Αναγνώστες

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Βαλαωρίτης, Νάνος

Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης. Παρουσίασε άρθρα και μετέφρασε πρώτος στο Λονδίνο εκτενώς Έλληνες ποιητές του 1930 -Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο. Στην Αγγλία έζησε από το 1944 έως το 1953 και γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Το διάστημα 1954-60 έμεινε στο Παρίσι και γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Το 1960 γύρισε στην Ελλάδα και διηύθυνε το περιοδικό "Πάλι" (1963-1966). Το 1969 παρουσίασε ελληνική ποίηση στο γαλλικό περιοδικό "Lettres Nouvelles". Από το 1968 έως το 1993 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Εκεί, ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον οίκο City Lights του Λώρενς Φερλινγκέττι. Οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού το 1990-91. Διηύθυνε από το 1989 έως το 1995 με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό "Συντέλεια", το οποίο επανεκδόθηκε το 2004 με τίτλο "Νέα Συντέλεια". Το 1959 βραβεύτηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το οποίο και αρνήθηκε. Πήρε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1982) και το Κρατικό Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας (1998). Επίσης έλαβε κι ένα βραβείο του Ν.Ρ.Α. [National Poetry Association (Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης)] το 1996 -βραβείο που είχε δοθεί προηγουμένως στους Φερλινγκέττι, Γκίνσμπεργκ και άλλους. Έχει λάβει το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό του έργο (2006). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής (2006). Το 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Βιβλία του έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό σε αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στην Ελλάδα επέστρεψε μόνιμα το 2004.

Εργογραφία:



Ποίηση

- "Η τιμωρία των μάγων", Λονδίνο 1947

- "Κεντρική στοά", Αθήνα 1958

- "Εστίες μικροβίων", εκδ. Καλώδιο, Σαν Φρανσίσκο 1977

- "Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη", Ίκαρος 1978

- "Ο ήρωας του τυχαίου", Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979

- "Η πουπουλένια εξομολόγηση", Ίκαρος 1982

- "Στο κάτω κάτω της γραφής", Νεφέλη 1984

- "Ο έγχρωμος στυλογράφος", Δωδώνη 1986

- "Ποιήματα Ι", Ύψιλον 1987, "Ποιήματα ΙΙ", Ύψιλον 1987

- "Ανιδεογράμματα", Καστανιώτης 1996

- "Ήλιος ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης", Καστανιώτης 1996

- "Αλληγορική Κασσάνδρα", Καστανιώτης 1998

- "Η κάθοδος των Μ", Ύψιλον 2002

- "Μια αλφάβητος των κωφαλάλων", Άγκυρα 2003

- "Άστεγος ο Μέγας", Ύψιλον 2004

- "Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας", Άγκυρα 2006



Πεζογραφία

- "Ο προδότης του γραπτού λόγου", Ίκαρος 1980

- "Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη", Νεφέλη 1982, β΄ έκδοση 1999

- "Μερικές γυναίκες", Θεμέλιο 1982

- "Ο θησαυρός του Ξέρξη", Εστία 1984, Άγκυρα 2008

- "Η δολοφονία", Θεμέλιο 1984

- "Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη", Νεφέλη 1995

- "Παραμυθολογία", Νεφέλη 1996

- "Ο σκύλος του Θεού", Καστανιώτης 1998, β΄ έκδοση 2004

- "Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου", Άγρα 2002

- "Γνωρίζετε την Ελπινίκη;" Ηλέκτρα 2005



Δοκίμια

- "Ανδρέας Εμπειρίκος", Ύψιλον 1989

- "Για μια θεωρία της γραφής", Εξάντας 1990

- "Μοντερνισμός, πρωτοπορία και πάλι", Καστανιώτης 1997

- "Αλληλογραφία Γ. Σεφέρη - Ν. Βαλαωρίτη 1945-1958", Ύψιλον 2004

- "Για μια θεωρία της γραφής, Β", Ηλέκτρα 2006



Νάνος Βαλαωρίτης: Η έλλειψη κανόνων δημιουργεί σύγχυση και μεροληψία


Κρημνιώτη Π.

Ημερομηνία δημοσίευσης: 03/01/2010



Συνέντευξη στην Πόλυ ΚΡΗΜΝΙΩΤΗ



Μία έκδοση σήμερα γίνεται με τους όρους της αγοράς. Διαφήμιση, προώθηση, κριτική, είναι ένας διαδεδομένος μηχανισμός, οπότε αν πέσεις στα χέρια ενός εκδότη που δεν σε διαφημίζει εξαρτάσαι από το κοινό. Η κριτική είναι μεροληπτική αυτό είναι σίγουρο

Δημιουργός και στοχαστής, καλλιτέχνης και γητευτής, ο Νάνος Βαλαωρίτης μοιάζει με εκείνους τους ανθρώπους που δεν αρκούνται σ' ένα ταλέντο. Ποιητής πάνω απ' όλα, αλλά δοκιμασμένος σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, το δοκίμιο, τη μετάφραση, τη θεατρική γραφή, την πεζογραφία. Και ζωγράφος επίσης. Αν σ' όλα αυτά προστεθεί η διακριτή πολιτική παρουσία του και ο κριτικός λόγος του τότε στο πρόσωπό του ιχνογραφείται το πορτρέτο ενός αναγεννησιακού τύπου διανοούμενου, είδους δηλαδή που αν δεν έχει εκλείψει τουλάχιστον δεν βρίσκεται σε επάρκεια στην εποχή μας. Κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος και ιδιαίτερα τολμηρός στις επιλογές του, ο Νάνος Βαλαωρίτης της υψηλής καλλιέργειας και του μυθιστορηματικού βίου, δισέγγονος ποιητή, με λαμπρές σπουδές, ο πρώτος μεταφραστής των Ελύτη, Σεφέρη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου, Γκάτσου στα αγγλικά, και από τους λίγους Έλληνες που συναντήθηκε με τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα και συνομίλησε με τολμηρά πνεύματα όπως ο Μπρετόν, ο Έλιοτ, ο Ντύλαν Τόμας. Τον ξεπέρασε τον προπάππο Αριστοτέλη.



Αντλεί το ποιητικό του ιδίωμα από τη διαχρονία του υπερρεαλισμού και για το έργο του έχει τιμηθεί με διεθνείς διακρίσεις. Ωστόσο η βράβευσή του από την ελληνική πολιτεία με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, οφειλόμενη τιμή σ' έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή ποιητές μας, έχει τη δική της σημασία. “Είμαι Έλληνας συγγραφέας, εδώ είναι η χώρα μου και θεωρώ πιο σημαντικό να με αναγνωρίζουν στη χώρα μου παρά σε άλλες” μας λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. “Τα βραβεία καθώς ξέρετε δίνονται κάθε χρόνο σε διάφορους και καμιά φορά δεν έχουν το αποτέλεσμα που θα ήθελε ο συγγραφέας, δηλαδή, να γίνει πιο γνωστό το έργο του”.



* Η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά βραβεία είναι πολύ λίγο συνδεδεμένα με το βιβλιοπωλείο. Πού το αποδίδετε;



“Ίσως στο ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν κατ' επιταγήν. Το τι διαβάζει ο Έλληνας είναι μυστηριώδες γιατί η αναγνωστική συμπεριφορά του προέρχεται από την επικοινωνία του με άλλους αναγνώστες, οπότε και οι κριτικές ακόμα δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο. Ο Ροΐδης έλεγε ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν. Αυτό δεν ισχύει σήμερα. Υπάρχει αναγνωστικό κοινό αλλά επιλέγει αυτά που του ταιριάζουν. Τα δικά μου βιβλία, για παράδειγμα, έχουν εκδοθεί από 12 εκδότες. Αν και κατά εποχές είχαν καλές πωλήσεις κανένα δεν έγινε μπεστ σέλερ. Σ' αυτό δεν νομίζω ότι φταίνε οι εκδότες αλλά τα ίδια τα έργα, που απευθύνονται σε ένα κοινό κάπως ιδιαίτερο, πιο πληροφορημένο, όχι τόσο λαϊκίστικο δεν είναι, δηλαδή, μαζικής κατανάλωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καλά έργα τα οποία διαβάζονται πολύ. Τα μεγάλα βραβεία σε Αγγλία και Γαλλία έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Και βέβαια δεν είναι κρατικά. Το Γκονκούρ συνεχίζει την παράδοση των αδελφών Γκονκούρ, δεν προσφέρει χρηματική αμοιβή αλλά ο συγγραφέας αμείβεται από την εκτίναξη των πωλήσεων του βιβλίου του. Είναι βραβεία μεγάλης φήμης”.



* Η υπερπληθώρα εκδόσεων βοηθάει έναν αναγνώστη;



“Νομίζω όχι, ο αναγνώστης πια δεν ξέρει τι να διαλέξει μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο, γιατί οι πάγκοι και οι βιτρίνες αλλάζουν με τεράστια ταχύτητα και πριν προλάβει ένα βιβλίο να μπει στο μάτι του κοινού έχει αποσυρθεί. Το κοινό έχει το γούστο του, αλλά είναι και πολύ εύκολο να το επηρεάσει η διαφήμιση και οι μηχανισμοί της προβολής. Υπάρχει αυτός ο τεράστιος τζίρος”.



* Σ' αυτή τη συνθήκη άγριας εμπορευματοποίησης πώς στέκεται το βιβλίο;



“Πού και πού ορισμένα βιβλία καταφέρνουν να διαπεράσουν τον τοίχο αυτής της εμπορικότητας και να γίνουν κλασικά έργα. Εμείς έχουμε το εξής φαινόμενο, ορισμένοι ποιητές έχουν ένα σταθερό κοινό, όπως η Κατερίνα Γώγου, η Δημουλά, ο Καββαδίας και παραδόξως ο Καρυωτάκης έχουν το κοινό τους. Όμως υπάρχουν και περιπτώσεις παραμερισμού, όπως της άξιας ποιήτριας Μαντώς Αραβαντινού η οποία επειδή δεν είχε έναν εκδότη να την προωθήσει έχει σχεδόν ξεχαστεί. Κι αυτό συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις. Στην περίπτωσή μου, που έχω 12 εκδότες, δεν είναι ότι ήθελα να έχω τόσους πολλούς αλλά αναγκαζόμουν να πάω από τον έναν στον άλλο επειδή μετά από λίγο θεωρούσαν ότι τα έργα μου δεν θα πουλούσαν. Δεν φταίνε οι εκδότες φταίνε ίσως τα έργα”.



* Σας πήραν τηλέφωνο τώρα μετά τη βράβευση να σας συγχαρούν;



“Όχι, ούτε ένας”.



* Είναι καλό για έναν λογοτέχνη να μην έχει έναν σταθερό εκδότη;



“Νομίζω πως όχι. Γιατί το σκόρπισμα αυτό δημιουργεί προβλήματα αναγνώρισης”.



* Μπορεί να έχετε εσείς τέτοιου είδους προβλήματα;



“Βεβαίως και έχω. Βιβλία μου που δεν είχαν κριτική υποδοχή έκαναν 15 με 20 χρόνια να πουληθούν. Έμεναν θαμμένα. Και ξαφνικά όταν κάποιος εκδότης ήθελε να κάνει μια δεύτερη έκδοση αναστήθηκαν. Όμως η δική μου γραφή δεν απευθύνεται πάντα σε ευρύ κοινό. Κι γι' αυτό φταίω εγώ. Μία έκδοση σήμερα γίνεται με τους όρους της αγοράς. Διαφήμιση, προώθηση, κριτική, είναι ένας διαδεδομένος μηχανισμός, οπότε αν πέσεις στα χέρια ενός εκδότη που δεν σε διαφημίζει εξαρτάσαι από το κοινό. Η κριτική είναι μεροληπτική αυτό είναι σίγουρο. Ένα έργο που αξίζει τον κόπο όπως “Ο άρχων του σκότους” του Δημήτρη Ρικάκη που είναι ένα μικρό αριστούργημα, είναι όλη η ιστορία της “Διάπλασις των παίδων”, έχει σχεδόν αποσιωπηθεί. Υπάρχει σύγχυση και μεροληψία ταυτόχρονα γιατί δεν υπάρχουν κανόνες. Ξαφνικά βλέπεις κριτικούς να αλλάζουν θέση απέναντι σε συγγραφείς και σε έργα”.



* Δεν είναι ένα γενικότερο φαινόμενο της εποχής μας;



“Έχει να κάνει με την ταχύτητα της αλλαγής, της εμπορευματοποίησης και των πολύ ισχυρών οίκων, είτε είναι εκδοτικοί οργανισμοί είτε τράπεζες, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζονται αξιόλογοι συγγραφείς και έργα. Κι όσο πάει χειροτερεύει η κατάσταση γιατί ότι δεν πουλάει εξοβελίζεται”.



* Αισθάνεστε βολικά στην εποχή μας;



“Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, μάλλον προς τη δυστοπία κλίνω. Κινδυνεύει η ανθρωπότητα από τις κλιματικές αλλαγές, είναι σα να βρισκόμαστε μπροστά σ' έναν πόλεμο που μας αφορά όλους. Μπορούμε να ενωθούμε για να το αντιμετωπίσουμε; αυτό είναι το ερώτημα. Δηλαδή μπορούμε να κάνουμε τόσο ριζικές αλλαγές ώστε να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε; Μέχρι στιγμής δεν έχει δημιουργηθεί ούτε συμφωνία μεταξύ των μεγάλων χωρών”.



* Μήπως πρέπει να δημιουργήσουμε ξανά συλλογικότητες;



“Αυτό είναι ιδεατή λύση αλλά είναι και επικίνδυνο γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμούς. Δηλαδή πράσινους ολοκληρωτισμούς. Υπάρχουν ήδη πολλά βιβλία που προειδοποιούν για τον κίνδυνο ενός πράσινου ολοκληρωτισμού. Δηλαδή δογματισμός, αφόρητη επέμβαση στην ατομική ζωή”.



* Κάτι τέτοιο διακρίνατε στους Οικολόγους Πράσινους και αποχωρήσατε;



“Ναι, εδώ βέβαια διακρίνεται εμβρυακά αλλά στα πράσινα κινήματα της Ευρώπης είναι πολύ πιο φανερό. Επεμβαίνουν στα πάντα”.



* Δηλαδή δεν υπάρχει ελπίδα;



“Πρέπει να είμαστε διαυγείς, σαφείς και να έχουμε συνείδηση των κινδύνων. Μπορούμε όλα αυτά να τα υπερβούμε, αλλά πρέπει να τα ξέρουμε. Ο Πλάτωνας δεν λέει ότι το κακό είναι η άγνοια και τίποτε άλλο;”
 
 
Από:    http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=514898

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Φρανθίσκο Γκόγια


Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 1746 – 16 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του, που ανήκει στην περίοδο του ροκοκό και του ρομαντισμού, περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.

Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Κατά το 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.

Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια πριν μετακομίσει με την οικογένειά του στη Σαραγόσα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με τον ζωγράφο Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ, καλλιτέχνη που είχε εκπαιδευτεί στη Νάπολι και συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα του Γκόγια. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες τελικά απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες, τις οποίες ολοκλήρωσε μέσα στα επόμενα χρόνια.

Τον Ιούλιο του 1773 παντρεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδερφή τού δασκάλου του και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας (Real Fábrica de Tapices de Santa Bárbara). Η επιρροή του Μπαγιέ στους κύκλους της αυλής της Μαδρίτης υπήρξε ενδεχομένως καθοριστική για την ανάθεση του έργου στον Γκόγια, πέρα από το ταλέντο που είχε ήδη εκδηλωθεί στο πρώιμο έργο του. Οι ύστεροι τοιχοτάπητες που ολοκλήρωσε αποτυπώνουν την αυτονομία του Γκόγια ως καλλιτέχνη και την ανάπτυξη ενός προσωπικού ύφους που εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια. Τον Μάιο του 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο (Real Academia de Bellas Artes de S Fernando) υποβάλοντας τον πίνακα Ο Χριστός στο Σταυρό, μία συμβατική σύνθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα του Άντον Ράφαελ Μενγκς, που πιθανώς στηρίζεται στο ομώνυμο έργο του Ντιέγκο Βελάσκεθ. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ στις 25 Ιουνίου του 1786 ανακηρύχθηκε επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ', με ετήσιο μισθό 15.000 ρεάλια. Την περίοδο αυτή, ο Γκόγια καθιερώθηκε και απέκτησε σημαντική φήμη ως προσωπογράφος.

Ο θάνατος του Καρόλου Γ' το 1788, λίγο πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οδήγησε σε μία νέα εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, υπό την ηγεμονία του Καρόλου Δ'. Υπό την προστασία του νέου βασιλιά, ο Γκόγια ανακηρύχθηκε «ζωγράφος της Αίθουσας του βασιλιά» και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους και πιο πετυχημένους ζωγράφους της Ισπανίας. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε όμως δύο χρόνια αργότερα, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν εμφανιστεί από το 1792, όταν προσβλήθηκε από μία σοβαρή νόσο που είχε ως αποτέλεσμα την μόνιμη απώλεια της ακοής του. Σχετικά με την αρρώστια του, δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε γνωρίζουμε αν υπήρξε αποκλειστικά σωματικής φύσης ή επηρέασε την ψυχική του υγεία. Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά», με ετήσιο μισθό 50.000 ρεάλια. Τον ίδιο χρόνο, τυπώθηκε και η δημοφιλής σειρά χαρακτικών του, με τίτλο Καπρίτσια (Los Caprichos), έργο που είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί από το 1796 και επιβεβαίωνε μία γενικότερη αλλαγή στο ύφος του έργου του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τις καθιερωμένες φόρμες. Ανάμεσα σε αυτές τις παραγγελίες ξεχωρίζουν, την περίοδο αυτή, οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για τον Άγιο Αντώνιο δε λα Φλόριδα της Μαδρίτης, καθώς και το ομαδικό πορτρέτο για την οικογένεια του Καρόλου Δ'.

Το 1808, ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Φερνδινάνδος Δ', ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ο Γκόγια, όπως και η πλειοψηφία των φιλελεύθερων Ισπανών, διχάστηκε σε ό,τι αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσει καθώς έβλεπε θετικά τις μεταρρυθμίσεις που πίστευε πως θα προωθούσαν οι Γάλλοι, από την άλλη πλευρά όμως, δεν ήταν αδιάφορος απέναντι σε πατριωτικά αισθήματα και στη γενικευμένη εξέγερση του ισπανικού λαού εξαιτίας των εκτελέσεων που πραγματοποίησαν τα γαλλικά στρατεύματα. Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με Ισπανούς εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Τελικά διατήρησε τη θέση του ως αυλικός ζωγράφος, αποτυπώνοντας στις προσωπογραφίες του τόσο Ισπανούς όσο και Γάλλους στρατιωτικούς. Τον Οκτώβριο του 1808 ταξίδεψε στη Σαραγόσα όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα με θέμα την αντίσταση των κατοίκων της πόλης. Ολοκλήρωσε επίσης μία προσωπογραφία του Ιωσήφ Βοναπάρτη που ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 1808. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια, αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών που απεικονίζουν τη σκληρότητα του πολέμου, με γενικό τίτλο Οι Συμφορές του Πολέμου.
Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την επιστροφή του Φερδινάνδου Ζ' στην Ισπανία, επαναφέρθηκε το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Ο Γκόγια διατήρησε τη θέση του, παρά το γεγονός πως είχε υπηρετήσει τον Γάλλο βασιλιά και θεωρείτο «ύποπτος» ως φιλελεύθερος, αν και αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες Γυμνή maja και Ντυμένη maja που θεωρήθηκαν «άσεμνοι», χωρίς ωστόσο να καταδικαστεί. Με αφορμή την παλινόρθωση των Βουρβόνων, φιλοτέχνησε τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, χάρη στους οποίους βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη. Το 1819 ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης, σε μία κατοικία που ονομάστηκε από τους περίοικους «Η έπαυλη του κουφού» (La Quinta del Sordo). Στα τέλη του έτους αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενος και «μαύρους» πίνακές του. Το 1824, όταν οι διώξεις έναντι των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων ανανεώθηκαν, ο Γκόγια υπέβαλε αίτημα για άδεια μετακίνησής του στη Γαλλία, για λόγους υγείας. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντώ μέχρι το τέλος της ζωής του, με εξαίρεση λίγες ημέρες κατά τις οποίες επισκέφθηκε τη Μαδρίτη προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα της συνταξιοδότησής του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε μία σειρά λιθογραφιών, με σκηνές ταυρομαχίας.

Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 στο Μπορντώ, σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1901 στη Μαδρίτη και θάφτηκαν τελικά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δε λα Φλόριδα, διακοσμημένη με τις νωπογραφίες του Γκόγια του 1798.

.Τα πρώτα έργα του Γκόγια, ως επί το πλείστον νωπογραφίες για εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς της Σαραγόσας, αποτύπωναν θρησκευτικά θέματα και ήταν επηρεασμένα από την κυρίαρχη τεχνοτροπία του ροκοκό. Μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1774, τού ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας, με το οποίο ανέπτυξε μία σταθερή συνεργασία. Αυτό το είδος της ζωγραφικής δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο αποτελούσε πιθανότατα μία ευκαιρία διάκρισης για τον νεαρό Γκόγια, ο οποίος παρουσίασε τα προσχέδια για τους τοιχοτάπητες το 1780, μπροστά στον βασιλιά. Συνολικά συνέθεσε 62 προσχέδια, αντλώντας τα θέματά του με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μελών της βασιλικής οικογένειας, των οποίων τα δωμάτια θα διακοσμούσαν, αποδίδοντας κυρίως σκηνές της καθημερινότητας, όπως στιγμιότυπα από κυνήγι ή διασκεδάσεις. Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (majos) και τις γυναίκες (majas) των λαϊκών συνοικιών, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνθέσεις Ο Γάμος και Η Μαριονέτα, στις οποίες διαφαίνεται η κριτική διάθεση του Γκόγια. Η πρώτη αποτελεί ένα σχόλιο αποδοκιμασίας για τους γάμους που πραγματοποιούνταν από οικονομικό συμφέρον, ενώ η δεύτερη σατιρίζει την ικανότητα των γυναικών να χειραγωγούν τους άνδρες.

Από το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ', ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγκο Βελάσκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάσκεθ στον πίνακα Las Meninas. Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάσκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό. Ενδεικτικό είναι ακόμα το γεγονός πως επέλεξε να απεικονίσει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς διάθεση κολακείας. Ανάμεσα στους διακεκριμένους παραγγελιοδότες του Γκόγια, ανήκε επίσης ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μανουέλ Γκοντόυ.

Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το Προαύλιο των Τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται. Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ' και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων.

Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Γυμνή maja (La Maja Desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα (maja) που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Ντυμένη maja (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή maja, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα[1]. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη maja λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους[2]. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους.

.Η ενασχόλησή του με τη χαρακτική συνεχίστηκε, όταν με αφορμή την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων ολοκλήρωσε ένα κύκλο έργων που ονομάστηκε Συμφορές του Πολέμου, αποτελούμενος από 82 συνθέσεις που αποτύπωναν τις θηριωδίες του πολέμου. Ο Γκόγια επέλεξε να φιλοτεχνήσει τα έργα από μία μάλλον ουδέτερη οπτική γωνία, χωρίς διάθεση να εξυμνήσει τα κατορθώματα μίας πλευράς ή να αναδείξει στοιχεία ηρωισμού, ενώ τα θέματά τους δεν βασίστηκαν σε προσωπικές του εμπειρίες, αλλά αποτέλεσαν προϊόν της φαντασίας του. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ο Γκόγια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φερδινάνδο Ζ' και το 1814 ολοκλήρωσε δύο παραγγελίες για τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, στους οποίους αποτύπωσε την εξέγερση που είχε ξεσπάσει το 1808 στη Μαδρίτη. Στα έργα αυτά, ο Γκόγια επιχείρησε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα δίνοντας στην ισπανική εξέγερση μία θρησκευτική διάσταση, χωρίς να δώσει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών.

Το χειμώνα του 1819, ο Γκόγια ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία σειρά 14 ελαιογραφιών, έργα που έμειναν γνωστά με την ονομασία «μαύροι πίνακες» λόγω των σκοτεινών τόνων που τα χαρακτηρίζουν. Οι πίνακες προορίζονταν για τη διακόσμηση της νέας κατοικίας του, στα περίχωρα της Μαδρίτης, και συνέπεσαν χρονικά με μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του. Οι «μαύροι πίνακες», όπως και άλλοι που ανήκουν στο ύστερο έργο του, διακρίνονται για την ζοφερή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους πίνακες της σειράς αυτής, με τίτλο Κρόνος, απεικονίζει τον ομώνυμο θεό της μυθολογίας να καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του. Το ίδιο θέμα απεικόνισε περίπου το 1636 ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο οποίος ωστόσο απέδωσε τον Κρόνο με λιγότερο τερατώδη χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο έργο του Γκόγια που διακρίνεται για την ωμότητα του. Οι «μαύροι πίνακες» ήταν αρχικά τοιχογραφίες, οι οποίες μεταγενέστερα «μεταφέρθηκαν» σε μουσαμά και από το 1881 ανήκουν στο Μουσείο Πράδο.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την εγκατάστασή του στο Μπορντώ της Γαλλίας, ο Γκόγια φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες φιλικών του προσώπων και άλλες μικρογραφίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική της λιθογραφίας, που είχε ανακαλυφθεί περίπου το 1798. Μεταξύ των τελευταίων έργων του Γκόγια ξεχωρίζουν οι τέσσερις λιθογραφίες της σειράς Οι Ταύροι του Μπορντώ, που απεικονίζουν σκηνές από ταυρομαχίες, αγαπημένο θέμα του Γκόγια από τα νεανικά του χρόνια. Την περίοδο 1815-16, παράλληλα με τις Συμφορές του πολέμου, είχε φιλοτεχνήσει επίσης μία σειρά 33 χαρακτικών με γενικό τίτλο Ταυρομαχία, στις οποίες απεικονίζονται αρκετές βίαιες σκηνές ή ριψοκίνδυνες ενέργειες των ταυρομάχων. Αντίθετα, στους Ταύρους του Μπορντώ, ο Γκόγια εστιάζει περισσότερο στην ταυρομαχία ως είδος λαϊκής διασκέδασης και αναχυψής.


Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, 1867, λάδι σε μουσαμά, 252×305 εκ., Kunsthalle. Έργο του Εντουάρ Μανέ εμπνευσμένο από την 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια.Ο Γκόγια υπήρξε εν γένει αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία και έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις εν ζωή. Η φαντασία του, η ικανότητά του στη διαχείριση του χρώματος και των σκιών, οι καινοτομίες στη σύνθεση και η πρωτοτυπία του αναγνωρίστηκαν από σύγχρονους κριτικούς, ενώ παράλληλα κατακρίθηκε κυρίως για την έλλειψη πειθαρχίας και στις συνθέσεις του και το γεγονός πως δεν «επέμενε» σε λεπτομέρειες των έργων του. Ο Γκόγια δεν διέθετε μεγάλο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να μην επηρεάσει άμεσα την καλλιτεχνική ζωή της εποχής του, διαδίδοντας τις γνώσεις, τις αισθητικές του αντιλήψεις ή την τεχνική του σε άλλους ζωγράφους. Σχετικά με τους μαθητές του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, κυρίως από αναφορές των ονομάτων τους σε σχέδια, έγγραφα ή επιστολές του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Luis Gil Ranc (1787-1867), Felipe Arrojo (1801-70) και María del Rosario Weiss (1814-43). Η τελευταία υπήρξε κόρη της συντρόφου του Γκόγια, Λεοκάντια Βάις, και μαθήτριά του κατά την παραμονή του στο Μπορντώ.

Αν και κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής του, οι προσωπογραφίες του εκτοπίστηκαν από έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Vicente López y Portaña (1772-1850), ορισμένοι ρομαντικοί καλλιτέχνες συνέχισαν να αναπαράγουν πίνακες ή χαρακτικά του Γκόγια, είτε μιμούμενοι το ύφος του, είτε αντιγράφοντας έργα του. Εκτός των ισπανικών συνόρων, η φήμη του ενισχύθηκε σημαντικά με την κυκλοφορία της σειράς χαρακτικών Καπρίτσια. Βασισμένος στα χαρακτικά του Γκόγια, ο Ευγένιος Ντελακρουά ολοκλήρωσε ανάλογα σχέδια, στα μέσα της δεκαετίας του 1820, ενώ μέχρι το 1835, ο Γκόγια θεωρείται πως είχε ασκήσει επίδραση στο σύνολο των Γάλλων ρομαντικών ζωγράφων, ανανεώνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον στη Γαλλία, για την ισπανική τέχνη. Ο Εντουάρ Μανέ μελέτησε επίσης το έργο του Γκόγια, γεγονός που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στον πίνακα Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (1867), έργο που παραπέμπει στον πίνακα 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια.

Μετά το θάνατό του, μέρος του έργου του, κυρίως εκείνο που θεματικά συνδεόταν με τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις στην Ισπανία, έπαψε να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις επόμενες γενιές. Έργα όπως οι «μαύροι πίνακες», κρίθηκαν κυρίως υπό το πρίσμα της ωμότητάς και της σκληρότητας που αποπνέουν, θεωρούμενα ως δημιουργία ενός «διαταραγμένου» μυαλού. Οι ιμπρεσιονιστές, αλλά και μεταγενέστερα ρεύματα, εκτίμησαν το έργο του Γκόγια και εμπνεύστηκαν από αυτό, με αποτέλεσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα να αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» ζωγράφους.

Από:  http://el.wikipedia.org

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Θάνατος στη λογική του καριόλη

(Aπο τα τελευταια κειμενα του Μανωλη Ρασουλη... )




Θάνατος στη λογική του καριόλη

Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη.

Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη.

Ήσυχα κοιμάται η πόλη

Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη

Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;.......



Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.

Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.

Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει;

Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του.

Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον.

Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα.

Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.

Έκ γενετής; Μπορεί.

Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.

Η οποία κάνει μετάσταση παντού. Το ΄χα πεί: αυτή η λογική θα καταστρέψει τη χώρα. Την Ευρώπη. Τον πλανήτη.

Ήδη φαίνονται τ΄αποτελέσματα. Και τ΄αποτέλεσμα μετράει. Καταβρόχθισε το μέτρο.

Σαν όν δε μετράει.Κι έγινε μάζα.Κι έγινε μπάζα. Χειρότερα κι απο την Αϊτή. Πλάκωσε τους αθώους κάτω απ΄ τα ερείπια. Κατάστρεψε την προλεταριακή κουλτούρα, κατάστρεψε την αστική κουλτούρα. Έβγαλε εσαεί τους όρχεις του όξω προς κοινή θέα. Απο βαθειά εκδίκηση. Γιατί μικρός ήταν φτωχός.Και τώρα βρέθηκε με καταθέσεις. Ο γαμάω.

Οι αρχαίοι Έλληνες φτιάξανε τον άριστο, οι φεουδάρχες τον ιππότη, οι αστοί τον τζέντλμαν, οι μεταδικτατορικοί ρωμιοί έφτιαξαν τον γαμάω. Στα παπάρια του. Κατάντησε την πιο ωραία και ιστορική χώρα ένα γραψαρχιδιστάν.

Και το΄χε πεί ο Τρότσκι: «το αποκρουστικότερο πλάσμα στον κόσμο είναι ο μικροαστός στην αρχική του συσσώρευση.

Σάμπως είχαμε κι αστούς;

Ούτε πλούσιους.

Πλουτοκράτες. Αρχιδομούνια.

Εδώ,ναι εδώ, η μητρόπολις των έτσι και στουπέτσι.

Σφάζονται στα γήπεδα. Ποιοί;

Οι εκτελεστές.

Οι ηθικοί αυτουργοί τα βράδια στα σκυλάδικα σου λένε: «πάρτα, αλλά θέλω το τάδε πιπίνι». «Μάλιστα αφεντικό» ακούγεται η υπόκλησις του γιουβέτσι.

Χορεύουν ημίγυμνα τα ρωσοδούλια, και οι όρχεις των έτσι νάααα.

Τώρα λέν δεν υπάρχει σάλιο.

Και τους σοδομούν χωρίς σάλιο.

Ποιοί; Οι γαμάω.

Βάσει τίνος;

Της λογικής του καριόλη.

Ο μέσος έλλην ανθρωπάκος άλλα λέει, άλλα κάνει και άλλα εννοεί!

Εννοείται.

Όμως μας έχει μείνει ακόμα η γκρίκ σάλατ. Η μεγαλοφυής σύλληψη που κόβεις ντομάτα, αγγούρι, κρεμμύδι κι άντε φέτα και τ’ανακατεύεις. Κανείς πρίν δεν το ΄χε σκεφτεί. Μόνο οι γκρικς.

Κι έτσι τέλειωσε ένα υπέροχο έπος: ο Ζόρμπα.

Ελύτης: βραβείο. Σεφέρης: βραβείο. Θοδωράκης: βραβείο. Χατζιδάκις: βραβείο.

Τώρα γιουροβίζο in greenglish.

Λέει δεν έχει λεφτά. Λέει δεν του δανείζει η παγκόσμια αγορά.

Με τόκους σε πριαπισμό. Κι όλα τα λεφτά του ΄80-΄90 που πήγαν; Πήγαν εκεί που πάει η αγάπη όταν πεθαίνει.

Τη δεκαετία που δεν μου πέταγαν ούτε ψίχουλα. Εμένα που ήξερα απο αγάπη.

Live.

Τώρα κρυμένοι στο ποτάμι ανασαίνουν με καλάμι.

Κι ακαρτερούν στις ρούγες πότε θα πέσουν τα κόνδιλα σαν το μάννα.

Κι όρχεις όξω. Πρός επίδειξη.

Τις μπέρδεψαν με τις ορχιδέες.

Εν κατακλείδι - αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.

Θάνατος.


Από:  https://lh3.googleusercontent.com/-W-f5mohx6II/

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Γεωργάκης Ολύμπιος

O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι. Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους φημισμένους αρματωλούς του Ολύμπου, τους Λαζαίους, τους οποίους η Δημοτική μούσα έχει υμνήσει:


«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρίστου η Ελασσώνα ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα».

Η μητέρα του Νικολέτα πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει την άμετρη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον δεν έπαιξε μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ολύμπιου. Σ’ όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν αδούλωτα κάστρα Λευτεριάς για το σκλαβωμένο Γένος. Οι φοβεροί καπεταναίοι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. αποτέλεσαν τα ωραιότερα πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού και έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χαρακτήρα, στο φρόνημα και στις ιδέες του Ολύμπιου.


Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου, όπου έφηβος πια ο Γιωργάκης εκπαιδεύτηκε άριστα γιατί την εποχή αυτή το αρματολίκι του Λάζου ήταν μια τέλεια και αξιοζήλευτη πολεμική σχολή. Τα σωματικά αλλά προπαντός τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάζεται στους αγώνες κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη.

Στα 1804 επικεφαλής πολλών αρματολών δέχεται την έκκληση του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς για να βοηθήσουν τη σέρβικη επανάσταση. Ο Ολύμπιος, όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι Βαλκανικοί λαοί θα απελευθερωθούν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμήσουν ενωμένοι. Στη Σερβία με 550 παλικάρια και άλλους καπεταναίους ενώθηκαν με τους Σέρβους επαναστάτες αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Μετά από τη σύγκρουση αυτή ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη και αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Σερβία, αλληλογραφεί με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νο Υψηλάντη και τον παρακαλεί να βοηθήσει τη Σέρβικη επανάσταση και να οργανώσει στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο με το σέρβικο. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας. Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄ με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Στα 1817, μυείται με ενθουσιασμό στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά και ένας από τους 12 αποστόλους της. Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος με άμετρη μετριοφροσύνη δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».

Τις πνευματικές του ικανότητες τις εκδήλωνε ο Γεωργάκης στις συνεχείς ομιλίες του, εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, παντού και πάντοτε, όπου βρισκόταν. Ορκισμένος στις αξίες και τις αρχές της Φιλικής Εταιρείας και διαθέτοντας το ίδιο όραμα με το Ρήγα Φεραίο γύριζε από πόλη σε πόλη κάνοντας ομιλίες. Σε μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκτός από τη γνωστή, προφητική γι’ αυτόν ρήση του ότι: «ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», διασώζεται και το εξής απόσπασμα των παροτρύνσεών του προς το ακροατήριο για οικονομική ενίσχυση του αγώνα: «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που του χρειάζονται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους που στερούνται παντελώς αγαθών». Ο Γεωργάκης Ολύμπιος πίστευε στη μόρφωση του Λαού σα βασικό συντελεστή για την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του. Περίφημη είναι η προκήρυξή του, που βρέθηκε στα Αυστριακά αρχεία. Είναι ένα κείμενο που φανερώνει το ηθικό μεγαλείο και την πίστη του στην αξία της παιδείας: «Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδας προτού να έρθει η βοήθειά τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες και μετά την εξόντωση των μορφωμένων να μη παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό...».

Στα 1821 ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συναντά γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίζεται με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821, αν και δεν ήταν παρών απ΄ την αρχή ρίχνεται στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρηνεί το χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Μετά την καταστροφή φεύγουν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης του οποίου η ζωή κινδύνευε για ύστατη φορά στηρίχτηκε αποκλειστικά στον ηθικό και υπέροχο χαρακτήρα του Ολύμπιου, ο οποίος με απόλυτη ασφάλεια κατόρθωσε να τον οδηγήσει στα Αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συμβουλεύει τον Ολύμπιο να φύγει κι εκείνος αγέρωχα του απαντά:«Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω!». Στα τέλη Αυγούστου συναντάται με τον άλλο πολέμαρχο και στενό του φίλο, τον Φαρμάκη και αποφασίζουν να αγωνιστούν ως την τελευταία τους πνοή. Μαζί τους έμειναν μόνο 350 διαλεχτοί πολεμιστές, αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας. Οι Τουρκικές Αρχές του Βουκουρεστίου θέλουν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από τους άθλιους ραγιάδες επαναστάτες και γι’ αυτό χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αναγκάζουν τον ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Ρομάνο να στείλει στον Ολύμπιο επιστολή με την οποία τον παρακαλεί "να σπεύσει" να προστατεύσει τη Μονή Σέκου και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Σκοπός του παραπλανητικού αυτού γράμματος είναι να παγιδευτεί ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης στο άγριο αυτό φαράγγι που είναι κτισμένη η Μονή. Το γράμμα στάθηκε μοιραίο. Δίχως τον παραμικρό δισταγμό οι δύο γενναίοι αρχηγοί κατευθύνθηκαν αμέσως στη Μονή Σέκου. Εκεί όμως αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ο Σελήχ πασάς με 10.000 Τούρκους τέλεια οπλισμένους, που παρακολουθούσε κάθε κίνησή τους, τους πολιόρκησε αμέσως. Από τις 2 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου γίνονται ομηρικές συμπλοκές. Ο Τούρκος πασάς αποστέλλει αντιπροσωπεία που ζητά να δει τον Ολύμπιο και να συζητήσει τους όρους της παράδοσης των Ελλήνων. Η γενναία άρνηση του Γεωργάκη Ολύμπιου σήμανε και την αρχή του τέλους. Ο Θ. Γόρδων στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (... ...) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.». Με τη δημηγορία του αυτή κλείστηκε με ένδεκα πιστούς στο κωδωνοστάσιο της Μονής. Όταν αργότερα είδε ότι πολυάριθμοι Τούρκοι έσπασαν την εξωτερική πόρτα και πλημμύρισαν τη Μονή, άνοιξε τότε την πόρτα του κωδωνοστασίου για να φύγουν όσοι ήθελαν και είπε: «εγώ θα καώ, όστις θέλει να φύγει ας απομακρυνθεί». Αλλά κανείς δεν φεύγει. Γαλήνιος σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κάτι ψελλίζει σαν προσευχή, κάνει το σταυρό του και με χέρι σταθερό «έθεσε πυρ εις την πυρίτιδα και ανετινάχθη εις τον αέρα, ομού μετά πάντων των περί αυτόν ηρώων». Ήταν Σεπτέμβριος του 1821.


Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε με αιώνια φιλία με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρο του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ. Αποχαιρετώντας την έγκυο γυναίκα του της λέει: «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία». Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος ξέχασε τελείως τον ήρωα της Μονής Σέκου και την οικογένειά του. Αντί να φέρει τα οστά του στην «κλασικήν γην», όπως ήταν και η τελευταία του θέληση και να αναλάβει το έθνος τα παιδιά του, έδωσε στη χήρα Στάνα μια σύνταξη 140 δραχμών το μήνα και επειδή στερούνταν κάθε άλλου πόρου, μ’ αυτήν την πενιχρή σύνταξη έπρεπε να ζήσει αυτή, η κόρη της και τα δύο αγόρια. Στη σύζυγό του που δώρισε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα. Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 διαβάζουμε:



«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα». Στη βιογραφία του ήρωα που έγραψε ο Θεόδωρος Δ. Φράγκος με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Γεωργάκη Ολυμπίου το 1964 στο Λιβάδι και εξέδωσε ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Αθήνας διαβάζουμε: «Όλες μας οι προσπάθειες όπως βρούμε έστω και έναν απόγονο του Γεωργάκη από τον οποίο θα μαθαίναμε για την τύχη των παιδιών του απέβησαν δυστυχώς άκαρπες».



Ο μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Σαιντ-Ετιέν της Γαλλίας (1772–1844), εξέδωσε στο Παρίσι το 1824-1825 σε δύο τόμους τα «Νεοελληνικά Τραγούδια», κάνοντας γνωστό στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης το αναμφισβήτητο δικαίωμα των Νεοελλήνων για ελευθερία και βοηθώντας ηθικά τον αγώνα τους, ίσως πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια. Με φιλελληνικό ζήλο και προσοχή, ο Φωριέλ άρχισε να συγκεντρώνει τα τραγούδια της συλλογής του, αμέσως με τα πρώτα μηνύματα των απελευθερωτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα, και το σπουδαιότερο, μπόρεσε ν’ αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό που είχαν οι Έλληνες του εξωτερικού, λόγιοι και εμπορευόμενοι και να καταγράψει μέχρι το 1824, τρία τραγούδια, μεταξύ των οποίων ένα για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, εμπνευσμένα από την ίδια την Επανάσταση.


«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο. Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια. Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι; γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια, πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια, ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι. Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες. Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε. Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι. Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου: Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε; Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι. Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει».

Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός Μαξίμ Ραϋμπότ (Maxime Raybaud) αναφέρει τα εξής: «Με κάλεσε σε γεύμα ο Υψηλάντης, μαζί με Έλληνες καπεταναίους, τον Μάιο του 1821, σε ένα στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Εκεί σε μια γωνιά της κάμαρας, ένας σακάτης με βροντερή φωνή σαν άλλος Τυρταίος, τραγουδούσε τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και των Ιερολοχιτών». Ένας άλλος εθελοντής, ο Γερμανός ιατρός Ηahn είδε στα Μέθανα ένα τυφλό Αρβανίτη ραψωδό, που τα βράδια, στις καλύβες, όταν άρχιζε το συμπόσιο με φλογέρες και κιθάρες, με ενθουσιώδη φωνή, τραγουδούσε τα αθάνατα ανδραγαθήματα του Γεωργάκη Ολυμπίου.

Από: 
http://el.wikipedia.org/

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Παπαφλέσσας

Ο Γρηγόριος Φλέσσας(1788-1825) ή περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δικαίος ή Διαολόπαπας ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Eλληνικής Επανάστασης του 1821.



Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας)[εκκρεμεί παραπομπή]. Εξαιτίας του χαρακτήρα του εγκατέλειψε την Πελοπόννησο περνώντας στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον Γρηγόριο Ε΄ με το εκκλησιαστικό Οφφίκιο «Δικαίος».
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Στάλθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση. Όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.
Διόρισε Αρχιστράτηγο Πελοποννήσου τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Διακρίθηκε για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Μια από της μάχες αυτές είναι και η μάχη στα Δερβενάκια όπου μαζί με τον Νικηταρά και τον Υψηλάντη είχαν οριστεί από τον Κολοκοτρώνη να κρατήσουν τ’ Αγιονόρι. Στο τέλος της μάχης όταν μοιράστηκαν τα λάφυρα ο Παπαφλέσσας πήρε την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά την οποία από τότε δεν έβγαλε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του.

Συμμετείχε στην Α' και Β' Εθνοσυνέλευση. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος με 2000 άνδρες για να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, και πήγε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, πολλοί από τους άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με 300 (ή κατά άλλους 600) πολεμιστές.



Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, και αφού προδόθηκε εκ των έσω από τον Γ. Κορμά βρήκε τον θάνατο προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει. Σύμφωνα με το θρύλο, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν τους διέταξε να δέσουν στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν πάνω σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε, ο Ιμπραήμ πλησίασε τον νεκρό Παπαφλέσσα και τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.

Από:  http://el.wikipedia/.