Αναγνώστες

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Κώστας Καρυωτάκης: Ο μελαγχολικός ποιητής


Κώστας Καρυωτάκης

Κώστας Καρυωτάκης. Πηγή εικόνας: filologika.gr
O Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896, ήταν ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.
Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης, ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από τη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά. Από το 1912 δημοσίευε ποιήματα σε διάφορα λαϊκά περιοδικά της Αθήνας, όπως Ελλάςκαι Παρνασσός.
Δεκαεπτά χρονών πήγε στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1917. Επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, αλλά η έλλειψη πελατείας τον ανάγκασε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος, παρόλο που απεχθανόταν τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και την γραφειοκρατία της εποχής. Διορίστηκε, λοιπόν, ως υπουργικός γραμματέας Α’ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης.

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 

Το 1919 συνεργάστηκε με το περιοδικό Νουμάς. Την ίδια περίοδο, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων. Οι κριτικές, όμως, που απέσπασε δεν ήταν ιδιαιτέρως καλές. Τον ίδιο χρόνο με τον φίλο του Άγη Λεβέντη εξέδωσε το τολμηρό σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα. Κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη, καθώς, λόγω του συντηρητισμού της εποχής, απαγορεύθηκε η έκδοση του.
Το 1921 κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή του Νηπενθή. Η ομηρική λέξη Νηπενθή σημαίνει αυτά που διώχνουν το πένθος. Η ποιητική του Καρυωτάκη επηρεάστηκε από τους poètes maudits (καταραμένους ποιητές) και ειδικά από τον Charles Baudelaire. Δεν τους αντιγράφει αλλά αφομοιώνει στοιχεία της ποιητικής τους και τα μετασχηματίζει δημιουργώντας τη δική του φωνή. Σε αυτή τη συλλογή εμφανίζεται ως ένας λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος.
Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό, στην Ιταλία, Γερμανία και αργότερα, το 1926, στη Ρουμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εξέδωσε την τελευταία του συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες, στην οποία συντελείται το ποιητικό του άλμα και αναδεικνύονται τα στοιχεία της διαφορετικότητας του. Στη συλλογή διακρίνεται η ποιητική του ωριμότητα και πραγματοποιείται η μετάβαση του ποιητή από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Προβάλλονται τα πολλαπλά αδιέξοδα του ποιητή και της ποίησης.

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ – ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Καρυωτάκης γνώρισε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει ήδη τις πρώτες δύο ποιητικές του συλλογές. Η Πολυδούρη ήταν μια νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή.
Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα. Όμως, ο δεσμός τους διακόπηκε νωρίς λόγω της ασθένειας του ποιητή. Η Πολυδούρη του πρότεινε να παντρευτούν, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά, αλλά αυτός αρνήθηκε. Αυτή αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα για να χωρίσουν. Έτσι αργότερα, αρραβωνιάστηκε τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου στις αρχές του 1925.

Κώστας Καρυωτάκης
Πηγή εικόνας: nooz.gr

Η Μαρία Πολυδούρη βρήκε και αυτή τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Το 1926, διαλύοντας τον αρραβώνα της, πήγε στο  Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο  Καρυωτάκης, πριν αναχωρήσει για τον τελευταίο σταθμό της ζωής του, την Πρέβεζα.
Για αρκετά χρόνια η ποιήτρια ήταν περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση με τον  Καρυωτάκη παρά για την ποίησή της. Έτσι, επισκιάστηκε ο ιδιαίτερος λυρικός ποιητικός της λόγος. Το ερωτικό της πάθος για εκείνον διατρέχει όλο το έργο της. Όμως, δεν συνδιαλέγεται μόνο με τον αγαπημένο της αλλά και με το ποιητικό του έργο.

Η ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ο Κώστας Καρυωτάκης και γενικώς οι ποιητές της γενιάς του 1920 εκφράζουν μια νέα οπτική. Στρέφονται προς την εσωτερικότητα τους, τονίζουν την αίσθηση της ανίας και την ανάγκη φυγής. Ο μελαγχολικός τόνος της ποίησης τους είναι εκφράζει και τις συνέπειες των ιστορικών γεγονότων στην ψυχή των ανθρώπων της εποχής.
Ο Καρυωτάκης είχε μια ευαίσθητη χαμηλή φωνή. Στην ποίηση του κυριαρχεί το αίσθημα του αδιεξόδου, της φθοράς, ο ελεγειακός τόνος, η μουσικότητα, η συνεχής παρουσία ενός ασαφούς και ανίατου τραύματος και η αδυναμία επικοινωνίας με την κοινωνία. Τον Καρυωτάκη αλλά και τους υπόλοιπους νεοσυμβολιστές, τους θλίβουν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, αλλά δεν εκφράζουν καμία μορφή αντίστασης προς αυτές. Σε αντίθεση με τους σύγχρονούς τους Άγγελο Σικελιανό, Κώστα Βάρναλη και Νίκο Καζαντζάκη, οι οποίοι μέσω της τέχνης τους εκφράζουν ένα νέο όραμα, οι νεοσυμβολιστές είναι απαλλαγμένοι από ιδανικά και ψευδαισθήσεις αλλαγής.
Στις 21 Ιουλίου 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης παραγγέλνει βυσσινάδα σε ένα καφενείο στην Πρέβεζα και αργότερα στις  4.30 το απόγευμα, κάτω από έναν ευκάλυπτο, στρέφει το πιστόλι που έχει μαζί του στην καρδιά του και αυτοκτονεί. Οι λόγοι της αυτοκτονίας του παραμένουν ασαφείς μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, πλέον σήμερα έχει λάβει την αναγνώριση και την εκτίμηση που του άξιζε.