Η Χίος είναι νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Απέχει ελάχιστα από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Μόλις 3,5 ναυτικά μίλια τη χωρίζουν, από το ακρωτήριο Πούντα ως τη χερσόνησο της Ερυθραίας στο ύψος του Τσεσμέ. Είναι το πέμπτο μεγαλύτερο σε μέγεθος νησί στην Ελλάδα (904 τετρ.χιλιόμετρα) με μήκος ακτών 213 χιλιόμετρα και πληθυσμό που ζει τόσο στην πόλη και λιμάνι της Χίου όσο και στα 64 χωριά του νησιού. Ακόμη, η Χίος έχει μεγάλη απόδημη κοινότητα σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη.
Τα κύρια προϊόντα που εξάγει είναι η μαστίχα, το λάδι, τα σύκα και το κρασί, ενώ έχει διεθνή φήμη για το μέγεθος και την ποιότητα της ναυτιλίας της. Διοικητικά, μαζί με τα νησιά Οινούσσες και Ψαρά, αποτελεί το νομό Χίου με πληθυσμό που φθάνει τους 53.817 κατοίκους (απογραφή 2005). Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη της Χίου, που λέγεται και Χώρα.
Για το όνομα της Χίου έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. Το παλαιότερο όνομα του νησιού ήταν, κατά τον Όμηρο, προελληνικό, Κίος ή Κέως, ονόματα παραπλήσια με το σημερινό. Οι παλαιότεροι μύθοι αναφέρουν ότι το όνομα «Χίος» προέρχεται από τη Χιόνη που ήταν νύμφη, κόρη του Οινοπίωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος κάτοικος και βασιλιάς του νησιού ήταν ο Οινοπίων, γιος του Διόνυσου και της Αριάδνης, ο οποίος ήρθε από την Κρήτη στο νοτιότερο άκρο της Χίου και έμαθε στους κατοίκους του νησιού το εμπόριο, τη θάλασσα και το πώς να καλλιεργούν τα αμπέλια. Εκτός από τη Χιόνη, την πατρότητα της Χίου διεκδικεί και άλλο μυθικό πρόσωπο, ο Χίος, γιος του Ωκεανού ή του Ποσειδώνα, που ονομάστηκε έτσι επειδή κατά τη γέννησή του έπεσε πολύ χιόνι. Κατά τον ιστορικό- γεωγράφο Ισίδωρο, οι Σύροι αποκαλούσαν Χίο τη μαστίχα. Ο περιηγητής Dapper λέει ότι Chia σημαίνει όφις στη συριακή γλώσσα. Εξ ου και το άλλο όνομα της Χίου Οφιούσα, το οποίο δόθηκε λόγω των πολλών φιδιών που είχε. Άλλο όνομα της Χίου ήταν Πιτυούσα, μάλλον λόγω των πολλών πεύκων που υπήρχαν, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της. Άλλο όνομά της ήταν Αριούσα από το δέντρο «αριών», το οποίο είναι ένα είδος δρυ – πρίνου. Τα άρια (δρυς) κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Χίου. Άλλα ονόματα ήταν Αιθάλη (αναφέρει ο έφορος Πλίνιος) και Αρέθουσα, αναφέρουν ο Ιταλός Ruberto Valentino και ο Ιερώνυμος.
Η προϊστορική παράδοση αναφέρει δύο ανθρώπους που πρωτοκατοίκησαν στο νησί, τον Οινοπίωνα και τον Μάκαρα. Ο Οινοπίωνας ήταν ο πρώτος μυθικός βασιλιάς της Χίου, είχε κρητική καταγωγή και ήταν αυτός που έφερε στη Χίο την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του καλύτερου οίνου της εποχής, του Αριούσιου Οίνου. Τα εγκώμια γι’ αυτόν τον οίνο ήταν πολλά, όπως νέκταρ, γλυκύτατος, θεραπευτικός, αρωματικός και εύπεπτος. Πατέρας του Οινοπίωνα ήταν ο Θεός Διόνυσος και μητέρα του η Αριάδνη, κόρη του Βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη του για το κρασί και την μετέδωσε και στους Χιώτες. Με τον Οινοπίωνα συνδέεται και ο μύθος του Ωρίωνα, του διασημότερου μυθικού ήρωα της Χίου. Ο Ωρίων ήταν γιος του Θεού Ποσειδώνα και της Ευρυάλης, κόρης του Μίνωα. Ηταν επίσης γίγαντας και περίφημος κυνηγός. Ο Ωρίων αγάπησε την κόρη του Οινοπίωνα, Μερόπη, της οποίας το χέρι ζήτησε από τον πατέρα της. Ο Οινοπίωνας του ανέθεσε αρχικά να εξολοθρέψει τα άγρια θηρία της Χίου. Ο Ωρίωνας κατάφερε να τα εξολοθρέψει, αλλά ο Οινοπίωνας αθέτησε το λόγο του και δεν του έδινε την κόρη του. Ο Ωρίωνας φανερά στεναχωρημένος μέθυσε και έκλεψε την κόρη του Οινοπίωνα, Μερόπη. Για την ασέβειά του αυτή ο Οινοπίωνας τον τύφλωσε και τον έδιωξε από το νησί. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες εκδοχές του μύθου. Η Χίος τιμούσε σαν ήρωα το μυθικό Οικιστή και εκπολιτιστή της, Οινοπίωνα και η λατρεία του συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του Β’ μ.Χ. αιώνα.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Πελασγοί, οι οποίοι έφθασαν από τη Θεσσαλία, οι Κάρες και οι Λέλεγες. Αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Άβαντες και τέλος οι Ίωνες. Αυτοί οι λαοί έζησαν για χιλιετίες στη Χίο και από την ανάμειξή τους με τους Δωριείς, οι οποίοι τους υπόταξαν και τους αφομοίωσαν, προήλθε ο πληθυσμός της Χίου. Για τους Πελασγούς ο Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά : «Χίοι οικιστές εαυτών Πελασγούς γασι τους εκ της Θετταλίας». Όμοιες πληροφορίες μας δίνουν και οι Ευστάθιος, Μενεκράτης ο Ελαΐτης. Όσον αφορά την προέλευση των Πελασγών και τις σχέσεις τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες από αρχαίους συγγραφείς, που είναι όμως αντιφατικές. Βέβαιο πάντως είναι ότι οι Πελασγοί προηγήθηκαν των Δωριαίων και μάλλον ήταν ινδοευρωπαίοι. Για την παρουσία των Αβάντων μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ο οποίος αναφέρει ότι ξεκίνησαν από την Εύβοια και αποίκισαν τη Χίο. Κατά τον Αριστοτέλη, το όνομά τους προέρχεται από την πόλη Άβα της Φωκίδας, από την οποία Θράκες άποικοι μετοίκησαν στην Εύβοια. Αναφορά στους Κάρες γίνεται από το Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει ότι οι Κάρες κατείχαν την περιοχή από τη Μίλητο έως την παραλία της Εφέσου. Επίσης αναφέρει ότι στα νησιά Χίο και Σάμο κατοικούσαν και οι Λέλεγες, όπως και οι Κάρες και αργότερα εκδιώχθηκαν από τους Ίωνες. Κατά την ελληνική παράδοση, οι Κάρες ονομάζονταν προηγουμένως Λέλεγες και κατοικούσαν στα νησιά του Αιγαίου σαν υπήκοοι του Μίνωα. Οι πληροφορίες δυστυχώς είναι συγκεχυμένες και γι΄ αυτό δεν μπορούμε να καθορίσουμε την προέλευση των λαών, όπως και το χρόνο εγκατάστασης και παραμονής τους στο νησί.
Δύο κυρίως αρχαιολογικές θέσεις της Χίου, το Άγιο Γάλα και το Εμποριό, μας δίνουν πληροφορίες από την Πρώιμη Νεολιθική εποχή(6000-5000 π.Χ.) για τους προελληνικούς λαούς που είχαν εγκατασταθεί. Ο αρχαιολογικός χώρος του Εμποριού αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα παραθαλάσσιου οικισμού, του οποίου η οικονομία βασιζόταν στην κτηνοτροφία, την αλιεία και το κυνήγι. Τα δέκα ευκρινώς διακρινόμενα στρώματα από τις ανασκαφές στον Εμποριό καλύπτουν τη χρονική περίοδο 6000 π.Χ. έως τα τέλη της πρώιμηςΕποχής του Χαλκού (2000 π.Χ.). Η κύρια περίοδος της Εποχής του Χαλκού (2800-1100 π.Χ.) έχει σαν κύρια γνωρίσματά της τη χρήση των μετάλλων, την καλύτερη κατανομή εργασίας και την ίδρυση οχυρωμένων αστικών κέντρων. Στον Εμποριό είχε ιδρυθεί αρχικά οικισμός στο νότιο τμήμα του λιμανιού, ο οποίος αργότερα επεκτείνεται και προς την κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως και οχυρώνεται με πέτρινο τείχος. Στα μέσα της Γ’ χιλιετηρίδας το Εμποριό καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε αποτελώντας ένα αξιόλογο αστικό κέντρο.
Κατά τους πρώτους αιώνες της Μέσης Εποχής του Χαλκού (Μεσοελλαδική 1900 – 1600πχ) νέο κύμα εισβολέων κατακλύζει το Αιγαίο. Οι ερευνητές τους αναφέρουν σαν Αχαιούς και άλλοι σαν Ίωνες, οι οποίοι θα εγκολπωθούν το Μινωικό πολιτισμό και θα τον μετασχηματίσουν σε Μυκηναϊκό. Η Υστέρα Εποχή του Χαλκού (1600-1100 πχ) είναι πολύ σημαντική, γιατί για πρώτη φορά γίνεται αποικισμός από ελληνικά φύλα. Επειδή η μητρόπολη αυτού του πολιτισμού ήταν οι Μυκήνες, γι΄ αυτό ονομάστηκε Μυκηναϊκός πολιτισμός. Η μυκηναϊκή περίοδος χαρακτηρίζεται από την αύξηση των οικισμών και εξάπλωση του εμπορίου με το Μυκηναϊκό κόσμο. Τα μυκηναϊκά αγγεία που βρέθηκαν στον Εμποριό αποδεικνύουν τις άμεσες εμπορικές σχέσεις μεταξύ Χίου και Κρήτης. Ο Μυκηναϊκός οικισμός του Εμποριού εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε στις αρχές του 11ου πχ αιώνα και παρέμεινε ακατοίκητος και έρημος για τρεις τουλάχιστον αιώνες. Όταν μάλιστα ιδρύθηκε ο νέος οικισμός, αυτός χτίστηκε στις δυτικές πλαγιές του λόφου του Προφήτη Ηλία.
Στα μέσα του 11ου π.Χ αιώνα υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ο αποικισμός της Χίου από τους Ίωνες. Οι Ίωνες διακρίθηκαν σαν έμποροι και ναυτικοί, όπως επίσης αναδείχθηκαν και πρωτοπόροι στα γράμματα και τις τέχνες. Σ αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες, όπως το εύφορο έδαφος, η γεωγραφική της θέση και τα μεγάλα λιμάνια της. Αξιοσημείωτο είναι ότι περίφημα, κατά την αρχαιότητα, ήταν τα γεωργικά προϊόντα της Χίου, όπως το κρασί της που έφθανε ως τα πέρατα του κόσμου.
Εκτός από τους Ίωνες υπάρχουν ενδείξεις ότι Αιολείς άποικοι εγκαταστάθηκαν στο βόρειο μέρος του νησιού, προερχόμενοι από τη Λέσβο.
Οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας και τα γειτονικά νησιά ανήκαν στα ελληνικά φύλα που ανέπτυξαν το Μυκηναϊκό πολιτισμό, του οποίου πολιτιστικά στοιχεία έφεραν από τις πατρίδες τους. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν τα επικά. Έτσι γεννήθηκαν τα Ομηρικά Έπη, τα σημαντικότερα δημιουργήματα της Ελληνικής, αλλά και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του ποιητή Ομήρου. Η Χίος μετά τον αποικισμό αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ιστορικό ρόλο. Εκτός της Χίου, οι Ίωνες είχαν κατακτήσει τη Σάμο και άλλες δέκα 10 πόλεις της Μικράς Ασίας, ιδρύοντας έτσι τη Δωδεκάπολη των Ιώνων. Σύντομα, οι πόλεις που είχαν κατακτηθεί από τους Ίωνες είχαν δημιουργήσει μια ομοσπονδία, ενώ έπαιξαν και σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Ελληνικού πολιτισμού.
Η Χίος ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που από τον 7ο αιώνα π.Χ. ανέτρεψαν την Βασιλεία και δημιούργησαν ένα αναπτυγμένο πολιτικό σύστημα, όπου η εξουσία περιήλθε στους Ευπατρίδες (ανώτατη τάξη πολιτών). Αυτοί είχαν πολλά προνόμια και συγκέντρωναν όλες τις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές της πόλης, ρυθμίζοντας όσα αφορούσαν τη θρησκεία και ερμηνεύοντας τους νόμους. Ο βασιλιάς υπήρχε ακόμη, όμως την εξουσία την είχε κυρίως ο δήμαρχος, ο άρχων του δήμου, όπως και η βουλή την οποία αποτελούσαν 50 άνδρες από κάθε φυλή. Ο δήμαρχος και η βουλή συνεδρίαζαν συνήθως μια φορά το μήνα και η εξουσία τους ήταν διοικητική και δικαστική. Οι διατάξεις αυτές εμφανίζονται δημοκρατικότερες από τη βουλή των τετρακοσίων του Σόλωνα στην Αθήνα.
Η Χίος αναπτύχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις των αρχαίων χρόνων, με πληθυσμό 60-80.000 κατοίκους και ταυτόχρονα σε μια μεγάλη ναυτική δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουν βρεθεί χιώτικοι αμφορείς σε κάποια σημεία της Ρωσίας αλλά και της Βόρειας Αιγύπτου. Η Χίος εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα σημεία εξαγωγής κρασιού, τον επονομαζόμενο Αριούσιο οίνο, ο οποίος ήταν γνωστός για την εξαιρετική του ποιότητα αλλά και για το ότι ήταν ένα από τα πιο ακριβά κρασιά της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Το πολίτευμα που υπήρχε κατά την Ιωνική κυριαρχία θεωρείται δημοκρατίαστα πρώτα βήματά της. Η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, όταν η Χίος κατακτήθηκε από τουςΠέρσες το 493 π.Χ., μετά την αποτυχημένη αντίσταση που προέβαλαν οι Χιώτες. Οι Πέρσες κατέστρεψαν τους αμπελώνες του νησιού, έκαναν καταστροφές, ενώ έστειλαν και πολλούς αιχμαλώτους στον Πέρση βασιλιά. Το 479 π.Χ. οι Χιώτες επαναστάτησαν και μετά τη μάχη της Μυκάλης απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, ενώ συμμετείχαν και στην Δηλιακή Συμμαχία.
Οι Χιώτες ξανάχτισαν την πόλη και παρουσίασαν μεγάλη πρόοδο στη ναυτιλία, το εμπόριο, τη βιομηχανία και την παραγωγή κρασιού. Το νησί απέκτησε πλούτο ο οποίος εξασφάλισε ανέσεις στους κατοίκους. Χαρακτηριστικά αυτής της εποχής είναι οι φράσεις χιώτικη χαρά και χιώτικη ζωή. Η περίοδος αυτή κράτησε για μισό αιώνα, μέχρι την έναρξη δηλαδή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Χιώτες πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, έως και την καταστροφική ήττα τους στηΣικελία, οπότε και συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες. Μετά την υπογραφή της Ανταλκιδείου Ειρήνης όμως, η Χίος επιστρέφει στο πλευρό των Αθηναίων.
Την άνοιξη του 334 π.Χ., που ξεκινούσε ο Αλέξανδρος από την Πέλλα με σκοπό την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, στη Χίο την εξουσία κατείχε ολιγαρχία που είχε επιβάλει η Περσία. Γι’ αυτό, μετά τη νίκη των Μακεδόνων στο Γρανικό, ο Αλέξανδρος έστειλε τον στρατηγό Αλκίμαχο για να διώξει τις φιλοπερσικές ολιγαρχίες από τα νησιά και να τις αντικαταστήσει με δημοκρατικά πολιτεύματα. Ο Αλέξανδρος, μετά την εκδίωξη των Περσών από τη Χίο, έστειλε δύο σημαντικότατες επιστολές (332 π.Χ.)[1][2]. Η πρώτη επιστολή αναφέρει: 1) να δεχθούν όλους τους εξόριστους, να καθιερώσουν δημοκρατικό πολίτευμα, να εκλέξουν νομογράφους, να διορθώσουν τους νόμους τους, 2)να δώσουν στον Αλέξανδρο 20 τριήρεις και να τις συντηρούν με δικά τους έξοδα, 3) να μη γίνονται δεκτοί στις πόλεις της συμμαχίας όσοι προδότες εγκαταλείψουν τη Χίο, 4) αν προκύψουν διαφωνίες με τους εξόριστους να επιλύονται από τον Αλέξανδρο και 5)να παραμείνει Μακεδονική φρουρά στο νησί και να συντηρείται με έξοδα των Χιωτών. Από την επιστολή καταλαβαίνουμε ότι ήδη η Χίος ανήκε στην Κορινθιακή συμμαχία. Η δεύτερη επιστολή αναφέρει ότι, όσοι προδότες δεν καταβάλουν το πρόστιμο που όρισε ο δήμος, θα πρέπει να τεθούν υπό εγγύηση και να αλυσοδεθούν. Ακόμη, αν κάποιος αποδράσει, το προβλεπόμενο πρόστιμο να δίνεται από τους εγγυητές του. Επίσης, κανένας Χιώτης να μην προσαχθεί σε δίκη με την κατηγορία του ‘Βαρβαρισμού’. Η επιστολή καταλήγει ότι, αν οι Χιώτες συμμορφωθούν στις υποδείξεις του Αλέξανδρου, θα τους εξυπηρετεί στο μέλλον.
Στη Χίο υπήρχε ισχυρό φιλομακεδονικό κόμμα, του οποίου φορείς ήταν δημοκρατικοί πολίτες, ενώ η ολιγαρχία υποστήριζε την Περσία. Ο Αλέξανδρος έδειξε ενδιαφέρον για τη Χίο και σύναψε προσωπικές φιλίες με επιφανείς Χιώτες πολίτες (όπως το Θεόπομπο). Η Χίος κράτησε φιλομακεδονική στάση από την αρχή της εκστρατείας της Μακεδονίας κατά των Περσών και τάχθηκε στο πλευρό τους.
Το 86 π.Χ. ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Στ' Ευπάτωρ κατέλαβε την πρωτεύουσα του νησιού με τους στρατηγούς του. Οι κάτοικοι της πόλεως εκτοπίστηκαν και στην θέση τους εγκαταστάθηκαν Πόντιοι άποικοι. Τότε ο Μιθριδάτης μετονόμασε την πόλη σε Βερενίκηπρος τιμήν της τρίτης του συζύγου Βερενίκης που ήταν Χιώτισσα. Φαίνεται πως η νέα ελληνιστική ονομασία τερματίστηκε με την ρωμαϊκή κατάληψη της νήσου.
Οι Χιώτες συμμάχησαν με τους Ρωμαίους και αρχικά απολάμβαναν κάποια προνόμια. Οι Ρωμαίοι, όμως, με το πέρασμα των χρόνων αφαίρεσαν πολλά έργα τέχνης από το νησί, ενώ επακολούθησαν και κάποιοι καταστρεπτικοί σεισμοί. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, η Χίος ήταν για πολλούς αιώνες υπό την διακυβέρνηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκτός από κάποιες σύντομες χρονικές περιόδους που λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς. Όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία ξαναπήρε τον έλεγχο της Χίου, αναγνώρισε τη σημαντική στρατηγική θέση του νησιού. Έτσι, ξεκίνησε η οχύρωσή της τον11ο αιώνα και η κατασκευή του Κάστρου της Χίου. Το 1042 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος ξεκίνησε το κτίσιμο της Νέας Μονής στο σημείο που είχε βρεθεί η εικόνα της Παρθένου.
Μετά από μια σειρά επιδρομών, όπως αυτή των Ενετών, η Χίος καταλαμβάνεται από τους Γενουάτες το 1346, οι οποίοι ήταν μια ανερχόμενη δύναμη. Για δύο ολόκληρους αιώνες το νησί παρουσίαζε πρόοδο. Οι Γενουάτες, αν και καταπίεζαν τους ντόπιους, οργάνωσαν το εμπόριο μαστίχας και έφεραν στη Χίο την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, ενώ οι Γενουάτες κατάφεραν να κρατήσουν τους Τούρκους μακριά από τη Χίο μέχρι το 1566, οπότε και οι Τούρκοι κατακτούν το νησί. Η καταπίεση του λαού συνεχίζεται, αλλά οι νησιώτες κρατούν τα προνόμιά τους χάρη στην παραγωγή μαστίχας.
Απριλης 1821 καταφθάνει ο Ναύαρχος Τομπάζης με στόλο 26 πλοίων για να απελευθερώσει το νησί. Οι πρόκριτοι του νησιού αντιδρούν σκεπτόμενοι την αντίδραση των Τούρκων και τα προνόμια τα οποία είχαν. Μαθαίνουν οι Τούρκοι την άφιξη Τομπάζη και φυλακίζουν πρόκριτους στο νησί, καθώς επίσης στέλνουν και τρεις πρόκριτους να φυλακιστούν στην Πολη ως ενέχυρα. Το Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες πήγαν στη Σάμο και κάλεσαν το Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλί έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν τοΙσλάμ[3]. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν[4][5] ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδεςκαι την Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος έκαιγε και κατέστρεφε τα πάντα για 40 μέρες, προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους Έλληνες. Το γεγονός έγινε γνωστό ως ησφαγή της Χίου.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική των Τούρκων ύστερα από τη σφαγή του 1822 οδήγησε στην αραίωση του πληθυσμού του νησιού και στην κάμψη κάθε δραστηριότητας. Οι λίγοι Χιώτες που επέζησαν της λεηλασίας και έκαναν προσπάθεια να ξαναχτίσουν το νησί το 1832. Το1835 δεν είχε επανέλθει στους παλιότερους ρυθμούς ζωής και μόλις από την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα σημειώνεται μια πρώτη προσπάθεια ανάκαμψης οικονομικής και πνευματικής. Το πλαίσιο της πολιτικής ζωής του νησιού από εκείνη την περίοδο γίνεται ο θεσμός της δημογεροντίας: οι δημογέροντες από το 1847 εκλέγονται για τη ρύθμιση των εσωτερικών προβλημάτων του νησιού από τους γέροντες των χωριών, ήταν μόνο ορθόδοξοι, ενώ παλίοτερα εκπροσωπούνταν και οι καθολικοί του νησιού. Από το 1861 σύμφωνα με τις διατάξεις του Διοργανισμού της κοινότητος Χίου, στις εκλογές για την ανάδειξη δημογερόντων συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλο το νησί εκτός από τα Μαστιχοχώρια. Από τα 66 χωριά του νησιού στη δικαιοδοσία της δημογεροντίας, που έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού, υπάγονταν τα 44 (36 στο βόρρειο τμήμα του νησιού και 6 γύρω από τον Κάμπο), καθώς και οι Οινούσες και τα Ψαρά. ΤαΜαστιχοχώρια, υποχρεωμένα να καλλιεργούν τη μαστίχα για τα σουλτανικά ανάκτορα, βρίσκονταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (μητέρας του σουλτάνου) και ανήκαν σε επίσημους Τούρκους[6]. Κάθε χωριό είχε τους επιτρόπους του, τη διοίκηση όμως ασκούσε Τούρκος αγάς, ενώ ένας έφορος των Μαστιχοχωρίων βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για τη ρύθμιση ζητημάτων που κατακαιρούς ανέκυπταν. Με το νόμο περί Βιλαετίων (1864)[7], οι εξουσίες της δημογεροντίας περιορίσθηκαν , και αντικαταστάθηκε από ένα απλό διοικητικό συμβούλιο, εκετελεστικό όργανο της Τουρκικής εξουσίας. Η ονομαστή σχολή της Χίου συνέχισε τη λειτουργία της μέσα από άλλη μορφή. Το 1839 αριθμεί τριακόσιους μαθητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούν αλληλοδιδακτικά σχολεία στα περισσότερα χωριά.
Χαρακτηριστική είναι η επίδοση των κατοίκων του νησιού στο εμπόριο και στη ναυτιλία, εκτός από την αγροτική παραγωγή (σηροτροφία,εσπεριδοειδή): το 1845 θα ιδρυθεί στο νησί η «Κινδυνασφαλιστική Εταιρεία» προκειμένου να καλύπτει οικονομικά τις θαλάσσιες ζημίες[8]. Σημαντικά ναυτιλιακά κέντρα του νησιού θα αναδειχθούν τα Καρδάμυλα, ο Βροντάδος, η Λαγκάδα και οιΟινούσσες.
Τελικά, η Χίος ελευθερώθηκε το 1912 και έγινε κομμάτι της ανεξάρτητης Ελλάδας. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Χιώτες πολέμησαν κατά των Γερμανών, ενώ το νησί απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1944.
Η Χίος είναι το πέμπτο κατά σειρά μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και η επιφάνειά του φθάνει τα 904 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αιγαίο λίγα χιλιόμετρα μακρυά από τα παράλια της Μικράς Ασίας και ανήκει στο σύμπλεγμα των νησιών που σχηματίζονται στο Ανατολικό Αιγαίο και στο οποίο συμπεριλαμβάνονται εκτός της Χίου, η Λέσβος, η Λήμνος, η Σάμος, η Ικαρία και ο Άγιος Ευστράτιος. Πρωτεύουσα είναι η πόλη της Χίου, γνωστή και σαν Χώρα. Εκεί βρίσκεται και το κύριο λιμάνι του νησιού.
Η Περιφερειακή Ενότητα Χίου αποτελείται από τα νησιά Χίος, Ψαρά, Αντίψαρα και Οινούσσες. Διαιρείται διοικητικά σε τρεις δήμους, αυτούς των Οιννουσσών, Χίου και Ψαρών. Ο μεγαλύτερος από αυτούς είναι ο δήμος Χίου, ο οποίος καταλαμβάνει όλο το νησί της Χίου και πληθυσμιακά είναι ο μεγαλύτερος δήμος του νησιού. Η Χίος έχει συνολικά 52 χωριά.
Το έδαφος της Χίου είναι κατά το κύριο μέρος του ορεινό, ενώ μόνο στα Νότια και Ανατολικά του νομού σχηματίζονται κάποιες πεδινές εκτάσεις. Στα βόρεια της Χίου βρίσκεται η οροσειράΠελιναίο με ψηλότερη κορυφή τον Άγιο Ηλία (1.297 μ.). Στη Χίο δεν υπάρχουν ποτάμια, ενώ το μήκος των ακτών της φτάνει τα 213 χλμ. Το νησί είναι γνωστό για τα γραφικά του τοπία, αλλά και για το εύκρατο μεσογειακό κλίμα με ήπιους χειμώνες και με σπάνιες βροχές το καλοκαίρι. Οι άνεμοι συνήθως πνέουν βόρειοι-βορειοδυτικοί και η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 28-29 βαθμών Κελσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου