Αναγνώστες

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

O ΘΗΣΕΑΣ





O Θησέας κατέχει περίοπτη θέση στους Ήρωες των Ιώνων, καθώς πραγματοποίησε πολλούς άθλους, πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πολέμησε με τον Ηρακλή εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και ένωσε τις πόλεις της Αττικής σε μία, δίνοντας τους το όνομα «αι Αθήναι», προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. (Η οποία είχε κερδίσει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την πόλη στα χρόνια του Κέκροπα).

Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, και μητέρα του η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές ο Αιγέας δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, για αυτό τον λόγο ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.

Το Μαντείο του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα».

Ο Αιγέας μη κατανοώντας τον χρησμό, επισκέφθηκε τον φημισμένο για την σοφία του βασιλιά της Τροιζηνίας Πιτθέα, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. O Πιτθέας κατάλαβε πως ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο, και πως θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά. Υποκρίθηκε όμως πως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον χρησμό.

Ο Πιτθέας που είχε μία κόρη σε ηλικία γάμου την Αίθρα, και θέλοντας να επωφεληθεί της περιστάσεως διοργάνωσε γιορτή προς τιμήν του Αιγέα. Το κρασί έρεε άφθονο, και στο τέλος ο Αιγέας μεθυσμένος πέρασε τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ο Αιγαίας είπε στην Αίθρα πως εάν αποκτούσε παιδί από την συνεύρεση του μαζί της το προηγούμενο βράδυ, θα έπρεπε να μην το μάθει κανείς. Και αυτό διότι οι Παλλαντίδες οι 50 γιοι του αδελφού του Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.

Φεύγοντας όμως άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια κάτω από ένα βράχο, και είπε στην Αίθρα πως αν το παιδί ήταν αγόρι, όταν θα γινόταν έφηβος, θα έπρεπε να σηκώσει τον βράχο και αφού έπαιρνε το ξίφος και τα σανδάλια, θα έπρεπε να πάει να τον βρει στην Αθήνα.

Όντως η Αίθρα έκανε ένα αγόρι τον Θησέα, ο οποίος μεγάλωσε στην Τροιζήνα.

Πριν ακόμα γίνει 7 ετών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά όταν είδαν τον Ηρακλή ο οποίος φόραγε την τρομερή του λεοντή. Και ενώ όλα τα παιδιά φοβήθηκαν και κρύφτηκαν, ο Θησέας νομίζοντας πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.!!!

Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών η Αίθρα τον οδήγησε στο σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του Αιγαίας το ξίφος και τα σαντάλια του. Ο Θησέας σήκωσε με ευκολία την μεγάλη πέτρα, και αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα του Αιγέα. Ο Παππούς του Πιτθέας και η μητέρα του Αίθρα, τον παρακαλούσαν να ταξιδέψει με πλοίο, διότι ο δρόμος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και γεμάτος ληστές. Ο Θησέας όμως ήθελε να νικήσει τους ληστές και γίνει ήρωας σαν τον Ηρακλή, που τόσο θαύμαζε.

ΟΙ ΑΘΛΟΙ

1.Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.

2. Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.

3. Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.

4. Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.

5. Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.

6.Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.

Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών.

Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.

Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του. Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή.

Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική.

Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσά των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.

7. Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της. Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.

8. Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν. Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει.

Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της. Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου.

Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.

Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.

Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού.


Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.

Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.

Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.

9. Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.

Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών. «Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.

Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.

Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.

Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου.

Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως. Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών. Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.



Η ΜΥΗΣΗ

Ο Θησέας υπήρξε ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά «μυστήρια», και ήρθε αντιμέτωπος με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, ακόμα και με τον ίδιο ακόμα τον θάνατο (τον Άδη), καθώς θέλησε με την αρπαγή της Περσεφόνης να νικήσει τον θάνατο και την κοσμική τάξη.

Τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια και ναούς υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.

Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να

κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα.

Αυτό που επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου.

Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση. (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής)

Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία: Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μη κοινό λόγο. Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π- ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την μήτρα όλων των όντων .

Αρχικά στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, αλλά και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.

Οι μυήσεις απαιτούσαν αυτές την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες.

Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθούν τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.

Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης» από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του. Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο.

Ο άνθρωπος ως βρέφος ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη σιγουριά της μήτρας της μητέρας του, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια των μυητικών τελετών), στην συνέχεια αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες. Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του αναπνέοντας αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα...

Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής.



Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Οι άθλοι του Θησέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «μυητικά στάδια» που περνάει ο ήρωας στην πορεία του προς την «Θέωση». Οι άθλοι του Θησέα είναι εννέα. Εννέα διαρκούσαν οι ημέρες μυήσεως στα Ελευσίνια μυστήρια, καθώς το εννέα ως αριθμός, συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός, το δέκα, που περιέχει την μονάδα και το μηδέν. Ας εξετάσουμε τους άθλους έναν προς ένα.

Στον πρώτο άθλο, ο Θησέας ως πρώτο σταθμό της μύησης αντιμετωπίζει τον Περιφήτη. Ο Περιφήτης είναι γιος του Ηφαίστου ( του μόνου Θεού που χρησιμοποιούσε τα χέρια του κατασκευάζοντας όπλα και εργαλεία, για αυτό και αποτελούσε ντροπή για τον Δία). Ο Περιφήτης χρησιμοποιεί ρόπαλο. Το ρόπαλο είναι φαλλικό σύμβολο δύναμης και εξουσίας, το oποίο αν χρησιμοποιηθεί ανορθολογικά προκαλεί πόνο. Η νίκη του Πυθέα συμβολίζει την νίκη πάνω στην ύλη και τις εσωτερικές βίαιες παρορμήσεις.

Στον δεύτερο άθλο, αντιμετωπίζει τον Σίνι γιο του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των Θαλασσών (του αστρικού κόσμου και κόσμου των συναισθημάτων).Ο Σίνις χρησιμοποιεί δύο πεύκα. Τα δύο πεύκα συμβολίζουν τις δύο αντίθετες δυνάμεις που δρουν στο σύμπαν, και τον τρόπο που μπορεί ο απλός άνθρωπος να τις αντιληφθεί, το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το καλό, το αρσενικό και το θηλυκό. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που αποτυπώνονται στο Κυρήκιο του Ερμή, και στο γιν και γιανκ. Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να διακρίνει πίσω από τις αντίθετες δυνάμεις την ενοποιό εκείνη δύναμη από την οποία αποτελούνται και οι δύο, τότε αποκτά μία νέα «ολιστική συνειδητότητα».

Στον τρίτο άθλο ο Θησέας σκοτώνει την γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη τεράτων, συμβολίζοντας την νίκη στα κατώτερα πάθη και στις υλικές εξαρτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως θυσίαζαν θηλυκούς χοίρους για εξιλέωση προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια, ούτε επίσης πως η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους του συντρόφους του Οδυσσέα λόγω της βουλιμίας τους.

Στον τέταρτο άθλο αντιμετωπίζει τον Σκίρωνα. Το μονοπάτι της γνώσης που επιλέγει ο μύστης είναι δύσκολο και εγκυμονεί κινδύνους, εφόσον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους κρυμμένους στο υποσυνείδητο χειρότερους φόβους του (χελώνα) με κίνδυνο να τρομοκρατηθεί από αυτούς. Εάν όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες τότε θα μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματα του (θάλασσα) και με ταπεινότητα (πλύσιμο ποδιών) ίσως καταφέρει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του.

Η νίκη επί του βάρβαρου πρωτόγονου σε ένστικτα πυγμάχου Κερκύωνα στον πέμπτο άθλο επιτυγχάνεται με την συμβολική «ανύψωση» του από το έδαφος. Ο μύστης πρέπει να «ανυψωθεί πνευματικά στον ανώτερο του εαυτό», κατακτώντας την ισορροπία και την αρμονία.

Στον έκτο άθλο αντιμετώπισε τον Προκρούστη, ο μύστης καλείται να αφήσει πίσω του όλα όσα τον δεσμεύουν στην πνευματική του εξέλιξη, ενώ στην καθημερινή ζωή του καλείται να εφαρμόσει την διδαχή «παν μέτρον άριστον».

Στoν έβδομο άθλο ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα, τον οποίο θυσίασε στο βωμό του Ηλιακού Θεού Απόλλωνα που συμβολίζει την ακτινοβόλα όψη της ψυχής του.

Αυτός ο άθλος θα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τον όγδοο, καθώς τους συνδέει η πάλη ενάντια σε ταύρο. Ο Θησέας συμβολίζει τον συνειδητό εαυτό που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τα «θηρία», δηλαδή τα πρωτόγονα ένστικτα.

Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθούν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτισθούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας ).

Χωρίς στη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» σε αυτό το μονοπάτι, ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της δημιουργικότητας, που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Ο Ταύρος εκπροσωπεί επίσης την μητριαρχική κοινωνία, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας», που δεν είναι άλλο από τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα.

Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι επίσης ένα σεληνιακό σύμβολο.

Ο μίτος της Αριάδνης (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) εξασφαλίζει τον δρόμο της εξόδου στον Θησέα. Ίσως ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!

Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος. (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα). Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.

Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του» και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο/Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος.

Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείται «Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.

Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου. Πεθαίνει από τον Θησέα, κομιστή του πατριαρχικού Ολύμπιου ιερατείου, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.

Στον Ορφικό μύθο ο Διόνυσος παιδί του Δία και της Περσεφόνης (Θεάς του κάτω κόσμου) ως μωρό «Ζαγρεύς» (κυνηγό των ψυχών), κοίταζε ένα καθρέφτη (η αντίληψη όχι των πραγματικών καταστάσεων και όντων αλλά μία ψευδής αντανάκλαση...) Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω του με τα μαχαίρια τους, για να τον σκοτώσουν. Τότε ο μικρός Θεός για να τους αποφύγει άρχισε να μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος. Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα που είχε τη μορφή ταύρου, έβρασαν το κρέας του και το έφαγαν. Ο Δίας οργίστηκε τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Από την στάχτη τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο έφερε μέσα του το θεϊκό στοιχείο καθώς οι Τιτάνες είχαν φαει τον Θεό. Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεότητα και ανασταίνεται ως «Διόνυσος ο Ελευθερέας» δηλαδή ως ελευθερωτής των ανθρωπίνων ψυχών, από τα δεσμά της ύλης. Ο θάνατος του Διόνυσου του Ζαγρέα συμβολίζει, τον θάνατο της τιτανικής του φύσεως. Κατ’ αντιστοιχία στο ανθρώπινο επίπεδο ο θάνατος της τιτανικής του φύσης συμβολίζει τον θάνατο των παθών του, δηλαδή την αποβολή των ελαττωμάτων του. Κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται σε ουράνια θεότητα, τον Διόνυσο τον Ελευθερέα.

Ο Ορφικός Διόνυσος είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν, η καρδιά του οποίου πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και «Ζαγρεύς», δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη «θέωση».

Στη λατρεία του Διόνυσου «Ζαγρέα» θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού και ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Μετά το θάνατό τους πίστευαν πως θα τους αναγνώριζε ο «Διόνυσος Ζαγρέας», και χάρη σ’ αυτόν θα ζούσαν σε άλλα σώματα, καθώς οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση.

Στον ένατο και τελευταίο άθλο ο Θησέας κατεβαίνει στο Άδη. Είναι η απόλυτη στιγμή όπου με τον μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς του, επιχειρείται η Ένωση με την Θεότητα, και η κατάλυση του θανάτου, καθώς αναγνωρίζει πως τίποτα στην πραγματικότητα δεν χάνεται. Πως τα πάντα είναι απλώς αλλαγή κατάστασης ή ενέργειας και μορφής. Είναι η στιγμή όπου τα πάντα «είναι ένα», το μέρος που όλα ενώνονται, όπου τίποτα δεν υφίσταται διαχωρισμένο ακόμα και η ψυχή. Είναι ο χρόνος και ο τόπος που ο ήρωας, ο μύστης ή φιλόσοφος αφού έχει νικήσει τα τρομερά τέρατα, έχει νικήσει το σκότος «βλέπει το φως του μεσονυκτίου».

Ο φωταγωγός, απ' όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην «αληθινή Άβυσσο», την ψυχή του ανθρώπου. Ο Πλούταρχος το περιγράφει στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β) :«Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της , καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή. Ενώ, γι' αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…».


Ο Θησέας στα Τάρταρα έχει παγιδευτεί στην λήθη. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι διότι εάν ο άνθρωπος χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να παγιδευτεί σε έναν άλλο κόσμο, ξεχνώντας τα εγκόσμια. Η μάχη πρέπει να δίνεται στον παρόντα χρόνο, αναζητώντας την αρμονία και την ισορροπία, ώστε να τιμούμε ισότιμα την ύλη αλλά και το πνεύμα. Για αυτό τον λόγο ο Ηρακλής με την μυϊκή δύναμη του, βοήθησε τον Θησέα να απεγκλωβιστεί από την λήθη, και τα δεσμά του θανάτου.


Αυτός που θα καταφέρει βρει την αρμονία και να εντοπίσει το «ιερό μέσα του» θα έχει κερδίσει την μάχη, θα έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον κόσμο των σκιών και της αυταπάτης, θα έχει βγει από την σπηλιά του Πλάτωνα. Θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της πνευματικής του ολοκλήρωσης.

Αυτή είναι η μυθολογική ιστορία του Θησέα, η οποία εάν εξηγηθεί αλληγορικά κατά το πρότυπο του Πλάτωνα και των Στωικών, μας αποκαλύπτει αρχετυπικές αλήθειες που συντροφεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του έως σήμερα.

Η Ερμηνεία των μύθων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ενέχει πολλούς κινδύνους παρερμηνείας. Η παρούσα προσπάθεια αποσυμβολισμού του μύθου, δεν διεκδικεί την ορθότητα ή την μοναδικότητα της ερμηνείας του. Το δόγμα εξάλλου δεν έχει θέση στην αναζήτηση της γνώσης και της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο «μήνυμα» που οι ιστορίες αυτές μας μεταφέρουν είναι πώς κανένα δόγμα και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην «αυτοπραγμάτωση», παρά μόνο η δική μας ειλικρινής «εσωτερική» προσπάθεια.

xletsos-basilhs.blogspot.com/

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ



Κατά τον Πλούταρχο, ο οποίος υπήρξε ιερέας των Δελφών, το «Γνώθι Σ'αυτόν» που ήταν γραμμένο σε πολλά σημεία των Δελφικών ιερών,προερχόταν απ Άυτόν τον θεό Απόλλωνα, που δεν ήταν μόνο μάντης, αλλά και φιλόσοφος. Ο θεός του φωτός όχι μόνο δίνει απαντήσεις στα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής με τη βοήθεια των χρησμών, αλλά και δημιουργεί στη φιλοσοφική ψυχή το ερέθισμα να φτάσει στην αλήθεια, αρκεί η ψυχή να είναι σε θέση να ερευνήσει και να προσπαθήσει. Στον πρόναο του Ναού του Απόλλωνος, αναγράφονταν τα δύο περίφημα παραγγέλματα, "ΓΝΏΘΙ ΣΑΥΤΟΝ", αριστερά και "ΜΗΔΈΝ ΆΓΑΝ", δεξιά, ενώ στο κέντρο δέσποζε το ιερό γράμμα"Ε(Ι)".

Αυτό ακριβώς το γράμμα και η θρησκευτικο-φιλοσοφική του σημασία είναι το θέμα του βιβλίου του Πλούταρχου «Περί του ΕΙ εν Δελφοίς». Στο βιβλίο αυτό αναλύει διαφορετικές εξηγήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς για το Ε του μαντείου των Δελφών.

Ο Λαμπρίας έλεγε ότι το Ε έχει αριθμητική αξία και συμβολίζει τον αριθμό 5 επειδή στην πραγματικότητα οι πρώτοι σοφοί ήταν 5 και όχι 7: ο Χίλων, ο Θαλής, ο Σόλων, Ο Βίας και ο Πιττακός. Οι άλλοι δύο, ο Κλεόβουλος και ο Περίανδρος δεν άξιζαν τον τίτλο του σοφού αφού τον απέκτησαν με πλάγια μέσα. Για τον λόγο αυτό οι 5 πραγματικοί σοφοί αφιέρωσαν στους Δελφούς το Ε, για να γίνει γνωστό πόσοι ήταν οι αληθινοί σοφοί.

Ο Χαλδαίος είπε ότι το Ε αντιπροσωπεύει το δεύτερο στη σειρά από τα φωνήεντα, καθώς και τη δεύτερη θέση κατέχει ο Ήλιος (ο ήλιος και ο Απόλλωνας ταυτίζονται) στη σειρά των πλανητών.

Ο ιερέας Νίκανδρος πίστευε ότι το γράμμα Ε με την προφορά του σαν ει, αντιπροσωπεύει τις ερωτήσεις αυτών που ζητούσαν χρησμό από το μαντείο, καθώς και την ευχή τους να πραγματοποιηθεί το αίτημα για το οποίο έκαναν την ερώτηση.

Για τον φίλο του Πλούταρχου τον Θέωνα, το Επροφερόμενο και πάλι σαν ει αντιπροσώπευε το υποθετικό ει (εάν) και έχει να κάνει με τη δύναμη του συλλογισμού που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα, τα οποία μπορούν να συλλάβουν την ύπαρξη των πραγμάτων όχι όμως και να συλλογιστούν πάνω σε αυτά.

Ο Εύστροφος θεωρεί ότι το Ε συμβολίζει τον αριθμό 5 καθώς η σπουδαιότητα του αριθμού αυτού για την ύπαρξη και την υπόσταση των πραγμάτων είναι καθοριστική.

Όμως κατά τη γνώμη μου η αληθινή λύση του προβλήματος δίνεται από τον Αμμώνιο ο οποίος πιστεύει ότι το γράμμα Ε αντιπροσωπεύει ήχο [ει], υποστηρίζει ότι το Ε συμβολίζει το β΄ενικό πρόσωπο (=εί) του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος ειμί (=είσαι, υπάρχεις). Πρόκειται για έναν χαιρετισμό αντάξιο προς ένα θεό. Σ αυτό τον χαιρετισμό ο Απόλλωνας απαντά με το ΓΝΏΘΙ ΣΑΥΤΟΝ.

Ο Αμμώνιος μας λέει λοιπόν ότι για να μπορέσουμε να αποδεχθούμε τη Θεότητα, πρέπει πρώτα να ερευνήσουμε, να γνωρίσουμε και να καταλάβουμε τον αληθινό εαυτό μας και με τον τρόπο αυτό μπορούμε να χαιρετήσουμε τη Θεότητα η οποία βρίσκεται πάντοτε μέσα μας.

Το «γνώθι σαυτόν» παραλήφθηκε από τους σοφούς και τους μύστες και προβαλλόταν ως πρωταρχικός όρος αυτοενδοσκόπησης, αυτοκάθαρσης, προσπάθειας πνευματικής ανόδου και ηθικής τελειοποίησης. Ο Χείλων όταν ρωτήθηκε : Τι το χαλεπώτατον; (το δυσκολότερο) απάντησε : « το γιγνώσκειν εαυτόν».

Ανάμεσα στους σοφούς που έθεσαν την αυτογνωσία στο κέντρο της φιλοσοφίας τους προεξέχει η μορφή του Σωκράτη.Ο Σωκράτης είναι ο φιλόσοφος του Ανθρώπου επειδή (όπως είπε ο Κικέρων) "κατέβασε την φιλοσοφία από τον ουρανό στην γή". Ενώ οι πριν από αυτόν προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν γυρισμένα τα μάτια τους στο στερέωμα και τα στοιχεία της φύσης, ο Σωκράτης κήρυξε πως μια τέτοια γνώση είναι άχρηστη. Το μόνο πράγμα που μπορεί και πρέπει να ενδιαφέρει τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος- αυτό το όν που είναι τόσο κοντά του και όμως τόσο ανεξιχνίαστο.

Υπάρχει ένας πολύ διδακτικός σχετικός μύθος που τον συναντάμε σε διάφορες εκδοχές και έχει πολλά κοινά με την πτώση των πρωτοπλάστων :

Κάποτε, βαθιά μέσα στο χρόνο, όλοι οι άνθρωποι μετείχαν του Θείου. Αλίμονο, καταχράστηκαν σε τέτοιο βαθμό τη θεία δύναμή τους, που ο σπουδαιότερος των Θεών αποφάσισε να τους αφαιρέσει τη θεία φύση τους και να την κρύψει σ' ένα μέρος, όπου θα τους ήταν αδύνατο να την ξαναβρούν και να την βεβηλώσουν. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν τώρα να βρεθεί μια σίγουρη κρυψώνα.

Οι Θεοί που συγκεντρώθηκαν για να λύσουν αυτό το πρόβλημα, πρότειναν το εξής: "Να θάψουμε τη θεότητα του ανθρώπου μέσα στη γη". Αλλά ο Brahma απάντησε: "Όχι, αυτό δεν αρκεί, γιατί ο άνθρωπος θα σκάψει και θα τη βρει".

Τότε οι Θεοί πρότειναν: "Αφού είναι έτσι, ας τη ρίξουμε στα βάθη των ωκεανών". Αλλά ο Brahma απάντησε: "Όχι, γιατί αργά ή γρήγορα ο άνθρωπος θα εξερευνήσει τους βυθούς όλων των ωκεανών και είμαι σίγουρος πως μια μέρα θα τη βρει και θα τη φέρει στην επιφάνεια".

Στη συνέχεια πρότειναν : «Να την κρύψουμε στα πέρατα του Ουρανού». Όχι, είπε πάλι ο Μέγιστος των Θεός, γιατί ο άνθρωπος κάποια εποχή θα καταφέρει να ταξιδέψει στους μακρινούς γαλαξίες και θα την ανακαλύψει».

Μετά από αυτό οι Θεοί δεν είχαν πια τι να προτείνουν. "Δεν ξέρουμε που να την κρύψουμε γιατί δε νομίζουμε να υπάρχει μέρος στη γη ή στη θάλασσα ή στον ουρανό απροσπέλαστο από τον άνθρωπο".

Τελικά ο Brahma κούνησε το κεφάλι και είπε: "Ξέρω τι θα κάνουμε με τη θεότητα του ανθρώπου. Θα την κρύψουμε όσο γίνεται πιο βαθιά μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί είναι το μόνο μέρος που δε θα σκεφτεί ποτέ να την ψάξει".

Από τότε, και έτσι τελειώνει ο θρύλος, ο άνθρωπος κάνει το γύρο της γης, εξερευνά το διάστημα, αναρριχάται, καταδύεται και σκάβει μάταια, ψάχνοντας για κάτι που βρίσκεται μέσα του.

Η λέξη Αλήθεια (άνευ -Λήθης) σημαίνει να μην ξεχνούμε, να έχουμε αυτοενθύμηση. Η Λήθη αυτή σχετίζεται με την άγνοια της θείας μας προελεύσης και του τελικού μας σκοπού, που είναι η επάνοδος στην θεϊκή μονάδα. Η κατανόηση του θείου πεδίου με το οποίο ο κάθε ένας από εμάς συνδέεται, είναι ο αληθινός τελικός σκοπός της ενσαρκώσεως μας, κατά τους μύστες. Σοφία είναι να νικήσουμε τον κατώτερο εαυτό μας, ενώ άγνοια να νικηθούμε από αυτόν, μας λέει ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης αγωνίστηκε να υψώσει τους ανθρώπους στο καθαρά πνευματικό επίπεδο, για να θεαστούν την αιώνια ομορφιά των αρχετυπικών Ιδεών. Η συνείδηση έλεγε, μας μυεί σε μιαν αλήθεια που δίνει νόημα σε ό,τι βλέπουμε και κάνουμε. Βεβαίωνε πως αυτή ήταν η αποστολή του: να βοηθήσει κάθε άνθρωπο να "δεί" την αλήθεια που κλείνει μέσα του. Οδηγός σ'αυτή την προσπάθεια στάθηκε το "δαιμόνιόν"του , ο ανώτερος εαυτός, που τον απέτρεπε όταν κινδύνευε να βγεί από την σωστή πορεία. Η ουσία της σωκρατικής διδασκαλίας είναι η συνειδητοποίηση πως το "Αληθές" και το "Αγαθόν" είναι τα ταυτόσημα. Ο Σωκράτης δεν πίστευε πως η ανθρώπινη φύση είναι κακή ή πως έχει διαφθαρεί από κάποιο προπατορικό αμάρτημα. Γι' αυτόν, όπως και για όλους τους Έλληνες, το "Αγαθόν" είναι ν' ακολουθείς την Φύση. Και η Φύση είναι αχώριστη από την Λογική. Αν, πολύ συχνά γινόμαστε κακοί, αιτία είναι ότι αγνοούμε το καλό. Γιατί όταν ξέρουμε το καλό, αναγκαστικά κάνουμε καλό. Το "ουδείς εκών κακός" αυτή την έννοια έχει: οι άνθρωποι δρουν κακά, επειδή από άγνοια παίρνουν το κακό για αγαθό. Πέφτουν σε λάθη επειδή τους λείπει η γνώση. Και η γνώση είναι συνείδηση, η ακούραστη εξερεύνηση του εαυτού μας, η άρνηση να ενδώσουμε σε απατηλά φαινόμενα, η προσπάθεια ν' ανακαλύψουμε την ουσία της αρετής.

Στην γνώση αυτή, στην αυτοσυνείδηση αυτή, μόνο η σοφία, ο Λόγος, μπορεί να μας βοηθήσει. Και μόνο ο σοφός μπορεί να είναι μακάριος. Όχι αποκλειστικά σε μιαν "άλλη ζωή", αλλά και στην επίγεια ύπαρξη εδώ και τώρα.

Μπορούμε τώρα μετά από αυτή τη σύντομη αναδρομή στο παρελθόν να επιστρέψουμε στη σύγχρονη εποχή.

Τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε εν μέσω μιας ραγδαίας τεχνολογικής μεταμόρφωσης με δραματικές κοινωνικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας του : για μερικούς βρισκόμαστε λίγο πριν την καταστροφή, ενώ για άλλους πλησιάζουμε στην ανατολή μιας νέας εποχής..Εαν αληθεύει τελικά, όπως το ευχόμαστε, ότι βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας εποχής, αυτή θα είναι η εποχή της εσωτερικής αφύπνισης και της αυτογνωσίας.

Το διαζύγιο μεταξύ επιστήμης και τέχνης, φιλοσοφίας και μεταφυσικής, παρήγαγε τεράστια ανισορροπία στον σύγχρονο πολιτισμό. Τα αποτελέσματα αυτής της ασύμμετρης ανάπτυξης είναι εμφανή σε όλους μας. Είμαστε ο πιο ισχυρός πολιτισμός που υπήρξε ποτέ. Αλλα ως άτομα, είμαστε από τους πιό ανίσχυρους ανθρώπους που έζησαν ποτέ. Ο άνθρωπος βρέθηκε να χειρίζεται δυνάμεις πολύ ισχυρές και δυνητικά καταστροφικές, χωρίς την ανάλογη αύξηση της συνειδητότητας και της υπευθυνότητας.Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πέρα για πέρα προμηθεϊκοί. Πάντοτε όμως είχαν επίγνωση της ύβρεως.

Η ελπίδα επιβίωσης πάνω στον πλανήτη περνάει αναπόφευκτα μέσα από την αποκατάσταση της ανισιορροπίας μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής ανάπτυξης.

Στην παγκοσμιοποιημένη ιστορική περίοδο που βιώνουμε, της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και του υπερκαταναλωτισμού, ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ούτε τον χρόνο, ούτε την απαραίτητη παιδεία για να ασχοληθεί με τον εσωτερικό του εαυτό του και τις πνευματικές του ανάγκες. Προδίδεται έτσι η ουσιαστική σημασία της λέξης άνθρωπος που, όπως φαίνεται και από την ετυμολογία (άνω θρώσκω-βλέπω προς τα πάνω), είναι εκτός από υλικό και πνευματικό όν. Μέσα στα παλαίσια της δυτικής κοσμικής ιδεολογίας, η πνευματικότητα κατέληξε να ταυτίζεται με τη στασιμότητα και την οπισθοδρομικότητα. Η κοσμική-φαουστική εσχατολογία, που χρησιμοποίησε την υλική πρόοδο ως μέσο για το φυσικό μετασχηματισμό του κόσμου, έφθασε να περιφρονεί απροκάλυπτα τις μη υλικές ανησυχίες του ανθρώπου. Αυτή η νοοτροπία μας εξώρισε από την αρμονική σχέση με το Οικοσύστημα, μας μετάλλαξε σε υπολογιστές, τυφλά εγωιστές και αλλαζονικούς. Η παγκόσμια κρίση του σύγχρονου κοσμοειδώλου μας κάνει συχνά ακόμα πιό κλειστούς, πιό επιθετικούς. Θέλουμε να διαφυλάξουμε πάσει θυσία τα τοπικιστικά μικροσυμφέροντα, ξεχνώντας ότι τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες ριζοσπαστικές λύσεις.

Σήμερα, με την πτώχευση της γλώσσας και τον εκφυλισμό των εννοιών, «αυτογνωσία» σημαίνει γενικά στην καλύτερη περίπτωση την επίγνωση των αντιδράσεων του εαυτού. Είναι η γνώση που μπορεί να έχει ένα άτομο για τη συμπεριφορά του, τις στάσεις, τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματά του. Βασίζεται σ'αυτό που η ψυχολογία ονομάζει μεταγνωσιακή ικανότητα και η γνωσιακή ψυχοθεραπεία το χρησιμοποιεί ως βασικό εργαλείο για την επίτευξη του θεραπευτικού στόχου.. Metacognition ,λοιπόν κατά τους Αγγλοσάξονες, είναι η ικανότητα του γνωσιακού οργάνου να ενημερώνεται για τις ίδιες του τις λειτουργίες. Μια έλλειψη αυτής της ενδοσκοπικής ικανότητας σημαίνει ασυνειδησία. Σ'αυτή την τελευταία περίπτωση η εικόνα που έχει ένα άτομο για τον εαυτό του είτε είναι προϊόν εξωτερικών προβολών και πληροφοριών που παθητικά απορρόφησε (συχνά αντιφατικών), είτε ένα φανταστικό κατασκεύασμα, αποτέλεσμα της δράσης διαφόρων μηχανισμών άμυνας, που περιγράφει η ψυχανάλυση όπως : η εκλογίκευση, η απώθηση, η εξιδανίκευση, η παλινδρόμιση, η μόνωση, η ενδοβολή και η αναδρομική αναίρεση.

Ανάλογη πτώχευση έχει υποστεί και ο όρος «Φιλοσοφία» τους τελευταίους αιώνες. Δεν είναι πλέον καθαρή εφαρμοσμένη Σοφία, που αποσκοπεί στην αποκάλυψη της Αλήθειας και στον Φωτισμός της πορείας του ανθρώπου προς την αυτογνωσία, την αυτοεκπλήρωση και την ευδαιμονία. Έχει καταντήσει ένα σύστημα, συχνά δυσνόητο από άδειες λέξεις, μια διανοητική γυμναστική για ελάχιστους ειδικούς λόγιους. Ο διαχωρισμός της γνώσης από τις αξίες ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός στην πνευματική ιστορία της Δύσης. Στην ουσία δεν εξαφανίστηκαν τελείως οι αξίες αλλά αντικαταστάθηκαν και λειτουργούν υπόγεια, στο παρασκήνιο. Στη θέση των λαμπρών πνευματικών ηθικών συστημάτων τοποθετήθηκαν εκχυδαϊσμένες τεχνοκρατικές και ωφελιμιστικές «αξίες» που δημιούργησαν ένα τερατώδες σε συνέπειες κοσμοείδωλο, μια νέα δογματική σκέψη. Η πλειοψηφία της σύγχρονης επιστήμης έφθασε να αντιλαμβάνεται το σύμπαν σαν μία καλοκουρδισμένη άψυχη μηχανή που λειτουργεί με βάση κάποιους κανόνες, και σαν ένα συνονθύλευμα από βασικά δομικά στοιχεία. Φυσική συνέπεια αυτής της αντίληψης ήταν η αδίστακτη και αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων και η σταδιακή καταστροφή του Οικοσυστήματος. Για τους αρχαίους πολιτισμούς ο κόσμος και η Γη μας είναι ένας ζωντανός οργανισμός και έχει εκτός της υλικής και πνευματική υπόσταση. Όπως στο ανθρώπινο σώμα οι κινήσεις προέρχονται από την ψυχή που σκέπτεται και από την θέληση που ενεργεί, έτσι και στα μάτια της αρχαίας επιστήμης η ορατή τάξη του σύμπαντος ήταν η αντανάκλαση μιας αόρατης τάξης, των κοσμογονικών δηλαδή και πνευματικών μονάδων, βασιλείων και ειδών, που με συνεχή πορεία μέσα στην ύλη προκαλούν την εξέλίξη της ζωής. Δεν συμπέραινε την διάνοια από την ύλη, αλλά την ύλη από την διάνοια. Δεν γεννούσε το σύμπαν από τον τυφλό χορό των ατόμων , γεννούσε τα άτομα από τους παλμούς της παγκόσμιας ψυχής. Με μία λέξη προχωρούσε κατά κύκλους ομόκεντρους από το παγκόσμιο στο επιμέρους, από το αόρατο στο ορατό, από το καθαρό πνεύμα στην οργανωμένη υπόσταση, από το Θείο στο ανθρώπινο. Αυτό που μας συμβαίνει σήμερα όπως λέει ο Ν. Λώρενς, είναι ότι αιμορραγούμε από τις ρίζες, γιατί έχουμε αποκοπεί από την Γη, τον Ήλιο, και τα αστέρια, και η αγάπη είναι υποκρισία, γιατί άμοιρο μπουμπούκι, την ξεριζώσαμε από τον μίσχο της στο δένδρο της ζωής και περιμένουμε να εξακολουθήσει να ανθίζει στο πολιτισμένο βάζο μας..

Σε κάθε αρχαίο πολιτισμό υπήρχε ένα εσωτερικό σύστημα γνώσης του κόσμου που μας περιβάλει και των φυσικών δυνάμεων, αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης φύσης μας, που ονομαζόταν Σοφία. Οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την κατάκτηση της ονομάζονταν Σοφοί, και αργότερα από τον Πυθαγόρα Φιλόσοφοι. Ο Πυθαγόρας ονόμαζε φιλόσοφο, αυτόν που γνώριζε τις λειτουργίες τόσο της υλικής όσο και της πνευματικής φύσης, και δίδασκε στους μαθητές του να γνωρίζουν πραγματικά τις αλήθειες αυτές. Η Φιλοσοφία δεν ήταν -και δεν είναι- μια θεωρητική προσέγγιση του κόσμου, αλλά και ένας τρόπος ζωής. Οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνονται για να βγούμε από την παγκόσμια κρίση του δυτικού τεχνοκρατικού μοντέλου, δεν μπορούν να περιλαμβάνουν,συνεπώς, μόνον αλλαγές στην τεχνολογία, στην οικονομία και στην θεσμική οργάνωση της κοινωνίας , αλλά και στην ηθική, στη λογική και πάνω απ'όλα στη συνειδητότητά μας.

Η σημερινή κατάσταση του ανθρώπου, λόγω απαιδευσίας, μπορεί να αναπαρασταθεί άψογα από τον περίφημο μύθο του σπηλαίου που διηγείται ο Πλάτωνας, στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του.

Platocave.jpgΣε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό της ανοιγμένη στο φως, ζουν από παιδιά άνθρωποι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο.

Πίσω τους, ψηλά και σε απόσταση, υπάρχει φωτιά αναμμένη και στο ενδιάμεσο ένας δρόμος, κατά μήκος του οποίου βρίσκεται ένας μικρός τοίχος, όπως το παραπετάσματα στο κουκλοθέατρο (των θαυματοποιών). Πίσω απ΄ τον τοίχο περνούν άνθρωποι μεταφέροντας πάνω από το ύψος του κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και ομοιώματα ανθρώπων και ζώων. Οι σκιές τους προβάλλονται χάρη στο φως της φωτιάς στο βάθος του σπηλαίου, το μοναδικό οπτικό πεδίο των δεσμωτών. Ανήμποροι να κινηθούν και περιοριζόμενοι στη φυσική τους όραση οι έγκλειστοι νομίζουν πως οι σκιές είναι τα ίδια τα αντικείμενα και ο αντίλλαλος από τις ομιλίες εκείνων που κινούνται πίσω από το τοιχίο, η φωνή των σκιών.

Ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός.

Καθηλωμένοι στην ίδια θέση οι έγκλειστοι βλέπουν μόνο σκιές και, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνον όρασης αλλά και αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.

« Και αν κανείς ήθελεν επιχειρήσει να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους ανεβάσει, δεν θα ήσαν ικανοί να τον σκοτώσουν, αν ημπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους; -Το δίχως άλλο
». Έχουμε πολλά θλιβερά ιστορικά παραδείγματα εν προκειμένω. Ο ίδιος ο Σωκράτης είχε τραγικό τέλος, επειδή εισήγαγε καινά δαιμόνια...

Η ανάβαση στον κόσμο του φωτός συνιστά μια πορεία, η οποία ξεκινώντας από μια αρνητική γνώση, από τη γνώση "του τι δεν είναι", απολήγει στην αυτογνωσία και την κοσμογνωσία. Ο κόσμος του σπηλαίου απεικονίζει την εμμονή της ψυχής στο αισθητόν, την υπερεκτίμησή του, την παντελή κυριαρχία των αισθήσεων και του επιθυμητικού τμήματός της επί του λογιστικού. Η προσκόλληση στο γίγνεσθαι επιφέρει ψυχική σύγχυση, νόσον ενώ η θέασις των όντων εσωτερική ισορροπία , την εναρμόνηση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού μέρους της. Για τον Πλάτωνα, το αίτημα της αυτογνωσίας είναι πρωταρχικό. Ακόμη κι αν δε βρεθεί ποτέ ο φιλόσοφος -ηγέτης που θα διοικήσει την ιδανική πολιτεία, κάθε άνθρωπος χωριστά θα επιδιώξει τουλάχιστον να ρυθμίσει το πολίτευμα της ψυχής του.

Ο πυρήνας του μύθου του σπηλαίου ξαναπροτάθηκε, σε σύγχρονη εκδοχή, στην ταινία το Matrix (1999) των αδερφών Andy και Larry Wachowsky (Γουατσόφσκυ). Η ταινία, ως γνωστόν, περιγράφει ένα μέλλον στο οποίο ο κόσμος όπως τον ξέρουμε εμείς είναι ουσιαστικά το Matrix, μια Matrix3.jpgεικονική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε και συντηρείται από νοήμονες μηχανές προκειμένου να κατευνάσει, υποτάξει και εκμεταλλευτεί τον ανίδεο ανθρώπινο πληθυσμό ως πηγή ενέργειας (παραγωγής και κατανάλωσης, θα λέγαμε). Όπως στο μύθο του σπηλαίου, ο κόσμος του Μάτριξ (σπηλιά -ΜΗΤΡΑ - matrix) , είναι ένας κόσμος παραισθήσεων. Οι άνθρωποι ζουν και κινούνται σε αυτόν, χωρίς να υποψιάζονται την πραγματική «ψεύτικη» κατάστασή του. Η ταινία αναφέρεται δήθεν στο μέλλον, για ευνόητους λόγους, ενώ περιγράφει γλαφυρά τη σύγχρονη κατάσταση της ανθρωπότητας. Στην πρώτη ταινία της σειράς , ο ήρωας ο Neo, διαλέγει το κόκκινο χάπι που του επιτρέπει να προχωρήσει στην αφύπνιση. Ο Σκοτεινός, όπως τον αποκαλούσαν Ηράκλετος δηλώνει χαρακτηριστικά : « ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΥΠΝΗΤΟΥΣ. ΟΙ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟ».

Ο Ηράκλειτος, «σκοτεινός φιλόσοφος»; Μήπως και δεν είναι έτσι τα πράγματα; Μήπως τυφλώνει το φως αυτούς που ζουν στις σκιές;

Όμως δεν θέλουν όλοι οι άνθρωποι να ξεφύγουν από το Μάτριξ!.. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αντικρούσουν την φοβερή πραγματικότητα. Θέλουν σαν το Σάιφερ να ζουν στον ψεύτικο κόσμο. Όταν τους δίνουν το «κόκκινο και το μπλέ χάπι», δεν επιλέγουν οι περισσότεροι το κόκκινο που θα τους οδηγήσει στο «ξύπνημα». Προτιμούν να μένουν στο όνειρο, παρά να αντιληφθούν το μέγεθος του εφιάλτη στον οποίο είναι έτσι κι αλλιώς μπλεγμένοι. Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε κανένα να ξυπνήσει με το ζόρι. Αυτό όμως που έχουμε υποχρέωση είναι να καταστήσουμε εμφανή και προσβάσιμη την έξοδο από το τούνελ γι' αυτούς, που έχουν κουραστεί να ζούν στο όνειρο-εφιάλτη και η ψυχή τους είναι έτοιμη να ανθίσει στη συνειδητότητα. Δεν είναι χρήσιμο να περιμένουμε την έλευση του Νέου (Νήο=New) εκλεκτού για να μας σώσει από τη μηχανικότητα, γιατί μόνο ο καθένας μπορεί, με τη δική του προσπάθεια και τη σχετική εξωτερική βοήθεια, να γίνει o σωτήρας του εαυτού του. Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο ζωφερά. Αυτή είναι η μία πλευρά της Σελήνης, η σκοτεινή .Υπάρχει όμως και η άλλη που μας κάνει να είμαστε, υπό όρους, αισιόδοξοι.

Επιστρέφουν στις μέρες μας μερικά από τα ιδανικά των δεκαετιών του '60 και του'70, αλλά σε μια πιό συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη μορφή: ν'αλλάξουμε τον κόσμο, βέβαια, αλλά αρχίζοντας από τον εαυτό μας. Για να κατακτήσουμε τον κήπο της Εδέμ επί της γης πρέπει πρώτα ( ή παράλληλα) να εξασκηθούμε με τον εσωτερικό μας κήπο : γνωρίζοντάς τον σε βάθος, καθαρίζοντάς τον από τα αγριόχορτα και κάνοντας να ανθίσουν οι κρυφές μας ικανότητες.

Εκτός από τις παραδοσιακές φιλοσοφικές και μεταφυσικές σχολές, με την αυτογνωσία στην πιό ουσιαστική της μορφή ασχολούνται πλέον τις τελευταίες δεκαετίες αρκετές πρωτοποριακές σχολές ψυχολογίας. Πολλές μέθοδοι αυτογνωσίας και αυτοανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού έχουν προταθεί από την ανερχόμενη ολιστική κουλτούρα. Οι περισσότερες θετικιστικές σχολές της Δυτικής ψυχολογίας βλέπουν ακόμα, κάθε μορφή θρησκείας και πνευματικότητας βασισμένη σε πρωτόγονες προλήψεις, σε παθολογικές παρεκκλίσεις ή σε ψευδαισθήσεις σχετικά με την πραγματικότητα που καλλιεργούνται από την οικογένεια, την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Ο Carl G. Jung είναι ο πρώτος μεγάλος γεφυροποιός της Δυτικής ψυχολογίας με τη μεταφυσική. Εγκαταλείποντας τα νευτώνια πρότυπα ανέπτυξε μια σειρά αρχών που βρίσκονται σε συνάφεια με εκείνες της σύγχρονης φυσικής και της θεωρίας των συστημάτων. Η αρχή του συλλογικού ασυνειδήτου προϋποθέτει ένα σύνδεσμο ανάμεσα στο άτομο και την ανθρωπότητα ιδωμένη σαν σύνολο, που είναι ακατανόητος ως προς το μηχανιστικό πλαίσιο, αλλά συμπίπτει θαυμάσια με την άποψη των συστημάτων του νου. Στο συλλογικό ασυνείδητο ως αρχέτυπα ανευρίσκονται τα σύμβολα του εσωτερισμού, της αλχημείας, του γνωστικισμού και του αποκρυφισμού. Ο Jung θεώρησε τη συγκριτική θρησκειολογία και μυθολογία ως μοναδικές πηγές πληροφοριών για το μαζικό ασυνείδητο και είδε τη γνήσια πνευματικότητα σαν ένα αδιαχώριστο τμήμα της ανθρώπινης ψυχής. Υπερβαίνοντας το ορθολογιστικό πλαίσιο της Φροϋδικής ψυχανάλυσης εισήγαγε τον όρο "συγχρονικότητα", αναφερόμενος στις αναιτιατές σχέσεις ανάμεσα στις συμβολικές εικόνες του εσωτερικού κόσμου και στα συμβάντα της εωτερικής πραγματικότητας. Οι μυστικιστικές του τάσεις και οι εσωτερικές του ιδέες που έκαναν τον Jung να παραγνωριστεί κατά το παρελθόν, αρχίζουν τα τελευταία χρόνια να ασκούν μια συνεχώς αυξανόμενη επίδραση στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία.

Μαθητής του Γιούνγκ, που ανατράφηκε σε Θεοσοφικό περιβάλλον, ο ιταλός Ψυχίατρος Roberto Assagioli πέρασε από το συλλογικό ασυνείδητο στο συμπαντικό ασυνείδητο. Η εναλλακτική ολιστική μέθοδος που εισήγαγε, η ψυχοσύνθεση, στοχεύει στην αρμονική σύνθεση όλων των ανθρωπίνων στοιχείων ( φυσικό, συναισθηματικό, νοητικό και πνευματικό).

Ένα από τα ζωηρότερα κινήματα που ξεπήδησε σαν αντίδραση στον μηχανιστικό προσανατολισμό της ψυχολογικής σκέψης είναι η σχολή της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, που ίδρυσε ο Abraham Maslow. O Maslow απέρριψε τη φροϋδική εικόνα του ανθρώπου υποταγμένη στα κατώτερα ένστικτα και κατηγόρησε τον Φρόϋντ ότι βάσισε τις θεωρίες του σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά πάνω στις εμπειρίες του με ψυχωτικά και νευρωτικά άτομα. Όπως ο Γιουνγκ έτσι και ο Μάσλοου στράφηκε με ενδιαφέρον προς την προσωπική ανάπτυξη, που ονόμασε "αυτοπραγμάτωση". Ειδικά, μελέτησε άτομα που είχαν αυθόρμητες υπερβατικές ή κορυφαίες εμπειρίες, που τις θεώρησε σαν σημαντικές φάσεις για τη διαδικασία της αυτοπραγμάτωσης. Η βαθύτερη ουσία της ανθρωπιστικής προσέγγισης είναι η αναγνώριση της ικανότητας του ανθρώπου να αναπτυχθεί αποκαλύπτοντας και καλλιεργώντας τις έμφυτες δυνάμεις του.
Με ανάλογο τρόπο οι "ομάδες επαφής" του Roger δεν είναι μόνο θεραπευτικές αλλά αποβλέπουν στην αυτοδιερεύνηση και στην προσωπική ανάπτυξη. Το σύνολο των νέων ανθρωπιστικών ρευμάτων στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία, που πήρε το όνομα " Κίνημα του Ανθρώπινου Δυναμικού", δίνει έμφαση στις πνευματικές, υπερβατικές και ολιστικές όψεις της αυτοπραγμάτωσης.

Ο Μάσλοου διέβλεψε προφητικά : «Πρέπει επίσης να παρατηρήσω ότι, κατά τη γνώμη μου, η ανθρωπιστική ψυχολογία, η Τρίτη Δύναμη της ψυχολογίας, είναι παροδική., Είναι ένας πρόλογος σε μια Τέταρτη ψυχολογία ανώτερη, υπερ-προσωπική, υπερ-ανθρώπινη, επικεντρωμένη στο σύμπαν αντί στις ανάγκες και στα ανθρώπινα συμφέροντα, υπερβαίνουσα την ανθρώπινη κατάσταση, την ταυτότητα και την αυτοεκπλήρωση».

Δεν άργησε να γεννηθεί η υπερπροσωπική ψυχολογία , της οποίας προάγγελοι υπήρξαν τόσο ο Γιουνκ, όσο και ο Ασσατζιόλι και ο Μάσλοου. Αυτή η επαναστατική ψυχολογία αναπτύσσεται έντονα στην Αμερική από τη δεκαετία του '70 (άσχετα αν στη χώρα μας είναι ελάχιστα γνωστή) και επεκτείνει τα όρια της μελέτης στα επίπεδα της συνείδησης που υπερβαίνουν τα όρια του προσωπικού εγώ και της συμβατικής λογικής.

Σημαντικότεροι εκπρόσωποι του κλάδου είναι οι Stanislav Grof, Ken Wilber, Michael Washburn, Frances Vaughan, Roger Walsh, Stanley Krippner, Michael Murphy, Charles Tart, David Lukoff και Stuart Sovatsky.
Συμπερασματικά : οι μέθοδοι αυτογνωσίας, που δίνονται πλέον απλόχερα στις μέρες μας, είναι τρόποι αφύπνισης της συνείδησης του εαυτού, σε μια υπόσταση πλατύτερη από αυτό το πολύ περιορισμένο κέντρο που νιώθουμε σαν «εγώ». Ο άνθρωπος είναι ένα άνοιγμα μέσα από το οποίο, ολόκληρη η ενέργεια του σύμπαντος συνειδητοποιεί τον εαυτό της. Η σημερινή κρίσιμη κατάσταση του πολιτισμού καθιστά την αυτογνωσία αναγκαία και όχι μια εκλεπτισμένη πολυτέλεια για λίγους. Η προσωπική σωτηρία είναι στις μέρες μας άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σωτηρία του συνόλου της ανθρωπότητας και του πλανήτη.

Σ' αυτούς που προβάλλουν διάφορες δικαιολογίες και καθυστερούν την είσοδό τους στην ατραπό της Αυτογνωσίας ο Επίκουρος τους απαντά :

«Ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς, ούτε πολύ αργά για να γνωρίσει κανείς τη φιλοσοφία».

http://autognosia.pblogs.gr



Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Στρατηγικά τεχνάσματα του Μ. Αλέξανδρου



Οι Πέρσες είχαν έναν στρατηγό ονόματι Μέμνονα. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε στην Ασία, εξουδετέρωσε τον στρατηγό Μέμνονα χωρίς να στάξει ούτε μία σταγόνα αίμα.



Έκανε το εξής: Πρόσταξε του Μακεδόνες στρατιώτες του, που έβγαιναν για εφόδια, να μην πειράξουν καθόλου τα κτήματα του Μέμνονα. Έτσι όμως τον κατέστησε ύποπτο στους Πέρσες που θεώρησαν πως ο Μέμνων διέκειτο φιλικώς προς τον Αλέξανδρο. Έτσι ο Μέμνων τέθηκε στο περιθώριο όχι με μάχη, αλλά με μία ευφυή ιδέα του Μεγάλου στρατηλάτη!



Οι Θράκες είχαν σχεδιάσει να κάμψουν τη δύναμη των Μακεδόνων εξαπολύοντας εναντίον τους πολλές φορτωμένες άμαξες. Τότε ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε τους Μακεδόνες να εκτρέψουν την πορεία τους, εάν όμως δεν τα κατάφερναν, να πέσουν κάτω και να σκεπασθούν με τις ασπίδες τους, ώστε οι άμαξες να περάσουν από πάνω τους. Εκτέλεσαν λοιπόν την εντολή του κι έτσι αχρήστευσαν εντελώς το σχέδιο των Θρακών με τις άμαξες.



Ο Αλέξανδρος, βρισκόταν στην Ινδία και επρόκειτο να περάσει τον ποταμό Υδάσπη. Ο βασιλιάς των Ινδών Πώρος, παρατάχθηκε στην απέναντι όχθη του Υδάσπη, «πάση δυνάμει» και ο Αλέξανδρος ήταν αδύνατο να περάσει.



Τότε λοιπόν σκέφτηκε να κάνει το εξής: Οδήγησε τη στρατιά του στην επάνω πλευρά του ποταμού, αλλά και ο Πώρος από την απέναντι όχθη έκανε το ίδιο. Πάλι ο Αλέξανδρος πήγε κάτω, και πάλι κάτω πήγε και ο Πώρος.



Η διαταγή του Αλέξανδρου προς το στράτευμά του, ήταν να τον ακολουθεί σε ό,τι κάνει. Αυτό έγινε πολλές φορές κι επί πολλές ημέρες, και οι Ινδοί περιγελούσαν τη δειλία των αντιπάλων τους.



Κάποια στιγμή, σταμάτησαν να πηγαίνουν μαζί τους πάνω-κάτω, χαλαρώνοντας την παρακολούθησή τους, θεωρώντας πώς δεν θα τολμήσουν να περάσουν ποτέ, αφού δεν το αποτόλμησαν τόσες φορές.



Τότε ο Αλέξανδρος με μία αιφνιδιαστική κίνηση, έτρεξε προς τα επάνω, στις όχθες του ποταμού, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, επιβιβάσθηκε σε πλοιάρια και δερμάτινες σχεδίες, γεμάτες χόρτα, και πέρασε τον Υδάσπη, σε χρόνο ρεκόρ, εξαπατώντας έτσι τους Ινδούς με αυτή την απρόβλεπτη και κεραυνοβόλο του ενέργεια.



Όταν ο Αλέξανδρος επρόκειτο να αντιμετωπίσει τον Δαρείο, έδωσε το εξής παράγγελμα στους Μακεδόνες: «Όταν πλησιάσετε τους Πέρσες», τους είπε, «να πέσετε στα γόνατα και να τρίβετε δυνατά το χώμα με τα δύο χέρια σας. Όμως μόλις σημάνει ή σάλπιγγα, θα πεταχτείτε πάνω αστραπιαία και θα τους επιτεθείτε με τόλμη και σθένος».



Οι Μακεδόνες ακολούθησαν τις εντολές του. Μόλις οι Πέρσες τους είδαν πεσμένους στα γόνατα, νόμισαν ότι προσκυνάνε, κι αμέσως ξεφούσκωσε η πολεμική τους ορμή και οι διαθέσεις τους μαλάκωσαν. Ο Δαρείος υπερηφανευόταν κιόλας και γελούσε, πιστεύοντας ότι επικρατεί αμαχητί. Οι Μακεδόνες όμως, όταν ακούστηκε το σύνθημα της σάλπιγγας, πετάχτηκαν ορμητικά πάνω, επετέθησαν στους αντιπάλους τους, διέσπασαν τις γραμμές τους και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή.


Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Η Μικρασιατική Καταστροφή



“Στην προκυμαία της Σμύρνης”

Η Μικρασιατική Καταστροφή όπως την έζησε και κατέγραψε ο νομπελίστας Έρνεστ Χεμινγουέϊ……



«Το χειρότερο είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα..

εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.» (Από τη συλλογή διηγημάτων του με το γενικό τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης»).



Με τα παραπάνω λόγια κάποιος ήρωας του Χεμινγουέι, αξιωματικός πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ αγκυροβολημένου στη Σμύρνη, περιγράφει τη μεγάλη καταστροφή. Το απόσπασμα είναι από το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εξέδωσε ο αμερικανός συγγραφέας το 1925 μόλις 26 χρονών τότε και με το οποίο άρχισε να αποκτά παγκόσμια φήμη.

Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων του «Στην εποχή μας» (In Our Times), όπου το πρώτο του διήγημα ουσιαστικά ο πρόλογος του βιβλίου, έχει τον τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης».



Αν και διήγημα, ο συγγραφέας δεν γράφει από απλή φαντασία. Μόλις πριν τρία χρόνια ως πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star” ο Χεμινγουέι είχε βρεθεί ως αυτόπτης μάρτυς στον τόπο της καταστροφής και την είχε περιγράψει σε μια σειρά άρθρων του που εκδόθηκαν το 1985 σε βιβλίο με τον τίτλο: «Dateline: Toronto».



Ως ανταποκριτής της εφημερίδας είχε ταξιδέψει από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη της Τουρκίας στέλνοντας κατά την πορεία του τα άρθρα του στην καναδική εφημερίδα. Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922 γράφει: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα και η πομπή προχωρά. Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».



Τα λόγια αυτά δεν είναι γραμμένα από κάποιον που πρώτη φορά αντικρίζει τη φρίκη του πολέμου. Ο νεαρός Χεμινγουέι είχε ζητήσει να καταταγεί ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω της κακής όρασής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει εθελοντής νοσοκόμος, να τραυματισθεί σοβαρά δυο φορές στην Αυστρία και τελικά να αποσυρθεί αφού τιμήθηκε με το βραβείο ανδρείας και αυτά πριν βρεθεί στην Τουρκία ως πολεμικός ανταποκριτής της Toronto Star μόλις 23 χρονών.



Μέσα από το λογοτεχνικό του ταλέντο, που φανερώθηκε στα επόμενα χρόνια, ο συγγραφέας δίνει συγκλονιστικές περιγραφές μιας περιόδου που έχει σημαδέψει την ψυχή του Νεοέλληνα, μ’ όλο που κοντεύει να περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε. Σ’ ένα από τα κείμενα αυτά, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, «Στην προκυμαία της Σμύρνης», που θεωρείται αριστούργημα γραφής και διδάσκεται στους φοιτητές αγγλικής φιλολογίας σε πολλά πανεπιστήμια, γράφει:



«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε. Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα. Το παράξενο ήταν, είπε (ο υποτιθέμενος αξιωματικός του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία) πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε επάνω τους προβολείς και αυτές τότε σταματούσαν. .».



Ο Χεμινγουέι ως πολεμικός ανταποκριτής είναι πιο σαφής. Ξέρει ότι 1.250.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».



Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει: «Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.. ……………ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωποθάλασσας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροιμία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοεμβρίου 1922).



«Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατολία ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι.



Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί». Κατά τον Χεμινγουέι η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους (αλλά βενιζελικούς) αξιωματικούς με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης». Τελειώνει με μια πρόταση που δεν θα την έγραφε ποτέ ένας απλός δημοσιογράφος, αν δεν είχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα: «Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922). Μπορεί ο συγγραφέας να ήταν σκληραγωγημένος και από τη φύση του (πλην των άλλων ήταν και πυγμάχος) ή από τη ζωή του ως πολεμικός ανταποκριτής, αλλά δε μπορεί αν μη συγκινηθεί με τόσο πόνο.



Χρόνια αργότερα, αφού είχε καλύψει δημοσιογραφικά και τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, μιλώντας μέσα από το στόμα ενός ήρωά του γράφει: «Δε θέλω να κοιμηθώ γιατί έχω τη προαίσθηση ότι αν κλείσω τα μάτια μου στο σκοτάδι και αφεθώ στον εαυτό μου, η ψυχή μου θα βγει από το σώμα». Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ γράφει: «Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».

Χείλων
olympia.gr
Από: 
http://kontiloforos.blogspot.gr/2012/06/blog-post_19.html

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Aφορισμοί - Νίτσε



* Αυτός που ζει από τη μάχη με έναν εχθρό, έχει προσωπικό ενδιαφέρον να διατηρήσει τον εχθρό του ζωντανό.



* Κακός είναι ο άνθρωπος που του αρέσει να ντροπιάζει τους άλλους.



* Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω, έμαθα να βρίσκω. Κι από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε, έμαθα να σαλπάρω με όλους τους ανέμους.



* Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.



* Ελευθερία είναι η θέληση να είναι κανείς υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του.



* Καλύτερα να χαθείς παρά να μισείς και να φοβάσαι.



* Ο φανατισμός είναι η μοναδική δύναμη της θέλησης που μπορούν να έχουν οι αδύναμοι και οι ντροπαλοί.

* Η αμφιβολία δηλητηριάζει τα πάντα, χωρίς να σκοτώνει τίποτα.



* Αν δεν θες να χάσεις τα μάτια και το μυαλό σου, να ακολουθείς τον ήλιο περπατώντας στη σκιά.



* Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα.



* Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι.



* Μας συναρπάζουν περισσότερο οι ίδιες οι επιθυμίες μας παρά το αντικείμενό τους.



* Ελευθερία είναι να μπορείς να έχεις μια κάποια απόσταση από τους άλλους.



* Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα.



* Η αναγκαιότητα είναι μια ερμηνεία, όχι ένα γεγονός.



* Ξεχνάει κανείς τα λάθη του, όταν τα εξομολογείται σε κάποιον άλλον. Ο άλλος, όμως, δεν τα ξεχνάει.



* Τα όνειρα είναι η ρίζα της μεταφυσικής, η πηγή της ιδέας ότι ψυχή και σώμα είναι ξεχωριστά.



* Αυτός που οχυρώνεται κατά της πλήξης, οχυρώνεται απέναντι στον εσωτερικό του εαυτό.



* Δεν μπορώ να πιστέψω σε ένα Θεό που θέλει να τον υμνούν όλη την ώρα.



* Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του, δεν μπορεί να προκαλέσει φόβο.



* Η τάξη είναι αρετή των μετριοτήτων.



* Το χάος γεννάει την τάξη.



* Η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή.



* Η παράνοια σε άτομα είναι σχετικά σπάνια. Όμως σε ομάδες, κόμματα, έθνη και εποχές είναι μάλλον ο κανόνας.



* Ποτέ σου μη ζητάς.Παράτα τα κλαψουρίσματα. Παίρνε, σου λέω, πάντα παίρνε.



* Αν σου αρέσει η άβυσσος, πρέπει να έχεις φτερά.



* Ο Θεός είναι νεκρός.



Ο Νίτσε είναι νεκρός. -- [Ο Θεός]



* Οι σκέψεις είναι οι σκιές των αισθημάτων μας, πάντοτε σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες.



* Η ηθική είναι ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός για να σέρνεις την ανθρωπότητα από τη μύτη.



* Όπου κι αν βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά. Κάτω είναι η πηγή. Άσε τους σκοταδιστές να φωνάζουν πως "κάτω είναι η κόλαση".



* Το να μη μιλάει κανείς ποτέ για τον εαυτό του είναι μια πολύ εκλεπτυσμένη μορφή υποκρισίας.



* Ο ασθενής είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον υγιή. Δεν είναι από τον πιο

δυνατό που γίνεται η ζημιά σ' ένα δυνατό άνθρωπo, αλλά από τον πιο αδύναμο.



* Στα βουνά, ο πιο κοντινός δρόμος είναι από κορυφή σε κορυφή, αλλά γι αυτό πρέπει να έχεις μεγάλα πόδια. Οι αφορισμοί θα πρέπει να είναι κορυφές, κι εκείνοι που τους χρησιμοποιούν, θα πρέπει να είναι γίγαντες.



* Μου φαίνεται περίεργο που ο Θεός έμαθε Ελληνικά, όταν αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, και που δεν τα έμαθε καλύτερα.



* Η λέξη "χριστιανισμός" περιέχει κάποια παρανόηση, γιατί ουσιαστικά υπήρξε μόνο ένας χριστιανός, αλλά κι εκείνος πέθανε πάνω στο σταυρό.



* Οι πεποιθήσεις είναι μεγαλύτεροι αντίπαλοι της αλήθειας από τα ψέματα.



* Ο λείος πάγος είναι παράδεισος για εκείνους που ξέρουν να χορεύουν.



* Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος.



* Μη μένεις κάτω στη γη και μην ανεβαίνεις πολύ ψηλά! Ωραιότερος φαίνεται ο κόσμος από ένα ύψος στα μισά.



* Οι ζητιάνοι θα πρέπει να καταργηθούν. Είναι ενοχλητικό να τους ελεείς και είναι εξίσου ενοχλητικό να μην τους ελεείς.



* Ποιο από τα δύο: Είναι ο άνθρωπος μια από τις γκάφες του Θεού ή ο Θεός μια από τις γκάφες του ανθρώπου;



* Δύο μεγάλα Ευρωπαϊκά ναρκωτικά: το αλκοόλ και ο Χριστιανισμός



* Ο Ιησούς πέθανε πολύ νωρίς. Αν είχε ζήσει μέχρι την ηλικία μου, θα είχε αποκηρύξει ολόκληρη τη διδασκαλία του.



* Πίστη είναι να μη θέλεις να ξέρεις τι είναι αλήθεια

Η γυναίκα στην αρχαία Αθήνα

Η γυναίκα στην αρχαία Αθήνα


Τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού δεν ήταν στερημένα από χαρά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής η μάνα ή μια τροφός το κουνούσαν σ' ένα κρεμαστό καλάθι ή το κρατούσαν στα χέρια και το λίκνιζαν τραγουδώντας του νανουρίσματα. Το παιδί τρεφόταν με χυλό στον οποίο έβαζαν μέλι για να γλυκάνει και το φύλαγαν από το κακό μάτι με πολλά φυλαχτά. Όλα θα πήγαιναν καλά αν δεν το τρόμαζαν συνεχώς με κάθε λογής ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα, που παραφύλαγαν γύρω από το κρεβάτι του. Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε για τι λογής τέρατα γινόταν λόγος, παρ' όλα αυτά όμως ο φόβος τρύπωνε στην ψυχή του. Όταν το κοριτσάκι άρχιζε να περπατάει, τα σύνορα του κόσμου του πλάταιναν αισθητά. Είχε έναν κηπάκο όπου μπορούσε να παίζει, είχε παιχνίδια και κατοικίδια ζώα.

Τα παιχνίδια ήταν διάφορα: κούκλες πήλινες και κέρινες, βαμμένες ωραία, που μπορούσαν να κινούν τα χέρια και τα πόδια τους, σπιτάκια και βαρκούλες δερμάτινες, σχεδόν ίδιες με τις αληθινές, μαϊμουδάκια από άργιλο που κρατούσαν στα χέρια άψυχα πουλάκια. Αμαξάκια που κινούνταν με τροχούς και κουδουνίστρες που έκαναν φοβερό θόρυβο. Η κρεμαστή κούνια σηκωνόταν τόσο ψηλά που σου κοβόταν η αναπνοή. Στο κηπάκι υπήρχε αρκετός χώρος για να τρέχει με το στεφανάκι του ή να παίζει τόπι με τα αδελφάκια του, τα οποία ως τα επτά χρόνια μεγάλωναν μαζί με τα κοριτσάκια. Εκτός από τα σκυλιά και τις γάτες είχε κι ένα γερανό εξημερωμένο. Μπορούσε να πηγαίνει στο τραπέζι των μεγάλων όταν πρόσφεραν τα επιδόρπια και συχνά έπαιρνε το πρόγευμα στην εσωτερική αυλίτσα, μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του.

Μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να παίζει διάφορα μουσικά όργανα.

Δεν υπήρχε καμιά καθορισμένη μέθοδος αγωγής των κοριτσιών .η μάνα τούς μετέδιδε τις γνώσεις της, αυτές βέβαια που είχε. Ο Ευριπίδης υποστήριζε ότι η γυναίκα δεν γίνεται πιο καλή αν ξέρει πολλά. Το κορίτσι μάθαινε να πλέκει, να υφαίνει, να κεντάει, να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, να μπορεί να τα κάνει όλα με τα χέρια του. .έπειτα του έδειχναν πώς να κρατάει γερά από τα ηνία τις δούλες και πώς διευθύνεται το νοικοκυριό. Κι η αγωγή του σταματούσε εδώ. Να βλέπει όσο το δυνατό λιγότερα, να ακούει όσο το δυνατό λιγότερα και να θέτει όσο το δυνατό λιγότερες ερωτήσεις. Έτσι εννοούσε ο Ξενοφώντας την ιδανική αγωγή των κοριτσιών. Αποστολή της γυναίκας ήταν "να έχει τη φροντίδα του σπιτιού και να ακούει τον άντρα της". Στα γραπτά των ποιητών και των φιλοσόφων βρίσκονται πολυάριθμες επιβεβαιώσεις αυτής της αντίληψης.

Ο αθηναίος δεν κρατούσε τη γυναίκα κλειδωμένη στο σπίτι, αλλά ολόκληρο το σύστημα της αθηναϊκής ζωής έδειχνε στη σύζυγο ότι η θέση της είναι στο σπίτι και ότι ο χώρος όπου θα περνούσε τη ζωή της τελείωνε μπροστά στην εξώθυρα.

Τα νέα κορίτσια έβγαιναν στην πόλη συνοδευόμενα πάντοτε από τους γονείς ή από άλλα ηλικιωμένα πρόσωπα, αλλά και τότε μόνο για να πάρουν μέρος στις μεγάλες θρησκευτικές τελετές, σε μια κηδεία ή να μεταβούν στο ναό. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούσε να τα δει το μάτι ξένου άντρα. Σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη κάποια σύζυγος λεει: όταν ρώτησα τον άντρα τι αποφάσισε η εκκλησία του δήμου (η συνέλευση του λαού) αυτός μου απάντησε: "τι σε ενδιαφέρει; κλείσε το στόμα σου, και πρόσθεσε: σώπασα.

Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα βρισκόταν σε κατάσταση κατωτερότητας, πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν τη σέβονταν και προπαντός ότι δεν σεβόταν η ίδια τον εαυτό της. Ο άντρας μπορούσε να της επιτρέψει ή να της απαγορεύσει να μιλήσει για την πολιτική στη διάρκεια του φαγητού, αλλά είναι αναμφίβολο πως αυτή επεδίωκε να φέρει τη συζήτηση στα πολιτικά.

Γάμος

Σ' όλα τα ελληνικά κράτη ο γάμος κατοχυρωνόταν με νόμο. Η γυναίκα ήταν πολίτισσα και σαν τέτοια προστατευόταν από την ασπίδα των νόμων της πόλης- κράτους. Ένας πολίτης επιτρεπόταν να παντρευτεί μονάχα με μια πολίτισσα και μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου του κληρονομούσαν το όνομα και την περιουσία. Η μονογαμία αποτελούσε θεμελιακή αρχή του γάμου στους έλληνες. Απαγορευόταν στους αθηναίους να παντρευτούν με μια ξένη.

Στη Σπάρτη όσους έμεναν ανύπαντροι ως τα γεράματα δεν τους εκτιμούσαν όπως τους άλλους γέρους. Ένας νέος Λακεδαιμόνιος δεν παραχώρησε τη θέση του στο στρατηγό Δερκυλίδα λέγοντάς του: "γιατί και συ δεν έκανες αυτόν που θα παραχωρήσει τη θέση του σε μένα". Οι αρχαίοι έλληνες θεωρούσαν ότι έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους συζύγους διαφορά 12-14 χρόνων. Συνήθως η νύφη ήταν 12-16 χρόνων και ο γαμπρός 24-30. Τέτοιες διαφορές θεωρούνταν κανονικές.

Η τελετή του γάμου περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές φάσεις: στο σπίτι της νύφης, μετακίνηση, στο σπίτι του γαμπρού. Η πρώτη και πιο σημαντική τελετή ήταν ο αρραβώνας, στον οποίο η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Στην πράξη ο αρραβώνας περιοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα καθοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα του κοριτσιού αποτελούνταν από χρήμα ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους, και έφτανε το λιγότερο στο ένα δέκατο της περιουσίας του πατέρα της νύφης. Κάποτε δινόταν σαν προίκα κι ένας κλήρος γης με τη μορφή πλασματικής ενοικίασης. Οι αθηναίοι την παντρεμένη χωρίς προίκα δεν τη θεωρούσαν εξασφαλισμένη. Γι' αυτό κάποτε η εκκλησία ή μερικοί πλούσιοι πολίτες προίκιζαν τα κορίτσια των ανδρών που πρόσφεραν υπηρεσίες στην πατρίδα.

Γάμος χωρίς προίκα δεν είχε ισχύ στους αθηναίους. Στις ιδιωτικές τελετές, δεν ήταν υποχρεωτικό να παραβρίσκεται ιερέας ή εκπρόσωπος του κράτους έτσι η παρουσία μαρτύρων στο κλείσιμο του συμβολαίου αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου η προίκα επιστρεφόταν, γιατί κληρονόμος της δεν ήταν ο σύζυγος αλλά ο πιο κοντινός από αίμα συγγενής.

Οι γάμοι γίνονταν τις μέρες που ήταν πανσέληνος και συνήθως το χειμώνα, το μήνα γαμηλιώνα, που ήταν αφιερωμένος στη θεά ήρα. Πριν από την τελετή και στα δύο σπίτια προσφέρονταν θυσίες στους εφέστιους θεούς. Οι πλούσιες οικογένειες θυσίαζαν μια δαμαλίδα στο βωμό της Αθηνάς ή της Άρτεμης. Αλλά η πιο ευπρόσδεκτη προσφορά στους θεούς ήταν ένας βόστρυχος. Την προσφορά αυτή την έκαναν στην Άρτεμη και τα πλούσια και τα φτωχά κορίτσια, ενώ οι γαμπροί πρόσφεραν βοστρύχους στον Απόλλωνα. Σ' ένα αρχαίο ανάγλυφο παριστάνεται ο στολισμός μιας νύφης. Η νύφη καλύπτει το πρόσωπο με το πέπλο για να κρύψει τα δάκρυα. Μια δούλη τής πλένει τα πόδια και τα αλείφει με αρώματα. Το πιο χαρακτηριστικό νυφικό ένδυμα ήταν ο πέπλος.

Τέλος, όλα είναι έτοιμα. Ο γαμπρός, καλλωπισμένος και αρωματισμένος, με ένα στεφάνι στο κεφάλι, συντροφευμένος από το συνοδό, τους συγγενείς και φίλους, έρχεται στο σπίτι της νύφης, που οι πύλες του ήταν στολισμένες έγκαιρα με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Μπροστά σ' όλη την οικογένεια και στους μελλόνυμφους, ο πατέρας προσφέρει θυσία στην εστία, δηλώνει επίσημα ότι δίνει την κόρη του στο γαμπρό και ότι από δω και μπρος δεν ανήκει στην οικογένεια των γονιών της, δηλαδή δεν πρέπει να τηρεί τη λατρεία των προγόνων του σπιτιού. Από δω και μπρος θα προσφέρει αναθήματα και θυσίες στους προγόνους της οικογένειας του συζύγου.

Όλα είναι έτοιμα για το γαμήλιο δείπνο, μαζί και ο γαμήλιος πλακούντας, φτιαγμένος από σουσάμι και μέλι. Στο γάμο οι άντρες και οι γυναίκες έτρωγαν μαζί, αλλά οι γυναίκες δεν ξάπλωναν στα κρεβάτια, αλλά κάθονταν σε καθίσματα, στην απέναντι άκρη απ' αυτή που είχαν καταλάβει οι άντρες. Στις συζητήσεις όμως έπαιρνε μέρος όλος ο κόσμος.

Όταν σουρούπωνε, στη θύρα ακούονταν ήχοι αυλού. Καλυμμένη με έναν πέπλο, όπως και μέχρι τότε, η νύφη έβγαινε από το σπίτι για να ανεβεί στο αμάξι ανάμεσα στο γαμπρό και το συνοδό. Μπροστά από το αμάξι βάδιζαν οι αυλητές. Οι φίλοι μαζεύονταν γύρω από το αμάξι και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια. Η μητέρα της νύφης βάδιζε πίσω από το αμάξι κρατώντας στο χέρι έναν πυρσό αναμμένο από την εστία του σπιτιού. Οι περαστικοί χαιρετούσαν την πομπή, εύχονταν ευτυχία στους νεαρούς νεοπαντρεμένους και τους πείραζαν. Σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής αντηχούσε ο ιερός ύμνος, ο υμέναιος. Κι έτσι η συνοδεία διέσχιζε τους δρόμους και τις συνοικίες, συνοδεύοντας τους νιόπαντρους, που πήγαιναν να συναντήσουν την ευτυχία που τους περίμενε.

Στο κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού, που ήταν επίσης στολισμένο με κλαδιά ελιάς και δάφνης, τη νεαρή σύζυγο τη δεχόταν η πεθερά. "δεν είχα τύχη να σου ανάψω τον πυρσό στο γάμο", λέγει μια μάνα που ο γιος της βρήκε το θάνατο πριν παντρευτεί (Ευριπίδης).

Το σπίτι του γαμπρού όχι μονάχα ανακαινιζόταν και επιπλωνόταν με καινούργια έπιπλα, αλλά συχνά χτίζονταν καινούργιες αίθουσες και κτίρια, η αγαπημένη του δάφνη λεει στο βοσκό της: "να μου χτίσεις ένα νυφικό θάλαμο, να μου χτίσεις ένα σπίτι και μια στάνη για τα πρόβατα".

Στην πύλη τη σκεπασμένη με γιρλάντες λουλουδιών έβγαινε ένα παιδάκι που έφερνε ένα καλάθι με φρούτα και έψαλλε έναν ύμνο, που η επωδός του έλεγε: "πιο θαυμαστή θα είναι η καινούργια σου τύχη απ' την παλιά". Η νύφη έτρωγε ένα σύκο ή ένα κυδώνι- τα πιο γλυκά φρούτα -, σύμβολο της ήρεμης ευτυχίας την οποία θα χαιρόταν από δω και μπρος. Μα η νύφη δεν θα μπει μόνη της στο καινούργιο της σπίτι. Γυρίζει προς τους συγγενείς της, που σπεύδουν να την περιτριγυρίσουν κάνοντας πως θέλουν να την υπερασπίσουν από το σύζυγο. Ο σύζυγος την αρπάζει και τη σηκώνει στα χέρια του να την πάει στο σπίτι, χωρίς να παίρνει υπόψη τα ξεφωνητά της. Φροντίζει τα πόδια της νύφης να μην αγγίζουν το κατώφλι, γιατί αυτό θα ήταν κακοσημαδιά.
Παντρεμένη

Πρώτη φροντίδα της νεαρής συζύγου στο καινούργιο της σπίτι είναι να κάνει ιερές σπονδές μπροστά στην εστία και τα εμβλήματα των προγόνων του συζύγου, που έγιναν τώρα και δικοί της πρόγονοι. Μια χορωδία κοριτσιών τραγουδάει ένα επιθαλάμιο, η τελετή τελειώνει. Τη δεύτερη μέρα το νεαρό ζευγάρι δέχεται τους φίλους. Κάποτε οι φίλοι τους κάνουν την τιμή να τους τραγουδήσουν εωθινό τραγούδι. Η μέρα αυτή λέγεται μέρα της αποκάλυψης. Τον πέπλο η νεαρή νιόπαντρη θα τον δωρίσει στην ήρα, παρακαλώντας τη θεά να της χαρίσει ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.

Έτσι λοιπόν η νεαρή σύζυγος βγάζει τον πέπλο και παρουσιάζεται μπροστά στους καλεσμένους που ήρθαν με τα γαμήλια δώρα. Τα δώρα είναι κάθε λογής: ζωγραφιστά αγγεία, σανδάλια, καθρέφτες, χτένες, αρώματα κι άλλα αντικείμενα. Τώρα η νεαρή γυναίκα έγινε οικοδέσποινα. Ο άντρας της είναι πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια. Είναι έμπειρος κι όλος ο κόσμος τον θεωρεί καλό νοικοκύρη.

Το πρωί της δεύτερης μέρας ο σύζυγος θα προσκυνήσει πρώτα τους θεούς και μαζί με τη σύζυγό του θα τους προσφέρει θυσία, παρακαλώντας τους να της δώσουν τη θεία χάρη να μάθει όλα όσα χρειάζονται και να αποκτήσει χρήσιμες συνήθειες. Με τη σειρά της η σύζυγος υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να είναι επιμελής.

Στο χωρισμό η μάνα δεν της είπε παρά μόνο πως σαν σύζυγος πρέπει να είναι επιφυλακτική και σεμνή. Αλλά ο σύζυγός της, της εξηγεί πως από τη στιγμή που έγινε οικοδέσποινα έχει χρέος να μοιάζει με τη μάνα των μελισσών, να κάθεται πάντα μαζί με το σμήνος και να μην επιτρέπει στις μέλισσες να τεμπελιάζουν, δηλαδή να βάζει τις θεραπαινίδες στη δουλειά και να τις μαθαίνει να 'ναι πειθαρχικές. Αυτή πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα προϊόντα και τις προμήθειες, να τα μοιράζει και να φυλάει με φροντίδα τα αποθέματα, για να μην τυχόν σπαταλιέται σ' ένα μήνα αυτό που έπρεπε να φτάσει για χρόνο ολόκληρο. Όταν θα φέρουν το μαλλί, αυτή πρέπει να δώσει να γνέσουν και να υφάνουν. Η ίδια πρέπει επίσης να προσέξει τα οπωρικά να ξεραθούν καλά και να γιατρευτούν οι δούλοι που τυχόν αρρώστησαν.Oι εξηγήσεις του συζύγου είναι πολύ λεπτομερειακές. Της λεει πως οι προμήθειες πρέπει να διατηρούνται με τάξη, κάθε πράγμα στην κατάλληλη θέση, κι οι υπηρέτριες πρέπει να μάθουν πως όταν παίρνουν κάτι να το βάζουν στη θέση του. Τα υποδήματα πρέπει να μπαίνουν στη σειρά, για να μπορεί να διαλέγει κανένας εύκολα το κατάλληλο ζευγάρι. Η ενδυμασία και το κρεβατοστρώσι πρέπει να κρατιούνται με τάξη, διπλωμένα με φροντίδα. Τα αγγεία ακόμα και τα δοχεία του φαγητού ούτε κι αυτά τα ξέχασε. Ο σύζυγος έχει τη γνώμη πως πρέπει να είναι τακτοποιημένα έτσι που να μπορεί κανείς να τα παίρνει εύκολα.

Τα ακριβά πράγματα -τάπητες και διάφορα κοσμήματα -τα φύλαγαν στον κοιτώνα, γιατί ήταν το πιο εξασφαλισμένο δωμάτιο του σπιτιού. Στους ξερούς χώρους διατηρούνται τα σιτηρά και το ψωμί, στους ψυχρούς το κρασί, ενώ τα φωτεινά δωμάτια προορίζονται για εργασία. Ύστερα από τις θεωρητικές οδηγίες ο σύζυγος περνάει στα πρακτικά μαθήματα και μαζί με τη σύζυγό του αρχίζει να χωρίζει τα πράγματα κατά κατηγορίες. Πρώτα βάζουν κατά μέρος τα αντικείμενα της λατρείας, έπειτα τα ενδύματα για τις γιορτές και τη στρατιωτική στολή του συζύγου. Διαλέγουν ξεχωριστά τα στολίσματα για τα δωμάτια της συζύγου, τα υποδήματα του άντρα και τα υποδήματα της γυναίκας. Καθορίζουν τον τόπο όπου θα κρατούν τα όπλα και τα εργαλεία για το λανάρισμα και το γνέσιμο του μαλλιού. Τα εργαλεία αυτά τα ξέρει πολύ καλά η νεαρή σύζυγος, γιατί στο πατρικό της σπίτι έμαθε να γνέθει και να υφαίνει. Χαιρετάει την ελαφρή καλαμένια ρόκα σαν παλιά της φίλη, γιατί με τη συντροφιά της πέρασε ώρες ολόκληρες, κρατώντας την στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί τύλιγε το στριμμένο γνέμα στο μετάλλινο αδράχτι. Να και ένα καλαθάκι με καλολαναρισμένο μαλλί, το οποίο όταν γνέθει το κρεμάει από το χέρι της κοντά στον αγκώνα. Ο αργαλειός τής είναι πολύ γνωστός. Ώρες ολόκληρες πηγαινοερχόταν μπροστά του, από τη μια άκρη ως την άλλη, γυρίζοντας τη σαΐτα, γιατί το στημόνι δεν ήταν τεντωμένο οριζόντια, μα κάθετα.

Τα αντικείμενα οικιακής χρήσης, τα δοχεία του φαγητού, οι στάμνες και οι σκάφες για πλύσιμο και τα ταψιά για το ψήσιμο του ψωμιού, τα πινάκια για το φαγητό -διαλέγονται με φροντίδα από το σύζυγο και χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: αυτά που είναι για καθημερινή χρήση και τα άλλα για ορισμένες περιπτώσεις. Τα τρόφιμα κι οι άλλες προμήθειες είναι κι αυτές σε δυο σωρούς: ο ένας αντιπροσωπεύει τη μηνιάτικη κατανάλωση, ο άλλος τα αποθέματα για τον υπόλοιπο χρόνο. Σύμφωνα με τη γνώμη του συζύγου έτσι φαίνεται καλύτερα ποιο από τα τρόφιμα πλησιάζει να τελειώσει. Τέλος, οι σύζυγοι διαλέγουν μια αποθηκάριο, την πιο εγκρατή στο φαγητό, στο ποτό και στον ύπνο δούλα, την πιο υπάκουη και την πιο συγκρατημένη. Αυτές οι ιδιότητες είναι εξαιρετικά σημαντικές. Τώρα όλα είναι εντάξει. Η νεαρή σύζυγος αρχίζει την οικογενειακή ζωή.

Τη χαραυγή ξυπνάει τους δούλους και τους δίνει εργασία. Αυτή κρατάει τα κλειδιά από τις αποθήκες, γνέθει και υφαίνει. Πρέπει να είναι σεμνή και προκομμένη, υπόδειγμα για τις δούλες. Δεν θα 'ναι σπάταλη όπως ορισμένες γυναίκες, που σκορπούν τις προμήθειες με τέτοια επιπολαιότητα, που οι άντρες τους είναι αναγκασμένοι να τους πάρουν τα κλειδιά από τις αποθήκες. Ο άντρας δεν θα 'ναι ποτέ τραχύς μαζί της κι ούτε φιλάργυρος, έτσι που αυτή θα μείνει πάντα αφέντρα της αποθήκης.

Η ζωή της παντρεμένης αθηναίας ήταν πολύ μονότονη. Από το σπίτι μπορούσε να βγει μονάχα με την άδεια του συζύγου, συνοδευόμενη από μια δούλα ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Όμως κανένας δεν απαιτούσε τον περιορισμό των γυναικών που είχαν περάσει τα πενήντα. Φυσικά αυτά τα έθιμα δεν τα τηρούσαν με αυστηρότητα. Οι παντρεμένες γυναίκες πήγαιναν συχνά περίπατο και έκαναν επισκέψεις.

Στις εκδηλώσεις

Επίσης, οι γυναίκες ήταν παρούσες στις μεγάλες πομπές, στα μυστήρια, στους γάμους και στις κηδείες. Ένα μήνα μετά το γάμο, στις 11 του Ανθεστηρίωνα, η νεαρή σύζυγος προετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή των ανθεστηρίων, γιορτή του ερχομού της άνοιξης, των πρώτων λουλουδιών και του καινούργιου κρασιού, που τώρα το είχαν για πώληση και έρχονταν στην Αθήνα να το αγοράσουν ξένοι και κάτοικοι των δήμων .τα ανθεστήρια κρατούσαν τρεις μέρες και κάθε μέρα είχε ένα ειδικό όνομα και μια πατροπαράδοτη εθιμοτυπία. Την πρώτη μέρα, στα πιθοίγια, δηλ. Στη μέρα "των πίθων", ξεσφράγιζαν τα τεράστια πήλινα αγγεία όπου φύλαγαν το κρασί, δοκίμαζαν την καινούργια σοδειά και οι αγοραστές γέμιζαν τα αγγεία τους. Για τους δούλους η μέρα αυτή είχε εντελώς ξεχωριστή σημασία, γιατί ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που είχαν το δικαίωμα να κάνουν και να πουν ό,τι ήθελαν. Φυσικά, κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως στο τέλος της γιορτής δεν θα είχαν συνέπειες γιατί είχαν ερμηνεύσει πολύ κυριολεκτικά τα δικαιώματα τους...

Σ' όλα τα σπίτια της Αθήνας η πρώτη μέρα άρχιζε με επίσημες θυσίες προς τιμήν των θεών, στις οποίες έπαιρνε μέρος ολόκληρη η οικογένεια και όλοι οι δούλοι του σπιτιού. Η πιο χαρούμενη μέρα ήταν η δεύτερη, οι χοές, δηλ. Η μέρα των φιαλών και των αγγείων. Το βράδυ, στο φως των πυρσών, μπροστά στις αιχμάλωτες του γυναικωνίτη, ξετυλιγόταν μια ασυνήθιστη εικόνα μιας επίσημης και παράξενης πομπής. Στους ήχους των αυλών και των τυμπάνων περνούσαν χορεύοντας και τονίζοντας τον ιερό ύμνο των βακχίδων, νύμφες και μαινάδες ακολουθούμενες από σατύρους και Φαύνους. Στα κεφάλια των χορευτών, που ήταν ντυμένοι με δέρματα ζώων, αντηχούσαν μελωδικά κουδουνάκια κρεμασμένα από άνθινα στεφάνια. Στο κέντρο της συνοδείας φαινόταν ένα άρμα στολισμένο ωραία, στο μέσο του οποίου καθόταν η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά, παριστάνοντας τη γυναίκα του Διόνυσου. Την πήγαιναν στο ναό για να παντρευτεί με το θεό.

Μετά τη συμβολική τελετή του γάμου με τον Διόνυσο, η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά έμενε όλη τη νύχτα στο ιερό, ενώ η συνοδεία πήγαινε στο θέατρο, όπου είχαν φέρει έγκαιρα πλήθος τραπέζια. Εδώ γινόταν το γεύμα των χοών, που περιέγραψε ο Αριστοφάνης στους "Αχαρνείς". Καθένας ερχόταν φέρνοντας φαγητό από το σπίτι του. Έτρωγαν κάτι μακρουλά ψωμάκια, αλειμμένα με μια καυτερή σάλτσα που προκαλούσε δίψα.

Αφού όλος ο κόσμος καθόταν στα τραπέζια άρχιζε μια παράξενη άμιλλα. Οι συνδαιτυμόνες σήκωναν τα κύπελλα (χοές) γεμάτα κρασί και στο σύνθημα μιας σάλπιγγας έπιναν χωρίς ανάσα! Οποίος τέλειωνε πρώτος ανακηρυσσόταν νικητής και έπαιρνε για έπαθλο ένα ασκί γεμάτο καινούργιο κρασί.

Από το θέατρο το πλήθος γύριζε τραγουδώντας με τη συνοδεία τυμπάνων κι όλη τη νύχτα στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης κυκλοφορούσαν εύθυμες ομάδες κρατώντας πυρσούς.

Έπειτα απ' αυτή τη νύχτα ακολουθούσαν οι χύτροι, πένθιμη μέρα που περιέφεραν χύτρες με διάφορους σπόρους. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα των ανθεστηρίων , τη μέρα αυτή κάθε αθηναίος έβραζε στην ιερή πυρά συμβολικά φυτά για την τροφή των σκιών, που γύριζαν στη γη.

Στον περίβολο του Ληναίου υψώνονταν δεκατέσσερις βωμοί, όπου πρόσφεραν θυσίες 14 γυναίκες, διαλεγμένες από τις καλύτερες οικογένειες της πόλης, οι ίδιες που την παραμονή συνόδευσαν στο ναό τη σύζυγο του άρχοντα-βασιλιά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολυάριθμες χοές. Τα διακοσμητικά τους σχέδια παριστάνουν διάφορες σκηνές των ανθεστηρίων, ανάμεσα στους εορταστές διακρίνονται πάντα μορφές παιδιών.

Τα ανθεστήρια θεωρούνταν και γιορτή των παιδιών, συγκινητική και ποιητική συνάρτηση ιδεών , που συνδέουν τα παιδιά με τη χαρά της αναγέννησης της φύσης, ύστερα από το ψύχος του χειμώνα: τα παιδιά και τα πρώτα μπουμπούκια των λουλουδιών γιόρταζαν μαζί.

Οι μικροί αθηναίοι, φορτωμένοι άνθη, κατέθεταν στεφάνια στο βωμό του Ευρυσάκη, γιου του Αίαντα, σε ανάμνηση της παραμονής του στην Αθήνα. Έκαναν περίπατο στους δρόμους μαζί με τους γονείς τους πάνω σε άρματα στολισμένα με πρασινάδα και λουλούδια και έπαιρναν μέρος στο τραπέζι που γινόταν το βράδυ των "χοών", ακόμη και η ηλικία των παιδιών υπολογιζόταν με βάση τον αριθμό των χοών στις οποίες είχαν πάρει μέρος.

Αλλά να που έσβηναν οι τελευταίοι αντίλαλοι των ανθεστηρίων. Οι τοίχοι του γυναικωνίτη έκλειναν ξανά γύρω από τη νεαρή γυναίκα, ορίζοντας ολόκληρο τον κόσμο της. Σ' αυτό τον κόσμο υπήρχαν παιδιά, η εργασία στο νοικοκυριό, λίγη μουσική, καθώς και οι δούλες, οι οποίες από την άποψη της διανοητικής ανάπτυξης δεν διέφεραν πάρα πολύ απ' αυτή. Μα θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο να πλατύνει τα σύνορα αυτού του κλειστού κύκλου, και γι' αυτό η νεαρή κυρά κοίταζε συνεχώς το δρόμο, από το παράθυρο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μείνει αθέατη.

Στο σπίτι

Πέρα από το παράθυρο βρισκόταν ένας άλλος κόσμος, σχεδόν απρόσιτος στη γυναίκα. Το σύνορο αυτού του κόσμου το αποτελούσε η θύρα, που φυλαγόταν από ένα θυρωρό. Στα χτυπήματα του μικρού μεταλλικού ρόπτρου, που ήταν κρεμασμένο στην εξώθυρα, απαντούσε πρώτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί από την αυλή. Έπειτα έβγαινε ο θυρωρός, ο οποίος άφηνε ή όχι τον επισκέπτη να μπει στην αυλή. Η αυλή αυτή, που στη μέση της υψωνόταν ο βωμός του Ερκείου Δία, προστάτη της εστίας, ήταν το κέντρο του σπιτιού. Εδώ έτρωγαν , εδώ περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους τα μέλη της οικογένειας και εδώ επίσης γίνονταν δεκτοί οι καλεσμένοι. Απ' τις δυο πλευρές κάτω απ' τις στοές, βρίσκονταν τα δωμάτια. Στο βάθος, στο απέναντι από την είσοδο μέρος, βρισκόταν η πύλη που οδηγούσε στο δωμάτιο του άνδρα, κύρια αίθουσα της κατοικίας. Στο γυναικωνίτη μπορείς να φτάσεις μόνο περνώντας απ' αυτό το δωμάτιο.

Ο γυναικωνίτης περιλάμβανε τον κοιτώνα των συζύγων, τα δωμάτια των κοριτσιών και τα διαμερίσματα όπου εργάζονταν οι δούλες. Εκτός από το σύζυγο, κανένας άλλος άντρας δεν επιτρεπόταν να μπει εκεί. Ο γυναικωνίτης ήταν τόσο απρόσιτος που κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σαν αυτό που διηγείται ο Δημοσθένης. Μια φορά στο σπίτι ενός αθηναίου, που είχε φύγει σε ταξίδι, τρύπωσαν ληστές. Οι γείτονες άκουσαν τα ξεφωνητά των γυναικών και είδαν πως γινόταν αρπαγή. Άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια, αλλά κανένας δεν τόλμησε να μπει στο γυναικωνίτη, αν και έβλεπαν πως οι ληστές έβγαζαν τα πράγματα από το σπίτι.

Οικιακός εξοπλισμός

Όταν έκανε κρύο, στο σπίτι δεν ήταν πολύ ευχάριστα, γιατί, εκτός από ένα μαγκάλι με κάρβουνα, τα δωμάτια δεν είχαν άλλο μέσο θέρμανσης. Μονάχα στο μαγειρείο υπήρχε εστία. Από τα κάρβουνα που σιγόκαιγαν μέσα στη στάχτη της εστίας έπαιρναν φωτιά όταν νύχτωνε και έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι. Κάποτε, αντί λυχνάρι χρησιμοποιούσαν μια χούφτα δαδιά. Άλλοτε για λυχνάρι μεταχειρίζονταν ένα μετάλλινο κουτί ή ένα πήλινο αγγείο, γεμάτο από στουπί αλειμμένο με μια ρητινώδη ουσία. Αυτό το τοποθετούσαν στο μέσο ενός πιο μεγάλου αγγείου από πηλό, όπου έπεφτε το αναμμένο φιτίλι και κυλούσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι κάπνιζε και πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους και την οροφή. Η αλήθεια είναι πως η ζημιά δεν ήταν μεγάλη.

Για πολύ καιρό στην Αθήνα οι τοίχοι ασπρίζονταν μόνο με ασβέστη. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο πρώτος αθηναίος που στόλισε τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι' αυτό το σκοπό έκλεισε στο σπίτι το ζωγράφο Αγάθαρχο και δεν τον άφησε να βγει πριν τελειώσει τη δουλειά του. Γενικά, όμως, για τα δωμάτια προτιμούσαν λυχνάρια με λάδι. Αυτά τα έφτιαχναν με μέταλλο ή με πηλό και είχαν δυο τρύπες. Η μια για να βάζουν το λάδι, η άλλη για να βγαίνει το φιτίλι. Πρέπει να πούμε πως σ' αυτά τα λυχνάρια έδιναν τις πιο ποικίλες μορφές.

Σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν δυο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν και τότε στα πάνω δωμάτια ανέβαινες απευθείας από το δρόμο με μια εξωτερική κλίμακα. Στα πιο μέτρια σπίτια η σκάλα ήταν εσωτερική και στο ισόγειο βρίσκονταν οι αποθήκες και συχνά και ο γυναικωνίτης.

Η πλειοψηφία των ιδιωτικών σπιτιών της Αθήνας ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των μέτριων σπιτιών, ή καλύτερα ήταν ένα είδος καλύβας αποτελούμενης από δυο μικροσκοπικά καλυβάκια το ένα επάνω στο άλλο, που έβλεπαν απευθείας στο δρόμο. Οι στέγες τις περισσότερες φορές ήταν ίσιες, τα δωμάτια του ισογείου δεν είχαν παράθυρα, το φως της αυλής έμπαινε από τη θύρα. Τα δωμάτια του επάνω πατώματος όμως είχαν παράθυρα, κι από εδώ άρεσε στις γυναίκες να παρακολουθούν την κίνηση του δρόμου.
Τα σπίτια δεν είχαν ξύλινες θύρες, εκτός από εκείνη που έβγαζε στο δρόμο και τη θύρα του δωματίου όπου φύλαγαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα άλλα δωμάτια μπροστά στις θύρες υπήρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα σπίτια των ευκατάστατων ανθρώπων ήταν επιπλωμένα αρκετά πλούσια. Ας αρχίσουμε από τα καθίσματα. Υπήρχαν καθίσματα με ερεισίνωτο (πλάτη δηλ.) Ή χωρίς ερεισίνωτο, καθώς και ο θρόνος, δηλαδή ένα κάθισμα με υψηλό ερεισίνωτο. Στο θρόνο καθόταν ο οικοδεσπότης. Ήταν τόσο ψηλός, που για να μπορέσεις να καθίσεις σ' αυτόν έπρεπε να πατήσεις σ' ένα ειδικό καθισματάκι. Πάνω στα καθίσματα ήταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια και στις πλάτες ήταν ριγμένα καινούργια καλύμματα. Τα κομψά κρεβάτια Κλίνες είχαν πόδια σταυρωτά, όπως και τα καθίσματα. Υπήρχαν κι άλλα είδη, με ίσια πόδια και με μικρό ερεισίνωτο στην άκρη και στη μια πλευρά, όπως στα μοντέρνα ντιβάνια. Τα απλά κρεβάτια, που λέγονταν κράββατοι, αποτελούνταν από ένα ξύλινο πλαίσιο με κοντά πόδια, από τα οποία δένονταν σταυρωτά μερικές ταινίες δερμάτινες. Σ' αυτό το δίχτυ των ταινιών τοποθετούσαν ένα σελτέ γεμάτο μαλλί, ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι. Για σκεπάσματα χρησιμοποιούσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων και γούνες, ανάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ήταν το κύριο έπιπλο των αρχαίων ελλήνων, γιατί διάβαζαν, έγραφαν και σκέφτονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους. Τα τραπέζια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για φαγητό. Ήταν πολύ χαμηλά, για την ακρίβεια δεν ξεπερνούσαν το ύψος των κρεβατιών, γιατί, όπως είπαμε, οι έλληνες έτρωγαν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι.

Πολύ πιο γερές ήταν οι καλάθες, που δεν έλειπαν από τα σπίτια των αθηναίων, οι οποίες αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Οι καλάθες ήταν τόσο μεγάλες, που καθεμιά τους μπορούσε να χωρέσει δύο ανθρώπους. Οι καλάθες έκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένες με κεντίδια, εγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στο σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες μορφές και διαστάσεις και πολλές φορές ήταν ωραία.

Το πιο μεγάλο αγγείο -ο πίθος -ήταν μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σύκα, τρόφιμα αλατισμένα. Για μακρόχρονη διατήρηση το κρασί και το λάδι το έβαζαν σε αμφορείς, κάτι αγγεία με δύο χερούλια και μακρύ λαιμό. Τα στόμια των αμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το αγγείο στο οποίο αναμίγνυαν στο τραπέζι το κρασί με νερό ονομαζόταν κρατήρας. Ο κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δυο χερούλια. Το σερβίτσιο του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία με ένα χερούλι κι ένα στόμιο απ' όπου χυνόταν το ποτό, και τον σκύφο, ένα είδος κυπέλλου ή κανάτας με ψηλό χερούλι. Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο πελεκημένο και γλυμμένο στη μυτερή του άκρη, που είχε μορφή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Εδώ, στο κεφάλι, υπήρχε μια τρύπα για να χύνεται το υγρό, που έκλεινε με ένα μικρό καπάκι.

Τα δοχεία του φαγητού των ελλήνων μάς είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλλά με κυκλικό πυθμένα, για να μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα έβραζαν κρέας και λαχανικά. Για τα ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία. Το ψωμί και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μια σκάρα, μαχαίρια και πιρούνια συμπλήρωναν τα εξαρτήματα του μαγειρείου.

Όλα τα δοχεία των αρχαίων αθηναίων ήταν φτιαγμένα από πηλό κόκκινο ή κιτρινωπό, που τον προμηθεύονταν από τα κεραμουργεία των προαστίων της πόλης. Στο κόκκινο βάθος του αγγείου ζωγράφιζαν ωραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεία αναφέρονται για πρώτη φορά στον Αριστοφάνη. Προηγουμένως από γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια. Ο χρόνος μετριόταν με το ρολόι: το γνώμονα, ένα ηλιακό ρολόι, εγκατεστημένο στον κήπο του σπιτιού, και την κλεψύδρα, ένα ρολόι με νερό, με το οποίο μετριόταν ο χρόνος ανάλογα με την ποσότητα του νερού που έτρεχε ομοιόμορφα σ' ένα δοχείο. Ορισμένα σχέδια σε αρχαία ελληνικά αγγεία παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και τις ασχολίες των γυναικών. Τα σχέδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οικιακές ασχολίες, καλλωπισμός των γυναικών και διασκεδάσεις τους στην αποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.

Ενδυμασία

Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρή εσωτερική ενδυμασία και σ' ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου.

Στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν μόνο χιτώνα αλλά όταν έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα κομμάτι ύφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο και μακρύ 3-4 μέτρα, με το οποίο οι ελληνίδες καλύπτονταν επιδέξια, αφήνοντάς το να πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, όταν δεν φορούσαν βέλο, άφηναν ελεύθερη μιαν άκρη του πέπλου και κάλυπταν μ' αυτήν το κεφάλι.

Την ενδυμασία των γυναικών την έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα, πανί και λινάρι και ένα ύφασμα από άγνωστο υλικό, πολύ λεπτό και διάφανο, όπως η μουσελίνα. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν: κίτρινο, κόκκινο, ερυθρό, πράσινο ανοιχτό, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ανοιχτό και λευκό. Τους άρεσαν υφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα και κεντήματα. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τα κεντητά πέπλα αν κοιτάξουμε τα σχέδια των αγγείων ή αν διαβάσουμε στον Αισχύλο την περιγραφή της ενδυμασίας του Ορέστη.

Στο δρόμο οι γυναίκες σπάνια φορούσαν στο κεφάλι τους καλύμματα, αλλά όταν έβγαιναν έξω από την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια, υποδήματα λευκά ή κίτρινα και ένα είδος ψηλά άρβυλα. Όταν έβγαιναν στο δρόμο έπαιρναν μια ομπρέλα και ένα ριπίδι από φτερά παγονιού ή ένα πιο ελαφρύ από ξύλο, με μορφή λωτού. Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδή ή μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αυτά τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα), δαχτυλίδια και κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στην κλείδωση του χεριού.

Ο καθρέφτης ήταν ένα αντικείμενο που δεν έλειπε από τη ζωή της γυναίκας. Οι καθρέφτες γίνονταν από καλοδουλεμένο μέταλλο κι είχαν ένα χερούλι λιγότερο ή περισσότερο στολισμένο. Όταν οι εταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στην Αφροδίτη για την προστασία και τη
μέριμνα που τους είχε η θεά.

Καλλωπισμός
Οι ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οι ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες. Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.

Διασκεδάσεις

Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι .έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση.

Οι έλληνες προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν επίσης διαφορετικές. Η αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ' όλο που οι έλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση. Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή. Μια άλλη διασκέδαση των γυναικών ήταν τα οικιακά ζώα και τα πουλερικά. Είχαν σκυλιά και γάτες παιχνιδιάρικες, που τους άρεσε να παίζουν με τις κλωστές από ένα ατέλειωτο κέντημα, κοκόρια και κότες, χήνες, κάργες αυθάδικες, που ήξεραν να σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες και να κρατούν μια μικροσκοπική ασπίδα, γερανούς, πέρδικες και άλλα εξημερωμένα πουλιά, που τις εικόνες τους μπορεί να τις δει κανείς στα σχέδια των αγγείων.

Μια εποχή έγιναν της μόδας οι πίθηκοι της Αιγύπτου, αλλά πιθήκους μπορούσε να δει κανείς πιο σπάνια και δεν ήταν εύκολο να τους προμηθευτεί.

Μα θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλες οι αθηναίες περνούσαν τον καιρό τους μπροστά στον καθρέφτη ή χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Η τέχνη του 5ου-4ου αιώνα παρουσίασε ιδιαίτερα τη ζωή της εύπορης γυναίκας. Υπήρχε όμως και μια άλλη ζωή γυναίκας, που συνήθως οι καλλιτέχνες αγνοούσαν. Η σκληρή, η πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων άπορων οικογενειών δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους και τους ποιητές του ισχυρού ναυτικού κράτους. Η αθηναϊκή τέχνη εμπνέεται από τις πτυχώσεις των κομψών ενδυμάτων κι όχι από τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτώνες που αποτελούσαν την αμοιβή του καθημερινού μόχθου. Η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Εκείνοι που πλήρωναν τα αγάλματα και τα αγγεία δεν θα έδιναν χρήματα για τόσο αποκρουστικές εικόνες, ενώ οι λίγοι οβολοί των φτωχών δεν προορίζονταν για την αγορά αντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δεν έφταναν ούτε για το καθημερινό ψωμί.

Οι φτωχές

Παρ' όλα αυτά στις εμπνευσμένες ομιλίες των θεών και των ηρώων αντηχούσε και η γεμάτη φροντίδες ζωή του αθηναϊκού δήμου. Η γυναίκα του λαού, η γυναίκα του μόχθου, η κουρασμένη, η πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιών, ενώ στις κωμωδίες του Αριστοφάνη κλαιει μπροστά σ' όλους τη μαύρη της τύχη. Στις φτωχές οικογένειες η γυναίκα δουλεύει δίπλα στον άντρα. Σε μια επιγραφή γίνεται λόγος για τη γυναίκα ενός χρυσοχόου που Βοηθάει τον άντρα της να φτιάχνει περικεφαλαίες για Τις παρελάσεις και να Τις επιχρυσώσει. Η ανάγκη υποχρεώνει την Αθηναία να κάνει ακόμα και δουλειές δούλας, να εργαστεί σαν τροφός.

Με τον τελευταίο οβολό η φτωχή γυναίκα αγοράζει λίγο αλεύρι ή δανείζεται από το γείτονα για να 'χει με τι να κάνει χυλό σε μια πήλινη γαβάθα, να ψήσει κουλούρια και να τα πάει στην αγορά να τα πουλήσει. Τα μέλη της οικογένειάς της τα τρέφει με "ξηρά φύλλα ραδικιού", με "ρίζες ραδικιού" και άλλα φαγώσιμα φυτά. Από τότε που θα φέξει η μέρα κι ως τη δύση του ήλιου θα την δεις να γυρνάει εδώ και 'κει σαν τη σαΐτα στον αργαλειό.

Δεν έχει καιρό να τεμπελιάζει στο γυναικωνίτη, άλλωστε για ποιο γυναικωνίτη μπορεί να γίνεται λόγος στο άθλιο καλύβι της, το κολλημένο στο Βράχο ή το σκαμμένο σ' αυτόν σαν φωλιά θηρίου. Δεν έχει δούλες για να κάνουν όλες Τις δουλειές του νοικοκυριού. Κι αν ακόμα έχει (01 δούλοι είναι τόσο φτηνοί!), αυτοί πεινούν μαζί μ' ολόκληρη την οικογένεια ή Βγάζουν το ψωμί τους όπως μπορούν. Τα παιδιά της δεν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά στη γη, συνοδευόμενα από έναν παιδαγωγό. Παίζουν κι ανακατεύουν τη σκόνη των δρομίσκων της Αθήνας. Μόλις μάθουν να διαβάζουν, πιάνουν δουλειά.

Αν είναι χωριάτισσα κουράζεται ακόμα πιο πολύ. Πολύ πριν ξημερώσει ετοιμάζει φαγητό για τον άντρα και τα παιδιά, έπειτα Βγάζει τα Βόδια από το στάβλο και τα ποτίζει. Μαζεύει χόρτο για τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει και υφαίνει, ράβει τα ρούχα όλης της οικογένειας, περιποιείται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, αρμέγει τις γίδες, πλένει τα ρούχα στο ρέμα, φορτώνεται συχνά και κουβαλάει μακριά τα Βαριά δέματα με τα άπλυτα ρούχα.

Κάθε χρόνο Βοηθάει τον άντρα να πετάει Τις πέτρες από το μικρό της κλήρο. Και κάθε χρόνο, όταν λιώνουν τα χιόνια, οι χείμαρροι κατεβάζουν απ' τα Βουνά άλλες πέτρες. Αυτών των γυναικών, είτε ζουν στην πόλη είτε στο χωριό, η μέρα δεν τους φαίνεται ποτέ μεγάλη. Αντίθετα, δεν τα καταφέρνουν να τελειώσουν, πριν νυχτώσει, όλες τις δουλειές τους.

Μονότονα κυλούσε η ζωή μονάχα της εύπορης γυναίκας. Η υποδεέστερη όμως θέση της και η υπακοή που όφειλε στο σύζυγο δεν την εμπόδιζαν να του Βάζει συχνά τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Είναι γνωστή η διαβεβαίωση του Θεμιστοκλή ότι ο μικρότερος γιος του είχε τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους Έλληνες, γιατί "επικεφαλής των Ελλήνων Βρίσκονται οι Αθηναίοι, επικεφαλής των Αθηναίων είναι αυτός, αυτόν τον διευθύνει η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος του!".

Διαζύγια

Το διαζύγιο, το σχεδόν άγνωστο στην ομηρική εποχή, έγινε την κλασική εποχή τόσο συχνό, που οι έλληνες ρήτορες θεωρούσαν την προίκα σαν απόλυτα αναγκαίο μέτρο για τη σταθερότητα της συζυγικής ζωής. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος όχι μονάχα να επιστρέψει στον πατέρα ή τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προίκα που είχε πάρει, αλλά να προσθέσει κι ένα συμπλήρωμα 18%, πράγμα που δεν ήταν εύκολο στον καθένα. Εκτός όμως απ' αυτή την υλική ζημιά, η ελληνική νομοθεσία δεν έβαζε κανενός άλλου είδους εμπόδια για το διαζύγιο.

Υπήρχαν δύο ειδών διαζύγια, η αποπομπή, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση του συζύγου, και η απόλειψις, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση της συζύγου.

Η πρώτη περίπτωση δεν παρουσίαζε καμιά απολύτως δυσκολία! Αν ο σύζυγος ήθελε να χωρίσει τη σύζυγο, την έστελνε στους συγγενείς της, αφού κρατούσε τα παιδιά. Κανένας δεν ρωτούσε γιατί το έκανε! Οι αιτίες μπορεί να ήταν οι πιο διαφορετικές. Αλλά υπήρχε μια αιτία, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στο διαζύγιο: αν δεν είχε παιδιά, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει τη γυναίκα. Στους έλληνες ο γάμος θεωρούνταν ιερός θεσμός, καθιερωμένος από τους προγόνους. Τα παιδιά ήταν οι συνεχιστές των παραδόσεων του γένους και της οικογένειας.

Όταν πέθαινε ο πατέρας, τα παιδιά έπρεπε να συνεχίσουν τη λατρεία των προγόνων και να τιμούν τον τάφο του πατέρα τους. Οι έλληνες θεωρούσαν τη συζυγική ζωή σαν μια ανάγκη, στην οποία οι αμοιβαίες προτιμήσεις των νέων δεν είχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο που βλέπονταν, συνήθως, για πρώτη φορά την ώρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οικογένειας και γέννηση παιδιών, για να μπορεί ο πατέρας να τα παρουσιάσει στη φατρία και στο δήμο του. Παιδιά πολλά και ωραία, να το ιδανικό της οικογενειακής ευτυχίας. Την τελευταία ημέρα των θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί για την εκλογή των ωραιότερων παιδιών. Και οι μάνες των βλασταριών που αναγνωρίζονταν σαν τα πιο ωραία, γύριζαν τη μέρα αυτή στο σπίτι περήφανες κι ευτυχισμένες. Ένας άντρας άκληρος, συνεπώς ένας άντρας που είχε τη δυσμένεια των θεών, θεωρούνταν μισός πολίτης και πολυάριθμα αξιώματα, όπως π.χ. του άρχοντα και του στρατηγού, του ήταν απρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οι άκληρες οικογένειες υιοθετούσαν τα παιδιά άλλων. Το υιοθετημένο παιδί δεχόταν τη λατρεία των προγόνων των καινούργιων του γονιών και ξέκοβε ολοκληρωτικά από την πραγματική του οικογένεια. Επίσης, υπήρχε η συνήθεια της αγοράς παιδιών.

Το διαζύγιο με αίτηση της γυναίκας ήταν δύσκολο. Η γυναίκα έπρεπε να παρουσιαστεί προσωπικά στον άρχοντα και να του παρουσιάσει γραπτές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει το δίκαιο του αιτήματος της. Επειδή η αθηναία θεωρούνταν υποδεέστερη και ήταν εξαρτημένη, κι αυτή η απλή τυπική πράξη συναντούσε μεγάλες δυσκολίες.

Η κατάσταση αυτή φαίνεται θαυμάσια από την περιγραφή της απόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Αλκιβιάδη, που μας άφησε ο Πλούταρχος.

Ο Πλούταρχος θεωρεί εξαντλημένο το πρόβλημα και ασχολείται με τα σκυλιά του Αλκιβιάδη. Αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Ιππαρέτη έδωσε στον Αλκιβιάδη δέκα τάλαντα προίκα και ότι ο Αλκιβιάδης περίμενε άλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθερού του, του Ιππόνικου, η ασυνήθιστη προσήλωσή του στους συζυγικούς δεσμούς γίνεται ευκολονόητη.

Ο άντρας όμως δεν ήταν δεμένος με τίποτα εκτός από την προίκα. Μπορούσε μάλιστα να παντρέψει τη γυναίκα του με άλλον, χωρίς καν να ζητήσει τη συμφωνία της, όπως έκανε κι ένας πολίτης τόσο ενάρετος όπως ο Περικλής, πράγμα που δεν έβλαψε στο ελάχιστο τη φήμη του.

Εταίρες

Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες. Σε διάκριση από τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν ξένη η τέχνη. Όχι, βέβαια, όλες. Οι εταίρες που δεν ήξεραν να παίζουν μουσικά όργανα ή τουλάχιστον να τραγουδούν και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους και με το λεπτό τους πνεύμα, είχαν ένα εύγλωττο παρατσούκλι: τις έλεγαν "πεζές δαμάλες", όπως λέγαν τους οπλίτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βήμα χωρίς μουσική, και σε διάκριση από το ιππικό, που συνοδευόταν πάντα από μουσικούς. Αυτή η κατηγορία των εταίρων ήταν πολυάριθμη, μα η ανάμνηση τους δεν κράτησε πολύ καιρό.

Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος οι νέοι. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι' αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. Σύζυγος, εταίρα ή δούλη, να οι τρεις δρόμοι που επεφύλασσε η τύχη σε μια γυναίκα στην Αθήνα.

Γηρατειά

Και σε όποιον απ' αυτούς την οδηγούσε η μοίρα, γρηγορότερα ή αργότερα την έβρισκε η αρρώστια ή τα γηρατειά. Στη θύρα του σπιτιού συγγενείς ή φίλοι θα σκαλώσουν δυο κλάδους: έναν ελιάς για να φυλάει την άρρωστη απ' τα κακά πνεύματα και έναν δάφνης για να της εξασφαλίζει την ευμένεια του Απόλλωνα.

Θα κληθεί κι ο γιατρός, αλλά όχι αμέσως. Πρώτα θα ζητηθεί η βοήθεια ενός από τους πολυάριθμους ονειροεξηγητές και θα του διηγηθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια τα όνειρα της άρρωστης. Αν ονειρεύτηκε πως τελείωσε την ύφανση ενός ιματίου για τον άντρα της κι όταν σηκώθηκε από τον αργαλειό τον έσπρωξε προς τον τοίχο, τα προμηνύματα είναι άσχημα. Μπορεί η αρρώστια να 'χει μοιραίο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς αργαλειό" ακόμα και στον τάφο της βάζουν ένα αδράχτι.

Με την επίδραση μεγάλης αμοιβής ο ερμηνευτής θα γλυκάνει ίσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά αρρώστια. Αν όμως η αμοιβή τού φανεί ανεπαρκής, θα δηλώσει ανοιχτά ότι το όνειρο αυτό σημαίνει θάνατο και ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να λυπηθούν, γιατί την ίδια τύχη είχαν κι η Ανδρομάχη κι η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, αν και ήταν πιο ωραίες και πιο νέες από την άρρωστη.
Μπορεί να δοκιμάσει να εξουδετερώσει τις ολέθριες συνέπειες του ονείρου, διηγώντας το όταν φανούν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τότε, όπως ισχυρίζονταν οι γέροι, και το πιο κακό όνειρο χάνει τη δύναμή του. Αλλά το καλύτερο απ' όλα είναι να απευθυνθεί κανείς κατευθείαν στο θεό θεραπευτή, στον Ασκληπιό, και στις δυο θυγατέρες του, την υγεία και την πανάκεια, οι οποίες, αν θέλουν, μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Οι ιερείς του ναού του Ασκληπιού της Επιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) είχαν τοποθετήσει μπροστά στο ιερό μια μεγάλη επιγραφή, όπου απαριθμούνταν όλα τα θαύματα που είχε κάνει ο θεραπευτής θεός, για να τα γνωρίσουν όλοι οι έλληνες. Σύμφωνα με τη γνώμη των ιερέων, ακόμα και οι πιο φανατισμένοι σκεπτικιστές έπρεπε να πειστούν για τη θαυματουργή δύναμη του Ασκληπιού. Για παράδειγμα, μια αθηναία που την έλεγαν αμβροσία, τυφλώθηκε απ' το ένα μάτι κι ήρθε στο ναό, ζητώντας θεραπεία, αλλά δεν έδειξε στο ιερό τον πρεπούμενο σεβασμό.

Οι άρρωστοι ξαπλώνονταν σ' ένα ειδικό διαμέρισμα του ναού και η θεραπεία γινόταν πάντα στη διάρκεια του "ιερού ύπνου". Μα επειδή ύστερα από κάθε θαύμα έπρεπε να φέρουν στο θεό ένα μεγάλο ανάθημα, μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να θεραπευθούν στο ναό του Ασκληπιού. Κι αν ακόμα οι ιερείς έκαναν ορισμένα "θαύματα" για να προσελκύσουν τους πιστούς, στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν ξαπλωθούν οι άρρωστοι στο ναό, τους περιποιούνταν σύμφωνα μ' όλους τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, που την κατείχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιούσαν τη δίαιτα κι ένα αυστηρό σύστημα ύπνου, περιπάτους και εντριβές, για να θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα έλκη και τις ασθένειες του στομαχιού. Τα "θαύματα" χρησιμοποιούνταν λοιπόν σαν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία έπρεπε να πληρωθεί και αν κάποιος προσπαθούσε να γελάσει το θεό στο πρόσωπο του εκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς αργοπορία. Οι ιερείς φρόντιζαν αυτό να το ξέρει όλος ο κόσμος.

Αν τα οικονομικά δεν επέτρεπαν στην άρρωστη να θεραπευθεί από τον Ασκληπιό, την πήγαιναν να τη δουν οι γιατροί. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάμποσες ιατρικές σχολές, απ' τις οποίες η πιο γνωστή ήταν αυτή που άνοιξε στη νήσο Κω "ο πατέρας της ιατρικής", ο Ιπποκράτης. Αν οι μαθητές του επιθυμούσαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη θεραπεία των ασθενών, έπρεπε να δώσουν έναν ειδικό όρκο, που τον είχε συντάξει προσωπικά ο Ιπποκράτης.

Παρ' όλα αυτά, κάθε άλλο παρά όλοι οι ιδιώτες γιατροί, που ήταν πολυάριθμοι στην Αθήνα, ακολουθούσαν τη συμβουλή του Ιπποκράτη, να θεραπεύουν τους ασθενείς χωρίς να απαιτούν μεγάλη αμοιβή. Η πλειοψηφία προτιμούσε να μετατρέψει την τέχνη σ' ένα προσοδοφόρο επάγγελμα.

Υπήρχαν και πολλοί τσαρλατάνοι που παρίσταναν το γιατρό. Εναντίον τους πάλεψε επίμονα, αλλά σχεδόν μάταια, ο μεγάλος Ιπποκράτης, ο οποίος διακήρυττε ότι ο γιατρός πρέπει να απασχολείται με την υγεία του αρρώστου κι όχι με τα χρήματα. Οι τσαρλατάνοι αυτοί προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους ασθενείς φτιάχνοντας στις κατοικίες τους ειδικά "ιατρεία", προικισμένα με λουτήρες, με ασημένια εργαλεία, βεντούζες για να παίρνουν αίμα καθώς και διάφορες θεραπευτικές αλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οι ίδιοι οι γιατροί. Μερικοί απ' αυτούς πουλούσαν στην αγορά φάρμακα για όλες τις αρρώστιες. Δεν υπήρχε κανένας υγειονομικός έλεγχος για να παρακολουθεί την εργασία των γιατρών.
Υπήρχαν και γιατροί του κράτους, που η δράση τους εγκωμιαζόταν κάποτε με ειδικές αποφάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Αυτοί είχαν ιατρεία που δέχονταν τους αρρώστους και τους βοηθούσαν υγειονομικά. Το βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό αποτελούνταν εν μέρει από δούλους ειδικά εκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οι βοηθοί αυτοί περιποιούνταν αποκλειστικά τους δούλους.
Ο γιατρός που κατάγεται από ελεύθερους ανθρώπους επισκέπτεται τους αρρώστους το πρωί και το βράδυ. Ο γιατρός αυτός παίρνει υπόψη του "τη γενική κατάσταση της ατμόσφαιρας και το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχής, τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής της άρρωστης, το είδος των συνηθισμένων ασχολιών της, την ηλικία, την ομιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα όνειρα, την αϋπνία, το περιεχόμενο και το χρόνο που βλέπει τα όνειρα, τον τρόπο των χειρονομιών, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα", κι άλλα συμπτώματα της αρρώστιας. Αφού συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία, ο γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει να πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του και της το δίνει να το πιει.

Αν η άρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στο θεό γύψινο ομοίωμα των οργάνων, ή του μέλους του σώματος που είχε αρρωστήσει: ένα πόδι, ένα χέρι, ένα μάτι, ένα αυτί, μια μύτη κ.λπ.
Θάνατος

Αν η θεραπεία δεν βοήθησε και το μοιραίο τέλος έγινε αναπόφευκτο, τότε η μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους για να τους προσφέρει δώρο στον Απόλλωνα και την αδελφή του την Άρτεμη. Οι συγγενείς και φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω από το κρεβάτι για να ακούσουν και να φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την υποχρέωση αυτή αναλαμβάνει ο πιο στενός από αίμα συγγενής. Οι άλλοι θα χτυπήσουν δυνατά τα ορειχάλκινα αγγεία, που τα μετέτρεψαν για την ευκαιρία σε σήμαντρα, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, που, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούν να υποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους.

Πίστευαν πως χάρη στη φοβερή φασαρία η ψυχή θα καταφέρει να ξεφύγει από την ακούραστη επαγρύπνηση των ερινυών και να φτάσει ανεμπόδιστη στα Ηλύσια πεδία, όπου θα αναπαυτεί ήσυχα. Οι έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος των νεκρών, ο Άδης, χωρίζεται σε δύο μέρη εντελώς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, που προορίζεται για τους αγαθούς ανθρώπους, που οι ψυχές τους ζούσαν εδώ ήσυχα κι ευτυχισμένα, και το αριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, όπου βασανίζονταν οι ψυχές των άτιμων και εγκληματιών. Η κύρια αποστολή των ερινυών ήταν ακριβώς να πετάξουν τις ψυχές στον Τάρταρο.

Της νεκρής της κλείνανε τα μάτια και το στόμα για να 'χει όσο το δυνατό πιο κόσμια εμφάνιση και της κάλυπταν το πρόσωπο με ένα πανί. Αυτό το έκανε ο σύζυγος, ο αδελφός, η αδελφή ή ο γιος. Θλιβερή είναι η τύχη εκείνης που δεν έχει ένα φιλικό χέρι για να της προσφέρει την υπηρεσία αυτή.

Οι γυναίκες θα πλύνουν το πτώμα με ζεστό νερό, θα το αλείψουν με αρωματικά έλαια, θα το ντύσουν και θα το καλύψουν μ' ένα σεντόνι λευκό. Στο μέτωπο θα βάλουν ένα στεφάνι από χρυσό ή από κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θα στολιστεί με πράσινα κλαδιά και με στεφάνια λουλουδιών, έπειτα θα το τοποθετήσουν σε ένα δωμάτιο που να βλέπει στην αυλή, με τα πόδια προς τη θύρα, σημάδι πως δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Εδώ η νεκρή θα μείνει ένα μερόνυχτο και θα τη φυλάνε οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Οι φίλοι του σπιτιού θα 'ρθουν να δώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό κι όταν φύγουν δεν θα ξεχάσουν να πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ένα σπίτι που το επισκέφτηκε ο θάνατος έχουν μολυνθεί. Όλο τον καιρό που η νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα πόδια προς τη θύρα, τα μαλλιά της θα είναι κρεμασμένα στην εξώθυρα σε ένδειξη πένθους.

Την άλλη μέρα πριν την ανατολή του ήλιου, που δεν πρέπει να δει αυτό το όχι καθαρό θέαμα, η νεκρική πομπή θα κατευθυνθεί προς το κοιμητήριο. Αν στο σπίτι επιτρεπόταν να μοιρολογήσεις και να κλάψεις, στο δρόμο, σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, η τήρηση της ησυχίας ήταν υποχρεωτική. Πίσω από τη νεκρή, που είναι τοποθετημένη σε μια νεκροφόρα και σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρώτα οι άντρες, έπειτα οι γυναίκες, οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Μπορούσαν να πάρουν μέρος και άλλες ηλικιωμένες γυναίκες το λιγότερο 60 χρόνων. Όλοι οι συγγενείς σε ένδειξη πένθους φορούν ενδύματα κλειστού χρώματος και έχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους.

Το πήλινο φέρετρο θα κατεβεί στο ξηρό χώμα, το φρυγμένο απ' τον ήλιο της αττικής. Για να μην υποφέρει η νεκρή από δίψα, κοντά στο φέρετρο θα τοποθετήσουν έναν αμφορέα με νερό. Θα αφήσουν επίσης διάφορα αγγεία και στο στόμα της θα βάλουν έναν οβολό, για να πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη που θα την περάσει από το ποτάμι της Στυγός στον κόσμο των νεκρών. Θα της δώσουν ίσως και μια πίτα με μέλι για να ημερέψει τον άγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί που φυλάει την είσοδο του Άδη.

Το μνήμα σκεπάστηκε με χώμα και στο κεφάλι της νεκρής τοποθετήθηκε μια στήλη, στην οποία είναι γραμμένο το όνομα της νεκρής και μια μονάχα λέξη "χαίρε!". Προφέροντας για τελευταία φορά το "αναπαύου εν ειρήνη", αυτοί που πήραν μέρος στη νεκρική συνοδεία θα χαιρετίσουν τη μακαρίτισσα. Θα σπεύσουν έπειτα να εξαγνιστούν από το μίασμα, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να 'ρθουν σε επαφή μ' άλλους ανθρώπους κι ούτε να πατήσουν σε ναό.

Η κατοικία της νεκρής θα πλυθεί επίσης με νερό και στην εστία θα ρίξουν κομματάκια θειάφι.

Οι μέρες του μήνα του πένθους περνούν γρήγορα.. Ύστερα από πολλούς αιώνες, οι αρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεχτικά την ανώμαλη επιφάνεια, τη φαγωμένη απ τις βροχές και τους ανέμους, της επιτύμβιας στήλης, θα διαβάσουν το όνομα αυτής που βρήκε τελευταίο καταφύγιο στον τάφο αυτό. Θα βρουν εκεί τον αμφορέα και τα άλλα αγγεία, ορισμένα ίσως ανέπαφα, καθώς και τον οβολό που τον περιμένει μάταια ο Χάροντας.