Αναγνώστες

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Ανάδρομος Ουρανός

Με τον Ουρανό ανάδρομο στη γέννηση, είναι το άτομο που στα εσωτερικά πεδία του εαυτού του επαναστατεί ενάντια σε κάθε δέσμευση. Αν είναι φοβισμένο, θα προσπαθήσει να ανατρέψει όλα όσα βλέπει, θεωρώντας ότι δεν είναι πια χρήσιμα. Δεν ικανοποιείται με το να ζει απλώς τη ζωή του, γιατί βλέπει ότι υπάρχουν τόσα πράγματα που θα μπορούσαν να να μεγαλώσουν τον πλούτο των εμπειριών της ανθρωπότητας.

Όταν οι άλλοι το δέχονται υπερβολικά, θα μπορούσε να αρχίσει να ανησυχεί μήπως και χάσει κάποιο κομάτι του εαυτού του, χάνοντας όμως έτσι πολλούς φίλους, δεσμούς, σχέσεις, επειδή οι ιδέες του είναι παράξενες και οι άλλοι δυσκολεύονται να τις δεχτούν. Βέβαια, μετά από κάποια χρόνια η κοινωνία θα υποστηρίξει τις ιδέες του, αλλά το άτομο δεν θα ενδιαφέρεται πια, γιατί θα έχει όλο και κάτι πιο πρωτοποριακό σε σχέση με αυτό που οι άλλοι τότε θα στηρίζουν. Είναι με λίγα λόγια ένας προόδρομος του μέλλοντος, γι�αυτό και μπορεί να νιώθει μοναξιά, όμως πάνω από όλα θέλει η ψυχή του να είναι ελεύθερη, και ότιδήποτε τον παρεμποδίζει το αποδιώχνει.

Μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση και διάλυση στις ανθρώπινες σχέσεις. Το νοητικό και το συναισθηματικό του επίπεδο συχνά συγκρούονται μεταξύ των, έτσι που μπορεί να γνωρίζει ορισμένα πράγματα που θάπρεπε να τον οδηγήσουν κάπου, ενώ ταυτόχρονα νιώθει κάποια άλλα που τον οδηγούν κάπου αλλού.

Οι δοκιμασίες του εντοπίζονται στο να μάθει πώς να εκφράζει την εσωτερική του ελευθερία.
Αυτό είναι κάτι που μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τους γύρω, που το βλέπουν σαν κάποιον που δεν μπορούν να κατανοήσουν ή που δεν ταιριάζει με τη δική τους λογική. Δεν θα πρέπει όμως αυτό να αποτελεί ανασταλτικό στοιχείο για το άτομο και ίσως δεν θάπρεπε να αναλώνεται τόσο πολύ στο να προσπαθεί πάντα να γίνεται κατανοητό από τους άλλους.
Για να μπορέσει να εξερευνήσει την εσωτερική του ύπαρξη και ακόμα πιο πέρα, εκεί όπου δεν έχει φθάσει ακόμα η ανθρωπότητα στο σύνολό της, πρέπει συχνά να διανύσει ένα μακρύ και δύσκολο μονοπάτι, γνωρίζοντας πως αυτή η διαδικασία δεν έχει τέλος, γιατί κάθε φορά που ανακαλύπτει κάτι γεννιέται ένα νέο ερωτηματικό.
Μπορεί να είναι άτομο πολύ ευτυχισμένο, φτάνει να μη προσπαθούν οι άλλοι να του επιβάλλουν τρόπους σκέψεις και συμπεριφοράς που έχει ξεπεράσει από πολύ καιρό πριν.
Εχει επίγνωση της ανεξαρτησίας και πρέπει να τη χρησιμοποιήσει για να ανακαλύψει τον λόγο για τον οποίο την επιζητεί και τη χρήση που θα πρέπει να της κάνει..

Ο Ουρανός συμβολίζει το σύμπαν και τον εσωτερικό κόσμο του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Αυτός ο κόσμος δεν θάπρεπε να έχει όρια γιατί αποτελεί την ελευθερία που έχει δοθεί σε κάθε άτομο και χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρχει αγάπη.
Το άτομο φοβάται ότι θα του λείψει ο χώρος, ότι θα στριμωχτεί, θα περιοριστεί, θα πνιγεί και επαναστατεί σε κάθε είδος αρχής για να μην υποταχθεί. Τολμηρός, πρωτότυπος, με ενέργεια, δεν υποφέρει από κανένα εξωτερικό εξαναγκασμό.

Καρμικά, είναι πιθανόν να ήταν ιδιαίτερα αντιδραστικό ή διασπαστικό, στον τομέα που έχει τον ανάδρομο πλανήτη και να δημιούργησε προβλήματα στους άλλους με την άκρατη κι αχαλίνωτη ανάγκη για ελευθερία. Να απέφευγε την δέσμευση και να μην ήταν συνεπής εκεί που έπρεπε. Τώρα πρέπει να μάθει την αξία της ελευθερίας, χωρίς ωστόσο να ενοχλεί με την αντιδραστική του διάθεση τους γύρω του.

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Ανάδρομος Ποσειδώνας

Ανάδρομος Ποσειδώνας


Το άτομο που έχει στην γέννησή του ανάδρομο τον Ποσειδώνα, είναι άτομο που δεν γίνεται εύκολα κατανοητό από τους άλλους. Τα κίνητρά του δεν στηρίζονται στην κοινή λογική που περιμένει κάποιος να βρεί στη ρίζα της κάθε πράξης. Δεν είναι σε θέση να μένει προσγειωμένο και πρακτικό.
Αντίθετα, το άτομο δονείται σε μια ανώτερη μουσική που την ακούει μόνο ο ίδιος. Οι αντιλήψεις του δεν προέρχονται από το υλικό πεδίο, αλλά αποτελούν μια άμεση σύνδεση με τη Ψυχή του. Ετσι μπορεί να είναι ένα εξαιρετικά πνευματικό άτομο, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται για την τυπική πλευρά της θρησκείας. Ζει σε ένα πνευματικό κόσμο, κατά τα δικά του � συχνά δυσδιάγνωστα � ιδεώδη.

Μπορεί να έχει μεγάλη αγάπη για τη μουσική, χωρίς όμως πάντα να μπορεί να της αποδώσει κάποια σαφή δομή ανθρώπινα φτιαγμένη. Ωστόσο, μεγάλοι μουσουργοί και δημιουργοί έχουν τον Ποσειδώνα ανάδρομο. ʼτομο με έμπνευση και ιδιαίτερες δονήσεις, συναισθάνεται σχεδόν τα πάντα, αλλά συνδέει τις αισθήσεις του όχι τόσο με τη φυσική πραγματικότητα αλλά με την αντίληψη ενός κοσμικού σύμπαντος. Γνωρίζει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα θα μπορούσε να εκφράσει με λέξεις και συνειδητοποιεί τις περιοριστικές δυνατότητες της γλωσσικής απόδωσης που παρεμποδίζει την εξάπλωση της άπειρης κατανόησής του. Μπορεί να βλέπει τα φαινόμενα και τις ψευδαισθήσεις μέσα στις οποίες ζουν οι άλλοι. Ετσι πρέπει να προσπαθήσει να βρει τη χρυσή τομή ώστε να μη τους γκρεμίζει τα οχυρά που έχουν κτίσει από άμμο ενώ ταυτόχρονα να διατηρεί όλες τις εσωτερικές αλήθειες που γνωρίζει.

Οι δοκιμασίες που βιώνει εντοπίζονται στο να μάθει να ξεδιαλέγει εκείνα που πραγματικά έχουν σχέση με τα ιδανικά του και εκείνα που φαίνονται μόνο να εκπληρώνουν τα ανέφικτα όνειρα του. Ξερει τι χρειάζεται, αλλά δυσκολεύεται να το βρει μέσα στον εξωτερικό κόσμο. Ζει συνεχώς το ένα όνειρο μετά το άλλο και συχνά καταλήγει να τρέχει για να σωθεί από φανταστικές σκιές, ενώ ταυτόχρονα κυνηγά εξωπραγματικές φαντασιώσεις.
Παρ�όλα αυτά θα πρέπει να βρει τα ιδανικά του μέσα σε αυτόν τον «άμορφο» κόσμο που τον επηρεάζει τόσο έντονα. Μερικές φορές κάνει το λάθος να προβάλλει παλιά του όνειρα σε τωρινές καταστάσεις. Αυτό δεν του επιτρέπει να δει καθαρά την πραγματικότητα του τώρα. Εξαιρετικά διαισθητικό άτομο. Ομως μέχρις ότου μάθει πώς να χειρίζεται αυτή την διαίσθηση δεν την εμπιστεύεται εύκολα. Σαν άτομο πρέπει να μάθει πώς να διαρθρώνει και να συνδέει τις αισθήσεις του με τα ιδανικά και τα όνειρα του της ζωής.

Ο τομέας μέσα στον οποίο λειτουργεί ο ανάδρομος Ποσειδώνας, δείχνει πού το άτομο θα είναι δοσμένο, πνευματικά και ονειρικά, και ενδεχόμενα ελάχιστα πρακτικό στις εξωτερικές υποχρεώσεις του. Ας δεχθεί τα δώρα του πλανήτη του, λειτουργώντας την διαίσθηση, την γλώσσα των ονείρων που κατά πάσα πιθανότητα θα βλέπει, την έμπνευση δημιουργίας και κυρίως, ας αποφύγει σ� αυτή τη ζωή τις απάτες ή τις αυταπάτες.

Από:
http://myhoroscope.gr

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Ανάδρομος Πλούτωνας

Ένας στους δύο, έχουμε στον χάρτη μας τον Πλούτωνα ανάδρομο, αφού είναι ορθόδρομος μόνο έξι μήνες στο χρόνο.
Με τον Πλούτωνα ανάδρομο στο γενέθλιο ωροσκόπιο, βλέπει κάποιος τα κακώς κείμενα της κοινωνίας σαν προσωπικό λόγο για να αλλάξει τον εαυτό του. Αν και ξέρει πως δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο θα ήθελε να το κάνει,αν ήταν εφικτό. Μπορεί όμως να αλλαξει τον κόσμο που κρύβει μέσα του, κόβοντας όλα τα κατώτερα ένστικτα και τάσεις.

Αυτή η διαδικασία χρειάζεται πολλά χρόνια και δεν φθάνει ίσως μία ζωή για να ολοκληρωθεί. Στην ανώτερη της δυνατή έκφραση αντιπροσωπεύει την αληθινή Χριστική Συνειδητότητα. Σε ένα μικρότερο βαθμό και πιο συχνά, το άτομο εξαλείφει από τη ζωή του όλους τους παράγοντες που παρεμποδίζουν την πρόοδο της Ψυχής του και την έκφραση του Πνεύματός του. Βιώνει την πάλη της ανθρωπότητας σαν μια πολύ προσωπική πάλη μέσα στον εαυτό του. Ετσι αντιδρά έντονα στην ανειλικρίνεια των άλλων με τον εαυτό τους, γιατί τη θεωρούν σαν μια προσωπική προσβολή .
Πρέπει να μάθει να αποσπά λίγο περισσότερο τον εαυτό του από τις συνήθειες και τα πρότυπα συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων που η ζωή τους δεν έχει καμία σχέση με τη δική του εσωτερική πραγματικότητα.

Ατομο που βιώνει μέσα στον εαυτό του τη συνειδητότητα των μαζών. Αισθάνεται μέσα του τον αντίκτυπο της παγκόσμιας σκέψης και συνειδητοποιεί πως αυτή συσχετίζεται με την παγκόσμια σκέψη άλλων παλαιότερων εποχών της ιστορίας.
Δεν εκφράζει πάντα προς τα έξω αυτά που ξέρει. Τείνει να βλέπει τα άλλα άτομα σαν ένα μέρος ενός μεγαλύτερου και πιο περιεκτικού συνόλου και όχι στη βάση μιας συνεχούς σχέσης ατόμου προς άτομο. Ζει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του μέσα στην ηθική του συνείδηση, κοσκινίζοντας το μεγάλο πλήθος συναισθημάτων που νιώθει μέσα του.

Η πνευματική ανάπτυξη που μπορεί να πετύχει περιορίζεται μόνο από τον συνειδητό νου του. Μπορεί κυριολεκτικά αν το θελήσει να εξυψωθεί και να ξεπεράσει ένα μεγάλο μέρος των δοκιμασιών που του επιφυλάσσει η ζωή για την οποία γεννήθηκε. Αν προσπαθήσει να αποφύγει αυτή την εξύψωση, θα αισθανθεί τις κατώτερες δοκιμασίες των γύρω του. Αντίθετα, αν αποφασίσει να εξυψώσει τον εαυτό του, μπορεί να αρχίσει να βιώνει την παραβολή του Ιησού «να είναι εξ�αυτού του κόσμου αλλά όχι μέσα σε αυτόν».
Για να το επιτύχει αυτό τελικά μπορεί να περνά από προσωρινές περιόδους απομάκρυνσης από τους γύρω κατά το πρώτο μισό της ζωής, μέχρι να μάθει να παραμένει απρόσωπο μπροστά στην ένταση του κόσμου που αισθάνεται απ΄έξω του ώστε να φτάσει στο σημείο να μη τη νιώθει να δρα μέσα του.

Πρέπει να αποφεύγει τη βία και τις βίαιες αντιδράσεις, ή την προσκόλληση που θα τον οδηγούσε σε αντίστοιχες αρνητικές αντιδράσεις. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί το δυνατό του ένστικτο, αρνητικά. Θα έχει την δύναμη (ιδιαίτερα αν ο Πλούτωνας κάνει δυνατή όψη με τον ΄Ηλιο, τη Σελήνη, τον Ωροσκόπο ή τον κυβερνήτη του Ωροσκόπου), να είναι διειδυτικό, διαισθητικό και διορατικό μαζί. Θα «συλλαμβάνει» μηνύματα κι άλλα που συμβαίνουν γύρω του, άμεσα και εύκολα. Ας δεχθεί τις πληροφορίες σαν δώρα προς όφελος της προσωπικής του αναζήτησης, ώστε να εξαγνίσει την ψυχή του, και να την οδηγήσει στα μονοπάτια της μύησης.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Ανάδρομοι πλανήτες

Ανάδρομοι πλανήτες


Η λέξη πλανήτης έχει τη ρίζα της στην ελληνική λέξη «πλανώμαι», με την ευρύτερη έννοια του κινούμαι. Έτσι, όταν αναφέρουμε τη λέξη πλανήτης, εννοούμε ένα σώμα που κινείται.
Μέχρι τον 17ο αιώνα δεν υπήρχε σαφής εικόνα για την κίνηση των πλανητών. Ο πρώτος που έριξε φως πάνω σε αυτό το θέμα, και έκανε κατανοητές τις κινήσεις των πλανητών, ήταν ο Γιοχάνες Κέπλερ.
Όταν κοιτάξουμε τους πλανήτες από τη Γη, δίνουν την εντύπωση ότι εκτελούν δύο κινήσεις, μία ορθή (κίνηση προς τα εμπρός) και μία ανάδρομη (κίνηση προς τα πίσω, οπισθόδρομη).
Κατά την ορθή κίνησή τους φαίνονται να σταματούν σε κάποιο σημείο και ν' αρχίζουν ανάδρομη κίνηση. Αλλά και πάλι να σταματούν για να επιστρέψουν και να ξεκινήσουν την αρχική ορθή φορά τους.

Σε σχέση με τους ανάδρομους πλανήτες έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.
Ο Αλεξάντερ Ρουμπερτί, στο βιβλίο του «Οι κύκλοι του γίγνεσθαι» αναφέρει: «Ο όρος ανάδρομος πλανήτης δεν σημαίνει τον πλανήτη που κινείται προς τα πίσω, αλλά αυτόν που δίνει αυτήν την εικόνα, καθώς κινείται σε μία (α) χρονική περίοδο πλησιέστερα στη Γη». (Ο πλανήτης έλκεται από τη Γη και καθώς ξεφεύγει από την κανονική του τροχιά κινείται με κατεύθυνση προς αυτή).
Από αστρολογικής πλευράς, ο ανάδρομος πλανήτης, όταν βρίσκεται σ' ένα γενέθλιο ωροσκόπιο, εκφράζει τις αντιδράσεις του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, με έναν καθαρά υποκειμενικό τρόπο.

Για να γίνει πιο σαφής η κατανόηση των ανάδρομων πλανητών θα πάρουμε ως σημείο αναφοράς το ζωδιακό σημείο στη μηδέν (0) μοίρα του Κριού. Έστω ότι στη μηδέν (0) μοίρα του Κριού υπάρχει κάποιος πλανήτης. Αυτός ο πλανήτης θα αποτελεί πάντα την απαρχή ενός νέου κύκλου εμπειριών.
Αν στο ίδιο σημείο, μηδέν (0) μοίρα του Κριού, βρίσκεται κι ο Ωροσκόπος τότε ο πλανήτης -εφόσον βρίσκεται σε ανάδρομη φορά- αντί να συνεχίσει την πορεία του μέσα στο ζώδιο του Κριού, θα προχωρήσει μέσα στο ζώδιο των Ιχθύων, από την 30η προς την 29η μοίρα κ.λπ. Και εφόσον στην μηδέν (0) μοίρα του Kριού -όπως είπαμε- είναι ο Ωροσκόπος, ο ανάδρομος πλανήτης θα κινηθεί μέσα στο δωδέκατο (12ο) οίκο.
Στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρομαι σε αυτό το παράδειγμα για να παραλληλίσω τη φύση του ανάδρομου πλανήτη, διότι η συμπεριφορά του είναι όμοια με αυτή του ζωδίου των Iχθύων, του κυβερνήτη του, του Ποσειδώνα, και του δωδέκατου (12ου) οίκου.
Αυτό σημαίνει ότι οι ανάδρομοι πλανήτες αναγκάζουν τον άνθρωπο να βιώνει εμπειρίες του παρελθόντος. Τον αναγκάζουν να καταπιαστεί εκ νέου με ημιτελείς καταστάσεις, που άφησε πίσω του κάποτε, και να συμπληρώσει τα κενά που υπάρχουν, σε όποιο επίπεδο δραστηριοτήτων κι αν είναι αυτά.

Ο ρόλος των ανάδρομων πλανητών, στο σημείο αυτό, μπορεί να θεωρηθεί θετικός. Το άτομο μαθαίνει να χειρίζεται τις όποιες καταστάσεις που υπαγορεύονται από τον ανάδρομο πλανήτη και οι οποίες υπάρχουν ως αναμνήσεις στο υποσυνείδητό του.
Ο ανάδρομος πλανήτης λειτουργεί σε υποκειμενικό επίπεδο, γι' αυτό η δράση του δεν είναι εμφανής, στις εξωτερικές δραστηριότητες του ατόμου. Ο τρόπος λειτουργίας του στην πράξη είναι όμοιος με αυτόν του Πλούτωνα, και δεν είναι λίγες οι φορές που, αυθεντίες αστρολόγοι, προβληματίζονται να καταλήξουν σε συμπεράσματα, για τη δράση ενός ανάδρομου πλανήτη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ανάδρομοι πλανήτες δημιουργούν ένα τελείως διαφορετικό δυναμικό πεδίο, από τους πλανήτες που έχουν ορθόδρομη φορά. Αυτό, όμως, το δυναμικό πεδίο δε γίνεται εύκολα κατανοητό, και έτσι δημιουργούνται προβλήματα, κυρίως συμπεριφοράς.
Ο άνθρωπος, μέσω των ορθόδρομων πλανητών του, μπορεί και αλλάζει την ενέργεια που αποκτά από αυτούς, καθώς αυτή η ενέργεια έχει μία αυξανόμενη κατακόρυφη άνοδο και μετά μία φυσιολογική πτώση.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τους ανάδρομους πλανήτες. Διότι ο ανάδρομος πλανήτης, όπως αναφέρει ο Σούλμαν στο βιβλίο του «ανάδρομοι πλανήτες», αναγκάζει τον άνθρωπο να περνά από την τριπλή φάση της ανάδρομης διαδικασίας, δηλαδή:
1. Το αυτόματο πήδημα, που κάνει μέσα στο χρόνο, με σκοπό να ζήσει το μέλλον τώρα.
2. Αυτό που είχε δει φευγαλέα πριν, το βλέπει στο μέλλον και νιώθει ότι βρίσκεται ήδη εκεί.
3. Καθώς η εμπειρία είναι βαθιά ριζωμένη στο παρελθόν, ζει ξανά την προσμονή για ένα μέλλον που έχει ήδη συμβεί.

Δεν θα γίνει αναλυτική μελέτη επάνω στη θεωρία του Σούλμαν σε αυτό το άρθρο, όμως αξίζει να σημειωθεί ότι στις φάσεις 1 και 2, με την προσπάθεια να ζει κανείς στο μέλλον, δέχεται τις αλληλοδονήσεις του μέλλοντος - παρελθόντος, έτσι ώστε ούτε η αστρολογία να μην μπορεί να προβλέψει τον τρόπο με τον οποίο θα συμπεριφερθεί το άτομο (γιατί είναι καθαρά προσωπικό το θέμα). Αντίθετα, αυτός που ανήκει στην τρίτη φάση αντιδρά με έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο, από τους άλλους. Δείχνει να ξέρει τι θέλει, και γι' αυτό η συμπεριφορά του δε δημιουργεί ερωτηματικά.
Εξαιτίας της τριφασικής εξέλιξης, το άτομο δοκιμάζεται στη ζωή του σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, πράγμα που δεν συμβαίνει με τα άτομα που έχουν πλανήτες σε ορθή φορά.

Οι ανάδρομοι πλανήτες, όχι μόνο γυρίζουν το άτομο στο χθες, (στον περασμένο μήνα, στον περασμένο χρόνο), αλλά σύμφωνα με την Καρμική αστρολογία -άποψη που δεν μπορώ εύκολα να υιοθετήσω- το κάνουν να παλινδρομεί και σε προηγούμενες ζωές, οι αναμνήσεις των οποίων μεταφέρονται στην παρούσα ζωή.

Ο ανάδρομος πλανήτης χρωματίζεται από τις ιδιότητες του ζωδίου που καταλαμβάνει, τις οποίες «εκδηλώνει» σαν εμπειρίες που πάρθηκαν προγενέστερα.
Αξίζει τον κόπο, λοιπόν, ο άνθρωπος ν' ασχοληθεί με τα μηνύματα που του δίνει ο ανάδρομος πλανήτης του. Γιατί έτσι θα αναπτύξει μία καθαρότερη και αντικειμενικότερη αντίληψη, γύρω από τη σημασία του, και θα δημιουργήσει μία πιο οργανωμένη παραγωγική ζωή.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες και απόψεις για τους ανάδρομους πλανήτες όπως των Βιρτζίνια Έομπανκ και Τζόαν Γουικένμπεργκ. Όπως και του Τζων Μακ Κόρμπι, που στο βιβλίο του «ανάδρομοι πλανήτες», τονίζει ότι η συμπεριφορά του ατόμου που, στο γενέθλιο ωροσκόπιό του, έχει περισσότερους από τέσσερις ανάδρομους πλανήτες (ανώτερης οκτάβας) χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα, εσωστρέφεια και μοναχικότητα.

Κατά τον Μπιλ Τιερύ, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ανάδρομων πλανητών, σε ένα γενέθλιο ωροσκόπιο, τόσο πιο έντονος είναι ο υποκειμενισμός του ανθρώπου, σε σχέση με τα ενδιαφέροντα και τους δεσμούς του. Όμως, στον τρόπο της σκέψης και της δράσης του παρατηρείται κάποια αυθεντικότητα, διότι αυτός ο άνθρωπος δεν επηρεάζεται από το εξωτερικό περιβάλλον του.

Γράψαμε ένα ενημερωτικό άρθρο και όχι μια εμπεριστατωμένη μελέτη όπως για περιπτώσεις που οι ανάδρομοι πλανήτες συμμετέχουν σε διάφορες θετικές ή αρνητικές όψεις, όπως και δεκάδες άλλα σημεία που μόνο μέσα από μια Σχολή Αστρολογίας μπορούν να εξηγηθούν.
Κλείνοντας ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι πολλές σχολές της αστρολογίας πιστεύουν ότι οι ανάδρομοι πλανήτες παίζουν τον ρόλο του αγγελιαφόρου, προγενεστέρων εμπειριών, τις οποίες βίωσε το άτομο σε προηγούμενες ενσαρκώσεις του, και από τις οποίες, δυστυχώς, δε διδάχθηκε όσα έπρεπε ή δεν τις συνειδητοποίησε τότε, με αποτέλεσμα να τις αναβιώσει στην παρούσα ζωή του.
Επειδή αυτή δεν είναι παρά μία άποψη, πιστεύω ότι δε θα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε κανόνας. Βέβαια, οι ανάδρομοι πλανήτες δεν υπακούουν σε εξωτερικές επιταγές, αλλά μόνο στην εσωτερική, δική τους φωνή.
Αλλά, έστω κι έτσι, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρνητική δρώσα δύναμη. Επομένως, οι ανάδρομοι πλανήτες, όπως είδαμε, μπορεί να λειτουργούν αρνητικά, αλλά από την άρνηση να ξεπηδούν και θετικά στοιχεία.

Τα άτομα με ορθόδρομους πλανήτες έχουν ιδιαίτερη αντίληψη για τον χρόνο και τον χώρο και ζουν σύμφωνα με αυτήν (την αντίληψη), έτσι συμβαίνει και με το «ανάδρομο» άτομο. (Αυτός είναι ένας όρος για το άτομο που έχει περισσότερους των τριών ανάδρομων πλανητών στο ωροσκόπιό του ή και μόνον έναν ανάδρομο πλανήτη, που βρίσκεται στον Ωροσκόπο ή το Μεσουράνημα).

Από στατιστικές έρευνες έχει βρεθεί ότι το 92% του πληθυσμού της Γης έχει, έναν, τουλάχιστον, ανάδρομο πλανήτη.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η ανάδρομη κίνηση των πλανητών, σε ένα γενέθλιο ωροσκόπιο, μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην ανάπτυξη του ΕΓΩ.
Αν μπορεί κανείς, βέβαια, να εισχωρήσει μέσα στις αόρατες δυνάμεις τους και να ανακαλύψει τη λειτουργικότητά τους, τότε ενδέχεται να βρει την ατραπό -μέσα από τις εμπειρίες του παρελθόντος- που οδηγεί στο μέλλον και στην τελειότητα του εαυτού του.

Από:http://myhoroscope.gr/32-%C1%ED%DC%E4%F1%EF%EC%EF%E9-%F0%EB%E1%ED%DE%F4%E5%F2/759-%C1%ED%DC%E4%F1%EF%EC%EF%E9-%F0%EB%E1%ED%DE%F4%E5%F2.html

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Αφροδίτη ανάδρομη

Ο ρόλος της Αφροδίτης στην αστρολογία σχετίζεται με τη δημιουργία σχέσεων, την απόκτηση όμορφων πραγμάτων, τη γοητευτική εμφάνιση των ανθρώπων, τους όμορφους διακοσμημένους χώρους. Με λίγα λόγια σχετίζεται με την αισθητική πλευρά της ζωής, και ως ένα σημείο με τη μόδα.

Όταν η Αφροδίτη παρουσιάζεται ως ανάδρομη, στο γενέθλιο ωροσκόπιο, εξακολουθεί να σχετίζεται με τα προαναφερόμενα, μόνο που η αισθητική αξία δε δημιουργείται από τη γενικότερη κοινωνική συμμετοχή. Στηρίζεται σε προσωπικά κριτήρια. Δηλαδή, το άτομο παρουσιάζει μια πιο υποκειμενική κρίση, ακόμα και ως προς τη σημασία της αγάπης, της ομορφιάς και των διαπροσωπικών σχέσεων, γενικότερα. Συχνά, μάλιστα, προσκολλάται σε πράγματα που οι άλλοι δεν δίνουν ιδιαίτερη ή καμία προσοχή. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί το άτομο δεν ενθουσιάζεται μόνο από την εξωτερική εμφάνιση. Αναζητά περισσότερο την ψυχική ομορφιά και ποιότητα, ενώ οι άλλοι δεν έχουν αυτήν την ικανότητα. Έτσι μπορεί να έλκεται από πράγματα τα οποία να αφήνουν τους άλλους αδιάφορους. Η αγάπη, λοιπόν, έχει μία βαθύτερη έννοια την οποίαν, όμως, παρ' όλο ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος την κατανοεί, δεν μπορεί εν τούτοις να την εκφράσει προς τα έξω, έτσι όπως τη νιώθει. Και τούτο διότι δεν έχει την ευχέρεια να είναι αυθόρμητος. Τόσο, μάλιστα, που συχνά δυσκολεύεται να εκφράσει την τρυφερότητα και την αγάπη του, ακόμα και στον ερωτικό του σύντροφο.

Έτσι, λοιπόν, αιτιολογείται γιατί, αυτό το κομμάτι της ζωής του ατόμου, δεν είναι απόλυτα ευτυχισμένο, καθώς περνά και κρίσεις απομόνωσης, τις οποίες σχεδόν δημιουργεί μόνο του. Το γιατί, βρίσκεται πάλι κρυμμένο στο εσωτερικό της ψυχής του. Επειδή εσωτερικά αισθάνεται περισσότερο ασφαλές, όταν είναι μόνο του, δε νιώθει τόσο την ανάγκη να κάνει πιο στενές προσωπικές σχέσεις. Κάτι, βέβαια, που δημιουργεί συχνά απορίες στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Το ίδιο το άτομο, όμως, καταλαβαίνει, με μια αναμφισβήτητη ευκολία, ακόμα και τα πιο κρυμμένα συναισθήματα των άλλων, ακριβώς επειδή έχει την ικανότητα να εισχωρεί στον συναισθηματικό κόσμο τους και να κάνει τις επιλογές του.

Η Αφροδίτη, όπως και ο Δίας, θεωρούνται πλανήτες της υπερβολής. Γι' αυτούς τους πλανήτες, τα περισσότερα είναι καλύτερα από αρκετά. Στην περίπτωση, όμως, της ανάδρομης Αφροδίτης, οι όροι αντιστρέφονται, το αρκετό μπορεί να είναι ικανοποιητικό.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, πάντως, με ανάδρομη Αφροδίτη έχουν μία ιδιόμορφη τακτική, ως προς τον τρόπο που εκδηλώνουν την αγάπη τους. Το ύφος και τα έργα τους μοιάζουν με μια πανανθρώπινη προσφορά. Αλλά, παρατηρούμε και μια αυτοσυγκράτηση για το «τι θα σκεφτούν οι άλλοι για μένα». Κάτι που μοιάζει σαν ανασφάλεια. Όμως, όλοι έχουμε την ανάγκη της επιβεβαίωσης, για τον εαυτό μας. Όλοι θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι μας αγαπούν. Όμως, εδώ στην περίπτωση της ανάδρομης Αφροδίτης, το άτομο μπορεί να μην αισθάνεται καθόλου αυτήν την ανάγκη, να το αγαπούν. Είναι η περίπτωση του ανθρώπου που έχει υπερκαλυφθεί από την αγάπη που ο ίδιος έχει δώσει στον εαυτό του, περίπτωση ναρκισσισμού. Ή μπορεί το άτομο να νιώθει την αγάπη μέσα από το δόσιμο του, στο Θεό ή στο διάβολο.

Μια άλλη περίπτωση, που μπορεί να δημιουργεί κάποια δυσφορία στο άτομο με ανάδρομη την Αφροδίτη, είναι η στάση των άλλων απέναντι στην απόκτηση και τη διατήρηση των υλικών αγαθών. Επειδή το ίδιο το άτομο είναι ανιδιοτελής φύση, του δημιουργεί απέχθεια η ιδιοτέλεια της κοινωνίας που ζει.

Η ανικανότητά του, πολλές φορές, να δεχτεί τους άλλους όπως είναι κι όχι όπως θα ήθελε να είναι, το οδηγούν σε μία αντικοινωνική συμπεριφορά. Μπορεί να συμπεριφέρεται, μάλιστα, με προκλητικό τρόπο, απλά και μόνο για να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την αγάπη του περιβάλλοντος του ή για να δημιουργήσει την αίσθηση ότι είναι ένα ξεχωριστό άτομο.

Γενικά, πάντως, ο άνθρωπος με ανάδρομη την Αφροδίτη στο γενέθλιο ωροσκόπιό του, πρέπει να ασχοληθεί με την ανάπτυξη της κοινωνικότητας του την καλλιέργεια της αντικειμενικής κρίσης στις σχέσεις του, και στην έννοια της αγάπης. Δηλαδή, να ξεχωρίσει την ατομική από την πανανθρώπινη αγάπη. Να ξεχωρίσει την έννοια της ενότητας, από της αποκλειστικότητας. Να αισθανθεί, δηλαδή, ότι πραγματική αγάπη σημαίνει να αφήνεις τον άλλον να είναι αυτό που είναι. Να απαλλαγεί, επίσης, από ενδογενείς εγωισμούς και να χρησιμοποιεί τα ταλέντα και τις ιδιότητες με τις οποίες τον προίκισε η φύση. Χωρίς να νιώθει ότι δεν είναι αρκετά, με συνέπεια να κάνει πράγματα που να τον υποβιβάζουν ως άνθρωπο.


ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Η φαινομενική ανάδρομη κίνηση της Αφροδίτης, μπορεί να διαρκέσει περίπου σαράντα δύο ημέρες. Αυτό σημαίνει, με βάση το προοδευτικό ωροσκόπιο «μία ημέρα ένας χρόνος», ότι το άτομο για 42 χρόνια περίπου θα είναι λιγότερο κοινωνικό, ως προς τις καθημερινές, κυρίως, υποχρεώσεις του. Όμως, η αλλαγή στη συμπεριφορά του θα είναι πιο εμφανής, στη διάρκεια της χρονιάς που ο πλανήτης αρχίζει την ανάδρομη φορά. Δηλαδή, τότε, το άτομο αρχίζει να αισθάνεται ανασφαλές ως προς τις σχέσεις και την αξία του.

Κατά τους μεταφυσικούς αστρολόγους, το άτομο, καθόλη τη διάρκεια που η Αφροδίτη θα βρίσκεται σε ανάδρομη φορά, θα ζει εμπειρίες ανάλογες των περασμένων ενσαρκώσεών του, οι οποίες μπορεί να είναι τελείως αντίθετες από αυτές που βίωνε ή που, εκ των πραγμάτων, θα έπρεπε να βιώνει στην παρούσα ζωή του. Έτσι, μπορεί να παρουσιάζει κάποια δυσπροσαρμοστικότητα στη συμπεριφορά του, η οποία να του δημιουργεί προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις του και μάλιστα αρκετά σοβαρά (αν η Αφροδίτη, εκτός του ότι είναι ανάδρομη, δέχεται και δυσμενείς ακτινοβολίες από εξωτερικούς πλανήτες, κυρίως με όψεις αντίθεσης). Σε μία τέτοια περίπτωση -της πολύ δυσαρμονικής Αφροδίτης- παρόλο ότι το άτομο έχει τη δυνατότητα να εισχωρεί στο βάθος των άλλων και να γνωρίζει τα πραγματικά συναισθήματά τους, εν τούτοις εναντιώνεται σε κάθε τι που δεν είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες του, αλλά του επιβάλλεται από το κοινωνικό καθεστώς.

Αν ο ρόλος της Αφροδίτης στο ωροσκόπιο είναι διπλός -δηλαδή, εκτός εκείνου που συνδέεται με τις ανθρώπινες σχέσεις, έχει σχέση και με τους οικονομικούς πόρους του ατόμου- δεν αποκλείεται να σηματοδοτεί οικονομικές δυσκολίες, κυρίως λόγω κακής διαχείρισης.

Πάντως, αν ο άνθρωπος δουλέψει πάνω στις ιδιότητες της Αφροδίτης (σχέσεις, αισθητική, ευγένεια κ.λπ.), μπορεί να του αποκαλυφθούν κρυμμένα του ταλέντα, τα οποία θα είχε αξιοποιήσει κάποτε, σε προηγούμενες ενσαρκώσεις του.


ΔΙΕΛΑΥΝΟΥΣΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Η ανάδρομη κίνηση της Αφροδίτης, όπως προαναφέρθηκε, διαρκεί σχεδόν 42 ημέρες και πραγματοποιείται κάθε έξι μήνες, περίπου.
Τα ζητήματα που θα επηρεαστούν θα είναι σχετικά με του οίκου που θα ενεργοποιείται από τη διέλευση.
Το άτομο, παρόλο ότι γίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητο, την εποχή εκείνη, δεν εκδηλώνεται και δεν γίνεται αντιληπτό από το περιβάλλον του. Όμως, καλό θα είναι να αποφεύγει, καλού κακού, ζητήματα που σχετίζονται με τις δικαιοδοσίες της Αφροδίτης. Σε μία τέτοια εποχή, μάλιστα, ίσως θα ήταν πιο φρόνιμο να αποφεύγει κανείς τον γάμο ή το διαζύγιο, την έναρξη μίας συνεργασίας ή τη διακοπή της, χειρουργικές επεμβάσεις που σχετίζονται με την αισθητική κ.λπ. Μπορεί το πρόβλημα εκείνης της εποχής να γίνει σοβαρότερο αν η ανάδρομη Αφροδίτη σχηματίζει δυσαρμονικές όψεις με γενέθλιους πλανήτες, και μάλιστα με τους ʼρη, Δία, Ουρανό.

Αν η ανάδρομη Αφροδίτη, επίσης, είναι συνδεδεμένη από μόνη της ή μέσω του οίκου που διέρχεται, με τα οικονομικά, το άτομο πρέπει να δείχνει ιδιαίτερη προσοχή στις συναλλαγές του. Κυρίως θα πρέπει να ελέγχει τον ενθουσιασμό του, είτε γιατί τον συγκινεί η όμορφη εμφάνιση κάποιου ανθρώπου και σκεφτεί ότι καλή θα ήταν μία οποιαδήποτε σχέση μαζί του, ή τον συγκινεί η ομορφιά κάποιου πράγματος και ενδιαφερθεί να το αποκτήσει, χωρίς όμως να του είναι απαραίτητο. Θα πρέπει, λοιπόν, να προηγείται η έρευνα, από την απόφαση.

Γενικά, όμως, θα πρέπει να αποφεύγονται αγοραπωλησίες αντικειμένων τέχνης, κοσμημάτων, αντικών, ακόμα και ρουχισμού που είναι μεγάλης αγοραστικής αξίας. Επίσης, το άτομο, πρέπει να βρει κάποιο τρόπο να περιορίζει τα γενικότερα έξοδα του. Αν από τη φύση του, μάλιστα, το άτομο είναι γενναιόδωρο, στην συγκεκριμένη εποχή θα πρέπει να προσέξει, διότι μπορεί να γίνει σπάταλο, με τις σχετικές συνέπειες.
Αν η Αφροδίτη σχετίζεται ή βρίσκεται, κατά την ανάδρομη διέλευσή της, σε τομέα που εκπροσωπεί τα δικαστήρια, τους συναγωνισμούς και ανταγωνισμούς απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Μπορεί να σηματοδοτεί αναβολή της δίκης, ή απόφαση που να μην είναι η επιθυμητή ή, ακόμα, να κληθεί το άτομο σε μία δίκη, κάτι που δε θα το επιθυμούσε.

Η θετική πλευρά, αυτής της εποχής, είναι ότι δίνεται η ευκαιρία στο άτομο να επαναξιοποιήσει τις σχέσεις του. Επίσης, να ενδιαφερθεί για δουλειές -σχετικές με τη φύση της Αφροδίτης- που έχουν μείνει σε εκκρεμότητα, και να τις διεκπεραιώσει. Τέλος, σε οικονομικά ζητήματα, να επανεξετάζει τις λανθασμένες ενέργειες του και να χαράζει μία σωστότερη πορεία, όταν η Αφροδίτη επιστρέψει σε ορθή φορά.

Από: http://www.myhoroscope.gr/32-%E1%ED%DC%E4%F1%EF%EC%EF%E9-%F0%EB%E1%ED%DE%F4%E5%F2/1651-%E1%F6%F1%EF%E4%DF%F4%E7-%E1%ED%DC%E4%F1%EF%EC%E7.html

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Στωικισμός

Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.Χ. – περίπου 250 μ.Χ.), ιδρυθείσα στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την «Ποικίλη Στοά» από όπου και πήρε το όνομά της η Σχολή.

Κατά τους στωικούς, η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους Θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση.

Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του (στα λατινικά ratio), ωθεί προς την Αρετή, άρα το «κατά Φύσιν ζήν» σημαίνει «κατ' Αρετήν ζήν». Η Αρετή είναι το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι «αδιάφορα».

Σύμφωνα με τον στωικισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του. Με το να βλάπτει κανείς τους άλλους για το υποτιθέμενο ατομικό του συμφέρον, υπονομεύει κατ' ουσίαν την ίδια του την φύση. Ο στωικός δεν αρνείται τον κόσμο των θνητών πραγμάτων, ούτε όμως και εξαρτάται από αυτόν, απλώς ζει ατάραχα μέσα του ενώ, σε αντίθεση προς την απόσυρση των επικουρείων, συμμετέχει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής (λ.χ. πολιτική, οικογένεια, κ.λ.π.).

Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την «κοσμόπολι» της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος (που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους), ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.

Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.

Σε αντίθεση προς τους επικούρειους, οι στωικοί δέχονται σε επίπεδο Θρησκείας την προσευχή και την λατρευτική πράξη, μόνο όμως όταν το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε συμφωνία με την Μοίρα (Σενέκας, «Naturales Quaestiones», 2. 37 και 5. 25). Η προσευχή δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, μπορεί ωστόσο να φέρει στον άνθρωπο την ορθή πνευματική κατάσταση σε σχέση με αυτά (Μάρκος Αυρήλιος, 9. 40), ενώ ως καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών ορίζεται η κατανόηση και μίμηση της αγαθότητάς τους (Σενέκας, «Επιστ.» 95. 47 - 50).

Τέλος, όπως και στον Επικουρισμό, η πιθανότητα προσωπικής αθανασίας (με εξαίρεση την θέση του Ποσειδωνίου, της Μέσης Στοάς) απορρίπτεται.

Αμοραλισμός

Αμοραλισμός και συμβατικότητα στην κοινωνία

του Χρήστου Γιανναρά


Η λέξη «κόλαση» και τα συναφή

Επίσκεψη λέξεων: Τι θα πει «αμοραλισμός», ποια η σημασία του; Η λέξη δεν έχει καταγωγή ελληνική, τη φτιάξαμε από το γαλλικό amoral που σημαίνει, όπως διαβάζουμε στο Robert Micro: «ο ξένος (άσχετος) με την ηθικότητα». Διαφέρει, δηλαδή, ο αμοραλιστής από τον ανήθικο. Ο ανήθικος εναντιώνεται στις αρχές της ηθικής, ενεργεί ενάντια στην ηθική. Ενώ αμοραλιστής είναι ο αδιάφορος για την ηθική, αυτός που δεν θέτει θέμα διαφοράς του «καλού» από το «κακό», αρνείται να διακρίνει το ηθικό από το ανήθικο.

Σίγουρα ο ορισμός του «καλού» και του «κακού» είναι συμβατικός, προϊόν χρησιμοθηρικής σύμβασης - συμφωνίας. Συνδέεται, ωστόσο, και με μια πραγματιστική εκδοχή όταν διαστέλλει το αληθινό από το ψεύτικο, το γνήσιο από το αλλοτριωμένο. Συχνά, επίσης, συνδέεται στον κοινωνικό βίο το «κακό» με το άλογο, άρα με το ενστικτώδες, το ορμέμφυτο, το κτηνώδες, δηλαδή με τον εγωκεντρισμό, την ιδιοτέλεια. Τότε το «καλό» ταυτίζεται με ό,τι υπηρετεί τις σχέσεις κοινωνίας, ό,τι συνιστά έμπρακτη έγνοια για τη συλλογικότητα, ετοιμότητα αυθυπέρβασης.

Και ας έρθουμε στη λέξη «πρόσχημα». Λεξικογραφεί ο Μπαμπινιώτης: «Πρόσχημα λέμε ό,τι προβάλλεται ως δικαιολογία, την προσπάθεια να κινούνται οι δικαιολογίες σε πλαίσια συμβατικά, δηλαδή να είναι αληθοφανείς, να μην γίνεται προφανές το ψεύδος». Και ποιος ο ορισμός του «συμβατικού», της «συμβατικότητας»; Η λέξη θέλει να ξεχωρίσει αυτό που γίνεται ανεκτό με κοινή συμφωνία - σύμβαση, να το διαστείλει από το κοινά και αυτονόητα αποδεκτό. Σε μια συλλογικότητα υφίστανται κάποιες άτυπες, σιωπηρές συμφωνίες ανοχής και κατάφασης τυποποιημένων προτύπων συμπεριφοράς με περιστασιακό, χρηστικό χαρακτήρα, προτύπων άσχετων με την ειλικρίνεια και γνησιότητα της συμπεριφοράς.

Το ερώτημα που προετοιμάζει αυτή «η των λέξεων επίσκεψις» είναι συγκεκριμένο και ρεαλιστικό: Η συμβατικότητα, η κυριαρχία των προσχημάτων, ο αμοραλισμός, συνιστούν συμπτώματα που παρακολουθούν παντού και πάντοτε τον λεγόμενο «δημόσιο βίο» μιας κοινωνίας; Είναι μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα του δημόσιου βίου; Το ερώτημα ζητάει απάντηση διαπιστωτική και οι διαπιστωτικές αποφάνσεις έχουν πολλή σχετικότητα. Για να είναι στοιχειωδώς έγκυρες προαπαιτείται σοβαρή μελέτη της Ιστορίας αλλά και του επίκαιρου διεθνικού «παραδείγματος» – τελικά συναρτώνται οπωσδήποτε και με την κριτική ευφυΐα, την απροκατάληπτη, του ανθρώπου που τολμάει τη διαπιστωτική απόφανση.

Με όλες τις επιφυλάξεις σχετικότητας και διαψευσιμότητος των διαπιστώσεών της, μια πρώτη απαντητική πρόταση στο παραπάνω ερώτημα θα μπορούσε να ορίζει ότι: Σε κάποιο ποσοστό η συμβατικότητα στον δημόσιο βίο είναι και αναπόφευκτη και υποχρεωτική. Και αυτό επειδή εξασφαλίζει, με το κύρος της κοινής συναίνεσης - σύμβασης, το χρηστικό ελάχιστο του σεβασμού που απαιτείται για τους δεσμούς των κοινωνικών λειτουργημάτων και για τους λειτουργούς των θεσμών. Το να πειθαρχούμε στις συμβατικές οριοθετήσεις τόσο της γλώσσας όσο και της συμπεριφοράς, να πειθαρχούμε ειλικρινά ή προσχηματικά, συνειδητά ή από συνήθεια, είναι όρος λειτουργικότητας του δημόσιου βίου, προϋπόθεση για την αποδοτικότητα των θεσμών. Θεσμών που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και ευρυθμία.

Η συμβατικότητα στον δημόσιο βίο είναι αναπόφευκτη, αλλά σε κάποιο ποσοστό. Το ποσοστό κυριαρχίας της συμβατικότητας κρίνει το επίπεδο μιας κοινωνίας: τη στάθμη καλλιέργειας και ανάπτυξης, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, τις ζωτικές προτεραιότητες της θεσμικής οργάνωσης. Από το ποσοστό της συμβατικότητας στον δημόσιο βίο κρίνεται και η παρακμή, η αποδιοργάνωση, ο εκφυλισμός μιας κοινωνίας.

Οπου πλεονάζει κυριαρχικά η συμβατικότητα, οι συμπεριφορές είναι προσχηματικές, αμβλύνονται τα κριτήρια διάκρισης ποιοτήτων, γίνεται αυτονόητη η αναξιοκρατία. Και αυτονόητη αναξιοκρατία σημαίνει κατίσχυση του αμοραλισμού. Οι κοινωνικές προτεραιότητες περιθωριοποιούνται μέχρις εξαφάνισης, η κτηνώδης αλογία του εγωκεντρισμού αναδείχνεται πρότυπο βίου. Χάνεται ή και χλευάζεται η διάκριση «καλού» και «κακού», ηθικού και ανήθικου, γνησιότητας και αλλοτρίωσης. Η κυριαρχία της συμβατικότητας στον δημόσιο βίο αποδείχνεται σημάδι προχωρημένης, ίσως και μη αναστρέψιμης παρακμής μιας κοινωνίας, τεκμήριο ελαχιστοποίησης και προμήνυμα αφανισμού των προϋποθέσεων συνοχής της συλλογικότητας.

Πότε είναι γόνιμη και αναγκαία η πειθάρχηση στις συμβατικές οριοθετήσεις γλώσσας και συμπεριφοράς και πότε εκφαυλιστική και παρακμιακή; Προφανέστατα είναι λειτουργική η συμβατικότητα όταν συνειδητά υπηρετεί τις σχέσεις κοινωνίας και καταστροφική όταν διευκολύνει την ιδιοτέλεια, τον αντικοινωνικό ατομοκεντρισμό. Θεσμικά (δηλαδή πολιτικά, με κανονιστικές διατάξεις) να οριοθετηθεί η διάκριση και διαφορά, μοιάζει μάλλον αδύνατο. Μόνο έμμεση μπορεί να είναι η πολιτική παρέμβαση: μέτρα για τη συνεχή αναβάθμιση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας – απόλυτη προτεραιότητα της εκπαίδευσης, κοινωνικός έλεγχος των ΜΜΕ, άτεγκτη αξιοκρατία σε κάθε πτυχή λειτουργίας του κράτους. Τέτοιες έμμεσες παρεμβάσεις «χτίζουν» προοδευτικά την απροσδιόριστη αλλά καθολική «αίσθηση» ορίων της γόνιμης και της νεκρωτικής (της κοινωνικής και της αντικοινωνικής) συμβατικότητας.

Μιλάμε για νέκρα, όταν ο λόγος στο κοινοβούλιο είναι κατά 99,9% συμβατικός και σπάνια, σπανιότατα ανιδιοτελής και γνήσιος. Οταν και εκτός κοινοβουλίου ο πολιτικός λόγος είναι απόλυτα υποταγμένος στην προτεραιότητα δημιουργίας εντυπώσεων. Οταν τα κομματικά συνέδρια, αντί να παράγουν πολιτικό προβληματισμό, ξεπέφτουν σε μικρονοϊκή και εξευτελιστική στη συμβατικότητά της ρητορεία. Οταν οι επιφορτισμένοι με την ευθύνη εκπροσώπησης της αγωνίας και της πίκρας του λαού χειροκροτούν όρθιοι, σαν ευτελείς λακέδες, ολίγιστους θλιβερούς στην ανεπάρκειά τους ηγέτες, προϊόντα συμβατικής εξισορρόπησης συμφερόντων.

Νέκρα, όταν τίμιοι άνθρωποι, ευφυείς, με προσχήματα παιδαριώδη και κριτήρια απολύτως αμοραλιστικά, επαινούν, βραβεύουν, χειροκροτούν ατάλαντους καλλιτέχνες, μετριότατους έως και κωμικούς συγγραφείς, επιπόλαιους ή επιδεικτικά χυδαίους δημοσιογράφους, αφόρητης πλήξης και κενότητας θεάματα. Σε κοινωνίες παρακμής οι άνθρωποι φτάνουμε να ψηφίζουμε για άρχοντες και εξουσιαστές μας θλιβερά εκτοπλάσματα της κοινωνικής συμβατικότητας, γιατί έχουμε χάσει την ικανότητα να ξεχωρίζουμε τα πρόσωπα από τα προσωπεία, το πραγματικό από το επίπλαστο.

Αν έχει νόημα η λέξη «κόλαση», σίγουρα σημαίνει τον βασανισμό να ζει κανείς τη μία και μοναδική ζωή του σε κοινωνία που κυριαρχούν η συμβατικότητα, τα προσχήματα, ο αμοραλισμός.


Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής 11-11-2007.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Κύπρος

Κύπρος

Ιστορία της Κύπρου

Η Κύπρος έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στην ιστορία καθώς η γεωγραφική της θέση είναι θέση κλειδί στην ανατολική μεσόγειο

H Κύπρος την Νεολιθική Εποχή

Η κυπριακή ιστορία αρχίζει από την 6η χιλιετηρίδα π.Χ. Όμως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο νησί υπάρχουν και παλιότερα. Αυτό που έκανε σημαντική την Κύπρο στην αρχαιότητα πέρα από τη γεωγραφική της θέση είναι η ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων χαλκού στο νησί την 3η χιλιετηρίδα π.Χ.. Ο Χαλκός που πιθανότατα έδωσε και το όνομα της στη Κύπρο, σημαντικότατο μέταλο για την εποχή, δημιούργησε εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με όλο τον αρχαίο κόσμο. Έτσι η Κύπρος πλούτιζε για αιώνες σας το κύριο εξαγωγικό κέντρο του Χαλκου. Η εγκατάσταση των Μυκηναίων και των Αχαιών το 15ο αιώνα π.Χ. συνέβαλε ώστε να καταστεί το η Κύπρος σημαντικό κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού. Οι Αχαιοί ίδρυσαν ελληνικά βασίλεια στην Κύπρο κατά το Μυκηναϊκό πρότυπο και εισήγαγαν την ελληνική γλώσσα και θρησκεία καθώς και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Γιαυτό από εκείνη την εποχή μπορούμε να μιλάμε για μια ελληνική Κύπρο.

Η Κύπρος δεν ήταν πολύ γνωστή στην αρχαιότητα μόνο για τα χαλκορυχεία αλλά και για τα πλούσια δάση της. Η Κυπριακή ξυλεία χρησίμευε για πρώτη ύλη σε όλους τους μεγάλους στόλους της εποχής. Ο φυσικός πλούτος της Κύπρου και η στρατηγική της θέση την έκαναν το μήλο της έριδας ανάμεσα σε όλες στις δυνάμεις της Μέσης Ανατολής στην αρχαιότητα. Η Κύπρος κατακτήθηκε διαδοχικά από τις Ασσυρίους, τους Αιγυπτίους και τους Πέρσες. Όμως η Κύπρος κατόρθωσε να διατηρήσει τη γλώσσα και την πολιτιστική της κληρονομιά άθικτη.

Από τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Κύπρου, συνεργαζόμενη στενά με τα Κυπριακά βασίλεια. Κατά την περίοδο αυτή, Βασιλιάς της Σαλαμίνας στην Κύπρο ήταν ο Ευαγόρας, ένας από τους γνωστότερους Κύπριους βασιλιάδες.

Ο Μέγας Αλέξανδρος επελευθέρωσε τη Κύπρο από τους Πέρσες που την είχαν καταλάβει. Τα χρόνια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Κύπρος έγινε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Αυτοκρατορίας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Αργότερα, το 58 π.Χ. η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Τόσο στην Πτολεμαϊκή όσο και στη Ρωμαϊκή περίοδο, το ιερό της Αφροδίτης στην Πάφο ήταν το κέντρο της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής της Κύπρου. Το 45 μ.χ ήρθε ο χριστιανισμός στο νησί με τους Απόστουλους Παύλο και Βαρνάβα. Ο Απόστολος Βαρνάβας είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου.

Το 330 μ.Χ. με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε δυτική και ανατολική, η Κύπρος έγινε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ακολούθησε τους επόμενους αιώνες την ίδια τύχη με τον υπόλοιπο Ελληνορθόδοξο κόσμο. Η Βυζαντινή περίοδος άφησε μια πλούσια καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική κληρονομιά στην Κύπρο.

Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, η Κύπρος κατακτήθηκε από το Βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο, όταν αυτός πέρασε από τη Κύπρο και κατευθυνόταν στους Αγίους Τόπους. Ο Ριχάρδος μεταβίβασε την Κύπρο στο Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών. Οι Ναΐτες Ιππότες εξασφαλίζοντας την Ρόδο, πώλησαν το νησί στους Γάλλους Λουζινιανούς, που ίδρυσαν ένα φεουδαρχικό βασίλειο κατά το πρότυπο των δυτικών βασιλείων.

Η Φραγκοκρατία στη Κύπρο κράτησε μέχρι το 1489 όταν το Λουζιανικό Βασίλειο πέρασε στη διακαιοδοσία της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας. Η Βενετία κράτησε τη Κύπρο μέχρι τη κατάκτηση της από την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1571.

Η Οθωμανική κατάκτηση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας Τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο. Ο πληθυσμός αυτός προήλθε από τους στρατιώτες του Οθωμανικού στρατού που εγκαταστάθηκαν στο νησί και από Χριστιανούς που υποχρεωτικά έγιναν μουσουλμάνοι. Σύμφωνα με την τελευταία και επίσημη απογραφή το 1960, όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη δημοκρατιά, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτελούσε το 18.3% του συνόλου του πληθυσμού της Κύπρου.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου αγωνίστηκαν μαζί εναντίον του καταπιεστικού ζυγού των Οθωμανών. Η Οθωμανική κυριαρχία διάρκεσε μέχρι το 1878, όταν ο φόβος της Υψηλής Πύλης για ρωσική επίθεση οδήγησε σε συμφωνία μεταξύ της Βρετανίας και της Τουρκίας που προνοούσε για την παραχώρηση της Κύπρου στη Βρετανία ως αντάλλαγμα για βοήθεια από τη Βρετανία στην Τουρκία σε περίπτωση Ρωσικής επίθεσης στα σύνορα των τουρκικών επαρχιών.

Οι Ελληνοκύπριοι είδαν την ανάληψη της διακυβέρνησης της Κύπρου από τους Βρετανούς ως μεταβατικό στάδιο για την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, αίτημα που επανειλημμένα υπέβαλαν στη Βρετανία. Η Βρετανία απέρριψε το αίτημα, ισχυριζόμενη ότι χρειαζόταν την Κύπρο για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στην περιοχή. Η Βρετανική κυριαρχία διάρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του 1960, όταν, ύστερα από τετραετή απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Βρετανών, η Κύπρος ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητη Δημοκρατία. Με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που παρόλη την ανεξαρτησία που προσέφεραν στην Κύπρο, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στο καινούργιο κράτος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του.

Ένα τμήμα της μειονότητας των τουρκοκυπρίων με την καθοδήγηση της Τουρκίας δημιουργούσε συνέχεια ζητήματα ώσπου, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1974, που πραγματοποίησε η τότε Ελληνική Στρατιωτική Χούντα εναντίον της Κυπριακής Κυβέρνησης, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974. Περίπου 40.000 Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στο νησί, κατά παράβαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, των Συνθηκών Εγγύησης, Εγκαθίδρυσης και Συμμαχίας και των σχετικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν 37% του εδάφους της Δημοκρατίας καταλήφθηκε και εξακολουθεί να είναι κατεχόμενο μέχρι σήμερα.

Από: http://www.cyprusinfo.gr/kyprosplirofories/kyprosistoria/index.html

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Κέλτες

Κέλτες

Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων και υποδημάτων της αρχαιότητας έπνιγαν στην μπίρα τους ανίκανους βασιλιάδες. Όμως εξαφανίστηκαν λόγω της θρυλικής φυλετικής τους υπερηφάνειας.

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τούς θεωρούσαν βάρβαρους και πολεμοχαρείς, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Διόλου τυχαία, οι ιστορικές μαρτυρίες τούς παρουσιάζουν να ζουν από τις λεηλασίες. Ακόμα και την εμφάνισή τους περιέγραφαν ως τρομακτική: "Ψηλοί, ξανθοί και ρωμαλέοι, μοιάζουν με δαίμονες του δάσους". Για μεγάλο χρονικό διάστημα όλοι οι λαοί θεωρούσαν τους Κέλτες φοβερούς και μυστηριώδεις, κυρίαρχη πίστη που εδραιώθηκε από τις προφορικές μαρτυρίες όσων έρχονταν σ' επαφή μαζί τους. Κάποια στιγμή έγιναν και "ενδιαφέροντες", δηλαδή επικίνδυνοι. Ωστόσο μνημεία αφιερωμένα στη νίκη των βασιλέων της Περγάμου έναντι των Κελτών, τα οποία υπάρχουν στην Πέργαμο και στη Στοά του Αττάλου, στην Αθήνα, αναδεικνύουν τη δύναμη και την αρχοντιά των πολεμιστών τους.

Σήμερα στη Βορειοδυτική Ευρώπη η φήμη των Κελτών έχει αποκατασταθεί. Θεωρούνται θαρραλέοι και εξυμνούνται για τους αγώνες του ενάντια στην παντοδυναμία του ρωμαϊκού πολιτισμού, αποτελώντας πρότυπο για τους καταπιεσμένους λαούς. Και όχι μόνο. Στοιχεία της κελτικής μουσικής διασώζονται μέχρι τις μέρες μας στις ιρλανδικές μπαλάντες και σε ορισμένα ποπ τραγούδια. Ακόμα και το ιρλανδικό κοινωνικό σύστημα βασίστηκε στο κελτικό Εθιμικό Δίκαιο.

Πόσο βαθιά γνωρίζουμε αυτούς τους περήφανους πολεμιστές, οι οποίοι εξαπλώθηκαν από την Ιβηρική Χερσόνησο μέχρι τη Μικρά Ασία και τη Βρετανία;

Ξανά στη μόδα

Η ιστορία τους, που ξεκινά από την Εποχή του Σιδήρου για να φτάσει μέχρι τις ένδοξες μάχες ενάντια στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και η επιβίωσή τους στα βρετανικά νησιά μέχρι τον εκχριστιανισμό τους στα χρόνια του Μεσαίωνα, ίσως φέρνει στο φως τις ρίζες μιας Ευρώπης που δεν επηρεάστηκε μόνο από τον αρχαίο ελληνικό και το ρωμαϊκό πολιτισμό. Ωστόσο υπάρχουν δύο βασικοί περιορισμοί για την απόδειξη της παραπάνω υπόθεσης. Όταν άλλοι λαοί της Ευρώπης είχαν ανακαλύψει προ πολλού τη γραφή, οι Κέλτες τη γνώρισαν μόλις τον 6ο αιώνα μ.Χ., με τη μεταστροφή τους στο χριστιανισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν άφησαν κανένα λογοτεχνικό κείμενο στον ηπειρωτικό χώρο. Επιπλέον ο πυρήνας της κυριαρχίας τους εντοπίστηκε στον κόσμο της περιφέρειας, στα απομακρυσμένα βρετανικά νησιά.

Διείσδυση στο Νότο

Σε αντίθεση με τις πληροφορίες που έχουν διασωθεί από αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές πηγές, τα εκλεπτυσμένα κελτικά χειροτεχνήματα του 5ου αιώνα π.Χ. αποδεικνύουν ότι οι Κέλτες δεν ήταν και τόσο βάρβαροι όσο ήθελαν να τους παρουσιάζουν οι μεσογειακοί λαοί.

Η καταγωγή τους προέρχεται από ινδοευρωπαϊκά φύλα. Κάποιοι απ' αυτούς εγκαταστάθηκαν τη 2η χιλιετία π.Χ. στην περιοχή του άνω Δούναβη και στην Ανατολική Γαλλία. Μεταξύ του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ., κατά την εποχή του λεγόμενου "πολιτισμού του Χάλστατ", που πήρε το όνομά του από μια μικρή αυστριακή πόλη όπου ανακαλύφθηκε μια σημαντική νεκρόπολη, διέσχισαν το Ρήνο κι έφτασαν στην Κεντρική και Βόρεια Γαλλία καθώς και στο Βέλγιο. Ορμώμενοι από εκεί, εξαπλώθηκαν προς την Ισπανία, τη Βορειοδυτική Ιταλία και τα βρετανικά νησιά. Τον 5ο αιώνα π.Χ. δημιουργήθηκε μεταξύ του Ρήνου, της Καμπανίας και του Μάρνη ο πρώτος αμιγής κελτικός πολιτισμός, αυτός του Λα Τεν, ο οποίος μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. κυριάρχησε σχεδόν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Μέσα από τα αλπικά περάσματα ήρθαν σ' επαφή με τους πολιτισμούς της Μεσογείου και γνώρισαν σημαντική άνθηση.

Μισθοφόροι

Στα τέλη του 400 π.Χ. οι Κέλτες -οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν Γάλλους και οι Έλληνες Γαλάτες- μετακινήθηκαν μαζικά προς τις βόρειες και κεντρικές περιοχές της Ιταλίας. Στη συνέχεια εξαπλώθηκαν στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Το 387 π.Χ. κατέλαβαν τη Ρώμη. Κατά την περίοδο των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Γαλάτες από τις παραδουνάβιες περιοχές εισέβαλαν στα Βαλκάνια. Το 279 π.Χ. νίκησαν τους Μακεδόνες και το 278 π.Χ. με αρχηγό τον Βρένο επιχείρησαν να λεηλατήσουν το Μαντείο των Δελφών. Τελικά ηττήθηκαν το 235 π.Χ. στη Μικρά Ασία από τον Άτταλο της Περγάμου. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της σημερινής Άγκυρας, την οποία ονόμασαν Γαλατία. Στα παράλια της Μεσογείου απέκτησαν τη φήμη των αήττητων πολεμιστών, με αποτέλεσμα οι Έλληνες της Σικελίας, οι Καρχηδόνιοι, οι Ετρούσκοι βασιλείς της Συρίας και οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου να τους χρησιμοποιήσουν ως μισθοφόρους για τουλάχιστον διακόσια χρόνια.

Άφθαρτοι δρυίδες

Στη βάση της κελτικής κοινωνίας δέσποζε η φυλή (tuath), που αποτελούνταν από οικογένειες. Κάθε tuath διοικούνταν από ένα βασιλιά ο οποίος εκλεγόταν από τους πολεμιστές. Η παρουσία του ήταν εγγύηση για την ομαλή συνύπαρξη των ανθρώπινων και των φυσικών δυνάμεων, ως εκ τούτου έπρεπε να είναι άξιος και χαρισματικός. Η εκλογή ενός δειλού και ανίκανου βασιλιά προκαλούσε λιμούς και επιδημίες, γι' αυτό διωκόταν από το λαό, ο οποίος σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν αμείλικτος: τον έπνιγε στην μπίρα ή στο μελόκρασο ή τον έκαιγε ζωντανό.

Οι "άντρες της τέχνης" ήταν κατώτεροι από τους πολεμιστές και τους δρυίδες, στους οποίους λογοδοτούσε ο βασιλιάς. Οι Κέλτες "καλλιτέχνες" ασχολούνταν με την ποίηση και τη μουσική˙ παράλληλα επιδίδονταν και στην τέχνη της επεξεργασίας των μετάλλων. Υπήρχαν και οι ελεύθεροι άντρες, καλλιεργητές ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι πλήρωναν φόρους στο βασιλιά και στους πολεμιστές ως αντάλλαγμα για την προστασία που τους πρόσφεραν. Στο κατώτατο σημείο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης βρίσκονταν οι σκλάβοι, κυρίως αιχμάλωτοι πολέμου.

Χοιρομέρια και περικεφαλαίες

Η κελτική οικονομία στηριζόταν στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Τα χοιρομέρια, φημισμένα σε όλο τον αρχαίο κόσμο, συνόδευαν τους νεκρούς ακόμα και στον τάφο, καθώς οι Κέλτες πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή. Αντίθετα, δεν έτρωγαν πουλιά, τα οποία θεωρούσαν ιερούς μεσάζοντες μεταξύ Ουρανού και Γης. Το κριθάρι, πρώτη ύλη για την παρασκευή της μπίρας, ήταν το σημαντικότερο δημητριακό που καλλιεργούσαν χρησιμοποιώντας αλέτρι με μεταλλικό υνί, άγνωστο στον κλασικό πολιτισμένο κόσμο.


Η επεξεργασία του σιδήρου ήταν η τέχνη στην οποία διακρίθηκαν. Ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τον υδράργυρο για να επικασσιτερώσουν ή να επαργυρώσουν αντικείμενα από χαλκό. Επιπλέον εξήγαγαν αντικείμενα από σφυρήλατο σίδερο στους Έλληνες και στους Ρωμαίους. Όσο για τα όπλα, τμήματα του τυπικού οπλισμού των Ρωμαίων λεγεωνάριων, όπως η περικεφαλαία, είναι κελτικής προέλευσης.

Γυναικείο κουμάντο

Η κελτική οικογένεια ήταν πατριαρχική, ωστόσο η κοινωνία δεν ήταν ανδροκρατούμενη. Ακόμα και μετά το γάμο η γυναίκα διαχειριζόταν τα "κεφάλαια", τις κεφαλές των ζώων του κοπαδιού της. Καθώς ο αριθμός αυτός μεταφραζόταν σε κοινωνικό κύρος, πολύ πλούσιες γυναίκες έγιναν ακόμα και βασίλισσες. Η επιλογή συζύγου γινόταν από τη γυναίκα και ο γάμος δεν προχωρούσε χωρίς τη συγκατάθεση της νύφης. Η ομοφυλοφιλία μεταξύ των πολεμιστών ήταν πολύ διαδεδομένη και αποδεκτή όπως συνέβαινε και στις τάξεις του στρατού της Κλασικής εποχής - αρκεί να σκεφτούμε τον σπαρτιατικό Ιερό Λόχο.

H τυπική κελτική ενδυμασία ήταν φανταχτερή και πολύχρωμη. Από τότε χρησιμοποιούσαν το είδος υφάσματος που σήμερα οι Σκοτσέζοι αποκαλούν "τάρταν". Εκτός από τα παντελόνια τους, που ονομάζονταν "μπρέις" (brace), λέξη που θυμίζει τη δική μας βράκα, φημισμένα ήταν και τα δερμάτινα υποδήματα, τα οποία εξήγαγαν σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Παθιασμένοι με τα κοσμήματα, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες φορούσαν στο λαιμό ένα ημιπολύτιμο μεταλλικό κολάρο. Οι Κέλτες είχαν χαρούμενη διάθεση. Ο Στράβων τούς περιγράφει ως λαό που αγαπούσε τον πόλεμο και την περιπέτεια όσο τη διασκέδαση και τα γλέντια.

Η πτώση

Η διάρθρωση της κελτικής κοινωνίας ρυθμιζόταν από την στρατιωτική ηγεσία, η οποία αναιρούσε στην πράξη κάθε προσπάθεια σχηματισμού ενιαίας κεντρικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, η δημιουργία μιας εκτεταμένης αυτοκρατορίας ήταν ανέφικτη με τον κατακερματισμό της εξουσίας. Η ακμή του πολιτισμού τους, που κορυφώθηκε με μια σειρά από νίκες έναντι των αιώνιων εχθρών τους στη Μεσόγειο, ολοκληρώθηκε μεταξύ του 2ου και 1ου αιώνα π.Χ. Εκείνη την εποχή οι Ρωμαίοι προχώρησαν σταδιακά στη γενοκτονία τους. Αφού διώχθηκαν, τελικά εκτοπίστηκαν στην Ιταλία και στη Γαλλία. Ούτε και η επέλαση των γερμανικών φύλων, που άρχισαν να εισρέουν στα εδάφη τους από την Ανατολή, δεν έγιναν αφορμή για να συσπειρωθούν προκειμένου να οργανώσουν κοινή αντίσταση ενάντια στους εισβολείς. Οι μοναδικές από τις κελτικές περιοχές στην Ευρώπη που διατήρησαν ανέπαφα τα παλιά χαρακτηριστικά της είναι η Σκοτία και η Ιρλανδία. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. οι κάτοικοί τους απωθήθηκαν από τους Άγγλους και τους Σάξονες επιδρομείς. Οι εκδιωχθέντες βρήκαν τελικά καταφύγιο στη χερσόνησο της Αρμορικής, στη σημερινή Γαλλία, η οποία έκτοτε ονομάζεται Βρετάνη. Παρά την επιρροή των Άγγλων, των Σαξόνων και των Βίκινγκ, οι Κέλτες της Ιρλανδίας κατόρθωσαν να διατηρήσουν μια ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα. Σήμερα είναι το μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος οι κάτοικοι του οποίου έχουν στην πλειοψηφία τους κελτική καταγωγή. Έτσι οι Ιρλανδοί είναι οι μοναδικοί αυθεντικοί κληρονόμοι αυτού του αρχαίου πολιτισμού.

Από: http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=63599

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Η Ινδοευρωπαϊκή φυλή και γλωσσική οικογένεια

Η Ινδοευρωπαϊκή φυλή και γλωσσική οικογένεια

Ο μύθος
Σύμφωνα με κάποιους Ευρωπαίους γλωσσολόγους του 18/19ου αι. μ.Χ. (F. Sasseti = Ιταλός, F. Bopp = Γερμανός, W. Jones = Άγγλος κ.α.), οι λαοί από Ινδίες μέχρι Γερμανία πριν από 3000 χρόνια είχαν μια κοινή γλώσσα. Τη γλώσσα αυτή την ονομάζουν «μητέρα ινδογερμανική ή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα» και απ’ αυτή, λένε, αποσπάστηκαν η αρχαία ελληνική, η λατινική κ.α. γλώσσες.
Η ομοιότητα βασικών λέξεων στη σανσκριτική, αρχαία ελληνική, λατινική, γερμανική, αγγλική κ.ά. όπως πατέρας (σανσκ. pita, αρχ. ελλ. πατήρ, λατ. pater, γερμ. Vater, αγγλ. father), μητέρα (σανσκ. mata, αρχ. ελλ. μήτηρ, λατ. mater, γερμ. Mutter, αγγλ. mother), σπίτι (σανσκ. dáma-, αρχ. ελλ. δόμος, λατ. domus) άλογο (σανσκ. áśva-, αρχ. ελλ. ἵππος, λατ. equus) κλπ. οδήγησε τους γλωσσολόγους στην υπόθεση ότι οι λέξεις αυτές έχουν κοινή ρίζα. Η ύπαρξη κοινών ριζών οδήγησε με τη σειρά της στην υπόθεση ότι οι γλώσσες αυτές προέρχονται από μια κοινή πρωτογλώσσα, η οποία ονομάζεται συμβατικά πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ).
Δεν υπάγονται στην ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία: η φιλανδική, η εσθονική, η ουγγρική, η τουρκική, η βασκική, η αραβική και η εβραϊκή.
Η μορφή της ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή κλπ.), ονομάστηκε πρωτοελληνική.

Η πιθανότητα κοινής καταγωγής κάποιων από αυτές τις γλώσσες προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Μάρκους Τσίριους φαν Μπόξχορν το 1647, που θεωρούσε ότι εξελίχτηκαν από τη σκυθική, μια ιρανική γλώσσα. Η θεωρία του φαν Μπόξχορν δεν έγινε ευρύτερα γνωστή και δεν είχε συνέχεια. Η υπόθεση της κοινής καταγωγής προτάθηκε και πάλι από τον Σερ Γουίλιαμ Τζόουνς που αντιλήφτηκε και επισήμανε το 1796 ομοιότητες ανάμεσα στις τέσσερις από τις παλιότερες γλώσσες που ήταν γνωστές στην εποχή του, τη λατινική, την ελληνική, τη σανσκριτική και την περσική γλώσσα. Η συστηματική σύγκριση αυτών και άλλων αρχαίων γλωσσών από τον Φραντς Μποπ υποστήριξε αυτή τη θεωρία και η “Συγκριτική Γραμματική” του, που δημοσιεύτηκε μεταξύ του 1833 και του 1852, θεωρείται η αρχή των ινδοευρωπαϊκών σπουδών ως ακαδημαϊκού κλάδου.

Η κοινή προγονική (αποκατεστημένη) γλώσσα ονομάζεται όπως είπαμε, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Υπάρχει διαφωνία για την αρχική γεωγραφική θέση (η αποκαλούμενη “Urheimat” ή “κοιτίδα”) που εντοπίζεται. Υπάρχουν σήμερα κυρίως δύο προτάσεις:
1. οι στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας (βλ. Κουργκάν)
2. η Ανατολία (βλ. Κόλιν Ρένφριου)

Οι υποστηρικτές της υπόθεσης Κουργκάν τείνουν να χρονολογούν την πρωτογλώσσα περίπου στο 4.000 π.Χ., ενώ οι υποστηρικτές της καταγωγής από την Ανατολία συνήθως τη χρονολογούν αρκετές χιλιετίες νωρίτερα, συνδέοντας τη διάδοση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με τη νεολιθική διάδοση της γεωργίας (βλ. Ινδοχεττιτική), τέλος οι υποστηρικτές τής παλαιολιθικής συνέχειας την χρονολογούν ακόμα παλαιότερα κάπου στην ανώτερη παλαιολιθική.

Η υπόθεση Κουργκάν προτάθηκε αρχικά από τη Μαρίγια Γκιμπούτας στη δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με την υπόθεση Κουργκάν, η πρώιμη ΠΙΕ από τους χαλκολιθικούς πολιτισμούς της στέπας της 5ης χιλιετίας π.Χ. ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και το Βόλγα.

Χρονολογικά η θεωρία της εξέλιξης της ινδοευρωπαϊκού «πολιτισμού» έχει ως εξής:
4500 π.Χ. – 4000 π.Χ.: Πρώιμη ΠΙΕ. Πολιτισμός Στρέντνυ Στογκ, Δνείπερου – Δον και Σαμάρα, εξημέρωση του αλόγου.
4000 π.Χ. – 3500 π.Χ.: Ο πολιτισμός Γιάμνα, οι πρωτοτυπικοί οικοδόμοι κουργκάν, εμφανίζονται στη στέπα και ο πολιτισμός Μαϊκόπ στο βόρειο Καύκασο. Οι ινδοχεττιτικές θεωρίες τοποθετούν το διάσπαση της πρωτοανατολικής γλώσσας πριν από αυτήν την περίοδο.
3500 π.Χ. – 3000 π.Χ.: Μέση ΠΙΕ. Ο πολιτισμός Γιάμνα βρίσκεται στην ακμή του, αντιπροσωπεύοντας την κλασική ανασυγκροτημένη Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή κοινωνία, με λίθινα είδωλα, πρώιμα δίτροχα πρωτοάρματα, ασκώντας κυρίως την κτηνοτροφία αλλά επίσης με μόνιμους οικισμούς και φρούρια πάνω σε λόφους (hillforts), συντηρούμενη από τη γεωργία και το ψάρεμα κατά μήκος των ποταμών. Η επαφή του πολιτισμού Γιάμνα με τους πολιτισμούς της ύστερης Νεολιθικής Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την “κουργκανοποίηση” των πολιτισμών των Σφαιρικών αμφορέων και Μπάντεν. Ο πολιτισμός Μάικοπ μας δινει τις πρωιμότερες μαρτυρίες της έναρξης της Εποχής του Χαλκού και χάλκινα όπλα και αντικείμενα (artefacts) κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή Γιάμνα. Πιθανώς πρώιμη σατεμοποιήση.
3000 π.Χ. – 2500 π.Χ.: Ύστερη ΠΙΕ. Ο πολιτισμός Γιάμνα εκτείνεται σε όλη τη στέπα της Μαύτης Θάλασσας. Ο πολιτισμός των Σχοινοειδών Προϊόντων (Corded Ware culture) εκτείνεται από το Ρήνο ως το Βόλγα και αντιστοιχεί στην ύστερη φάση της ινδοευρωπαϊκής εμότητας με την αχανή “κουργκανοποιημένη” περιοχή να αποσυντίθεται σε διάφορες ανεξάρτητες γλώσσες και κουλτούρες, ακόμα σε χαλαρή επαφή που επιτρέπει τη διάδοση της τεχνολογίας και των πρώιμων δανείων ανάμεσα στις ομάδες, εκτός από τον κλάδο των γλωσσών της Ανατολίας και τον Τοχαρικό, που είναι ήδη απομονωμένοι από αυτές τις διαδικασίες. Η διάσπαση σε κέντουμ και σάτεμ είναι πιθανώς ολοκληρωμένη αλλά οι φωνητικές τάσεις της σατεμοποίησης παραμένουν ενεργές.
2500 π.Χ. – 2000 π.Χ.: Η διάσπαση των αποδεδειγμένων διαλέκτων σε πρωτογλώσσες έχει ολοκληρωθεί. Η πρωτοελληνική μιλιέται στα Βαλκάνια, η πρωτοϊνδοιρανική βόρια τις Κασπίας στον πολιτισμό Σντάσα – Πέτροβκα. Η Κεντρική Ευρώπη φτάνει στην Εποχή του Χαλκού με τον πολιτισμού του Λάγυνου, που αποτελείται πιθανόν από διάφορες κέντουμ διαλέκτους. Η πρωτοσλαβική (ή εναλλακτικά η πρωτοσλαβική και η πρωτοβαλτική κονότητα με στενή επαφή μεταξύ τους) αναπτύσσονται στην βορειοανατολική Ευρώπη. Οι μούμιες Ταρίμ πιθανόν αντιστοιχούν στους πρωτοΤοχάρους.
2000 π.Χ. – 1500 π.Χ.: Εφευρίσκεται το άρμα οδηγώντας στη διάσπαση και τη γρήγορη διάδοση των Ιρανικών και των Ινδικών γλωσσών από τον πολιτσμό Αντρόνοβο και το Αρχαιολογικό Σύμπλεγμα Βακτριανής-Μαργκιάνα (Vactria-Margiana) σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας, της βόρειας Ινδίας, του Ιράν και της ανατολικής Ανατολίας. Η πρωτοανατολική διασπάται σε Χεττιτική και Λουβική. Ο προ-πρωτοκελτικός πολιτισμός Ουνέτισε (Unetice) έχει μια δραστήρια μεταλλουργική βιομηχανία (ουράνιος δίσκος Νέμπρα) (Nebra skydisk).
1500 π.Χ. – 1000 π.Χ.: Η σκανδιναβική Εποχή του Χαλκού αναπτύσσει την (προ-)πρωτογερμανική και οι (προ-)πρωτοκελτικοί πολιτισμοί Ούρφιλντ και Χάλστατ εμφανίζονται στην Κεντρική Ευρώπη εγκαινιάζοντας την Εποχη του Σιδήρου. Πρωτοϊταλική μετανάστευση στην Ιταλική χερσόνησο. Παρακμή της Ρίγκβεδα και άνοδος του βεδικού πολιτισμού στο Πουντζάμπ. Άνθηση και πτώση της Χεττιτικής Αυτοκρατορίας. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός δίνει τη θέση του στους Ελληνικούς Σκοτεινούς Αιώνες.
1000 π.Χ. – 500 π.Χ.: Οι κελτικές γλώσσες διαδίδονται στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Η Βόρεια Ευρώπη μπάινει στην προ-ρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, τη φάση διαμόρφωσης της πρωτογερμανικής. Ο Όμηρος εγκαινιάζει την ελληνική λογοτεχνία και την πρώιμη Κλασική Αρχαιότητα. Ο βεδικός πολιτισμός δίνει τη θέση του στις Μαχανατζαναπάντας (Mahajanapadas). Ο Ζωροάστρης (Ζαρατούστρα) συνθέτει τις Γκάθα (“ύμνοι”), άνοδος της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών παίρνοντας τη θέση των Ελαμιτών και της Βαβυλωνάς. Οι Κιμμέριοι (πολιτισμός Σρούμπνα) αντικαθίστανται από τους Σκύθες στη στέπα της Μαύρης Θάλασσσας. Οι Αρμένιοι διαδέχονται τον πολιτισμό Ουράρτου. Διαχωρισμός των πρωτοϊταλικών σε οσκοουμβρική και λατινοφαλισκική και ίδρυση της Ρώμης. Δημιουργία του ελληνικού και του αρχαίου ιταλικού αλφαβήτου. Μια ποικιλία παλαιοβαλκανικών γλωσσών μιλιέται στη Νότια Ευρώπη. Οι γλώσσες της Ανατολίας έχουν εκλείψει

Η πραγματικότητα
Η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής φυλής και γλώσσας είναι κατά βάση ένα ρατσιστικό δημιούργημα που πλάστηκε βασικά από ορισμένους Γερμανούς (ο λόγος και που την πρώτη φορά ονομάστηκε « ινδογερμανική») προπαγανδιστές με σκοπό να εκθειάσουν την ανωτερότητα της λευκής ή άλλως Αρείας φυλής και συνάμα να δείξουν ότι η Γερμανική φυλή έχει σχέση με τους καλύτερους λαούς – πολιτισμούς της αρχαιότητας (Έλληνες, Ρωμαίους κ.α.) και γι αυτό πρέπει να ηγεμονεύσει του κόσμου.

Η θεωρία των ινδοευρωπαίων και γενικά των ομογλωσσιών όχι μόνο δε στηρίζεται σε κανένα συγγραφικό, αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό αρχαιολογικό εύρημα, αλλά αγνοείται ακόμη και από την τις μυθολογίες όλων των λαών. Μα, αν υπήρξε ινδοευρωπαϊκή φυλή, άρα και γλώσσα, τότε θα είχε αφήσει γραπτά ή αρχιτεκτονικά μνημεία; Έπειτα είναι λογικό το να λέμε π.χ. ότι οι Ινδοί, που είναι σχεδόν μαύροι και κατοικούν στα βάθη της Ασίας, ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή φυλή ή είναι συγγενείς των Ελλήνων και οι μελαχροινοί Κρητικοί όχι;

Η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας και γλώσσας στηρίζεται απλώς και μόνο σε επιδέξιες λεξικές συγκρίσεις που κάνουν διάφοροι συγκριτικοί γλωσσολόγοι. Δηλαδή στο ότι π.χ. μεταξύ της ελληνικής, ινδικής κ.τ.λ. γλώσσας υπάρχουν πολλές κοινές λέξεις, όμως κοινές λέξεις υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες είτε λόγω των ηχοποιητικών λέξεων (βου…, μπου.. > βους > βόδι, bull, buffalo…) είτε λόγω των γλωσσικών δανείων. Παρέβαλε π.χ. στην ελληνική τις λέξεις: βάρβαρος, δημοκρατία, κεφαλή, κάμινος, τέχνη.. και στην αραβική: μπουλ, barbar dimokratia, kafa, kamin, tacnia…. Επομένως γιατί η αραβική γλώσσα να ανήκει σε άλλη ομογλωσσία και σε άλλη η ελληνική;

Η χαριστική βολή στην συγκεκριμένη θεωρία έρχεται από την Γιούρα Αλοννήσου. Η επιγραφή των Γιούρων Αλοννήσου, ένα καταπληκτικό εύρημα από τις Βόρειες Σποράδες έρχεται για να ταράξει την άποψη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητος για την δημιουργία τής γραφής. Πρόκειται για το θραύσμα (όστρακο) ενός αγγείου πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα σύμβολα γραφής. Το εύρημα χρονολογείται γύρω στο 5.000 – 4.500 π.Χ. (χρονολόγηση με την μέθοδο της στρωματογραφίας). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα σήματα αυτής της γραφής μοιάζουν με τα γράμματα του ελληνικού Αλφαβήτου που υποτίθεται ότι “εμφανίστηκαν” γύρω στο 800 π.Χ. Τα χαράγματα στο όστρακο δεν σχετίζονται με κανένα γνωστό είδος εγχάρακτης διακοσμήσεως και αποτελούν σαφή σύμβολα γραφής. Τα χαράγματα έγιναν στην αρχική επεξεργασία του αγγείου. Μετά το αγγείο ψήθηκε και έτσι τα χαραγμένα σύμβολα έμειναν για πάντα. Επομένως τα σύμβολα γραφής χρονολογούνται την εποχή κατασκευής του αγγείου (5.000 – 4.500 π.Χ.) και αποτελούν μία συνειδητή ενέργεια του κεραμέως. Στην εικόνα διακρίνονται τα γράμματα Α Υ Δ (αρχικά της αρχαιότατης λέξεως “ΑΥΔΗ” (= φωνή) σύμφωνα με μερικούς ερευνητές).
Σημειώστε εδώ, ότι το αρχαιότερο μέχρι τώρα γνωστό επιγραφικό τεκμήριο, προέρχονταν από τη Σουμερία και χρονολογείται στο 3200 π.Χ.

Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι τα σύμβολα πρωτογραφής των Γιούρων δεν είναι μοναδικά στον χώρο των πολιτισμών του Αιγαίου.
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε στον λιμνιαίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς μια ξύλινη πινακίδα με ίχνη γραφής, που χρονολογείται γύρω στο 5300 π.Χ. (Απαραίτητη διευκρίνιση: Ο Γ. Χουρμουζιάδης γνωστός μαρξιστής και επιφανές στέλεχος του ΚΚΕ κάθε άλλου παρά ελληνοκεντρικός ή εθνικιστής μπορεί να χαρακτηριστεί).

Με λίγα λόγια, οι ημερομηνίες τα λένε όλα και τα λένε με αποδείξεις κι όχι με θεωρίες. Συν τοις άλλοις, ας λάβουμε υπόψιν ότι ο γραπτός λόγος έπεται του προφορικού, οπότε η αναζήτηση της δημιουργίας της ελληνικής γλώσσας θα μας πάει πολύ πιο πίσω χρονολογικά.

Δημιουργείται βεβαίως ένα βασικό ερώτημα. Γιατί τα γνωστά δείγματα γραφής από το προϊστορικό Αιγαίο να είναι τόσο λίγα και να παρουσιάζουν μεγάλα χρονολογικά χάσματα; Απαντήσεις, υπάρχουν.
Όπως:
* Διότι η στάθμη της θάλασσας στο Αιγαίο ανέβηκε από την προϊστορία μέχρι τις ημέρες μας κατά 20 μέτρα. Όλοι οι προϊστορικοί παραλιακοί οικισμοί και τα τεκμήρια του πολιτισμού τους, βρίσκονται σήμερα στα βάθη της θάλασσας. Αλλά η αδυναμία μας να τους εντοπίσουμε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
* Διότι χρονολογικά χάσματα παρατηρούνται και στις νεώτερες εποχές, από τις οποίες μάλιστα διαθέτουμε και τεράστιο πλήθος ευρημάτων. Ετσι για 350 περίπου χρόνια, από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής μέχρι τα υστερογεωμετρικά χρόνια (1100 – 750 π.Χ.) δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη γραφής στην Ελλάδα. Αλλά η αδυναμία μας αυτή δεν αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι Ελληνες έμειναν ξαφνικά αγράμματοι για 350 χρόνια, όπως έγκυρα από το 1970 έχει αναλύσει σε μελέτες του ο αείμνηστος Μανώλης Ανδρόνικος.

Η κάθοδος των Δωριέων

Ο μύθος
Σε πρώτη φάση οι Δωριείς (από τους οποίους προέρχονται και οι Μακεδόνες, μεταξύ άλλων) κατέβηκαν στον βόρειο ελλαδικό χώρο «κάπου από βόρεια (από Γερμανία μεριά) και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες» την δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Σε δεύτερη φάση εξαπλώνονται στην νοτιότερη Ελλάδα. Οι Δωριείς ήταν μαζί με τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Αχαιούς, τα τέσσερα μεγάλα ελληνικά φύλα, τα οποία εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα σε διαφορετικές περιόδους κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. και διαμόρφωσαν το ελληνικό έθνος. Οι Δωριείς περιγράφονται ως πρωτόγονο και πολεμοχαρές φύλο, ενώ μαζί τους εμφανίζεται και η χρήση του σιδήρου.
Γενικά, η εποχή της «Καθόδου των Δωριέων», που επέφερε μεγάλες αλλοιώσεις στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας και επέδρασε καθοριστικά στην ιστορική της πορεία, ονομάζεται «Ελληνικός Μεσαίωνας», επειδή ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτόν και παλαιότερα πιστευόταν ότι αποτελούσε μια εποχή βίαιης διακοπής της πολιτιστικής δημιουργίας.

Η πραγματικότητα
Οριστική απάντηση στη διαχρονική παρουσία των Μακεδόνων στο βορειοελλαδικό χώρο δίνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Αιανή Κοζάνης.
Καταρρίπτουν την παλαιά θεωρία περί κατακλυσμικής εισβολής των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας, η οποία είναι αστήρικτη ούτως ή άλλως. Ενισχύει ταυτόχρονα την άποψη για την άμεση καταγωγή των Δωριέων από Μακεδονικά φύλα και την ειρηνική διείσδυσή τους στη νότια Ελλάδα.

Σε ομιλία της η προϊσταμένη της Λ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη, που οργάνωσε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ), επισήμανε ότι τα ευρήματα της Αιανής δίνουν οριστική απάντηση στο ότι δεν υπήρξε «κάθοδος των Δωριέων», δηλαδή Μακεδόνες, οι οποίοι ως «βάρβαροι» και «αλλόφυλοι» κατέστρεψαν τους Μυκηναίους, Αχαιούς και Έλληνες. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια αμφιβολίας για τη νότια προέλευση της μακεδονικής αμαυρόχρωμης κεραμικής από φορείς, οι οποίοι επανέρχονται βόρεια-βορειοδυτικά (το 15ο αι. π.Χ. στην Αιανή) έπειτα από πολύ προγενέστερη (γύρω στο 2000 π.Χ.) κάθοδό τους ή από συνεχείς καθόδους και ανόδους λόγω του κτηνοτροφικού χαρακτήρα της οικονομίας και του νομαδικού τρόπου ζωής. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Μακεδόνες των ιστορικών χρόνων, τους οποίους η φιλολογική παράδοση συνδέει άμεσα με τους Δωριείς.

Συνεπώς, υπογραμμίζει η Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, με το εύρημα της Αιανής αποκτάται το πλέον ισχυρό επιχείρημα για την απόρριψη της παλαιάς θεωρίας περί κατακλυσμικής εισβολής των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας. Το μεγάλο πλήθος και τα είδη των μυκηναϊκών ευρημάτων, τονίζει, υποχρεώνουν την επιστημονική κοινότητα να αναθεωρήσει τις απόψεις της για τα όρια του μυκηναϊκού κόσμου και τις σχέσεις του με τα μακεδονικά και δωρικά φύλα, ενώ η άποψη για μόνιμη εγκατάσταση Μυκηναίων στην περιοχή τεκμηριώνεται ολοένα και περισσότερο.

Όσον αφορά την χρήση του σιδήρου, αυτή τοποθετείται χρονολογικά τουλάχιστον μερικούς αιώνες πριν την υποτιθέμενη κάθοδό τους.

Η φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου

Ο μύθος
Οι Φοίνικες που κατοικούσαν στην περιοχή του σημερινού Ισραήλ, πήραν από τους Αιγύπτιους ορισμένα γραφικά σύμβολα και με την εξέλιξή τους σχημάτισαν το πρώτο αλφάβητο (γνωστό κι ως σημιτικό αλφάβητο). Περιλάμβανε 22 γράμματα, σύμφωνα και ημίφωνα, χωρίς να έχει φωνήεντα. Από τα πρώτα αυτά γράμματα σχηματίστηκαν τα νεότερα αλφάβητα. Οι Έλληνες καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο, πήραν το αλφάβητο των Φοινίκων, το πλούτισαν με φωνήεντα και το προσάρμοσαν στην ελληνική γλώσσα.

Η πραγματικότητα
Η θεωρία ότι το Αλφάβητο είναι εφεύρεση των Φοινίκων συντηρήθηκε εκτός των άλλων με το επιχείρημα ότι ορισμένα σύμβολα της φοινικικής γραφής μοιάζουν με τα αλφαβητικά γράμματα, π.χ. το φοινικικό Α (άλεφ) είναι αντεστραμμένο ή πλαγιαστό το ελληνικό Α κλπ. Το επιχείρημα αυτό φαινόταν ισχυρό μέχρι προ 100 ετών περίπου, όταν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ισχυρίζονταν ακόμη ότι οι Ελληνες δεν εγνώριζαν γραφή προ του 800 π.Χ.! Γύρω στο 1900 όμως ο Αρθούρος Εβανς ανέσκαψε την ελληνική Μινωική Κρήτη και ανεκάλυψε τις ελληνικές Γραμμικές Γραφές, των οποίων σύμβολα ήταν ως σχήματα πανομοιότυπα προς τα 17 τουλάχιστον εκ των 24 γραμμάτων του ελληνικού Αλφαβήτου. Με δεδομένα α) ότι τα αρχαιότερα δείγματα των ελληνικών αυτών γραφών (Γραμμική Α και Β), που στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα, αλλά και βορειότερα, μέχρι τη γραμμή του Δούναβη και χρονολογήθηκαν τότε πριν από το 1500 π.Χ. και β) ότι οι Φοίνικες και η γραφή τους εμφανίζονται στην ιστορία όχι πριν το 1300 π.Χ. Ο Εβανς στο έργο του Scripta Minoa διετύπωσε, πρώτος αυτός, αμφιβολίες για την αλήθεια της θεωρίας ότι οι Ελληνες έλαβαν τη γραφή από τους Φοίνικες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική υποψία ότι μάλλον συνέβη το αντίθετο: Οι Φοίνικες παρέλαβαν τη γραφή από τους Κρήτες αποίκους κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. όταν αποίκησαν τις ακτές της Παλαιστίνης, ως Φιλισταίοι.

Περίπου την ίδια εποχή ο Ρενέ Ντυσσώ διατύπωσε μία ανάλογη άποψη: «Οι Φοίνικες είχον παραλάβει πρωϊμότατα το αλφάβητον παρά των Ελλήνων, οίτινες είχον διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητομυκηναϊκής γραφής».

Για να το καταλάβουμε λοιπόν καλύτερα: η διαφορά είναι ότι το φοινικικό σύστημα παρέμεινε συλλαβάριο, όπως ακριβώς ΤΟ ΠΑΡΕΛΑΒΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ενώ η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ κατέληξε στο σημερινό γνωστό αλφαβητικό σύστημα γραφής, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΛΑΔΗ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ον,1989,σελ.2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ. Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE. Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Ελληνες έγραφαν και μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία.

Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6000 π.Χ. Πράγματι στο Δισπηλιό, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμοφωταύγειας στο 5250 π.Χ.

Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς που αναφέρονται στο Αλφάβητο (“Γράμματα”, όπως το έλεγαν), το θεωρούν πανάρχαια ελληνική εφεύρεση (του Προμηθέα, του Παλαμήδη, του Λίνου κλπ.). Η θεωρία του “Φοινικικού” Αλφαβήτου πάντοτε στηριζόταν και στηρίζεται ακόμη από τους υποστηρικτές της σε μία εξαίρεση του κανόνα αυτού. Την εξαίρεση αυτή αποτελεί ένα απόσπασμα του Ηροδότου, που ο ίδιος παρουσιάζει ως προσωπική γνώμη του («ως εμοί δοκέει» = όπως μου φαίνεται…), την οποία σχημάτισε, όπως αναφέρει σε προηγούμενη παράγραφο, «αναπυνθανόμενος» (=παίρνοντας πληροφορίες από άλλους). Αλλά ας δούμε το κείμενο του Ηροδότου (“Ιστορία, Ε 58″):

«58. Οι δε Φοίνικες ούτοι οι συν Κάδμω απικόμενοι τών ήσαν Γεφυραίοι άλλα τε πολλά οικήσαντες ταύτην την χώρην εισήγαγον διδασκάλια ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ εόντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέει, πρώτα μεν τοίσι και άπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετά δε χρόνου προβαίνοντος άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων».

[58.Οι δε Φοίνικες αυτοί, που μαζί με τον Κάδμο αφίχθησαν, εκ των οποίων και οι Γεφυραίοι, και σε πολλά άλλα μέρη κατοικήσαντες την χώραν αυτήν εισήγαγαν και τέχνες (νέες ή άγνωστες) στους Έλληνες και μάλιστα και (κάποια) γραφή, η οποία δεν ήταν γνωστή πριν στους Έλληνες, καθώς εγώ νομίζω, πρώτα αυτήν την γραφή την οποίαν και όλοι οι Φοίνικες μεταχειρίζονται· μετά όμως με την πάροδο του χρόνου (οι Φοίνικες) μετέβαλλαν μαζί με τη γλώσσα (τους) και το είδος αυτό της γραφής.]

Στο απόσπασμα αυτό το σημαντικότερο είναι, ότι στην κρίσιμη φράση («άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων») αποκαλύπτεται, ότι οι Φοίνικες-Γεφυραίοι, που πήγαν στην Βοιωτία με τον Κάδμο, έφεραν από την Φοινίκη κάποια γραφή τους, αλλά καθώς οι Φοίνικες άλλαξαν τη γλώσσα τους (έμαθαν πιά δηλαδή τα Ελληνικά), άλλαξαν και αυτή τη γραφή τους (έγραφαν πιά δηλαδή με την υπάρχουσα στη Βοιωτία πανάρχαια ελληνική γραφή). Στη δήλωση λοιπόν αυτή του Ηροδότου οι μεταφραστές δίνουν το νόημα, ότι οι ντόπιοι Ελληνες Βοιωτοί και όχι οι Φοίνικες μετανάστες άλλαξαν την δική τους γλώσσα και γραφή και υιοθέτησαν τη φοινικική!

Στην γενικά ασυνάρτητη αυτή αναφορά στον Αλφάβητο, όπως διασώθηκε, είναι προφανείς και οι παρεμβάσεις-αλλοιώσεις που ακολουθούν στο κείμενο και που διαπράχθηκαν άγνωστο από ποιούς και πότε. Αλλά ας δούμε την ύποπτη συνέχεια του κειμένου, όπως έφθασε σ’ εμάς:

«Περιοίκεον δε σφέας τα πολλά των χώρων τούτον τον χρόνον Ελλήνων Ίωνες οι παραλαβόντες διδαχή παρά των Φοινίκων τα γράμματα, μεταρυθμίσαντες σφέων ολίγα εχρέωντο, χρεώμενοι δε εφάτισαν, ώσπερ και το δίκαιον έφερε εισαγαγόντων Φοινίκων ες την Ελλάδα, Φοινίκηια κεκλήσθαι».

[Κατοικούσαν δε πέριξ αυτών (των Φοινίκων) στα περισσότερα μέρη κατ' εκείνο τον χρόνο (του Κάδμου) εκ των Ελλήνων Ίωνες, οι οποίοι παραλαβόντες διά της επαφής ή και διδασκαλίας παρά των Φοινίκων τη γραφή τους αλλάξαντες την μορφή της γραφής αυτών oλίγα μετεχειρίζοντο. Μεταχειριζόμενοι δε αυτά είπαν, καθώς ήταν δίκαιο, επειδή τα εισήγαγαν στην Ελλάδα Φοίνικες, να ονομάζωνται Φοινικά.]

Η αναφορά αυτή, κατά των Η. Τσατσόμοιρο (“Δαυλός”, τ.118), ότι δηλαδή εκ των Ελλήνων οι Ιωνες οι κατοικούντες πέριξ των Φοινίκων παρέλαβαν τη Φοινικική γραφή και λίγα γράμματά της μεταχειρίζονταν, αφού τα τροποποίησαν, και χάριν του δικαίου, επειδή οι Φοίνικες τα εισήγαγαν στη Ελλάδα, τα ωνόμασαν Φοινικικά, αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση και συνεπώς πρόκειται για πλαστή υποπαράγραφο, δήθεν επεξηγηματική, η οποία σκοπεύει να καταστήση αβαρή την προηγηθείσα πληροφορία «άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων». Και όμως η “Φοινικική Θεωρία” θεμελιώθηκε εξ ολοκλήρου και συντηρείται πάνω στο θεμέλιο της προφανούς αυτής πλαστογραφίας.

Η “Φοινικική Θεωρία” καθιερώθηκε στην Ευρώπη σε μία εποχή που, όπως γράφει ο διαπρεπής σύγχρονος Αγγλος κλασσικός φιλόλογος S.G.Rembroke (“The Legacy of Greece,εκδ. Oxford University Press,1984), «στους Φοίνικες γενικά εδίδετο ένας ρόλος ενδιαμέσων», που ξέφευγε από οιαδήποτε πληροφορία της ιστορίας, ένας ρόλος δηλαδή μεταφορέων της σοφίας και του πολιτισμού του περιουσίου λαού του Ισραήλ στους απολίτιστους λαούς και δη στους Ελληνες. Αυτά βέβαια είναι συγχωρητέα, αφού λέγοντας περί τα τέλη του Μεσαίωνα, οπότε ο θρησκευτικός φανατισμός και ο σκοταδισμός είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να θέλουν την κόρη του Αγαμέμνονος Ιφιγένεια ως κόρη του Ιεφθά, τον Δευκαλίωνα ως Νώε, τον Απι ως σύμβουλο του Ιωσήφ, τον Απόλλωνα, τον Πρίαμο, τον Τειρεσία και τον Ορφέα ως διαστροφές του Μωυσή, την ιστορία των Αργοναυτών ως διάβαση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη και άλλα πολλά παρόμοια. Αυτές τις επισημάνσεις τις κάνει ο Rembroke.

Και καταλήγουμε εμείς: Τότε ο Ελληνισμός, ευρισκόμενος από άποψη εθνικής αυτοσυνειδησίας σε κωματώδη πνευματική κατάσταση και από άποψη ιστορικής αυτογνωσίας σε αφασία, ήταν εντελώς ανίκανος να υπερασπισθή την ιστορία του και τον πολιτισμό του, και γι’ αυτό δεν αντιδρούσε και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Σήμερα με την ανοχή ή και τη συνηγορία μας μας κάνουν τη γλώσσα μας “Ινδοευρωπαϊκή”, τη γραφή μας “φοινικική”, την Αθηνά μας και τον Σωκράτη μας “μαύρους” και τον πολιτισμό μας “αφρικανικό”. Τώρα άραγε σε ποια πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε;

Απο: http://www.pare-dose.net/?p=194

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη είναι μια ιστορική πόλη της Ελλάδας. Στη μακρά ιστορική της πορεία βρέθηκε υπό την κατοχή διάφορων λαών και απετέλεσε τόπο πολιτισμικής σύγκλισης πολλών εθνοτήτων. Από το 1912 και τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του σύγχρονου ελληνικού κράτους και σήμερα είναι η μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας και πρωτεύουσα της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με πληθυσμό 800.764 κατοίκους 2001.

Η ίδρυσή της συμπίπτει με την αρχή της ελληνιστικής εποχής, την ανάληψη δηλαδή της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τους επιγόνους του και την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του γνωστού, για τον τότε δυτικό άνθρωπο, κόσμου. Ο κληρονόμος του βασιλείου της Μακεδονίας και σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Κάσσανδρος, ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες, που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο, και της έδωσε το όνομα της γυναίκας του, θυγατέρας του Φιλίππου Β’, Θεσσαλονίκης (όνομα που προήλθε μετά από επιτυχή έκβαση μάχης επί των Θεσσαλών).

Τον 2ο π.Χ. αιώνα πέρασε στη ρωμαϊκή κυριαρχία, όπως και ο υπόλοιπος ελλαδικός και μικρασιατικός ελληνιστικός χώρος, και απετέλεσε αρχικά μία από τις τέσσερις έδρες διοίκησης των επαρχιών της Μακεδονίας, ενώ αργότερα έγινε πρωτεύουσα ολόκληρου του ρωμαϊκού θέματος της Μακεδονίας. Στην απαρχή της μετάβασης από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Μεγάλο Κωνσταντίνο ανατολικά, υπήρξε, εξαιτίας της σημαίνουσας στρατηγικής της θέσης, μια από τις υποψήφιες πόλεις, οι οποίες προτάθηκαν ως αντικαταστάτριες της Ρώμης. Παρ’ ότι, όμως, προτιμήθηκε το Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα, η Θεσσαλονίκη είχε τον πολιτικό και πολιτισμικό ρόλο της συμβασιλεύουσας πόλης.

Η οθωμανική προέλαση στη χερσόνησο του Αίμου εφόρευσε και τη Θεσσαλονίκη το 1432 στο Βασίλειο των Οσμανλιδών, όπου παρέμεινε για πέντε περίπου αιώνες. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Αυτοκρατορίας ευνόησε, έπειτα από μερικές δεκαετίες, την εγκατάσταση εβραϊκών φύλων από την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Βόρεια Ευρώπη. Αυτή η πληθυσμιακή μετακίνηση ανέδειξε τη Θεσσαλονίκη στη σημαντικότερη παγκόσμια εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον και τις αρχές του 20ου αιώνα. Εκτός αυτού, ειδικότερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο αστικοποιούμενο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων.

Η ένταξή της στον κορμό του εθνικού ελληνικού κράτους το 1912 με τη συνακόλουθη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού αλλά και τον ερχομό, μία δεκαετία αργότερα, των χριστιανικών προσφυγικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής υφής της πόλης μετατρέποντάς τη σε μια αστική πολιτεία με κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου και όλες τις ιδιομορφίες του ελλαδικού αστικού τύπου. Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική της αλλαγή επιταχύνθηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης για εξελληνισμό του αρχιτεκτονικού ύφους της με την καταστροφή των μουσουλμανικών μνημείων. Τα τελευταία γεγονότα που σχετίζονται με την πληθυσμιακή αλλαγή της πόλης είναι η εξολόθρευση της ακμαίας εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής και το κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50.



Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές, με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα[3] και χρησιμοποιείται, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, ως ονομασία πόλης σχηματιζόμενη από όνομα φυσικού προσώπου, όπως Σελεύκεια (από το Σέλευκος), Κασσάνδρεια (από το Κάσσανδρος), Αλεξάνδρεια (από το Αλέξανδρος) κ.α. Η επικρατήσασα, όμως, μορφή του ονόματος είναι αυτούσιο το προσωπικό όνομα. Κατά την ελληνιστική εποχή υπήρξε ο τύπος Θετταλονίκη[4] ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις][5].

Στους μεσαιωνικούς χρόνους οι λαοί που σχετίστηκαν με το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και τη Θεσσαλονίκη απέδωσαν μέσω, κυρίως, παρηχήσεων την ονομασία της Θεσσαλονίκης στις γλώσσες και διαλέκτους τους. Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμ.:سلاني, τουρκ.:Selânik) όπως και οι Ιουδαίοι, που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι τοπικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.:Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.:Sãrunã).
Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών [6]με αποκλίσεις ως προς το έτος ίδρυσης[7]. Η δεύτερη μαρτυρία είναι του Στεφάνου του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης το Φίλιππο Β’[8].

Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης το 316/15 π.Χ. από τον σφετεριστή του θρόνου του Βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές. Επιπλέον ο Κάσσανδρος υπολόγιζε τον πολισμό της Θεσσαλονίκης σαν μια δεύτερη πράξη, που θα νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από το γάμο του με γόνο της βασιλικής δυναστείας.

Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών, παράκτιων πολισμάτων δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης. Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από νωρίς διάφορους εποίκους (Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους) αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος ενώ διατηρούσε εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής.

Στο διοικητικό επίπεδο η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία που διαχειριζόταν η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, ενώ συνάμα τελούσε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά, ο οποίος ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων – εντολοδόχων, των Βασιλικών, ενώ διόριζε και το στρατιωτικό διοικητή, τον Επιστάτη, ο οποίος είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και τους Αρμοστές[9]

Η κατάλυση του Βασιλείου των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ. έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res Publica Romana).



Η κατασκευή της Via Egnatia από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 – 120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, η οποία ένωνε την Αδριατική με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμφαση μέσα στο μεγεθούμενο κράτος[12]. Έτσι, μέχρι το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα, η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχτεί στο κυρίαρχο σταυροδρόμι και βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας.

Στην εμφύλια διαμάχη δημοκρατικών και αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα (44 μ.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 μ.Χ. στους Φιλίππους[13] οδήγησε στην απόδοση περισσοτέρων προνομίων στην πόλη και ουσιαστικής αυτοδιοίκησης με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» - Civitas Libera[14].


Μνημείο τεράστιας αρχαιολογικής αξίας η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Αρχικά μαυσωλείο του Γαλερίου μετατράπηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε χριστιανικό Ναό προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου.Κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη Θεσσαλονίκη δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των εκχριστιανισθέντων μελών της αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης[15]

Ωστόσο δεν υπάρχει καμία ιστορική απόδειξη ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκη συναγωγή και η μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια της "συναγωγής" ως συνάθροιση. Επιστολες: [16]

Η χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α’ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου όπου εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία. Ωστόσο, ο χριστιανικός χαρακτήρας της πόλης έγινε εντονότερος στη διάρκεια της βασιλείας του Γαλέριου, όταν δίδαξε και μαρτύρησε ο πολιούχος της πόλης Άγιος Δημήτριος (305 μ.Χ.)[17].

Η Θεσσαλονίκη, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που διήπε την Αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων[18]. Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους, που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων[19].

Στο στάδιο της παρακμής του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού - παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή, και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του Γαλερίου,[20] ενός από τους Καίσαρες της τετραρχίας που εξουσίασε το imperium λίγο πριν τη μονοκρατορική επιβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έπειτα ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους[21] προτύπωσε τη δυναμική, που θα ενείχε στη διάρκεια της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής.



Έπειτα από την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη Μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μ. Κωνσταντίνου εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου[23].

Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την από τούδε Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη (Nova Roma), θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Η παραυξάνουσα αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων Ιουλιανού και Μεγάλου Θεοδόσιου, την καθιστούν «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ'ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της Αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ῥωμαίων πρώτην πόλιν)[24].

Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως Αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους Γότθους το 378 ασπάστηκε το Χριστιανισμό, με προτροπή του Επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου[25], και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα[26]. Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.

Ιστορική για τη σκληρότητά της έχει μείνει η πράξη της σφαγής 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο το 390, με διαταγή του Θεοδοσίου, σαν τιμωρία για την εξέγερση ενάντια στη φρουρά του, που αποτελούνταν από ηττημένους Γότθους υπό το Βουτέριχο[27].

Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα όταν η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντάς την σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου[28].

Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’, ο επικαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.

Την περίοδο της Εικονομαχίας σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[29]. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι Βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων[30].

Το 904 η πόλη δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η απροετοιμασία για πολιορκία οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της[31]. Παρόλα αυτά ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίστηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα.


Από τη νορμανδική κατάκτηση στην κορυφή της διοίκησης
Γεγονός – ορόσημο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης θεωρείται η άλωσή της από τους Νορμανδούς το 1185. Στις 15 Αυγούστου του 1185 νορμανδικός στόλος μεταφέροντας 80.000 στρατό κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και άρχισε την πολιορκία από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός, όμως, της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγούστου 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά την ηρωϊκή άμυνα των κατοίκων και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της[32]. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες[33].

Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στα 1204 και η κατάλυση της Αυτοκρατορίας οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με το Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο το Μομφερατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων[34]. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (Royaume de Thessalonique), που υπήρξε βραχύβιο, εκτίνοντας το βίο του σε είκοσι χρόνια.

Το 1224 ο Δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος Δούκας κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε Βασιλεύς των Ρωμαίων από τον Αρχιεπίσκοπο Αχριδών Δημήτριο Χωματιανό[35]. Ο Θεόδωρος όρισε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της ηγεμονίας του, η οποία αποτελούσε το αντίπαλο δέος του άλλου βυζαντινού κράτους, της Αυτοκρατορίας της Νικαίας.

Η παρακμή του κράτους του Θεοδώρου εκκίνησε από την ήττα του το 1230 στην Κλοκοτνίτσα από τον Ιωάννη Ασσάν Β’. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο Αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης.

Ο ηγέτης της μερίδας των Ησυχαστών και κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης, Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Παλαμάς.Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μια πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στο μεσαιωνικό κόσμο, όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από το λαό και η «ελέω θεού» διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα[36]. Η διαπάλη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στο βυζαντινό θρόνο οδήγησε την Αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτελέσματα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη.


Η ογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών το 1342. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης, συντασσόμενος με την πλευρά της Άννας της Σαβοΐας και του Απόκαυκου και καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.

Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349 όταν η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές και επανέφερε την πόλη στην αυτοκρατορική «νομιμοφροσύνη»[37].

Παρά τις πολιτικές αναταραχές, κατά το 13ο και 14ο αιώνα η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση και ανέδειξε πληθώρα λογίων, θεολόγων και καλλιτεχνών. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο το βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση ονομάστηκε Παλαιολόγεια Αναγέννηση και είναι η περίοδος κατά την οποία η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της Αυτοκρατορίας[38].

Σε αυτό το κλίμα συνέβαλλε η επικράτηση των ιδεών των Ησυχαστών, που ως βασικό εκφραστή είχαν τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά[39]. Η ησυχαστική κίνηση παρ’ ότι απετέλεσε τροχοπέδη στη διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασσικής παιδείας εντούτοις ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη, που εξακολούθησε να επιζεί στον Άθωνα και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας[40].

Ο Λευκός Πύργος (Beyaz Kule) ή Πύργος του Αίματος (Kanli Kule) υπήρξε Οθωμανική φυλακή για τουλάχιστον τέσσερις αιώνες. Εδώ σε ζωγραφική αναπαράσταση των αρχών του 19ου αιώνα, όπου φαίνεται και το προτείχισμα που τον περιέβαλε μέχρι και το 1911.
Ο Λευκός Πύργος σήμεραΗ οθωμανική προέλαση στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου διεμφάνισαν τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής βοήθειας παραδόθηκε «φόρου υποτελής» στο Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ το 1387 έπειτα από τετραετή πολιορκία[41].

Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από το Βαγιαζήτ με αιτία τη δραπέτευση του Μανουήλ Β' από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα[42]. Η πρώτη οθωμανική κατοχή της πόλης διήρκεσε έως το 1403 οπότε ο Αυτοκράτορας Μανουήλ, επωφελούμενος της ήττας του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο και της ακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιών του για τη διαδοχή, κατάφερε να του αποδοθεί η Θεσσαλονίκη σαν αντάλλαγμα της συνδρομής του στο γιο του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Τσελεμπή.

Η ακεσφορία των εσωτερικών τραυμάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των βυζαντινών εδαφών αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης Αυτοκρατορίας στην υπεράσπισή τους οδήγησε το 1420 στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους Βενετούς.

Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των Βενετών ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Τελικά η «συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις 29 Μαρτίου του 1430 έπειτα από ισχυρή πολιορκία τριών ημερών[43].

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου» (ahl al-kitab), όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν το 15ο αιώνα στην εγκατάσταση των διωκόμενων από τη βόρεια Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο Ιουδαϊκών φύλων. Οι Εβραίοι Ασκεναζίμ και Σεφαραδίτες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν ευπρόσδεκτοι[44] συμβάλλοντας επιπλέον στον επανεποικισμό έπειτα από την υφιστάμενη ερήμωσή της εξ’ αιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων.

Οι Εβραίοι έκτοτε αποτέλεσαν το κυρίαρχο και οικονομικά εναργέστερο πληθυσμιακό στοιχείο της πόλης[45]. Έως και το 1912 η Θεσσαλονίκη παρέμεινε ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο εβραϊκής πόλης και αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»[46] και «Μητέρα του Ισραήλ»[47].


To Εβραϊκό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης σε ταχυδρομικό δελτάριο του 19ου αιώνα. Σήμερα στην θέση του βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη.
Το Διοικητήριο ή Κονάκι. Κτίσμα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής διοίκησης σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli είναι η έδρα της Γενικής Γραμματείας Μακεδονίας - Θράκης.Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ, σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους να αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Αναγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών, ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω (Robert De Dreux) επισημαίνει τη Θεσσαλονίκη, ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ (Joseph de la Porte) ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 Ελληνικές εκκλησίες και 36 συναγωγές[48].

Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους Ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Ιδιαίτερη, όμως, σκληρότητα επέδειξαν οι Οθωμανοί με το ξέσπασμα της Επανάστασης της Χαλκιδικής το Μάρτιο του 1821 όταν σφαγίασαν 3.000 περίπου Έλληνες στο σημερινό διοικητήριο[49], σημαίνοντας την απαρχή μίας περιόδου τρομοκρατίας, που διήρκεσε έως και το 1823, χρονιά που κατεστάλησαν τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί κρέμασαν επίσης, τους πρόκριτους (μέλη της Φιλικής Εταιρείας) Γεώργιο Βλάλη, Χρήστο Μενεξέ, Χριστόδουλο Μπαλάνο, Γεώργιο Πάικο, Στέργιο Πολύδωρο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Αναστάσιο Γούναρη, Δημήτριο Παππά, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, τον Αργυρό Ταπουχτσή από την Επανομή κ.α. στην τότε πλατεία Αλευραγοράς (σημερινή αγορά Καπάνι - Βλάλη), στις 18 Μαΐου. Σφαγές επίσης έγιναν στην περιοχή της Ροτόντας και στην Πύλη Αξιού[50]. Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει 2.000 Έλληνες και τελικά πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τον τουρκικό όχλο[51]. Σημαντικές προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης που πρωτοστάτησαν την περίοδο εκείνη στους Ελληνικούς αγώνες ήταν ο Γρηγόριος Ζαλύκης, ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Ιωάννης Γούτας Καυτατζόγλου, ο Ιωάννης Μιχαήλ (ο οποίος συμμετέιχε στη Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας), ο Ιωάννης Παπάφης, ο Ανδρόνικος Πάικος και άλλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν ο Θεσσαλονικέας Ιωάννης Σκανδαλίδης, ένας από τους πληρεξούσιους της Μακεδονίας[52][53].

Η λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828 – 1829 επέφερε την ηρεμία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Το θετικό κλίμα ενέτειναν και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ από το τέλος της δεκαετίας του 1830. Η Θεσσαλονίκη αυξάνει περαιτέρω την εμπορική της δύναμη ενώ παράλληλα ξεκινά η ανοικοδόμηση σημαντικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ιδιωτικών κτηρίων. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που από 50.000 το 1865 φτάνει τις 90.000 το 1880 και τις 120.000 το 1895[54].

Το Μέγαρο του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, το οποίο, πλέον, φιλοξενεί το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνος.Το ρεύμα της εθνικιστικής ιδεολογίας, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση και απλώθηκε σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, άρχισε, ογκούμενο σταδιακά μέσα στο 19ο αιώνα, να επιδρά και στα βαλκανικές εθνικές ομάδες, που βρίσκονταν στην οθωμανική επικράτεια.

Το ρωμαιϊκό στοιχείο συγκρούστηκε έντονα με το βουλγαρικό, που με τη δράση των κομιτατζήδων προσπάθησε τη μεταστροφή των ορθοδόξων πληθυσμών από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία με στόχο τον εκβουλγαρισμό τους[55]. Η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε το διάστημα των ετών 1904-1908, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όπου επιτελικό κέντρο των Ελλήνων αγωνιστών υπήρξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).


Η Έπαυλη Αλλατίνη, που χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του έκπτωτου Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β' στη Θεσσαλονίκη.Παράλληλα με τα εθνικιστικά κινήματα αναπτυσσόταν και ένα άλλο κίνημα με στελέχη από τη στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο του τη Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, ο εκσυγχρονισμός και μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της παραπαίουσας και μειούμενης εδαφικά Αυτοκρατορίας και πολιτικό εφαλτήριό της η "Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο" (İttihad ve Terakki Cemiyeti - Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος)[56], της οποίας η δράση εκκίνησε το 1896 και στις τάξεις της περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν γνωστά με το όνομα Νεότουρκοι (Jön Türkler – Ζον Τουρκλέρ από το γαλλικό Jeunes Turcs) και στα πρώτα της βήματα αναδείχθηκε σε φορέα της αστικής αλλαγής με αντιιμπεριαλιστικές αιχμές[57].


Τον Ιούνιο του 1908 οι Νεότουρκοι διέθεταν την ισχύ ώστε να απαιτήσουν από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ την πολιτειακή μεταβολή προς τη συνταγματική μοναρχία. Έτσι με μία εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση το Οθωμανικού Στρατού ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, με αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος στις 24 Ιουλίου 1908[58].

Η αντεπανάσταση των συντηρητικών Παλαιότουρκων το 1909 βοήθησε τον απολυταρχικό Αμπντούλ Χαμίτ να άρει τα συνταγματικά προνόμια. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι κατάφεραν να πάρουν την κατάσταση και πάλι στα χέρια τους εξαναγκάζοντας το Σουλτάνο σε παραίτηση και ανεβάζοντας στο θρόνο το μετριοπαθή αδελφό του, Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ. Ο Αμπντούλ Χαμίτ οδηγήθηκε στο πολιτικό κέντρο των Νεοτούρκων, τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε φρουρούμενος στην Έπαυλη Αλλατίνη (σημερινό Μέγαρο της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης) έως και το 1912.

Τελευταίο σημαντικό γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η επίσκεψη στην πόλη του Μεχμέτ στις 31 Μαΐου 1911, στο πλαίσιο της περιοδείας του στα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα της επίσκεψης αποτέλεσαν η παρέλαση των εθνοτήτων ενώπιον του μονάρχη και το εντυπωσιακό προσκύνημά του στο τέμενος της Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με το επίσημο τυπικό του προσκυνήματος της Παρασκευής στο τζαμί Χαμιντιέ της Κωνσταντινούπολης[59].

Η απόδειξη των πραγματικών πολιτικών προθέσεων της ηγετικής ομάδας των Νεότουρκων, που ως βασικό στόχο είχαν τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της εξάλειψης των μειονοτήτων, και η σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής έναντι αυτών έφεραν το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου]][60]. Τα τέσσερα βαλκανικά βασίλεια, Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την κατάκτηση και το διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών της εδαφών, στα οποία κατοικούσε σημαντική μερίδα «αλύτρωτων» ομοεθνών τους.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων[61]. Οι νίκες των Ελλήνων σε σημαντικές μάχες είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα στο στράτευμα, το οποίο όδευε για την κατάκτηση του Μοναστηρίου, βαλκανικής πόλης με ακμαίο ελληνικό πληθυσμό. Ο επικεφαλής της στρατιάς της Θεσσαλίας και αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος έπειτα από τη νικηφόρα Μάχη του Σαρανταπόρου κινούνταν προς το Μοναστήρι. Οι πληροφορίες, όμως, προς την ελληνική κυβέρνηση αναφέρονταν σε προώθηση των βουλγαρικών στρατευμάτων νοτιότερα, με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης[62]. Έτσι το ελληνικό στράτευμα της Θεσσαλίας, αλλάζοντας πορεία, κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έφτασε έπειτα από τη Μάχη των Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου) στις 25 Οκτωβρίου 1912 περικυκλώνοντάς την.

Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί επιτελείς της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής το διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά, αντιλήφθηκαν ότι πιθανή αντίσταση δε θα επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα[63] και προέβησαν σε προτάσεις παράδοσης προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε από οθωμανικής πλευράς υπήρχε η προτίμηση της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες λόγω της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι θα προέβαιναν σε βιαιότητες έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού[64]. Ο Κωνσταντίνος, όμως, δεν έκανε δεκτή την οθωμανική πρόταση και απαίτησε «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας γνώση των κινήσεων της 7ης Βουλγαρικής μεραρχίας, η οποία πλησίαζε τη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε το Διάδοχο να επισπεύσει τη διαδικασία[65]. Έτσι τη νύχτα της 26ης προς 27 Οκτωβρίου 1912 (Ιουλιανό ημερολόγιο), οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό[66][67] και το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη τα δύο πρώτα ελληνικά ευζωνικά τμήματα της μεραρχίας Κλεομένους.

Εντωμεταξύ οι Βούλγαροι, που είχαν προσεγγίσει την πόλη, πίεσαν το Χασάν Ταχσίν Πασά να υπογράψει παρόμοιο πρωτόκολλο και με αυτούς. Η πρότασή τους, εντούτοις, δεν έγινε δεκτή με τη χαρακτηριστική απάντηση του Οθωμανού στρατηγού: «Έχω μόνο μία Θεσσαλονίκη, την οποία έχω ήδη παραδώσει»[68]. Παρά τούτο οι βουλγαρικές διεκδικήσεις δεν έπαυσαν έως και το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, οπότε το νικηφόρο αποτέλεσμά του, για την ελληνική πλευρά, επέφερε οριστική λύση στο θέμα.

Ένας ακόμη παράγοντας, που προσπάθησε να επηρεάσει το εδαφικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης, ήταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, που με τη συμπαράσταση της Γερμανίας επεδίωξε, ανεπιτυχώς, διεθνοποίηση της πόλης[69]. Ακόμη μερίδα της Ιουδαϊκής κοινότητας προώθησε στο εξωτερικό πρόταση για αυτόνομο καθεστώς υπό ισραηλιτική διοίκηση[70]

Στις 29 Οκτωβρίου ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ εισήλθε στην πόλη επικεφαλής τμημάτων στρατού και στις 30 Οκτωβρίου τελέστηκε από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο δοξολογία στον τότε Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μηνά «επί τη απελευθερώσει της πόλεως».

Το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Μακεδονία την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.Μετά την απελευθέρωση του 1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με λίγες διακοπές μέχρι το 1922. Τον Μάρτιο του 1913 ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α' δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη, και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκαν επεισόδια κατά των Μουσουλμάνων και Εβραίων της πόλης στους οποίους αδίκως κινήθηκαν οι πρώτες υποψίες.

Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο από το ξέσπασμά του παρά τις προσκλήσεις για συμμαχία και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ωστόσο με δικαιολογία την βοήθεια προς τον Σερβία αλλά και αδιαφορία για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με σκοπό να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό Μέτωπο, που απαρτιζόταν από δεκάδες χιλιάδες άνδρες και είχε σκοπό να παράσχει υποστήριξη προς τη Σερβία και τη Ρωσία. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η διαμάχη (1916) ανάμεσα στο Βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΒ΄ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στο σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από το Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" απαρτιζόταν από το Βενιζέλο, το Δαγκλή και τον Κουντουριώτη, τη λεγόμενη "Τριανδρία". Έτσι, η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου.

Η μεγάλη πυρκαγιά το 1917 ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια. Κατέστρεψε ολοσχερώς κτήρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης, καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές και κυρίως χιλιάδες σπίτια αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους, και προκάλεσε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από την συγκέντρωση προσφύγων που προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό Βουλγαρική διοίκηση Θράκη. Στη θέση των κτηρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ.

Την περίοδο 1922-1924 στα πλαίσια της Ελληνοτουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η εισροή προσφύγων ήταν τόσο έντονη ώστε επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, όπως η Καλαμαριά, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους "ανταλλάξιμους" που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης.

Σε όλο το διάστημα του μεσοπόλεμου οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από την ανάμιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων και Εβραίων και Ελλήνων εργατών έδωσαν μεγάλη δυναμική στα εργατικά κινήματα, που ήδη ήταν ανεπτυγμένα στην πόλη. Ήδη από το 1908 είχε ιδρυθεί με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος και μετέπειτα στην δημιουργία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν συνεχείς οι διαδηλώσεις και απεργίες ομάδων εργατών όπως των καπνεργατών, των τροχιοδρομικών κ.α. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και αρκετές εθνικιστικές/αντισιωνιστικές οργανώσεις ως αντίδραση στην πολυπληθή παρουσία των Εβραίων εργατών, με διάφορα προβλήματα με κυριότερο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Θεσσαλονίκης.

Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν στην κοινότητα Χιρς, οι περιουσίες τους δημεύτηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και Ελλήνων συνεργατών τους. Τελικά ολόκληρος ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης οδηγήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπέργκεν-Μπέλσεν. Περίπου 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η απελευθέρωση της πόλης επήλθε στις 27 Οκτωβρίου του 1944.

Στις 20 Ιουνίου του 1978 ένας μεγάλος σεισμός επέφερε συνολικά 49 θανάτους και υλικές ζημιές ύψους 1,2 δισ. ευρώ, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα. 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο εν λόγω σεισμός υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα.[71]

Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης, στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Κεδρηνού Λόφου και περιβάλλεται στα βόρεια από το δάσος του Σέιχ Σου. Στη Σίνδο υπάρχει η βιομηχανική ζώνη της πόλης και στα ανατολικά βρίσκονται οι περιοχές του αεροδρομίου, της Θέρμης και του Πανοράματος.

Βόρεια-Βορειοανατολικά της πόλης υψώνεται ο Χορτιάτης, φυσική οχύρωση και πηγή μέρους του νερού που χρησιμοποιείται για την ύδρευση της. Βορειοδυτικά απλώνεται η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, που συμπληρώνει τις ανάγκες της Θεσσαλονίκης σε ύδρευση. Η πεδιάδα ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και της γύρω περιοχής, καθώς σχηματίστηκε (περίπου τον 1ο π.Χ. αιώνα) από τις προσχώσεις των ποταμών που διαρρέουν το νομό κι έτσι είναι ιδιαίτερα εύφορη.

Οι τρεις αυτοί ποταμοί, ο Αξιός, ο Λουδίας και ο Γαλλικός, εκβάλλουν δυτικά της πόλης ενώ ακόμα νοτιότερα εκβάλλει ο Αλιάκμονας. Οι ποταμοί αποτέλεσαν και φυσικά υδάτινα κωλύματα σε προσπάθειες προσέγγισης της πόλης από τα νότια· η διάβαση του Γαλλικού ποταμού από τα ελληνικά στρατεύματα, το 1912, οριστικοποίησε την άνευ όρων παράδοση των Οθωμανών. Το δέλτα του Αξιού αποτελεί υγροβιότοπο 22.000 στρεμμάτων ιδιαίτερης σημασίας, που προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ.

Η θέση της πόλης στην ευρύτερη περιοχή Μακεδονίας-Θράκης, η ύπαρξη του λιμανιού της ως φυσικής πύλης της περιοχής αυτής προς τη θάλασσα αλλά και η φυσική οχύρωσή της καθιστούν τη Θεσσαλονίκη αφενός σημαντικό στρατηγικό σημείο, αφετέρου εμπορικό, συγκοινωνιακό και πολιτισμικό σταυροδρόμι από την αρχαιότητα έως και τα σημερινά χρόνια.

Το κλίμα της Θεσσαλονίκης είναι μεσογειακό αλλά εμπεριέχει και ηπειρωτικά χαρακτηριστικά. Γενικότερα πάντως, η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει αρκετές ηλιόλουστες μέρες κατά την διάρκεια του έτους. Η μεγαλύτερη θερμοκρασία που έχει σημειωθεί ήταν στις 25/7/2007 και ήταν 44C στο Αεροδρόμιο "Μακεδονία", ενώ η χαμηλότερη στον ίδιο σταθμό ήταν -14,0C και σημειώθηκε στις 26/1/1963.Η χιονόπτωση κατα τον χειμώνα δεν είναι ασυνήθιστη, αλλά όσο χιόνι φτάνει στο έδαφος λιώνει μέσα σε λίγες ώρες.

Το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, έχει πραγματικό πληθυσμό 800.764 κατοίκους. Ο νομός Θεσσαλονίκης, για τον οποίο υπάρχουν ασφαλή στατιστικά στοιχεία, έχει πληθυσμό 1.057.825. Συγκεντρώνει ποσοστό 9,4% του πληθυσμού της χώρας με τάση αύξησης, αφού είχε το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό φυσικής αύξησης του πληθυσμού το 1997 και το 1998 μετά τους νομούς Δωδεκανήσου, Ξάνθης και Ηρακλείου (υπεροχή γεννήσεων/1.000 κατοίκους: 2,9), και υψηλή αναλογία μαθητών Δημοτικού ανά 1.000 κατοίκους (66 έναντι μέσου Ελλάδας 61). Παράγει το 9,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, το 2, 16% της συνολικής μεταποιητικής παραγωγής και τα 2/3 του προϊόντος του προέρχονται από τις υπηρεσίες. Με κατά κεφαλή προϊόν 3,8 εκ. δρχ. (3ος στην κατάταξη με 105% του μέσου όρου της Ελλάδος), η θέση του ως προς το μέσο της χώρας σε διάστημα μιας 10ετίας έμεινε σχεδόν σταθερή[72].

Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ένα αρκετά εκτεταμένο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονται τα περισσότερα καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες, αξιοθέατα και χώροι αναψυχής. Η έκτασή του μπορεί να οριστεί ανατολικά από το συγκρότημα του 3ου Σώματος Στρατού, δυτικά από την Πλατεία Δημοκρατίας (πρώην Πλατεία Βαρδαρίου), νότια από την παραλιακή Λεωφόρο Νίκης (πρώην Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’) και βόρεια από την οδό Ολυμπιάδος στις παρυφές της Άνω Πόλης.

Κεντρικές οδικές αρτηρίες του Κέντρου αποτελούν οι Οδοί Νίκης, Μητροπόλεως, Τσιμισκή, Εγνατία, Βενιζέλου και Αγίου Δημητρίου. Από την Οδό Φιλίππου ξεκινά η πλατεία Δικαστηρίων, η οποία αποτελεί προέκταση πάνω από την Εγνατία της Πλατείας Αριστοτέλους, της κυριότερης πλατείας της πόλης, που εκτείνεται μέχρι τη Λεωφόρο Νίκης.

Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα υπήρξε σημαντική μετατόπιση του κέντρου της Θεσσαλονίκης ανατολικότερα. Ενώ παλαιότερα η κεντρική αγορά της πόλης βρισκόταν στην περιοχή του Βαρδαρίου και εκτεινόταν έως τη σκεπαστή αγορά, πριν την πλατεία Αριστοτέλους, σήμερα έχει υπερβεί κατά πολύ αυτά τα όρια φτάνοντας στην περιοχή του Μεγάρου της Χ.Α.Ν.Θ. κοντά στον παλαιό ζωολογικό κήπο.


Η περιοχή της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 βρίσκεται στο βορειότερο και ψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης. Αρχίζει ουσιαστικά από τη βόρεια πλευρά της οδού Αγίου Δημητρίου φτάνοντας βόρεια ως τα τείχη της Ακρόπολης και δυτικά και ανατολικά ως τα αντίστοιχα Βυζαντινά Τείχη, που σώζονται σχεδόν ολόκληρα στην περιοχή.

Παρόλο ότι η περιοχή δεν ερευνήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή δεν κατοικήθηκε, τουλάχιστον συστηματικά. Γειτονιές με κατοικίες δημιουργήθηκαν με την τουρκοκρατία, για να πυκνοκατοικηθεί η περιοχή στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, καθώς εκτιμήθηκαν οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν (μικροκλίμα) και η υπέροχη θέα που προσφέρει ο τόπος.

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης όπως: τα Τείχη με την Ακρόπολη και το Επταπύργιο, ο Ναός του Οσίου Δαβίδ (Μονή Λατόμου), ο Ναός του Αγίου Νικολάου Ορφανού, ο Ναός των Ταξιαρχών, η Μονή Βλατάδων, ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο Ναός του Προφήτη Ηλία, ένας βυζαντινός λουτρώνας της πλατείας Κρίσπου, το Αλατζά Ιμαρέ της οδού Κασσάνδρου κ.ά.

Πέρα όμως από τα μνημεία αυτά, στην περιοχή της Άνω Πόλης διασώζεται σε πολλά τμήματα ο παλιός (παραδοσιακός) πολεοδομικός ιστός της πόλης με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα και τις πλατείες και προπαντώς με τα μοναδικά σε λιτότητα, λειτουργικότητα και κομψότητα κτίσματα της Λαϊκής Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής[73].


Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στην περιοχή της Σαλαμίνας
Το κέντρο επιστημών και μουσείο τεχνολογίαςΗ ανατολική πλευρά της πόλης ξεκινά από την παλαιά Οδό Εξοχών, στα όρια της σημερινής Οδού Βασιλέως Γεωργίου – Βασιλίσσης Όλγας, και εκτείνεται, πλέον, μέχρι τα άκρα σημεία των δήμων Καλαμαριάς και Πυλαίας (Καμτσίδα ή Καπουτζήδα).

Στις Οδούς Βασιλίσσης Όλγας, Γεωργίου Παπανδρέου (Ανθέων) και Μεγάλου Αλεξάνδρου (Τζων Κέννεντυ) διατηρούνται πολλά αρχοντικά ευπόρων Θεσσαλονικέων του 19ου αιώνα. Η διχάλα που δημιουργείται από το διαχωρισμό της Μεγ. Αλεξάνδρου στις οδούς Γ. Παπανδρέου και Μαρίας Κάλλας εκτεινόμενη περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Σαλαμίνας, όπου είναι χτισμένο το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το Ποσειδώνιο κολυμβητήριο, η Γενική Κλινική και ο Ναός του Μεγάλου Φωτίου. Επίσης η περιοχή τα τελευταία χρόνια έχει μεταβληθεί σε νεανικό στέκι με πολλά καφέ και μπαρ.

Οι συνοικίες της Νέας Κρήνης και της Αρετσούς αποτελούν το νοτιότερο παραθαλάσσιο τμήμα του δήμου Καλαμαριάς. Εκεί συγκεντρώνεται ένα πλήθος κέντρων διασκέδασης και αναψυχής σχεδόν σε όλο το μήκος της Οδού Πλαστήρα. Η υποβαθμισμένη και βαλτώδης περιοχή της Καλαμαριάς που κατοικήθηκε, κυρίως, από προσφυγικούς, εξ ανταλλαγής πληθυσμούς μετά το 1922, σήμερα έχει φτάσει να είναι μία από τις πλέον διακεκριμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης με αλματώδη δομική, οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Εκεί βρίσκεται το πρώην στρατόπεδο Μακεδονομάχου Κόδρα, ο Ναυτικός Όμιλος Καλαμαριάς, το γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς, η Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος και το Κυβερνείο ή Παλατάκι, παλαιό τοπικό ανάκτορο των Ελλήνων Βασιλέων.

Η απαρχή του οικισμού της Πυλαίας ιστορείται από την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλονίκης. Η Καπουτζήδα, που ήταν τοποθετημένη, αρχικά, στην περιοχή Τριανδρίας - Άνω Τούμπας, ήταν το πλησιέστερο χωριό της Θεσσαλονίκης από την ανατολική πλευρά της. Απείχε περίπου 10 χιλιόμετρα από το Λευκό Πύργο, που αποτελούσε και το όριο της πόλης. Το ίδιο απείχε και από την πλατεία Σιντριβανίου, όπου ήταν η Πύλη της Καμάρας ή αλλιώς "Κασσανδρεωτική". Μετά την επέκταση της πόλης και τη δημιουργία του συνοικισμού Χαριλάου γύρω στα 1920-1922 απείχε από το τέρμα του μόλις 2 χιλιόμετρα.

Σήμερα η Πυλαία είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση δήμος του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και συνορεύει ανατολικά με το Δήμο Πανοράματος και δυτικά με το Δήμο Καλαμαριάς και το Δήμο Τριανδρίας. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται στις πενήντα χιλιάδες σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Οι κάτοικοί της έχουν αστικοποιηθεί και μέρος των γαιών τους, γνωστών για την καλλιέργεια ιβίσκου (μπάμιας), έχουν οικοπεδοποιηθεί.

Στις περιοχές της ανατολικής Θεσσαλονίκης περιλαμβάνονται επίσης οι Δήμοι Τριανδρίας και Αγίου Παύλου καθώς και το Δ' Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Θεσσαλονίκης, δηλαδή η επίσης προσφυγική περιοχή της Τούμπας.

Στη Δυτική Θεσσαλονίκη περιλαμβάνονται οι Δήμοι Αμπελοκήπων, Ελευθερίου-Κορδελιού, Ευόσμου, Μενεμένης, Νεάπολης, Πολίχνης, Σταυρούπολης και Συκεών και οι συνοικίες: Ηλιούπολη, Ξηροκρήνη, Επτάλοφος, Άγιος Νεκτάριος (Δενδροπόταμος), Νέα Πολιτεία, Μετέωρα, Καλλιθέα, Νέα Βάρνα, Ροδοχώρι, Ομόνοια, Πρόνοια και Νικόπολη.

Οι κεντρικότερες είσοδοι της πόλης ξεκινούν από εδώ : Νέα δυτική είσοδος, Οδός Μοναστηρίου, Κωνσταντινουπόλεως και Λαγκαδά, συνδέοντας την πόλη με τους αυτοκινητοδρόμους ΠΑΘΕ και Εγνατίας Οδού.

Ο Νέος και ο Παλιός Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το λιμάνι της πόλης και ο Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων (ΚΤΕΛ Μακεδονία) βρίσκονται επίσης στα δυτικά.

Εδώ βρίσκονται αρκετά παλαιά διατηρητέα εργοστάσια όπως ο Μύλος, το ΦΙΞ και η Βίλκα, τα οποία σήμερα λειτουργούν ανακαινισμένα ως πολυχώροι διασκέδασης.

Η Μονή Λαζαριστών χτισμένη το 1886 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές, από την έδρα του τάγματός τους στην εκκλησία Σεν Λαζάρ (Saint Lazare) του Παρισιού, λειτουργεί σήμερα ως χώρος διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και εκθέσεων. Αποτελεί το Πολιτιστικό Κέντρο της Δυτικής Θεσσαλονίκης και βρίσκεται στη Σταυρούπολη

Ο Βοτανικός Κήπος στην Άνω Ηλιούπολη περιλαμβάνει 1.000 είδη φυτών, μια πραγματική όαση πρασίνου 5 στρεμμάτων.

Τα Συμμαχικά Νεκροταφεία, ή αλλιώς νεκροταφεία του Ζέιτενλικ, στην οδό Λαγκαδά 1, όπου βρίσκονται θαμμένοι στρατιώτες από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από το μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, η πόλη επεκτείνεται με ραγδαίους ρυθμούς στα ανατολικά προάστια (Δήμος Θερμαϊκού, Θέρμης, Ν. Μηχανιώνας, Επανωμής,Μίκρας) και στα δυτικά προάστια (Δήμος Ωραιοκάστρου, Εχεδώρου, Μυγδονίας), έχοντας σχεδόν συγχωνευτεί με το αρχικό, μακρόστενο και κορεσμένο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.






Η Θεσσαλονίκη απαριθμεί μνημεία[74]από όλο το φάσμα του ιστορικού χρόνου, με πλειάδα ρωμαϊκών, πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών. Ένα πολύ γνωστό μνημείο και σύμβολο της Θεσσαλονίκης είναι ο Λευκός Πύργος. Άλλα σημαντικά μνημεία είναι η ρωμαϊκή αγορά (φόρουμ), η Αψίδα του Γαλέριου (καμάρα) και ο τάφος του (Ροτόντα- Αγ. Γεώργιος), η εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, τα τείχη της και πλήθος άλλων βυζαντινών εκκλησιών.

Η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ) είναι έργο του 2ου- 3ου αιώνα μ. Χ. και η στοά της ήταν διπλή, με κίονες που είχαν ανάγλυφες παραστάσεις (σήμερα φυλάσσονται στο Λούβρο). Σήμερα διοργανώνονται εκθέσεις στην περιοχή της στοάς. Αξιόλογα είναι η πλατεία, τα λουτρά και το ωδείο, που χρησιμοποιείται ως θερινό θέατρο. Στην αγορά υπήρχε μια συστοιχία κιόνων που αποτελούνταν από οκτώ ειδώλεια. Τα αγάλματα αυτά ήταν της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, του Διόσκουρου, της Αύρας και της Νίκης και ήταν γνωστά στους Θεσσαλονικείς ως οι "μαγεμένες". Οι μαγεμένες μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Λούβρου το 1864 από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλέρ, αλλά ποτέ δεν εκτέθηκαν στο μουσείο. Ο βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης Σταύρος Καλαφάτης έχει κάνει επερώτηση στη βουλή για το ενδεχόμενο επιστροφής τους.

Το Γαλεριανό συγκρότημα συναποτελείται από τέσσερα μνημεία.

Η Ροτόντα είναι κυκλικό κτήριο, με διάμετρο γύρω στα 24μ. Καλύπτεται από ημισφαιρικό τρούλο και κτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Χρησιμοποιήθηκε ως μαυσωλείο του Γαλέριου. Επί Αυτοκράτορα Θεοδοσίου μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Σήμερα χρησιμοποιείται ως τόπος λατρείας αλλά και ως εκθεσιακός χώρος.
Η Αψίδα του Γαλέριου χτίστηκε λίγο πριν από το 305 μ.Χ. και λέγεται επίσης Καμάρα. Δίπλα στο σωζόμενο τόξο υπήρχε ένα ακόμα ίδιο, στο σημείο όπου η θριαμβευτική πομπή από τα ανάκτορα συναντούσε τον πλέον πολυσύχναστο δρόμο στη Θεσσαλονίκη. Στα ανάγλυφα απεικονίζεται η νίκη των Ρωμαίων επί των Περσών.
Τα Ανάκτορα του Γαλέριου κτίστηκαν επίσης στις αρχές του 4ου αιώνα στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Σήμερα σώζεται κτηριακό συγκρότημα με δύο ορόφους και με τετράγωνη ανοικτή αυλή.
Τέλος, το Οκτάγωνο βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική άκρη των ανακτόρων του Γαλέριου. Το μεγάλο κτήριο κοσμείται από ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά δάπεδα, όπου ίσως βρισκόταν η αίθουσα του θρόνου.
[Επεξεργασία] Βυζαντινή Θεσσαλονίκη
[Επεξεργασία] Οχυρωματικά τείχη
Τα οχυρωματικά τείχη κατασκευάστηκαν από το Θεοδόσιο το Μεγάλο, τον 4ο αιώνα. Επισκευάστηκαν πολλές φορές για να αντέξουν στις βαρβαρικές επιδρομές. Σήμερα σώζονται τμήματα των τειχών κυρίως πάνω από την Εγνατία και στις Συκιές.


Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης αποτελούν τα σημαντικότερα ίσως μνημεία από την εποχή του Βυζαντίου.

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου κτίστηκε τον 7ο αιώνα στα ερείπια παλαιότερου ναού. Έπειτα από πυρκαγιά, καταστράφηκε, αναστηλώθηκε και επαναλειτούργησε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν επίσης και πολλοί άλλοι ναοί.

Η Αγία Αικατερίνη, ναός του 14ου αιώνα, που είναι σε ρυθμό σταυροειδούς τετρακίονου με τρούλο. Σώζονται ίχνη τοιχογραφιών.

Η Αγία Σοφία οικοδομήθηκε τον 7ο αιώνα στη θέση παλαιότερης πεντάκλιτης βασιλικής. Στον τρούλο διαθέτει ψηφιδωτό διάκοσμο, όπου απεικονίζεται η Θεία Ανάληψη.

Οι 'Αγιοι Απόστολοι που χρονολογούνται από τις αρχές του 14ου αιώνα και αποτελούσαν καθολικό Μονής που ίδρυσε ο πατριάρχης Νήφων Α΄. Πρόκειται για πεντάτρουλο ναό με νάρθηκα. Σώζονται ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.

Ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός κτίστηκε το 14ο αιώνα ως καθολικό μονής και έχει τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση.

Ο Άγιος Παντελεήμων του 14ου αιώνα, που αποτελούσε παλιότερα καθολικό μονής. Κτήτοράς του ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ισαάκ. Είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακίονος με τρούλο. Διασώζονται λίγες τοιχογραφίες.

Η Αχειροποίητος είναι τρίκλιτη βασιλική που χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα. Διαθέτει τοιχογραφίες του 13ου αιώνα.

Η Μονή Βλατάδων είναι καθολικό μονής και κτίστηκέ το 14ο αιώνα από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Δωρόθεο Βλάτη. Από τον αρχικό ναό σώζεται μόνο το ιερό και ο κυρίως ναός.

Ο Ναός του Σωτήρος οικοδομήθηκε γύρω στα 1340 ως ταφικό παρεκκλήσιο. Είναι τετράγωνος ναός με τρούλο. Διασώζονται τοιχογραφίες.

Ο Όσιος Δαβίδ, που βρίσκεται στην Άνω Πόλη και χρονολογείται από τον 5ο αιώνα. Παλιά ήταν καθολικό της Μονής Λατόμου. Διαθέτει τοιχογραφίες και ένα σημαντικό ψηφιδωτό που παριστάνει το όραμα του Ιεζεκιήλ.

Η Παναγία των Χαλκέων (1028) που είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο. Οφείλει την ονομασία της επειδή επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν εκεί πολλά χαλκωματάδικα. Σώζονται τοιχογραφίες, κυρίως στη δυτική πλευρά του.

Ο Προφήτης Ηλίας κτίστηκε το 14ο αιώνα από το μοναχό Μακάριο Χούμνο και ήταν καθολικό μονής. Διαθέτει τοιχογραφίες, όχι όμως σε καλή κατάσταση.

[Επεξεργασία] Βυζαντινά λουτρά
Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό λουτρό βρίσκεται στην πλατεία Κουλέ Καφέ, στην Άνω Πόλη. Χρονολογείται από το 13ο αιώνα και είναι στεγασμένο με τρούλο και καμάρες.


Την περίοδο της Τουρκοκρατίας κτίστηκαν αρκετά μνημεία, εκ των οποίων σώζονται σήμερα τζαμιά, λουτρά και οχυρωματικά φρούρια.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δεσπόζει ο Λευκός Πύργος, που χτίστηκε γύρω στα 1450 από Ενετούς και αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της πόλης. Ο πύργος είναι κυκλικός , ύψους 37 μέτρων και έλαβε το προσωνύμιο "Πύργος του Αίματος" επειδή χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο για τη φρουρά και φυλακή (λειτουργούσε σαν φυλακή για τους Γενίτσαρους). Σήμερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος χριστιανικής τέχνης 11ου-18ου αι.

Πέρα από το Λευκό Πύργο, υπάρχει ένας ακόμα κυκλικός πύργος, ο Πύργος της Αλύσεως ή Πύργος του Τριγωνίου. Κοντά σε αυτόν υπάρχει συγκρότημα από επτά πύργους, το Επταπύργιο ή Γεντί Κουλέ, που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα. Στο κτηριακό συγκρότημα περιλαμβάνεται το βυζαντινό φρούριο και οι παλιές φυλακές, που καταργήθηκαν το 1984 και μεταφέρθηκαν αλλού το 1989.

Δύο από τα σωζόμενα μουσουλμανικά τεμένη της Τουρκοκρατίας είναι το Αλατζά Ιμαρέτ, που χτίστηκε το 1484 και το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που οικοδομήθηκε το 1467 και ανοικοδομήθηκε το 1620. Το πρώτο μιμείται τη βυζαντινή αρχιτεκτονική ως προς την τοιχοδομία και έλαβε το όνομά του επειδή κοντά στο τζαμί λειτουργούσε πτωχοκομείο (ιμαρέτ) και σήμερα χρησιμοποιείται από τη ΔΕΘ. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί το οποίο μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε διάφορα καταστήματα και κινηματογράφο, σήμερα βρίσκεται σε φάση συντήρησης και ανάδειξης ώστε να στεγάσει προσεχώς αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης.

Ένα ακόμα σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου είναι το Γενί Τζαμί, που κτίστηκε το 1902 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli και χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους Εβραίους που είχαν εξισλαμιστεί, τους επονομαζόμενους ντονμέδες(Donmeh). Έχει δύο ορόφους και συμβαδίζει με την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Μετά την απέλαση των Ντονμέδων (1924) στο κτήριο στεγάστηκε το νεοσύστατο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, έως ότου μεταφερθεί στο νέο του κτήριο στη Λεωφόρο Στρατού. Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.

Το 1444 κτίστηκε το πρώτο οθωμανικό λουτρό στη Θεσσαλονίκη, το Μπέη Χαμάμ, τουρκ.:(Bey Hamam), (Λουτρά Παράδεισος) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο στην Ελλάδα[75]. Το κτήριο αποκαταστάθηκε πρόσφατα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και είναι επισκέψιμο. Άλλα σωζόμενα λουτρά της εποχής της Τουρκοκρατίας είναι το Πασά Χαμάμ, και το Γιαχουντί Χαμάμ, τουρκ.: (Yahudi Hamam), ελλ.:(Λουτρό των Εβραίων) στη περιοχή Λουλουδάδικα, αμφότερα του 16ου αιώνα.

Αξίζει να αναφερθεί στα μνημεία της περιόδου και η σκεπαστή αγορά υφασμάτων (Μπεζεστένι), τουρκ.:(bezesten), που χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αιώνα. Είναι ένα από τα δύο σωζόμενα σήμερα μπεζεστένια στην Ελλάδα (το άλλο μπεζεστένι βρίσκεται στις Σέρρες). Το μπεζεστένι και σήμερα στεγάζει μικρά καταστήματα με υφάσματα.

Στη περιοχή Ντεπό, στα ανατολικά του Δήμου Θεσσαλονίκης και επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας βρίσκεται η τριόροφη Βίλα Αλλατίνι του 19ου αιώνα, ιδιοκτησίας των Εβραίων Θεσσαλονικαίων βιομηχάνων Αλλατίνι η οποία σήμερα αποτελεί την έδρα της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης. Το 1909 η Βίλα Αλλατίνι φιλοξένησε τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη έπειτα από το Κίνημα των Νεότουρκων στη Κωνσταντινούπολη.

Άλλο ένα δείγμα πολυτελούς οικείας της αντίστοιχης περιόδου είναι Βίλα Μπιάνκα η οποία επίσης βρίσκεται επί της Βασιλίσσης Όλγας. Η βίλα Μπιάνκα που αναπαλαιώθηκε στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης και χρησιμοποιείται σήμερα ως χώρος του δικτύου Βαλκανικών πόλεων, κατασκευάστηκε το 19ο αιώνα για να στεγάσει την εύπορη οικογένεια της Θεσσαλονίκης Diaz - Fernandes[76].

Από τα σύγχρονα μνημεία της συμπρωτεύουσας το πλέον αναγνωρίσιμο είναι ο Πύργος του ΟΤΕ, έργο του αρχιτέκτονα Αθανασιάδη , στην είσοδο της ΔΕΘ. Κτίστηκε το 1969 για να στεγάσει το περίπτερο του ΟΤΕ. Η Helexpo αποτελεί συγκρότημα εκθεσιακών περιπτέρων και τα κτήρια ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής.

Επίσης, η Πλατεία Αριστοτέλους δημιουργήθηκε μετά το 1917 σχεδιαζόμενη από τον Γάλλο αρχιτέκτονα - πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ και βλέπει προς τη θάλασσα.

Στη Νέα Παραλία συναντούμε σε περίοπτη θέση τον ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1970 καθώς και το μνημείο του Ολοκαυτώματος στην Πλατεία Ελευθερίας.

Η Θεσσαλονίκη έχει τρία σημαντικά μουσεία τέχνης. Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στεγάζει μια από της σημαντικότερες συλλογές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Η συλλογή Γεώργιου Κωστάκη με έργα τέχνης της ρωσικης Avantgarde του 1920 είναι διεθνώς γνωστη και αγοράστηκε το 1997. Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι πιο γενικό και καλύπτει την νεότερη τέχνη, επίσης λειτουργεί και η δημοτική πινακοθήκη. Το Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογίας είναι το μεγαλύτερο τεχνολογικό μουσείο της Ελλάδος. Άλλα μουσεία είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης , το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το οποίο έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μουσείου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Σιδηροδρομικό Μουσείο, το Πολεμικό Μουσείο, το Μουσείο Ατατούρκ , το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, και το Εβραϊκό Μουσείο.

Η Θεσσαλονίκη είναι η έδρα για μερικά από τα μεγαλύτερα αθλητικά σωματεία της Ελλάδας, όπως ο προσφυγικός Π.Α.Ο.Κ., ο Άρης, ο Ηρακλής, ο Απόλλων Καλαμαριάς δημιούργημα των Ποντίων προσφύγων, και ο Αγροτικός Αστέρας. Άλλοι ιστορικοί αθλητικοί σύλλογοι τόσο της πόλης της Θεσσαλονίκης όσο και της ευρύτερης περιοχής είναι ο Ποσειδών Νέας Μηχανιώνας, η ΜΕΝΤ, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο ΠΑΟΝΕ και ο Θερμαϊκός Θέρμης. Στη Θεσσαλονίκη έγινε ο πρώτος αγώνας καλαθοσφαίρισης στην Ελλάδα, από αθλητές της Χ.Α.Ν.Θ. Η πόλη αποτέλεσε Ολυμπιακή πόλη κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 της Αθήνας.

Η Θεσσαλονίκη είναι η έδρα της ΕΤ3, του τρίτου καναλιού της Δημόσιας Τηλεόρασης που εκπέμπει πανελλαδικά. Από την περιοχή της Θεσσαλονίκης εκπέμπουν πληθώρα τοπικών τηλεοπτικών σταθμών, με γνωστότερο το δημοτικό σταθμό TV100 και την TV Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη εκδίδονται διάφορες εφημερίδες, με γνωστότερες τη Μακεδονία και τον Αγγελιοφόρο, οι οποίες κυκλοφορούν σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα. Επίσης υπάρχουν οι εφημερίδες Μακεδονική Άνω-κάτω, Εγνατία, Τύπος Θεσσαλονίκης,η εφημερίδα των πολιτών και η εφημερίδα ο Πολίτης . Επίσης κάθε Δευτέρα εκδίδεται η εφημερίδα Θεσσαλονίκη, στην θέση της εφημερίδας Μακεδονία.

Εξέχοντες Θεσσαλονικείς
6ος αιώνας π.Χ.: Πύρρος εκ Θερμών, επιγραφοποιός
4ος αιώνας π.Χ.: Κάσσανδρος, ιδρυτής της Θεσσαλονίκης
Περοίδας ο Ανθεμούντιος, Ίππαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου
2ος αιώνας π.Χ.: Δάμων ο Θεσσαλονικεύς, πολιτικός
1ος αιώνας π.Χ.: Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς, επιγραφοποιός
1ος αιωνας: Φίλιππος ο Θεσσαλονικεύς, συγγραφέας
Αρίσταρχος ο Θεσσαλονικεύς
2ος αιώνας: Αγία Θεοδώρα η ασκήτρια
Άγιος Ερμής ο Απόστολος
3ος αιώνας: Άγιος Δημήτριος
Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη, μάρτυρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας
4ος αιώνας: Επίσκοπος Νέας Ρώμης Δημόφιλος
Επίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄
Αγία Ματρώνα η Ομολογήτρια, μάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας
5ος αιώνας: Πορφύριος ο Θεσσαλονικεύς, όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσκοπος Γάζης
6ος αιώνας: Μακεδόνιος Ύπατος, συγγραφέας
7ος αιώνας: Πύρρος ο Θεσσαλονικεύς, κατασκευαστής των οχυρωματικών τειχών της πόλης
9ος αιώνας: Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος
Ιωσήφ ο υμνογράφος, άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας
10ος αιώνας: Ιωάννης Καμινιάτης
12ος αιώνας: Ιωάννης Σταυράκιος, λόγιος
13ος αιώνας: Νικηφόρος Χούμνος
Μιχαήλ Αστραπάς και Ευτύχιος, αγιογράφοι
Δημήτριος Τρικλίνιος, λόγιος
Μανουήλ Πανσέληνος, αγιογράφος
14ος αιώνας: Ισίδωρος Α΄
Φιλόθεος Κόκκινος
Νείλος Καβάσιλας, θεολόγος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Δημήτριος Κυδώνης, λόγιος, θεολόγος
Πρόχορος Κυδώνης, μοναχός και λόγιος
Θωμάς Μάγιστρος, λόγιος, ρήτορας και ιερέας
Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, νομοδιδάσκαλος
Ματθαίος Βλαστάρης, νομοδιδάσκαλος
Νικόλαος Καβάσιλας, όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεολόγος, ανθρωπιστής
Ιωάννης Αναγνώστης, ιστορικός
Μακάριος Μακρής, όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μοναχός και θεολόγος
15ος αιώνας: Μάζαρις
Ανδρόνικος Κάλλιστος, καθηγητής ελληνικής φιλολογίας σε πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης
Θεόδωρος Γαζής, φιλόσοφος
Ματθαίος Καμαριώτης, λόγιος, πρώτος Διδάσκαλος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή
16ος αιώνας: Δαμασκηνός Στουδίτης, λόγιος, επίσκοπος Άρτης και Ναυπάκτου και έξαρχος πάσης Αιτωλίας
Θεοφάνης ο Θεσσαλονικεύς, λόγιος και συγγραφέας
17ος αιώνας: Αντώνιος Σπανδωνής, λόγιος, Διδάσκαλος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή
18ος αιώνας: Ιωάννης Γιαννακός, διδάσκαλος
Γρηγόριος Ζαλύκης
19ος αιώνας: Μιλτιάδης Αγαθόνικος
Ιωάννης Σκανδαλίδης, πληρεξούσιος Μακεδονίας και Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου
Ανδρόνικος Πάικος
Ιωάννης Παπάφης
Κωνσταντίνος Τάττης
Ιωάννης Γούτας Καυτατζόγλου, Φιλικός, από τους πρωτεργάτες της επανάστασης του 1821 στη Θεσσαλονίκη
Αλέξανδρος Ζάννας, ηγετική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, υπουργός Αεροπορίας
Λύσανδρος Καυτατζόγλου, αρχιτέκτονας
20ος αιώνας: Κωνσταντίνος Βελλίδης, εκδότης της εφημερίδας "Μακεδονία"
Καλλιόπη Τάττη
Τώνης Γεωργίου
Κλείτος Κύρου
Μανώλης Χιώτης
Αρχέλαος Αντώναρος
Γιώργος Ιωάννου
Χρήστος Σαρτζετάκης
Μανόλης Αναγνωστάκης
Παύλος Ζάννας
Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος
Αλκέτας Παναγούλιας
Διονύσης Σαββόπουλος
Μάρκος Μαμαλάκης, καθηγητής πανεπιστημίου Ουισκόνσιν - Μιλγουόκι
21ος αιώνας: Αντώνιος Τρακατέλλης, ακαδημαϊκός καθηγητής
Ιωάννης Γκλαβάκης, ευρωβουλευτής
Γιάννης Ιωαννίδης
Χάρης Καστανίδης
Ευάγγελος Βενιζέλος
Αθηνά Μαξίμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια