Αναγνώστες
Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016
Μια Ελβετίδα εξηγεί γιατί …μισεί τους Έλληνες!
Σε ένα βιβλίο με τίτλο «Σκυλάνθρωποι» είναι καταγεγραμμένη η ενδιαφέρουσα αφήγηση μίας Ελβετίδας, η οποία εξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι και γενικότερα οι ξένοι συμπεριφέρονται με ελεεινό …
τρόπο κατά των Ελλήνων. «Τα ζώα δεν συγχωρούν ποτέ στον άνθρωπο τη βελτίωση της συμπεριφοράς τους, γιατί νιώθουν ότι αυτή η βελτίωση τα απομακρύνει από τη φύση τους. Και όποτε δίνεται η ευκαιρία, το μίσος εκρήγνυται».
Για να κατανοήσει ο αναγνώστης τη δήλωση, η Ελβετίδα κάνει τον εξής εκπληκτικό παραλληλισμό:
«Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει με εμάς τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες. Αν υπάρχει μια φυλή στον κόσμο που κυριολεκτικά τη μισώ αφόρητα, αυτή η φυλή είναι οι Έλληνες.» Και τεκμηριώνει την άποψή της λέγοντας ότι στα γυμνασιακά της χρόνια ένιωθε “ψυχικά καταπιεσμένη” γιατί «οι Σοφοί μας Δάσκαλοι δεν μας δίδαξαν τίποτα που να μην το είχαν ήδη Ανακαλύψει, Εξηγήσει, να μην το είχαν Τεκμηριώσει, να μην το είχαν Τελειοποιήσει οι Αρχαίοι Έλληνες. Κι αν κάποτε ανέφεραν κανέναν άλλο συγγενή της Γνώσης και της Σοφίας που δεν ήταν Έλληνας, στο τέλος πάντα κατέληγαν ότι η Γνώση του και η Σοφία του ήταν βασισμένες επάνω στη Σοφία κάποιου Έλληνα Φιλοσόφου.
Σιγά σιγά ένιωθα πως οι Γνώσεις μου, οι Σκέψεις μου, τα Αισθήματά μου, η Προσωπικότητά μου, ο Κόσμος μου, η Ύπαρξή μου ως το πιο έσχατο κύτταρό μου ήταν όλα επηρεασμένα, ήταν ταγμένα σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε “Η Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων.”»
Αυτά όλα καταστάλαζαν στα βάθη της ψυχής της Ελβετίδας «ένα φλογερό μίσος για καθετί το ελληνικό». Και η συνέχεια: «Αργότερα στο πανεπιστήμιο η κατάσταση έγινε δραματική. Ο Ασκληπιός από τη μια, ο Ιπποκράτης απ’ την άλλη! Ο Γαληνός τη μια μέρα, ο Ορειβάσιος την επομένη! Αέτιος το πρωί, Αλέξανδρος Τραλλιανός τ’ απόγευμα! Παύλος ο Αιγινίτης από ‘δω, Στέφανος ο Αθηναίος από ‘κει. Δεν μπορούσα ν’ανοίξω βιβλίο χωρίς να βρω μπροστά μου την ελληνική παρουσία. Δεν τολμούσα να πιάσω στα χέρια μου λεξικό για να βρω μια δύσκολη, σπάνια, μια χρήσιμη, μια έξυπνη, μια όμορφη, μια μεστωμένη λέξη. Όλες ελληνικές! Και άλλες αμέτρητες σαν την άμμο των θαλασσών και των ποταμών, ελληνικής και αυτές προέλευσης!»
«Πρόκειται για φαινόμενο ομαδικό. Έτσι αισθανόμαστε λίγο πολύ όλοι μας απέναντι στους Έλληνες. Τους μισούμε, όπως τα ζώα τους θηριοδαμαστές. Και μόλις μας δίνεται η ευκαιρία, χυμάμε, τους δαγκώνουμε και τους κατασπαράζουμε. Γιατί στο βάθος ξέρουμε ότι κάποτε ήμασταν ζώα με όλη τη σημασία της λέξης και είναι αυτοί, οι Έλληνες, πάλι οι Έλληνες, πάντα οι Έλληνες, που μας εξώσανε από τη ζωώδικη υπόσταση και μας ανεβάσανε στην ίδια με τους εαυτούς τους ανθρώπινη βαθμίδα. Δεν αγαπάμε κάτι που θαυμάζουμε. Ρίξε μια ματιά στην ιστορία και θα διαπιστώσεις ότι όλοι οι Ευρωπαίοι, με αρχηγούς τους Λατίνους και το Βατικανό, λυσσάξαμε να τους εξαφανίσουμε τους Έλληνες από το πρόσωπο της γης. Δεν θα βρεις και δεν θα φανταστείς συνδυασμό εγκλήματος, πλεκτάνης και παγίδας που δεν το σκαρφιστήκαμε και δεν το πραγματώσαμε για να τους εξολοθρεύσουμε.
Η ιστορία με το μίσος κατά των Ελλήνων δεν ξέφτισε. Ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος είναι ο ίδιος και χειρότερος. Δεν θα επιτρέψει ποτέ το Βατικανό να επιβιώσει στην αυλόπορτα της Ευρώπης, στα πλευρά της Ασίας και στο κατώφλι της Αφρικής ο Ελληνισμός, γιατί θεωρούν ότι τους αφαιρεί Σεβασμό και Κύρος.
Για αυτό, παρόλο που τους μισώ, γιατί δεν προέρχομαι από τη φυλή τους, δεν μπορώ να μη τους θαυμάζω και να μη τους σέβομαι και θα συνεχίσω να Μελετάω τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και τον Περικλή όσο θα ζω, διδάσκοντας στα παιδιά μου τη Δύναμη της Σοφίας τους και την επιρροή της στη Ζωή μας και στην Ευτυχία μας.»
Ετικέτες
http://www.trelokouneli.gr/
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016
Τα κόμματα παίζουν με τη φωτιά
Την κούραση του λαού μας ποιος την υπολογίζει, τις αντοχές του ποιος τις μετράει;
H λέξη απελπισία κυριολεκτεί σε πάμπολλα χείλη. Δοκιμάσαμε όλα τα κόμματα, κυβέρνησαν τη χώρα ή συγκυβέρνησαν όλα – εκτός από τις ιδεοληπτικές ακρότητες και τις γραφικές αποφύσεις. Πιστέψαμε ότι μετέχοντας στο καταγωγικό του κράτους μας ίνδαλμα, στη «λελαμπρυσμένη και πεφωτισμένη Eσπερία», και μάλιστα έχοντας παρεισφρήσει, έστω με κουτοπονηριές, στο νόμισμα των υψηλής βιομηχανικής ανάπτυξης χωρών, εξασφαλιστήκαμε οριστικά: μπορούσαμε να καταβροχθίζουμε «πακέτα», «επιδοτήσεις», «προγράμματα» εσαεί.
Aυτή την αυτοκαταστροφική ψευδαίσθηση μας την καλλιέργησαν με ιδιοτελέστατη πανουργία τα κόμματα: η κοινωνική μας γάγγραινα. Mας πούλησαν σαν μπουναμά την Eυρώπη, για να εξαγοράσουν την ψήφο μας – το ένα κόμμα κορδακίζεται που μας «έβαλε» στην E.E. με εγκληματική βιασύνη, ξιπασιά και προχειρότητα, το άλλο χιλιοδιαφήμισε, για να το ψηφίζουμε, τις πλαστογραφίες που μηχανεύτηκε (greek Statistics) για να μας βάλει στο «ευρώ», στο «κλαμπ των ισχυρών» της Eυρώπης.
Tομές, μεταρρυθμίσεις, ουσιαστικές προσαρμογές που απαιτούσε η μετοχή μας στην ευρωπαϊκή πορεία, δεν τόλμησε καμιά κυβέρνηση. Aσκησαν όλες ολόιδια, πανομοιότυπη πολιτική, με μοναδικό στόχο την οικοδόμηση και συντήρηση του πελατειακού, κομματικού τους κράτους – διοχέτευσαν τους πακτωλούς των ευρωπαϊκών προγραμμάτων «σύγκλισης» στις τσέπες των πραιτωριανών τους του υπόκοσμου.
Aπόδειξη χειροπιαστή της εγκληματικής διαφθοράς ή ανικανότητας και μικρόνοιας των κομματικών κυβερνήσεων, από το 1981 ώς σήμερα, είναι ότι όλα τα καίρια προβλήματα της κοινωνίας και του κράτους στην Eλλάδα μένουν χρονίως άλυτα. Oλα: το φορολογικό, το ασφαλιστικό, της Παιδείας, ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης, η απονομή δικαιοσύνης, το σωφρονιστικό σύστημα. Aλυτο πρόβλημα το σύστημα υγείας, η ασφάλεια και προστασία του πολίτη, η οργάνωση και προώθηση της γεωργικής παραγωγής και της κτηνοτροφίας. Kοινωνική πληγή πάντα ο συνδικαλισμός, αυτονόητη η καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος από προμηθευτές και εργολήπτες του δημοσίου, αυτονόητο και το φροντιστήριο να υποκαθιστά στο κύριο έργο του το σχολείο – ατέλειωτος ο κατάλογος κεφαλαιωδών προβλημάτων που σέρνονται, δεκαετίες τώρα, άλυτα και κακοφορμισμένα.
Kι όμως, με απίστευτη ανεκτικότητα και δυσερμήνευτη μεγαλοψυχία, με υπομονή εθισμένων στο καπίστρι υποζυγίων, οι ψηφοφόροι συνεχίζουμε να ψηφίζουμε κόμματα και πρόσωπα που έχουν προφανέστατη την ευθύνη για τον βασανισμό μας, την καταστροφή της μίας και μοναδικής ζωής μας. Aνεχόμαστε τον εμπαιγμό να ακκίζεται σαν «αριστερή» η κυβέρνηση του κ. Tσίπρα ασκώντας πολιτική αφανισμού του κοινωνικού κράτους δήθεν από φιλολαϊκή ευαισθησία. Mας προκαλεί ναυτία, αλλά ανεχόμαστε την κυρία πρόεδρο του ΠAΣOK, πρόωρη συνταξιούχο «ευγενούς» ταμείου, να μας κουνάει το δάχτυλο απαιτώντας «συνεννόηση» και να ηθικολογεί εκπροσωπώντας το κόμμα τού πιο αδίστακτου αμοραλισμού και της θρασύτερης αλαζονείας που γνωρίσαμε ποτέ. Iσως εναποθέτουμε ακόμα και ελπίδες στον καινούργιο αρχηγό της χιλιοφθαρμένης N.Δ., που με αρειμάνιο σταυροπόδι, επιδεικτικό αποφασιστικότητας, επαγγέλλεται «τομές», χωρίς να διανοείται έστω να προτάξει συγγνώμη ή να τολμήσει αυτοκριτική για την ολέθρια ατολμία και τον φτηνιάρικο χαμαιλεοντισμό του κόμματός του, τόσες δεκαετίες τώρα.
Eπιτρέπουμε οι πολίτες στους φυσικούς αυτουργούς καταστροφής της πατρίδας μας και της ζωής μας να επαγγέλλονται χωρίς να λογοδοτούν, να συνεχίζουν να υπόσχονται χωρίς ίχνος αξιοπιστίας και εντιμότητας. (Δικαιωματικά μιλάμε για ανεντιμότητα κομμάτων και προσώπων που πρώτο τους μέλημα, σε κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», ήταν να μοιραστούν τα ρουσφέτια αναλογικά – 4.2.1).
Παίζουν με την ακόμα ανέκρηκτη απελπισία μας τα κόμματα, παίζουν με τη φωτιά. Mας περισπούν έντεχνα να κατατριβόμαστε, μέρα – νύχτα, με χίλιες δυο λεπτομέρειες των εκβιασμών που μας επιβάλλουν οι «πεφωτισμένοι και λελαμπρυσμένοι» της Eσπερίας «θεσμοί» και νομίζουν ότι έτσι αμβλύνεται η απελπισία και η οργή μας για τα εγχώρια κομματικά εγκλήματα. Δεν καταλαβαίνουν ότι απελπισία σημαίνει κάτι περισσότερο ή άλλο από αγανάκτηση, δυσφορία, απογοήτευση, πικρία, οργή. Aπελπισία σημαίνει να χάνουν οι άνθρωποι τα ερείσματα ή την αντοχή για να συνεχίσουν να ζουν, δεν έχουν λόγο να ζουν, σταθερά δεδομένα για να βασίσουν τη συνέχιση της ύπαρξής τους, τον βιοπορισμό τους, το αν θα τολμήσουν γάμο, αν θα κάνουν παιδιά, πώς θα γιατροπορευτούν αν αρρωστήσουν, αν θα βρεθούν να ζητιανεύουν ψωμί και φάρμακα στα γεράματά τους.
Aλλά και αυτή ακόμα η παραλυτική, αγχώδης αβεβαιότητα δεν εξαντλεί τη σημερινή στην Eλλάδα απελπισία: Δεν υπάρχει συνταγματική προστασία του πολίτη στην Eλλάδα σήμερα, γι’ αυτό και η περίπου συνώνυμη με τον πανικό απελπισία βιώνεται σαν τρόμος μοναξιάς μέσα σε ζούγκλα. Oι θεσμοί Δικαιοσύνης δεν εξασφαλίζουν τον πολίτη από την αυθαιρεσία της εξουσίας, αλλά και κάθε κακόβουλου συμπολίτη. H εξουσία είναι τρομακτικά ανεξέλεγκτη και ο πολίτης άοπλος. Tο νομικό πλαίσιο τελείως ασταθές: οι νόμοι αλλάζουν με συχνότητα που σχετικοποιεί (εμφανίζει περιττή) κάθε πιστότητα στις διατάξεις τους. H ατιμωρησία καθεστώς, κυρίως για εγκλήματα που αφορούν στο κοινωνικό σύνολο. Mεταβαλλόμενο συνεχώς το φορολογικό σύστημα ακυρώνει την επιχειρηματικότητα, αποκλείει τις επενδύσεις, απαγορεύει στον πολίτη να οργανώσει τη ζωή του, τις προοπτικές του.
Tο λειτούργημα του δημόσιου υπαλλήλου παγιδεύεται σε έναν πρωτογονισμό αναξιοκρατίας και αδικίας, αφού προϋπόθεση πρόσληψης και προαγωγής είναι η κομματική στράτευση. Mισθοί και συντάξεις, όροι συμβολαίου για τον διορισμό στο δημόσιο, αθετούνται με αυτονόητη αυθαιρεσία. Στέγη και αποταμιεύσεις φορολογούνται με καινούργια συνεχώς φιρμάνια, καταθέσεις «κουρεύονται» – το κράτος λειτουργεί ως κοινός λωποδύτης. Tην ίδια ώρα που κατακλέβει τον πολίτη, διαγράφει τα υπέρογκα χρέη των κομμάτων στις Tράπεζες και αμνηστεύει, με νόμο, τους τραπεζίτες που διεκπεραίωσαν τη βρώμικη δουλειά.
Aλλοτε ο γενικευμένος απελπισμός των πολιτών εγκυμονούσε έκρηξη. Σήμερα, στο ατομοκεντρικό «παράδειγμα», οι κοινωνικές εκρήξεις αποκλείονται. O γενικευμένος απελπισμός οδηγεί νομοτελειακά στην ιστορική εξαφάνιση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΠΕΘΑΝΕ Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ (VIDEO)
Πέθανε, σήμερα, σε ηλικία 92 ετών, ο γνωστός φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης, ο οποίος έγραψε ιστορία στον χώρο του φωτορεπορτάζ. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016, στις 16.00 από την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Ένας από τους κορυφαίους φωτορεπόρτερ στην Ελλάδα, θρύλος της Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Κυριακίδης γεννήθηκε το 1924 και με το φωτογραφικό του φακό κατέγραψε τα μεγαλύτερα γεγονότα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, φωτογραφίζοντας -μεταξύ άλλων- πρωθυπουργούς, βασιλείς, δικτάτορες, αλλά και απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας.
Από τους ποιητές, τον Ελύτη και τον Ρίτσο και τους Θεσσαλονικείς Μανόλη Αναγνωστάκη και Κωστή Μοσκώφ, τους μουσικοσυνθέτες Βασίλη Τσιτσάνη, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, Μίμη Πλέσσα, Θάνο Μικρούτσικο, Χρήστο Νικολόπουλο, Διονύση Σαββόπουλο και Σταύρο Ξαρχάκο, τους τραγουδιστές Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Γιώργο Νταλάρα, Μανόλη Μητσιά, Χαρούλα Αλεξίου, Ρίτα Σακελαρίου, Στράτο Διονυσίου, Γιάννη Πάριο, Γιάννη Πουλόπουλο, Νίκο Παπάζογλου, Μαρίζα Κωχ, Δημήτρη Μητροπάνο, Νάνα Μούσχουρη, Βίκυ Μοσχολιού, Σωτηρία Μπέλλου και Μαρινέλλα.
Μεγάλος είναι και ο αριθμός των ανθρώπων του θεάτρου, της τέχνης και της επιστήμης που έχουν φωτογραφηθεί από τον Γιάννη Κυριακίδη: ο Δημήτρης Χορν, ο Ζυλ Ντασσέν, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, η Τζένη Καρέζη, η Ζωή Λάσκαρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Μάνος Κατράκης, η «θεά της Ελλάδας», όπως αποκαλούσε τη Μελίνα Μερκούρη, η Μαρία Κάλλας (και ο Αριστοτέλης Ωνάσης), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Μανόλης Ανδρόνικος.
Ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα που κουβαλούσε πάντα μαζί του, πετώντας με ελικόπτερα, κινούμενος με άρματα του στρατού, πάνω σε δέντρα, σε σκαλωσιές, σε φορτηγά, έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να αποτυπώσει τα γεγονότα στο φωτογραφικό φιλμ.
Σύμφωνα με τον ίδιο η σημαντικότερη αποστολή που έκανε ως φωτορεπόρτερ, ήταν στην Oυγκάντα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν πήγε για λογαριασμό της εφημερίδας «Η Kαθημερινή».
Οι ιστορίες που δείχνουν το πάθος του για τη φωτογραφία είναι αναρίθμητες.
Το 1960, ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και ο Γιάννης Κυριακίδης για να καταφέρει να απαθανατίσει τη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κρύφτηκε μέσα σε ένα τανκ!
Όταν οι δύο άνδρες πλησίασαν, σηκώθηκε κάτω από το κανόνι και τους φωτογράφισε. Χαμογελώντας, ο Έλληνας πρωθυπουργός του φώναξε: «Τι είναι αυτά που κάνεις ρε Κυριακίδη;».
Σε μια άλλη περίπτωση, ζητούσε επίμονα από τις Αρχές να ενεργοποιηθούν, για να σωθούν δυόμιση χιλιάδες ψυχούλες, που είχαν αποκλειστεί από το χιόνι στα Νέα Μουδανιά Θεσσαλονίκης. Ήθελε να σηκώσουν ελικόπτερο, στο οποίο θα έμπαινε και αυτός, για να σώσουν τις αποκλεισμένες ψυχές. Οι αρμόδιοι, μετά από συσκέψεις δεν πραγματοποίησαν την αποστολή διάσωσης, καθώς πολλές φορές στο παρελθόν ο μεγάλος αυτός φωτορεπόρτερ είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει με αντίστοιχα κόλπα για να εξασφαλίσει το πλάνο που επιθυμούσε.
Και είχαν δίκιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε «ξεχάσει» να τους πει, ότι οι ψυχούλες ήταν πρόβατα και όχι κάτοικοι της περιοχής. Με την εφευρετικότητα και το ταλέντο του, ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης κατάφερε να καταξιωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους φωτορεπόρτερ που εργάστηκαν στον ελληνικό Τύπο.
Ήταν γνωστός ακόμη με το παρατσούκλι «Αρκούδας», που του το φώναξαν πρώτη φορά στη Μακρόνησο, όπου πέρασε σχεδόν τρία χρόνια εξόριστος, επειδή φορούσε διαρκώς κοντομάνικα μπλουζάκια.
Η ζωή του αποτέλεσε αφορμή για το γύρισμα ντοκιμαντέρ το 2012. Παρακολουθείστε ένα απόσπασμα με υλικό από τα γυρίσματα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ:
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016
Ουμπέρτο Έκο: Ο αρχέγονος φασισμός των ανθρώπων
Ένα σημαντικό κέιμενο του Ιταλού φιλόσοφου για της απαρχές του πρωτοφασισμού που δημοσιεύθηκε στο New York Review of Books το 1995
20.2.2016 | 02:52
Π
παρά την ασάφεια αυτή, νομίζω πως μπορούμε να σκιαγραφήσουμε έναν κατάλογο χαρακτηριστικών τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά αυτού που ονομάζω «πρωτοφασισμό», ή «αρχέγονο φασισμό». Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να οργανωθούν σε ένα ενιαίο σύστημα· πολλά απ’ αυτά αλληλοαναιρούνται, και είναι επίσης αντιπροσωπευτικά και άλλων μορφών δεσποτισμού ή φανατισμού. Η παρουσία ενός και μόνο απ’ αυτά, όμως, αρκεί για να επιτρέψει στο φασισμό να συμπτυχθεί γύρω του.
1. Το πρώτο χαρακτηριστικό του πρωτοφασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιαρχία, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερη από τον φασισμό. Δεν χαρακτήριζε μόνο την αντιεπαναστατική σκέψη των Καθολικών μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον κλασικό ελληνικό ορθολογισμό. Στη λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων θρησκειών (που οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν γίνει δεκτές στο ρωμαϊκό πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται κάποια αποκάλυψη που είχε συμβεί στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με τη μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει για πολύ καιρό κρυμμένη κάτω από το πέπλο γλωσσών που ήταν πια ξεχασμένες — στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν άγνωστων θρησκειών της Ασίας.
Αυτή η νέα κουλτούρα έπρεπε να είναι συγκρητιστική. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφόρων μορφών πίστης και λατρευτικής πρακτικής»· ένας τέτοιος συνδυασμός πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε έμοιαζαν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια αρχέγονη αλήθεια.
Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στη γνώση. Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.
Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με ταΠρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία. Και μόνο το γεγονός ότι η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτό μυαλό διαθέτει, διεύρυνε αυτό τον κατάλογο ώστε να συμπεριλάβει και έργα του Ντε Μαιτρ, του Γκενόν και του Γκράμσι, αποτελεί ολοφάνερη απόδειξη συγκρητισμού.
Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με ταΠρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία.
Αν κοιτάξετε τα ράφια που, στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την επιγραφή «Νέα Εποχή», θα βρείτε εκεί μέχρι και Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Αλλά το να συνδυάζεις τον Άγιο Αυγουστίνο με το Στόουνχεντζ — αυτό είναι σύμπτωμα πρωτοφασισμού.
2. Η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικά λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι διανοητές της παραδοσιαρχίας συνήθως την απορρίπτουν ως αντίθετη προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλο που ο ναζισμός υπερηφανευόταν για τα βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο εγκωμιασμός του μοντερνισμού δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης στην ιδέα Αίμα και Γη (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου ήταν μεταμφιεσμένη σαν αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του Πνεύματος του 1789 (και του 1776, φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της σύγχρονης αχρειότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, ο πρωτοφασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.
3. Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση. Η καχυποψία απέναντι στον κόσμο της διανόησης αποτελούσε πάντοτε σύμπτωμα του πρωτοφασισμού, από την υποτιθέμενη ρήση του Γκέμπελς («όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα αρπάζω το όπλο μου») μέχρι τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «κουλτουριάρηδες», «παρηκμασμένοι σνομπ», «τα πανεπιστήμια είναι φωλιές κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι ασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την αριστερή διανόηση, που έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.
4. Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν αντέχει στην αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις μεταξύ των εννοιών, και αυτές οι διακρίσεις αποτελούν σημάδι μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα επαινεί τη διαφωνία ως μέθοδο βελτίωσης της γνώσης. Για τον πρωτοφασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.
5. Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί σημάδι ποικιλομορφίας. Ο πρωτοφασισμός καλλιεργεί και αναζητεί τη συναίνεση με το να οξύνει και να εκμεταλλεύεται το φυσικό φόβο του διαφορετικού. Η πρώτη έκκληση ενός φασιστικού ή πρώιμου φασιστικού κινήματος είναι η έκκληση ενάντια στους παρείσακτους. Επομένως, ο πρωτοφασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός.
6. Ο πρωτοφασισμός πηγάζει από την ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από μια οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» είναι πλέον μικροαστοί (και τα λούμπεν στοιχεία είναι κατά κανόνα αποκλεισμένα από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριό του σ’ αυτή τη νέα πλειοψηφία.
Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση.
7. Στους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο πρωτοφασισμός λέει πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι το πιο κοινό, ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Άλλωστε, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι, στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν πολιορκημένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να πολεμήσεις μια συνωμοσία είναι η επίκληση στην ξενοφοβία. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος, γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα και εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Στις Η.Π.Α., ένα εμφανές δείγμα συνωμοσιολογικής εμμονής βρίσκεται στο βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, αλλά, όπως έχουμε δει πρόσφατα, υπάρχουν και πολλά άλλα.
8. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών τους. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου είχαν μάθει ότι οι Εγγλέζοι είχαν πέντε γεύματα τη μέρα. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Και ότι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο μέσω ενός μυστικού δικτύου αμοιβαίας αρωγής. Έτσι, με μια συνεχή μετατόπιση της ρητορικής εστίασης, οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ ισχυροί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους, γιατί είναι εγγενώς ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της δύναμης του εχθρού.
9. Για τον πρωτοφασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή· αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Επομένως, ο ειρηνισμός ισοδυναμεί με συναλλαγή με τον εχθρό. Είναι κακός, γιατί η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό, όμως, επιφέρει ένα «σύμπλεγμα Αρμαγεδδώνα». Εφόσον οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, μιας Χρυσής Εποχής, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα του συνεχούς πολέμου. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει ποτέ να λύσει αυτό το πρόβλημα.
10. Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατικός, και ο αριστοκρατικός και μιλιταριστικός ελιτισμός συνεπάγεται την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να εκφράσει μόνο έναν λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι πολίτες, κάθε πολίτης μπορεί (ή πρέπει) να γίνει μέλος του κόμματος. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Ο Ηγέτης, που γνωρίζει ότι η εξουσία δεν του απονεμήθηκε δημοκρατικά αλλά την κατέκτησε με τη βία, γνωρίζει επίσης ότι η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών· οι μάζες είναι αδύναμες, και γι’ αυτό χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγεμόνα. Και εφόσον η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο), κάθε ηγέτης περιφρονεί τους υφισταμένους του, και καθένας απ’ αυτούς περιφρονεί τους κατωτέρους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.
11. Μέσα σ’ αυτή την προοπτική, όλοι μαθαίνουν πως πρέπει να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία, ο ήρωας είναι ένα εξαιρετικό ον, αλλά για την πρωτοφασιστική ιδεολογία ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Αυτή η λατρεία του ηρωισμού συνδέεται στενά με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα συνθήματα που είχαν οι ισπανοί φαλαγγίτες ήταν το «viva la muerte» («ζήτω ο θάνατος»). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, ο απλός λαός μαθαίνει ότι ότι ο θάνατος είναι κάτι το δυσάρεστο που όμως πρέπει να το αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια· και οι πιστοί μαθαίνουν ότι είναι ένας οδυνηρός τρόπος για να περάσουν σε μια μεταφυσική ευτυχία. Αντίθετα, ο πρωτοφασίστας ήρωας αποζητά τον ηρωικό θάνατο, ο οποίος διαφημίζεται ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ηρωική ζωή. Ο πρωτοφασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, συχνά στέλνει κι άλλους ανθρώπους στο θάνατο.
Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα – σαν φαλλικό υποκατάστατο.
12. Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός [το αντριλίκι] (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα – σαν φαλλικό υποκατάστατο.
13. Ο πρωτοφασισμός βασίζεται σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, έναν ποιοτικό λαϊκισμό, θα έλεγε κανείς. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες συνολικά έχουν πολιτική επιρροή μόνο από ποσοτική άποψη — ακολουθούνται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον πρωτοφασισμό, όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει το διερμηνέα τους. Έχοντας χάσει την εξουσία της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν πράττουν· καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού. Έτσι, ο Λαός δεν είναι παρά ένα θεατρικό εφεύρημα. Για να πάρουμε μια γεύση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πλέον την Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, ούτε το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Υπάρχει στο μέλλον μας ένας τηλεοπτικός ή διαδικτυακός λαϊκισμός, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών θα μπορεί να παρουσιάζεται και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.
Λόγω του ποιοτικού λαϊκισμού του, ο πρωτοφασισμός πρέπει να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες φράσεις που είπε ο Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το βουβό και καταθλιπτικό μέρος σε στρατόπεδο για τις σπείρες μου» — οι «σπείρες» είναι μια υποδιαίρεση της παραδοσιακής ρωμαϊκής λεγεώνας. Βέβαια, αμέσως βρήκε καλύτερο καταυλισμό για τις σπείρες του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου γιατί δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, αρχίζει και μυρίζει πρωτοφασισμό.
14. Ο πρωτοφασισμός μιλάει την «Νέα Ομιλία». Η Νέα Ομιλία επινοήθηκε από τον Όργουελ στο βιβλίο του 1984, ως επίσημη γλώσσα του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Αλλά σε πολλές μορφές δικτατορίας συναντά κανείς πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και στοιχειώδη σύνταξη, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση των εργαλείων της σύνθετης και κριτικής σκέψης. Αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε άλλα είδη Νέας Ομιλίας, ακόμα κι αν παίρνουν τη φαινομενικά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τοκ-σόου.
Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, έμαθα ότι, σύμφωνα με ραδιοφωνικές ανακοινώσεις, ο φασισμός είχε καταρρεύσει και ο Μουσολίνι είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω την εφημερίδα, είδα ότι οι εφημερίδες στον κοντινότερο πάγκο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα ότι κάθε εφημερίδα έγραφε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μία στην τύχη, και διάβασα στην πρώτη σελίδα ένα μήνυμα που το υπέγραφαν πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα — ανάμεσά τους η Χριστιανική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης, και το Φιλελεύθερο Κόμμα.
Μέχρι τότε, πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένα κόμμα σε κάθε χώρα, και ότι στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα, ανακάλυπτα ότι στη χώρα μου μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Καθώς ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να γεννήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, άρα θα πρέπει να υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό ως μυστικές οργανώσεις.
Το μήνυμα στην πρώτη σελίδα πανηγύριζε για το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της πολιτικής σύμπραξης. Αυτές τις λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία» — τις διάβαζα τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη σ’ αυτές τις λέξεις, ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος δυτικός άνθρωπος.
Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του — κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Και είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις 4 Νοεμβρίου 1938:
«Τολμώ να πω ότι, αν ποτέ η αμερικανική δημοκρατία πάψει να προχωρεί ως ζωντανή δύναμη και να προσπαθεί μέρα και νύχτα, με ειρηνικό τρόπο, να κάνει όλους τους πολίτες μας καλύτερους, τότε ο φασισμός θα δυναμώσει στη χώρα μας».
Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη διαδικασία.
1. Το πρώτο χαρακτηριστικό του πρωτοφασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιαρχία, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερη από τον φασισμό. Δεν χαρακτήριζε μόνο την αντιεπαναστατική σκέψη των Καθολικών μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον κλασικό ελληνικό ορθολογισμό. Στη λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων θρησκειών (που οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν γίνει δεκτές στο ρωμαϊκό πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται κάποια αποκάλυψη που είχε συμβεί στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με τη μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει για πολύ καιρό κρυμμένη κάτω από το πέπλο γλωσσών που ήταν πια ξεχασμένες — στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν άγνωστων θρησκειών της Ασίας.
Αυτή η νέα κουλτούρα έπρεπε να είναι συγκρητιστική. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφόρων μορφών πίστης και λατρευτικής πρακτικής»· ένας τέτοιος συνδυασμός πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε έμοιαζαν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια αρχέγονη αλήθεια.
Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στη γνώση. Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.
Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με ταΠρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία. Και μόνο το γεγονός ότι η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτό μυαλό διαθέτει, διεύρυνε αυτό τον κατάλογο ώστε να συμπεριλάβει και έργα του Ντε Μαιτρ, του Γκενόν και του Γκράμσι, αποτελεί ολοφάνερη απόδειξη συγκρητισμού.
Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με ταΠρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία.
Αν κοιτάξετε τα ράφια που, στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την επιγραφή «Νέα Εποχή», θα βρείτε εκεί μέχρι και Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Αλλά το να συνδυάζεις τον Άγιο Αυγουστίνο με το Στόουνχεντζ — αυτό είναι σύμπτωμα πρωτοφασισμού.
2. Η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικά λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι διανοητές της παραδοσιαρχίας συνήθως την απορρίπτουν ως αντίθετη προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλο που ο ναζισμός υπερηφανευόταν για τα βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο εγκωμιασμός του μοντερνισμού δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης στην ιδέα Αίμα και Γη (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου ήταν μεταμφιεσμένη σαν αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του Πνεύματος του 1789 (και του 1776, φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της σύγχρονης αχρειότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, ο πρωτοφασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.
3. Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση. Η καχυποψία απέναντι στον κόσμο της διανόησης αποτελούσε πάντοτε σύμπτωμα του πρωτοφασισμού, από την υποτιθέμενη ρήση του Γκέμπελς («όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα αρπάζω το όπλο μου») μέχρι τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «κουλτουριάρηδες», «παρηκμασμένοι σνομπ», «τα πανεπιστήμια είναι φωλιές κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι ασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την αριστερή διανόηση, που έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.
4. Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν αντέχει στην αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις μεταξύ των εννοιών, και αυτές οι διακρίσεις αποτελούν σημάδι μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα επαινεί τη διαφωνία ως μέθοδο βελτίωσης της γνώσης. Για τον πρωτοφασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.
5. Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί σημάδι ποικιλομορφίας. Ο πρωτοφασισμός καλλιεργεί και αναζητεί τη συναίνεση με το να οξύνει και να εκμεταλλεύεται το φυσικό φόβο του διαφορετικού. Η πρώτη έκκληση ενός φασιστικού ή πρώιμου φασιστικού κινήματος είναι η έκκληση ενάντια στους παρείσακτους. Επομένως, ο πρωτοφασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός.
6. Ο πρωτοφασισμός πηγάζει από την ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από μια οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» είναι πλέον μικροαστοί (και τα λούμπεν στοιχεία είναι κατά κανόνα αποκλεισμένα από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριό του σ’ αυτή τη νέα πλειοψηφία.
Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση.
7. Στους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο πρωτοφασισμός λέει πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι το πιο κοινό, ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Άλλωστε, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι, στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν πολιορκημένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να πολεμήσεις μια συνωμοσία είναι η επίκληση στην ξενοφοβία. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος, γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα και εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Στις Η.Π.Α., ένα εμφανές δείγμα συνωμοσιολογικής εμμονής βρίσκεται στο βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, αλλά, όπως έχουμε δει πρόσφατα, υπάρχουν και πολλά άλλα.
8. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών τους. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου είχαν μάθει ότι οι Εγγλέζοι είχαν πέντε γεύματα τη μέρα. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Και ότι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο μέσω ενός μυστικού δικτύου αμοιβαίας αρωγής. Έτσι, με μια συνεχή μετατόπιση της ρητορικής εστίασης, οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ ισχυροί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους, γιατί είναι εγγενώς ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της δύναμης του εχθρού.
9. Για τον πρωτοφασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή· αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Επομένως, ο ειρηνισμός ισοδυναμεί με συναλλαγή με τον εχθρό. Είναι κακός, γιατί η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό, όμως, επιφέρει ένα «σύμπλεγμα Αρμαγεδδώνα». Εφόσον οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, μιας Χρυσής Εποχής, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα του συνεχούς πολέμου. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει ποτέ να λύσει αυτό το πρόβλημα.
10. Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατικός, και ο αριστοκρατικός και μιλιταριστικός ελιτισμός συνεπάγεται την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να εκφράσει μόνο έναν λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι πολίτες, κάθε πολίτης μπορεί (ή πρέπει) να γίνει μέλος του κόμματος. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Ο Ηγέτης, που γνωρίζει ότι η εξουσία δεν του απονεμήθηκε δημοκρατικά αλλά την κατέκτησε με τη βία, γνωρίζει επίσης ότι η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών· οι μάζες είναι αδύναμες, και γι’ αυτό χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγεμόνα. Και εφόσον η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο), κάθε ηγέτης περιφρονεί τους υφισταμένους του, και καθένας απ’ αυτούς περιφρονεί τους κατωτέρους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.
11. Μέσα σ’ αυτή την προοπτική, όλοι μαθαίνουν πως πρέπει να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία, ο ήρωας είναι ένα εξαιρετικό ον, αλλά για την πρωτοφασιστική ιδεολογία ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Αυτή η λατρεία του ηρωισμού συνδέεται στενά με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα συνθήματα που είχαν οι ισπανοί φαλαγγίτες ήταν το «viva la muerte» («ζήτω ο θάνατος»). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, ο απλός λαός μαθαίνει ότι ότι ο θάνατος είναι κάτι το δυσάρεστο που όμως πρέπει να το αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια· και οι πιστοί μαθαίνουν ότι είναι ένας οδυνηρός τρόπος για να περάσουν σε μια μεταφυσική ευτυχία. Αντίθετα, ο πρωτοφασίστας ήρωας αποζητά τον ηρωικό θάνατο, ο οποίος διαφημίζεται ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ηρωική ζωή. Ο πρωτοφασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, συχνά στέλνει κι άλλους ανθρώπους στο θάνατο.
Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα – σαν φαλλικό υποκατάστατο.
12. Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός [το αντριλίκι] (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα – σαν φαλλικό υποκατάστατο.
13. Ο πρωτοφασισμός βασίζεται σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, έναν ποιοτικό λαϊκισμό, θα έλεγε κανείς. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες συνολικά έχουν πολιτική επιρροή μόνο από ποσοτική άποψη — ακολουθούνται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον πρωτοφασισμό, όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει το διερμηνέα τους. Έχοντας χάσει την εξουσία της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν πράττουν· καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού. Έτσι, ο Λαός δεν είναι παρά ένα θεατρικό εφεύρημα. Για να πάρουμε μια γεύση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πλέον την Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, ούτε το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Υπάρχει στο μέλλον μας ένας τηλεοπτικός ή διαδικτυακός λαϊκισμός, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών θα μπορεί να παρουσιάζεται και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.
Λόγω του ποιοτικού λαϊκισμού του, ο πρωτοφασισμός πρέπει να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες φράσεις που είπε ο Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το βουβό και καταθλιπτικό μέρος σε στρατόπεδο για τις σπείρες μου» — οι «σπείρες» είναι μια υποδιαίρεση της παραδοσιακής ρωμαϊκής λεγεώνας. Βέβαια, αμέσως βρήκε καλύτερο καταυλισμό για τις σπείρες του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου γιατί δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, αρχίζει και μυρίζει πρωτοφασισμό.
14. Ο πρωτοφασισμός μιλάει την «Νέα Ομιλία». Η Νέα Ομιλία επινοήθηκε από τον Όργουελ στο βιβλίο του 1984, ως επίσημη γλώσσα του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Αλλά σε πολλές μορφές δικτατορίας συναντά κανείς πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και στοιχειώδη σύνταξη, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση των εργαλείων της σύνθετης και κριτικής σκέψης. Αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε άλλα είδη Νέας Ομιλίας, ακόμα κι αν παίρνουν τη φαινομενικά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τοκ-σόου.
Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, έμαθα ότι, σύμφωνα με ραδιοφωνικές ανακοινώσεις, ο φασισμός είχε καταρρεύσει και ο Μουσολίνι είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω την εφημερίδα, είδα ότι οι εφημερίδες στον κοντινότερο πάγκο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα ότι κάθε εφημερίδα έγραφε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μία στην τύχη, και διάβασα στην πρώτη σελίδα ένα μήνυμα που το υπέγραφαν πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα — ανάμεσά τους η Χριστιανική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης, και το Φιλελεύθερο Κόμμα.
Μέχρι τότε, πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένα κόμμα σε κάθε χώρα, και ότι στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα, ανακάλυπτα ότι στη χώρα μου μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Καθώς ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να γεννήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, άρα θα πρέπει να υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό ως μυστικές οργανώσεις.
Το μήνυμα στην πρώτη σελίδα πανηγύριζε για το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της πολιτικής σύμπραξης. Αυτές τις λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία» — τις διάβαζα τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη σ’ αυτές τις λέξεις, ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος δυτικός άνθρωπος.
Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του — κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Και είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις 4 Νοεμβρίου 1938:
«Τολμώ να πω ότι, αν ποτέ η αμερικανική δημοκρατία πάψει να προχωρεί ως ζωντανή δύναμη και να προσπαθεί μέρα και νύχτα, με ειρηνικό τρόπο, να κάνει όλους τους πολίτες μας καλύτερους, τότε ο φασισμός θα δυναμώσει στη χώρα μας».
Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη διαδικασία.
Ουμπέρτο Έκο, 1932-2016
Home
Πέθανε χθες στα 84 χρόνια του στο Μιλάνο ο Ουμπέρτο Έκο.
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου του 1932. Φημολογείται ότι το επώνυμο Έκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Caelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Ακολούθησε σπουδές μεσαιωνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και έκανε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Μελετών. Επίσης, υπήρξε διευθυντής του περιοδικού VS.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα του, κάνοντας την αρχή με Το όνομα του Ρόδου, που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Medicis Etranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποίησε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά.
Πηγή: biblioNet
«Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο»
«Ο Ουμπέρτο Έκο, ένας από τους πιο διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος στον ιστότοπο της εφημερίδας Corriere della Sera.
«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Το όνομα του Ρόδου», συνεχίζει η Corriere della Sera.
«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», ανέφερε στον ιστότοπό της η Ρεπούμπλικα. «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο», συνέχισε.
Ο Ουμπέρτο Έκο και άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής λογοτεχνίας είχαν αποφασίσει τον περασμένο Νοέμβριο να αποχωρήσουν από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Bompiani, ο οποίος εξαγοράστηκε πρόσφατα από τον οίκο Mondadori — της οικογένειας Μπερλουσκόνι — και να ενταχθούν σε έναν νέο, ανεξάρτητο οίκο, τον La nave di Teseo («Το πλοίο του Θησέα», αναφορά στον βασιλιά της Αθήνας της ελληνικής μυθολογίας).
Πολύγλωσσος, παντρεμένος με Γερμανίδα, ο Έκο είχε εξηγήσει πως ασχολήθηκε αργά με την λογοτεχνία διότι θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».
Μετά Το όνομα του Ρόδου, ο Έκο δημοσίευσε μεταξύ άλλων Το εκκρεμές του Φουκώ(1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), και τη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Φύλλο μηδέν (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.
Έγραψε παράλληλα δεκάδες δοκίμια, επιδεικνύοντας συχνά μια τάση εκλεκτικισμού, για τη μεσαιωνική αισθητική, την ποιητική του Τζέιμς Τζόις, τον Τζέιμς Μποντ, την ιστορία της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας.
Ο Έκο, που δεν έκρυβε ότι ανήκει στην αριστερά, ήταν κάθε άλλο παρά ένας συγγραφέας κλεισμένος σε γυάλινο πύργο. Συνέχιζε να γράφει τακτικά μια στήλη στο εβδομαδιαίο περιοδικό L’Espresso.
Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων», είχε πει, όπως υπενθύμισε η εφημερίδα Il Messaggero.
Πηγή: Η Καθημερινή
Η χαρά της βραδύτητας
Από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης (μετάφραση: Αναστασία Παπακωνσταντίνου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2008) αντιγράφουμε μέρος από το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Βραδυπορώντας στο δάσος».
Κάποιος κύριος Humbolt, απορρίπτοντας το έργο του Προυστ À la recherche du temps perdu (Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο), έγραψε στον εκδότη Ollendorf: «Μπορεί να είμαι αργόστροφος αλλά να, αδυνατώ να πιστέψω ότι μπορεί κανείς να αφιερώνει τριάντα σελίδες για να περιγράψει πώς στριφογυρίζει στο κρεβάτι προτού κοιμηθεί».
Ο Καλβίνο εξυμνώντας τη γρηγοράδα σημειώνει: «Δεν θέλω να πω ότι η ταχύτητα είναι μια αξία καθεαυτή. Ο αφηγηματικός χρόνος μπορεί επίσης να είναι βραδύς, κυκλικός ή ακίνητος… Αυτή η απολογία περί ταχύτητος δεν προϋποθέτει άρνηση της χαράς της επιβράδυνσης». Αν μια τέτοια ευχαρίστηση δεν υπήρχε, δεν θα μπορούσαμε να δεχτούμε τον Προυστ στο Πάνθεον των Γραμμάτων.
Αν ένα κείμενο είναι μια τεμπέλικη μηχανή που κάνει έκκληση στον αναγνώστη να εκτελέσει αυτός ένα μέρος της δουλειάς, γιατί θα έπρεπε το κείμενο να επιβραδύνει, να βραδυπορεί, να θέλει κάποιο χρόνο δικό του; Ένα μυθιστόρημα θα υποθέτατε ότι περιγράφει ανθρώπους σε δράση και ο αναγνώστης θέλει να μάθει πώς πραγματοποιείται αυτή η δράση. Μου λένε πως στο Χόλυγουντ, όταν ένας παραγωγός ακούει το θέμα ή την πλοκή ενός φιλμ που προτείνεται και βλέπει ότι παρουσιάζεται με πάρα πολλές λεπτομέρειες, φωνάζει: «Επί του θέματος». Μ’ αυτό θέλει να πει: Μη χρονοτριβείς, άφησε τις ψυχολογικές λεπτομέρειες, φτάσε στο κρίσιμο σημείο της υπόθεσης, εκεί που ο Ιντιάνα Τζόουνς αντιμετωπίζει πλήθος από εχθρούς ή εκεί που ο Τζον Γουέιν κι οι σύντροφοί του πρόκειται να δεχτούν την επίθεση του Τζερόνιμο στην Ταχυδρομική άμαξα.
Από την άλλη, στα παλαιά εγχειρίδια περί σεξουαλικής ηθικολογίας, που τόσο ευχαριστούσαν τον Huysmans’ Des Esseintes, βρίσκουμε την ιδέα της delectatio morosa — μια βραδύτητα αποδεκτή ακόμα και από αυτούς που νιώθουν επιτακτική την ανάγκη της παραγωγής. Αν πρόκειται να συμβεί κάτι το σημαντικό ή ενδιαφέρον, πρέπει να καλλιεργούμε την τέχνη της επιβράδυνσης.
Σε ένα δάσος πηγαίνεις για περίπατο. Αν δεν πιέζεσαι να το εγκαταλείψεις βιαστικά, για να σωθείς από τον λύκο ή τον δράκο, είναι υπέροχο να βραδυπορείς, να παρακολουθείς τις ηλιαχτίδες να παίζουν ανάμεσα στα δέντρα σχηματίζοντας σχέδια στα φύλλα, να εξετάζεις τα βρύα, τα μανιτάρια, τα χαμόκλαδα. Η βραδυπορία δεν συνεπάγεται χάσιμο χρόνου· συχνά σταματάει κανείς για να σταθμίσει την κατάσταση, προκειμένου να πάρει στη συνέχεια μια απόφαση.
Αλλά επειδή μπορεί κανείς να περιπλανιέται σ’ ένα δάσος χωρίς κάποια ειδική κατεύθυνση κι επειδή κατά καιρούς είναι διασκεδαστικό, διάολε, να χάνεσαι χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό, θα ασχοληθώ με τις περιπλανήσεις εκείνες που η στρατηγική του συγγγραφέα παροτρύνει να πάρει ο αναγνώστης.
Μια από τις τεχνικές της βραδυπορίας ή επιβράδυνσης που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας είναι αυτή που επιτρέπει στον αναγνώστη να κάνει «συμπερασματικές περιπλανήσεις». Έχω μιλήσει για την ιδέα αυτή στον Ρόλο του Αναγνώστη.
Σε κάθε μυθιστορηματικό έργο, το κείμενο εκπέμπει σήματα αναμονής, σαν ο λόγος ξαφνικά να επιβραδύνεται ή ακόμα και να σταματάει και σαν να προτείνει ο συγγραφέας: «Τώρα να προσπαθήσεις ΕΣΥ να συνεχίσεις…» Όταν μίλησα για «συμπερασματικές περιπλανήσεις» εννοούσα, μέσα στο πλαίσιο της μεταφοράς μας περί δάσους, φανταστικές περιπλανήσεις εκτός δάσους: οι αναγνώστες, προκειμένουν να προβλέψουν πώς πρόκειται να προχωρήσει μια ιστορία, στρέφονται στην προσωπική τους εμπειρία περί ζωής ή στη γνώση τους σε ό,τι αφορά άλλες ιστορίες. Στα 1950, το περιοδικό Mad παρουσίασε μικρές εικονογραφημένες ιστορίες με τίτλο: «Σκηνές που θα θέλαμε να δούμε». Αυτές οι ιστορίες στόχευαν φυσικά στη ματαίωση των συμπερασματικών περιπλανήσεων του αναγνώστη, ο οποίος αναπόφευκτα φανταζόταν ένα τέλος τυπικό των χολυγουντιανών ταινιών.
Αλλά τα κείμενα δεν είναι πάντα τόσο κακοήθη και συνήθως τείνουν να επιτρέπουν στον αναγνώστη να έχει την ευχαρίστηση να κάνει πρόβλεψη και στη συνέχεια να αποδειχτεί ότι είχε δίκιο. Δεν πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι τα σημεία αναμονής αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο των φτηνών μυθιστορημάτων και του εμπορικού κινηματογράφου. Η αναγνωστική διαδικασία της διεξαγωγής προβλέψεων ενέχει μια συναισθηματική, αναγκαστικά, άποψη ανάγνωσης η οποία φέρει στο προσκήνιο ελπίδες και φόβους, όπως και η ένταση, η οποία προκύπτει από την συνταύτιση με το πεπρωμένο των χαρακτήρων.
Εικόνα: Ναταλία Αντρέγιεβα, «Καλοκαιρινή ανάγνωση» (2011)
* * *
Ο Ουμπέρτο Έκο και η Εγκυκλοπαίδεια της Ουτοπίας
Συχνά, το αντικείμενο μιας επιθυμίας, όταν η επιθυμία αυτή μεταμορφώνεται σε ελπίδα, μπορεί να γίνει πιο πραγματικό κι από την ίδια την πραγματικότητα.
—της Maria Popova. Μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου—
Είναι γνωστή εδώ και μισό αιώνα η αγάπη που τρέφει ο διάσημος Ιταλός συγγραφέας (και μανιώδης καταλογογράφος) Ουμπέρτο Έκο για τη συμβολικότητα και τη μεταφορικότητα. Φέτος, επιστρέφει στο ίδιο θέμα με το Βιβλίο των Τόπων του Θρύλου, ένα εικονογραφημένο ταξίδι στα σημαντικότερα φανταστικά μέρη της ιστορίας, με τους παράδοξους κατοίκους και τα αλλόκοτα έθιμά τους, από τα πιο εκτεταμένα, όπως η ήπειρος της Ατλαντίδας, έως τα πιο μικρά, όπως το διαμέρισμα του Σέρλοκ Χολμς. Σαν δυναμικός ξεναγός, ο Έκο επιχειρεί να διερευνήσει το κεντρικό ερώτημα του γιατί μας συναρπάζουν τόσο πολύ και τόσο επίμονα αυτές οι ουτοπίες (και οι δυστοπίες), τι αποκαλύπτουν όσον αφορά τη σχέση μας με την πραγματικότητα και με ποιο τρόπο αντανακλούν τη θεμελιώδη λαχτάρα του ανθρώπου να αποκρυπτογραφήσει τον κόσμο και να βρει τη θέση του μέσα σ’ αυτόν· οι χάρτες, εξάλλου, υπήρξαν ανέκαθεν από τα σημαντικότερα εργαλεία μας για την κατανόηση των μηχανισμών της ζωής, γι’ αυτό και τους χρησιμοποιούμε παντού, από τη χαρτογράφηση του σύμπαντος έως τη συναισθηματική μνήμη.
Γράφει ο Έκο στην εισαγωγή του βιβλίου του:
«Οι χώρες και οι τόποι του θρύλου ποικίλλουν ως προς τα είδη και έχουν ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό: είτε εκκινούν από αρχαίους θρύλους, που οι απαρχές τους χάνονται στην ομίχλη των αιώνων, είτε αποτελούν σύγχρονη επινόηση, πάντα δημιουργούν ρεύματα πίστης.Η πραγματική διάσταση των φανταστικών αυτών κατασκευών αποτελεί το θέμα του παρόντος βιβλίου».
Saint-Sever World Map, from the ‘Saint-Sever Beatus’ (1086), Paris, Bibliothèque nationale de France
T and O map, Bartholomaeus Angelicus, ‘Le livre des propriétés des choses’ (1392)
Tobias Swinden, ‘En Enquiry into the Nature and Place of Hell’ (1714), London, Taylor
Map of Palmanova, from Franz Hogenberg and Georg Braun, ‘Civitates orbis terrarum’ (1572–1616), Nuremberg
Ο Έκο θεωρεί τη γοητεία των ουτοπιών ως απτή έκφανση του δυνατού:
«Συχνά, το αντικείμενο μιας επιθυμίας, όταν η επιθυμία αυτή μεταμορφώνεται σε ελπίδα, μπορεί να γίνει πιο πραγματικό κι από την ίδια την πραγματικότητα. Χάρη στην ελπίδα για ένα πιθανό μέλλον, πολλοί άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να προβούν σε τεράστιες θυσίες, ακόμα και να πεθάνουν, παρασυρμένοι από προφήτες, οραματιστές, χαρισματικούς κήρυκες και γητευτές, που πυρπολούν το μυαλό των ακολούθων τους με το όραμα κάποιου μελλοντικού παράδεισου επί Γης (ή και κάπου αλλού)».
‘Ulysses’ Journey Was Far from Home’ | M.O. MacCarthy, ‘Carte du monde d’Homère’ (1849), New York Public Library
Map of the world according to Hartmann Schedel, in ‘Liber chronicarum’ (Nuremberg Chronicle), Nuremberg (1493)
Woodcut map of the island of Utopia on frontispiece of the 1st edition of Thomas More’s ‘Utopia’ (1516), British Library
Έχουν, ωστόσο, και μια αναπόφευκτη σκοτεινή πλευρά οι ουτοπίες, αφού η ίδια η απόλυτη ευτυχία που προεξοφλούν μπορεί να αποτελέσει και μια μορφή δυσβάστακτης καταπίεσης. Γράφει ο Έκο:
«Δεν είναι βέβαιο ότι θα θέλαμε σε κάθε περίπτωση να ζούμε σε αυτές τις κοινωνίες που μας προτείνουν οι ουτοπίες, αφού συχνά θυμίζουν δικτατορίες που επιβάλλουν στους πολίτες τους την ευτυχία με τίμημα την ελευθερία τους. Για παράδειγμα, η Ουτοπία του [Τόμας] Μουρ ευαγγελίζεται την ελευθερία λόγου και σκέψης καθώς και την ανεξιθρησκεία, τις επιφυλάσσει όμως μόνο στους πιστούς, αποκλείοντας τους άθεους, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί πως «εάν κάποιος αποφασίσει να απομακρυνθεί από την [καθορισμένη] περιοχή του και συλληφθεί χωρίς την ειδική άδεια που εκδίδει ο ανώτατος άρχων… τιμωρείται αυστηρά· και αν τολμήσει να το επαναλάβει, καταδικάζεται σε δουλεία». Επιπλέον, οι ουτοπίες έχουν, ως λογοτεχνικά έργα, την ιδιότητα να επαναλαμβάνονται ώς ένα βαθμό, αφού η επιθυμία μας για μια τέλεια κοινωνία μάς οδηγεί συχνά να αναπαράγουμε το ίδιο μοντέλο».
Illustration for Jules Verne’s ‘Twenty Thousand Leagues Under the Sea (1869-1870)
Abraham Ortelius, ‘Map of Iceland’ (16th century)
Εκείνο όμως που πρωτίστως διακρίνει ο Έκο στο φανταστικό είναι μια εν πολλοίς παράδοξη και αντίθετη προς την ενστικτώδη μας αντίληψη υπεράσπιση της πραγματικότητας: οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις είναι οι μοναδικοί κόσμοι όπου μπορούμε να απαγκιστρωθούμε από την υπαρξιακή μας δυσθυμία απέναντι στην αβεβαιότητα, αφού στη μυθοπλασία τα πάντα υπάρχουν ακριβώς και απαρεγκλίτως όπως είναι σχεδιασμένα:
«Ο πιθανός κόσμος της αφήγησης είναι το μόνο σύμπαν στο οποίο μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι για κάτι, καθώς μας παρέχει μια πολύ ισχυρή αίσθηση αλήθειας. Οι εύπιστοι θεωρούν ότι το Ελ Ντοράντο και η Λεμουρία υπάρχουν ή υπήρξαν κάπου, ενώ οι σκεπτικιστές είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπήρξαν ποτέ, όλοι μας όμως γνωρίζουμε με ακλόνητη βεβαιότητα ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ και ότι ο δρ. Ουότσον δεν υπήρξε ποτέ το δεξί χέρι του Νέρο Γουλφ, ενώ είναι επίσης απολύτως σίγουρο ότι η Άννα Καρένινα πέθανε στις ρόδες ενός τρένου και ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ τον ωραίο πρίγκιπα».
Πηγή: Brain Pickings.
http://dimartblog.com/2016/02/20/umberto-eco/
* * *
Εργογραφία Ουμπέρτο Έκο στα ελληνικά
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)