Αναγνώστες

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Ανθεστήρια.

Ανθεστήρια.

Ετήσια αθηναϊκή γιορτή προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου ? και του Χθόνιου Ερμή ?, η οποία συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης. Κατά τον Θουκυδίδη ? επρόκειτο για τα αρχαιότερα «Εν Αστυ Διονύσια» ? που τελούνταν στις 12 του μήνα Ανθεστηρίωνα (τέλη Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου) και για αυτό ονομαζότανε και «Δωδεκάτη». Το όνομα της γιορτής σχετίζεται με το έθιμο να στεφανώνονται με άνθη όλα τα μέλη της οικογένειας από τριών χρονών και πάνω.

Τα Ανθεστήρια κρατούσαν τρεις μέρες 11,12 και 13 του Ανθεστηρίωνα, περίοδος που ξυπνάει η φύση από το χειμωνιάτικο λήθαργο και γεμίζει τον άνθρωπο χαρά. Καθώς, όμως, καλλιεργείται η γη ανοίγουν οι πόροι της και ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο οι ψυχές ? των νεκρών, κάτι που προκαλεί τον φόβο των θνητών. Ηταν δηλαδή γιορτή χαράς, αλλά και γιορτή θλίψης. Γιορτή αφιερωμένη στον Διόνυσο ?, αλλά και στους νεκρούς.

Η πρώτη μέρα ονομαζότανε Πιθοίγια, κατά την οποία ανοίγονταν από τους δούλους ? τα βαρέλια με το νέο κρασί. Στη συνέχεια ο αρχηγός της οικογένειας πήγαινε στον «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου (βρίσκονταν μεταξύ του θεάτρου και του Ιλισσού ?), το οποίο εκείνη τη μέρα ήταν κλειστό και πρόσφερε τον «πρώτον οίνο». Οταν επέστρεφε στο σπίτι δοκίμαζε όλη η οικογένεια και οι δούλοι ? το νεοανοιγμένο κρασί και έκαναν σπονδή ευχόμενοι να είναι σωτήριο και αβλαβές για όλους. Κατόπιν χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας τον Διόνυσο ?. Κατά τον Πλούταρχο ? τα Πιθοιγία ήταν αφιερωμένα στον Αγαθοδαίμονα, ο οποίος ήταν προστάτης των αμπελιών και της οικογενειακής στέγης. Εκείνη την μέρα έβγαινε από τα σκοτεινά μέρη των σπιτιών και έμενε στο φως μέχρι που το βράδυ ξαναγυρνούσε στο σκοτάδι.

Η επίσημη γιορτή των Ανθεστηρίων, ωστόσο, άρχιζε τη δεύτερη μέρα, η οποία ονομαζότανε Χόες (αγγεία χωρητικότητας τριών λίτρων) και γίνονταν δύο τελετές, ο Ιερός Γάμος ? και οι Χόες. Στην πρώτη τελετή γίνονταν είσοδος του Διονύσου ? στην πόλη και ο γάμος του με τη σύζυγο του άρχοντα-βασιλιά ?, την βασίλισσα. Τον ρόλο του Θεού υποκρινότανε ο άρχοντας βασιλιάς ?, ο οποίος μεταφερότανε πάνω σε τροχοφόρο άρμα που είχε το σχήμα πλοίου. Ορισμένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν πως επρόκειτο για το ξόανο που βρίσκονταν στο ναό του Διονύσου ? στην Ακαδημεία ?.

Ο Διόνυσος ? – βασιλιάς συνοδευόμενος από μεταμφιεσμένους ακόλουθούς του πήγαινε στο «εν Λίμναις» ιερό, το οποίο άνοιγε μόνο εκείνη την μέρα. Εκεί συναντούσε την σύζυγό του που είχε πάει από την προηγούμενη επάνω σ’ ένα στολισμένο άρμα ακολουθούμενη από μαινάδες ? και σάτυρους ? που τραγουδούσαν και χόρευαν τον ύμνο των Βακχιδών. Τη βασίλισσα συνόδευαν δεκατέσσερις Αθηναίες παρθένες, οι Γεραρές (τις οποίες είχε επιλέξει ο άρχοντας – βασιλιάς ?) και όταν η νύφη εισερχότανε στο ιερό αυτές διασκορπίζονταν στους δεκατέσσερις βωμούς που συμβόλιζαν τα δεκατέσσερα κομμάτια στα οποία είχαν κόψει οι Τιτάνες τον Διόνυσο Ζαγρέα ?. Πριν ξεκινήσει η ιερουργία οι Γεραρές έδιναν όρκο ότι δεν έχουν έρθει σε επαφή με άνδρα και πως τελούν τα Θεοίνια και τα Ιοβάκχεια ? προς τιμήν του Διονύσου ?. Από το Λιμναίο ιερό η γαμήλια πομπή πήγαινε στο Βουκολείο ?, το οποίο ήταν δίπλα στο Πρυτανείο ? και τελούνταν ο Ιερός Γάμος ?.

Μετά την τελετή η σύζυγος του άρχοντα βασιλιά ? έμενε όλη τη νύχτα στο ιερό, ενώ οι υπόλοιποι πήγαιναν με πομπή στο θέατρο, όπου άρχιζε η δεύτερη εορτή της ημέρας οι Χόες. Εκεί στήνονταν ένα μεγάλο συμπόσιο, όπου όλοι οι Αθηναίοι έφερναν φαγητό και κρασί, ενώ γίνονταν και αγώνες οινοποσίας, με το νικητή να στεφανώνεται με αμπελόφυλλα και να παίρνει έπαθλο ένα ασκί κρασί. Τα καταστήματα της αγοράς ? εκείνη την μέρα ήταν συνέχεια μέχρι αργά το βράδυ ανοικτά και προμήθευαν φθηνό κρασί και οινοδοχεία. Οι διαγωνιζόμενοι ακόμη, έπιναν τον οίνο αμίλητοοι και είχε ο καθένας τη δική του χόα. Η αρχή αυτού του εθίμου αποδίδονταν κατά την επίσκεψη του Ορέστη ? στην Αθήνα ? την ημέρα της εορτής των Ληναίων ?. Οι Αθηναίοι τότε έπιναν όλοι μαζί από κοινή χόα και δεν δέχθηκαν να καθίσει μαζί τους, λόγω του φόνου της μητέρας του. Ο Ορέστης ? τότε κάθισε μόνος του σε χωριστό τραπέζι και έπινε από δικό του κρατήρα. Για να μην τον προσβάλει ο βασιλιάς Δημοφώντας ? όρισε να πάρουν όλοι οι πολίτες από ένα αγγείο γεμάτο κρασί και όποιος το έπινε πρώτος θα είχε βραβείο έναν πλακούντα (πλακωτό ψωμί, πίτα).

Οταν τέλειωνε ο αγώνας οινοποσίας στεφανώνονταν οι χόες και τις παραλάμβανε η ιέρεια του Λιμναίου Διονύσου ?, ενώ με το κρασί που περίσσευε γίνονταν σπονδές εντός του ναού. Μετά τις Χόες οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γυρίζουν όλη την πόλη ανεβασμένοι σε άμαξες και όποιον έβρισκαν στον δρόμο τον «περιέλουζαν» με αισχρολογίες και κοροϊδίες. Οσοι επιδίδονταν σε αυτό το δρώμενο (από το οποίο προέρχεται η φράση…«άκουσε τα εξ’ αμάξης» που λέγεται και σήμερα) ονομάζονταν κωμαστές. Την ημέρα των Χοών ακόμη, γίνονταν γιορτή για όσα παιδιά έχουν κλείσει τα τρία χρόνια, ενώ έστελναν τους μισθούς και τα δώρα στους δασκάλους.

Η τρίτη μέρα της γιορτής, οι Χύτρες, ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς. Εκείνη την ημέρα άνοιγαν οι πύλες του Αδη ? και ανέβαιναν στον επάνω κόσμο οι ψυχές ?. Μαζί τους, όμως, έρχονταν και οι «Κήρες», οι οποίοι είναι πονηρά δαιμόνια ? που ενοχλούν τους ανθρώπους και μολύνουν τις τροφές. Για αυτό το λόγο οι Αθηναίοι άπλωναν ένα κόκκινο νήμα γύρω από τα ιερά, το οποίο δημιουργούσε έναν μαγικό κύκλο και δεν άφηνε τα δαιμόνια να περάσουν. Για να μην μπουν στα σπίτια άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους (βουρβούλια), ώστε να μην εισέλθουν ούτε στα σώματα τους. Υπάρχει, ωστόσο και η πληροφορία ότι η περισχοίνηση του «εν Λίμναις ιερού» γίνονταν από την πρώτη μέρα των Πιθαγοίων για να μην εισέλθουν οι βέβηλοι.

Ανθεστήρια στην Κυπαρισσία το 1972 Στις Χύτρες γίνονταν θυσία στο Διόνυσο ? και στον Χθόνιο Ψυχοπόμπο Ερμή ?, στον οποίο πρόσφεραν την πανσπερμία και καλούσαν τις ψυχές ? των νεκρών στο τραπέζι και στην συντροφιά τους. Η πανσπερμία ήταν ένας χυλός από χόρτο και διάφορους σπόρους (σιτάρι, κριθάρι κ.α) και ετοιμάζονταν μέσα σε πήλινες χύτρες. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση ? ήταν το φαγητό που μαγείρεψαν όσοι επιβίωσαν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα ?. Στην γιορτή των Χυτρών ακόμη, γίνονταν και δραματικοί αγώνες ?, οι οποίοι αναφέρονται και ως «χύτρινοι αγώνες».

Την επόμενη ημέρα της γιορτής οι Αθηναίοι έδιωχναν τα δαιμόνια ? με την φράση…«θύραζεν Κάρες, ούκ έτ’ Ανθεστήρια» (έξω από την πόρτα Κάρες, δεν είναι πια Ανθεστήρια). Θεωρείται ότι είναι λάθος η γραφή της λέξης «Κάρες» αντί για «Κήρες», όπως και το ότι η φράση απευθυνότανε στους δούλους ?, οι οποίοι τις τρεις ημέρες των Ανθεστηρίων ήταν ελεύθεροι να πουν και να κάνουν ότι θέλουν.

Ανθεστήρια γίνονταν και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδος, όπως στην Κόρινθο ?, όπου έδιναν βραβεία στους νικητές των αγώνων χρυσά και ασημένια άνθη, στη Βοιωτία ?, στην Μαγνησία ?, στην Εφεσσο ?, στη Σμύρνη ?, στην Μίλητο ?, στην Πριήνη ?, στην Απολλωνία ? της Χαλκιδικής ?, στη Θήρα ?, στη Σικελία ?, όπου έδιναν στο νικητή της οινοποσίας των Χοών ένα χρυσό στεφάνι κ.α. Η γιορτή των Ανθεστηρίων ακόμη, παρά το διωγμό που υπέστη από την χριστιανική εκκλησία ?, εντούτοις σε αρκετά μέρη διατηρήθηκε με πολλές παραλλαγές μέχρι τις μέρες μας. Ο «βλάχικος γάμος» των Θηβών ? π.χ. θεωρείται ως συνέχεια της τελετής του Ιερού Γάμου ? των αρχαίων Ελλήνων ?.





Σχετική Βιβλιογραφία

--------------------------------------------------------------------------------

•Θουκυδίδης, «Συγγραφή»
•Αριστοφάνης, «Αχαρνείς»
•Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία»
•Δημοσθένης, «Κατά Νεαίρας»
•Στράβων, «Γεωργαφικά»
•Πλούταρχος, «Περί Συμποσιακών Προβλημάτων»
•Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί»
•Ησύχιος, «Λεξικόν»
•Πολυδεύκης, «Ονομαστικόν»
•Λεξικόν Σουϊδα
•Αθανάσιος Σταγειρίτης, «Ωγυγία ή, Αρχαιολογία», Βιέννη, 1815-1819
•Παναγής Λεκατσάς, «Διόνυσος», εκδόσεις «Εταιρεία Σπουδών», Αθήνα, 1971
•Σαράντος Καργάκος, «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών», εκδόσεις «Gutenberg», Αθήνα, 2004
•Βλάσης Ρασσιάς, «Εορτές & Ιεροπραξίες Των Ελλήνων», εκδόσεις «Ανοικτή Πόλη», Αθήνα, 1997 και 2000

Από:
http://www.gnwsis.gr/pmwiki.php?n=Main.%CE%91%CE%9D%CE%98%CE%95%CE%A3%CE%A4%CE%97%CE%A1%CE%99%CE%91

Ο Θησέας και ο Μινώταυρος

Ο Θησέας και ο Μινώταυρος

Η Αθήνα την εποχή εκείνη, μετά από μακροχρόνιο πόλεμο με τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη, πληρώνοντας σαν αμοιβή κάθε εννέα χρόνια, επτά κόρες και επτά νέους, οι οποίο θυσιάζονταν στον Μινώταυρο, ένα τέρας με ανθρώπινο σώμα και το κεφάλι ταύρου.
Όταν ήλθε ο καιρός για την τρίτη πληρωμή της συμφωνίας, ο Θησέας εθελοντικώς πήρε την θέση ενός από τους νέους, με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να απελευθερώσει την Αθήνα. Ο βασιλιάς Αιγέας μετά από πολύ σκέψη έδωσε την συγκατάθεση του, λέγοντας στον γιο του, ότι εάν η αποστολή του είχε αίσιο τέλος, να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου με άσπρα.



Όταν έφθασε στην Κρήτη ο Θησέας συνάντησε την Αριάδνη, η οποία τον ερωτεύθηκε. Η Αριάδνη βοήθησε τον Θησέα να σκοτώσει τον Μινώταυρο, συμβουλεύοντας τον να χρησιμοποιήσει ένα κουβάρι σχοινιού, πριν να μπει στον Λαβύρινθο, την κατοικία του Μινώταυρου. Αυτό ήταν ένα οικοδόμημα με πολύπλοκους διαδρόμους, από το οποίο κανείς δεν μπορούσε να βγει, έργο του φημισμένου αρχιτέκτονα Δαίδαλου. Ο Θησέας έδεσε το σχοινί στην είσοδο του Λαβύρινθου και με το ξίφος που του έδωσε η Αριάδνη, μπήκε μέσα και σκότωσε τον Μινώταυρο.



Παίρνοντας τους Αθηναίους νέους μαζί του και την Αριάδνη, έφυγαν κατά την διάρκεια της νύχτας και έπλευσαν για την Αθήνα.
Στην επιστροφή σταμάτησε στο νησί της Νάξου, όπου άφησε την Αριάδνη, μετά από προτροπή της θεάς Αθηνάς.



Από την Νάξο ο Θησέας έπλευσε στην Αθήνα, αλλά ξέχασε να αλλάξει τα πανιά. Όταν ο πατέρας του είδε το πλοίο να πλησιάζει στο Ακρωτήριο του Σουνίου με τα μαύρα πανιά, έπεσε από τους βράχους στη θάλασσα, που από τότε πήρε το όνομα του, Αιγαίον Πέλαγος.

Ο Θησέας και οι Αμαζόνες

Ο Θησέας έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, καθώς επίσης και στην αποστολή του Ηρακλή να φέρει την ζώνη της Ιππολύτης στον Ευρυσθέα. Ο Θησέας ερωτεύθηκε την Αμαζόνα Αντιόπη, την οποία έφερε στην Ελλάδα και απέκτησε γιο μαζί της, τον Ιππόλυτο. Αργότερα οι Αμαζόνες ήλθαν στην Αθήνα για να πάρουν εκδίκηση και στην μάχη που επακολούθησε, νικήθηκαν. Η Αντιόπη, που πολέμησε στο πλευρό του άνδρα της Θησέα, σκοτώθηκε.

Η μάχη των Λαπήθων και Κενταύρων

Στον γάμο του φίλου του, Πειρίθου με την Δηιδάμεια, ήταν καλεσμένοι και οι Κένταυροι, οι οποίοι αφού ήπιαν κρασί μέθυσαν και άρχισαν να ενοχλούν τις γυναίκες των Λαπήθων. Ο Θησέας και ο Πειρίθους σκότωσαν πολλούς από αυτούς στην συμπλοκή που επακολούθησε και τους υπόλοιπους τους νίκησαν σε μάχη αργότερα και τους έδιωξαν από την χώρα.

Ο Θησέας στον Άδη

Όταν ο Θησέας έφθασε στην ηλικία των πενήντα ετών, αποφάσισε με τον φίλο του Πειρίθου, ο οποίος είχε χάσει την γυναίκα του, να ξαναπαντρευτούν. Πρώτα, πήγαν στην Σπάρτη όπου απήγαγαν την ωραία Ελένη και μετά κατέβηκαν στον Άδη για να πάρουν την Περσεφόνη. Ο Πλούτος όμως τους ξεγέλασε, βάζοντας τους να καθίσουν στον θρόνο της Λήθης, από όπου ήταν αδύνατον να διαφύγεις. Ο Θησέας στάθηκε τυχερός, γιατί λίγο αργότερα ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη και τον ελευθέρωσε.

Ο Θησέας δολοφονήθηκε ύπουλα στην Σκύρο, από τον φίλο του βασιλιά Λυκομήδη, ο οποίος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο.

Από την σελίδα: http://www.sikyon.com/Athens/athens_gr.html

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

ΘΗΣΕΑΣ..

Τα κατορθώματα του Θησέα (Ι)


Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα και της Αίθρας. Ανετράφη από τον παππού του, τον Πιτθέα της Τροιζηνίας, και σε ηλικία δεκαέξι ετών, αφιέρωσε τους βοστρύχους των μαλλιών του στον Δήλιο Απόλλωνα. Ο ηλικιωμένος πατέρας του δεν είχε αποκτήσει παιδιά και όταν συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών, έλαβε ένα ακατανόητο χρησμό και για να το εξηγήσει, επισκέφθηκε τον Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζηνίας, φημισμένο για την σοφία του. Ο Πιτθέας, αφού τον μέθυσε τον έβαλε να κοιμηθεί με την κόρη του Αίθρα, η οποία έμεινε έγκυος. Όταν ο Αιγέας έφυγε, άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια, κάτω από ένα βράχο και είπε στην Αίθρα, αν το παιδί είναι αγόρι και γίνει έφηβος, να σηκώσει τον βράχο και αφού πάρει το ξίφος και τα σανδάλια, να έλθει στην Αθήνα.
Όταν ο Θησέας έγινε δεκαέξι χρόνων, η μητέρα του τον οδήγησε στον βράχο, τον οποίο σήκωσε με ευκολία και αφού πήρε τα δώρα του πατέρα του, ξεκίνησε για να τον βρει. Όταν ο Θησέας έφθασε στην Αθήνα, η Μήδεια, η γυναίκα του Αιγέα, υποψιαζόμενη ποιος ήταν, έπεισε τον Αιγέα να τον προσκαλέσει σε δείπνο, με σκοπό να τον δηλητηριάσει. Ο πατέρας του όμως τον αναγνώρισε εγκαίρως, από το ξίφος που είχε μαζί του και εξόρισε την Μήδεια και τον γιο της, στην Ασία.

Στο ταξίδι του για την Αθήνα, είχε μια σειρά από περιπέτειες, οι οποίες ήταν όλες νικηφόρες. Εκείνο τον καιρό πολλοί κακοποιοί σκότωναν και τρομοκρατούσαν τους ταξιδιώτες.


Ο Περιφήτης

Όταν ο Θησέας έφθασε στην Επίδαυρο, συνάντησε τον Περιφέτη, ένα γιγαντόσωμο άνδρα, ο οποίος σκότωνε τους περαστικούς με ένα μπρούτζινο ρόπαλο. Ο Θησέας αφού εξόντωσε τον Περιφέτη, κράτησε το ρόπαλο για τον εαυτόν του.


Σίνις, ο Πιτυοκάμπτης

Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον Σίνι, τον επονομαζόμενο Πιτυοκάμπτη, έναν δυνατό άνδρα, ο οποίος σκότωνε τους ταξιδιώτες δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων, τις οποίες άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις, μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, είχε την ίδια τύχη με τα θύματα του.


Φαία, η αγριογούρουνα

Όχι πολύ μακριά από τον Ισθμό, στον Κρομμύωνα (Άγιοι Θεόδωροι), ο Θησέας σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία, η οποία έκανε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή.


Ο Σκίρων

Πλησίον εκεί στις Σκιρωνίδες Πέτρες (Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα, ένα γιγαντόσωμο άνδρα, ο οποίος κρατώντας ένα τσεκούρι ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια και όταν τα θύματα του έσκυβαν, με μια κλωτσιά, τους πέταγε κάτω από τον βράχο, όπου μια τερατώδης χελώνα στο βάθος του γκρεμού περίμενε να τους καταβροχθίσει. Όταν ο Σκίρων προσπάθησε να τον κλωτσήσει, ο Θησέας πήδηξε στα πλάγια και πέταξε τον Σκίρωνα κάτω από τον βράχο.


Ο Κερκύων

Στην Ελευσίνα, ο Θησέας συνάντησε τον Κερκύονα, ο οποίος ανάγκαζε τους ταξιδιώτες να παλέψουν μαζί του, μέχρι θανάτου. Ο Θησέας αφού τον άρπαξε, τον σήκωσε από το έδαφος και με όλη την δύναμη του τον έριξε κάτω, σκοτώνοντας τον.


Ο Προκρούστης

Το τελευταίο κατόρθωμα του Θησέα έγινε στην Ιερά Οδό (κοντά στο σημερινό Δαφνί), όπου ο Προκρούστης είχε το σπίτι του και προσέφερε φιλοξενία στους περαστικούς. Μέσα στο σπίτι είχε δύο κρεβάτια, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Στο μεγάλο κρεβάτι έβαζε τους κοντούς ταξιδιώτες και με το σφυρί τους χτυπούσε για να μακρύνουν. Τους ψηλούς τους έβαζε στο μικρό κρεβάτι και τους έκοβε τα πόδια για να χωρέσουν στο κρεβάτι. Ο Θησέας έβαλε τον Προκρούστη στο μικρό κρεβάτι και του έκοψε τα πόδια και το κεφάλι.


Ο Ταύρος του Μαραθώνος

Όταν ο Θησέας έφθασε στην Αθήνα, τα πενήντα γιγαντόσωμα ξαδέλφια του, οι γιοι του Πάλλαντα, αδελφού του Αιγέα, ήλθαν εσπευσμένα στην Αθήνα, αλλά ο Θησέας τους εξόντωσε.
Λίγο αργότερα, έπιασε τον ταύρο του Μαραθώνος, ο οποίος έκανε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στον δρόμο του προς τον Μαραθώνα, έπιασε σφοδρή κακοκαιρία και ο Θησέας ζήτησε καταφύγιο στην καλύβα μιας γριούλας, την οποίαν έλεγαν Εκάλη. Η γριά γυναίκα υποσχέθηκε στον Θησέα ότι θα θυσίαζε στον Δία, για την επιτυχία της αποστολής του. Όταν ο Θησέας έπιασε τον Ταύρο, επέστρεψε στην καλύβα και την βρήκε νεκρή. Από ευγνωμοσύνη, αργότερα δημιούργησε ένα δήμο με το όνομα της. Στην Αθήνα ο Θησέας περιέφερε τον ταύρο στους δρόμους θριαμβευτικά και στο τέλος τον θυσίασε στον Δελφίνο Απόλλωνα.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Ο Ατομικός Οπλισμός Του Στρατιώτη

Ο Ατομικός Οπλισμός Του Στρατιώτη
(Πολύαινος Δ.2.10, Αρριανός Γ.21)

Τα όπλα, που αποτελούσαν την πανοπλία τόσο των Ελλήνων, πεζών και ιππέων, όσο και των Περσών, διακρίνονται σε δύο γενικές κατηγορίες, στα αγχέμαχα (που ενεργούσαν σε μικρή απόσταση) και στα εκηβόλα (που ενεργούσαν σε μεγάλη απόσταση). Τα αγχέμαχα πάλι διακρίνονται σε αμυντήρια και επιθετικά, ενώ τα εκηβόλα ήταν μόνο επιθετικά.



Προετοιμασία πολεμιστών για τη μάχη, από κύλικα του Δούριδος, τέλος 6ου π.Χ. αιώνα. Ο κεντρικός οπλίτης δένει τον λινοθώρακα του στο στήθος του, ενώ οι δύο επωμίδες είναι ακόμη ελεύθερες. Ο τρίτος από αριστερά οπλίτης δεν έχει θωρακισθεί ακόμη και φέρει το υπένδυμα. Από τη στάση του φαίνεται ξεκάθαρα ότι κουμπώνει (δεν δένει) τις κνημίδες του. Τα κράνη είναι κλειστού (κορινθιακού) τύπου με μεγάλη χαίτη. Στο εσωτερικό των ασπίδων φαίνεται ο τελαμών και μερικά από τα σημεία πρόσδεσής του.

Η πανοπλία των στρατιωτών στους επιμέρους στρατούς, τόσο στους ελληνικούς όσο και στους βαρβαρικούς, ήταν ουσιωδώς ανομοιόμορφη. Κάθε στρατός είχε ορισμένα βασικά γνωρίσματα, που τον διαφοροποιούσαν από τους άλλους (π.χ. οι Σπαρτιάτες έφεραν την ξυήλη, οι Θηβαίοι την βοιωτικού τύπου ασπίδα, οι Μακεδόνες ημιθωράκια, οι Πέρσες φολιδωτούς θώρακες κλπ). Αυτά τα χαρακτηριστικά προέκυψαν λόγω του συγκεκριμένου τρόπου, με τον οποίο πολεμούσε κάθε κράτος. Αλλά και η πανοπλία των στρατιωτών του ιδίου στρατού παρουσίαζε ανομοιομορφία, διότι ενώ οι συνήθεις πολεμικές αναμετρήσεις κάποιου στρατού τον οδήγησαν στην πρόκριση φέρ’ ειπείν κράνους ανοικτού τύπου, υπήρχε μία πληθώρα από κράνη ανοικτού τύπου (ιλλυρικού, βοιωτικού, θρακικού, κλπ), μεταξύ των οποίων μπορούσε να επιλέξει ο κάθε στρατιώτης. Στην ανομοιομορφία συντελούσε κατά πολύ και η απόκτηση οπλισμού από τα λάφυρα των εχθρών. Επιπλέον, αφού τα στρατεύματα ήταν κατά κύριο λόγο μισθοφορικά και οι μισθοφόροι είχαν την πανοπλία της προσωπικής τους επιλογής, ήταν αναπόφευκτη η ανομοιομορφία στην εμφάνιση ενός στρατού, πολύ δε περισσότερο ενός πολυεθνικού στρατού όπως αυτός του Αλεξάνδρου.

Όταν το πεδίο της μάχης δεν απείχε πολύ ή όταν ο Αλέξανδρος έκανε μία από τις συνήθεις σύντονες πορείες, εκτός από την πανοπλία οι πολεμιστές έπαιρναν μαζί τους τρόφιμα για 2 ή 3 ημέρες, σκεύη «καθημερινής διαίτης» και τη σκηνή τους ή κάποια κουβέρτα, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Οι Αθηναίοι οπλίτες έφεραν σακίδιο, το οποίο περιείχε τρόφιμα για τρεις ημέρες (κυρίως ψωμί, τυρί, ελιές, κρεμμύδια και σκόρδο), ενώ οι ανασκαφές στην Περσέπολη έφεραν στο φως επίπεδα παγούρια, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες.


Ἀγχέμαχα Ἀμυντήρια Όπλα
(Ξενοφών Περί Ιππικής 12.1, 3, Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.16, Α.VIII.9, Β.Ι, Δ.Ι.21, Δ. VI.26, Ε.ΙΙ.22, 29, Αρριανός Δ.22, Ασκληπιόδοτος 5.1, Ηρόδοτος Α.135, Πολύαινος Δ.3.13)

Τα αγχέμαχα αμυντήρια όπλα των αρχαίων Ελλήνων στρατιωτών, δηλαδή τα στοιχεία του ατομικού τους οπλισμού, που ενεργούσαν σε μικρή απόσταση και χρησίμευαν στην προστασία του κατόχου τους, ήταν τα παρακάτω:

Κράνος: με την εμφάνιση στο πεδίο της μάχης των ψιλών και των πελταστών, που αποσκοπούσαν στη διάσπαση της φάλαγγας, ο οπλίτης χρειαζόταν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο. Έτσι το κράνος έγινε περισσότερο «ανοικτού» τύπου και η χαίτη, χαρακτηριστικό των Ηρωικών Χρόνων, καταργήθηκε. Υπήρχαν πολλών τύπων κράνη, όπως κορινθιακό, βοιωτικό, χαλκιδικό, ιλλυρικό, θρακικό, πετασσοειδές κλπ. Για τους ιππείς ο Ξενοφών προτείνει τη χρήση του βοιωτικού κράνους, που παρείχε αυξημένη προστασία στον αυχένα, χωρίς να περιορίζει το οπτικό πεδίο. Στους βαρβαρικούς στρατούς αναφέρονται πολλών ειδών κράνη, πολλά από τα οποία ήταν στην ουσία απλά καλύμματα κεφαλής: δερμάτινα, επιχώρια (τοπικής τεχνοτροπίας και κατασκευής), χάλκινα, ξύλινα, πλεκτά, από δέρμα αλογοκεφαλής με τη χαίτη αντί λοφίου, από αλεποτόμαρο κλπ. Από τις σωζόμενες παραστάσεις, κυρίως στη λεγόμενη «σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», φαίνεται ότι ο Μακεδόνας πεζός έφερε φρυγικού τύπου και ο ιππέας βοιωτικού τύπου κράνος.





Αριστερά: φρυγικού τύπου κράνος σε εντυπωσιακά απλή μορφή. Έχει ακριβώς το σχήμα του λεγόμενου φρυγικού σκούφου και στην κορυφή του υπάρχει διακοσμητικό στοιχείο. Δεξιά: Μακεδόνας οπλίτης με φρυγικού τύπου κράνος και εντελώς αθωράκιστος (λεπτομέρεια από τη λεγόμενη σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου).








Περιτραχήλιο: ήταν μεταλλικό ή φολιδωτό προστατευτικό περίβλημα του τραχήλου. Αποτελούσε τμήμα της πανοπλίας των μυκηναϊκών χρόνων. Στις ελληνικές πανοπλίες του 4ου αιώνα δεν απεικονίζεται ούτε αναφέρεται σε άλλη περίπτωση εκτός από την κατά Πλούταρχο περιγραφή της πανοπλίας του Αλεξάνδρου.







Φολιδωτό περιτραχήλιο του 4ου π.Χ. αιώνα. Βρέθηκε στο Δερβένι. Το περιτραχήλιο του Αλεξάνδρου ήταν λιθοκόλλητο (προφανώς με πολύτιμους λίθους).






Ἀσπίς πεζική: αρχικά ονομαζόταν ὅπλον και από αυτήν πήρε το όνομά του ο πεζός στρατιώτης, που τη χρησιμοποιούσε (ὁπλίτης). Ήταν συνήθως στρογγυλή, με διάμετρο περίπου 0,9 μ, μπρούτζινη ή χάλκινη ή αποτελούνταν από επάλληλους δίσκους δέρματος ραμμένους μεταξύ τους και στερεωμένους σε ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. Η εξωτερική πλευρά ήταν πάντοτε κυρτή και έφερε στο κέντρο τον ὀμφαλόν, που μερικές φορές είχε κάποια παράσταση, το ἐπίσημον, ή κάποιο ρητό. Αρχικά τα ἐπίσημα ήταν ατομικά και χρησίμευαν στην αναγνώριση του κατάφρακτου ὁπλίτη μέσα από την πανοπλία του. Με την επικράτηση όμως των δημοκρατικών πολιτευμάτων το ἐπίσημον έγινε ομοιόμορφο και αντιπροσωπευτικό της πόλης. Η εσωτερική πλευρά είχε μία λωρίδα με υποδοχή στο μέσο της ασπίδας (πόρπαξ), από όπου ο ὁπλίτης περνούσε το βραχίονα, και ένα δερμάτινο ιμάντα (ἀντιλαβή ἤ ὄχανον) στο εσωτερικό χείλος, από όπου περνούσε το αριστερό χέρι. Χωρίς αυτά η ασπίδα ήταν άχρηστη και οι ανατιθέμενες ασπίδες ήταν υποχρεωτικά χωρίς αντιλαβές και πόρπακες, για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ενδεχόμενη στάση κατά του Δήμου. Εκτός μάχης ένας τελαμών (λουρί) επέτρεπε να την κρεμούν στους ώμους, όπως τα σακίδια σήμερα. Στην περίμετρό της υπήρχε η ἴτυς, ένα στεφάνι, που προσέθετε ακαμψία και σταθερότητα στην κατασκευή. Μερικές φορές την ασπίδα την επιμήκυναν προς τα κάτω με ένα είδος ποδιάς από δέρμα, για να προστατεύει τα πόδια του ὁπλίτη από τα εχθρικά τοξεύματα. Στους ελληνικούς στρατούς εκτός μάχης την ασπίδα μετέφερε ο υπασπιστής, για να μην κουράζεται από το βάρος της ο ὁπλίτης. Όταν δεν τη χρησιμοποιούσαν, την τοποθετούσαν σε ειδικό κάλυμμα. Στο στρατό των Περσών αναφέρονται πολλών ειδών ασπίδες: επιχώριες, από ακατέργαστο δέρμα βοδιού, μικρές, δερμάτινες, ξύλινες, ποδήρεις ξύλινες, κοίλες με μεγάλη ἴτυν, μικρές χωρίς ἴτυες.
Ἀσπίς ιππική: ήταν μικρότερη από την πεζική ασπίδα, για να μπορεί να τη χειρίζεται ο ιππέας.. Ο Ασκληπιόδοτος δίνει διάμετρο 0,6 μ στη μακεδονική ασπίδα, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν εννοεί την πεζική ή την ιππική, που είναι το πιθανότερο.
Πέλτη: μικρή και ελαφριά ασπίδα, μάλλον θρακικής προέλευσης, είχε συνήθως σχήμα μισοφέγγαρου και δεν ήταν μεταλλική. Συνήθως ήταν πλεκτή (ίσως με κλαδιά λυγαριάς) και επενδεδυμένη με δέρμα. Ο Ξενοφών κάνει λόγο και για χάλκινες πέλτες, αν και με τον όρο αυτό φαίνεται να εννοεί ασπίδες μικρότερες από τις οπλιτικές.
Γέρρον: πλεκτή περσική ασπίδα, παραπλήσια της ελληνικής πέλτης.





Πελταστής του Περσικού στρατού.

Φαίνεται καθαρά το ελλειπτικό κενό στο άνω μέρος της πέλτης, το κυρτό προς τα έξω σχήμα της, ότι το χέρι του χρήστη της είναι περασμένο από τον πόρπακα και κρατάει το όχανο. Από τη «σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου».



Θώραξ: ο κωδωνόσχημος μεταλλικός θώρακας της μυκηναϊκής περιόδου έχει εγκαταλειφθεί και την θέση του τον 4ο αιώνα είχε πάρει ο γυαλοθώραξ, που ήταν συνήθως από μπρούτζο και αποτελούνταν από δύο μεταλλικά ελάσματα (γύαλα), συνδεόμενα μεταξύ τους με αγκράφες ή θηλιές. Συχνά ήταν διακοσμημένος με σχέδια και γραμμές χαραγμένες στο σχήμα των μυών του ανθρώπινου κορμού.
Λινοθώραξ: υπήρχε ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο, και ήταν ελαφρύτερος και φθηνότερος του μεταλλικού. Αποτελούνταν από δέρμα και ύφασμα, που μερικές φορές ενισχυόταν με μεταλλικές φολίδες ή ελάσματα. Παραλλαγή του λινοθώρακα ήταν ο φολιδωτός, τον οποίο χρησιμοποίησαν πρώτοι οι Αιγύπτιοι και τον φορούσαν και οι Πέρσες κάτω από τους χιτώνες τους.



Ο λινοθώραξ του Φιλίππου Β΄. Έχει χρυσή διακόσμηση και στην πλάτη διακρίνεται καθαρά ένα προεξέχον έλασμα για την προστασία του αυχένα, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ξενοφώντα.


Ἡμιθωράκιον: οι Μακεδόνες έφεραν ἡμιθωράκια, τα οποία προσέφεραν προστασία στο στήθος και άφηναν ακάλυπτη την πλάτη. Ο Πολύαινος παραδίδει ότι ο Αλέξανδρος έδωσε στους άνδρες του ἡμιθωράκια, ώστε να φοβούνται να στρέψουν τα νώτα στον εχθρό. Ο φόβος αυτός όμως μοιάζει περισσότερο με αποτέλεσμα της χρήσης των ἡμιθωρακίων, παρά με αιτία χρήσης τους. Είδαμε ότι όπλα και θωράκιση μεταφέρονταν με τα υποζύγια, προφανώς για να μην κουράζονται στην πορεία οι οπλίτες, ενώ ο Φίλιππος είχε εκπαιδεύσει τους Μακεδόνες να κάνουν πορείες μέχρι και 300 σταδίων (55,5 χμ) με πλήρη εξάρτηση μάχης. Για να μειωθεί λοιπόν το βάρος της πανοπλίας έφεραν ἡμιθωράκια οι Μακεδόνες και όχι για τους λόγους, που παραδίδει ο Πολύαινος στο σχετικό στρατήγημα. Ωστόσο η πανοπλία του Αλεξάνδρου περιελάμβανε λινοθώρακα και όχι ἡμιθωράκιον, όπως και εκείνος που ανακαλύφθηκε στον τάφο του Φιλίππου ήταν λινοθώραξ. Επιπλέον στις (σημαντικότερες τουλάχιστον) απεικονίσεις δεν βλέπουμε ἡμιθωράκια.
Θώραξ ιππικός: σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Ξενοφώντα επέτρεπε το κάθισμα και το σκύψιμο (χαρακτηριστικές κινήσεις του ιππέα και όχι του πεζού), ενώ παρείχε προστασία και στον αυχένα, όπως φαίνεται κι απ’ τον λινοθώρακα του Φιλίππου Β΄.

Επωμίδες: ήταν λωρίδες δέρματος ή μεταλλικά ελάσματα, συνδεδεμένα μεταξύ τους σε μία ή δύο σειρές. Αποτελούσαν προέκταση του θώρακα και κάλυπταν το ανώτερο τμήμα των βραχιόνων΄.
Πτέρυγες: ήταν λωρίδες δέρματος ή μεταλλικά ελάσματα, συνδεδεμένα μεταξύ τους σε μία ή δύο σειρές. Αποτελούσαν προέκταση του θώρακα, ο οποίος τελείωνε στη λεκάνη και επιπλέον είχε ένα κενό στο δεξί ώμο (κυρίως του ιππέα), για να μην εμποδίζει τις κινήσεις. Συνδέονταν με τον θώρακα και κάλυπταν τα σημεία, που εκείνος άφηνε ακάλυπτα (υπογάστριο, γεννητικά όργανα και ώμους).


Κνημίδες: οι δετές με ιμάντες κνημίδες του οπλίτη των Ηρωικών Χρόνων, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα είχαν εξελιχθεί σε «κουμπωτές», που στερεώνονταν με την τάση του ελάσματος. Στην αριστερή φωτογραφία φαίνονται οι κνημίδες του Φιλίππου Β΄, που βρέθηκαν στον τάφο του. Είναι επίχρυσες, κουμπωτές και χωρίς διακόσμηση. Επίσης είναι ανισομεγέθεις, διότι ο Φίλιππος ήταν κουτσός (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης).


Παραμηρίδια: ήταν μεταλλικά ελάσματα σαν τις κνημίδες και προστάτευαν το τμήμα των μηρών, που άφηναν ακάλυπτο οι πτέρυγες. Η χρήση τους τον 4ο αιώνα είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί.

Εμβάδες: ήταν ψηλές δερμάτινες μπότες, που προσέφεραν προστασία και υπόδηση στους ιππείς. Αντικαθιστούσαν τις μπρούτζινες κνημίδες των πεζών, οι οποίες θα τραυμάτιζαν τα πλευρά του ίππου.




Ἀγχέμαχα Επιθετικά Όπλα
(Ηρόδοτος Ζ.54, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.VIII.7, Δ.VΙ.16, ΣΤ.V.25, Ζ.ΙV.16, Περί Ιππικής 12.1, 11, Πολύβιος 18.29.2, Πολύαινος Β.29.2, Διόδωρος ΙΣΤ.94.3)

Τα αγχέμαχα επιθετικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων στρατιωτών, δηλαδή τα στοιχεία του ατομικού τους οπλισμού, που ενεργούσαν σε μικρή απόσταση και χρησίμευαν στην καταστροφή του αντιπάλου, ήταν τα παρακάτω:

Δόρυ οπλιτικό: ήταν το κατ' εξοχήν αγχέμαχο επιθετικό όπλο των αρχαίων Ελλήνων. Διατρυπούσε δια νύξεως, αποτελούνταν από μακρύ και χοντρό ξύλινο κοντάρι (ξυστόν) από ξύλο μελιάς ή κρανείας μήκους περίπου 2μ, το οποίο στο εμπρός άκρο του έφερε μεταλλική αιχμή, άλλοτε πλατειά φυλλοειδή (όπως στην αριστερή φωτογραφία) και άλλοτε συμπαγή, πυραμιδοειδή και μακριά. Στο σημείο της λαβής το ξυστόν ήταν καλυμμένο με δερμάτινες λωρίδες, που προσέφεραν σταθερό πιάσιμο, και στο πίσω άκρο του έφερε μεταλλική μύτη (τον σαυρωτήρα), η οποία χρησίμευε αφενός ως αντίβαρο στην αιχμή και αφετέρου για να στερεώνεται όρθιο, ενώ στην ανάγκη χρησιμοποιούνταν ως δεύτερη (εφεδρική) αιχμή. Κατά την πορεία το δόρυ φερόταν επί του δεξιού ώμου. Τα δόρατα των Περσών δεν είχαν σαυρωτήρες, ενώ στον πολυεθνικό στρατό τους αναφέρονται δόρατα αιγυπτιακά, κοντά, με κέρατα δορκάδος (ζαρκαδιού) αντί αιχμής, κοντά με μακριές αιχμές κλπ.
Δόρυ ιππικό: είχε την εμφάνιση του οπλιτικού δόρατος, αλλά μικρότερο μήκος, ώστε να είναι ευχερής ο χειρισμός του από τον ιππέα. Αν οι παραστάσεις σε αγγεία είναι ακριβείς, τότε έφερε σαυρωτήρα μακρύτερο από του οπλιτικού δόρατος. Ο Ξενοφών αντί δόρατος προτείνει στους Αθηναίους ιππείς να φέρουν 2 κρανέϊνα παλτά, από τα οποία το ένα θα εξακοντιζόταν και το άλλο θα χρησίμευε ως δόρυ.


Σάρισσα: ήταν μακρύ δόρυ χωρίς σαυρωτήρα και κατά τον μεν Πολύβιο είχε μήκος 7,2μ κατά τον δε Πολύαινο 7,4μ. Εισήχθηκε στη φάλαγγα από τον Φίλιππο Β΄, τη διαφοροποίησε από οπλιτική σε μακεδονική και χρησιμοποιήθηκε ως το τέλος των ελληνιστικών χρόνων. Λόγω του μήκους της μόνο οι φαλαγγίτες των μπροστινών σειρών την κρατούσαν προτεταμένη. Οι επόμενοι την κρατούσαν υπό γωνία πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, δημιουργώντας ένα πλέγμα προστασίας από τα εχθρικά τοξεύματα. Επίσης δημιουργούσε ένα φράγμα από αιχμές μπροστά από τη φάλαγγα και παρείχε τη δυνατότητα να διατρυπά τον εχθρό από απόσταση, πριν εκείνος χρησιμοποιήσει το δόρυ του. Όμως λόγω του μεγάλου μήκους της ήταν και πιο δύσχρηστη από το δόρυ. Αυτό ακριβώς το μειονέκτημα εκμεταλλεύτηκε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεώνυμος, που στα χρόνια των Διαδόχων αντιμετωπίζοντας Εδεσσαίους σε μακεδονική φάλαγγα, παρέταξε τις δύο πρώτες σειρές της δικής του φάλαγγας χωρίς δόρατα. Όταν ενεπλάκησαν, οι Σπαρτιάτες των δύο αυτών σειρών άρπαξαν και ακινητοποίησαν τις σάρισσες, ενώ οι άλλοι των πίσω σειρών πλευροκόπησαν και κατέκοψαν τους Μακεδόνες.
Σάρισα ιππική: είχε μήκος μικρότερο της σάρισας των πεζών, για να είναι ευχερής ο χειρισμός της με το ένα χέρι. Δηλαδή το μήκος της ήταν μεταξύ 2 και 7,4μ.




Επάνω: ο νεαρός ιπποκόμος στηρίζεται στο δόρυ, του οποίου φαίνεται καθαρά ο σαυρωτήρ.

Ξίφος: ήταν δευτερεύον αγχέμαχο επιθετικό όπλο, που αντικαθιστούσε το δόρυ στην εκ του συστάδην μάχη και διατρυπούσε δια νύξεως. Αποτελούνταν από το έλασμα, την κώπη και τον κολεό. Το έλασμα ήταν λεπίδα αμφίστομη από σκληρό και ανθεκτικό μέταλλο. Η κώπη περιελάμβανε τη λαβή, τον φυλακτήρα, που προστάτευε το χέρι από τα χτυπήματα του αντιπάλου, και το σφαίρωμα, που συνέδέε την κώπη με το έλασμα. Ο κολεός (η θήκη του ξίφους) ήταν από δέρμα ή ξύλο. Το ξίφος κρεμόταν από τον ώμο με ένα τελαμώνα. Το συνολικό μήκος του ξίφους ποίκιλλε από εποχή σε εποχή και εξαρτάτο από τον τρόπο μάχης. Στους κλασσικούς χρόνους είχε επικρατήσει η χρήση ξίφους μικρότερου μήκους από εκείνο των Ηρωικών Χρόνων, διότι κατά την εμπλοκή των οπλιτικών φαλαγγών το κοντύτερο ξίφος ήταν αποτελεσματικότερο στους εκ του συστάδην χειρισμούς. Μάλιστα οι Σπαρτιάτες μετά τους Περσικούς πολέμους χρησιμοποιούσαν ένα ιδιαίτερα κοντό ξίφος, λίγο μακρύτερο από σουγιά, την ξυήλη.
Μάχαιρα ή κοπίς: ταυτόσημοι όροι για το ίδιο δευτερεύον αγχέμαχο επιθετικό όπλο. Ήταν εμπροσθοβαρές, συνήθως από καμπύλο έλασμα, με μία μόνο κοφτερή ακμή, έτεμνε δια κρούσεως και δεν χρειαζόταν τους επιδέξιους χειρισμούς, που απαιτούσε το ξίφος. Γι’ αυτό την προτιμούσαν από το ξίφος οι πεζοί, που δεν είχαν την εκπαίδευση των οπλιτών (δηλαδή οι πελταστές και οι ψιλοί), αλλά μερικές φορές τη χρησιμοποιούσαν και οι οπλίτες. Αποτελούσε κατ΄ εξοχήν όπλο των ιππέων, οι οποίοι μη έχοντες την ισορροπία των πεζών δεν μπορούσαν να χειρισθούν αποτελεσματικά το ξίφος. Ήταν πολύ ισχυρό όπλο, αφού στον Γρανικό ο Κλείτος με χτύπημα της κοπίδας απέκοψε από τον ώμο όλο το χέρι του Σπιθριδάτη. Φαίνεται ότι οι ελληνικές μάχαιρες όχι μόνο διέφεραν ουσιωδώς από τις βαρβαρικές, αλλά και πλεονεκτούσαν έναντι αυτών, διότι οι ιππείς του Κύρου του νεώτερου έφεραν ελληνικές μάχαιρες, όπως ρητώς αναφέρει ο Ξενοφών.
Ακινάκης: κοντό περσικό ξίφος, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν εγχειρίδιο.





Ο Αλέξανδρος κι ο Ηφαιστίων σε κυνήγι λέοντος (λεπτομέρεια από ψηφιδωτό της Πέλλας). Ο Αλέξανδρος κρατάει στο αριστερό χέρι τον κολεό της κοπίδας και φαίνεται καθαρά ο ιμάντας ανάρτησής της από τον ώμο. Κρατάει την κοπίδα στο δεξί χέρι, το οποίο έχει φέρει στην κατάλληλη θέση, για να προκαλέσει στο λιοντάρι το ισχυρότερο δυνατό θλαστικό πλήγμα. Είτε για να είναι αναγνωρίσιμη η μορφή του είτε διότι αυτή ήταν η πραγματικότητα, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με το όπλο, που έφερε και ως μάχιμος ιππέας. Ο σύντροφος του Αλεξάνδρου φέρει την παραδοσιακή καυσία (;), με το δεξί χέρι ετοιμάζεται να εξαπολύσει το δόρυ και στο αριστερό χέρι κρατάει ένα ξίφος από τον κολεό του. Στο κυνήγι και μάλιστα των λεόντων ο βασιλιάς ή ο διάδοχος συνοδευόταν από τους πλησιέστερους εταίρους. Επειδή ο πλησιέστερος στον Αλέξανδρο εταίρος ήταν ο Ηφαιστίων, αποδόθηκε σ’ αυτόν ο εικονιζόμενος. Όμως ο Ηφαιστίων υπηρέτησε πάντοτε στο ιππικό, ενώ ο εικονιζόμενος φέρει ξίφος και όχι κοπίδα, η οποία χαρακτηρίζει τους ιππείς. Κρίθηκε λοιπόν ότι ίσως είναι κάποιος οικείος στον Αλέξανδρο πεζέταιρος και γι’ αυτό κάποιοι προτείνουν τον Κρατερό.



Ἐκηβόλα Όπλα
(Ηρόδοτος Ζ.66-69, Ξενοφών Περί Ιππικής 12.12, Κύρου Ανάβασις Δ.Ι.27-κ.ε., 3.ΙΙΙ.16, Αρριανός Ινδική 16, Πλούταρχος Αλέξανδρος 63.11-12, Πολύαινος Ε.48)

Τα εκηβόλα όπλα των αρχαίων Ελλήνων στρατιωτών, δηλαδή τα στοιχεία του ατομικού τους οπλισμού, που ενεργούσαν σε μεγάλη απόσταση, χρησίμευαν μόνο στην καταστροφή του αντιπάλου και ήταν τα παρακάτω:

Ακόντιο: ήταν πιο λεπτό, πιο κοντό, πιο διατρητικό από το δόρυ και δεν έφερε σαυρωτήρα. Πολλές φορές διέθετε την ἀγκύλην, μία θηλιά από ιμάντες, μέσα στους οποίους περνούσαν τον δείκτη και τον μέσο δάκτυλο, ώστε κατά τη ρίψη να του προσδώσουν στροφορμή, η οποία βελτιώνει τη διατρητική ικανότητα. Κάποιοι από τους στρατούς των Περσών χρησιμοποιούσαν επίσης ακόντια, που αντί μεταλλικής αιχμής είχαν απλώς σκληρυνθεί στη φωτιά.
Μεσάγκυλο: ήταν περσικό ακόντιο. Όπως φαίνεται κι απ’ το όνομά του, στο μέσον έφερε ἀγκύλην.
Παλτό: (από το ρήμα πάλλω) είδος ακοντίου ή ελαφρού δόρατος, που χρησιμοποιούσαν οι ιππείς και κυρίως οι Πέρσες. Ο Ξενοφών συνιστούσε στους Αθηναίους ιππείς να χρησιμοποιούν δύο παλτά κρανέϊνα, εκ των οποίων το ένα θα εξακοντιζόταν κατά του εχθρού και το άλλο θα χρησιμοποιούνταν όπως το οπλιτικό δόρυ.
Σαυνίον: σαθρό βαρβαρικό ακόντιο.


Επιτύμβια στήλη από τη Λάρισα με παράσταση οπλίτη, που σκοτώθηκε το 457 π.Χ. στη μάχη της Τανάγρας. Κρατά ένα ακόντιο και έχει περασμένα τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του στην αγκύλη ενός άλλου, έτοιμος να το εξακοντίσει. Ωστόσο δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι Θεσσαλοί οπλίτες αντί δόρατος έφεραν δύο ακόντια και μάλλον πρέπει να αποδώσουμε την παράσταση αυτή σε ποιητική άδεια.


Τόξο: αρχαιότατο εκηβόλο όπλο. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν το απλό τόξο περισσότερο από το παλίντονο. Οι ανατολικοί λαοί, ίσως και οι Κρήτες τοξότες, χρησιμοποιούσαν το παλίντονο. Εκτός από αυτούς τους δύο τύπους, ο Ηρόδοτος αναφέρει στον περσικό στρατό πολλά επιχώρια (τοπικής τεχνοτροπίας όπως Μηδικά, Πακτυϊκά, Αιθιοπικά κλπ), καλαμένια, κρανέϊνα, από ξύλο φοίνικα μήκους 4 πήχεων (περίπου 1,9μ). Τα βέλη ήταν συνήθως καλαμένια, με σιδερένιες αιχμές. Τα ινδικά τόξα ήταν ίσα με το ύψος του τοξότη, τα στερέωναν με το αριστερό πόδι στο έδαφος και τέντωναν τη χορδή, όσο πιο πολύ μπορούσαν. Τα βέλη τους είχαν ξύλινο στέλεχος, ήταν λίγο μικρότερα από 3 πήχεις (περίπου 1,4μ) και η ορμή τους ήταν τόση, ώστε ούτε θώρακας ούτε ασπίδα μπορούσαν να αποκρούσουν απευθείας βολή ινδικού βέλους. Εκείνο που τραυμάτισε τον Αλέξανδρο του άνοιξε πληγή πλάτους 3 (περίπου 5,5εκ) και μήκους 4 δακτύλων (περίπου 7,4εκ), όσο δηλαδή ήταν το πάχος της αιχμής. Οι Καρδούχοι (Κούρδοι) ήταν επίσης άριστοι τοξότες, τα τόξα τους είχαν μήκος σχεδόν 3 (περίπου 1,4μ) και τα βέλη περισσότερο από 2 πήχεις (περίπου 1μ). Και αυτά τα βέλη λόγω της ορμής τους διαπερνούσαν ασπίδες και θώρακες και οι Έλληνες όσα από αυτά έπεφταν στα χέρια τους τα μετέτρεπαν σε ακόντια, προσαρμόζοντάς τους αγκύλες.





Αριστερά: ερυθρόμορφη αγγειογραφία του 520-500 π.Χ. Σκύθης τοξότης με τη φαρέτρα, στην οποία φυλάσσεται το τόξο και τα βέλη. Έχει ανοίξει το κάλυμμά της, έχει ήδη βγάλει το τόξο, ενώ βγάζει και ένα βέλος. Το τόξο του είναι το παραδοσιακό των ανατολικών λαών, το παλίντονον. Δεξιά: η φαρέτρα, που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου Β', είναι χρυσή και ανατολικού τύπου, αλλά χωρίς (μεταλλικό τουλάχιστον) κάλυμμα σαν του Σκύθη στα αριστερά. Κάτω: αιχμή ελληνικού βέλους.













Σφενδόνη: ήταν συνήθως από έντερο και στη μέση υπήρχε μία δερμάτινη ενίσχυση, ο θύλαξ, όπου τοποθετούσαν μία πέτρα ή σφαίρα από άργιλο ή ένα μεταλλικό (συνήθως μολύβδινο) βλήμα, με ατρακτοειδές σχήμα, τον πεσσόν. Τα μολύβδινα βλήματα ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά και κατά τον Ξενοφώντα είχαν βεληνεκές διπλάσιο των λίθινων. Το βεληνεκές της σφενδόνης έφθανε τα 200μ, ενώ οι μεταλλικοί πεσσοί (όπως οι εικονιζόμενοι) ζύγιζαν 20-30 γραμ. Ο Πολύαινος μας πληροφορεί ακόμη ότι η σφενδόνη είχε μεγαλύτερο βεληνεκές από το τόξο.



Η Πανοπλία Του Αλεξάνδρου
(Πλούταρχος Αλέξανδρος 16.7-8, 32.8-κ.ε, Διόδωρος ΙΖ. 20.3, 21.2, 34.4, 46.2, Κούρτιος 4.13.25)




Το πιο πάνω γνωστό ψηφιδωτό της Πομπηίας αναπαριστά πιστά όσα μας παραδίδει ο Διόδωρος για τη μάχη της Ισσού. Απεικονίζει τη φάση, όπου ο Αλέξανδρος πιέζει την περσική παράταξη και έχει φτάσει μπροστά στο τέθριππο του Δαρείου. Οι ίπποι του τεθρίππου έχουν σχεδόν αφηνιάσει κι ο Μέγας Βασιλεύς ζητά βοήθεια έντρομος. Ο Αλέξανδρος είναι απέναντί του και εφορμά εναντίον του με το δόρυ. Ενώ όμως αποδίδει τόσο πιστά τη σκηνή και την ένταση, το ψηφιδωτό δεν αποδίδει καθόλου πιστά τον οπλισμό, διότι ο Αλέξανδρος απεικονίζεται χωρίς κράνος και ασπίδα.

Ο Αλέξανδρος, ως ο κορυφαίος αριστοκράτης της Μακεδονίας, ελάμβανε μέρος στις μάχες επί κεφαλής του ιππικού και έφερε την τυπική πανοπλία του Έλληνα ιππέα. Συγκεκριμένα, στη μάχη του Γρανικού ρητώς έφερε κράνος, ασπίδα και δόρυ, αλλά δεν υπάρχει καμία μνεία για τον θώρακα, τις εμβάδες και τη μάχαιρα. Το δόρυ του συνετρίβη στον θώρακα του Ροισάκη. Η ασπίδα τον προστάτεψε από πλήγμα του Σπιθριδάτη με δόρυ και ίσως ήταν εκείνη, που πήρε από τον ναό της Αθηνάς στην Τροία. Το κράνος του είχε πλούσια χαίτη και εκατέρωθέν της από ένα λευκό φτερό, μεγάλο και εντυπωσιακό, μάλλον σαν αυτό που απεικονίζεται στον μακεδονικό τάφο στα Λευκάδια. Το κράνος αυτό σκίστηκε στα δύο από την κοπίδα του Ροισάκη, αλλά προστάτευσε τον Αλέξανδρο.

Στη μάχη των Γαυγαμήλων έχουμε πληρέστερη περιγραφή της πανοπλίας του. Πρώτα απ’ όλα φορούσε Σικελικό ζωστό ὑπένδυμα (εσωτερικό ένδυμα) και από πάνω διπλό λινοθώρακα, από τα λάφυρα της Ισσού. Επίσης λινοθώρακα καταγράφεται ότι φορούσε, όταν τραυματίσθηκε στη χώρα των Μαλλών. Το κράνος του στα Γαυγάμηλα ήταν έργο του Θεόφιλου, σιδερένιο, με προσαρμοσμένο λιθοκόλλητο περιτραχήλιο. Αυτή η πληροφορία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αν είναι ακριβής, διότι το περιτραχήλιο αποτελούσε τμήμα της πανοπλίας των μυκηναϊκών χρόνων και όχι των κλασσικών. Αν πράγματι ο Αλέξανδρος έφερε περιτραχήλιο, ίσως πρέπει να το θεωρήσουμε ως πρόσθετο μέσο ασφαλείας λόγω της θέσεώς του στην ανώτατη βαθμίδα του κράτους του και του συμμαχικού στρατού.

Στις μάχες χρησιμοποιούσε πάντοτε μάχαιρα και εκείνη στα Γαυγάμηλα ήταν δώρο του βασιλιά των Κιτιέων, «με θαυμάσιο χρώμα και πολύ ελαφριά». Πάνω από τον λινοθώρακα φορούσε λεπτή χλαίνη, την οποία συγκρατούσε πόρπη εξαιρετικής τέχνης, δώρο της πόλης των Ροδίων και έργο του Ελικώνα του παλιού. Είναι μάλλον βέβαιο ότι αυτά τα δώρα τα είχαν προσφέρει η πόλη του Κιτίου της Κύπρου και της Ρόδου αντίστοιχα, όταν κατά την πολιορκία της Τύρου πείσθηκαν ότι τα κρατικά τους συμφέροντα επέβαλλαν τη συμμαχία με τον Αλέξανδρο.

Βγαίνοντας από τη σκηνή του στα Γαυγάμηλα, έφερε όλον τον οπλισμό εκτός από το κράνος, το οποίο φόρεσε στη συνέχεια. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο Αλέξανδρος δεν εξετίθετο σε άσκοπους κινδύνους, αλλά εφάρμοζε κατά γράμμα τον κανονισμό, όπως θα λέγαμε σήμερα, και έφερε ολόκληρη την πανοπλία του Έλληνα ιππέα, όπως περιγράφεται πιο πάνω. Όσο για το ψηφιδωτό της Πομπηίας, δεν είχε βέβαια σκοπό να εικονογραφήσει κάποιο στρατιωτικό κανονισμό, αλλά να αποδώσει αφηρωισμένη τη μορφή και την υπεροχή του Αλεξάνδρου στην πρώτη σύγκρουσή του με τον ως τότε κοσμοκράτορα. Πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση προς όλους τους Έλληνες ιστορικούς ο Κούρτιος επιλέγει να ισχυριστεί ότι ο Αλέξανδρος «σπανίως φορούσε θώρακα κι αυτό το έκανε μετά από προτροπές των εταίρων και όχι από φόβο για τον κίνδυνο, που θα αντιμετώπιζε».


ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΜΕΤΡΑ
(Αινείας Τακτικός 32.8, Θουκυδίδης Β.75, Αρριανός Α.22, Β.21, 23, 27, Δ.25, 27, Ε.23, Διόδωρος ΙΒ.28, ΙΖ.24.4, 26.7, 42.1)

Οι Έλληνες της Σικελίας προφανώς λόγω των συχνών αναμετρήσεών τους με τους άλλους εποικιστές του νησιού, τους Καρχηδόνιους, που ήταν άποικοι των Φοινίκων και εξαίρετοι μηχανοποιοί, πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησαν πολεμικές μηχανές, τουλάχιστον τις πιο πολύπλοκες και σε πιο μεγάλη έκταση. Παράλληλα είχαν αναπτύξει όλη την υπόλοιπη πολεμική βιομηχανία, όπως φαίνεται και από την κατασκευή της τετρήρους και της πεντήρους. Οι Φοίνικες ήταν εφευρετικότατοι μηχανοποιοί, γι’ αυτό και ο Αλέξανδρος ενέταξε στη στρατιά του μηχανοποιούς από τη Φοινίκη και την Κύπρο (όπου επίσης συγκρούονταν οι Έλληνες και Φοίνικες εποικιστές).

Τις πολιορκητικές μηχανές τις αποσυναρμολογούσαν, για να τις μεταφέρουν, και τις επανασυναρμολογούσαν, για να τις χρησιμοποιήσουν. Τις μετέφεραν συνεχώς μαζί τους με τα σκευοφόρα, ενώ όταν ήταν δυνατή η δια θαλάσσης μεταφορά τους, τις φόρτωναν σε ιππαγωγά πλοία. Στην πολιορκία της Τύρου, τη δυσκολότερη όλων όσων έκανε στην εκστρατεία του, ο Αλέξανδρος τοποθέτησε μηχανές σε πλοία, τα οποία προσπαθούσαν να αποφύγουν τα αντίμετρα των Τυρίων και να προσεγγίσουν στα τείχη, για να τους προξενήσουν ρήγματα. Επίσης στα πλοία είχε ανεβάσει τοξότες και καταπέλτες, για να πλήττουν τους υπερασπιστές και να εξουδετερώνουν τα αντίμετρά τους, καθώς και τμήματα εφόδου, που θα ανέβαιναν στα τείχη με τις γέφυρες που έφεραν οι μηχανές.

Αναλυτικά, στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου αναφέρονται ρητώς οι εξής μηχανές:

Κριός: είναι η εμβληματικότερη πολεμική μηχανή, όλων των εποχών. Αποτελούνταν από ένα ξύλινο δοκάρι, που στη μία άκρη του είχε προσαρμοσμένη μεταλλική μάζα. Τον χρησιμοποιούσαν για την πρόκληση ρηγμάτων στα τείχη και το γκρέμισμα των πυλών. Προφανώς ονομάσθηκε έτσι κατ’ αναλογίαν προς τους κριούς (τα κριάρια), που ορμούν με το κεφάλι εναντίον των αντιπάλων τους. Στην απλούστερη μορφή του τον κρατούσαν στα χέρια μερικοί στρατιώτες, που τον έρριχναν με ορμή στην πύλη. Στην αποτελεσματικότερη μορφή του ο κριός βρισκόταν μέσα σε κινούμενο στέγαστρο, την κριοφόρο χελώνη, που κατά κανόνα αποτελούσε τμήμα πολιορκητικού πύργου.






Κριός από χαλκό. Είναι η μοναδική στο είδος της πολιορκητική μηχανή της αρχαιότητας, που διασώζεται ως τις μέρες μας. Σε κάθε πλευρά του παριστάνεται κεφάλι κριού και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα. Τα λυγισμένα δόντια του δείχνουν ότι είχε χρησιμοποιηθεί πριν αφιερωθεί στο Ιερό του Διός στην Ολυμπία.









Καταπέλτης: στον ελληνικό κόσμο εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 399 π.Χ. στον πόλεμο του τυράννου των Συρακουσών, Διονυσίου, κατά των Καρχηδονίων απ’ τους οποίους προφανώς τον αντέγραψε. Ήταν μεγάλο μηχανικό τόξο, που εκτόξευε μεγάλα βέλη. Από τον καταπέλτη, τον οποίο ο Διόδωρος αναφέρει ως οξυβελή, εξελίχθηκαν οι λιθοβόλοι καταπέλτες, τους οποίους ο Διόδωρος αναφέρει απλώς ως καταπέλτες.

Τρύπανον: ήταν τρυπάνι, με το οποίο προκαλούσαν ρήγματα στα τείχη και για τον τρόπο λειτουργίας του οποίου δεν έχουμε πληροφορίες.

Χελώνη: ήταν ξύλινο τροχήλατο στέγαστρο, συνήθως τετράγωνο, μέσα στο οποίο προστατεύονταν από τα εχθρικά τοξεύματα άλλες μηχανές και οι χειριστές τους. Η χελώνη, όταν προστάτευε πολιορκητικό κριό, ονομαζόταν κριοφόρος χελώνη, όταν προστάτευε τρύπανον, ονομαζόταν τρυπανοφόρος χελώνη και όταν προστάτευε προσωπικό, που έκανε χωματουργικές εργασίες, ονομαζόταν χωστρίς χελώνη.

Γέφυρα: αποτελούσε μέρος άλλης πολιορκητικής μηχανής, του πύργου. Προφανώς βρισκόταν στο ύψος των επάλξεων και μέσω αυτής τις προσέγγιζε το τμήμα εφόδου, που επέβαινε στον πύργο. Υπερτερούσε της απλής κλίμακος, διότι το τμήμα εφόδου εξετίθετο στα εχθρικά τοξεύματα μόνο κατά τη στιγμή της τελικής εφόρμησης, ενώ οι τοξότες και οι οξυβελείς καταπέλτες, που μετέφερε ο πύργος καταπονούσαν τους αμυνόμενους.

Πύργος: ήταν κινούμενη κατασκευή, που συνδύαζε αρκετές πολιορκητικές μηχανές ταυτόχρονα, και μπορεί να περιγραφεί ως πολυώροφη χελώνη. Στους χαμηλότερους ορόφους προστατεύονταν κριοί ή τρύπανα. Στους ανώτερους ορόφους βρίσκονταν οξυβελείς καταπέλτες ή τοξότες, που προστάτευαν τη μηχανή και ταυτόχρονα προσέβαλλαν τους υπερασπιστές των τειχών. Στο ύψος των επάλξεων βρισκόταν η γέφυρα, με την οποία στρατιώτες εξειδικευμένοι στις τειχομαχίες επιχειρούσαν να ανέβουν στα τείχη. Ο πύργος είχε και αμυντική χρήση, αλλά τότε ήταν συνήθως σταθερή κατασκευή, πάνω στα τείχη. Έτσι, στην Αλικαρνασσό, οι Πέρσες είχαν κατασκευάσει ξύλινο πύργο γεμάτο καταπέλτες, για να βάλλουν καλύτερα κατά των πολιορκητών.

Πυρφόρα τοξεύματα: ήταν συνήθως εμπρηστικά βέλη, που πυρπολούσαν τις ξύλινες κατασκευές στις οποίες καρφώνονταν.

Κλίμαξ: ήταν απλή ξύλινη σκάλα, με την οποία τα τμήματα εφόδου επιχειρούσαν να αναρριχηθούν στις επάλξεις. Στο πάνω μέρος της ήταν δεμένα δύο σκοινιά, με τα οποία την κρατούσαν σταθερά δύο στρατιώτες στη βάση των τειχών, ώστε να μην την ανατρέψουν οι πολιορκούμενοι.



Στα αριστερά απεικονίζεται μία τειχομαχία, όπου μερικοί οπλίτες ανεβαίνουν σε κλίμακα, για να αναρριχηθούν στα τείχη, κάποιοι άλλοι τους ακολουθούν και δύο καθιστοί άνδρες φαίνεται να κρατούν με σκοινιά την κλίμακα, για να μην την ανατρέψουν οι πολιορκούμενοι. Οι δύο αυτές μορφές δεν είναι τοξότες, διότι δεν έχουν την κατάλληλη στάση και βρίσκονται πολύ κοντά στο τείχος, ώστε να σκοπεύσουν αποτελεσματικά (Το Μνημείο των Νηρηίδων, Ξάνθος 390-380 π.Χ.).



Αντίμετρα των πολεμικών μηχανών
(Θουκυδίδης Β.76, Αινείας Τακτικός Πολιορκητικά 32.1-6, 8-9, 12, 33.1-2, 34.1, 35, Διόδωρος, ΙΖ.43.1-45.3-4, Πολύαινος ΣΤ.3, Κούρτιος 4.3.24-26)

Τα αντίμετρα, που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για κάθε μία πολιορκητική μηχανή ήταν τα εξής:

Κριός: οι πολιορκούμενοι απέκρουαν ή περιόριζαν την αποτελεσματικότητα των πληγμάτων του με δερμάτινα ασκιά φουσκωμένα με αέρα, άχυρο, φύκια, μαλλί ή άλλα υλικά. Τον έθεταν προσωρινά εκτός λειτουργίας συλλαμβάνοντας και ακινητοποιώντας την κεφαλή του με θηλιές ή κόβοντας με μακριά δρεπανηφόρα κοντάρια τα σκοινιά, από τα οποία ήταν ανηρτημένος. Επίσης κρεμούσαν λοξά στις επάλξεις μολύβδινα δοκάρια, τα οποία άφηναν ελεύθερα από τη μία πλευρά κι εκείνα έπεφταν με ορμή πάνω στη μηχανή καταστρέφοντάς την. Όμως οι πολιορκητές βρήκαν…αντίμετρο αυτού του αντίμετρου και εξουδετέρωναν το δοκάρι, πριν προξενήσει οποιαδήποτε ζημιά.

Τρύπανον: το κατέστρεφαν με μολύβδινα δοκάρια κρεμασμένα λοξά στις επάλξεις, τα οποία ξαφνικά αφήνονταν ελεύθερα κι έπεφταν με ορμή στο τρύπανον.

Πέτρες: για να συντρίβουν τους κριούς και τα τρύπανα των πολιορκητών, οι πολιορκούμενοι κρεμούσαν από καρκίνους (γάντζους) μεγάλες πέτρες μεγέθους άμαξας έξω από τα τείχη. Πριν ελευθερώσουν τις πέτρες και για να μην αστοχήσουν, έρριχναν την κάθετον (νήμα της στάθμης). Όπως δηλαδή παλαιότερα έρριχναν ένα τροχιοδεικτικό βλήμα και όπως σήμερα χρησιμοποιούν σκόπευτρο με λέιζερ, προκειμένου να μην αστοχήσει το κυρίως βλήμα.

Χελώνη: Οι πολιορκούμενοι έριχναν στις πολιορκητικές χελώνες λιωμένο μολύβι και τις διέλυαν. Ως αντίμετρο αυτού του αντιμέτρου οι πολιορκητές τοποθετούσαν πάνω στις χελώνες ένα στρώμα από χώμα και πηλό σε κωνική μορφή. Πάντως ο συνηθέστερος τρόπος για να τις καταστρέψουν ήταν ο εμπρησμός.

Τοξεύματα: για προστασία από τα τοξεύματα (βέλη απλά και καταπελτικά, πεσσοί σφενδόνης, ακόντια) οι πολιορκούμενοι τέντωναν πάνω από τις επάλξεις πανιά αδιάτρητα, χοντρά παραπετάσματα και καλαμωτές πλεγμένες οριζόντια και κάθετα. Επίσης άναβαν καπνογόνες ουσίες, για να περιορίσουν την ορατότητα των πολιορκητών.

Καταπέλτες λιθοβόλοι: οι πολιορκούμενοι απέκρουαν ή περιόριζαν την αποτελεσματικότητα των πληγμάτων του λιθοβόλου καταπέλτη, όπως κι εκείνων του κριού. Φούσκωναν δερμάτινα ασκιά με αέρα, άχυρο, φύκια, μαλλί ή άλλα υλικά, ώστε να είναι μαλακά και ελαστικά, τα κρεμούσαν μπροστά από τα τείχη, στο προσβαλλόμενο σημείο, και αυτά απορροφούσαν την ορμή της πρόσκρουσης.

Πύργος: για να αχρηστεύσουν τους πολιορκητικούς πύργους, που μετέφεραν καταπέλτες, σφενδονήτες και τοξότες, οι πολιορκούμενοι υπέσκαπταν το έδαφος, ώστε να υποχωρεί υπό το βάρος του πύργου.

Εμπρησμός: τον χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πολιορκούμενοι για να εμποδίσουν ή να ανακόψουν την είσοδο των πολιορκητών από κάποιο ρήγμα ή παραβιασμένη πύλη, κυρίως όμως για να καταστρέψουν τις πολιορκητικές μηχανές.

Για να αντιμετωπίσουν τα ρήγματα στα τείχη και τις πύλες, άναβαν φωτιά από τη μέσα πλευρά του τείχους.

Για την πυρπόληση των μηχανών, κατασκεύαζαν κάτι σαν βόμβα Μολότωφ ως εξής: τοποθετούσαν πίσσα, θειάφι, στουπί, μικρά κομμάτια από λιβάνι και πριονίδια πεύκου μέσα σε αγγείο, άναβαν το μίγμα και εκσφενδόνιζαν το αγγείο εναντίον της μηχανής. Το αγγείο έσπαγε και το φλεγόμενο μίγμα περιέλουζε τη μηχανή.

Στις πολιορκητικές χελώνες έριχναν από τα τείχη κατά σειρά πίσσα, στουπί και θειάφι, και μετά με σκοινί κατέβαζαν πάνω τους αναμμένα δεμάτια με κλαδιά.

Έρριχναν ακόμη ροπαλοειδή ξύλα με καρφιά στις δύο άκρες και εύφλεκτα υλικά στο μέσον. Τα καρφιά στερέωναν το σκεύασμα στην μηχανή και τα εύφλεκτα υλικά την έκαιγαν.

Κατάσβεση πυρκαϊάς: αντίμετρο των πολιορκητών στους εμπρησμούς των πολιορκουμένων ήταν η ρίψη ξυδιού από τον πολιορκητικό πύργο. Το ξύδι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην κατάσβεση της φωτιάς και παράλληλα έχει την ιδιότητα να εμποδίζει την πρόκληση νέας πυρκαϊάς.

Εκτός από τα παραπάνω γενικώς γνωστά αντίμετρα, στην πολιορκία της Τύρου ο Διόδωρος αναφέρει και μία σειρά από άλλα αντίμετρα, άγνωστα στους άλλους Έλληνες συγγραφείς της εποχής του Αλεξάνδρου, ενώ από τους ιστορικούς της εκστρατείας μόνο ο Κούρτιος επαναλαμβάνει μερικά. Αυτά τα αντίμετρα είναι τα εξής:

Καταπελτικά βέλη: για την αντιμετώπισή τους οι Τύριοι είχαν τοποθετήσει στις επάλξεις τροχούς, άλλους ξύλινους και άλλους μαρμάρινους, με πυκνά διαφράγματα, τους οποίους περιέστρεφαν με κάποιον απροσδιόριστο μηχανισμό. Οι περιστρεφόμενες ακτίνες είτε κατέστρεφαν είτε εξοστράκιζαν τα βέλη.

Προσωπικό: κατά των τμημάτων εφόδου, που προσπαθούσαν να πηδήξουν από τις μηχανές στα τείχη έρριχναν αλιευτικά δίχτυα και όσους μπλέκονταν σ’ αυτά τους γκρέμιζαν στο κενό. Επίσης εξακόντιζαν τρίαινες δεμένες στο πίσω μέρος με σκοινί. Αυτές καρφώνονταν στις (προφανώς μη μεταλλικές) ασπίδες των πολιορκητών και, τραβώντας με το σκοινί τις τρίαινες, οι Τύριοι είτε τους γκρέμιζαν στο κενό, είτε τους έπαιρναν τις ασπίδες και τους εξέθεταν στα τοξεύματα. Για να πετάξουν από τα θωράκια των πύργων στο κενό τους τειχομάχους των Μακεδόνων, οι Τύριοι χρησιμοποιούσαν κόρακες και σιδηρές χείρες (κάποια είδη γάντζων). Χρησιμοποιούσαν επίσης διάπυρους μύδρους (πυρωμένα κομμάτια μετάλλου ή πέτρας), τα οποία εκτόξευαν με τους απροσδιόριστους πυρφόρους κατά των πολιορκητών. Ένα άλλο ενδιαφέρον αντίμετρο ήταν η άμμος (ο Κούρτιος προσθέτει και περιττώματα), την οποία οι Τύριοι πύρωναν μέσα σε χάλκινες ή σιδερένιες ασπίδες και μετά την εκσφενδόνιζαν με κάποιον απροσδιόριστο μηχανισμό. Η πυρωμένη άμμος εισχωρούσε μέσα από θώρακες και ενδύματα, κατέκαιε τις σάρκες των πολιορκητών και τους προκαλούσε το θάνατο με φρικτούς πόνους. Για την αντιμετώπιση των πλοίων, που έφεραν μηχανές και πλησίαζαν τα τείχη της Τύρου, ο Κούρτιος περιγράφει ένα αντίμετρο αντίστοιχο των ογκόλιθων, που χρησιμοποιούνταν στις χερσαίες πολιορκίες. Συγκεκριμένα λέει ότι έξω από τα τείχη κρεμούσαν χοντρά δοκάρια. Οι ναυτικοί ή τα ίδια τα πλοία τραυματίζονταν από γάντζους και λεπίδες προσαρμοσμένα στα δοκάρια, όταν ξαφνικά τα άφηναν ελεύθερα.


ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ
(Ηρόδοτος Ζ.175, 202 - κ.ε., Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Β.V.18-20)

Τα κωλύματα (=εμπόδια) είναι ο αρχαιότερος πολλαπλασιαστής ισχύος ενός στρατού και η αξιοποίησή τους είναι ένας από τους καλύτερους δείκτες ικανότητάς του. Είτε φυσικά είτε τεχνητά, χρησιμοποιούνται ανέκαθεν από τον αμυνόμενο, για να ενισχύσει την αμυντική του προσπάθεια και να αποτρέψει ευκολότερα τον επιτιθέμενο. Επανδρωμένα με την κατάλληλη στρατιωτική δύναμη χρησιμεύουν στο να ανακόψουν την συντεταγμένη προέλαση του επιτιθέμενου και να του προξενήσουν όσον το δυνατόν περισσότερες απώλειες σε προσωπικό, υλικό και εφόδια ή να προσφέρουν χρόνο στον αμυνόμενο, ώστε να σχηματίσει νέα γραμμή άμυνας σε άλλο σημείο (όπως έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες) ή να ανασυντάξει τις δυνάμεις του ή να προλάβουν να φθάσουν ενισχύσεις και εφόδια. Χωρίς τη συνδυασμένη δράση προσωπικού τα κωλύματα το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι μία περισσότερο ή λιγότερο ασήμαντη επιβράδυνση της προέλασης του επιτιθεμένου.

Η βασική αρχή λειτουργίας των κωλυμάτων είναι να υποχρεώνουν την εχθρική δύναμη να περάσει από ένα και μόνο σημείο, επιτηρούμενο από την κατάλληλη δύναμη του αμυνόμενου, που συνήθως είναι μικρό κλάσμα της δύναμης του επιτιθέμενου. Προκείμενου να περάσει το κώλυμα, ο επιτιθέμενος υποχρεούται να κινείται με μικρή ταχύτητα και να πυκνώνει τις τάξεις του, προσφέροντας εύκολο στόχο στις δυνάμεις του αμυνόμενου. Η αποτελεσματικότητα των κωλυμάτων ανέκαθεν αύξανε, όσο αύξανε το μέγεθος του επιτιθέμενου στρατού και αντίθετα μειωνόταν όσο μειωνόταν ο αριθμός του, με ακρότατη περίπτωση τους λίγους πεζούς στρατιώτες, που θεωρητικά κωλύονται μόνο από τους μεγάλους γκρεμούς και τη θάλασσα. Στην εξουδετέρωση των κωλυμάτων πρωταγωνιστής υπήρξε πάντοτε το μηχανικό.

Στην αχανή επικράτεια της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας υπήρχε πληθώρα κωλυμάτων, όμως μόνο ένα, τις Περσίδες Πύλες, κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν οι Πέρσες και να καθηλώσουν τον Αλέξανδρο, έστω και για λίγο. Όλα αυτά τα κωλύματα ήταν γνωστά στους Έλληνες περί τα 70 χρόνια πριν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όταν τα απαρίθμησε υπό μορφήν απειλής ο Τισσαφέρνης στον επικεφαλής των Μυρίων, τον Κλέαρχο. Ωστόσο στην ανάβαση, τόσο του Κύρου όσο και του Αλεξάνδρου, αυτά εκμηδενίσθηκαν και αποδείχθηκαν άχρηστα είτε από την απροθυμία ή την απρονοησία των φρουρών να τα κρατήσουν.

Στην αφήγηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τα σημαντικότερα από τα κωλύματα αυτά, το αν αξιοποιήθηκαν ή όχι, και ποιες ήταν οι συνέπειες από τις επιμέρους επιλογές των Περσών.


Φυσικά Κωλύματα
(Ηρόδοτος Ζ.176, 208, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Δ.Ι.2-3, Αρριανός Γ.18, Διόδωρος ΙΖ.68, Πολύαινος Δ.3.27)

Πύλες: ήταν στενά ορεινά περάσματα, που συνέδεαν δύο περιοχές και τα οποία ήταν κλεισμένα με τείχη και πύλες. Άλλοτε αναφέρονται με το όνομα και των δύο περιοχών, που συνέδεαν (π.χ. Πύλες Κιλικίας-Συρίας ή Συρίας-Κιλικίας), ανάλογα με τα σημεία αναχώρησης και προορισμού, κι άλλοτε μόνο με ένα. Όταν αναφέρονται μόνο με ένα όνομα, συνήθως (αλλά όχι πάντοτε) αυτό είναι το όνομα της χώρας προορισμού. Έτσι, η Σουσιανή και η Περσίς συνδέονταν με τις Πύλες Σουσιανής-Περσίδας, αλλά προελαύνοντας από τα Σούσα προς την Περσέπολη, ο Αλέξανδρος πέρασε τις Πύλες, τις οποίες άλλος συγγραφέας ονομάζει Πύλες της Περσίας ή Περσίδες Πύλες, άλλος τις ονομάζει Σουσιάδες Πέτρες και άλλος Σουσίδες Πύλες. Αυτές ήταν κι οι μοναδικές Πύλες, όπου ο Αλέξανδρος βρήκε αντίσταση.

Περάσματα (ή διαβάσεις): διέφεραν από τις Πύλες κατά το ότι δεν είχαν τεχνητές οχυρώσεις (τείχη και πύλες), αλλά προσφέρονταν για την καθήλωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων.

Ποτάμια: Επειδή οι Πέρσες κατέστρεφαν πλοία και γέφυρες, οι Μύριοι δεν μπορούσαν να περάσουν τον Τίγρη λόγω του βάθους, του πλάτους και των ορμητικών νερών του. Έτσι, υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι προς τις πηγές του, ως τα απόκρημνα Καρδούχεια όρη. Αντίθετα προς τους Μύριους, κανένα ποτάμι δεν μπόρεσε να ανακόψει την προέλαση του Αλεξάνδρου, ο οποίος τα περνούσε είτε χωρίς καμία προετοιμασία, είτε με γέφυρες, είτε με ασκοσχεδίες. Δεν τον σταμάτησε ούτε ο Υδάσπης, τον οποίο επιτηρούσε ισχυρή δύναμη Ινδών υπό τον πολύ αξιόλογο Πώρο.


Τεχνητά Κωλύματα
(Ηρόδοτος Η.28, Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Α.VI.15, Α.VΙΙ.14-κε, Β.ΙΙΙ.10, Β.IV.12, Αρριανός Ζ.7, Πολύαινος Δ.3.17)

Τάφρος: Ο πεζός στρατιώτης εύκολα περνούσε την τάφρο με μία πρόχειρη γέφυρα. Όμως η διέλευσή της από το ιππικό, τα υποζύγια ή τις πολιορκητικές μηχανές αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα για το Μηχανικό. Οι τάφροι χρησίμευαν κυρίως για την καθήλωση του επιτιθεμένου μπροστά από τα τείχη της πολιορκούμενης πόλης και εντός του βεληνεκούς των τοξευμάτων του αμυνομένου. Επίσης χρησίμευαν γενικότερα στην εμπόδιση της προέλασης ή την εξουδετέρωση εχθρικών στρατευμάτων, μακρυά από τις πόλεις και σε αναπεπταμένα πεδία. Ενδεικτικά παραδείγματα χρήσης αμυντικών τάφρων είναι τα παρακάτω:

Ένα αξιοσημείωτο κώλυμα κατά προσωπικού και οχημάτων, που θάλεγε κανείς ότι ο Αρταξέρξης ο Μνήμων το κατασκεύασε ειδικά για τους Μυρίους, δεν επανδρώθηκε ούτε για τους Μυρίους ούτε για τον Αλέξανδρο. Ήταν μία τάφρος πλάτους 5 οργιών (περίπου 9μ) και βάθους 3 (περίπου 5,3μ). Ξεκινούσε 12 παρασάγγες (περίπου 64χμ) νοτίως του τείχους της Μηδίας, όπου βρίσκονταν 4 διώρυγες, πλάτους 1 πλέθρου (περίπου 29,6μ) και μεγάλου βάθους. Αυτές ξεκινούσαν από τον Τίγρη και έφταναν ως τον Ευφράτη, απείχαν 1 παρασάγγη (περίπου 5,3χμ) η μία από την άλλη, ήταν πλωτές και είχαν γέφυρες. Δίπλα στον Ευφράτη και την τάφρο υπήρχε ένα στενό πέρασμα 20 ποδών (περίπου 6μ), από το οποίο πέρασε ο Κύρος και ο στρατός του χωρίς να τους εμποδίσει ο Αρταξέρξης, όπως ο Δαρείος Γ΄ δεν εμπόδισε τον Αλέξανδρο.

Σε μία εισβολή των Θεσσαλών στη Φωκίδα, οι υποδεέστεροι στρατιωτικά Φωκείς έθεσαν εκτός μάχης το περίφημο θεσσαλικό ιππικό με το εξής τέχνασμα: έσκαψαν μία τάφρο, τη γέμισαν με άδειους αμφορείς και τη σκέπασαν με χώμα. Κατά την έφοδο, οι ίπποι των Θεσσαλών έσπασαν τα πόδια τους στην κρυμμένη τάφρο με τους αμφορείς.

Η τάφρος γύρω από τα τείχη της Αλικαρνασσού είχε πλάτος 30 πήχεων (περίπου 14μ) και βάθος 15 (περίπου 7μ).


Τρίβολος: ήταν κώλυμα κατά προσωπικού και κτηνών. Αποτελούνταν από τέσσερις αιχμές συνδεδεμένες μεταξύ τους, έτσι ώστε πέφτοντας στο έδαφος, η μία να είναι πάντοτε όρθια. Ο Πολύαινος ισχυρίζεται ότι στη μάχη των Γαυγαμήλων οι Πέρσες είχαν σκορπίσει τριβόλους μπροστά από το ιππικό του Αλεξάνδρου, υποχρεώνοντάς τον να κινηθεί πλαγίως, ώστε να αποφύγει την επικίνδυνη περιοχή. Αυτή η αναφορά δεν φαίνεται να είναι ακριβής, διότι οι Πέρσες δεν είχαν λόγους, ούτε τακτικής ούτε ψυχολογίας, για να χρησιμοποιήσουν τριβόλους. Διέθεταν μεγάλο αριθμό ιππέων, άριστα εκπαιδευμένων, οι οποίοι απετέλεσαν σε όλες τις περιπτώσεις το ισχυρότερο όπλο κρούσης τους, κι επιπλέον το ιππικό τους ήταν το τμήμα, που πάντοτε πολεμούσε γενναιότερα και το τελευταίο που εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης.

Καμένη γη: την τακτική αυτή την εξετάζουμε παρακάτω.

Τείχη: το τείχος της Μηδίας είχε τεράστιο μήκος, πλάτος 20 πόδες (περίπου 6μ) και ύψος 100 πόδες (περίπου 30μ). Το είχαν κατασκευάσει οι Ασσύριοι, όχι για να προστατεύσουν κάποια πόλη, αλλά για να ανακόψουν την επέκταση των Μήδων και των Περσών στην επικράτειά τους. Λόγω της αποστολής του, δεν ήταν χρήσιμο ως κώλυμα κατά του Αλεξάνδρου, που προήλαυνε από την «εσωτερική» πλευρά του τείχους της Μηδίας. Το τείχος της Τύρου είχε ύψος 150 πόδες (περίπου 44,3μ). Τόσο η εξουδετέρωση όσο και η άμυνα των τειχών, η γνωστή μας πολιορκία, απαιτούσε συντονισμένη και επίπονη προσπάθεια όλων των στρατιωτικών τμημάτων, γι’ αυτό κάνουμε μία σύντομη παρουσίασή της.

Ποτάμια κωλύματα: οι Πέρσες κοντά στις εκβολές του Ευφράτη στον Περσικό Κόλπο είχαν δημιουργήσει φράγματα, που στην πραγματικότητα ήταν κωλύματα κατά πλοίων. Ο πιστός τους φοινικικός στόλος ήταν πολύ μακρυά και επειδή οι Πέρσες δεν διέθεταν ναυτικό, είχαν δημιουργήσει εκείνα τα κωλύματα, ώστε να εμποδίζουν ενδεχόμενη εισβολή από θαλάσσης.


Πολιορκία
(Αινείας Τακτικός 32.12, Διόδωρος ΙΣΤ.74.3, ΙΖ.44.4, Αρριανός Α.20)

Μέχρι την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων το σημαντικότερο τεχνητό κώλυμα ήταν τα τείχη των πόλεων. Τόσο τα πολιορκητικά μέτρα όσο και τα αντίμετρα, κυρίως αυτά που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος στην πολύμηνη πολιορκία της Τύρου, μας βοηθούν να σχηματίσουμε πληρέστερη εικόνα μίας πολιορκίας. Τα αντίμετρα αυτά πάντοτε τα αντιμετώπισε και ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε, διότι πάντοτε ήταν ο επιτιθέμενος και ποτέ ο αμυνόμενος. Όπως τα παρουσιάζει ο Διόδωρος, δείχνουν τις δυσκολίες και τις απώλειες, που υπέστη ο Αλέξανδρος, την εφευρετικότητα πολιορκουμένων και πολιορκητών, κυρίως όμως το επίπεδο της εφαρμοσμένης στον πόλεμο τεχνικής και τεχνολογίας.

Οι πολιορκίες αποτελούσαν την τελική φάση των περισσοτέρων συγκρούσεων στην αρχαιότητα, διότι οι πόλεις ήταν το έσχατο σημείο υποχώρησης του αμυνόμενου. Έτσι οι πόλεις είχαν πάντοτε τα απαραίτητα υλικά για να αντέξουν μία πολιορκία, ακόμη και η ρυμοτομία τους περιμετρικά του τείχους είχε σχεδιασθεί υπολογίζοντας σε αυτό το αναπόφευκτο.

Όταν άρχιζε η πολιορκία, η εξωτερική όψη της πόλης άλλαζε εντελώς. Ξύλινοι πύργοι υψώνονταν πάνω από τα τείχη, για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο βεληνεκές και καλύτερη στόχευση στα αμυντικά τοξεύματα, ενώ αμυντικές κατασκευές εκτείνονταν έξω και κρεμιόντουσαν εμπρός από τα τείχη, στα σημεία όπου πλησίαζαν οι πολιορκητικές μηχανές, για να τις καταστρέφουν. Αυτονόητο ζητούμενο για τον επιτιθέμενο ήταν η δημιουργία ρήγματος στα τείχη ή το γκρέμισμα κάποιας πύλης, ώστε να εισβάλει στην πόλη. Παράλληλα όμως προσπαθούσε με τις γέφυρες των πύργων και τις κλίμακες να ανεβάσει στρατιώτες στις επάλξεις. Η πολιορκία εξελισσόταν με την ακόλουθη σειρά.

Γύρω από τα τείχη υπήρχε αμυντική τάφρος, η οποία βρισκόταν μέσα στο βεληνεκές των τοξευμάτων του αμυνόμενου. Ο επιτιθέμενος εξαπέλυε κατά των υπερασπιστών τα δικά του τοξεύματα, μόλις το επέτρεπε το βεληνεκές τους. Τα αποτελεσματικότερα τοξεύματα εξαπολύονταν από τους αμυντικούς και επιθετικούς πύργους και όλες οι δραστηριότητες λάμβαναν χώρα μέσα σε καταιγισμό τοξευμάτων. Είναι δε σαφές ότι όποιος υστερούσε σε τοξεύματα, βρισκόταν αμέσως σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση.

Αφού το Μηχανικό εξουδετέρωνε την τάφρο με τις χωστρίδες χελώνες, ο επιτιθέμενος έφθανε στα τείχη, τα οποία κάποιες φορές (όπως στη Γάζα) είχαν θεμελιωθεί σε φυσικό ύψωμα, που εμπόδιζε τις μηχανές να το προσβάλουν. Μόλις οι χωστρίδες χελώνες ολοκλήρωναν την αναγκαία επιχωμάτωση και οι μηχανές μπορούσαν να προσβάλουν το τείχος, ανελάμβαναν δράση οι κριοί και τα τρύπανα, που συνήθως αποτελούσαν μέρος των επιθετικών πύργων. Επίσης άρχιζαν οι τειχομαχίες, με τους επιτιθέμενους να προσπαθούν να πατήσουν τις επάλξεις περνώντας από τις μηχανές μέσω γεφυρών ή σκαρφαλώνοντας απευθείας με κλίμακες, ενώ οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν να τους γκρεμίσουν στο κενό.

Παράλληλα οι πολιορκούμενοι δημιουργούσαν υπονόμους και υπέσκαπταν το έδαφος κάτω από τις πολιορκητικές μηχανές. Οι επιτιθέμενοι πάλι, δημιουργούσαν υπονόμους μέχρι τα τείχη, τα οποία υπέσκαπταν, για να προκαλέσουν κατάρρευση συγκεκριμένων τμημάτων τους. Η κατάρρευση τμήματος του τείχους αντιμετωπιζόταν με την έγκαιρη ανέγερση δεύτερου αμυντικού τείχους ή με δημιουργία εσωτερικής τάφρου ή με καταιγισμό τοξευμάτων ή με φράγμα από φλεγόμενα ξύλα, ώστε να απωθηθεί το τμήμα εφόδου και να δημιουργηθεί το δεύτερο τείχος ή η εσωτερική τάφρος.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ, ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Π

Παράδεισος: λέξη περσική (παιρινταίζα), που σημαίνει περιφραγμένος κήπος. Πρώτος την εισήγαγε στα ελληνικά ο Ξενοφών περιγράφοντας τους κήπους των Περσών βασιλέων. Από την περιγραφή του κήπου, που περιέβαλλε τον τάφο του Κύρου του Μεγάλου, γίνεται κατανοητό γιατί οι βιαίως μετεγκατεστημένοι στη Μεσοποταμία Εβραίοι επέλεξαν να ονομάσουν παρντές τον Κήπο της Εδέμ. Ο περσικός αυτός όρος, πέρασε στα ιερά βιβλία του ιουδαϊσμού και μεταφράστηκε από τους «εβδομήκοντα» στα ελληνικά με τον όρο του Ξενοφώντα. Ακολουθώντας την ίδια πορεία, οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ονομάζουν παράδεισο τον αιώνιο Οίκο των αγαθών ψυχών και τον περιγράφουν ανάλογα.

Παραιτάκες: ονομάζει ο Αρριανός τους κατοίκους μιας περιοχής μεταξύ Χαμαντάν και Εσφαχάν του σημερινού Ιράν (Χάρτης). Είναι οι Παρειτακηνοί του Ηροδότου, ένα από τα γένη (έθνη) των Μήδων (Βούσες, Παρειτακηνοί, Στρούχατες, Αριζαντοί, Βούδιοι και Μάγοι). Οι Παραιτάκες δεν έχουν σχέση με τους Παρειτάκες, τους οποίους ο Αρριανός τοποθετεί στο σημερινό Τατζικιστάν.

Παρακάλυμμα: το παραπέτασμα, κουρτίνα ή χαλί, που κάλυπτε το άνοιγμα μιας πόρτας.

Παρασάγγης (φαρσάγγ): περσικό μέτρο μήκους, που κατά τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα ισοδυναμούσε με 30 στάδια και ακριβώς 18.000 αττικά πόδια ή 5.546,1 μέτρα. Λογιζόταν ως διάστημα πορείας μίας ώρας ενός ισχυρού ανδρός με κανονικό βηματισμό. Αργότερα το μήκος του ποίκιλλε από 21 έως 60 στάδια.

Παρειτάκες: ονομάζει ο Αρριανός τους κατοίκους του νοτιότερου τμήματος του σημερινού Τατζικιστάν, όπου κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν η Σογδιανή Πέτρα (Χάρτης). Οι Παρειτάκες δεν έχουν σχέση με τους Παρειτακηνούς του Ηροδότου, τους οποίους ο Αρριανός ονομάζει Παραιτάκες και κατοικούσαν στο κεντρικό περίπου Ιράν.

Παρμενίων του Φιλώτα: έμπιστος στρατηγός του Φιλίππου του Β΄, τον οποίο βοήθησε πολύ ως στρατιωτικός και πολιτικός. Το 336 μαζί με τον Άτταλο εστάλη από τον Φίλιππο στην Ασία για να προετοιμάσει την υπό τον Φίλιππο αποβίβαση των δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Ήταν προνοητικός, μετριοπαθής και δεν συμφωνούσε πάντοτε με τις επιλογές του Αλεξάνδρου, ωστόσο έχαιρε γενικής εκτίμησης κι εμπιστοσύνης και ήταν ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός στο επιτελείο του Αλεξάνδρου. Σε όλες τις μάχες ήταν επικεφαλής του αριστερού κέρατος της παράταξης. Το καλοκαίρι του 330 όταν ο Αλέξανδρος προχώρησε πέρα από τις Κάσπιες Πύλες, τον εγκατέστησε στα Εκβάτανα ως ανώτατο διοικητή όλων των κατακτημένων ως τότε εδαφών. Πρακτικά τον τοποθέτησε επίτροπο των ασιατικών εδαφών, όπως είχε τοποθετήσει τον Αντίπατρο επίτροπο των ευρωπαϊκών εδαφών. Μετά την εκτέλεση του γιού του, Φιλώτα, ως συνωμότη το φθινόπωρο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε κι ο Παρμενίων κατά διαταγή του Αλεξάνδρου από τους υφισταμένους του αξιωματικούς, Κλέανδρο, Σιτάλκη και Μενίδα.

Πασαργάδες: ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας των Περσών, της Περσίδος (Πάρσα), και φέρεται να είχε θεμελιωθεί από τον Μέγα Κύρο στο πεδίο της αποφασιστικής μάχης του εναντίον του Αστυάγη. Κατά τον Ηρόδοτο (Α.125) οι Πασαργάδες ήταν περσικό «γένος» (έθνος).

Πάταλα: στη γλώσσα των Ινδών σήμαινε δέλτα και βρισκόταν στην αρχή του δέλτα του Ινδού. Ταυτίζεται με τη σημερινή Χαϋντεραμπάντ του Πακιστάν.

Παυσανίας: νεαρός Μακεδόνας, με τον οποίο ο Φίλιππος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ιλλυρία, ο Άτταλος μέθυσε τον νεαρό και τον παρέδωσε στους οδηγούς των υποζυγίων, για να τον κακοποιήσουν σεξουαλικά. Όταν ο Παυσανίας συνήλθε, ζήτησε δικαίωση από τον Φίλιππο, ο οποίος δεν μπορούσε να τιμωρήσει τον έμπιστο και ικανότατο στρατηγό και μετέπειτα συγγενή του. Έτσι προσέφερε στον Παυσανία πολλές τιμές και τον προήγαγε σε σωματοφύλακα, για να κατευνάσει την οργή του. Επειδή ο Φίλιππος αρνήθηκε να τον δικαιώσει, ο νεαρός οργίσθηκε μαζί του και αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Αφού ο Φίλιππος κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία και αποβίβασε 10.000 στρατό στη Μ. Ασία (337), η περσική διπλωματία στρατολόγησε τον Παυσανία. Στα τέλη του 336 και κατά τις εορτές για το γάμο της Κλεοπάτρας ο Παυσανίας δολοφόνησε τον Φίλιππο στο θέατρο των Αιγών και σφαγιάσθηκε από τον Λεοννάτο, τον Περδίκκα και τον Άτταλο.

Πειθαγόρας: μάντης, αδελφός του εταίρου Απολλόδωρου του Αμφιπολίτη. Λέγεται ότι από τα εντόσθια σφαγίων είχε μαντέψει τον επερχόμενο θάνατο του Ηφαιστίωνα, του Αλεξάνδρου, του Αντίγονου και του Περδίκκα.

Πείθων (ή Πίθων) του Αγήνορα: το 325 πήρε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Μαλλών ως ταξιάρχης και από κοινού με τον Οξυάρτη ορίσθηκε σατράπης της περιοχής από τη συμβολή του Ακεσίνη στον Ινδό ως τα παράλια της Ινδίας. Του ανατέθηκε να συντρίψει την εξέγερση του Μουσικανού και κάθε άλλη αντίσταση καθώς και να αστικοποιήσει την περιοχή ως τα Πάταλα. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) έγινε σατράπης της Μηδίας. Σύμφωνα με τον Αρριανό, ο Κρατερός είχε προειδοποιήσει τον Αλέξανδρο στον Ύφασι για την έντονη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων, τους οποίους είχαν εποικήσει στις άνω (ανατολικές) σατραπείες παρά τη θέλησή τους. Ο Διόδωρος στο ΙΖ΄ βιβλίο λέει ότι μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών (αρχές 325) και πιστεύοντας ότι είχε πεθάνει, αυτοί οι μισθοφόροι άρχισαν την κάθοδό τους προς τη θάλασσα. Σύμφωνα με τον Κούρτιο η εξέγερση έγινε στα Βάκτρα και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες οι Έλληνες μισθοφόροι τελικά επέστρεψαν στην Ελλάδα. Στο ΙΗ΄ βιβλίο ο Διόδωρος αναιρεί την προηγούμενη εκδοχή του και λέει ότι οι μισθοφόροι ξεσηκώθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) κι ότι ο Περδίκκας εναντίον των πάνω από 20.000 πεζών και 3.000 εμπειροπόλεμων μισθοφόρων έστειλε τον Πίθωνα επικεφαλής 3.000 πεζών και 800 ιππέων Μακεδόνων και 10.000 πεζών και 8.000 ιππέων βαρβάρων. Ο Πίθων ήθελε να τους προσεταιριστεί, για να τον βοηθήσουν στα πολιτικά του σχέδια, και ήλθε σε συνεννόηση μαζί τους, αλλά οι άντρες του τον αγνόησαν και εκτελώντας τις διαταγές του Περδίκκα εξόντωσαν τους μισθοφόρους, εκτός ίσως από τις 3.000, που ήρθαν εξαρχής σε συνεννόηση με τον Πίθωνα και υποχώρησαν την κρίσιμη στιγμή, οδηγώντας σε κατάρρευση τη φάλαγγα των μισθοφόρων. Το 321 ο Πείθων πρωτοστάτησε στη δολοφονία του Περδίκκα και στη συμφιλίωση με τον Πτολεμαίο. Στη συνέχεια ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν» από κοινού με τον Αρριδαίο, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα ο Αντίπατρος ανέλαβε επίτροπος των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄) και ο Πείθων επέστρεψε στη σατραπεία του.

Πείθων του Κρατεύα: καταγόταν από τις Αλκομενές της Εορδαίας, ήταν τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη (326) και ένας από τους βασιλικους σωματοφύλακες (325). Την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου (323) συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από το ναό του Σαράπιδος στη Βαβυλώνα.

Πευκαλαΐτις: στα ελληνικά Πευκαλαΐτις ή Πευκελαώτις, στα ινδικά Πουκχάλα ή Πουκχαλαβάτι = πόλη του λωτού. Ήταν η πρωτεύουσα της Πευκελαώτιδος, περιοχής των Ασσακηνών.

Περδίκκας του Ορόντη: ένας από τους σημαντικότερους, πιό φιλόδοξους και πλησιέστερους στον Αλέξανδρο ευγενείς. Ανήκε στο μακεδονικό έθνος των Ορεστών, και ήταν βασιλικός σωματοφύλακας. Καταδίωξε τον Παυσανία μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και τον σκότωσε (336). Πήρε μέρος σε όλες ανεξαιρέτως τις μάχες και πολιορκίες, ήδη από τη βαλκανική εκστρατεία (335), άλλοτε ως ταξιάρχης και άλλοτε ως ιππάρχης. Κατά την πολιορκία της Θήβας ήταν στρατοπεδάρχης και με δική του πρωτοβουλία επιτέθηκε κατά των Θηβαίων επικεφαλής της τάξης του, αποκρούσθηκε και τραυματίσθηκε βαριά. Το 328 διοικούσε ένα από τα πέντε σώματα στρατού, που σάρωσαν τη Σογδιανή και κατέπνιξαν την επανάσταση. Κάποια στιγμή (μάλλον πριν την εισβολή στην Ινδία την άνοιξη του 327) πρέπει να αντικατέστησε τον Κλείτο στη διοίκηση της ιππαρχίας. Το 326 ήταν τριήραρχος στο στόλο του Υδάσπη, το 324 μετέφερε από τα Εκβάτανα στη Βαβυλώνα το σώμα του νεκρού Ηφαιστίωνα και το 323 λέγεται ότι ο Αλέξανδρος του εμπιστεύθηκε το δακτυλίδι του λίγο πριν ξεψυχήσει. Στη συνέχεια ο Περδίκκας ορίσθηκε επίτροπος των βασιλέων (του Αρριδαίου και του Αλεξάνδρου Δ΄) και ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη και τη βοήθησε να εξοντώσει τις δύο κόρες του Δαρείου, τη Στάτειρα και τη Δρύπετη. Άρχισε τις διώξεις των ισχυρών εταίρων και στην προσπάθειά του να γίνει Μέγας Βασιλεύς ζήτησε σε γάμο την Κλεοπάτρα, αλλά στο μεταξύ υποχρεώθηκε να παντρευτεί τη Νίκαια, την από μακρού μνηστή του και κόρη του Αντίπατρου, ο οποίος ωστόσο δεν δίστασε να εναντιωθεί στις ηγεμονικές επιδιώξεις του Περδίκκα. Το 321 ο «αιμοδιψής και αυταρχικός» Περδίκκας εκστράτευσε κατά του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο και δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του με πρωτεργάτη τον Πίθωνα.

Πευκέστας του Αλεξάνδρου: υπασπιστής από τη Μίεζα, που μετέφερε την ιερή ασπίδα του Αλεξάνδρου. Αυτήν υποτίθεται ότι ήταν ανάθημα από την εποχή του Τρωικού πολέμου στο ναό της Τρωάδος Αθηνάς, απ’ όπου την πήρε ο Αλέξανδρος (334). Το 325 ο Πευκέστας, ο Λεοννάτος κι ο διμοιρίτης Αβρέας αποκόπηκαν μαζί με τον Αλέξανδρο στην πολιορκούμενη πόλη των Μαλλών και ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα προστάτεψε τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγο αργότερα στην Καρμανία ο Αλέξανδρος τον προήγαγε τιμητικά σε σωματοφύλακα και στις αρχές του 324 τον εγκατέστησε στην Περσέπολη ως διοικητή της Περσίδας. Ο Πευκέστας αποδείχθηκε ένθερμος υποστηρικτής της ανάμιξης των πολιτισμών, φόρεσε μηδική ενδυμασία, έμαθε περσικά και υιοθέτησε όλα τα περσικά έθιμα. Έκτιμώντας όλη την προσφορά του στους εορτασμούς στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι. Κατά την προετοιμασία της εκστρατείας στην Αραβία ο Πευκέστας έφτασε στη Βαβυλώνα επικεφαλής 20.000 Περσών και αρκετών Κοσσαίων και Tαπούρων. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από τον Σάραπι την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου. Διατήρησε τη θέση του στην Περσέπολη και μετά το 321.

Πήχυς: υπήρχε ο ιδιωτικός ή κοινός (24 δάκτυλα ή 0,4624 μ), ο αττικός (0,45625 μ) και ο μακεδονικός (0,325-0,35 μ), αν κι ο τελευταίος δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται από τους σωζόμενους ιστορικούς.

Πίναρος: ο σημερινός ποταμός Παγιάς. Το όνομά του (πιναρός) σημαίνει πλήρης πίνους, δηλαδή γεμάτος βρωμιά.

Πίνδαρος: ο σημαντικότερος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν Θηβαίος, αλλά η φήμη του είχε υπερβεί τα όρια της πόλης κράτους του και εθεωρείτο ο εθνικός ποιητής όλων των Ελλήνων.

Πλέθρο: ισοδυναμούσε με 1/6 του σταδίου, δηλαδή με 30,81 μ.

Πλειάδες: ομάδα αστέρων του αστερισμού του Ταύρου, γνωστή και ως Πούλια. Ανατέλλει την 21η Μαίου και δύει την 10η Οκτωβρίου. Η πορεία της στον ουρανό χρησίμευε από την αρχαιότητα ως το πολύ πρόσφατο παρελθόν ως ρολόι και ημερολόγιο σε ναυτικούς, βοσκούς και γεωργούς.

Πλούταρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.

Πολέμων του Ανδρομένη: πεζέταιρος από τη Τύμφη. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Άτταλος και Σιμμίας, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ως συνωμότης, ο Πολέμων φοβήθηκε μην εμπλακεί κι εκείνος και αυτομόλησε στους εχθρούς. Τα αδέρφια του δικάσθηκαν από την Εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν. Με άδεια από την εκκλησία των Μακεδόνων ο Αμύντας τον αναζήτησε και τον οδήγησε (αθώο κι αυτόν) πίσω στο στρατόπεδο.

Πολέμων του Θηραμένη: το 331 ο Αλέξανδρος τον διόρισε ναύαρχο του Αιγυπτιακού στόλου.

Πολέμων του Μεγακλή: εταίρος από την Πέλλα. Το 331 ο Αλέξανδρος τον διόρισε φρούραρχο των εταίρων στο Πηλούσιο.

Πολύαινος: γεννήθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στη Βιθυνία (ίσως στη Νικομήδεια) και ήταν Μακεδονικής καταγωγής. Ένα από τα λίγα, που γνωρίζουμε για τη ζωή του είναι ότι το 161 μ.Χ. ασκούσε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα στη Ρώμη. Εκμεταλλευόμενος τα προβλήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Αρμενία και τη Συρία καθώς και τη Μακεδονική καταγωγή του συνέγραψε τα Στρατηγήματα και αφιέρωσε άλλα στον Μάρκο Αυρήλιο και άλλα στον Λούκιο Ουήρο σαν βοηθήματα στρατιωτικής τακτικής. Τα Στρατηγήματα αποτελούνται από 8 βιβλία και είναι μία συλλογή αξιοπερίεργων στρατιωτικών τεχνασμάτων, που συνέλεξε ο ρήτορας όχι από εμπειρία ή εξειδικευμένη γνώση, αλλά διαβάζοντας τη διαθέσιμη γραμματεία. Αναπόφευκτα λοιπόν το έργο του είναι περιορισμένης στρατιωτικής αξίας και πολύ κατώτερο των έργων του σχεδόν συγχρόνου και συμπατριώτη του Αρριανού.

Πολυπέρχων του Σιμμία: πεζέταιρος της «παλιάς φρουράς». Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις ως ταξιάρχης από τη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και μετά. Το 328 όταν επαναστάτησε η Σογδιανή και ο Αλέξανδρος έσπευσε να καταπνίξει την εξέγερση, παρέμεινε στα Βάκτρα, για να επιτηρεί την περιοχή. Το 327 και πριν ο Αλέξανδρος εισβάλει στην Ινδία, υπό τις διαταγές του Κρατερού ο Πολυπέρχων πήρε μέρος με την τάξη του στην εκκαθάριση των τελευταίων Παρειτακηνών αντιστασιακών. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας και στη μάχη του Υδάσπη (326) παρέμεινε με την τάξη του στο κεντρικό στρατόπεδο, απέναντι από τις παρατεταγμένες δυνάμεις του Πώρου, για να μπορέσει ο Αλέξανδρος να περάσει το ποτάμι απαρατήρητος. Ήταν ταξιάρχης στην κάθοδο του Υδάσπη και όταν ο Αλέξανδρος έστειλε τον Κρατερό στη Μακεδονία επικεφαλής των απομάχων Μακεδόνων (324) με εντολή να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο στη θέση του επιτρόπου, ο Πολυπέρχων ορίστηκε προληπτικά ως ο δεύτερος τη τάξει και ήταν ο δεύτερος σε ηλικία αξιωματικός, ώστε να αντικαταστήσει τον Κρατερό, αν εκείνος πέθαινε καθ’ οδόν λόγω της κλονισμένης υγείας του. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου τον βρήκε στην Κιλικία υπό τις διαταγές του Κρατερού με αποτέλεσμα να μείνει χωρίς μερίδιο εξουσίας (323). Στη συνέχεια ως υφιστάμενος του Κρατερού πρέπει να πολέμησε στο Λαμιακό πόλεμο υπέρ του Αντιπάτρου. Όταν πέθανε ο Αντίπατρος, όρισε τον Πολυπέρχοντα επίτροπο των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄). Αμέσως άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του ο Κάσσανδρος και στον μεταξύ τους πόλεμο ο Πολυπέρχων, προσέγγισε την Ολυμπιάδα, συμμάχησε με τον Ευμένη και εφηύρε τη θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου. Φέρεται ότι προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Κάσσανδρο και να δολοφόνησε για λογαριασμό του τον Ηρακλή (309), πράξη που του στέρησε την υπόληψη της Κοινής Γνώμης. Αποσύρθηκε στη Λοκρίδα, όπου πέθανε το 303.

Πόντος: απροσδιόριστη προσωποποίηση της ανοιχτής θάλασσας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ήταν γιος της Γης.

Πούς: ισοδυναμούσε με 1/600 του σταδίου, δηλαδή με 0,31 μ.

Πραίσιοι ή Πράσιοι (Πράσυα = ανατολίτες): πρωτεύουσά τους ήταν τα Παλίμβοθρα (η ινδική Παταλιπούτρα, η σημερινή Πάτνα), που ήταν χτισμένα στις όχθες του Γάγγη.

Πρέσβυς: σήμερα ο όρος σημαίνει τον επί κεφαλής μόνιμης διπλωματικής αντιπροσωπείας σε ξένο κράτος. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν μόνιμες διπλωματικές αντιπροσωπείες και πρέσβυς ονομαζόταν ο επίσημος απεσταλμένος, που ήταν εντεταλμένος να διαπραγματευθεί συγκεκριμένο θέμα ή συμφωνία.

Πρωτεσίλαος: γιός του Ίφικλου, βασιλιά της Φυλάκης της Θεσσαλίας. Κατά την απόβαση των Ελλήνων στην Τροία αγνήσε το χρησμό, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Πήδηξε πρώτος από το πλοίο του και αμέσως τον σκότωσε ο Έκτωρ.

Πτολεμαίος Κλαύδιος: Έλληνας γεωγράφος, αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «Μαθηματική Σύναξις» σε 13 βιβλία, όπου περιέχονται παρατηρήσεις, γνώμες και ανακαλύψεις του ιδίου και παλαιοτέρων του. Η «Γεωγραφική Αφήγησις» σε 8 βιβλία ορίζει τη θέση των σημείων της Γης με το γεωγραφική μήκος και πλάτος.

Πτολεμαίος του Λάγου: εταίρος από την Πέλλα και παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Ήταν ανάμεσα σε όσους εξόρισε ο Φίλιππος από τη Μακεδονία (337), μετά το διαπληκτισμό του με τον Αλέξανδρο στο γαμήλιο δείπνο. Το χειμώνα του 334-333 εισέβαλε στη Μεγάλη Φρυγία επικεφαλής 200 ιππέων και μετά πήρε μέρος στις εκκαθαρίσεις των μικρασιατικών παραλίων από τους περσικούς θύλακες αντίστασης. Στη μάχη της Ισσού (333) ήταν ταξιάρχης και πρωταγωνίστησε στην καθυπόταξη των ορεινών Ούξιων (331). Το 329 στη χώρα των Ευεργετών ο Αλέξανδρος τον διόρισε σωματοφύλακα στη θέση του Δημητρίου, που εκτελέσθηκε ως ύποπτος συμμετοχής στη συνομωσία του Φιλώτα. Λίγους μήνες αργότερα συνέλαβε τον Βήσσο και το 328 κατά τον μοιραίο διαπληκτισμό του Κλείτου με τον Αλέξανδρο, βρισκόταν (μάλλον εν υπηρεσία) έξω από την ακρόπολη των Μαρακάνδων. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Κλείτος, όταν τον έδιωξαν από το δείπνο, αλλά ο Πτολεμαίος δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Ο Πτολεμαίος με την ιδιότητα του σωματοφύλακα ήταν ο πρώτος, που πληροφορήθηκε από τον Ευρύλοχο τη συνωμοσία του Ερμόλαου (327) και των άλλων παίδων της βασιλικής ακολουθίας. Το 328 ο Πτολεμαίος διοικούσε ένα από τα πέντε τμήματα της στρατιάς, που σάρωσαν τη Σογδιανή και έπνιξαν την επανάσταση στο αίμα. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Πέτρας του Χοριήνη, στην υποταγή της πρόσω Ινδίας, στην πολιορκία της Αόρνου Πέτρας (327), στη μάχη του Υδάσπη (326) και στην πολιορκία των Σαγγάλων. Κατά την κάθοδο από τον Υδάσπη στη Μεγάλη Θάλασσα ήταν τριήραρχος και διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς. Σύμφωνα με τη δική του εξιστόρηση δεν πήρε μέρος στην πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όπου τραυματίσθηκε σχεδόν θανάσιμα ο Αλέξανδρος (325), διότι «διοικούσε άλλο στρατιωτικό τμήμα και πολεμούσε αλλού, εναντίον άλλων βαρβάρων». Το 324 στις Πασαργάδες ο Αλέξανδρος τον διέταξε να προετοιμάσει τη νεκρική πυρά, για να αυτοπυρποληθεί ο Κάλανος, και λίγο αργότερα στα Σούσα παντρεύτηκε την Αρτακάμα, μία από τις κόρες του Αρτάβαζου. Το 323 διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς στις χειμερινές επιχειρήσεις κατά των Κοσσαίων και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε σατράπης της Αιγύπτου. Αμέσως άρχισε να φέρεται σαν βασιλιάς και δεν αποδέχθηκε τον Περδίκκα ως Μέγα Βασιλέα στη θέση του Αλεξάνδρου. Το 321 ο Περδίκκας επιτέθηκε κατά του Πτολεμαίου και δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του, οι οποίοι συμφιλιώθηκαν μαζί του και του πρότειναν να αναλάβει τη θέση του Περδίκκα, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου διασπάσθηκε σε μικρότερα βασίλεια, ο Πτολεμαίος έγινε και επισήμως πλέον βασιλιάς της Αιγύπτου (306). Σ’ εμάς είναι γνωστός ως Πτολεμαίος Α΄, ενώ σύμφωνα με τη συνήθεια που επικράτησε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν Πτολεμαίο του Λάγου ή Πτολεμαίο Σωτήρα. Η δυναστεία, που ίδρυσε ονομάσθηκε των Λαγιδών από το όνομα του πατέρα του, συνήθως όμως κάνουμε λόγο για την πτολεμαϊκή δυναστεία ή τη δυναστεία των Πτολεμαίων από το δικό του όνομα. Τελευταία μέλη της δυναστείας ήταν ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ και η Κλεοπάτρα. Όσον αφορά στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, η πτολεμαϊκή Αίγυπτος υπήρξε αναμφίβολα ό,τι και η κλασσική Αθήνα.

Πτολεμαίος του Σελεύκου: βασιλικός σωματοφύλακας, που στην αρχή της εκστρατείας ήταν νιόπαντρος και το χειμώνα του 334-333 οδήγησε στη Μακεδονία τους επίσης νιόπαντρους στρατιώτες. Όταν η στρατιά βρισκόταν (333) στο Γόρδιο, επέστρεψε φέρνοντας μαζί του τους αδειούχους νιόπαντρους καθώς και νεοσύλλεκτους. Σκοτώθηκε στη μάχη της Ισσού (333) πολεμώντας γενναία ως ταξιάρχης εναντίον των Ελλήνων μισθοφόρων των Περσών.

Πτολεμαίος του Φιλίππου: στη μάχη του Γρανικού (334) διοικούσε την ίλη του Σωκράτη, την πρώτη, που διατάχθηκε να περάσει τον ποταμό.

Πτολεμαίος: βασιλικός σωματοφύλακας, που σκοτώθηκε στην πολιορκία της Αλικαρνασσού (334).

Πυρός: το αλεύρι από αποφλοιωμένο σιτάρι (Forbes, Studies in ancient technology, vol. III 1955, Leiden, 89: πίνακας 15, πυρός = naked wheat).

Πώρος «ο κακός»: ήταν εχθρός του βασιλιά Πώρου, μάλλον διοικητής κάποιου τμήματος του βασιλείου του Πώρου (δηλαδή της Παουράβας), που είχε αποστατήσει εναντίον του βασιλιά του. Έστειλε πρέσβεις και δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο, όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη στη δυτική όχθη του Υδάσπη. Μετά τη μάχη του Υδάσπη, ο βασιλιάς Πώρος αν και ηττημένος όχι μόνο διατήρησε το θρόνο του, αλλά αύξησε και την επικράτειά του. Έτσι, «ο κακός» Πώρος εγκατέλειψε τα εδάφη του και διέφυγε στα ανατολικά με όσο στρατό του ήταν πιστός.

Πώρος: στα ανατολικά του Υδάσπη (Τζέλουμ) εκτεινόταν το βασίλειο της Παουράβας ή του Πώρου, όπως το κατέγραψαν οι Έλληνες. Το 326 ο Αλέξανδρος φεύγοντας από τα Τάξιλα κάλεσε το βασιλιά Πώρο (όπως Ταξίλης ή Αβισάρης) να παραδοθεί, αλλά εκείνος παρατάχθηκε στον σημαντικότερο πόρο του Υδάσπη με περίπου 30.000 στρατό. Έγινε μάχη, στην οποία ο Αλέξανδρος νίκησε κατά κράτος, όμως διατήρησε στη θέση του τον Πώρο ως (υποτελή πλέον) βασιλιά, επειδή θαύμασε την υπερηφάνεια και την ανδρεία του. Στη συνέχεια ο Πώρος ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία και τον βοήθησε να κατασκευάσει το στόλο, που έπλευσε τον Ύφαση. Ο Πώρος διατήρησε τη χώρα και τον τίτλο του μέχρι το θάνατο του Αλεξάνδρου (323), οπότε δολφονήθηκε κατ’ εντολήν του Ταξίλη και του Εύδαμου, που μοιράστηκαν τη χώρα του.


Ρ

Ραβδούχοι: αξιωματούχοι με διακριτικό του αξιώματός τους τη ράβδο. Στην περίπτωση του Αλεξάνδρου και ειδικά στη φράση του Κλείτου μάλλον πρέπει να αναγνωρίσουμε ένα είδος αστυνομικών, όπως και στην κλασσική Αθήνα.

Ρήτορες: δεν ήταν αυτό, που σήμερα λέμε διανοούμενοι και δεν αντιπροσώπευαν τον κόσμο της διανόησης. Ήταν πρόσωπα με βαρύνουσα πολιτική σκέψη ή σημαντική πολιτική δράση, επικεφαλής ή μέλη πολιτικών κομμάτων, και με τις ικανότητές στους στο χειρισμό του λόγου διαμόρφωναν την Κοινή Γνώμη και επιρρέαζαν την κρίση της Βουλής, τόσο από το προσκήνιο όσο και από το παρασκήνιο.

Ροισάκης: Πέρσης αξιωματικός. Στη μάχη του Γρανικού (334) κατάφερε με την κοπίδα του ισχυρό πλήγμα στο κράνος του Αλεξάνδρου, το οποίο έσπασε στα δύο, χωρίς εκείνος να τραυματισθεί σοβαρά. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος διατρύπησε με το δόρυ του το θώρακα του Ροισάκη στο ύψος του στέρνου και τον σκότωσε.

Ρωξάνη (Ροσάνακ = μικρό αστέρι): Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος κατέλαβε το τελευταίο ανθιστάμενο οχυρό της Σογδιανής, τη Σογδιανή Πέτρα. Κατά τον Αρριανό, ανάμεσα στους αιχμαλώτους της Σογδιανής Πέτρας ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης με τη γυναίκα και τις κόρες του. Μία από αυτές, η Ρωξάνη, «λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά μετά από τη γυναίκα του Δαρείου». Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αλέξανδρος γνώρισε τη Ρωξάνη σε κάποια οινοποσία με χορό, χωρίς να προσδιορίζει τόπο και χρόνο. Κατά τον Κούρτιο, μετά την κατάληψη της Πέτρας του Χοριήνη (άνοιξη του 327), όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη χώρα του Οξυάρτη, εκείνος παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον διατήρησε στη θέση του. Στη συνέχεια ο Οξυάρτης παρέθεσε στον Αλέξανδρο πολυτελές συμπόσιο, στο οποίο για τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων έφερε 30 νεαρές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Ρωξάνη. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω της, «διότι διέθετε αξιοπρεπή εμφάνιση, σπάνια στους βαρβάρους και αξιόλογη φυσική ομορφιά, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη των δύο ανύπαντρων κορών του Δαρείου». Εν ολίγοις όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί αποδίδουν σε έρωτα με την πρώτη ματιά την απόφαση του Αλεξάνδρου να παντρευτεί την πανέμορφη Ρωξάνη, ωστόσο με μία προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα και οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την απόφαση του Αλεξάνδρου, δεν έχουν παραποιηθεί από την εξωραϊστική παρουσίαση. Οι Έλληνες ιστορικοί επαινούν τον Αλέξανδρο για την απόφασή του να παντρευτεί τη Ρωξάνη, ενώ μπορούσε να την κάνει παλλακίδα του, όμως το λακωνικό σχόλιο του Αρριανού «περισσότερο [τον] επαινώ παρά τον μέμφομαι» δείχνει ότι περί τους πέντε αιώνες αργότερα ο γάμος του Αλεξάνδρου με μία βάρβαρη εξακολουθούσε να είναι δύσπεπτος στον κόσμο των Ελλήνων. Ο Κούρτιος αποδίδει την απόφαση για το γάμο σε χαλάρωση της αρχικής του αυτοσυγκράτησης λόγω των επιτυχιών του και λέει ότι οι Μακεδόνες δεν επικροτούσαν ούτε την απόφασή του να την παντρευτεί και να δώσει διάδοχο στον Οίκο των Αργεαδών έναν μιξοβάρβαρο, ούτε και το ότι επέλεξε τη σύζυγο του ανάμεσα από αιχμάλωτες νεανίδες διασκέδασης. Το πραγματικό κίνητρο γι’ αυτόν τον γάμο, όπως δηλώνεται και από τις αρχαίες πηγές, ήταν η απόφαση του Αλεξάνδρου να προσφέρει πρόσβαση στην ανώτατη διοίκηση της αυτοκρατορίας σε έναν αριθμό τοπικών αξιωματούχων και να συμφιλιώσει με την εξουσία του τους πολεμοχαρείς Σογδιανούς. Διότι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ο γάμος με τη Ρωξάνη «φάνηκε ότι δεν ήταν ανάρμοστος έτσι όπως είχαν τα πράγματα». Και τα πράγματα δεν είχαν καθόλου καλώς! Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τις πλουσιότερες χώρες, είχε υποτάξει όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς του τότε γνωστού κόσμου και από την έναρξη της εκστρατείας το 334 κανείς δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την προέλασή του. Ως το καλοκαίρι του 329, που πέρασε τον Ώξο για να εισβάλει από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Εκεί οι ημινομάδες κάτοικοι τον είχαν υποχρεώσει να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή κινητοποίηση, άλλοτε εν συνόλω και άλλοτε χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα κρούσης. Η Σογδιανή θύμιζε τη Λερναία Ύδρα και μόλις υποτασσόταν μία πόλη, επαναστατούσε ένα φρούριο. Απελπισία και οργή πρέπει να αισθανόταν ο Αλέξανδρος στη σκέψη ότι οι Σογδιανοί ήταν πιθανό να τον υποβάλουν στην ταπείνωση, που υπέβαλαν οι Σκύθες τον Δαρείο Α΄, ή (σε σύγχρονους όρους) να πάθει ό,τι οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπροστά στον κίνδυνο μίας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής, από την οποία θα έβγαινε χαμένος ανεξάρτητα από την έκβασή της, αναζήτησε εσπευσμένα μία διπλωματική διέξοδο. Το πόσο εσπευσμένη ήταν η διέξοδος αυτή φαίνεται απ’ το ότι ο Οξυάρτης ήταν κάποιος τοπικός ηγεμόνας, όχι ο σημαντικότερος και κατά τον Αρριανό δεν δήλωσε υποταγή ούτε καν μετά τη σύλληψή του. Υποτάχθηκε μόνο μετά το γάμο του Βασιλιά της Ασίας με την κόρη του. Μέσω του γάμου της Ρωξάνης με τον Αλέξανδρο ο Οξυάρτης και οι Σογδιανοί γενικά αναβάθμιζαν τη θέση τους στη διοίκηση πρωτίστως της χώρας τους και δευτερευόντως της αυτοκρατορίας. Τελικά, φαίνεται ότι ήταν επιτυχής η επιλογή του Αλεξάνδρου, αφού μετά το γάμο η Σογδιανή δεν του προκάλεσε άλλα προβλήματα. Τον Ιούνιο του 323 κατά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Ρωξάνη βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ήταν έγκυος 6 ή 8 μηνών και οι Μακεδόνες αποφάσισαν το τυχόν άρρεν τέκνο της να οριστεί συμβασιλέας με τον Αρριδαίο, ενώ ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Στη συνέχεια ο Περδίκκας επιδιώκοντας τη στενότερη δυνατή επαφή με το θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας, προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη, που δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την κόρη του Δαρείου εξίσου χήρα και δυνητικά έγκυο από τον Αλέξανδρο. Για να εξαλείψει λοιπόν κάθε απαίτηση της οικογένειας των Αχαιμενιδών, με τη συνέργεια του Περδίκκα μεθόδευσε την εξόντωση της Στάτειρας και της αδελφής της, χήρας του Ηφαιστίωνα. Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) η θέση της Ρωξάνης και του περίπου δύο ετών Αλεξάνδρου Δ΄ υποβαθμίσθηκε, όταν ο Πείθων και ο Αρριδαίος ανέλαβαν από κοινού την «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Αντίπατρος ανέλαβε επίτροπος των βασιλέων και τους οδήγησε στη Μακεδονία μαζί με τη Ρωξάνη και την Ευρυδίκη. Το 311 ο Κάσσανδρος πέτυχε τη δολοφονία της Ρωξάνης και του γιού της.


Σ

Σάκες: ο Αρριανός τους θεωρούσε φυλή των Σκυθών της Ασίας. Στην πραγματικότητα Σάκα ονόμαζαν οι Πέρσες τον λαό, που οι Έλληνες ονόμαζαν Σκύθες. Οι Σάκες ήταν σύμμαχοι και όχι υπήκοοι του Δαρείου. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα κατέλαβαν το τμήμα της σημερινής Περσίας, που στην αρχαιότητα λεγόταν γή των Ευεργετών ή Αριασπών και που έκτοτε ονομάσθηκε χώρα των Σκυθών, δηλαδή Σακα-στάν, σε ελληνική απόδοση Σακαστηνή και στην τοπική γλώσσα Σεϊστάν (Αρριανός Γ.8. & Ηρόδοτος, Ζ.64).

Σάραπις: στο χαλδαϊκό πάνθεο ο Έα ήταν ο θεός των υδάτων του αρχικού ωκεανού και από τον τίτλο του Σαρ-Απσί (=βασιλιάς του ωκεανού) προήλθε το εξελληνισμένο όνομα Σάραπις ή Σέραπις. Τον νέο αυτό θεό ο Αλέξανδρος τον προόριζε για ανώτατο θεό της αυτοκρατορίας του. Δεν ήταν δυνατόν, ενώ το κέντρο του κράτους του βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ο ανώτατος θεός (Άμμων) να προέρχεται από την Αίγυπτο. Επειδή μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η επικράτεια του Σαράπιδος βρισκόταν στο βασίλειο του Σέλευκου, ο Πτολεμαίος ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ένα ναό του νέου κοσμοπολίτη ανώτατου θεού, το Σεραπείο, ώστε να ενισχύσει το διεθνές κύρος του δικού του βασιλείου. Στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο ο Σάραπις ταυτίσθηκε με τον τοπικό θεό Οσίραπι, που ήταν ο καλός θεός των νεκρών, αν και δεν είχε καμία σχέση μαζί του. Οσίραπις (Όσιρις-Άπις) ονομαζόταν ο ιερός βούς Άπις, όταν πέθαινε και η μούμια του τοποθετούνταν σε έναν ναό στη Σακκάρα, ο οποίος επί Πτολεμαίων ονομάσθηκε επίσης Σεραπείο. Η ελληνοπρεπής μορφή του νέου παγκόσμιου θεού δημιουργήθηκε με το άγαλμα, που κατασκεύασε ο Βρύαξις (355-300) για το ναό στη Ρακώτιδα της Αλεξάνδρειας, απ’ όπου η λατρεία του διαδόθηκε σε όλο το γνωστό κόσμο, ακόμη και στην ίδια την Ελλάδα.

Σατιβαρζάνης: σατράπης των Αρείων. Πήρε μέρος στη μάχη των Γαυγαμήλων (331), ακολούθησε το Δαρείο στη φυγή του και συνέπραξε στο πραξικόπημα του Βήσσου. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, μαζί με τον Βαρσαέντη τραυμάτισε θανάσιμα τον Δαρείο και με 600 ιππείς κατέφυγε στη σατραπεία του. Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στη Σουσία, ο Σατιβαρζάνης τον περίμενε και του δήλωσε υποταγή. Ο Αλέξανδρος, που βιαζόνταν να φτάσει τον Βήσσο, τον πίστεψε, τον διατήρησε στη θέση του σατράπη και του έφησε ως φρουρά μόνο 40 ιππακοντιστές υπό τον εταίρο Ανάξιππο. Ο Σατιβαρζάνης σκότωσε τη μακεδονική φρουρά και οχυρώθηκε στην πρωτεύουσά του, τα Αρτακόανα (Χεράτ), επειδή ήταν αποφασισμένος να συνεργασθεί με το Βήσσο και να αντισταθεί. Έδρασε όμως πριν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του κι έτσι, όταν έμαθε ότι ο Αλέξανδρος κινείται ταχέως εναντίον του, τράπηκε σε φυγή. Το 329, όταν επαναστάτησαν και πάλι οι Άρειοι, ο Σατιβαρζάνης έσπευσε σε ενίσχυσή τους με 2.000 ιππείς, που του έδωσε ο Βήσσος. Συγκρούσθηκε με τις δυνάμεις του Εριγύιου και του Κάρανου και σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον Εριγύιο.

Σατράπης: Ο Δαρείος Α΄ ήταν ο ιθύνων νους της διοικητικής και φορολογικής αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας, την οποία διαίρεσε σε 20 διοικητικές περιφέρειες, τις σατραπείες. Ο διοικητής τους, ο σατράπης (χσαθρά παουάν), είχε εξουσίες αντιβασιλέως, αλλά υπήρχαν και στελέχη υπαγόμενα απευθείας στο Μεγάλο Βασιλέα, όπως οι γραμματείς της σατραπείας (Ηρόδοτος Γ.128), μέσω των οποίων επετηρείτο ο σατράπης. Δηλαδή, οι σατραπείες έμοιαζαν κάπως με τα επιμέρους κρατίδια των Ομοσπόνδων Δημοκρατιών ή με τις πολιτείες των Η.Π.Α. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο όρος χρησιμοποιείται με πολύ ευρύτερη έννοια. Έτσι, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι η Περσίς ποτέ δεν απετέλεσε σατραπεία, γίνεται λόγος για σατράπη της Περσίδας, εννοώντας στην πραγματικότητα κάποιο άλλος είδος διοικητού.

Σάτυροι (στη δωρική διάλεκτο Τίτυροι): ήταν προσωποποιήσεις της γονιμότητας της Φύσης και δαίμονες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Κατά τον Ησίοδο γεννήθηκαν μαζί με τις Νύμφες και τους Κουρήτες από πέντε εγγονές του Φορωνέως. Ζούσαν στα δάση και στα βουνά, ήταν εύθυμοι, παιχνιδιάρηδες, ερωτιάρηδες, τους άρεσε η μουσική και ο χορός και αποτελούσαν τη συνήθη συνοδεία του Διονύσου. Στις παλαιότερες παραστάσεις είναι άσχημοι, έχουν κέρατα, αυτιά ζώου και πόδια τράγου, αλλά από τον 4ο αιώνα απεικονίζονται με πολύ πιο ανθρώπινη μορφή και νέοι, σε αντίθεση προς τους Σειληνούς, που απεικονίζονται γέροντες.

Σειληνοί (ή Σιληνοί): αρχικά ήταν δαίμονες του ρέοντος ύδατος, που κάνει γόνιμη μια χώρα, αλλά από τον 5ο αιώνα εμφανίζονται ως αχώριστοι ακόλουθοι του Διονύσου. Στις παλαιότερες απεικονίσεις έχουν αυτιά και ουρά ίππου, ενώ μερικές φορές έχουν και οπλές. Σε μεταγενέστερες απεικονίσεις παριστάνονται ως κοντόχοντροι, κοιλαράδες, τριχωτοί και φαλακροί άντρες στεφανωμένοι με κληματόφυλλα και σταφύλια, που άλλοτε κρατούν θύρσο ή μπαστούνι, άλλοτε είναι ξαπλωμένοι δίπλα σε ασκό με κρασί και άλλοτε πάνω σε όνο, το ιερό τους ζώο. Ο Σειληνός, βασιλιάς της Νύσας στη Λιβύη, γιος κάποιας Νύμφης και του Ερμού ή του Πανός, ήταν παιδαγωγός, δάσκαλος και οπαδός του Διονύσου. Στις νεότερες παραστάσεις απεικονίζεται σαν ώριμος και γεροδεμένος άντρας.

Σέλευκος του Αντιόχου: εταίρος, που αργότερα έγινε βασιλιάς και ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών με τα προσωνύμια Νικάτωρ (νικητής) και Σωτήρας. Το 326 στη μάχη του Υδάσπη διοικούσε τους υπασπιστές και το 324 στον ομαδικό γάμο στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με την κόρη του Βάκτριου Σπιταμένη. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ρώτησε τον Σάραπι αν έπρεπε να μεταφέρουν στο ναό του τον ετοιμοθάνατο Αλέξανδρο. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου αρχικά συντάχθηκε με τον Περδίκκα, αλλά τελικά πήρε μέρος στην εναντίον του συνωμοσία. Συγκρότησε το μεγαλύτερο από τα τέσσερα βασίλεια των Διαδόχων, με έκταση από τη Μικρά Ασία και τη Συρία ως τη Σογδιανή και την Ινδία.

Σεμίραμις: εξελληνισμένος τύπος του ασσυριακού ονόματος Σαμμουραμάτ. Ο δημιουργικός ιστοριογράφος Κτησίας την αναγόρευσε σε βασίλισσα και της απέδωσε επιτεύγματα ανάλογα του μεταγενέστερου Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό άλλοι ιστορικοί (σύγχρονοι και μεταγενέστεροι του Αλεξάνδρου) έσπευσαν να διαπιστώσουν άμιλλα του Μακεδόνα βασιλιά προς τη Σεμιράμιδα. Ωστόσο από τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται ότι η Σεμίραμις απλώς ανήκε στην Αυλή του Ασσύριου βασιλιά Σεμσί-Αντάντ και μάλλον είχε εξαιρετική επιρροή.

Σίλφιο: Τα κυριότερα είδη σιλφίου των αρχαίων φύονταν στην Κυρηναϊκή και ήσαν η θαψία η κομμιοφόρος και η θαψία το σίλφιον. Η καλλιέργειά του ήταν δυνατή μόνο στην Κυρηναϊκή, η οποία αποκόμιζε μεγάλα μονοπωλιακά κέρδη. Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα στα φαγητά, ενώ στη ιατρική θεωρούνταν πανάκεια. Το σίλφιον το μηδικόν (ή άση η δύσοσμος) ήταν δύσοσμο, αλλά είχε κι αυτό φαρμακευτικές ιδιότητες.

Σιμμίας του Ανδρομένη: πεζέταιρος από την Τύμφη, το κρατίδιο της Άνω Μακεδονίας. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν ταξιάρχης στο κέρας του Παρμενίωνα. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Άτταλος και Πολέμων, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ως συνωμότης, τα τρία αδέρφια εκτός από τον Πολέμωνα, που πρόλαβε να αυτομολήσει στους εχθρούς, δικάσθηκαν από την εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν.

Σισίγγαμβρις (ή Σισύγγαμβρις): η μητέρα του Δαρείου. Ακολούθησε το γιό της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) αιχμαλωτίσθηκε μαζί με την κόρη και τις εγγονές της, Στάτειρα ή Βαρσίνη, Δρύπετι καθώς και το μικρότερο εγγονό της. Στη θρυλούμενη συνάντησή της με τον Αλέξανδρο προσκύνησε αντ’ εκείνου τον Ηφαιστίωνα, που είχε πιό βασιλικό παράστημα. Λέγεται ότι η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου προς αυτήν και όλη την αιχμάλωτη οικογένειά της την έκανε να αγαπήσει πάρα πολύ τον Αλέξανδρο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων, όταν οι Πέρσες διέσπασαν τις μακεδονικές γραμμές και απελευθέρωσαν πολλούς αιχμαλώτους, η Σισίγγαμβρις αρνήθηκε να τους ακολουθήσει (331). Δύο μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα (331). Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να δεχθεί τροφή και πέθανε πέντε μέρες αργότερα (323).

Σιτάλκης: Θράκας, διοικητής των ομοεθνών του ψιλών (ακοντιστών και τοξοτών). Αναφέρεται για πρώτη φορά στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Πισιδίας (334) και παρατασσόταν πάντοτε στο αριστερό κέρας υπό τις διαταγές του Παρμενίωνα. Συμμετέσχε στη φρούρηση των Άνω Αμανικών Πυλών, στη μάχη της Ισσού (333) και των Γαυγαμήλων (331). Το καλοκαίρι του 330 εγκαταστάθηκε στη Μηδία ως υφιστάμενος του Παρμενίωνα και το ίδιο φθινόπωρο μαζί με τον Κλέανδρο και τον Μενίδα δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου. Το 324 κρίθηκε ένοχος σύλησης ιερών, τυμβωρυχιών, πολλών ατασθαλιών και εκτελέσθηκε.

Σκούντρα: ονόμαζαν οι Πέρσες την ευρωπαϊκή τους σατραπεία, ίσως από τη μακεδονική πόλη Σκύδρα.

Σκύλαξ ο Καρυανδεύς: Έλληνας από τα Καρύανδα της Καρίας, αξιωματούχος στην περσική Αυλή. Κατ’ εντολή του Δαρείου Α΄ (522-486) ξεκίνησε από την πόλη Κασπάτυρο της Πακτυϊκής (Πάκτυα του σημερινού Αφγανιστάν) και κατέπλευσε τον Ινδό μέχρι τις εκβολές του. Ο Δαρείος ήθελε να μάθει πού εκβάλλει ο Ινδός, ο μόνος ποταμός της Ασίας, που είχε κροκοδείλους. Όταν βγήκαν στη θάλασσα περιέπλευσε τη νότια ακτή του Ιράν, την Αραβική Χερσόνησο και έφτασε ως το λιμάνι του Σουέζ, απ’ όπου παλαιότερα ο φαραώ της Αιγύπτου είχε στείλει τους Φοίνικες να περιπλεύσουν τη Λιβύη. Το ταξίδι κράτησε 30 μήνες, στη συνέχεια ο Δαρείος υπέταξε τους Ινδούς και χρησιμοποιούσε αυτό το δρομολόγιο. Τα των εξερευνήσεών του ο Σκύλαξ κατέγραψε στον «Περίπλου» (Ηρόδοτος Δ.44). Το έργο του Σκύλακα αναφέρει και ο Αριστοτέλης με τον τίτλο «Γης Περίοδος» και «Περί Ινδιών».

Σκυλεύω: αφαιρώ τα σκύλα, δηλαδή τα όπλα του νεκρού εχθρού. Ήταν πανάρχαιο ελληνικό έθιμο, που αναφέρεται συχνά στην Ιλιάδα και απεικονίζεται σε πολλές παραστάσεις.

Σκυτάλη: ήταν σύστημα επίσημης μυστικής αλληλογραφίας των αρχαίων Ελλήνων. Κατασκεύαζαν ράβδους, που είχαν ακριβώς το ίδιο μήκος και πάχος καθώς και λοξή σπειροειδή εγκοπή ιδίου βήματος (απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών σπειρών) από τη μία άκρη ως την άλλη. Τα πρόσωπα, που ήθελαν να διατηρούν απόρρητη την αλληλογραφία τους, έπαιρναν από μία τέτοια ράβδο. Ο αποστολέας τύλιγε στο ελικοειδές σχέδιο της ράβδου του μία δερμάτινη λωρίδα, πάνω στην οποία έγραφε το μήνυμα. Στη συνέχεια ξετύλιγε τη δερμάτινη λωρίδα και την παρέδιδε σε έμπιστο πρόσωπο, για να τη μεταφέρει στον παραλήπτη. Η δερμάτινη λωρίδα, όταν ήταν ξετυλιγμένη και τεντωμένη, εμφάνιζε μία σειρά από λοξά γράμματα χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους και για να γίνει αντιληπτό το μήνυμα, η λωρίδα έπρεπε να τυλιχθεί σε ράβδο με ίδιο μήκος, ίδιο πάχος, ίδια κλίση εγκοπών και ίδιο βήμα.

Σκύφος: είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων.

Σμύρνα: ή μύρρα ή μύρο. Είναι κομμιορητήνη, που εκκρίνεται από τους βλαστούς της μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων ειδών, των βουρσεροειδών. Είναι η αρχαιότερη γνωστή ρητίνη και υπάρχουν δύο ποικιλίες, στην Αραβία το γκουμπάν και την Αιθιοπία το όρο. Διαλύεται εύκολα στο νερό και στο οινόπνευμα και το χρησιμοποιούσαν στην ιατρική, την αρωματοποιία και ως θυμίαμα. Η αξία της φαίνεται από το παρακάτω περιστατικό μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Λεωνίδα (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 25.7-8). Κάποτε, προφανώς όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην προεφηβική ηλικία, έρριξε στο θυσιαστήριο όλο το θυμίαμα, που είχε πιάσει και με τα δύο του χέρια. Τότε ο Λεωνίδας τον επέπληξε λέγοντας «Αλέξανδρε, να θυμιατίζεις τόσο πλούσια, όταν καταλάβεις κάποια αρωματοφόρα χώρα. Ως τότε να κάνεις οικονομία σ’ αυτά που έχεις». Πολλά χρόνια αργότερα, σε κάποια φάση της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος έστειλε στον παλιό παιδαγωγό του 500 τάλαντα (13,3 τόνους) λιβάνι και 100 τάλαντα (2,66 τόνους) σμύρνα, γράφοντάς του «Σου στείλαμε άφθονο λιβάνι και σμύρνα, ώστε να πάψεις να μιλάς για οικονομία σχετικά με τους θεούς». Το μύρο επί πολλούς αιώνες εθεωρείτο δώρο αντάξιο για βασιλείς, και γι’ αυτό οι τρεις Μάγοι προσέφεραν στον νεογέννητο Ιησού χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.

Σόλοι: όνομα δύο ελληνικών πόλεων της Καρίας και της Κύπρου αντίστοιχα. Οι κάτοικοι των Σόλων της Καρίας μιλούσαν μία τόσο παρεφθαρμένη διάλεκτο, που έχει μείνει παροιμιώδης: ο όρος σολοικισμός σημαίνει την ασύντακτη ομιλία.

Σπιθριδάτης: σατράπης της Λυδίας και της Ιωνίας. Πρωταγωνίστησε στη μάχη του Γρανικού (334) και αμέσως μόλις ο Ροισάκης έσπασε το κράνος του Αλεξάνδρου, ο Σπιθριδάτης επιτέθηκε από τα νώτα στον Αλέξανδρο με υψωμένη την κοπίδα του. Ο Κλείτος του Δρωπίδη πρόλαβε και με πλήγμα της δικής του κοπίδας σκότωσε το Σπιθριδάτη κόβοντας το βραχίονά του από το ύψος του ώμου.

Σπιταμένης: Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής των Σόγδιων ιππέων. Μετά το πραξικόπημα κατά του Δαρείου (330) ακολούθησε τον Βήσσο, ηγούμενος των Σογδιανών ιππέων, αλλά τελικά τον παρέδωσε (329) στον Αλέξανδρο, εναντίον του οποίου ωστόσο οργάνωσε σοβαρότατο ανταρτικό κίνημα. Λίγους μήνες αργότερα πολιόρκησε στην ακρόπολη των Μαρακάνδων τη μακεδονική φρουρά και εξόντωσε τη δύναμη υπό τον Ανδρόμαχο, που έστειλε ο Αλέξανδρος εναντίον του. Πολιόρκησε ξανά τα Μαράκανδα και ξανατράπηκε σε φυγή, όταν έφτασαν ενισχύσεις. Την άνοιξη του 328, ενώ ο Αλέξανδρος επιχειρούσε στην επαναστατημένη Σογδιανή, ο Σπιταμένης έκανε επιδρομή στα μετώπισθεν, κατέλαβε ένα φρούριο της Βακτριανής, εξόντωσε τη φρουρά του και πολιόρκησε τα Βάκτρα. Καταδιώχθηκε και κατέφυγε ξανά στην έρημο, γύρω από την οποία ο Κοίνος τοποθέτησε φρουρές, για να περιορίσει τις κινήσεις του. Βλέποντας το αδιέξοδο, έπεισε και πάλι τους Σκύθες να τον ακολουθήσουν και επιτέθηκε στους Μακεδόνες. Ηττήθηκαν και κατέφυγαν ξανά στην έρημο. Οι Μασσαγέτες όμως μαθαίνοντας ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπαίνει στην έρημο και κινείται αποφασιστικά εναντίον τους, τον σκότωσαν και του έστειλαν το κεφάλι του, για να αποφύγουν συνέπειες.

Σπονδή: ήταν η προσφορά στους θεούς ποτού, κυρίως οίνου, τον οποίο έχυναν πριν πιουν από το ποτήρι, για να αγιασθή το ποτό.

Στάδιον: το θεμελιώδες μέτρο μήκους των αρχαίων Ελλήνων. Οι Δωριείς το έλεγαν «σπάδιον». Ισοδυναμεί με 6 πλέθρα ή με 600 πόδια ή με 100 οργυές. 1 στάδιο = 6 πλέθρα = 600 πόδια = 100 οργυές = 9.600 δάκτυλοι = 184,87 μ

Σταθμός: ονομαζόταν η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών σημείων στάθμευσης στρατεύματος. Δεν ήταν σταθερή, αλλά ποίκιλλε κι εξαρτιώταν κυρίως από τη μορφολογία του εδάφους.

Στασάνωρ: εταίρος. Το 329 ο Αλέξανδρος τον έστειλε να συλλάβει τον Αρσάκη, ως τότε σατράπη της Αρείας και ύποπτο στάσης, με διαταγή να πάρει τη θέση του. Το χειμώνα του ιδίου έτους οδήγησε στα Βάκτρα ενώπιον του Αλεξάνδρου τον Αρσάκη και άλλους συνεργάτες του Βήσσου. Το 328 πήρε μέρος στην κατάπνιξη της επανάστασης των Σογδιανών και το χειμώνα του ιδίου έτους ο Αλέξανδρος προσέθεσε στην εξουσία του και τη Δραγγιανή. Το 325 οδήγησε πολλά υποζύγια στην Καρμανία, για να αντικαταστήσει ο Αλέξανδρος, όσα είχε χάσει κατά τη διέλευση της ερήμου της Γεδρωσίας.

Στάτειρα: έτσι λεγόταν η μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου κατά τους Διόδωρο, Ιουστίνο και Πλούταρχο, ενώ κατά τον Αρριανό ονομαζόταν Βαρσίνη. Ακολούθησε τον πατέρα της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) αιχμαλωτίσθηκε μαζί με τη μητέρα, τη γιαγιά τη μικρότερη αδελφή και τον αδελφό της. Ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα με διαταγή να διδαχθεί την ελληνικήν διάλεκτον (331). Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στα Σούσα (324) μετά την εκστρατεία στην Ινδία την παντρεύτηκε σύμφωνα με το έθιμο των Περσών βασιλέων ως δεύτερη σύζυγο, αφού ήδη είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Στάτειρα ή Βαρσίνη και η μικρότερη αδελφή της δολοφονήθηκαν από τη Ρωξάνη (323).

Στάτειρα: κατά τον Πλούταρχο έτσι ονομαζόταν η σύζυγος του Δαρείου, που σύμφωνα με το περσικό βασιλικό τυπικό ήταν και αδελφή του. «Λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά» και ότι μόνο η Ρωξάνη την ξεπερνούσε σε ομορφιά. Είχε ακολουθήσει το σύζυγό της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) συνελήφθη μαζί με τη μητέρα, το μικρότερο γιό, τη μεγαλύτερη κόρη και τη Δρύπετι. Όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι ο Αλέξανδρος τη σεβάσθηκε απόλυτα και ότι δεν συνήψε ερωτικές σχέσεις μαζί της, εντούτοις δεν δίνουν απολύτως καμία εξήγηση για το θάνατό της από επιπλοκές εγκυμοσύνης ή κατά τη γέννα το καλοκαίρι του 331, ενάμιση περίπου χρόνο μετά τη σύλληψή της. Ο Αλέξανδρος την έθαψε με βασιλική μεγαλοπρέπεια, εκεί πέθανε (κάπου στην Ασσυρία) κι ενώ κατευθυνόταν προς τα Γαυγάμηλα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ηλικία της, αλλά δεν πρέπει να είχε μεγάλη διαφορά από τον 50χρονο αδελφό της, το Δαρείο.

Στατήρ: για τους αρχαίους Έλληνες ο όρος αρχικά σήμαινε το βάρος, που χρησίμευε για το ζύγισμα, δηλαδή στατήρες ονομάζονταν τα σταθμά, που είχαν βάρος δύο δραχμές (δίδραχμον ή σίκλος). Στη συνέχεια το όνομα επεκτάθηκε και στα νομίσματα και στατήρες ονομάσθηκαν όλα τα αργυρά δίδραχμα, ανεξάρτητα από τον τόπο κοπής τους. Αργότερα το όνομα επεκτάθηκε και στα χρυσά ή από ήλεκτρο (μίγμα χρυσού και αργύρου) δίδραχμα. Οι αθηναϊκοί χρυσοί στατήρες, τις σπάνιες φορές που κόπηκαν, είχαν βάρος 8,60 – 8,72 γραμμάρια και αξία 20 δραχμών. Από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου γενικεύθηκε η χρήση του αττικού συστήματος μέτρων και σταθμών. Ο δαρεικός στατήρ είχε βάρος 9,44 γραμμάρια.

Στεφανίται αγώνες: αγώνες των οποίων το βραβείο ήταν στέφανος σε αντίθεση προς τους χρηματίτες αγώνες, των οποίων το βραβείο ήταν κάποιο χρηματικό ποσόν. Κυριότεροι στεφανίται αγώνες ήταν τα Ολύμπια (Ολυμπιακοί Αγώνες) και τα Πύθια που ετελούντο ανά τετραετία, τα Ίσθμια που ετελούντοι ανά τριετία και τα Νέμεα που ετελούντο ανά διετία.

Στράβων: γεννήθηκε το 67 π.Χ. στην Αμάσεια του Πόντου από επιφανή ελληνική οικογένεια. Ήταν ο κατ’ εξοχήν γεωγράφος της αρχαιότητας, αλλά δεν έγραψε μόνο γεωγραφία. Το πρώτο βιβλίο του, «Ιστορικά Υπομνήματα», αποτελούμενο από 43 ή 47 βιβλία χάθηκε. Το σημαντικότερο έργο του, τα «Γεωγραφικά», σώθηκε σε 17 βιβλία.

Σύριγξ: ήταν ποιμενικό κυρίως μουσικό όργανο, γι’ αυτό εμυθολογείτο ως εφευρέτης του ο θεός Παν. Κατασκευαζόταν με 6 ή 7 καλάμια διαφορετικού μεγέθους, τα οποία συγκολλούσαν μεταξύ τους.


Τ

Τάλαντο: Αρχικά σήμαινε ζυγαριά και κάθε τι, που ζυγιζόταν. Αργότερα ο όρος επεκτάθηκε και σήμαινε συγκεκριμένο βάρος χρυσού ή αργύρου. Έτσι αποτέλεσε την ανώτατη νομισματική μονάδα των αρχαίων Ελλήνων, η οποία ήταν συμβατική και ποτέ δεν κυκλοφόρησε ως νόμισμα. Υπήρχε το συριακό ή πτολεμαϊκό, το αιγυπτιακό, το ροδιακό, το βαβυλωνιακό, το ευβοϊκό, το κορινθιακό ή μέγα αττικό και άλλα κατά τόπους τάλαντα. Το συνηθέστερο ήταν το (απλό) αττικό. Το αττικό (μετά την μεταρρύθμιση του Σόλωνα τον 7ο π.Χ. αιώνα) ισοδυναμούσε με το ευβοϊκό. Αυτό το τάλαντο χρησιμοποιήθηκε και από τον Αλέξανδρο. Το τάλαντο ως νομισματική μονάδα διακρινόταν σε χρυσό, αργυρό και χάλκινο. Όταν δεν προσδιορίζεται μέταλλο, εννοείται το αργυρό, που ισοδυναμούσε με 600 μνες ή 3.000 στατήρες ή 6.000 δραχμές ή 1/10 του χρυσού ταλάντου ή 10 χάλκινα τάλαντα. Ως μονάδα βάρους το τάλαντο αντιστοιχούσε σε 26,6 κιλά.

Τάναϊς: αρχαία ονομασία του ουκρανικού ποταμού Ντον, που εκβάλλει στη λίμνη Μαιώτιδα (Αζοφική Θάλασσα). Αυτός, που συνάντησε ο Αλέξανδρος ήταν ο Ιαξάρτης (Συρ Ντάρυα).

Ταξίλης: Ινδός βασιλιάς της Γανδάρας. Στην πραγματικότητα «Ταξίλης» σημαίνει τον καταγόμενο από τα Τάξιλα και είναι ανάλογο του «Αβισάρης», «Αθηναίος» ή «Μακεδόνας». Την άνοιξη του 327, όταν άρχισε η εκστρατεία κατά των Ινδών, ο Αλέξανδρος έστειλε πρέσβεις στον Ταξίλη και σ’ όλους τους Ινδούς ηγεμόνες της δυτικής όχθης του Ινδού, διατάσσοντάς τους να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. Ο Ταξίλης δέχθηκε, έστειλε 200 τάλαντα, 3.000 βόδια για τις θυσίες, πάνω από 10.000 πρόβατα, περί τους 30 πολεμικούς ελέφαντες, 700 Ινδούς ιππείς και του παρέδωσε επισήμως τα Τάξιλα, που ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου του και η μεγαλύτερη πόλη μεταξύ Ινδού και Υδάσπη (Τζέλαμ). Την άνοιξη του 326 π.Χ. μόλις όλη η στρατιά περαιώθηκε στην ανατολική όχθη του Ινδού, τους συνάντησε ο γιος του βασιλιά Ταξίλη (ο Μώφις ή Ώμφις στα Ελληνικά, Άμβι στα σανσκριτικά). Ο πατέρας του είχε πεθάνει, ο Μώφις τον διαδέχθηκε στο θρόνο και διατήρησε την συμμαχία με τον Αλέξανδρο και την ονομασία Ταξίλης. Στα Τάξιλα ο Μώφις υποδέχθηκε επισήμως τον Αλέξανδρο και οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους. Ο Ταξίλης προσέφερε στους Μακεδόνες χρυσά στέμματα, 80 τάλαντα σε ασημένια νομίσματα, 56 πολεμικούς ελέφαντες, μεγάλο αριθμό εξαιρετικά μεγαλόσωμων προβάτων, 3.000 ταύρους και μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Ο Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ταξίλη 1.000 τάλαντα και όσα εδάφη από τη γειτονική χώρα ζήτησε. Αυτό εξόργισε τους εταίρους, ενώ ο Μελέαγρος σε κάποιο μεθύσι συνεχάρη σαρκαστικά τον Αλέξανδρο, που επιτέλους βρήκε έναν άνθρωπο αξίας 1.000 ταλάντων. Ο Ταξίλης ακολούθησε τον Αλέξανδρο με 5.000 Ινδούς εναντίον του Πώρου, με τον οποίο είχε παλιά έχθρα. Μετά την ήττα του Πώρου (326) ο Αλέξανδρος συμφιλίωσε τους δύο παλιούς εχθρούς και αποδέσμευσε τον Ταξίλη από τη στρατιά. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323), ο Ταξίλης και ο Εύδαμος δολοφόνησαν το Πώρο και μοιράστηκαν τη χώρα του (Διόδωρος 17.86.34-37, Κούρτιος 8.12.5-18, Πλούταρχος Αλέξανδρος 59.1-5).

Ταυλάντιοι: μεγάλο και ισχυρό ιλλυρικό έθνος. Κατοικούσε μεταξύ Επιδάμνου και Δυρραχίου.

Τέμενος: (προέρχεται από το ρήμα τέμνω) μέρος γής περιφραγμένο ή σημειωμένο, που ανήκε σε επίσημο πρόσωπο, αρχηγό ή βασιλιά.

Τέρμινθος: η τερέβινθος, γένος φυτών της οικογενείας των τερεβινθοειδών. Περιλαμβάνει είδη απαντώντα στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι δένδρα ή δενδρύλλια γνωστότερα των οποίων είναι η τερέβινθος η αγρία, ύψους 8 περίπου μέτρων, φύεται σε άγονα ή πετρώδη μέρη. Κατά τον Αριστόβουλο, στον Ινδικό Καύκασο (Χιντού Κους) φύτρωναν μόνο τέρμινθοι και σίλφιο.

Τηθύς: κόρη του Ουρανού και της Γης, σύζυγος του Ωκεανού. Αλληγορικά συμβόλιζε το αρχέγονο υγρό στοιχείο.

Τιάρα: κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της κιδάρεως και της κυρβασίας. Όλοι τη φορούσαν λοξά και μόνο ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να την φοράει όρθια (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις Β.V.23).

Τληπόλεμος του Πειθοφάνη: εταίρος. Το 330 ορίσθηκε επόπτης των Υρκανών και Παρθυαίων. Το 325 και ενώ ο Αλέξανδρος διέσχιζε τη Γεδρωσία, διορίσθηκε σατράπης της ανυπότακτης ακόμη Καρμανίας.

Τρόπαιον: μνημείο θριάμβου, που έστηναν οι αρχαίοι Έλληνες για την τροπή σε φυγή του εχθρού. Αν ο εχθρός δεν αντιδρούσε στο στήσιμο του τροπαίου, ομολογούσε την ήττα του. Μετά το στήσιμό του, το τρόπαιο αφιερωνόταν στον Δία Τροπαίο και ήταν απαραβίαστο. Στην απλούστερη μορφή του αποτελούνταν από ασπίδες, κράνη και άλλα μέρη της πανοπλίας, που κρεμούσαν σε δέντρα ή ξύλινους στύλους, αλλά έχουν διασωθεί και απεικονίσεις τροπαίων σε μάρμαρο και τοιχογραφία.

Τυνδάρεως: μυθικός βασιλιάς της Σπάρτης (πριν την κάθοδο των Δωριέων) και πατέρας του Κάστορα, του Πολυδεύκη, της Κλυταιμνήστρας (που παντρεύτηκε τον Αγαμέμνονα), της Φιλονόης και της Ελένης (που παντρεύτηκε τον Μενέλαο και εξαιτίας της έγινε ο Τρωικός πόλεμος).

Τυρρηνία: έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την Ετρουρία, περίπου τη σημερινή Τοσκάνη της Ιταλίας.


Υ

Υδρία: αγγείο κατά κανόνα πήλινο, όπου συνήθως έβαζαν νερό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε και ως ταφικό σκεύος, όπου τοποθετούσαν τα οστά των αποτεφρωθέντων νεκρών. Σ’ αυτήν την περίπτωση και ανάλογα με την κοινωνική θέση και τον πλούτο του νεκρού, η υδρία μπορούσε να είναι πήλινη, χάλκινη, ασημένια ή χρυσή. Στο δεύτερο βασιλικό τάφο των Αιγών βρέθηκε στην παραπλεύρως εικονιζόμενη ασημένια υδρία η ταφή αγοριού 12-14 ετών (Αλέξανδρος Δ΄).

Ύπαρχος: διοικητής ή άρχων υπαγόμενος στην εξουσία άλλου διοικητού ή άρχοντος.


Φ

Φαρνάβαζος: γιός του Αρτάβαζου και αδελφός της Βαρσίνης, της συζύγου του Μέμνονα του Ρόδιου. Όταν ο Μέμνων πέθανε κατά την πολιορκία της Μυτιλήνης (333), ο Φαρνάβαζος κληρονόμησε προσωρινά την εξουσία του ανώτατου διοικητή των παραλίων της Μεσογείου και των στόλων της, ώσπου λίγο αργότερα ο Δαρείος επικύρωσε την εξουσία του. Μετά το θάνατο του Μέμνονα συνέχισε την πολιορκία της Μυτιλήνης, την οποία τελικά κατέλαβε. Στη συνέχεια κατέλαβε την Τένεδο, την Άνδρο, τη Σίφνο και τρομοκράτησε τις υπόλοιπες Κυκλάδες. Στα τέλη του ιδίου έτους συνάντησε στη Σίφνο τον Σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, στον οποίο έδωσε χρήματα και οδηγίες για τον κοινό πόλεμο κατά του Αλεξάνδρου. Εκεί πληροφορήθηκε την ήττα του Δαρείου στην Ισσό και επέστρεψε εσπευσμένα στη Χίο, για να αποτρέψει εξέγερση των κατοίκων. Όταν ελευθερώθηκε η Χίος, ο Φαρνάβαζος συνελήφθη, αλλά δραπέτευσε στην Κώ κατά την μεταγωγή του στην Αίγυπτο, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος (332).

Φαρνούχης: Λύκιος αξιωματούχος του περσικού κράτους. Φαίνεται ότι υπηρετούσε στη σατραπεία της Βακτρίας και Σογδιανής, διότι μιλούσε σογδιανά και ήταν διερμηνέας. Το 329 ο Αλέξανδρος τον όρισε διοικητή των δυνάμεων του Ανδρόμαχου, του Μενέδημου και του Κάρανου και τον έστειλε εναντίον του Σπιταμένη, που πολιορκούσε τη μακεδονική φρουρά στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. Αγνόησαν στοιχειώδεις κανόνες εμπλοκής και μπήκαν στη χώρα των νομάδων Σκυθών καταδιώκοντας τον Σπιταμένη. Εκείνος, επικεφαλής ξεκούραστων Σκυθών ιππέων αντεπιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των κουρασμένων μακεδονικών δυνάμεων. Βλέποντας τη δυσχερή τους θέση ο Φαρνούχης παραχωρούσε την ηγεσία στους Μακεδόνες αξιωματικούς, που ούτε εκείνοι ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη της διαφαινόμενης αποτυχίας. Μέσα στην ασυνεννοησία και την αποδιοργάνωσή τους, ο Σπιταμένης επιτέθηκε, τους διέσπασε και τους αποδεκάτισε. Από τους 860 ιππείς και 1.500 πεζούς επέζησαν μόνο 40 ιππείς και 300 πεζοί.

Φιάλη: φαρδύ και ρηχό ποτήρι για πόση ή σπονδές.

Φίλιππος του Αμύντα Γ΄: βασιλιάς της Μακεδονίας και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (περισσότερα).

Φίλιππος του Αμύντα: στη μάχη του Γρανικού ήταν ιππάρχης των συμμάχων.

Φίλιππος του Μαχάτα: έλαβε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Πολέμησε στη μάχη του Γρανικού (334) και ως ταξιάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Ανέλαβε φρούραρχος της Πευκελαώτιδας (327) και μετά σατράπης της περιοχής μεταξύ Ινδού και Βακτρίας. Όταν επαναστάτησαν οι Ασσακηνοί, τους υπέταξε ξανά. Συμμετέσχε στην κάθοδο της στρατιάς από τον Υδάσπη ως τη Μεγάλη Θάλασσα (326-325) και ο Αλέξανδρος τον διόρισε σατράπη των Μαλλών και των Οξυδρακών. Το 325 τον δολοφόνησαν οι μισθοφόροι της φρουράς του.

Φίλιππος του Μενελάου: εταίρος. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ιππάρχης των συμμάχων και στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν διοικητής του θεσσαλικού ιππικού. Αργότερα του ανατέθηκε μέρος των μισθοφόρων ιππέων και στην καταδίωξη του Βήσσου (330) διοικούσε επιπλέον τους εθελοντές Θεσσαλούς και τους μισθοφόρους του Ανδρόμαχου.

Φίλιππος: Ακαρνάνας γιατρός, που έσωσε τον Αλέξανδρο στην Ταρσό (333), όταν όλοι οι άλλοι τον θεωρούσαν ετοιμοθάνατο. Ο Παρμενίων ειδοποίησε τον Αλέξανδρο ότι ο Φίλιππος φερόταν να έχει εξαγορασθεί από το Δαρείο για να τον δολοφονήσει με δηλητήριο, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο Αλέξανδρος είχε δύο επιλογές. Αφενός να πεθάνει είτε από την αρρώστεια είτε από το δηλητήριο και αφετέρου να σωθεί. Τελικά, ο Φίλιππος αποδείχθηκε και ικανός και πιστός.

Φιλώτας του Παρμενίωνα: διακρίθηκε για την ανδρεία του ως ιππάρχης των εταίρων. Πήρε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου (335) και συμμετέσχε ως ανώτατος αξιωματικός του ιππικού σε όλες τις μάχες μέχρι τη Δραγγιανή. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν επικεφαλής των εταίρων, των άλλων ιππέων, των τοξοτών και των Αγριάνων. Μετά την κατάληψη της Μιλήτου (334), επικεφαλής του ιππικού και τριών τάξεων πεζών πήγε στη Μυκάλη και ανάγκασε τον Περσικό στόλο να αποσυρθεί στη Σάμο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής του εταιρικού ιππικού. Το καλοκαίρι του 330 στη Δραγγιανή (χάρτης) κατηγορήθηκε για συνομωσία και καταδικάσθηκε σε θάνατο, αν και δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή του.

Φιλώτας: πεζέταιρος. Εμφανίζεται ως ταξιάρχης υπό τον Πτολεμαίο κατά την καταδίωξη του Βήσσου (329). Πήρε μέρος στις επόμενες επιχειρήσεις και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε σατράπης της Κιλικίας (323).

Φόβος: κατά τη μυθολογία, το πολεμικό άρμα του Άρη έσερναν δύο πολύ άγριοι ίπποι, ο Δείμος και ο Φόβος. Αυτοί, όπως φαίνεται καθαρά από τα ονόματά τους, αποτελούν μία και την αυτή έννοια, αν και αναφέρονται ως δύο πρόσωπα. Οι Λακεδαιμόνιοι και άλλοι Έλληνες είχαν χτίσει ναούς προς τιμή του και ορκίζονταν στο άγαλμά του (Ελληνική Μυθολογία, σελ 440).

Φραταφέρνης: σατράπης της Υρκανίας και Παρθυαίας. Πολέμησε στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) επικεφαλής των Υρκανίων, Παρθυαίων και Ταπούρων ιππέων. Το 330 μετά τη δολοφονία του Δαρείου παραδόθηκε στον Αλέξανδρο στη χώρα των Ταπούρων και διατήρησε τη σατραπεία του. Βοήθησε στην υποταγή των Αρείων, που είχαν συμμαχήσει με το Βήσσο, κι έσπευσε να συναντήσει τον Αλέξανδρο με πολλά εφόδια, μόλις βγήκε από τη Γεδρωσία (325). Όταν ο Αλέξανδρος κατέταξε και Πέρσες στο άγημα (324), περιέλαβε και τους γιούς του Φραταφέρνη, τον Σισίνη και τον Φραδασμένη.

Φύλαρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.


Χ

Χαλδαίοι: ήταν λαός, αλλά οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς με τον όρο αυτό εννοούσαν τους Μάγους και τους ιερείς της Βαβυλώνας

Χοίνιξ: μονάδα όγκου στερεών, 1/48 του μεδίμνου ή 1,08 λίτρα.

Χοριήνης: ύπαρχος των Παρειτακών. Αν ο Κούρτιος κι ο Πλούταρχος έχουν δίκιο και το όνομά του ήταν πράγματι Σισιμίθρης, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Αρριανός χρησιμοποιεί τον τίτλο του, όπως ονομάζει Ταξίλη των βασιλιά των Ταξίλων και Αβισάρη τον διοικητή της Αβισάρας.

Χούς: μονάδα όγκου στερεών, 1/12 του μεδίμνου ή 4,32 λίτρα.


Ψ

Ψευδοκαλλισθένης: είναι ο υποτιθέμενος συγγραφέας του «μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου», που ψευδώς αποδίδεται στον Καλλισθένη.

Ψυκτήρ: ήταν σκεύος μέσα στο οποίο κρύωναν το κρασί και είχε χωρητικότητα από 2 έως 6 μετρητές, δηλαδή από 79 έως 237 λίτρα περίπου.


Ω

Ωκεανός: κατά τον Όμηρο ήταν ο γεννήτορας όλων των θεών. Σύζυγός του ήταν η Τηθύς.

Ώρα: η ισχύουσα βιβλιογραφία σήμερα τοποθετεί τα Ώρα στη σημερινή Ούντε-γκραμ του Πακιστάν, θέση που εμείς κρίνουμε ως εξόφθαλμα προβληματική. Η Ούντε-γκραμ βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Ινδού, τον οποίο η στρατιά πέρασε πολλούς μήνες αργότερα. Πράγματι, οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν ότι ο Κοίνος διέσχισε τον Ινδό, ούτε στο ύψος των Ώρων, ούτε χαμηλότερα, στην Πευκαλαΐτιδα, όπου κατασκευάσθηκε η πλωτή γέφυρα. Η απόσταση αυτή ήταν πολύ μεγάλη για τους ταχείς ελιγμούς, που απαιτήθηκαν στη χώρα των Ασσακηνών, κι επιπλέον το δρομολόγιο από τα Βάζιρα (Μπιρ-κοτ) ως την Πευκαλαΐτιδα αποδείχθηκε στη συνέχεια εξαιρετικά δύσβατο. Συνεπώς τα αρχαία Ώρα πρέπει να βρίσκονταν κάπου στη δυτική όχθη του Ινδού, όπου και τα τοποθετούμε αυθαίρετα ελλείψει ικανοποιητικής πρότασης.

Ώξος ή Όξος: μεγάλος ποταμός της Κεντρικής Ασίας, ο σημερινός Αμού Ντάρια ή απλώς Αμού, στα περσικά Γιαϊχούν. Πηγάζει από το οροπέδιο Παμίρ και χύνεται με δύο στόμια στη λίμνη Αράλη. Αξιοσημείωτη είναι η αρχαία παράδοση (Αρριανός Γ.29), κατά την οποία ο Ώξος χυνόταν στην Κασπία. Πράγματι στον κόλπο Μπαλκάν, στις ανατολικές ακτές της Κασπίας, υπάρχουν ίχνη παλαιών εκβολών μεγάλου ποταμού, ενώ σε χάρτες περιηγητών προηγουμένων αιώνων απεικονίζεται και η πιθανολογούμενη κοίτη του. Στην αρχαιότητα αποτελούσε το όριο μεταξύ Σογδιανής και Βακτρίας.


http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm