Αναγνώστες

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Ο Ατομικός Οπλισμός Του Στρατιώτη

Ο Ατομικός Οπλισμός Του Στρατιώτη
(Πολύαινος Δ.2.10, Αρριανός Γ.21)

Τα όπλα, που αποτελούσαν την πανοπλία τόσο των Ελλήνων, πεζών και ιππέων, όσο και των Περσών, διακρίνονται σε δύο γενικές κατηγορίες, στα αγχέμαχα (που ενεργούσαν σε μικρή απόσταση) και στα εκηβόλα (που ενεργούσαν σε μεγάλη απόσταση). Τα αγχέμαχα πάλι διακρίνονται σε αμυντήρια και επιθετικά, ενώ τα εκηβόλα ήταν μόνο επιθετικά.



Προετοιμασία πολεμιστών για τη μάχη, από κύλικα του Δούριδος, τέλος 6ου π.Χ. αιώνα. Ο κεντρικός οπλίτης δένει τον λινοθώρακα του στο στήθος του, ενώ οι δύο επωμίδες είναι ακόμη ελεύθερες. Ο τρίτος από αριστερά οπλίτης δεν έχει θωρακισθεί ακόμη και φέρει το υπένδυμα. Από τη στάση του φαίνεται ξεκάθαρα ότι κουμπώνει (δεν δένει) τις κνημίδες του. Τα κράνη είναι κλειστού (κορινθιακού) τύπου με μεγάλη χαίτη. Στο εσωτερικό των ασπίδων φαίνεται ο τελαμών και μερικά από τα σημεία πρόσδεσής του.

Η πανοπλία των στρατιωτών στους επιμέρους στρατούς, τόσο στους ελληνικούς όσο και στους βαρβαρικούς, ήταν ουσιωδώς ανομοιόμορφη. Κάθε στρατός είχε ορισμένα βασικά γνωρίσματα, που τον διαφοροποιούσαν από τους άλλους (π.χ. οι Σπαρτιάτες έφεραν την ξυήλη, οι Θηβαίοι την βοιωτικού τύπου ασπίδα, οι Μακεδόνες ημιθωράκια, οι Πέρσες φολιδωτούς θώρακες κλπ). Αυτά τα χαρακτηριστικά προέκυψαν λόγω του συγκεκριμένου τρόπου, με τον οποίο πολεμούσε κάθε κράτος. Αλλά και η πανοπλία των στρατιωτών του ιδίου στρατού παρουσίαζε ανομοιομορφία, διότι ενώ οι συνήθεις πολεμικές αναμετρήσεις κάποιου στρατού τον οδήγησαν στην πρόκριση φέρ’ ειπείν κράνους ανοικτού τύπου, υπήρχε μία πληθώρα από κράνη ανοικτού τύπου (ιλλυρικού, βοιωτικού, θρακικού, κλπ), μεταξύ των οποίων μπορούσε να επιλέξει ο κάθε στρατιώτης. Στην ανομοιομορφία συντελούσε κατά πολύ και η απόκτηση οπλισμού από τα λάφυρα των εχθρών. Επιπλέον, αφού τα στρατεύματα ήταν κατά κύριο λόγο μισθοφορικά και οι μισθοφόροι είχαν την πανοπλία της προσωπικής τους επιλογής, ήταν αναπόφευκτη η ανομοιομορφία στην εμφάνιση ενός στρατού, πολύ δε περισσότερο ενός πολυεθνικού στρατού όπως αυτός του Αλεξάνδρου.

Όταν το πεδίο της μάχης δεν απείχε πολύ ή όταν ο Αλέξανδρος έκανε μία από τις συνήθεις σύντονες πορείες, εκτός από την πανοπλία οι πολεμιστές έπαιρναν μαζί τους τρόφιμα για 2 ή 3 ημέρες, σκεύη «καθημερινής διαίτης» και τη σκηνή τους ή κάποια κουβέρτα, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Οι Αθηναίοι οπλίτες έφεραν σακίδιο, το οποίο περιείχε τρόφιμα για τρεις ημέρες (κυρίως ψωμί, τυρί, ελιές, κρεμμύδια και σκόρδο), ενώ οι ανασκαφές στην Περσέπολη έφεραν στο φως επίπεδα παγούρια, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες.


Ἀγχέμαχα Ἀμυντήρια Όπλα
(Ξενοφών Περί Ιππικής 12.1, 3, Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.16, Α.VIII.9, Β.Ι, Δ.Ι.21, Δ. VI.26, Ε.ΙΙ.22, 29, Αρριανός Δ.22, Ασκληπιόδοτος 5.1, Ηρόδοτος Α.135, Πολύαινος Δ.3.13)

Τα αγχέμαχα αμυντήρια όπλα των αρχαίων Ελλήνων στρατιωτών, δηλαδή τα στοιχεία του ατομικού τους οπλισμού, που ενεργούσαν σε μικρή απόσταση και χρησίμευαν στην προστασία του κατόχου τους, ήταν τα παρακάτω:

Κράνος: με την εμφάνιση στο πεδίο της μάχης των ψιλών και των πελταστών, που αποσκοπούσαν στη διάσπαση της φάλαγγας, ο οπλίτης χρειαζόταν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο. Έτσι το κράνος έγινε περισσότερο «ανοικτού» τύπου και η χαίτη, χαρακτηριστικό των Ηρωικών Χρόνων, καταργήθηκε. Υπήρχαν πολλών τύπων κράνη, όπως κορινθιακό, βοιωτικό, χαλκιδικό, ιλλυρικό, θρακικό, πετασσοειδές κλπ. Για τους ιππείς ο Ξενοφών προτείνει τη χρήση του βοιωτικού κράνους, που παρείχε αυξημένη προστασία στον αυχένα, χωρίς να περιορίζει το οπτικό πεδίο. Στους βαρβαρικούς στρατούς αναφέρονται πολλών ειδών κράνη, πολλά από τα οποία ήταν στην ουσία απλά καλύμματα κεφαλής: δερμάτινα, επιχώρια (τοπικής τεχνοτροπίας και κατασκευής), χάλκινα, ξύλινα, πλεκτά, από δέρμα αλογοκεφαλής με τη χαίτη αντί λοφίου, από αλεποτόμαρο κλπ. Από τις σωζόμενες παραστάσεις, κυρίως στη λεγόμενη «σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», φαίνεται ότι ο Μακεδόνας πεζός έφερε φρυγικού τύπου και ο ιππέας βοιωτικού τύπου κράνος.





Αριστερά: φρυγικού τύπου κράνος σε εντυπωσιακά απλή μορφή. Έχει ακριβώς το σχήμα του λεγόμενου φρυγικού σκούφου και στην κορυφή του υπάρχει διακοσμητικό στοιχείο. Δεξιά: Μακεδόνας οπλίτης με φρυγικού τύπου κράνος και εντελώς αθωράκιστος (λεπτομέρεια από τη λεγόμενη σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου).








Περιτραχήλιο: ήταν μεταλλικό ή φολιδωτό προστατευτικό περίβλημα του τραχήλου. Αποτελούσε τμήμα της πανοπλίας των μυκηναϊκών χρόνων. Στις ελληνικές πανοπλίες του 4ου αιώνα δεν απεικονίζεται ούτε αναφέρεται σε άλλη περίπτωση εκτός από την κατά Πλούταρχο περιγραφή της πανοπλίας του Αλεξάνδρου.







Φολιδωτό περιτραχήλιο του 4ου π.Χ. αιώνα. Βρέθηκε στο Δερβένι. Το περιτραχήλιο του Αλεξάνδρου ήταν λιθοκόλλητο (προφανώς με πολύτιμους λίθους).






Ἀσπίς πεζική: αρχικά ονομαζόταν ὅπλον και από αυτήν πήρε το όνομά του ο πεζός στρατιώτης, που τη χρησιμοποιούσε (ὁπλίτης). Ήταν συνήθως στρογγυλή, με διάμετρο περίπου 0,9 μ, μπρούτζινη ή χάλκινη ή αποτελούνταν από επάλληλους δίσκους δέρματος ραμμένους μεταξύ τους και στερεωμένους σε ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. Η εξωτερική πλευρά ήταν πάντοτε κυρτή και έφερε στο κέντρο τον ὀμφαλόν, που μερικές φορές είχε κάποια παράσταση, το ἐπίσημον, ή κάποιο ρητό. Αρχικά τα ἐπίσημα ήταν ατομικά και χρησίμευαν στην αναγνώριση του κατάφρακτου ὁπλίτη μέσα από την πανοπλία του. Με την επικράτηση όμως των δημοκρατικών πολιτευμάτων το ἐπίσημον έγινε ομοιόμορφο και αντιπροσωπευτικό της πόλης. Η εσωτερική πλευρά είχε μία λωρίδα με υποδοχή στο μέσο της ασπίδας (πόρπαξ), από όπου ο ὁπλίτης περνούσε το βραχίονα, και ένα δερμάτινο ιμάντα (ἀντιλαβή ἤ ὄχανον) στο εσωτερικό χείλος, από όπου περνούσε το αριστερό χέρι. Χωρίς αυτά η ασπίδα ήταν άχρηστη και οι ανατιθέμενες ασπίδες ήταν υποχρεωτικά χωρίς αντιλαβές και πόρπακες, για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ενδεχόμενη στάση κατά του Δήμου. Εκτός μάχης ένας τελαμών (λουρί) επέτρεπε να την κρεμούν στους ώμους, όπως τα σακίδια σήμερα. Στην περίμετρό της υπήρχε η ἴτυς, ένα στεφάνι, που προσέθετε ακαμψία και σταθερότητα στην κατασκευή. Μερικές φορές την ασπίδα την επιμήκυναν προς τα κάτω με ένα είδος ποδιάς από δέρμα, για να προστατεύει τα πόδια του ὁπλίτη από τα εχθρικά τοξεύματα. Στους ελληνικούς στρατούς εκτός μάχης την ασπίδα μετέφερε ο υπασπιστής, για να μην κουράζεται από το βάρος της ο ὁπλίτης. Όταν δεν τη χρησιμοποιούσαν, την τοποθετούσαν σε ειδικό κάλυμμα. Στο στρατό των Περσών αναφέρονται πολλών ειδών ασπίδες: επιχώριες, από ακατέργαστο δέρμα βοδιού, μικρές, δερμάτινες, ξύλινες, ποδήρεις ξύλινες, κοίλες με μεγάλη ἴτυν, μικρές χωρίς ἴτυες.
Ἀσπίς ιππική: ήταν μικρότερη από την πεζική ασπίδα, για να μπορεί να τη χειρίζεται ο ιππέας.. Ο Ασκληπιόδοτος δίνει διάμετρο 0,6 μ στη μακεδονική ασπίδα, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν εννοεί την πεζική ή την ιππική, που είναι το πιθανότερο.
Πέλτη: μικρή και ελαφριά ασπίδα, μάλλον θρακικής προέλευσης, είχε συνήθως σχήμα μισοφέγγαρου και δεν ήταν μεταλλική. Συνήθως ήταν πλεκτή (ίσως με κλαδιά λυγαριάς) και επενδεδυμένη με δέρμα. Ο Ξενοφών κάνει λόγο και για χάλκινες πέλτες, αν και με τον όρο αυτό φαίνεται να εννοεί ασπίδες μικρότερες από τις οπλιτικές.
Γέρρον: πλεκτή περσική ασπίδα, παραπλήσια της ελληνικής πέλτης.





Πελταστής του Περσικού στρατού.

Φαίνεται καθαρά το ελλειπτικό κενό στο άνω μέρος της πέλτης, το κυρτό προς τα έξω σχήμα της, ότι το χέρι του χρήστη της είναι περασμένο από τον πόρπακα και κρατάει το όχανο. Από τη «σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου».



Θώραξ: ο κωδωνόσχημος μεταλλικός θώρακας της μυκηναϊκής περιόδου έχει εγκαταλειφθεί και την θέση του τον 4ο αιώνα είχε πάρει ο γυαλοθώραξ, που ήταν συνήθως από μπρούτζο και αποτελούνταν από δύο μεταλλικά ελάσματα (γύαλα), συνδεόμενα μεταξύ τους με αγκράφες ή θηλιές. Συχνά ήταν διακοσμημένος με σχέδια και γραμμές χαραγμένες στο σχήμα των μυών του ανθρώπινου κορμού.
Λινοθώραξ: υπήρχε ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο, και ήταν ελαφρύτερος και φθηνότερος του μεταλλικού. Αποτελούνταν από δέρμα και ύφασμα, που μερικές φορές ενισχυόταν με μεταλλικές φολίδες ή ελάσματα. Παραλλαγή του λινοθώρακα ήταν ο φολιδωτός, τον οποίο χρησιμοποίησαν πρώτοι οι Αιγύπτιοι και τον φορούσαν και οι Πέρσες κάτω από τους χιτώνες τους.



Ο λινοθώραξ του Φιλίππου Β΄. Έχει χρυσή διακόσμηση και στην πλάτη διακρίνεται καθαρά ένα προεξέχον έλασμα για την προστασία του αυχένα, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ξενοφώντα.


Ἡμιθωράκιον: οι Μακεδόνες έφεραν ἡμιθωράκια, τα οποία προσέφεραν προστασία στο στήθος και άφηναν ακάλυπτη την πλάτη. Ο Πολύαινος παραδίδει ότι ο Αλέξανδρος έδωσε στους άνδρες του ἡμιθωράκια, ώστε να φοβούνται να στρέψουν τα νώτα στον εχθρό. Ο φόβος αυτός όμως μοιάζει περισσότερο με αποτέλεσμα της χρήσης των ἡμιθωρακίων, παρά με αιτία χρήσης τους. Είδαμε ότι όπλα και θωράκιση μεταφέρονταν με τα υποζύγια, προφανώς για να μην κουράζονται στην πορεία οι οπλίτες, ενώ ο Φίλιππος είχε εκπαιδεύσει τους Μακεδόνες να κάνουν πορείες μέχρι και 300 σταδίων (55,5 χμ) με πλήρη εξάρτηση μάχης. Για να μειωθεί λοιπόν το βάρος της πανοπλίας έφεραν ἡμιθωράκια οι Μακεδόνες και όχι για τους λόγους, που παραδίδει ο Πολύαινος στο σχετικό στρατήγημα. Ωστόσο η πανοπλία του Αλεξάνδρου περιελάμβανε λινοθώρακα και όχι ἡμιθωράκιον, όπως και εκείνος που ανακαλύφθηκε στον τάφο του Φιλίππου ήταν λινοθώραξ. Επιπλέον στις (σημαντικότερες τουλάχιστον) απεικονίσεις δεν βλέπουμε ἡμιθωράκια.
Θώραξ ιππικός: σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Ξενοφώντα επέτρεπε το κάθισμα και το σκύψιμο (χαρακτηριστικές κινήσεις του ιππέα και όχι του πεζού), ενώ παρείχε προστασία και στον αυχένα, όπως φαίνεται κι απ’ τον λινοθώρακα του Φιλίππου Β΄.

Επωμίδες: ήταν λωρίδες δέρματος ή μεταλλικά ελάσματα, συνδεδεμένα μεταξύ τους σε μία ή δύο σειρές. Αποτελούσαν προέκταση του θώρακα και κάλυπταν το ανώτερο τμήμα των βραχιόνων΄.
Πτέρυγες: ήταν λωρίδες δέρματος ή μεταλλικά ελάσματα, συνδεδεμένα μεταξύ τους σε μία ή δύο σειρές. Αποτελούσαν προέκταση του θώρακα, ο οποίος τελείωνε στη λεκάνη και επιπλέον είχε ένα κενό στο δεξί ώμο (κυρίως του ιππέα), για να μην εμποδίζει τις κινήσεις. Συνδέονταν με τον θώρακα και κάλυπταν τα σημεία, που εκείνος άφηνε ακάλυπτα (υπογάστριο, γεννητικά όργανα και ώμους).


Κνημίδες: οι δετές με ιμάντες κνημίδες του οπλίτη των Ηρωικών Χρόνων, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα είχαν εξελιχθεί σε «κουμπωτές», που στερεώνονταν με την τάση του ελάσματος. Στην αριστερή φωτογραφία φαίνονται οι κνημίδες του Φιλίππου Β΄, που βρέθηκαν στον τάφο του. Είναι επίχρυσες, κουμπωτές και χωρίς διακόσμηση. Επίσης είναι ανισομεγέθεις, διότι ο Φίλιππος ήταν κουτσός (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης).


Παραμηρίδια: ήταν μεταλλικά ελάσματα σαν τις κνημίδες και προστάτευαν το τμήμα των μηρών, που άφηναν ακάλυπτο οι πτέρυγες. Η χρήση τους τον 4ο αιώνα είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί.

Εμβάδες: ήταν ψηλές δερμάτινες μπότες, που προσέφεραν προστασία και υπόδηση στους ιππείς. Αντικαθιστούσαν τις μπρούτζινες κνημίδες των πεζών, οι οποίες θα τραυμάτιζαν τα πλευρά του ίππου.




Ἀγχέμαχα Επιθετικά Όπλα
(Ηρόδοτος Ζ.54, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.VIII.7, Δ.VΙ.16, ΣΤ.V.25, Ζ.ΙV.16, Περί Ιππικής 12.1, 11, Πολύβιος 18.29.2, Πολύαινος Β.29.2, Διόδωρος ΙΣΤ.94.3)

Τα αγχέμαχα επιθετικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων στρατιωτών, δηλαδή τα στοιχεία του ατομικού τους οπλισμού, που ενεργούσαν σε μικρή απόσταση και χρησίμευαν στην καταστροφή του αντιπάλου, ήταν τα παρακάτω:

Δόρυ οπλιτικό: ήταν το κατ' εξοχήν αγχέμαχο επιθετικό όπλο των αρχαίων Ελλήνων. Διατρυπούσε δια νύξεως, αποτελούνταν από μακρύ και χοντρό ξύλινο κοντάρι (ξυστόν) από ξύλο μελιάς ή κρανείας μήκους περίπου 2μ, το οποίο στο εμπρός άκρο του έφερε μεταλλική αιχμή, άλλοτε πλατειά φυλλοειδή (όπως στην αριστερή φωτογραφία) και άλλοτε συμπαγή, πυραμιδοειδή και μακριά. Στο σημείο της λαβής το ξυστόν ήταν καλυμμένο με δερμάτινες λωρίδες, που προσέφεραν σταθερό πιάσιμο, και στο πίσω άκρο του έφερε μεταλλική μύτη (τον σαυρωτήρα), η οποία χρησίμευε αφενός ως αντίβαρο στην αιχμή και αφετέρου για να στερεώνεται όρθιο, ενώ στην ανάγκη χρησιμοποιούνταν ως δεύτερη (εφεδρική) αιχμή. Κατά την πορεία το δόρυ φερόταν επί του δεξιού ώμου. Τα δόρατα των Περσών δεν είχαν σαυρωτήρες, ενώ στον πολυεθνικό στρατό τους αναφέρονται δόρατα αιγυπτιακά, κοντά, με κέρατα δορκάδος (ζαρκαδιού) αντί αιχμής, κοντά με μακριές αιχμές κλπ.
Δόρυ ιππικό: είχε την εμφάνιση του οπλιτικού δόρατος, αλλά μικρότερο μήκος, ώστε να είναι ευχερής ο χειρισμός του από τον ιππέα. Αν οι παραστάσεις σε αγγεία είναι ακριβείς, τότε έφερε σαυρωτήρα μακρύτερο από του οπλιτικού δόρατος. Ο Ξενοφών αντί δόρατος προτείνει στους Αθηναίους ιππείς να φέρουν 2 κρανέϊνα παλτά, από τα οποία το ένα θα εξακοντιζόταν και το άλλο θα χρησίμευε ως δόρυ.


Σάρισσα: ήταν μακρύ δόρυ χωρίς σαυρωτήρα και κατά τον μεν Πολύβιο είχε μήκος 7,2μ κατά τον δε Πολύαινο 7,4μ. Εισήχθηκε στη φάλαγγα από τον Φίλιππο Β΄, τη διαφοροποίησε από οπλιτική σε μακεδονική και χρησιμοποιήθηκε ως το τέλος των ελληνιστικών χρόνων. Λόγω του μήκους της μόνο οι φαλαγγίτες των μπροστινών σειρών την κρατούσαν προτεταμένη. Οι επόμενοι την κρατούσαν υπό γωνία πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, δημιουργώντας ένα πλέγμα προστασίας από τα εχθρικά τοξεύματα. Επίσης δημιουργούσε ένα φράγμα από αιχμές μπροστά από τη φάλαγγα και παρείχε τη δυνατότητα να διατρυπά τον εχθρό από απόσταση, πριν εκείνος χρησιμοποιήσει το δόρυ του. Όμως λόγω του μεγάλου μήκους της ήταν και πιο δύσχρηστη από το δόρυ. Αυτό ακριβώς το μειονέκτημα εκμεταλλεύτηκε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεώνυμος, που στα χρόνια των Διαδόχων αντιμετωπίζοντας Εδεσσαίους σε μακεδονική φάλαγγα, παρέταξε τις δύο πρώτες σειρές της δικής του φάλαγγας χωρίς δόρατα. Όταν ενεπλάκησαν, οι Σπαρτιάτες των δύο αυτών σειρών άρπαξαν και ακινητοποίησαν τις σάρισσες, ενώ οι άλλοι των πίσω σειρών πλευροκόπησαν και κατέκοψαν τους Μακεδόνες.
Σάρισα ιππική: είχε μήκος μικρότερο της σάρισας των πεζών, για να είναι ευχερής ο χειρισμός της με το ένα χέρι. Δηλαδή το μήκος της ήταν μεταξύ 2 και 7,4μ.




Επάνω: ο νεαρός ιπποκόμος στηρίζεται στο δόρυ, του οποίου φαίνεται καθαρά ο σαυρωτήρ.

Ξίφος: ήταν δευτερεύον αγχέμαχο επιθετικό όπλο, που αντικαθιστούσε το δόρυ στην εκ του συστάδην μάχη και διατρυπούσε δια νύξεως. Αποτελούνταν από το έλασμα, την κώπη και τον κολεό. Το έλασμα ήταν λεπίδα αμφίστομη από σκληρό και ανθεκτικό μέταλλο. Η κώπη περιελάμβανε τη λαβή, τον φυλακτήρα, που προστάτευε το χέρι από τα χτυπήματα του αντιπάλου, και το σφαίρωμα, που συνέδέε την κώπη με το έλασμα. Ο κολεός (η θήκη του ξίφους) ήταν από δέρμα ή ξύλο. Το ξίφος κρεμόταν από τον ώμο με ένα τελαμώνα. Το συνολικό μήκος του ξίφους ποίκιλλε από εποχή σε εποχή και εξαρτάτο από τον τρόπο μάχης. Στους κλασσικούς χρόνους είχε επικρατήσει η χρήση ξίφους μικρότερου μήκους από εκείνο των Ηρωικών Χρόνων, διότι κατά την εμπλοκή των οπλιτικών φαλαγγών το κοντύτερο ξίφος ήταν αποτελεσματικότερο στους εκ του συστάδην χειρισμούς. Μάλιστα οι Σπαρτιάτες μετά τους Περσικούς πολέμους χρησιμοποιούσαν ένα ιδιαίτερα κοντό ξίφος, λίγο μακρύτερο από σουγιά, την ξυήλη.
Μάχαιρα ή κοπίς: ταυτόσημοι όροι για το ίδιο δευτερεύον αγχέμαχο επιθετικό όπλο. Ήταν εμπροσθοβαρές, συνήθως από καμπύλο έλασμα, με μία μόνο κοφτερή ακμή, έτεμνε δια κρούσεως και δεν χρειαζόταν τους επιδέξιους χειρισμούς, που απαιτούσε το ξίφος. Γι’ αυτό την προτιμούσαν από το ξίφος οι πεζοί, που δεν είχαν την εκπαίδευση των οπλιτών (δηλαδή οι πελταστές και οι ψιλοί), αλλά μερικές φορές τη χρησιμοποιούσαν και οι οπλίτες. Αποτελούσε κατ΄ εξοχήν όπλο των ιππέων, οι οποίοι μη έχοντες την ισορροπία των πεζών δεν μπορούσαν να χειρισθούν αποτελεσματικά το ξίφος. Ήταν πολύ ισχυρό όπλο, αφού στον Γρανικό ο Κλείτος με χτύπημα της κοπίδας απέκοψε από τον ώμο όλο το χέρι του Σπιθριδάτη. Φαίνεται ότι οι ελληνικές μάχαιρες όχι μόνο διέφεραν ουσιωδώς από τις βαρβαρικές, αλλά και πλεονεκτούσαν έναντι αυτών, διότι οι ιππείς του Κύρου του νεώτερου έφεραν ελληνικές μάχαιρες, όπως ρητώς αναφέρει ο Ξενοφών.
Ακινάκης: κοντό περσικό ξίφος, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν εγχειρίδιο.





Ο Αλέξανδρος κι ο Ηφαιστίων σε κυνήγι λέοντος (λεπτομέρεια από ψηφιδωτό της Πέλλας). Ο Αλέξανδρος κρατάει στο αριστερό χέρι τον κολεό της κοπίδας και φαίνεται καθαρά ο ιμάντας ανάρτησής της από τον ώμο. Κρατάει την κοπίδα στο δεξί χέρι, το οποίο έχει φέρει στην κατάλληλη θέση, για να προκαλέσει στο λιοντάρι το ισχυρότερο δυνατό θλαστικό πλήγμα. Είτε για να είναι αναγνωρίσιμη η μορφή του είτε διότι αυτή ήταν η πραγματικότητα, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με το όπλο, που έφερε και ως μάχιμος ιππέας. Ο σύντροφος του Αλεξάνδρου φέρει την παραδοσιακή καυσία (;), με το δεξί χέρι ετοιμάζεται να εξαπολύσει το δόρυ και στο αριστερό χέρι κρατάει ένα ξίφος από τον κολεό του. Στο κυνήγι και μάλιστα των λεόντων ο βασιλιάς ή ο διάδοχος συνοδευόταν από τους πλησιέστερους εταίρους. Επειδή ο πλησιέστερος στον Αλέξανδρο εταίρος ήταν ο Ηφαιστίων, αποδόθηκε σ’ αυτόν ο εικονιζόμενος. Όμως ο Ηφαιστίων υπηρέτησε πάντοτε στο ιππικό, ενώ ο εικονιζόμενος φέρει ξίφος και όχι κοπίδα, η οποία χαρακτηρίζει τους ιππείς. Κρίθηκε λοιπόν ότι ίσως είναι κάποιος οικείος στον Αλέξανδρο πεζέταιρος και γι’ αυτό κάποιοι προτείνουν τον Κρατερό.



Ἐκηβόλα Όπλα
(Ηρόδοτος Ζ.66-69, Ξενοφών Περί Ιππικής 12.12, Κύρου Ανάβασις Δ.Ι.27-κ.ε., 3.ΙΙΙ.16, Αρριανός Ινδική 16, Πλούταρχος Αλέξανδρος 63.11-12, Πολύαινος Ε.48)

Τα εκηβόλα όπλα των αρχαίων Ελλήνων στρατιωτών, δηλαδή τα στοιχεία του ατομικού τους οπλισμού, που ενεργούσαν σε μεγάλη απόσταση, χρησίμευαν μόνο στην καταστροφή του αντιπάλου και ήταν τα παρακάτω:

Ακόντιο: ήταν πιο λεπτό, πιο κοντό, πιο διατρητικό από το δόρυ και δεν έφερε σαυρωτήρα. Πολλές φορές διέθετε την ἀγκύλην, μία θηλιά από ιμάντες, μέσα στους οποίους περνούσαν τον δείκτη και τον μέσο δάκτυλο, ώστε κατά τη ρίψη να του προσδώσουν στροφορμή, η οποία βελτιώνει τη διατρητική ικανότητα. Κάποιοι από τους στρατούς των Περσών χρησιμοποιούσαν επίσης ακόντια, που αντί μεταλλικής αιχμής είχαν απλώς σκληρυνθεί στη φωτιά.
Μεσάγκυλο: ήταν περσικό ακόντιο. Όπως φαίνεται κι απ’ το όνομά του, στο μέσον έφερε ἀγκύλην.
Παλτό: (από το ρήμα πάλλω) είδος ακοντίου ή ελαφρού δόρατος, που χρησιμοποιούσαν οι ιππείς και κυρίως οι Πέρσες. Ο Ξενοφών συνιστούσε στους Αθηναίους ιππείς να χρησιμοποιούν δύο παλτά κρανέϊνα, εκ των οποίων το ένα θα εξακοντιζόταν κατά του εχθρού και το άλλο θα χρησιμοποιούνταν όπως το οπλιτικό δόρυ.
Σαυνίον: σαθρό βαρβαρικό ακόντιο.


Επιτύμβια στήλη από τη Λάρισα με παράσταση οπλίτη, που σκοτώθηκε το 457 π.Χ. στη μάχη της Τανάγρας. Κρατά ένα ακόντιο και έχει περασμένα τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του στην αγκύλη ενός άλλου, έτοιμος να το εξακοντίσει. Ωστόσο δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι Θεσσαλοί οπλίτες αντί δόρατος έφεραν δύο ακόντια και μάλλον πρέπει να αποδώσουμε την παράσταση αυτή σε ποιητική άδεια.


Τόξο: αρχαιότατο εκηβόλο όπλο. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν το απλό τόξο περισσότερο από το παλίντονο. Οι ανατολικοί λαοί, ίσως και οι Κρήτες τοξότες, χρησιμοποιούσαν το παλίντονο. Εκτός από αυτούς τους δύο τύπους, ο Ηρόδοτος αναφέρει στον περσικό στρατό πολλά επιχώρια (τοπικής τεχνοτροπίας όπως Μηδικά, Πακτυϊκά, Αιθιοπικά κλπ), καλαμένια, κρανέϊνα, από ξύλο φοίνικα μήκους 4 πήχεων (περίπου 1,9μ). Τα βέλη ήταν συνήθως καλαμένια, με σιδερένιες αιχμές. Τα ινδικά τόξα ήταν ίσα με το ύψος του τοξότη, τα στερέωναν με το αριστερό πόδι στο έδαφος και τέντωναν τη χορδή, όσο πιο πολύ μπορούσαν. Τα βέλη τους είχαν ξύλινο στέλεχος, ήταν λίγο μικρότερα από 3 πήχεις (περίπου 1,4μ) και η ορμή τους ήταν τόση, ώστε ούτε θώρακας ούτε ασπίδα μπορούσαν να αποκρούσουν απευθείας βολή ινδικού βέλους. Εκείνο που τραυμάτισε τον Αλέξανδρο του άνοιξε πληγή πλάτους 3 (περίπου 5,5εκ) και μήκους 4 δακτύλων (περίπου 7,4εκ), όσο δηλαδή ήταν το πάχος της αιχμής. Οι Καρδούχοι (Κούρδοι) ήταν επίσης άριστοι τοξότες, τα τόξα τους είχαν μήκος σχεδόν 3 (περίπου 1,4μ) και τα βέλη περισσότερο από 2 πήχεις (περίπου 1μ). Και αυτά τα βέλη λόγω της ορμής τους διαπερνούσαν ασπίδες και θώρακες και οι Έλληνες όσα από αυτά έπεφταν στα χέρια τους τα μετέτρεπαν σε ακόντια, προσαρμόζοντάς τους αγκύλες.





Αριστερά: ερυθρόμορφη αγγειογραφία του 520-500 π.Χ. Σκύθης τοξότης με τη φαρέτρα, στην οποία φυλάσσεται το τόξο και τα βέλη. Έχει ανοίξει το κάλυμμά της, έχει ήδη βγάλει το τόξο, ενώ βγάζει και ένα βέλος. Το τόξο του είναι το παραδοσιακό των ανατολικών λαών, το παλίντονον. Δεξιά: η φαρέτρα, που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου Β', είναι χρυσή και ανατολικού τύπου, αλλά χωρίς (μεταλλικό τουλάχιστον) κάλυμμα σαν του Σκύθη στα αριστερά. Κάτω: αιχμή ελληνικού βέλους.













Σφενδόνη: ήταν συνήθως από έντερο και στη μέση υπήρχε μία δερμάτινη ενίσχυση, ο θύλαξ, όπου τοποθετούσαν μία πέτρα ή σφαίρα από άργιλο ή ένα μεταλλικό (συνήθως μολύβδινο) βλήμα, με ατρακτοειδές σχήμα, τον πεσσόν. Τα μολύβδινα βλήματα ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά και κατά τον Ξενοφώντα είχαν βεληνεκές διπλάσιο των λίθινων. Το βεληνεκές της σφενδόνης έφθανε τα 200μ, ενώ οι μεταλλικοί πεσσοί (όπως οι εικονιζόμενοι) ζύγιζαν 20-30 γραμ. Ο Πολύαινος μας πληροφορεί ακόμη ότι η σφενδόνη είχε μεγαλύτερο βεληνεκές από το τόξο.



Η Πανοπλία Του Αλεξάνδρου
(Πλούταρχος Αλέξανδρος 16.7-8, 32.8-κ.ε, Διόδωρος ΙΖ. 20.3, 21.2, 34.4, 46.2, Κούρτιος 4.13.25)




Το πιο πάνω γνωστό ψηφιδωτό της Πομπηίας αναπαριστά πιστά όσα μας παραδίδει ο Διόδωρος για τη μάχη της Ισσού. Απεικονίζει τη φάση, όπου ο Αλέξανδρος πιέζει την περσική παράταξη και έχει φτάσει μπροστά στο τέθριππο του Δαρείου. Οι ίπποι του τεθρίππου έχουν σχεδόν αφηνιάσει κι ο Μέγας Βασιλεύς ζητά βοήθεια έντρομος. Ο Αλέξανδρος είναι απέναντί του και εφορμά εναντίον του με το δόρυ. Ενώ όμως αποδίδει τόσο πιστά τη σκηνή και την ένταση, το ψηφιδωτό δεν αποδίδει καθόλου πιστά τον οπλισμό, διότι ο Αλέξανδρος απεικονίζεται χωρίς κράνος και ασπίδα.

Ο Αλέξανδρος, ως ο κορυφαίος αριστοκράτης της Μακεδονίας, ελάμβανε μέρος στις μάχες επί κεφαλής του ιππικού και έφερε την τυπική πανοπλία του Έλληνα ιππέα. Συγκεκριμένα, στη μάχη του Γρανικού ρητώς έφερε κράνος, ασπίδα και δόρυ, αλλά δεν υπάρχει καμία μνεία για τον θώρακα, τις εμβάδες και τη μάχαιρα. Το δόρυ του συνετρίβη στον θώρακα του Ροισάκη. Η ασπίδα τον προστάτεψε από πλήγμα του Σπιθριδάτη με δόρυ και ίσως ήταν εκείνη, που πήρε από τον ναό της Αθηνάς στην Τροία. Το κράνος του είχε πλούσια χαίτη και εκατέρωθέν της από ένα λευκό φτερό, μεγάλο και εντυπωσιακό, μάλλον σαν αυτό που απεικονίζεται στον μακεδονικό τάφο στα Λευκάδια. Το κράνος αυτό σκίστηκε στα δύο από την κοπίδα του Ροισάκη, αλλά προστάτευσε τον Αλέξανδρο.

Στη μάχη των Γαυγαμήλων έχουμε πληρέστερη περιγραφή της πανοπλίας του. Πρώτα απ’ όλα φορούσε Σικελικό ζωστό ὑπένδυμα (εσωτερικό ένδυμα) και από πάνω διπλό λινοθώρακα, από τα λάφυρα της Ισσού. Επίσης λινοθώρακα καταγράφεται ότι φορούσε, όταν τραυματίσθηκε στη χώρα των Μαλλών. Το κράνος του στα Γαυγάμηλα ήταν έργο του Θεόφιλου, σιδερένιο, με προσαρμοσμένο λιθοκόλλητο περιτραχήλιο. Αυτή η πληροφορία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αν είναι ακριβής, διότι το περιτραχήλιο αποτελούσε τμήμα της πανοπλίας των μυκηναϊκών χρόνων και όχι των κλασσικών. Αν πράγματι ο Αλέξανδρος έφερε περιτραχήλιο, ίσως πρέπει να το θεωρήσουμε ως πρόσθετο μέσο ασφαλείας λόγω της θέσεώς του στην ανώτατη βαθμίδα του κράτους του και του συμμαχικού στρατού.

Στις μάχες χρησιμοποιούσε πάντοτε μάχαιρα και εκείνη στα Γαυγάμηλα ήταν δώρο του βασιλιά των Κιτιέων, «με θαυμάσιο χρώμα και πολύ ελαφριά». Πάνω από τον λινοθώρακα φορούσε λεπτή χλαίνη, την οποία συγκρατούσε πόρπη εξαιρετικής τέχνης, δώρο της πόλης των Ροδίων και έργο του Ελικώνα του παλιού. Είναι μάλλον βέβαιο ότι αυτά τα δώρα τα είχαν προσφέρει η πόλη του Κιτίου της Κύπρου και της Ρόδου αντίστοιχα, όταν κατά την πολιορκία της Τύρου πείσθηκαν ότι τα κρατικά τους συμφέροντα επέβαλλαν τη συμμαχία με τον Αλέξανδρο.

Βγαίνοντας από τη σκηνή του στα Γαυγάμηλα, έφερε όλον τον οπλισμό εκτός από το κράνος, το οποίο φόρεσε στη συνέχεια. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο Αλέξανδρος δεν εξετίθετο σε άσκοπους κινδύνους, αλλά εφάρμοζε κατά γράμμα τον κανονισμό, όπως θα λέγαμε σήμερα, και έφερε ολόκληρη την πανοπλία του Έλληνα ιππέα, όπως περιγράφεται πιο πάνω. Όσο για το ψηφιδωτό της Πομπηίας, δεν είχε βέβαια σκοπό να εικονογραφήσει κάποιο στρατιωτικό κανονισμό, αλλά να αποδώσει αφηρωισμένη τη μορφή και την υπεροχή του Αλεξάνδρου στην πρώτη σύγκρουσή του με τον ως τότε κοσμοκράτορα. Πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση προς όλους τους Έλληνες ιστορικούς ο Κούρτιος επιλέγει να ισχυριστεί ότι ο Αλέξανδρος «σπανίως φορούσε θώρακα κι αυτό το έκανε μετά από προτροπές των εταίρων και όχι από φόβο για τον κίνδυνο, που θα αντιμετώπιζε».


ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΜΕΤΡΑ
(Αινείας Τακτικός 32.8, Θουκυδίδης Β.75, Αρριανός Α.22, Β.21, 23, 27, Δ.25, 27, Ε.23, Διόδωρος ΙΒ.28, ΙΖ.24.4, 26.7, 42.1)

Οι Έλληνες της Σικελίας προφανώς λόγω των συχνών αναμετρήσεών τους με τους άλλους εποικιστές του νησιού, τους Καρχηδόνιους, που ήταν άποικοι των Φοινίκων και εξαίρετοι μηχανοποιοί, πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησαν πολεμικές μηχανές, τουλάχιστον τις πιο πολύπλοκες και σε πιο μεγάλη έκταση. Παράλληλα είχαν αναπτύξει όλη την υπόλοιπη πολεμική βιομηχανία, όπως φαίνεται και από την κατασκευή της τετρήρους και της πεντήρους. Οι Φοίνικες ήταν εφευρετικότατοι μηχανοποιοί, γι’ αυτό και ο Αλέξανδρος ενέταξε στη στρατιά του μηχανοποιούς από τη Φοινίκη και την Κύπρο (όπου επίσης συγκρούονταν οι Έλληνες και Φοίνικες εποικιστές).

Τις πολιορκητικές μηχανές τις αποσυναρμολογούσαν, για να τις μεταφέρουν, και τις επανασυναρμολογούσαν, για να τις χρησιμοποιήσουν. Τις μετέφεραν συνεχώς μαζί τους με τα σκευοφόρα, ενώ όταν ήταν δυνατή η δια θαλάσσης μεταφορά τους, τις φόρτωναν σε ιππαγωγά πλοία. Στην πολιορκία της Τύρου, τη δυσκολότερη όλων όσων έκανε στην εκστρατεία του, ο Αλέξανδρος τοποθέτησε μηχανές σε πλοία, τα οποία προσπαθούσαν να αποφύγουν τα αντίμετρα των Τυρίων και να προσεγγίσουν στα τείχη, για να τους προξενήσουν ρήγματα. Επίσης στα πλοία είχε ανεβάσει τοξότες και καταπέλτες, για να πλήττουν τους υπερασπιστές και να εξουδετερώνουν τα αντίμετρά τους, καθώς και τμήματα εφόδου, που θα ανέβαιναν στα τείχη με τις γέφυρες που έφεραν οι μηχανές.

Αναλυτικά, στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου αναφέρονται ρητώς οι εξής μηχανές:

Κριός: είναι η εμβληματικότερη πολεμική μηχανή, όλων των εποχών. Αποτελούνταν από ένα ξύλινο δοκάρι, που στη μία άκρη του είχε προσαρμοσμένη μεταλλική μάζα. Τον χρησιμοποιούσαν για την πρόκληση ρηγμάτων στα τείχη και το γκρέμισμα των πυλών. Προφανώς ονομάσθηκε έτσι κατ’ αναλογίαν προς τους κριούς (τα κριάρια), που ορμούν με το κεφάλι εναντίον των αντιπάλων τους. Στην απλούστερη μορφή του τον κρατούσαν στα χέρια μερικοί στρατιώτες, που τον έρριχναν με ορμή στην πύλη. Στην αποτελεσματικότερη μορφή του ο κριός βρισκόταν μέσα σε κινούμενο στέγαστρο, την κριοφόρο χελώνη, που κατά κανόνα αποτελούσε τμήμα πολιορκητικού πύργου.






Κριός από χαλκό. Είναι η μοναδική στο είδος της πολιορκητική μηχανή της αρχαιότητας, που διασώζεται ως τις μέρες μας. Σε κάθε πλευρά του παριστάνεται κεφάλι κριού και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα. Τα λυγισμένα δόντια του δείχνουν ότι είχε χρησιμοποιηθεί πριν αφιερωθεί στο Ιερό του Διός στην Ολυμπία.









Καταπέλτης: στον ελληνικό κόσμο εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 399 π.Χ. στον πόλεμο του τυράννου των Συρακουσών, Διονυσίου, κατά των Καρχηδονίων απ’ τους οποίους προφανώς τον αντέγραψε. Ήταν μεγάλο μηχανικό τόξο, που εκτόξευε μεγάλα βέλη. Από τον καταπέλτη, τον οποίο ο Διόδωρος αναφέρει ως οξυβελή, εξελίχθηκαν οι λιθοβόλοι καταπέλτες, τους οποίους ο Διόδωρος αναφέρει απλώς ως καταπέλτες.

Τρύπανον: ήταν τρυπάνι, με το οποίο προκαλούσαν ρήγματα στα τείχη και για τον τρόπο λειτουργίας του οποίου δεν έχουμε πληροφορίες.

Χελώνη: ήταν ξύλινο τροχήλατο στέγαστρο, συνήθως τετράγωνο, μέσα στο οποίο προστατεύονταν από τα εχθρικά τοξεύματα άλλες μηχανές και οι χειριστές τους. Η χελώνη, όταν προστάτευε πολιορκητικό κριό, ονομαζόταν κριοφόρος χελώνη, όταν προστάτευε τρύπανον, ονομαζόταν τρυπανοφόρος χελώνη και όταν προστάτευε προσωπικό, που έκανε χωματουργικές εργασίες, ονομαζόταν χωστρίς χελώνη.

Γέφυρα: αποτελούσε μέρος άλλης πολιορκητικής μηχανής, του πύργου. Προφανώς βρισκόταν στο ύψος των επάλξεων και μέσω αυτής τις προσέγγιζε το τμήμα εφόδου, που επέβαινε στον πύργο. Υπερτερούσε της απλής κλίμακος, διότι το τμήμα εφόδου εξετίθετο στα εχθρικά τοξεύματα μόνο κατά τη στιγμή της τελικής εφόρμησης, ενώ οι τοξότες και οι οξυβελείς καταπέλτες, που μετέφερε ο πύργος καταπονούσαν τους αμυνόμενους.

Πύργος: ήταν κινούμενη κατασκευή, που συνδύαζε αρκετές πολιορκητικές μηχανές ταυτόχρονα, και μπορεί να περιγραφεί ως πολυώροφη χελώνη. Στους χαμηλότερους ορόφους προστατεύονταν κριοί ή τρύπανα. Στους ανώτερους ορόφους βρίσκονταν οξυβελείς καταπέλτες ή τοξότες, που προστάτευαν τη μηχανή και ταυτόχρονα προσέβαλλαν τους υπερασπιστές των τειχών. Στο ύψος των επάλξεων βρισκόταν η γέφυρα, με την οποία στρατιώτες εξειδικευμένοι στις τειχομαχίες επιχειρούσαν να ανέβουν στα τείχη. Ο πύργος είχε και αμυντική χρήση, αλλά τότε ήταν συνήθως σταθερή κατασκευή, πάνω στα τείχη. Έτσι, στην Αλικαρνασσό, οι Πέρσες είχαν κατασκευάσει ξύλινο πύργο γεμάτο καταπέλτες, για να βάλλουν καλύτερα κατά των πολιορκητών.

Πυρφόρα τοξεύματα: ήταν συνήθως εμπρηστικά βέλη, που πυρπολούσαν τις ξύλινες κατασκευές στις οποίες καρφώνονταν.

Κλίμαξ: ήταν απλή ξύλινη σκάλα, με την οποία τα τμήματα εφόδου επιχειρούσαν να αναρριχηθούν στις επάλξεις. Στο πάνω μέρος της ήταν δεμένα δύο σκοινιά, με τα οποία την κρατούσαν σταθερά δύο στρατιώτες στη βάση των τειχών, ώστε να μην την ανατρέψουν οι πολιορκούμενοι.



Στα αριστερά απεικονίζεται μία τειχομαχία, όπου μερικοί οπλίτες ανεβαίνουν σε κλίμακα, για να αναρριχηθούν στα τείχη, κάποιοι άλλοι τους ακολουθούν και δύο καθιστοί άνδρες φαίνεται να κρατούν με σκοινιά την κλίμακα, για να μην την ανατρέψουν οι πολιορκούμενοι. Οι δύο αυτές μορφές δεν είναι τοξότες, διότι δεν έχουν την κατάλληλη στάση και βρίσκονται πολύ κοντά στο τείχος, ώστε να σκοπεύσουν αποτελεσματικά (Το Μνημείο των Νηρηίδων, Ξάνθος 390-380 π.Χ.).



Αντίμετρα των πολεμικών μηχανών
(Θουκυδίδης Β.76, Αινείας Τακτικός Πολιορκητικά 32.1-6, 8-9, 12, 33.1-2, 34.1, 35, Διόδωρος, ΙΖ.43.1-45.3-4, Πολύαινος ΣΤ.3, Κούρτιος 4.3.24-26)

Τα αντίμετρα, που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για κάθε μία πολιορκητική μηχανή ήταν τα εξής:

Κριός: οι πολιορκούμενοι απέκρουαν ή περιόριζαν την αποτελεσματικότητα των πληγμάτων του με δερμάτινα ασκιά φουσκωμένα με αέρα, άχυρο, φύκια, μαλλί ή άλλα υλικά. Τον έθεταν προσωρινά εκτός λειτουργίας συλλαμβάνοντας και ακινητοποιώντας την κεφαλή του με θηλιές ή κόβοντας με μακριά δρεπανηφόρα κοντάρια τα σκοινιά, από τα οποία ήταν ανηρτημένος. Επίσης κρεμούσαν λοξά στις επάλξεις μολύβδινα δοκάρια, τα οποία άφηναν ελεύθερα από τη μία πλευρά κι εκείνα έπεφταν με ορμή πάνω στη μηχανή καταστρέφοντάς την. Όμως οι πολιορκητές βρήκαν…αντίμετρο αυτού του αντίμετρου και εξουδετέρωναν το δοκάρι, πριν προξενήσει οποιαδήποτε ζημιά.

Τρύπανον: το κατέστρεφαν με μολύβδινα δοκάρια κρεμασμένα λοξά στις επάλξεις, τα οποία ξαφνικά αφήνονταν ελεύθερα κι έπεφταν με ορμή στο τρύπανον.

Πέτρες: για να συντρίβουν τους κριούς και τα τρύπανα των πολιορκητών, οι πολιορκούμενοι κρεμούσαν από καρκίνους (γάντζους) μεγάλες πέτρες μεγέθους άμαξας έξω από τα τείχη. Πριν ελευθερώσουν τις πέτρες και για να μην αστοχήσουν, έρριχναν την κάθετον (νήμα της στάθμης). Όπως δηλαδή παλαιότερα έρριχναν ένα τροχιοδεικτικό βλήμα και όπως σήμερα χρησιμοποιούν σκόπευτρο με λέιζερ, προκειμένου να μην αστοχήσει το κυρίως βλήμα.

Χελώνη: Οι πολιορκούμενοι έριχναν στις πολιορκητικές χελώνες λιωμένο μολύβι και τις διέλυαν. Ως αντίμετρο αυτού του αντιμέτρου οι πολιορκητές τοποθετούσαν πάνω στις χελώνες ένα στρώμα από χώμα και πηλό σε κωνική μορφή. Πάντως ο συνηθέστερος τρόπος για να τις καταστρέψουν ήταν ο εμπρησμός.

Τοξεύματα: για προστασία από τα τοξεύματα (βέλη απλά και καταπελτικά, πεσσοί σφενδόνης, ακόντια) οι πολιορκούμενοι τέντωναν πάνω από τις επάλξεις πανιά αδιάτρητα, χοντρά παραπετάσματα και καλαμωτές πλεγμένες οριζόντια και κάθετα. Επίσης άναβαν καπνογόνες ουσίες, για να περιορίσουν την ορατότητα των πολιορκητών.

Καταπέλτες λιθοβόλοι: οι πολιορκούμενοι απέκρουαν ή περιόριζαν την αποτελεσματικότητα των πληγμάτων του λιθοβόλου καταπέλτη, όπως κι εκείνων του κριού. Φούσκωναν δερμάτινα ασκιά με αέρα, άχυρο, φύκια, μαλλί ή άλλα υλικά, ώστε να είναι μαλακά και ελαστικά, τα κρεμούσαν μπροστά από τα τείχη, στο προσβαλλόμενο σημείο, και αυτά απορροφούσαν την ορμή της πρόσκρουσης.

Πύργος: για να αχρηστεύσουν τους πολιορκητικούς πύργους, που μετέφεραν καταπέλτες, σφενδονήτες και τοξότες, οι πολιορκούμενοι υπέσκαπταν το έδαφος, ώστε να υποχωρεί υπό το βάρος του πύργου.

Εμπρησμός: τον χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πολιορκούμενοι για να εμποδίσουν ή να ανακόψουν την είσοδο των πολιορκητών από κάποιο ρήγμα ή παραβιασμένη πύλη, κυρίως όμως για να καταστρέψουν τις πολιορκητικές μηχανές.

Για να αντιμετωπίσουν τα ρήγματα στα τείχη και τις πύλες, άναβαν φωτιά από τη μέσα πλευρά του τείχους.

Για την πυρπόληση των μηχανών, κατασκεύαζαν κάτι σαν βόμβα Μολότωφ ως εξής: τοποθετούσαν πίσσα, θειάφι, στουπί, μικρά κομμάτια από λιβάνι και πριονίδια πεύκου μέσα σε αγγείο, άναβαν το μίγμα και εκσφενδόνιζαν το αγγείο εναντίον της μηχανής. Το αγγείο έσπαγε και το φλεγόμενο μίγμα περιέλουζε τη μηχανή.

Στις πολιορκητικές χελώνες έριχναν από τα τείχη κατά σειρά πίσσα, στουπί και θειάφι, και μετά με σκοινί κατέβαζαν πάνω τους αναμμένα δεμάτια με κλαδιά.

Έρριχναν ακόμη ροπαλοειδή ξύλα με καρφιά στις δύο άκρες και εύφλεκτα υλικά στο μέσον. Τα καρφιά στερέωναν το σκεύασμα στην μηχανή και τα εύφλεκτα υλικά την έκαιγαν.

Κατάσβεση πυρκαϊάς: αντίμετρο των πολιορκητών στους εμπρησμούς των πολιορκουμένων ήταν η ρίψη ξυδιού από τον πολιορκητικό πύργο. Το ξύδι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην κατάσβεση της φωτιάς και παράλληλα έχει την ιδιότητα να εμποδίζει την πρόκληση νέας πυρκαϊάς.

Εκτός από τα παραπάνω γενικώς γνωστά αντίμετρα, στην πολιορκία της Τύρου ο Διόδωρος αναφέρει και μία σειρά από άλλα αντίμετρα, άγνωστα στους άλλους Έλληνες συγγραφείς της εποχής του Αλεξάνδρου, ενώ από τους ιστορικούς της εκστρατείας μόνο ο Κούρτιος επαναλαμβάνει μερικά. Αυτά τα αντίμετρα είναι τα εξής:

Καταπελτικά βέλη: για την αντιμετώπισή τους οι Τύριοι είχαν τοποθετήσει στις επάλξεις τροχούς, άλλους ξύλινους και άλλους μαρμάρινους, με πυκνά διαφράγματα, τους οποίους περιέστρεφαν με κάποιον απροσδιόριστο μηχανισμό. Οι περιστρεφόμενες ακτίνες είτε κατέστρεφαν είτε εξοστράκιζαν τα βέλη.

Προσωπικό: κατά των τμημάτων εφόδου, που προσπαθούσαν να πηδήξουν από τις μηχανές στα τείχη έρριχναν αλιευτικά δίχτυα και όσους μπλέκονταν σ’ αυτά τους γκρέμιζαν στο κενό. Επίσης εξακόντιζαν τρίαινες δεμένες στο πίσω μέρος με σκοινί. Αυτές καρφώνονταν στις (προφανώς μη μεταλλικές) ασπίδες των πολιορκητών και, τραβώντας με το σκοινί τις τρίαινες, οι Τύριοι είτε τους γκρέμιζαν στο κενό, είτε τους έπαιρναν τις ασπίδες και τους εξέθεταν στα τοξεύματα. Για να πετάξουν από τα θωράκια των πύργων στο κενό τους τειχομάχους των Μακεδόνων, οι Τύριοι χρησιμοποιούσαν κόρακες και σιδηρές χείρες (κάποια είδη γάντζων). Χρησιμοποιούσαν επίσης διάπυρους μύδρους (πυρωμένα κομμάτια μετάλλου ή πέτρας), τα οποία εκτόξευαν με τους απροσδιόριστους πυρφόρους κατά των πολιορκητών. Ένα άλλο ενδιαφέρον αντίμετρο ήταν η άμμος (ο Κούρτιος προσθέτει και περιττώματα), την οποία οι Τύριοι πύρωναν μέσα σε χάλκινες ή σιδερένιες ασπίδες και μετά την εκσφενδόνιζαν με κάποιον απροσδιόριστο μηχανισμό. Η πυρωμένη άμμος εισχωρούσε μέσα από θώρακες και ενδύματα, κατέκαιε τις σάρκες των πολιορκητών και τους προκαλούσε το θάνατο με φρικτούς πόνους. Για την αντιμετώπιση των πλοίων, που έφεραν μηχανές και πλησίαζαν τα τείχη της Τύρου, ο Κούρτιος περιγράφει ένα αντίμετρο αντίστοιχο των ογκόλιθων, που χρησιμοποιούνταν στις χερσαίες πολιορκίες. Συγκεκριμένα λέει ότι έξω από τα τείχη κρεμούσαν χοντρά δοκάρια. Οι ναυτικοί ή τα ίδια τα πλοία τραυματίζονταν από γάντζους και λεπίδες προσαρμοσμένα στα δοκάρια, όταν ξαφνικά τα άφηναν ελεύθερα.


ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ
(Ηρόδοτος Ζ.175, 202 - κ.ε., Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Β.V.18-20)

Τα κωλύματα (=εμπόδια) είναι ο αρχαιότερος πολλαπλασιαστής ισχύος ενός στρατού και η αξιοποίησή τους είναι ένας από τους καλύτερους δείκτες ικανότητάς του. Είτε φυσικά είτε τεχνητά, χρησιμοποιούνται ανέκαθεν από τον αμυνόμενο, για να ενισχύσει την αμυντική του προσπάθεια και να αποτρέψει ευκολότερα τον επιτιθέμενο. Επανδρωμένα με την κατάλληλη στρατιωτική δύναμη χρησιμεύουν στο να ανακόψουν την συντεταγμένη προέλαση του επιτιθέμενου και να του προξενήσουν όσον το δυνατόν περισσότερες απώλειες σε προσωπικό, υλικό και εφόδια ή να προσφέρουν χρόνο στον αμυνόμενο, ώστε να σχηματίσει νέα γραμμή άμυνας σε άλλο σημείο (όπως έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες) ή να ανασυντάξει τις δυνάμεις του ή να προλάβουν να φθάσουν ενισχύσεις και εφόδια. Χωρίς τη συνδυασμένη δράση προσωπικού τα κωλύματα το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι μία περισσότερο ή λιγότερο ασήμαντη επιβράδυνση της προέλασης του επιτιθεμένου.

Η βασική αρχή λειτουργίας των κωλυμάτων είναι να υποχρεώνουν την εχθρική δύναμη να περάσει από ένα και μόνο σημείο, επιτηρούμενο από την κατάλληλη δύναμη του αμυνόμενου, που συνήθως είναι μικρό κλάσμα της δύναμης του επιτιθέμενου. Προκείμενου να περάσει το κώλυμα, ο επιτιθέμενος υποχρεούται να κινείται με μικρή ταχύτητα και να πυκνώνει τις τάξεις του, προσφέροντας εύκολο στόχο στις δυνάμεις του αμυνόμενου. Η αποτελεσματικότητα των κωλυμάτων ανέκαθεν αύξανε, όσο αύξανε το μέγεθος του επιτιθέμενου στρατού και αντίθετα μειωνόταν όσο μειωνόταν ο αριθμός του, με ακρότατη περίπτωση τους λίγους πεζούς στρατιώτες, που θεωρητικά κωλύονται μόνο από τους μεγάλους γκρεμούς και τη θάλασσα. Στην εξουδετέρωση των κωλυμάτων πρωταγωνιστής υπήρξε πάντοτε το μηχανικό.

Στην αχανή επικράτεια της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας υπήρχε πληθώρα κωλυμάτων, όμως μόνο ένα, τις Περσίδες Πύλες, κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν οι Πέρσες και να καθηλώσουν τον Αλέξανδρο, έστω και για λίγο. Όλα αυτά τα κωλύματα ήταν γνωστά στους Έλληνες περί τα 70 χρόνια πριν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όταν τα απαρίθμησε υπό μορφήν απειλής ο Τισσαφέρνης στον επικεφαλής των Μυρίων, τον Κλέαρχο. Ωστόσο στην ανάβαση, τόσο του Κύρου όσο και του Αλεξάνδρου, αυτά εκμηδενίσθηκαν και αποδείχθηκαν άχρηστα είτε από την απροθυμία ή την απρονοησία των φρουρών να τα κρατήσουν.

Στην αφήγηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τα σημαντικότερα από τα κωλύματα αυτά, το αν αξιοποιήθηκαν ή όχι, και ποιες ήταν οι συνέπειες από τις επιμέρους επιλογές των Περσών.


Φυσικά Κωλύματα
(Ηρόδοτος Ζ.176, 208, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Δ.Ι.2-3, Αρριανός Γ.18, Διόδωρος ΙΖ.68, Πολύαινος Δ.3.27)

Πύλες: ήταν στενά ορεινά περάσματα, που συνέδεαν δύο περιοχές και τα οποία ήταν κλεισμένα με τείχη και πύλες. Άλλοτε αναφέρονται με το όνομα και των δύο περιοχών, που συνέδεαν (π.χ. Πύλες Κιλικίας-Συρίας ή Συρίας-Κιλικίας), ανάλογα με τα σημεία αναχώρησης και προορισμού, κι άλλοτε μόνο με ένα. Όταν αναφέρονται μόνο με ένα όνομα, συνήθως (αλλά όχι πάντοτε) αυτό είναι το όνομα της χώρας προορισμού. Έτσι, η Σουσιανή και η Περσίς συνδέονταν με τις Πύλες Σουσιανής-Περσίδας, αλλά προελαύνοντας από τα Σούσα προς την Περσέπολη, ο Αλέξανδρος πέρασε τις Πύλες, τις οποίες άλλος συγγραφέας ονομάζει Πύλες της Περσίας ή Περσίδες Πύλες, άλλος τις ονομάζει Σουσιάδες Πέτρες και άλλος Σουσίδες Πύλες. Αυτές ήταν κι οι μοναδικές Πύλες, όπου ο Αλέξανδρος βρήκε αντίσταση.

Περάσματα (ή διαβάσεις): διέφεραν από τις Πύλες κατά το ότι δεν είχαν τεχνητές οχυρώσεις (τείχη και πύλες), αλλά προσφέρονταν για την καθήλωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων.

Ποτάμια: Επειδή οι Πέρσες κατέστρεφαν πλοία και γέφυρες, οι Μύριοι δεν μπορούσαν να περάσουν τον Τίγρη λόγω του βάθους, του πλάτους και των ορμητικών νερών του. Έτσι, υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι προς τις πηγές του, ως τα απόκρημνα Καρδούχεια όρη. Αντίθετα προς τους Μύριους, κανένα ποτάμι δεν μπόρεσε να ανακόψει την προέλαση του Αλεξάνδρου, ο οποίος τα περνούσε είτε χωρίς καμία προετοιμασία, είτε με γέφυρες, είτε με ασκοσχεδίες. Δεν τον σταμάτησε ούτε ο Υδάσπης, τον οποίο επιτηρούσε ισχυρή δύναμη Ινδών υπό τον πολύ αξιόλογο Πώρο.


Τεχνητά Κωλύματα
(Ηρόδοτος Η.28, Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Α.VI.15, Α.VΙΙ.14-κε, Β.ΙΙΙ.10, Β.IV.12, Αρριανός Ζ.7, Πολύαινος Δ.3.17)

Τάφρος: Ο πεζός στρατιώτης εύκολα περνούσε την τάφρο με μία πρόχειρη γέφυρα. Όμως η διέλευσή της από το ιππικό, τα υποζύγια ή τις πολιορκητικές μηχανές αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα για το Μηχανικό. Οι τάφροι χρησίμευαν κυρίως για την καθήλωση του επιτιθεμένου μπροστά από τα τείχη της πολιορκούμενης πόλης και εντός του βεληνεκούς των τοξευμάτων του αμυνομένου. Επίσης χρησίμευαν γενικότερα στην εμπόδιση της προέλασης ή την εξουδετέρωση εχθρικών στρατευμάτων, μακρυά από τις πόλεις και σε αναπεπταμένα πεδία. Ενδεικτικά παραδείγματα χρήσης αμυντικών τάφρων είναι τα παρακάτω:

Ένα αξιοσημείωτο κώλυμα κατά προσωπικού και οχημάτων, που θάλεγε κανείς ότι ο Αρταξέρξης ο Μνήμων το κατασκεύασε ειδικά για τους Μυρίους, δεν επανδρώθηκε ούτε για τους Μυρίους ούτε για τον Αλέξανδρο. Ήταν μία τάφρος πλάτους 5 οργιών (περίπου 9μ) και βάθους 3 (περίπου 5,3μ). Ξεκινούσε 12 παρασάγγες (περίπου 64χμ) νοτίως του τείχους της Μηδίας, όπου βρίσκονταν 4 διώρυγες, πλάτους 1 πλέθρου (περίπου 29,6μ) και μεγάλου βάθους. Αυτές ξεκινούσαν από τον Τίγρη και έφταναν ως τον Ευφράτη, απείχαν 1 παρασάγγη (περίπου 5,3χμ) η μία από την άλλη, ήταν πλωτές και είχαν γέφυρες. Δίπλα στον Ευφράτη και την τάφρο υπήρχε ένα στενό πέρασμα 20 ποδών (περίπου 6μ), από το οποίο πέρασε ο Κύρος και ο στρατός του χωρίς να τους εμποδίσει ο Αρταξέρξης, όπως ο Δαρείος Γ΄ δεν εμπόδισε τον Αλέξανδρο.

Σε μία εισβολή των Θεσσαλών στη Φωκίδα, οι υποδεέστεροι στρατιωτικά Φωκείς έθεσαν εκτός μάχης το περίφημο θεσσαλικό ιππικό με το εξής τέχνασμα: έσκαψαν μία τάφρο, τη γέμισαν με άδειους αμφορείς και τη σκέπασαν με χώμα. Κατά την έφοδο, οι ίπποι των Θεσσαλών έσπασαν τα πόδια τους στην κρυμμένη τάφρο με τους αμφορείς.

Η τάφρος γύρω από τα τείχη της Αλικαρνασσού είχε πλάτος 30 πήχεων (περίπου 14μ) και βάθος 15 (περίπου 7μ).


Τρίβολος: ήταν κώλυμα κατά προσωπικού και κτηνών. Αποτελούνταν από τέσσερις αιχμές συνδεδεμένες μεταξύ τους, έτσι ώστε πέφτοντας στο έδαφος, η μία να είναι πάντοτε όρθια. Ο Πολύαινος ισχυρίζεται ότι στη μάχη των Γαυγαμήλων οι Πέρσες είχαν σκορπίσει τριβόλους μπροστά από το ιππικό του Αλεξάνδρου, υποχρεώνοντάς τον να κινηθεί πλαγίως, ώστε να αποφύγει την επικίνδυνη περιοχή. Αυτή η αναφορά δεν φαίνεται να είναι ακριβής, διότι οι Πέρσες δεν είχαν λόγους, ούτε τακτικής ούτε ψυχολογίας, για να χρησιμοποιήσουν τριβόλους. Διέθεταν μεγάλο αριθμό ιππέων, άριστα εκπαιδευμένων, οι οποίοι απετέλεσαν σε όλες τις περιπτώσεις το ισχυρότερο όπλο κρούσης τους, κι επιπλέον το ιππικό τους ήταν το τμήμα, που πάντοτε πολεμούσε γενναιότερα και το τελευταίο που εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης.

Καμένη γη: την τακτική αυτή την εξετάζουμε παρακάτω.

Τείχη: το τείχος της Μηδίας είχε τεράστιο μήκος, πλάτος 20 πόδες (περίπου 6μ) και ύψος 100 πόδες (περίπου 30μ). Το είχαν κατασκευάσει οι Ασσύριοι, όχι για να προστατεύσουν κάποια πόλη, αλλά για να ανακόψουν την επέκταση των Μήδων και των Περσών στην επικράτειά τους. Λόγω της αποστολής του, δεν ήταν χρήσιμο ως κώλυμα κατά του Αλεξάνδρου, που προήλαυνε από την «εσωτερική» πλευρά του τείχους της Μηδίας. Το τείχος της Τύρου είχε ύψος 150 πόδες (περίπου 44,3μ). Τόσο η εξουδετέρωση όσο και η άμυνα των τειχών, η γνωστή μας πολιορκία, απαιτούσε συντονισμένη και επίπονη προσπάθεια όλων των στρατιωτικών τμημάτων, γι’ αυτό κάνουμε μία σύντομη παρουσίασή της.

Ποτάμια κωλύματα: οι Πέρσες κοντά στις εκβολές του Ευφράτη στον Περσικό Κόλπο είχαν δημιουργήσει φράγματα, που στην πραγματικότητα ήταν κωλύματα κατά πλοίων. Ο πιστός τους φοινικικός στόλος ήταν πολύ μακρυά και επειδή οι Πέρσες δεν διέθεταν ναυτικό, είχαν δημιουργήσει εκείνα τα κωλύματα, ώστε να εμποδίζουν ενδεχόμενη εισβολή από θαλάσσης.


Πολιορκία
(Αινείας Τακτικός 32.12, Διόδωρος ΙΣΤ.74.3, ΙΖ.44.4, Αρριανός Α.20)

Μέχρι την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων το σημαντικότερο τεχνητό κώλυμα ήταν τα τείχη των πόλεων. Τόσο τα πολιορκητικά μέτρα όσο και τα αντίμετρα, κυρίως αυτά που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος στην πολύμηνη πολιορκία της Τύρου, μας βοηθούν να σχηματίσουμε πληρέστερη εικόνα μίας πολιορκίας. Τα αντίμετρα αυτά πάντοτε τα αντιμετώπισε και ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε, διότι πάντοτε ήταν ο επιτιθέμενος και ποτέ ο αμυνόμενος. Όπως τα παρουσιάζει ο Διόδωρος, δείχνουν τις δυσκολίες και τις απώλειες, που υπέστη ο Αλέξανδρος, την εφευρετικότητα πολιορκουμένων και πολιορκητών, κυρίως όμως το επίπεδο της εφαρμοσμένης στον πόλεμο τεχνικής και τεχνολογίας.

Οι πολιορκίες αποτελούσαν την τελική φάση των περισσοτέρων συγκρούσεων στην αρχαιότητα, διότι οι πόλεις ήταν το έσχατο σημείο υποχώρησης του αμυνόμενου. Έτσι οι πόλεις είχαν πάντοτε τα απαραίτητα υλικά για να αντέξουν μία πολιορκία, ακόμη και η ρυμοτομία τους περιμετρικά του τείχους είχε σχεδιασθεί υπολογίζοντας σε αυτό το αναπόφευκτο.

Όταν άρχιζε η πολιορκία, η εξωτερική όψη της πόλης άλλαζε εντελώς. Ξύλινοι πύργοι υψώνονταν πάνω από τα τείχη, για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο βεληνεκές και καλύτερη στόχευση στα αμυντικά τοξεύματα, ενώ αμυντικές κατασκευές εκτείνονταν έξω και κρεμιόντουσαν εμπρός από τα τείχη, στα σημεία όπου πλησίαζαν οι πολιορκητικές μηχανές, για να τις καταστρέφουν. Αυτονόητο ζητούμενο για τον επιτιθέμενο ήταν η δημιουργία ρήγματος στα τείχη ή το γκρέμισμα κάποιας πύλης, ώστε να εισβάλει στην πόλη. Παράλληλα όμως προσπαθούσε με τις γέφυρες των πύργων και τις κλίμακες να ανεβάσει στρατιώτες στις επάλξεις. Η πολιορκία εξελισσόταν με την ακόλουθη σειρά.

Γύρω από τα τείχη υπήρχε αμυντική τάφρος, η οποία βρισκόταν μέσα στο βεληνεκές των τοξευμάτων του αμυνόμενου. Ο επιτιθέμενος εξαπέλυε κατά των υπερασπιστών τα δικά του τοξεύματα, μόλις το επέτρεπε το βεληνεκές τους. Τα αποτελεσματικότερα τοξεύματα εξαπολύονταν από τους αμυντικούς και επιθετικούς πύργους και όλες οι δραστηριότητες λάμβαναν χώρα μέσα σε καταιγισμό τοξευμάτων. Είναι δε σαφές ότι όποιος υστερούσε σε τοξεύματα, βρισκόταν αμέσως σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση.

Αφού το Μηχανικό εξουδετέρωνε την τάφρο με τις χωστρίδες χελώνες, ο επιτιθέμενος έφθανε στα τείχη, τα οποία κάποιες φορές (όπως στη Γάζα) είχαν θεμελιωθεί σε φυσικό ύψωμα, που εμπόδιζε τις μηχανές να το προσβάλουν. Μόλις οι χωστρίδες χελώνες ολοκλήρωναν την αναγκαία επιχωμάτωση και οι μηχανές μπορούσαν να προσβάλουν το τείχος, ανελάμβαναν δράση οι κριοί και τα τρύπανα, που συνήθως αποτελούσαν μέρος των επιθετικών πύργων. Επίσης άρχιζαν οι τειχομαχίες, με τους επιτιθέμενους να προσπαθούν να πατήσουν τις επάλξεις περνώντας από τις μηχανές μέσω γεφυρών ή σκαρφαλώνοντας απευθείας με κλίμακες, ενώ οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν να τους γκρεμίσουν στο κενό.

Παράλληλα οι πολιορκούμενοι δημιουργούσαν υπονόμους και υπέσκαπταν το έδαφος κάτω από τις πολιορκητικές μηχανές. Οι επιτιθέμενοι πάλι, δημιουργούσαν υπονόμους μέχρι τα τείχη, τα οποία υπέσκαπταν, για να προκαλέσουν κατάρρευση συγκεκριμένων τμημάτων τους. Η κατάρρευση τμήματος του τείχους αντιμετωπιζόταν με την έγκαιρη ανέγερση δεύτερου αμυντικού τείχους ή με δημιουργία εσωτερικής τάφρου ή με καταιγισμό τοξευμάτων ή με φράγμα από φλεγόμενα ξύλα, ώστε να απωθηθεί το τμήμα εφόδου και να δημιουργηθεί το δεύτερο τείχος ή η εσωτερική τάφρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου