Αναγνώστες

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Ο κατακλυσμός του Ωγύγου - Τι λέει η αρχαία ελληνική γραμματεία



Ο Ωγύγος ή Ωγύγης, ήταν κατά την Ελληνική Μυθολογία, ένας από τους αρχέγονους ηγέτες στην Αρχαία Ελλάδα. ιδιαίτερα στην Βοιωτία. Κατά μία άλλη εκδοχή ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής.

Η ετοιμολογία και η έννοια του ονόματος (από το επίθετο Ωγύγιος) σημαίνει, αρχέγονος, πρωταρχικός, πολύ αρχαίος.


Είναι ιδιαίτερα γνωστός ως βασιλιάς των Εκτενών, των αυτοχθόνων (προκατακλυσμιαίων) και πρώτων κατοίκων της Βοιωτίας. Ίδρυσε την πόλη Ωγυγία (η μετέπειτα Θήβα) και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές αναφέρονται στους Θηβαίους ως «Ὠγυγίδαι».

Το όνομα του χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να τονίσει οτιδήποτε το "παμπάλαιο", πριν τον πρώτο κατακλυσμό που συνέβει κατά την βασιλεία του. Ο κατακλυσμός κατέστρεψε και την Αττική και την Βοιωτία και οι άνθρωποι που επέζησαν λέγεται πως μετοίκησαν στην Αίγυπτο, της οποίας το πρώτο όνομα ήταν επίσης "Ωγυγία", όπως της Αττικής και της Βοιωτίας.

Σύμφωνα με την Ελληνική Παράδοση ο κατακλυσμός του Ωγύγου έγινε όταν κυβερνήτης στο Αργος ήταν ο Φορωνέας, γιός του Ιναχου.

Ο Παυσανίας στα "Κορινθιακά" λέει οτι ο Φορωνέας θεωρείτο ως ένας εκ των προ-προϊστορικών Ελλήνων (των Προσελήνων;!) ο οποίος συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε κοινότητες ενώ μέχρι τότε έκαναν ημιάγρια ζωή.

[...]λέγεται δὲ καὶ ὧδε λόγος: Φορωνέα ἐν τῇ γῇ ταύτῃ γενέσθαι πρῶτον, Ἴναχον δὲ οὐκ ἄνδρα ἀλλὰ τὸν ποταμὸν πατέρα εἶναι Φορωνεῖ: τοῦτον δὲ Ποσειδῶνι καὶ Ἥρᾳ δικάσαι περὶ τῆς χώρας, σὺν δὲ αὐτῷ Κηφισόν τε καὶ Ἀστερίωνα [καὶ τὸν Ἴναχον] ποταμόν: κρινάντων δὲ Ἥρας εἶναι τὴν γῆν, οὕτω σφίσιν ἀφανίσαι τὸ ὕδωρ Ποσειδῶνα. καὶ διὰ τοῦτο οὔτε Ἴναχος ὕδωρ οὔτε ἄλλος παρέχεται τῶν εἰρημένων ποταμῶν ὅτι μὴ ὕσαντος τοῦ θεοῦ: θέρους δὲ αὖά σφισίν ἐστι τὰ ῥεύματα πλὴν τῶν ἐν Λέρνῃ. Φορωνεὺς δὲ ὁ Ἰνάχου τοὺς ἀνθρώπους συνήγαγε πρῶτον ἐς κοινόν, σποράδας τέως καὶ ἐφ' ἑαυτῶν ἑκάστοτε οἰκοῦντας: καὶ τὸ χωρίον ἐς ὃ πρῶτον ἠθροίσθησαν ἄστυ ὠνομάσθη Φορωνικόν. - Ελλάδος περιήγησις / Κορινθιακά.

Οι πληροφορίες που μας έχουν διασωθεί σχετικά με τον Ωγυγο και τον Φορωνέα προέρχονται από το Μυκηναϊκό Επος "Φορωνίς" -το αρχαιότερο Ελληνικό Επος- το οποίο δυστυχώς, δεν διεσώθει.

Ωγυγία ονομάζεται και η μυθική νήσος της Καλυψούς, οπότε έχουμε 3 μεγάλες περιοχές με το ίδιο όνομα! (Αιγυπτος, Αττική + Βοιωτία και νήσος της Καλυψούς)...

Σύμφωνα με τους ίδιους μύθους ο Ωγυγος ή Ωγύγης, ήταν ο θεμελιωτής των Αιγυπτιακών Θηβών ενώ αργότερα, ο Κάδμος προς τιμήν του ονόμασε τις πύλες των Ελληνικών Θηβών, Ογυγίας πύλας, και η Θήβα πήρε την επονομασία Ωγύγιαι.

Το όνομα Ωγύγης λένε πως προέρχεται από σημιτική ρίζα και σημαίνει Ωκεανός ή από φοινικική και σημαίνει "ο αποτελών κύκλον" (πάλι ωκεανος δηλαδή) ενώ Ωγυγία σημαίνει ωκεανικός, ο εν μέσω του ωκεανού κείμενος.

Κατακλυσμός του Ωγύγου

Ο πρώτος Κατακλυσμός όπως καταγράφεται στην Ελληνική γραμματεία, συνέβη βασιλεύοντος του Ωγύγου και γι’ αυτό πήρε το όνομα του . Τότε πλημμύρισε η Αττική και οι κάτοικοι της, άλλοι μεν επνίγησαν και άλλοι- όσοι πρόλαβαν -την εγκατέλειψαν. Τούτο συνέβη διότι ο Κηφισσός ποταμός πλημμύρισε και έπνιξε την Αττική και την Βοιωτία [Παυσανίας - Βοιωτικά Ε’ 1 και Η’, Σχόλ. Απόλλων. Γ’1177 κ.α ]

[...] ἐξ Ἀκραιφνίου δὲ ἰόντι εὐθεῖαν ἐπὶ λίμνην τὴν Κηφισίδα--οἱ δὲ Κωπαί̈δα ὀνομάζουσι τὴν αὐτήν-- πεδίον καλούμενόν ἐστιν Ἀθαμάντιον: οἰκῆσαι δὲ Ἀθάμαντα ἐν αὐτῷ φασιν. ἐς δὲ τὴν λίμνην ὅ τε ποταμὸς ὁ Κηφισὸς ἐκδίδωσιν ἀρχόμενος ἐκ Λιλαίας τῆς Φωκέων καὶ διαπλεύσαντί εἰσι Κῶπαι. κεῖνται δὲ αἱ Κῶπαι πόλισμα ἐπὶ τῇ λίμνῃ, τούτου δὲ καὶ Ὅμηρος ἐποιήσατο ἐν καταλόγῳ μνήμην: ἐνταῦθα Δήμητρος καὶ Διονύσου καὶ Σαράπιδός ἐστιν ἱερά. [2] λέγουσι δὲ οἱ Βοιωτοὶ καὶ πολίσματα ἄλλα πρὸς τῇ λίμνῃ ποτὲ Ἀθήνας καὶ Ἐλευσῖνα οἰκεῖσθαι, καὶ ὡς ὥρᾳ χειμῶνος ἐπικλύσασα ἠφάνισεν αὐτὰ ἡ λίμνη. οἱ μὲν δὴ ἰχθῦς οἱ ἐν τῇ Κηφισίδι οὐδέν τι διάφορον ἐς ἄλλους ἰχθῦς τοὺς λιμναίους ἔχουσιν: αἱ δὲ ἐγχέλεις αὐτόθι καὶ μεγέθει μέγισται καὶ ἐσθίειν εἰσὶν ἥδισται. Παυσανίας - Βοιωτικά

Λέγουν δε ότι τότε εφάνη σημείο παράξενο στο δίσκο της Αφροδίτης, επειδή μετεβλήθη και η διάμετρος και το σχήμα και το χρώμα και η τροχιά της. Όθεν ο Freret νομίζει ότι το παράδοξον ουράνιο σώμα ήτο κάποιος κομήτης και όχι η Αφροδίτη, και μάλιστα στην διατριβή του τεκμηριώνει ότι ήτο εκείνος ο κομήτης που εφάνη και το 1680 {Κάστωρ παρ’ Αύγουστίν. Πολ. Θ’ . θ’ Ιη’. Ή Υπομνήματ. Ακαδ.τόμ. Ι’ σελ. 357}

Υποθέτουν ότι αυτός ο κομήτης πέρασε πολύ κοντά στη Γη, ή ότι μέρη τούτου χτύπησαν τη Γη και δημιούργησαν πελώριο παλιρροϊκό κύμα , το οποίον προξένησε ασύλληπτη καταστροφή . Πιθανολογούν δε ότι εξ αιτίας αυτής της φυσικής καταστροφής εξηφανίσθη ο Προκατακλυσμιαίος Αιγαιατικός Πολιτισμός .

Ο Κατακλυσμός του Ωγύγου χρονολογείται την Ογδόη Εποχή. Διαφορετικές χρονολογίες έχουν προταθεί για τον κατακλυσμό, μερικές είναι: 2.136 π.Χ. (Βάρρων) και 1.796 π.Χ (Αφρικανός). Ο Κατακλυσμός του Ωγύγου συνέβη κατά το 37ον έτος της βασιλείας του Ωγύγου . Ο Κατακλυσμός αυτός δημιούργησε τέτοια καταστροφή ώστε άφησε ένα μεγάλο ιστορικό κενό 189 ετών, μέχρι του Κέκροπος, ο οποίος εβασίλευσε πολύ βραδύτερον. Στην μετακατακλυσμική εποχή αγνοείται τι συνέβη στην Αττική.

Ο Ωγύγος είχε γυναίκα την Θήβην θυγατέρα του Διός και εγέννησεν εξ αυτής τον Ελευσίνα και τις Πραξιδίκες. Μερικοί λέγουν και κάποιον Κάδμον, προς λύπην των φοινικιστών που τον θέλουν να κατάγεται από τους Γεφυραίους Φοίνικες, ενώ σε κάθε περίπτωση ήτο αναμφισβήτητα Ελλην . Πολύ πιθανόν ο Ωγύγος να ήτο και βασιλεύς της Βοιωτίας[Ευσελ. Χρονικ. Θεόφιλ. Εν Αυτολυκ.Γ’ 399]

Ο Ελευσίν έκτισε την Ελευσίνα και έμεινε εκεί μετά τον κατακλυσμό. Όμως υπήρχε και άλλη κομώπολις με το όνομα Ελευσίνα και Αθήναι στην Βοιωτία, πλησίον της Κωπαίδος λίμνης, τις οποίες έπνιξε η λίμνη όταν συνέβη μεγάλη πλημμύρα επί βασιλείας του Κέκροπος.

Η ιστορία/μυθολογία των λαών της Ανατολής, γνωρίζει έναν μονο κατακλυσμό. Τον λεγόμενο "Κατακλυσμο του Νώε" όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Η Ελληνική ιστορία και γραμματεία, σε πληρότητα πηγών, μας αναφέρει πως οι Έλληνες γνωρίζουν 3 Κατακλυσμούς. Τον "Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα", τον "Κατακλυσμό του Ωγύγου" και τέλος τον "Κατακλυσμό του Δαρδάνου". Δυστυχώς το Υπουργείο Παιδείας(;) επέλεξε να διδάξει στα Ελληνόπουλα μόνο τον Κατακλυσμό του Νώε και να τα αφήσει στο σκοτάδι σχετικά με την δική τους ιστορία.

Τον λόγο μπορείτε να τον αντιληφθείτε, διαβάζοντας το Άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος....

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Μνημείο Λυσικράτους


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Μνημείο Λυσικράτους
Choragic Monument of Lysicrates.jpg
ΕίδοςΧορηγικό μνημείο
ΑρχιτεκτονικήΑρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα και Κορινθιακός ρυθμός
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°58′15″N 23°43′48″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων
ΤοποθεσίαΠλάκα
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής4ος αιώνας π.Χ.[1]
Υλικάπεντελικό μάρμαρο[1] και Τόφφος[1]
Προστασίακηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Το Μνημείο Λυσικράτους, γνωστό και ως «Φανάρι του Διογένη», είναι ένα πέτρινο κτίσμα κυλινδρικού σχήματος, το καλύτερα σωζόμενο χορηγικό μνημείο της αρχαιότητας. Βρίσκεται στην Αθήνα, επί της αρχαίας οδού Τριπόδων και κτίστηκε από τον Λυσικράτη το 335-334 π.Χ.[2] προκειμένου να στηρίζει και να αναδεικνύει ένα σημαντικό αντικείμενο στην κορυφή του: τον χάλκινο τρίποδα που του είχε δοθεί ως έπαθλο για τον ρόλο του ως χορηγού (χρηματοδότη) του νικητήριου θεατρικού έργου στους τελευταίους δραματικούς αγώνες.[3] Οι χορηγοί ήταν ευκατάστατοι πολίτες που αναλάμβαναν με έξοδά τους τη συγκρότηση του χορού, δηλαδή της ομάδας ανθρώπων που συμμετείχε σε θεατρικά έργα και επίσημες τελετές. Ο χάλκινος τρίποδας ήταν το πρώτο βραβείο των θεατρικών αγώνων και απονεμόταν στον χορηγό του δραματικού έργου. Οι τρίποδες κατατίθενταν στο Ιερό του Διονύσου ή τοποθετούνταν στη γειτονική οδό των Τριπόδων. Προκειμένου δε να εκτεθούν με μεγαλοπρεπέστερο τρόπο, οι τρίποδες έμπαιναν μερικές φορές σε ψηλή βάση, η οποία μπορούσε να έχει την μορφή κίονα, ή ακόμη και μνημείου σε σχήμα ναΐσκου, όπως έχει αυτή του Λυσικράτους.
Το Μνημείο του Λυσικράτους παρέμεινε άθικτο στην ίδια θέση μέχρι σήμερα, παρ΄ότι ο τρίποδας στην κορυφή του δεν σώζεται. Το 1669 ενσωματώθηκε στο γειτονικό Μοναστήρι των Καπουτσίνων οι οποίοι το μετέτρεψαν σε αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη, αφού είχαν μετακινήσει τον ένα ορθοστάτη για να ανοίξουν είσοδο. Η μονή καταστράφηκε κατά την Ελληνική Επανάσταση. Αργότερα, το μνημείο περιήλθε για ένα διάστημα στην κυριότητα του γαλλικού κράτους. Σήμερα το μνημείο εντοπίζεται στην πλατεία Λυσικράτους, στη συμβολή των οδών Λυσικράτους, Βύρωνος και Σέλλευ.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο αποτελείται από ψηλό τετράγωνο κρηπίδωμα από πωρόλιθο (ύψους 4 μ. και πλάτους 3 μ), από μαρμάρινο επ' αυτού πεντελίσιο κυκλοτερές οικοδόμημα, σε σχήμα κυκλικού ναΐσκου, περιβαλλόμενο από έξι ημικίονες αττικο-κορινθιακού ρυθμού με θολωτή στέγη. Τα ενδιάμεσα των κιονόκρανων κοσμούνται με ανάγλυφους τρίποδες. Στο μπροστινό δε μέρος του επιστυλίου υπάρχει η επιγραφή:
«Λυσικράτης Λυσιθείδου Κικυνεύς εχορήγει
Ακαμαντίς παίδων ενίκα θέων ηύλει
Λυσιάδας Αθηναίος εδίδασκε Ευαίνετος ήρχε»
Έτσι κατά την επιγραφή αυτή το μνημείο έφερε τον άθλο της νίκης χορού παίδων της Ακαμαντίδας φυλής και το ανήγειρε ο Λυσικράτης του Λυσιθείδη κατά την 111η Ολυμπιάδα (335-334π.Χ.). Η δε άνω του επιστυλίου ζωφόρος φέρει ανάγλυφη παράσταση από το μύθο της αιχμαλωσίας του Διονύσου από Τυρρηνούς πειρατές.[4] Η στέγη αποτελείται από μονολιθικό θόλο (φτιαγμένο από κυανωπό μάρμαρο από τον Υμηττό) διακοσμημένο στην κάτω περιφέρεια με έκτυπα κυμάτια, στη δε θολωτή επιφάνεια με φολιδωτά ή λεπιδωτά κοσμήματα. Την επιφάνεια αυτή διατρέχει από δύο πλευρές, από μια σειρά ανθεμίων που καταλήγουν στο ανωφερές κέντρο της στέγης όπου μετασχηματίζονται σε ακανθωτό επίθημα πάνω στο οποίο στηριζόταν ο χάλκινος τρίποδας, το έπαθλο του Λυσικράτη που το υποστήριζαν δύο αγαλματίδια Σάτυρου και Δελφίνου.

Το μνημείο ως μονή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο του Λυσικράτη, στο βιβλίο Antiquities of Athens (1762)
Το 1685, στο χώρο ιδρύθηκε μια γαλλική μονή καπουτσίνων. Το 1669 η μονή αγόρασε το μνημείο, το οποίο αποκαλούνταν πλέον «Φανός του Δημοσθένη».[5] Μία ανάγνωση της επιγραφής από τον Ζακόμπ Σπον (Jacob Spon) καθόρισε τον αρχικό σκοπό του.[6] Οι νεαροί Βρετανοί αρχιτέκτονες Τζέιμς Στιούαρτ (James Stewart) και Νίκολας Ρεβέττ (Nicholas Revett) δημοσίευσαν τα πρώτα μετρημένα σχέδια του μνημείου στο βιβλίο τους Antiquities of Athens (Λονδίνο: 1762). Το μνημείο έγινε γνωστό σε Γαλλία και Αγγλία μέσω των γκραβούρων του, και «βελτιωμένες» εκδοχές του έγιναν εντυπωσιακά χαρακτηριστικά σε αρκετούς κήπους στην Αγγλία. Ο Λόρδος Βύρων έμεινε στη μονή κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψης του στην Ελλάδα. Το 1818 ο μοναχός Φραγκίσκος φύτεψε στους κήπους της μονής τα πρώτα φυτά τομάτας στην Ελλάδα. Το 1821 η μονή, η οποία είχε κλείσει το μνημείο, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος αποθήκευσης βιβλίων, κάηκε κατά την Οθωμανική κατοχή της Αθήνας, και εν συνεχεία κατεδαφίστηκε, ενώ το μνημείο παρέμεινε εκτεθιμένο στην κακοκαιρία.[4] Το 1829, οι μοναχοί προσέφεραν το κτίσμα σε έναν Άγγλο περιηγητή, αλλά αποδείχθηκε πως ήταν πολύ δυσκίνητο για να αποσυναρμολογηθεί και να τοποθετηθεί σε πλοίο. Ο Λόρδος Έλγιν διαπραγματεύθηκε ανεπιτυχώς για το μνημείο, το οποίο έκτοτε αποτέλεσε εικόνισμα της Ελληνικής Επανάστασης. Γάλλοι αρχαιολόγοι καθάρισαν τα συντρίμμια από το μισοθαμμένο μνημείο και ερεύνησαν στην περιοχή για χαμένα τμήματα του. Τη περίοδο 1876-1887, οι αρχιτέκτονες Φρανσουά Μπουλανζέ (François Boulanger) και Ε. Λεβιότ (E. Leviot) διήθυναν την αναστήλωση του, υπό την καθοδήγηση της Γαλλικής κυβέρνησης.

Επιρροή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του 1900
Διάσημες Βρετανικές εκδοχές του Μνημείου περιλαμβάνουν το Μνημείο Ντάγκαλντ Στιούαρτ και το Μνημείο Μπερνς, αμφότερα στο Κάλτον Χιλ του Εδιμβούργου, το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Τζιλ στο Έλγιν, και τους κήπους του Σάγκμπορο του Σταφορντσάιρ. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή στο Τσάισεστερ, έχει στην κορυφή του, μια «παράλογη μικρογραφία» του μνημείου.[7][8] Ο ελληνορθόδοξος καθεδρικός ναός των Αγίων Πάντων στο Λονδίνο, έχει επίσης αντίγραφο του μνημείου στο άνω μέρος της εισόδου του.
Στις ΗΠΑ, το Μνημείο του Λυσικράτη, ήταν το μοντέλο του Γουίλλιαμ Στρίκλαντ (William Strickland) για τον θόλο του Merchants' Exchange στην Φιλαδέλφεια και επίσης αντιγράφηκε από τον ίδιο για τον θόλο στην κορυφή του Καπιτωλίου της Πολιτείας του Τενεσί στο Νάσβιλ.[9] Ο σχεδιασμός του Portland Breakwater Light στο Μέιν ήταν προϊόν έμπνευσης από το μνημείο. Υιοθετήθηκε στην κατασκευή πολλών μνημείων του Εμφυλίου Πολέμου και επιστέγασε πολλύς πύργους του αρχιτεκτονικού ρεύματος Beaux-Arts, όπως οι πύργοι Σαν Ρέμο στη Νέα Υόρκη. Το πιο επιφανές παράδειγμα είναι το Μνημείο Στρατιωτικών και Ναυτικών που σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Σαρλ και Άρθουρ Στόουτον (Charles and Arthur Stoughton) στη περιοχή Ρίβερσαϊντ Ντράιβ της Νέας Υόρκης το 1902. Μια μπρούτζινη μικρογραφία του μνημείου παραδίδεται στα βραβεία Ρίτσαρντ Ντρίχαους (Richard H. Driehaus) σε έναν εν ζωή αρχιτέκτονα του οποίου η δουλειά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των αξιών της παραδοσιακής και κλασικής αρχιτεκτονικής σε ένα σύγχρονα δομημένο περιβάλλον.[10]
Στην Αυστραλία, υπάρχει μια εκδοχή του μνημείου στον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο του Σίδνεϊ στη Νέα Νότια Ουαλία. Επίσης αναπαρίσταται το Βωμό της Μνήμης (Shrine of Remembrance) στη Μελβούρνη, όπου σχηματίζει ένα κορωνοειδές στοιχείο στην πυραμιδοειδή οροφή του μνημείου.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Χρήστος Γιανναράς, Α-νόητος βίος και ιός



πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5/4/2020

Ο τρόμος για τον κορωνοϊό μας παραλύει. Πάμπολλες αφορμές θανάτου παραμονεύουν σε κάθε κλάσμα δευτερολέπτου. Ο κορωνοϊός μας τρομοκρατεί, γιατί δεν τον ξέρουμε, μας αιφνιδίασε και δεν έχουμε τρόπους να αμυνθούμε – φάρμακα και εμβόλιο. Μας πανικοβάλλει το κατακόρυφα αυξημένο στατιστικό ενδεχόμενο να μολυνθούμε. Να έχουμε έναν βασανιστικό θάνατο μέσα σε νοσοκομειακό αλαλούμ πανικού.


Όταν υπάρξουν φάρμακα και εμβόλιο, ο τρόμος θα αποσβεσθεί. Μόνο επειδή θα μειωθεί το στατιστικό ενδεχόμενο θανάτου μας. Μήπως θα ξέρουμε και ποιο «νόημα» (αιτία και σκοπό) έχει η ύπαρξη του κορωνοϊού; Όχι, όπως δεν ξέρουμε τι «νόημα» έχουν και οι παντοειδείς καρκίνοι, το έμφραγμα, το εγκεφαλικό επεισόδιο – οι αναρίθμητες αφορμές θανάτου – τι «νόημα» έχει επιτέλους ο θάνατος.


Άλλοτε, σε πολιτισμούς του παρελθόντος, ήταν μάλλον δεύτερη (όχι δευτερεύουσα) η ανάγκη για φάρμακα - εμβόλιο και πρώτη η ανάγκη για «νόημα». Ποιος βεβαιώνει αυτή την πρωτιά; Η πράξη, οι θεσμοί των ανθρώπων, ο μνημειωμένος λόγος τους. Οι άνθρωποι μιλούσαν για το «νόημα» της ύπαρξης, σπανιότατα με νοητικές κατηγορίες και λεκτικά σχήματα – τις εμπειρικές απαντήσεις τους τις αποτύπωναν στους θεσμούς του οργανωμένου κοινού βίου, όπως και στις γλώσσες της Τέχνης: σε ζωγραφιές, γλυπτά, μουσική, αρχιτεκτονήματα, χορό, δραματουργία. Σήμερα μοιάζει να ζούμε σε έναν πολιτισμό α-νοησίας, άσκεπτης αδιαφορίας για τα ουσιώδη, φανερής απουσίας «νοήματος» – μοιάζει αράγιστη και συμπαγής η βεβαιότητα ότι με τον θάνατο «τελειώνουν όλα».


Πιστοποιούμε αυτόν τον κατεστημένο μηδενισμό στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του βίου μας, ατομικού, συλλογικού, παγκόσμιου. Στα κίνητρα και στους στόχους της λεγόμενης «πολιτικής», στα συστήματα λειτουργίας της οικονομίας, στη λογική των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων, στον πρωτογονισμό κυριαρχίας του ιδιωτικού πάνω στον δημόσιο (κοινωνικό) τομέα. Και εμφανέστερα, στους χυδαία χρηστικούς στόχους της Παιδείας, στην εμπορευματοποίηση της «πληροφόρησης» και της Τέχνης, την παγίδευση και των δύο στη στυγνή προτεραιότητα των «εντυπώσεων».


Πριν από 133 χρόνια, ο Νίτσε πιστοποιούσε, με προφητική ενάργεια συγκλονιστική, ότι «ο μηδενισμός στέκει στην πόρτα μας... η απαξίωση κάθε αξίας, η απουσία κάθε νοήματος – λείπει ο σκοπός, λείπει η απάντηση στο γιατί». Ψηλαφούμε σήμερα αυτόν τον θελημένο και ανάλγητο, παγερό μηδενισμό κάθε «νοήματος», στη φυσιογνωμική εκφραστική του προέδρου Τραμπ, στα νεκρόφιλα χαμόγελα της κυρίας Μέρκελ, στη ματαιόσπουδη τσαχπινιά της κυρίας Λαγκάρντ ή, απλώς, στην κωμική ανεπάρκεια σπουδαιοφανών ημέτερων σπιθαμιαίων.


Ο ακαταμάχητος και κατεστημένος πια μηδενισμός ότι «με τον θάνατο τελειώνουν όλα», είναι πρωτίστως γέννημα της αλλοτρίωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ατομοκεντρική θρησκεία. Το είχε και αυτό διαγνώσει εναργέστατα ο Νίτσε, διαφαίνεται η διάγνωση στην αινιγματική συχνά γλωσσική του τόλμη. Η μόνη εκφραστική που μπορεί να μεταγγίσει βεβαιότητα ότι με τον θάνατο δεν τελειώνουν όλα, αλλά υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω», είναι πράξη, εμπειρική μετοχή. Όχι ιδεολογικό επινόημα, όχι νοητική βεβαιότητα, όχι ψυχολογική αυθυποβολή. Είναι Γιορτή, εμπειρία κοινωνούμενης βεβαιότητας, δώρο της χαράς που γεννιέται απροκαθόριστα όπως κάθε αληθινός έρωτας.


«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη», τραγούδαγε κάποτε ο Σαββόπουλος συνοψίζοντας, όπως γίνεται συχνά στην Τέχνη, μια κοινή (την εκκλησιαστική) εμπειρία. Στη ζωή της Εκκλησίας, κάθε σύναξη Ευχαριστίας είναι γιορτή χαράς, γιατί ο θάνατος «πατείται θανάτω» – αν δεν υπάρχει η κοινωνούμενη χαρά, δεν έχει νόημα και η σύναξη. Η πίστη είναι σχέση, σχέση που τη συνιστά η εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη που τη γεννάει ο έρωτας. Ούτε το κήρυγμα, ούτε οι νουθεσίες, ούτε ο νομικισμός της ντιρεχτίβας γεννάνε έρωτα.


Αυτήν την εξόφθαλμη πραγματικότητα μοιάζει να μην μπορεί πια να την αναγνωρίσει η πλειονότητα των επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας. Ίσως είναι φυσιολογικό. Διακόσια τώρα χρόνια στην Ελλάδα, η Εκκλησία είναι υποταγμένη στον ρόλο της «επικρατούσας θρησκείας», επομένως ταυτισμένη με τη νοησιαρχία της κοινής ωφέλειας, τον διδακτισμό της ιδεολογίας, τον νομικισμό της ηθικής αποτελεσματικότητας – δηλαδή με τη θνητότητα ως νομοτέλεια.


Έτσι, αποδέχθηκαν οι επίσκοποι να απαγορευθεί η συγκρότηση και φανέρωση της Εκκλησίας στην Ευχαριστία, προκειμένου να σωθούν από τον θάνατο οι βαφτισμένοι στον αναστάσιμο θάνατο. Αποδέχθηκαν να διαστραφεί η γιορτή της υπαρκτικής ελευθερίας σε θέαμα και ακρόαμα τηλεοπτικό. Προφανέστατα, επειδή πιστεύουν οι ιεράρχες ότι ο ρόλος της Ευχαριστίας είναι απλώς κηρυγματικός: να «ωφεληθεί» το άτομο, να διδαχθεί, να τονωθεί συναισθηματικά, να συμμορφωθεί με δεοντολογικές ντιρεχτίβες. Η Εκκλησία σήμερα έχει να κάνει με τη συμπεριφορά, καμία σχέση με την ύπαρξη.


Γιατί υπάρχουμε; Κι αν έχει αιτία και σκοπό η ύπαρξη, γιατί είναι εφήμερη, γιατί ο τρόμος της ανυπαρξίας; Η Εκκλησία απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα ως γεγονός, όχι με κηρύγματα. Την αγάπη της μάνας ή τον αληθινό έρωτα δεν τα μαθαίνουμε μέσα από ιδεολογικές παρλαπίπες, η γνώση και των δυο «γεννιέται», είναι εμπειρία, χαρίζεται «ανεπαισθήτως» χάρη στην αμεσότητα της σχέσης.


«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» – η Εκκλησία το βεβαιώνει τραγουδώντας «Χριστός Ανέστη»!


https://www.kathimerini.gr/1072383/opinion/epikairothta/politikh/a-nohtos-vios-kai-io