Carol Ann Duffy
Η Κάρολ Αν Ντάφυ είναι η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε η ύψιστη βρετανική λογοτεχνική διάκριση του Δαφνοστεφούς Ποιητή (Poet Laureate), τον Μάιο τού 2009, σπάζοντας παράδοση 341 ετών πού ήθελε τον τίτλο να απονέμεται αποκλειστικά σε άνδρες. Η Ντάφυ γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1955 στη Γλασκώβη από πατέρα Σκοτσέζο και μητέρα Ιρλανδή. Σπούδασε φιλοσοφία στο Λίβερπουλ και το 1981 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε έως το 1996. Από το 1996 έως σήμερα ζει στο Μάντσεστερ, όπου είναι καθηγήτρια στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο και διευθύντρια προγράμματος δημιουργικής γραφής. Πολυγραφότατη ποιήτρια, συγγραφέας θεατρικών έργων, παιδικής λογοτεχνίας και ποίησης, καθώς και ανεξάρτητη δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες, έχει τιμηθεί, από τα πρώτα της βήματα μέχρι σήμερα, με αρκετά βραβεία. Η τελευταία ποιητική της συλλογή Rapture (Σαγήνη), βραβευμένη το 2005 με το σημαντικότατο Βραβείο Ποίησης T.S. Eliot, αποτελεί ένα μακροσκελές ερωτικό άσμα, αλλά και συγκινητική πράξη προσωπικής κατάθεσης.
Η Σαγήνη θα κυκλοφορήσει σε δίγλωσση έκδοση από τις Εκδόσεις Ηριδανός, τον Οκτώβριο του 2009, σε μετάφραση Θάλειας Μελή-Χωλλ.
IF I WAS DEAD
If I was dead,
and my bones adrift
like dropped oars
in the deep, turning earth;
or drowned,
and my skull
a listening shell
on the dark ocean bed;
if I was dead,
and my heart
soft mulch
for a red, red rose;
or burned,
and my body
a fistful of grit, thrown
in the face of the wind;
if I was dead,
and my eyes,
blind at the roots of flowers,
wept into nothing,
I swear your love
would raise me
out of my grave,
in my flesh and blood,
like Lazarus;
hungry for this,
and this, and this,
your living kiss.
CHINATOWN
Writing it, I see how much I love the sound.
Chinatown, Chinatown, Chinatown.
We went down, the day of the Year of the Monkey,
dim sum and dragons bound.
Your fair head
was a pearl in the mouth of the crowd. The fireworks
were as loud as love, if love were allowed
a sound. Our wishing children pressed their incense
into a bowl of sand
in Chinatown, the smoke drifting off
like question marks over their heads. If I had said
what I’d wished, if I had asked you to tell me the words,
shifting up from your heart
for your lips to sift,
at least I’d have heard their sound uttered by you,
although then nothing we’d wished for in Chinatown,
Chinatown, Chinatown, would ever come true.
WRITE
Write that the sun bore down on me,
kissing and kissing, and my face
reddened, blackened, whitened to ash,
was blown away by the passionate wind
over the fields, where my body’s shape
still flattened the grass, to end as dust
in the eyes of my own ghost.
Or write
that the river held me close in its arms, cold fingers
stroking my limbs, cool tongue probing my mouth,
water’s voice swearing its love love love in my ears,
as I drowned in belief.
Then write the moon
striding down from the sky in its silver boots
to kick me alive; the stars like a mob of light,
chanting a name, yours. Write your name on my lips
when I entered the dark church of the wood
like a bride, lay down for my honeymoon,
and write the night, sexy as hell, write the night
pressing and pressing my bones
into the ground.
ITHACA
And when I returned,
I pulled off my stiff and salty sailor’s clothes,
slipped on the dress of the girl I was,
and slid overboard.
A mile from Ithaca, I anchored the boat.
The evening softened and spread,
the turquoise water mentioning its silver fish,
the sky stooping to hear.
My hands moved in the water, moved in the air,
the lover I was, tracing your skin, your hair,
and Ithaca there, the bronze mountains
shouldered like rough shields,
the caves, where dolphins hid,
dark pouched for jewels,
the olive trees ripening their tears in our pale fields.
Then I drifted in on a ribbon of light,
tracking the scents of rosemary, lemon, thyme,
the fragrance of your name,
which I chanted again in my heart,
like the charm it was, bringing me back
to Ithaca, all hurt zeroed now
by the harm you could do with a word,
me as hero plainly absurd,
wading in, waist-high, from the shallows at dusk,
dragging my small white boat.
ART
Only art now – our bodies, brushstroke, pigment, motif;
our story, figment, suspension of disbelief;
the thrum of our blood, percussion;
chords, minor, for the music of our grief.
Art, the chiselled, chilling marble of our kiss;
locked into soundless stone, our promises,
or fizzled into poems; page print
for the dried flowers of our voice.
No choice for love but art’s long illness, death,
huge theatres for the echoes that we left,
applause, then utter dark;
grand opera for the passion of our breath;
and the Oscar-winning movie in your heart;
and where my soul sang, croaking art.
ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΝΕΚΡΗ
Αν ήμουν νεκρή,
και τα οστά μου έρμαια
σαν κουπιά πεταμένα
στη βαθιά περιστροφή της Γης·
ή είχα πνιγεί,
και το κρανίο μου
όστρακο που αφουγκράζεται
σε σκοτεινό τού ωκεανού βυθό·
αν ήμουν νεκρή,
και η καρδιά μου
λίπασμα μαλακό
σε κατακόκκινη τριανταφυλλιά·
ή είχα καεί,
και το κορμί μου
μια χούφτα αμμοβολή
στο πρόσωπο του αγέρα·
αν ήμουν νεκρή,
και τα μάτια μου,
αόμματα σε ρίζες λουλουδιών,
δάκρυα έχυναν στο τίποτα,
όρκο παίρνω πως η αγάπη σου
θα με ανάσταινε
από το μνήμα μου,
με σάρκα και αίμα,
όπως ο Λάζαρος·
διψασμένη για τούτο,
και κείνο, και κάθε
δικό σου φιλί της ζωής.
ΤΣΑΪΝΑΤΑΟΥΝ
Γράφοντάς την, διαπιστώνω πόσο λατρεύω τον ήχο.
Τσάιναταουν. Τσάιναταουν. Τσάιναταουν.
Φθάσαμε εκεί, την ημέρα της Χρονιάς του Πιθήκου,
γεύματα ντιμ-σουμ και δράκοι να χοροπηδούν.
Τα χρυσά σου μαλλιά πέρλες στο στόμα του πλήθους.
Τα πυροτεχνήματα ηχηρά σαν τον έρωτα, αν ο έρως
επιδέχεται κάποιον ήχο. Οι καρποί των επιθυμιών μας
θυμιάματα μπηγμένα σε μπολ γεμάτα άμμο
στην Τσάιναταουν, καπνοί που αιωρούνταν από πάνω τους
ψηλά σαν ερωτηματικά. Εάν είχα εκφράσει όσα είχα ευχηθεί,
εάν σου ζητούσα να μου πεις τις λέξεις που θα ανέσυρες
απ’ την καρδιά σου
έως τών χειλιών σου τη σήτα, θα είχα τουλάχιστον ακούσει
τον ήχο τους να προφέρεται από σένα, αν και καμιά απ’ όσες
κάναμε ευχή στην Τσάιναταουν, Τσάιναταουν, Τσάιναταουν,
θα έβγαινε ποτέ αληθινή.
ΓΡΑΨΕ
Γράψε πως ο ήλιος έστρεψε πάνω μου τα πυρά του,
φιλώντας με, φιλώντας, το πρόσωπό μου έκαψε,
μελάνιασε, σε τέφρα λευκή μετέτρεψε, που άνεμος
παράφορος παρέσυρε πέρα σ’ αγρούς και χλόη,
όπου νωπό ακόμη αποτύπωμα το σχήμα
του κορμιού μου, σκόνη στα μάτια που κατέληξε
στη σκιά του εαυτού μου.
Ή γράψε πως ο ποταμός σε σφιχτή με έκλεισε αγκαλιά,
δάχτυλα κρύα τα μέλη μου να χαϊδεύουν, γλώσσα ψυχρή
το στόμα μου να εξερευνά, του νερού η φωνή ν’ αντιβουΐζει
με όρκους αγάπης και λατρείας, καθώς εγώ πνιγόμουνα
σε δίνη ευπιστίας.
Μετά γράψε η σελήνη, φορώντας μπότες ασημένιες,
τον ουρανό δρασκέλισε, κατέβηκε στη Γη, να με κλωτσήσει
ζωντανή· τ’ αστέρια, όχλος φωτός, ένα όνομα να ψάλλουν,
το δικό σου. Γράψε στα χείλη μου επάνω τ’ όνομά σου
όταν σαν νύφη διάβηκα τον σκοτεινό ναό του δάσους,
και έγειρα στου μέλιτος το χλοερό το στρώμα,
γράψε η νύχτα, σέξι σαν κολασμένη, γράψε πως η νύχτα
τα κόκαλά μου έχωνε βαθιά μέσα στο χώμα.
ΙΘΑΚΗ
Κι όταν επέστρεψα,
από πάνω μου πέταξα τη σκληρόπετση, αλμυρή του θαλασσόλυκου στολή,
φόρεσα βιαστικά το φόρεμα του κοριτσιού που ήμουν,
και γλίστρησα στη θάλασσα.
Ένα μίλι απ’ την Ιθάκη, έριξα άγκυρα.
Το απόβραδο γλύκανε κι απλώθηκε,
το γαλάζιο πέλαγος μνημόνευε τους ασημένιους του ιχθύς,
κι ο ουρανός σκυμμένος ωτακουστής.
Με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα, στο νερό, τα χέρια μου
ανίχνευαν, σαν εραστής που ήμουν, το δέρμα, τα μαλλιά σου,
και η Ιθάκη εκεί, τα μπρούτζινα όρη
να εξέχουν, σαν ακατέργαστες ασπίδες,
οι σπηλιές, όπου κρύβονταν δελφίνια,
θύλακοι σκοτεινοί για τιμαλφή,
οι ελιές τα δάκρυά τους να ωριμάζουν στους χλομούς μας ελαιώνες.
Μετά, το ρεύμα με παρέσυρε σε μια λωρίδα φωτεινή,
τις μυρωδιές ν’ ακολουθώ του δεντρολίβανου, της λεμονιάς,
του θυμαριού, τις ευωδιές του ονόματός σου,
που εξυμνούσα πάλι στην καρδιά μου,
σαν φυλαχτό κρυφό που επιφύλασσε τον νόστο μου
στην Ιθάκη, όποια κι αν πέρασα οδύσσεια τώρα μηδενισμένη
απ’ το κακό που θα έκανε μια δική σου λεξούλα,
σε μένα, έναν ήρωα σαφώς παραλογισμένο,
να βωλοδέρνω στο νερό, έως τη μέση, κι απ’ τ’ αβαθή προς την ακτή
κατά το δείλι, να σέρνω τη λευκή μου τη βαρκούλα.
ΤΕΧΝΗ
Μόνο τέχνη τώρα – τα κορμιά μας, πινελιά, χρώμα, μοτίβο·
η ιστορία μας, μυθοπλασία, περιρρέουσα δυσπιστία·
σε ρόλο κρουστών, οι παλμοί και οι σφύξεις μας·
ακόρντα, μινόρε, μουσική συνοδεία της θλίψης μας.
Τέχνη, το σμιλευτό, ψυχρό μάρμαρο του φιλιού μας·
σε άηχη πέτρα σφαλισμένες, οι υποσχέσεις μας,
ή σε ποίησης ψελλίσματα ξεθυμασμένες· σελίδων αποτύπωμα
τα ξεραμένα άνθη της φωνής μας.
Επιλογή ο έρωτας δεν έχει, παρά της τέχνης τη μακρά ασθένεια
και το θάνατο, μέγαρα θεατρικά να αντηχούν τα φευγάτα μας
φωνητικά, χειροκρότημα, απόλυτο σκοτάδι μετά·
μελόδραμα, της ανάσας μας το πάθος να χωρά·
βραβευμένη με Όσκαρ ταινία, αυτή της δικής σου καρδιάς·
και όπου η ψυχή μου τραγούδησε, τέχνη της συμφοράς.
Από: http://www.apiliotis.gr
Οι ποιήτριες της Γης, ζουν στην σφαίρα των υπέργειων-ουράνιων ρεφρέν.Ακίνητη ουσία αφιερωμένη στον πάσχοντα (ενεργό) εαυτό. (Αριστοτέλης-Μετά τα Φυσικά)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό πρωϊνό Στρατή!
Μίνα
ΑπάντησηΔιαγραφήτο ακίνητο κινούν που μας προσδιορίζει κάνει μερικές ματιές πιο οξείες απ' τις άλλες.
και η γυναικεία ποίηση είναι το χρώμα ποπυ λείπει από το ουράνιο τόξο που σημαδευει τον ποιητικό ουρανό..
Καλό σου βράδυ!