Αναγνώστες

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Ξόδεψα πολύ χρόνο για να ‘ρθω σ’ αυτή την ήσυχη σκέψη




Ξόδεψα πολύ χρόνο για να ‘ρθω σ’ αυτή την ήσυχη σκέψη ότι όλα στέκονται εντός μου ταχτοποιημένα σαν να είναι να ακυρωθούν.
Είναι η ζωή με τις αντιφάσεις της που σε πολιορκεί, αλήθεια σε πολιορκεί, και δεν φτάνεις ποτέ νικητής πουθενά.
Έζησα έναν ήλιο ποιητικό. Τον πίστεψα τόσο που με κατέφαγε. Αλλά παράλληλα μου έδωσε τόση δύναμη και τόσο καθαρή ματιά που έγινε να υιοθετηθεί από μένα ολοκληρωτικά το μανιφέστο του- προσανατολίστηκα στον καημό μιας Ελλάδας.
Και πικραινόμουν που ένιωθα ότι αυτή η πατρίδα μες τους αιώνες προδόθηκε, ήθελα να μεγαλουργήσει πάλι με την παιδεία της- αλλά έβλεπα το ράθυμο ″εγώ″ να λειτουργεί σαν τροχοπέδη σ’ αυτήν την πορεία που ονειρευόμουνα.
Να τι γίνεται όταν εξαπλωθεί η κόλαση: το βόλεμα του οκνού.
Πάνω σε μια μάντρα διάβασα το σύνθημα ″Ξυπνήστε ρε, κάποια στιγμή θα σας πάρουν και τους καναπέδες- δεν θα ‘χετε που να κάθεστε…″..
Ω πόσο δίκιο!
Μήπως ο πυρήνας της υγιούς σκέψης και της υγιούς αντίδρασης είναι πάντα αναρχικός;
Η πολιτική βάρυνε πάνω από τον τόπο σαν ένα σύννεφο που θα βρέξει δυστυχίες.
Θέλω να σταθώ στο ύψος μιας τολμηρής θέλησης και να ανταμώσω με έναν λαό περήφανο που δεν δέχεται να του στερούν την λευτεριά του.
Θέλω να εξοστρακίσω στο όνομα της δημοκρατίας, στο όνομα της ψυχής που θέλει να ζήσει λευκά και της ταιριάζουν οι πολλές αθωότητες.
Ας είναι ρηξικέλευθα τα στιχάκια μου κι ας τολμήσει να υιοθετήσει μιαν προσήλωση στο μη ταπεινό η εποχή.
Ας έρθουν οι ποιητικοί άνεμοι απολυμαντικοί να σαρώσουν το σκέλεθρο σώμα μιας αρρωστημένης κάστας σαλτιμπάγκων του φαιδρού που ξεπουλούν τα πάντα γιατί γι αυτούς τίποτα πια δεν είναι πατρίδα..

Σ.Π 27.11.2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

ΦΥΓΗ

Φυγή - Αυτοί οι στίχοι συχνά-πυκνά με στοιχείωνουν.. έρχονται σε στιγμές και επαναλαμβάνονται στο μυαλό μου...


Ι
Αἰσθάνομαι τὴν πραγματικότητα μὲ σωματικὸ πόνο. Γύρω δὲν ὑπάρχει
ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ τείχη ποὺ στενεύουν διαρκῶς περισσότερο, τέλματα
στὰ ὁποῖα βυθίζομαι ὁλοένα. Ἀναρχοῦμαι ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μου.
Ἡ παραμικρότερη ὑπόθεση γίνεται τώρα σωστὴ περιπέτεια. Γιὰ νὰ πῶ
μία κοινὴ φράση, πρέπει νὰ τὴ διανοηθῶ σ᾿ ὅλη της τὴν ἔκταση, στὴν
ἱστορική της θέση, στὶς αἰτίες καὶ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἀλγεβρικὲς
ἐξισώσεις τὰ βήματά μου.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος

Σε αναζήτηση της ποιητικής ισοδυναμίας, της Λίζυς Τσιριμώκου

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.

Γ. Ρίτσος, «Παρενθέσεις»

Η επιλογή της λέξης στην ποίηση είναι αυτοσκοπός. Αν στην καθημερινή γλωσσική επικοινωνία η λέξη είναι απλός διάμεσος, όχημα, αχθοφόρος του νοήματος, στην ποιητική πράξη χάνει τη διαφάνειά της, ανακτά την αρχική της πύκνωση, γίνεται ψηλαφητή, απτή, αιχμηρή, προβάλλει τις αντιστάσεις της. Eδώ η λέξη λειτουργεί περισσότερο ως δείκτης μιας βιογλωσσικής εμπειρίας, μιας ιδιαίτερης και αγωνιώδους σχέσης με τη γλώσσα: ο ποιητής, γλωσσοτεχνίτης, ανακωδικοποιεί τον κόσμο, δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές και τις δυνατότητες των γλωσσικών εργαλείων του, νομοθετεί ενίοτε στα όρια της γραμματικής και συντακτικής αυθαιρεσίας, αναζητώντας με πάθος την ενάργεια, την καίρια έκφραση, την ακριβόλογη διατύπωση της ευαισθησίας του. Εν ολίγοις, οι λέξεις αποτελούν το ιδιαίτερο βασίλειο του ποιητή και διαμορφώνουν σταδιακά την ηθική της γραφής του. Ίσως, λοιπόν, επειδή γνωρίζει καλά την πάλη, τον παιδεμό για την κατάκτηση της ζητούμενης λέξης, έχει την απαίτηση από τον μεταφραστή που θα μετακενώσει το κείμενό του σε μιαν άλλη γλώσσα να κάνει το αντίστοιχο ταξίδι, να υποβληθεί στην ίδια δοκιμασία προκειμένου οι κοινόχρηστες λέξεις να γίνουν πράγματα, μοναδικά χειροτεχνήματα του λόγου· και όταν συμβαίνει να εμπλέκεται ο ίδιος στη μεταφραστική διαδικασία, υποτάσσει τις δικές του εμμονές, πειθαρχεί στις ευρετικές αυθαιρεσίες του πρωτοτύπου, επιχειρεί να τις διασώσει όσο και όπως μπορεί, σέβεται δηλαδή τον γλωσσικό κόσμο του ομοτέχνου και αγωνιά να βρει την πλήρη, ει δυνατόν, ισοδυναμία του στον νέο κώδικα. Η πιστότητα στο πρωτότυπο με αυτούς τους όρους είναι το πρώτο μέλημα του μεταφραστή.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ως ποιητής και μεταφραστής, δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα. Παρά την πληθωρική παραγωγή του, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο τον παίδευε ακόμη και το ελάχιστο ποίημα, ο κάθε στίχος, και πόσο επεδίωκε να κρατήσει την παραμικρή απόχρωση της ξένης φωνής, όταν μετέφραζε· γνωρίζουμε, για παράδειγμα, στις συνεταιρικές μεταφράσεις του με τον Άρη Αλεξάνδρου από τα ρωσικά πόσο επέμενε στον γλωσσικό βηματισμό, λέξη προς λέξη, από το πρωτότυπο στην απόδοσή του, και πάλι και πάλι, τρίβοντας συνεχώς τις λέξεις έως ότου πετύχει τον ποιητικό σπινθήρα. Aπό την αλληλογραφία του με τον Άρη Αλεξάνδρου και την Καίτη Δρόσου (Τροχιές σε διασταύρωση, Άγρα, 2008) απομονώνουμε ορισμένα σημεία, δηλωτικά ακριβώς της σημασίας που απέδιδε ο Ρίτσος στη μεταφραστική πιστότητα.

1. Ο Αλεξάνδρου τού έχει στείλει από το Παρίσι δείγμα των γαλλόφωνων ποιημάτων του (τη «Lucidité» και άλλα επτά).1 Ο Ρίτσος, στην απαντητική επιστολή του από την Αθήνα (12. VII. 71), αυτοσχεδιάζει επιχειρώντας να αποδώσει στα ελληνικά τη δυσκολία ενός στίχου: «Cela m’insupportait». To μεταφράζει παιγνιωδώς: «Αυτό με ανυπόφερε». Είναι σαφές ότι προσπαθεί να κρατήσει την ισοδυναμία στη μετάβαση από τη μια γλώσσα στην άλλη, το ρήμα να αποδοθεί με ρήμα, έστω και αν καταστρατηγηθούν οι κανόνες της ελληνικής γραμματικής και σύνταξης –όπως, άλλωστε το κάνει και ο Αλεξάνδρου στο πρωτότυπο ποίημά του. Το «λάθος» οφείλει να τηρηθεί ως ξενότητα και στη μεταφραστική εκδοχή, η κυριολεξία να μείνει αλώβητη.

2. Σε επόμενο γράμμα του από τη Σάμο στην Καίτη και στον ΄Αρη (26. XI. 71), σχολιάζοντας την αγγλική μετάφραση της συλλογής του Χειρονομίες (Gestures) που μόλις είχε φτάσει στα χέρια του, επισημαίνει την απογοήτευσή του για την απώλεια μιας λέξης (ενός επιθέτου) στη μεταγλώττιση του ποιήματος «Αβέβαιες αποφάσεις»:

Κ’ εκείνο το βαθύ, κοίλο φεγγάρι λάμπει ψηλά πάνω απ’ το Τελωνείο,
κατοικημένο ολόκληρο από μιαν ακραία, ζεσταμένη ματαιότητα.

The deep, concave moon shines over the Customs
inhabited by an extreme futility.

«Όπως βλέπετε, μου φάγανε μια κύρια για μένα λέξη. “ζεσταμένη”, που χρωματίζει ιδιαίτερα τη λέξη “ματαιότητα”». Eίναι και πάλι προφανές ότι ο ποιητής επιζητεί τις λιγότερες δυνατές απώλειες στη διαδικασία της μετάφρασης. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στη γλωσσική κατασκευή ενός ποιήματος· πρόκειται για λειτουργικό σύστημα το οποίο απαιτεί και το ελάχιστο συστατικό του στοιχείο, ακόμη και το σημείο στίξης, για να τεθεί σε κίνηση στην έτερη γλώσσα.

3. Στο προλογικό της κείμενο η Καίτη Δρόσου αναθυμάται τη δυσφορία του Ρίτσου σε παλαιότερα χρόνια (μάλλον το 1959), όταν μόλις είχε παραλάβει μια ρωσική ανθολογία ποιημάτων του και, μη γνωρίζοντας ρωσικά, ζήτησε από τον Αλεξάνδρου να του κάνει μια πρόχειρη κατά λέξη μετάφραση. Αγανακτισμένος με τις μεταφραστικές αυθαιρεσίες που αλλοίωναν εμφανώς την ποιητική του πρόθεση, ξέσπασε: «Τί διαβάζεις; να λέει του Άρη, τί βιβλίο κρατάς στα χέρια σου, αυτοί οι στίχοι που μας αραδιάζεις δεν είναι δικοί μου, δεν τους έγραψα εγώ».

Εντάσσοντας όσα προηγήθηκαν σε μια μεταφραστική τυπολογία, ο επαρκής αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο Ρίτσος τάσσεται αναφανδόν υπέρ της κατά λέξη μετάφρασης, της αναζήτησης μιας λεκτικής ισοδυναμίας, μιας ισορροπίας (ή μάλλον σχοινοβασίας) ανάμεσα στο ιδιόφωνο και το αλλόφωνο, που δεν καταργεί τις ιδιαιτερότητές τους, αλλά τις διατηρεί, τις αναδεικνύει, τις προβάλλει. Για την καίρια λέξη στη διαδικασία της δημιουργίας αλλά και της αναδημιουργίας (της μετάφρασης) ας κρατήσουμε την εύστοχη διατύπωση του ποιητή:

Η λέξη με είχε
με βρήκε
με είπε.
Κι εγώ
μονάχα «ευχαριστώ».
Στη λέξη
μια λέξη.
Ο κόσμος.

Από: http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=160&A=164

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΗΣ

Στο κείμενό μου με τίτλο "Ποίηση και Αναγκαιότητα" ενετόπιζα τις κατά τη γνώμη μου σταθερές παραμέτρους αξιολόγησης ενός ποιητικού έργου, παράμετροι που έχουν να κάνουν τόσο με την φύση μιας συγκεκριμένης εποχής, όσο, και κυρίως, με το πέραν αυτής ως το πλεόνασμά της, το οποίο οφείλει η ποίηση να συλλαμβάνει και να "καθαρπάζει" εν εμπνεύσει και πραγματώσει, και βάσει αυτού να καθίσταται σε τελική ανάλυση διαιώνια αξία ή όχι.

Επειδή ακριβώς η ποίηση είναι περισσότερο απ' όλες τις τέχνες εκείνη που θα αποκαλούσαμε μια αναλλοίωτη σταθερά μέσα στο χρόνο, τουτέστιν, ένα μέγεθος ασάλευτης έκφρασης και παγίωσης του νοητικού μέσα σε έναν, στην κυριολεξία, χαοτικών αλλαγών κόσμο και συνεπακολούθων εξαιρετικά ασταθών οριζουσών σκέψης και εκτίμησης.

Ο κόσμος έρχεται να εκτιμήσει, η ποίηση να αποτιμήσει.

Σε μια άλλη διάσταση αναφοράς, ο πρώτος έρχεται να εξελίξει κάτι, η ποίηση, ωστόσο, μάλλον να το ακινητοποίησει στην καλύτερη πνευματική και ερμηνευτική εκδοχή του.

Όπως καταλαβαίνει κανείς όχι και τόσο εύκολα λοιπόν, η επενέργεια της ποίησης στα ανθρώπινα είναι "αριστοκρατικής" υφής και ακόμα, μια κίνηση από τα πάνω προς τα κάτω, και όχι το αντίθετο.

Όσες φορές επιχειρήθηκε να προσδωθεί μια πιο "λαϊκή" ή εσκεμμένης πρόθεσης "μαζική" διάσταση στις ποιότητες των αρμών που προσδένουν την ποίηση με τους αποδέκτες της, τότε είχαμε στην καλύτερη περίπτωση κάτι το εξαιρετικά άτσαλο ως αποτέλεσμα, και στη χειρότερη, μια πλήρη ιλαροτραγωδία.

Πράγμα άλλωστε λογικό, στο βαθμό που η ποίηση συνιστά, όχι απλά μια τέχνη, αλλά πρωτίστως ένα άβατον του Λόγου, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, συνεπώς κάτι από τη φύση του ιερόν, όχι τόσο με τη λατρευτική-μεταφορική έννοια, όσο, -για έναν πραγματικό ποιητή τουλάχιστον- με την πλέον ρεαλιστική και αδυσώπητη της λέξης.

Αν "ο Λόγος εγένετο σαρξ" για να θυμηθούμε την καταπληκτική διαπίστωση του Ιωάννη, τότε, πέρα από την ομιλία (το θείο και σκοτεινό μυστήριο της ομιλίας) και τη γραφή, η σαρξ του Λόγου είναι πρωτίστως αυτό το σώμα της ποίησης, ο ναός ενός μακροκοσμικού ανθρώπου εντός του οποίου τελούνται οι διεργασίες υψώσεώς του από το ακατέργαστο επίπεδο του νοείν μέσω του συμβατικού λόγου προς ένα είδος συγκεντρωτικής και απόλυτης σκέψης, στην οποία, μια λέξη μπορεί να έχει την αξία και την σημασία εκατό λέξεων σε κοινότερη χρήση μέσα στο καθημερινό λόγο.

Αναρωτάται συνεπώς κανείς, και εύλογα, ποια μπορεί να είναι η δημόσια στάση και θέση ενός πραγματικού ποιητή απέναντι στο ιερό μυστήριο της ποιήσεως, και στο βαθμό βέβαια που ο ίδιος είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει πως ο,τιδήποτε έχει να κάνει εδώ με μια περαιτέρω "αντικειμενικοποίηση" του Λόγου, όχι αναγκαία και νομοτελειακή, και υπαγορευόμενη από μια όχι και τόσο νοήμονα επιθυμία "μικροεπιφάνειας", "μικρομεγαλισμού" και "αυτοανάδειξης" μέσα από οποιονδήποτε τρόπο, είναι τόσο εύστοχο για τη ποίηση όσο πιθανώς θα ήταν η τοποθέτηση πηρουνιών μέσα σε ένα ανθοδοχείο... (αν και κάποιες φορές κάτι τέτοιο θα είχε αναμφίβολα ειδικό ενδιαφέρον νοσηρών συνιστωσών αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μόνιμο).

Ο σάλος, η θορυβώδης κίνηση της "αγοράς" , οι εξ ορισμού πάντοτε γελοίοι και συμπλεγματικών εκκινήσεων "λογοτεχνικοί" καυγάδες και αστείοι διαξιφισμοί που ως κίνητρό τους δεν κρύβουν τίποτε περισσότερο από το απλοποιημένο "ζήτω εμείς, κάτω εσείς" ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ξένα σώματα προς την πραγματική ποίηση και ο συντομότερος δρόμος για την φαιδροποίησή της.

Ο χρόνος άλλωστε μέσα στον άτεγκτο βηματισμό του στην Ιστορία της Λογοτεχνίας και εν γένει του ανθρωπίνου πνεύματος, στην κυριολεξία εξανεμίζει όλα αυτά τα παρα-ποιητικά φαινόμενα και παρενέργειες και τα εναποθέτει -μαζί με τους φορείς τους- αργά η γρήγορα, είναι κάτι περισσότερο από αλήθεια αυτό, στην ανυπαρξία.

Πράγμα, βέβαια, που είναι αναμενόμενο. Επειδή ακριβώς το μυστήριο της ποίησης δεν συγχωρεί και ούτε πρόκειται να συγχωρήσει ποτέ μια περισσότερη "εκκοσμίκευση" απ' όση το ίδιο ορίζει, και περαιτέρω μια αυξανόμενη σε ποσότητα και ποιότητα "ενδοαλλοτρίωσή" του περισσότερη απ'όσο το ίδιο είναι διαθέσιμο να ανθέξει.

Όπως ακριβώς ένας ναός παύει να είναι ναός, αν οι συγκεντρωμένοι, ή ακόμα οριακότερα, οι ιερείς, αρχίζουν να φλυαρούν στα καθημερινά ή τσακώνονται και ασχημονούν ακόμα και εν τω μέσω της λειτουργίας, έτσι και η ποίηση και ο ποιητής έχουν πάψει προ πολλού να υφίστανται ως συγκεκριμένες υπαρκτές ποιότητες, όταν πλέον το κούφιο άγχος για προσωπική καταξίωση περνάει μέσα από τον ιδιάζοντα και ιδιοπαθή συνήθως "θόρυβο" και την ευτέλεια της έκπτωσης του ποιητικού λόγου σε άναρθρες αιτιάσεις και φωνασκίες, μέσα μάλιστα σε εκείνο τον "χώρο" που οφείλει πάνω απ'όλα να είναι ο ναός του Λόγου και όχι το γήπεδο εκτόνωσης του καθενός ερασιτέχνη ή σαχλοαισθηματία γραφιά.

Σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, όπως έχει επισημανθεί αρκετές φορές από την Ιστορία της Λογοτεχνίας πρώτα παύει η ποίηση και μετά ο ποιητής.

Κατά κανόνα, η αδυναμία παραγωγής τουλάχιστον αξιοπρεπούς έργου κρύβεται πίσω από τις περισσότερες καταρρεύσεις της ποίησης και της ατμόσφαιράς της σε ένα γελοιογραφικό χάος τσακωμών, διαμαρτυριών, υστεριών, δημιουργίας "παρα-ποιήσεως" κλπ. κλπ.

Και είναι κοινό μυστικό, πως εκείνος που "επιτίθεται" πρώτος, έχει ήδη χάσει το παιγνίδι για το απλούστατο λόγο ότι με αυτή τη κίνηση αναγνωρίζει το ελλειματτικό της ποιητικής υπόστασής του.
Αν είχε και την στοιχειωδέστερη αυτοπεποίθηση και πίστη σε αυτό που κάνει, και ήταν απηλλαγμένος από κάθε αίσθημα φθόνου και ζηλοτυπίας, πολύ απλά δεν θα ένοιωθε την ανάγκη για τέτοιες αυτοκαταρρεύσεις λόγου και προσωπικότητας.

Ο ποιητής εκείνος που έχει πραγματικά δημιουργήσει μέσα στην ποίηση δεν έχει ανάγκη να προσφεύγει αυτοκαταστρεφόμενος σε τέτοιες διαδικασίες.
Ξέρει να περιφρουρεί σοφά το ταλέντο του και να μην μειγνύεται με τη σκόνη του χρόνου...
Ξέρει πάνω απ'όλα να προφυλάσσει το ιερό της ποιήσεως από την δυσλαλία μιας ψευδούς κοινωνικότητας που προσπαθεί να εξισώσει με την ανούσια υπόστασή της ό,τι δεν καταλαβαίνει και να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, όχι πια -και εδώ είναι η τραγωδία- με την πολυτροπία του ποιητικού λόγου, αλλά με τις μονοδιάστατες ταυτοποιήσεις και απλουστευτικές αποφορές της πιο επίπεδης και ρηχής, και πάντοτε όπως έχει παρατηρηθεί σε αυτές τις περιπτώσεις, "θυμικής" (μη) ποιότητας "γραφής".

Σίγουρα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για το ιερό της ποιήσεως. Είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο, πως αρκετοί δεν μπορούν να ανθέξουν την έλλειψη μιας παραποιητικής ψευδοκοινωνικότητας και των άχαρων "ζυμώσεών" της από το περιρρέοντα χώρο του ποιητικού σώματος.

Δεν μπορούν βέβαια, εκτός αν είναι...πραγματικοί ποιητές. Αλλιώς, κακά τα ψέμματα, δεν κάνουν γι'αυτή τη δουλειά.

Ο ποιητής οφείλει να μιλάει με το έργο του και μόνον.

Όπου αυτό εκλείπει , αρχίζουν τα άχρηστα "έκτροπα", τα οποία συνήθως είναι τόσο ...έξυπνα και τόσο αποτελεσματικά, όσο και ο μοναχικός ήχος του κουδουνιού της αδιόρθωτης βλακείας μέσα στο καμπανοστάσιο της πραγματικής δημιουργίας...

Από αυτή την άποψη, το άβατον της ποιήσεως είναι πραγματικό , υπαρκτό, αλλά δεν το κατανοούν, όχι οι πολλοί ή οι λίγοι, αλλά όσοι δεν πρέπει έτσι κι αλλιώς να το κατανοήσουν και δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να το κατανοήσουν στον αιώνα, ακόμα και αν η πρόθεσή τους φανεί ότι αλλάζει επ'αυτού.

Κατά συνέπεια, ούτε ο κακής ποιότητας "διαμαρτυρόμενος", ούτε ο αδιόρθωτα ερασιτέχνης, μηδέ ο κούφιος λαϊκός και συναισθηματολόγος ποιητής, μήτε και ο αναχρονιστικός "ποιητής-σπουργίτι" που με παιδιάστικους λεττρισμούς αποπειράται να περισώσει τα εννοιολογικά ναυάγιά του, γενικά, ο περιορισμένων δυνατοτήτων και βεληνεκούς, θα εννοήσουν ποτέ ότι δεν είναι τόσο το άχρωμο και μέτριο έργο τους που τους ωθεί σε μια κωμικοτραγική "υπέρβαση" προς τα κάτω των σοφά οριοθετημένων από τους αιώνες πέπλων που συγκρατούν την ποίηση από την έκπτωσή της σε καθημερινό, άσκοπο ή χυδαίο λόγο και πρακτική.

Είναι πάνω απ'όλα η αδυναμία κατανοήσεως πως το άβατον της ποιήσεως είναι βατό μόνο για εκείνους που είναι αποφασισμένοι να μιλήσουν μονάχα με το έργο τους.

Όλα τα υπόλοιπα είναι αστεία, και προοριζόμενα μόνο για τις χωματερές ούτε καν της ιστορίας της λογοτεχνίας (αλλοίμονο αν ησχολείτο με τέτοια...), αλλά αυτής της τρεχούσης καθημερινότητας.



Από: http://centurycamerareturn.blogspot.com

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Carol Ann Duffy

Carol Ann Duffy

Η Κάρολ Αν Ντάφυ είναι η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε η ύψιστη βρετανική λογοτεχνική διάκριση του Δαφνοστεφούς Ποιητή (Poet Laureate), τον Μάιο τού 2009, σπάζοντας παράδοση 341 ετών πού ήθελε τον τίτλο να απονέμεται αποκλειστικά σε άνδρες. Η Ντάφυ γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1955 στη Γλασκώβη από πατέρα Σκοτσέζο και μητέρα Ιρλανδή. Σπούδασε φιλοσοφία στο Λίβερπουλ και το 1981 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε έως το 1996. Από το 1996 έως σήμερα ζει στο Μάντσεστερ, όπου είναι καθηγήτρια στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο και διευθύντρια προγράμματος δημιουργικής γραφής. Πολυγραφότατη ποιήτρια, συγγραφέας θεατρικών έργων, παιδικής λογοτεχνίας και ποίησης, καθώς και ανεξάρτητη δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες, έχει τιμηθεί, από τα πρώτα της βήματα μέχρι σήμερα, με αρκετά βραβεία. Η τελευταία ποιητική της συλλογή Rapture (Σαγήνη), βραβευμένη το 2005 με το σημαντικότατο Βραβείο Ποίησης T.S. Eliot, αποτελεί ένα μακροσκελές ερωτικό άσμα, αλλά και συγκινητική πράξη προσωπικής κατάθεσης.

Η Σαγήνη θα κυκλοφορήσει σε δίγλωσση έκδοση από τις Εκδόσεις Ηριδανός, τον Οκτώβριο του 2009, σε μετάφραση Θάλειας Μελή-Χωλλ.


IF I WAS DEAD

If I was dead,
and my bones adrift
like dropped oars
in the deep, turning earth;

or drowned,
and my skull
a listening shell
on the dark ocean bed;

if I was dead,
and my heart
soft mulch
for a red, red rose;

or burned,
and my body
a fistful of grit, thrown
in the face of the wind;

if I was dead,
and my eyes,
blind at the roots of flowers,
wept into nothing,

I swear your love
would raise me
out of my grave,
in my flesh and blood,

like Lazarus;
hungry for this,
and this, and this,
your living kiss.


CHINATOWN

Writing it, I see how much I love the sound.
Chinatown, Chinatown, Chinatown.
We went down, the day of the Year of the Monkey,
dim sum and dragons bound.

Your fair head
was a pearl in the mouth of the crowd. The fireworks
were as loud as love, if love were allowed
a sound. Our wishing children pressed their incense
into a bowl of sand

in Chinatown, the smoke drifting off
like question marks over their heads. If I had said
what I’d wished, if I had asked you to tell me the words,
shifting up from your heart

for your lips to sift,
at least I’d have heard their sound uttered by you,
although then nothing we’d wished for in Chinatown,
Chinatown, Chinatown, would ever come true.


WRITE

Write that the sun bore down on me,
kissing and kissing, and my face
reddened, blackened, whitened to ash,
was blown away by the passionate wind
over the fields, where my body’s shape
still flattened the grass, to end as dust
in the eyes of my own ghost.

Or write
that the river held me close in its arms, cold fingers
stroking my limbs, cool tongue probing my mouth,
water’s voice swearing its love love love in my ears,
as I drowned in belief.

Then write the moon
striding down from the sky in its silver boots
to kick me alive; the stars like a mob of light,
chanting a name, yours. Write your name on my lips
when I entered the dark church of the wood
like a bride, lay down for my honeymoon,
and write the night, sexy as hell, write the night
pressing and pressing my bones
into the ground.


ITHACA

And when I returned,
I pulled off my stiff and salty sailor’s clothes,
slipped on the dress of the girl I was,
and slid overboard.
A mile from Ithaca, I anchored the boat.

The evening softened and spread,
the turquoise water mentioning its silver fish,
the sky stooping to hear.
My hands moved in the water, moved in the air,
the lover I was, tracing your skin, your hair,

and Ithaca there, the bronze mountains
shouldered like rough shields,
the caves, where dolphins hid,
dark pouched for jewels,
the olive trees ripening their tears in our pale fields.

Then I drifted in on a ribbon of light,
tracking the scents of rosemary, lemon, thyme,
the fragrance of your name,
which I chanted again in my heart,
like the charm it was, bringing me back

to Ithaca, all hurt zeroed now
by the harm you could do with a word,
me as hero plainly absurd,
wading in, waist-high, from the shallows at dusk,
dragging my small white boat.


ART

Only art now – our bodies, brushstroke, pigment, motif;
our story, figment, suspension of disbelief;
the thrum of our blood, percussion;
chords, minor, for the music of our grief.

Art, the chiselled, chilling marble of our kiss;
locked into soundless stone, our promises,
or fizzled into poems; page print
for the dried flowers of our voice.

No choice for love but art’s long illness, death,
huge theatres for the echoes that we left,
applause, then utter dark;
grand opera for the passion of our breath;

and the Oscar-winning movie in your heart;
and where my soul sang, croaking art.










ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΝΕΚΡΗ

Αν ήμουν νεκρή,
και τα οστά μου έρμαια
σαν κουπιά πεταμένα
στη βαθιά περιστροφή της Γης·

ή είχα πνιγεί,
και το κρανίο μου
όστρακο που αφουγκράζεται
σε σκοτεινό τού ωκεανού βυθό·

αν ήμουν νεκρή,
και η καρδιά μου
λίπασμα μαλακό
σε κατακόκκινη τριανταφυλλιά·

ή είχα καεί,
και το κορμί μου
μια χούφτα αμμοβολή
στο πρόσωπο του αγέρα·

αν ήμουν νεκρή,
και τα μάτια μου,
αόμματα σε ρίζες λουλουδιών,
δάκρυα έχυναν στο τίποτα,

όρκο παίρνω πως η αγάπη σου
θα με ανάσταινε
από το μνήμα μου,
με σάρκα και αίμα,

όπως ο Λάζαρος·
διψασμένη για τούτο,
και κείνο, και κάθε
δικό σου φιλί της ζωής.


ΤΣΑΪΝΑΤΑΟΥΝ

Γράφοντάς την, διαπιστώνω πόσο λατρεύω τον ήχο.
Τσάιναταουν. Τσάιναταουν. Τσάιναταουν.
Φθάσαμε εκεί, την ημέρα της Χρονιάς του Πιθήκου,
γεύματα ντιμ-σουμ και δράκοι να χοροπηδούν.

Τα χρυσά σου μαλλιά πέρλες στο στόμα του πλήθους.
Τα πυροτεχνήματα ηχηρά σαν τον έρωτα, αν ο έρως
επιδέχεται κάποιον ήχο. Οι καρποί των επιθυμιών μας
θυμιάματα μπηγμένα σε μπολ γεμάτα άμμο


στην Τσάιναταουν, καπνοί που αιωρούνταν από πάνω τους
ψηλά σαν ερωτηματικά. Εάν είχα εκφράσει όσα είχα ευχηθεί,
εάν σου ζητούσα να μου πεις τις λέξεις που θα ανέσυρες
απ’ την καρδιά σου

έως τών χειλιών σου τη σήτα, θα είχα τουλάχιστον ακούσει
τον ήχο τους να προφέρεται από σένα, αν και καμιά απ’ όσες
κάναμε ευχή στην Τσάιναταουν, Τσάιναταουν, Τσάιναταουν,
θα έβγαινε ποτέ αληθινή.


ΓΡΑΨΕ

Γράψε πως ο ήλιος έστρεψε πάνω μου τα πυρά του,
φιλώντας με, φιλώντας, το πρόσωπό μου έκαψε,
μελάνιασε, σε τέφρα λευκή μετέτρεψε, που άνεμος
παράφορος παρέσυρε πέρα σ’ αγρούς και χλόη,
όπου νωπό ακόμη αποτύπωμα το σχήμα
του κορμιού μου, σκόνη στα μάτια που κατέληξε
στη σκιά του εαυτού μου.

Ή γράψε πως ο ποταμός σε σφιχτή με έκλεισε αγκαλιά,
δάχτυλα κρύα τα μέλη μου να χαϊδεύουν, γλώσσα ψυχρή
το στόμα μου να εξερευνά, του νερού η φωνή ν’ αντιβουΐζει
με όρκους αγάπης και λατρείας, καθώς εγώ πνιγόμουνα
σε δίνη ευπιστίας.

Μετά γράψε η σελήνη, φορώντας μπότες ασημένιες,
τον ουρανό δρασκέλισε, κατέβηκε στη Γη, να με κλωτσήσει
ζωντανή· τ’ αστέρια, όχλος φωτός, ένα όνομα να ψάλλουν,
το δικό σου. Γράψε στα χείλη μου επάνω τ’ όνομά σου
όταν σαν νύφη διάβηκα τον σκοτεινό ναό του δάσους,
και έγειρα στου μέλιτος το χλοερό το στρώμα,
γράψε η νύχτα, σέξι σαν κολασμένη, γράψε πως η νύχτα
τα κόκαλά μου έχωνε βαθιά μέσα στο χώμα.



ΙΘΑΚΗ

Κι όταν επέστρεψα,
από πάνω μου πέταξα τη σκληρόπετση, αλμυρή του θαλασσόλυκου στολή,
φόρεσα βιαστικά το φόρεμα του κοριτσιού που ήμουν,
και γλίστρησα στη θάλασσα.
Ένα μίλι απ’ την Ιθάκη, έριξα άγκυρα.

Το απόβραδο γλύκανε κι απλώθηκε,
το γαλάζιο πέλαγος μνημόνευε τους ασημένιους του ιχθύς,
κι ο ουρανός σκυμμένος ωτακουστής.
Με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα, στο νερό, τα χέρια μου
ανίχνευαν, σαν εραστής που ήμουν, το δέρμα, τα μαλλιά σου,

και η Ιθάκη εκεί, τα μπρούτζινα όρη
να εξέχουν, σαν ακατέργαστες ασπίδες,
οι σπηλιές, όπου κρύβονταν δελφίνια,
θύλακοι σκοτεινοί για τιμαλφή,
οι ελιές τα δάκρυά τους να ωριμάζουν στους χλομούς μας ελαιώνες.

Μετά, το ρεύμα με παρέσυρε σε μια λωρίδα φωτεινή,
τις μυρωδιές ν’ ακολουθώ του δεντρολίβανου, της λεμονιάς,
του θυμαριού, τις ευωδιές του ονόματός σου,
που εξυμνούσα πάλι στην καρδιά μου,
σαν φυλαχτό κρυφό που επιφύλασσε τον νόστο μου

στην Ιθάκη, όποια κι αν πέρασα οδύσσεια τώρα μηδενισμένη
απ’ το κακό που θα έκανε μια δική σου λεξούλα,
σε μένα, έναν ήρωα σαφώς παραλογισμένο,
να βωλοδέρνω στο νερό, έως τη μέση, κι απ’ τ’ αβαθή προς την ακτή
κατά το δείλι, να σέρνω τη λευκή μου τη βαρκούλα.


ΤΕΧΝΗ

Μόνο τέχνη τώρα – τα κορμιά μας, πινελιά, χρώμα, μοτίβο·
η ιστορία μας, μυθοπλασία, περιρρέουσα δυσπιστία·
σε ρόλο κρουστών, οι παλμοί και οι σφύξεις μας·
ακόρντα, μινόρε, μουσική συνοδεία της θλίψης μας.

Τέχνη, το σμιλευτό, ψυχρό μάρμαρο του φιλιού μας·
σε άηχη πέτρα σφαλισμένες, οι υποσχέσεις μας,
ή σε ποίησης ψελλίσματα ξεθυμασμένες· σελίδων αποτύπωμα
τα ξεραμένα άνθη της φωνής μας.

Επιλογή ο έρωτας δεν έχει, παρά της τέχνης τη μακρά ασθένεια
και το θάνατο, μέγαρα θεατρικά να αντηχούν τα φευγάτα μας
φωνητικά, χειροκρότημα, απόλυτο σκοτάδι μετά·
μελόδραμα, της ανάσας μας το πάθος να χωρά·

βραβευμένη με Όσκαρ ταινία, αυτή της δικής σου καρδιάς·
και όπου η ψυχή μου τραγούδησε, τέχνη της συμφοράς.

Από: http://www.apiliotis.gr