Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη είναι μια ιστορική πόλη της Ελλάδας. Στη μακρά ιστορική της πορεία βρέθηκε υπό την κατοχή διάφορων λαών και απετέλεσε τόπο πολιτισμικής σύγκλισης πολλών εθνοτήτων. Από το 1912 και τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του σύγχρονου ελληνικού κράτους και σήμερα είναι η μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας και πρωτεύουσα της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με πληθυσμό 800.764 κατοίκους 2001.
Η ίδρυσή της συμπίπτει με την αρχή της ελληνιστικής εποχής, την ανάληψη δηλαδή της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τους επιγόνους του και την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του γνωστού, για τον τότε δυτικό άνθρωπο, κόσμου. Ο κληρονόμος του βασιλείου της Μακεδονίας και σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Κάσσανδρος, ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες, που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο, και της έδωσε το όνομα της γυναίκας του, θυγατέρας του Φιλίππου Β’, Θεσσαλονίκης (όνομα που προήλθε μετά από επιτυχή έκβαση μάχης επί των Θεσσαλών).
Τον 2ο π.Χ. αιώνα πέρασε στη ρωμαϊκή κυριαρχία, όπως και ο υπόλοιπος ελλαδικός και μικρασιατικός ελληνιστικός χώρος, και απετέλεσε αρχικά μία από τις τέσσερις έδρες διοίκησης των επαρχιών της Μακεδονίας, ενώ αργότερα έγινε πρωτεύουσα ολόκληρου του ρωμαϊκού θέματος της Μακεδονίας. Στην απαρχή της μετάβασης από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Μεγάλο Κωνσταντίνο ανατολικά, υπήρξε, εξαιτίας της σημαίνουσας στρατηγικής της θέσης, μια από τις υποψήφιες πόλεις, οι οποίες προτάθηκαν ως αντικαταστάτριες της Ρώμης. Παρ’ ότι, όμως, προτιμήθηκε το Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα, η Θεσσαλονίκη είχε τον πολιτικό και πολιτισμικό ρόλο της συμβασιλεύουσας πόλης.
Η οθωμανική προέλαση στη χερσόνησο του Αίμου εφόρευσε και τη Θεσσαλονίκη το 1432 στο Βασίλειο των Οσμανλιδών, όπου παρέμεινε για πέντε περίπου αιώνες. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Αυτοκρατορίας ευνόησε, έπειτα από μερικές δεκαετίες, την εγκατάσταση εβραϊκών φύλων από την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Βόρεια Ευρώπη. Αυτή η πληθυσμιακή μετακίνηση ανέδειξε τη Θεσσαλονίκη στη σημαντικότερη παγκόσμια εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον και τις αρχές του 20ου αιώνα. Εκτός αυτού, ειδικότερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο αστικοποιούμενο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων.
Η ένταξή της στον κορμό του εθνικού ελληνικού κράτους το 1912 με τη συνακόλουθη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού αλλά και τον ερχομό, μία δεκαετία αργότερα, των χριστιανικών προσφυγικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής υφής της πόλης μετατρέποντάς τη σε μια αστική πολιτεία με κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου και όλες τις ιδιομορφίες του ελλαδικού αστικού τύπου. Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική της αλλαγή επιταχύνθηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης για εξελληνισμό του αρχιτεκτονικού ύφους της με την καταστροφή των μουσουλμανικών μνημείων. Τα τελευταία γεγονότα που σχετίζονται με την πληθυσμιακή αλλαγή της πόλης είναι η εξολόθρευση της ακμαίας εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής και το κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50.
Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές, με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα[3] και χρησιμοποιείται, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, ως ονομασία πόλης σχηματιζόμενη από όνομα φυσικού προσώπου, όπως Σελεύκεια (από το Σέλευκος), Κασσάνδρεια (από το Κάσσανδρος), Αλεξάνδρεια (από το Αλέξανδρος) κ.α. Η επικρατήσασα, όμως, μορφή του ονόματος είναι αυτούσιο το προσωπικό όνομα. Κατά την ελληνιστική εποχή υπήρξε ο τύπος Θετταλονίκη[4] ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις][5].
Στους μεσαιωνικούς χρόνους οι λαοί που σχετίστηκαν με το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και τη Θεσσαλονίκη απέδωσαν μέσω, κυρίως, παρηχήσεων την ονομασία της Θεσσαλονίκης στις γλώσσες και διαλέκτους τους. Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμ.:سلاني, τουρκ.:Selânik) όπως και οι Ιουδαίοι, που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι τοπικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.:Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.:Sãrunã).
Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών [6]με αποκλίσεις ως προς το έτος ίδρυσης[7]. Η δεύτερη μαρτυρία είναι του Στεφάνου του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης το Φίλιππο Β’[8].
Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης το 316/15 π.Χ. από τον σφετεριστή του θρόνου του Βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές. Επιπλέον ο Κάσσανδρος υπολόγιζε τον πολισμό της Θεσσαλονίκης σαν μια δεύτερη πράξη, που θα νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από το γάμο του με γόνο της βασιλικής δυναστείας.
Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών, παράκτιων πολισμάτων δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης. Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από νωρίς διάφορους εποίκους (Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους) αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος ενώ διατηρούσε εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής.
Στο διοικητικό επίπεδο η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία που διαχειριζόταν η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, ενώ συνάμα τελούσε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά, ο οποίος ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων – εντολοδόχων, των Βασιλικών, ενώ διόριζε και το στρατιωτικό διοικητή, τον Επιστάτη, ο οποίος είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και τους Αρμοστές[9]
Η κατάλυση του Βασιλείου των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ. έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res Publica Romana).
Η κατασκευή της Via Egnatia από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 – 120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, η οποία ένωνε την Αδριατική με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμφαση μέσα στο μεγεθούμενο κράτος[12]. Έτσι, μέχρι το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα, η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχτεί στο κυρίαρχο σταυροδρόμι και βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας.
Στην εμφύλια διαμάχη δημοκρατικών και αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα (44 μ.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 μ.Χ. στους Φιλίππους[13] οδήγησε στην απόδοση περισσοτέρων προνομίων στην πόλη και ουσιαστικής αυτοδιοίκησης με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» - Civitas Libera[14].
Μνημείο τεράστιας αρχαιολογικής αξίας η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Αρχικά μαυσωλείο του Γαλερίου μετατράπηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε χριστιανικό Ναό προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου.Κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη Θεσσαλονίκη δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των εκχριστιανισθέντων μελών της αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης[15]
Ωστόσο δεν υπάρχει καμία ιστορική απόδειξη ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκη συναγωγή και η μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια της "συναγωγής" ως συνάθροιση. Επιστολες: [16]
Η χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α’ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου όπου εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία. Ωστόσο, ο χριστιανικός χαρακτήρας της πόλης έγινε εντονότερος στη διάρκεια της βασιλείας του Γαλέριου, όταν δίδαξε και μαρτύρησε ο πολιούχος της πόλης Άγιος Δημήτριος (305 μ.Χ.)[17].
Η Θεσσαλονίκη, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που διήπε την Αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων[18]. Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους, που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων[19].
Στο στάδιο της παρακμής του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού - παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή, και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του Γαλερίου,[20] ενός από τους Καίσαρες της τετραρχίας που εξουσίασε το imperium λίγο πριν τη μονοκρατορική επιβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έπειτα ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους[21] προτύπωσε τη δυναμική, που θα ενείχε στη διάρκεια της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής.
Έπειτα από την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη Μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μ. Κωνσταντίνου εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου[23].
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την από τούδε Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη (Nova Roma), θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Η παραυξάνουσα αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων Ιουλιανού και Μεγάλου Θεοδόσιου, την καθιστούν «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ'ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της Αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ῥωμαίων πρώτην πόλιν)[24].
Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως Αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους Γότθους το 378 ασπάστηκε το Χριστιανισμό, με προτροπή του Επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου[25], και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα[26]. Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.
Ιστορική για τη σκληρότητά της έχει μείνει η πράξη της σφαγής 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο το 390, με διαταγή του Θεοδοσίου, σαν τιμωρία για την εξέγερση ενάντια στη φρουρά του, που αποτελούνταν από ηττημένους Γότθους υπό το Βουτέριχο[27].
Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα όταν η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντάς την σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου[28].
Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’, ο επικαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.
Την περίοδο της Εικονομαχίας σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[29]. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι Βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων[30].
Το 904 η πόλη δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η απροετοιμασία για πολιορκία οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της[31]. Παρόλα αυτά ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίστηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα.
Από τη νορμανδική κατάκτηση στην κορυφή της διοίκησης
Γεγονός – ορόσημο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης θεωρείται η άλωσή της από τους Νορμανδούς το 1185. Στις 15 Αυγούστου του 1185 νορμανδικός στόλος μεταφέροντας 80.000 στρατό κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και άρχισε την πολιορκία από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός, όμως, της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγούστου 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά την ηρωϊκή άμυνα των κατοίκων και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της[32]. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες[33].
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στα 1204 και η κατάλυση της Αυτοκρατορίας οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με το Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο το Μομφερατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων[34]. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (Royaume de Thessalonique), που υπήρξε βραχύβιο, εκτίνοντας το βίο του σε είκοσι χρόνια.
Το 1224 ο Δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος Δούκας κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε Βασιλεύς των Ρωμαίων από τον Αρχιεπίσκοπο Αχριδών Δημήτριο Χωματιανό[35]. Ο Θεόδωρος όρισε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της ηγεμονίας του, η οποία αποτελούσε το αντίπαλο δέος του άλλου βυζαντινού κράτους, της Αυτοκρατορίας της Νικαίας.
Η παρακμή του κράτους του Θεοδώρου εκκίνησε από την ήττα του το 1230 στην Κλοκοτνίτσα από τον Ιωάννη Ασσάν Β’. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο Αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης.
Ο ηγέτης της μερίδας των Ησυχαστών και κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης, Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Παλαμάς.Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μια πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στο μεσαιωνικό κόσμο, όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από το λαό και η «ελέω θεού» διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα[36]. Η διαπάλη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στο βυζαντινό θρόνο οδήγησε την Αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτελέσματα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη.
Η ογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών το 1342. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης, συντασσόμενος με την πλευρά της Άννας της Σαβοΐας και του Απόκαυκου και καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.
Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349 όταν η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές και επανέφερε την πόλη στην αυτοκρατορική «νομιμοφροσύνη»[37].
Παρά τις πολιτικές αναταραχές, κατά το 13ο και 14ο αιώνα η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση και ανέδειξε πληθώρα λογίων, θεολόγων και καλλιτεχνών. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο το βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση ονομάστηκε Παλαιολόγεια Αναγέννηση και είναι η περίοδος κατά την οποία η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της Αυτοκρατορίας[38].
Σε αυτό το κλίμα συνέβαλλε η επικράτηση των ιδεών των Ησυχαστών, που ως βασικό εκφραστή είχαν τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά[39]. Η ησυχαστική κίνηση παρ’ ότι απετέλεσε τροχοπέδη στη διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασσικής παιδείας εντούτοις ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη, που εξακολούθησε να επιζεί στον Άθωνα και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας[40].
Ο Λευκός Πύργος (Beyaz Kule) ή Πύργος του Αίματος (Kanli Kule) υπήρξε Οθωμανική φυλακή για τουλάχιστον τέσσερις αιώνες. Εδώ σε ζωγραφική αναπαράσταση των αρχών του 19ου αιώνα, όπου φαίνεται και το προτείχισμα που τον περιέβαλε μέχρι και το 1911.
Ο Λευκός Πύργος σήμεραΗ οθωμανική προέλαση στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου διεμφάνισαν τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής βοήθειας παραδόθηκε «φόρου υποτελής» στο Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ το 1387 έπειτα από τετραετή πολιορκία[41].
Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από το Βαγιαζήτ με αιτία τη δραπέτευση του Μανουήλ Β' από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα[42]. Η πρώτη οθωμανική κατοχή της πόλης διήρκεσε έως το 1403 οπότε ο Αυτοκράτορας Μανουήλ, επωφελούμενος της ήττας του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο και της ακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιών του για τη διαδοχή, κατάφερε να του αποδοθεί η Θεσσαλονίκη σαν αντάλλαγμα της συνδρομής του στο γιο του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Τσελεμπή.
Η ακεσφορία των εσωτερικών τραυμάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των βυζαντινών εδαφών αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης Αυτοκρατορίας στην υπεράσπισή τους οδήγησε το 1420 στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους Βενετούς.
Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των Βενετών ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Τελικά η «συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις 29 Μαρτίου του 1430 έπειτα από ισχυρή πολιορκία τριών ημερών[43].
Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου» (ahl al-kitab), όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν το 15ο αιώνα στην εγκατάσταση των διωκόμενων από τη βόρεια Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο Ιουδαϊκών φύλων. Οι Εβραίοι Ασκεναζίμ και Σεφαραδίτες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν ευπρόσδεκτοι[44] συμβάλλοντας επιπλέον στον επανεποικισμό έπειτα από την υφιστάμενη ερήμωσή της εξ’ αιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων.
Οι Εβραίοι έκτοτε αποτέλεσαν το κυρίαρχο και οικονομικά εναργέστερο πληθυσμιακό στοιχείο της πόλης[45]. Έως και το 1912 η Θεσσαλονίκη παρέμεινε ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο εβραϊκής πόλης και αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»[46] και «Μητέρα του Ισραήλ»[47].
To Εβραϊκό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης σε ταχυδρομικό δελτάριο του 19ου αιώνα. Σήμερα στην θέση του βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη.
Το Διοικητήριο ή Κονάκι. Κτίσμα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής διοίκησης σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli είναι η έδρα της Γενικής Γραμματείας Μακεδονίας - Θράκης.Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ, σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους να αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Αναγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών, ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω (Robert De Dreux) επισημαίνει τη Θεσσαλονίκη, ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ (Joseph de la Porte) ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 Ελληνικές εκκλησίες και 36 συναγωγές[48].
Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους Ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Ιδιαίτερη, όμως, σκληρότητα επέδειξαν οι Οθωμανοί με το ξέσπασμα της Επανάστασης της Χαλκιδικής το Μάρτιο του 1821 όταν σφαγίασαν 3.000 περίπου Έλληνες στο σημερινό διοικητήριο[49], σημαίνοντας την απαρχή μίας περιόδου τρομοκρατίας, που διήρκεσε έως και το 1823, χρονιά που κατεστάλησαν τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί κρέμασαν επίσης, τους πρόκριτους (μέλη της Φιλικής Εταιρείας) Γεώργιο Βλάλη, Χρήστο Μενεξέ, Χριστόδουλο Μπαλάνο, Γεώργιο Πάικο, Στέργιο Πολύδωρο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Αναστάσιο Γούναρη, Δημήτριο Παππά, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, τον Αργυρό Ταπουχτσή από την Επανομή κ.α. στην τότε πλατεία Αλευραγοράς (σημερινή αγορά Καπάνι - Βλάλη), στις 18 Μαΐου. Σφαγές επίσης έγιναν στην περιοχή της Ροτόντας και στην Πύλη Αξιού[50]. Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει 2.000 Έλληνες και τελικά πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τον τουρκικό όχλο[51]. Σημαντικές προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης που πρωτοστάτησαν την περίοδο εκείνη στους Ελληνικούς αγώνες ήταν ο Γρηγόριος Ζαλύκης, ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Ιωάννης Γούτας Καυτατζόγλου, ο Ιωάννης Μιχαήλ (ο οποίος συμμετέιχε στη Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας), ο Ιωάννης Παπάφης, ο Ανδρόνικος Πάικος και άλλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν ο Θεσσαλονικέας Ιωάννης Σκανδαλίδης, ένας από τους πληρεξούσιους της Μακεδονίας[52][53].
Η λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828 – 1829 επέφερε την ηρεμία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Το θετικό κλίμα ενέτειναν και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ από το τέλος της δεκαετίας του 1830. Η Θεσσαλονίκη αυξάνει περαιτέρω την εμπορική της δύναμη ενώ παράλληλα ξεκινά η ανοικοδόμηση σημαντικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ιδιωτικών κτηρίων. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που από 50.000 το 1865 φτάνει τις 90.000 το 1880 και τις 120.000 το 1895[54].
Το Μέγαρο του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, το οποίο, πλέον, φιλοξενεί το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνος.Το ρεύμα της εθνικιστικής ιδεολογίας, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση και απλώθηκε σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, άρχισε, ογκούμενο σταδιακά μέσα στο 19ο αιώνα, να επιδρά και στα βαλκανικές εθνικές ομάδες, που βρίσκονταν στην οθωμανική επικράτεια.
Το ρωμαιϊκό στοιχείο συγκρούστηκε έντονα με το βουλγαρικό, που με τη δράση των κομιτατζήδων προσπάθησε τη μεταστροφή των ορθοδόξων πληθυσμών από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία με στόχο τον εκβουλγαρισμό τους[55]. Η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε το διάστημα των ετών 1904-1908, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όπου επιτελικό κέντρο των Ελλήνων αγωνιστών υπήρξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).
Η Έπαυλη Αλλατίνη, που χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του έκπτωτου Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β' στη Θεσσαλονίκη.Παράλληλα με τα εθνικιστικά κινήματα αναπτυσσόταν και ένα άλλο κίνημα με στελέχη από τη στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο του τη Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, ο εκσυγχρονισμός και μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της παραπαίουσας και μειούμενης εδαφικά Αυτοκρατορίας και πολιτικό εφαλτήριό της η "Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο" (İttihad ve Terakki Cemiyeti - Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος)[56], της οποίας η δράση εκκίνησε το 1896 και στις τάξεις της περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν γνωστά με το όνομα Νεότουρκοι (Jön Türkler – Ζον Τουρκλέρ από το γαλλικό Jeunes Turcs) και στα πρώτα της βήματα αναδείχθηκε σε φορέα της αστικής αλλαγής με αντιιμπεριαλιστικές αιχμές[57].
Τον Ιούνιο του 1908 οι Νεότουρκοι διέθεταν την ισχύ ώστε να απαιτήσουν από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ την πολιτειακή μεταβολή προς τη συνταγματική μοναρχία. Έτσι με μία εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση το Οθωμανικού Στρατού ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, με αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος στις 24 Ιουλίου 1908[58].
Η αντεπανάσταση των συντηρητικών Παλαιότουρκων το 1909 βοήθησε τον απολυταρχικό Αμπντούλ Χαμίτ να άρει τα συνταγματικά προνόμια. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι κατάφεραν να πάρουν την κατάσταση και πάλι στα χέρια τους εξαναγκάζοντας το Σουλτάνο σε παραίτηση και ανεβάζοντας στο θρόνο το μετριοπαθή αδελφό του, Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ. Ο Αμπντούλ Χαμίτ οδηγήθηκε στο πολιτικό κέντρο των Νεοτούρκων, τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε φρουρούμενος στην Έπαυλη Αλλατίνη (σημερινό Μέγαρο της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης) έως και το 1912.
Τελευταίο σημαντικό γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η επίσκεψη στην πόλη του Μεχμέτ στις 31 Μαΐου 1911, στο πλαίσιο της περιοδείας του στα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα της επίσκεψης αποτέλεσαν η παρέλαση των εθνοτήτων ενώπιον του μονάρχη και το εντυπωσιακό προσκύνημά του στο τέμενος της Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με το επίσημο τυπικό του προσκυνήματος της Παρασκευής στο τζαμί Χαμιντιέ της Κωνσταντινούπολης[59].
Η απόδειξη των πραγματικών πολιτικών προθέσεων της ηγετικής ομάδας των Νεότουρκων, που ως βασικό στόχο είχαν τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της εξάλειψης των μειονοτήτων, και η σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής έναντι αυτών έφεραν το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου]][60]. Τα τέσσερα βαλκανικά βασίλεια, Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την κατάκτηση και το διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών της εδαφών, στα οποία κατοικούσε σημαντική μερίδα «αλύτρωτων» ομοεθνών τους.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων[61]. Οι νίκες των Ελλήνων σε σημαντικές μάχες είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα στο στράτευμα, το οποίο όδευε για την κατάκτηση του Μοναστηρίου, βαλκανικής πόλης με ακμαίο ελληνικό πληθυσμό. Ο επικεφαλής της στρατιάς της Θεσσαλίας και αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος έπειτα από τη νικηφόρα Μάχη του Σαρανταπόρου κινούνταν προς το Μοναστήρι. Οι πληροφορίες, όμως, προς την ελληνική κυβέρνηση αναφέρονταν σε προώθηση των βουλγαρικών στρατευμάτων νοτιότερα, με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης[62]. Έτσι το ελληνικό στράτευμα της Θεσσαλίας, αλλάζοντας πορεία, κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έφτασε έπειτα από τη Μάχη των Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου) στις 25 Οκτωβρίου 1912 περικυκλώνοντάς την.
Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί επιτελείς της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής το διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά, αντιλήφθηκαν ότι πιθανή αντίσταση δε θα επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα[63] και προέβησαν σε προτάσεις παράδοσης προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε από οθωμανικής πλευράς υπήρχε η προτίμηση της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες λόγω της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι θα προέβαιναν σε βιαιότητες έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού[64]. Ο Κωνσταντίνος, όμως, δεν έκανε δεκτή την οθωμανική πρόταση και απαίτησε «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας γνώση των κινήσεων της 7ης Βουλγαρικής μεραρχίας, η οποία πλησίαζε τη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε το Διάδοχο να επισπεύσει τη διαδικασία[65]. Έτσι τη νύχτα της 26ης προς 27 Οκτωβρίου 1912 (Ιουλιανό ημερολόγιο), οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό[66][67] και το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη τα δύο πρώτα ελληνικά ευζωνικά τμήματα της μεραρχίας Κλεομένους.
Εντωμεταξύ οι Βούλγαροι, που είχαν προσεγγίσει την πόλη, πίεσαν το Χασάν Ταχσίν Πασά να υπογράψει παρόμοιο πρωτόκολλο και με αυτούς. Η πρότασή τους, εντούτοις, δεν έγινε δεκτή με τη χαρακτηριστική απάντηση του Οθωμανού στρατηγού: «Έχω μόνο μία Θεσσαλονίκη, την οποία έχω ήδη παραδώσει»[68]. Παρά τούτο οι βουλγαρικές διεκδικήσεις δεν έπαυσαν έως και το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, οπότε το νικηφόρο αποτέλεσμά του, για την ελληνική πλευρά, επέφερε οριστική λύση στο θέμα.
Ένας ακόμη παράγοντας, που προσπάθησε να επηρεάσει το εδαφικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης, ήταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, που με τη συμπαράσταση της Γερμανίας επεδίωξε, ανεπιτυχώς, διεθνοποίηση της πόλης[69]. Ακόμη μερίδα της Ιουδαϊκής κοινότητας προώθησε στο εξωτερικό πρόταση για αυτόνομο καθεστώς υπό ισραηλιτική διοίκηση[70]
Στις 29 Οκτωβρίου ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ εισήλθε στην πόλη επικεφαλής τμημάτων στρατού και στις 30 Οκτωβρίου τελέστηκε από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο δοξολογία στον τότε Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μηνά «επί τη απελευθερώσει της πόλεως».
Το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Μακεδονία την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.Μετά την απελευθέρωση του 1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με λίγες διακοπές μέχρι το 1922. Τον Μάρτιο του 1913 ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α' δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη, και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκαν επεισόδια κατά των Μουσουλμάνων και Εβραίων της πόλης στους οποίους αδίκως κινήθηκαν οι πρώτες υποψίες.
Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο από το ξέσπασμά του παρά τις προσκλήσεις για συμμαχία και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ωστόσο με δικαιολογία την βοήθεια προς τον Σερβία αλλά και αδιαφορία για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με σκοπό να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό Μέτωπο, που απαρτιζόταν από δεκάδες χιλιάδες άνδρες και είχε σκοπό να παράσχει υποστήριξη προς τη Σερβία και τη Ρωσία. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η διαμάχη (1916) ανάμεσα στο Βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΒ΄ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στο σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από το Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" απαρτιζόταν από το Βενιζέλο, το Δαγκλή και τον Κουντουριώτη, τη λεγόμενη "Τριανδρία". Έτσι, η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου.
Η μεγάλη πυρκαγιά το 1917 ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια. Κατέστρεψε ολοσχερώς κτήρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης, καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές και κυρίως χιλιάδες σπίτια αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους, και προκάλεσε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από την συγκέντρωση προσφύγων που προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό Βουλγαρική διοίκηση Θράκη. Στη θέση των κτηρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ.
Την περίοδο 1922-1924 στα πλαίσια της Ελληνοτουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η εισροή προσφύγων ήταν τόσο έντονη ώστε επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, όπως η Καλαμαριά, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους "ανταλλάξιμους" που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
Σε όλο το διάστημα του μεσοπόλεμου οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από την ανάμιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων και Εβραίων και Ελλήνων εργατών έδωσαν μεγάλη δυναμική στα εργατικά κινήματα, που ήδη ήταν ανεπτυγμένα στην πόλη. Ήδη από το 1908 είχε ιδρυθεί με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος και μετέπειτα στην δημιουργία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν συνεχείς οι διαδηλώσεις και απεργίες ομάδων εργατών όπως των καπνεργατών, των τροχιοδρομικών κ.α. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και αρκετές εθνικιστικές/αντισιωνιστικές οργανώσεις ως αντίδραση στην πολυπληθή παρουσία των Εβραίων εργατών, με διάφορα προβλήματα με κυριότερο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Θεσσαλονίκης.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν στην κοινότητα Χιρς, οι περιουσίες τους δημεύτηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και Ελλήνων συνεργατών τους. Τελικά ολόκληρος ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης οδηγήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπέργκεν-Μπέλσεν. Περίπου 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η απελευθέρωση της πόλης επήλθε στις 27 Οκτωβρίου του 1944.
Στις 20 Ιουνίου του 1978 ένας μεγάλος σεισμός επέφερε συνολικά 49 θανάτους και υλικές ζημιές ύψους 1,2 δισ. ευρώ, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα. 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο εν λόγω σεισμός υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα.[71]
Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης, στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Κεδρηνού Λόφου και περιβάλλεται στα βόρεια από το δάσος του Σέιχ Σου. Στη Σίνδο υπάρχει η βιομηχανική ζώνη της πόλης και στα ανατολικά βρίσκονται οι περιοχές του αεροδρομίου, της Θέρμης και του Πανοράματος.
Βόρεια-Βορειοανατολικά της πόλης υψώνεται ο Χορτιάτης, φυσική οχύρωση και πηγή μέρους του νερού που χρησιμοποιείται για την ύδρευση της. Βορειοδυτικά απλώνεται η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, που συμπληρώνει τις ανάγκες της Θεσσαλονίκης σε ύδρευση. Η πεδιάδα ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και της γύρω περιοχής, καθώς σχηματίστηκε (περίπου τον 1ο π.Χ. αιώνα) από τις προσχώσεις των ποταμών που διαρρέουν το νομό κι έτσι είναι ιδιαίτερα εύφορη.
Οι τρεις αυτοί ποταμοί, ο Αξιός, ο Λουδίας και ο Γαλλικός, εκβάλλουν δυτικά της πόλης ενώ ακόμα νοτιότερα εκβάλλει ο Αλιάκμονας. Οι ποταμοί αποτέλεσαν και φυσικά υδάτινα κωλύματα σε προσπάθειες προσέγγισης της πόλης από τα νότια· η διάβαση του Γαλλικού ποταμού από τα ελληνικά στρατεύματα, το 1912, οριστικοποίησε την άνευ όρων παράδοση των Οθωμανών. Το δέλτα του Αξιού αποτελεί υγροβιότοπο 22.000 στρεμμάτων ιδιαίτερης σημασίας, που προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ.
Η θέση της πόλης στην ευρύτερη περιοχή Μακεδονίας-Θράκης, η ύπαρξη του λιμανιού της ως φυσικής πύλης της περιοχής αυτής προς τη θάλασσα αλλά και η φυσική οχύρωσή της καθιστούν τη Θεσσαλονίκη αφενός σημαντικό στρατηγικό σημείο, αφετέρου εμπορικό, συγκοινωνιακό και πολιτισμικό σταυροδρόμι από την αρχαιότητα έως και τα σημερινά χρόνια.
Το κλίμα της Θεσσαλονίκης είναι μεσογειακό αλλά εμπεριέχει και ηπειρωτικά χαρακτηριστικά. Γενικότερα πάντως, η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει αρκετές ηλιόλουστες μέρες κατά την διάρκεια του έτους. Η μεγαλύτερη θερμοκρασία που έχει σημειωθεί ήταν στις 25/7/2007 και ήταν 44C στο Αεροδρόμιο "Μακεδονία", ενώ η χαμηλότερη στον ίδιο σταθμό ήταν -14,0C και σημειώθηκε στις 26/1/1963.Η χιονόπτωση κατα τον χειμώνα δεν είναι ασυνήθιστη, αλλά όσο χιόνι φτάνει στο έδαφος λιώνει μέσα σε λίγες ώρες.
Το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, έχει πραγματικό πληθυσμό 800.764 κατοίκους. Ο νομός Θεσσαλονίκης, για τον οποίο υπάρχουν ασφαλή στατιστικά στοιχεία, έχει πληθυσμό 1.057.825. Συγκεντρώνει ποσοστό 9,4% του πληθυσμού της χώρας με τάση αύξησης, αφού είχε το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό φυσικής αύξησης του πληθυσμού το 1997 και το 1998 μετά τους νομούς Δωδεκανήσου, Ξάνθης και Ηρακλείου (υπεροχή γεννήσεων/1.000 κατοίκους: 2,9), και υψηλή αναλογία μαθητών Δημοτικού ανά 1.000 κατοίκους (66 έναντι μέσου Ελλάδας 61). Παράγει το 9,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, το 2, 16% της συνολικής μεταποιητικής παραγωγής και τα 2/3 του προϊόντος του προέρχονται από τις υπηρεσίες. Με κατά κεφαλή προϊόν 3,8 εκ. δρχ. (3ος στην κατάταξη με 105% του μέσου όρου της Ελλάδος), η θέση του ως προς το μέσο της χώρας σε διάστημα μιας 10ετίας έμεινε σχεδόν σταθερή[72].
Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ένα αρκετά εκτεταμένο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονται τα περισσότερα καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες, αξιοθέατα και χώροι αναψυχής. Η έκτασή του μπορεί να οριστεί ανατολικά από το συγκρότημα του 3ου Σώματος Στρατού, δυτικά από την Πλατεία Δημοκρατίας (πρώην Πλατεία Βαρδαρίου), νότια από την παραλιακή Λεωφόρο Νίκης (πρώην Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’) και βόρεια από την οδό Ολυμπιάδος στις παρυφές της Άνω Πόλης.
Κεντρικές οδικές αρτηρίες του Κέντρου αποτελούν οι Οδοί Νίκης, Μητροπόλεως, Τσιμισκή, Εγνατία, Βενιζέλου και Αγίου Δημητρίου. Από την Οδό Φιλίππου ξεκινά η πλατεία Δικαστηρίων, η οποία αποτελεί προέκταση πάνω από την Εγνατία της Πλατείας Αριστοτέλους, της κυριότερης πλατείας της πόλης, που εκτείνεται μέχρι τη Λεωφόρο Νίκης.
Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα υπήρξε σημαντική μετατόπιση του κέντρου της Θεσσαλονίκης ανατολικότερα. Ενώ παλαιότερα η κεντρική αγορά της πόλης βρισκόταν στην περιοχή του Βαρδαρίου και εκτεινόταν έως τη σκεπαστή αγορά, πριν την πλατεία Αριστοτέλους, σήμερα έχει υπερβεί κατά πολύ αυτά τα όρια φτάνοντας στην περιοχή του Μεγάρου της Χ.Α.Ν.Θ. κοντά στον παλαιό ζωολογικό κήπο.
Η περιοχή της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 βρίσκεται στο βορειότερο και ψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης. Αρχίζει ουσιαστικά από τη βόρεια πλευρά της οδού Αγίου Δημητρίου φτάνοντας βόρεια ως τα τείχη της Ακρόπολης και δυτικά και ανατολικά ως τα αντίστοιχα Βυζαντινά Τείχη, που σώζονται σχεδόν ολόκληρα στην περιοχή.
Παρόλο ότι η περιοχή δεν ερευνήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή δεν κατοικήθηκε, τουλάχιστον συστηματικά. Γειτονιές με κατοικίες δημιουργήθηκαν με την τουρκοκρατία, για να πυκνοκατοικηθεί η περιοχή στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, καθώς εκτιμήθηκαν οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν (μικροκλίμα) και η υπέροχη θέα που προσφέρει ο τόπος.
Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης όπως: τα Τείχη με την Ακρόπολη και το Επταπύργιο, ο Ναός του Οσίου Δαβίδ (Μονή Λατόμου), ο Ναός του Αγίου Νικολάου Ορφανού, ο Ναός των Ταξιαρχών, η Μονή Βλατάδων, ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο Ναός του Προφήτη Ηλία, ένας βυζαντινός λουτρώνας της πλατείας Κρίσπου, το Αλατζά Ιμαρέ της οδού Κασσάνδρου κ.ά.
Πέρα όμως από τα μνημεία αυτά, στην περιοχή της Άνω Πόλης διασώζεται σε πολλά τμήματα ο παλιός (παραδοσιακός) πολεοδομικός ιστός της πόλης με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα και τις πλατείες και προπαντώς με τα μοναδικά σε λιτότητα, λειτουργικότητα και κομψότητα κτίσματα της Λαϊκής Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής[73].
Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στην περιοχή της Σαλαμίνας
Το κέντρο επιστημών και μουσείο τεχνολογίαςΗ ανατολική πλευρά της πόλης ξεκινά από την παλαιά Οδό Εξοχών, στα όρια της σημερινής Οδού Βασιλέως Γεωργίου – Βασιλίσσης Όλγας, και εκτείνεται, πλέον, μέχρι τα άκρα σημεία των δήμων Καλαμαριάς και Πυλαίας (Καμτσίδα ή Καπουτζήδα).
Στις Οδούς Βασιλίσσης Όλγας, Γεωργίου Παπανδρέου (Ανθέων) και Μεγάλου Αλεξάνδρου (Τζων Κέννεντυ) διατηρούνται πολλά αρχοντικά ευπόρων Θεσσαλονικέων του 19ου αιώνα. Η διχάλα που δημιουργείται από το διαχωρισμό της Μεγ. Αλεξάνδρου στις οδούς Γ. Παπανδρέου και Μαρίας Κάλλας εκτεινόμενη περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Σαλαμίνας, όπου είναι χτισμένο το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το Ποσειδώνιο κολυμβητήριο, η Γενική Κλινική και ο Ναός του Μεγάλου Φωτίου. Επίσης η περιοχή τα τελευταία χρόνια έχει μεταβληθεί σε νεανικό στέκι με πολλά καφέ και μπαρ.
Οι συνοικίες της Νέας Κρήνης και της Αρετσούς αποτελούν το νοτιότερο παραθαλάσσιο τμήμα του δήμου Καλαμαριάς. Εκεί συγκεντρώνεται ένα πλήθος κέντρων διασκέδασης και αναψυχής σχεδόν σε όλο το μήκος της Οδού Πλαστήρα. Η υποβαθμισμένη και βαλτώδης περιοχή της Καλαμαριάς που κατοικήθηκε, κυρίως, από προσφυγικούς, εξ ανταλλαγής πληθυσμούς μετά το 1922, σήμερα έχει φτάσει να είναι μία από τις πλέον διακεκριμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης με αλματώδη δομική, οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Εκεί βρίσκεται το πρώην στρατόπεδο Μακεδονομάχου Κόδρα, ο Ναυτικός Όμιλος Καλαμαριάς, το γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς, η Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος και το Κυβερνείο ή Παλατάκι, παλαιό τοπικό ανάκτορο των Ελλήνων Βασιλέων.
Η απαρχή του οικισμού της Πυλαίας ιστορείται από την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλονίκης. Η Καπουτζήδα, που ήταν τοποθετημένη, αρχικά, στην περιοχή Τριανδρίας - Άνω Τούμπας, ήταν το πλησιέστερο χωριό της Θεσσαλονίκης από την ανατολική πλευρά της. Απείχε περίπου 10 χιλιόμετρα από το Λευκό Πύργο, που αποτελούσε και το όριο της πόλης. Το ίδιο απείχε και από την πλατεία Σιντριβανίου, όπου ήταν η Πύλη της Καμάρας ή αλλιώς "Κασσανδρεωτική". Μετά την επέκταση της πόλης και τη δημιουργία του συνοικισμού Χαριλάου γύρω στα 1920-1922 απείχε από το τέρμα του μόλις 2 χιλιόμετρα.
Σήμερα η Πυλαία είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση δήμος του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και συνορεύει ανατολικά με το Δήμο Πανοράματος και δυτικά με το Δήμο Καλαμαριάς και το Δήμο Τριανδρίας. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται στις πενήντα χιλιάδες σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Οι κάτοικοί της έχουν αστικοποιηθεί και μέρος των γαιών τους, γνωστών για την καλλιέργεια ιβίσκου (μπάμιας), έχουν οικοπεδοποιηθεί.
Στις περιοχές της ανατολικής Θεσσαλονίκης περιλαμβάνονται επίσης οι Δήμοι Τριανδρίας και Αγίου Παύλου καθώς και το Δ' Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Θεσσαλονίκης, δηλαδή η επίσης προσφυγική περιοχή της Τούμπας.
Στη Δυτική Θεσσαλονίκη περιλαμβάνονται οι Δήμοι Αμπελοκήπων, Ελευθερίου-Κορδελιού, Ευόσμου, Μενεμένης, Νεάπολης, Πολίχνης, Σταυρούπολης και Συκεών και οι συνοικίες: Ηλιούπολη, Ξηροκρήνη, Επτάλοφος, Άγιος Νεκτάριος (Δενδροπόταμος), Νέα Πολιτεία, Μετέωρα, Καλλιθέα, Νέα Βάρνα, Ροδοχώρι, Ομόνοια, Πρόνοια και Νικόπολη.
Οι κεντρικότερες είσοδοι της πόλης ξεκινούν από εδώ : Νέα δυτική είσοδος, Οδός Μοναστηρίου, Κωνσταντινουπόλεως και Λαγκαδά, συνδέοντας την πόλη με τους αυτοκινητοδρόμους ΠΑΘΕ και Εγνατίας Οδού.
Ο Νέος και ο Παλιός Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το λιμάνι της πόλης και ο Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων (ΚΤΕΛ Μακεδονία) βρίσκονται επίσης στα δυτικά.
Εδώ βρίσκονται αρκετά παλαιά διατηρητέα εργοστάσια όπως ο Μύλος, το ΦΙΞ και η Βίλκα, τα οποία σήμερα λειτουργούν ανακαινισμένα ως πολυχώροι διασκέδασης.
Η Μονή Λαζαριστών χτισμένη το 1886 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές, από την έδρα του τάγματός τους στην εκκλησία Σεν Λαζάρ (Saint Lazare) του Παρισιού, λειτουργεί σήμερα ως χώρος διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και εκθέσεων. Αποτελεί το Πολιτιστικό Κέντρο της Δυτικής Θεσσαλονίκης και βρίσκεται στη Σταυρούπολη
Ο Βοτανικός Κήπος στην Άνω Ηλιούπολη περιλαμβάνει 1.000 είδη φυτών, μια πραγματική όαση πρασίνου 5 στρεμμάτων.
Τα Συμμαχικά Νεκροταφεία, ή αλλιώς νεκροταφεία του Ζέιτενλικ, στην οδό Λαγκαδά 1, όπου βρίσκονται θαμμένοι στρατιώτες από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από το μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, η πόλη επεκτείνεται με ραγδαίους ρυθμούς στα ανατολικά προάστια (Δήμος Θερμαϊκού, Θέρμης, Ν. Μηχανιώνας, Επανωμής,Μίκρας) και στα δυτικά προάστια (Δήμος Ωραιοκάστρου, Εχεδώρου, Μυγδονίας), έχοντας σχεδόν συγχωνευτεί με το αρχικό, μακρόστενο και κορεσμένο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη απαριθμεί μνημεία[74]από όλο το φάσμα του ιστορικού χρόνου, με πλειάδα ρωμαϊκών, πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών. Ένα πολύ γνωστό μνημείο και σύμβολο της Θεσσαλονίκης είναι ο Λευκός Πύργος. Άλλα σημαντικά μνημεία είναι η ρωμαϊκή αγορά (φόρουμ), η Αψίδα του Γαλέριου (καμάρα) και ο τάφος του (Ροτόντα- Αγ. Γεώργιος), η εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, τα τείχη της και πλήθος άλλων βυζαντινών εκκλησιών.
Η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ) είναι έργο του 2ου- 3ου αιώνα μ. Χ. και η στοά της ήταν διπλή, με κίονες που είχαν ανάγλυφες παραστάσεις (σήμερα φυλάσσονται στο Λούβρο). Σήμερα διοργανώνονται εκθέσεις στην περιοχή της στοάς. Αξιόλογα είναι η πλατεία, τα λουτρά και το ωδείο, που χρησιμοποιείται ως θερινό θέατρο. Στην αγορά υπήρχε μια συστοιχία κιόνων που αποτελούνταν από οκτώ ειδώλεια. Τα αγάλματα αυτά ήταν της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, του Διόσκουρου, της Αύρας και της Νίκης και ήταν γνωστά στους Θεσσαλονικείς ως οι "μαγεμένες". Οι μαγεμένες μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Λούβρου το 1864 από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλέρ, αλλά ποτέ δεν εκτέθηκαν στο μουσείο. Ο βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης Σταύρος Καλαφάτης έχει κάνει επερώτηση στη βουλή για το ενδεχόμενο επιστροφής τους.
Το Γαλεριανό συγκρότημα συναποτελείται από τέσσερα μνημεία.
Η Ροτόντα είναι κυκλικό κτήριο, με διάμετρο γύρω στα 24μ. Καλύπτεται από ημισφαιρικό τρούλο και κτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Χρησιμοποιήθηκε ως μαυσωλείο του Γαλέριου. Επί Αυτοκράτορα Θεοδοσίου μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Σήμερα χρησιμοποιείται ως τόπος λατρείας αλλά και ως εκθεσιακός χώρος.
Η Αψίδα του Γαλέριου χτίστηκε λίγο πριν από το 305 μ.Χ. και λέγεται επίσης Καμάρα. Δίπλα στο σωζόμενο τόξο υπήρχε ένα ακόμα ίδιο, στο σημείο όπου η θριαμβευτική πομπή από τα ανάκτορα συναντούσε τον πλέον πολυσύχναστο δρόμο στη Θεσσαλονίκη. Στα ανάγλυφα απεικονίζεται η νίκη των Ρωμαίων επί των Περσών.
Τα Ανάκτορα του Γαλέριου κτίστηκαν επίσης στις αρχές του 4ου αιώνα στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Σήμερα σώζεται κτηριακό συγκρότημα με δύο ορόφους και με τετράγωνη ανοικτή αυλή.
Τέλος, το Οκτάγωνο βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική άκρη των ανακτόρων του Γαλέριου. Το μεγάλο κτήριο κοσμείται από ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά δάπεδα, όπου ίσως βρισκόταν η αίθουσα του θρόνου.
[Επεξεργασία] Βυζαντινή Θεσσαλονίκη
[Επεξεργασία] Οχυρωματικά τείχη
Τα οχυρωματικά τείχη κατασκευάστηκαν από το Θεοδόσιο το Μεγάλο, τον 4ο αιώνα. Επισκευάστηκαν πολλές φορές για να αντέξουν στις βαρβαρικές επιδρομές. Σήμερα σώζονται τμήματα των τειχών κυρίως πάνω από την Εγνατία και στις Συκιές.
Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης αποτελούν τα σημαντικότερα ίσως μνημεία από την εποχή του Βυζαντίου.
Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου κτίστηκε τον 7ο αιώνα στα ερείπια παλαιότερου ναού. Έπειτα από πυρκαγιά, καταστράφηκε, αναστηλώθηκε και επαναλειτούργησε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν επίσης και πολλοί άλλοι ναοί.
Η Αγία Αικατερίνη, ναός του 14ου αιώνα, που είναι σε ρυθμό σταυροειδούς τετρακίονου με τρούλο. Σώζονται ίχνη τοιχογραφιών.
Η Αγία Σοφία οικοδομήθηκε τον 7ο αιώνα στη θέση παλαιότερης πεντάκλιτης βασιλικής. Στον τρούλο διαθέτει ψηφιδωτό διάκοσμο, όπου απεικονίζεται η Θεία Ανάληψη.
Οι 'Αγιοι Απόστολοι που χρονολογούνται από τις αρχές του 14ου αιώνα και αποτελούσαν καθολικό Μονής που ίδρυσε ο πατριάρχης Νήφων Α΄. Πρόκειται για πεντάτρουλο ναό με νάρθηκα. Σώζονται ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.
Ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός κτίστηκε το 14ο αιώνα ως καθολικό μονής και έχει τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση.
Ο Άγιος Παντελεήμων του 14ου αιώνα, που αποτελούσε παλιότερα καθολικό μονής. Κτήτοράς του ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ισαάκ. Είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακίονος με τρούλο. Διασώζονται λίγες τοιχογραφίες.
Η Αχειροποίητος είναι τρίκλιτη βασιλική που χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα. Διαθέτει τοιχογραφίες του 13ου αιώνα.
Η Μονή Βλατάδων είναι καθολικό μονής και κτίστηκέ το 14ο αιώνα από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Δωρόθεο Βλάτη. Από τον αρχικό ναό σώζεται μόνο το ιερό και ο κυρίως ναός.
Ο Ναός του Σωτήρος οικοδομήθηκε γύρω στα 1340 ως ταφικό παρεκκλήσιο. Είναι τετράγωνος ναός με τρούλο. Διασώζονται τοιχογραφίες.
Ο Όσιος Δαβίδ, που βρίσκεται στην Άνω Πόλη και χρονολογείται από τον 5ο αιώνα. Παλιά ήταν καθολικό της Μονής Λατόμου. Διαθέτει τοιχογραφίες και ένα σημαντικό ψηφιδωτό που παριστάνει το όραμα του Ιεζεκιήλ.
Η Παναγία των Χαλκέων (1028) που είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο. Οφείλει την ονομασία της επειδή επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν εκεί πολλά χαλκωματάδικα. Σώζονται τοιχογραφίες, κυρίως στη δυτική πλευρά του.
Ο Προφήτης Ηλίας κτίστηκε το 14ο αιώνα από το μοναχό Μακάριο Χούμνο και ήταν καθολικό μονής. Διαθέτει τοιχογραφίες, όχι όμως σε καλή κατάσταση.
[Επεξεργασία] Βυζαντινά λουτρά
Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό λουτρό βρίσκεται στην πλατεία Κουλέ Καφέ, στην Άνω Πόλη. Χρονολογείται από το 13ο αιώνα και είναι στεγασμένο με τρούλο και καμάρες.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας κτίστηκαν αρκετά μνημεία, εκ των οποίων σώζονται σήμερα τζαμιά, λουτρά και οχυρωματικά φρούρια.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δεσπόζει ο Λευκός Πύργος, που χτίστηκε γύρω στα 1450 από Ενετούς και αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της πόλης. Ο πύργος είναι κυκλικός , ύψους 37 μέτρων και έλαβε το προσωνύμιο "Πύργος του Αίματος" επειδή χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο για τη φρουρά και φυλακή (λειτουργούσε σαν φυλακή για τους Γενίτσαρους). Σήμερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος χριστιανικής τέχνης 11ου-18ου αι.
Πέρα από το Λευκό Πύργο, υπάρχει ένας ακόμα κυκλικός πύργος, ο Πύργος της Αλύσεως ή Πύργος του Τριγωνίου. Κοντά σε αυτόν υπάρχει συγκρότημα από επτά πύργους, το Επταπύργιο ή Γεντί Κουλέ, που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα. Στο κτηριακό συγκρότημα περιλαμβάνεται το βυζαντινό φρούριο και οι παλιές φυλακές, που καταργήθηκαν το 1984 και μεταφέρθηκαν αλλού το 1989.
Δύο από τα σωζόμενα μουσουλμανικά τεμένη της Τουρκοκρατίας είναι το Αλατζά Ιμαρέτ, που χτίστηκε το 1484 και το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που οικοδομήθηκε το 1467 και ανοικοδομήθηκε το 1620. Το πρώτο μιμείται τη βυζαντινή αρχιτεκτονική ως προς την τοιχοδομία και έλαβε το όνομά του επειδή κοντά στο τζαμί λειτουργούσε πτωχοκομείο (ιμαρέτ) και σήμερα χρησιμοποιείται από τη ΔΕΘ. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί το οποίο μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε διάφορα καταστήματα και κινηματογράφο, σήμερα βρίσκεται σε φάση συντήρησης και ανάδειξης ώστε να στεγάσει προσεχώς αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Ένα ακόμα σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου είναι το Γενί Τζαμί, που κτίστηκε το 1902 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli και χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους Εβραίους που είχαν εξισλαμιστεί, τους επονομαζόμενους ντονμέδες(Donmeh). Έχει δύο ορόφους και συμβαδίζει με την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Μετά την απέλαση των Ντονμέδων (1924) στο κτήριο στεγάστηκε το νεοσύστατο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, έως ότου μεταφερθεί στο νέο του κτήριο στη Λεωφόρο Στρατού. Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.
Το 1444 κτίστηκε το πρώτο οθωμανικό λουτρό στη Θεσσαλονίκη, το Μπέη Χαμάμ, τουρκ.:(Bey Hamam), (Λουτρά Παράδεισος) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο στην Ελλάδα[75]. Το κτήριο αποκαταστάθηκε πρόσφατα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και είναι επισκέψιμο. Άλλα σωζόμενα λουτρά της εποχής της Τουρκοκρατίας είναι το Πασά Χαμάμ, και το Γιαχουντί Χαμάμ, τουρκ.: (Yahudi Hamam), ελλ.:(Λουτρό των Εβραίων) στη περιοχή Λουλουδάδικα, αμφότερα του 16ου αιώνα.
Αξίζει να αναφερθεί στα μνημεία της περιόδου και η σκεπαστή αγορά υφασμάτων (Μπεζεστένι), τουρκ.:(bezesten), που χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αιώνα. Είναι ένα από τα δύο σωζόμενα σήμερα μπεζεστένια στην Ελλάδα (το άλλο μπεζεστένι βρίσκεται στις Σέρρες). Το μπεζεστένι και σήμερα στεγάζει μικρά καταστήματα με υφάσματα.
Στη περιοχή Ντεπό, στα ανατολικά του Δήμου Θεσσαλονίκης και επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας βρίσκεται η τριόροφη Βίλα Αλλατίνι του 19ου αιώνα, ιδιοκτησίας των Εβραίων Θεσσαλονικαίων βιομηχάνων Αλλατίνι η οποία σήμερα αποτελεί την έδρα της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης. Το 1909 η Βίλα Αλλατίνι φιλοξένησε τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη έπειτα από το Κίνημα των Νεότουρκων στη Κωνσταντινούπολη.
Άλλο ένα δείγμα πολυτελούς οικείας της αντίστοιχης περιόδου είναι Βίλα Μπιάνκα η οποία επίσης βρίσκεται επί της Βασιλίσσης Όλγας. Η βίλα Μπιάνκα που αναπαλαιώθηκε στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης και χρησιμοποιείται σήμερα ως χώρος του δικτύου Βαλκανικών πόλεων, κατασκευάστηκε το 19ο αιώνα για να στεγάσει την εύπορη οικογένεια της Θεσσαλονίκης Diaz - Fernandes[76].
Από τα σύγχρονα μνημεία της συμπρωτεύουσας το πλέον αναγνωρίσιμο είναι ο Πύργος του ΟΤΕ, έργο του αρχιτέκτονα Αθανασιάδη , στην είσοδο της ΔΕΘ. Κτίστηκε το 1969 για να στεγάσει το περίπτερο του ΟΤΕ. Η Helexpo αποτελεί συγκρότημα εκθεσιακών περιπτέρων και τα κτήρια ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής.
Επίσης, η Πλατεία Αριστοτέλους δημιουργήθηκε μετά το 1917 σχεδιαζόμενη από τον Γάλλο αρχιτέκτονα - πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ και βλέπει προς τη θάλασσα.
Στη Νέα Παραλία συναντούμε σε περίοπτη θέση τον ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1970 καθώς και το μνημείο του Ολοκαυτώματος στην Πλατεία Ελευθερίας.
Η Θεσσαλονίκη έχει τρία σημαντικά μουσεία τέχνης. Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στεγάζει μια από της σημαντικότερες συλλογές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Η συλλογή Γεώργιου Κωστάκη με έργα τέχνης της ρωσικης Avantgarde του 1920 είναι διεθνώς γνωστη και αγοράστηκε το 1997. Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι πιο γενικό και καλύπτει την νεότερη τέχνη, επίσης λειτουργεί και η δημοτική πινακοθήκη. Το Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογίας είναι το μεγαλύτερο τεχνολογικό μουσείο της Ελλάδος. Άλλα μουσεία είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης , το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το οποίο έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μουσείου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Σιδηροδρομικό Μουσείο, το Πολεμικό Μουσείο, το Μουσείο Ατατούρκ , το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, και το Εβραϊκό Μουσείο.
Η Θεσσαλονίκη είναι η έδρα για μερικά από τα μεγαλύτερα αθλητικά σωματεία της Ελλάδας, όπως ο προσφυγικός Π.Α.Ο.Κ., ο Άρης, ο Ηρακλής, ο Απόλλων Καλαμαριάς δημιούργημα των Ποντίων προσφύγων, και ο Αγροτικός Αστέρας. Άλλοι ιστορικοί αθλητικοί σύλλογοι τόσο της πόλης της Θεσσαλονίκης όσο και της ευρύτερης περιοχής είναι ο Ποσειδών Νέας Μηχανιώνας, η ΜΕΝΤ, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο ΠΑΟΝΕ και ο Θερμαϊκός Θέρμης. Στη Θεσσαλονίκη έγινε ο πρώτος αγώνας καλαθοσφαίρισης στην Ελλάδα, από αθλητές της Χ.Α.Ν.Θ. Η πόλη αποτέλεσε Ολυμπιακή πόλη κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 της Αθήνας.
Η Θεσσαλονίκη είναι η έδρα της ΕΤ3, του τρίτου καναλιού της Δημόσιας Τηλεόρασης που εκπέμπει πανελλαδικά. Από την περιοχή της Θεσσαλονίκης εκπέμπουν πληθώρα τοπικών τηλεοπτικών σταθμών, με γνωστότερο το δημοτικό σταθμό TV100 και την TV Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη εκδίδονται διάφορες εφημερίδες, με γνωστότερες τη Μακεδονία και τον Αγγελιοφόρο, οι οποίες κυκλοφορούν σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα. Επίσης υπάρχουν οι εφημερίδες Μακεδονική Άνω-κάτω, Εγνατία, Τύπος Θεσσαλονίκης,η εφημερίδα των πολιτών και η εφημερίδα ο Πολίτης . Επίσης κάθε Δευτέρα εκδίδεται η εφημερίδα Θεσσαλονίκη, στην θέση της εφημερίδας Μακεδονία.
Εξέχοντες Θεσσαλονικείς
6ος αιώνας π.Χ.: Πύρρος εκ Θερμών, επιγραφοποιός
4ος αιώνας π.Χ.: Κάσσανδρος, ιδρυτής της Θεσσαλονίκης
Περοίδας ο Ανθεμούντιος, Ίππαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου
2ος αιώνας π.Χ.: Δάμων ο Θεσσαλονικεύς, πολιτικός
1ος αιώνας π.Χ.: Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς, επιγραφοποιός
1ος αιωνας: Φίλιππος ο Θεσσαλονικεύς, συγγραφέας
Αρίσταρχος ο Θεσσαλονικεύς
2ος αιώνας: Αγία Θεοδώρα η ασκήτρια
Άγιος Ερμής ο Απόστολος
3ος αιώνας: Άγιος Δημήτριος
Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη, μάρτυρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας
4ος αιώνας: Επίσκοπος Νέας Ρώμης Δημόφιλος
Επίσκοπος Νέας Ρώμης Παύλος Α΄
Αγία Ματρώνα η Ομολογήτρια, μάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας
5ος αιώνας: Πορφύριος ο Θεσσαλονικεύς, όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσκοπος Γάζης
6ος αιώνας: Μακεδόνιος Ύπατος, συγγραφέας
7ος αιώνας: Πύρρος ο Θεσσαλονικεύς, κατασκευαστής των οχυρωματικών τειχών της πόλης
9ος αιώνας: Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος
Ιωσήφ ο υμνογράφος, άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας
10ος αιώνας: Ιωάννης Καμινιάτης
12ος αιώνας: Ιωάννης Σταυράκιος, λόγιος
13ος αιώνας: Νικηφόρος Χούμνος
Μιχαήλ Αστραπάς και Ευτύχιος, αγιογράφοι
Δημήτριος Τρικλίνιος, λόγιος
Μανουήλ Πανσέληνος, αγιογράφος
14ος αιώνας: Ισίδωρος Α΄
Φιλόθεος Κόκκινος
Νείλος Καβάσιλας, θεολόγος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Δημήτριος Κυδώνης, λόγιος, θεολόγος
Πρόχορος Κυδώνης, μοναχός και λόγιος
Θωμάς Μάγιστρος, λόγιος, ρήτορας και ιερέας
Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, νομοδιδάσκαλος
Ματθαίος Βλαστάρης, νομοδιδάσκαλος
Νικόλαος Καβάσιλας, όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεολόγος, ανθρωπιστής
Ιωάννης Αναγνώστης, ιστορικός
Μακάριος Μακρής, όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μοναχός και θεολόγος
15ος αιώνας: Μάζαρις
Ανδρόνικος Κάλλιστος, καθηγητής ελληνικής φιλολογίας σε πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης
Θεόδωρος Γαζής, φιλόσοφος
Ματθαίος Καμαριώτης, λόγιος, πρώτος Διδάσκαλος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή
16ος αιώνας: Δαμασκηνός Στουδίτης, λόγιος, επίσκοπος Άρτης και Ναυπάκτου και έξαρχος πάσης Αιτωλίας
Θεοφάνης ο Θεσσαλονικεύς, λόγιος και συγγραφέας
17ος αιώνας: Αντώνιος Σπανδωνής, λόγιος, Διδάσκαλος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή
18ος αιώνας: Ιωάννης Γιαννακός, διδάσκαλος
Γρηγόριος Ζαλύκης
19ος αιώνας: Μιλτιάδης Αγαθόνικος
Ιωάννης Σκανδαλίδης, πληρεξούσιος Μακεδονίας και Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου
Ανδρόνικος Πάικος
Ιωάννης Παπάφης
Κωνσταντίνος Τάττης
Ιωάννης Γούτας Καυτατζόγλου, Φιλικός, από τους πρωτεργάτες της επανάστασης του 1821 στη Θεσσαλονίκη
Αλέξανδρος Ζάννας, ηγετική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, υπουργός Αεροπορίας
Λύσανδρος Καυτατζόγλου, αρχιτέκτονας
20ος αιώνας: Κωνσταντίνος Βελλίδης, εκδότης της εφημερίδας "Μακεδονία"
Καλλιόπη Τάττη
Τώνης Γεωργίου
Κλείτος Κύρου
Μανώλης Χιώτης
Αρχέλαος Αντώναρος
Γιώργος Ιωάννου
Χρήστος Σαρτζετάκης
Μανόλης Αναγνωστάκης
Παύλος Ζάννας
Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος
Αλκέτας Παναγούλιας
Διονύσης Σαββόπουλος
Μάρκος Μαμαλάκης, καθηγητής πανεπιστημίου Ουισκόνσιν - Μιλγουόκι
21ος αιώνας: Αντώνιος Τρακατέλλης, ακαδημαϊκός καθηγητής
Ιωάννης Γκλαβάκης, ευρωβουλευτής
Γιάννης Ιωαννίδης
Χάρης Καστανίδης
Ευάγγελος Βενιζέλος
Αθηνά Μαξίμου
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου