Αναγνώστες

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Β

Βαγώας: ήταν ένας «εξαιρετικά ωραίος ευνούχος στην ακμή της νιότης του», με τον οποίο ο Δαρείος είχε ερωτικές σχέσεις. Τον παρέδωσε στον Αλέξανδρο μαζί με άλλα δώρα ο Ναβαρζάνης, όταν παραδόθηκε στην Υρκανία (330). Αν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Βαγώα του Φαρνούχη, τον οποίο αναφέρει ο Αρριανός ως τον μόνο βάρβαρο τριήραρχο στον Υδάσπη (326), πρέπει να υποθέσουμε ότι συνδέθηκαν ερωτικά ήδη από την Ινδία. Όμως ο Βαγώας οπωσδήποτε ήταν η αγαπημένη παλλακίδα του Αλεξάνδρου ένα χρόνο αργότερα. Σε μία σύντομη στάση για ξεκούραση και διασκέδαση μετά την έρημο της Γεδρωσίας (325) ο Βαγώας νίκησε σε έναν αγώνα χορών και κάθισε στολισμένος δίπλα στον Αλέξανδρο. Τότε οι Μακεδόνες άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν να τον φιλήσει, ώσπου ο Αλέξανδρος πράγματι τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο Κούρτιος αποδίδει στο Βαγώα συνομωσία, που κατέληξε στην εκτέλεση του Ορξίνη (324) (6.5.23, 10.1.22.38).

Βαγώας: ήταν ο κορυφαίος ευνούχος στην Αυλή του Αρταξέρξη Γ΄ ή Ώχου και κατόρθωσε να αποκτήσει απίστευτη ισχύ. Το 338 έκρινε ότι ο Αρταξέρξης δεν ήταν πλέον αρκετά πειθήνιος, τον δηλητηρίασε και ανέβασε στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως τον Αρσή, για να τον δηλητηριάσει κι αυτόν και όλη την οικογένειά του το 326. Οι παλαιότερες δολοφονίες του Ώχου και οι πρόσφατες του Βαγώα είχαν περιορίσει πολύ τους υποψήφιους για το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως, στον οποίο ο Βαγώας υποχρεώθηκε να ανεβάσει ένα μακρυνό συγγενή των προηγουμένων. Σύντομα ο μηχανορράφος ευνούχος έκρινε ακατάλληλο και τον τρίτο κατά σειράν εκλεκτό του, αλλά ο Δαρείος Γ΄ κατάλαβε τις προθέσεις του Βαγώα και τον υποχρέωσε να πιεί εκείνος το δηλητηριασμένο κρασί.

Βάκχαι: οι μαινάδες, οι τελούσες τα όργια (μυστικές τελετές όπως ακριβώς και τα Μυστήρια) του Βάκχου και κατεχόμενες από τον θεό γυναίκες.

Βακχεία: η εορτή του Βάκχου, η ξέφρενη ευθυμία.

Βακχεύω: γιορτάζω τη γιορτή του Βάκχου, τελώ τα Μυστήρια του Βάκχου (ιδίως στις μεγάλες τριετηρίδες).

Βάκχος: σχετικά νεότερο όνομα του θεού Διονύσου, που χρησιμοποιεί για πρώτη φορά (Διόνυσος Βάκχειος) ο Σοφοκλής (496-406) και συχνότερα ο Ευριπίδης (480-407). Αντίθετα προς τη συνήθη αντίληψη, ο Διόνυσος ήταν μία σημαντική θεότητα και εθεωρείτο ως εκπολιτιστής των ανθρώπων, ως εμπνευστής του ευγενούς ενθουσιασμού και ως σύμβολο της γενετήσιας και παραγωγικής δύναμης της Φύσης. Λόγω της σπουδαιότητας του θεού Διονύσου, στην Αθήνα ετελούντο 4 εορτές (Διονύσια ιερά) κατά τέσσερις διαδοχικούς μήνες (Ποσειδεώνα, Γαμηλιώνα, Ανθεστηριώνα και Ελαφηβολιώνα): τα κατ΄ αγρούς ή εν αγροίς, τα εν λίμναις ή Λίναια, τα Ανθεστήρια και τα κατ΄ άστυ ή εν άστει ή Μεγάλα Διονύσια ιερά ή απλώς Διονύσια ιερά

Βάλακρος του Αμύντα: στις Κελαινές (333) ορίστηκε στρατηγός των συμμάχων στη θέση του Αντίγονου. Στην Αίγυπτο (331) ορίστηκε συνδιοικητής της στρατιάς, που παρέμεινε εκεί.

Βάλακρος: Αρχηγός των ακοντιστών, στα Γαυγάμηλα (331) βοήθησε στην εξουδετέρωση των δρεπανηφόρων αρμάτων. Επικεφαλής των ψιλών, στη σύγκρουση με τους Σκύθες (329) συνεργάσθηκε με τους ιππείς.

Βάρβαροι: οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν ότι «πας μη Έλλην [είναι] βάρβαρος». Φαίνεται ότι η χρήση αυτού του όρου για τους μη Έλληνες άρχισε, πριν αρχίσει η χρήση του κοινού ονόματος «Έλληνες» για τα ελληνικά έθνη, διότι ο Όμηρος (9ος π.Χ αιώνας), που αγνοεί τη χρήση του κοινού εθνικού ονόματος Έλληνες, κάνει λόγο για «Κάρες βαρβαρόφωνους». Κατά μία εκδοχή ο όρος είναι ηχοποίητος και προήλθε από το ότι η ομιλία των ξένων λαών άφηνε στους Έλληνες την ακουστική εντύπωση «βαρ-βαρ». Ωστόσο είναι ενδεχόμενο να μην είναι ελληνικός όρος, αφού ο Ηρόδοτος (5ος π.Χ αιώνας) λέει ότι «έτσι [βαρβάρους] αποκαλούν οι Αιγύπτιοι, όσους δεν μιλάνε τη γλώσσα τους» (Ιλιάδα Β.867, Ηρόδοτος Β.158).

Βαρσαέντης: σατράπης των Δραγγών και των Αραχωτών. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους υπηκόους του και τους ορεσίβιους Ινδούς (τους κατοίκους του Κασμίρ και Τζαμμού). Το 330 μαζί με τον Ναβαρζάνη και τον Βήσσο συνέλαβε τον Δαρείο ως ανίκανο να ηγηθεί της αντίστασης κατά του εισβολέα. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, μαζί με τον Σατιβαρζάνη τραυμάτισε θανάσιμα το Δαρείο, τον εγκατέλειψε και κατέφυγε στην πρωτεύουσα της Δραγγιανής. Όταν πλησίαζε η στρατιά του Αλεξάνδρου, κατέφυγε στην πρόσω Ινδία, αλλά οι Ινδοί τον συνέλαβαν και τον έστειλαν σιδηροδέσμιο στον Αλέξανδρο, για να μην μπουν στο στόχαστρό του. Ο Αλέξανδρος τον καταδίκασε σε θάνατο.

Βαρσίνη: έτσι ονομάζει ο Αρριανός τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου, την οποία παντρεύτηκε ο Αλέξανδρος στον ομαδικού γάμο στα Σούσα (324).

Βαρσίνη: ήταν κόρη του Αρτάβαζου και διαδοχικά χήρα των Ροδίων αδελφών Μέντορα και Μέμνονα. Ως έτος γέννησής της προτείνεται το 355 π.Χ., δηλαδή φέρεται ως συνομήλικη του Αλεξάνδρου. Είχε ελληνική παιδεία και μαζί με τον αυτοεξόριστο πατέρα της είχε περάσει ένα διάστημα (353-343) στην Αυλή του Φιλίππου Β΄, όπου ίσως γνώρισε τον Αλέξανδρο. Όταν συνελήφθη αιχμάλωτη στο περσικό στρατόπεδο της Ισσού (333), ο Παρμενίων φέρεται να την προξένεψε στον Αλέξανδρο, ο οποίος έκανε μαζί της ένα γιο, τον Ηρακλή (Πλούταρχος Αλέξανδρος 21.7-9, Διόδωρος 16.52.3, 20.20.1, Κούρτιος 3.13.14, 10.6.11, Ιουστίνος 11.10.2-3).

Βασίλειοι εφημερίδες: ήταν το ημερολόγιο της Αυλής. Αρχιγραμματέας ήταν ο Ευμένης ο Καρδιανός και ένας άλλος υπεύθυνος ήταν ο Διόδοτος από τις Ερυθρές. Ο Στράττις ο Ολύνθιος (μάλλον σύγχρονος του Αλεξάνδρου) έγραψε πέντε βιβλία για τις Βασίλειες Εφημερίδες, που ίσως απετέλεσαν πηγή για μεταγενέστερους συγγραφείς. Οι διαφορές στις διηγήσεις των ιστορικών αρχίζουν με τη σύλληψη του Καλλισθένη, οπότε οι Βασίλειες Εφημερίδες δεν ήταν πλέον διαθέσιμες στους ιστορικούς, οι οποίοι μέχρι τότε βασίζονταν στον Καλλισθένη. Έχουμε πάλι μία γενική συμφωνία μεταξύ των ιστορικών για το θάνατο του Αλεξάνδρου, οπότε όλοι φαίνεται ότι ανατρέχουν στις Βασίλειες Εφημερίδες. Ο Αρριανός κι ο Πλούταρχος μας δίνουν την αναλυτική αφήγηση των τελευταίων ημερών του Αλεξάνδρου, βασιζόμενοι σ’ αυτές (Robinson C. A., The ephemerides of Alexander’s expedition, Providence, Brown University, 1932. σελ 11 & 63).

Βήσσος: σατράπης της Βακτριανής. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους Ινδούς της πρόσω Ινδίας, τους Βάκτριους και τους Σογδιανούς. Το 330 ηγήθηκε πραξικοπήματος, στο οποίο συμμετέσχαν ο Ναβαρζάνης και ο Βαρσαέντης και με το οποίο ανετράπη και συνελήφθη ο Δαρείος. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, ο Βαρσαέντης και ο Σατιβαρζάνης τραυμάτισαν θανάσιμα κι εγκατέλειψαν τον Δαρείο. Ο Βήσσος κατέφυγε στην πρωτεύουσα της σατραπείας του με όσους σκόπευαν να αντισταθούν στον Αλέξανδρο, αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ασίας και πήρε το δυναστικό όνομα Αρταξέρξης. Την άνοιξη του 329, όταν ο Αλέξανδρος πλησίαζε στα Βάκτρα, ο Βήσσος τράπηκε σε φυγή χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση και αφού προηγουμένως κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή στην περιοχή ανατολικά των Βάκτρων, ώστε να καθυστερήσει την προέλαση του Αλεξάνδρου. Τότε οι συνεργάτες του, Σπιταμένης και Δαταφέρνης, οι οποίοι προφανώς σκόπευαν να αντισταθούν και όχι να δώσουν αξιώματα στους εαυτούς τους, φρόντισαν ώστε ο Βήσσος να πέσει στα χέρια του Αλεξάνδρου και συνέχισαν μόνοι τους την αντίσταση. Πράγματι ο καλοκαίρι του 329 ο Πτολεμαίος του Λάγου συνέλαβε καθ’ υπόδειξή τους τον Βήσσο κοντά στα Ναύτακα της Σογδιανής και ο Αλέξανδρος τον έστειλε στα Βάκτρα. Από εκεί το χειμώνα του ιδίου έτους τον έστειλε στα Εκβάτανα, για να εκτελεσθεί από το Συμβούλιο των Μήδων και των Περσών, αφού πρώτα διέταξε να του κόψουν τη μύτη και τους λοβούς των αυτιών, σύμφωνα με τον περσικό νόμο.

Βουκεφάλας: ο αγαπημένος ίππος του Αλεξάνδρου. Λέγεται ότι ήταν μεγαλόσωμος, γενναίος και ότι ονομάστηκε έτσι, είτε επειδή ήταν μαρκαρισμένος με ένα κεφάλι βοδιού είτε επειδή, ενώ ήταν μαύρος, είχε στο κεφάλι του ένα άσπρο σημάδι σε σχήμα κεφαλής βοδιού. Ήταν θεσσαλικός ίππος και ένας Θεσσαλός έμπορος, ο Φιλόνικος, τον είχε οδηγήσει στη Μακεδονία για να τον πουλήσει στη βασιλική Αυλή. Ο Φίλιππος απέρριψε την αγορά του, επειδή ήταν δύστροπος ίππος και δεν ανεχόταν ούτε καν τη φωνή των ακολούθων του. Ο Αλέξανδρος αγνόησε τις συμβουλές των παρισταμένων και επέμενε ότι επρόκειτο για εξαιρετικό ίππο και ότι μπορούσε να τον δαμάσει. Αφού δήλωσε ότι σε περίπτωση αποτυχίας του δεχόταν να καταβάλει ο ίδιος το αντίτιμο του Βουκεφάλα ως τιμωρία για την αλαζονεία του προς τους ειδικούς, ο Φίλιππος παζάρεψε την τιμή, που τελικά έκλεισε στα 13 αργυρά τάλαντα. Κατά τα θρυλούμενα ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει ότι ο Βουκεφάλας φοβόταν τη σκιά του και με τους κατάλληλους χειρισμούς κατάφερε να τον δαμάσει, αποσπώντας τις επευφημίες των ειδικών και την υπερηφάνεια του πατέρα του. Ο βασιλικός πολεμικός ίππος είχε μοιραστεί όλες τις κακουχίες και τους κινδύνους της εκστρατείας με τον Αλέξανδρο, τον μόνο που δεχόταν ως αναβάτη και ο οποίος τον αγαπούσε πολύ. Το 330 στη χώρα των Ούξιων ή στην Υρκανία ή στη χώρα των Μάρδων τον απήγαγαν οι βάρβαροι και ο Αλέξανδρος διαμήνυσε στους κατοίκους ότι, αν δεν του τον επέστρεφαν, θα τους έσφαζε όλους, και μόνο τότε του τον επέστρεψαν. Ο Πλούταρχος λέει ότι, επειδή ο Βουκεφάλας ήταν ήδη γέρος και ο Αλέξανδρος τον ίππευε μόνο στις μάχες. Ισχυρίζεται όμως ότι στη μάχη του Γρανικού ίππευε άλλον ίππο, ο οποίος και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με τους Ιουστίνο και Διόδωρο, ο Βουκεφάλας σκοτώθηκε στη μάχη του Υδάσπη (326), ενώ κατ΄ άλλους μη κατονομαζόμενους αρχαίους συγγραφείς πληγώθηκε στη μάχη, και υπέκυψε αργότερα. Κατά τον Ονησίκριτο πέθανε από τον καύσωνα και τα γηρατειά σε ηλικία 30 ετών, ενώ οι ίπποι ζουν 20 χρόνια, και αναπόφευκτα θυμόμαστε το άλλο μύθευμα του ιδίου με τις Αμαζόνες. Αν το 326 ο Βουκεφάλας ήταν πράγματι 30 ετών, τότε στη μάχη του Γρανικού (334) θα ήταν 22 ετών, δηλαδή θα είχε ξεπεράσει κατά δύο έτη το προσδόκιμο ζωής των ίππων, ενώ ο Αλέξανδρος θα τον είχε αποκτήσει όταν είχε ηλικία πάνω απ’ το μισό του προσδόκιμου. Συνεπώς δεν είναι λογικό ούτε ο Φίλιππος Β΄ να ακριβοπλήρωσε έναν μεγάλης ηλικίας ίππο ως τον πολεμικό ίππο του τότε διαδόχου του, όπως δεν είναι λογικό ο Αλέξανδρος ως βασιλιάς της Μακεδονίας να ίππευε ένα γερασμένο άλογο. Εν πάσει περιπτώσει στη δυτική όχθη του Υδάσπη και στο σημείο, όπου πέρασε τον ποταμό, ο Αλέξανδρος φέρεται να θεμελίωσε μία πόλη και την ονόμασε Βουκεφάλα εις μνήμην του ίππου του.

Βραγχίδαι: ήταν ιερατικό και μαντικό γένος της Ιωνίας. Είχε ως γενάρχη τον Βράγχο, ο οποίος είχε διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον Απόλλωνα. Οι Βραγχίδες εκμεταλλεύονταν το μαντείο του Απόλλωνα στην πόλη Δίδυμα (18 χμ νότια της Μιλήτου) και από την εποχή του Κύρου του Μεγάλου (553) σε κάθε ευκαιρία χρησμοδοτούσαν υπέρ των περσικών συμφερόντων. Προφανώς είχαν αντιληφθεί ότι η Περσία ήταν η ανερχόμενη υπερδύναμη της εποχής και φρόντιζαν για τα δικά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας για τα ευρύτερα ελληνικά. Λίγα χρόνια αργότερα (495) σε αντίποινα της εξέγερσης της Ιωνίας κατά των Περσών, στην οποία συμμετέσχαν δραστήρια και οι Μιλήσιοι, ο Δαρείος Α΄ κατέστρεψε τον ναό και λεηλάτησε τους θησαυρούς του μαντείου. Το 479, μετά την ήττα του Ξέρξη στην Ελλάδα και τα αντίποινα των Ελλήνων στα μέχρι τότε περσικά εδάφη, οι Βραγχίδες, που είχαν συνεργαστεί υποδειγματικά με τους Πέρσες κατά των Ελλήνων, ζήτησαν από τον Ξέρξη να τους μετεγκαταστήσει. Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό και μετεγκαταστάθηκαν στη Σογδιανή, στις όχθες του Ώξου (Αμού Ντάρυα), όπου έχτισαν ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα (νότια του Αμού Ντάρυα στο σημερινό Αφγανιστάν) και μία πόλη, το λεγόμενο Βραγχιδών άστυ (βόρεια του Αμού Ντάρυα στο σημερινό Ουζμπεκιστάν). Το 329, όταν ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ώξο, οι Βραγχίδες τον υποδέχθηκαν ενθουσιωδώς, αλλά σύμφωνα με το Διόδωρο, τον Κούρτιο και τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή, εκείνος έσφαξε τους κατοίκους και αφάνισε την πόλη (Ηρόδοτος ΣΤ.19).

Βραχμάνες: Οι Ινδοί χωρίζονταν σε 7 γένη (κοινωνικές τάξεις ή κάστες) με πρώτο στην ιεράρχηση εκείνο των Βραχμάνων φιλοσόφων, που έκαναν ασκητική ζωή και γι’ αυτό οι Έλληνες τους ονόμασαν γυμνοσοφιστές. Το γένος τους ήταν το μικρότερο σε αριθμό, αλλά απολάμβανε των περισσότερων τιμών και τεράστιας εκτίμησης. Ήταν το μόνο, που είχε το δικαίωμα να μαντεύει και να καθορίζει τον τρόπο των προσφορών και θυσιών προς τους θεούς. Μάλιστα, τυχόν θυσίες ή προσφορές χωρίς την έγκριση των Βραχμάνων εθεωρείτο ότι δεν γίνονταν δεκτές από τους θεούς. Ο Αλέξανδρος ήλθε για πρώτη φορά σ’ επαφή με το πανίσχυρο ιερατείο των Βραχμάνων στα Τάξιλα (326) (Αρριανός Ζ.1., Ζ.2.& Ινδική 11 Πλούταρχος, Αλέξανδρος 65.). Με την τεράστια επιρροή στους ομοεθνείς τους, οι Βραχμάνες υποκίνησαν τόσο λυσσώδη αντίσταση, ώστε πολλές φορές οι Ινδοί δεν δίστασαν να αυτοπυρποληθούν μέσα στις πόλεις τους, για να μην παραδοθούν ή αιχμαλωτισθούν. Προκειμένου να κάμψει αυτήν την αντίσταση, ο Αλέξανδρος προέβη σε εξαιρετικά εκτεταμένες σφαγές μαχίμων και αμάχων Ινδών.

Βρεττία: η σημερινή εσωτερική Καλαβρία.


Γ

Γανδάρα: Οι Ινδοί περιλάμβαναν στον όρο αυτό τη χώρα των Γανδαριδών, τη Γανδαρίδα και τη Γανδαρίτιδα. Η χώρα των Γανδαριδών εκτεινόταν από τον μέσο ρου ως τις εκβολές του Γάγγη και οι κάτοικοί της, οι Γανδαρίδες, εθεωρούντο ως «ο πιο πολυάνθρωπος ινδικός λαός, εναντίον των οποίων δεν εξεστράτευσε ο Αλέξανδρος λόγω του πλήθους των ελεφάντων, που διαθέτουν» (Διόδωρος ΙΗ.6.1). Η Γανδαρίς βρισκόταν στο κέντρο περίπου του σημερινού Παντζάμπ και μετά την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο πολιτισμού, όπου η ινδική τέχνη επιρρεάστηκε πολύ από την ελληνική. Είναι η περιοχή που και σήμερα αποκαλούμε Γανδάρα. Η Γανδαρίτις εκτεινόταν γύρω από τον ποταμό Κωφήνα (Καμπούλ). Οι Έλληνες περιλάμβαναν τους κατοίκους της, τους Γανδάριους, μαζί με τους άλλους γειτονικούς λαούς υπό τον γενικό όρο Παροπαμισάδες. Οι Γανδάριοι, τους οποίους αναφέρει ο Ηρόδοτος σε αντιδιαστολή προς τους Ινδούς, όπως φαίνεται κι απ’ τον οπλισμό τους πρέπει να είναι οι κάτοικοι της Γανδαρίτιδας.

Γαυγάμηλα: κατά τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος 31.7) στην τοπική γλώσσα σήμαινε «οίκος καμήλας». Γκάου-γκαμέλα στα Αραμαϊκά σημαίνει «λιβάδι καμήλας». Στη θέση των αρχαίων Γαυγαμήλων βρίσκεται σήμερα το χωριό Τελ-Γκομέλ.

Γλαγολικό αλφάβητο: την εποχή που έζησαν ο Κύριλλος (827-869 μ.Χ.) και ο Μεθόδιος, δημιουργήθηκε η παλαιότερη εκκλησιαστική φιλολογία των Κροατών και των Βουλγάρων, η οποία είναι γραμμένη στο γλαγολικό αλφάβητο. Ήταν βασισμένο σε έναν από τους τύπους των ελληνικών αλφαβήτων, στο ιωνικό, και στη μεν κροατική παραλλαγή τα γράμματα ήταν γωνιόσχημα, στη δε βουλγαρική ήταν στρογγυλόσχημα. Μάλλον αυτό είναι το αλφάβητο, που καταγράφεται ότι εισήγαγαν τα δύο αδέλφια και όχι το λεγόμενο κυριλλικό, το οποίο αντικατέστησε το γλαγολικό μόλις τον 12ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή τρεις ολόκληρους αιώνες μετά το θάνατο των δύο μοναχών.

Γοργίας ο Λεοντίνος: σοφιστής και ρήτορας σύγχρονος του Σωκράτη. Γεννήθηκε στους Λεοντίνους της Σικελίας και πέθανε στη Λάρισα το 388 π.Χ. Το 427 τον έστειλαν οι Λεοντίνοι στην Αθήνα ως πρέσβη. Εκεί προκάλεσε το θαυμασμό και εγκαταστάθηκε αργότερα διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία. Στον «Ολυμπικό» του λόγο προτρέπει τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν κατά των βαρβάρων. Την ιδέα αυτή διατύπωσε αργότερα σε λόγο του και ο Ισοκράτης.

Γρύψ: μυθικό τέρας με κεφάλι αετού και σώμα λιονταριού, άλλοτε με φτερά και άλλοτε άπτερο. Η παλαιότερη απεικόνισή του (ίσως κι η προέλευσή του) είναι αιγυπτιακή. Στην Αίγυπτο εθεωρείτο προστάτης των Φαραώ και φύλακας των τάφων τους. Στην ελληνική μυθολογία οι Αριμασποί ζούσαν βορείως των Σκυθών και άρπαζαν τον χρυσό, που φύλασσαν οι γρύπες. Κατά τον Κτησία τον Κνίδιο οι γρύπες φύλασσαν τον χρυσό σε μία έρημο και τους τον άρπαζαν οι Ινδοί. Ο παραπλεύρως εικονιζόμενος είναι αποτυπωμένος σε νόμισμα των Θασίων.


Δ

Δαίμονες: στην αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν ένα είδος κατώτερων θεοτήτων. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ήταν "παιδιά θεών, αλλά όχι θεοί".

Δαταφέρνης: Πέρσης αξιωματούχος, από τους ελάχιστους, που αποφάσισαν να αντισταθούν στον Αλέξανδρο ως το τέλος και να μη συνεργασθούν μαζί του. Αρχικά συνέπραξε στο πραξικόπημα κατά του Δαρείου (330) και όταν ο Βήσσος έφυγε (329) από τα Βάκτρα, κυνηγημένος από τον Αλέξανδρο και χωρίς να προβάλει αντίσταση, συνέπραξε με τον Σπιταμένη. Αυτή τη φορά αντί να ανατρέψουν το Βήσσο, τον παρέδωσαν στον Αλέξανδρο. Δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο γι’ αυτόν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Σπιταμένη στη Σογδιανή και στη Βακτρία και ότι σκοτώθηκε σε κάποιαν απ’ αυτές.

Δημάδης: γεννήθηκε στην Αθήνα το περί το 380 από ταπεινούς γονείς. Η ρητορική του δεινότητα ήταν πολυθρύλητη και η ευφυία του εθεωρείτο μεγαλύτερη εκείνης του Δημοσθένη, αλλά δεν διασώθηκε κανένα έργο του. Παραδίδεται ότι κατά τον κῶμο μετά το επινίκιο δείπνο για τη μάχη της Χαιρώνειας (338) ο Φίλιππος περιφερόταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους χλεύαζε για την αποτυχία τους. Τότε ο Δημάδης, που βρισκόταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, του είπε «Βασιλιά, η τύχη σου επιφύλαξε ρόλο Αγαμέμνονα κι εσύ δεν ντρέπεσαι να φέρεσαι σαν Θερσίτης;». Υποτίθεται ότι ο Φίλιππος συγκλονίσθηκε από τα λόγια του Αθηναίου ρήτορα, διέκοψε τον κῶμο και τον απελευθέρωσε. Ο Δημάδης στη συνέχεια έπεισε το Φίλιππο να συνάψει ειρήνη με τους Αθηναίους και τους Θηβαίους και να εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά μόνο στη Θήβα. Κατά το Λαμιακό πόλεμο, όταν ο Αντίπατρος προέλαυνε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της Αθήνας, οι Αθηναίοι τρομοκρατημένοι ζήτησαν από το Δημάδη να πάει ως πρέσβυς στον Αντίπατρο και να διαπραγματευθεί ειρήνη. Για τον Δημάδη η αγωνία των Αθηναίων αποτέλεσε την ευκαιρία να λύσει ένα προσωπικό πρόβλημα: είχε παρανομήσει τρεις φορές κι η Εκκλησία των Αθηναίων του είχε επιβάλει στέρηση πολιτικών και συμβουλευτικών δικαιωμάτων. Αν και σ’ όλη του τη ζωή παρίστανε τον υπερπατριώτη και αντιμακεδόνα, σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή αρνήθηκε να προσφέρει στην πατρίδα του υπηρεσίες άνευ όρων και οι πανικόβλητοι Αθηναίοι υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Ανακάλεσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις, τον αποκατέστησαν στα πολιτικά του δικαιώματα και αμέσως τον έστειλαν μαζί με άλλους ως πρέσβυ. Τον δολοφόνησε ο Κάσσανδρος το 320.

Δημήτριος του Αλθαιμένη: στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ίλαρχος μίας από τις βασιλικές ίλες. Το 327 ήταν ιππάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Το 326 πολέμησε με την ιππαρχία του στη μάχη του Υδάσπη και υπό τις διαταγές του Ηφαιστίωνα εισέβαλε στη χώρα του αποστάτη Πώρου. Επίσης πήρε μέρος στις εκκαθαρίσεις στη χώρα των Μαλλών (325).

Δημήτριος: σωματοφύλακας, τον οποίο ο Αλέξανδρος εκτέλεσε (329) στη χώρα των Ευεργετών ως συμμετέχοντα στη συνωμοσία του Φιλώτα. Τον αντικατέστησε ο Πτολεμαίος του Λάγου.

Δημοσθένης: γεννήθηκε το 383 στην Παιανία της Αττικής και είναι ο κορυφαίος Έλληνας ρήτορας. Δεν ήταν εύπορος και για να βιοπορισθεί δίδασκε ρητορική και έγραφε επί παραγγελία δικανικούς λόγους, που δεν ήταν αξιόλογοι. Η ρητορική του δεινότητα φάνηκε μόλις το 354, όταν σε ηλικία 29 ετών συνέγραψε τον πρώτο πολιτικό του λόγο. Αξιολογώντας τη συνολική πολιτική δράση του Δημοσθένη προκύπτει ότι ήταν σκληροπυρηνικός πατριώτης με την κλασσικότερη έννοια του όρου, δηλαδή μετρούσε τα πάντα σύμφωνα με τα συμφέροντα της Αθήνας και θεωρούσε όλους τους Έλληνες υποχρεωμένους να προσβλέπουν στην πατρίδα του, άλλως ήταν προδότες της Ελλάδας και ανάξιοι να θεωρούνται Έλληνες. Η σημαντικότερη πολιτική αδυναμία του είναι η πεισματική άρνηση να αποδεχθεί ότι οι αναρίθμητες πόλεις-κράτη των Ελλήνων είχαν κλείσει τον κύκλο της πολιτικής ζωής τους και ότι η επιβίωση της Ελλάδας απαιτούσε πλέον το σχηματισμό ευρύτερων πολιτικών ενώσεων, καμία από τις οποίες δεν ήταν καλύτερη από το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων. Ίσως ο Δημοσθένης είχε μείνει τόσο προσκολλημένος στα ωφέλη, που θα αποκόμιζε για άλλη μιά φορά η Αθήνα από την Ηγεμονία της Ελλάδος, ώστε αρνήθηκε να λάβει υπόψη του την παντελή αδυναμία των Αθηναίων να διεκδικήσουν την Ηγεμονία. Ίσως πάλι να κινήθηκε από τη μηδενιστική αντίληψη «αν δεν μπορούμε εμείς οι Αθηναίοι να γίνουμε Ηγεμόνες της Ελλάδος, δεν θα επιτρέψουμε να γίνει κανένας άλλος». Το βέβαιο είναι ότι η πρακτικά μικρή ανταπόκριση των Αθηναίων στη ρητορία του, τον οδήγησε σε δημαγωγικές εκρήξεις. Αλλά αυτή ακριβώς η μικρή πολιτική ανταπόκριση γλύτωσε τους Αθηναίους από τα χειρότερα, σε αντίθεση προς τους Θηβαίους που τον πίστεψαν και αφανίσθηκαν. Η πολιτική δράση του Δημοσθένη αποτυπώνεται ως εξής: Το 359 ο Φίλιππος κατέλαβε το θρόνο και μέσα σε 7 χρόνια κατόρθωσε να συγκολλήσει τη σχεδόν διαμελισμένη Μακεδονία και να αποκτήσει τον έλεγχο των στρατηγικών φυσικών πόρων της χώρας του και της γύρω περιοχής, αφαιρώντας τους από τους Αθηναίους, που τους νέμονταν ως τότε. Όταν ο Φίλιππος κατέλαβε και ισοπέδωσε την προσκείμενη στους Αθηναίους Μεθώνη (352), ο Δημοσθένης, που μόλις προ δύο ετών είχε εμφανισθεί στην εκκλησία των Αθηναίων ως πολιτικός, εκφώνησε τον πρώτο φιλιππικό λόγο και άρχισε τη διαβόητη αντιμακεδονική πολεμική του. Επιδίωξή του ήταν να επιβάλει στη Μακεδονία, ό,τι επιβάλλεται και σήμερα στις χώρες, που έχουν πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας για τη Δύση, αλλά οι ηγεσίες τους δεν ελέγχονται από τη Δύση: οι κυβερνήσεις τους αποκαλούνται βάρβαρες, σκοταδιστικές, ανελεύθερες, επικίνδυνες για την παγκόσμια ειρήνη και οι πολιτισμένες χώρες (κατά σύμπτωση αυτές που χρειάζονται τις επίμαχες πρώτες ύλες) αναλαμβάνουν αλτρουιστικά να σώσουν τον κόσμο από τις κακές αυτές κυβερνήσεις. Έτσι, όταν ο Φίλιππος πολιόρκησε την Όλυνθο (349), ο Δημοσθένης συνέχισε να ξεσηκώνει εναντίον του τους Αθηναίους με τους περίφημους ολυνθιακούς λόγους του. Μετά την άλωση της Ολύνθου οι Αθηναίοι πείσθηκαν να αντιταχθούν στον Φίλιππο, αλλά γνωρίζοντας τις αδυναμίες τους, περιορίσθηκαν να ξεσηκώνουν άλλα κράτη εναντίον του. Το 340 ο Φίλιππος πολιόρκησε την Πέρινθο και ο Δημοσθένης προέτρεψε τους Αθηναίους να αποβάλουν τις «ανόητες προκαταλήψεις» ότι ο Πέρσης βασιλιάς ήταν βάρβαρος και κοινός εχθρός όλων των Ελλήνων. Τελικά οι Αθηναίοι πείσθηκαν και έστειλαν πρέσβεις στον Μεγάλο Βασιλέα ζητώντας του να καταγγείλει τη συνθήκη φιλίας που είχε με το Φίλιππο και να του κυρήξει τον πόλεμο. Έτσι οι Αθηναίοι κατάφεραν να στρέψουν κατά του Φιλίππου τους Πέρσες, τους Βυζαντίους, τους Χίους, τους Κώους και τους Ρόδιους. Τότε ο Φίλιππος διέταξε την κατάσχεση των σιτηρών, που ταξίδευαν με νηοπομπές από τη Σκυθία προς την Αθήνα, οι Αθηναίοι αντέδρασαν καταγγέλλοντας τη Φιλοκράτειο ειρήνη με τους Μακεδόνες και τα δύο κράτη βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά χωρίς άμεσες εχθροπραξίες επί δύο περίπου χρόνια. Το 338 ο Φίλιππος προέλασε νότια, για να καταλάβει την Ηγεμονία της Ελλάδος και ο Δημοσθένης πρότεινε στους πανικόβλητους Αθηναίους να ξεχάσουν την παμπάλαια έχθρα με τους Θηβαίους και να επιδιώξουν συμμαχία μαζί τους, ώστε ο πόλεμος κατά των Μακεδόνων να μη θίξει τα εδάφη της Αττικής. Ο Δημοσθένης εστάλη ως πρέσβης στους Θηβαίους και πέτυχε τη συμμαχία τους. Ακολούθησε η μάχη της Χαιρώνειας, όπου οι Μακεδόνες συνέτριψαν τις δυνάμεις των Αθηναίων και των Θηβαίων και κατέκτησαν την Ηγεμονία της Ελλάδος. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας ο Μέγας Βασιλεύς πείσθηκε ότι ο Δημοσθένης ήταν ικανός να εξυπηρετήσει τα περσικά συμφέροντα και άρχισε να τον χρηματοδοτεί. Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος (336) και η παραμονή του Αλεξάνδρου στο θρόνο δεν ήταν απόλυτα εξασφαλισμένη, ο Δημοσθένης ήρθε σε επαφή με τον Άτταλο, που προσπαθούσε να κερδίσει την υποστήριξη της μακεδονικής στρατιάς της Μ. Ασίας, ώστε να διεκδικήσει το θρόνο για τον εαυτό του. Μόλις ο Αλέξανδρος πέτυχε τη δολοφονία του Άτταλου, οι Αθηναίοι πείσθηκαν από το Δημοσθένη να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από το Δαρείο, προκειμένου να εξεγερθούν ανοιχτά κατά του Αλεξάνδρου, όμως οι πρέσβεις των Αθηναίων επέστρεψαν με άδεια χέρια, διότι ο Μέγας Βασιλεύς αισθανόταν πλέον ασφαλής και δεν έβλεπε την ανάγκη περιττών εξόδων. Το 335 βλέποντας τον Αλέξανδρο εδραιωμένο στο μακεδονικό θρόνο και νικητή στη βαλκανική εκστρατεία, οι Πέρσες κι ο Δημοσθένης συνεργάσθηκαν στενά. Ο Αθηναίος ρήτορας προσπάθησε να ξεσηκώσει τους Αθηναίους και τους Θηβαίους διαδίδοντας ότι ο Αλέξανδρος είχε σκοτωθεί πολεμώντας κατά των Θρακών και Ιλλυριών, αλλά για μιά ακόμη φορά οι συμπολίτες του δεν πείσθηκαν να αναλάβουν δράση. Όμως οι Θηβαίοι ξεσηκώθηκαν και ο Δημοσθένης τους προμήθευσε πανοπλίες με τα 70 τάλαντα, που του έστειλαν οι Πέρσες. Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να βρεθούν οι Θηβαίοι μόνοι τους απέναντι στα συμμαχικά στρατεύματα του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων και να υποστούν τη μοίρα των ηττημένων, ενώ ο Αλέξανδρος ζήτησε την έκδοση του Δημοσθένη. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να μεταπείσουν τον Αλέξανδρο, αλλά υποτάχθηκαν στη Μακεδονία και στις αποφάσεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, ενώ ο Δημοσθένης υπέστη τη σκληρότερη δυνατή τιμωρία, έμεινε χωρίς αντικείμενο σοβαρής πολιτικής δράσης ως το τέλος της ζωής του. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε από την Ινδία (324) και άρχισε να επιβάλλει τιμωρίες στους ατάσθαλους αξιωματούχους του, ο Άρπαλος καταχράσθηκε ακόμη 5.000 αργυρά τάλαντα από το Δημόσιο Ταμείο και με 6.000 μισθοφόρους δραπέτευσε από τη Βαβυλώνα. Ζήτησε καταφύγιο στο Δήμο των Αθηναίων και προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες για να στηρίξουν το αίτημά του, διότι στο μεταξύ είχε ζητηθεί η έκδοσή του. Οι Αθηναίοι ρήτορες έσπευσαν να επωφεληθούν από τον πλούσιο φυγάδα και κινήθηκαν, ώστε να γίνει δεκτό το αίτημά του. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Δημοσθένης πήρε θέση υπέρ του προφανούς συμφέροντος της πατρίδας του και πρότεινε την απέλαση του φυγόδικου, για να μην εμπλακεί η Αθήνα σε αδικαιολόγητο πόλεμο. Αλλά το ίδιο βράδυ ο Άρπαλος έστειλε δώρα και χρήματα στο σπίτι του λαμπρού Αθηναίου πολιτικού, που ξέχασε τα επιχειρήματά του. Έτσι, την επομένη μέρα κατά την προγραμματισμένη συζήτηση στην εκκλησία των Αθηναίων για το αίτημα ασύλου στον Άρπαλο, όταν ήλθε η ώρα να μιλήσει ο Δημοσθένης, εκείνος προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε λόγω κρυολογήματος. Τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διεξαγωγή ενδελεχούς έρευνας, ακόμη και στα σπίτια των ρητόρων, που είχαν βάλει χέρι στα κλοπιμαία του βασιλικού καταχραστή. Ο Δημοσθένης καταδικάστηκε από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε πρόστιμο 50 ταλάντων και φυλάκιση για αποδοχή προϊόντος εγκλήματος, αλλά δραπέτευσε και έζησε αυτοεξόριστος στην Αίγινα και στην Τριζοίνα. Από εκεί ικέτευε τους Αθηναίους να επανεξετάσουν την υπόθεσή του και να επιτρέψουν τον επαναπατρισμό του, ενώ παράλληλα ξεσήκωνε διάφορα ελληνικά κράτη εναντίον του Αλεξάνδρου και του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) οι Αθηναίοι ψήφισαν τον επαναπατρισμό του, αλλά μετά την ήττα τους στο Λαμιακό πόλεμο (322) ο Αντίπατρος απαίτησε και ο Δημάδης πρότεινε στην Εκκλησία των Αθηναίων την καταδίκη του Δημοσθένη σε θάνατο. Η πρόταση έγινε δεκτή, ο Δημοσθένης καταδιώχθηκε και αναγκάσθηκε να καταφύγει ως ικέτης σε ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία (Πόρο), όπου αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί (322).

Δηνάριο: ρωμαϊκό νόμισμα, σχεδόν ίσης αξίας προς τη δραχμή.

Διάδημα: ταινία που οι Πέρσες βασιλείς έδεναν γύρω από την τιάρα. Το υιοθέτησε κι ο Αλέξανδρος, που μερικές φορές το έδενε γύρω από τη μακεδονική καυσία.

Διάδοχοι: έτσι ονομάζονται γενικά οι σημαντικότεροι από τους εταίρους του Αλεξάνδρου, οι οποίοι μετά το θάνατό του συγκρούσθηκαν μεταξύ τους διεκδικώντας μερίδιο εξουσίας στην ακέφαλη πλέον αυτοκρατορία. Μετά από πολλές συμμαχίες, αποστασίες, προδοσίες, δολοφονίες, συμβιβασμούς και μάχες προέκυψαν οι ισχυρότεροι εταίροι, που τελικά διαμοίρασαν το κράτος του Αλεξάνδρου. Το 305 οι ως τότε σατραπείες και ζώνες επιρροής του καθενός εξ αυτών ανακηρύχθηκαν σε ανεξάρτητα βασίλεια και στο σημείο αυτό τοποθετείται η επίσημη έναρξη της ελληνιστικής περιόδου. Τα κράτη των Διαδόχων ή ελληνιστικά βασίλεια ήταν αρχικώς τέσσερα: του Σέλευκου (όλη η Ασία από τα παράλια της Μεσογείου ως τον Ινδό ποταμό), του Πτολεμαίου (Αίγυπτος και παράλια της ΝΑ Μεσογείου), του Λυσίμαχου (Θράκη) και του Κάσσανδρου (Μακεδονία).

Δίκη: μία από τις κόρες του Δία με τη Θέμιδα. Η Δίκη και η Θέμις κάθονταν κοντά στο θρόνο του Δία και του μεταβίβαζαν τη σοφία και την ορθή κρίση.

Διμιτρώφ, Γκεόργκι Μιχαήλοβιτς: Βούλγαρος πολιτικός (1882-1949). Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας από το 1902 και ένας από τους σημαντικότερους καθοδηγητές του, με έντονη διεθνή δράση. Το 1933 συνελήφθη στη ναζιστική Γερμανία και κατηγορήθηκε για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά. Το 1935 εξελέγη γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της Κομιντέρν και το 1937 αντιπρόσωπος στο ανώτατο Σοβιέτ. Μετά τη διάλυση της Κομιντέρν (1943) ασχολήθηκε με την οργάνωση του λαϊκού εθνικού κινήματος της Βουλγαρίας.

Διόδοτος: καταγόταν από τις Ερυθρές και αναφέρεται ως άλλος ένας υπεύθυνος για τις Βασίλειες Εφημερίδες εκτός από τον Ευμένη τον Καρδιανό.

Διόδωρος ο Σικελιώτης: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.

Διόσκουροι (Διός-κούροι = γιοι του Δία): είναι οι γιοι του Τυνδάρεω, Κάστωρ και Πολυδεύκης. Ήταν οι σημαντικότερες θεότητες των Αχαιών της Λακωνίας, πριν την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι συνέχισαν τη λατρεία τους. Ο Κάστωρ ήταν πράγματι γιος του Τυνδάρεω και της Λήδας, άρα θνητός, ενώ ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία και της Λήδας, άρα αθάνατος. Ο Πολυδεύκης για να σώσει τον Κάστορα, που είχε τραυματιστεί θανάσιμα, ζήτησε από τον Δία ημιαθανασία και για τους δύο. Έτσι μοιράστηκαν την αθάνατη ζωή του ενός και από τότε ζούσαν εναλλάξ από μισή μέρα ο καθένας, ο Πολυδεύκης την ημέρα και ο Κάστωρ τη νύχτα. Είναι προφανής η αντιστοίχισή τους προς τον Ήλιο και τη Σελήνη. Ο Αλέξανδρος θέλησε ενδεχομένως να εκτοπίσει τον θεό Διόνυσο και να τον αντικαταστήσει με τους ημιθνητούς – ημιαθάνατους γιους του Δία, κατοχυρώνοντας μία παραπομπή στο δικό του πρόσωπο.

Δορυφόρος: ονομαζόταν ο σωματοφύλακας ηγετών, κυρίως βασιλέων και τυράννων, επειδή ως βασικό όπλο έφερε δόρυ.

Δούρις: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.

Δράκων: έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το πελώριο φανταστικό φίδι, που ωστόσο θα μπορούσε να είναι ο πύθων. Κατά τον Όμηρο ήταν κόκκινος, μαύρος ή μπλέ, κατάστικτος και τρικέφαλος. Εθεωρείτο ότι τον έστελναν οι θεοί, για να εκτελέσει κάποια αποστολή.

Δραχμή: προέρχεται από το ρήμμα δράσσω ή δράττω και σημαίνει "όσο μπορεί να αδράξει το χέρι". Ήταν νομισματική μονάδα και μονάδα βάρους σε πολλά ελληνικά κράτη, αλλά η αξία της διέφερε από κράτος σε κράτος. Συνήθως όταν κάνουμε λόγο για δραχμές εννοούμε τις αττικές. Η νέα αττική δραχμή (μετά την αναμόρφωση του Σόλωνα) ως μονάδα βάρους ισούτο με 4,366γρ και η μακεδονική (του Φιλίππου) με 3,64γρ.

Δρύπετις: κόρη του Δαρείου, αδελφή της Βαρσίνης ή Στάτειρας. Είχε ακολουθήσει τον πατέρα της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) συνελήφθη αιχμάλωτη μαζί με τη μητέρα, τη γιαγιά, την αδελφή και το μικρό αδελφό της. Ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα και διέταξε να διδαχθούν την ελληνικήν διάλεκτον (331). Όταν η στρατιά επέστρεψε στα Σούσα μετά την εκστρατεία στην Ινδία, ο Αλέξανδρος την πάντρεψε με τον Ηφαιστίωνα (324), «διότι ήθελε τα παιδιά του να είναι ξαδέρφια των παιδιών του Ηφαιστίωνα».


Ε

Εισαγγελεύς: ονομαζόταν ο αξιωματούχος, που ανήγγελλε στον Πέρση βασιλιά τους δικαιούμενους ακρόαση. Ο Αλέξανδρος ως Μέγας Βασιλεύς διατήρησε κι αυτό το περσικό αξίωμα στη δική του Αυλή.

Εισφορά: αποτελούσε έκτακτο φόρο επί της περιουσίας, που επιβαλλόταν για την κάλυψη έκτακτων και κυρίως πολεμικών αναγκών. Στην Αθήνα επιβαλλόταν τόσο στους πολίτες όσο και στους μέτοικους.

Έκτωρ: γιος του Παρμενίωνα, γνωστός μόνο στον Κούρτιο (4.8.7-9 & 6.9.27). Κατ΄ αυτόν, αφού ο Αλέξανδρος επέστρεψε από το μαντείο του Άμμωνα και αφού οριοθέτησε την Αλεξάνδρεια, μαζί με τη συνοδεία του κατέπλεε το Νείλο. Ο Έκτωρ, "ένας νεαρός στην ακμή της νιότης του και πού αγαπητός στον Αλέξανδρο" (ενδεχομένως βασιλικός παίς) ήθελε να τους προλάβει κι επιβιβάσθηκε μαζί με άλλους σε μία μικρή βάρκα. 'Ηταν όμως υπεράριθμοι και υπό το βάρος τους η βάρκα βυθίσθηκε κι ο Έκτωρ πνίγηκε. Ο Αλέξανδρος στενοχωρήθηκε πάρα πολύ και έθαψε τον νεαρό με μεγάλες τιμές.

Ελαμιτική: η γλώσσα του Ελάμ (Σουσιανής). Ανήκε στην ουραλοαλταϊκή ομογλωσσία, χρησιμοποιούσε σφηνοειδές αλφάβητο, εμφανίσθηκε περί τον 4ο π.Χ. αιώνα και εξαφανίσθηκε περί τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Αποτελούσε μία από τις τρείς επισημες γλώσσες της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας.

Ελικών: διάσημος καλλιτέχνης υφαντής του 5ου π.Χ. αιώνα από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Μαζί με τον πατέρα του Ακεσά φέρεται ότι κατασκεύασε τον πρώτο πέπλο για το άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα.

Ενυάλιος: προσωνύμιο του Άρη, του θεού του πολέμου, το οποίο πήρε από την ακόλουθό του, την Ενυώ. Αυτή ήταν αδελφή ή μητέρα ή σύζυγος ή τροφός του και συμβόλιζε την πολεμική ισχύ, που κατέστρεφε τις πόλεις.

Ερατοσθένης: Κυρηναίος λόγιος, μαθήτευσε στην Αλεξάνδρεια, στη Βιβλιοθήκη της οποίας ήταν προϊστάμενος μέχρι το θάνατό του. Εφάρμοσε πρωτοποριακές μαθηματικές μεθόδους στη γεωγραφία και το κύριο έργο του είναι τα «Γεωγραφικά», όπου εξετάζει την ιστορία της γεωγραφίας, τη μαθηματική, τη φυσική και την πολιτική γεωγραφία.

Εριγύιος του Λάριχου: εταίρος από την Αμφίπολη κατά τον Αρριανό, ενώ κατά τον Διόδωρο καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Ήταν αδελφός του Λαομέδοντα, παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου και μετά το διαπληκτισμό πατέρα και γιού κατά το γάμο του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα (337), ο Φίλιππος τον εξόρισε από τη Μακεδονία μαζί με άλλους φίλους του Αλεξάνδρου. Μετά την άνοδο του Αλεξάνδρου στο θρόνο έγινε εταίρος και ανταμείφθηκε, όπως και όλοι όσοι εξορίσθηκαν από τον Φίλιππο αποδεικνύοντας την πίστη τους προς τον Αλέξανδρο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν διοικητής του ιππικού των Ελλήνων συμμάχων. Το 330 διοικούσε τους μισθοφόρους ιππείς, έλαβε μέρος στην καταδίωξη του Δαρειου και μπήκε στη Υρκανία επικεφαλής των μισθοφόρων και άλλων ιππέων καθώς και των σκευοφόρων. Όταν ο Σατιβαρζάνης εισέβαλε στην Αρεία (329), ο Εριγύιος εστάλη εναντίον του μαζί με τον Αρτάβαζο και τον Κάρανο. Ο Σατιβαρζάνης προκάλεσε σε μονομαχία κάποιον από τους διοικητές του Αλεξάνδρου, ο Εριγύιος δέχθηκε την πρόκληση και σκότωσε τον ανυπότακτο Πέρση αξιωματικό.

Ερμόλαος του Σώπολη: παίς της βασιλικής ακολουθίας του Αλεξάνδρου και μαθητής του Καλλισθένη. Διαφωνούσε με τις περσικές συνήθειες, που είχε υιοθετήσει ο Αλέξανδρος και το 327 στα Βάκτρα, όταν ο Αλέξανδρος τον προσέβαλε, αποφάσισε να τον δολοφονήσει. Γι’ αυτό συνομώτησε και με άλλους παίδες, αλλά η συνομωσία αποκαλύφθηκε και ο Ερμόλαος καταδικάσθηκε από την Eκκλησία των Μακεδόνων σε θάνατο.

Εταίρα: Στην αρχαία Ελλάδα οι ιερόδουλες αποτελούσαν την κατώτατη βαθμίδα της πορνείας. Όπως προκύπτει και από το όνομά τους ήταν σκλάβες, τις οποίες εξέδιδαν οι ναοί συνήθως έναντι ευτελεστάτου τιμήματος. Οι πόρνες κατείχαν τη μεσαία βαθμίδα και, τόσο οι ελεύθερες όσο και οι σκλάβες, ήταν εξαρτημένες από τους πορνοβοσκούς, όπως και οι σημερινές. Οι εταίρες αποτελούσαν την αριστοκρατία της πορνείας και ήταν ελεύθερες γυναίκες, τόσο εξαιρετικής μόρφωσης, ώστε ο Πλούταρχος αποδίδει τον περίφημο Επιτάφιο λόγο του Περικλή στην ερωμένη του, την εταίρα Ασπασία από τη Μίλητο. Ήταν οι μόνες γυναίκες, που είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονται στα δείπνα και τα συμπόσια μαζί με τους άντρες, όπως η Θαΐς στην οποία αποδίδεται σκοπίμως η έμπνευση να πυρποληθούν τα ανάκτορα της Περσέπολης. Οι αμοιβές τους ήταν αστρονομικές και η μεγαλόμισθος Φρύνη από τις Θεσπιές συνεισέφερε τόσο πολύ στην ανοικοδόμηση της Θήβας, ώστε στα τείχη της φέρεται ότι τοποθετήθηκε η επιγραφή «Αλέξανδρος μεν κατέστρεψεν, ανέστησε δε Φρύνη η εταίρα». Η επιρροή τους στους άντρες της ανώτατης οικονομικής τάξης, με τους οποίους συναναστρέφονταν, ήταν τεράστια, γι’ αυτό η περσική διπλωματία πριν τους Περσικούς πολέμους επιστράτευσε την Θαργηλία τη Μιλήσια, η οποία κατεύνασε σε σημαντικό βαθμό το αντιπερσικό μένος των Αθηναίων.

Εύδημος ή Εύδαμος: εταίρος, που παρέμεινε στη φρουρά της Γανδάρας ως υφιστάμενος του Φιλίππου. Όταν εκείνος δολοφονήθηκε, ο Αλέξανδρος ανέθεσε από κοινού στον Εύδημο και στον Ταξίλη τη θέση του Φιλίππου, μέχρι να ορίσει νέο σατράπη. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) ο Εύδημος και ο Ταξίλης δολοφόνησαν τον Πώρο και μοιράστηκαν το βασίλειό του. Στους πολέμους των Διαδόχων δεν επέλεξε σωστά τους εχθρούς και τους συμμάχους του με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσει ο Αντίγονος.

Ευεργέτες: αυτό το προσωνύμιο φέρεται να είχαν αποδώσει οι Πέρσες στο λαό των Αριασπών. Ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι τους απεδόθη διότι σε κάποια εκστρατεία του ο Κύρος παγιδεύτηκε στη γειτονική έρημο και, όταν τελείωσαν τα τρόφιμα, οι στρατιώτες του άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλον. Η κατάσταση ήταν απελπιστική, αλλά ξαφνικά εμφανίσθηκαν οι Αριασποί με 30.000 άμαξες φορτωμένες σιτηρά. Ο Κύρος ευγνώμων απέναντί τους για την ανέλπιστη σωτηρία του ιδίου και του στρατού του, τους τίμησε με πολλές δωρεές, φορολογική ατέλεια και τους χαρακτήρισε ευεργέτες, τίτλο που η περσική διπλωματία είχε απονείμει και στους Θηβαίους. Όμως η εξήγηση αυτή είναι εξόφθαλμα εσφαλμένη, καθώς δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι το περιστατικό με την ανθρωποφαγία ελλείψει τροφίμων το καταγράφει πρώτος ο Ηρόδοτος στην αιθιοπική εκστρατεία του Καμβύση. Την ίδια περίπου εξήγηση δίνει και ο Κούρτιος, ενώ ο Αρριανός λέει ότι ο Κύρος τους ονόμασε έτσι λόγω της συμμετοχής τους στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών και «για τις ευεργεσίες των προγόνων τους προς τον Κύρο», χωρίς να δίνει άλλες λεπτομέρειες. Τον λαό αυτό κάποιοι συγγραφείς τον ονομάζουν και Αριμασπούς, προφανώς παρασυρμένοι από τον Ηρόδοτο, ο οποίος όμως αναφέρεται σε άλλο λαό, κοντά στον Εύξεινο Πόντο.

Ευμένης του Ιερώνυμου: καταγόταν από την Καρδία της Χερρονήσσου και ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την ενημέρωση των Βασιλικών Εφημερίδων, δηλαδή σε σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι ήταν ο Διοικητής του Σώματος Στρατιωτικών Γραμματέων στο Επιτελείο του Αλεξάνδρου. Ήταν τριήραρχος στην κάθοδο των ποταμών της Ινδίας (326) και στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με την Άρτωνη, την κόρη του Αρτάβαζου (324). Το χειμώνα του 324 είχε μία σφοδρότατη διένεξη με τον Ηφαιστίωνα, οποία χάθηκε στα χάσματα των αρχαίων πηγών, και υποχρεώθηκε να συμφιλιωθεί μαζί του με βαριά καρδιά. Μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα (324) και με δεδομένη την απόγνωση του Αλέξανδρου, έσπευσε να αφιερώσει τον εαυτό του στον νεκρό, που είχε πλέον ανακηρυχθεί ήρωας. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) έγινε σατράπης της Παφλαγονίας και όσων εδαφών της Καππαδοκίας δεν κατείχε ο Αριαράθης. Αργότερα ο Περδίκκας υπέταξε για λογαριασμό του Ευμένη και την επικράτεια του Αριαράθη. Φαίνεται ότι το 322 κατέλαβε και την Ελλησποντική Φρυγία, όταν ο σατράπης της Λεοννάτος σκοτώθηκε στον Λαμιακό πόλεμο. Το ίδιο έτος ο Περδίκκας του ανέθεσε να επιτηρεί τον Ελλήσποντο και να εμποδίσει τις δυνάμεις του Αντίπατρου και του Κρατερού να αποβιβασθούν στην Ασία. Το 321 ο Ευμένης συγκρούσθηκε με τον Κρατερό, σε νικηφόρα γι’ αυτόν μάχη όπου σκοτώθηκε ο Κρατερός. Λίγο αργότερα ο Περδίκκας δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του και οι εταίροι αποφάσισαν την εκτέλεση του Ευμένη, ο οποίος εντούτοις παρέμεινε ζωντανός και υπολογίσιμος από τους αντιπάλους του. Το 318 ο Πολυπέρχων και η Ολυμπιάς του πρότειναν, είτε να μεταβεί στη Μακεδονία και να γίνει επίτροπος των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄), είτε να παραμείνει στην Ασία ως στρατηγός αυτοκράτωρ για λογαριασμό τους. Ο Ευμένης επέλεξε το δεύτερο και συμβούλεψε την Ολυμπιάδα να παραμείνει στην Ήπειρο, διότι στη Μακεδονία είχε πολλούς προσωπικούς εχθρούς. Ήταν ένας από τους σημαντικότερος πρωταγωνιστές στους πολέμους των Διαδόχων και το 317 τον δολοφόνησε ο Αντίγονος.

Ευρυδίκη: έτσι ονομάζει ο Αρριανός (Γ.6.5) την τελευταία σύζυγο του Φιλίππου Β΄, την οποία άλλοι ονομάζουν Κλεοπάτρα.

Ευρυδίκη: πολιτικά φιλόδοξη ευγενής από τη Μακεδονία, σύζυγος του Αρριδαίου. Αν και ο νοητικά ανεπαρκής σύζυγός της είχε οριστεί συμβασιλέας με τον Αλέξανδρο Δ΄, η Ευρυδίκη δεν μπορούσε να προωθήσει τις πολιτικές φιλοδοξίες της, διότι ο Περδίκκας είχε αναλάβει «την των όλων ηγεμονίαν». Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) προσπάθησε να ισχυροποιήσει τη θέση της και υποκίνησε μία σοβαρή αναταραχή στο στράτευμα. Ο Αντίπατρος χρειάστηκε να την τρομοκρατήσει, για να αποσυρθεί απ’ την πολιτική καθώς η νοητική ανεπάρκεια του συζύγου της εξυπηρετούσε τους πάντες. Μάλιστα, για να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση, πήρα μαζί του στη Μακεδονία τους δύο βασιλείς, την Ευρυδίκη και τη Ρωξάνη. Το 317 η Ευρυδίκη όρισε τον Κάσσανδρο επίτροπο του Αρριδαίου, για να ξαναμπεί στην πολιτική δράση, όμως η κίνησή της απείλησε τη θέση και τη ζωή του εγγονού της Ολυμπιάδας, που φρόντισε να δολοφονηθεί η Ευρυδίκη κι ο Αρριδαίος.

Ευρυδίκη: σύζυγος του Αμύντα Γ΄, μητέρα του Φιλίππου Β΄ και γιαγιά του Αλεξάνδρου Γ΄. Ανήκε στη βασιλική οικογένεια της Λυγκηστίδας, ενός από τα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, που ήταν «σύμμαχα και υπήκοα» της Κάτω Μακεδονίας.

Έφιππος από την Όλυνθο: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.


Ζ

Ζαρίασπα: είναι παλαιότερη ή ίσως τοπική ονομασία των Βάκτρων (Μπάλκ), της πρωτεύουσας της Βακτρίας.


Η

Ηγέλοχος του Ιππόστρατου: το 334 καθώς η στρατιά πλησίαζε στον Γρανικό, ήταν επικεφαλής του τμήματος αναγνώρισης. Το χειμώνα του ιδίου έτους διατάχθηκε να συγκροτήσει στόλο, για να προστατεύσει τον Ελλήσποντο από τις επιχειρήσεις του Μέμνονα. Στις αρχές του 331 έφτασε στο χώρο, όπου ο Αλέξανδρος οριοθετούσε την Αλεξάνδρεια, για να αναφέρει ότι είχε απελευθερώσει τα νησιά του Αιγαίου. Μαζί του είχε και τους συλληφθέντες Πέρσες αξιωματούχους καθως και τους Έλληνες συνεργάτες τους, εκτός από τον Φαρνάβαζο, που δραπέτευσε στη Κω. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε μία από τις βασιλικές ίλες.

Ηδωνός: είναι ο σημερινός Γαλλικός ποταμός. Αρχικά ονομαζόταν Ηδωνός επειδή διέσχιζε την επικράτεια του μεγάλου παιονικού έθνους, των Ηδωνών. Όταν οι Μακεδόνες κατέλαβαν τα εδάφη των Ηδωνών, μετονόμασαν τον ποταμό σε Εχείδωρο, επειδή ήταν χρυσοφόρος.

Ηρακλής: γιός του Αλεξάνδρου με τη Βαρσίνη. Ο Ηρακλής λέγεται ότι το 310 ήταν 17 περίπου ετών και ότι κατοικούσε στην Πέργαμο, άρα γεννήθηκε τη χρονιά που ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Ρωξάνη (άνοιξη του 327). Η Βαρσίνη κι ο Ηρακλής ίσως εστάλησαν στη Μ. Ασία μετά το γάμο του Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη (Πλούταρχος Αλέξανδρος 21.7-9, Διόδωρος 16.52.3, 20.20.1, Κούρτιος 3.13.14, 10.6.11, Ιουστίνος 11.10.2-3). Το 310-309 ο Πολυπέρχων φέρεται ότι προσπαθούσε να έρθει σε συνδιαλλαγή με τον Κάσσανδρο, για χάρη του οποίου δολοφόνησε τον Ηρακλή.

Ήρως: στην αρχαία ελληνική θρησκεία οι ήρωες αποτελούσαν μία βαθμίδα κατώτερη εκείνης των θεών και των ημιθέων. Οι ήρωες ήταν φανταστικά πρόσωπα ή ίσως πραγματικά, των οποίων η δράση μεγαλοποιήθηκε. Ο τίτλος συνήθως αποδιδόταν σε ιδρυτές πόλεων, ευεργέτες ή σωτήρες, που είχαν ωφελήσει την πόλη ή την περιοχή με σπουδαίες πράξεις. Σχεδόν κάθε περιοχή ή κράτος είχε επιλέξει κάποιον ήρωα, που σχετιζόταν μαζί τους και τον τιμούσαν ως προστάτη. Η λατρεία των ηρώων ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των θεών και οι θρησκευτικές τιμές αποδίδονταν στους τάφους ή στα κενοτάφια των ηρώων. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να κηρύσσονται ήρωες ιστορικά πρόσωπα μετά το θάνατό τους.

Ηφαιστίων του Αμύντορα: εταίρος από την Πέλλα. Ήταν ο καλύτερος, πιό έμπιστος φίλος, περίπου συνομήλικος και σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου. Ήταν «ωραίος με παιδικές χάρες» κατά τον Ιουστίνο (12.12.11), πιό μεγαλόσωμος και μεγαλοπρεπής από τον Αλέξανδρο, γι’ αυτό η μητέρα του Δαρείου προσκύνησε εκείνον αντί του Αλεξάνδρου (333). Μέχρι το φθινόπωρο του 330 δεν καταγράφεται καμία αξιόλογη δράση του στην εκστρατεία. Μετά την εκτέλεση του Φιλώτα ο Αλέξανδρος χώρισε το εταιρικό ιππικό σε δύο ιππαρχίες και όρισε επικεφαλής τους τον Ηφαιστίωνα και τον Κλείτο αντίστοιχα. Την άνοιξη του 328 ήταν επικεφαλής ενός από τα πέντε σώματα στρατού, που σάρωσαν τη Σογδιανή και κατέπνιξαν την επανάσταση. Ήταν από τους σημαντικότερους διοικητές στις επιχειρήσεις της Ινδίας, τριήραρχος κατά την κάθοδο των ποταμών (326) και κατά την ανάρρωση του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών (325) διοικούσε όλες τις χερσαίες δυνάμεις. Ο Ηφαιστίων επικροτούσε όλες τις επιλογές του Αλεξάνδρου και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην υιοθέτηση των περσικών εθίμων, γι’ αυτό ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους βαρβάρους. Αντίθετα ο Κρατερός ήταν προσκολλημένος στα πατροπαράδοτα έθιμα και ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Λόγω της συμπεριφοράς των δύο εταίρων ο Αλέξανδρος είχε χαρακτηρίσει τον μεν Ηφαιστίωνα φιλαλέξανδρο, τον δε Κρατερό φιλοβασιλέα. Όπως ήταν λογικό, ανάμεσα στον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό αναπτύχθηκε μία αντιπαλότητα, η οποία κάποια φορά στην Ινδία τους οδήγησε στο σημείο να βγάλουν τα ξίφη τους από τους κολεούς. Οι άλλοι εταίροι παρενέβησαν και απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ ο Αλέξανδρος τους επέπληξε έντονα και αυστηρά. Ειδικά τον Ηφαιστίωνα τον προσέβαλε βαριά ενώπιον όλων αποκαλώντας τον «βαρεμένο και παράφρονα, επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι χωρίς τον Αλέξανδρο είναι ένα μηδενικό». Ορκίστηκε δε στον Άμμωνα και τους άλλους θεούς ότι τους αγαπούσε και τους δύο περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά αν έρχονταν ξανά σε αντιπαράθεση, θα σκότωνε ή και τους δύο ή όποιον έκανε την αρχή. Μετά τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν και από τότε οι δύο εταίροι απέφυγαν ακόμη και τα αστεία μεταξύ τους. Στα Σούσα (324) ο Αλέξανδρος στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) τον Ηφαιστίωνα για τις υπηρεσίες του και στον ομαδικό γάμο τον πάντρεψε με μία κόρη του Δαρείου, «διότι ήθελε τα παιδιά του να είναι ξαδέρφια των παιδιών του Ηφαιστίωνα». Το χειμώνα του 324 ο Ηφαιστίων είχε κάποια αντιδικία με τον Ευμένη, η οποία χάθηκε στα χάσματα των αρχαίων πηγών και λίγες εβδομάδες αργότερα πέθανε στα Εκβάτανα από τις καταχρήσεις, σε ηλικία περίπου 33 ετών. Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα βύθισε σε βαθεία θλίψη τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον κήδευσε στη Βαβυλώνα με μία κηδεία, τόσο μεγαλοπρεπή, ώστε φέρεται να κόστισε 10.000 τάλαντα. Επίσης δεν όρισε αντικαταστάτη στην ιππαρχία του Ηφαιστίωνα, «για να μη χαθεί το όνομά του και το έμβλημα, που εκείνος είχε ορίσει», και ζήτησε χρησμό από τον Άμμωνα, αν μπορούσε ο νεκρός φίλος του να λατρεύεται σαν θεός, αλλά ο Άμμων επέτρεψε να λατρεύεται μόνο ως ήρωας. Ο Αλέξανδρος διέταξε ακόμη να κατασκευαστεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου λαμπρό μνημείο προς τιμήν του Ηφαιστίωνα.

http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου