Αναγνώστες

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Νίτσε εξηγεί τον ευρωπαϊκό ανθελληνισμό

Πιο επίκαιρος από ποτέ είναι ο Φρειδερίκος Νίτσε, αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς φιλοσόφους και συγκεκριμένα ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας» (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15, ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερα μνεία στο ελληνικό έθνος αποδεικνύοντας ότι ο Νίτσε είναι πολύ μπροστά από την εποχή του.

Η στάση ορισμένων κύκλων στην Ευρώπη απέναντί μας σε συνδυασμό με τη δυσπιστία που υπάρχει γύρω από τους Έλληνες έχει προβληματίσει κατά καιρούς και τους πιο αυστηρούς κριτές μας.

«Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και φοροφυγάδες» είναι μερικά μόνο από τα κοσμητικά σχόλια που ακούγονται διεθνώς τους τελευταίους μήνες κάνοντας πολλούς να αναρωτιούνται γιατί τόσο μένος γύρω από ένα λαό με μία λαμπρή ιστορία και ένα αξιοζήλευτο πολιτισμό.

Ο φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε δίνει μία ξεχωριστή απάντηση...

Διαβάστε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.

Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του…
Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.

Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».

Από: http://www.newsbeast.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

OΣΙΡΙΣ - ΔΙΟΝΥΣΟΣ - ΒΑΚΧΟΣ - ΜΙΘΡΑΣ - ΙΗΣΟΥΣ

Επί χιλιάδες χρόνια πριν τον Χριστιανισμό, οι παγανιστές λάτρευαν έναν Υιό θεού. Ο Σωτήρας των παγανιστών γεννήθηκε κι αυτός από μια παρθένο στης 25 Δεκεμβρίου με μάρτυρες τρεις βοσκούς, μετέτρεψε το νερό σε οίνο, κρεμάστηκε επί ξύλου κι αναστήθηκε ημερολογιακά το Πάσχα, και προσέφερε το σώμα και το αίμα του ως θεια κοινωνία. Δεν ήταν άλλος από τον Διόνυσο τον Αγρία στην Ελλάδα ο όποιος αργότερα μεταφέρθηκε σαν μύθος στην Περσία σαν Μίθρας, στην Μασιά σαν Αττις, στην Συρία σαν Αδωνις, στην Ιταλία σαν Βάκχος, στην Αίγυπτο σαν Οσιρις και στο Ισραήλ σαν Ιησούς.
Από όλους αυτούς τελικά σήμερα επικράτησε η λατρεία του Ισραηλίτικου μύθου.
Πόσο αποσιωπήθηκαν οι αλήθειες με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη παραχάραξη που έγινε ποτέ στην ιστορία;

Εκεί όπου υψώνεται σήμερα το Βατικανό άλλοτε υπήρχε ένας παγανιστικός ναός όπου οι παγανιστές ιερείς ευλογούσαν ένα συμβολικό γεύμα από άρτο και οίνο στη μνήμη του σωτήρα τους.
Τελικά πόσο κοντά είμαστε να ανακαλύψουμε την αλήθεια;

Ήταν τέτοια η έκπληξη των πρώτων "πατερών της Εκκλησιάς" όταν κατάλαβαν την πλάνη στην οποία έχανε υποπέσει που ο Ιουστίνος ο Μαρτυράς, Ο Τερτυλλιανός και ο Ειρηναίος έφτασαν στο σημείο να κατηγορήσουν τον διάβολο για "προκαταβολική κλοπή" και αντιγραφή της πραγματικής ιστορίας του Ιησού προτού συμβεί σε μια προσπάθεια να αποπλανηθεί ο αφελής.
Γιατί η Εκκλησία αποκηρύσσει τα Απόκρυφα Ευαγγέλια που στην ουσία αποτελούν την πραγματική μεταφορά του μύθου στον Χριστιανισμό;
Γιατί η Εκκλησία σήμερα αδιαφορεί για τα μυστήρια που κρύβονται μέσα στα Απόκρυφα Ευαγγέλια;
Η ιστορία λοιπόν από τον Διόνυσο μέχρι σήμερα είναι ένας αιώνιος μύθος που σκοπό έχει με τη δύναμη του και την λυτρωτική του γνώση να μπορέσει να μετατρέψει τον καθένα μας σε ένα μικρό Διόνυσο, έναν μικρό Ιησού σε έναν μικρό θεό που είναι ο καθένας μας όπως έλεγε ο Ερμής ο Τρισμέγιστος.
Οι πρώτοι Εθνικοί φιλόσοφοι βλέπαμε την ιστορία του Διόνυσου σαν μια αλληγορία που κρυπτογραφούσε απόκρυφες μυστικές διδασκαλίες και δεν ενδιαφερόταν αν υπήρξε πραγματικά ο θεός τους.
Αυτό τον αποκρυφισμό μετάφερνε με τα Ευαγγέλια τους ο Θωμάς και ο Φίλλιπος, Ευαγγέλια που η Εκκλησία απορρίπτει μετά μανίας.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι ένας μύθος που ξεκίνησε από τους πρώτους Εθνικούς φιλοσόφους υιοθετήθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς στο πρόσωπο (μυθικό η ιστορικό) του Ιησού.
Η Εκκλησία σήμερα στέκεται στους τύπους όπως και τότε ενώ οι πρώτοι μυστικιστές Χριστιανοί μετέφεραν τον πλούτο της γνώσης και του Αποκρυφισμού των μυστηριακών τελετών των αρχαίων Ελλήνων φιλόσοφων(Ελευσίνια μυστήρια) μέσα από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Σκοπός μας λοιπόν είναι να αποκαταστήσουμε την αλήθεια του μύθου και όλοι να κοιτάξουμε προς το σημείο που μας δήξανε οι πρώτοι Εθνικοί φιλόσοφοι.
Να μπορέσουμε μέσα από τα απόκρυφα μυστήρια να γίνουμε ο καθένας για τον εαυτό του ένας μικρός Διόνυσος η ένας μικρός Ιησούς.
Όλα είναι πρόσωπα του ίδιου μύθου αλλά οι μυστικιστικές τελετές και ο τρόπος που θα μας ενώσει με το θειο είναι σχεδόν ίδιος.
Μήπως είναι καιρός η Εκκλησία να αφήσει τους τύπους και να δώσει τον πλούτο της γνώσης που τόσο καλά κρύβει στα αρχεία της στον κόσμο;
Μήπως είναι καιρός να συνδεθούν τα Απόκρυφα Ευαγγέλια με τα Ελευσίνια μυστήρια;


Από: http://ixnilasia.blogspot.com/2009/11/o.html

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Έμιλυ Ντίκινσον

Έμιλυ Ντίκινσον :
«Η βασίλισσα του Γολγοθά»

Emily Dickinson (1830 - 1886)


Σήμερα θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες (αν όχι η μεγαλύτερη) ποιήτριες της Δύσης, αλλά το έργο της παρέμεινε άγνωστο όσο ζούσε και άρχισε να γίνεται σταδιακά γνωστό κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ποιήματά της παρέμειναν αδημοσίευτα από δική της επιλογή και μόνο ένα μικρό μέρος ήταν γνωστό στον κύκλο της. Η ποίησή της έχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα που κάνει σχεδόν αδύνατη την ένταξή της σε κάποια σχολή ή λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ποιήματά της δεν έβαζε τίτλους, γι` αυτό καταχωρούνται με τους αριθμούς που τους έδωσαν αυτοί που πρώτοι ανέλαβαν την έκδοση του έργου της μετά το θάνατό της. Η έρευνα γύρω από το έργο της συνεχίζεται και η βιβλιογραφία πυκνώνει, ενώ μεγάλη δυσκολία παρουσιάζει η ερμηνεία του. Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία που βοηθούν να στοιχειοθετήσουμε τη δική μας ερμηνεία για το έργο της και θα κάνουμε επίσης μία αναφορά στα βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά και τα οποία μπορεί να μελετήσει ο αναγνώστης.
Η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ, μια μικρή πόλη δυο χιλιάδων πεντακοσίων κατοίκων κοντά σε δάσος στην πολιτεία της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας της ήταν επιτυχημένος δικηγόρος και ένα διάστημα είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον. Η μητέρα της ήταν μία νοικοκυρά που ζούσε στη σκιά του. Είχε έναν αδελφό μεγαλύτερο, τον Ώστιν και μία αδελφή μικρότερη, την Λαβίνια. Μεγάλωσε σε ένα αυστηρά καλβινικό περιβάλλον, όπου ο πατέρας ήθελε τα παιδιά του να διαβάζουν μόνο τη Βίβλο. Τα πρώτα βιβλία τα έφερνε στο σπίτι ένας μαθητευόμενος του πατέρα της, που τα έκρυβε σε ένα θάμνο δίπλα στην πόρτα. Μετά το πρώτο της βιβλίο η Έμιλυ αναλογίστηκε: «Να, τι είναι το βιβλίο, λοιπόν! Και υπάρχουν ακόμα ένα σωρό!» Φοίτησε σε προτεσταντικά σχολεία με εξαιρετικούς δασκάλους, όμως ήταν ώριμη από παιδί και έδειξε από νωρίς την ανεξαρτησία πνεύματος που τη χαρακτήρισε σε όλη της τη ζωή. Ήδη από τα δεκατρία της χρόνια αρνούνταν να πηγαίνει στις θρησκευτικές τελετές δημόσιας μετάνοιας, ομολογίας πίστης και τόνωσης του χριστιανικού φρονήματος, τα revival. Στα δεκαεφτά της, όταν πήγε στο πουριτανικής γραμμής παρθεναγωγείο Mout Holyoke, ένοιωσε να απειλείται η εσωτερική της ελευθερία.[1] Παρόλα αυτά η χριστιανική πνευματικότητα έπαιξε τεράστιο πόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, όχι όμως σαν συμμόρφωση και υποταγή, αλλά σαν προσωπικός στοχασμός και προβληματισμός.
Ερωτεύθηκε άνδρες που ήταν αδύνατο να παντρευτεί ή να έχει ερωτική σχέση μαζί τους (γιατί ήταν ήδη παντρεμένοι και ζούσαν σε άλλα μέρη μακρυά, ώστε μόνο η αλληλογραφία να είναι δυνατή), με αποτέλεσμα και το πάθος να διατηρεί και να μην χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς για να αρέσει ή να ικανοποιήσει. Έζησε όλη της τη ζωή στο μεγάλο πατρικό σπίτι μαζί με την αδελφή της που έμεινε κι αυτή ανύπαντρη, διαβάζοντας ασταμάτητα βιβλία και γράφοντας ποιήματα:

Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως
να`χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.
Σκληρή μου δόθηκε, πικρή κι άδικη μοίρα.
«Βασίλισσα του Γολγοθά»για τίτλο πήρα,

κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,
κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα
που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,
όταν το κράτημα του άλλου χεριού γνωρίζει.

Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει
και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.
Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι
δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.

Τριλπή μια νίκη σε μια μέρα να `ναι, φτάνει.
«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι
μ`ένα σκοπό που κι η ψυή τους τραγουδάει.
Να `ναι ο τρόπος, τάχα, αυτός; Ποιός μου απαντάει;[2]

Τα ποιήματά της όσο κι αν είναι μερικές φορές σκοτεινά ή βαριά από άποψη θεματολογίας, έχουν μια παιγνιώδη διάθεση, ένα κέφι παιδικό. Η Έμιλυ Ντίκινσον κατάφερε να διασώσει το παιδί που ήταν, να μη το σκοτώσει με αντάλλαγμα την κοινωνική επιτυχία, στην οποία αντιστάθηκε με απαράμιλλο θάρρος. Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα. Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.
Αφέθηκε μονάχα στην καθαρά πνευματική εμπειρία του ποιήματος, αυτό που η ίδια ονομάζει «έκσταση». Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»[3] Είναι χαρακτηριστικό νομίζω το παρακάτω ποίημα όπου βάζει την αφοσίωσή της στην ομορφιά σε ίση μοίρα με την έως θανάτου αφοσίωση των μαρτύρων στην αλήθεια:

449

Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπούν
σε πλαϊνό μου δώμα.

Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «κι είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ` όνομά μας. [4]

Ο άξονας θνητότητα-αθανασία διαπερνάει ολόκληρη την ποίησή της. Η άμεση και διαρκής μνεία της θνητότητας στα ποιήματά της, αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «μνήμη θανάτου», επιτυγχάνει να δώσει μια μεταφυσική-πνευματική διάσταση στα πιο καθημερινά και οικεία πράγματα. Το λεξιλόγιο της αποτελούν εικόνες της καθημερινής ζωής του χωριού, στο σπίτι, στην τριγύρω φύση και αναφορές στα διαβάσματά της. Έτσι μετατρέπει τις λέξεις αυτές σε μία συμβολική-μεταφορική γλώσσα, με την οποία δηλώνεται όχι πια η καθημερινή-κοινή εμπειρία, αλλά η έκσταση που αισθάνεται η ποιήτρια μπροστά στο φαινόμενο της ζωής.

[712]
Δεν πέρασα το Θάνατο να πάρω,
και μού `κανε ο ίδιος την τιμή.
στην άμαξα καθίσαμε μονάχα
εμείς κι η μετά θάνατον ζωή.

Βραδύναμε, εκείνος δεν βιαζόταν,
κι εγώ από τα έργα και τους κόπους
κι απ` την ανάπαυλα μου είχα πλέον
παραιτηθεί, για τους καλούς του τρόπους.

Περάσαμε εκεί που τα παιδιά
στο διάλειμμα παλεύαν του σχολείου,
περάσαμε τα ατενή σπαρτά,
και πέρα από τη δύση του ηλίου-

κι ο ήλιος μας προσπέρασε. Κι η δρόσος
έφερνε παγωνιά κι ανατριχίλα-
αράχνης είχα φόρεμα, και τούλι
γύρω στους ώμους που έτρεμαν σαν φύλλα.

Σταθήκαμε μπροστά σε κάποιο σπίτι,
Που έμοιαζε μ` εξόγκωμα στη γη.
Μόλις που διακρινόταν η σκεπή του,
το γείσωμά του έμπαινε στη γη.

Πάει καιρός πολύς, μα εκείνη η μέρα
μοιάζει πολύ μακρύτερη για μένα,
που κοίταξα και είδα των αλόγων
στραμμένα τα κεφάλια στους αιώνες.[5]

Τα βιβλία τα οποία μελετούσε η Ντίκινσον ήταν βασικά η Βίβλος και ο Σαίξπηρ στα οποία ξαναγύριζε πάντοτε, αλλά μελέτησε συγχρόνως τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθρον, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποιήση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντγουέρθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα όμως τους Μπράουνιγκ (έγραψε τουλάχιστον δύο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (δύο ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της), την Έμιλυ και τη Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» (Ιminatio Christi) του γερμανού μυστικού Thomas a Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα). Στους τοίχους του δωματίου της είχε προσωπογραφίες της Έλιοτ και της Μπράουνιγκ.[6]
Κάθε πρωί ο πατέρας διάβαζε στην οικογένεια μία περικοπή της Βίβλου. Και ήταν αυτός που χάρισε στη δωδεκάχρονη Έμιλυ το δικό της αντίτυπο. Η Αγία Γραφή «θα είναι η πρώτη μυθολογία» (Warren 1963). Είναι το υλικό που τροφοδοτεί τα ποιήματά της με ιδέες, εικόνες, θέματα. Οικειοποιείται το ιερό κείμενο, το τροποποιεί, ανοίγει διάλογο μαζί του, κάποτε χαριτολογώντας. Συχνά υποδύεται βιβλικά πρόσωπα (Εύα, Ιουδήθ, Ρεβέκκα) ή ονομάζει τον εαυτό της «βασίλισσα του Γολγοθά». Από τη παλαιά Διαθήκη τα βιβλία που ξεχώριζε ήταν η Γένεση, η Έξοδος, οι Ψαλμοί, ο Ησαίας και από την Καινή τα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα του Ματθαίου, η Α΄ προς Κορινθίους, η Αποκάλυψη, αν και τα παραθέματα καλύπτουν όλο το εύρος της Αγίας Γραφής.[7]

124
Ασφαλισμένοι στ` Αλαβάστρινά τους Δώματα-
Ανέγγιχτοι απ` το πρωινό-
Κι ανέγγιχτοι απ` το μεσημέρι-
Κοιμώνται οι πράοι εταίροι της Ανάστασης,
Ατλάζινοι Δοκοί και Στέγη Πέτρινη-

Θριαμβικά περνούν τα Χρόνια,
Πάνω τους μες στο Μισό Φεγγάρι-
Σύμπαντα λαξεύουνε τα Τόξα τους-
Και Στερεώματα - κωπηλατούν-
Διαδήματα - κατρακυλάν-
Και Δόγηδες - παραδίνονται-
Σιωπηλά σα Σημάδια,
Σ` ένα Δίσκο Χιονιού. [8]

Η ποίηση της έχει χαρακτηριστεί «επιθανάτια» από το Διονύση Καψάλη, ο οποίος πολύ σωστά συσχετίζει το θάνατο με την αθανασία: «Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, όλη σχεδόν επιθανάτια, πραγματεύεται, κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή κάποτε, την αθανασία για την οποία δικαιούνται ίσως να μιλούν ακόμα οι άνθρωποι - ή δεν δικαιούνται.[...] Η αθανασία της, σφυρηλατημένη πάνω στην πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι αίτημα ή θεολογικό αξίωμα. Είναι μια επώδυνη υπόθεση εργασίας για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και όρος της συνάφειάς του με τον ανθρώπινο νου. Δύσκολα θα βρει κανείς στον δυτικό κόσμο ποίηση τόσο βαθιά αλληλέγγυα με τον πόνο της θνητότητας...» [9] Εκείνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αυτή η εγγύτητα με την επίγνωση του θανάτου μπορεί να επιτευχθεί επειδή ο θάνατος προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική της Ανάστασης:

1338

Κι όμως ο Χρόνος συνεχίζεται -
Το λέω χαρούμενη σ` όσους πονάνε τώρα -
Θα ζήσουν -
Υπάρχει Ήλιος -
Δεν το πιστεύουν τώρα -

Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση της Ντίκινσον είναι αυτό που πρέπει να εξεταστεί περισσότερο, γιατί εκεί κατά τη γνώμη μου βρίσκεται το κλειδί για την κατανόησή της. Αν και από νωρίς κράτησε αποστάσεις από την επίσημη θρησκεία, η άρνηση αυτή δεν την οδήγησε στην απόρριψη και την άρνηση, αλλά ακολουθώντας χωρίς συμβιβασμούς τον εσωτερικό της δρόμο με το δικαίωμα που έχει ο ποιητής να εξερευνά τον εσωτερικό του κόσμο και έχοντας ως οδηγό την έμπνευση, κατόρθωσε να να ξεπεράσει όλα τα εξωτερικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του χριστιανισμού και να φτάσει στη βίωση της πνευματικότητας, απαρνούμενη τον «κόσμο» σαν τους ασκητές και δεχόμενη τη χάρη της έμπνευσης. Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι το βιβλίο που τόσο βαθιά την επηρέασε σε νεαρή ηλικία, η «Μίμηση Χριστού» είναι το μόνο σύγχρονο βιβλίο που συνιστά στα πνευματικά της παιδιά η γερόντισσα Γαβριηλία μαζί με το ευαγγέλιο και τους πατέρες της Εκκλησίας. [10] Προφανώς αυτό το βιβλίο ξεπερνά τους διαχωρισμούς των δογμάτων και αγγίζει το βαθύτερο νόημα του χριστιανισμού, όπως συμπυκνώνεται στη διδασκαλία του Χριστού και όπως μόνο οι άγιοι τον πραγματώνουν.

995

Που έχασα τα Πάντα, Μ` εμπόδισε
Να χάσω Πράγματα μικρότερα.
Αν δε φαινόταν κάτι μεγαλύτερο
Από την Εκτροπή ενός Κόσμου από έναν Άξονα
Ή από του Ήλιου τον Αφανισμό
Τόσο μεγάλο δε θάταν βέβαια
Που να σηκώσω εγώ το βλέμμα απ` τη δουλειά μου
Για περιέργεια. [11]

Ευτυχώς από πέρσι άρχισαν να εκδίδονται βιβλία με ποιήματά της και στα ελληνικά. Πρώτα κυκλοφόρησαν 27 ποιήματα στην πολύ προσεγμένη και άρτια αισθητικά μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ο οποίος διαλέγει κάθε λέξη σαν ένα πολύτιμο λίθο που θα βάλει σε ένα μοναδικό κόσμημα. Το βιβλίο αυτό που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις «΄Αγρα» και έχει τον τίτλο «Το μέγα ύδωρ» αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον στα ελληνικά.
Φέτος, σαν να δόθηκε μία επιτάχυνση, εκδόθηκαν «44 ποιήματα και 3 γράμματα» σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά από τις εκδόσεις «Το ροδακιό». Οι μεταφράσεις αυτές συνοδεύονται από εκτενείς σημειώσεις και κατατοπιστικό σχολιασμό, βιβλιογραφία καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Είναι εμφανές ότι ο Ερρίκος Σοφράς δούλεψε συστηματικά για να μας μυήσει στον κόσμο της ποιήτριας.
Επίσης φέτος, κυκλοφόρησε και μία επιλογή από ερωτικά ποιήματα της Ντίκινσον με τίτλο «Αγάπη» σε μετάφραση Άννας Δασκαλοπούλου από τις εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος. Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει 58 ποιήματα με σύντομη βιογραφία και βιβλιογραφία και απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς περιλαμβάνει αποκλειστικά ερωτικά ποιήματα ή ποιήματα που μπορούν να εκληφθούν ως ερωτικά, (μια και η ποίηση της Ντίκινσον είναι πολυεπίπεδη). Η μεταφράστρια καταφεύγει σε ποιητικούς τρόπους που δίνουν την εντύπωση του παρωχημένου (εύκολες ομοιοκαταληξίες, επιλογές λέξεων από μια δημοτική που κανένας δεν χρησιμοποιεί πια και φαίνονται σαν ξεπερασμένοι ποιητικοί τρόποι. Παρόλα αυτά, αν θέλει κανείς να εξερευνήσει την «αγεωγράφητη ήπειρο», όπως ονομάζει την ποίηση της Ντίκινσον η καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας κ. Λίζυ Τσιριμώκου [12] , τα διαβάζει κι αυτά παραβλέποντας αυτές τις ατέλειες, αφού έχει υποψιαστεί πια το μέγεθος της Ντίκινσον.
Το καλύτερο θα ήταν μια δίγλωσση έκδοση, για να μπορεί ο αναγνώστης να έχει μια επαφή με το πρωτότυπο και να βοηθιέται από τη μετάφραση. Γιατί τελικά όσο πιο πολλές μεταφράσεις διαβάσει κανείς του ίδιου ποιήματος, τόσο πιο κοντά έρχεται στο ίδιο το ποίημα και συγχρόνως καταλαβαίνει ότι ο μεταφραστής που τον έφερε τόσο κοντά σ`αυτό το ποίημα, ταυτοχρόνως τον απομακρύνει.



Σημειώσεις:


1. ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, 44 ΠΟΙΗΜΑΤΑ και 3 ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Επιλογή, μετάφραση, σχολιασμός, επίμετρο ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΟΦΡΑΣ, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2005, σελ. 119
2. ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, Αγάπη, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Μετάφραση ΑΝΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΚΔ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, σελ. 33
3. όπου προηγουμένως, σελ. 154 -155
4. EMILY DICKINSON, ΤΟ ΜΕΓΑ ΥΔΩΡ, εικοσιεπτά ποιήματα, μετάφραση-πρόλογος ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, εκδόσεις Άγρα, σελ. 26
5. όπου προηγουμένως, σελ. 29 - 30
6. ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, 44 ΠΟΙΗΜΑΤΑ και 3 ΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ. 140 -141
7. όπου προηγουμένως, σελ. 141
8. ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, 44 ΠΟΙΗΜΑΤΑ και 3 ΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ. 13
9. EMILY DICKINSON, ΤΟ ΜΕΓΑ ΥΔΩΡ, εικοσιεπτά ποιήματα, μετάφραση-πρόλογος ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, εκδόσεις Άγρα, σελ. 11-12
10. «Η ασκητική της αγάπης», Γαβριηλίας μοναχής, σελ. 205 .
11. ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, 44 ΠΟΙΗΜΑΤΑ και 3 ΓΡΑΜΜΑΤΑ, σελ. 41
12. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΑ, 8.48, ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2005

Μαρία Δέλλιου
Από: http://www.lexima.gr

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Σαπφώ..

Η Σαπφώ έζησε και άκμασε στην προ-κλασσική περίοδο, στις αρχές του 6oυ αιώνα π.Χ. (~580) κυρίως στην πρωτεύουσα του νησιού της Λέσβου, όπου τότε άκμαζαν οι τέχνες κι ο πολιτισμός. Το πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε λίγα χρόνια πριν, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, του 7ου, γύρω στα 630-620 π.Χ., στην Ερεσό.
Η "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" αναφέρει ότι γεννήθηκε το 715 π.Χ., αλλά θα πρέπει να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, γιατί το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι η Σαπφώ και ο Αλκαίος έζησαν δυο γενιές περίπου μετά τον Τέρπανδρο, διάσημο κιθαρωδό που άκμασε γύρω στο 630 π.Χ. και μάλλον ίδρυσε την πρώτη σχολή -ή ρεύμα- λυρικής ποίησης στη Λέσβο, κι ότι ο Αλκαίος γεννήθηκε γύρω στο 620 π.Χ. - Και εφόσον αυτή η κατα τα άλλα τόσο ενδιαφέρουσα έκδοση της ελληνικής ιστορίας αφιερώνει μονάχα μισή πρόταση στη 10η Μούσα, μάλλον μας πείθει ότι δεν έχει μελετήσει και τόσο διεξοδικά την μεγαλύτερη ποιήτρια όλων των εποχών.

Μια από τις σημαντικότερες μορφές της Αρχαίας Λυρικής ποίησης, μαζί με τον Αλκαίο κι ίσως κι ένα - δύο άλλους, όπως τον Αρχίλοχο, τον Ανακρέοντα. Σίγουρα η διασημότερη ποιήτρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κι όχι μόνο.

Φαίνεται πως αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική και κάθε ομορφιά.
Την έχουνε αγαπήσει και παινέσει από την εποχή της μέχρι και σήμερα για την ομορφιά και την τρυφεράδα της ερωτικής της ποίησης, αλλά και για την αμεσότητα που πλησιάζει τον αναγνώστη.
Πολλοί την έχουνε αποκαλέσει "δέκατη μούσα" ή και "θνητή μούσα" (μάλλον της λυρικής και την ερωτικής ποίησης), ο Πλάτωνας την έχει αποκαλέσει σοφή (σύμφωνα με την Ποικίλη ιστορία του Αιλιανού Κλαύδιου), κι ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι κι οι νεκροί ακόμα ακούνε με θαυμασμό τα τραγούδια της σε ιερή σιγή στον κάτω κόσμο.

Κόρη αριστοκρατικής οικογένειας και συγκεκριμένα του Σκαμανδρώνυμου και της Κλείδας, είχε τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο.
Ο Λάριχος ήταν οινοχόος στο πρυτανείο της πόλης, ενώ ο Χάραξος έφυγε στην Αίγυπτο για εμπόριο, όπου ερωτεύτηκε την όμορφη Ροδώπη και της εξαγόρασε την ελευθερία της αρκετά ακριβά. Κι η Σαπφώ τον μαλώνει γι αυτό σε κάποιο τραγούδι της.

Το Βυζαντινό λεξικό της Σούδας αναφέρει ότι παντρεύτηκε τον Ανδριώτη Κερκύλα, αλλά οι σοβαρότερες πηγές δεν το αναφέρουν αυτό (κι αν αναζητήσετε την σημασία του ονόματός του αλλά και τις μοδάτες απόψεις περι Σαπφώς την εποχή που γράφτηκε η Σουδα ενώ καίγαν με χριστιανικό φιρμάνι κάθε αναφορά στα βιβλία της.. θα καταλάβετε καλύτερα). Σίγουρα απόκτησε μια κόρη που ονόμασε Κλείδα, κι ίσως αυτό να ήταν και το όνομα της μητέρας της.
(Ακόμα στα νησιά του αιγαίου αρκετοί συνηθίζουν να κρατούν το παλιό έθιμο - η πρωτοκόρη παίρνει το όνομα της μητέρας της μάνας.)

Η εποχή της είναι εποχή αλλαγών. Αρχίζουν να ακμάζουν οι αποικίες, η δημοκρατία ανταγωνίζεται την τυραννία σε αρκετές πόλεις και τα πολιτικά ζητήματα ενδιαφέρουν αρκετά κι επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων.

Η Σαπφώ ταξίδεψε στη Σικελία κι έμεινε λίγα χρόνια στις Συρακούσες, γύρω στο 600 π.Χ. (603-595?), μπορεί και για να απομακρυνθεί από πολιτικές αναταραχές στη Μυτιλήνη. Επιστρέφει στην πατρίδα της γύρω στο 590-580 π.Χ. μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου.

Είχε διαδοθεί αρκετά ένας θρύλος ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα από ένα ακρωτήρι της Λευκάδας, για τα όμορφα μάτια ενός νέου που λεγόταν Φάων. Δεν φαίνεται όμως να αληθεύει ούτε αυτός ο μύθος, μάλλον οφείλεται στην παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνος, ακόλουθου της Αφροδίτης.

Μετά το θάνατό της οι Μυτιληνιοί έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες κατασκεύασαν κενοτάφιο σε ανάμνησή της. Όλος σχεδόν ο αρχαίος κόσμος την είπε δεκάτη των Μουσών και θνητή Μούσα και σε αρκετές ελληνικές πόλεις στήθηκαν εικόνες της προτομής της.

Η ιδιωτική της ζωή έχει συζητηθεί πολύ, αλλά δεν υπάρχουν αρκετές αξιόπιστες πληροφορίες για να μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ μύθων, κουτσομπολιών, πολιτικά αποδεκτών "αποκαταστάσεων" και αλήθειας.
Γενικά φαίνεται ότι καθένας που έχει γράψει για τη Σαπφώ υποστηρίζει απόψεις προσωπικές ή και γενικά αποδεκτές ή και "πιπεράτες" για την κοινωνική και πολιτιστική του ομάδα και εποχή. Κανένας από αυτούς δεν είναι σύγχρονός της, ώστε να είναι πιθανό να την είχε γνωρίσει και να είναι πιο αντικειμενικός.

Έχει αναφερθεί ότι είχε ερωτευτεί γυναικεία πρόσωπα στο περιβάλλον της, και ιδιαίτερα με την Ατθίδα, την Τελέσιππα και την Μεγάρα.
Έχουν αναφερθεί επίσης ως μαθήτριές της: η Αναγόρα η Μιλήσια, η Γογγύλα η Κολοφώνια και η Ευνείκια η Σαλαμίνια.

Την εποχή εκείνη στη Λέσβο τα κορίτσια της ανώτερης οικονομικής τάξης συχνά εκπαιδεύονταν στη μουσική και το τραγούδι, σε κάτι μεταξύ ωδείων και εστέτ καλλιτεχνικών σαλονιών, που διατηρούσαν μεγαλύτερες και πιο έμπειρες γυναίκες, και φαίνεται ότι η Σαπφώ ήταν μια από τις τελευταίες. Ως "αντίτεχνές" της, δηλαδή γυναίκες που έκαναν το ίδιο, αναφέρονται: η Γοργώ, η Ανδρομέδα και η Μίκα.

To .. βυζαντινό φιρμάνι έκαψε την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, κι αργότερα, το 380 oι ανθελληνική νομοθεσία του Θεοδόσιου και τα μίση που ξεσήκωσε .. έφτασαν με υπερβολικό ζήλο να μεταφραστουν και σε διαταγές να καίγονται τα ποιήματα της Σαπφώς - όπως κι όλα σχεδόν τα ελληνικά γραπτά. Στη συνέχεια, το 1073 οι εκκλησιαστικές αρχές του Βυζαντίου και της Ρώμης διέταξαν να καούν όλες οι κλασσικές βιβλιοθήκες της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης - και βέβαια όλα τα βιβλία που είχαν απομείνει με ερωτικά ποιήματα της Σαπφώς, με συνέπεια τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώζονται σήμερα να καλύπτουν ένα ελάχιστο ποσοστό του συνολικού της έργου, τυχαία ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών σε περιοχές που δεν ήταν ισχυρή η επηρροή της εκκλησίας, το 1897 και αργότερα (Ετρουρία, Αίγυπτος.. κλπ. .. μέχρι παλίμψηστες περγαμηνές που βρέθηκαν να γεμίζουν φτωχές μούμιες στις αρχές του 21ου αιώνα κι ακόμα δεν έχουν μελετηθεί πλήρως).
Τεκμηρίωση: ανατρέξτε στα αρχεία της Βυζαντινής Νομοθεσίας που ΔΕΝ διδάσκονται στα σχολειά, και στα πλήρη πρακτικά των εκκλησιαστικών συνόδων του μεσαίωνα.
Σημείωση: αφαιρέσαμε την αναφορά σε διαταγή του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού για την καταστροφή ειδικά των γραπτών της Σαπφώς που αναφέραμε παλαιότερα, γιατί δεν βρίσκουμε συγκεκριμένα τεκμήρια - εκτός από το ότι το 380 είναι η εποχή του (πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 380-381).. και μια μη-τεκμηριωμένη αναφορά στο διαδίκτυο. Σίγουρα συμμετείχε ενεργά στη Β' Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (381)

Έχουν γράψει για τη Σαπφώ :

- ο Ηρόδοτος, αναφορές στην οικογένειά της

- ο Αριστοτελικός φιλόσοφος Χαμαιλέων, Βιογραφική πραγματεία, ~300 π.Χ.

- ο Αριστοτέλης αναφέρει στιχομυθία μεταξύ Σαπφούς και Αλκαίου όπου ο Αλκαίος ... κάτι θέλει να της πει ... αλλά ντρέπεται κι η Σαπφώ του απαντά "αν είχες να πεις κάτι όμορφο και καλό κι αν δεν σ' έτρωγε η γλώσσα σου να πεις κακά πράγματα, δεν θα ντρεπόσουνα και θα φανέρωνες τη δίκαιη σκέψη σου".

- O Αιλιανός Κλαύδιος, στην Ποικίλη ιστορία του, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο Πλάτωνας την αποκαλούσε σοφή.

- ο Κολοφώνιος ποιητής Ερμεισιάναξ, σύγχρονος του Αλεξάνδρου ή του Πτολεμαίου, στην ελεγεία του με τίτλο Λεόντιον, σε αναφορές ερωτικών σχέσεων μεταξύ ποιητών, αναφέρει έρωτα του Αλκαίου προς τη Σαπφώ, κι εμφάνιζε ως αντεραστή του Αλκαίου τον Ανακρέοντα - αλλά ο τελευταίος ήταν αρκετά μικρότερός της και σε συνδυασμό με το λυρισμό και των δυο.. μάλλον πρόκειται για κάποια αλληγορία

- ο Μάξιμος ο Τύριος, φιλόσοφος του β' μισού του 2ου μ.Χ. αι., μας λέει πως ήτανε "μικρά και μέλαινα", κι απορρίπτει τις διαδόσεις σχετικά με ομοφυλοφιλικές σχέσεις με τις φίλες της, κι αποφαίνεται ότι οι σχέση της με τις γυναίκες του κύκλου της ήταν μόνο παιδαγωγική και μορφωτική, ανάλογη με τη σχέση του Σωκράτη με τους μαθητές του.

- ο Οράτιος επιμένει στις ωδές του ότι τα άσματα της Σαπφούς είναι άξια ιερού θαυμασμού.

- ο Οδυσσέας Ελύτης, ποιητής του 20 αι. μ.Χ. από το ίδιο της το νησί, αλλιώς ωραίος, κι ίσως ο πλέον αντικειμενικός απ' όλους, αναφέρει πως τη νοιώθει σα μια μακρινή του ξαδέρφη, "Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη", ίσως λιγάκι μεγαλύτερη, αλλά που μεγαλώσανε παίζοντας "στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες"
και της αφιερώνει ένα από τα μικρά του έψιλον, όπου συμπυκνώνει μέσα σε τρεις μικρές σελιδούλες το παγκόσμια αποδεκτό εγκώμιο της ποίησής της, μας μεταδίνει το ύφος και το χρώμα του "σαλονιού" της - κι ίσως και της ψυχής της, κλείνοντας ..
"Τέτοιο πλάσμα ευαίσθητο και θαρρετό συνάμα δε μας παρουσιάζει συχνά η ζωή. Ένα μικροκαμωμένο βαθυμελάχροινο κορίτσι, ένα "μαυροτσούκαλο", όπως θα λέγαμε σήμερα, που ωστόσο έδειξε ότι είναι σε θέση να υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, να ερμηνέψει ένα κύμα ή ένα αηδόνι, και να πει "σ' αγαπώ", για να συγκινηθεί η υφήλιος".


αιολική διάλεκτος : το τοπικό ιδίωμα της αρχαίας Ελληνικής όπως το μιλούσαν στο κεντρικό ανατολικό Αιγαίο και στα αντίστοιχα παράλια της Μ. Ασίας
αυλητρίδες : νέες γυναίκες που έπαιζαν αυλούς, γνωστές από απεικονίσεις σε αγγεία
επιθαλάμια (άσματα) : γαμήλια, γιορτινά τραγούδια γάμου, που τραγουδιούνταν "έξω από την κκάμαρα" των νεόνυμφων
κιθάρα : στην αρχαία Ελλάδα, παραλλαγή της λύρας με ηχείο
κιθαρωδός : ο τραγουδιστής που τραγουδάει ή απαγγέλλει με συνοδεία κιθάρας
λύρα: αρχαιότατο έγχορδο μουσικό όργανο, χωρίς ηχείο - συχνά ο Απόλλωνας απεικονίζεται να κρατά λύρα, αλλά και οι Σαπφίδες. βλ. & λογότυπό μας, που βασίζεται σε παράσταση αρχαίου αγγείου
λυρική ποίηση : σε διάκριση από τον ίαμβο (που απαγγελλόταν χωρίς μουσική συνοδεία) και την ελεγεία (όταν η ποίηση παύει να είναι αυστηρά επική, κι αρχίζει να συνοδεύεται από αυλό), η λυρική ποίηση συνοδευόταν με λύρα ...
& κατά Ελύτη "Ένα κυνήγι ατέρμονο, που άρχισε πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, κάπου εκεί στη μέση της θάλασσας του Αιγαίου, όταν ο Αρχίλοχος στην Πάρο και η Σαπφώ στη Λέσβο, με λέξεις Ελληνικές, εγκαινίαζαν μια καινούρια τέχνη, εκείνη που εξακολουθούμε ως τις μέρες μας να ονομάζουμε "λυρική ποίηση". .."
σαπφίδες : οι φίλες κι οι μαθήτριες της Σαπφώς και, κατά προέκταση, όλες οι γυναίκες που την αγαπούν ή/και που αγαπούν παρόμοια την ποίηση, τη μουσική και κάθε ομορφιά
σαπφική στροφή : Η μορφή μέτρου των διασωθέντων ποιημάτων της Σαπφούς. Κάθε στροφή αποτελείται από τέσσερις στίχους, τους τρεις ενδεκασύλλαβους, αποτελούμενους από οκτώ τροχαίους με ένα ενδιάμεσο δάκτυλο, και ένα τέταρτο Αδώνειο, αποτελούμενο από έναν δάκτυλο και έναν τροχαίο.
Έχει χρησιμοποιήσει και άλλα μέτρα, δακτυλικά, όπως στη γαμήλια πομπή της Ανδρομάχης.

Φάων : (... υπήρξε άραγε κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος με το όνομα αυτό; Ή μήπως είναι απλή ποιητική αναφορά σε κάθε "Φαύνο" .. που θά παρέμενε έτσι κι αλλιώς ένας "fawn" ?)

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

OI 9 MOYΣΕΣ


Μούσες Ετυμ. = μάω ή μώομαι ή μώσις (επιθυμώ) ή ομού ούσαι. Την ονομασία Μούσες έδωσε ο Πίερος, όπως αναφέρει ο Ησίοδος. Γεννήθηκαν από τους θεούς στα πανάρχαια χρόνια. Ήταν φύλακες της γνώσης στα Μουσεία (βιβλιοθήκες και διδακτήριο), που διαιώνιζαν τον Ελληνικό Λόγο. Ιστορικά οι Μούσες του Παρνασσού ήσαν μεγάλες δασκάλες και δίδαξαν την πανάρχαια ελληνική ιστορία και την γενεαλογία των θεών του Ολύμπου, μέσα από τα κείμενα του Ησιόδου.


Όλοι σχεδόν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς τις επικαλούνται στην αρχή των έργων τους σαν υπαρκτά και διαχρονικά πρόσωπα και τις ικετεύουν να τους βοηθήσουν να αποδώσουν σωστά τον προφορικό ή γραπτό λόγο τους. Στις ζωγραφικές και γλυπτικές απεικονίσεις οι καλλιτέχνες τις παρουσιάζουν ως αέρινες μορφές με στοχασμό και θεϊκή ομορφιά, που κρατούν δάφνες και μουσικά όργανα και απαγγέλλουν ή τραγουδούν ολόγυρα από το μεγάλο δάσκαλο Απόλλωνα. Εντύπωση κάνει στον αναγνώστη των αρχαίων λόγων, ότι κανείς δεν αμφισβητεί την ύπαρξη τους. Οι Μούσες ήταν δεμένες με τη γνώση, το λόγο, τα γράμματα και τις τέχνες. Στην πρώτη γενιά των Μουσών ανήκουν οι επτά θυγατέρες του Ουρανού και της Γης (όσα και τα φωνήεντα του ελληνικού αλφάβητου). Στη δεύτερη γενιά οι εννέα θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Δία.




Η καταγωγή.


Η παράδοση αναφέρει, ότι ο Ζευς ξεγέλασε την όμορφη και πανέξυπνη Μνημοσύνη και κοιμήθηκε μαζί της εννέα νύχτες. Η Μνημοσύνη γέννησε τις εννέα Μούσες, που ήσαν όμοιες σε όλα. Η Μνημοσύνη τις έδωσε να τις αναθρέψει η νύμφη Εύφημη και όρισε δάσκαλο τους τον Απόλλωνα.Οι εννέα Μούσες ήταν: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολυμνία, Ουρανία και η Καλλιόπη η ξεχωριστή σε όλο από τις άλλες. Οταν μεγάλωσαν έγιναν πολύ έξυπνες και ωραιότατες. Είχαν ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική, δεν τις ενδιέφεραν οι ανθρώπινες ασχολίες και αναζητούσαν ήσυχο τόπο για να αφιερωθούν στις Καλές Τέχνες. Ο Απόλλων τις έφερε στο μεγάλο και όμορφο όρος Ελικώνα, στην τοποθεσία που ήταν και ο παλαιότερος βωμός του Δία. Περνούσαν δε τον καιρό τους ως εξής: Ο Απόλλων στεκόταν στη μέση και έπαιζε τη λύρα του. Ολόγυρα οι Μούσες τραγουδούσαν και έπαιζαν και αυτές τα μουσικά τους όργανα. Ύστερα χόρευαν ολόγυρα από το βωμό και αργότερα κάθονταν πάνω σε δάφνες και τραγουδούσαν. Ο μεγάλος δάσκαλος Απόλλων πάντα στη μέση με τη λύρα του. Ό,τι έψαλλαν ήσαν ύμνοι στο θεό και πατέρα τους Δία. Πολλές μέρες περνούσαν και στον Παρνασσό, επειδή και αυτό το βουνό ήταν θεϊκό και βρισκόταν εκεί το μεγάλο μαντείο του Απόλλωνος. Έκαναν περιπάτους και λούζονταν στις πηγές Ιπποκρήνη,την ωραιότερη πηγή στην κορυφή του Ελικώνος, Κασταλία, στον Παρνασσό, Αγανίππη, στη Βοιωτία και Λειβήθρα στη Μακεδονία, γι αυτό ονομάζονταν και Λειβηθρίδες.Οι αρχαιότερες Μούσες εμφανίζονται επί βασιλείας του Κρόνου.


Οι Μούσες και οι Τέχνες.


Η παράδοση αναφέρει: δύο Μούσες εφεύραν τη θεωρία και την πράξη στη μάθηση. Τρεις Μούσες εφεύραν τους τρεις μουσικούς τόνους αδρόν, μέσον και ισχνόν τις τρεις χορδές της Λύρας, τις τρεις προσωδίες οξεία, βαρεία, περισπωμένη και τους τρεις χρόνους παρεληλυθότα, ενεστώτα, μέλλοντα τα τρία πρόσωπα, τους τρεις αριθμούς, το τρίγωνο των αστέρων και άλλα τριάριθμα. Τέσσερις Μούσες εφεύραν τις τέσσερις διαλέκτους: αττική, ιωνική, αιολική και δωρική. Πέντε Μούσες τις πέντε αισθήσεις: όραση, γεύση, όσφρηση, αφή και ακοή. Επτά Μούσες εφεύραν τις επτά χορδές της λύρας, τις επτά Ουράνιες ζώνες, τους επτά πλανήτες και τα επτά φωνήεντα του ελληνικού αλφάβητου.


1. Η Μούσα Κλειώ ανακάλυψε την Ιστορία (και την κιθάρα). Η ιστορία ονομαζόταν Κλειώ, επειδή αναφέρεται στο Κλέος (που ανήκει στους ήρωες του παρελθόντος), που μας διηγούνται οι συγγραφείς μέσα από τα βιβλία. Σύμφωνα με την παράδοση, η Κλειώ κατηγόρησε την Αφροδίτη επειδή ερωτεύθηκε τον 'Aδωνι. Η Αφροδίτη ανταπέδωσε: Την οδήγησε στο σπίτι του Πίερου και την έκανε να τον ερωτευθεί. Η Κλειώ με τον Πίερο γέννησε τον Υάκινθο. Με το Μάγνητα (πατέρα του Πίερου) γέννησε τον Ιάλεμο, τον Υμέναιο και το Λίνο. Ζωγράφιζαν την Κλειώ δαφνοστεφανωμένη και με πορφυρό ένδυμα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε μία σάλπιγγα και στο αριστερό ένα βιβλίο, που έγραφε Κλειώ Ιστορία. Στα πόδια της υπήρχε το Κιβώτιο της Ιστορίας.


2. Η Μούσα Ευτέρπη ανακάλυψε διάφορα μουσικά όργανα, τα μαθήματα, και τη διαλεκτική. Τα μαθήματα τέρπουν τους ανθρώπους, αλλά και ''είναι εύτερπεις οι λόγοι των πεπαιδευμένων''. Η Ευτέρπη με το Στρυμόνα γέννησε το Ρήσσο. Τη ζωγράφιζαν δαφνοστεφανωμένη να παίζει αυλό ή να τον κρατά. Δίπλα της βρισκόταν όργανα μουσικά και κείμενα, ο Έρωτας και δένδρα με τον τραγουδιστή Τέττιγα (τζιτζίκι).


3. Η Μούσα Θάλεια ήταν Έφορος της Κωμωδίας. Ανακάλυψε την κωμωδία, τη γεωμετρία, την αρχιτεκτονική και τη γεωργία. Ηταν προστάτισσα και των Συμποσίων. Το όνομα Θάλεια = θάλλειν τα φυτά, ή από του Θάλεια στα (συμπόσια) ή... επειδή θάλλουσιν εις πολλούς αιώνας οί επαινούμενοι δια των ποιημάτων... Έλεγαν πως ο Παλαίφατος ήταν γιος της. Τη ζωγράφιζαν στεφανωμένη με κισσό, νέα και χαμογελαστή, να κρατά κωμική μάσκα. Άλλες φορές δαφνοστεφανωμένη με πράσινο πανωφόρι και την επιγραφή Θάλεια Κωμωδίαν.


4. Η Μούσα Μελπομένη ήταν προστάτισσα της Τραγωδίας, επειδή αυτή την επινόησε, της ρητορικής και της μουσικής μελωδίας . Ονομάστηκε Μελπομένη από την λέξη μολττήν επειδή δι αυτής μέλπουσιν οί άνθρωποι όλοι τους αγαθούς. Η Μελπομένη με τον Αχελώο, κατά μία παράδοση, γέννησε τις Σειρήνες Τη ζωγράφιζαν να φορεί μάσκα τραγωδίας, θυμωμένη, δαφνοστεφανωμένη με σκήπτρο, ρόπαλο στα χέρια και την επιγραφή Μελπομένη Τραγωδίαν.


5. Η Μούσα Τερψιχόρη επινόησε το χορό, την άρπα και την παιδεία. Ονομάστηκε Τερψιχόρη, επειδή ετέρπετο, ευχαριστιόταν με το χορό. Ίσως και από τη μάθηση (που τέρπει τους ακροατές). Στην παράδοση αναφέρεται πως γέννησε με το Στρυμόνο το Ρήσο και με τον Άρη το Βίστωνα ή ακόμη με τον Αχελώο τις Σειρήνες. Την Τερψιχόρη ζωγράφιζαν δαφνοστεφανωμένη και με προμετωπίδιο να κρατά άρπα και να χορεύει χαρούμενη, ενώ τα πόδια της μόλις να ακουμπούν τη γη και με την επιγραφή Τερψιχόρη λΰραν.


6. Η Μούσα Ερατώ είναι η ευρέτρια των ερωτικών ποιημάτων, του γάμου, (και της ποιήσεως, της μουσικής και της διαλεκτικής). Το όνομα Ερατώ από το έρεσθαι και από τη λέξη έρως και εραστής. Τη ζωγράφιζαν καθιστή, να φορά ροδοστέφανο (στεφάνι από τριαντάφυλλα), με τη λύρα και το τόξο του έρωτος στα χέρια και την επιγραφή Έρατώ Ψάλτριαν. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ξεκινά το τρίτο κεφάλαιο του τέταρτου μέρους στα Αργοναυτικά με: ''Και τώρα Μούσα Ερατώ, έλα κοντά μας και πες μας πώς ο Ιάσονας έφερε το χρυσόμαλλο Δέρας από τον ερωτά του στη Μήδεια,γιατί έχεις τις χάρες της Κύπριας Αφροδίτης και φέρνεις τη μαγεία στα ανύπαντρα κορίτσια''.


7. Η Μούσα Πολυμνία (ή Πολυάμνια). Το όνομα Πολυμνία από το πολύς και ύμνος, επειδή υμνεί πολλούς ανθρώπους ή από το πολλών και μνήμη, επειδή μνημονεύει πολλούς στην ιστορία. Ήταν προστάτισσα των θεϊκών ύμνων αλλά και της υποκριτικής μίμησης, της γεωμετρίας, της ιστορίας, της γραμματικής κ.ά. Τη ζωγράφιζαν να κοιτά προς τον Ουρανό με στεφάνι από δάφνη και μαργαριτάρια στο κεφάλι, λευκό φόρεμα, με τη λύρα στα χέρια της και την επιγραφή Πολυ-μνίας κ Μύθους.


8. Η Μούσα Ουρανία ήταν προστάτισσα των Ουρανίων Σωμάτων και γενικά της αστρονομίας που ανακάλυψε. Σύμφωνα με την παράδοση με το Διόνυσο γέννησε τον Υμέναιο και με τον Απόλλωνα το Λίνο. Ζωγράφιζαν την Ουρανία στεφανωμένη με αστέρια και προμετωπίδιο, μπλε φόρεμα, μπροστά της τρίποδα που επάνω είχε την ουράνια σφαίρα και διαβήτη.


9. Η Μούσα Καλλιόπη ήταν η ανώτερη και επισημότερη από τις άλλες αδελφές της Μούσες. Συνόδευε τους βασιλείς και τους ανώτατους άρχοντες για να επιβάλλει με τα λόγια της υποταγή και δικαιοσύνη. Η Καλλιόπη ήταν προστάτισσα των ηρωικών ποιημάτων και της ρητορικής. Ονομάστηκε Καλλιόπη, επειδή είχε ωραία όψη, πρόσωπο. Την ονόμαζαν και Καλλιέπειαν, επειδή ήταν ευρέτρια της ποίησης. Σύμφωνα με την παράδοση η Καλλιόπη γέννησε τον Ορφέα, τις Σειρήνες, τον Κυμόθεο κ.ά. Ζωγράφιζαν την Καλλιόπη νέα και ωραία, με άνθη στο κεφάλι ή κισσό, στο δεξιό χέρι να κρατά δάφνες και στο αριστερό δύο βιβλία, πολλές φορές την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.


(Πηγή "ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" του κ. Δημήτρη Βαρδίκου)