Αναγνώστες

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Επτά επί Θήβας

Επτά επί Θήβας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Ἑπτὰ ἐπὶ Θήϐας
Eteocles and Polynices - Project Gutenberg eText 14994.png
Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης ενώ μεταφέρονται νεκροί κατά την διάρκεια της μάχης. (Εικονογράφηση του Αλφρέδου Τσωρτς, 1897)
ΠοιητήςΑισχύλος
Επτά επί Θήβας είναι ο τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου. Αποτελεί το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου για τον Θηβαϊκό κύκλο και το μοναδικό έργο της τριλογίας που σώζεται έως σήμερα (περιλαμβάνονται επιπλέον τα έργα Λάιος και Οιδίπους). Παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 467 π.Χ. και με το έργο αυτό, ο Αισχύλος κέρδισε τον ποιητικό αγώνα που πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτο έτος της 78ης Ολυμπιάδας.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία της τραγωδίας είναι βασισμένη στο μύθο των γιων του Οιδίποδα και της ΙοκάστηςΕτεοκλή και Πολυνείκη. Σύμφωνα με αυτόν, τα δύο αδέλφια συμφώνησαν αρχικά να κυβερνούν εναλλάξ τη Θήβα, ωστόσο, μετά από την άρνηση του Ετεοκλή να παραδώσει το θρόνο στον Πολυνείκη, ο τελευταίος οργάνωσε με έξι ακόμα βασιλείς (τον Άδραστο, τον Αμφιάραο, τον Καπανέα, τον Ιππομέδοντα, τον Τυδέα και τον Παρθενοπαίο) εκστρατεία εναντίον του Ετεοκλή και της πόλης της Θήβας. Η πολεμική αυτή σύγκρουση αναφέρεται με τον όρο Επτά επί Θήβαις και κατέληξε με νίκη των Θηβαίων, αλλά και τον θάνατο των δύο διεκδικητών του θρόνου.
Το ίδιο θέμα πραγματεύεται και η τραγωδία του Ευριπίδη Φοίνισσαι, ενώ υπήρχε και το έπος Θηβαΐς το οποίο έχει χαθεί.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Παρμενίδης

Παρμενίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Για άλλα άτομα με το ίδιο όνομα, δείτε: Παρμενίδης (αποσαφήνιση).
Παρμενίδης
Parmenides.jpg
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Παρμενίδης (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση501 π.Χ. (περίπου)
Ελέα
Θάνατος470 π.Χ. (περίπου)[1]
ΕθνικότηταΈλληνες
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταφιλόσοφος
συγγραφέας
ποιητής
νομοθέτης
Επηρεάστηκε απόΗράκλειτος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Συγγραφικό έργο Παρμενίδη.
Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων.

Η φιλοσοφία του: Προοίμιο-Αλήθεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο είναι. Σε ένα άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το είναι, την ύπαρξη των όντων με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το είναι.

Οι Δόξες των Ανθρώπων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο δεύτερο τμήμα του ποιητικού του έργου, η θεά επικρίνει τους ανθρώπους που διχοτομούν τον κόσμο επηρεασμένοι από τις αισθήσεις τους, κατατάσσοντας τα όντα στις δύο αλληλοαποκλειόμενες και αντίθετες μορφές του φωτός και της νύχτας.
Κατόπιν η θεά παραθέτει τη γένεση και την παρούσα κατάσταση του κόσμου, όπως προκύπτει από την ανάμειξη του φωτός και της νύκτας, παραθέτοντας ουσιαστικά την κοσμογονία και την κοσμολογία του φιλόσοφου. Έχουμε, λοιπόν, για πρώτη φορά την ανάπτυξη ενός δυιστικού φιλοσοφικού συστήματος, αντίθετου με το μονιστικό Ιωνικό σύστημα της μίας αρχής του κόσμου. Ο Παρμενίδης χρησιμοποιεί δύο ισότιμες αρχές-μορφές, που με τη συνεργασία τους και την ανάμειξή τους δημιουργούν τον κόσμο και τον διέπουν. Σύμφωνα όμως με το μνημειώδες έργο του Taylor όπου αναλύεται διεξοδικά η Ελεατική φιλοσοφία του Παρμενίδη, αυτός θεωρείται μονιστής, αφού το "Είναι" μόνο υπάρχει ενώ το μη είναι ευρίσκεται στην απόλυτη ανυπαρξία και ως εκ τούτου δεν υπάρχει. Για τον Παρμενίδη , λοιπόν, αυτός ο ιδιόρυθμος μονισμός αποτελεί μείζον σημείο της φιλοσοφίας του, αφού αυτός ουσιαστικά αναιρεί κάθε πιθανότητα αλλαγής του κόσμου. Πώς θα ήταν (κατά τον Παρμενίδη) δυνατόν να υπάρξει μεταβολή από το "Είναι" στο τίποτα; Άρα καμμία αλλαγή δεν υπάρχει.

Επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Sanzio 01 Parmenides.jpg
Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο είναι, ενώ η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι. Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη Στον διάλογο "Παρμενίδης" του Πλάτωνα, που γράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τον διάλογο "Θεαίτητος" , ο Πλάτων παρουσιάζει ένα διανοητικό "παιχνίδι" αντιπαράθεσης ανάμεσα στον νεαρό και άπειρο ακόμη στην τυπική λογική, Σωκράτη , και τους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής, δηλαδή τον μεγάλο Παρμενίδη και τον μαθητή του Ζήνωνα. Ο Ζήνων, ήταν και είναι γνωστός από την ικανότητά του να εκμαιεύει παράδοξα από εσωτερικά συνεπείς θεωρίες. Στον διάλογο "Παρμενίδης" ο νεαρός Σωκράτης παρουσιάζει την θεωρία του των "Ιδεών" και της "Μέθεξης" των Ιδεών με τον αισθητό κόσμο. Οι Ελεάτες Παρμενίδης και Ζήνων, άριστοι τεχνικοί γνώστες της λογικής παραγωγής από προκείμενες, προσπαθούν να εκμηδενίσουν τη θεωρία του Σωκράτη, αλλά κυρίως αντιτίθενται στην "Μέθεξη" των Ιδεών με τον αισθητό κόσμο και λιγότερο σε αυτή καθ' εαυτή την έννοια των Ιδεών. Εντυπωσιάζονται όμως από την διανοητική δύναμη του Σωκράτη και από την ικανότητά του να συλλάβει μια θεωρία όπως αυτή. Για τους Ελεάτες , όμως, η μέθεξις αισθητών αντικειμένων και του κόσμου των Ιδεών απέδιδε ύπαρξη, έστω και υποβαθμισμένη, στον υλικό κόσμο, μέσω της αλληλεπίδρασης και της συμμετοχής σε αυτόν του κόσμου των Ιδεών. Αυτό ήταν αντίθετο με την "όλονή ουδέν" διδασκαλία της Ελεατικής σχολής αλλά και έδινε λύση στο θέμα της επικοινωνίας του κόσμου των Ιδεών και της Θεϊκής υπόστασης με τον αισθητό και φθαρτό κόσμο των θνητών. Η "Μέθεξις" γινόταν το όχημα μιας πολύ ολοκληρωμένης "αντίπαλης" Θεωρίας. Ο Ζήνων, δείχνει στον Σωκράτη ότι η θεωρία του παράγει παράδοξα και αντιφάσεις. Όμως, στο δεύτερο μέρος του διαλόγου όπου ο Πλάτων βάζει τους Ελεάτες να εξετάσουν με τα ίδια κριτήρια και τη δική τους μονιστική θεωρία, φαίνεται ότι και εδώ, παραβιάζεται η αρχή της μη αντίφασης. Η κατάληξη είναι προφανής για τον Πλάτωνα, 2500 χρόνια πριν τον Godel: ακόμα και άριστα δομημένα και εσωτερικά συνεπή συστήματα αδυνατούν να δικαιολογήσουν συνεπώς κάθε τους πτυχή : εμπίπτουν σε αντιφάσεις.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Windelband W. - Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τομ. Α΄, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2001 δ΄), ISBN 960-250-051-4.
  • Καλογεράκος Ι. - Θανασάς Π. "Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι", στο Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, Ε.Α.Π., (Πάτρα, 2000), ISBN 960-538-290-3.
  • Μαυράκης Νίκος, Ανατολικές επιρροές στην ελληνική σκέψη και τον δυτικό πολιτισμό. Σοκόλης, (Αθήνα 2016), σσ. 324-338, ISBN 978-618-5139-32-2
  • Νικολίτσα Γεωργοπούλου, Η φιλοσοφική κατανόηση του θείου στην Ελλάδα. Από τον Όμηρο ως το Διαφωτισμό, Αθήνα 1985
  • Άννα Κελεσίδου-Γαλανού, «Λέγειν-ειδέναι στους Ξενοφάνη και Παρμενίδη». Φιλοσοφία 15-16 (1985-86), 172-184.
  • Gigon, Olof, «Στοχασμοί πάνω στον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη», Μετάφρ. Λίλα Σκάμη, Εποπτεία 54 (1981), 99-107
  • Frère, Jean, «Ο Παρμενίδης στοχαστής του κόσμου». Μετάφρ. Στέλλα Νικολούδη. Δευκαλίων 33/34 (1981), 87-96.
  • G. S. KIRK / J. E. RAVEN / MALCOLM SCHOFIELD, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ,εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα, Αθήνα 1988, 2006(4η εκδοση),σελ.246-270
  • Νεχαμάς, Αλέξανδρος, «Οι τρεις ‘οδοί διζήσιος’ του Παρμενίδη». Μετάφρ. Παύλος Καλλιγάς. Δευκαλίων 33/34 (1981), 113-129.
  • A.E Taylor, " Πλάτων : ο άνθρωπος και το έργο του". Μετάφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου. Παρμενίδης, σελ 401-419.Εκδ. ΜΙΕΤ Αθήνα 2014.
  • Diès, A. "Platon, Parmenides", vi-xix, σελ. 1-53 (Παρίσι 1923).
  • Nikoletseas, Michael M. (2014). "Parmenides: The World as Modus Cogitandi". ISBN 978-1492283584"

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

«Διασκεδάζουμε όλοι στην κηδεία»


«Διασκεδάζουμε όλοι στην κηδεία»



Ανερμήνευτη, σωστό αίνιγμα, η παθητικότητά μας των σημερινών Ελληνώνυμων για όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, στο (ακόμα ή περίπου) κοινό μας σπίτι. Θυμίζω:Επίσημη «Ανεξάρτητη Αρχή» ανακοινώνει ότι «μεγάλη μερίδα» παιδιών (δεν λέει αριθμό ούτε ποσοστό) τελειώνουν το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο (εννέα χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης) χωρίς να έχουν μάθει ανάγνωση και γραφή – είναι παιδιά «λειτουργικώς αναλφάβητα». Εχουν προαχθεί από τάξη σε τάξη και από τη «στοιχειώδη» στη «μέση εκπαίδευση» χωρίς να μπορούν, τα δύστυχα, ούτε να διαβάζουν, ούτε να γράφουν. Η είδηση δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη («Κ» 13.9.2019), αλλά αντίδραση καμιά – «δεν κουνιέται φύλλο». Κανένας σχολιασμός από τους πολιτικά υπεύθυνους για την εκπαίδευση, απόλυτη σιγή και αδιαφορία από τα πανεπιστήμια, άφωνοι οι λαλίστατοι συνδικαλιστές. Θέμα ζωής ή θανάτου για την ελληνική κοινωνία, και τα αντανακλαστικά μας νεκρωμένα.


Δεύτερο σύμπτωμα παθητικότητας που βεβαιώνει ανενεργά τα αισθητήρια, νεκρωμένο το ένστικτο αυτοσυντήρησης: η αγλωσσία, ο πρωτογονισμός της εκφραστικής. Στα δυσαρίθμητα τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα η ελληνική γλώσσα κατακρεουργείται ατιμωτικά, βιάζεται, εξαθλιώνεται, και κανένας ποτέ δεν επεμβαίνει. Δεν υπάρχει έλεγχος, ούτε καν δειγματοληπτικός για εκφοβισμό – η γλώσσα υποβαθμίζεται αδιάντροπα από πρωθυπουργούς και κορυφαίους των θεσμών, ο πρωτογονισμός διαχέεται σαν αυτονόητος ως την έσχατη πτυχή του δημόσιου βίου. Η αγραμματοσύνη περιθωριοποιεί τη διαχρονική γλωσσική περιουσία αιώνων, εκχυδαΐζει τον δημόσιο βίο.
Τρίτο, παμμέγιστο σκάνδαλο συλλογικής παθητικότητας, σύμπτωμα επιθανάτιας νάρκης: Η αφελέστατη, βοσκηματώδης ανοχή ή η εμφανέστατα εξαγορασμένη συνέργεια στην προγραμματική αλλοίωση των δημογραφικών δεδομένων του ελλαδικού πληθυσμού. Ολοι οι Ελληνώνυμοι, κάποια χρόνια τώρα, κάθε μέρα, βλέπουμε και ακούμε στα Δελτία Ειδήσεων το σταθερό θέαμα και δράμα χιλιάδων, πολλών εκατοντάδων χιλιάδων, αρχικά κατατρεγμένων και τώρα πια κυρίως βουλιμικών ανθρώπων, λιμασμένων για τον ηδονικό «πολιτισμό» της «ελευθερίας των Αγορών» να φτάνουν παράνομα στις ακτές μας.
Ευαίσθητος ο Ελληνας συγκινήθηκε με τους πρώτους πρόσφυγες, τους φυγάδες από τον αγοραίων σκοπιμοτήτων πόλεμο, το ρήμαγμα της ζωής και τη σφαγή. Εμπειροι της προσφυγιάς και του διωγμού, βγήκαμε στους δρόμους να μοιραστούμε την μπουκιά μας με αλλόγλωσσους και αλλόπιστους φυγάδες από τη συμφορά. Σύντομα όμως στους φυγάδες προστέθηκαν τα σμήνη των λαθραίων, που η Τουρκία τους κρατάει ενέχυρο εκβιασμών, ντοπαρισμένους από τη λιγούρα για το πέρασμα στον «παράδεισο» του Βίζεγκραντ.
Ωσάν να μη βλέπουμε πια οι Ελληνες, να μην αντιλαμβανόμαστε το παιχνίδι που παίζεται. Ποιοι τώρα καταφθάνουν, κατά χιλιάδες, με τη μεσολάβηση χρυσοπληρωμένων δουλεμπόρων, στις ακτές των ελληνικών νησιών. Τους υποδέχονται έμμισθοι υπάλληλοι του ελλαδικού κράτους και μισθοφόροι ατζέντηδες «μη κυβερνητικών οργανώσεων», δηλαδή ιδιώτες που επίσημα, δίχως προσχήματα, πρακτορεύουν συμφέροντα: τουρκικών υπηρεσιών ή του οργανωμένου δουλεμπορίου.
Οταν στα ελληνικά (ακόμα) νησιά ο αριθμός των εισβολέων ξεπερνάει για κάποιο διάστημα τον αριθμό των μόνιμων κατοίκων, τότε ναυλώνονται πλοία «της γραμμής» (με χρήματα του λεηλατημένου από τη φορολόγηση πολίτη) για να μεταφερθούν οι εισβολείς στην «ενδοχώρα». Με ταχύτητα απίστευτη ετοιμάζονται οικισμοί, που παρόμοιους δεν γνώρισε ποτέ η εμπειρία Ελλήνων σεισμοπαθών, πυροπαθών, πλημμυροπαθών. Και η πελώρια απορία είναι, γιατί; Γιατί τόση εξευτελιστική χαμέρπεια σε αυτό το κράτος, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση, όποιος κι αν εισπράττει τη χαμέρπεια. Ποιος λογαριάζεται αφεντικό και τον υπακούνε τυφλά τόσο η «πρώτη φορά Αριστερά» όσο και η «προοδευτική» στον μηδενισμό της Δεξιά;
Ανεξήγητος εφησυχασμός συνοδεύει και την κατεστημένη πια αβελτηρία, ενδημική και αυτονόητη συνολικά στους «προοδευτικούς» κύκλους. Αβελτηρία σημαίνει: νωθρότητα, οκνηρία της σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα. Γεννάει την αβελτηρία ο δογματισμός, και δογματισμός είναι το ηδονικό αφιόνι για την ανεπάγγελτη, δίχως ελπίδα ή προοπτικές νεολαία. Με το αφιόνι του δογματισμού της όποιας μπαγιάτικης ιστορικο-υλιστικής κονσέρβας, Αριστερής τάχα ή τάχα «προοδευτικής» Δεξιάς, κάποια νεολαία βαυκαλίζεται ότι έχει «πεποιθήσεις». Λογαριάζει την ψυχολογική εγκύστωση στο Τίποτα σαν προνομία συστράτευσης στις «προοδευτικές δυνάμεις».
Πατρίδα, Ιστορία, κοινωνία - κοινότητα, σημαία, Γιορτή, κοινό όραμα, όλα αυτά, τα «ανοιχτά μυαλά» οφείλουν να τα χλευάζουν. Ακόμα και η αναισχυντία δικαιώνεται από την «προοδευτική» διαμαρτυρία. Τα κορίτσια της Νέας Φιλαδέλφειας καμάρωναν σαν άδειες ψυχές, μόνο για να χλευάσουν το συμβατικό Τίποτα της εθνικής γιορτής, το Τίποτα που παρελαύνει σαρκώνοντας το κενό και την άγνοια. Ενας δάσκαλος παλιός (που θα πει: πολύ ατίθασος στον συμβιβασμό) μπροστά στην «προοδευτική» αναισχυντία που βεβήλωνε τη γιορτή της πατρίδας, απλώς, με ευγένεια και σεβασμό, θα έβγαζε σιωπηρά το καπέλο του. Οπως όταν περνάει από μπροστά μας ένα φέρετρο, σε κηδεία.
Το παιχνίδι έχει τελειώσει, είναι οριστικά χαμένο. Η Ιστορία θα διασώσει, ίσως, κάποια εικόνα της νεκροπομπής. Σηκώνουν το φέρετρο οι αυτουργοί της εκφερόμενης νέκρας, οι πρόσφατοι: Κεραμέως, Γαβρόγλου, Αρβανιτόπουλος, Βερυβάκης. Πλαισιώνουν, όλοι όσοι ασέλγησαν στο σημερινό πτώμα, συνειδητοί «προοδευτικοί» ή τυχάρπαστες μετριότητες.
Είκοσι οχτώ υπουργοί Παιδείας, σε σαράντα τέσσερα χρόνια. Ετοίμασαν την ασχημοσύνη των κοριτσιών της Νέας Φιλαδέλφειας.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Μυθολογία

Μυθολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση

Μυθολογία
Mythology.png
Εικόνα από Μυθολογία
ΟνομασίαΜυθολογία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα
Η Μυθολογία είναι διακριτός επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των μύθων, δηλαδή των ιστοριών που ένας ιδιαίτερος πολιτισμός θεωρεί αληθινές και χαρακτηρίζουν ένα ιδιαίτερο θρησκευτικό ή πίστη. Γεγονότα που ανήκουν στον χώρο της μυθολογίας συχνά βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο των ιστορικών πηγών. Ένα περίτρανο παράδειγμα χρήσης της μυθολογίας στην ιστορική έρευνα είναι η χρήση της Ιλιάδας από τον Ερρίκο Σλήμαν για την ανακάλυψη των Μυκηνών.

Ο χώρος της μυθολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μύθοι είναι γενικά ιστορίες βασισμένες στην παράδοση και το θρύλο, προορισμένες αρχικά να ερμηνεύσουν το πώς ξεκίνησε η δημιουργία σε κοσμικό και τοπικό επίπεδο με μύθους της δημιουργίας ή ιδρυτικούς μύθους. Για παράδειγμα, υπάρχουν μύθοι δημιουργίας σε όλες τις μυθολογίες του πλανήτη που ασχολούνται με κοσμολογικά προβλήματα (η δημιουργία του σύμπαντος, των άστρων κλπ.) Υπάρχουν, επίσης, ιδρυτικοί μύθοι, που ερμηνεύουν αιτιολογικά την έναρξη λειτουργίας μιας πόλης. Η Αθήνα, η Ρώμη, το Βυζάντιο (η Κωνσταντινούπολη) και πάμπολλες άλλες, είναι πόλεις που διαθέτουν τον ιδρυτικό τους μύθο. Οι μύθοι ερμηνεύουν, επίσης, φυσικά φαινόμενα, ανεξήγητα πολιτισμικά κενά και ό,τι άλλο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ορθολογικά. Ωστόσο, δε δημιουργήθηκαν όλοι οι μύθοι για ερμηνευτικούς σκοπούς. Στους περισσότερους εμπλέκεται μια υπερφυσική δύναμη ή θεότητα, αλλά αυτό δεν αποκλείει από την επικράτεια της μυθολογίας θρύλους και απλές αφηγήσεις που πέρασαν μέσω της προφορικής παράδοσης από γενεά σε γενεά. Οι Αδελφοί Γκριμ, για παράδειγμα, έδειξαν με πειστικό τρόπο ότι υπάρχει μυθολογικό περιεχόμενο ακόμα και στα ταπεινότερα παραμύθια.
Το παραμύθι αφ΄ εαυτού δεν είναι μύθος με την αυστηρή του έννοια, αλλά διαθέτει μυθολογικό περιεχόμενο. Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα με μυθολογικό περιεχόμενο που δεν ανήκουν στην επικράτεια της μυθολογίας, αν και συχνά συγχέονται με το μύθο:
Ποια είναι η γενεσιουργός αιτία του μύθου; Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς (Robert Graves) αναφερόμενος στον ελληνικό μύθο έδωσε έναν ορισμό αρκετά περιεκτικό: "Ο αληθινός μύθος μπορεί να οριστεί ως αποτέλεσμα της τελετουργικής μίμησης που τελείτο σε δημόσιους εορτασμούς, και σε πολλές περιπτώσεις καταγράφτηκε με εικονιστικό τρόπο". Το πιθανότερο είναι ότι ο Γκρέιβς επηρεάστηκε -όπως και τόσοι άλλοι- από τον Τζέιμς Φρέιζερ και το έργο του ο Χρυσός Κλώνος, έτσι ώστε να θεωρεί πως ο μύθος γεννιέται από πολλές πολιτισμικές ανάγκες. Για να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα χρειάζεται καταρχήν να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι ανάγκες που ικανοποιούν οι μύθοι. Οι μύθοι "ενεργοποιούν" τις πολιτισμικές δομές ή την ταυτότητα μιας φυλής, μιας πόλης, ενός έθνους, συνδέοντάς την με συμπαντικές αλήθειες. Τέτοιου είδους μύθοι αιτιολογούν για παράδειγμα την κατοχή μιας περιοχής από κάποιον λαό.
Οι μυθολογικές μορφές τις περισσότερες φορές συνδέονται με κάποιες θρησκείες, όπως και οι μυθολογίες. Ορισμένοι χρησιμοποιούν τις λέξεις μύθος και μυθολογία, προκειμένου να χαρακτηρίσουν τις ιστορίες κάποιας θρησκείας ως ψευδείς ή τουλάχιστον αμφίβολες. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με αυτόν τον τρόπο για να περιγράψει θρησκείες που ιδρύθηκαν από αρχαίες κοινωνίες και περιέχουν στοιχεία από τη Ρωμαϊκή, την Ελληνική ή τη Σκανδιναβική μυθολογία. Ωστόσο, είναι σημαντικό να διατηρούμε κατά νου ότι ενώ κάποιοι βλέπουν το Σκανδιναβικό και το Κελτικό πάνθεο ως απλά παραμύθια, υπάρχουν σήμερα κοινότητες στην Ευρώπη που το βλέπουν ως ραχοκοκκαλιά της θρησκείας τους, αν και οι σύγχρονες εκδοχές αυτών των πίστεων λίγο μοιάζουν με τις αρχαίες θρησκείες, (βλ. Νεοπαγανισμός). Από την άλλη, υπάρχουν πολλοί που δε θεωρούν ως ιστορικά αληθείς τους μύθους που περιβάλλουν την προέλευση και την ανάπτυξη θρησκειών, όπως ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός ή το Ισλάμ. Σε κάθε περίπτωση, αντί να εμπλέκεται κανείς με την ιστορικότητα ή μη τέτοιων ιδρυτικών ουσιαστικά μύθων είναι προτιμότερο να στρέφεται προς το δυναμισμό τους και τις ανάγκες που ικανοποιούν για την ανθρώπινη ψυχή.
Ορισμένοι άνθρωποι, ιδιαίτερα όσοι ακολουθούν αποκαλυπτικές θρησκείες που δικαιολογούν την ύπαρξή τους με όρους αυθεντικότητας των γραφών, πιθανώς προσβάλλονται, όταν χαρακτηρίζεται κάποια όψη της πίστης τους ως έκφραση του μύθου. Μια όψη της θεμελιοκρατίας στην αυστηρή της έννοια απαιτεί να εκλαμβάνεται ως αληθές λεπτομερειακά ό,τι καταγράφεται στις ιερές γραφές. Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα συμφωνούν ότι κάθε θρησκεία έχει ένα σώμα μύθων που εκφράζουν βαθύτερες αλήθειες, αόρατες στο εξωτερικό τους επίπεδο.
Γι΄ αυτό η λέξη μυθολογία σήμερα χρησιμοποιείται για εκείνες τις ιστορίες που πιθανώς είναι ή δεν είναι ιστορικά αληθείς, αλλά αποκαλύπτουν θεμελιώδεις αλήθειες και ενοράσεις για την ανθρώπινη φύση, συχνά μέσω των αρχετύπων που διαθέτουν στη δομή τους. Επίσης, οι εν λόγω ιστορίες εκφράζουν τις απόψεις και τις πίστεις της χώρας, της χρονικής περιόδου, του πολιτισμού και/ή της θρησκείας που τους γέννησε. Μπορεί να μιλά κανείς για Ιουδαϊκή, Χριστιανική, ή Ισλαμική μυθολογία, περιγράφοντας το μυθολογικό τους δυναμικό, χωρίς να ασχολείται με την ιστορική εγκυρότητα ή μη των μύθων. Άλλωστε, πολλοί σύγχρονοι φιλελεύθεροι ραββίνοι και ιερείς του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, όπως και οι Νεοπαγανιστές δεν έχουν κανένα πρόβλημα να δεχθούν ότι τα ιερά τους κείμενα είναι δυνατόν να περιέχουν μυθολογικά στοιχεία. Βλέπουν ότι στα ιερά τους κείμενα περιέχονται θρησκευτικές αλήθειες, θεϊκά εμπνευσμένες, που αποδίδονται στη φυσική γλώσσα της ανθρωπότητας, το μύθο. Φυσικά κάποιοι άλλοι διαφωνούν επ' αυτού.

Σύγχρονη μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σειρές ή ταινίες επιστημονικής φαντασίας και βιβλία φανταστικής λογοτεχνίας παράγουν τους δικούς τους μύθους. Ο Ταρζάν, ο Πόλεμος των Άστρων, η σειρά Σταρ Τρεκ ή ακόμα η ταινία Μάτριξ, διαθέτουν ισχυρό μυθολογικό υπόβαθρο και αρχετυπικές όψεις που μπορούν κάλλιστα να εξελιχθούν σε αφήγηση με ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο ή να παράγουν το δικό τους φιλοσοφικό σύστημα. Αυτού του είδους τα θέματα δεν ανήκουν στην επικράτεια της μυθολογίας, αλλά παρέχουν το κατάλληλο συγκινησιακό και φιλοσοφικό υπόστρωμα για τις ψυχολογικές ανάγκες κάποιων ανθρώπων. Εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της άποψης αποτελεί τόσο ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών του Τζων Ρ. Ρ. Τόλκιν (J. R. R. Tolkien) ή η Γαιοθάλασσα της Ούρσουλα Λε Γκεν.
Ωστόσο, η φανταστική λογοτεχνία δεν μπορεί να φτάσει στο μέγιστο βάθος της ανθρώπινης ψυχολογίας, όπως ο μύθος, εκτός και αν το θέμα γίνει απόλυτα πιστευτό. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι η μυθολογία Κθούλου στηρίζεται σε πραγματικές ιστορίες και κυρίως στην ύπαρξη ενός φανταστικού βιβλίου, του Νεκρονομικόν. Γύρω από τον κεντρικό πυρήνα αυτού του βιβλίου ο Αμερικανός συγγραφέας Χάουαρντ Φ. Λάβκραφτ δημιούργησε τη δική του τεχνητή μυθολογία, που άγγιξε ένα μεγάλο πλήθος σε όλο τον κόσμο.
Η μυθολογία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παραμένει ζωντανή στο σύγχρονο κόσμο μέσω των αστικών μύθων, της επιστημονικής φαντασίας, της φανταστικής λογοτεχνίας και πολλών άλλων τρόπων. Το 1950 ο Ρολάν Μπαρτ, (Roland Barthes) δημοσίευσε μια σειρά δοκιμίων που εξέταζαν τους σύγχρονους μύθους και τη διαδικασία παραγωγής τους στο βιβλίο του Μυθολογίες.