Αναγνώστες

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Το τέλος της Βενετοκρατίας στην Κρήτη και η έλευση των Οθωμανών Γράφει Λεύκη Σαραντινού // Η κρητική αναγέννηση στην Κρήτη και η πολιτισμική ευημερία των πόλεων τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα του πέμπτου βενετοτουρκικού πολέμου το 1645. Η τουρκική απειλή όμως δεν ήταν κάτι καινούριο για το νησί. Ήδη τον 16ο αιώνα, με την επεκτατικότητα των Οθωμανών να βρίσκεται στο απόγειό της, το νησί είχε γνωρίσει τρεις καταστροφικές επιδρομές: την εισβολή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, την επιδρομή του Νταργούτ Ρέϊς το 1562 και εκείνη του Ουλούτζ Αλή το 1571, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή και πυρπόληση της πόλης του Ρεθύμνου. Φυσικά η Γαληνοτάτη είχε μεριμνήσει για την ασφάλεια μίας από τις πολυτιμότερες κτήσεις της με την κατασκευή αρκετών οχυρωματικών έργων στις πόλεις των Χανίων, του Ρεθύμνου, του Χάνδακα και της Σητείας, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της οχυρωματικής τεχνικής που απαιτούσε η χρήση της πυρίτιδας και των κανονιών. Αυτή περιλάμβανε χαμηλά και παχιά τείχη με ισχυρούς προμαχώνες και επιχωματώσεις σχεδιασμένα έτσι ώστε να αντέχουν τις βολές του πυροβολικού. Τα περισσότερα οχυρωματικά έργα στο νησί έγιναν τον 16ο αιώνα μετά τις καταστροφικές επιδρομές των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς και περιλάμβαναν την κατασκευή ενός ισχυρού φρουρίου-ακρόπολης σε κάθε πόλη, την περικύκλωση των πόλεων με τείχη, αλλά και την κατασκευή πύργων-παρατηρητηρίων κατά μήκος των ακτών. Τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν από τους χωρικούς με τον εξαναγκασμό τους σε αγγαρεία, αλλά και από εργάτες που δούλευαν επί πληρωμή. Υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό τους ήταν επιφανείς αρχιτέκτονες της Βενετίας όπως οι Michele Sanmicheli, Sforza Pallavicini, Campofregoso και Savorgnian. Μετά από την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια του τέταρτου βενετοτουρκικού πολέμου, το 1570-1573 και παρά τη νίκη των χριστιανών στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου, η επιθετικότητα των Οθωμανών δεν είχε αναχαιτιστεί επαρκώς και η Κρήτη ήταν η μόνη κτήση που διατηρούσαν οι Βενετοί στην Ανατολική Μεσόγειο πλην των Επτανήσων. Ήταν φυσικό λοιπόν οι Τούρκοι να εποφθαλμιούν το νησί το οποίο έστεκε σαν σφήνα ανάμεσα στις κτήσεις τους στο ανατολικό Αιγαίο. Επιπλέον η Κρήτη ήταν ευκολότερος στόχος από τη Μάλτα των Ιωαννιτών ιπποτών. Η περίοδος που είχε προηγηθεί, από την ειρήνη του 1573 ήταν η μακροβιότερη ειρηνική περίοδος στην Ανατολική Μεσόγειο και η αυτοπεποίθηση των χριστιανών σε υψηλά επίπεδα λόγω της νίκης στη Ναύπακτο. Ο καταστροφικός τριακονταετής πόλεμος (1618-48) βρισκόταν σε εξέλιξη κρατώντας απασχολημένες τα ευρωπαϊκές δυνάμεις και ευνοώντας τους Τούρκους. Επιπροσθέτως η Βενετία, όπως και όλες οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες, είχε αποδυναμωθεί ύστερα από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του εμπορίου από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό και την άνοδο νέων ναυτικών δυνάμεων, όπως των Ισπανών, των Πορτογάλων και, σταδιακά, των Ολλανδών. Επομένως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει τους Βενετούς ο σουλτάνος Ιμπραήμ Α΄, ο επονομαζόμενος και τρελός. Η αφορμή για την τιτάνια σύγκρουση δόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1644, όταν έξι πειρατικές γαλέρες των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας αιχμαλώτισαν ένα οθωμανικό πλοίο που κατευθυνόταν για προσκύνημα στη Μέκκα και μαζί με αυτήν και μία ευνοούμενη του σουλτάνου. Οι ιππότες βρήκαν καταφύγιο στα νότια της Κρήτης, στο λιμάνι των Καλών Λιμένων, προσφέροντας έτσι στους Οθωμανούς τη δικαιολογία που ζητούσαν για να εισβάλουν στο νησί. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων τέθηκε ο Γιουσούφ πασάς και ο Μουράτ αγάς με 7.000 γενίτσαρους, 14.000 σπαχήδες που αποτελούσαν το ιππικό και 50.000 περίπου στρατιώτες. Τους ακολουθούσαν 7.000 σκαπανείς και 400 περίπου σκάφη, ανάμεσα στα οποία και 80 γαλέρες. Από την άλλη, η Κρήτη δεν ήταν και στην καλύτερη αμυντική κατάσταση και οι δυνάμεις των Βενετών ήταν αρκετά μικρότερες και διασπασμένες στις πόλεις της Κρήτης. Η πολιτοφυλακή αριθμούσε τις παραμονές του πολέμου μόλις 14.000 άτομα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού στις πόλεις στήριζε τους Βενετούς, στην ύπαιθρο όμως πολλοί από τους ντόπιους τάσσονταν απροκάλυπτα με το μέρος των Οθωμανών. Ακόμη, οι Βενετοί δεν μπορούσαν να ελπίζουν αυτή τη φορά σε συνασπισμό των Ευρωπαίων κατά των Τούρκων, όπως είχε συμβεί στον προηγούμενο πόλεμο, λόγω του Τριακονταετούς πολέμου που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι μόνον ο Πάπας, οι Ιωαννίτες και κυρίως οι Γάλλοι βοήθησαν μερικώς τους Βενετούς σε αυτόν τον πόλεμο. Οι τελευταίοι είχαν ειρηνικές σχέσεις με τους Τούρκους παρ’ όλα αυτά διέθεσαν κάποιες δυνάμεις στους Βενετούς κυρίως στην τελευταία φάση του πολέμου. Πρώτος στόχος των Τούρκων ορίστηκε η πόλη των Χανίων η πολιορκία των οποίων κράτησε δύο περίπου μήνες (22/6/1645-22/8/1645). Ακολούθησε η πτώση της πόλης του Ρεθύμνου μετά από πολιορκία ενός περίπου μήνα (29/9/1646-20/10/1646). Ο Χάνδακας όμως έμελε να αντέξει για είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, έως το 1669, καθιστώντας την πολιορκία του ως τη μακροβιότερη της ιστορίας. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας του Χάνδακα που διήρκεσε από το 1647 ως το 1650 ο Οθωμανοί έχτισαν τρία φρούρια έξω από τα ισχυρά τείχη της πόλης την οποία υπερασπίζονταν περί τους 20.000 άνδρες. Εντούτοις, η πολιορκία παρέμεινε στάσιμη ως προς τα αποτελέσματά της, παρ’ όλο που σημειώθηκαν κάποιες ναυμαχίες στον Ελλήσποντο και το Αιγαίο με τους Βενετούς να στοχεύουν στην παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού των Τούρκων στον Χάνδακα. Στην δεύτερη φάση του πολέμου, από το 1650 ως το 1666, επικράτησε στασιμότητα και κατέφθασαν οι πρώτες γαλλικές ενισχύσεις. Στην τρίτη και τελευταία φάση του πολέμου, από το 1666 ως το 1669 διορίζεται διοικητής του πολιορκούμενου Χάνδακα ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, άνδρας από μεγάλη βενετική οικογένεια που επρόκειτο να διακριθεί στον επόμενο βενετοτουρκικό πόλεμο στην Πελοπόννησο. Εν τω μεταξύ στον σουλτανικό θρόνο έχει ανέλθει ο Μεχμέτ ο Τέταρτος, ο επονομαζόμενος και Κυνηγός και ο Αχμέτ Φαζίλ Κιοπρουλού στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη. Στην αποφασιστικότητα του τελευταίου να τερματιστεί επιτέλους η πολυετής αυτή ψυχοφθόρα σύρραξη και στην επονείδιστη προδοσία του Andrea Barozzi, ενός χριστιανού εξωμότη που υπέδειξε στους Τούρκους το πιο ευάλωτο σημείο των τειχών του Χάνδακα, οφείλεται κυρίως η πτώση της πόλης στα χέρια των Οθωμανών. Υπεύθυνες για την τραγική κατάληξη βεβαίως υπήρξαν και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η Γαληνοτάτη μετά από τόσα χρόνια πολέμου να αναπληρώσει επαρκώς το ανθρώπινο δυναμικό και της πολιορκίας. Ο Μοροζίνι λοιπόν, έχοντας απομείνει με μόλις 3.600 άνδρες αποφασίζει να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη της παράδοσης στις 29 Σεπτεμβρίου του 1669 μετά από διαπραγματεύσεις περίπου ενός μήνα. Κατόπιν της υπογραφής, απέπλευσαν από το νησί πέντε πλοία γεμάτα με αρχειακό υλικό των Βενετών από το λιμάνι του Χάνδακα, καθώς και το σύνολο των βενετικών δυνάμεων που είχε απομείνει ζωντανό στο νησί. Οι εναπομείναντες κάτοικοι του Χάνδακα ακολούθησαν τους Βενετούς στην εξορία και η πόλη αποικίστηκε από τους κατακτητές. Τουρκικοί εποικισμοί έλαβαν χώρα σε όλες τις πόλεις της Κρήτης, γεννώντας έτσι τη ράτσα των περίφημων για την αγριότητά τους Τουρκοκρητικών, και οι χριστιανοί έκαναν αρκετά χρόνια να ξαναγίνουν πλειοψηφία στις πόλεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός του νησιού ο οποίος αριθμούσε 290.000 περίπου κατοίκους πριν τον πόλεμο, μειώθηκε στους 150.000 περίπου. Οι Βενετοί θεώρησαν αρχικά την ήττα τους προσωρινή και κράτησαν τα μικρά φρούρια της Γραμβούσας, της Σπιναλόγκας και της Σούδας για αρκετό καιρό ακόμη, ως το 1692 τα δύο πρώτα και ως το 1715 τη Σούδα. Οι Τούρκοι, από την άλλη, λόγω του φόβου τους για τυχόν βενετική εισβολή στο νησί, ακολούθησαν ήπια σχετικά θρησκευτική πολιτική και απάλλαξαν τον πληθυσμό από τη μισητή αγγαρεία στις γαλέρες. Δεν παρέλειψαν όμως να φορολογήσουν σκληρά το νησί, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο στη φτώχεια τους ήδη εξαθλιωμένους από τον μακροχρόνιο πόλεμο κατοίκους του νησιού. Αναμφίβολα, η Κρήτη χρειάστηκε αρκετό διάστημα για να συνέλθει από τις επιπτώσεις της καταστροφικής αυτής σύρραξης. Η κρητική αναγέννηση τερματίστηκε απότομα, οι αστικοί θεσμοί που είχαν εισαχθεί στο νησί ξεριζώθηκαν βίαια και η πόλη του Χάνδακα κείτονταν σε ερείπια, ενώ πολλοί Κρητικοί επέλεξαν να μετοικήσουν στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα. Οι εξισλαμισμοί στο νησί ήταν τόσοι, όσοι δεν έγιναν σε κανένα μέρος της Ελλάδας που γνώρισε τουρκική κατοχή και αυτό λόγω της μεγάλης εξαθλίωσης που επέφερε ο μακροχρόνιος πόλεμος και της πολλά υποσχόμενης καριέρας που μπορούσε να κάνει κάποιος εξισλαμισμένος στον τουρκικό στρατό. Από την άλλη μεριά, η Κρήτη, η οποία είχε συνδυάσει επιτυχώς τον δυτικοβενετικό πολιτισμό με τη βυζαντινή παράδοση, δέχτηκε και τις επιδράσεις του οθωμανικού πολιτισμού για διακόσια εβδομήντα συναπτά έτη έως ότου ανατείλει η πολυπόθητη μέρα της ελευθερίας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -Muller William, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, εκδ. Ηρόδοτος -Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης,1990 -Γεώργιος Πλουμίδης, Η βενετοκρατία στην ελληνική Μεσόγειο, Ιωάννινα, 1991 –Βενετοκρατούμενη Ελλάδα, Προσεγγίζοντας την ιστορία της, τόμοι Α και Β, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών Βενετίας, επιστημονική διεύθυνση Χρύσα Μαλτέζου, Αθήνα-Βενετία 2010 -Χρυσούλα Τζομπανάκη, Ο κρητικός πόλεμος, 1645-1669, Η μεγάλη πολιορκία και η εποποιία του Χάνδακα, εκδ. Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2008 -Γιάννη Χρηστάκη-Γεωργίου Πατεράκη, Η Κρήτη και η ιστορία της, εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 1995 -Molly Greene, Κρήτη, Ένας κοινός κόσμος, εκδόσεις του 21ου, 2005 Γιάννης Γρυντάκης, Η κατάκτηση της δυτικής Κρήτης από τους Τούρκους, Η στάση των κατοίκων του διαμερίσματος Ρεθύμνου, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, 1998

 

Το τέλος της Βενετοκρατίας στην Κρήτη και η έλευση των Οθωμανών

Γράφει Λεύκη Σαραντινού //

 

 

     Η κρητική αναγέννηση στην Κρήτη και η πολιτισμική ευημερία των πόλεων τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα του πέμπτου βενετοτουρκικού πολέμου το 1645. Η τουρκική απειλή όμως δεν ήταν κάτι καινούριο για το νησί. Ήδη τον 16ο αιώνα, με την επεκτατικότητα των Οθωμανών να βρίσκεται στο απόγειό της, το νησί είχε γνωρίσει τρεις καταστροφικές επιδρομές:  την εισβολή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, την επιδρομή του Νταργούτ Ρέϊς το 1562 και εκείνη του Ουλούτζ Αλή το 1571, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή και πυρπόληση της πόλης του Ρεθύμνου.

 

Φυσικά η Γαληνοτάτη είχε μεριμνήσει για την ασφάλεια μίας από τις πολυτιμότερες κτήσεις της με την κατασκευή αρκετών οχυρωματικών έργων στις πόλεις των Χανίων, του Ρεθύμνου, του Χάνδακα και της Σητείας, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της οχυρωματικής τεχνικής που απαιτούσε η χρήση της πυρίτιδας και των κανονιών. Αυτή περιλάμβανε χαμηλά και παχιά τείχη με ισχυρούς προμαχώνες και επιχωματώσεις σχεδιασμένα έτσι ώστε να αντέχουν τις βολές του πυροβολικού. Τα περισσότερα οχυρωματικά έργα στο νησί έγιναν τον 16ο αιώνα μετά τις καταστροφικές επιδρομές των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς και περιλάμβαναν την κατασκευή ενός ισχυρού φρουρίου-ακρόπολης σε κάθε πόλη, την περικύκλωση των πόλεων με τείχη, αλλά και την κατασκευή πύργων-παρατηρητηρίων κατά μήκος των ακτών. Τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν από τους χωρικούς με τον εξαναγκασμό τους σε αγγαρεία, αλλά και από εργάτες που δούλευαν επί πληρωμή. Υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό τους ήταν επιφανείς αρχιτέκτονες της Βενετίας όπως οι Michele Sanmicheli, Sforza Pallavicini, Campofregoso και Savorgnian.

Μετά από την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια του τέταρτου βενετοτουρκικού πολέμου, το 1570-1573 και παρά τη νίκη των χριστιανών στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου, η επιθετικότητα των Οθωμανών δεν είχε αναχαιτιστεί επαρκώς και η Κρήτη ήταν η μόνη κτήση που διατηρούσαν οι Βενετοί στην Ανατολική Μεσόγειο πλην των Επτανήσων. Ήταν φυσικό λοιπόν οι Τούρκοι να εποφθαλμιούν το νησί το οποίο έστεκε σαν σφήνα ανάμεσα στις κτήσεις τους στο ανατολικό Αιγαίο. Επιπλέον η Κρήτη ήταν ευκολότερος στόχος από τη Μάλτα των Ιωαννιτών ιπποτών. Η περίοδος που είχε προηγηθεί, από την ειρήνη του 1573 ήταν η μακροβιότερη ειρηνική περίοδος στην Ανατολική Μεσόγειο και η αυτοπεποίθηση των χριστιανών σε υψηλά επίπεδα λόγω της νίκης στη Ναύπακτο. Ο καταστροφικός τριακονταετής πόλεμος (1618-48) βρισκόταν σε εξέλιξη κρατώντας απασχολημένες τα ευρωπαϊκές δυνάμεις και ευνοώντας τους Τούρκους. Επιπροσθέτως η Βενετία, όπως και όλες οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες, είχε αποδυναμωθεί ύστερα από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του εμπορίου από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό και την άνοδο νέων ναυτικών δυνάμεων, όπως των Ισπανών, των Πορτογάλων και, σταδιακά, των Ολλανδών. Επομένως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει τους Βενετούς ο σουλτάνος Ιμπραήμ Α΄, ο επονομαζόμενος και τρελός.

Η αφορμή για την τιτάνια σύγκρουση δόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1644, όταν έξι πειρατικές γαλέρες των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας αιχμαλώτισαν ένα οθωμανικό πλοίο που κατευθυνόταν για προσκύνημα στη Μέκκα και μαζί με αυτήν και μία ευνοούμενη του σουλτάνου. Οι ιππότες βρήκαν καταφύγιο στα νότια της Κρήτης, στο λιμάνι των Καλών Λιμένων, προσφέροντας έτσι στους Οθωμανούς τη δικαιολογία που ζητούσαν για να εισβάλουν στο νησί.

Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων τέθηκε ο Γιουσούφ πασάς και ο Μουράτ αγάς με 7.000 γενίτσαρους, 14.000 σπαχήδες που αποτελούσαν το ιππικό και 50.000 περίπου στρατιώτες. Τους ακολουθούσαν 7.000 σκαπανείς και 400 περίπου σκάφη, ανάμεσα στα οποία και 80 γαλέρες. Από την άλλη, η Κρήτη δεν ήταν και στην καλύτερη αμυντική κατάσταση και οι δυνάμεις των Βενετών ήταν αρκετά μικρότερες και διασπασμένες στις πόλεις της Κρήτης. Η πολιτοφυλακή αριθμούσε τις παραμονές του πολέμου μόλις 14.000 άτομα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού στις πόλεις στήριζε τους Βενετούς, στην ύπαιθρο όμως πολλοί από τους ντόπιους τάσσονταν απροκάλυπτα με το μέρος των Οθωμανών. Ακόμη, οι Βενετοί δεν μπορούσαν να ελπίζουν αυτή τη φορά σε συνασπισμό των Ευρωπαίων κατά των Τούρκων, όπως είχε συμβεί στον προηγούμενο πόλεμο, λόγω του Τριακονταετούς πολέμου που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι μόνον ο Πάπας, οι Ιωαννίτες και κυρίως οι Γάλλοι βοήθησαν μερικώς τους Βενετούς σε αυτόν τον πόλεμο. Οι τελευταίοι είχαν ειρηνικές σχέσεις με τους Τούρκους παρ’ όλα αυτά διέθεσαν κάποιες δυνάμεις στους Βενετούς κυρίως στην τελευταία φάση του πολέμου.

 

 

Πρώτος στόχος των Τούρκων ορίστηκε η πόλη των Χανίων η πολιορκία των οποίων κράτησε δύο περίπου μήνες (22/6/1645-22/8/1645). Ακολούθησε η πτώση της πόλης του Ρεθύμνου μετά από πολιορκία ενός περίπου μήνα (29/9/1646-20/10/1646). Ο Χάνδακας όμως έμελε να αντέξει για είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, έως το 1669, καθιστώντας την πολιορκία του ως τη μακροβιότερη της ιστορίας.

Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας του Χάνδακα που διήρκεσε από το 1647 ως το 1650 ο Οθωμανοί έχτισαν τρία φρούρια έξω από τα ισχυρά τείχη της πόλης την οποία υπερασπίζονταν περί τους 20.000 άνδρες. Εντούτοις, η πολιορκία παρέμεινε στάσιμη ως προς τα αποτελέσματά της, παρ’ όλο που σημειώθηκαν κάποιες ναυμαχίες στον Ελλήσποντο και το Αιγαίο με τους Βενετούς να στοχεύουν στην παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού των Τούρκων στον Χάνδακα.

Στην δεύτερη φάση του πολέμου, από το 1650 ως το 1666, επικράτησε στασιμότητα και κατέφθασαν οι πρώτες γαλλικές ενισχύσεις. Στην τρίτη και τελευταία φάση του πολέμου, από το 1666 ως το 1669 διορίζεται διοικητής του πολιορκούμενου Χάνδακα ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, άνδρας από μεγάλη βενετική οικογένεια που επρόκειτο να διακριθεί στον επόμενο βενετοτουρκικό πόλεμο στην Πελοπόννησο. Εν τω μεταξύ στον σουλτανικό θρόνο έχει ανέλθει ο Μεχμέτ ο Τέταρτος, ο επονομαζόμενος και Κυνηγός και ο Αχμέτ Φαζίλ Κιοπρουλού στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη. Στην αποφασιστικότητα του τελευταίου να τερματιστεί επιτέλους η πολυετής αυτή ψυχοφθόρα σύρραξη και στην επονείδιστη προδοσία του Andrea Barozzi, ενός χριστιανού εξωμότη που υπέδειξε στους Τούρκους το πιο ευάλωτο σημείο των τειχών του Χάνδακα, οφείλεται κυρίως η πτώση της πόλης στα χέρια των Οθωμανών. Υπεύθυνες για την τραγική κατάληξη βεβαίως υπήρξαν και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η Γαληνοτάτη μετά από τόσα χρόνια πολέμου να αναπληρώσει επαρκώς το ανθρώπινο δυναμικό και της πολιορκίας.

Ο Μοροζίνι λοιπόν, έχοντας απομείνει με μόλις 3.600 άνδρες αποφασίζει να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη της παράδοσης στις 29 Σεπτεμβρίου του 1669 μετά από διαπραγματεύσεις περίπου ενός μήνα. Κατόπιν της υπογραφής, απέπλευσαν από το νησί πέντε πλοία γεμάτα με αρχειακό υλικό των Βενετών από το λιμάνι του Χάνδακα, καθώς και το σύνολο των βενετικών δυνάμεων που είχε απομείνει ζωντανό στο νησί.

Οι εναπομείναντες κάτοικοι του Χάνδακα ακολούθησαν τους Βενετούς στην εξορία και η πόλη αποικίστηκε από τους κατακτητές. Τουρκικοί εποικισμοί έλαβαν χώρα σε όλες τις πόλεις της Κρήτης, γεννώντας έτσι τη ράτσα των περίφημων για την αγριότητά τους Τουρκοκρητικών, και οι χριστιανοί έκαναν αρκετά χρόνια να ξαναγίνουν πλειοψηφία στις πόλεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός του νησιού ο οποίος αριθμούσε 290.000 περίπου κατοίκους πριν τον πόλεμο, μειώθηκε στους 150.000 περίπου.

Οι Βενετοί θεώρησαν αρχικά την ήττα τους προσωρινή και κράτησαν τα μικρά φρούρια της Γραμβούσας, της Σπιναλόγκας και της Σούδας για αρκετό καιρό ακόμη, ως το 1692 τα δύο πρώτα και ως το 1715 τη Σούδα.

Οι Τούρκοι, από την άλλη, λόγω του φόβου τους για τυχόν βενετική εισβολή στο νησί, ακολούθησαν ήπια σχετικά θρησκευτική πολιτική και απάλλαξαν τον πληθυσμό από τη μισητή αγγαρεία στις γαλέρες. Δεν παρέλειψαν όμως να φορολογήσουν σκληρά το νησί, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο στη φτώχεια τους ήδη εξαθλιωμένους από τον μακροχρόνιο πόλεμο κατοίκους του νησιού. Αναμφίβολα, η Κρήτη χρειάστηκε αρκετό διάστημα για να συνέλθει από τις επιπτώσεις της καταστροφικής αυτής σύρραξης.

Η κρητική αναγέννηση τερματίστηκε απότομα, οι αστικοί θεσμοί που είχαν εισαχθεί στο νησί ξεριζώθηκαν βίαια και η πόλη του Χάνδακα κείτονταν σε ερείπια, ενώ πολλοί Κρητικοί επέλεξαν να μετοικήσουν στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα. Οι εξισλαμισμοί στο νησί ήταν τόσοι, όσοι δεν έγιναν σε κανένα μέρος της Ελλάδας που γνώρισε τουρκική κατοχή και αυτό λόγω της μεγάλης εξαθλίωσης που επέφερε ο μακροχρόνιος πόλεμος και της πολλά υποσχόμενης καριέρας που μπορούσε να κάνει κάποιος εξισλαμισμένος στον τουρκικό στρατό.

Από την άλλη μεριά, η Κρήτη, η οποία είχε συνδυάσει επιτυχώς τον δυτικοβενετικό πολιτισμό με τη βυζαντινή παράδοση, δέχτηκε και τις επιδράσεις του οθωμανικού πολιτισμού για διακόσια εβδομήντα συναπτά έτη έως ότου ανατείλει η πολυπόθητη μέρα της ελευθερίας.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • -Muller William, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, εκδ. Ηρόδοτος
  • -Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης,1990
  • -Γεώργιος Πλουμίδης, Η βενετοκρατία στην ελληνική Μεσόγειο, Ιωάννινα, 1991
  • Βενετοκρατούμενη Ελλάδα, Προσεγγίζοντας την ιστορία της, τόμοι Α και Β, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών Βενετίας, επιστημονική διεύθυνση Χρύσα Μαλτέζου, Αθήνα-Βενετία 2010
  • -Χρυσούλα Τζομπανάκη, Ο κρητικός πόλεμος, 1645-1669, Η μεγάλη πολιορκία και η εποποιία του Χάνδακα, εκδ. Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2008
  • -Γιάννη Χρηστάκη-Γεωργίου Πατεράκη, Η Κρήτη και η ιστορία της, εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 1995
  • -Molly Greene, Κρήτη, Ένας κοινός κόσμος, εκδόσεις του 21ου, 2005
  • Γιάννης Γρυντάκης, Η κατάκτηση της δυτικής Κρήτης από τους Τούρκους, Η στάση των κατοίκων του διαμερίσματος Ρεθύμνου, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, 1998

 

 

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η μούμια του Ραμσή ΙΙ

 


Η μούμια του Ραμσή ΙΙ στο μουσείο του Καΐρου.

1303 π.Χ. - 1213 π.Χ. 19η δυναστεία

Και μία απάντηση μου για την χλεύη προς το πρόσωπο του τεράστιου Ραμσή ΙΙ σε προηγούμενη δημοσίευση μου με αναπαράσταση του προσώπου του. Και είναι και η τελευταία μου παρέμβαση για τέτοιο θέμα. Την επόμενη φορά θα γίνεται αναφορά των μελών στην διαχείριση. Πέραν ότι ένιωσα μεγάλη προσβολή ο ίδιος είναι και εναντίον των κανόνων. Και ναι , όλοι αγαπάμε το χιούμορ. Αλλά χλεύη δεν θα δεχτώ σε καμία περίπτωση.

Με θλίψη διαπίστωσα ότι αρκετοί ίσως όχι κακοπροαίρετα χλευάζουν τον Ραμσή ΙΙ για την εμφάνιση του.
Διαπίστωσα γενικά και μια κάποια ειρωνεία από ορισμένους.

Πρώτον είναι ντροπή και έλλειψη πολιτισμού να μιλάτε έτσι ορισμένοι για έναν από τους μεγαλύτερους ηγέτες που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

Κυβέρνησε για 66 χρόνια πράγμα που κατάφεραν ελάχιστοι. Πολέμησε όσο λίγοι ,έχτισε όσο λίγοι , σκέφθηκε όσο λίγοι και ναι για το 1210 πΧ το να είσαι έτσι στα 90 σου είναι επίτευγμα. Είναι επίτευγμα ότι ζούσε.

Τον αγάπησε ο λαός όσο κανέναν και στο 30ο έτος της βασιλείας του τον κήρυξαν Θεό. Όχι σαν μερικούς άλλους που πήραν μόνοι τους τον τίτλο.
Πέρα από όλα αυτά υπάρχουν μέσα στην ομάδα και ξένοι και Αιγύπτιοι και είναι πραγματικά ντροπή να διαβάζουν τέτοια σχόλια για έναν άνθρωπο που η Γαλλία το 1974 υποδέχθηκε την μούμια του με τιμές αρχηγού κράτους.

Πέραν του ότι είναι παραβίαση των κανόνων της ομάδας τα περισσότερα σχόλια αν διαβάσετε πουθενά σε καμία άλλη σελίδα τίποτα υποτιμητικό για Έλληνα αρχαίο ηγεμόνα αρχίζετε τα "χτυπούν το ελληνικό DNA". Αλλά του Ραμσή ΙΙ την σφραγίδα βρήκαν στην Σαλαμίνα. Και Έλληνας στρατιώτης που την φορούσε να ξέρετε ότι ήταν περήφανος που πολέμησε στο όνομα του έστω με μισθό.

Λίγα από τα επιτεύγματα του κυρίου σύμφωνα με το βικιπεδια

Ο Ραμσής Β΄ (1303 π.Χ. - 1213 π.Χ.), γνωστός και ως Ραμσής ο Μέγας (στην ελληνική βιβλιογραφία συναντάται και ως Ραμεσσής Β΄, ενώ στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός και ως Οσυμανδύας[1] από την παραφθορά του επίσημου βασιλικού τίτλου του Ραμσή που ήταν Ούσερ-μαατ-ρε Σέτεφ-εν-ρε), ήταν ο τρίτος φαραώ της 19ης δυναστείας της Αιγύπτου. Ήταν ο ισχυρότερος όλων των Αιγυπτίων ηγεμόνων. Θεωρείται από τους ερευνητές ως ο Φαραώ της Εξόδου΄των Ισραηλιτών όπως χαρακτηρίστηκε η φυγή τους από την Αίγυπτο όπου οι ίδιοι προηγουμένως είχαν επιλέξει να πάνε.
Γεννήθηκε το 1303 π.Χ. και ήταν ο δεύτερος γιος του Φαραώ Σέτι Α΄ και της βασίλισσας Τούγιας, ο οποίος τον έχρισε αντιβασιλέα το 1289 π.Χ., όταν ο Ραμσής ήταν 14 ετών δηλαδή. Στα 24 του, 1279 π.Χ. ανέλαβε την εξουσία και βασίλεψε μέχρι το 1213 π.Χ. σύμφωνα με τον ιστορικό Μανέθων. Ο Ραμσής είχε δυο αδερφές, τη μεγαλύτερη του πριγκίπισσα Τία και την μικρότερη του πριγκίπισσα Χανουτμίρε, την οποία και παντρεύτηκε. Η επίσημη σύζυγος του Ραμσή ήταν η βασίλισσα Νεφερτάρι αλλά είχε άλλες 7 βασιλικές συζύγους. Αυτές ήταν η Ισετνοφρέτ, μητέρα του διαδόχου του Ραμσή, η Βιντάναθ, η Μεριχτάμην, η Νεμπετάβυ, και οι τρεις ήταν κόρες του Ραμσή, η Χανουτμίρε, η αδερφή του όπως ήδη αναφέρθηκε, η Μααθορνεφέρου, η κόρη του Χετταίου βασιλιά και ακόμα μια Χετταία πριγκίπισσα της οποίας το όνομα δεν σώζεται σε κανένα κείμενο. Στην αρχαία Αίγυπτο ήταν σύνηθες φαινόμενο να γίνονται γάμοι μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας, διότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των θεών και δεν μπορούσανε να ενώσουν το αίμα τους με αίμα κοινών θνητών. Εκτός των άλλων ο Φαραώ είχε το δικαίωμα όταν πέθαινε η σύζυγος του να παντρευτεί την κόρη ή τις κόρες της, καθώς οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πιστεύανε ότι μέσα από τους απογόνους τους ζει το πνεύμα τους και η συνέχεια τους. Ο Ραμσής έκανε περίπου 100 παιδιά, οι μελετητές υπολογίζουν πως έκανε 45 με 55 γιούς και 40 με 50 κόρες. Τα πιο γνωστά από τα παιδιά του είναι, ο διάδοχος του και 13ος γιος του, Μερνεφθά, ο Χαεμσέτ, ο Άμουν-χε-χέρεσεφ που ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ραμσή και οι κόρες του και μετέπειτα σύζυγοι του Μειχταμήν, Βιντάναθ και Νεμπετάβυ. Ο Ραμσής χτυπήθηκε σε μεγάλη ηλικία από αρθριτικά και σκλήρυνση των αιμοφόρων αγγείων. Πέθανε το 1213 π.Χ. σε ηλικία περίπου 90 χρονών. Το όνομα του έμεινε δοξασμένο στους αιώνες και μέχρι και όταν έπεσε το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου, όλοι πιστεύανε ότι ένας απόγονος του θα έσωζε τη χώρα από την καταστροφή. Ύστερα από τον Ραμσή Β΄ άλλοι δέκα Φαραώ πήρανε το όνομα του, για να προσδώσουν κύρος στη βασιλεία τους. Ο μεγάλος ηγεμόνας θάφτηκε στην Κοιλάδα των Βασιλέων, στη νεκρόπολη που βρισκόταν στα δυτικά των Θηβών και συγκεκριμένα στο τύμβο που σήμερα ονομάζεται KV7. Η μούμια του φυλάσσεται στο Μουσείο του Καΐρου.
Η εξωτερική πολιτική του ήταν κυρίως επιθετική με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων της Αιγύπτου στη συριακή και παλαιστινιακή επικράτεια. Για αυτό το λόγο ο Ραμσής έκανε πολλούς πολέμους ενάντια στους γείτονες του.

Στο 2ο έτος της βασιλείας του ο Ραμσής αντιμετώπισε την λεηλασία των παράκτιων πόλεων της Αιγύπτου από τους «Λαούς της Θάλασσας», πιο συγκεκριμένα πειρατές από τη Λυκία και πειρατές Šardana. Έχτισε πολλά παράκτια παρατηρητήρια και εφοδίασε της νηοπομπές και τα καραβάνια με αμυντικό στρατό υπεύθυνο για τη φύλαξη των εμπορικών περασμάτων. Αρκετές πηγές αναφέρουν ότι στα ανοιχτά του Νείλου δόθηκε και μια ναυμαχία, αλλά δεν έχουν επιβεβαιωθεί ακόμα με ευρήματα.
Στο 4ο έτος της βασιλείας του ο Φαραώ εκστράτευσε εναντίον της γης της Χαναάν και της Παλαιστίνης. Αυτή η εκστρατεία αποδείχθηκε νικηφόρα καθώς νίκησε και αιχμαλώτισε δυο πρίγκιπες που ήταν υποτελείς των Χετταίων.
Στο 5ο έτος της βασιλείας του επανέλαβε μια εκστρατεία στην περιοχή της Παλαιστίνης και της Συρίας, όταν έγινε και η περίφημη μάχη του Καντές, με σκοπό να εμποδίσει την προέλαση των Χετταίων προς το νότο. Την μάχη ουσιαστικά κέρδισαν οι Αιγύπτιοι, καθώς είχαν πέσει σε ενέδρα Χετταίων και ο νεαρός Φαραώ όχι μόνο δεν πτοήθηκε αλλά συγκέντρωσε τα σκόρπια, υποχωρούντα, στρατεύματά του, έκανε μια αντεπίθεση και κατατρόπωσε τους Χετταίους. Ο Ραμσής βέβαια δεν κατάφερε να εισβάλει στο οχυρό τους, ύστερα αναγκάστηκε να τους παραχωρήσει και την περιοχή της Αμορού, οπότε κατηγορήθηκε ότι απέτυχε. Κατάφερε όμως να ανακόψει την προέλαση των Χετταίων, να τους προκαλέσει βαριές απώλειες και να τους αποδείξει ότι, αν και νεαρός, ήταν πολύ ισχυρότερος και ικανότερος από τους Χετταίους ηγεμόνες. Μετά το τέλος της μάχης ο Ραμσής Β΄ έκλεισε ειρήνη με τον αρχιστράτηγο των Χετταίων Χατουσίλις Γ΄, μικρότερο αδελφό του Χετταίου βασιλιά Μουβατάλις Β΄ ουσιαστικά χωρίς νικητή, η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Χετταίων και Αιγυπτίων είναι η παλιότερη συνθήκη που υπάρχει σήμερα στον κόσμο, με αντίγραφο της να βρίσκεται στο κτίριο του ΟΗΕ.
Στο 7ο έτος της βασιλείας του, μαζί με τον γιο του Άμουν-χε-χέρεσεφ, οδήγησε μια νέα εκστρατεία στη Συρία και κατέλαβε τις πόλεις Νεγέβ, Μωάβ, Ιερουσαλήμ, Ιεριχώ, Δαμασκό, Κουμίδ και Ούπι ενώ κατέστησε τους Εδωμίτες και τους Ζχάσους υποτελείς του.
Στο 9ο έτος της βασιλείας του έκανε την τελευταία εκστρατεία του στη Συρία και επανέκτησε την περιοχή της Αμορού και κατέλαβε την πόλη Τουνίπ. Μετά από αυτή την εκστρατεία έκλεισε συνθήκη ειρήνης με τους Χετταίους και παντρεύτηκε δυο πριγκίπισσες τους για να σφραγίσει για πάντα αυτήν την ειρήνη.
Ο Ραμσής ανέλαβε εκστρατείες και στη Νουβία, νότια της Αιγύπτου, μαζί με δυο γιους του, υποτάσσοντας τους αυτόχθονες κατοίκους της περιοχής και καθιστώντας τους υποτελείς του.
Στην περιοχή των βορειοανατολικών παράλιων της Λιβύης, που είχε κατακτήσει ο Σέτι Α΄, ο πατέρας του Ραμσή, κτίστηκαν πολλά παράκτια φρούρια και ενισχύθηκαν οι φρουρές της περιοχής για τη διαφύλαξη των εμπορικών καραβανιών.

Ο Ραμσής με τις εκστρατείες του επέφερε εσωτερική σταθερότητα και οικονομική άνθηση στην Αίγυπτο, για αυτό και στο 30ο έτος της βασιλείας του χαρακτηρίστηκε ως Θεός. Κανένας προκάτοχος του θρόνου δεν είχε καταφέρει τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και σε τόσο νεαρή ηλικία. Θέλοντας να αφήσει το όνομα του και τα κατορθώματα του αθάνατα στο πέρασμα των αιώνων, έχτισε πληθώρα μνημείων με απεικονίσεις των μαχών και των εκστρατειών του. Η οικονομική και πολιτιστική άνθηση που έφεραν τα έργα του, τον έκαναν ακόμα πιο αγαπητό στο λαό του. Τα πιο σημαντικά μνημεία που έχτισε είναι:

Η πόλη Πι-Ραμές Αα-Νακτού, που σημαίνει «Επικράτεια του Ραμσή Β΄, Κυρίαρχο στη νίκη». Η πόλη Πι-Ραμές κτίστηκε στο ανατολικό Δέλτα, κοντά στην πόλη Καντίρ. Εκεί που βρισκόντουσαν οι θερινές κατοικίες του πατέρα του, τις οποίες επέκτεινε και διακόσμησε με δικά του γλυπτά και απεικονίσεις.
Το Ραμέσσειο, κοντά στην Κούρνα, δυτικά των Θηβών, που είναι ένα σύμπλεγμα ναών και σχολείων, αφιερωμένα στον Ραμσή και τον πατέρα του και διακοσμημένα μόνο με σκηνές από τη μάχη του Καντές.
Το περίφημο Αμπού Σίμπελ, στη νότια Αίγυπτο, ένα από τα πιο καλά διατηρημένα ιερά της αρχαίας Αιγύπτου, αφιερωμένο στον Ραμσή, στη γυναίκα Νεφερτάρι και σε 4 θεότητες. Ένα λαμπρό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Νέου Βασιλείου.
Το ναό της Καλάμπσα και το ναό «Το σπίτι του Φθα» στη βόρεια Νουβία.
Οι τύμβοι της συζύγου, Νεφερτάρις, και ο δικός του, είναι χαρακτηριστικά δείγματα της νεκρικής τέχνης που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στην ταφή των βασιλέων τους.
Ο Ραμσής άφησε πίσω του και πολλά αγάλματα, με τον ίδιο να απεικονίζεται με τα βασιλικά διαδήματα ή με στρατιωτική ενδυμασία ή να πλαισιώνεται από θεούς που τον αναγνωρίζουν ως όμοιο τους.




Periklis Karalis 
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα


Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Αλαμπουρνέζικα, η γλώσσα των κουλτουριάρηδων

 


Ένα εξαιρετικό κείμενο, γραμμένο με τον μοναδικό τρόπο του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ’ όλες τις εποχές.

Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.

Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.

Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά.

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας».

Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;

Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση;

Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;

Αυτά είναι ακατανόητα και γι’ αυτόν που τα γράφει και γι’ αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε.

Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει.

Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ’ όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.

Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή.Μέσα σ’ αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Κάποτε ένας κομμουνιστής πιπίλιζε τον Μαρξ και τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε διαβάσει ούτε μια σελίδα από το «Κεφάλαιο». Και πόσοι χριστιανοί δεν έχουν μεσάνυχτα από το ευαγγέλιο; Κι αφήστε εκείνους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά μόνο τις βιβλιοπαρουσιάσεις, κι έτσι είναι σαν να τα έχουν διαβάσει όλα!

Ας αφήσουμε όμως την πολλή θεωρία κι ας δούμε ένα παράδειγμα κουλτουριάρη. Ας δούμε λ.χ. ένα τεχνοκριτικό σημείωμα που αναφέρεται στη ζωγραφική ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Απολαύστε λοιπόν κριτική ζωγραφικής:

«Η χρονικότητα -στον τάδε ζωγράφο- είναι ψευδαίσθηση, απάτη, διάσπαση, εξαλλαγή, διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, κατακερματισμός και αλλοτρίωση, γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση (βάι, βάι, βάι, κι εδώ αναδόμηση), ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».

Καταλάβατε τίποτα ή νιώθετε ανεπαρκείς;

Το πιο πιθανό είναι να μην καταλάβατε τίποτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είστε ανεπαρκείς. Ανεπαρκείς είναι αυτοί που γράφουν τέτοια πράγματα. Αλλά ας αρχίσουμε το ψείρισμα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία και μόνη πρόταση. Στην αρχή δίνει την εντύπωση, πως αν το διαβάσεις προσεκτικά, θα βγάλεις κάποιο νόημα. Γελιέσαι, γιατί όσο προχωράς, ακόμη κι εκείνο που υποτίθεται κατάλαβες στην αρχή, ξεχνιέται. Η «χρονικότητα» λοιπόν για τον ζωγράφο μας, είναι «ψευδαίσθηση».

Λογικά, η χρονικότητα πρέπει να έχει σχέση με την έννοια του χρόνου. Τώρα πως ο χρόνος γίνεται χρονικότητα, αυτό είναι ένα από τα μυστήρια των κουλτουριάρηδων. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο, ζωγραφιές, υλικά, τεχνοτροπίες, και μόνο στη χρονικότητα βρήκες να σκαλώσεις;

Έστω. Ο χρόνος λοιπόν για τον ζωγράφο μας είναι «ψευδαίσθηση». Είναι όμως και «απάτη». Πως μπορούν αυτά τα δύο να σταθούν πλάι πλάι; Δηλαδή, αν ο χρόνος τον εξαπατά, τότε πως μπορεί ο χρόνος να είναι ψευδαίσθηση; Ακολουθεί η «διάσπαση». Ο χρόνος δηλαδή, πρώτα τον εξαπατάει και τον κοροϊδεύει και ύστερα τον αναγκάζει να διασπαστεί; Και ποιο είναι το υποκείμενο; Διασπάται ο ζωγράφος ή ο ίδιος ο χρόνος είναι διασπασμένος;

Τι από τα δύο συμβαίνει; Ακολουθεί η «εξαλλαγή». Τι σημαίνει εξαλλαγή; Είναι ιατρικός όρος που σημαίνει την μεταβολή των καλοηθών νεοπλασμάτων σε κακοήθη. Δηλαδή ο χρόνος είναι καρκίνος; Καλό κι αυτό: Αμ τότε πως ο καρκίνος είναι ψευδαίσθηση; Παρακάτω γράφει: «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου».

Η φράση ταιριάζει σε φιλοσοφική πραγματεία, όχι σε τεχνοκριτικό σημείωμα. Το κάθε ουσιαστικό απ’ αυτά που είδαμε ως τώρα δεν ταιριάζει με το διπλανό του, αλλά το ένα αναιρεί το άλλο. Προχωρώντας, διαβάζουμε «κατακερματισμός και αλλοτρίωση». Ενώ η προηγούμενη φρασούλα «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου», είναι παρμένη από την φιλοσοφία, το «κατακερματισμός και αλλοτρίωση» ανήκει στο σύγχρονο λεξιλόγιο των κουλτουριάρηδων.

Συνοψίζοντας: Η χρονικότητα του τάδε ζωγράφου είναι 1) ψευδαίσθηση, 2) απάτη, 3) διάσπαση, 4) εξαλλαγή, 5) διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, 6) κατακερματισμός, 7) αλλοτρίωση.

Κατάλαβε φαίνεται η συγγραφέας ότι μας μπούκωσε αρκετά και σταμάτησε εδώ τον κατάλογο, για να προχωρήσει σε κάποιες επεξηγήσεις: «γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει». Το «την» αναφέρεται βέβαια στην χρονικότητα, θα μπορούσε όμως ν’ αναφέρεται και σε οποιοδήποτε ουσιαστικό θηλυκού γένους που αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως την ψευδαίσθηση, την απάτη, την εξαλλαγή.

Καταλαβαίνετε λοιπόν τι σύγχυση δημιουργείται όταν κάποιος δεν ελέγχει τα λόγια του; Θέλει να πει ότι ο ζωγράφος προσπαθεί να βγάλει τον χρόνο έξω από το έργο του και για να το πει αυτό αυτό, μας αράδιασε του κόσμου τα αφηρημένα ουσιαστικά. Πως όμως θα το κάνει αυτό (να εξοστρακίσει τη χρονικότητα);

«Αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας». Τι σημαίνει άραγε η λέξη «πρωτογένεια»; Μήπως θα πει το πρώτο γένος; Η πρώτη γέννηση; Η πρώτη φάση της ζωής του ανθρώπου; Αλλά εκείνο που είναι για γέλια, είναι η «νέα ονοματοθεσία». Τι θέλει να πει η ποιήτρια, ότι να εξοστρακίσει ο ζωγράφος τον χρόνο από τους πίνακές του, δίνει νέα ονομασία στα πράγματα; Γιατί μιλούμε βέβαια, για ζωγράφο. Και στη ζωγραφική, τι πάει να πει «ονοματοθεσία»; Και ποια είναι η νέα ονοματοθεσία και τι σχέση έχει με την πρωτογένεια, με τη διάσπαση του χρόνου και μ’ όλα τ’ άλλα που μας είπε παραπάνω;

Και δεν σταματά εδώ, αλλά συνεχίζει: Μέλημα του ζωγράφου είναι να εξοστρακίσει τη χρονικότητα, αναζητώντας, εκτός από την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, και την πρωτογένεια μιας «ιδιωματικής γραφής». Αυτό το τελευταίο, παραδόξως φαίνεται κάπως κατανοητό. Υποθετικά πάντα, η ιδιωματική μορφή, είναι μια δική του τεχνοτροπία που αποδίδει το δικό του πρόσωπο ή έστω το ιδίωμα. Κι αυτό το απλό πράγμα, δηλαδή το να βρει ο ζωγράφος το προσωπικό του ύφος, το κάνει μόνο και μόνο για να εξοστρακίσει τον χρόνο; Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον χώρο της τέχνης κι ακόμα πιο μυστήρια στον χώρο της κριτικής…

Προσέξτε όμως να δείτε, ότι αυτή η ιδιωματική μορφή θα εκκολάψει στην τεχνοκριτικό, πολλά πράγματα παρακάτω: «…μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση, ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».

Εδώ μπαίνει και το ερωτικό στοιχείο. Έτσι, πρωτού τελειώσει το τεχνοκριτικό σημείωμα της κυρίας αυτής, εμείς θα έχουμε γνωρίσει και το πρόβλημα του έρωτα του καλλιτέχνη μας. Αν καταλάβαμε λοιπόν σωστά, ο ζωγράφος προσπαθεί να εξοστρακίσει τον χρόνο, που είναι ένα σωρό πράγματα -αυτά τα περνάμε στο ντούκου- κι αυτό το κάνει αναζητώντας την προσωπική του έκφραση για να ξαναδημιουργήσει (η αναδόμηση που λέγαμε) τον κόσμο και να πετύχει και στον έρωτα, θαρρείς πως ο έρωτας δεν έχει σχέση με τον χρόνο. Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτή κουλτουριάρα, με το να θέλει να πει πολλά, τελικά δεν λέει τίποτα;

Το «αφιέρωμα» στα αλαμπουρνέζικα των κουλτουριάρηδων, θα κλείσει με ένα ακόμα μικρό δείγμα της «κουλτούρας» τους. Δεν θα γίνει κάποια ανάλυση, όπως στο προηγούμενο κείμενο. Πάρτε το ως «άσκηση» για το σπίτι και πέστε και σε μας τι καταλάβατε:

«Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως «ζώο θεούμενο», μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του…

Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης».

(Περιοδικό «Αντί», αρ. 239, σελ. 20-21, 1983)

Κείμενα σαν τα παραπάνω, δίνουν το κακό παράδειγμα στη χρήση της γλώσσας, στους νέους που τα διαβάζουν. Η νεότερη γενιά που ψευτομορφώνεται με τέτοια κείμενα, θα γράφει ακόμα χειρότερα και οι παρατηρήσεις της θα είναι και χειρότερες και πιο γελοίες. Ο Στρατής Δούκας έλεγε χαρακτηριστικά, ότι με την λογοτεχνία σήμερα ασχολούνται αποκλειστικά οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από γλώσσα. Τα κακά επομένως είναι δύο:

1) Η διαφθορά των νέων που θα εκφράζονται χειρότερα στο μέλλον.
2) Η διαφθορά της ίδιας της γλώσσας που κι αυτή θα γίνει θολή και νερόβραστη.

Παλαιότερα, κάποιος καθηγητής γλωσσολογίας έλεγε: «Μακριά από τους μορφωμένους!» κι αυτό που έλεγε εκείνος ο αγαθός άνθρωπος, ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες που ούτε τη γλώσσα ξέρουν και ούτε έχουν οργανωμένη σκέψη.

Για όσους συναισθάνονται αυτή την εξαχρείωση της γλώσσας και θλίβονται κατάκαρδα για όλη αυτή την κατάντια, η λύση είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας κι ακόμα περισσότερο τα γραπτά μας. Κάθε τι που λέμε να το σκεφτόμαστε, και προπάντων πρέπει να γράφουμε κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας, που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα κι επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού.

Ο Σολωμός πήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν’ ακούσει πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση.

Ενώ εμείς, σήμερα διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δεν μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε, ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε κι ακούμε. Πάντως, ούτε το να στήνουμε αυτί αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: Να ασκούμαστε στο γράψιμο. Και η άσκηση γραφής, κρατάει μια ζωή…

Πηγή: Το κείμενο είναι του συγγραφέα Ντίνου Χριστιανόπουλου και αποτελεί διασκευασμένο απόσπασμα από συζήτηση με τον επίσης συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη («Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων», πρώτη έκδοση 1990).

Το διαβάσαμε: pare-dose.net

Thessaloniki Arts and Culture, http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Οι ανεπανάληπτες ατάκες του Διογένη του Κυνικού!


Αναρχικός στη σκέψη και την πράξη, κοσμοπολίτης που γύριζε αδέσποτος εντός και εκτός Αττικής, μα πάνω απ’ όλα φιλόσοφος performer με απαράμιλλο ταλέντο στην πανηγυρική γελοιοποίηση και διάλυση κάθε αξίας και θεσμού της οργανωμένης κοινωνίας…

Συνειδητός αυνάνας σε κατ’ αποκλειστικότητα δημόσιους χώρους, κατά προτίμηση στη μέση της αθηναϊκής Αγοράς, ξεδιάντροπος ουρητής και αφοδευτής κολόνων και λοιπών ιερών τόπων, ο Διογένης ο Κυνικός (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας.

Εξορισμένος από τη Σινώπη του Πόντου για αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ., διαμένοντας εκεί τους χειμώνες, επιλέγοντας για τα καλοκαίρια την Κόρινθο.

Μαθητής του Αντισθένη, διαπρεπούς μαθητή του Σωκράτη, ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του σε φήμη και προσκόλληση στον Κυνικό τρόπο ζωής, καταφέρνοντας έτσι να θεωρηθεί το αρχέτυπο των Κυνικών: με έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) διατείνονταν ότι διέφεραν από τους άλλους σκύλους διότι εκείνοι δεν δάγκωναν τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουν!

Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες.

Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί.

Εξ ου και η εικασία ότι ενδεχομένως να αποτελεί τον πατέρα του… βιολογικού μινιμαλισμού: Less is more!

Λάβρος αρνητής του πολιτισμού και του Νόμου, ανθρώπινων δηλαδή προϊόντων που αντιβαίνουν στο αντικειμενικό κύρος της Φύσης, χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και τα λογοπαίγνια για να πλήξει τους ρήτορες αντιπάλους του βγάζοντάς τους νοκ άουτ.

Εκ πεποιθήσεως άκληρος, δεν δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου».Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Σε εκείνον αποδίδονται και τα ακόλουθα επεισόδια και αποφθέγματα, πολλά εκ των οποίων είναι επινοήσεις των μεταγενέστερων θαυμαστών του:

1. Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε, «Δεν έχει σημασία γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέει «αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά «ανθρώπων άρχειν» και συμπλήρωσε «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δεσπότη». Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε «άρχειν ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστειο της Κορίνθου.

2. Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».

3. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δεί». Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δεί τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος απαντά «Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων».Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντάει «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου «Τί χάρη θές να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί εώς «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεσταςιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».

4. Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο», εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος» κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το «και πλατώνυχον».
5. Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».

6. Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο» (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).

7.Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέει «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, πειράξεις την κόρην».

8.Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπιν;».

9.Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε που είδε ενάρετους (σύμφωνα με τις αρχές του) άντρες, αποκρίθηκε, «Άντρες πουθενά, στην Σπάρτη όμως, είδα παιδιά».

10.Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο, με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω!

11.Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. «Μηδέν εισίτω κακόν» ( Να μην μπει κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;».

12.Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».

13.Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».

14.Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».

15.Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».

16.Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).

17.Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε «ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν» (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).

18.Μια μέρα, παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : «Πότερος τούτων Χείρων εστί;», λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.

19.Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, στο τέλος, θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».

20.Μια μέρα παρακολουθούσε μουσική παράσταση κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι «γιατί;», εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!» (Επειδή, παρά το μέγεθος του, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).

21.Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».

22.Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή «Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».

23.Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος).

Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).

24.Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε «Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά».

25.Όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».

26.Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».

27.Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».

28.Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνόντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).

29.Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας…ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετῶ ἀποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία).

30.Έλεγε ο Διογένης, πως, όταν πεθάνει, θέλει να τον θάψουν μπρούμητα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «γιατί σε λίγο θα’ ρθουν τα πάνω-κάτω».

31.Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (παραχάραξη νομίσματος, για την οποία οι συμπολίτες του τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε «κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».

32.Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιάνθρωπους».

33.Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».

34.Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε «Δε φοβάσαι καλή μου γυναίκα, μήπως κανένας θεός από πίσω σου σε δει σε άσεμνη στάση;».

35.Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε, «κατάσκοπος τις απληστίας σου».

36.Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε, «Τους μεν νέους μηδέπω (όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδέπωποτε (ποτέ)».

37.Σε κάποιο δείπνο κάποιοι του έριχναν (του Διογένη) κόκκαλα σαν σε σκύλο, τότε εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.

38.Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε, «γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».

39.Ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε, «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».

40.Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε «και στο κουρείο, κουρεύομαι».

41.Ο Διογένης όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».

42.Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».

43.Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).

44.Βλέποντας ο Διογένης, Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».

45.Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».

46.Ο Διογένης, κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθεται στο μέσο της Αγοράς, ανοίγει το σακούλι του και αρχίζει να τρώει. «Καλά, τι ώρα είναι αυτή που τρως;» τον ρωτάει κάποιος. Κι ο Διογένης ετοιμόλογος του απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όταν θέλουνε, εγώ ο φτωχός, όταν πεινώ!».

47.Βλέποντας μιά ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».

48.Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».

49.Βλέποντας κάποτε έναν ολυμπιονίκη να νέμει τα πρόβατά του, στάθηκε και του είπε: «Ω, βέλτιστε, ταχέως μετέβης από των Ολυμπίων επί τα Νέμεα».

Πηγή: diadrastika