Αναγνώστες

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Μυσία

Η Μυσία ήταν αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας παρά την Προποντίδα. Οι κάτοικοί της ονομάζονται Μυσοί.

Η Μυσία χωρίζονταν από τη Βιθυνία προς Α. δια του Ρυνδάκου π. Φυσικά της όρια ήταν προς Β. η Προποντίδα και ο Ελλήσποντος, προς Δ. το Αιγαίο Πέλαγος και προς Ν. ο Κάϊκος π. και το όρος Τήμνος. Η από τον Ελλήσποντο μέχρι τη Βιθυνία έκταση ονομάζονταν και «Ελλησποντιακή Φρυγία» ή «Μικρή Φρυγία». Προς τη δυτική πλευρά της Μυσίας εκτείνονταν η ομηρική Τρωάς που κάλυπτε την έκταση από τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα προς Β. μέχρι του κόλπου του Αδραμηττύου. Ανατολικά της Τρωάδας μέχρι της Βιθυνίας εκτεινόταν η Μυγδονία. Στα προς το Αιγαίο δε παράλια της Μυσίας εκτεινόταν η Αιολίδα με τις 12 αιολικές πόλεις της και στη μεσημβρινή η «Μεγάλη Μυσία» η κυρίως Μυσία, σε αντίθεση εκείνης της Φρυγίας του Ελλήσποντου που μαζί με τη Τρωάδα αποτελούσαν τη «Μικρή Μυσία». Το νοτιότερο τμήμα της Μυσίας καλούνταν και «Τευθρανία» στην οποία άκμασε η Πέργαμος.

Η χώρα αυτή είναι ορεινή με πολλά νερά και από τους αρχαίους χρόνους καλυπτόταν σε μεγάλη έκταση με πολλά δάση. Κυριότερα όρη είναι η «εν Τρωάδι» Ίδη, επί των ανατολικών ορίων της χώρας ο Όλυμπος (ο Μύσιος) και το νότιο φυσικό όριο με τη Λυδία, το όρος Τήμνος. Από τους ποταμούς γνωστότεροι ο Ρύνδακος (ανατολικά), ο Μάκεστος, ο κύριος ποταμός της Μυσίας, ο Αίσηπος, ο ιστορικός Γρανικός, ο παρά τη Τροία Σκάμανδρος και νότια ο Κάικος (όριο με τη Λυδία). Από τις λίμνες γνωστές είναι η Απολλωνιάτις και η Αφνίτις.
Οι Μυσοί, φυλή συγγενική με τους Φρύγες και τους Θράκες μνημονεύονται πρώτα από τον Όμηρο ως φίλοι και σύμμαχοι των Τρώων και εχθροί των Αχαιών (Ιλ. Β 858). Κατά τους ιστορικούς χρόνους μετά τη κατάληψη των παραλίων της χώρας των από τους Αιολείς περιήλθαν μαζί με τους γειτονικούς λαούς υπό τους Λυδούς (Ηρόδ. Α 28) και αργότερα από τους Πέρσες οπότε η Λυδία και η Μυσία, επί Δαρείου, απετέλεσαν τη δεύτερη σατραπεία του περσικού κράτους. Μετά τους Περσικούς πολέμους η Μυσία έγινε σύμμαχος των Αθηναίων, μετά την υποταγή της από τον Μ. Αλέξανδρο περιήλθε στους διαδόχους του και διαμοιράστηκε μεταξύ των μετά την ίδρυση του Βασιλείου της Περγάμου (283 π.Χ.). Όταν δε με διαθήκη περιήλθε το Βασίλειο της Περγάμου στη Ρώμη η Μυσία απετέλεσε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας «Ασία» συνεχίζοντας έτσι κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Στη Μυσία εκτός των παράλιων κατ΄ αρχήν αιολικών αποικιών αργότερα κτίσθηκαν και πολλές άλλες που έφθασαν σε πολλή μεγάλη ακμή μεταξύ των οποίων ήταν: το Αδραμύττιο, η Αδράστεια, η Άντανδρος, η Απολωνία, η Άσσος, η Αταρνεύς, τα Γάργαρα, η Κύζικος, η Λάμψακος, η Μιλητόπολις, το Πάριον, η Πέργαμος, η Πιτάνη, η Πρίαπος, η Προκόννησος, η Στρατονίκεια, η Τευθρανία καθώς και οι πόλεις της Τρωάδας Άβυδος, Αλεξάνδρεια η Τρωάς, Αμαξιτός, η Δάρδανος, η Ζέλεια, το Ίλιον, η Λάρισα, η Σκαμανδρία, η Σκήψις και πολλές άλλες.

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Καρία

Καρία ή Καρική:
Αρχαία παράλια χώρα στη Μικρά Ασία την οποία οι Έλληνες διέκριναν στη «Μεσογειακή» ή «Άνω Καρία» και στη «Επί τη Θαλάττη». Καταλάμβανε τη ΝΔ άκρη της Μ. Ασίας κείμενη (έναντι των νήσων Σάμου μέχρι και Ρόδου) και μεταξύ της από Β. Λυδίας, και της Ιωνίας, προς Α. της Φρυγίας και προς Ν. της Λυκίας.

Οι έναντι της Καρίας νήσοι Τήλος, Σύμη, Ρόδος, Νίσυρος, Μεγίστη, Κως, Κάλυμνος και μικρότερες ομού και οι πόλεις Αλικαρνασσός, Κνίδος κ.ά αποτελούσαν τη Δωρίδα ενώ οι Λέρος Πάτμος, Ικαρία και Σάμος με τις πόλεις Μίλητος Πριήνη Μυούντα Μαγνησία και Έφεσο ανήκαν στην Ιωνία.

Ολόκληρη η χώρα είναι ορεινή και ως επί το πλείστον λοφώδης με πολλές κοιλάδες και μια εύφορη πεδιάδα που διαρρέει ο π. Μαίανδρος με άφθονα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Από την αρχαιότητα υπήρξε μέγα κέντρο εμπορίου.

Κυριότερες πόλεις της ήταν: η Αλικαρνασσός, η Κνίδος, που με τις Ρόδιες πόλεις Λίνδος, Ιαλυσσός, Κάμειρος και Ρόδος αποτελούσαν τη «Δωρική Εξάπολη», επίσης η Σαλβάκη, τα Καρύανα, η Ευίπη, η Άβα, η Κίδραμος, τα Μύλασα κ.ά.

Το όνομά της το οφείλει στους πρώτους κατοίκους της τους Κάρες που διαπορθμεύτηκαν από τα νησιά του Αιγαίου που κατοικούσαν ως Λέλεγες, και που επί Μίνωα ήταν στη μεγαλύτερη ακμή θαλασσοκρατορίας τους. Εναντίον τους κατά τους προϊστορικούς χρόνους επιτέθηκαν οι Αχαιοί, κατόπιν οι Ίωνες και μετά οι Δωριείς. Οι τελευταίοι συγχωνεύτηκαν με τους Κάρες οι οποίοι τελικά συμφιλιώθηκαν και με τους Ίωνες και Αχαιούς και μάλιστα συμμετείχαν σε μεγάλες ναυτικές επιχειρήσεις όπως στη Λιβύη που έσπευσαν να βοηθήσουν το Βασιλέα της Σάϊος Ψαμμίτιχον (666-612) που πολεμούσε τους αντιπάλους του.

Αργότερα τη χώρα τους υπέταξε ο Βασιλεύς της Λυδίας Γύγης, ενώ το 545 και αυτή και τη «Δωρική Εξάπολη» υπέταξε ο Κύρος. Ακολούθησε η Ιωνική επανάσταση στην οποία έλαβαν μέρος και οι Κάρες. Μετά τη καταστολή της η Καρία υποτάχθηκε πάλι στους Πέρσες με την εγκαθίδρυση στις διάφορες πόλεις κληρονομικών δυναστειών. Μεταξύ δε αυτών ήταν και η δυναστεία της βασίλισσας της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, η οποία συμμετείχε στο πλευρό των Περσών στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Μετά τους Μηδικούς πολέμους η Καρία μετείχε στη Δηλιακή Συμμαχία και μάλιστα κατά τους πίνακες των Ελληνοταμίων οι πόλεις Τράλλεις, Ηράκλεια η επί Λάτμω, Μίλητος, Μαγνησία η επί Μαιάνδρω, Μύλασσα, Αλικαρνασσός, Τέρμερα, η Νύσσα, Πέδασα, Κνίδος, Ιασός, Αλάβανδα, Καύνος και Καρύανδα, διαιρέθηκε όλη η χώρα στην «καθαρώς Ελληνικήν» και «δίγλωσσον» όπου μιλούσαν την ελληνική και την καρική.

Στις αρχές του 4ου πΧ αι. οι δυνάστες των διαφόρων καρικών πόλεων αναγνώρισαν ένα δυνάστη για όλη τη χώρα τον Εκάτομνο (391-377) που τον διαδέχθηκε ο γιος του Μαύσωλος (377-351). Αυτός μετέφερε τη πρωτεύουσα από τα Μύλασσα στην Αλικαρνασσό. Τον διαδέχτηκε η αδερφή και σύζυγός του Αρτεμισία Β΄ της Καρίας, η οποία προς τιμήν του έχτισε το Μαυσωλείο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.

Αργότερα η χώρα υποτάχθηκε στον Μ. Αλέξανδρο και κατόπιν διατέλεσε διαδοχικά υπό τον Λυσίμαχο, Σελευκίδες, Πτολεμαίους, τους Περγαμηνούς, τους Ροδίους και τέλος υπό τον Μιθριδάτη.

Από του 129 π.Χ. η Καρία απετέλεσε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας Ασίας, επί Αυτοκράτορα Διοκλητιανού ομώνυμη επαρχία και τέλος επί Ιουστινιανού τμήμα του θέματος «Κιβυρραιωτών».

Από: http://el.wikipedia.org

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Λυδία.

Λυδία. Αρχαία χώρα στη Μικρά Ασία, η κατά τον Όμηρο Μαιονία. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Λυδοί και κατά περιοχές Ίωνες και Αιολείς.

Βασικά όρια της χώρας αυτής ήταν προς Δ. το Αιγαίο Πέλαγος, προς Β. η Μυσία, προς Α. η Φρυγία και προς Ν. η Καρία. Το ανατολικό μέρος αυτής που την διέρρεε ο Έρμος ονομαζόταν «Κατακεκαυμένη» από την ηφαιστειώδη όψη του εδάφους. Στα παράλιά της εκτεινόταν η Ιωνία με την ιστορική Ιωνική Δωδεκάπολη στην οποία από νωρίς είχε προστεθεί και η Αιολική αποικία Σμύρνη.

Τα όρη της Λυδίας ήταν: προς Β. το Τήμνο και ο Σίπυλος, στο μέσον της χώρας ο Τμώλος με τη ψηλότερη κορυφή τη Τέμψη (2129μ) και η Μεσωγίς στα νότια. Μικρότερα όρη ήταν ο Πακτύης με τις παραφυάδες του Πρηώνα και Θώρακα, ο Πάγος, ο Όλυμπος, οι δύο Μαστοί ή Μαστουσία (σημ. τα Δυο αδέλφια), και στην Ερυθραία χερσόνησο ο Μίμας, το Άργενο και ο Κώρυκος. Οι ποταμοί της χώρας ήταν: ο Έρμος με τους παραπόταμους τον Πακτωλό (τον χρυσορρόη ) και το Ύλο, ο Κάυστρος, και στα νότια ο Μαίανδρος. Λίμνες είχε την Γυγαίη (η νεότερα Καλόη), η Σαλόη, η Τορρηβία, οι Σεληνούσιες και το Πηγάσιο. Κοιλάδες του Έρμου και του Καΰστρου, Ακρωτήρια τη Μέλαινα που κατέληγε ο Μίμας, το Άργενο και το Κωρύκιο που κατέληγαν τα ομώνυμα όρη της Ερυθραίας και το Τρωγύλιο που κατέληγε η παραφυάδα της Μεσσωνίδας Μυκάλη. Κόλποι τους δύο μεγάλους ο Ερμαίος (της Σμύρνης) και ο Καΰστριος (της Εφέσου).


Πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Χετταίοι. H ανάγνωση χετιτικών επιγραφών από τον Forrer κατέδειξε ότι όταν τη χώρα κατείχαν οι Χετταίοι (περί το 1400 π.Χ) σ΄ αυτή κατοικούσαν και Έλληνες Ηγεμόνες. Πρώτη δυναστεία κατά παράδοση ήταν του Άτυος (θεότης του κύκλου της θεάς Κυβέλης) από του γιου του οποίου το όνομα Λυδού είχε πάρει η χώρα το όνομά της. Μετά τη δυναστεία του Άτυος ακολούθησε η δυναστεία των Ηρακλειδών (όχι εκείνη των Δωριέων), δια του Άγρωνος, γιου του Νίνου και εγγονού του Βήλου, που ήταν γιος του Αλκαίου και εγγονός του Ηρακλή. Από αυτή την Ηράκλεια γενεαλογία προερχόταν ο Άγρων αρχηγέτης αυτών των Ηρακλειδών. Η δυναστεία αυτή κατά τον Ηρόδοτο βασίλευσε συνεχώς στη Λυδία «παίς παρά πατρός εκδεκόμενος την αρχήν» 505 χρόνια δηλαδή από το 1200 π.Χ. που καταλύθηκε το κράτος των Χετταίων μέχρι του 700 π.Χ. ( 687), όταν ο Μερμνάδης Γύγης σε συνεννόηση με τη Βασίλισσα φόνευσε το τελευταίο Ηρακλείδη Βασιλέα της Λυδίας, Κανδαύλη και το γιο του Μύρση. Φαίνεται όμως ότι σε όλο το χρονικό διάστημα επί δυναστείας των Ηρακλειδών η Λυδία , όπως ισχυρίζονται πολλοί αλλά δεν έχει αποδειχθεί από εγχώριες πηγές, διατελούσε υπό επικυριαρχία των Ασσυρίων, του πολιτισμού των οποίων η Λυδία ήταν πρόσκοπος στη Μ. Ασία.

Ιωνικός πόλεμος
Με την άνοδο στο θρόνο της Λυδίας του Γύγου αρχίζει και η καθαρά ιστορική περίοδος της χώρας. Η νέα Δυναστεία των Μερμνάδων επεκτείνει τη κυριαρχία της προς Δ. και ακολουθεί η προσάρτηση των ελληνικών παράλιων πόλεων (Έφεσος, Σμύρνη, Φώκαια, Κολοφώνα, Κλαζομενές, Ερυθρές, Αιγές, Γρύνιο, Μύρρινα, Νότιο, Λέβεδος, Κλάρος, Νέο Τείχος, Τέω, Κύμη, Λαρίσα κ.ά. προς δημιουργία και ναυτικής Λυδικής δύναμης. Το πρόγραμμα όμως αυτό της επέκτασης επιβράδυνε επειδή ο Γύγης προσπάθησε να απαλλαγεί από τους Ασσύριους που το κατόρθωσε (652-647 π.Χ.) όταν τότε ακριβώς είχαν αποστατήσει των Ασσυρίων η Ελυμαΐς, η Χαλδαία, η Συρία, και η Παλαιστίνη. Στη συνέχεια ο Γύγης έστρεψε τη προσοχή του στη Αιολίδα και μετά στις Ιωνικές πόλεις επωφελούμενος διαίρεσης και αντιζηλιών και προκειμένου θέσει και τα Ιερά υπ΄ αυτού, ο περιστοιχιζόμενος από ποιητές και Ελλήνων Τυράννων Ελλανολυδός αυτός Μεμνάδης, έστειλε πλούσια δώρα στους Δελφούς. Τον Ιωνικό αυτό πόλεμο συνέχισε ο γιος του Άρδυς. Και ενώ οι Σμυρναίοι κατάφεραν να εκβάλουν τους Λυδούς η Πριήνη κυριεύθηκε, ενώ κινδύνευσε η Μίλητος όταν στη Λυδία και Ιωνία επιδρομή των Κιμμερίων διέκοψε αυτό. Μετά τη θυελλώδη αποχώρηση των οποίων ο Ιωνικός πόλεμος επαναλήφθηκε το (623 π.Χ.) από τον διάδοχο του Άρδυ, Σαδυάττου (628-616) που στράφηκε μετά την υποταγή της Φρυγίας κατά της Μιλήτου, που όμως ούτε αυτός ούτε ο διαδεχθείς αυτόν Αλυάττης κατάφεραν να την καταλάβουν. Τότε και η επιδρομή των Μήδων όπου μετά αγώνα έξι ετών ορίσθηκε σύνορο των δύο χωρών ο ποταμός Άλυς.

Εποχή Κροίσου
Κατά το 560 π.Χ. στο θρόνο της Λυδίας ανήλθε ο Κροίσος που κατάφερε με την κατάληψη των πόλεων Εφέσου και Σμύρνης να καθυποτάξει όλους τους Ίωνες και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα της Δυναστείας των Μεμνάδων. Και ενώ βρισκόταν στην ακμή της δόξας του και η πρωτεύουσα Σάρδεις ήταν εστία ακμαίου εμπορίου, εντευκτήριο σοφών και καλλιτεχνών, επήλθε το τέλος με τη μάταιη και ατυχή συμμαχία με άλλους Ηγεμόνες κατά του Βασιλέως των Περσών Κύρου του πρεσβύτερου ( - συμμαχία έκαναν οι Κροίσος της Λυδίας, Άμασις της Αιγύπτου και ο Λαβύνητος της Βαβυλώνας).

Επελθόντος του Κύρου ο Κροίσος ηττήθηκε με αποτέλεσμα την άλωση των Σάρδεων (546 π.Χ.) και την καθυπόταξη της Ιωνίας. Έκτοτε η Λυδία, εκτός των παράλιων Ιωνικών πόλεων που μετά τους νικηφόρους πολέμους των Ελλήνων κατά των Περσών είχαν ανακτήσει την ελευθερία τους, αποτελούσε χώρα του περσικού κράτους.

Ελληνιστική περίοδος
Με την εκστρατεία στην Ασία του Μ. Αλεξάνδρου η Λυδία καταλήφθηκε από τη στρατιά του Παρμενίωνα, με ελευθερία αυτοδιοίκησης και καταβολής κάποιας έννομης φορολογίας. Τη περίοδο των Επιγόνων απετέλεσε Σατραπεία του Μακεδονικού κράτους σε διαδοχική εξουσία διαφόρων στρατηγών τελικά περιήλθε οριστικά στους Σελευκίδες, από τους οποίους το (190 π.Χ.) αποσπάσθηκε από τους Ρωμαίους και δόθηκε στους Βασιλείς της Περγάμου. Μετά δε της Διαθήκης περιήλθε στους Ρωμαίους μαζί με την Πέργαμο.

Βυζαντινή περίοδος
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο μέγα μέρος της αρχαίας Λυδίας αποτελούσε την επαρχία Λυδία (το όνομά της είχε χάσει η χώρα προ πολλών ετών) με 23 πόλεις.

Η Λυδία σήμερα
Επί τουρκοκρατίας απετέλεσε (και αποτελεί σήμερα) τμήμα του νομού του Αϊδινίου.

Πόλεις της Λυδίας
Στην εύφορη αυτή χώρα κτίσθηκαν σε διάφορες εποχές των αρχαίων χρόνων πολλές πόλεις εκ των οποίων σπουδαιότερες ήταν: η Ακρασός αρχή του Κάυστρου π., η Ανίκητος αμφιβόλου θέσεως, η Απολλωνίς παρά τα όρια της Μυσίας, το Απόλλωνος Ιερόν, η Αττάλεια, η Αυρηλιόπολις μεταξύ Τάλλεων και Αττάλειας, η Βάγις δεξιά όχθη του Έρμου, η Βρίουλα, ο Γόρδιος, η Ιουλία, η Δάλδις, το Διός Ιερόν, η Ερμοκαπηλία, η Ηράκλεια Σιπύλου, η Θυάτειρα, η Θυεσός, η Ιεροκαισάρεια, οι Καστρίανοι, οι Κυλβιανοί, η Κλάνονδα, η Μαιονία, η Μαγνησία Σιπύλου, τα Μάσταυρα, οι Μοστηνοί, η Νάκρασα, η Νύσα, οι Σαΐτται, οι Σάρδεις η αρχαία πρωτεύουσα του Βασιλείου της Λυδίας στους πρόποδες του Τμώλου και στις όχθες του Πακτωλού, η Σίλανδος, τα Τόμαρα, οι Τράλλεις, η Ύπαιπα, η Υρκανίς, η Φιλαδέλφεια, το Κτίσμα του Άτταλου του Φιλάδελφου κ.ά.

Νομίσματα Λυδίας
Τα πρώτα νομίσματα της Λυδίας κόπηκαν κατά τις αρχές του Ζ’ αιώνα, επί βασιλείας πιθανώς του Γύγου ήταν δε αυτά αγροίκα εξεργασμένα αποτελούμενα από στατήρες ήλεκτρου και μικρότερων νομισμάτων κατά τα σταθμά Βαβυλωνίων και Φοινίκων. Τα παλαιότερα δε αυτών (700-637) από τη μια όψη είναι άσημα από δε την άλλη φέρουν 3 ή 2 ή 1 έγκοιλο τετράγωνο με κεφαλή αλεπούς ή ελαφιού. Τα κοπέντα επί Σαδυάττου και Αλυάττου (637-568) φέρουν: (ένα) επί μιας όψης πρόσθια λέοντος και ταύρου αντίνοτα στραμμένα και επί της άλλης τρία έγκοιλα , (άλλο) επί της μιας όψης λέοντα κείμενο στρέφουσα τη κεφαλή χαίνουσα και επί της άλλης 3 έγκοιλα ως προηγούμενο. Τα δε επί Κροίσου (560-516) που είναι πλέον χρυσά ή αργυρά και όχι από ήλεκτρο φέρουν επί της μίας όψης λέοντα και ταύρο αντιμέτωπους και επί της άλλης έγκοιλο επίμηκες χωρισμένο στο ήμισυ. Αυτά δε βρέθηκαν να είναι Ευβοϊκού και Βαβυλωνιακού κανόνα σταθμών με διάφορες υποδιαιρέσεις στατήρων. Μετά την κατάληψη της Λυδίας από τους Πέρσες και στη συνέχεια από τους Επιγόνους και Ρωμαίους δεν κόπηκαν άλλα νομίσματα πλην όμως κόπηκαν από επιμέρους πόλεις της Λυδίας όπως στην Πέργαμο κ.ά..

Οι Λύδοι ή Λυδοί είναι οι κάτοικοι της αρχαίας Λυδίας.
Οι Λύδιοι ή Λυδίοι ονομάζονταν επί ρωμαϊκής περιόδου πρόσωπα θεαμάτων όπως χορευτές, μίμοι, ξιφομάχοι, υποκριτές κωμωδιών αλλά και οι συγκροτημένοι πεζή σε προπομπές όπως ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς τους χαρακτηρίζει "προσήβους κόρους στοιχηδόν πορευομένους" που έφεραν περικεφαλαίες δόρατα ξίφη και μεγαλοπρεπείς τηβένους.

Από: http://el.wikipedia.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Φρυγία

«Μίδας έχει ώτα όνου»
Η Φρυγία ήταν μια χώρα, στο κέντρο περίπου της Μικράς Ασίας.
Η παράδοση αναφέρει πως ήταν «αποικία» (ή τόπος «μετανάστευσης») ενός
αρχαίου Θρακο-Μακεδονικού λαού, των Βρυγών, που ζούσαν κατά τον Ηρόδοτο
διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της χερσονήσου του Αίμου, και κατά τον
Στράβωνα και άλλους αρχαίους συγγραφείς περί το όρος Βέρμιον. Ένας κλάδος
αυτού του λαού εισχώρησε στη Μ. Ασία, σε μια εποχή που εκτιμάται περί το
2000 π.Χ.
Στην περιοχή έχουν βρεθεί επιγραφές σε μια γλώσσα που δεν είναι η
ελληνική, αλλά έχει πολλές συγγένειες με αυτήν, υπάρχουν πολλές λέξεις στις
οποίες αναγνωρίζεται η ελληνική προέλευση.
Στη Θρακο-Μακεδονική φθογγολαλιά συχνά το «φ» μετατρεπόταν σε «β» ή
και αντίστροφα (π.χ. Βίλιππος σε Φίλιππος ή Βερενίκη σε Φερενίκη), έτσι οι
Βρύγες έγιναν Φρύγες και η (καινούργια) χώρα τους Φρυγία. Πρωτεύουσα της
Φρυγίας ήταν το Γόρδιον, από το όνομα του Γόρδιου, του πρώτου βασιλιά της.
Οι Φρύγες αναφέρονται από τον Όμηρο ως σύμμαχοι των Τρώων, δεδομένου
ότι η γυναίκα του Πρίαμου η Εκάβη ήταν κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Δύμαντος.
Για κάποιο χρονικό διάστημα οι Φρύγες κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία,
αργότερα όμως υπετάγησαν κατά σειράν στους Κιμμέριους, τους Λυδούς, τους
Πέρσες και τους Μακεδόνες.
Κατά τη μυθολογία, βασιλιάς στη Φρυγία ήταν σε κάποια χρονική στιγμή ο
Μίδας, διατυπώνεται και η άποψη ότι ο Μίδας ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της
Φρυγίας. Είναι πιο γνωστός από τον μύθο κατά τον οποίο ο Διόνυσος του
δώρισε το χάρισμα να μετατρέπεται σε χρυσάφι ότι πιάνει, ένα χάρισμα που
αποδείχτηκε κατάρα.
Υπάρχει στη μυθολογία και άλλη μία ιστορία με τον Μίδα. Κατ’ αυτήν ο
Πάνας (ή ο Μαρσύας) καυχήθηκε ότι ήταν καλύτερος μουσικός από το θεό της
μουσικής, τον Απόλλωνα. Ο θεός δέχθηκε να διαγωνισθεί και οι δύο «αντίπαλοι»
έβαλαν για κριτή τον Μίδα.
Ο Απόλλωνας έπαιξε τη λύρα του και ο Πάνας τη σύριγγα, ένα είδος
πολύαυλου, συντιθέμενου από επτά αυλούς, διαφορετικού μήκους, παράλληλους
μεταξύ τους. Και ήρθε η ώρα να αποφασίσει ο κριτής τους, ο Μίδας. Εκείνος
πήρε περισπούδαστο ύφος και αποφάνθηκε:
- Δεν λέω, πολύ ωραία ήταν η λύρα του Απόλλωνα, αλλά η σύριγγα του
Πάνα είχε μια άλλη, μεγαλύτερη γλύκα. Νομίζω ότι νικητής είναι ο Πάνας.
Ο Απόλλωνας θύμωσε.
- Δεν φταις εσύ, είπε στον Μίδα, εγώ φταίω που δέχτηκα για κριτή έναν
άνθρωπο που έχει αυτιά γαϊδάρου.
Πράγματι, την ίδια στιγμή τα αυτιά του Μίδα μεγάλωσαν και έγιναν γαϊδουρινά.
Ο Μίδας δεν είχε το κουράγιο να εμφανισθεί στο κόσμο με αυτά τα αυτιά. Τα
έκρυψε λοιπόν σε ένα «φρυγικό σκούφο» τον οποίο δεν έβγαζε ποτέ από το
κεφάλι του.
Τα μαλλιά του όμως μεγάλωναν και έτσι ήρθε μια ώρα που ο σκούφος δεν
χωρούσε τα γαϊδουρινά αυτιά μαζί με τα μαλλιά. Ο Μίδας αναγκάστηκα να βάλει
τον κουρέα του να του κόψει τα μαλλιά, αποκαλύπτοντάς του υποχρεωτικά το
βαρύ μυστικό. Τον όρκισε να μη μιλήσει και τον απείλησε με θάνατο αν
μαρτυρήσει αυτό που είδε.
Ο κουρέας συμμορφώθηκε με την εντολή που πήρε, για όσο μεγαλύτερο
χρόνο μπορούσε. Το μυστικό όμως τον πίεζε αφόρητα. Το αισθανόταν σαν μια
βαρειά πέτρα που του πίεζε το στήθος και αισθανόταν την ανάγκη να την αποτινάξει.
Όταν πια η πίεση αυτή έφτασε στο απροχώρητο, ο κουρέας πήγε ένα
βράδυ σε μια απομονωμένη ρεματιά, που φύτρωναν μόνο καλάμια *, βεβαιώθηκε
ότι δεν υπήρχε ψυχή κοντά, και τότε έσκυψε και πρόφερε το μυστικό που τον έπνιγε
και τον έκαιγε: Μίδας έχει ώτα όνου. Και ανακουφισμένος γύρισε σπίτι του.
Από τότε όμως τα καλάμια, όταν τα φύσαγε και τα κουνούσε ο αέρας
έβγαζαν ένα θρόισμα που ψιθύριζε τα λόγια του κουρέα: Μίδας έχει ώτα όνου.
Έτσι το μυστικό του Μίδα το έμαθε όλος ο κόσμος.
Η ιστορία αυτή δείχνει πόσο επικίνδυνο είναι, πόσο μπορεί να εκτεθεί κανείς,
όταν παριστάνει τον ειδικό και κρίνει τους άλλους σε θέματα που δεν γνωρίζει.
Δείχνει ακόμα ότι τίποτα δεν μπορεί να μείνει μυστικό για πάντα, αν το
γνωρίζει έστω και ένας παραπάνω.
Ύστερα από πολλά χρόνια πέρασε από το Γόρδιο ένας Μακεδόνας βασιλιάς
και έλυσε με μια σπαθιά τον Γόρδιο δεσμό, ως ένδειξη ότι θα κατακτήσει την Ασία.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

ΘΕΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ..

Ο Διόνυσος είναι υιός του θεού Διός και της Νύμφης Σεμέλης, θυγατέρα του Κάδμου, ο οποίος έκτισε τις εφτά πύλες της Θήβας. Ο Ζευς συμβολίζει το πρωταρχικό Κοσμικό Πυρ, το οποίο ενώνει, ζευγνύει και συγκροτεί τα πάντα, δίνοντας μορφή στον Κόσμο. Η Σεμέλη (που ήδη κυοφορεί το θεό Διόνυσο) συμβολίζει το ψυχικό ανθρώπινο πλάσμα, ερωτεύεται το Ζευ και του ζητάει να εμφανισθεί εμπρός της όπως εμφανίζεται ενώπιων της συζύγου του Ήρας. Και έτσι γίνεται. Αλλά η Σεμέλη δε δύναται να αντέξει τη λάμψη του Κοσμικού Πυρός και κατακαίγεται από αυτό. Ο θεός Ζευς σώζει το Διόνυσος ως έμβρυο και τον τοποθετεί στο μηρό του. Πλέον ο Διόνυσος φέρει μέσα του το θεϊκό στοιχείο του Ζηνός.

Η λέξη «Διόνυσος» αποτελεί και αναγραμματισμό του «Διός Νους». Αυτός ο Νους είναι το μέσον το οποίο θα βοηθήσει στην πραγμάτωση της θέωσης, δηλαδή το να φτάσει ο άνθρωπος (η ψυχή του ανθρώπου) στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας με τους θεούς, το να γίνει δηλαδή και ο ίδιος ο άνθρωπος (ο φορέας της ψυχής) θεός. Η δε ανθρώπινη υπόσταση από την πλευρά της μητέρας του, μας δείχνει ότι το γήινο σώμα είναι αρρήκτως δεμένο και έχει στενή επαφή με το θεϊκό στοιχείο. Είναι ο φύλακας της ψυχής (όπως για παράδειγμα η μητέρα είναι ο φύλακας του εμβρύου όταν το κυοφορεί) που θα βοηθήσει την ψυχή να θεωθεί όταν έλθει η ώρα της (όσο πιο υγιές και εύρωστο είναι ένα σώμα τόσο πιο εύκολο είναι να φτάσει στη θέωση ο άνθρωπος διότι τόσο πιο εύκολο είναι να λειτουργήσει ο Λόγος. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεχή κάματο ή πόνο, δεν μπορεί να σκεφτεί πώς να εξελίξει το νου του παρά πως να βρει τρόπους να απαλλαγεί από το άλγος. Χρειάζεται δηλαδή την Επικούρια ηδονή, να μην πονούμε και να μη μας ταράζει τίποτα, το «μακαρίως ζην» [Επίκουρος -; Επιστολή προς Μενοικέα]). Γι' αυτό και ο Διόνυσος επονομάζεται και Ζαγρεύς, δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη θέωση, καθιστάμενος Λυτήριος ή Λυσεύς (αλλά και Ελευθερεύς).

Ο παραπάνω βεβαίως είναι και ο λόγος που ο Διόνυσος δε βρίσκεται στο κλασσικό Ολύμπιο Δωδεκάθεο, δεν είναι ολύμπιος θεός διότι η «φύση» του είναι διττή, θεϊκή και ανθρώπινη, ενώ οι ολύμπιοι θεοί έχουνε μόνο θεϊκή φύση. Βεβαίως όταν λέω εδώ ότι έχει διττή φύση δεν εγκολπώνομαι δυϊστικές απόψεις καθώς και οι θεοί και οι άνθρωποι είναι ίδιας ουσίας αλλά διαφορετικού επιπέδου. Ο Διόνυσος είναι χθόνιος θεός που ρυθμίζει και καθοδηγεί τη φυσική εξέλιξη της ψυχής έως ότου αυτή τελειωθεί και εισέλθει στον Όλυμπο (το ανώτατο συνειδησιακό επίπεδο).

Ο θεός Διόνυσος μοιραζότανε και το Δελφικό έτος με το θεό Απόλλων. Ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς» (388 e) αναφέρει διαρρήδην ότι τα δελφικά πράγματα αφορούνε όχι μόνο το θεό Απόλλωνα αλλά και το θεό Διόνυσο. Εννέα μήνες του έτους οι Δελφοί ήτανε αφιερωμένοι στον Απόλλωνα, τους υπόλοιπους τρεις (το Χειμώνα, ήτοι όταν ο Απόλλων έφευγε στην Υπερβορέα) ο Διόνυσος ήτανε ο αποκλειστικός κύριος του Μαντείου.

Ο Χειμώνας συμβολίζει την παραμονή της ψυχής στη γη (όταν δηλαδή γίνονται οι διεργασίες για τη θέωση), η Άνοιξη και το Φως την επίδραση του θεού Απόλλωνος πάνω στην ψυχή. Επίσης ο Χειμώνας, λόγω του ότι είναι μια δύσκολη εποχή, συμβολίζει και τις αντιξοότητες του βίου. Όπως ο βίος του ανθρώπου δυσκολεύει κατά τη διάρκεια του Χειμώνα έτσι και ο Διόνυσος δρα καθώς η ψυχή περνάει «αντιξοότητες» (διαδοχικές ενσαρκώσεις) μέχρι να φτάσει στην τελείωση.

Οι παραπάνω είναι και οι λόγοι που ο κισσός είναι το ιερό φυτό του θεού Διόνυσου. Ανθίζει το Φθινόπωρο και δε χρειάζεται το ηλιακό φως για να ωριμάσει. Η ωρίμανση γίνεται το Χειμώνα και στη σκιά, όπως και ο άνθρωπος εξελίσσεται και τελειοποιήται στη σκιά, δηλαδή στον ετερόφωτο χοϊκό χώρο (τη γη) [Παν. Μαρίνης, Η ελληνική θρησκεία, σελ. 649] (ο Όλυμπος είναι ο αυτόφωτος χώρος).

Ο κισσός χρειάζεται και υγρασία για να αναπτυχθεί και εδώ βλέπουμε και έναν συμβολισμό που είναι διάχυτος στην ελληνική Γραμματεία, τη Συνεχή Ουσία ή Ύδωρ. Ο Πορφύριος αναφέρει [Περί του άντρου των Νυμφών, 5] ότι το ρέον ύδωρ, η υγρασία των σπηλαίων, συμβολίζει την αμορφοποίητη ύλη, λόγω της ρευστότητάς του. Ο Πλούταρχος [Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 365Α) αναφέρει ότι οι Έλληνες δε θεωρούνε τον Διόνυσο μόνο κύριο του οίνου «αλλά και πάσης υγράς φύσεως». Έτσι και η ψυχή, στην αρχή είναι ακόμα «υγρή», «ρευστή», αμορφοποίητη και όταν αρχίζει και ενεργεί ο θεός Διόνυσος η ψυχή αρχίζει και εξελίσσεται.

Ο μύθος λέει ακόμα ότι όταν ο Διόνυσος ήταν μικρό παιδί τον διαμέλισαν και κατασπάραξαν οι Τιτάνες ενώ έπαιζε με τα παιγνίδια του (για την ακρίβεια ενώ κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέπτη), έναν καθρέπτη, ζάρια, χρυσά μήλα, κουκουνάρι και ένα κουβάρι μαλλί. Το μόνο που παραμένει άθικτο είναι η καρδιά του την οποία την παίρνει η θεά Αθηνά (η θεά της Σοφίας, η θεά που θα αναλάβει την ψυχή αφού αυτή τελειωθεί και έχει αποκτήσει σοφία, δηλαδή πλατειά εμπειρία και βαθειά γνώση των πραγμάτων) και την τοποθετεί μέσα σε ένα αργυρό κουτί.

Η καρδιά εδώ συμβολίζει την ίδια την ψυχή, που απομένει αφού εξέλθει εκ του σώματος. Αργότερα στο μύθο με τη βοήθεια του θεού Διός ο θεός Διόνυσος επαναποκτάει τα ακρωτηριασμένα μέλη του και ανασταίνεται, δηλαδή η Ψυχή «ανασταίνεται» με το να εισέλθει σε άλλο σώμα για να συνεχίσει τον κύκλο των διαδοχικών μετενσαρκώσεων έως ότου τελειωθεί. Το δε αργυρό κυτίο συμβολίζει την προστασία και την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς αφού η ψυχή τελειωθεί.

Οι Τιτάνες συμβολίζουνε τα ανθρώπινα ορμέμφυτα, τις έμφυτες δηλαδή ορμές που δεν αφήνουνε την ψυχή να τελειωθεί με γοργούς ρυθμούς. Κατά τη διάρκεια όμως της ανθρώπινης εξέλιξης και μέσα από αυτά τα ορμέμφυτα γεννιέται το ορμέμφυτο της Διανοιας (θεός Δίας) που θα υποτάξει τα υπόλοιπα. Από το Δία προέρχεται και ο θεός Διόνυσος, που οι Τιτάνες δεν μπορούνε να τον καταστρέψουνε πλήρως, τα ζωώδη ένστικτα δηλαδή δεν μπορούνε να νικήσουνε το Νου, το Λόγο (δηλαδή το θεό Δία και κατ' επέκταση δεν μπορούνε να καταστρέψουνε ούτε το Διόνυσο, την ψυχή). Πλέον με τη βοήθεια του Τιτάνα Δίος και του θεού Διονύσου ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί από άνθρωπο-ζώο σε άνθρωπο-θεό.

Ο Πλωτίνος στις Εννεάδες (Εννεάδες, 4, 12) εξηγεί και το συμβολισμό του καθρέπτη στον οποίο κοιτούσε ο Διόνυσος πρωτού διαμελιστεί. Λέει ότι οι ψυχές των ανθρώπων βλέποντας τα είδωλά τους στον καθρέπτη του Διονύσου κατέβηκαν κάτω στη γη χωρίς όμως να αποκοπούνε από το Όντως Ον. Ο καθρέπτης εδώ συμβολίζει δύο πράγματα α) τη σύνδεση της ψυχής με τους θεούς και β) τη στιγμή που η ψυχή εμφανίζεται στον άνθρωπο.

Με το α) εννοείται ότι όπως το είδωλο φαίνεται στον καθρέπτη χωρίς όμως να είναι αποκομένο (δύο όψεις του ίδιου προσώπου), έτσι και η ψυχή υπάρχει στον άνθρωπο χωρίς να έχει αποσυνδεθεί από την πρωταρχική πηγή, και όχι μόνο αυτό, αλλά η ψυχή έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και ουσία με το θεούς παρ' όλο που έχει ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα. Η μόνη διαφορά της είναι ότι βρίσκεται σε χαμηλότερο (συνειδησιακό) επίπεδο από αυτό των θεών.

Το β) είναι πιο εύκολο να κατανοηθεί, όπως το είδωλο ενός ανθρώπου εμφανίζεται στον καθρέπτη όταν αυτός κοιτάζει στον καθρέπτη, έτσι και η ψυχή ";εμφανίζεται"; (ενσαρκώνεται) στον άνθρωπο, και συγκεκριμένως στο έμβρυο όταν αρχίζει να χτυπάει η καρδιά του.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία μας δίνει ο Δαμάσκιος λέγοντας «όταν ο θεός Διόνυσος προέβαλε την αντανάκλαση του εαυτού του στον καθρέπτη, την ακολούθησε κι έτσι διεσκορπίσθη παντού στο Σύμπαν. Ο θεός Απόλλων τον περιεμάζεψε και τον επανέφερε πίσω στον ουρανό, διότι αυτός είναι ο εξαγνιστή θεός και σωτήρας του Διονύσου και γι' αυτόν τον λόγο εορτάζεται ως ο «Διόνυσος Χορηγός» (Διονυσοδότης). Κι όπως η Κόρη, έτσι και η Ψυχή κατεβαίνει για να ενσαρκωθεί και, όπως ακριβώς ο Προμηθεύς και οι Τιτάνες, προσδένεται κι αυτή στο ανθρώπινο σώμα, απελευθερώνεται δε μόνο αφού αποκτήσει τη δύναμη του Ηρακλέους και περιμαζεύσει τον εαυτό της με τη βοήθεια του θεού Απόλλωνος και της θεάς Αθηνάς... δηλαδή μέσω των πραγματικώς εξαγνιστικών φιλοσοφιών» [Δελφοί, η φωνή από το ιερό κέντρο, εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Μάιος 2001, σελ. 16] .

Συντροφιά του θεού Διόνυσου είναι οι Σάτυροι και οι Μαινάδες, οι οποίοι είναι εξελιγμένες ψυχές που βοηθούνε τον Διόνυσο στο έργο του αλλά και υποβοηθούνται από αυτόν στην πορεία της πνευματικής τους ανέλιξης και αθανατοποίησης.

Οι Σάτυροι, αν ερμηνευτούνε σε θεϊκό επίπεδο (γιατί άλλος είναι ο συμβολισμός σε ανθρώπινο και άλλος σε θεϊκό επίπεδο) συμβολίζουνε τη μετάβαση της ψυχής από άνθρωπο σε θεό. Ο Παναγιώτης Μαρίνης [Η ελληνική θρησκεία, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 2005, σελίδα 644] αναφέρει σχετικώς με τους Σάτυρους «Οι Σάτυροι παρουσιάζονται κατά τρόπον εναργώς περιγράφοντα το τελούμενον έργον της αθανατοποιήσεως. Ας προσέξουμε ότι, πάντοτε, εις τη μυθολογικήν εικονογραφία πρέπει να θεωρούμε ότι εικονίζεται ένα επίπεδο κατώτερο από αυτό το οποίον εννοεί. Ένα ον, το οποίον είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ζώον, ως οι Κένταυροι και οι Σάτυροι, είναι, εις την πραγματικότητα, εξ ημισείας άνθρωπος και θεός. Εις τους Σάτυρους, από την ανθρώπινη φύσι (η οποία εικονίζεται ως ζώον) ανελίσσεται η θεία (η οποία εικονίζεται ως άνθρωπος). Το ζωώδες τμήμα εικονίζει πάντοτε ζώον ταχύπουν (σάτυροι με σώμα αιγός ή ιπποσάτυροι) δια να γίνει αντιληπτόν ότι η υπό τελείωσιν ψυχή δύναται να κινείται ταχύτατα και σχετικώς ελεύθερα εκτός του σώματος και ακόμα έχουνε μεγάλα ώτα, «ζωώδη», διότι τα ζώα έχουνε οξύτατη ακοή, δια να καταδειχτεί ότι ο άνθρωπος, γενόμενος θείον ον, αποκτά ιδιότητες υπερ-αισθητικής προσλήψεως παραστάσεων, «έκτη αίσθηση». Έχουν, επίσης, και δύο κέρατα, δια να δείξουν ότι θα συνεχίσουν την πορεία των εισχορώντως εις ανώτερα, ακόμη, πεδία. Είναι δε ιθυφαλλικοί, διότι, ως έχομεν εξηγήσει, όλη αυτή η μεταμόρφωσις είναι λειτουργία γεννητική, η οποία καθίσταται δυνατή δια της μεταλλαγής και χρήσεως, προς συνένωσιν των ψυχικών κέντρων, της ενεργείας του γεννητικού ψυχικού κέντρου. Οι Σάτυροι, επομένως, είναι η εικόνα των τέλειων μυστών, οι οποίοι φθάνουν να γίνουν θεία όντα, τρέχουν δια να δείξουν ότι ο μύστης τελειούται μέσα από την κίνησι, τη δράση, τα έργα (αποκλείεται η ακινησία, η «θεωρία», το «ερημητήριον») και επιπροσθέτως ότι η ώριμη ψυχή αποκτά την ιδιότητα της ταχείας αυτονόμου κινήσεως εκτός του σώματος. Πεδίον δε της δράσεως των είναι οι υψηλότερες κορυφές των ορέων, οι οποίες συμβολίζουν πάντοτε τις ανώτερες πνευματικες σφαίρες του ανθρώπου, είναι, δηλαδή, τέλειοι φιλόσοφοι».

Και συνεχίζει ο Παναγιώτης Μαρίνης, λέγοντας για τις Μαινάδες ότι «υπάρχουνε βεβαίως και οι Μαινάδες, οι οποίες γαλουχούν άρρενα πάντοτε βρέφη, ζώων ή ανθρώπων, ενίοτε όμως τα ξεσχίζουν («ωμοφαγία»). Οι Μαινάδες είναι η τροφική φύσις του θεού αλλά και οι θείες εκείνες οντότητες που υποβοηθούν το έργον Του -; οι «τελεστικοί» θεοί των Χαλδαϊκών Λογίων. Άρρεν βρέφος δε, ο ψυχικός οργανισμός, τον οποίον ο θεός διατρέφει, αλλά και ενίοτε απορρίπτει, όταν υπάρχει εξελικτική παλινδρόμησις, αλλά και ξεσχίζει και καταβροχθίζει το σώμα, δια να αναδειχθεί η τελειωθείσα ψυχική μονάδα («βρεφοκτόνος»)».

Από: http://panoskonstantinidis.blogspot.com

Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Ο Πυθαγόρας ο Σαμιος

Ο Πυθαγόρας ο Σαμιος, υπήρξε σημαντικός έλληνας φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής. Είναι ο κατεξοχήν θεμελιωτής των ελληνικών μαθηματικών και δημιούργησε ένα άρτιο σύστημα για την επιστήμη των ουρανίων σωμάτων, που κατοχύρωσε με όλες τις σχετικές αριθμητικές και γεωμετρικές αποδείξεις. Γεννήθηκε σε χρονολογία που δεν μας είναι γνωστή, αλλά που εικάζεται πως είναι μεταξύ των ετών 580 - 572 π.Χ. και ως επικρατέστερος τόπος γεννήσεως παραδίδεται η νήσος Σάμος. Πέθανε στο Μεταπόντιον της Ιταλικής Λευκανίας σε μεγάλη ηλικία, περί το 500 - 490 π.Χ.

Το αντικείμενο ενασχόλησης του Πυθαγόρα ήταν η καθοδήγηση μιας «εταιρείας». Αυτή η εταιρεία ήταν μία μυστική, θρησκευτική κίνηση, που είχε αναπτύξει και έντονη πολιτική δραστηριότητα.

Οι Πυθαγόρειοι του 5ου αιώνα π.Χ συγκαταλέγονται στους πιο σημαντικούς επιστήμονες του καιρού τους και ο Πυθαγόρας φαίνεται να ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την επιστήμη. Στο Πυθαγόρειο σύστημα οι θρησκευτικοί και φιλοσοφικοί στόχοι είναι αλληλένδετοι.

Από την εποχή του Doring έχει προβληθεί η σκέψη πως η ιδέα της κάθαρσης αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της σχέσης θρησκείας και επιστήμης στον αρχικό Πυθαγορισμό .Η ιδέα της κάθαρσης δια της επιστήμης, απ΄ ό,τι είναι γνωστό, δεν αποδόθηκε στον Πυθαγόρα παρά μόνο από τον Ιάμβλιχο. Βέβαια ο Αριστόξενος, ο Ηρόδοτος ,ο Εμπεδοκλής και ο Ίωνας από την Χίο αποκαλούν τον Πυθαγόρα: «πολυμαθή, ιστορικό και σοφιστή».

Γύρω από το χαρακτηρισμό του Πυθαγόρα ως «σοφιστή» επικρατεί διχογνωμία. Μερικοί στη λέξη σοφιστής δίνουν την έννοια «επιστήμονας», σημασιολόγηση που άλλοι απορρίπτουν. Η λέξη σοφιστής σύμφωνα με τους Liddel και Scott αρχικά σήμαινε από τη μια αυτόν που κατείχε καλά την τέχνη του και από την άλλη τον φρόνιμο, τον συνετό.
Αρχικά είχαν αποδοθεί στον Πυθαγόρα οι ιδιότητες του «σαμάνου»: του εκστασιαζόμενου, δηλαδή, μάγου και θεραπευτή, του θαυματοποιού θεραπευτή.
Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Αντικλείδης παρουσιάζουν τον Πυθαγόρα ως τον εισηγητή της γεωμετρίας στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Στον ίδιο τον Πυθαγόρα αποδίδονται οι βασικές ιδέες της «θεωρίας» του «κόσμου» και της «κάθαρσης», ιδέες που συνέχουν τις δύο τάσεις της Πυθαγόρειας σχολής, την επιστημονική και τη θρησκευτική.
O Αέτιος λέει πως ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη «κόσμος», αποδίδοντάς της την έννοια της «του όλου περιοχής». Την άποψη του Αετίου αμφισβητούν οι Kirk και Raven, υποστηρίζοντας πως ο Πυθαγόρας χρησιμοποιούσε τη λέξη «κόσμος» με την έννοια της τάξης του σύμπαντος. Στοχαζόμενος την αρχή της τάξης,που αποκαλύπτεται ότι διέπει το σύμπαν και ρυθμίζει την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, και εφαρμόζοντας την κοσμική τάξη στον εσωτερικό του κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί προοδευτικά να αποκτήσει «αθανασία».

Μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που έκανε ο Πυθαγόρας είναι η αριθμητική ερμηνεία του σύμπαντος. Μετρώντας τα κατάλληλα μήκη της χορδής ενός μονόχορδου, διαπίστωσε πως τα σύμφωνα μουσικά διαστήματα μπορεί να εκφρασθούν σε απλές αριθμητικές αναλογίες των τεσσάρων πρώτων ακεραίων αριθμών. Το ενδιαφέρον του Πυθαγόρα για τη μουσική αρμονία οδηγεί στη σκέψη σε αυτόν να αποδοθεί και η θεωρία της «Αρμονίας των Σφαιρών». Επίσης έχουν αποδοθεί σε αυτόν διάφορες γεωμετρικές ανακαλύψεις με γνωστότερο το ομώνυμό του θεώρημα.

Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς απέδωσαν στον Πυθαγόρα την ανακάλυψη πως ο Εωσφόρος (Αυγερινός) και ο Έσπερος (Αποσπερίτης) είναι ένας και ο αυτός αστέρας της Αφροδίτης. Άλλοι απέδωσαν αυτήν την ανακάλυψη στον Παρμενίδη.

Γέννηση και καταγωγή
Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν πως είναι γιος του Μνησάρχου, διαφωνούν όμως ως προς την καταγωγή του Μνησάρχου, γιατί άλλοι μεν λένε ότι ήταν Σάμιος, ενώ ο Νεάνθης στο Ε' βιβλίο των "Μυθικών" γράφει πως ήταν Σύρος, από την Τύρο της Συρίας. Κατά την εκδοχή αυτή, ο Μνήσαρχος έφθασε στη Σάμο με σκοπό το εμπόριο, όταν οι Σάμιοι είχαν έλλειψη σιταριού, και αφού προσέφερε για πώληση σιτάρι, ετιμήθη από την πολιτεία κι έγινε πολίτης της Σάμου. Επειδή από παιδί ο Πυθαγόρας έδειχνε πως ήταν ικανός για κάθε σπουδή, ο Μνήσαρχος τον οδήγησε στην Τύρο και φρόντισε να μυηθεί στις διδασκαλίες των Χαλδαίων. Από εκεί ο Πυθαγόρας ήρθε ξανά στην Ιωνία και συναναστράφηκε αρχικά με τον Φερεκύδη από τη Σύρο κι έπειτα με τον Ερμοδάμαντα τον Κρεοφύλειο από την Σάμο. Όταν δε ο Μνήσαρχος απέπλευσε προς την Ιταλία, πήρε μαζί του τον νεαρό Πυθαγόρα στην Ιταλία, σύμφωνα με την εκδοχή του Νεάνθη.

Όμως, η επικρατέστερη εκδοχή μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, που παραδίδουν οι Απολλώνιος στο "Περί Πυθαγόρου", Πορφύριος στο "Πυθαγόρου Βίος" και Ιάμβλιχος στο "Περί του Πυθαγορείου βίου" θέλει τον Μνήσαρχο όχι μόνον Σάμιο αλλά και απόγονο του Αγκαίου, του πρώτου αποικιστή της Σάμου.

Λέγεται πως ο Αγκαίος, που κατοικούσε στη Σάμη της Κεφαλληνίας είχε γεννηθεί από το Δία και ότι αφού απέκτησε φήμη χάρη στην ανδρεία του είτε χάρη στη μεγαλοψυχία του, διέφερε από τους άλλους Κεφαλλονίτες ως προς τη φρόνηση και την υπόληψη. Σε αυτόν δόθηκε χρησμός από την Πυθία να συγκεντρώσει αποίκους από την Κεφαλληνία, την Αρκαδία και τη Θεσσαλία και ακόμη να προσλάβει αποίκους και από τους Αθηναίους και από τους Επιδαύριους και από τους Χαλκιδείς, και αφού γίνει αρχηγός τους, να αποικήσει ένα νησί, που ονομαζόταν Μελάμφυλλος εξαιτίας της ευφορίας του εδάφους και της καλλιεργήσιμης γης, και να ονομάσει την πόλη που θα ιδρύσουν Σάμο, από τη Σάμη της Κεφαλληνίας. Ο Ιάμβλιχος παραδίδει τον εν λόγω χρησμό κάπως έτσι:

"Αγκαίε, την θαλασσίαν νήσον Σάμον αντί της Σάμης
σε διατάσσω να οικήσης. Φυλλίς δε ονομάζεται αύτη"

Το ότι η αποικία της Σάμου συστάθηκε από ανθρώπους προερχόμενους από τους προαναφερθέντες τόπους αποδεικνύεται από το ότι οι τιμές και οι θυσίες των θεών (καθώς είχαν μεταφερθεί από τους τόπους καταγωγής των αποίκων) μοιάζουν, καθώς επίσης μοιάζουν μεταξύ τους και τα ονόματα των συγγενειών και οι μεταξύ τους συνδυασμοί που τυχαίνει οι Σάμιοι να κάνουν. Λέγεται λοιπόν ότι ο Μνήσαρχος και η Πυθαΐς, οι γονείς του Πυθαγόρα, προέρχονταν από τον οίκο και την γενιά που δημιουργήθηκε από τον Αγκαίο, τον ιδρυτή της αποικίας της Σάμου. Επειδή δε η ευγενική αυτή καταγωγή θρυλείτο μεταξύ των συμπολιτών του Πυθαγόρα, κάποιος Σάμιος ποιητής ισχυρίζεται ότι ο Πυθαγόρας ήταν γιος του Απόλλωνα και αναφέρει τα εξής σχετικά:

"Τον Πυθαγόρα, που εγέννησε από τον Απόλλωνα τον φίλο του Διός,
η Πυθαΐς, η ομορφότερη μεταξύ των Σαμίων"

Η φήμη αυτή επικράτησε για τον εξής λόγο: Όταν ο Μνήσαρχος βρέθηκε στους Δελφούς για εμπορικούς λόγους, μαζί με την γυναίκα του που δε γνώριζε ακόμη ότι ήταν έγκυος, ζήτησε χρησμό από την Πυθία σχετικά με το επικείμενο ταξίδι του προς την Συρία. Η Πυθία χρησμοδότησε ότι αυτός μεν θα δοκιμάσει μεγάλη ευχαρίστηση και θα αποκτήσει πολλά χρήματα, η δε γυναίκα του ότι εγκυμονεί ήδη και πως θα γεννήσει παιδί που θα διαφέρει κατά την ωραιότητα και τη σοφία από όλους τους ανθρώπους και θα καταστεί πάρα πολύ ωφέλιμο στο ανθρώπινο γένος. Ο Μνήσαρχος κατανοώντας πως κάτι σπουδαίο και θεόσταλτο θα προέκυπτε, μετονόμασε μάλιστα την γυναίκα του από Παρθενίδα σε Πυθαΐδα μετά το χρησμό. Κατόπιν επιχείρησε το ταξίδι που σχεδίαζε έχοντας λάβει τόσο ευνοϊκή προτροπή, με αποτέλεσμα όσο βρισκόταν στην φοινικική Σιδόνα να γεννήσει η Πυθαΐδα το γιο τους. Ο Μνήσαρχος ονόμασε το νεογέννητο Πυθαγόρα καθώς είχε προφητευτεί από τον Πύθιο Απόλλωνα.

Πράγματι ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο από τους αρχαίους ότι η ψυχή του Πυθαγόρα είχε αποσταλεί από την ανώτατη αρχή του Απόλλωνα, είτε επειδή ήταν συναφής είτε κατ' άλλον τρόπο συνδεδεμένη με τον θεό. Η ίδια του η γέννηση και η ποικίλη σοφία της ψυχής του το αποδείκνυαν ολοφάνερα.

[Επεξεργασία] Η νεότητα και οι πρώτες σπουδές στην Ελλάδα
Όταν ο Μνήσαρχος επέστρεψε στη Σάμο με πολλά κέρδη και μεγάλη περιουσία, έχτισε ιερό του Πύθιου Απόλλωνα και πρόσεξε ιδιαίτερα την ανατροφή του παιδιού του, αναθέτοντάς την παράλληλα πότε στον Κρεώφυλο, πότε στον Φερεκύδη από τη Σύρο καθώς επίσης και σε ιερείς.

Ο νεαρός Πυθαγόρας μεγάλωνε με μεγάλη σεμνότητα και σωφροσύνη και έγινε όμορφος στην εμφάνιση πολύ περισσότερο από άλλους νέους. Απελάμβανε δε κάθε είδους σεβασμό ακόμη και από τους πολύ μεγαλύτερούς του σε ηλικία πολίτες. Όταν ομιλούσε μετέστρεφε τους πάντες με το μέρος του και εφαίνετο αξιοθαύμαστος ώστε από τους πολλούς να βεβαιώνεται με κάθε φυσικότητα πώς ήταν πράγματι υιός του θεού Απόλλωνος. Ενθαρρυνόμενος από τις σχετικές αυτές δοξασίες και την παιδεία που έλαβε από βρέφος και από τη φυσική του ομορφιά, ακόμη περισσότερο κατέβαλλε προσπάθεια να αποδεικνύει τον εαυτό του άξιο των προτερημάτων που τον διεκοσμούσαν. Όλα όσα έλεγε ή έπραττε τα έκανε με μειλιχιότητα, δίχως να κυριεύεται ούτε από οργή, ούτε από ζήλεια, ούτε από εριστικότητα ούτε από άλλη διαταραχή ή επιπολαιότητα. Μεγάλη θρησκευτικότητα χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του και ακολουθούσε ιδιαίτερα σημαντικές δίαιτες, με ισορροπία ψυχής και εγκράτεια σώματος.

Όντας ακόμη έφηβος, η φήμη του έφθασε εις την Μίλητο προς τον Θαλήν και εις την Πριήνη προς τον Βίαντα, τους δύο εκ των επτά σοφών της αρχαιότητος και σε πολλά μέρη οι άνθρωποι εξεθείαζαν τον νεανία, αποκαλώντας τον, τον "εν Σάμω κομήτην". Μόλις εις την Σάμο άρχισε να εμφανίζεται το τυραννικό καθεστώς του Πολυκράτους, εποχή όπου ο Πυθαγόρας ήταν περίπου δεκαοκτώ ετών, προβλέποντας ότι η τυραννία θα εμπόδιζε τα σχέδιά του και την φιλομάθειά του, έφυγε μαζί με τον Ερμοδάμαντα τον Κρεοφύλειο για την Μίλητο κοντά στον Φερεκύδη και στον φυσικό Αναξίμανδρο και στον φιλόσοφο Θαλή. Με την προσωπικότητα και την ευφράδεια της ομιλίας του, κέρδισε τον θαυμασμό και την εκτίμηση όλων και κατέστη κοινωνός των διδασκαλιών των. Μάλιστα ο Θαλής διακρίνοντας την μεγάλη διαφορά του Πυθαγόρα εν συγκρίσει με τους άλλους νέους, του παραστάθηκε με ευχαρίστηση και του μετέδωσε όσες γνώσεις κατείχε, που ήταν δυνατόν να μεταδοθούν. Κοντά στον Θαλή ο Πυθαγόρας έλαβε την πρώτη του σοβαρή εκπαίδευση πάνω στα μαθηματικά, τη γεωμετρία και όσα έχουν σχέση με τους αριθμούς και τους υπολογισμούς.

Ήταν ο Θαλής που προέτρεψε τον Πυθαγόρα να μεταβεί στην Αίγυπτο και να συναναστραφεί με τους ιερείς της Μέμφιδος και της Διοσπόλεως, από τους οποίους ο ίδιος ο Θαλής είχε λάβει πολλές γνώσεις, προλέγοντας πως εάν ο Πυθαγόρας ερχόταν σε επαφή μαζί τους, θα γινόταν θεϊκότερος και σοφότερος από όλους τους ανθρώπους.

[Επεξεργασία] Τα ταξίδια και η παιδεία του Πυθαγόρα
Ο νεαρός Πυθαγόρας έχοντας βελτιώσει τις διατροφικές του συνήθειες κοντά στον Θαλή, χρησιμοποιώντας με άριστο μέτρο ελαφρές και ευκολοχώνευτες τροφές, δίχως υπερβολές στην οινοποσία, απέκτησε πολύ καλή υγεία, την ικανότητα να κοιμάται λίγο καθώς και διαύγεια και καθαρότητα ψυχής. Ακολουθώντας την προτροπή του διδασκάλου του, απέπλευσε προς την Σιδώνα θεωρώντας πως από εκεί θα μετέβαινε ευκολότερα προς την Αίγυπτο. Εκεί συνάντησε τους απογόνους του Μώχου, του φυσιολόγου-μάντη, και τους άλλους ιεροφάντες της Φοινίκης και μυήθηκε στα ιερά μυστήρια της Βύβλου και της Τύρου και εις τις τελετουργίες που ιερουργούνται σε πολλά μέρη της Συρίας. Όχι από λόγους δεισιδαιμονίας αλλά από μεγάλη επιθυμία και όρεξη για μάθηση, για να μην του διαφύγει κάτι αξιοσπούδαστο που υποκρύπτεται στα απόρρητα μυστήρια των Θεών και στις ιερές τελετές. Εκεί έμαθε πως τα περισσότερα τελετουργικά στοιχεία είναι "άποικα", δηλαδή προέρχονται από αλλού και ότι κατάγονται από τα ιερά της Αιγύπτου. Έτσι, αποφάσισε να διαπλεύσει προς την Αίγυπτο ελπίζοντας ότι εκεί θα μετάσχει σε μυστήρια θειότερα και γνησιότερα.

Ο Ιάμβλιχος διηγείται πως κατά το ταξίδι οι αιγύπτιοι ναύτες είχαν σκεφθεί να τον πουλήσουν διότι πίστευαν πως θα βγάλουν μεγάλο κερδος από την πώληση ενός τέτοιου νέου, όμως εντός ολίγων ημερών άλλαξαν γνώμη βλέποντας την ασυνήθιστα ήρεμη και επιβλητική συμπεριφορά του Πυθαγόρα, καθώς και την μεγάλη του ικανότητα εγκράτειας στην τροφή, το ποτό και τον ύπνο. Επιπλέον, το πλοίο φαινόταν να προχωρεί με ευθύτητα και ομαλά, σαν να παραστεκόταν κάποιος θεός. Έτσι οι ναύτες πίστεψαν πώς είναι θείος δαίμονας και διήνυσαν το υπόλοιπο ταξίδι με ευχάριση διάθεση, συμπεριφερόμενοι σεμνότερα προς τον φιλόσοφο, ώσπου το πλοίο έφθασε στα παράλια της Αιγύπτου δίχως να συναντήσει τρικυμία.

Αυτή την εκδοχή παραδίδει ο Ιάμβλιχος, ο Πορφύριος όμως γράφει ότι ο Πυθαγόρας για να μεταβή εις την Αίγυπτο εξασφάλισε συστατικές επιστολές από τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη για τον βασιλέα της Αιγύπτου Άμασι με τον οποίο ο Πολυκράτης συνδεόταν με δεσμούς φιλοξενίας, ώστε να μπορέσει να γίνει δεκτός από τους Αιγύπτιους ιερείς για να διδαχθεί.

Όπως και να έχει, φαίνεται πως πρώτα ήλθε εις την Ηλιούπολη και από εκεί ταξίδεψε προς την Μέμφιδα και κατόπιν έφθασε εις την Διόσπολη. Οι αιγύπτιοι ιερείς για να δοκιμάσουν την αντοχή του τον υπέβαλλαν σε δύσκολα προστάγματα εντελώς αντίθετα με την ελληνική αγωγή, νομίζοντας ότι ως ξένος δεν θα τα κατάφερνε στην σκληρή αιγυπτιακή ιερατική εκπαίδευση. Όμως ο Πυθαγόρας επιτέλεσε όλα τα προστάγματα με μεγάλη προθυμία και τόσο πολύ θαυμάστηκε που έλαβε την άδεια να θυσιάζει στους Θεούς και να παίρνει μέρος στις φροντίδες γι'αυτούς, προνόμιο που δεν αναφέρεται να παραχωρήθηκε σε κανέναν άλλο ξένο. Εκεί εντρύφησε ακόμη περισσότερο στη γεωμετρία και την αστρονομία τελειοποιώντας τις γνώσεις του κι έφθασε στο απόγειο της μάθησης της επιστήμης των αριθμών και της μουσικής.

Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο ο Πυθαγόρας έμεινε 22 χρόνια στην Αίγυπτο και κατόπιν μεταφέρθηκε στη Βαβυλώνα, αιχμάλωτος από τους στρατιώτες του Καμβύση και ότι εκεί πέρασε ευχάριστα, συναναστρεφόμενος τους Μάγους, δηλαδή τους Πέρσες ιερείς και διδασκόμενος θεολογικά και αστρονομικά θέματα για άλλα δώδεκα έτη, επιστρέφοντας στη Σάμο άγων ήδη το πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας του. Ο Πορφύριος όμως παραλαμβάνοντας την πληροφορία από τον Αριστόξενο αναφέρει πως ήταν περίπου 40 ετών όταν έφυγε από τη Σάμο για την Ιταλία.

[Επεξεργασία] Η επιστροφή εις την Ελλάδα
Όταν ο Πυθαγόρας επέστρεψε στη Σάμο, κατασκεύασε διδασκαλείο ημικυκλικό που για αιώνες αργότερα διετηρήθη με την ονομασία «ημικύκλιο του Πυθαγόρου», στο οποίο οι Σάμιοι συσκέπτονταν για τα κοινά. Το λίγο διάστημα που έμεινε στην πατρίδα του, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία κάποιων νέων, μεταξύ των οποίων ήτο ο Ευρυμένης ο Σάμιος, αθλητής που νίκησε πολλούς και μεγάλους αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ενώ οι άλλοι αθλητές σύμφωνα ακόμη με τον αρχαίο τρόπο τρεφόνταν με τυρί και σύκα, εκείνος υπακούοντας στον Πυθαγόρα έτρωγε καθημερινά μια ορισμένη ποσότητα κρέατος, δυναμώνοντας το σώμα του. Ο δε Πυθαγόρας του εσύστηνε να γυμνάζεται, αλλά να μην αποβλέπει στην νίκη ώστε να αποφεύγει τους φθόνους που αυτή επιφέρει.

Επίσης φέρεται να υποκίνησε την μάθηση της γεωμετρίας σε έναν νέο με το τέχνασμα να πληρώνει τον νέο τρεις οβολούς για κάθε μάθημα που παρακολουθούσε. Όταν ο νέος είχε αντιληφθεί πλέον την υπεροχή των μαθηματικών και με ευχαρίστηση τα μάθαινε, ο Πυθαγόρας επροφασίσθη αδυναμία καταβολής των τριών οβολών. Όπως το περίμενε, ο νέος αρνήθηκε να σταματήσει τα μαθήματα, δίχως να τον ενδιαφέρει πλέον ο μισθός. Τότε ο Πυθαγόρας προφασίστηκε πως έπρεπε να εργαστεί για τα αναγκαία και δεν είχε άλλο χρόνο διαθέσιμο για να τον διδάσκει, αλλά ο νέος τόσο πολύ είχε αγαπήσει τα μαθηματικά που πρότεινε ο ίδιος μισθό τριών οβολών στον Πυθαγόρα για κάθε μάθημα. Λέγεται πως ο νέος ήτο συνονόματος του Πυθαγόρου (και υιός του Ερατοκλέους) και πως απέπλευσε μαζί με τον διδάσκαλό του, όταν αυτός απεφάσισε να φύγει από την Σάμο.

Ο Πυθαγόρας επιχειρούσε με κάθε τρόπο να μεταδώσει στους συμπατριώτες του τα μαθήματα των αριθμών καθώς και άλλες γνώσεις της πολύ πλούσιας παιδείας του. Όμως οι Σάμιοι δεν έδειξαν το απαιτούμενο ενδιαφέρουν ούτε και ακολούθησαν τις διδασκαλίες του στον τρόπο ζωής τους με αποτέλεσμα ο Πυθαγόρας να παραιτηθεί εν τέλει από τις προσπάθειες διαπαιδαγώγησης τους. Τον θαύμαζαν βεβαίως και του προσέφεραν αξιώματα και μάλιστα τον ανάγκαζαν να συμμετέχει σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, ενώ η φήμη του τόσο είχε απλωθεί σε όλη την Ελλάδα που άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι επίσης ήλθαν εις την Σάμο, ζητώντας να τον συναντήσουν. Ο Πυθαγόρας διεπίστωσε ότι η συμμόρφωσή του προς τα πρόσθετα αυτά καθήκοντα προς την πατρίδα δυσχαίρενε την δυνατότητα να φιλοσοφεί. Επιπλέον η τυραννίδα του Πολυκράτους είχε πλέον επικρατήσει και ο φιλόσοφος την θεωρούσε εν μέρει υπεύθυνη για την αδιαφορία των Σαμίων προς τα μαθηματικά και την φιλοσοφία. Θεωρώντας πως δεν είναι σωστό ένας άνδρας φιλόσοφος με ελεύθερα φρονήματα να ζεί κάτω από ένα τέτοιο πολίτευμα, απεφάσισε να μετοικίσει προς την νότια Ιταλία - είχε δε την γνώμη πως πατρίδα του είναι η χώρα εκείνη όπου περισσότεροι άνθρωποι είναι δυνατόν να βρεθούν με καλή διάθεση να μαθαίνουν.

[Επεξεργασία] Η φυγή προς τον Κρότωνα. Η δράση του Πυθαγόρα στην Ιταλία
Σύμφωνα με τον Πορφύριο, ο Πυθαγόρας δεν πήγε απευθείας εις τον Κρότωνα αλλά πρώτα επισκέφθη τους Δελφούς και κατ' άλλους και τη Δήλο. Κατόπιν έφθασε εις την Κρήτη θέλοντας να συναντήσει τους μύστες του Μόργου, ενός από τους Ιδαίους Δάκτυλους. Από αυτούς εκαθάρθη με την "κεραύνιαν λίθον", την ημέρα κοντά στην θάλασσα ξαπλωμένος μπρούμυτα και την νύχτα κοντά στον ποταμό στεφανωμένος με μαλί μελανού αρνιού. Κατήλθε και στο Ιδαίο άντρο κρατώντας μελανού αρνιού μαλί, όπου παρέμεινε τις καθιερωμένες 27 ημέρες και απέδωσε προσφορές στον Δία.

Όταν έφθασε εις την Ιταλία, πήγε πρώτα στον Κρότωνα, όπου έκανε μεγάλη εντύπωση στους εκεί κατοίκους. Ήταν ένας άνδρας με μακρόχρονες περιπλανήσεις και εξαιρετικός από την ιδια του τη φύση, καλά προικισμένος από την τύχη, φιλελεύθερος στα φρονήματα και μεγάλος, με πολλή χάρη και ευπρέπεια στον λόγο και στο ήθος και σε όλα τα άλλα, με αποτέλεσμα να γοητεύσει τους ανώτατους άρχοντες της πόλεως. Και αφού είπε πολλά καλά, κατά διαταγή των αρχόντων άρχισε να συμβουλεύει τους νέους. Μετά απ' αυτά, οι νέοι προσέρχονταν αθρόα κοντά στον Πυθαγόρα και ύστερα οι γυναίκες και έτσι ιδρύθη απ' αυτόν σύλλογος γυναικών. Η φήμη του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο και απέκτησε πολλούς οπαδούς ακόμη και βασιλείς και δυνάστες από την γειτονική βάρβαρη χώρα. Εκείνα που έλεγε στους μαθητές του ("συνόντας") δεν είναι γνωστά με βεβαιότητα διότι υπήρχε σκόπιμη σιωπή. Κυρίως γινόταν γνωστά σε όλους πρώτον ότι η ψυχή είναι αθάνατη και έπειτα ότι η ψυχή μεταβιβάζεται σε άλλα γένη ζώων (μετενσάρκωση). Επίσις δίδασκε ότι σε μερικές περιόδους εμφανίζονται πάλι εκείνα που υπήρξαν κάποτε, τίποτε νέο δεν υπάρχει και ότι όλα όσα γίνονται έμψυχα πρέπει να τα θεωρούμε σαν ομογενή. Αναφέρεται πως πρώτος ο Πυθαγόρας έφερε εις την Ελλάδα αυτά τα δόγματα.

Με την πρώτη του δημόσια ομιλία, ενώπιον του δήμου μετέστρεψε τους πάντες υπέρ του και όπως παραδίδει ο Νικόμαχος περισσότεροι από δύο χιλιάδες παρακολούθησαν τους λόγους του. Γοητεύτηκαν δε τόσο που δεν επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους αλλά μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους έκτισαν ένα τεράστιο οίκημα ομαδικής ακροάσεως, το Ομακοείον και ίδρυσαν την ονομαζόμενη απ' όλους Μεγάλη Ελλάδα στην Ιταλία, γινόμενοι πολίτες της. Και αφού αποδέχθηκαν ορισμένους Νόμους και παραγγέλματα απ' αυτόν σαν να ήταν θείες υποθήκες έξω από τις οποίες τίποτε δεν έκαναν, παρέμειναν με ομόνοια μαζί με το σύνολο των μαθητών επευφημούμενοι και μακαριζόμενοι από όλους τους γύρω των. Τις δε περιουσίες τους έθεταν σε κοινή χρήση και συγκατέλεγαν τον Πυθαγόρα μεταξύ των Θεών. Γι' αυτό ένα απ' τα απόρρητα που παρεδόθησαν σ' αυτούς κατά τα μαθήματα, είναι η λεγόμενη Τετρακτύς με την οποία ορκίζονταν για όλα όσα ήθελαν να βεβαιώσουν επικαλούμενοι τον Πυθαγόρα σαν κάποιο θεό:

Ού, μα τον αμετέραι γενεάι παραδόντα τετρακτύν,
παγάν αενάου φύσεως ριζώματ' έχουσαν.

(Όχι, μα τον παραδόσαντα και στη δική μας γενεά την τετρακτύν,
την πηγή αενάου φύσεως που ρίζες έχει)

Και όταν ταξίδεψε προς την Ιταλία και την Σικελία, όσες πόλεις βρήκε υποδουλωμένες τη μια στην άλλη, άλλες από πολλά χρόνια και άλλες πρόσφατα, αφού τις ενέπνευσε με ελεύθερα φρονήματα, απελευθέρωσε με την βοήθεια των σε ακροατών του, τον Κρότωνα, τη Σύβαρη, την Κατάνη, το Ρήγιο και μερικές άλλες. Έθεσε δε και νόμους μαζί με τον Χάρωνδα από την Κατάνη και τον Ζάλευκο τον Λοκρό, με τους οποίους νόμους έγιναν αξιοζήλευτες για πολύ καιρό. Λέγεται πως ο Σίμιχος, ο τύραννος των Κεντοριπίνων όταν άκουσε τον Πυθαγόρα, απηρνήθη την εξουσία και τα χρήματα και τα μοίρασε στην αδελφή του και στους συμπολίτες του. Ο Αριστόξενος παραδίδει πως ήρθαν κοντά του για να διδαχθούν Λευκανοί, Μεσσάπιοι, Λευκέτιοι και Ρωμαίοι. Ο Πυθαγόρας απέτρεψε οριστικά στάσεις και αναρχία όχι μόνο στην εποχή του αλλά και μεταξύ των απογόνων των μαθητών του για πολλές γενεές διατηρήθησαν οι διδαχές του. Αυτός έκανε γνωστό το σόφο απόφθεγμα: "με κάθε τρόπο πρέπει να διώχνεται και να καυτηριάζεται με φωτιά, και με σίδερο και με άλλες επινοήσεις η αρρώστια από το σώμα, η πολυτέλεια από την κοιλιά, η επανάσταση από την πόλη, η διχόνοια από το σπίτι και απ' όλα μαζί η αμετρία".

[Επεξεργασία] Τα τελευταία έτη του βίου. Η καταστροφή του Ομακοείου
Και ο Πυθαγόρας για πολύ χρόνο, τόσο εθαυμάσθη στην Ιταλία αυτός και οι μαθητές του, ώστε οι πόλεις να εμπιστεύονται την πολιτειακή διοίκηση σε Πυθαγορείους. Ύστερα όμως από πολλά έτη έγιναν αντικείμενο μεγάλου φθόνου και επλέχθη εναντίον αυτών η εξής συνομωσία.

Ύπήρχε ένας άντρας από τον Κρότωνα, ο Κύλων που παρότι καταγόταν από αριστοκρατική γενεά και διέθετε πλούτο μεγαλύτερο από των άλλων πολιτών, δεν διέθετε ευγενή χαρακτήρα αλλά ήταν φορτικός, βίαιος και τυρρανικός. Χρησιμοποιούσε τον κύκλο των φίλων του και την δύναμη του πλούτου του για να μπορεί να αδικεί και όντας άπληστος είχε την αξίωση να κατέχει οτιδήποτε του φαινόταν καλό. Αυτός λοιπόν πίστευε πως έπρεπε να γίνει μέτοχος και στην φιλοσοφία του Πυθαγόρου και να γίνει δεκτός μεταξύ των μαθητών. Προσήλθε εις τον Πυθαγόρα αυτοεπαινούμενος και επιθυμώντας να γίνει μαθητής του. Όμως ο Πυθαγόρας διεκρίνοντας από τη φυσιογνωμία του ανδρός και άπο άλλα σημάδια το ποιόν του, τον διέταξε αμέσως να φύγει και να επιστρέψει στις ασχολίες του.

Ο Κύλων το εξέλαβε ως μεγάλη προσβολή και οργίσθηκε πολύ. Συγκέντρωσε τους φίλους του, όπου κατηγόρησε τον Πυθαγόρα και μαζί τους άρχισε να προετοιμάζεται για να βλάψει αυτόν και τους μαθητές του. Φαίνεται πως υπήρχαν και πολιτικά αίτια όμως για το μίσος του Κύλωνος διότι ήθελε να μεταβάλλει το πατροπαράδοτο πολίτευμα του Κρότωνος που όριζε ορισμένο αριθμό πολιτών με το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου (οι «χίλιοι»). Ο Κύλων ήθελε να συμμετέχουν όλοι, ώστε να μπορεί να εξαγοράζει πολιτική δύναμη, δωροδοκώντας πολλούς από εκείνους. Όμως, σε αυτά του τα σχέδια εναντιώθησαν οι Πυθαγόρειοι Κροτωνιάτες Αλκίμαχος, Δείναρχος, Μέτων και Δημοκίδης.

Υποβοηθούμενος από τον ρήτορα Νίνονα, που συνέγραψε βιβλίο που υποτίθεται πως περιείχε τις μυστικές διδασκαλίες των Πυθαγορείων, ο Κύλων έβαλε να αναγνώσουν το πλαστό σύγγραμμα και άρχισε να συκοφαντεί τους Πυθαγόρειους πως ετοιμάζουν τυραννίδα. Εντός ολίγων ημερών με δημαγωγία και συκοφαντία ξεσήκωσε τον λαό εναντίον των Πυθαγορείων και ο ίδιος με τους υποστηρικτές του επιτέθηκαν στους συντρόφους την ημέρα που είχαν συγκεντρωθεί εις την οικία του Μίλωνος. Ο Πυθαγόρας έλειπε σε ταξίδι προς την Σύρο, για να περιποιηθεί τον άρρωστο Φερεκύδη που υπήρξε διδάσκαλός του. Επακολούθησε συμπλοκή όπου σκοτώθηκαν πολλοί από τους συντρόφους του Πυθαγόρου και πυρπόλησαν το οίκημα. Μόνον ο Άρχιππος και ο Λύσις κατάφεραν να διαφύγουν με κάποιο τρόπο. Ο Λύσις έφθασε εις την Θήβα όπου έζησε τον υπόλοιπο βίο του και μάλιστα συνανεστράφη με τον νεαρό τότε Επαμεινώνδα του οποίου έγινε και διδάσκαλος, μεταφυτεύοντας εκεί τα σπέρματα της Πυθαγορείου φιλοσοφίας.

Οι πιο ακριβείς ιστορικοί, όμως, όπως ο Δικαίαρχος αναφέρουν πως ο Πυθαγόρας ευρισκόταν εκεί διότι ο Φερεκύδης πέθανε προ της αναχωρήσεως του Πυθαγόρου από την Σάμο. Από τους συντρόφους λέγουν πως σαράντα συνελήφθησαν συγκεντρωμένοι σε σύσκεψη στην οικία του Μίλωνα, ενώ άλλοι φονεύθηκαν κατά τις συμπλοκές που ακολούθησαν στην πόλη. Ο Πυθαγόρας μαζί με τους υπόλοιπους διέφυγαν αρχικώς μεταβαίνοντας προς τους Λοκρούς. Οι εκεί πολίτες όμως φοβούμενοι πιθανό πόλεμο αρνήθηκαν να τους δεχθούν και αφού τους προμήθευσαν τα αναγκαία, ο Πυθαγόρας έπλευσε προς τον Τάραντα κι από εκεί προς το Μεταπόντιο. Εκεί λέγεται ότι τελείωσε τη ζωή του, αποσυρόμενος στο ιερό των Μουσών και παραμένοντας εκεί για σαράντα ημέρες δίχως τροφή.

Οι καλούμενοι Κυλώνειοι συνέχιζαν να προκαλούν προβλήματα προσπαθώντας να υποκινήσουν ταραχές και στάσεις και σε άλλες πόλεις, όσες ήθελαν να ρυθμίζονται τα πολιτικά ζητήματα από Πυθαγόρειους. Για ένα διάστημα επικρατούσε η καλοκαγαθία των Πυθαγορείων αλλά σιγά σιγά οι ίδιοι έπαυσαν να φροντίζουν για την διακυβέρνηση των πόλεων, εξ αιτίας της αδιαφορίας που έδειξαν οι πόλεις για το κακό που έγινε εις τον Κρότωνα και επίσης λόγω της απώλειας των ικανοτάτων προς πολιτική διακυβέρνηση ανδρών. Ο Αριστόξενος διηγείται πως σχεδόν όλοι έφυγαν από την Ιταλία εκτός από τον Αρχύτα τον Ταραντίνο και πως αρκετοί εξ αυτών συγκεντρώθησαν εις το Ρήγιο, διαφυλάσσοντας τα παραδοσιακά ήθη και φιλοσοφία μέχρις ότου πέθαναν με αξιοπρέπεια. «Οι Πυθαγόρειοι έδιωξαν απ' αυτούς, τους θρήνους, τα δάκρυα και κάθε τι παρόμοιο. Απείχαν κι από τις παρακλήσεις, τις ικεσίες και απ' όλες τις τέτοιου είδους δουλοπρεπείς κολακείες». Ο Νικόμαχος γράφει πως οι διασκορπισμένοι Πυθαγόρειοι διατήρησαν ακέραια την φιλία μεταξύ των και απέφευγαν την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Φοβούμενοι μήπως εκλείψει το όνομα της φιλοσοφίας από τους ανθρώπους και οι ίδιοι μισηθούν από τους Θεούς γι' αυτό, συνέταξαν κεφαλαιώδη υπομνήματα με τα συγγράμματα των παλαιοτέρων και όσα θυμόντουσαν, ορκίζοντας τις γυναίκες και τους απογόνους των να μην τα δώσουν σε κανέναν έξω από τους Οίκους.

Διάδοχος του Πυθαγόρου έγινε ο Αρισταίος ο Κροτωνιάτης που κατείχε αρίστως την διδασκαλία. Έλαβε σύζυγο την κόρη του Πυθαγόρα Θεανώ και ανέθρεψε τον νεότερο αδελφό της Μνήμαρχο. Ο Μνήμαρχος αργότερα διαδέχθη τον Αρισταίο. Άλλοι επιφανείς Πυθαγόρειοι ήταν ο Φιλόλαος από το Μεταπόντιο και ο Αρχύτας ο Ταραντίνος. Μέσω του Φιλολάου κάποια συγγράμματα των μεταγενέστερων Πυθαγορείων παρεδόθησαν στον Δίωνα, μαθητή του Πλάτωνος με αποτέλεσμα την γόνιμη συνέχεια του Πυθαγορισμού μέσω της Πλατωνικής Ακαδημίας.




Κυριότεροι άλλοι Πυθαγόρειοι[1]
Όνομα Καταγωγή Χρονικό διάστημα ζωής
Ίππασος Μεταπόντιο 7ος-5ος αιώνας π.Χ.
Πέτρων Ελλάδα 7ος-5ος αιώνας π.Χ.
Ίππων Σάμος 5ος αιώνας π.Χ.
Φιλόλαος Κρότων 477- 388; π.Χ.
Εύρυτος Κρότων 5ος-4ος αιώνας π.Χ.
Ικέτας Συρακούσες 5ος-4ος αιώνας π.Χ.
Έκφαντος Συρακούσες 4ος αιώνας π.Χ.
Αρχύτας Τάραντας 4ος αιώνας π.Χ.


Από: http://el.wikipedia.org

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Επίκουρος

Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος, γιος του Νεοκλή, από τον δήμο Γαργηττού, και καταγόταν από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών (Διογ. Λαέρτ. 10,1). Είναι, επομένως, μαζί με τον Πλάτωνα (και τον Σπεύσιππο), ο μόνος Αθηναίος από τους φιλοσόφους της γενιάς του και των δύο προηγούμενων γενεών, ενώ όλοι οι άλλοι ήταν ξένοι. Από αυτό το γεγονός θα πρέπει να επηρεάστηκε πάρα πολύ η στάση και του Επικούρου, όπως και του Πλάτωνος. Γιατί δεν είναι βεβαίως σύμπτωση ότι ο Αθηναίος Πλάτων δεν μπόρεσε ποτέ πια να απαλλαγεί εντελώς από το νεανικό βίωμα της κατάρρευσης της χώρας και του κράτους του και ως το τέλος της ζωής του έμεινε πολιτικά δεσμευμένος -ο Αθηναίος Επίκουρος, πάλι, είχε τις δικές του εμπειρίες από την εξωτερική και την εσωτερική πτώση της Αθήνας —από τη μετατροπή του Αθηναϊκού κράτους από υποκείμενο της πολιτικής σε απλό αντικείμενο της πολιτικής άλλων— και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποφασιστική αποχώρηση από την πολιτική ήταν η μόνη λογική στάση -ο αλλοδαπός όμως Αριστοτέλης, από την απόσταση του αμέτοχου τελικά παρατηρητή, κατόρθωσε να αναλύσει με νηφαλιότητα τους γενικούς όρους της ανάπτυξης και της παρακμής μιας πολιτείας.

Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο το 341 π.Χ. Δέκα χρόνια πριν οι Αθηναίοι είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν την απειλή της αποστασίας της Σάμου από τη Δεύτερη Ναυτική Συμμαχία στέλνοντας εκεί μεγάλο αριθμό πολιτικά έμπιστων Αθηναίων ως κληρούχων. Ανάμεσα τους ήταν και οι γονείς του Επικούρου. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, που αργότερα προσχώρησαν όλοι στη σχολή του. Σε μια επιστολή ανέφερε ο ίδιος ότι άρχισε να φιλοσοφεί στα δεκατέσσερα χρόνια του (Διογ. Λαέρτ. 10,2), έκφραση που δεν είναι εύκολο να ερμηνευθεί. Η δυσπιστία είναι δικαιολογημένη, καθότι διάφορες μαρτυρίες στοιχειοθετούν την υπόθεση ότι ο Επίκουρος συνειδητά προσέδωσε στον εαυτό του το ύφος μορφής αντίπαλης και ανταγωνιστικής προς τον Σωκράτη και των Σωκρατικών. Αυτός ο Σωκράτης τονίζει συνεχώς ότι δεν είχε ποτέ πραγματικά κάποιο δάσκαλο, εκτός αν θεωρηθεί δάσκαλος του ο δελφικός Απόλλων. Για τον Επίκουρο η παρέμβαση ενός θεού δεν συζητείται και γι' αυτό θα πρόβαλλε πιο κατηγορηματικά ότι είναι αυτοδίδακτος και ότι εντελώς μόνος του άρχισε να οικοδομεί τη φιλοσοφία του στην ηλικία που ο νέος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να θέσει σε κίνηση τη λογική του. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι πριν ακόμη από τα δεκαοκτώ του χρόνια μετοίκησε από τη Σάμο στην Τέω, όπου τότε ένας πολύ περίεργος άνδρας, ο Ναυσιφάνης, δίδασκε ανάμεσα σε άλλα και φιλοσοφία. Ο Ναυσιφάνης χαρακτήριζε τον εαυτό του ως οπαδό της θεωρίας του Αβδηρίτη Δημοκρίτου (που είχε πεθάνει πριν 70 περίπου χρόνια), αλλά δίδασκε και μαθηματικά και ρητορική —επιστήμες που ο Επίκουρος αργότερα τις απέρριψε ως άχρηστες και ασήμαντες (τα κείμενα: Diels-Kranz, Die Vorsokratlker, 75). Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ο Επίκουρος θα παρουσίαζε ποτέ σοβαρά αυτόν τον άνδρα ως δάσκαλο του στη φιλοσοφία, όπως άλλωστε και τον μαθητή του Πλάτωνος Πάμφιλο, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο, ώστε πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Επίκουρος μόνο μια φορά ανέφερε εν παρόδω ότι στα νιάτα του συνάντησε τον άνδρα. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του Επικούρου συνέλαβαν όλο αυτό το πλέγμα και από τη μια μεριά τον παρουσίαζαν ως μαθητή του ελάχιστα εκτιμώμενου Ναυσιφάνη, από την άλλη δε με μοχθηρία εξέφραζαν τη λύπη τους που ο Επίκουρος έχασε τη μοναδική ευκαιρία να μπει στον κόσμο του Πλάτωνος.

Στα δεκαοκτώ του χρόνια (323 π.Χ.) ο Επίκουρος, ως νομοταγής Αθηναίος, γύρισε στην πατρίδα του για να κάνει σύμφωνα με τον νόμο την εφηβεία του, δηλ. τη στρατιωτική του θητεία. Δεν φαίνεται να ήλθε σε επαφή με καμιά από τις δύο φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας: ο Περίπατος, που τον κακολογούσαν όχι αναίτια για συμπάθεια προς τους Μακεδόνες, κάτω από την πολιτική πίεση είχε αναστείλει τη λειτουργία του και ο Αριστοτέλης είχε φύγει στη Χαλκίδα, όπου η οικογένεια του είχε ένα σπίτι και όπου ήταν εγκατεστημένη μακεδόνικη φρουρά (πέθανε εκεί μετά από μερικούς μήνες). Κεφαλή της Ακαδημίας ήταν ο Ξενοκράτης, όμως μια μεταγενέστερη πληροφορία ότι ο Επίκουρος τον είχε ακούσει είναι πιθανώς σκόπιμο εύρημα, που πρέπει όπως πάντα να αντιμετωπίζεται κριτικά.

Το 322 πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του προσπαθούσαν πια να διατηρήσουν την αυτοκρατορία και να αυξήσουν την προσωπική τους ισχύ. Σε αυτήν την προσπάθεια περιλαμβανόταν και μια οξύτατη επίθεση εναντίον της εχθρικής Αθήνας και έτσι ο Περδίκκας διέταξε την απομάκρυνση όλων των Αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Η οικογένεια του Επικούρου μετοίκησε τότε στον Κολοφώνα, όπου την ακολούθησε και ο ίδιος μετά το τέλος της θητείας του και όπου φαίνεται ότι έμεινε πάνω από δέκα χρόνια. Η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ολόκληρη την περιουσία της στη Σάμο και ζούσε σε πιεστικές οικονομικά συνθήκες. Το ότι οι αντίπαλοι του Επικούρου αργότερα με κακοήθεια διακωμώδησαν τη φτώχεια —τη δική του και των συγγενών του—είναι δείγμα ύφους της αρχαίας πολεμικής.

Αποφασιστικό υπήρξε για τον Επίκουρο (όπως και ο ίδιος θα αφηγηθεί) το 32ο έτος της ηλικίας του, όταν αποφάσισε «συστήσασθαι σχολήν» (Διογ. Λαέρτ. 10,15), και μάλιστα αρχικά στη Μυτιλήνη της Λέσβου και μετά στη Λάμψακο, όπου δίδαξε συνολικά πέντε χρόνια συνεχώς, δηλ. από το 310 ως το 306 π.Χ. Τους πρώτους, πιο πιστούς και πιο σημαντικούς, μαθητές τους βρήκε στη Λάμψακο. Πρέπει να αναφερθούν ο Λεοντεύς και κυρίως ο Ιδομενεύς, ο οποίος δεν ασχολούνταν μόνο με τη φιλοσοφία και τη συγγραφή (πρώτος έγραψε ένα αναμφισβήτητα οξύτατο στα κύρια σημεία του βιβλίο πολεμικής για τους «Σωκρατικούς», την πρώτη μαρτυρία όπου οι μαθητές του Σωκράτη συμπεριλαμβάνονται σαφώς σε μία ομάδα), αλλά κατέλαβε και σημαντική πολιτική θέση ως σύμβουλος του βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, πράγμα που έκανε τον Επίκουρο να ανησυχεί κάπως. Σε αυτόν τον παλιό, τον πρώτο κύκλο μαθητών ανήκαν επίσης ο Κολώτης (έγραψε αργότερα ένα περίφημο βιβλίο πολεμικής κατά της Πολιτείας του Πλάτωνος), ο Πολύαινος και η Θεμίστα, η σύζυγος του Λεοντέως.

Πρέπει να υποθέσουμε ότι λόγοι πολιτικοί ανάγκασαν τον Επίκουρο το 306 π.Χ. να εγκατασταθεί στην πατρίδα του και να μεταφέρει εκεί τη σχολή. Ως Αθηναίος δεν είχε καμιά δυσκολία —αντίθετα από τους αρχηγούς του Περιπάτου και της Στοάς—να αποκτήσει κατάλληλο οικόπεδο και να χτίσει τα απαραίτητα για τη διαβίωση και τη φιλοσοφική εργασία οικοδομήματα. Φαίνεται όμως ότι σκόπιμα έδωσε στο σύνολο των εγκαταστάσεων τη μορφή μεγάλου κήπου ή άλσους, πρέπει να ήταν γι' αυτόν βασική ιδέα το να μην ασκείται η φιλοσοφία σε σπουδαστήρια και αίθουσες (και οπωσδήποτε όχι σε δημόσιες στοές), αλλά σε ελεύθερη περιδιάβαση μέσα σε μια απλή, ειρηνική φύση, μακριά από τον θόρυβο της πόλης. Έτσι και η σχολή του πήρε ακριβώς την ονομασία« Κήπος». Την εποχή του Κικέρωνος επίσης φαίνεται ότι ολόκληρος ο χώρος είχε παραμείνει αναλλοίωτος, όπως τον ήθελε ο Επίκουρος. Έχουμε μιαν επιστολή, όπου ο Κικέρων, παρακινημένος από τους τότε διευθυντές της σχολής, παρακαλούσε επίμονα έναν πλούσιο Ρωμαίο Επικούρειο (που σχεδίαζε να αγοράσει το οικόπεδο, να κατεδαφίσει τα παλιά οικοδομήματα και να χτίσει στην ίδια θέση μια μεγάλη καινούργια έπαυλη) να παραιτηθεί από το ασεβές αυτό εγχείρημα.

Σε αυτόν τον «Κήπο» εργάστηκε και δίδαξε ο Επίκουρος 35 χρόνια. Υπάρχουν πληροφορίες για μερικά ταξίδια σε ξένους φίλους, για την ήσυχη και λιτή ζωή στον φιλικό του κύκλο, στον οποίο ανήκαν άνδρες, γυναίκες, σκλάβοι και —όπως σαφώς αναφέρεται— μερικές εταίρες (το γεγονός ότι στα έργα των Σωκρατικών οι εταίρες άλλοτε περιγράφονταν ως ταυτόσημες με την έννοια της φαυλότητας και άλλοτε ως ενδιαφέρουσες συνομιλήτριες του Σωκράτη δεν θα πρέπει να μην άσκησε εδώ κάποια επίδραση)· επίσης υπάρχουν πληροφορίες για μια πολύ εκτεταμένη αλληλογραφία του Επικούρου και, τέλος, για την απασχόληση του με τα φιλοσοφικά έργα.

Ο ρόλος που έπαιξε η φιλία στον Επίκουρο και στους μαθητές του θα ξανασυζητηθεί αργότερα. Για να το διατυπώσουμε εξαρχής και καθαρά, η κοινότητα των φίλων (αν αντιπαραθέσουμε τον Πλάτωνα και, ίσως, και τον Αριστοτέλη) αντικαθιστά την πολιτική οργάνωση των πολιτών στο κράτος, από την οποία ο Επίκουρος δεν περιμένει πια τίποτε καλό παρά μόνο εσωτερική και εξωτερική συμφορά. Αλλά και ως μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας η φιλία είναι η τελειότατη (πάλι αντίθετα προς τον Πλάτωνα και συμφωνώντας εν μέρει με τον Αριστοτέλη), σε αντίθεση προς τον έρωτα, στον οποίο ο Επίκουρος δεν μπορεί να δει παρά αυτό που προξενεί ανησυχία, αναστάτωση και κίνδυνο.

Σχετικά με την αλληλογραφία του αξίζει να σημειωθεί ήδη εδώ ότι ο Επίκουρος είναι ο πρώτος αρχαίος που δημοσίευσε μια πραγματική αλληλογραφία από άνθρωπο σε άνθρωπο, ένα μέρος της οποίας μας έχει διασωθεί. Γιατί όσα άλλα έχουμε από αλληλογραφίες (από τον περιώνυμο τύραννο Φάλαρη τον Ακραγαντίνο, τους Σωκρατικούς ως τον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη, τον Αριστοτέλη, τον Δημοσθένη), όλα είναι ή ευρήματα φιλολογιζόντων της Ελληνιστικής εποχής ή υπηρεσιακές εγκύκλιοι που στην πραγματικότητα εκ των προτέρων απευθύνονταν σε πολλούς παραλήπτες. Ο Επίκουρος είναι ο πρώτος που πραγματικά αλληλογραφεί —και είχε τους λόγους του όπως θα δούμε παρακάτω.

Στην αρχαιότητα και στους μεταγενέστερους χρόνους συχνά ξένισε και προκάλεσε αντιπάθεια η υπερβολή στην έκφραση σεβασμού και τιμής από τους φίλους προς τον Επίκουρο, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτός τη δεχόταν. Η ημέρα των γενεθλίων του γιορταζόταν με επισημότητα κάθε χρόνο -ο ίδιος όρισε στη διαθήκη του ότι στις 20 κάθε μήνα έπρεπε να γίνεται συμπόσιο στη μνήμη του και στη μνήμη του στενού του φίλου Μητροδώρου, που πέθανε πριν από αυτόν. Και σε κάθε ευκαιρία οι φίλοι του τον αντίκριζαν ως θεό είναι γνωστό ότι ο Λουκρητίας στο ποίημα του De rerum natura εγκωμιάζει τον Επίκουρο ως θεό.

Την περίπτωση αυτήν, εν τούτοις, πρέπει να την εξετάσουμε στο ευρύτερο πλαίσιο της. Στο σημείο αυτό της απόδοσης τιμών ο Επίκουρος δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος. Αρκεί εδώ να υπενθυμίσουμε δύο περιπτώσεις, που δεν μπορεί να μην ήταν γνωστές και στον ίδιο. Η πρώτη είναι η περίπτωση του Εμπεδοκλή, που στα δύο ποιήματα του παρουσιάζει τον εαυτό του ως θεό που εκδιώχθηκε από τον κόσμο των Μακάρων, είναι όμως πάντα θεός. Περιγράφει πως, στις περιπλανήσεις του από πόλη σε πόλη, έγινε με σεβασμό δεκτός ως θεός από άνδρες και γυναίκες και υπαινίσσεται ότι διαθέτει γνώσεις και δυνάμεις που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα. Η δεύτερη περίπτωση είναι του Πλάτωνος, για τον οποίο ο ανιψιός του Σπεύσιππος στο Εγκώμιον Πλάτωνος δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι ο Πλάτων δεν ήταν γιος του φυσικού του πατέρα αλλά του Απόλλωνος. Και η Ακαδημία, όσο λειτουργούσε, απέδιδε βαθύ νόημα στα γενέθλια του Σωκράτη και του Πλάτωνος. Στην περίπτωση του Επικούρου προστίθεται βέβαια ένας ακόμη παράγοντας. Ο φιλόσοφος εδώ δεν είναι μόνο αυτός που διδάσκει πώς πρέπει να ζει κανείς, αλλά και ο ίδιος γίνεται υπόδειγμα φιλοσοφικής ζωής. Η αλληλογραφία, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, αποκτά τη σημασία της ακριβώς από το ότι δείχνει πώς ο φιλόσοφος αντιμετωπίζει συγκεκριμένα τις πιο καθημερινές καταστάσεις της ζωής. Δεν είναι παράξενο ότι ένας φιλόσοφος που κατόρθωνε κάτι τέτοιο γοήτευε και συνάρπαζε όσους τον πλησίαζαν. Δεν είναι επίσης αρνητικό γι' αυτόν ότι καταλάβαινε καλά πως, για τη διαμόρφωση ενός τρόπου ζωής, το προσωπικό παράδειγμα που απαιτούσε από τον εαυτό του να δώσει ήταν πολύ πιο σπουδαίο από ένα ορθολογικό σύστημα ηθικής. Έτσι, τελικά κάποιος από τους μαθητές του εξήγησε: «Όταν συγκρίνει κανείς τη ζωή του Επικούρου με των άλλων, θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει ως μύθο, εξαιτίας της πραότητας και της αυτάρκειας». Το κρίσιμο σημείο σε αυτήν τη σκέψη είναι ότι αυτή η πραγματικά βιωμένη ζωή υπερέχει πολύ σε παραινετική και παρηγορητική δύναμη από τους φανταστικούς μύθους του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη.

Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ. σε ηλικία 72 χρόνων από εξαιρετικά επώδυνη νεφρολιθίαση.
Από:http://www.focusmag.gr

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Κορυφαίος Ερωτευμένος Τρελός Φιλόσοφος

Στη μικρή πόλη του Ρέκεν στον κόλπο Λότζεν, πεδινή περιοχή νοτιοδυτικά της Λειψίας, στις 15 Οκτώβρη 1844 κι ακριβώς στις 10.00 π.μ. γεννήθηκεν ο Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche). Επειδή η γενέθλιος ημέρα συνέπιπτε με τα 49α γενέθλια του Πρώσου βασιλιά Φρίντριχ Βίλχελμ Δ', πήρε το βαφτιστικό του κι ο μεγάλος φιλόσοφος, μιας κι ο πατέρας του είχε διοριστεί Δήμαρχος στη πόλη αυτή, από κείνον. Οι παππούδες του ήταν επίσης υπουργοί και λουθηρανοί στο θρήσκευμα, ενώ ο παππούς από τη μεριά του πατέρα του, Φρίντριχ Αύγουστος Λούντβιχ Νίτσε, ήταν από τους μεγαλύτερους μελετητές της προτεσταντικής αίρεσης, μ' αρκετά συγγράματα στο ενεργητικό του.
Στα 4 του έχασε τον πατέρα του, Καρλ Λούντβιχ (1813-1849), από εγκεφαλικό, -πέθανε τρελός- κι 6 μήνες αργότερα, πέθανε κι ο 2ετής μόλις, αδερφός του, Τζόζεφ. Η οικογένεια μετακόμισε στο κοντινό χωριό Νάουμπουργκ Ντερ Σάαλε, όπου και διέμεινε με τη μητέρα του Φραντζέσκα, (1826-1897), τη γιαγιά του απο τη μεριά του πατέρα, τις 2 αδερφές του πατέρα του και τη μικρότερη του αδερφή, Τερέζα-Ελίζαμπεθ-Αλεξάνδρα (1846-1935), για 8 χρόνια. Από τα 14 ως τα 19 του, φοίτησε κει κοντά, στο πολύ καλό σχολείο Schulpforta και προετοιμάστηκε για το πανεπιστήμιο. Εκεί συνάντησε τον ισόβιον "ακόλουθό" του, που επηρέασεν όλη την υπόλοιπη ζωή του, τον Πώλ Ντεσέν (Paul Deussen), -όστις προσχώρησε σ' αυτόν το 1861- που επρόκειτο να γίνει μέγας ιστορικός της φιλοσοφίας κι ιδρυτής της Κοινωνίας Σοπενάουερ.
Τα καλοκαίρια του, στις διακοπές, τα περνούσε στο Νάουμπουργκ, όπου κι είχεν ιδρύσει μια μικρή μουσική και λογοτεχνική λέσχη, τη GERMANIA, με μουσικό επίκεντρο, το μουσικό του είδωλο, τον Richard Wagner κι έγινεν ιδιαίτερα γνωστή περιγραφικά, ως Zeitschrift für Musik. Ο έφηβος Νίτσε, διάβασεν επίσης τα γραπτά των γερμανών ρομαντικών, Φρίντριχ Χέλντερλιν (Friedrich Hölderlin) και Ζαν-Πωλ Ρίχτερ (Jean-Paul Richter), καθώς και την αμφισβητούμενη "Απομυθοποίηση Του Ιησού", (Life Οf Jesus Critically Examined - Das Leben Jesu kritisch Βearbeitet, 1848). Έχοντας μεγαλώσει σ' αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και θέλοντας να μη μοιάσει του πατέρα του, αμφισβήτησε καθετί τη χριστιανικό και δήλωσεν άθεος.
Έχοντας ολοκληρώσει μ' επιτυχία τον πρώτο αυτό κύκλο σπουδών του, μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1864, στο τμήμα θεολογίας και φιλολογίας, μα γρήγορα τη προσοχή του κέρδισεν αποκλειστικά η δεύτερη, μ' ιδιαίτερην έμφαση στη μελέτη κι επεξήγηση αρχαίων, κλασσικών και βιβλικών κειμένων. Αφού παρακολούθησε με πάθος, ενδιαφέρουσες διαλέξεις, από εμπνευσμένους διδασκάλους, γρήγορα καθιερώθηκε μέσω των θαυμάσιων δοκιμίων του κι ειδικά για κείνα που αφορούσαν τους, Αριστοτέλη, Θέογνι και Σιμωνίδη. Το 1865 γνώρισε τις διδαχές και τα γραπτά του Σοπενάουερ κι επηρεάστηκε βαθιά.
Στα 23 του κατατάχτηκε στον στρατό, στο ιππικό σύνταγμα πυροβολικού, ενώ επέστρεψε να μείνει με τη μητέρα του στο Νάουμπουργκ. Προσπαθώντας να στηριχτεί πάνω στη σέλα ενός ιδιαίτερα απείθαρχου αλόγου, πέφτει και τραυματίζεται σοβαρά στο στέρνο. Παίρνει άδεια λίγων μηνών μα κι όταν επιστρέφει χωρίς να 'χει θεραπευτεί, αποστρατεύεται. Το τραύμα τούτο δε θεραπεύτηκε ποτέ εντελώς. Επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και το Νοέμβρη του 1868 συναντιέται, στο σπίτι ενός κοινού τους φίλου, με τον Βάγκνερ. Μοιράστηκαν τον ίδιον ενθουσιασμό για τον Σοπενάουερ και με δεδομένη τη λατρεία του για τη μουσική του, οι δυο άντρες γίνανε πολύ καλοί φίλοι. Ο Βάγκνερ είχεν ισχυρή προσωπικότητα, είχε περίπου την ηλικία του πατέρα του Νίτσε κι επίσης, είχε φοιτήσει κι εκείνος στο Πανεπιστήμιο Λειψίας, έτσι η φιλική τους σχέση ήτανε σχεδόν "οικογενειακή" αν και θυελλώδης ενίοτε, επηρεαζόντας επίσης τη μετέπειτα πορεία του. Το παραδέχτηκε κι ο ίδιος 20 χρόνια μετά.
Κείνη τη χρονιά, ένας από τους δασκάλους του, τονε συστήνει σα φιλόλογο, στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Το πανεπιστήμιο αυτό, του προσφέρει τη θέση κι έτσι σ' ηλικία μόλις 24 ετών, αποκτά την έδρα του καθηγητή κλασσικής φιλολογίας, τον Μάη του 1869. Εκεί έκαμε κι άλλες σημαντικές γνωριμίες μ' άλλους καθηγητές και καλλιέργησε τη φιλία του με τον Βάγκνερ, κάνοντάς του επισκέψεις τακτικά, στο σπίτι του στη Λουκέρνη. Κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσσικού πολέμου, το 1870-1, υπηρέτησε σα νοσοκόμος, μα η υγεία του είχε κι άλλες επιπλοκές, τόσο στο παλιό του τραύμα, όσο κι από άλλες νόσους που κόλλησε, όπως διφθερίτιδα και δυσεντερία. Έκτοτε η υγεία του, μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν ανάκαμψε ποτέ.
Όλη του η εμπειρία από τις σπουδές, τ' αναγνώσματα, τις διαλέξεις, τη λατρεία στον Σοπενάουερ και τον θαυμασμό στη μουσική του Βάγκνερ, καθώς κι η απογοήτευσή του από τον σύγχρονο γερμανικό τρόπο ζωής, μετουσιώθηκε στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Η Γένεση Της Τραγωδίας", που πρωτοδημοσίεψε σ' ηλικία 28 ετών. Ο Βάγκνερ έσπευσε, αν κι αναρμόδιος, να το παινέσει, μα έν ισχυρό κριτικό ράπισμα από τον νεαρό και πολλά υποσχόμενο φιλόλογο Ulrich Von Wilamowitz-Möllendorff (1848-1931), έδωσεν άσχημη στάμπα στο βιβλίο, στον χώρο των μελετητών.
Την 6ετία 1872-9 συνέχισε να διαμένει στη Βασιλεία, αλλά επισκεπτότανε συχνά τον Βάγκνερ στο καινούργιο του σπίτι στη Μπάϊρέουτ, στη Γερμανία. Στη πρώτη του επίσκεψην εκεί, γνώρισε τη Μαλβίντα Μέισενμπουργκ (1872) και στη δεύτερη, ένα χρόνο μετά, συνάντησε κάποιον νεαρό, ονόματι Πωλ Ρέε. Τους συνδέσανε πολλά και τους τρεις και γίνανε φίλοι. Το 1876, σ' ηλικία 32 ετών, ζήτησε σε γάμο μιαν ολλανδέζα σπουδάστρια πιάνου στη Γενεύη, τη Mathilde Trampedach, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκειαν αυτής της περιόδου επίσης, έγραψε μερικές μελέτες για τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, διαποτισμένες από την αθεϊστική διδασκαλία του David Strauss, τις ιδέες του Σοπενάουερ, τη μουσικήν έμπνευση του Βάγκνερ. Στα 1878 έγραψε το "Προέλευση Των Ηθικών Συναισθημάτων" με την αρωγή του Πωλ Ρέε κι αυτό το βιβλίο σήμανε το τέλος της φιλίας του με τον Βάγκνερ, γιατί ο μουσικός πίστεψε πως διέκρινε μες στις σελίδες του, άσχημες περιγραφές για το πρόσωπό του.
Παρά τη συλλογικήν απόρριψη του πρώτου του βιβλίου, παρέμενεν αξιοσέβαστος στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, αλλά η υγεία του επιδεινώθηκε ξαφνικά κι άρχισε να έχει προβλήματα όρασης, ημικρανίες, ιλίγγους κι εμετό, έτσι ώστε οδηγήθηκε σε παραίτηση, τον Ιούνη του 1879. Από τότε ξεκίνησε να ζει ως "άπατρης, περιπλανώμενος τσιγγάνος, πολίτης του κόσμου άνευ υπηκοότητας", κατά τα δικά του ειρωνικά σχόλια. Τούτο γιατί είχεν απαρνηθεί τη γερμανική του υπηκοότητα, χωρίς παράλληλα να λάβει την ελβετική. Έτσι άρχισε να περιηγείται διάφορες πόλεις (Νίκαια, Σιλς-Μαρία, Λειψία, Τορίνο, Γένοβα, Ρεκοάρο, Μεσσήνη, Ράπαλο, Φλωρεντία, Βενετία και Ρώμη), με συχνές επιστροφές στο Νάουμπουργκ, στη μητέρα του. Σε μιαν από αυτές τις περιηγήσεις βρέθηκε στη Ρώμη, το 1882 κι έσπευσε να επισκεφτεί τη φίλη του Μαλβίντα, έχοντας ήδη λάβει γνώση για τον ενθουσιασμό του φίλου Ρέε, για κάποια νεαρή ρωσίδα, τη Λου Σαλομέ. Ήτανε τότε 38 ετών.


Η Λου Ο Νίτσε 38 ετών

Μια μέρα που η Λου Σαλομέ είχεν επισκεφτεί τη βασιλική του Αγίου Πέτρου, εμφανίστηκε μπρος της κάποιος άντρας με φλογερό και βαθύ, θλιμμένο βλέμμα, γοητευτικός και μ' ένα παχύ μουστάκι. Μόλις την είδε κοντοστάθηκε κι αναφώνησεν αυθόρμητα:
-"Από ποια άστρα πέσαμε για να συναντηθούμε εδώ";
Εκείνη κεραυνοβολήθηκεν από το έντονο βλέμμα του που "ανακλούσεν αυτό που συνέβαινε μέσα του, αντίθετα από τις φευγαλέες εξωτερικές εκφράσεις". Σε λιγάκι ο φιλόσοφος ήτανε βαθιά ερωτευμένος και μιλούσε μ' ενθουσιασμό στους φίλους του γι' αυτήν. Η Φραντζ Όβερμπερκ, σύζυγος ενός απ' αυτούς, έγραψε στον άντρα της: "Εκείνος βρίσκεται στην ηλικία, που μια άρνηση ή κάποιο λάθος, δύσκολα υποφέρονται, ενώ κείνη βρίσκεται σ' αντίθεση με την οικογένειά της και τη κοινωνία. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πληγωθεί ο μεγαλύτερος..."
Η κατάσταση αυτή ήταν αρκετά σύνθετη και καθόλου ευνοϊκή. Ο Ρέε είχε τον χρόνο να την ερωτευτεί μες από τη συναναστροφή, τη κουβέντα και τους περιπάτους τους. Ο Νίτσε την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Ο Ρέε κι ο Νίτσε ήτανε φίλοι. Η Λου είχεν ήδη απορρίψει τον Ρέε, μα κείνος έμενε τριγύρω της με την ελπίδα να πετύχει κάτι καλύτερο, όντας θλιμμένος από την απόρριψη. Ο Νίτσε δεν έβλεπε λόγο για να νιώθει ανησυχία γιατί είχε διακρίνει στα μάτια της το ότι ενέδιδε μάλλον στο φλερτ του. Η κυρα-Λουίς, αντίθετα, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρωσία, αφήνοντας τη κόρη της στη Γερμανία, σε κάποια φίλη. Ο Νίτσε, με τον Ρέε, τις πρόφτασε στο Μιλάνο και τις έπεισε να κάνουνε μιαν εκδρομή στη λίμνη Όρτα. Μπόρεσε τελικά να ξεμοναχιάσει τη Λου και να κάνουνε μαζί ένα περίπατο στο Μόντε Σάκο, μια σχετικά μικρή δασώδης βουνοπλαγιά, με διάστικτα παλαιά κτίρια. Η μητέρα κι ο Ρέε, κουράστηκαν να περπατούν κι οι δυο τους πήρανε το μονοπάτι, υποτίθεται για καμμιάν ώρα, μα γυρίσαν αργά τ' απόγευμα κι οι δυο φανερά ταραγμένοι.
Τι συνέβη μεταξύ τους το απόγευμα κείνο, δεν έγινε γνωστό, αλλά είναι αλήθεια πως η γοητεία του τηνε παρέσυρε για κάμποσο. Η ίδια θα πει, χρόνια μετά: "Αν φίλησα τον Νίτσε στο Μόντε Σάκο, δε το θυμάμαι πια.." Ο Νίτσε, αντίθετα, της έγραψε λίγο μετά: "Σας οφείλω τ' ομορφότερον όνειρο της ζωής μου". Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχε συνέλθει κάπως από το σοκ, είχε πει: " Η Λου της Όρτα, ήταν έν άλλο πλάσμα..." Όταν επισκέφτηκε τους Όβερμπεκ, λίγο μετά, τον είδανε σε μια πρωτόφαντη διάθεση. "Μιλούσε συνέχεια για τη Λου κι ήτανε σα να 'χε κερδίσει τον κόσμον όλο".
Ο Νίτσε συνάντησεν έντονες αντιδράσεις απ' το στενό του περιβάλλον. Η μητέρα κι η αδερφή του προσπάθησαν να τονε μεταπείσουν. Στην αρχή η μητέρα του κι όταν εκείνος προσπάθησε να ζητήσει τη βοήθεια της Ελίζαμπετ, που 'χανε πιο στενή σχέση, κόντρα στη μητέρα, τη βρήκε πρώτη φορά, απέναντί του. Στο μεταξύ έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε ν' αναβληθεί η επιστροφή της Λου στη Ρωσία κι εδώ υπάρχει μια τραγική ειρωνεία. Ο Νίτσε γνώριζε τον έρωτα του Ρέε με κάποια νεαρή ρωσίδα. Ο Ρέε είχε πληροφορηθεί τον έρωτα του Νίτσε για κάποια νεαρή κοπέλα. Δεν είχαν ακόμα συνδέσει τα γεγονότα και δε γνωρίζανε πως επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο. Έτσι για κάμποσο διάστημα, προσπαθούσανε κι οι δυο να εξασφαλίσουνε παράταση στην ίδια κοπέλα, ψάχνοντας ιδέες και της βρήκανε μια θαυμάσια πρόταση για μια μελέτη που θα τη κρατούσε μακριά τη φυγή της για κανά χρόνο. Μάταια η μαμα-Λουίς πάσχιζε να τη μεταπείσει, -η Λου ήταν Αγύριστο Κεφάλι, άλλη μια φορά.
Όταν η Λου κι ο Νίτσε συναντηθήκανε στη Λουκέρνη, της πρότεινε γάμο, ανοιχτά και ξεκάθαρα, μα κείνη του εξήγησε πως δε πρέπει να 'χει αυταπάτες, ακόμα κι αν αποφάσιζε να μην επιστρέψει στη Ρωσία και να παραμείνει στη Γερμανία με τους νέους φίλους της. Φεύγει για τη Πρωσσία και φιλοξενείται λίγες μέρες από την οικογένεια του Ρέε κι εκεί διαπιστώνει πως μεταξύ των δυο φίλων θα προτιμούσε τον μικρότερο και πιο ισορροπημένο. Ο Νίτσε τότε μόνο συλλαμβάνει την υποψία πως ο Ρέε κι η Λου έχουνε ...κάτι και το συλλαμβάνει ...ανάποδα! Πιστεύει πως οι δυο τους του παίζουνε παιχνίδι πίσω από τη πλάτη του, για να έχουνε κάλυψη στον δεσμό τους και να τους βοηθήσει να πετύχουνε την αναβολή της αναχώρησης. Τότε κάνει κάτι ... ποταπό: Συνθέτει μια φωτογραφία, σε κάποιο διάσημο τότε, ελβετό φωτογράφο, τον Jules Bonnet, με τους τρεις τους, όπου η Λου είναι πάνω σ' ένα κάρο κι οι δυο τους, Νίτσε και Ρέε, είναι ζεμένοι! Η Λου κρατά και τα γκέμια τους και το μαστίγιο που τους κεντρίζει.

Η ...επίμαχη φωτoγραφία

Η κίνηση αυτή και σα σύλληψη και σαν υλοποίηση, μαρτυρά από μόνη της το πως θα πρέπει να 'νιωσε ο φιλόσοφος τότε. Πολύ αργότερα θα συμβουλέψει δια στόματος Ζαρατούστρα: "Όταν πηγαίνετε στη γυναίκα μη λησμονείτε το μαστίγιο!"
Η Λου είχεν υποσχεθεί πως μετά τον Ρέε, θα επισκεφτεί το σπίτι του Νίτσε για να μείνει κι εκεί λίγες μέρες μαζί μ' αυτόν και την αδερφή του κι ήθελε να κρατήσει το λόγο της. Περάσανε μια μέρα μαζί όπου εκείνη ήτανε κλειστή κι απόμακρη, ενώ κείνος της εκμυστηρεύτηκε τι τονε χώριζε από τον Βάγκνερ. Όταν την είδε έτσι, την άφησε για να επισκεφτεί τη Βασιλεία και τους Όβερμπεκ, που τον είδανε "κουρασμένο και με αδυναμία συγκέντρωσης". Τον Ιούλιο, η Λου πηγαίνει στο Φεστιβάλ Βάγκνερ, -για τον οποίον είχεν ακούσει τόσα πολλά- στη Μπεϊρούτ και τονε γνωρίζει από κοντά. "Εξ αιτίας του μικρού του αναστήματος, ήταν ορατός μόνο για κλάσματα δευτερολέπτου, όπως ακριβώς το νερό του συντριβανιού που αναπηδά ξαφνικά πριν πέσει". Μετά, με συνοδεία την αδερφή του Νίτσε, πηγαίνουνε στο Νάουμπουργκ. Εκεί για μιαν ακόμα φορά νιώθει τη γοητεία του φιλόσοφου. Εδώ οφείλουμε να πούμε, πως ήταν από τα πρώτα πρόσωπα που αναγνώρισαν αμέσως την ιδιοφυΐα του, τον καιρό που όλοι τον είχανε για εκκεντρικό.
Την ίδια στιγμή πληροφορούσε τον Ρέε για ό,τι συνέβαινε στο σπίτι. "Πίσω από τον Νίτσε υπάρχουνε κρυψώνες και μυστικά περάσματα, όπως σ' ένα παλιό κάστρο κι είναι κει που ίσως να κρύβεται ο πραγματικός του χαρακτήρας. Περνάμε όμως ευχάριστες ώρες καθισμένοι σ' ένα παγκάκι κει που αρχίζει το δάσος. Τι ωραία είναι να γελάς, να ονειρεύεσαι, να μιλάς το βράδι, όταν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου λάμπουνε μες από τα κλαδιά..." Πρέπει να πούμε πως η Λου είχε κερδίσει και μιαν άλλη μάχη: Είχε πείσει τη μητέρα της να την αφήσει στη Δυτικήν Ευρώπη. Ο Νίτσε ενθαρρυμένος, είχεν απολαύσει αυτή τη συντροφιά.
Η αδερφή του, άκουγε τρομαγμένη αυτές τις συζητήσεις. Οι τρόποι της Λου, οι διαφορές της, το πείσμα κι η αδιαφορία της στα κοινωνικά και θρησκευτικά θέματα, την έκαναν να τη διαβάλλει σ' όλο τον περίγυρο και στον ίδιο τον αδερφό της. "Πως μπόρεσεν ο αδερφός μου να συνδέσει τ' όνομά του μ' ένα τέτοιο υποκείμενο; Η Λου καυχιότανε πάντα για τη κακία της και τότε ο καημένος ο Φριτς προσπαθούσε να γίνεται όσο πιο κακός μπορούσε. Η Λου είναι πραγματικά η προσωποποίηση της φιλοσοφίας του αδερφού μου: ο τρελός εγωισμός που καταστρέφει όλα όσα του εμποδίζουνε τη πορεία, η παντελής έλλειψη ηθικής", έγραφε σε κάποια φίλη της. Ο Νίτσε ήρθε σε ρήξη με την οικογένειά του κι όταν του ζήτησαν να τη διώξει, έφυγε μαζί της σ' ένα μικρό διαμέρισμα στη Λειψία. Μα κι εκεί δέχτηκε τα πυρά τους, ότι και καλά, τώρα που 'τανε μόνος μαζί της, ήταν ευάλωτος στις επιθέσεις της και τελικά ήταν ο ίδιος αυτός που έδιωξε τη Λου μακριά.
Αυτό όλο έφερε τη ρήξη. Η Λου άφησε τον Νίτσε και πήγε γρήγορα να συναντήσει τον Ρέε και να μείνει μαζί του στο Βερολίνο. Μένει πλέον μονάχος με λίγους πια φίλους: τους Όβερμπεκ, τον Γκαστ και τη Μαλβίντα. Διαπιστώνει πόσον έντονα προσκολλημένος ήτανε με τη παρέα της Λου και του Ρέε. Οι δυο τους τον επισκέπτονται στη Λειψία μα δε νιώθει πλέον το δέσιμο του με κείνην όπως στο Νάουμπουργκ. Αργότερα θα της γράψει: "Να θυμάσαι αυτό: ο μοχθηρός εγωισμός όπως ο δικός σου, η απουσία συναισθημάτων προς τους άλλους, είναι χαρακτηριστικά που απεχθάνομαι πιότερο. Αντίο αγαπητή μου Λου, δε θα ξανασυναντηθούμε ποτέ. Προσπάθησε να δώσεις στους άλλους κι ιδιαίτερα στον φίλο Πωλ, αυτό που δεν έδωσες σε μένα".
Ο Νίτσε κατέπεσε πολύ, κατόπιν τούτων. Περιέπεσε σε κατάθλιψη κι αυτό το βεβαιώνουν οι Όβερμπεκ, τους οποίους επισκέφθηκε και τον είδανε σκέτο συντρίμμι. Μάλιστα οι υπαινιγμοί που άφηνε, οδηγούσανε τη σκέψη τους ακόμα και στην αυτοκτονία. Πάνω που πιστέψανε πως είχε χάσει τη μάχη, εκείνος επέστρεψε δυναμικά μ' ένα νέο βιβλίο, το "Ομοφυλοφιλικη Επιστήμη" (1882) και σα να μην έφτανε τούτο, τον έπιασε μια ...κρίση δημιουργική κι άρχισε να γράφει πυρετωδώς. Στη συνέχεια, ακολούθησαν: "Έτσι Μίλησε Ο Ζαρατούστρα" (1883-5), "Πέρα Από Το Καλό Και Το Κακό" (1886), "Γενεαλογία Της Ηθικής" (1887), και στη τελευταία πιο δημιουργική του χρονιά τα: "Η Περίπτωση Βάγκνερ" (1888), "Το Λυκόφως Των Ειδώλων" (1888), "Ο Αντίχριστος" (1888), "Ιδέ Ο 'Ανθρωπος" (1888) και "Νίτσε Εναντίον Βάγκνερ" (1888)!
Το πρωί της 3 Γενάρη 1889, έπαθε μια διανοητική διαταραχή, που άφησε κουσούρι σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του. Πάνω σε τούτο, τονε χτυπά το άλογο μιας άμαξας και κει καταρρέει για να μην επανέλθει ποτέ. Μερικοί υποστηρίζουνε πως υπήρξε θύμα της σύφιλης, (πρώτη διάγνωση στο νοσοκομείο της Βασιλείας), άλλοι πως έφταιξε το τραύμα στον στρατό, μερικοί άλλοι λένε πως φταίξαν οι ουσίες που έπαιρνε σαν ηρεμιστικά για να κατευνάζει το ταραχώδες πνεύμα του, τέλος, μερίδα ατόμων υποστηρίζει πως έφταιξε η κληρονομικότητα στο ευαίσθητο νευρικό του σύστημα, όπως στον πατέρα του. Η ακριβής αιτία παραμένει ακόμα ασαφής. Σημασία έχει πως αγωνίστηκε να εκδόσει τα κείμενά του, γνωρίζοντας πως θα 'χανε πολιτική και κοινωνικήν επίδραση στο γενικό σύνολο. Δυστυχώς δεν έζησε πολύ και λογικός, ώστε να το δει να συμβαίνει. Πρόλαβεν όμως σε μιαν αναλαμπή του να δώσει μια θαυμάσια σειρά διαλέξεων το 1888, στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Τα 1889-90 τα πέρασε από νοσοκομεία σε σανατόρια, μέχρι που τονε πήρε η μητέρα του πίσω στο Νάουμπουργκ, όπου τονε περιέθαλψε για 7 συνεχή χρόνια. Μετά τον θάνατό της, το 1897, ανέλαβεν η αδερφή του και σε μια προσπάθεια να φρεσκάρει τη μνήμη των άλλων για τον αδερφό της, έκανε μια μεγάλη προσπάθεια και συγκέντρωσε τα γραπτά του, σ' ένα μεγάλο σπίτι που νοίκιασε στον λόφο της Βαϊμάρης. Εκεί συγκέντρωσε τα χειρόγραφά του κι άφηνε τους επισκέπτες να τα κοιτάζουνε, ταυτόχρονα παρατηρώντας και τον ανίκανο πια φιλόσοφο.
Στις 25 Αυγούστου 1900, ο μεγάλος Νίτσε λυτρώθηκε από τα βάσανα τούτου του κόσμου, πιθανόν από πνευμονία, λίγο πριν κλείσει τα 56 του χρόνια. Θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο, πίσω από την εκκλησία του Ρέκεν, στον κόλπο Λότζεν, εκεί που 'χε γεννηθεί και μεγαλώσει και που εκεί επίσης βρίσκονται θαμμένες η μητέρα κι η αδερφή του.

___________________________________________________________________

Πέρα Από Το Καλό Και Το Κακό
(αποσπάσματα)



Το ευρωπαϊκό υβρίδιο ανθρώπου -ένας αρκετά άσχημος πληβείος, χρειάζεται σίγουρα μια ενδυμασία: χρειάζεται την ιστορία σα ντουλάπα για τις ενδυμασίες του. Αντιλαμβάνεται, βέβαια, ότι καμιά δεν του ταιριάζει απόλυτα -αλλάζει και ξαναλλάζει. Ας δει κανείς τον 19 αι. σε σχέση μ' αυτές τις γρήγορες προτιμήσεις κι αλλαγές της μασκαράτας του στιλ· ας δει επίσης τις στιγμές της απελπισίας, επειδή «τίποτε δεν μας ταιριάζει». Μάταια παρουσιαζόμαστε σα ρομαντικοί ή κλασικοί ή φλωρεντινοί ή μπαρόκ ή «εθνικοί», στα ήθη και στις τέχνες: τίποτε «δε μας πηγαίνει»! Το «πνεύμα» όμως, ειδικά το «ιστορικό πνεύμα», βλέπει πλεονέκτημα ακόμη και σ' αυτή την απελπισία: ξανά και ξανά δοκιμάζουμε ένα άλλο κομμάτι του παρελθόντος και της ξενικότητας, το φοράμε, το βγάζουμε και προπαντός το μελετάμε -είμαστε η πρώτη μελετηρή εποχή στο θέμα των ενδυμασιών, εννοώ των ηθικών, των άρθρων πίστης, των καλλιτεχνικών γούστων και των θρησκειών, προετοιμασμένοι όπως καμιά άλλη εποχή για το καρναβάλι του μεγάλου στιλ, για το πιο πνευματώδες αποκριάτικο γέλιο κι ευθυμία για τα υπερβατικά ύψη της ύψιστης ανοησίας και της γενικής αριστοφανικής κοροϊδίας. Ίσως να 'χουμε ανακαλύψει ακριβώς εδώ τη περιοχή της επινόησής μας, τη περιοχή που κι εμείς ακόμη μπορούμε να 'μαστε πρωτότυποι, ίσως επίσης παρωδοί της παγκόσμιας ιστορίας και παλιάτσοι του Θεού -ίσως να εξακολουθεί να 'χει κάποιο μέλλον ακριβώς το γέλιο μας, σήμερα που τίποτε δεν έχει πια μέλλον!

Η ιστορική αίσθηση (ή η ικανότητα να μαντεύουμε γρήγορα την ιεραρχία των αξιολογήσεων σύμφωνα με τις οποίες ένας λαός, μια κοινωνία, έν ανθρώπινο ον έχει ζήσει, το «μαντικό ένστικτο» για τις σχέσεις αυτών των αξιολογήσεων, για τη σχέση της αυθεντίας των αξιών με την αυθεντία των ενεργών δυνάμεων): αυτή η ιστορική αίσθηση, για την οποία εμείς οι Ευρωπαίοι μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως είναι

ειδικότητά μας, ήρθε σε μας ως επακολούθημα της τρελής και μαγεμένης ημιβαρβαρότητας στην οποία είχε περιέλθει η Ευρώπη λόγω της δημοκρατικής ανάμειξης των τάξεων και των φυλών, μόνον ο 19 αι. ξέρει αυτή την αίσθηση, ως έκτη του αίσθηση. Το παρελθόν κάθε μορφής και τρόπου ζωής, κουλτουρών που παλιότερα βρίσκονταν κοντά η μια στην άλλη, πάνω στην άλλη, κυλά μέσα σε μας, τις «μοντέρνες ψυχές», τα ένστικτά μας τώρα αναρρέουν προς όλες τις κατευθύνσεις, εμείς οι ίδιοι είμαστε ένα είδος χάους: στο τέλος, όπως είπα πιο πριν, το «πνεύμα» βλέπει το πλεονέκτημά του σε όλα αυτά.

Μέσω της ημιβαρβαρότητάς μας στο σώμα και στις επιθυμίες έχουμε κρυφή πρόσβαση παντού όπου δεν είχε μια ευγενής εποχή και προπαντός πρόσβαση στο λαβύρινθο των ανολοκλήρωτων κουλτουρών και σε κάθε ημιβαρβαρότητα που υπήρξε μέχρι τώρα πάνω στη γη και στο βαθμό που το σημαντικότερο μέρος της ανθρώπινης κουλτούρας μέχρι τώρα ήταν ημιβαρβαρότητα, η «ιστορική αίσθηση» σημαίνει σχεδόν την αίσθηση και το ένστικτο για καθετί, το γούστο και τη γλώσσα για καθετί: πράμα που αποδεικνύει πως είναι μια μη ευγενής αίσθηση.

Για παράδειγμα, απολαμβάνουμε τον Όμηρο και πάλι: ίσως είναι το ευτυχέστερο προχώρημά μας το ότι ξέρουμε πώς να εκτιμήσουμε τον 'Όμηρο, που οι άνθρωποι μιας ευγενούς κουλτούρας (όπως οι Γάλλοι του 17 αι., σαν τον Σεντ Εβρεμόν, που τονε κατηγορούσε για το ευρύ πνεύμα του και σαν τον τελευταίο αντίλαλό τους, τον Βολταίρο) δε μπορούσαν και δε μπορούν να αφομοιώσουν τόσο εύκολα -τον Όμηρο, τον οποίο δύσκολα επέτρεπαν στον εαυτό τους να τον απολαύσουν. Το κατηγορηματικό Ναι κι Όχι της γεύσης τους, η εύκολα προκαλούμενη αηδία τους, η διστακτική επιφύλαξη τους απέναντι σε καθετί ξένο, ο φόβος τους για την ανοστιά ακόμη και μιας ζωηρής περιέργειας και γενικά κείνη η απροθυμία μιας ευγενούς κι αυτάρκους κουλτούρας να δεχτεί μια καινούργια επιθυμία, μιαν ανικανοποίηση με τη δική της κουλτούρα, ένα θαυμασμό για ό,τι είναι ξένο: όλα αυτά τους προδιαθέτουν να βλέπουν με δυσμένεια ακόμη και τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο, που δεν είναι ιδιοκτησία τους και που δε μπορούν να γίνουν λεία τους και καμιά αίσθηση δεν είναι τόσο ακατανόητη σε τέτοιους ανθρώπους όσο η ιστορική αίσθηση κι η δουλοπρεπής πληβεία περιέργειά της.

Το ίδιο ισχύει και για τον Σαίξπηρ, αυτή την εκπληκτική ισπανική, μαυριτανική, σαξονική σύνθεση γούστων, που πάνω της ένας Αθηναίος από τον κύκλο του Αισχύλου θα 'χε μισοπεθάνει απ' τα γέλια ή από την ενόχληση: εμείς όμως δεχόμαστε ακριβώς αυτή την άγρια πολυχρωμία, αυτό το μπέρδεμα του πιο λεπτού, του πιο χονδροειδούς και του πιο τεχνητού, με μια μυστική εμπιστοσύνη κι εγκαρδιότητα, τον απολαμβάνουμε σαν μια καλλιτεχνική εκλέπτυνση προορισμένη ακριβώς για μας κι αφηνόμαστε να ενοχληθούμε από τους απωθητικούς ατμούς και την εγγύτητα με τον αγγλικό όχλο όπου ζουν η τέχνη και το γούστο του Σαίξπηρ τόσο λίγο όσο και στη Κάγια της Νάπολι, όπου συνεχίζουμε το δρόμο μας μαγεμένοι και πρόθυμοι, μ' όλες τις αισθήσεις μας ανοιχτές, όσο κι αν γεμίζουνε τον αέρα οι οχετοί των λαϊκών γειτονιών. Εμείς οι άνθρωποι της «ιστορικής αίσθησης»: έχουμε ως τέτοιοι τις αρετές μας, δε χωρά αμφιβολία γι' αυτό δεν έχουμε φιλοδοξίες, είμαστε ανιδιοτελείς, μετριοπαθείς, γενναίοι, γεμάτοι αυτοϋπερνίκηση, γεμάτοι αφοσίωση, πολύ ευγνώμονες, πολύ υπομονετικοί, πολύ πρόθυμοι, με όλα αυτά, δεν έχουμε, ίσως, «πολύ γούστο». Ας το ομολογήσουμε τελικά στον εαυτό μας: αυτό που εμείς οι άνθρωποι της «ιστορικής αίσθησης» βρίσκουμε δυσκολότερο να συλλάβουμε, να νιώσουμε, να γευτούμε, να αγαπήσουμε, αυτό που κατά βάθος μας βρίσκει προκατειλημμένους και σχεδόν εχθρικούς, είναι ακριβώς ό,τι είναι πλήρες κι εντελώς ώριμο σε κάθε τέχνη και κουλτούρα, το πραγματικά ευγενές στα έργα και στους ανθρώπους, η στιγμή τους της λείας θάλασσας και της αλκυόνειας αυτάρκειας, το χρυσό και το ψυχρό που δείχνουν όλα τα πράγματα όταν έχουν φτάσει στην ολοκλήρωσή τους.
Ίσως η μεγάλη μας αρετή της ιστορικής αίσθησης να βρίσκεται σε αναγκαία αντίθεση με το καλό γούστο, ή με κάθε άριστο γούστο τουλάχιστον κι ακριβώς τις σύντομες μικρές κι ύψιστες ευτυχείς συγκυρίες και μεταμορφώσεις της ανθρώπινης ζωής, έτσι όπως λάμπουν εδώ κι εκεί, τις επικαλούμαστε μόνο με τη μεγαλύτερη δυσκολία, μόνο με τον μεγαλύτερο δισταγμό, μόνο με τον μεγαλύτερο καταναγκασμό: εκείνες τις θαυμαστές στιγμές όπου μια μεγάλη δύναμη σταματούσε θεληματικά μπρος στο απεριόριστο και στο απροσμέτρητο, που μια αφθονία λεπτής χαράς με τον αιφνίδιο περιορισμό και την απολίθωση, με το να είσαι στέρεος και να καθορίζεις τον εαυτό σου, γινόταν αντικείμενο απόλαυσης πάνω σε ένα έδαφος που εξακολουθούσε να τρέμει.
Το μέτρο μάς είναι ξένο, ας το παραδεχτούμε. Αυτό που μας κεντρίζει είναι το απέραντο, το άμετρο. Σαν τον καβαλάρη πάνω στο άλογο που τρέχει μπρος αφρισμένo, αφήνουμε να μας πέσουν τα χαλινάρια μπροστά στο απέραντο, εμείς οι μοντέρνοι άνθρωποι, σα μισοβάρβαροι και δε φτάνουμε στη δική μας ευδαιμονία παρά μόνον εκεί όπου διατρέχουμε περισσότερο κίνδυνο.

Ηδονισμός, πεσιμισμός, ωφελιμισμός, ευδαιμονισμός: όλοι αυτοί οι τρόποι σκέψης που μετρούν την αξία των πραγμάτων σύμφωνα με την ηδονή και τον πόνο, δηλαδή σύμφωνα με συνοδές καταστάσεις και πάρεργα, είναι πρώτου πλάνου τρόπόι σκέψης κι απλοϊκότητες, που καθένας που 'χει συνείδηση δημιουργικών δυνάμεων και συνείδηση καλλιτέχνη, δεν θα τις δει δίχως κοροϊδία, αν κι όχι δίχως οίκτο. Οίκτος για σας! Αυτό, σίγουρα, δεν είναι οίκτος για τη κοινωνική «αθλιότητα», οίκτος για τη «κοινωνία» με τους αρρώστους της και τους άτυχούς της, οίκτος για τους φαύλους και τους τσακισμένους από την αρχή που κείτονται παντού γύρω μας κι ακόμη λιγότερο είναι οίκτος για τα γκρινιάρικα, καταπιεσμένα, εξεγειρόμενα στρώματα των δούλων, τα οποία αποβλέπουν στην κυριαρχία, που την ονομάζουν «ελευθερία». Ο δικός μας οίκτος είναι ένας ανώτερος, πιο μακρύθωρος οίκτος, βλέπουμε πώς μικραίνει τον εαυτό του ο άνθρωπος, πώς τον μικραίνετε εσείς! Κι υπάρχουν στιγμές που βλέπουμε τον δικό σας οίκτο με απερίγραπτη αγωνία, όταν αμυνόμαστε εναντίον αυτού του οίκτου -όταν βρίσκουμε τη σοβαρότητά σας πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε επιπολαιότητα. Θέλετε αν είναι δυνατόν -και δεν υπάρχει πιο τρελό «αν είναι δυνατό»- να εξαλείψετε τον πόνο. Κι εμείς; Πράγματι φαίνεται ότι εμείς θα θέλαμε να γίνει πιο άσχημος και πιο μεγάλος απ' ό,τι ήταν ποτέ! Η ευημερία, όπως την εννοείτε εσείς- αυτό δεν είναι σκοπός, αυτό φαίνεται σε μας τέλος! Μια κατάσταση που κάνει γρήγορα τον άνθρωπο καταγέλαστο κι αξιοπεριφρόνητο -που κάνει επιθυμητή τη καταστροφή του! Η πειθαρχία του πόνου, του μεγάλου πόνου -κι δε ξέρετε πως αυτή η πειθαρχία μόνο δημιούργησε κάθε ανύψωση του ανθρώπου μέχρι σήμερα; Κείνη η ένταση της ψυχής στην ατυχία, που καλλιεργεί τη δύναμή της, ο τρόμος της στη θέα της μεγάλης καταστροφής, η επινοητικότητά της κι η ανδρεία της στο να υφίσταται, ν' αντέχει, να ερμηνεύει, να εκμεταλλεύεται την ατυχία κι ό,τι άλλο είχε ποτέ από βάθος, μυστήριο, μάσκα, πνεύμα, πανουργία και μεγαλείο, δεν της δόθηκαν μέσω του πόνου, μέσω της πειθαρχίας του μεγάλου πόνου;
Στον άνθρωπο, δημιούργημα και δημιουργός είναι ενωμένα: στον άνθρωπο υπάρχει ύλη, κομμάτι, περίσσεια, πηλός, λάσπη, τρέλα, χάος αλλά στον άνθρωπο υπάρχει επίσης δημιουργός, γλύπτης, σκληρότητα του σφυριού, ο θεϊκός παρατηρητής κι η έβδομη ημέρα, καταλαβαίνετε αυτή την αντίθεση; Κι ό,τι ο οίκτος σας είναι για το «δημιούργημα στον άνθρωπο», για κείνο που πρέπει να διαμορφωθεί, να σπάσει, να σφυρηλατηθεί, να κομματιαστεί, να πυρακτωθεί, να ραφιναριστεί, κείνο που πρέπει να υποφέρει -και θα υποφέρει; Κι ο δικός μας οίκτος, δεν καταλαβαίνετε για ποιον είναι ο αντίθετος οίκτος μας όταν προστατεύει τον εαυτό του απ' το δικό σας οίκτο θεωρώντας τον τη χειρότερη απ' όλες τις εκθηλύνσεις και τις εξασθενήσεις; Οίκτος λοιπόν εναντίον οίκτου! Αλλά, για να το πω άλλη μια φορά, υπάρχουν ανώτερα προβλήματα από τα προβλήματα της ηδονής και του πόνου και του οίκτου και κάθε φιλοσοφία που πραγματεύεται μόνον αυτά είναι αφέλεια.

Εμείς οι αμοραλιστές! Αυτός ο κόσμος που μας αφορά, που εμείς πρέπει να φοβόμαστε και ν' αγαπούμε, αυτός ο σχεδόν αόρατος, μη ακουόμενος κόσμος του λεπτού διατάζειν, του λεπτού υπακούειν, ένας κόσμος του «σχεδόν» από κάθε άποψη, σοφιστικός, τραχύς, αγκαθερός, τρυφερός: ναι, είναι καλά προστατευμένος απέναντι σε αδέξιους παρατηρητές και φιλική περιέργεια! Είμαστε μπλεγμένοι σ' ένα στέρεο δίχτυ καθηκόντων και δε μπορούμε να βγούμε απ' αυτό. Σ' αυτό είμαστε κι εμείς «άνθρωποι του καθήκοντος»! Μερικές φορές, είναι αλήθεια, μπορεί να χορεύουμε μες στις «αλυσίδες» μας κι ανάμεσα στα «ξίφη» μας συχνά, είναι εξίσου αλήθεια, τρίζουμε τα δόντια μας και δυσφορούμε ανυπόμονα με τη κρυφή σκληρότητα του κλήρου μας. Αλλά ό,τι και να κάνουμε, οι βλάκες και τα φαινόμενα είναι εναντίον μας και λένε «αυτοί είναι άνθρωποι δίχως καθήκον», -έχουμε πάντα τρελούς και φαινόμενα εναντίον μας!

Εντιμότητα -αν υποτεθεί ότι αυτή είναι δική μας αρετή, από την οποία δε μπορούμε ν' απαλλαχτούμε, εμείς τα ελεύθερα πνεύματα- λοιπόν, θέλουμε να δουλέψουμε πάνω σ' αυτή με όλη τη κακία και την αγάπη μας και να μη κουραζόμαστε να «τελειοποιούμαστε» μες στη δική μας αρετή, τη μόνη που μας έχει απομείνει: μακάρι η λάμψη της ν' απλωθεί μια μέρα πάνω απ' αυτή τη γερασμένη κουλτούρα και τη ζοφερή της σοβαρότητα σα χρυσωμένο μπλε κοροϊδευτικό απογευματινό φως! Κι αν μολαταύτα η εντιμότητά μας κουραστεί μια μέρα κι αναστενάξει και τεντώσει τα μέλη της και μας βρει πολύ σκληρούς και θελήσει να της είναι τα πράγματα πιο καλά, πιο εύκολα, πιο τρυφερά, σαν ένα ευχάριστο ελάττωμα: ας μείνουμε σκληροί, εμείς οι τελευταίοι στωικοί! Και ας στείλουμε βοήθεια στην εντιμότητά μας οτιδήποτε διαβολικό έχουμε μέσα μας -την αηδία μας για το χονδροειδές και το τυχαίο, το να προσβλέπουμε στο απαγορευμένο μας, το τυχοδιωκτικό θάρρος μας, την οξεία κι ενοχλητική περιέργειά μας, τη πιο λεπτή, μεταμφιεσμένη και πνευματική θέληση για δύναμη κι υπερνίκηση του κόσμου, που περιπλανιέται άπληστα σ' όλες τις σφαίρες του μέλλοντος, -ας τρέξουμε να βοηθήσουμε τον «Θεό» μας με όλους τους «διαβόλους» μας! Είναι πιθανό να μας παρεξηγήσουν και να μας πάρουν για κάτι που δεν είμαστε: τί σημασία έχει! Οι άνθρωποι θα πούνε: «η ‘εντιμότητά’ τους είναι η διαβολικότητά τους και τίποτε παραπάνω!» Και τι σημασία έχει!

Ακόμη κι αν είχαν δίκιο! Όλοι οι θεοί μέχρι σήμερα δεν ήταν τέτοιοι διάβολοι που έγιναν άγιοι και ξαναβαφτίστηκαν; Και τι ξέρουμε τελικά από μας; Και πώς θέλει να ονομάζεται το πνεύμα, που μας οδηγεί (είναι ζήτημα ονομάτων); Και πόσα πολλά πνεύματα βρίσκονται μέσα μας; Η εντιμότητά μας, ημών των ελεύθερων πνευμάτων -ας φροντίσουμε να μη γίνει ματαιοδοξία μας, στολίδι κι επίδειξή μας, σύνορό μας,

ηλιθιότητά μας! Κάθε αρετή τείνει προς την ηλιθιότητα, κάθε ηλιθιότητα προς την αρετή. «Ηλίθιος μέχρι αγιότητας» λένε στη Ρωσία -ας φροντίσουμε να μη γίνουμε τελικά από εντιμότητα άγιοι και βαρετοί! Δεν είναι η ζωή εκατό φορές πολύ σύντομη -για να τη βαριόμαστε; Θα έπρεπε να πιστεύουμε στην αιώνια ζωή...
Ας μου συγχωρεθεί η ανακάλυψη ότι κάθε ηθική φιλοσοφία μέχρι τώρα ήταν βαρετή κι υπνωτικό κι ότι «η αρετή» δεν βλάφτηκε για μένα από τίποτε άλλο περισσότερο απ' ό,τι από τη βαρετότητα των συνηγόρων της, μ' αυτό δεν θέλω να αγνοήσω τη γενική χρησιμότητά τους. Είναι σημαντικό να σκέπτονται όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι για την ηθική κατά συνέπεια, είναι πολύ σημαντικό να μη γίνει μια μέρα ενδιαφέρουσα η ηθική! Αλλά μην ανησυχείτε! Και σήμερα είναι όπως ήταν πάντα: δεν βλέπω κανέναν στην Ευρώπη, που να έχει (ή να διαδίδει) κάποια ιδέα ότι η σκέψη για την ηθική μπορεί να γίνει επικίνδυνη, ύπουλη, παραπλανητική, ότι θα μπορούσε να περικλείει μιαν ολέθρια μοίρα! Δείτε, για παράδειγμα, τους ακούραστους, αναπόφευκτους εγγλέζους ωφελιμιστές και πόσο αδέξια και τιμημένα πατούν, προχωρούν, πάνω στα ίχνη του Μπένθαμ (μια ομηρική μεταφορά το λέει αυτό ακριβέστερα), όπως είχε πατήσει κι αυτός στα ίχνη του Ελβέτιους (όχι δεν ήταν επικίνδυνος άνθρωπος αυτός ο Ελβέτιους, ο ανέμελος συγκλητικός, όπως τον έλεγε ο Γκαλιάνι). Καμιά καινούργια σκέψη, καμιά λεπτότερη αλλαγή και μετατροπή μιας παλιάς σκέψης, ούτε καν μια πραγματική ιστορία

όλων εκείνων των πραγμάτων που έγιναν αντικείμενο σκέψης παλιότερα: συνολικά, μια αδύνατη φιλολογία, αν υποτεθεί ότι δεν ξέρει κανείς πώς να τη φουσκώσει με λίγη κακία. Γιατί και μέσα σ' αυτούς τους μοραλιστές (τους οποίους γενικά πρέπει να διαβάζει κανείς μ' επιφύλαξη, αν πρέπει βέβαια να τους διαβάσει) γλίστρησε κείνο το παλιό αγγλικό ελάττωμα που λέγεται υποκρισία κι είναι ηθικός ταρτουφισμός, τούτη τη φορά κρυμμένος κάτω από τη νέα μορφή της επιστημονικότητας, δεν λείπει επίσης ένας μυστικός αγώνας με τύψεις συνείδησης, από τις οποίες πρέπει φυσικά να υποφέρει μια ράτσα παλιών πουριτανών. (Ο μοραλιστής δεν είναι το αντίθετο του πουριτανού; Δηλαδή ως στοχαστής που παίρνει την ηθική σαν κάτι συζητήσιμο, άξιο ερωτηματικών, κοντολογίς σαν πρόβλημα; Το ηθικολογείν δεν είναι αμοραλικό;) Τελικά όλοι θέλουν όλοι να δώσουν δίκιο στην αγγλική ηθική: στο βαθμό που η ανθρωπότητα ή η «γενική ωφέλεια» ή η «ευτυχία της πλειοψηφίας», όχι! η ευτυχία της Αγγλίας πρέπει να εξυπηρετηθεί καλύτερα. Θα 'θελαν μ' όλες τους τις δυνάμεις ν' αποδείξουν ότι η προσπάθεια για την αγγλική ευτυχία, εννοώ για μόδα κι άνεση (κι ως υπέρτατο στόχο μια θέση στο Κοινοβούλιο), είναι ταυτόχρονα ο αληθινός δρόμος της αρετής και μάλιστα ότι κάθε αρετή που υπήρξε ποτέ στον κόσμο ενσαρκωνόταν σε μια τέτοια προσπάθεια.
Κανένα απ' αυτά τα δυσκίνητα, ανήσυχα στη συνείδηση αγελαία ζώα (που αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν την υπόθεση του εγωισμού ως υπόθεση της γενικής ευημερίας) δεν θέλει να μάθει ή να μυριστεί πως η «γενική ευημερία» δεν είναι ιδεώδες, ή ένας στόχος ή μια έννοια που μπορεί να συλληφθεί, αλλά μόνον ένα εμετικό, πως, αυτό που είναι σωστό για έναν δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να είναι σωστό για έναν άλλο, ότι η απαίτηση για μια ηθική για όλους είναι επιζήμια ακριβώς για τους ανώτερους ανθρώπους, κοντολογίς πως υπάρχει μια ιεραρχία μεταξύ ανθρώπου κι ανθρώπου, κατά συνέπεια και μεταξύ ηθικής κι ηθικής. Είναι ένα μετριοπαθές κι εντελώς μέτριο είδος ανθρώπων, αυτοί οι άγγλοι ωφελιμιστές, κι όπως είπαμε: στο βαθμό που είναι βαρετοί δε μπορεί να εκτιμά κανείς αρκετά τη χρησιμότητά τους. Θα 'πρεπε ακόμα να τους ενθαρρύνουμε: πράγμα που εν μέρει επιδιώκεται στους ακόλουθους στίχους:




Γεια σας, αργοί εργάτες,

Πάντα «όσο αργότερα τόσο καλύτερα»

Αλύγιστοι απ' το κεφάλι ως τα πόδια,

Δίχως ενθουσιασμό, δίχως αστεία,

Αμείωτα μέτριοι,

Δίχως ευφυία και δίχως πνεύμα!




Στις όψιμες εποχές, που μπορούν να 'ναι περήφανες για την ανθρωπιά τους, παραμένει τόσος πολύς φόβος, τόσος πολύς δεισιδαίμoνας φόβος για το «άγριο και σκληρό ζώο», του οποίου η υποδούλωση αποτελεί τη περηφάνια κείνων των πιο ανθρώπινων εποχών, ώστε ακόμη κι απτές αλήθειες παραμένουν, θαρρείς από γενική συμφωνία, ανείπωτες για αιώνες, επειδή δίνουν την εντύπωση ότι μπορούν να βοηθήσουν ώστε να ξανάρθει στη ζωή κείνο το άγριο, επιτέλους σκοτωμένο ζώο. Ίσως ριψοκινδυνεύω κάτι όταν αφήνω μια τέτοια αλήθεια να μου ξεφύγει: ας την πιάσουν άλλοι πάλι και ας της δώσουν τόσο πολύ «γάλα ευσεβών σκέψεων» να πιει, ώστε να μείνει ήσυχη και ξεχασμένη στη παλιά γωνιά της.
Πρέπει να ξεμάθουμε αυτά που ξέραμε για τη σκληρότητα και ν' ανοίξουμε τα μάτια μας πρέπει τελικά να γίνουμε ανυπόμονοι, ώστε να μην περιφέρονται πια ενάρετα κι αυθάδικα τέτοιες προπετείς ογκώδεις πλάνες όπως, για παράδειγμα οι πλάνες παλιών και καινούργιων φιλοσόφων σχετικά με τη τραγωδία. Όλα σχεδόν όσα ονομάζουμε «ανώτερη κουλτούρα», βασίζονται στη πνευματικοποίηση και την εμβάθυνση της σκληρότητας, -αυτή είναι η δική μου πρόταση. Κείνο το «άγριο ζώο» δεν έχει σκοτωθεί καθόλου, ζει, ακμάζει, απλώς θεοποιήθηκε. Αυτό που αποτελεί την οδυνηρή ηδονή της τραγωδίας είναι η σκληρότητα. αυτό που έχει ευχάριστο αποτέλεσμα στον λεγόμενο τραγικό οίκτο, και κατά βάση σε κάθε υπέροχο πράγμα ώς πάνω στις πιο υψηλές και λεπτές ανατριχίλες της μεταφυσικής, αντλεί τη γλυκύτητά του αποκλειστικά από το ανακατεμένο μέσα του συστατικό της σκληρότητας. Αυτό που οι Ρωμαίοι στην αρένα, οι χριστιανοί στην έκσταση του Σταυρού, οι Ισπανοί στις πυρές και τις ταυρομαχίες, οι σημερινοί Γιαπωνέζοι, που συνωθούνται στις τραγωδίες, ο παριζιάνος συνοικιακός εργάτης που έχει μια νοσταλγία για αιματηρές επαναστάσεις, η βαγκνερίστρια, που «βιώνει» τον Tριστάνo κι Ιζόλδη με τη θέλησή της σε αναστολή, αυτό που απολαμβάνουν όλοι αυτοί και θέλουν να το πιουν με μυστική δίψα είναι το φίλτρο της μεγάλης Κίρκης «σκληρότητας». Εδώ, βέβαια, πρέπει να βγάλουμε από τη μέση την αλλοτινή χοντροκέφαλη ψυχολογία, που 'ξερε να διδάσκει για τη σκληρότητα μόνον ό,τι γεννιέται από τη θέα του ξένου πόνου: υπάρχει επίσης μια άφθονη, υπεράφθονη απόλαυση του δικού μας πόνου, μια απόλαυση τού να κάνουμε τον εαυτό μας να υποφέρει και παντού όπου επιτρέπει ο άνθρωπος να πείθεται να αρνείται τον εαυτό του με τη θρησκευτικήν έννοια, ή να αυτοακρωτηριάζεται, όπως μεταξύ των Φοινίκων και των ασκητών ή γενικά να παραιτείται από τις χαρές των αισθήσεων, ν' αποσαρκώνεται, να νιώθει συντριβή, να προβαίνει σε πουριτανικούς σπασμούς μετανοίας, να ανατέμνει τη συνείδηση και να προβαίνει στη πασκαλική θυσία της διάνοιας, δελεάζεται κρυφά κι ωθείται απ' τη σκληρότητά του, από κείνες τις επικίνδυνες ανατριχίλες της σκληρότητας που στρέφονται εναντίον του εαυτού του. Ας προσέξουμε, τέλος, ότι ακόμη κι ο άνθρωπος της γνώσης, όταν αναγκάζει το πνεύμα του σε γνώση που 'ναι αντίθετη προς τη κλίση του πνεύματός του και συχνά ενάντια στην επιθυμία της καρδιάς του, λέγοντας Όχι εκεί που θα ήθελε να καταφάσκει, ν' αγαπά, να λατρεύει, ενεργεί ως καλλιτέχνης και μεταμορφωτής της σκληρότητας σε κάθε περίπτωση που παίρνουμε τα πράγματα σοβαρά και σε βάθος υπάρχει πράγματι ένας βιασμός, μια επιθυμία να κάνουμε κακό στη θεμελιώδη θέληση του πνεύματος, που ακατάπαυστα θέλει τη φαινομενικότητα και την επιφανειακότητα, σε κάθε επιθυμία μας για γνώση υπάρχει ήδη σταγόνα σκληρότητας.

Ίσως να μην είναι άμεσα κατανοητά όσα είπα παραπάνω για μια «θεμελιώδη θέληση του πνεύματος»: αφήστε με να εξηγηθώ. Το κάτι που διατάζει και που ο λαός το ονομάζει «πνεύμα» θέλει να είναι κύριος μέσα του και γύρω του και να νιώθει κύριος: από την πολλαπλότητα έχει τη θέληση για απλότητα, μια θέληση που συνδέει κι εξημερώνει, που διψά για κυριαρχία και που είναι πραγματικά φτιαγμένη για κυριαρχία. Οι ανάγκες και οι ικανότητές του είναι ίδιες με κείνες που οι φυσιολόγοι αναγνωρίζουν για οτιδήποτε ζει, αναπτύσσεται και πολλαπλασιάζεται. Η δύναμη του πνεύματος να ιδιοποιείται ό,τι είναι ξένο γίνεται φανερή σε μια ισχυρή κλίση να εξομοιώνει το καινούργιο με το παλιό, να απλουστεύει το πολύπλοκο, να παραβλέπει ή ν' αποκρούει ότι είναι καθ' ολοκληρίαν αντιφατικό: το ίδιο όπως υπογραμμίζει αυθαίρετα, αποσπά και παραποιεί για δικό του όφελος ορισμένα γνωρίσματα και γραμμές από αυτό που του είναι ξένο, από κάθε κομμάτι«εξωτερικού κόσμου». Η πρόθεσή του σ' όλ' αυτά είναι η ενσωμάτωση νέων «εμπειριών», η τακτοποίηση καινούργιων πραγμάτων μέσα σε παλιά πλαίσια, η ανάπτυξη δηλαδή· ακριβέστερα, το αίσθημα της ανάπτυξης, το αίσθημα της αυξανόμενης δύναμης. Η ίδια αυτή θέληση εξυπηρετείται από μια φαινομενικά αντίθετη ενόρμηση του πνεύματος, μια αιφνίδια απόφαση για άγνοια, για αυθαίρετο αποκλεισμό, ένα κλείσιμο των παραθύρων του, μια εσωτερική άρνηση αυτού ή του άλλου πράγματος, μια άρνηση να το αφήσει να πλησιάσει, ένα είδος αμυντικής στάσης απέναντι σε πολλά απ' όσα μπορούν να γίνουν αντικείμενα γνώσης, μια ικανοποίηση με το σκοτάδι, με τους κλειστούς ορίζοντες, μια κατάφαση και έγκριση της άγνοιας: όλ' αυτά είναι απαραίτητα ανάλογα με το βαθμό της δύναμης του πνεύματος να ιδιοποιείται, τη «πεπτική» του δύναμη, για να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά και πράγματι το «πνεύμα» μοιάζει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο με στομάχι. Εδώ ανήκει επίσης η περιστασιακή θέληση του πνεύματος να αφεθεί να απατηθεί, ίσως με την κακόβουλη ιδέα ότι αυτό δεν είναι έτσι, αλλά ότι απλώς τηρούνται τα προσχήματα, μια χαρά με κάθε αβεβαιότητα και πολυσημαντότητα, μια ξέχειλη απόλαυση με την ιδιόρρυθμη στενότητα και μυστικότητα μιας γωνιάς, με την υπερβολική εγγύτητα, με το πρώτο πλάνο, με το μεγαλοποιημένο, με το μειωμένο, με το μετατοπισμένο, με το ωραιοποιημένο, μια απόλαυση με την ιδιομορφία όλων αυτών των εξωτερικεύσεων της δύναμης. Τέλος εδώ ανήκει επίσης εκείνη η όχι αβλαβής ετοιμότητα του πνεύματος να απατά άλλα πνεύματα και να προσποιείται μπροστά τους, εκείνη η συνεχής πίεση κι ώθηση μιας δημιουργικής, διαμορφωτικής, μεταβαλλόμενης δύναμης: εδώ το πνεύμα απολαμβάνει τη πολυειδία και το δόλο των μασκών του, απολαμβάνει επίσης και το αίσθημα της σιγουριάς που του προσφέρει αυτό το πράγμα, διότι ακριβώς μέσω των πρωτεϊκών τεχνών του είναι καλύτερα κρυμμένο και προστατευμένο!

Σ' αυτή τη θέληση για επίφαση, για απλούστευση, για μάσκα, για μανδύα, κοντολογίς για επιφάνεια, γιατί κάθε επιφάνεια είναι μανδύας, αντιτίθεται κείνη η υπέροχη κλίση του ανθρώπου της γνώσης, που 'χει και θέλει να 'χει, βαθιά, πολύπλευρη κι ολοκληρωτική άποψη των πραγμάτων: ως ένα είδος σκληρότητας της διανοητικής συνείδησης και γούστου, που κάθε γενναίος στοχαστής θ' αναγνωρίσει στον εαυτό του, με τη προϋπόθεση πως έχει σκληρύνει κι οξύνει για πολύ καιρό την άποψή του για τον ίδιο του τον εαυτό κι είναι συνηθισμένος στην αυστηρή πειθαρχία και στην αυστηρή γλώσσα. Θα πει «υπάρχει κάτι σκληρό στην κλίση του πνεύματός μου». Ας προσπαθήσουν να τον αποτρέψουν γι' αυτό οι ενάρετοι και αξιαγάπητοι! Πράγματι, θα ήταν πιο ευγενικό αν, αντί για σκληρότητα, μας καταλόγιζαν «άκρατη εντιμότητα» -εμάς τα ελεύθερα, πολύ ελεύθερα, πνεύματα- και μήπως θα είναι αυτή κάποτε η μεταθανάτια φήμη μας; Στο μεταξύ -γιατί θα περάσει πολύς καιρός ώσπου να συμβεί αυτό- θα 'μαστε οι λιγότερο διατεθειμένοι να ντυθούμε με τέτοιου είδους ηθικά λεκτικά πούλια και κρόσια: όλη η δουλειά μας μέχρι τώρα μας κάνει να σιχαινόμαστε ακριβώς αυτό το γούστο και την εύθυμη χλιδή του.

Υπάρχουν ωραίες, λαμπερές, ηχηρές, γιορταστικές λέξεις: εντιμότητα, αγάπη για αλήθεια, αγάπη για σοφία, αυτοθυσία για χάρη της γνώσης, ηρωισμός του φιλαλήθους, -υπάρχει κάτι σ' αυτές που κάνει τη περηφάνια των ανθρώπων να φουσκώνει. Εμείς όμως οι ερημίτες οι αρκτόμυες, έχουμε πειστεί εδώ και πολύ καιρό, με όλη τη μυστικότητα της συνείδησης ενός ερημίτη, ότι κι αυτή η άξια λεκτική παράτα ανήκει στα παλιά ψεύτικα στολίδια, κουρέλια και χρυσόσκονη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας κι ότι πρέπει να ξαναγνωριστεί κάτω κι απ' αυτά τα κολακευτικά χρώματα κι επιχρωματίσεις το βασικό κείμενο άνθρωπος-φύση. Διότι το να μεταφράσουμε τον άνθρωπο πίσω στη φύση· να θέσουμε υπό έλεγχο τις πολλές μάταιες και αλλοπρόσαλλες ερμηνείες και δευτερεύοντα νοήματα τα οποία ορνιθοσκάλισαν και ζωγράφισαν μέχρι τώρα πάνω σ' αυτό το αιώνιο βασικό κείμενο ανθρώπου-φύσης· να κάνουμε ώστε στο εξής να στέκεται μπροστά στον άνθρωπο έτσι όπως στέκεται αυτός ήδη, σκληρυμένος από την πειθαρχία της επιστήμης, μπροστά στην άλλη φύση, με τα ατρόμητα μάτια ενός Οιδίποδα και τα σφραγισμένα αφτιά ενός Οδυσσέα, κουφός στα δόλια καλέσματα των παλιών μεταφυσικών πουλολόγων, οι οποίοι για πάρα πολύ καιρό του έψαλλαν: «είσαι κάτι παραπάνω! είσαι ανώτερος! είσαι άλλης καταγωγής!» Αυτό μπορεί να είναι ένα σπάνιο και τρελό καθήκον, αλλά είναι καθήκον -ποιος θα το αρνιόταν! Γιατί το διαλέγουμε εμείς, αυτό το τρελό καθήκον; Ή για να θέσω αλλιώς το ερώτημα: «γιατί γενικά η γνώση;» Ο καθένας θα μας ρωτήσει γι' αυτό. Κι εμείς, πιεσμένοι κατ' αυτό τον τρόπο, εμείς που έχουμε θέσει στον εαυτό μας το ίδιο ερώτημα εκατό φορές, δεν βρήκαμε και δε μπορούμε να βρούμε καλύτερη απάντηση...
1886


Από: http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1306