγγραφέας είναι σαν τον επιστήμονα που έχει υπολογίσει την ταχύτητα της Γης μέσα στο διάστημα, και νιώθει ανακούφιση και συντριβή μαζί».

Εχετε δηλώσει σε συνεντεύξεις σας ότι στο παρελθόν παραλίγο να εγκαταλείψετε την Ιρλανδία εξαιτίας κάποιων δυσάρεστων κριτικών… «Μιλούσα για ένα θεατρικό έργο μου που υπήρξε μεγάλη αποτυχία το 2002, μέχρι τότε είχα γευτεί μόνο την επιτυχία, η οποία δεν σε προετοιμάζει για την καταστροφή, εννοώ πως δεν σε κάνει πιο σκληρό. Θεωρείς ότι είσαι ανοιχτός στην κριτική επειδή όλα έχουν πάει καλά. Είναι μια κατάσταση ανοησίας και βρέθηκα σε αυτήν όταν αυτό το θεατρικό έργο προκάλεσε σάλο στην Ιρλανδία. Δεν είχα τα μέσα για να κατανοήσω τις τόσο αρνητικές αντιδράσεις. Αλλά το μυθιστόρημα που ακολούθησε έτυχε θερμής υποδοχής και το πράγμα καταλάγιασε. Αυτό ήταν πολύ ανακουφιστικό και ανακάλυψα ότι δεν ήμουν έτοιμος να ζήσω με την αμφισβήτηση. Είμαι πλέον σίγουρος ότι κανείς δεν είναι έτοιμος να την αντιμετωπίσει και γι’ αυτό θαυμάζω τους συγγραφείς που έχουν αντιμετωπίσει τα εχθρικά κύματα της πατρίδας τους, όπως ο Ορχάν Παμούκ, για παράδειγμα. Αλλά τελικά η δυσκολία ήταν ότι δεν μπόρεσα να υπερασπίσω το συγκεκριμένο έργο. Δεν ένιωθα ότι επρόκειτο τελικά για κάτι καλοφτιαγμένο. Είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να έχει κανείς μια αληθινά αντικειμενική άποψη για τη δική του δουλειά. Τα βραβεία και οι τιμές καταλαγιάζουν τους φόβους του συγγραφέα, έστω για λίγο. Η ανακούφιση είναι προσωρινή και μπορεί να συγκριθεί με την ευχαρίστηση που νιώθει ένα παιδί όταν του έχουν ετοιμάσει στα κρυφά μια έκπληξη».

Ανησυχείτε για το μέλλον του έντυπου βιβλίου; «Ο 19χρονος γιος μου είπε σήμερα όταν γκρίνιαξα για το Kindle, "Το βιβλίο ήταν ο θάνατος του παπύρου, και ο πάπυρος ήταν ο θάνατος της περγαμηνής"».

«Ούτε ο Χριστός, ούτε ο Βούδας, ούτε ο Σωκράτης έγραψαν βιβλία, διότι για να γράψεις ένα βιβλίο πρέπει να αντικαταστήσεις τη ζωή με μια λογική διαδικασία», έχει πει ο συμπατριώτης σας ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Σχολιάστε παρακαλώ. «Νομίζω ότι αυτή η ρήση λέει περισσότερα για τον ίδιο τον Γέιτς παρά για τον Χριστό, τον Βούδα ή τον Σωκράτη. Αλλά είναι μια λαμπρή παρατήρηση. Είχαν άλλουν ανθρώπους για να γράψουν εξ ονόματός τους. Τι πολυτέλεια! Αλλά δεν είμαι σιγουρός ότι συμφωνώ με τη σκέψη αυτή. Σε μια περιοδεία μου στην Αμερική για το "Εις γην Χαναάν" μιλούσα για τη Λίλι και εξηγούσα γιατί κάθισε κι έγραψε για τη ζωή της. Είπα ότι είναι άλλο να σκέφτεσαι τη ζωή σου, άλλο να μιλάς για αυτή και άλλο να κάθεσαι και να τη γράφεις. Μόνο γράφοντας μπορείς να συναντήσεις τον εαυτό σου. Ο Γέιτς, όμως, έχει πει ένα εκατομμύρια υπέροχα πράγματα, το αγαπημένο μου δικό του απόφθευγμα είναι το εξής "Είμαι ένας ανόητος παντού, εκτός από το γραφείο μου"».

Κυκλοφορούν φήμες ότι τραγουδάτε υπέροχα… «Οι φήμες δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα, αλλά αυτές είναι τουλάχιστον ευχάριστες. Καμιά φορά τραγουδάω στις αναγνώσεις των βιβλίων μου, όποτε κάποιο τραγούδι αναφέρεται στο κείμενο. Εναν ή δύο στίχους. Το όλο εφέ βασίζεται στο στοιχείο της έκπληξης, επομένως θα σας παρακαλούσα να μην το αποκαλύψετε, διότι, ποτέ δεν ξέρετε, μπορεί να έρθω να διαβάσω τα βιβλία μου στην Ελλάδα. Η θεία μου Μέρι Ο’ Χάρα υπήρξε διάσημη τραγουδίστρια και την εποχή του παππού μου ο καθένας έλεγε ένα τραγούδι στις οικογενειακές μαζώξεις. Αυτή ήταν μια υπέροχη παράδοση. Μόνο στο τραγούδι μπορείς να δεις κάποιον καθαρά ή να διακρίνεις κάτι που αλλιώς θα χρειαζόταν χρόνια γνωριμίας για να φανεί. Για παράδειγμα, όταν έζησα στη Νάουσα της Πάρου για έναν χρόνο, το 1980, καταλάβαινα πολύ λίγα για τους ψαράδες που έβλεπα, ώσπου τους άκουσα να τραγουδάνε ένα βράδυ στη βάρκα τους, ακουμπισμένοι στην κουπαστή του καϊκιού τους. Νησιώτικα, φυσικά».

Από:  http://www.vimagazino.gr/