Αναγνώστες

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Χίος


 


Η Χίος είναι νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Απέχει ελάχιστα από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Μόλις 3,5 ναυτικά μίλια τη χωρίζουν, από το ακρωτήριο Πούντα ως τη χερσόνησο της Ερυθραίας στο ύψος του Τσεσμέ. Είναι το πέμπτο μεγαλύτερο σε μέγεθος νησί στην Ελλάδα (904 τετρ.χιλιόμετρα) με μήκος ακτών 213 χιλιόμετρα και πληθυσμό που ζει τόσο στην πόλη και λιμάνι της Χίου όσο και στα 64 χωριά του νησιού. Ακόμη, η Χίος έχει μεγάλη απόδημη κοινότητα σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη.
Τα κύρια προϊόντα που εξάγει είναι η μαστίχα, το λάδι, τα σύκα και το κρασί, ενώ έχει διεθνή φήμη για το μέγεθος και την ποιότητα της ναυτιλίας της. Διοικητικά, μαζί με τα νησιά Οινούσσες και Ψαρά, αποτελεί το νομό Χίου με πληθυσμό που φθάνει τους 53.817 κατοίκους (απογραφή 2005). Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη της Χίου, που λέγεται και Χώρα.
Για το όνομα της Χίου έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. Το παλαιότερο όνομα του νησιού ήταν, κατά τον Όμηρο, προελληνικό, Κίος ή Κέως, ονόματα παραπλήσια με το σημερινό. Οι παλαιότεροι μύθοι αναφέρουν ότι το όνομα «Χίος» προέρχεται από τη Χιόνη που ήταν νύμφη, κόρη του Οινοπίωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος κάτοικος και βασιλιάς του νησιού ήταν ο Οινοπίων, γιος του Διόνυσου και της Αριάδνης, ο οποίος ήρθε από την Κρήτη στο νοτιότερο άκρο της Χίου και έμαθε στους κατοίκους του νησιού το εμπόριο, τη θάλασσα και το πώς να καλλιεργούν τα αμπέλια. Εκτός από τη Χιόνη, την πατρότητα της Χίου διεκδικεί και άλλο μυθικό πρόσωπο, ο Χίος, γιος του Ωκεανού ή του Ποσειδώνα, που ονομάστηκε έτσι επειδή κατά τη γέννησή του έπεσε πολύ χιόνι. Κατά τον ιστορικό- γεωγράφο Ισίδωρο, οι Σύροι αποκαλούσαν Χίο τη μαστίχα. Ο περιηγητής Dapper λέει ότι Chia σημαίνει όφις στη συριακή γλώσσα. Εξ ου και το άλλο όνομα της Χίου Οφιούσα, το οποίο δόθηκε λόγω των πολλών φιδιών που είχε. Άλλο όνομα της Χίου ήταν Πιτυούσα, μάλλον λόγω των πολλών πεύκων που υπήρχαν, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της. Άλλο όνομά της ήταν Αριούσα από το δέντρο «αριών», το οποίο είναι ένα είδος δρυ – πρίνου. Τα άρια (δρυς) κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Χίου. Άλλα ονόματα ήταν Αιθάλη (αναφέρει ο έφορος Πλίνιος) και Αρέθουσα, αναφέρουν ο Ιταλός Ruberto Valentino και ο Ιερώνυμος.
Η προϊστορική παράδοση αναφέρει δύο ανθρώπους που πρωτοκατοίκησαν στο νησί, τον Οινοπίωνα και τον Μάκαρα. Ο Οινοπίωνας ήταν ο πρώτος μυθικός βασιλιάς της Χίου, είχε κρητική καταγωγή και ήταν αυτός που έφερε στη Χίο την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του καλύτερου οίνου της εποχής, του Αριούσιου Οίνου. Τα εγκώμια γι’ αυτόν τον οίνο ήταν πολλά, όπως νέκταρ, γλυκύτατος, θεραπευτικός, αρωματικός και εύπεπτος. Πατέρας του Οινοπίωνα ήταν ο Θεός Διόνυσος και μητέρα του η Αριάδνη, κόρη του Βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη του για το κρασί και την μετέδωσε και στους Χιώτες. Με τον Οινοπίωνα συνδέεται και ο μύθος του Ωρίωνα, του διασημότερου μυθικού ήρωα της Χίου. Ο Ωρίων ήταν γιος του Θεού Ποσειδώνα και της Ευρυάλης, κόρης του Μίνωα. Ηταν επίσης γίγαντας και περίφημος κυνηγός. Ο Ωρίων αγάπησε την κόρη του Οινοπίωνα, Μερόπη, της οποίας το χέρι ζήτησε από τον πατέρα της. Ο Οινοπίωνας του ανέθεσε αρχικά να εξολοθρέψει τα άγρια θηρία της Χίου. Ο Ωρίωνας κατάφερε να τα εξολοθρέψει, αλλά ο Οινοπίωνας αθέτησε το λόγο του και δεν του έδινε την κόρη του. Ο Ωρίωνας φανερά στεναχωρημένος μέθυσε και έκλεψε την κόρη του Οινοπίωνα, Μερόπη. Για την ασέβειά του αυτή ο Οινοπίωνας τον τύφλωσε και τον έδιωξε από το νησί. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες εκδοχές του μύθου. Η Χίος τιμούσε σαν ήρωα το μυθικό Οικιστή και εκπολιτιστή της, Οινοπίωνα και η λατρεία του συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του Β’ μ.Χ. αιώνα.

Οι παλαιότεροι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Πελασγοί, οι οποίοι έφθασαν από τη Θεσσαλία, οι Κάρες και οι Λέλεγες. Αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Άβαντες και τέλος οι Ίωνες. Αυτοί οι λαοί έζησαν για χιλιετίες στη Χίο και από την ανάμειξή τους με τους Δωριείς, οι οποίοι τους υπόταξαν και τους αφομοίωσαν, προήλθε ο πληθυσμός της Χίου. Για τους Πελασγούς ο Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά : «Χίοι οικιστές εαυτών Πελασγούς γασι τους εκ της Θετταλίας». Όμοιες πληροφορίες μας δίνουν και οι Ευστάθιος, Μενεκράτης ο Ελαΐτης. Όσον αφορά την προέλευση των Πελασγών και τις σχέσεις τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες από αρχαίους συγγραφείς, που είναι όμως αντιφατικές. Βέβαιο πάντως είναι ότι οι Πελασγοί προηγήθηκαν των Δωριαίων και μάλλον ήταν ινδοευρωπαίοι. Για την παρουσία των Αβάντων μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ο οποίος αναφέρει ότι ξεκίνησαν από την Εύβοια και αποίκισαν τη Χίο. Κατά τον Αριστοτέλη, το όνομά τους προέρχεται από την πόλη Άβα της Φωκίδας, από την οποία Θράκες άποικοι μετοίκησαν στην Εύβοια. Αναφορά στους Κάρες γίνεται από το Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει ότι οι Κάρες κατείχαν την περιοχή από τη Μίλητο έως την παραλία της Εφέσου. Επίσης αναφέρει ότι στα νησιά Χίο και Σάμο κατοικούσαν και οι Λέλεγες, όπως και οι Κάρες και αργότερα εκδιώχθηκαν από τους Ίωνες. Κατά την ελληνική παράδοση, οι Κάρες ονομάζονταν προηγουμένως Λέλεγες και κατοικούσαν στα νησιά του Αιγαίου σαν υπήκοοι του Μίνωα. Οι πληροφορίες δυστυχώς είναι συγκεχυμένες και γι΄ αυτό δεν μπορούμε να καθορίσουμε την προέλευση των λαών, όπως και το χρόνο εγκατάστασης και παραμονής τους στο νησί.

Δύο κυρίως αρχαιολογικές θέσεις της Χίου, το Άγιο Γάλα και το Εμποριό, μας δίνουν πληροφορίες από την Πρώιμη Νεολιθική εποχή(6000-5000 π.Χ.) για τους προελληνικούς λαούς που είχαν εγκατασταθεί. Ο αρχαιολογικός χώρος του Εμποριού αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα παραθαλάσσιου οικισμού, του οποίου η οικονομία βασιζόταν στην κτηνοτροφία, την αλιεία και το κυνήγι. Τα δέκα ευκρινώς διακρινόμενα στρώματα από τις ανασκαφές στον Εμποριό καλύπτουν τη χρονική περίοδο 6000 π.Χ. έως τα τέλη της πρώιμηςΕποχής του Χαλκού (2000 π.Χ.). Η κύρια περίοδος της Εποχής του Χαλκού (2800-1100 π.Χ.) έχει σαν κύρια γνωρίσματά της τη χρήση των μετάλλων, την καλύτερη κατανομή εργασίας και την ίδρυση οχυρωμένων αστικών κέντρων. Στον Εμποριό είχε ιδρυθεί αρχικά οικισμός στο νότιο τμήμα του λιμανιού, ο οποίος αργότερα επεκτείνεται και προς την κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως και οχυρώνεται με πέτρινο τείχος. Στα μέσα της Γ’ χιλιετηρίδας το Εμποριό καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε αποτελώντας ένα αξιόλογο αστικό κέντρο.
Κατά τους πρώτους αιώνες της Μέσης Εποχής του Χαλκού (Μεσοελλαδική 1900 – 1600πχ) νέο κύμα εισβολέων κατακλύζει το Αιγαίο. Οι ερευνητές τους αναφέρουν σαν Αχαιούς και άλλοι σαν Ίωνες, οι οποίοι θα εγκολπωθούν το Μινωικό πολιτισμό και θα τον μετασχηματίσουν σε Μυκηναϊκό. Η Υστέρα Εποχή του Χαλκού (1600-1100 πχ) είναι πολύ σημαντική, γιατί για πρώτη φορά γίνεται αποικισμός από ελληνικά φύλα. Επειδή η μητρόπολη αυτού του πολιτισμού ήταν οι Μυκήνες, γι΄ αυτό ονομάστηκε Μυκηναϊκός πολιτισμός. Η μυκηναϊκή περίοδος χαρακτηρίζεται από την αύξηση των οικισμών και εξάπλωση του εμπορίου με το Μυκηναϊκό κόσμο. Τα μυκηναϊκά αγγεία που βρέθηκαν στον Εμποριό αποδεικνύουν τις άμεσες εμπορικές σχέσεις μεταξύ Χίου και Κρήτης. Ο Μυκηναϊκός οικισμός του Εμποριού εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε στις αρχές του 11ου πχ αιώνα και παρέμεινε ακατοίκητος και έρημος για τρεις τουλάχιστον αιώνες. Όταν μάλιστα ιδρύθηκε ο νέος οικισμός, αυτός χτίστηκε στις δυτικές πλαγιές του λόφου του Προφήτη Ηλία.

Στα μέσα του 11ου π.Χ αιώνα υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ο αποικισμός της Χίου από τους Ίωνες. Οι Ίωνες διακρίθηκαν σαν έμποροι και ναυτικοί, όπως επίσης αναδείχθηκαν και πρωτοπόροι στα γράμματα και τις τέχνες. Σ αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες, όπως το εύφορο έδαφος, η γεωγραφική της θέση και τα μεγάλα λιμάνια της. Αξιοσημείωτο είναι ότι περίφημα, κατά την αρχαιότητα, ήταν τα γεωργικά προϊόντα της Χίου, όπως το κρασί της που έφθανε ως τα πέρατα του κόσμου.
Εκτός από τους Ίωνες υπάρχουν ενδείξεις ότι Αιολείς άποικοι εγκαταστάθηκαν στο βόρειο μέρος του νησιού, προερχόμενοι από τη Λέσβο.
Οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας και τα γειτονικά νησιά ανήκαν στα ελληνικά φύλα που ανέπτυξαν το Μυκηναϊκό πολιτισμό, του οποίου πολιτιστικά στοιχεία έφεραν από τις πατρίδες τους. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν τα επικά. Έτσι γεννήθηκαν τα Ομηρικά Έπη, τα σημαντικότερα δημιουργήματα της Ελληνικής, αλλά και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του ποιητή Ομήρου. Η Χίος μετά τον αποικισμό αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ιστορικό ρόλο. Εκτός της Χίου, οι Ίωνες είχαν κατακτήσει τη Σάμο και άλλες δέκα 10 πόλεις της Μικράς Ασίας, ιδρύοντας έτσι τη Δωδεκάπολη των Ιώνων. Σύντομα, οι πόλεις που είχαν κατακτηθεί από τους Ίωνες είχαν δημιουργήσει μια ομοσπονδία, ενώ έπαιξαν και σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Ελληνικού πολιτισμού.

Η Χίος ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που από τον 7ο αιώνα π.Χ. ανέτρεψαν την Βασιλεία και δημιούργησαν ένα αναπτυγμένο πολιτικό σύστημα, όπου η εξουσία περιήλθε στους Ευπατρίδες (ανώτατη τάξη πολιτών). Αυτοί είχαν πολλά προνόμια και συγκέντρωναν όλες τις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές της πόλης, ρυθμίζοντας όσα αφορούσαν τη θρησκεία και ερμηνεύοντας τους νόμους. Ο βασιλιάς υπήρχε ακόμη, όμως την εξουσία την είχε κυρίως ο δήμαρχος, ο άρχων του δήμου, όπως και η βουλή την οποία αποτελούσαν 50 άνδρες από κάθε φυλή. Ο δήμαρχος και η βουλή συνεδρίαζαν συνήθως μια φορά το μήνα και η εξουσία τους ήταν διοικητική και δικαστική. Οι διατάξεις αυτές εμφανίζονται δημοκρατικότερες από τη βουλή των τετρακοσίων του Σόλωνα στην Αθήνα.

Tετράδραχμο της Χίου,c.420–350 π.Χ.
Η Χίος αναπτύχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις των αρχαίων χρόνων, με πληθυσμό 60-80.000 κατοίκους και ταυτόχρονα σε μια μεγάλη ναυτική δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουν βρεθεί χιώτικοι αμφορείς σε κάποια σημεία της Ρωσίας αλλά και της Βόρειας Αιγύπτου. Η Χίος εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα σημεία εξαγωγής κρασιού, τον επονομαζόμενο Αριούσιο οίνο, ο οποίος ήταν γνωστός για την εξαιρετική του ποιότητα αλλά και για το ότι ήταν ένα από τα πιο ακριβά κρασιά της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Το πολίτευμα που υπήρχε κατά την Ιωνική κυριαρχία θεωρείται δημοκρατίαστα πρώτα βήματά της. Η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, όταν η Χίος κατακτήθηκε από τουςΠέρσες το 493 π.Χ., μετά την αποτυχημένη αντίσταση που προέβαλαν οι Χιώτες. Οι Πέρσες κατέστρεψαν τους αμπελώνες του νησιού, έκαναν καταστροφές, ενώ έστειλαν και πολλούς αιχμαλώτους στον Πέρση βασιλιά. Το 479 π.Χ. οι Χιώτες επαναστάτησαν και μετά τη μάχη της Μυκάλης απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, ενώ συμμετείχαν και στην Δηλιακή Συμμαχία.
Οι Χιώτες ξανάχτισαν την πόλη και παρουσίασαν μεγάλη πρόοδο στη ναυτιλία, το εμπόριο, τη βιομηχανία και την παραγωγή κρασιού. Το νησί απέκτησε πλούτο ο οποίος εξασφάλισε ανέσεις στους κατοίκους. Χαρακτηριστικά αυτής της εποχής είναι οι φράσεις χιώτικη χαρά και χιώτικη ζωή. Η περίοδος αυτή κράτησε για μισό αιώνα, μέχρι την έναρξη δηλαδή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Χιώτες πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, έως και την καταστροφική ήττα τους στηΣικελία, οπότε και συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες. Μετά την υπογραφή της Ανταλκιδείου Ειρήνης όμως, η Χίος επιστρέφει στο πλευρό των Αθηναίων.
Την άνοιξη του 334 π.Χ., που ξεκινούσε ο Αλέξανδρος από την Πέλλα με σκοπό την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, στη Χίο την εξουσία κατείχε ολιγαρχία που είχε επιβάλει η Περσία. Γι’ αυτό, μετά τη νίκη των Μακεδόνων στο Γρανικό, ο Αλέξανδρος έστειλε τον στρατηγό Αλκίμαχο για να διώξει τις φιλοπερσικές ολιγαρχίες από τα νησιά και να τις αντικαταστήσει με δημοκρατικά πολιτεύματα. Ο Αλέξανδρος, μετά την εκδίωξη των Περσών από τη Χίο, έστειλε δύο σημαντικότατες επιστολές (332 π.Χ.)[1][2]. Η πρώτη επιστολή αναφέρει: 1) να δεχθούν όλους τους εξόριστους, να καθιερώσουν δημοκρατικό πολίτευμα, να εκλέξουν νομογράφους, να διορθώσουν τους νόμους τους, 2)να δώσουν στον Αλέξανδρο 20 τριήρεις και να τις συντηρούν με δικά τους έξοδα, 3) να μη γίνονται δεκτοί στις πόλεις της συμμαχίας όσοι προδότες εγκαταλείψουν τη Χίο, 4) αν προκύψουν διαφωνίες με τους εξόριστους να επιλύονται από τον Αλέξανδρο και 5)να παραμείνει Μακεδονική φρουρά στο νησί και να συντηρείται με έξοδα των Χιωτών. Από την επιστολή καταλαβαίνουμε ότι ήδη η Χίος ανήκε στην Κορινθιακή συμμαχία. Η δεύτερη επιστολή αναφέρει ότι, όσοι προδότες δεν καταβάλουν το πρόστιμο που όρισε ο δήμος, θα πρέπει να τεθούν υπό εγγύηση και να αλυσοδεθούν. Ακόμη, αν κάποιος αποδράσει, το προβλεπόμενο πρόστιμο να δίνεται από τους εγγυητές του. Επίσης, κανένας Χιώτης να μην προσαχθεί σε δίκη με την κατηγορία του ‘Βαρβαρισμού’. Η επιστολή καταλήγει ότι, αν οι Χιώτες συμμορφωθούν στις υποδείξεις του Αλέξανδρου, θα τους εξυπηρετεί στο μέλλον.
Στη Χίο υπήρχε ισχυρό φιλομακεδονικό κόμμα, του οποίου φορείς ήταν δημοκρατικοί πολίτες, ενώ η ολιγαρχία υποστήριζε την Περσία. Ο Αλέξανδρος έδειξε ενδιαφέρον για τη Χίο και σύναψε προσωπικές φιλίες με επιφανείς Χιώτες πολίτες (όπως το Θεόπομπο). Η Χίος κράτησε φιλομακεδονική στάση από την αρχή της εκστρατείας της Μακεδονίας κατά των Περσών και τάχθηκε στο πλευρό τους.
Το 86 π.Χ. ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Στ' Ευπάτωρ κατέλαβε την πρωτεύουσα του νησιού με τους στρατηγούς του. Οι κάτοικοι της πόλεως εκτοπίστηκαν και στην θέση τους εγκαταστάθηκαν Πόντιοι άποικοι. Τότε ο Μιθριδάτης μετονόμασε την πόλη σε Βερενίκηπρος τιμήν της τρίτης του συζύγου Βερενίκης που ήταν Χιώτισσα. Φαίνεται πως η νέα ελληνιστική ονομασία τερματίστηκε με την ρωμαϊκή κατάληψη της νήσου.

Οι Χιώτες συμμάχησαν με τους Ρωμαίους και αρχικά απολάμβαναν κάποια προνόμια. Οι Ρωμαίοι, όμως, με το πέρασμα των χρόνων αφαίρεσαν πολλά έργα τέχνης από το νησί, ενώ επακολούθησαν και κάποιοι καταστρεπτικοί σεισμοί. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, η Χίος ήταν για πολλούς αιώνες υπό την διακυβέρνηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκτός από κάποιες σύντομες χρονικές περιόδους που λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς. Όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία ξαναπήρε τον έλεγχο της Χίου, αναγνώρισε τη σημαντική στρατηγική θέση του νησιού. Έτσι, ξεκίνησε η οχύρωσή της τον11ο αιώνα και η κατασκευή του Κάστρου της Χίου. Το 1042 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος ξεκίνησε το κτίσιμο της Νέας Μονής στο σημείο που είχε βρεθεί η εικόνα της Παρθένου.
Μετά από μια σειρά επιδρομών, όπως αυτή των Ενετών, η Χίος καταλαμβάνεται από τους Γενουάτες το 1346, οι οποίοι ήταν μια ανερχόμενη δύναμη. Για δύο ολόκληρους αιώνες το νησί παρουσίαζε πρόοδο. Οι Γενουάτες, αν και καταπίεζαν τους ντόπιους, οργάνωσαν το εμπόριο μαστίχας και έφεραν στη Χίο την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, ενώ οι Γενουάτες κατάφεραν να κρατήσουν τους Τούρκους μακριά από τη Χίο μέχρι το 1566, οπότε και οι Τούρκοι κατακτούν το νησί. Η καταπίεση του λαού συνεχίζεται, αλλά οι νησιώτες κρατούν τα προνόμιά τους χάρη στην παραγωγή μαστίχας.

Απριλης 1821 καταφθάνει ο Ναύαρχος Τομπάζης με στόλο 26 πλοίων για να απελευθερώσει το νησί. Οι πρόκριτοι του νησιού αντιδρούν σκεπτόμενοι την αντίδραση των Τούρκων και τα προνόμια τα οποία είχαν. Μαθαίνουν οι Τούρκοι την άφιξη Τομπάζη και φυλακίζουν πρόκριτους στο νησί, καθώς επίσης στέλνουν και τρεις πρόκριτους να φυλακιστούν στην Πολη ως ενέχυρα. Το Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες πήγαν στη Σάμο και κάλεσαν το Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλί έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν τοΙσλάμ[3]. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν[4][5] ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδεςκαι την Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος έκαιγε και κατέστρεφε τα πάντα για 40 μέρες, προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους Έλληνες. Το γεγονός έγινε γνωστό ως ησφαγή της Χίου.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική των Τούρκων ύστερα από τη σφαγή του 1822 οδήγησε στην αραίωση του πληθυσμού του νησιού και στην κάμψη κάθε δραστηριότητας. Οι λίγοι Χιώτες που επέζησαν της λεηλασίας και έκαναν προσπάθεια να ξαναχτίσουν το νησί το 1832. Το1835 δεν είχε επανέλθει στους παλιότερους ρυθμούς ζωής και μόλις από την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα σημειώνεται μια πρώτη προσπάθεια ανάκαμψης οικονομικής και πνευματικής. Το πλαίσιο της πολιτικής ζωής του νησιού από εκείνη την περίοδο γίνεται ο θεσμός της δημογεροντίας: οι δημογέροντες από το 1847 εκλέγονται για τη ρύθμιση των εσωτερικών προβλημάτων του νησιού από τους γέροντες των χωριών, ήταν μόνο ορθόδοξοι, ενώ παλίοτερα εκπροσωπούνταν και οι καθολικοί του νησιού. Από το 1861 σύμφωνα με τις διατάξεις του Διοργανισμού της κοινότητος Χίου, στις εκλογές για την ανάδειξη δημογερόντων συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλο το νησί εκτός από τα Μαστιχοχώρια. Από τα 66 χωριά του νησιού στη δικαιοδοσία της δημογεροντίας, που έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού, υπάγονταν τα 44 (36 στο βόρρειο τμήμα του νησιού και 6 γύρω από τον Κάμπο), καθώς και οι Οινούσες και τα Ψαρά. ΤαΜαστιχοχώρια, υποχρεωμένα να καλλιεργούν τη μαστίχα για τα σουλτανικά ανάκτορα, βρίσκονταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (μητέρας του σουλτάνου) και ανήκαν σε επίσημους Τούρκους[6]. Κάθε χωριό είχε τους επιτρόπους του, τη διοίκηση όμως ασκούσε Τούρκος αγάς, ενώ ένας έφορος των Μαστιχοχωρίων βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για τη ρύθμιση ζητημάτων που κατακαιρούς ανέκυπταν. Με το νόμο περί Βιλαετίων (1864)[7], οι εξουσίες της δημογεροντίας περιορίσθηκαν , και αντικαταστάθηκε από ένα απλό διοικητικό συμβούλιο, εκετελεστικό όργανο της Τουρκικής εξουσίας. Η ονομαστή σχολή της Χίου συνέχισε τη λειτουργία της μέσα από άλλη μορφή. Το 1839 αριθμεί τριακόσιους μαθητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούν αλληλοδιδακτικά σχολεία στα περισσότερα χωριά.
Χαρακτηριστική είναι η επίδοση των κατοίκων του νησιού στο εμπόριο και στη ναυτιλία, εκτός από την αγροτική παραγωγή (σηροτροφία,εσπεριδοειδή): το 1845 θα ιδρυθεί στο νησί η «Κινδυνασφαλιστική Εταιρεία» προκειμένου να καλύπτει οικονομικά τις θαλάσσιες ζημίες[8]. Σημαντικά ναυτιλιακά κέντρα του νησιού θα αναδειχθούν τα Καρδάμυλα, ο Βροντάδος, η Λαγκάδα και οιΟινούσσες.
Τελικά, η Χίος ελευθερώθηκε το 1912 και έγινε κομμάτι της ανεξάρτητης Ελλάδας. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Χιώτες πολέμησαν κατά των Γερμανών, ενώ το νησί απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1944.

Η Χίος είναι το πέμπτο κατά σειρά μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και η επιφάνειά του φθάνει τα 904 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αιγαίο λίγα χιλιόμετρα μακρυά από τα παράλια της Μικράς Ασίας και ανήκει στο σύμπλεγμα των νησιών που σχηματίζονται στο Ανατολικό Αιγαίο και στο οποίο συμπεριλαμβάνονται εκτός της Χίου, η Λέσβος, η Λήμνος, η Σάμος, η Ικαρία και ο Άγιος Ευστράτιος. Πρωτεύουσα είναι η πόλη της Χίου, γνωστή και σαν Χώρα. Εκεί βρίσκεται και το κύριο λιμάνι του νησιού.
Η Περιφερειακή Ενότητα Χίου αποτελείται από τα νησιά Χίος, ΨαράΑντίψαρα και Οινούσσες. Διαιρείται διοικητικά σε τρεις δήμους, αυτούς των Οιννουσσών, Χίου και Ψαρών. Ο μεγαλύτερος από αυτούς είναι ο δήμος Χίου, ο οποίος καταλαμβάνει όλο το νησί της Χίου και πληθυσμιακά είναι ο μεγαλύτερος δήμος του νησιού. Η Χίος έχει συνολικά 52 χωριά.
Το έδαφος της Χίου είναι κατά το κύριο μέρος του ορεινό, ενώ μόνο στα Νότια και Ανατολικά του νομού σχηματίζονται κάποιες πεδινές εκτάσεις. Στα βόρεια της Χίου βρίσκεται η οροσειράΠελιναίο με ψηλότερη κορυφή τον Άγιο Ηλία (1.297 μ.). Στη Χίο δεν υπάρχουν ποτάμια, ενώ το μήκος των ακτών της φτάνει τα 213 χλμ. Το νησί είναι γνωστό για τα γραφικά του τοπία, αλλά και για το εύκρατο μεσογειακό κλίμα με ήπιους χειμώνες και με σπάνιες βροχές το καλοκαίρι. Οι άνεμοι συνήθως πνέουν βόρειοι-βορειοδυτικοί και η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 28-29 βαθμών Κελσίου.


Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης





Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε σαν σήμερα στις 18 Φεβρουαρίου 1883 και «έφυγε από τη ζωή» στις 26 Οκτωβρίου 1957. Ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.

Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός».

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, την εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ήταν γιος του καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά), εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 - 1932), και της Μαρίας Χριστοδουλάκη με καταγωγή από το χωριό Ασσυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι Μυλοποτάμου Ρεθύμνης και είχε δύο αδελφές.

Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές.

Εμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη).

Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε, ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς.

Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός.

Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης.

Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.

Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.

Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας.

Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο.

Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου.

Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος.

Τη σορό συνόδευσαν ο, τότε υπουργός Παιδείας, Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.

Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:


«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».


http://www.apocalypsejohn.com/2014/02/san-shmera-gennhthke-o-nikos-kazantzakhs.html#more

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

«Συρακουσία»: Η πολυήρης του Αρχιμήδη







Σημαντικότερος ερευνητής της ελληνιστικής εποχής είναι αναμφίβολα ο Αρχιμήδης (285-212 π.Χ.) από τις Συρακούσες, ο οποίος είχε επισκεφτεί για κάποιο χρονικό διάστημα την Αλεξάνδρεια.

Κατασκεύασε αντλίες νερού (κοχλίες), πολύσπαστα, έλικες, γερανούς και καταπέλτες, τους τελευταίους για την υπεράσπιση της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Άλλος σημαντικός ερευνητής της εποχής ήταν ο Κτησίβιος, ο εφευρέτης της αντλίας νερού, την οποία περιέγραψε αργότερα ο έτερος μεγάλος ερευνητής της εποχής, ο Ήρων ο Αλεξανδρινός (έζησε περί το 150 π.Χ., κατ' άλλους όμως περί το 250 μ.Χ.)

Τον 3ο αιώνα π.Χ. είχε αναπτυχθεί μεταξύ των ελληνιστικών κρατών και πόλεων ένας ανταγωνισμός σε διάφορους τεχνολογικούς τομείς, με σημαντικότερο αυτόν που αφορούσε τη ναυπήγηση όλο και μεγαλύτερων πλοίων.

Ο τύραννος των Συρακουσών, Ιέρων ο Β', ανεψιός του Αρχιμήδη, θέλησε να βοηθήσει τις πληγείσες από λιμό περιοχές της Ρώμης και Αλεξάνδρειας, προμηθεύοντας τες με μεγάλες ποσότητες σιτηρών.

Όμως επειδή η απόσταση μεταξύ Συρακουσών και Αλεξάνδρειας ήταν μεγάλη αλλά και λόγω του "ανταγωνισμού" των Ελληνιστικών πόλεων περί των τεχνολογικών επιτευγμάτων και καινοτομιών, θέλησε και έδωσε εντολή (ο Ιέρωνας) να κατασκευαστεί ένα πλοίο το οποίο ναι μεν θα ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να χωρέσει αρκετά μεγάλες ποσότητες σιτηρών, να ήταν σε θέση δε το εν λόγω πλοίο να αμυνθεί σε περίπτωση πειρατικών επιθέσεων.

Αποτέλεσμα, ήταν να κατασκευαστεί και να ναυπηγηθεί ένα πλοίο εντυπωσιακό και μοναδικό για την εποχή εκείνη, το οποίο ήταν ταυτόχρονα εμπορικό, επιβατικό και πολεμικό! Η περίφημη «Συρακουσία», δηλαδή η κυρία των Συρακουσών.

Τη μοναδική περιγραφή αυτού του πλοίου έγραψε ο Μοσχίων, του οποίου το έργο έχει χαθεί, αλλά υπάρχει μια εκτεταμένη περίληψη που συμπεριέλαβε ο Αθηναίος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί».

Κατασκευαστής-ναυπηγός του πλοίου ήταν ο Κορίνθιος Αρχίας κατ' εντολήν του Ιέρωνα Β' (269-215 π.Χ.), τυράννου των Συρακουσών. Το μήκος του πλοίου ήταν μεγαλύτερο από 80 μέτρα και το πλάτος του περί τα 35 μέτρα.

Με σημερινά δεδομένα, το πλοίο αυτό είχε ένα εκτόπισμα μεγαλύτερο από 4.500 τόνους και για την κατασκευή του που κράτησε 1 έτος, χρειάστηκε ξυλεία όση για την κατασκευή 60 τριηρών! (Jean MacIntosh Turfa - Alwin G. Steinmayer Jr., «The Syracusia as a giant cargo vessel», International Journal of Nautical Archaeology 28 (1999), 2, 105–125).

Η Συρακουσία καθελκύστηκε ημιτελής, με τη βοήθεια του κοχλία που είχε επινοήσει ο Αρχιμήδης. Πρόκειται για την πρώτη γραπτή αναφορά στον αρχιμήδειο κοχλία, τον οποίο περιγράφει ο Μοσχίων.

Το πλοίο είχε τρία καταστρώματα:


-Στο ανώτερο κατάστρωμα ήταν τοποθετημένες πολεμικές μηχανές (καταπέλτες, βαλλίστρες, χελώνες, πύργοι, άγκιστρα κ.ά.) και εφρουρείτο από ισχυρό σώμα στρατιωτών.

-Στο δεύτερο κατάστρωμα ήταν εγκαταστημένα πολυτελή λουτρά, ναός της Αφροδίτης, γυμναστήρια, βιβλιοθήκη και άλλες εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας και αναπαύσεως.

-Στο τρίτο κατάστρωμα, τέλος, βρίσκονταν όλοι οι βοηθητικοί χώροι, αποθήκες εφοδιασμού, αντλιοστάσιο, δεξαμενές νερού, στάβλοι για τα άλογα, εργαστήρια, φούρνοι, μύλοι και διάφορα άλλα.

Ο Αθήναιος αναφέρει ότι το πλοίο είχε κατασκευαστεί με πρότυπο μια «εικοσήρη», αλλά θεωρείται απίθανο να εννοούσε ότι υπήρχαν πράγματι 20 σειρές καθισμάτων για τους κωπηλάτες.

Αυτό το «πλεούμενο νησί», συγκρίσιμο με τα σημερινά αεροπλανοφόρα σε σχέση με τα άλλα πλοία της εποχής μας, ήταν ιδιαίτερα δυσκίνητο λόγω του μεγέθους και δεν υπήρχε στη Μεσόγειο κάποιο λιμάνι να το δεχτεί.

Είναι προφανές ότι η ναυπηγική τεχνολογία εκείνης της εποχής, που γνώριζε ως κινητήρια δύναμη τους κωπηλάτες και τον αέρα, είχε φτάσει στα όριά της. το επόμενο ανατρεπτικό άλμα στη ναυπηγική έγινε μετά από περίπου 21 αιώνες, κατά το 19ο αιώνα, με την εισαγωγή της ατμοκίνησης!

Η «Συρακουσία» έκανε ένα μοναδικό ταξίδι, από τις Συρακούσες στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Ιέρων χάρισε το πλοίο στον Πτολεμαίο, αφού το μετονόμασε σε «Αλεξάνδρεια».

http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Τον κίνδυνο του διαβήτη μειώνει η κατανάλωση γιαουρτιού




Στις ευεργετικές ιδιότητες του γιαουρτιού κατέληξαν οι επιστήμονες, καθώς όσο περισσότερο καταναλώνουμε, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος εμφάνισης του διαβήτη, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.

Συγκεκριμένα οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση γιαουρτιού μειώνει έως και 28% τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, συγκριτικά με όσους δεν τρώνε καθόλου.

Την μελέτη αυτή πραγματοποίησαν ερευνητές της Σχολής Κλινικής Ιατρικής του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, με επικεφαλής την επιδημιολόγο, Νίτα Φορούχι, η οποία και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Diabetologia» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Μελέτη του Διαβήτη.

Όπως σημειώνεται η μείωση του κινδύνου αφορά σε όλα τα είδη του γιαουρτιού, όπως επίσης και μερικά τυριά με χαμηλά λιπαρά.

«Η έρευνά μας δείχνει ότι συγκεκριμένες τροφές μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 και είναι σημαντικά για τη δημόσια υγεία», δήλωσε η Νίτα Φορούχι.

Τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει προηγούμενες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί αναφορικά με τη σχέση γαλακτοκομικών και διαβήτη, ήταν ανάμικτα και ασαφή.

Στην νέα έρευνα που έγινε συμμετείχαν περισσότεροι από 3.500 άνδρες και γυναίκες, εκ των οποίων οι 753 εμφάνισαν διαβήτη σε χρονικό διάστημα 11 ετών, γι’ αυτό και οι ερευνητές ανέλυσαν εξονυχιστικά τη διατροφή των ατόμων αυτών.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι έτρωγαν περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά (κυρίως γιαούρτι, αλλά επίσης ελαφρά τυριά τύπου «κότατζ») είχαν κατά μέσο όρο 24% μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαβήτη και ειδικότερα η κατανάλωση γιαουρτιού με λίγα λιπαρά (κατά μέσο όρο τέσσερις έως πέντε κεσέδες γιαουρτιού των 125 γραμμαρίων) μείωνε κατά 28% τον κίνδυνο.

Οι ερευνητές τονίζουν πως τα γιαούρτια και γενικότερα τα γαλακτοκομικά προϊόντα περιέχουν ευεργετικά συστατικά, όπως η βιταμίνη D, το ασβέστιο και το μαγνήσιο, καθώς επίσης και προβιοτικά βακτήρια.

Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζει αυξητική τάση σε κάθε χώρα και η Διεθνής Ομοσπονδία Διαβήτη εκτιμά ότι 382 εκατ. άνθρωποι έπασχαν από την συγκεκριμένη νόσο το 2013, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί στα 592 εκατ. το 2035.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Δούκισσα της Πλακεντίας

Δούκισσα της Πλακεντίας: Η προσωπικότητα πίσω από το όνομα του σταθμού του Μετρό


Το όνομά της έχει δοθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς του μετρό και του προαστιακού σιδηρόδρομου και η ιστορία της έχει συνδεθεί με λαϊκούς θρύλους. Ποιά όμως ήταν πραγματικά η Δούκισσα της Πλακεντίας;
Η Σοφί ντε Μαρμπουά ή κατά κόσμον Δούκισσα της Πλακεντίας, πήρε τον τίτλο αυτό από το σύζυγό της, το γάλλο στρατηγό Σαρλ Λεμπρέν, υπασπιστή του Ναπολέοντα και Δούκα της Πλακεντίας, μιας μικρής πόλης στη Βόρειο Ιταλία. Γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και έγινε από πολύ νωρίς γνωστή για τη μεγάλη της μόρφωση και τον εκκεντρικό χαρακτήρα της. Με το σύζυγό της απέκτησε μια κόρη την οποία υπεραγαπούσε.
Οι κακές σχέσεις με το σύζυγό της την οδήγησαν να τον εγκαταλείψει και να εγκατασταθεί με την κόρη της Ελίζα στην Ελλάδα. Το φιλελληνικό πνεύμα της Δούκισσας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ελληνική επανάσταση του 1821 αλλά και αργότερα στις πολιτικές εξελίξεις του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Η οικονομική συμβολή της είναι αξιοσημείωτη αφού πούλησε τα κοσμήματά της και συγκέντρωσε δεκατέσσερεις χιλιάδες φράγκα ποσό το οποίο διέθεσε για την ενίσχυση του αγώνα του ελληνικού έθνους.
Από την παραμονή της στην Ελλάδα έχουν μείνει επίσης μερικά από τα ωραιότερα αρχιτεκτονήματα, όπως η κατοικία της Δούκισσας στην Αθήνα, η Βίλλα Ιλίσσια και το Καστέλλο Ροδοδάφνη ή Πύργος της Δούκισσας της Πλακεντίας όπως είναι κοινώς γνωστό, έργα του αρχιτέκτονα Σταματίου Κλεάνθη.
Η ανάμειξή της στα πολιτικά ζητήματα κάνει την εμφάνισή της το 1831 μετά το φόνο του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια τον οποία η Δούκισσα είχε γνωρίσει όταν εκείνος ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Με φυλλάδιο που τύπωσε η Δούκισσα υποστηρίζει φανερά τους Μαυρομιχαλαίους, τους δολοφόνους του Καποδίστρια και δεν ήταν λίγοι τότε εκείνοι που υπέθεσαν οτι η Δούκισσα βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία αυτή. Αλλά ούτε και ο Βασιλιάς Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία καταφέρνουν να κερδίσουν τη συμπάθεια της Δούκισσας, η οποία φαίνεται να συνεχίζει να εμπλέκεται σε πολιτικές μηχανορραφίες εναντίον τους.
Το 1836, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Οθωμανική Ανατολή, η κόρη της Ελίζα πεθαίνει, γεγονός που σημάδεψε για πάντα τη Δούκισσα η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχτεί το χαμό της. Οι λαϊκοί μύθοι αναφέρουν οτι από τη στεναχώρια της τα μαλλιά της άσπρισαν και η Δούκισσα γέρασε σε μια βραδιά.
Για να εκδικηθεί το Θεό που της στέρησε βίαια τη μονάκριβή της κόρη απαρνιέται τη χριστιανική πίστη και ασπάζεται τον Ιουδαϊσμό, μελετά μανιωδώς το Ταλμούδ και ενισχύει οικονομικά την ανοικοδόμηση συναγωγών όπως αυτή της Χαλκίδας. Με την επιστροφή της από τη Βυρηττό φέρνει πίσω στην Ελλάδα το πτώμα της κόρης της ταριχευμένο και το φυλάσσει στο υπόγειο του σπιτιού της για περίπου μια δεκαετία χωρίς ποτέ να ανακοινώσει επίσημα το θάνατό της. Φήμες θέλουν τη Δούκισσα να συμπεριφέρεται στο άψυχο κορμί της κόρης της σαν να είναι ζωντανή, τη φροντίζει, τη χτενίζει και της μιλάει.
Μια πυρκαγιά που ξεσπά στο σπίτι της αποτεφρώνει το ταριχευμένο σώμα της κόρης της και από τότε η Δούκισσα γίνεται ακόμα πιο απόμακρη και δύστροπη. Στο Μέγαρό της στην Πεντέλη υποδέχεται παράξενους φίλους, αναπτύσσει σχέσεις με τους ληστές της περιοχής με πιο γνωστή τη σχέση της με το λήσταρχο Νταβέλη που πιθανόν να ήταν ερωτική και σύντομα οι θρύλοι κάνουν λόγο για τελετές σατανολατρείας, μύθοι που ακόμα και σήμερα τυλίγουν με μυστήριο τον Πύργο της Πλακεντίας.
Πέθανε το 1854 σε ηλικία 69 ετών και ετάφη στο Καστέλλο Ροδοδάφνη στην Πεντέλη, το οποίο δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο. Η περιουσία της περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και η χειμερινή της κατοικία στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας φιλοξενεί σήμερα τα εκθέματα του Βυζαντινού Μουσείου, ενώ ο Πύργος Δουκίσσης Πλακεντίας είναι ανοιχτός για το κοινό.

 

Σοφία ντε Μαρμπουά (1785-1854) Δούκισσα της Πλακεντίας


  Η Σοφία Λεμπρέν, γνωστή στο ευρύ κοινό με την ονομασία Δούκισσα της Πλακεντίας, γεννήθηκε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην πολιτεία Πενσυλβάνια το 1785. Ωστόσο, οι γονείς της ήταν Γάλλοι και εκείνη ποτέ δεν θεωρήθηκε Αμερικανίδα. Το ψευδώνυμο Δούκισσα της Πλακεντίας το απέκτησε μετά τον γάμο της με τον στρατηγό Κάρολο Λεμπρέν οποίος ήταν υπασπιστής του Ναπολέοντα και δούκας της Πλακεντίας, ενός νομού της Ιταλίας. Με τον Κάρολο η Σοφία απέκτησε μία κόρη την Ελίζα με την οποία οι δύο τους μετακομίσαν στο Ναύπλιο μετά το διαζύγιο της Δούκισσας.

  Το 1834 εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου η Σοφία Λεμπρέν αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στην Πεντέλη και έχτισε δύο μέγαρα, το ένα (το γνωστότερο) στη βάση του λόφου κοντά στο αστεροσκοπείο και στη μονή που είναι αφιερωμένη στην κοίμιση της Θεοτόκου και το άλλο δίπλα στο σημείο όπου στεγάζεται σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο. Εκτός από τα δύο μέγαρα έχτισε και ένα πιο απλό σπίτι που χρησιμοποίησε κυρίως σαν ξενώνα το οποίο βρίσκεται σήμερα μισογκρεμισμένο στα δεξιά της Λεωφόρου Πεντέλης πλησιάζοντας τους πρόποδες του βουνού.
Η Ελίζα, κόρης της Δούκισσα της Πλακεντίας έπασχε από φυματίωση και το 1836 αναγκάζονται να ταξιδέψουν στη μέση Ανατολή αναζητώντας απελπισμένα για γιατρειά της νόσου, δεν τα καταφέρνουν και το 1837 η Ελίζα πεθαίνει στην Βυρηττό. Από τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και για την μητέρα της που αλλάζει απότομα συμπεριφορά και στάση ζωής. Ταριχεύει το νεκρό σώμα της κόρης της και το τοποθετεί στην προσωρινή κατοικία της στην οδό Πειραιώς. Στις 19 Δεκεμβρίου όμως του 1847 ξεσπάει πυρκαγιά στην κατοικία αυτή που καίγεται ολοσχερώς και μαζί της αποτεφρώνεται το ταριχευμένο σώμα.
Εν τω μεταξύ η Δούκισσα της Πλακεντίας στρέφεται πολύ στη θρησκεία όπου έχει ήδη απομακρυνθεί από τον Χριστιανισμό, έχει ασχοληθεί με μαγικά τάγματα και έχει ασπαστεί τον Μωσαισμό, ενώ ίδρυσε ακόμα μια θεοκρατική οργάνωση με μέλη Έλληνες και ξένους λόγιους.
Μετά την αποτέφρωση της κόρης της δεν άντεξε πάνω από 9 χρόνια ζωής καθώς απομονώθηκε στο μέγαρό της όπου έζησε έως το 1854 χωρίς να δέχεται καθόλου επισκέπτες. Αξιοπερίεργο είναι ότι μετά τον θάνατό της θάφτηκε όχι σε νεκροταφείο αλλά στον πύργο της στην Πεντέλη..
Από τότε ο λαός θεώρησε ότι τόσο το μέγαρο όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της και θάφτηκε όσο (και περισσότερο) το σπίτι της στην λεωφόρο Πεντέλης στοιχεώνονται ακόμα και σήμερα από το ανήσυχο πνεύμα της Δούκισσας. Πολλές ιστορίες που πηγάζουν από τους κατοίκους του Πεντελικού Όρους θέλουν τη Σοφία Λεμπρέν να κατοικεί ακόμα στα σπίτια όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και να κάνει τις εμφανίσεις της είτε σαν σκιά είτε σαν υπόκωφες φωνές. Παρόμοιες φήμες για φαντάσματα και στοιχειώματα υπάρχουν σε όλα τα μέρη του κόσμου, δεν είναι λίγες οι φορές όμως που όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της λαικής φαντασίας...


Η Δούκισσα της Πλακεντίας ήταν αγνώριστη (μετά το θάνατο της κόρης της, το 1837). Όσοι την είδαν έμειναν έκπληκτοι μπροστά στην αλλαγή, που αντίκρισαν. Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά της. Τα είχε κόψει και δεν διατηρούσε πια τις μεγάλες κοτσίδες της. Φορούσε κατάλευκα ρούχα. Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να πενθήσει το παιδί της. Ήταν πάντα ντυμένη μ' ένα απλό μακρύ φόρεμα, που έμοιαζε με αρχαία εσθήτα. Είχε μια ζώνη στη μέση κι ένα πέπλο μακρύ, που άρχιζε από το κεφάλι για να φτάσει μέχρι τα πόδια της.
Η μανία που είχε για τα ζώα έγινε τώρα πιο έντονη. Διατηρούσε πάντα πολλούς σκύλους και είχε φέρει μαζί της στην Αθήνα αρκετούς, πιστεύοντας διάφορα περίεργα πράγματα για την ψυχή των ζώων. Το μεγάλο χτύπημα από το θάνατο της Ελίζας την είχε κάνει παράξενη. Πίστευε σε άλλες δοξασίες. Πίστευε ότι η ψυχή των ζώων περικλείει κάποια ανθρώπινη ψυχή. Ζούσε πολύ μόνη. Και δεν ήθελε να έχει πολλές επαφές με άλλους ανθρώπους. Μοναδικός σκοπός της ήταν να βοηθάει τα παιδιά των αγωνιστών και ιδιαίτερα τα κορίτσια, αυτά που είχαν ορφανέψει κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Η μόνη της παρηγοριά ήταν να βρίσκεται κοντά στην άψυχη κόρη της. Τη διατηρούσε στο υπόγειο του μικρού της παλατιού στην Αθήνα(οδός Πειραιώς - το 1847 καταστράφηκε από πυρκαγιά, αποτεφρώνοντας και το ταριχευμένο σώμα της κόρης της). Είχε νύχτα - μέρα αναμμένες μεγάλες άσπρες λαμπάδες και το δωμάτιο, όπου ήταν ξαπλωμένη η Ελίζα, ήταν πάντα γεμάτο με φρέσκα λουλούδια από την Αττική γη. Προσευχόταν κοντά της ώρες ολόκληρες. Της κουβέντιαζε. Της μιλούσε για τα θέματα που την απασχολούσαν. Της έλεγε ό,τι νόμιζε πως μπορεί κι αυτήν να την ευχαριστήσει.
Οι υπηρέτες σεβόντουσαν τις ιδιοτροπίες της και προπάντων την άφηναν ανενόχλητη σ' αυτό το καθημερινό προσκύνημα της κόρης της, που διατηρούσε βαλσαμωμένη. Ένα μεγάλο σκυλί που είχε από τον καιρό που ζούσε η Ελίζα, στεκόταν έξω από την πόρτα του δωματίου που βρισκόταν το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της. Σα να καταλάβαινε κι αυτό ότι η μικρή του κυρία δεν ζει. Σεβόταν το χώρο που η μάνα διατηρούσε τις πιο τραγικές της αναμνήσεις...
...Η Δούκισσα της Πλακεντίας παρακολουθούσε τχτίσιμο του ανακτόρου της και πήγαινε συχνά στην Πεντέλη, εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της. Κι έπαιρνε μαζί της πάντα μερικά από τα αγαπημένα της σκυλιά και κυρίως δυο τεράστιους σκύλους μιας ράτσας από τα Πυρηναία. Καλούσε επίσης γνωστούς και φίλους να την ακολουθήσουν στις ημερήσιες αυτές εκδρομές της, όπου η ίδια εύρισκε την ευκαιρία να συζητήσει φιλοσοφικά θέματα, ν' απαγγείλει ποιήματα και να διαβάσει κείμενα αγαπημένων της συγγραφέων...


...Στο νέο παλάτι της (το Καστέλο της Ροδοδάφνης, στην Πεντέλη) η Δούκισσα της Πλακεντίας καλούσε και πάλι τα βράδια τους φίλους της και τις φίλες της, ανάμεσα στις οποίες ήταν και πολλές Ελληνίδες, σύζυγοι ή κόρες γνωστών αγωνιστών της Επανάστασης. Οι περισσότερο αγαπητές οικογένειες στη Δούκισσα ήταν του Λεβίδη και του μηχανικού Γεωργαντά. Η κόρη μάλιστα του Γεωργαντά είχε πάρει έναν ξένο και λεγόταν κυρία Τεμπό. Επίσης καλούσε πολλούς εταίρους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, οι οποίοι βρίσκονταν από εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα.
Τα βράδια στο σπίτι της Δούκισσας περνούσαν με φιλολογικές συζητήσεις. Διάβαζαν στίχους ξένων ποιητών, διάβαζαν κείμενα γνωστών συγγραφέων και πάντα περίμεναν ν' ακούσουν τη γνώμη της Δούκισσας που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα...

Η Ιουλία Νόρδενπφλιχτ, η οποία υπήρξε κυρία επί των τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, την περιγράφει ως εξής:

...Η ενδυμασία της είναι ιδιόρρυθμη. Φοράει συνήθως κυανή ή λευκή εσθήτα, ένα είδος σάκου, ραμμένου μόνο στους ώμους, έχει μια ζώνη στη μέση, πέπλο στα μαλλιά της, που άσπρισαν και έχει ριγμένο στην πλάτη της ένα μπουρνούζι. Βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις οποίες καλεί τους ευνοούμενους της. Αλλά και τότε προηγούνται στο γεύμα τα σκυλιά της, στα οποία δίνει τα καλύτερα κομμάτια. Διαδίδεται γι' αυτήν ότι ασπάσθηκε στην Παλαιστίνη τον Ιουδαϊσμό. Δεν πρεσβεύει βέβαια φανερά αυτό το θρήσκευμα αλλ' από τις θρησκευτικές της δοξασίες, που αποτελούν το κύριο θέμα της ομιλίας της, Βγαίνει αυτό το συμπέρασμα. Στο ζήτημα της θρησκείας δεν δέχεται καμιά αντίρρηση...


Όσον αφορά τις παράξενες θρησκευτικές, πνευματικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις και πεποιθήσεις της δούκισσας, αξίζει να τονιστεί ότι, αντίθετα με τις απόψεις της κοινής γνώμης της εποχής, αυτές φαίνεται να είχαν διαμορφωθεί πριν από τον θάνατο της κόρης της και άσχετα με αυτόν. Ενδεικτική είναι η επισήμανση του συγγραφέα στη φράση: «...εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της». Η μετά θάνατο ταρίχευση του σώματος της Ελίζας ήταν λοιπόν επιθυμία της ίδιας της κόρης της δούκισσας. Η ταρίχευση της σωρού ενός νεκρού ήταν τότε, όπως και σήμερα άλλωστε, μια πολύ ασυνήθιστη πρακτική, εντελώς αντίθετη προς τα ήθη και τις κρατούσες πεποιθήσεις. Κι όμως, η κόρη της δούκισσας εξέφρασε την επιθυμία να ταριχευθεί το σώμα της, η δε δούκισσα, όχι απλώς δεν εναντιώθηκε στην επιθυμία αυτή, αλλά την εκτέλεσε και την τήρησε με, κυριολεκτικά θρησκευτική, ευλάβεια. Φαίνεται λοιπόν (και από άλλα στοιχεία) πως μητέρα και κόρη είχαν ασπασθεί και υιοθετήσει τις ασυνήθιστες δοξασίες ,τις οποίες η δούκισσα αργότερα πλέον πρέσβευε και φανερά, πολύ πριν από το θάνατο της Ελίζας.

Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο που προκύπτει και από τα προηγούμενα αποσπάσματα είναι η εμμονή που φαινόταν να έχει η δούκισσα σχετικά με το βουνό της Πεντέλης. Αναφέρεται λοιπόν στα παραπάνω ότι η δούκισσα, ακόμα και πριν από τη μετεγκατάσταση της στο εκεί μέγαρο, επισκεπτόταν το βουνό τακτικά, μόνη ή παρέα με φίλους και γνωστούς. Μετά δε από τη μόνιμη εγκατάσταση της στο μέγαρο της στην Πεντέλη, «βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις οποίες καλεί τους ευνοούμενους της.» (μα καλά, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;).

Η εμμονή της δούκισσας της Πλακεντίας σχετικά με την Πεντέλη διαφαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο η δούκισσα επεδίωξε και πέτυχε τελικά την αγορά της έκτασης επάνω στην οποία κτίστηκε το μέγαρο της. Η έκταση αυτή ανήκε τότε στη Μονή Πεντέλης, οι μοναχοί της οποίας ήταν διστακτικοί ως προς την προοπτική της πώληση της. Αναφέρεται λοιπόν στο βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙΡΟΦΥΛΑ, "Η ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ":


Η Δούκισσα της Πλακεντίας αποφάσισε μια μέρα να χτίσει ένα νέο ανάκτορο για να φιλοξενήσει εκεί και την αγαπημένη της κόρη, την Ελίζα. Ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη να την επισκεφθεί και του είπε τα σχέδιά της. Τον παρεκάλεσε να τη βοηθήσει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Κάποια όνειρα βέβαια που δεν ήταν τόσο ευχάριστα. Γιατί μέσα στο καινούργιο παλάτι που θα έχτιζε, αντί ν' ακούγονται οι χαρούμενες φωνές της μονάκριβης κόρης της, θα υπήρχε η αιώνια σιωπή. Η Ελίζα δεν θα μπορούσε να δει αυτά που θα ετοίμαζε η Δούκισσα. Το άψυχο σώμα της θα έμενε εκεί μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα ακίνητο.
Ο Κλεάνθης της πρότεινε διάφορες περιοχές της Αττικής και της είπε ότι μπορούν να διαλέξουν το μέρος μαζί. Έκαναν πράγματι πολλές εκδρομές σε διάφορα σημεία, όπου ο αρχιτέκτονας θεωρούσε ότι μπορούσε ν' ανεγερθεί το παλάτι της Δούκισσας. Μια μέρα που έφτασαν στην Πεντέλη η Δούκισσα έμεινε έκπληκτη μπροστά στην ομορφιά του τοπίου. Το ήρεμο δάσος την έκανε να συγκινηθεί. Σκέφτηκε ότι εκεί μπορεί ν' αναπαυθεί η ψυχούλα της Ελίζας. Ήταν η Πεντέλη ένα ωραίο βουνό καταπράσινο. Κι εκεί δίπλα υπήρχε κι ένα Μοναστήρι. Το σημείο που διάλεξαν με τον Κλεάνθη για να χτίσει το παλάτι της βρισκόταν σε εκτάσεις που ανήκαν στους μοναχούς. Αυτούς έπρεπε να βρούνε για να τις αγοράσουν.
Χωρίς καθυστέρηση, μετά λίγες μέρες, η Δούκισσα επισκέφθηκε μαζί με τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη τη Μονή της Πεντέλης και ζήτησε να δει τον ηγούμενο. Η συζήτηση περιστράφηκε στην αγορά εκτάσεων, που ήθελε η Δούκισσα. Ο ηγούμενος βέβαια είπε ότι η Μονή έχει ανάγκη από χρήματα, αλλά θα έπρεπε να δοθεί και η έγκριση της Κυβέρνησης για να πουλήσει στη Δούκισσα κάποιο κομμάτι γης...

...Η απάντηση προς τη Δούκισσα αργούσε πολύ. Οι καλόγεροι ήταν δύστροποι και έβαζαν αυστηρούς όρους για να πουληθεί η έκταση στη Δούκισσα. Έτσι, όταν κάποτε η Κυβέρνηση έμαθε ότι η Μονή δυσκολεύει την κατάσταση, ίσως ύστερα και από παραστάσεις της Δούκισσας προς τους αρμόδιους υπουργούς, κλήθηκε ο ηγούμενος και του έγιναν αυστηρές συστάσεις για να προχωρήσει η πώληση των κτημάτων για τα οποία ζητούσαν τότε 30.000 δρχ.
Το παραχωρητήριο της Μονής προς τη Δούκισσα της Πλακεντίας Σοφία ντε Μαρμπουά υπογράφτηκε το Μάρτη του 1840. Της μεταβίβαζαν οι καλόγεροι το απέναντι από τη Μονή ορεινό κομμάτι, γνωστό με τ' όνομα Κουφός ή Σκαπέτος, έκτασης 1.738 στρεμμάτων, από τα οποία τα 8 μόνο ήταν καλλιεργημένα με 126 ελαιόδεντρα. Μέσα στο χώρο του κτήματος ήταν και η πηγή της Ροδοδάφνης, την οποία υποχρεωνόταν η Δούκισσα να επισκευάσει για να μπορούν να πίνουν νερό οι διαβάτες και τα ζώα.
Το αντίτιμο για την παραχώρηση της έκτασης αυτής ορίστηκε τελικά σε 7.155 δρχ. και η Δούκισσα πρόσθεσε άλλες 357 δρχ., έτσι ώστε στο ταμείο της Μονής κατατέθηκαν 7.512 δρχ. Το ποσόν δεν ήταν και μεγάλο, παρά τις αρχικές αξιώσεις των καλογέρων. Φαίνεται ότι ύστερα από κάποιες κυβερνητικές επεμβάσεις καθορίστηκε το χαμηλό τίμημα, γιατί ήθελαν όλοι να ευχαριστήσουν τη Δούκισσα, που υποσχόταν ότι θα έκανε πολλά έργα, θα άνοιγε δρόμους και θα καλλιεργούσε πολλές εκτάσεις.
Πραγματικά, αμέσως μετά την υπογραφή των σχετικών συμβολαίων, άνθρωποι της Δούκισσας με τις οδηγίες του αρχιτέκτονα Κλεάνθη άρχισαν να κάνουν έργα στην περιοχή. Πρώτα-πρώτα χάραξαν μια συνοριακή οδό, που θα χρησίμευε και για τη συγκοινωνία. Κατόπιν δημιουργήθηκε η βάση για τον τοίχο που θα τριγύριζε το Καστέλο και τον κήπο και δεν άργησε να γίνει μεταφορά μεγάλων όγκων μαρμάρων από την περιοχή Βριλησσού, επειδή επιθυμία της Δούκισσας ήταν το Καστέλο να είναι κατάλευκο από μάρμαρο. Η οικοδομή δεν άργησε να θεμελιωθεί και ν' αρχίσει με ταχύτατο ρυθμό το χτίσιμο, που τέλειωσε μέσα σε χρόνο ρεκόρ, δηλαδή μέσα στο 1841. Επίσης εκεί δίπλα χτίστηκε κι ένα μικρό οίκημα, η «Μεζονέτ», με το ωραίο και μυστικοπαθές μοναστηριακό υπερώο...


Η δούκισσα της Πλακεντίας. Μια αινιγματική προσωπικότητα, η οποία, για λόγους τους οποίους τελικά μόνο η ίδια γνώριζε, μετατράπηκε από κοσμοπολίτισσα αριστοκράτισσα σε απομονωμένη και ανεξιχνίαστη ερημίτης της Πεντέλης. Για τη ζωή της δούκισσας στο βουνό θα μπορούσαν να γραφτούν πάρα πολλά, τα οποία όμως ξεφεύγουν από την παρούσα συζήτηση. Υπάρχουν μάλιστα και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο της. Η τελευταία ημέρα της ζωής της υπήρξε η πρωτομαγιά του 1854 (σύμφωνα με το παλαιό, Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυσε στην Ελλάδα ως το 1923). Τα ξημερώματα της 2ας Μαΐου (14 Μαΐου, σύμφωνα με το σύγχρονο, Γρηγοριανό ημερολόγιο), στις 9 η ώρα το πρωί, η Δούκισσα απεβίωσε σε ηλικία 69 ετών. Όπως αναφέρεται στο φυλλάδιο του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΣΑΚΩΝΑ, "Η ΠΕΝΤΕΛΗ", (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Την ημέραν του ενταφιασμού της Δουκίσσης (3 Μαΐου, στο κτήμα της στην Πεντέλη) εβαπτίζετο από του Αυλάρχου Νοταρά εν τω ναώ της Μονής Πεντέλης ο καλός φίλος Δ. Γρ. Καμπούρογλους, του οποίου η ισχυρά πνευματική δύναμις εξακολουθεί να παράγη πολύτιμον συγγραφικόν πλούτον.». Και βέβαια, ο Καμπούρογλου υπήρξε και αυτός μελετητής και τακτικότατος επισκέπτης της Πεντέλης και ιδιαίτερα της σπηλιάς. Όπως και πολλοί άλλοι. Αναφέρεται στο παραπάνω φυλλάδιο:

Όσον αφορά τις ημερομηνίες γέννησης και βάπτισης του Καμπούρογου πάντως, υπάρχουν αρκετές αντιγνωμίες. Κατά μια διαφορετική εκδοχή, ο Καμπούρογλου βαπτίστηκε στη μονή Πεντέλης στις 12 Ιουλίου του 1853. Όσο για την ημερομηνία γέννησης του, ο ίδιος διακήρυττε ότι γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852. Η ημερομηνία όμως αυτή αμφισβητήθηκε από πολλούς, ενόσω μάλιστα ο Καμπούρογλου βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Στο θέμα θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα στο μέλλον, καθώς και εκεί υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες συμπτώσεις.

Γεώργιος Δροσίνης, ποιητής:

«...Αν η τέχνη από τα σπλάχνα σου ανάστησε του μαρμάρου τ' ασύγκριτα κάλλη, μα και συ θαύμα τέχνης επλάστηκες απ' τα χέρια τεχνίτη - Θεού...»

Ιωάννης Ν. Δεμέστιχας, Πλοίαρχος του ΠΝ:

«...Αι περιοχαί των Πεντελικών προσβάσεων και πλαγιών είναι μια σειρά ζωγραφικών πινάκων, χάρμα οφθαλμών και μέθη αρωμάτων, θησαυροί συνεχείς πρασινάδας, ειδυλλιακής χάριτος,ευμορφίας και ζωής. Και έπειτα το φως, το μάγον φως του Αττικού Ηλίου και του Αττικού φεγγαριού σκορπίζον, και απλώνον ολούθε τους μυριόχρωμους εκ χρυσού πέπλους του, εις την ασημένια σιωπηλή μαγεία του, καθηδύνει, ονεροποιεί τα πάντα...»

Αναστάσιος Πεζοπόρος, δημοσιογράφος:

«...Αν υπάρχη μια εξοχή κοντά εις τας Αθήνας, που διετήρησε το χρώμα της, που είναι περθένος, που αξίζει ύμνον ολόκληρον, είναι η Πεντέλη. Αναπαύεται εκεί επάνω η ψυχή και το σώμα και όπως και τα πάντα. Θεία Πεντέλη! Εκεί επάνω εύρον την υγείαν των όχι κουρασμένοι από την ζωήν, αλλά τσακισμένοι από αυτήν. Εκείνος που δεν πιστεύει ας ανέβει έως εκεί επάνω...»

Richard Voss, διηγηματογράφος (από διήγημα του το οποίο δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο και σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εστία", από τον  Μάιο έως τον Ιούνιο του 1928):

«...Ο ήλιος έδυεν. Επάνω από τους θάμνους εξετείνοντο μεγάλες βαθυκύανες σκιές. Ο ουρανός είχε πάρει ένα περίεργο κιτρινοκόκκινο χρώμα. Και επάνω από αυτό διεγράφετο κατέρυθρος, σαν να είναι τυλιγμένη σε πορφύρα η Πεντέλη. Και η πορφύρα αυτή εγίνετο ολοένα περισσότερο σκοτεινή. Και μόνο τα ορυχεία του μαρμάρου διεκρίνοντο με ένα ανοικτότερο μενεξεδένιο χρώμα...»


Ανάλογοι ύμνοι, διαπνεόμενοι από αυτή την χαρακτηριστική, ευδιάκριτη διάθεση σαγήνης και πάθους για την Πεντέλη, υπάρχουν πάρα πολλοί. Και η έντονη αυτή έλξη διακρίνεται όπως είδαμε αποτυπωμένη, όχι μόνο στα γραφόμενα, αλλά και στους βίους πολλών ανθρώπων, από το παρελθόν ως τις μέρες μας. Έλξη προς το ίδιο το βουνό και όχι βέβαια προς τη γενικότερη περιοχή ή τον οικισμό της Πεντέλης, ο οποίος την εποχή που γράφονταν τα παραπάνω αποσπάσματα αντιστοιχούσε σε ένα μικρό χωριό (προσέξτε στη φωτογραφία του παραρτήματος του ξενοδοχείου "Plaisance" τον γεμάτο με σπίτια σήμερα, λόφο "Κουφό"). Ένα αρχαιότατο μικρό χωριό, για την ακρίβεια. Γιατί, όπως σημείωνε και ο δημοσιογράφος Δημήτριος Λαμπίκης το 1928 στην εφημερίδα "Πολιτεία" : «Προ δύο χιλιάδων ετών πριν ο Τιμόθεος εγκαταστήση εκεί το θρησκευτικόν του στρατόπεδον δια της στρατολογίας των σπηλαιοβίων μοναχών του βουνού, εις την σημερινήν ακριβώς περιοχήν της Μονής (Πεντέλης), ευρίσκετο ο Δήμος Πεντέλης, ανήκων εις την Αντιοχίδα φυλήν, υπό την θρησκευτικήν προστασίαν της Αθηνάς, της οποίας υπήρχε ναός και άγαλμα και βωμοί. Η αρχαιοτάτη ονομασία του όρους, το οποίον ελέγετο Βριλησσός, υπεχώρησε σχεδόν εντελώς εις την ονομασίαν Πεντέλη.». Η συνεχής και μακραίωνη αυτή παρουσία και συμβίωση των ανθρώπων με το βουνό της Πεντέλης δημιούργησε αμέτρητους θρύλους και παραδόσεις γύρω απ' αυτό. Θα πρέπει κανείς να αναλογιστεί πως μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια οι λιγοστοί κάτοικοι της Πεντέλης εξαρτούσαν πλήρως την επιβίωση τους από το ίδιο το βουνό. Λατόμοι, υλοτόμοι, μελισσουργοί, κτηνοτρόφοι, ρετσινάδες... άσχετα με την εργασία, το τελικό προϊόν ήταν ουσιαστικά προϊόν του ίδιου του βουνού. Ακόμη και το νερό που έπιναν ανάβλυζε από τα σπλάχνα του. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει πως, στην ουσία, οι άνθρωποι ήταν του βουνού και όχι το βουνό των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι αυτοί, που για πολλούς αιώνες όργωναν καθημερινά την Πεντέλη και γνώριζαν την κάθε της σπιθαμή, ανέπτυξαν μια δική τους, ιδιαίτερη και εκλεπτυσμένη αίσθηση του τεράστιου όγκου που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους, δεσπόζοντας μονίμως στον οπτικό τους ορίζοντα.

Μέσα στους πολυάριθμους θρύλους που γεννήθηκαν κατά καιρούς γύρω από το βουνό της Πεντέλης από τους παλαιούς της κατοίκους, ένα σημείο του βουνού αναφέρεται σταθερά, περιτριγυρισμένο πάντοτε από ένα αίσθημα δέους αλλά και φόβου. Είναι η γνωστή μας σπηλιά, η σπηλιά της Πεντέλης.

Να πως αναφέρεται η σπηλιά σε ένα ακόμα, τελευταίο απόσπασμα από το φυλλάδιο "Η ΠΕΝΤΕΛΗ", του 1930:


Εκ του κτήματος Plaisance ανέρχεται τις πεζή εις την κορυφήν του Πεντελικού, ήτις απέχει μόνον 689 μέτρων ήτοι 2250 πόδας από του μέσου ύψους του κτήματος. Εις το μέσον περίπου της ανόδου κείνται τ' αρχαία λατομεία μαρμάρου εκ των οποίων ελήφθησαν τα κολοσσιαίων διαστάσεων μάρμαρα του αθανάτου Παρθενώνος, των αγαλμάτων του Φειδίου και Πραξιτέλους και των άλλων μνημείων της προγονικής τέχνης. Εκεί ευρίσκεται επίσης το περίφημον μέγα Σπήλαιον εκ σταλακτιτών, εις το βάθος του οποίου υπάρχει πηγή αναβρύζουσα απαύστως διαυγέστατον και ψυχρόν ύδωρ (η γνωστή μας «λιμνούλα» του τριγωνικού τούνελ). Επί δε του βράχου της δεξιάς πλευράς της εισόδου υπάρχει λαξευμένος Βυζαντινός αετός.


 

Δούκισσα της Πλακεντίας, ένας αστικός μύθος (1785-1854)



Ζούσε συντροφιά με τη νεκρή κόρη της. Ερωτεύθηκε έναν ληστή που έζησε σε άλλη εποχή. Άφησε τη σφραγίδα της στην Αθήνα με τα κομψά της αρχιτεκτονήματα. Απέκτησε δικό της σταθμό στο Μετρό. Η Δούκισσα της Πλακεντίας αφήνει τον μύθο πίσω της και αποκαλύπτεται σε έκθεση- αφιέρωμα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο....

Ηταν η πλουσιότερη γυναίκα της Αθήνας – πιο ευκατάστατη και από τον βασιλιά Οθωνα. Ντυμένη στα λευκά, διαφέντευε αρχιτέκτονες και μαστόρους. Αγόραζε και πωλούσε οικόπεδα στην Αττική με ταλέντο που θα ζήλευε και ο καλύτερος μεσίτης. Δάνειζε χρήματα με τόκο. Υποστήριξε και εν συνεχεία μίσησε τον Καποδίστρια όσο λίγοι.
Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη και η φήμη της μεγάλη. Ο μύθος που την ακολουθεί δύο αιώνες αργότερα είναι ακόμη μεγαλύτερος. Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα η Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπράν, την οποία οι περισσότεροι γνωρίζουμε ως Δούκισσα της Πλακεντίας; Το αληθινό πρόσωπο της γυναίκας που γεννήθηκε στην Αμερική, παντρεύτηκε γάλλο δούκα, στρατηγό του Ναπολέοντα και κινούμενη από φιλελληνικά αισθήματα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα θα επιχειρήσει να αποκαλύψει η έκθεσηαφιέρωμα στη Δούκισσα της Πλακεντίας που εγκαινιάζεται στις 16 Δεκεμβρίου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται εν μέρει στο μέγαρό της, τη Villa Ιlissia.
«Πρόκειται για μία γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα την οποία δεν κατανοούσαν οι άνθρωποι της εποχής της, με αποτέλεσμα γρήγορα η παρουσία της να λάβει διαστάσεις αστικού μύθου» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Ελένη Μάργαρη, επιμελήτρια της έκθεσης για τη ζωή της γυναίκας που ντύθηκε με αναρίθμητους θρύλους, έγινε λαϊκό ανάγνωσμα, ηρωίδα μυθιστορημάτων και ταινία.
Από Κυρία των Τιμών στην αυλή της αυτοκράτειρας Μαρί- Λουίζ (δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα) η Σοφί ντε Μαρμπουά επέλεξε να έρθει στην Αθήνα των μέσων του 19ου αι. με τα χαμόσπιτα και τους αδιέξοδους λαβυρινθώδεις δρόμους, αφού ήδη είχε μυηθεί στον φιλελληνισμό στα σαλόνια όπου σύχναζε με τον Βίκτορα Ουγκώ και τον Αλφόνσο ντε Λαμαρτίν και ήδη είχε προσφέρει 44.000 φράγκα υπέρ των Ελλήνων (αργότερα χρηματοδότησε την εκπαίδευση άπορων κορασίδων και την επανέκδοση των «Ελληνικών Χρονικών»). Κίνηση αλλόκοτη ίσως για τα μάτια των συγχρόνων της, όχι όμως και για την ίδια που ήδη είχε δημιουργήσει σκάνδαλα στο Παρίσι καθώς τσακωνόταν δημοσίως με τον σύζυγό της.
Από την Αθήνα η Δούκισσα- τίτλος που είχε απονεμηθεί στον πεθερό της από τον Ναπολέοντα – θα φύγει όταν θα διαφωνήσει με τον Καποδίστρια επειδή δεν θέσπιζε Σύνταγμα, τον οποίο κάποτε λάτρευε. Θα δικαιώσει δε μέσα από τα γραπτά της τους δολοφόνους του, μιλώντας «για πράξη δικαιοσύνης», όπως μαρτυρούν κείμενα και επιστολές που μαζί με έργα τέχνης, εφημερίδες εποχής, σχέδια και βιβλία συνθέτουν το βασικό υλικό της έκθεσης- περίπου 40 κομμάτια- καθώς «δεν μας έκανε τη χάρη η Δούκισσα να πει πολλά. Δεν άφησε ούτε διαθήκη, με αποτέλεσμα τα πράγματά της να έχουν διασκορπιστεί» λέει η Ελένη Μάργαρη.
Ο μύθος γύρω από το όνομά της θα αρχίσει να φουντώνει όταν επιστρέφοντας στην Αθήνα από το ταξίδι της στη Συρία στις αποσκευές της θα φέρει το ταριχευμένο σώμα της κόρης της, Ελίζας. Αποτραβηγμένη στο σπίτι της, στην οδό Πειραιώς, παρίστανε πως η κόρη της ζούσε και τα βράδια κατέβαινε στο υπόγειο για να συζητήσουν. Το τραγικό φινάλε θα γραφεί το 1847 όταν το σπίτι θα παραδοθεί στις φλόγες και μαζί η σορός της Ελίζας.
Η δραστήρια Δούκισσα άρχισε να παραξενεύει. Δεν σταματά όμως τις δραστηριότητες. Παραδίδει μαθήματα Γαλλικών. Χτίζει τη Villa Ιlissia, το Καστέλο της Ροδοδάφνης και τα κτίρια Μaisonette, Ρlaisance και Τourelle στην περιοχή της Πεντέλης. Η Ροδοδάφνη και η Τourelle έμειναν ημιτελείς, καθώς η Δούκισσα φοβόταν πως αν ολοκλήρωνε όλες τις οικοδομές θα πέθαινε…
Η εκκεντρική για τους Αθηναίους της εποχής προσωπικότητα της Δούκισσας εξακολουθούσε να προκαλεί δέος σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές δράσεις, την καταγωγή και τη μόρφωσή της. «Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής μετέφερε με αγανάκτηση στα απομνημονεύματά του το ανεξήγητα φτωχό γεύμα που παρέθεσε σ΄ εκείνον και σε άλλους καλεσμένους της, μετά το οποίο φοβήθηκε μήπως “εξ ασιτίας φθάσωμεν νεκροί εις Αθήνας”» επισημαίνει ο επιμελητής του Μουσείου Στάθης Γκότσης, ο οποίος φρόντισε και το ημερολόγιο του Μουσείου που είναι αφιερωμένο στη Δούκισσα.
Ο μύθος της όμως έφθασε στο απόγειό του όταν η Δούκισσα βρέθηκε όμηρος του ληστή Μπίμπιση. Προτού προλάβει εκείνη να παραδώσει μέσω απεσταλμένου της τα υψηλά λύτρα, οι κάτοικοι της περιοχής έσπευσαν να τη σώσουν καθώς ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής αφού, εκτός των άλλων, είχε πληρώσει για να γίνει το πέτρινο τοξωτό γεφύρι στο ρέμα Χαλανδρίου. Γρήγορα όμως στη λαϊκή συνείδηση ο Μπίμπισης αντικαταστάθηκε από τον περισσότερο γνωστό Νταβέλη ενώ η λαϊκή φαντασία μετέτρεψε την ομηρεία σε παθιασμένο έρωτα. Η Σοφί ντε Μαρμπουά πέθανε το 1854 ενώ φήμες θέλουν να έπασχε από υδρωπικία