Αναγνώστες

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ, ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Π

Παράδεισος: λέξη περσική (παιρινταίζα), που σημαίνει περιφραγμένος κήπος. Πρώτος την εισήγαγε στα ελληνικά ο Ξενοφών περιγράφοντας τους κήπους των Περσών βασιλέων. Από την περιγραφή του κήπου, που περιέβαλλε τον τάφο του Κύρου του Μεγάλου, γίνεται κατανοητό γιατί οι βιαίως μετεγκατεστημένοι στη Μεσοποταμία Εβραίοι επέλεξαν να ονομάσουν παρντές τον Κήπο της Εδέμ. Ο περσικός αυτός όρος, πέρασε στα ιερά βιβλία του ιουδαϊσμού και μεταφράστηκε από τους «εβδομήκοντα» στα ελληνικά με τον όρο του Ξενοφώντα. Ακολουθώντας την ίδια πορεία, οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ονομάζουν παράδεισο τον αιώνιο Οίκο των αγαθών ψυχών και τον περιγράφουν ανάλογα.

Παραιτάκες: ονομάζει ο Αρριανός τους κατοίκους μιας περιοχής μεταξύ Χαμαντάν και Εσφαχάν του σημερινού Ιράν (Χάρτης). Είναι οι Παρειτακηνοί του Ηροδότου, ένα από τα γένη (έθνη) των Μήδων (Βούσες, Παρειτακηνοί, Στρούχατες, Αριζαντοί, Βούδιοι και Μάγοι). Οι Παραιτάκες δεν έχουν σχέση με τους Παρειτάκες, τους οποίους ο Αρριανός τοποθετεί στο σημερινό Τατζικιστάν.

Παρακάλυμμα: το παραπέτασμα, κουρτίνα ή χαλί, που κάλυπτε το άνοιγμα μιας πόρτας.

Παρασάγγης (φαρσάγγ): περσικό μέτρο μήκους, που κατά τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα ισοδυναμούσε με 30 στάδια και ακριβώς 18.000 αττικά πόδια ή 5.546,1 μέτρα. Λογιζόταν ως διάστημα πορείας μίας ώρας ενός ισχυρού ανδρός με κανονικό βηματισμό. Αργότερα το μήκος του ποίκιλλε από 21 έως 60 στάδια.

Παρειτάκες: ονομάζει ο Αρριανός τους κατοίκους του νοτιότερου τμήματος του σημερινού Τατζικιστάν, όπου κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν η Σογδιανή Πέτρα (Χάρτης). Οι Παρειτάκες δεν έχουν σχέση με τους Παρειτακηνούς του Ηροδότου, τους οποίους ο Αρριανός ονομάζει Παραιτάκες και κατοικούσαν στο κεντρικό περίπου Ιράν.

Παρμενίων του Φιλώτα: έμπιστος στρατηγός του Φιλίππου του Β΄, τον οποίο βοήθησε πολύ ως στρατιωτικός και πολιτικός. Το 336 μαζί με τον Άτταλο εστάλη από τον Φίλιππο στην Ασία για να προετοιμάσει την υπό τον Φίλιππο αποβίβαση των δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Ήταν προνοητικός, μετριοπαθής και δεν συμφωνούσε πάντοτε με τις επιλογές του Αλεξάνδρου, ωστόσο έχαιρε γενικής εκτίμησης κι εμπιστοσύνης και ήταν ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός στο επιτελείο του Αλεξάνδρου. Σε όλες τις μάχες ήταν επικεφαλής του αριστερού κέρατος της παράταξης. Το καλοκαίρι του 330 όταν ο Αλέξανδρος προχώρησε πέρα από τις Κάσπιες Πύλες, τον εγκατέστησε στα Εκβάτανα ως ανώτατο διοικητή όλων των κατακτημένων ως τότε εδαφών. Πρακτικά τον τοποθέτησε επίτροπο των ασιατικών εδαφών, όπως είχε τοποθετήσει τον Αντίπατρο επίτροπο των ευρωπαϊκών εδαφών. Μετά την εκτέλεση του γιού του, Φιλώτα, ως συνωμότη το φθινόπωρο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε κι ο Παρμενίων κατά διαταγή του Αλεξάνδρου από τους υφισταμένους του αξιωματικούς, Κλέανδρο, Σιτάλκη και Μενίδα.

Πασαργάδες: ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας των Περσών, της Περσίδος (Πάρσα), και φέρεται να είχε θεμελιωθεί από τον Μέγα Κύρο στο πεδίο της αποφασιστικής μάχης του εναντίον του Αστυάγη. Κατά τον Ηρόδοτο (Α.125) οι Πασαργάδες ήταν περσικό «γένος» (έθνος).

Πάταλα: στη γλώσσα των Ινδών σήμαινε δέλτα και βρισκόταν στην αρχή του δέλτα του Ινδού. Ταυτίζεται με τη σημερινή Χαϋντεραμπάντ του Πακιστάν.

Παυσανίας: νεαρός Μακεδόνας, με τον οποίο ο Φίλιππος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ιλλυρία, ο Άτταλος μέθυσε τον νεαρό και τον παρέδωσε στους οδηγούς των υποζυγίων, για να τον κακοποιήσουν σεξουαλικά. Όταν ο Παυσανίας συνήλθε, ζήτησε δικαίωση από τον Φίλιππο, ο οποίος δεν μπορούσε να τιμωρήσει τον έμπιστο και ικανότατο στρατηγό και μετέπειτα συγγενή του. Έτσι προσέφερε στον Παυσανία πολλές τιμές και τον προήγαγε σε σωματοφύλακα, για να κατευνάσει την οργή του. Επειδή ο Φίλιππος αρνήθηκε να τον δικαιώσει, ο νεαρός οργίσθηκε μαζί του και αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Αφού ο Φίλιππος κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία και αποβίβασε 10.000 στρατό στη Μ. Ασία (337), η περσική διπλωματία στρατολόγησε τον Παυσανία. Στα τέλη του 336 και κατά τις εορτές για το γάμο της Κλεοπάτρας ο Παυσανίας δολοφόνησε τον Φίλιππο στο θέατρο των Αιγών και σφαγιάσθηκε από τον Λεοννάτο, τον Περδίκκα και τον Άτταλο.

Πειθαγόρας: μάντης, αδελφός του εταίρου Απολλόδωρου του Αμφιπολίτη. Λέγεται ότι από τα εντόσθια σφαγίων είχε μαντέψει τον επερχόμενο θάνατο του Ηφαιστίωνα, του Αλεξάνδρου, του Αντίγονου και του Περδίκκα.

Πείθων (ή Πίθων) του Αγήνορα: το 325 πήρε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Μαλλών ως ταξιάρχης και από κοινού με τον Οξυάρτη ορίσθηκε σατράπης της περιοχής από τη συμβολή του Ακεσίνη στον Ινδό ως τα παράλια της Ινδίας. Του ανατέθηκε να συντρίψει την εξέγερση του Μουσικανού και κάθε άλλη αντίσταση καθώς και να αστικοποιήσει την περιοχή ως τα Πάταλα. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) έγινε σατράπης της Μηδίας. Σύμφωνα με τον Αρριανό, ο Κρατερός είχε προειδοποιήσει τον Αλέξανδρο στον Ύφασι για την έντονη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων, τους οποίους είχαν εποικήσει στις άνω (ανατολικές) σατραπείες παρά τη θέλησή τους. Ο Διόδωρος στο ΙΖ΄ βιβλίο λέει ότι μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών (αρχές 325) και πιστεύοντας ότι είχε πεθάνει, αυτοί οι μισθοφόροι άρχισαν την κάθοδό τους προς τη θάλασσα. Σύμφωνα με τον Κούρτιο η εξέγερση έγινε στα Βάκτρα και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες οι Έλληνες μισθοφόροι τελικά επέστρεψαν στην Ελλάδα. Στο ΙΗ΄ βιβλίο ο Διόδωρος αναιρεί την προηγούμενη εκδοχή του και λέει ότι οι μισθοφόροι ξεσηκώθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) κι ότι ο Περδίκκας εναντίον των πάνω από 20.000 πεζών και 3.000 εμπειροπόλεμων μισθοφόρων έστειλε τον Πίθωνα επικεφαλής 3.000 πεζών και 800 ιππέων Μακεδόνων και 10.000 πεζών και 8.000 ιππέων βαρβάρων. Ο Πίθων ήθελε να τους προσεταιριστεί, για να τον βοηθήσουν στα πολιτικά του σχέδια, και ήλθε σε συνεννόηση μαζί τους, αλλά οι άντρες του τον αγνόησαν και εκτελώντας τις διαταγές του Περδίκκα εξόντωσαν τους μισθοφόρους, εκτός ίσως από τις 3.000, που ήρθαν εξαρχής σε συνεννόηση με τον Πίθωνα και υποχώρησαν την κρίσιμη στιγμή, οδηγώντας σε κατάρρευση τη φάλαγγα των μισθοφόρων. Το 321 ο Πείθων πρωτοστάτησε στη δολοφονία του Περδίκκα και στη συμφιλίωση με τον Πτολεμαίο. Στη συνέχεια ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν» από κοινού με τον Αρριδαίο, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα ο Αντίπατρος ανέλαβε επίτροπος των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄) και ο Πείθων επέστρεψε στη σατραπεία του.

Πείθων του Κρατεύα: καταγόταν από τις Αλκομενές της Εορδαίας, ήταν τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη (326) και ένας από τους βασιλικους σωματοφύλακες (325). Την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου (323) συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από το ναό του Σαράπιδος στη Βαβυλώνα.

Πευκαλαΐτις: στα ελληνικά Πευκαλαΐτις ή Πευκελαώτις, στα ινδικά Πουκχάλα ή Πουκχαλαβάτι = πόλη του λωτού. Ήταν η πρωτεύουσα της Πευκελαώτιδος, περιοχής των Ασσακηνών.

Περδίκκας του Ορόντη: ένας από τους σημαντικότερους, πιό φιλόδοξους και πλησιέστερους στον Αλέξανδρο ευγενείς. Ανήκε στο μακεδονικό έθνος των Ορεστών, και ήταν βασιλικός σωματοφύλακας. Καταδίωξε τον Παυσανία μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και τον σκότωσε (336). Πήρε μέρος σε όλες ανεξαιρέτως τις μάχες και πολιορκίες, ήδη από τη βαλκανική εκστρατεία (335), άλλοτε ως ταξιάρχης και άλλοτε ως ιππάρχης. Κατά την πολιορκία της Θήβας ήταν στρατοπεδάρχης και με δική του πρωτοβουλία επιτέθηκε κατά των Θηβαίων επικεφαλής της τάξης του, αποκρούσθηκε και τραυματίσθηκε βαριά. Το 328 διοικούσε ένα από τα πέντε σώματα στρατού, που σάρωσαν τη Σογδιανή και κατέπνιξαν την επανάσταση. Κάποια στιγμή (μάλλον πριν την εισβολή στην Ινδία την άνοιξη του 327) πρέπει να αντικατέστησε τον Κλείτο στη διοίκηση της ιππαρχίας. Το 326 ήταν τριήραρχος στο στόλο του Υδάσπη, το 324 μετέφερε από τα Εκβάτανα στη Βαβυλώνα το σώμα του νεκρού Ηφαιστίωνα και το 323 λέγεται ότι ο Αλέξανδρος του εμπιστεύθηκε το δακτυλίδι του λίγο πριν ξεψυχήσει. Στη συνέχεια ο Περδίκκας ορίσθηκε επίτροπος των βασιλέων (του Αρριδαίου και του Αλεξάνδρου Δ΄) και ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη και τη βοήθησε να εξοντώσει τις δύο κόρες του Δαρείου, τη Στάτειρα και τη Δρύπετη. Άρχισε τις διώξεις των ισχυρών εταίρων και στην προσπάθειά του να γίνει Μέγας Βασιλεύς ζήτησε σε γάμο την Κλεοπάτρα, αλλά στο μεταξύ υποχρεώθηκε να παντρευτεί τη Νίκαια, την από μακρού μνηστή του και κόρη του Αντίπατρου, ο οποίος ωστόσο δεν δίστασε να εναντιωθεί στις ηγεμονικές επιδιώξεις του Περδίκκα. Το 321 ο «αιμοδιψής και αυταρχικός» Περδίκκας εκστράτευσε κατά του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο και δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του με πρωτεργάτη τον Πίθωνα.

Πευκέστας του Αλεξάνδρου: υπασπιστής από τη Μίεζα, που μετέφερε την ιερή ασπίδα του Αλεξάνδρου. Αυτήν υποτίθεται ότι ήταν ανάθημα από την εποχή του Τρωικού πολέμου στο ναό της Τρωάδος Αθηνάς, απ’ όπου την πήρε ο Αλέξανδρος (334). Το 325 ο Πευκέστας, ο Λεοννάτος κι ο διμοιρίτης Αβρέας αποκόπηκαν μαζί με τον Αλέξανδρο στην πολιορκούμενη πόλη των Μαλλών και ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα προστάτεψε τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγο αργότερα στην Καρμανία ο Αλέξανδρος τον προήγαγε τιμητικά σε σωματοφύλακα και στις αρχές του 324 τον εγκατέστησε στην Περσέπολη ως διοικητή της Περσίδας. Ο Πευκέστας αποδείχθηκε ένθερμος υποστηρικτής της ανάμιξης των πολιτισμών, φόρεσε μηδική ενδυμασία, έμαθε περσικά και υιοθέτησε όλα τα περσικά έθιμα. Έκτιμώντας όλη την προσφορά του στους εορτασμούς στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι. Κατά την προετοιμασία της εκστρατείας στην Αραβία ο Πευκέστας έφτασε στη Βαβυλώνα επικεφαλής 20.000 Περσών και αρκετών Κοσσαίων και Tαπούρων. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από τον Σάραπι την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου. Διατήρησε τη θέση του στην Περσέπολη και μετά το 321.

Πήχυς: υπήρχε ο ιδιωτικός ή κοινός (24 δάκτυλα ή 0,4624 μ), ο αττικός (0,45625 μ) και ο μακεδονικός (0,325-0,35 μ), αν κι ο τελευταίος δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται από τους σωζόμενους ιστορικούς.

Πίναρος: ο σημερινός ποταμός Παγιάς. Το όνομά του (πιναρός) σημαίνει πλήρης πίνους, δηλαδή γεμάτος βρωμιά.

Πίνδαρος: ο σημαντικότερος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν Θηβαίος, αλλά η φήμη του είχε υπερβεί τα όρια της πόλης κράτους του και εθεωρείτο ο εθνικός ποιητής όλων των Ελλήνων.

Πλέθρο: ισοδυναμούσε με 1/6 του σταδίου, δηλαδή με 30,81 μ.

Πλειάδες: ομάδα αστέρων του αστερισμού του Ταύρου, γνωστή και ως Πούλια. Ανατέλλει την 21η Μαίου και δύει την 10η Οκτωβρίου. Η πορεία της στον ουρανό χρησίμευε από την αρχαιότητα ως το πολύ πρόσφατο παρελθόν ως ρολόι και ημερολόγιο σε ναυτικούς, βοσκούς και γεωργούς.

Πλούταρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.

Πολέμων του Ανδρομένη: πεζέταιρος από τη Τύμφη. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Άτταλος και Σιμμίας, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ως συνωμότης, ο Πολέμων φοβήθηκε μην εμπλακεί κι εκείνος και αυτομόλησε στους εχθρούς. Τα αδέρφια του δικάσθηκαν από την Εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν. Με άδεια από την εκκλησία των Μακεδόνων ο Αμύντας τον αναζήτησε και τον οδήγησε (αθώο κι αυτόν) πίσω στο στρατόπεδο.

Πολέμων του Θηραμένη: το 331 ο Αλέξανδρος τον διόρισε ναύαρχο του Αιγυπτιακού στόλου.

Πολέμων του Μεγακλή: εταίρος από την Πέλλα. Το 331 ο Αλέξανδρος τον διόρισε φρούραρχο των εταίρων στο Πηλούσιο.

Πολύαινος: γεννήθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στη Βιθυνία (ίσως στη Νικομήδεια) και ήταν Μακεδονικής καταγωγής. Ένα από τα λίγα, που γνωρίζουμε για τη ζωή του είναι ότι το 161 μ.Χ. ασκούσε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα στη Ρώμη. Εκμεταλλευόμενος τα προβλήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Αρμενία και τη Συρία καθώς και τη Μακεδονική καταγωγή του συνέγραψε τα Στρατηγήματα και αφιέρωσε άλλα στον Μάρκο Αυρήλιο και άλλα στον Λούκιο Ουήρο σαν βοηθήματα στρατιωτικής τακτικής. Τα Στρατηγήματα αποτελούνται από 8 βιβλία και είναι μία συλλογή αξιοπερίεργων στρατιωτικών τεχνασμάτων, που συνέλεξε ο ρήτορας όχι από εμπειρία ή εξειδικευμένη γνώση, αλλά διαβάζοντας τη διαθέσιμη γραμματεία. Αναπόφευκτα λοιπόν το έργο του είναι περιορισμένης στρατιωτικής αξίας και πολύ κατώτερο των έργων του σχεδόν συγχρόνου και συμπατριώτη του Αρριανού.

Πολυπέρχων του Σιμμία: πεζέταιρος της «παλιάς φρουράς». Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις ως ταξιάρχης από τη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και μετά. Το 328 όταν επαναστάτησε η Σογδιανή και ο Αλέξανδρος έσπευσε να καταπνίξει την εξέγερση, παρέμεινε στα Βάκτρα, για να επιτηρεί την περιοχή. Το 327 και πριν ο Αλέξανδρος εισβάλει στην Ινδία, υπό τις διαταγές του Κρατερού ο Πολυπέρχων πήρε μέρος με την τάξη του στην εκκαθάριση των τελευταίων Παρειτακηνών αντιστασιακών. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας και στη μάχη του Υδάσπη (326) παρέμεινε με την τάξη του στο κεντρικό στρατόπεδο, απέναντι από τις παρατεταγμένες δυνάμεις του Πώρου, για να μπορέσει ο Αλέξανδρος να περάσει το ποτάμι απαρατήρητος. Ήταν ταξιάρχης στην κάθοδο του Υδάσπη και όταν ο Αλέξανδρος έστειλε τον Κρατερό στη Μακεδονία επικεφαλής των απομάχων Μακεδόνων (324) με εντολή να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο στη θέση του επιτρόπου, ο Πολυπέρχων ορίστηκε προληπτικά ως ο δεύτερος τη τάξει και ήταν ο δεύτερος σε ηλικία αξιωματικός, ώστε να αντικαταστήσει τον Κρατερό, αν εκείνος πέθαινε καθ’ οδόν λόγω της κλονισμένης υγείας του. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου τον βρήκε στην Κιλικία υπό τις διαταγές του Κρατερού με αποτέλεσμα να μείνει χωρίς μερίδιο εξουσίας (323). Στη συνέχεια ως υφιστάμενος του Κρατερού πρέπει να πολέμησε στο Λαμιακό πόλεμο υπέρ του Αντιπάτρου. Όταν πέθανε ο Αντίπατρος, όρισε τον Πολυπέρχοντα επίτροπο των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄). Αμέσως άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του ο Κάσσανδρος και στον μεταξύ τους πόλεμο ο Πολυπέρχων, προσέγγισε την Ολυμπιάδα, συμμάχησε με τον Ευμένη και εφηύρε τη θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου. Φέρεται ότι προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Κάσσανδρο και να δολοφόνησε για λογαριασμό του τον Ηρακλή (309), πράξη που του στέρησε την υπόληψη της Κοινής Γνώμης. Αποσύρθηκε στη Λοκρίδα, όπου πέθανε το 303.

Πόντος: απροσδιόριστη προσωποποίηση της ανοιχτής θάλασσας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ήταν γιος της Γης.

Πούς: ισοδυναμούσε με 1/600 του σταδίου, δηλαδή με 0,31 μ.

Πραίσιοι ή Πράσιοι (Πράσυα = ανατολίτες): πρωτεύουσά τους ήταν τα Παλίμβοθρα (η ινδική Παταλιπούτρα, η σημερινή Πάτνα), που ήταν χτισμένα στις όχθες του Γάγγη.

Πρέσβυς: σήμερα ο όρος σημαίνει τον επί κεφαλής μόνιμης διπλωματικής αντιπροσωπείας σε ξένο κράτος. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν μόνιμες διπλωματικές αντιπροσωπείες και πρέσβυς ονομαζόταν ο επίσημος απεσταλμένος, που ήταν εντεταλμένος να διαπραγματευθεί συγκεκριμένο θέμα ή συμφωνία.

Πρωτεσίλαος: γιός του Ίφικλου, βασιλιά της Φυλάκης της Θεσσαλίας. Κατά την απόβαση των Ελλήνων στην Τροία αγνήσε το χρησμό, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Πήδηξε πρώτος από το πλοίο του και αμέσως τον σκότωσε ο Έκτωρ.

Πτολεμαίος Κλαύδιος: Έλληνας γεωγράφος, αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «Μαθηματική Σύναξις» σε 13 βιβλία, όπου περιέχονται παρατηρήσεις, γνώμες και ανακαλύψεις του ιδίου και παλαιοτέρων του. Η «Γεωγραφική Αφήγησις» σε 8 βιβλία ορίζει τη θέση των σημείων της Γης με το γεωγραφική μήκος και πλάτος.

Πτολεμαίος του Λάγου: εταίρος από την Πέλλα και παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Ήταν ανάμεσα σε όσους εξόρισε ο Φίλιππος από τη Μακεδονία (337), μετά το διαπληκτισμό του με τον Αλέξανδρο στο γαμήλιο δείπνο. Το χειμώνα του 334-333 εισέβαλε στη Μεγάλη Φρυγία επικεφαλής 200 ιππέων και μετά πήρε μέρος στις εκκαθαρίσεις των μικρασιατικών παραλίων από τους περσικούς θύλακες αντίστασης. Στη μάχη της Ισσού (333) ήταν ταξιάρχης και πρωταγωνίστησε στην καθυπόταξη των ορεινών Ούξιων (331). Το 329 στη χώρα των Ευεργετών ο Αλέξανδρος τον διόρισε σωματοφύλακα στη θέση του Δημητρίου, που εκτελέσθηκε ως ύποπτος συμμετοχής στη συνομωσία του Φιλώτα. Λίγους μήνες αργότερα συνέλαβε τον Βήσσο και το 328 κατά τον μοιραίο διαπληκτισμό του Κλείτου με τον Αλέξανδρο, βρισκόταν (μάλλον εν υπηρεσία) έξω από την ακρόπολη των Μαρακάνδων. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Κλείτος, όταν τον έδιωξαν από το δείπνο, αλλά ο Πτολεμαίος δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Ο Πτολεμαίος με την ιδιότητα του σωματοφύλακα ήταν ο πρώτος, που πληροφορήθηκε από τον Ευρύλοχο τη συνωμοσία του Ερμόλαου (327) και των άλλων παίδων της βασιλικής ακολουθίας. Το 328 ο Πτολεμαίος διοικούσε ένα από τα πέντε τμήματα της στρατιάς, που σάρωσαν τη Σογδιανή και έπνιξαν την επανάσταση στο αίμα. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Πέτρας του Χοριήνη, στην υποταγή της πρόσω Ινδίας, στην πολιορκία της Αόρνου Πέτρας (327), στη μάχη του Υδάσπη (326) και στην πολιορκία των Σαγγάλων. Κατά την κάθοδο από τον Υδάσπη στη Μεγάλη Θάλασσα ήταν τριήραρχος και διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς. Σύμφωνα με τη δική του εξιστόρηση δεν πήρε μέρος στην πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όπου τραυματίσθηκε σχεδόν θανάσιμα ο Αλέξανδρος (325), διότι «διοικούσε άλλο στρατιωτικό τμήμα και πολεμούσε αλλού, εναντίον άλλων βαρβάρων». Το 324 στις Πασαργάδες ο Αλέξανδρος τον διέταξε να προετοιμάσει τη νεκρική πυρά, για να αυτοπυρποληθεί ο Κάλανος, και λίγο αργότερα στα Σούσα παντρεύτηκε την Αρτακάμα, μία από τις κόρες του Αρτάβαζου. Το 323 διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς στις χειμερινές επιχειρήσεις κατά των Κοσσαίων και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε σατράπης της Αιγύπτου. Αμέσως άρχισε να φέρεται σαν βασιλιάς και δεν αποδέχθηκε τον Περδίκκα ως Μέγα Βασιλέα στη θέση του Αλεξάνδρου. Το 321 ο Περδίκκας επιτέθηκε κατά του Πτολεμαίου και δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του, οι οποίοι συμφιλιώθηκαν μαζί του και του πρότειναν να αναλάβει τη θέση του Περδίκκα, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου διασπάσθηκε σε μικρότερα βασίλεια, ο Πτολεμαίος έγινε και επισήμως πλέον βασιλιάς της Αιγύπτου (306). Σ’ εμάς είναι γνωστός ως Πτολεμαίος Α΄, ενώ σύμφωνα με τη συνήθεια που επικράτησε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν Πτολεμαίο του Λάγου ή Πτολεμαίο Σωτήρα. Η δυναστεία, που ίδρυσε ονομάσθηκε των Λαγιδών από το όνομα του πατέρα του, συνήθως όμως κάνουμε λόγο για την πτολεμαϊκή δυναστεία ή τη δυναστεία των Πτολεμαίων από το δικό του όνομα. Τελευταία μέλη της δυναστείας ήταν ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ και η Κλεοπάτρα. Όσον αφορά στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, η πτολεμαϊκή Αίγυπτος υπήρξε αναμφίβολα ό,τι και η κλασσική Αθήνα.

Πτολεμαίος του Σελεύκου: βασιλικός σωματοφύλακας, που στην αρχή της εκστρατείας ήταν νιόπαντρος και το χειμώνα του 334-333 οδήγησε στη Μακεδονία τους επίσης νιόπαντρους στρατιώτες. Όταν η στρατιά βρισκόταν (333) στο Γόρδιο, επέστρεψε φέρνοντας μαζί του τους αδειούχους νιόπαντρους καθώς και νεοσύλλεκτους. Σκοτώθηκε στη μάχη της Ισσού (333) πολεμώντας γενναία ως ταξιάρχης εναντίον των Ελλήνων μισθοφόρων των Περσών.

Πτολεμαίος του Φιλίππου: στη μάχη του Γρανικού (334) διοικούσε την ίλη του Σωκράτη, την πρώτη, που διατάχθηκε να περάσει τον ποταμό.

Πτολεμαίος: βασιλικός σωματοφύλακας, που σκοτώθηκε στην πολιορκία της Αλικαρνασσού (334).

Πυρός: το αλεύρι από αποφλοιωμένο σιτάρι (Forbes, Studies in ancient technology, vol. III 1955, Leiden, 89: πίνακας 15, πυρός = naked wheat).

Πώρος «ο κακός»: ήταν εχθρός του βασιλιά Πώρου, μάλλον διοικητής κάποιου τμήματος του βασιλείου του Πώρου (δηλαδή της Παουράβας), που είχε αποστατήσει εναντίον του βασιλιά του. Έστειλε πρέσβεις και δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο, όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη στη δυτική όχθη του Υδάσπη. Μετά τη μάχη του Υδάσπη, ο βασιλιάς Πώρος αν και ηττημένος όχι μόνο διατήρησε το θρόνο του, αλλά αύξησε και την επικράτειά του. Έτσι, «ο κακός» Πώρος εγκατέλειψε τα εδάφη του και διέφυγε στα ανατολικά με όσο στρατό του ήταν πιστός.

Πώρος: στα ανατολικά του Υδάσπη (Τζέλουμ) εκτεινόταν το βασίλειο της Παουράβας ή του Πώρου, όπως το κατέγραψαν οι Έλληνες. Το 326 ο Αλέξανδρος φεύγοντας από τα Τάξιλα κάλεσε το βασιλιά Πώρο (όπως Ταξίλης ή Αβισάρης) να παραδοθεί, αλλά εκείνος παρατάχθηκε στον σημαντικότερο πόρο του Υδάσπη με περίπου 30.000 στρατό. Έγινε μάχη, στην οποία ο Αλέξανδρος νίκησε κατά κράτος, όμως διατήρησε στη θέση του τον Πώρο ως (υποτελή πλέον) βασιλιά, επειδή θαύμασε την υπερηφάνεια και την ανδρεία του. Στη συνέχεια ο Πώρος ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία και τον βοήθησε να κατασκευάσει το στόλο, που έπλευσε τον Ύφαση. Ο Πώρος διατήρησε τη χώρα και τον τίτλο του μέχρι το θάνατο του Αλεξάνδρου (323), οπότε δολφονήθηκε κατ’ εντολήν του Ταξίλη και του Εύδαμου, που μοιράστηκαν τη χώρα του.


Ρ

Ραβδούχοι: αξιωματούχοι με διακριτικό του αξιώματός τους τη ράβδο. Στην περίπτωση του Αλεξάνδρου και ειδικά στη φράση του Κλείτου μάλλον πρέπει να αναγνωρίσουμε ένα είδος αστυνομικών, όπως και στην κλασσική Αθήνα.

Ρήτορες: δεν ήταν αυτό, που σήμερα λέμε διανοούμενοι και δεν αντιπροσώπευαν τον κόσμο της διανόησης. Ήταν πρόσωπα με βαρύνουσα πολιτική σκέψη ή σημαντική πολιτική δράση, επικεφαλής ή μέλη πολιτικών κομμάτων, και με τις ικανότητές στους στο χειρισμό του λόγου διαμόρφωναν την Κοινή Γνώμη και επιρρέαζαν την κρίση της Βουλής, τόσο από το προσκήνιο όσο και από το παρασκήνιο.

Ροισάκης: Πέρσης αξιωματικός. Στη μάχη του Γρανικού (334) κατάφερε με την κοπίδα του ισχυρό πλήγμα στο κράνος του Αλεξάνδρου, το οποίο έσπασε στα δύο, χωρίς εκείνος να τραυματισθεί σοβαρά. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος διατρύπησε με το δόρυ του το θώρακα του Ροισάκη στο ύψος του στέρνου και τον σκότωσε.

Ρωξάνη (Ροσάνακ = μικρό αστέρι): Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος κατέλαβε το τελευταίο ανθιστάμενο οχυρό της Σογδιανής, τη Σογδιανή Πέτρα. Κατά τον Αρριανό, ανάμεσα στους αιχμαλώτους της Σογδιανής Πέτρας ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης με τη γυναίκα και τις κόρες του. Μία από αυτές, η Ρωξάνη, «λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά μετά από τη γυναίκα του Δαρείου». Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αλέξανδρος γνώρισε τη Ρωξάνη σε κάποια οινοποσία με χορό, χωρίς να προσδιορίζει τόπο και χρόνο. Κατά τον Κούρτιο, μετά την κατάληψη της Πέτρας του Χοριήνη (άνοιξη του 327), όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη χώρα του Οξυάρτη, εκείνος παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον διατήρησε στη θέση του. Στη συνέχεια ο Οξυάρτης παρέθεσε στον Αλέξανδρο πολυτελές συμπόσιο, στο οποίο για τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων έφερε 30 νεαρές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Ρωξάνη. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω της, «διότι διέθετε αξιοπρεπή εμφάνιση, σπάνια στους βαρβάρους και αξιόλογη φυσική ομορφιά, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη των δύο ανύπαντρων κορών του Δαρείου». Εν ολίγοις όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί αποδίδουν σε έρωτα με την πρώτη ματιά την απόφαση του Αλεξάνδρου να παντρευτεί την πανέμορφη Ρωξάνη, ωστόσο με μία προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα και οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την απόφαση του Αλεξάνδρου, δεν έχουν παραποιηθεί από την εξωραϊστική παρουσίαση. Οι Έλληνες ιστορικοί επαινούν τον Αλέξανδρο για την απόφασή του να παντρευτεί τη Ρωξάνη, ενώ μπορούσε να την κάνει παλλακίδα του, όμως το λακωνικό σχόλιο του Αρριανού «περισσότερο [τον] επαινώ παρά τον μέμφομαι» δείχνει ότι περί τους πέντε αιώνες αργότερα ο γάμος του Αλεξάνδρου με μία βάρβαρη εξακολουθούσε να είναι δύσπεπτος στον κόσμο των Ελλήνων. Ο Κούρτιος αποδίδει την απόφαση για το γάμο σε χαλάρωση της αρχικής του αυτοσυγκράτησης λόγω των επιτυχιών του και λέει ότι οι Μακεδόνες δεν επικροτούσαν ούτε την απόφασή του να την παντρευτεί και να δώσει διάδοχο στον Οίκο των Αργεαδών έναν μιξοβάρβαρο, ούτε και το ότι επέλεξε τη σύζυγο του ανάμεσα από αιχμάλωτες νεανίδες διασκέδασης. Το πραγματικό κίνητρο γι’ αυτόν τον γάμο, όπως δηλώνεται και από τις αρχαίες πηγές, ήταν η απόφαση του Αλεξάνδρου να προσφέρει πρόσβαση στην ανώτατη διοίκηση της αυτοκρατορίας σε έναν αριθμό τοπικών αξιωματούχων και να συμφιλιώσει με την εξουσία του τους πολεμοχαρείς Σογδιανούς. Διότι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ο γάμος με τη Ρωξάνη «φάνηκε ότι δεν ήταν ανάρμοστος έτσι όπως είχαν τα πράγματα». Και τα πράγματα δεν είχαν καθόλου καλώς! Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τις πλουσιότερες χώρες, είχε υποτάξει όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς του τότε γνωστού κόσμου και από την έναρξη της εκστρατείας το 334 κανείς δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την προέλασή του. Ως το καλοκαίρι του 329, που πέρασε τον Ώξο για να εισβάλει από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Εκεί οι ημινομάδες κάτοικοι τον είχαν υποχρεώσει να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή κινητοποίηση, άλλοτε εν συνόλω και άλλοτε χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα κρούσης. Η Σογδιανή θύμιζε τη Λερναία Ύδρα και μόλις υποτασσόταν μία πόλη, επαναστατούσε ένα φρούριο. Απελπισία και οργή πρέπει να αισθανόταν ο Αλέξανδρος στη σκέψη ότι οι Σογδιανοί ήταν πιθανό να τον υποβάλουν στην ταπείνωση, που υπέβαλαν οι Σκύθες τον Δαρείο Α΄, ή (σε σύγχρονους όρους) να πάθει ό,τι οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπροστά στον κίνδυνο μίας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής, από την οποία θα έβγαινε χαμένος ανεξάρτητα από την έκβασή της, αναζήτησε εσπευσμένα μία διπλωματική διέξοδο. Το πόσο εσπευσμένη ήταν η διέξοδος αυτή φαίνεται απ’ το ότι ο Οξυάρτης ήταν κάποιος τοπικός ηγεμόνας, όχι ο σημαντικότερος και κατά τον Αρριανό δεν δήλωσε υποταγή ούτε καν μετά τη σύλληψή του. Υποτάχθηκε μόνο μετά το γάμο του Βασιλιά της Ασίας με την κόρη του. Μέσω του γάμου της Ρωξάνης με τον Αλέξανδρο ο Οξυάρτης και οι Σογδιανοί γενικά αναβάθμιζαν τη θέση τους στη διοίκηση πρωτίστως της χώρας τους και δευτερευόντως της αυτοκρατορίας. Τελικά, φαίνεται ότι ήταν επιτυχής η επιλογή του Αλεξάνδρου, αφού μετά το γάμο η Σογδιανή δεν του προκάλεσε άλλα προβλήματα. Τον Ιούνιο του 323 κατά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Ρωξάνη βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ήταν έγκυος 6 ή 8 μηνών και οι Μακεδόνες αποφάσισαν το τυχόν άρρεν τέκνο της να οριστεί συμβασιλέας με τον Αρριδαίο, ενώ ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Στη συνέχεια ο Περδίκκας επιδιώκοντας τη στενότερη δυνατή επαφή με το θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας, προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη, που δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την κόρη του Δαρείου εξίσου χήρα και δυνητικά έγκυο από τον Αλέξανδρο. Για να εξαλείψει λοιπόν κάθε απαίτηση της οικογένειας των Αχαιμενιδών, με τη συνέργεια του Περδίκκα μεθόδευσε την εξόντωση της Στάτειρας και της αδελφής της, χήρας του Ηφαιστίωνα. Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) η θέση της Ρωξάνης και του περίπου δύο ετών Αλεξάνδρου Δ΄ υποβαθμίσθηκε, όταν ο Πείθων και ο Αρριδαίος ανέλαβαν από κοινού την «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Αντίπατρος ανέλαβε επίτροπος των βασιλέων και τους οδήγησε στη Μακεδονία μαζί με τη Ρωξάνη και την Ευρυδίκη. Το 311 ο Κάσσανδρος πέτυχε τη δολοφονία της Ρωξάνης και του γιού της.


Σ

Σάκες: ο Αρριανός τους θεωρούσε φυλή των Σκυθών της Ασίας. Στην πραγματικότητα Σάκα ονόμαζαν οι Πέρσες τον λαό, που οι Έλληνες ονόμαζαν Σκύθες. Οι Σάκες ήταν σύμμαχοι και όχι υπήκοοι του Δαρείου. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα κατέλαβαν το τμήμα της σημερινής Περσίας, που στην αρχαιότητα λεγόταν γή των Ευεργετών ή Αριασπών και που έκτοτε ονομάσθηκε χώρα των Σκυθών, δηλαδή Σακα-στάν, σε ελληνική απόδοση Σακαστηνή και στην τοπική γλώσσα Σεϊστάν (Αρριανός Γ.8. & Ηρόδοτος, Ζ.64).

Σάραπις: στο χαλδαϊκό πάνθεο ο Έα ήταν ο θεός των υδάτων του αρχικού ωκεανού και από τον τίτλο του Σαρ-Απσί (=βασιλιάς του ωκεανού) προήλθε το εξελληνισμένο όνομα Σάραπις ή Σέραπις. Τον νέο αυτό θεό ο Αλέξανδρος τον προόριζε για ανώτατο θεό της αυτοκρατορίας του. Δεν ήταν δυνατόν, ενώ το κέντρο του κράτους του βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ο ανώτατος θεός (Άμμων) να προέρχεται από την Αίγυπτο. Επειδή μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η επικράτεια του Σαράπιδος βρισκόταν στο βασίλειο του Σέλευκου, ο Πτολεμαίος ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ένα ναό του νέου κοσμοπολίτη ανώτατου θεού, το Σεραπείο, ώστε να ενισχύσει το διεθνές κύρος του δικού του βασιλείου. Στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο ο Σάραπις ταυτίσθηκε με τον τοπικό θεό Οσίραπι, που ήταν ο καλός θεός των νεκρών, αν και δεν είχε καμία σχέση μαζί του. Οσίραπις (Όσιρις-Άπις) ονομαζόταν ο ιερός βούς Άπις, όταν πέθαινε και η μούμια του τοποθετούνταν σε έναν ναό στη Σακκάρα, ο οποίος επί Πτολεμαίων ονομάσθηκε επίσης Σεραπείο. Η ελληνοπρεπής μορφή του νέου παγκόσμιου θεού δημιουργήθηκε με το άγαλμα, που κατασκεύασε ο Βρύαξις (355-300) για το ναό στη Ρακώτιδα της Αλεξάνδρειας, απ’ όπου η λατρεία του διαδόθηκε σε όλο το γνωστό κόσμο, ακόμη και στην ίδια την Ελλάδα.

Σατιβαρζάνης: σατράπης των Αρείων. Πήρε μέρος στη μάχη των Γαυγαμήλων (331), ακολούθησε το Δαρείο στη φυγή του και συνέπραξε στο πραξικόπημα του Βήσσου. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, μαζί με τον Βαρσαέντη τραυμάτισε θανάσιμα τον Δαρείο και με 600 ιππείς κατέφυγε στη σατραπεία του. Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στη Σουσία, ο Σατιβαρζάνης τον περίμενε και του δήλωσε υποταγή. Ο Αλέξανδρος, που βιαζόνταν να φτάσει τον Βήσσο, τον πίστεψε, τον διατήρησε στη θέση του σατράπη και του έφησε ως φρουρά μόνο 40 ιππακοντιστές υπό τον εταίρο Ανάξιππο. Ο Σατιβαρζάνης σκότωσε τη μακεδονική φρουρά και οχυρώθηκε στην πρωτεύουσά του, τα Αρτακόανα (Χεράτ), επειδή ήταν αποφασισμένος να συνεργασθεί με το Βήσσο και να αντισταθεί. Έδρασε όμως πριν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του κι έτσι, όταν έμαθε ότι ο Αλέξανδρος κινείται ταχέως εναντίον του, τράπηκε σε φυγή. Το 329, όταν επαναστάτησαν και πάλι οι Άρειοι, ο Σατιβαρζάνης έσπευσε σε ενίσχυσή τους με 2.000 ιππείς, που του έδωσε ο Βήσσος. Συγκρούσθηκε με τις δυνάμεις του Εριγύιου και του Κάρανου και σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον Εριγύιο.

Σατράπης: Ο Δαρείος Α΄ ήταν ο ιθύνων νους της διοικητικής και φορολογικής αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας, την οποία διαίρεσε σε 20 διοικητικές περιφέρειες, τις σατραπείες. Ο διοικητής τους, ο σατράπης (χσαθρά παουάν), είχε εξουσίες αντιβασιλέως, αλλά υπήρχαν και στελέχη υπαγόμενα απευθείας στο Μεγάλο Βασιλέα, όπως οι γραμματείς της σατραπείας (Ηρόδοτος Γ.128), μέσω των οποίων επετηρείτο ο σατράπης. Δηλαδή, οι σατραπείες έμοιαζαν κάπως με τα επιμέρους κρατίδια των Ομοσπόνδων Δημοκρατιών ή με τις πολιτείες των Η.Π.Α. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο όρος χρησιμοποιείται με πολύ ευρύτερη έννοια. Έτσι, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι η Περσίς ποτέ δεν απετέλεσε σατραπεία, γίνεται λόγος για σατράπη της Περσίδας, εννοώντας στην πραγματικότητα κάποιο άλλος είδος διοικητού.

Σάτυροι (στη δωρική διάλεκτο Τίτυροι): ήταν προσωποποιήσεις της γονιμότητας της Φύσης και δαίμονες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Κατά τον Ησίοδο γεννήθηκαν μαζί με τις Νύμφες και τους Κουρήτες από πέντε εγγονές του Φορωνέως. Ζούσαν στα δάση και στα βουνά, ήταν εύθυμοι, παιχνιδιάρηδες, ερωτιάρηδες, τους άρεσε η μουσική και ο χορός και αποτελούσαν τη συνήθη συνοδεία του Διονύσου. Στις παλαιότερες παραστάσεις είναι άσχημοι, έχουν κέρατα, αυτιά ζώου και πόδια τράγου, αλλά από τον 4ο αιώνα απεικονίζονται με πολύ πιο ανθρώπινη μορφή και νέοι, σε αντίθεση προς τους Σειληνούς, που απεικονίζονται γέροντες.

Σειληνοί (ή Σιληνοί): αρχικά ήταν δαίμονες του ρέοντος ύδατος, που κάνει γόνιμη μια χώρα, αλλά από τον 5ο αιώνα εμφανίζονται ως αχώριστοι ακόλουθοι του Διονύσου. Στις παλαιότερες απεικονίσεις έχουν αυτιά και ουρά ίππου, ενώ μερικές φορές έχουν και οπλές. Σε μεταγενέστερες απεικονίσεις παριστάνονται ως κοντόχοντροι, κοιλαράδες, τριχωτοί και φαλακροί άντρες στεφανωμένοι με κληματόφυλλα και σταφύλια, που άλλοτε κρατούν θύρσο ή μπαστούνι, άλλοτε είναι ξαπλωμένοι δίπλα σε ασκό με κρασί και άλλοτε πάνω σε όνο, το ιερό τους ζώο. Ο Σειληνός, βασιλιάς της Νύσας στη Λιβύη, γιος κάποιας Νύμφης και του Ερμού ή του Πανός, ήταν παιδαγωγός, δάσκαλος και οπαδός του Διονύσου. Στις νεότερες παραστάσεις απεικονίζεται σαν ώριμος και γεροδεμένος άντρας.

Σέλευκος του Αντιόχου: εταίρος, που αργότερα έγινε βασιλιάς και ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών με τα προσωνύμια Νικάτωρ (νικητής) και Σωτήρας. Το 326 στη μάχη του Υδάσπη διοικούσε τους υπασπιστές και το 324 στον ομαδικό γάμο στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με την κόρη του Βάκτριου Σπιταμένη. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ρώτησε τον Σάραπι αν έπρεπε να μεταφέρουν στο ναό του τον ετοιμοθάνατο Αλέξανδρο. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου αρχικά συντάχθηκε με τον Περδίκκα, αλλά τελικά πήρε μέρος στην εναντίον του συνωμοσία. Συγκρότησε το μεγαλύτερο από τα τέσσερα βασίλεια των Διαδόχων, με έκταση από τη Μικρά Ασία και τη Συρία ως τη Σογδιανή και την Ινδία.

Σεμίραμις: εξελληνισμένος τύπος του ασσυριακού ονόματος Σαμμουραμάτ. Ο δημιουργικός ιστοριογράφος Κτησίας την αναγόρευσε σε βασίλισσα και της απέδωσε επιτεύγματα ανάλογα του μεταγενέστερου Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό άλλοι ιστορικοί (σύγχρονοι και μεταγενέστεροι του Αλεξάνδρου) έσπευσαν να διαπιστώσουν άμιλλα του Μακεδόνα βασιλιά προς τη Σεμιράμιδα. Ωστόσο από τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται ότι η Σεμίραμις απλώς ανήκε στην Αυλή του Ασσύριου βασιλιά Σεμσί-Αντάντ και μάλλον είχε εξαιρετική επιρροή.

Σίλφιο: Τα κυριότερα είδη σιλφίου των αρχαίων φύονταν στην Κυρηναϊκή και ήσαν η θαψία η κομμιοφόρος και η θαψία το σίλφιον. Η καλλιέργειά του ήταν δυνατή μόνο στην Κυρηναϊκή, η οποία αποκόμιζε μεγάλα μονοπωλιακά κέρδη. Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα στα φαγητά, ενώ στη ιατρική θεωρούνταν πανάκεια. Το σίλφιον το μηδικόν (ή άση η δύσοσμος) ήταν δύσοσμο, αλλά είχε κι αυτό φαρμακευτικές ιδιότητες.

Σιμμίας του Ανδρομένη: πεζέταιρος από την Τύμφη, το κρατίδιο της Άνω Μακεδονίας. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν ταξιάρχης στο κέρας του Παρμενίωνα. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Άτταλος και Πολέμων, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ως συνωμότης, τα τρία αδέρφια εκτός από τον Πολέμωνα, που πρόλαβε να αυτομολήσει στους εχθρούς, δικάσθηκαν από την εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν.

Σισίγγαμβρις (ή Σισύγγαμβρις): η μητέρα του Δαρείου. Ακολούθησε το γιό της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) αιχμαλωτίσθηκε μαζί με την κόρη και τις εγγονές της, Στάτειρα ή Βαρσίνη, Δρύπετι καθώς και το μικρότερο εγγονό της. Στη θρυλούμενη συνάντησή της με τον Αλέξανδρο προσκύνησε αντ’ εκείνου τον Ηφαιστίωνα, που είχε πιό βασιλικό παράστημα. Λέγεται ότι η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου προς αυτήν και όλη την αιχμάλωτη οικογένειά της την έκανε να αγαπήσει πάρα πολύ τον Αλέξανδρο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων, όταν οι Πέρσες διέσπασαν τις μακεδονικές γραμμές και απελευθέρωσαν πολλούς αιχμαλώτους, η Σισίγγαμβρις αρνήθηκε να τους ακολουθήσει (331). Δύο μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα (331). Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να δεχθεί τροφή και πέθανε πέντε μέρες αργότερα (323).

Σιτάλκης: Θράκας, διοικητής των ομοεθνών του ψιλών (ακοντιστών και τοξοτών). Αναφέρεται για πρώτη φορά στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Πισιδίας (334) και παρατασσόταν πάντοτε στο αριστερό κέρας υπό τις διαταγές του Παρμενίωνα. Συμμετέσχε στη φρούρηση των Άνω Αμανικών Πυλών, στη μάχη της Ισσού (333) και των Γαυγαμήλων (331). Το καλοκαίρι του 330 εγκαταστάθηκε στη Μηδία ως υφιστάμενος του Παρμενίωνα και το ίδιο φθινόπωρο μαζί με τον Κλέανδρο και τον Μενίδα δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου. Το 324 κρίθηκε ένοχος σύλησης ιερών, τυμβωρυχιών, πολλών ατασθαλιών και εκτελέσθηκε.

Σκούντρα: ονόμαζαν οι Πέρσες την ευρωπαϊκή τους σατραπεία, ίσως από τη μακεδονική πόλη Σκύδρα.

Σκύλαξ ο Καρυανδεύς: Έλληνας από τα Καρύανδα της Καρίας, αξιωματούχος στην περσική Αυλή. Κατ’ εντολή του Δαρείου Α΄ (522-486) ξεκίνησε από την πόλη Κασπάτυρο της Πακτυϊκής (Πάκτυα του σημερινού Αφγανιστάν) και κατέπλευσε τον Ινδό μέχρι τις εκβολές του. Ο Δαρείος ήθελε να μάθει πού εκβάλλει ο Ινδός, ο μόνος ποταμός της Ασίας, που είχε κροκοδείλους. Όταν βγήκαν στη θάλασσα περιέπλευσε τη νότια ακτή του Ιράν, την Αραβική Χερσόνησο και έφτασε ως το λιμάνι του Σουέζ, απ’ όπου παλαιότερα ο φαραώ της Αιγύπτου είχε στείλει τους Φοίνικες να περιπλεύσουν τη Λιβύη. Το ταξίδι κράτησε 30 μήνες, στη συνέχεια ο Δαρείος υπέταξε τους Ινδούς και χρησιμοποιούσε αυτό το δρομολόγιο. Τα των εξερευνήσεών του ο Σκύλαξ κατέγραψε στον «Περίπλου» (Ηρόδοτος Δ.44). Το έργο του Σκύλακα αναφέρει και ο Αριστοτέλης με τον τίτλο «Γης Περίοδος» και «Περί Ινδιών».

Σκυλεύω: αφαιρώ τα σκύλα, δηλαδή τα όπλα του νεκρού εχθρού. Ήταν πανάρχαιο ελληνικό έθιμο, που αναφέρεται συχνά στην Ιλιάδα και απεικονίζεται σε πολλές παραστάσεις.

Σκυτάλη: ήταν σύστημα επίσημης μυστικής αλληλογραφίας των αρχαίων Ελλήνων. Κατασκεύαζαν ράβδους, που είχαν ακριβώς το ίδιο μήκος και πάχος καθώς και λοξή σπειροειδή εγκοπή ιδίου βήματος (απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών σπειρών) από τη μία άκρη ως την άλλη. Τα πρόσωπα, που ήθελαν να διατηρούν απόρρητη την αλληλογραφία τους, έπαιρναν από μία τέτοια ράβδο. Ο αποστολέας τύλιγε στο ελικοειδές σχέδιο της ράβδου του μία δερμάτινη λωρίδα, πάνω στην οποία έγραφε το μήνυμα. Στη συνέχεια ξετύλιγε τη δερμάτινη λωρίδα και την παρέδιδε σε έμπιστο πρόσωπο, για να τη μεταφέρει στον παραλήπτη. Η δερμάτινη λωρίδα, όταν ήταν ξετυλιγμένη και τεντωμένη, εμφάνιζε μία σειρά από λοξά γράμματα χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους και για να γίνει αντιληπτό το μήνυμα, η λωρίδα έπρεπε να τυλιχθεί σε ράβδο με ίδιο μήκος, ίδιο πάχος, ίδια κλίση εγκοπών και ίδιο βήμα.

Σκύφος: είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων.

Σμύρνα: ή μύρρα ή μύρο. Είναι κομμιορητήνη, που εκκρίνεται από τους βλαστούς της μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων ειδών, των βουρσεροειδών. Είναι η αρχαιότερη γνωστή ρητίνη και υπάρχουν δύο ποικιλίες, στην Αραβία το γκουμπάν και την Αιθιοπία το όρο. Διαλύεται εύκολα στο νερό και στο οινόπνευμα και το χρησιμοποιούσαν στην ιατρική, την αρωματοποιία και ως θυμίαμα. Η αξία της φαίνεται από το παρακάτω περιστατικό μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Λεωνίδα (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 25.7-8). Κάποτε, προφανώς όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην προεφηβική ηλικία, έρριξε στο θυσιαστήριο όλο το θυμίαμα, που είχε πιάσει και με τα δύο του χέρια. Τότε ο Λεωνίδας τον επέπληξε λέγοντας «Αλέξανδρε, να θυμιατίζεις τόσο πλούσια, όταν καταλάβεις κάποια αρωματοφόρα χώρα. Ως τότε να κάνεις οικονομία σ’ αυτά που έχεις». Πολλά χρόνια αργότερα, σε κάποια φάση της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος έστειλε στον παλιό παιδαγωγό του 500 τάλαντα (13,3 τόνους) λιβάνι και 100 τάλαντα (2,66 τόνους) σμύρνα, γράφοντάς του «Σου στείλαμε άφθονο λιβάνι και σμύρνα, ώστε να πάψεις να μιλάς για οικονομία σχετικά με τους θεούς». Το μύρο επί πολλούς αιώνες εθεωρείτο δώρο αντάξιο για βασιλείς, και γι’ αυτό οι τρεις Μάγοι προσέφεραν στον νεογέννητο Ιησού χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.

Σόλοι: όνομα δύο ελληνικών πόλεων της Καρίας και της Κύπρου αντίστοιχα. Οι κάτοικοι των Σόλων της Καρίας μιλούσαν μία τόσο παρεφθαρμένη διάλεκτο, που έχει μείνει παροιμιώδης: ο όρος σολοικισμός σημαίνει την ασύντακτη ομιλία.

Σπιθριδάτης: σατράπης της Λυδίας και της Ιωνίας. Πρωταγωνίστησε στη μάχη του Γρανικού (334) και αμέσως μόλις ο Ροισάκης έσπασε το κράνος του Αλεξάνδρου, ο Σπιθριδάτης επιτέθηκε από τα νώτα στον Αλέξανδρο με υψωμένη την κοπίδα του. Ο Κλείτος του Δρωπίδη πρόλαβε και με πλήγμα της δικής του κοπίδας σκότωσε το Σπιθριδάτη κόβοντας το βραχίονά του από το ύψος του ώμου.

Σπιταμένης: Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής των Σόγδιων ιππέων. Μετά το πραξικόπημα κατά του Δαρείου (330) ακολούθησε τον Βήσσο, ηγούμενος των Σογδιανών ιππέων, αλλά τελικά τον παρέδωσε (329) στον Αλέξανδρο, εναντίον του οποίου ωστόσο οργάνωσε σοβαρότατο ανταρτικό κίνημα. Λίγους μήνες αργότερα πολιόρκησε στην ακρόπολη των Μαρακάνδων τη μακεδονική φρουρά και εξόντωσε τη δύναμη υπό τον Ανδρόμαχο, που έστειλε ο Αλέξανδρος εναντίον του. Πολιόρκησε ξανά τα Μαράκανδα και ξανατράπηκε σε φυγή, όταν έφτασαν ενισχύσεις. Την άνοιξη του 328, ενώ ο Αλέξανδρος επιχειρούσε στην επαναστατημένη Σογδιανή, ο Σπιταμένης έκανε επιδρομή στα μετώπισθεν, κατέλαβε ένα φρούριο της Βακτριανής, εξόντωσε τη φρουρά του και πολιόρκησε τα Βάκτρα. Καταδιώχθηκε και κατέφυγε ξανά στην έρημο, γύρω από την οποία ο Κοίνος τοποθέτησε φρουρές, για να περιορίσει τις κινήσεις του. Βλέποντας το αδιέξοδο, έπεισε και πάλι τους Σκύθες να τον ακολουθήσουν και επιτέθηκε στους Μακεδόνες. Ηττήθηκαν και κατέφυγαν ξανά στην έρημο. Οι Μασσαγέτες όμως μαθαίνοντας ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπαίνει στην έρημο και κινείται αποφασιστικά εναντίον τους, τον σκότωσαν και του έστειλαν το κεφάλι του, για να αποφύγουν συνέπειες.

Σπονδή: ήταν η προσφορά στους θεούς ποτού, κυρίως οίνου, τον οποίο έχυναν πριν πιουν από το ποτήρι, για να αγιασθή το ποτό.

Στάδιον: το θεμελιώδες μέτρο μήκους των αρχαίων Ελλήνων. Οι Δωριείς το έλεγαν «σπάδιον». Ισοδυναμεί με 6 πλέθρα ή με 600 πόδια ή με 100 οργυές. 1 στάδιο = 6 πλέθρα = 600 πόδια = 100 οργυές = 9.600 δάκτυλοι = 184,87 μ

Σταθμός: ονομαζόταν η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών σημείων στάθμευσης στρατεύματος. Δεν ήταν σταθερή, αλλά ποίκιλλε κι εξαρτιώταν κυρίως από τη μορφολογία του εδάφους.

Στασάνωρ: εταίρος. Το 329 ο Αλέξανδρος τον έστειλε να συλλάβει τον Αρσάκη, ως τότε σατράπη της Αρείας και ύποπτο στάσης, με διαταγή να πάρει τη θέση του. Το χειμώνα του ιδίου έτους οδήγησε στα Βάκτρα ενώπιον του Αλεξάνδρου τον Αρσάκη και άλλους συνεργάτες του Βήσσου. Το 328 πήρε μέρος στην κατάπνιξη της επανάστασης των Σογδιανών και το χειμώνα του ιδίου έτους ο Αλέξανδρος προσέθεσε στην εξουσία του και τη Δραγγιανή. Το 325 οδήγησε πολλά υποζύγια στην Καρμανία, για να αντικαταστήσει ο Αλέξανδρος, όσα είχε χάσει κατά τη διέλευση της ερήμου της Γεδρωσίας.

Στάτειρα: έτσι λεγόταν η μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου κατά τους Διόδωρο, Ιουστίνο και Πλούταρχο, ενώ κατά τον Αρριανό ονομαζόταν Βαρσίνη. Ακολούθησε τον πατέρα της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) αιχμαλωτίσθηκε μαζί με τη μητέρα, τη γιαγιά τη μικρότερη αδελφή και τον αδελφό της. Ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα με διαταγή να διδαχθεί την ελληνικήν διάλεκτον (331). Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στα Σούσα (324) μετά την εκστρατεία στην Ινδία την παντρεύτηκε σύμφωνα με το έθιμο των Περσών βασιλέων ως δεύτερη σύζυγο, αφού ήδη είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Στάτειρα ή Βαρσίνη και η μικρότερη αδελφή της δολοφονήθηκαν από τη Ρωξάνη (323).

Στάτειρα: κατά τον Πλούταρχο έτσι ονομαζόταν η σύζυγος του Δαρείου, που σύμφωνα με το περσικό βασιλικό τυπικό ήταν και αδελφή του. «Λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά» και ότι μόνο η Ρωξάνη την ξεπερνούσε σε ομορφιά. Είχε ακολουθήσει το σύζυγό της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) συνελήφθη μαζί με τη μητέρα, το μικρότερο γιό, τη μεγαλύτερη κόρη και τη Δρύπετι. Όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι ο Αλέξανδρος τη σεβάσθηκε απόλυτα και ότι δεν συνήψε ερωτικές σχέσεις μαζί της, εντούτοις δεν δίνουν απολύτως καμία εξήγηση για το θάνατό της από επιπλοκές εγκυμοσύνης ή κατά τη γέννα το καλοκαίρι του 331, ενάμιση περίπου χρόνο μετά τη σύλληψή της. Ο Αλέξανδρος την έθαψε με βασιλική μεγαλοπρέπεια, εκεί πέθανε (κάπου στην Ασσυρία) κι ενώ κατευθυνόταν προς τα Γαυγάμηλα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ηλικία της, αλλά δεν πρέπει να είχε μεγάλη διαφορά από τον 50χρονο αδελφό της, το Δαρείο.

Στατήρ: για τους αρχαίους Έλληνες ο όρος αρχικά σήμαινε το βάρος, που χρησίμευε για το ζύγισμα, δηλαδή στατήρες ονομάζονταν τα σταθμά, που είχαν βάρος δύο δραχμές (δίδραχμον ή σίκλος). Στη συνέχεια το όνομα επεκτάθηκε και στα νομίσματα και στατήρες ονομάσθηκαν όλα τα αργυρά δίδραχμα, ανεξάρτητα από τον τόπο κοπής τους. Αργότερα το όνομα επεκτάθηκε και στα χρυσά ή από ήλεκτρο (μίγμα χρυσού και αργύρου) δίδραχμα. Οι αθηναϊκοί χρυσοί στατήρες, τις σπάνιες φορές που κόπηκαν, είχαν βάρος 8,60 – 8,72 γραμμάρια και αξία 20 δραχμών. Από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου γενικεύθηκε η χρήση του αττικού συστήματος μέτρων και σταθμών. Ο δαρεικός στατήρ είχε βάρος 9,44 γραμμάρια.

Στεφανίται αγώνες: αγώνες των οποίων το βραβείο ήταν στέφανος σε αντίθεση προς τους χρηματίτες αγώνες, των οποίων το βραβείο ήταν κάποιο χρηματικό ποσόν. Κυριότεροι στεφανίται αγώνες ήταν τα Ολύμπια (Ολυμπιακοί Αγώνες) και τα Πύθια που ετελούντο ανά τετραετία, τα Ίσθμια που ετελούντοι ανά τριετία και τα Νέμεα που ετελούντο ανά διετία.

Στράβων: γεννήθηκε το 67 π.Χ. στην Αμάσεια του Πόντου από επιφανή ελληνική οικογένεια. Ήταν ο κατ’ εξοχήν γεωγράφος της αρχαιότητας, αλλά δεν έγραψε μόνο γεωγραφία. Το πρώτο βιβλίο του, «Ιστορικά Υπομνήματα», αποτελούμενο από 43 ή 47 βιβλία χάθηκε. Το σημαντικότερο έργο του, τα «Γεωγραφικά», σώθηκε σε 17 βιβλία.

Σύριγξ: ήταν ποιμενικό κυρίως μουσικό όργανο, γι’ αυτό εμυθολογείτο ως εφευρέτης του ο θεός Παν. Κατασκευαζόταν με 6 ή 7 καλάμια διαφορετικού μεγέθους, τα οποία συγκολλούσαν μεταξύ τους.


Τ

Τάλαντο: Αρχικά σήμαινε ζυγαριά και κάθε τι, που ζυγιζόταν. Αργότερα ο όρος επεκτάθηκε και σήμαινε συγκεκριμένο βάρος χρυσού ή αργύρου. Έτσι αποτέλεσε την ανώτατη νομισματική μονάδα των αρχαίων Ελλήνων, η οποία ήταν συμβατική και ποτέ δεν κυκλοφόρησε ως νόμισμα. Υπήρχε το συριακό ή πτολεμαϊκό, το αιγυπτιακό, το ροδιακό, το βαβυλωνιακό, το ευβοϊκό, το κορινθιακό ή μέγα αττικό και άλλα κατά τόπους τάλαντα. Το συνηθέστερο ήταν το (απλό) αττικό. Το αττικό (μετά την μεταρρύθμιση του Σόλωνα τον 7ο π.Χ. αιώνα) ισοδυναμούσε με το ευβοϊκό. Αυτό το τάλαντο χρησιμοποιήθηκε και από τον Αλέξανδρο. Το τάλαντο ως νομισματική μονάδα διακρινόταν σε χρυσό, αργυρό και χάλκινο. Όταν δεν προσδιορίζεται μέταλλο, εννοείται το αργυρό, που ισοδυναμούσε με 600 μνες ή 3.000 στατήρες ή 6.000 δραχμές ή 1/10 του χρυσού ταλάντου ή 10 χάλκινα τάλαντα. Ως μονάδα βάρους το τάλαντο αντιστοιχούσε σε 26,6 κιλά.

Τάναϊς: αρχαία ονομασία του ουκρανικού ποταμού Ντον, που εκβάλλει στη λίμνη Μαιώτιδα (Αζοφική Θάλασσα). Αυτός, που συνάντησε ο Αλέξανδρος ήταν ο Ιαξάρτης (Συρ Ντάρυα).

Ταξίλης: Ινδός βασιλιάς της Γανδάρας. Στην πραγματικότητα «Ταξίλης» σημαίνει τον καταγόμενο από τα Τάξιλα και είναι ανάλογο του «Αβισάρης», «Αθηναίος» ή «Μακεδόνας». Την άνοιξη του 327, όταν άρχισε η εκστρατεία κατά των Ινδών, ο Αλέξανδρος έστειλε πρέσβεις στον Ταξίλη και σ’ όλους τους Ινδούς ηγεμόνες της δυτικής όχθης του Ινδού, διατάσσοντάς τους να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. Ο Ταξίλης δέχθηκε, έστειλε 200 τάλαντα, 3.000 βόδια για τις θυσίες, πάνω από 10.000 πρόβατα, περί τους 30 πολεμικούς ελέφαντες, 700 Ινδούς ιππείς και του παρέδωσε επισήμως τα Τάξιλα, που ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου του και η μεγαλύτερη πόλη μεταξύ Ινδού και Υδάσπη (Τζέλαμ). Την άνοιξη του 326 π.Χ. μόλις όλη η στρατιά περαιώθηκε στην ανατολική όχθη του Ινδού, τους συνάντησε ο γιος του βασιλιά Ταξίλη (ο Μώφις ή Ώμφις στα Ελληνικά, Άμβι στα σανσκριτικά). Ο πατέρας του είχε πεθάνει, ο Μώφις τον διαδέχθηκε στο θρόνο και διατήρησε την συμμαχία με τον Αλέξανδρο και την ονομασία Ταξίλης. Στα Τάξιλα ο Μώφις υποδέχθηκε επισήμως τον Αλέξανδρο και οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους. Ο Ταξίλης προσέφερε στους Μακεδόνες χρυσά στέμματα, 80 τάλαντα σε ασημένια νομίσματα, 56 πολεμικούς ελέφαντες, μεγάλο αριθμό εξαιρετικά μεγαλόσωμων προβάτων, 3.000 ταύρους και μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Ο Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ταξίλη 1.000 τάλαντα και όσα εδάφη από τη γειτονική χώρα ζήτησε. Αυτό εξόργισε τους εταίρους, ενώ ο Μελέαγρος σε κάποιο μεθύσι συνεχάρη σαρκαστικά τον Αλέξανδρο, που επιτέλους βρήκε έναν άνθρωπο αξίας 1.000 ταλάντων. Ο Ταξίλης ακολούθησε τον Αλέξανδρο με 5.000 Ινδούς εναντίον του Πώρου, με τον οποίο είχε παλιά έχθρα. Μετά την ήττα του Πώρου (326) ο Αλέξανδρος συμφιλίωσε τους δύο παλιούς εχθρούς και αποδέσμευσε τον Ταξίλη από τη στρατιά. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323), ο Ταξίλης και ο Εύδαμος δολοφόνησαν το Πώρο και μοιράστηκαν τη χώρα του (Διόδωρος 17.86.34-37, Κούρτιος 8.12.5-18, Πλούταρχος Αλέξανδρος 59.1-5).

Ταυλάντιοι: μεγάλο και ισχυρό ιλλυρικό έθνος. Κατοικούσε μεταξύ Επιδάμνου και Δυρραχίου.

Τέμενος: (προέρχεται από το ρήμα τέμνω) μέρος γής περιφραγμένο ή σημειωμένο, που ανήκε σε επίσημο πρόσωπο, αρχηγό ή βασιλιά.

Τέρμινθος: η τερέβινθος, γένος φυτών της οικογενείας των τερεβινθοειδών. Περιλαμβάνει είδη απαντώντα στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι δένδρα ή δενδρύλλια γνωστότερα των οποίων είναι η τερέβινθος η αγρία, ύψους 8 περίπου μέτρων, φύεται σε άγονα ή πετρώδη μέρη. Κατά τον Αριστόβουλο, στον Ινδικό Καύκασο (Χιντού Κους) φύτρωναν μόνο τέρμινθοι και σίλφιο.

Τηθύς: κόρη του Ουρανού και της Γης, σύζυγος του Ωκεανού. Αλληγορικά συμβόλιζε το αρχέγονο υγρό στοιχείο.

Τιάρα: κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της κιδάρεως και της κυρβασίας. Όλοι τη φορούσαν λοξά και μόνο ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να την φοράει όρθια (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις Β.V.23).

Τληπόλεμος του Πειθοφάνη: εταίρος. Το 330 ορίσθηκε επόπτης των Υρκανών και Παρθυαίων. Το 325 και ενώ ο Αλέξανδρος διέσχιζε τη Γεδρωσία, διορίσθηκε σατράπης της ανυπότακτης ακόμη Καρμανίας.

Τρόπαιον: μνημείο θριάμβου, που έστηναν οι αρχαίοι Έλληνες για την τροπή σε φυγή του εχθρού. Αν ο εχθρός δεν αντιδρούσε στο στήσιμο του τροπαίου, ομολογούσε την ήττα του. Μετά το στήσιμό του, το τρόπαιο αφιερωνόταν στον Δία Τροπαίο και ήταν απαραβίαστο. Στην απλούστερη μορφή του αποτελούνταν από ασπίδες, κράνη και άλλα μέρη της πανοπλίας, που κρεμούσαν σε δέντρα ή ξύλινους στύλους, αλλά έχουν διασωθεί και απεικονίσεις τροπαίων σε μάρμαρο και τοιχογραφία.

Τυνδάρεως: μυθικός βασιλιάς της Σπάρτης (πριν την κάθοδο των Δωριέων) και πατέρας του Κάστορα, του Πολυδεύκη, της Κλυταιμνήστρας (που παντρεύτηκε τον Αγαμέμνονα), της Φιλονόης και της Ελένης (που παντρεύτηκε τον Μενέλαο και εξαιτίας της έγινε ο Τρωικός πόλεμος).

Τυρρηνία: έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την Ετρουρία, περίπου τη σημερινή Τοσκάνη της Ιταλίας.


Υ

Υδρία: αγγείο κατά κανόνα πήλινο, όπου συνήθως έβαζαν νερό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε και ως ταφικό σκεύος, όπου τοποθετούσαν τα οστά των αποτεφρωθέντων νεκρών. Σ’ αυτήν την περίπτωση και ανάλογα με την κοινωνική θέση και τον πλούτο του νεκρού, η υδρία μπορούσε να είναι πήλινη, χάλκινη, ασημένια ή χρυσή. Στο δεύτερο βασιλικό τάφο των Αιγών βρέθηκε στην παραπλεύρως εικονιζόμενη ασημένια υδρία η ταφή αγοριού 12-14 ετών (Αλέξανδρος Δ΄).

Ύπαρχος: διοικητής ή άρχων υπαγόμενος στην εξουσία άλλου διοικητού ή άρχοντος.


Φ

Φαρνάβαζος: γιός του Αρτάβαζου και αδελφός της Βαρσίνης, της συζύγου του Μέμνονα του Ρόδιου. Όταν ο Μέμνων πέθανε κατά την πολιορκία της Μυτιλήνης (333), ο Φαρνάβαζος κληρονόμησε προσωρινά την εξουσία του ανώτατου διοικητή των παραλίων της Μεσογείου και των στόλων της, ώσπου λίγο αργότερα ο Δαρείος επικύρωσε την εξουσία του. Μετά το θάνατο του Μέμνονα συνέχισε την πολιορκία της Μυτιλήνης, την οποία τελικά κατέλαβε. Στη συνέχεια κατέλαβε την Τένεδο, την Άνδρο, τη Σίφνο και τρομοκράτησε τις υπόλοιπες Κυκλάδες. Στα τέλη του ιδίου έτους συνάντησε στη Σίφνο τον Σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, στον οποίο έδωσε χρήματα και οδηγίες για τον κοινό πόλεμο κατά του Αλεξάνδρου. Εκεί πληροφορήθηκε την ήττα του Δαρείου στην Ισσό και επέστρεψε εσπευσμένα στη Χίο, για να αποτρέψει εξέγερση των κατοίκων. Όταν ελευθερώθηκε η Χίος, ο Φαρνάβαζος συνελήφθη, αλλά δραπέτευσε στην Κώ κατά την μεταγωγή του στην Αίγυπτο, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος (332).

Φαρνούχης: Λύκιος αξιωματούχος του περσικού κράτους. Φαίνεται ότι υπηρετούσε στη σατραπεία της Βακτρίας και Σογδιανής, διότι μιλούσε σογδιανά και ήταν διερμηνέας. Το 329 ο Αλέξανδρος τον όρισε διοικητή των δυνάμεων του Ανδρόμαχου, του Μενέδημου και του Κάρανου και τον έστειλε εναντίον του Σπιταμένη, που πολιορκούσε τη μακεδονική φρουρά στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. Αγνόησαν στοιχειώδεις κανόνες εμπλοκής και μπήκαν στη χώρα των νομάδων Σκυθών καταδιώκοντας τον Σπιταμένη. Εκείνος, επικεφαλής ξεκούραστων Σκυθών ιππέων αντεπιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των κουρασμένων μακεδονικών δυνάμεων. Βλέποντας τη δυσχερή τους θέση ο Φαρνούχης παραχωρούσε την ηγεσία στους Μακεδόνες αξιωματικούς, που ούτε εκείνοι ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη της διαφαινόμενης αποτυχίας. Μέσα στην ασυνεννοησία και την αποδιοργάνωσή τους, ο Σπιταμένης επιτέθηκε, τους διέσπασε και τους αποδεκάτισε. Από τους 860 ιππείς και 1.500 πεζούς επέζησαν μόνο 40 ιππείς και 300 πεζοί.

Φιάλη: φαρδύ και ρηχό ποτήρι για πόση ή σπονδές.

Φίλιππος του Αμύντα Γ΄: βασιλιάς της Μακεδονίας και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (περισσότερα).

Φίλιππος του Αμύντα: στη μάχη του Γρανικού ήταν ιππάρχης των συμμάχων.

Φίλιππος του Μαχάτα: έλαβε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Πολέμησε στη μάχη του Γρανικού (334) και ως ταξιάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Ανέλαβε φρούραρχος της Πευκελαώτιδας (327) και μετά σατράπης της περιοχής μεταξύ Ινδού και Βακτρίας. Όταν επαναστάτησαν οι Ασσακηνοί, τους υπέταξε ξανά. Συμμετέσχε στην κάθοδο της στρατιάς από τον Υδάσπη ως τη Μεγάλη Θάλασσα (326-325) και ο Αλέξανδρος τον διόρισε σατράπη των Μαλλών και των Οξυδρακών. Το 325 τον δολοφόνησαν οι μισθοφόροι της φρουράς του.

Φίλιππος του Μενελάου: εταίρος. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ιππάρχης των συμμάχων και στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν διοικητής του θεσσαλικού ιππικού. Αργότερα του ανατέθηκε μέρος των μισθοφόρων ιππέων και στην καταδίωξη του Βήσσου (330) διοικούσε επιπλέον τους εθελοντές Θεσσαλούς και τους μισθοφόρους του Ανδρόμαχου.

Φίλιππος: Ακαρνάνας γιατρός, που έσωσε τον Αλέξανδρο στην Ταρσό (333), όταν όλοι οι άλλοι τον θεωρούσαν ετοιμοθάνατο. Ο Παρμενίων ειδοποίησε τον Αλέξανδρο ότι ο Φίλιππος φερόταν να έχει εξαγορασθεί από το Δαρείο για να τον δολοφονήσει με δηλητήριο, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο Αλέξανδρος είχε δύο επιλογές. Αφενός να πεθάνει είτε από την αρρώστεια είτε από το δηλητήριο και αφετέρου να σωθεί. Τελικά, ο Φίλιππος αποδείχθηκε και ικανός και πιστός.

Φιλώτας του Παρμενίωνα: διακρίθηκε για την ανδρεία του ως ιππάρχης των εταίρων. Πήρε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου (335) και συμμετέσχε ως ανώτατος αξιωματικός του ιππικού σε όλες τις μάχες μέχρι τη Δραγγιανή. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν επικεφαλής των εταίρων, των άλλων ιππέων, των τοξοτών και των Αγριάνων. Μετά την κατάληψη της Μιλήτου (334), επικεφαλής του ιππικού και τριών τάξεων πεζών πήγε στη Μυκάλη και ανάγκασε τον Περσικό στόλο να αποσυρθεί στη Σάμο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής του εταιρικού ιππικού. Το καλοκαίρι του 330 στη Δραγγιανή (χάρτης) κατηγορήθηκε για συνομωσία και καταδικάσθηκε σε θάνατο, αν και δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή του.

Φιλώτας: πεζέταιρος. Εμφανίζεται ως ταξιάρχης υπό τον Πτολεμαίο κατά την καταδίωξη του Βήσσου (329). Πήρε μέρος στις επόμενες επιχειρήσεις και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε σατράπης της Κιλικίας (323).

Φόβος: κατά τη μυθολογία, το πολεμικό άρμα του Άρη έσερναν δύο πολύ άγριοι ίπποι, ο Δείμος και ο Φόβος. Αυτοί, όπως φαίνεται καθαρά από τα ονόματά τους, αποτελούν μία και την αυτή έννοια, αν και αναφέρονται ως δύο πρόσωπα. Οι Λακεδαιμόνιοι και άλλοι Έλληνες είχαν χτίσει ναούς προς τιμή του και ορκίζονταν στο άγαλμά του (Ελληνική Μυθολογία, σελ 440).

Φραταφέρνης: σατράπης της Υρκανίας και Παρθυαίας. Πολέμησε στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) επικεφαλής των Υρκανίων, Παρθυαίων και Ταπούρων ιππέων. Το 330 μετά τη δολοφονία του Δαρείου παραδόθηκε στον Αλέξανδρο στη χώρα των Ταπούρων και διατήρησε τη σατραπεία του. Βοήθησε στην υποταγή των Αρείων, που είχαν συμμαχήσει με το Βήσσο, κι έσπευσε να συναντήσει τον Αλέξανδρο με πολλά εφόδια, μόλις βγήκε από τη Γεδρωσία (325). Όταν ο Αλέξανδρος κατέταξε και Πέρσες στο άγημα (324), περιέλαβε και τους γιούς του Φραταφέρνη, τον Σισίνη και τον Φραδασμένη.

Φύλαρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.


Χ

Χαλδαίοι: ήταν λαός, αλλά οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς με τον όρο αυτό εννοούσαν τους Μάγους και τους ιερείς της Βαβυλώνας

Χοίνιξ: μονάδα όγκου στερεών, 1/48 του μεδίμνου ή 1,08 λίτρα.

Χοριήνης: ύπαρχος των Παρειτακών. Αν ο Κούρτιος κι ο Πλούταρχος έχουν δίκιο και το όνομά του ήταν πράγματι Σισιμίθρης, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Αρριανός χρησιμοποιεί τον τίτλο του, όπως ονομάζει Ταξίλη των βασιλιά των Ταξίλων και Αβισάρη τον διοικητή της Αβισάρας.

Χούς: μονάδα όγκου στερεών, 1/12 του μεδίμνου ή 4,32 λίτρα.


Ψ

Ψευδοκαλλισθένης: είναι ο υποτιθέμενος συγγραφέας του «μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου», που ψευδώς αποδίδεται στον Καλλισθένη.

Ψυκτήρ: ήταν σκεύος μέσα στο οποίο κρύωναν το κρασί και είχε χωρητικότητα από 2 έως 6 μετρητές, δηλαδή από 79 έως 237 λίτρα περίπου.


Ω

Ωκεανός: κατά τον Όμηρο ήταν ο γεννήτορας όλων των θεών. Σύζυγός του ήταν η Τηθύς.

Ώρα: η ισχύουσα βιβλιογραφία σήμερα τοποθετεί τα Ώρα στη σημερινή Ούντε-γκραμ του Πακιστάν, θέση που εμείς κρίνουμε ως εξόφθαλμα προβληματική. Η Ούντε-γκραμ βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Ινδού, τον οποίο η στρατιά πέρασε πολλούς μήνες αργότερα. Πράγματι, οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν ότι ο Κοίνος διέσχισε τον Ινδό, ούτε στο ύψος των Ώρων, ούτε χαμηλότερα, στην Πευκαλαΐτιδα, όπου κατασκευάσθηκε η πλωτή γέφυρα. Η απόσταση αυτή ήταν πολύ μεγάλη για τους ταχείς ελιγμούς, που απαιτήθηκαν στη χώρα των Ασσακηνών, κι επιπλέον το δρομολόγιο από τα Βάζιρα (Μπιρ-κοτ) ως την Πευκαλαΐτιδα αποδείχθηκε στη συνέχεια εξαιρετικά δύσβατο. Συνεπώς τα αρχαία Ώρα πρέπει να βρίσκονταν κάπου στη δυτική όχθη του Ινδού, όπου και τα τοποθετούμε αυθαίρετα ελλείψει ικανοποιητικής πρότασης.

Ώξος ή Όξος: μεγάλος ποταμός της Κεντρικής Ασίας, ο σημερινός Αμού Ντάρια ή απλώς Αμού, στα περσικά Γιαϊχούν. Πηγάζει από το οροπέδιο Παμίρ και χύνεται με δύο στόμια στη λίμνη Αράλη. Αξιοσημείωτη είναι η αρχαία παράδοση (Αρριανός Γ.29), κατά την οποία ο Ώξος χυνόταν στην Κασπία. Πράγματι στον κόλπο Μπαλκάν, στις ανατολικές ακτές της Κασπίας, υπάρχουν ίχνη παλαιών εκβολών μεγάλου ποταμού, ενώ σε χάρτες περιηγητών προηγουμένων αιώνων απεικονίζεται και η πιθανολογούμενη κοίτη του. Στην αρχαιότητα αποτελούσε το όριο μεταξύ Σογδιανής και Βακτρίας.


http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου