Δούκισσα της
Πλακεντίας: Η προσωπικότητα πίσω από το όνομα του σταθμού του Μετρό
Το όνομά της έχει δοθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς του μετρό και του προαστιακού σιδηρόδρομου και η ιστορία της έχει συνδεθεί με λαϊκούς θρύλους. Ποιά όμως ήταν πραγματικά η Δούκισσα της Πλακεντίας;
Η Σοφί ντε Μαρμπουά ή
κατά κόσμον Δούκισσα της Πλακεντίας, πήρε τον τίτλο αυτό από το σύζυγό της, το
γάλλο στρατηγό Σαρλ Λεμπρέν, υπασπιστή του Ναπολέοντα και Δούκα της Πλακεντίας,
μιας μικρής πόλης στη Βόρειο Ιταλία. Γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ
και έγινε από πολύ νωρίς γνωστή για τη μεγάλη της μόρφωση και τον εκκεντρικό
χαρακτήρα της. Με το σύζυγό της απέκτησε μια κόρη την οποία υπεραγαπούσε.
Οι κακές σχέσεις με
το σύζυγό της την οδήγησαν να τον εγκαταλείψει και να εγκατασταθεί με την κόρη
της Ελίζα στην Ελλάδα. Το φιλελληνικό πνεύμα της Δούκισσας έπαιξε καθοριστικό
ρόλο στην ελληνική επανάσταση του 1821 αλλά και αργότερα στις πολιτικές
εξελίξεις του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Η οικονομική συμβολή της είναι
αξιοσημείωτη αφού πούλησε τα κοσμήματά της και συγκέντρωσε δεκατέσσερεις
χιλιάδες φράγκα ποσό το οποίο διέθεσε για την ενίσχυση του αγώνα του ελληνικού
έθνους.
Από την παραμονή της
στην Ελλάδα έχουν μείνει επίσης μερικά από τα ωραιότερα αρχιτεκτονήματα, όπως η
κατοικία της Δούκισσας στην Αθήνα, η Βίλλα Ιλίσσια και το Καστέλλο Ροδοδάφνη ή
Πύργος της Δούκισσας της Πλακεντίας όπως είναι κοινώς γνωστό, έργα του
αρχιτέκτονα Σταματίου Κλεάνθη.
Η ανάμειξή της στα
πολιτικά ζητήματα κάνει την εμφάνισή της το 1831 μετά το φόνο του κυβερνήτη
Ιωάννη Καποδίστρια τον οποία η Δούκισσα είχε γνωρίσει όταν εκείνος ήταν
Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Με φυλλάδιο που τύπωσε η Δούκισσα υποστηρίζει
φανερά τους Μαυρομιχαλαίους, τους δολοφόνους του Καποδίστρια και δεν ήταν λίγοι
τότε εκείνοι που υπέθεσαν οτι η Δούκισσα βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία αυτή.
Αλλά ούτε και ο Βασιλιάς Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία καταφέρνουν να κερδίσουν
τη συμπάθεια της Δούκισσας, η οποία φαίνεται να συνεχίζει να εμπλέκεται σε
πολιτικές μηχανορραφίες εναντίον τους.
Το 1836, κατά τη
διάρκεια ενός ταξιδιού στην Οθωμανική Ανατολή, η κόρη της Ελίζα πεθαίνει,
γεγονός που σημάδεψε για πάντα τη Δούκισσα η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να
αποδεχτεί το χαμό της. Οι λαϊκοί μύθοι αναφέρουν οτι από τη στεναχώρια της τα
μαλλιά της άσπρισαν και η Δούκισσα γέρασε σε μια βραδιά.
Για να εκδικηθεί το
Θεό που της στέρησε βίαια τη μονάκριβή της κόρη απαρνιέται τη χριστιανική πίστη
και ασπάζεται τον Ιουδαϊσμό, μελετά μανιωδώς το Ταλμούδ και ενισχύει οικονομικά
την ανοικοδόμηση συναγωγών όπως αυτή της Χαλκίδας. Με την επιστροφή της από τη
Βυρηττό φέρνει πίσω στην Ελλάδα το πτώμα της κόρης της ταριχευμένο και το
φυλάσσει στο υπόγειο του σπιτιού της για περίπου μια δεκαετία χωρίς ποτέ να
ανακοινώσει επίσημα το θάνατό της. Φήμες θέλουν τη Δούκισσα να συμπεριφέρεται
στο άψυχο κορμί της κόρης της σαν να είναι ζωντανή, τη φροντίζει, τη χτενίζει
και της μιλάει.
Μια πυρκαγιά που
ξεσπά στο σπίτι της αποτεφρώνει το ταριχευμένο σώμα της κόρης της και από τότε
η Δούκισσα γίνεται ακόμα πιο απόμακρη και δύστροπη. Στο Μέγαρό της στην Πεντέλη
υποδέχεται παράξενους φίλους, αναπτύσσει σχέσεις με τους ληστές της περιοχής με
πιο γνωστή τη σχέση της με το λήσταρχο Νταβέλη που πιθανόν να ήταν ερωτική και
σύντομα οι θρύλοι κάνουν λόγο για τελετές σατανολατρείας, μύθοι που ακόμα και
σήμερα τυλίγουν με μυστήριο τον Πύργο της Πλακεντίας.
Πέθανε το 1854 σε
ηλικία 69 ετών και ετάφη στο Καστέλλο Ροδοδάφνη στην Πεντέλη, το οποίο δεν
πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο. Η περιουσία της περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και
η χειμερινή της κατοικία στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας φιλοξενεί σήμερα τα
εκθέματα του Βυζαντινού Μουσείου, ενώ ο Πύργος Δουκίσσης Πλακεντίας είναι
ανοιχτός για το κοινό.
Σοφία ντε Μαρμπουά (1785-1854) Δούκισσα της Πλακεντίας
Η Σοφία
Λεμπρέν, γνωστή στο ευρύ κοινό με την ονομασία Δούκισσα της Πλακεντίας,
γεννήθηκε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην πολιτεία Πενσυλβάνια το 1785.
Ωστόσο, οι γονείς της ήταν Γάλλοι και εκείνη ποτέ δεν θεωρήθηκε Αμερικανίδα.
Το ψευδώνυμο Δούκισσα της Πλακεντίας το απέκτησε μετά
τον γάμο της με τον στρατηγό Κάρολο Λεμπρέν οποίος ήταν υπασπιστής του
Ναπολέοντα και δούκας της Πλακεντίας, ενός νομού της Ιταλίας. Με τον Κάρολο η
Σοφία απέκτησε μία κόρη την Ελίζα με την οποία οι δύο τους μετακομίσαν στο
Ναύπλιο μετά το διαζύγιο της Δούκισσας.
Το 1834 εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου η Σοφία Λεμπρέν αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στην Πεντέλη και έχτισε δύο μέγαρα, το ένα (το γνωστότερο) στη βάση του λόφου κοντά στο αστεροσκοπείο και στη μονή που είναι αφιερωμένη στην κοίμιση της Θεοτόκου και το άλλο δίπλα στο σημείο όπου στεγάζεται σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο. Εκτός από τα δύο μέγαρα έχτισε και ένα πιο απλό σπίτι που χρησιμοποίησε κυρίως σαν ξενώνα το οποίο βρίσκεται σήμερα μισογκρεμισμένο στα δεξιά της Λεωφόρου Πεντέλης πλησιάζοντας τους πρόποδες του βουνού. Η Ελίζα, κόρης της Δούκισσα της Πλακεντίας έπασχε από φυματίωση και το 1836 αναγκάζονται να ταξιδέψουν στη μέση Ανατολή αναζητώντας απελπισμένα για γιατρειά της νόσου, δεν τα καταφέρνουν και το 1837 η Ελίζα πεθαίνει στην Βυρηττό. Από τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και για την μητέρα της που αλλάζει απότομα συμπεριφορά και στάση ζωής. Ταριχεύει το νεκρό σώμα της κόρης της και το τοποθετεί στην προσωρινή κατοικία της στην οδό Πειραιώς. Στις 19 Δεκεμβρίου όμως του 1847 ξεσπάει πυρκαγιά στην κατοικία αυτή που καίγεται ολοσχερώς και μαζί της αποτεφρώνεται το ταριχευμένο σώμα. Εν τω μεταξύ η Δούκισσα της Πλακεντίας στρέφεται πολύ στη θρησκεία όπου έχει ήδη απομακρυνθεί από τον Χριστιανισμό, έχει ασχοληθεί με μαγικά τάγματα και έχει ασπαστεί τον Μωσαισμό, ενώ ίδρυσε ακόμα μια θεοκρατική οργάνωση με μέλη Έλληνες και ξένους λόγιους. Μετά την αποτέφρωση της κόρης της δεν άντεξε πάνω από 9 χρόνια ζωής καθώς απομονώθηκε στο μέγαρό της όπου έζησε έως το 1854 χωρίς να δέχεται καθόλου επισκέπτες. Αξιοπερίεργο είναι ότι μετά τον θάνατό της θάφτηκε όχι σε νεκροταφείο αλλά στον πύργο της στην Πεντέλη.. Από τότε ο λαός θεώρησε ότι τόσο το μέγαρο όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της και θάφτηκε όσο (και περισσότερο) το σπίτι της στην λεωφόρο Πεντέλης στοιχεώνονται ακόμα και σήμερα από το ανήσυχο πνεύμα της Δούκισσας. Πολλές ιστορίες που πηγάζουν από τους κατοίκους του Πεντελικού Όρους θέλουν τη Σοφία Λεμπρέν να κατοικεί ακόμα στα σπίτια όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και να κάνει τις εμφανίσεις της είτε σαν σκιά είτε σαν υπόκωφες φωνές. Παρόμοιες φήμες για φαντάσματα και στοιχειώματα υπάρχουν σε όλα τα μέρη του κόσμου, δεν είναι λίγες οι φορές όμως που όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της λαικής φαντασίας...
Η Δούκισσα
της Πλακεντίας ήταν αγνώριστη (μετά το θάνατο της κόρης της, το 1837). Όσοι την είδαν
έμειναν έκπληκτοι μπροστά στην αλλαγή, που αντίκρισαν. Είχαν ασπρίσει τα
μαλλιά της. Τα είχε κόψει και δεν διατηρούσε πια τις μεγάλες κοτσίδες της.
Φορούσε κατάλευκα ρούχα. Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να πενθήσει το παιδί της.
Ήταν πάντα ντυμένη μ' ένα απλό μακρύ φόρεμα, που έμοιαζε με αρχαία εσθήτα.
Είχε μια ζώνη στη μέση κι ένα πέπλο μακρύ, που άρχιζε από το κεφάλι για να
φτάσει μέχρι τα πόδια της.
Η μανία που
είχε για τα ζώα έγινε τώρα πιο έντονη. Διατηρούσε πάντα πολλούς σκύλους και
είχε φέρει μαζί της στην Αθήνα αρκετούς, πιστεύοντας διάφορα περίεργα
πράγματα για την ψυχή των ζώων. Το μεγάλο χτύπημα από το θάνατο της Ελίζας
την είχε κάνει παράξενη. Πίστευε σε άλλες δοξασίες. Πίστευε ότι η ψυχή των
ζώων περικλείει κάποια ανθρώπινη ψυχή. Ζούσε πολύ μόνη. Και δεν ήθελε να έχει
πολλές επαφές με άλλους ανθρώπους. Μοναδικός σκοπός της ήταν να βοηθάει τα
παιδιά των αγωνιστών και ιδιαίτερα τα κορίτσια, αυτά που είχαν ορφανέψει κατά
τη διάρκεια του αγώνα.
Η μόνη της
παρηγοριά ήταν να βρίσκεται κοντά στην άψυχη κόρη της. Τη διατηρούσε στο
υπόγειο του μικρού της παλατιού στην Αθήνα(οδός Πειραιώς - το 1847 καταστράφηκε από πυρκαγιά,
αποτεφρώνοντας και το ταριχευμένο σώμα της κόρης της). Είχε νύχτα - μέρα
αναμμένες μεγάλες άσπρες λαμπάδες και το δωμάτιο, όπου ήταν ξαπλωμένη η
Ελίζα, ήταν πάντα γεμάτο με φρέσκα λουλούδια από την Αττική γη. Προσευχόταν
κοντά της ώρες ολόκληρες. Της κουβέντιαζε. Της μιλούσε για τα θέματα που την
απασχολούσαν. Της έλεγε ό,τι νόμιζε πως μπορεί κι αυτήν να την ευχαριστήσει.
Οι υπηρέτες
σεβόντουσαν τις ιδιοτροπίες της και προπάντων την άφηναν ανενόχλητη σ' αυτό
το καθημερινό προσκύνημα της κόρης της, που διατηρούσε βαλσαμωμένη. Ένα
μεγάλο σκυλί που είχε από τον καιρό που ζούσε η Ελίζα, στεκόταν έξω από την
πόρτα του δωματίου που βρισκόταν το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της. Σα να
καταλάβαινε κι αυτό ότι η μικρή του κυρία δεν ζει. Σεβόταν το χώρο που η μάνα
διατηρούσε τις πιο τραγικές της αναμνήσεις...
...Η
Δούκισσα της Πλακεντίας παρακολουθούσε τo χτίσιμο του ανακτόρου της και πήγαινε
συχνά στην Πεντέλη, εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης
της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την
τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της. Κι έπαιρνε μαζί της πάντα
μερικά από τα αγαπημένα της σκυλιά και κυρίως δυο τεράστιους σκύλους μιας
ράτσας από τα Πυρηναία. Καλούσε επίσης γνωστούς και φίλους να την
ακολουθήσουν στις ημερήσιες αυτές εκδρομές της, όπου η ίδια εύρισκε την
ευκαιρία να συζητήσει φιλοσοφικά θέματα, ν' απαγγείλει ποιήματα και να
διαβάσει κείμενα αγαπημένων της συγγραφέων...
...Στο νέο
παλάτι της (το Καστέλο της Ροδοδάφνης, στην
Πεντέλη) η Δούκισσα της Πλακεντίας καλούσε και πάλι τα βράδια τους
φίλους της και τις φίλες της, ανάμεσα στις οποίες ήταν και πολλές Ελληνίδες,
σύζυγοι ή κόρες γνωστών αγωνιστών της Επανάστασης. Οι περισσότερο αγαπητές
οικογένειες στη Δούκισσα ήταν του Λεβίδη και του μηχανικού Γεωργαντά. Η κόρη
μάλιστα του Γεωργαντά είχε πάρει έναν ξένο και λεγόταν κυρία Τεμπό. Επίσης
καλούσε πολλούς εταίρους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, οι οποίοι
βρίσκονταν από εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα.
Τα βράδια
στο σπίτι της Δούκισσας περνούσαν με φιλολογικές συζητήσεις. Διάβαζαν στίχους
ξένων ποιητών, διάβαζαν κείμενα γνωστών συγγραφέων και πάντα περίμεναν ν'
ακούσουν τη γνώμη της Δούκισσας που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα
πνευματικά ζητήματα...
Η Ιουλία
Νόρδενπφλιχτ, η οποία υπήρξε κυρία επί των τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, την
περιγράφει ως εξής:
...Η
ενδυμασία της είναι ιδιόρρυθμη. Φοράει συνήθως κυανή ή λευκή εσθήτα, ένα
είδος σάκου, ραμμένου μόνο στους ώμους, έχει μια ζώνη στη μέση, πέπλο στα
μαλλιά της, που άσπρισαν και έχει ριγμένο στην πλάτη της ένα μπουρνούζι.
Βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις
οποίες καλεί τους ευνοούμενους της. Αλλά και τότε προηγούνται στο γεύμα τα
σκυλιά της, στα οποία δίνει τα καλύτερα κομμάτια. Διαδίδεται γι' αυτήν ότι
ασπάσθηκε στην Παλαιστίνη τον Ιουδαϊσμό. Δεν πρεσβεύει βέβαια φανερά αυτό το
θρήσκευμα αλλ' από τις θρησκευτικές της δοξασίες, που αποτελούν το κύριο
θέμα της ομιλίας της, Βγαίνει αυτό το συμπέρασμα. Στο ζήτημα της θρησκείας
δεν δέχεται καμιά αντίρρηση...
Όσον αφορά τις
παράξενες θρησκευτικές, πνευματικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις και
πεποιθήσεις της δούκισσας, αξίζει να τονιστεί ότι, αντίθετα με τις απόψεις
της κοινής γνώμης της εποχής, αυτές φαίνεται να είχαν διαμορφωθεί πριν από
τον θάνατο της κόρης της και άσχετα με αυτόν. Ενδεικτική είναι η επισήμανση
του συγγραφέα στη φράση: «...εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί
της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το
συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου
παιδιού της». Η μετά θάνατο ταρίχευση του σώματος της Ελίζας
ήταν λοιπόν επιθυμία της ίδιας της κόρης της δούκισσας. Η ταρίχευση της σωρού
ενός νεκρού ήταν τότε, όπως και σήμερα άλλωστε, μια πολύ ασυνήθιστη πρακτική,
εντελώς αντίθετη προς τα ήθη και τις κρατούσες πεποιθήσεις. Κι όμως, η κόρη
της δούκισσας εξέφρασε την επιθυμία να ταριχευθεί το σώμα της, η δε δούκισσα,
όχι απλώς δεν εναντιώθηκε στην επιθυμία αυτή, αλλά την εκτέλεσε και την
τήρησε με, κυριολεκτικά θρησκευτική, ευλάβεια. Φαίνεται λοιπόν (και από άλλα
στοιχεία) πως μητέρα και κόρη είχαν ασπασθεί και υιοθετήσει τις ασυνήθιστες
δοξασίες ,τις οποίες η δούκισσα αργότερα πλέον πρέσβευε και φανερά, πολύ πριν
από το θάνατο της Ελίζας.
Το πιο
ενδιαφέρον όμως σημείο που προκύπτει και από τα προηγούμενα αποσπάσματα είναι
η εμμονή που φαινόταν να έχει η δούκισσα σχετικά με το βουνό της Πεντέλης.
Αναφέρεται λοιπόν στα παραπάνω ότι η δούκισσα, ακόμα και πριν από τη
μετεγκατάσταση της στο εκεί μέγαρο, επισκεπτόταν το βουνό τακτικά, μόνη ή
παρέα με φίλους και γνωστούς. Μετά δε από τη μόνιμη εγκατάσταση της στο
μέγαρο της στην Πεντέλη, «βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή
διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις οποίες καλεί τους ευνοούμενους της.» (μα
καλά, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;).
Η εμμονή της
δούκισσας της Πλακεντίας σχετικά με την Πεντέλη διαφαίνεται και από τον τρόπο
με τον οποίο η δούκισσα επεδίωξε και πέτυχε τελικά την αγορά της έκτασης
επάνω στην οποία κτίστηκε το μέγαρο της. Η έκταση αυτή ανήκε τότε στη Μονή
Πεντέλης, οι μοναχοί της οποίας ήταν διστακτικοί ως προς την προοπτική της
πώληση της. Αναφέρεται λοιπόν στο βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙΡΟΦΥΛΑ, "Η
ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ":
Η Δούκισσα
της Πλακεντίας αποφάσισε μια μέρα να χτίσει ένα νέο ανάκτορο για να
φιλοξενήσει εκεί και την αγαπημένη της κόρη, την Ελίζα. Ζήτησε από τον
αρχιτέκτονα Κλεάνθη να την επισκεφθεί και του είπε τα σχέδιά της. Τον
παρεκάλεσε να τη βοηθήσει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Κάποια όνειρα
βέβαια που δεν ήταν τόσο ευχάριστα. Γιατί μέσα στο καινούργιο παλάτι που θα
έχτιζε, αντί ν' ακούγονται οι χαρούμενες φωνές της μονάκριβης κόρης της, θα
υπήρχε η αιώνια σιωπή. Η Ελίζα δεν θα μπορούσε να δει αυτά που θα ετοίμαζε η
Δούκισσα. Το άψυχο σώμα της θα έμενε εκεί μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα ακίνητο.
Ο Κλεάνθης
της πρότεινε διάφορες περιοχές της Αττικής και της είπε ότι μπορούν να
διαλέξουν το μέρος μαζί. Έκαναν πράγματι πολλές εκδρομές σε διάφορα σημεία,
όπου ο αρχιτέκτονας θεωρούσε ότι μπορούσε ν' ανεγερθεί το παλάτι της
Δούκισσας. Μια μέρα που έφτασαν στην Πεντέλη η Δούκισσα έμεινε έκπληκτη
μπροστά στην ομορφιά του τοπίου. Το ήρεμο δάσος την έκανε να συγκινηθεί.
Σκέφτηκε ότι εκεί μπορεί ν' αναπαυθεί η ψυχούλα της Ελίζας. Ήταν η Πεντέλη
ένα ωραίο βουνό καταπράσινο. Κι εκεί δίπλα υπήρχε κι ένα Μοναστήρι. Το σημείο
που διάλεξαν με τον Κλεάνθη για να χτίσει το παλάτι της βρισκόταν σε εκτάσεις
που ανήκαν στους μοναχούς. Αυτούς έπρεπε να βρούνε για να τις αγοράσουν.
Χωρίς
καθυστέρηση, μετά λίγες μέρες, η Δούκισσα επισκέφθηκε μαζί με τον αρχιτέκτονα
Κλεάνθη τη Μονή της Πεντέλης και ζήτησε να δει τον ηγούμενο. Η συζήτηση
περιστράφηκε στην αγορά εκτάσεων, που ήθελε η Δούκισσα. Ο ηγούμενος βέβαια
είπε ότι η Μονή έχει ανάγκη από χρήματα, αλλά θα έπρεπε να δοθεί και η
έγκριση της Κυβέρνησης για να πουλήσει στη Δούκισσα κάποιο κομμάτι γης...
...Η απάντηση προς τη Δούκισσα αργούσε
πολύ. Οι καλόγεροι ήταν δύστροποι και έβαζαν αυστηρούς όρους για να πουληθεί
η έκταση στη Δούκισσα. Έτσι, όταν κάποτε
η Κυβέρνηση έμαθε ότι η Μονή δυσκολεύει την κατάσταση, ίσως
ύστερα και από παραστάσεις της Δούκισσας προς τους αρμόδιους υπουργούς,
κλήθηκε ο ηγούμενος και του έγιναν αυστηρές συστάσεις για να προχωρήσει η πώληση των κτημάτων για τα οποία
ζητούσαν τότε 30.000 δρχ.
Το
παραχωρητήριο της Μονής προς τη Δούκισσα της Πλακεντίας Σοφία ντε Μαρμπουά
υπογράφτηκε το Μάρτη του 1840. Της μεταβίβαζαν οι καλόγεροι το απέναντι από
τη Μονή ορεινό κομμάτι, γνωστό με τ' όνομα Κουφός ή Σκαπέτος, έκτασης 1.738
στρεμμάτων, από τα οποία τα 8 μόνο ήταν καλλιεργημένα με 126 ελαιόδεντρα.
Μέσα στο χώρο του κτήματος ήταν και η πηγή της Ροδοδάφνης, την οποία
υποχρεωνόταν η Δούκισσα να επισκευάσει για να μπορούν να πίνουν νερό οι
διαβάτες και τα ζώα.
Το αντίτιμο
για την παραχώρηση της έκτασης αυτής ορίστηκε τελικά σε 7.155 δρχ. και η
Δούκισσα πρόσθεσε άλλες 357 δρχ., έτσι ώστε στο ταμείο της Μονής κατατέθηκαν
7.512 δρχ. Το ποσόν δεν ήταν και μεγάλο, παρά τις αρχικές αξιώσεις των
καλογέρων. Φαίνεται ότι ύστερα από κάποιες κυβερνητικές επεμβάσεις
καθορίστηκε το χαμηλό τίμημα, γιατί ήθελαν όλοι να ευχαριστήσουν τη Δούκισσα,
που υποσχόταν ότι θα έκανε πολλά έργα, θα άνοιγε δρόμους και θα καλλιεργούσε
πολλές εκτάσεις.
Πραγματικά,
αμέσως μετά την υπογραφή των σχετικών συμβολαίων, άνθρωποι της Δούκισσας με
τις οδηγίες του αρχιτέκτονα Κλεάνθη άρχισαν να κάνουν έργα στην περιοχή.
Πρώτα-πρώτα χάραξαν μια συνοριακή οδό, που θα χρησίμευε και για τη
συγκοινωνία. Κατόπιν δημιουργήθηκε η βάση για τον τοίχο που θα τριγύριζε το
Καστέλο και τον κήπο και δεν άργησε να γίνει μεταφορά μεγάλων όγκων μαρμάρων
από την περιοχή Βριλησσού, επειδή επιθυμία της Δούκισσας ήταν το Καστέλο να
είναι κατάλευκο από μάρμαρο. Η οικοδομή δεν άργησε να θεμελιωθεί και ν'
αρχίσει με ταχύτατο ρυθμό το χτίσιμο, που τέλειωσε μέσα σε χρόνο ρεκόρ,
δηλαδή μέσα στο 1841. Επίσης εκεί δίπλα χτίστηκε κι ένα μικρό οίκημα, η
«Μεζονέτ», με το ωραίο και μυστικοπαθές μοναστηριακό υπερώο...
Η δούκισσα της
Πλακεντίας. Μια αινιγματική προσωπικότητα, η οποία, για λόγους τους οποίους
τελικά μόνο η ίδια γνώριζε, μετατράπηκε από κοσμοπολίτισσα αριστοκράτισσα σε
απομονωμένη και ανεξιχνίαστη ερημίτης της Πεντέλης. Για τη ζωή της δούκισσας
στο βουνό θα μπορούσαν να γραφτούν πάρα πολλά, τα οποία όμως ξεφεύγουν από
την παρούσα συζήτηση. Υπάρχουν μάλιστα και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις
σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο της. Η τελευταία ημέρα της ζωής της υπήρξε η
πρωτομαγιά του 1854 (σύμφωνα με το παλαιό, Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυσε
στην Ελλάδα ως το 1923). Τα ξημερώματα της 2ας Μαΐου (14 Μαΐου, σύμφωνα με το
σύγχρονο, Γρηγοριανό ημερολόγιο), στις 9 η ώρα το πρωί, η Δούκισσα απεβίωσε
σε ηλικία 69 ετών. Όπως αναφέρεται στο φυλλάδιο του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΣΑΚΩΝΑ,
"Η ΠΕΝΤΕΛΗ", (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Την ημέραν του
ενταφιασμού της Δουκίσσης (3 Μαΐου, στο κτήμα της στην Πεντέλη) εβαπτίζετο
από του Αυλάρχου Νοταρά εν τω ναώ της Μονής Πεντέλης ο καλός φίλος Δ. Γρ.
Καμπούρογλους, του οποίου η ισχυρά πνευματική δύναμις εξακολουθεί να παράγη
πολύτιμον συγγραφικόν πλούτον.». Και βέβαια, ο Καμπούρογλου υπήρξε και
αυτός μελετητής και τακτικότατος επισκέπτης της Πεντέλης και ιδιαίτερα της
σπηλιάς. Όπως και πολλοί άλλοι. Αναφέρεται στο παραπάνω φυλλάδιο:
Όσον αφορά τις ημερομηνίες γέννησης
και βάπτισης του Καμπούρογου πάντως, υπάρχουν αρκετές αντιγνωμίες. Κατά μια
διαφορετική εκδοχή, ο Καμπούρογλου βαπτίστηκε στη μονή Πεντέλης στις 12
Ιουλίου του 1853. Όσο για την ημερομηνία γέννησης του, ο ίδιος διακήρυττε ότι
γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852. Η ημερομηνία όμως αυτή αμφισβητήθηκε
από πολλούς, ενόσω μάλιστα ο Καμπούρογλου βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Στο θέμα θα
αναφερθούμε λεπτομερέστερα στο μέλλον, καθώς και εκεί υπάρχουν
αρκετές ενδιαφέρουσες συμπτώσεις.
Γεώργιος
Δροσίνης, ποιητής:
«...Αν
η τέχνη από τα σπλάχνα σου ανάστησε του μαρμάρου τ' ασύγκριτα κάλλη, μα και
συ θαύμα τέχνης επλάστηκες απ' τα χέρια τεχνίτη - Θεού...»
Ιωάννης Ν.
Δεμέστιχας, Πλοίαρχος του ΠΝ:
«...Αι
περιοχαί των Πεντελικών προσβάσεων και πλαγιών είναι μια σειρά ζωγραφικών
πινάκων, χάρμα οφθαλμών και μέθη αρωμάτων, θησαυροί συνεχείς πρασινάδας,
ειδυλλιακής χάριτος,ευμορφίας και ζωής. Και έπειτα το φως, το μάγον φως του
Αττικού Ηλίου και του Αττικού φεγγαριού σκορπίζον, και απλώνον ολούθε τους
μυριόχρωμους εκ χρυσού πέπλους του, εις την ασημένια σιωπηλή μαγεία του, καθηδύνει,
ονεροποιεί τα πάντα...»
Αναστάσιος
Πεζοπόρος, δημοσιογράφος:
«...Αν
υπάρχη μια εξοχή κοντά εις τας Αθήνας, που διετήρησε το χρώμα της, που είναι
περθένος, που αξίζει ύμνον ολόκληρον, είναι η
Πεντέλη. Αναπαύεται εκεί επάνω η ψυχή και το σώμα και όπως και τα πάντα.
Θεία Πεντέλη! Εκεί επάνω εύρον την υγείαν των όχι κουρασμένοι από την ζωήν,
αλλά τσακισμένοι από αυτήν. Εκείνος που δεν πιστεύει ας ανέβει έως εκεί
επάνω...»
Richard Voss, διηγηματογράφος (από διήγημα του το οποίο δημοσιεύτηκε
μεταφρασμένο και σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εστία",
από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1928):
«...Ο
ήλιος έδυεν. Επάνω από τους θάμνους εξετείνοντο μεγάλες βαθυκύανες
σκιές. Ο ουρανός είχε πάρει ένα περίεργο κιτρινοκόκκινο χρώμα. Και
επάνω από αυτό διεγράφετο κατέρυθρος, σαν να είναι τυλιγμένη σε πορφύρα η
Πεντέλη. Και η πορφύρα αυτή εγίνετο ολοένα περισσότερο σκοτεινή. Και μόνο τα
ορυχεία του μαρμάρου διεκρίνοντο με ένα ανοικτότερο μενεξεδένιο χρώμα...»
Ανάλογοι
ύμνοι, διαπνεόμενοι από αυτή την χαρακτηριστική, ευδιάκριτη διάθεση σαγήνης
και πάθους για την Πεντέλη, υπάρχουν πάρα πολλοί. Και η έντονη αυτή έλξη
διακρίνεται όπως είδαμε αποτυπωμένη, όχι μόνο στα γραφόμενα, αλλά και στους
βίους πολλών ανθρώπων, από το παρελθόν ως τις μέρες μας. Έλξη προς το ίδιο το
βουνό και όχι βέβαια προς τη γενικότερη περιοχή ή τον οικισμό της Πεντέλης, ο
οποίος την εποχή που γράφονταν τα παραπάνω αποσπάσματα αντιστοιχούσε σε ένα
μικρό χωριό (προσέξτε στη φωτογραφία του παραρτήματος του ξενοδοχείου "Plaisance" τον γεμάτο με σπίτια
σήμερα, λόφο "Κουφό"). Ένα αρχαιότατο μικρό χωριό, για την
ακρίβεια. Γιατί, όπως σημείωνε και ο δημοσιογράφος Δημήτριος Λαμπίκης το 1928
στην εφημερίδα "Πολιτεία" : «Προ
δύο χιλιάδων ετών πριν ο Τιμόθεος εγκαταστήση εκεί το θρησκευτικόν του
στρατόπεδον δια της στρατολογίας των σπηλαιοβίων μοναχών του βουνού, εις την
σημερινήν ακριβώς περιοχήν της Μονής (Πεντέλης), ευρίσκετο ο
Δήμος Πεντέλης, ανήκων εις την Αντιοχίδα φυλήν, υπό την θρησκευτικήν
προστασίαν της Αθηνάς, της οποίας υπήρχε ναός και άγαλμα και βωμοί. Η
αρχαιοτάτη ονομασία του όρους, το οποίον ελέγετο Βριλησσός, υπεχώρησε σχεδόν
εντελώς εις την ονομασίαν Πεντέλη.». Η συνεχής και μακραίωνη αυτή
παρουσία και συμβίωση των ανθρώπων με το βουνό της Πεντέλης δημιούργησε
αμέτρητους θρύλους και παραδόσεις γύρω απ' αυτό. Θα πρέπει κανείς να
αναλογιστεί πως μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και για πάνω από δύο
χιλιάδες χρόνια οι λιγοστοί κάτοικοι της Πεντέλης εξαρτούσαν πλήρως την
επιβίωση τους από το ίδιο το βουνό. Λατόμοι, υλοτόμοι, μελισσουργοί,
κτηνοτρόφοι, ρετσινάδες... άσχετα με την εργασία, το τελικό προϊόν ήταν
ουσιαστικά προϊόν του ίδιου του βουνού. Ακόμη και το νερό που έπιναν ανάβλυζε
από τα σπλάχνα του. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει πως, στην ουσία, οι
άνθρωποι ήταν του βουνού και όχι το βουνό των ανθρώπων. Και οι άνθρωποι
αυτοί, που για πολλούς αιώνες όργωναν καθημερινά την Πεντέλη και γνώριζαν την
κάθε της σπιθαμή, ανέπτυξαν μια δική τους, ιδιαίτερη και εκλεπτυσμένη αίσθηση
του τεράστιου όγκου που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους, δεσπόζοντας
μονίμως στον οπτικό τους ορίζοντα.
Μέσα στους
πολυάριθμους θρύλους που γεννήθηκαν κατά καιρούς γύρω από το βουνό της
Πεντέλης από τους παλαιούς της κατοίκους, ένα σημείο του βουνού αναφέρεται
σταθερά, περιτριγυρισμένο πάντοτε από ένα αίσθημα δέους αλλά και φόβου. Είναι
η γνωστή μας σπηλιά, η σπηλιά της Πεντέλης.
Να πως
αναφέρεται η σπηλιά σε ένα ακόμα, τελευταίο απόσπασμα από το φυλλάδιο "Η
ΠΕΝΤΕΛΗ", του 1930:
Εκ του
κτήματος Plaisance ανέρχεται τις πεζή εις την
κορυφήν του Πεντελικού, ήτις απέχει μόνον
|
Δούκισσα της Πλακεντίας,
ένας αστικός μύθος (1785-1854)
Ζούσε συντροφιά με τη
νεκρή κόρη της. Ερωτεύθηκε έναν ληστή που έζησε σε άλλη εποχή. Άφησε τη
σφραγίδα της στην Αθήνα με τα κομψά της αρχιτεκτονήματα. Απέκτησε δικό της
σταθμό στο Μετρό. Η Δούκισσα της Πλακεντίας αφήνει τον μύθο πίσω της και
αποκαλύπτεται σε έκθεση- αφιέρωμα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο....
Ηταν η πλουσιότερη γυναίκα της Αθήνας – πιο ευκατάστατη και από τον βασιλιά Οθωνα. Ντυμένη στα λευκά, διαφέντευε αρχιτέκτονες και μαστόρους. Αγόραζε και πωλούσε οικόπεδα στην Αττική με ταλέντο που θα ζήλευε και ο καλύτερος μεσίτης. Δάνειζε χρήματα με τόκο. Υποστήριξε και εν συνεχεία μίσησε τον Καποδίστρια όσο λίγοι.
Η ζωή της υπήρξε
πολυτάραχη και η φήμη της μεγάλη. Ο μύθος που την ακολουθεί δύο αιώνες αργότερα
είναι ακόμη μεγαλύτερος. Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα η Σοφί ντε Μαρμπουά
Λεμπράν, την οποία οι περισσότεροι γνωρίζουμε ως Δούκισσα της Πλακεντίας; Το
αληθινό πρόσωπο της γυναίκας που γεννήθηκε στην Αμερική, παντρεύτηκε γάλλο
δούκα, στρατηγό του Ναπολέοντα και κινούμενη από φιλελληνικά αισθήματα
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα θα επιχειρήσει να αποκαλύψει η έκθεσηαφιέρωμα στη
Δούκισσα της Πλακεντίας που εγκαινιάζεται στις 16 Δεκεμβρίου στο Βυζαντινό και
Χριστιανικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται εν μέρει στο μέγαρό της, τη Villa
Ιlissia.
«Πρόκειται για μία γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα την οποία δεν κατανοούσαν οι άνθρωποι της εποχής της, με αποτέλεσμα γρήγορα η παρουσία της να λάβει διαστάσεις αστικού μύθου» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Ελένη Μάργαρη, επιμελήτρια της έκθεσης για τη ζωή της γυναίκας που ντύθηκε με αναρίθμητους θρύλους, έγινε λαϊκό ανάγνωσμα, ηρωίδα μυθιστορημάτων και ταινία.
«Πρόκειται για μία γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα την οποία δεν κατανοούσαν οι άνθρωποι της εποχής της, με αποτέλεσμα γρήγορα η παρουσία της να λάβει διαστάσεις αστικού μύθου» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Ελένη Μάργαρη, επιμελήτρια της έκθεσης για τη ζωή της γυναίκας που ντύθηκε με αναρίθμητους θρύλους, έγινε λαϊκό ανάγνωσμα, ηρωίδα μυθιστορημάτων και ταινία.
Από Κυρία των Τιμών
στην αυλή της αυτοκράτειρας Μαρί- Λουίζ (δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα) η
Σοφί ντε Μαρμπουά επέλεξε να έρθει στην Αθήνα των μέσων του 19ου αι. με τα
χαμόσπιτα και τους αδιέξοδους λαβυρινθώδεις δρόμους, αφού ήδη είχε μυηθεί στον
φιλελληνισμό στα σαλόνια όπου σύχναζε με τον Βίκτορα Ουγκώ και τον Αλφόνσο ντε
Λαμαρτίν και ήδη είχε προσφέρει 44.000 φράγκα υπέρ των Ελλήνων (αργότερα
χρηματοδότησε την εκπαίδευση άπορων κορασίδων και την επανέκδοση των «Ελληνικών
Χρονικών»). Κίνηση αλλόκοτη ίσως για τα μάτια των συγχρόνων της, όχι όμως και
για την ίδια που ήδη είχε δημιουργήσει σκάνδαλα στο Παρίσι καθώς τσακωνόταν
δημοσίως με τον σύζυγό της.
Από την Αθήνα η
Δούκισσα- τίτλος που είχε απονεμηθεί στον πεθερό της από τον Ναπολέοντα – θα
φύγει όταν θα διαφωνήσει με τον Καποδίστρια επειδή δεν θέσπιζε Σύνταγμα, τον
οποίο κάποτε λάτρευε. Θα δικαιώσει δε μέσα από τα γραπτά της τους δολοφόνους
του, μιλώντας «για πράξη δικαιοσύνης», όπως μαρτυρούν κείμενα και επιστολές που
μαζί με έργα τέχνης, εφημερίδες εποχής, σχέδια και βιβλία συνθέτουν το βασικό
υλικό της έκθεσης- περίπου 40 κομμάτια- καθώς «δεν μας έκανε τη χάρη η Δούκισσα
να πει πολλά. Δεν άφησε ούτε διαθήκη, με αποτέλεσμα τα πράγματά της να έχουν
διασκορπιστεί» λέει η Ελένη Μάργαρη.
Ο μύθος γύρω από το
όνομά της θα αρχίσει να φουντώνει όταν επιστρέφοντας στην Αθήνα από το ταξίδι
της στη Συρία στις αποσκευές της θα φέρει το ταριχευμένο σώμα της κόρης της,
Ελίζας. Αποτραβηγμένη στο σπίτι της, στην οδό Πειραιώς, παρίστανε πως η κόρη
της ζούσε και τα βράδια κατέβαινε στο υπόγειο για να συζητήσουν. Το τραγικό
φινάλε θα γραφεί το 1847 όταν το σπίτι θα παραδοθεί στις φλόγες και μαζί η
σορός της Ελίζας.
Η δραστήρια Δούκισσα
άρχισε να παραξενεύει. Δεν σταματά όμως τις δραστηριότητες. Παραδίδει μαθήματα
Γαλλικών. Χτίζει τη Villa Ιlissia, το Καστέλο της Ροδοδάφνης και τα κτίρια
Μaisonette, Ρlaisance και Τourelle στην περιοχή της Πεντέλης. Η Ροδοδάφνη και η
Τourelle έμειναν ημιτελείς, καθώς η Δούκισσα φοβόταν πως αν ολοκλήρωνε όλες τις
οικοδομές θα πέθαινε…
Η εκκεντρική για τους
Αθηναίους της εποχής προσωπικότητα της Δούκισσας εξακολουθούσε να προκαλεί δέος
σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές δράσεις, την καταγωγή και τη μόρφωσή της.
«Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής μετέφερε με αγανάκτηση στα απομνημονεύματά του το
ανεξήγητα φτωχό γεύμα που παρέθεσε σ΄ εκείνον και σε άλλους καλεσμένους της,
μετά το οποίο φοβήθηκε μήπως “εξ ασιτίας φθάσωμεν νεκροί εις Αθήνας”»
επισημαίνει ο επιμελητής του Μουσείου Στάθης Γκότσης, ο οποίος φρόντισε και το
ημερολόγιο του Μουσείου που είναι αφιερωμένο στη Δούκισσα.
Ο μύθος της όμως έφθασε
στο απόγειό του όταν η Δούκισσα βρέθηκε όμηρος του ληστή Μπίμπιση. Προτού
προλάβει εκείνη να παραδώσει μέσω απεσταλμένου της τα υψηλά λύτρα, οι κάτοικοι
της περιοχής έσπευσαν να τη σώσουν καθώς ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής αφού, εκτός
των άλλων, είχε πληρώσει για να γίνει το πέτρινο τοξωτό γεφύρι στο ρέμα
Χαλανδρίου. Γρήγορα όμως στη λαϊκή συνείδηση ο Μπίμπισης αντικαταστάθηκε από
τον περισσότερο γνωστό Νταβέλη ενώ η λαϊκή φαντασία μετέτρεψε την ομηρεία σε
παθιασμένο έρωτα. Η Σοφί ντε Μαρμπουά πέθανε το 1854 ενώ φήμες θέλουν να έπασχε
από υδρωπικία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου