ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Η Τυρώ, κόρη του Σαλμονέα και εγγονή του θεού των ανέμων Αιόλου, γέννησε από τον Ποσειδώνα (το θεό της θάλασσας) τους δίδυμους γιους Νηλέα και Πελία. Αργότερα όμως γέννησε κι άλλους γιους από το θείο της Κρηθέα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αίσονας. Ο Αίσονας ίδρυσε στη Θεσσαλία μια πόλη, που πήρε το όνομά του: την Αίσονα. Στη Θεσσαλία υπήρχε ακόμα μια μεγάλη πόλη, η Ιωλκός και την είχε ιδρύσει ο Κρηθέας. Ήταν φημισμένες πόλεις, που έσφυζαν από ζωή. Κυρίως όμως η Ιωλκός, μια παραθαλλάσια πόλη στον Παγασητικό κόλπο, κοντά στο σημερινό Βόλο, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά και εμπορικά κέντρα. Σ' αυτή την πόλη βασίλευε ο Πελίας, που άρπαξε με αυθαίρετο τρόπο από τον ετεροθαλή αδερφό του Αίσονα το θρόνο.
Ο Αίσονας ήταν άνθρωπος ήπιος, συνετός, ευαίσθητος. Είχε στενοχωρηθεί πολύ από την απρεπή συμπεριφορά του αδερφού του, αλλά προτίμησε να μη διχάσει το λαό για να διεκδικήσει με τη βία των όπλων τα νόμιμα δικαιώματά του. Αντίθετα, ο Πελίας, παρόλο που βρισκόταν σε θέση εξουσίας, ένιωθε πάντα μέσα του ένα κενό: φόβο και ανασφάλεια για το μέλλον, καχυποψία για τους γύρω του ανθρώπους. Αυτό, άλλωστε, που χαρακτηρίζει πάντα όλους τους παράνομους σφετεριστές της εξουσίας, οι οποίοι ξέρουν ότι κατέχουν κάτι που δεν τους ανήκει και νιώθουν την ανάγκη να μένουν πάντα άγρυπνοι και πανέτοιμοι, για να το περιφρουρήσουν. Μα η Δικαιοσύνη πάντοτε, στο τέλος, τους τιμωρεί από μόνη της.
Ο σκληροτράχηλος βασιλιάς, για να είναι ήσυχος για το θρόνο του, σκέφτηκε πολλές φορές να βγάλει από τη μέση τον αδερφό του, αλλά φοβόταν την αντίδραση του λαού, που εκτιμούσε τις αρετές του Αίσονα. Άλλωστε, η διακριτική παρουσία του, με τον άψογο χαρακτήρα που είχε, δεν εγκυμονούσε κινδύνους για την εξουσία του Πελία.
Μα όταν ο Αίσονας απέκτησε ένα όμορφο, χαριτωμένο αγόρι, που το ονόμασε Ιάσονα, το μίσος του Πελία προς τον αδερφό του μεταφέρθηκε στο παιδί, που ίσως κάποτε, όταν ενηλικιωνόταν, θα μπορούσε να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματα του πατέρα του. Πήρε λοιπόν την παράτολμη απόφαση να το σκοτώσει και μέσα στο σκοτεινό του μυαλό τριγύριζαν χίλιες σκέψεις πώς θα έκανε την αποτρόπαιη αυτή πράξη ξεγελώντας το λαό, του οποίου την αντίδραση φοβόταν πιο πολύ από εκείνη των θεών. Γιατί είναι αλήθεια πως οι σκληροί και άδικοι άνθρωποι αδιαφορούν για τη θεία τιμωρία καθώς, τυφλωμένοι από τα πάθη τους και τις μικρότητές τους, δεν αντιλαμβάνονται ότι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, υπάρχει της δικαιοσύνης το μάτι που βλέπει τα πάντα.
Τις προθέσεις και επιδιώξεις του Πελία είχαν καταλάβει οι γονείς του μικρού Ιάσονα και άρχισαν κι εκείνοι να σκέφτονται τρόπους για να μην πληρώσει ένα αθώο παιδί με τη ζωή του τον ανόητο πόθο για εξουσία ενός αδίστακτου, ηθικά πορωμένου, ανθρώπου.
Πάνω από τις δύο πόλεις, Αίσονα και Ιωλκό, ζούσε τότε στους δασοσκέπαστους πρόποδες του Πηλίου, ο Κένταυρος Χείρωνας, γιος του Κρόνου και της κόρης του Ωκεανού Φιλύρας.
Οι Κένταυροι, που, σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από θεϊκή γενιά, ήταν παράξενα όντα, από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωποι και από τη μέση και κάτω άλογα. Δε διακρίνονταν για το ήθος και τις αρετές τους. Απεναντίας, ήταν φιλόνικοι, άρπαγες, εκδικητικοί, δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους -και πολλές φορές με τους θεούς-.
Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΗΣΜΟΣ
Είναι χαρακτηριστική η προσπάθειά τους ν' αρπάξουν, με έφοδο, τις γυναίκες των γειτόνων τους Λαπιθών, που θεωρούνταν οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας. Ωστόσο ο Χείρωνας δεν έμοιαζε καθόλου με τους ομόφυλούς του. Είχε μια ξεχωριστή ευγένεια ψυχής και σπάνιες αρετές: Από τους θεούς είχε πάρει το χάρισμα της ιατρικής επιστήμης και υπήρξε δάσκαλος του Ασκληπιού μαθαίνοντάς του πώς να θεραπεύει και δύσκολες ασθένειες και να σώζει τη ζωή ακόμα και ετοιμοθάνατων ανθρώπων. Ο ίδιος, άλλωστε, υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του Αχιλλέα, στον οποίο έμαθε τα μυστικά της ιατρικής, της μουσικής, την αυτοπειθαρχία και τον αυτοσεβασμό.
Σ' αυτόν λοιπόν παραδόθηκε ο μικρός Ιάσονας, για να σωθεί από τη μανία του θείου του. Ταυτόχρονα όμως οι γονείς του επινόησαν ένα υπέροχο σχέδιο για να ξεγελάσουν τον Πελία: Διέδωσαν αρχικά πως το παιδί είναι άρρωστο βαριά και σε λίγο πως πέθανε και στον οικογενειακό τους κύκλο όλοι μαυροφόρεσαν, άρχισαν να θρηνούν και να υποκρίνονται τους περίλυπους. Η χαρά και η ικανοποίηση του Πελία ήταν τότε απερίγραπτες. Ο -υποτιθέμενος- θάνατος του Ιάσονα τον είχε βγάλει από τον κόπο να διαπράξει μια ακόμη ανόσια πράξη. Έτσι ο Ιάσονας έμεινε κοντά στο θετό του πατέρα, που τον μεγάλωσε με ιδιαίτερη στοργή και αγάπη και του έδωσε όλα τα απαραίτητα για τη ζωή, πνευματικά και ηθικά εφόδια: του έμαθε το σεβασμό προς τους θεούς, τη δικαιοσύνη, τη στρατιωτική ανδρεία, την ιατρική επιστήμη και τη μουσική.
Στο έργο του τον βοήθησαν η γυναίκα του και η μάνα του, που ονομάζονταν Χαρικλώ και Φιλύρα αντίστοιχα. Ήταν δυο γυναίκες, θαρρείς, γεννημένες για το έργο της εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης. Διέθεταν υπομονή ατέλειωτη, μα, προπάντων, στοργή και αγάπη άμετρη.
Το κυνήγι, με το αλάνθαστο σημάδεμα στο στόχο που απαιτείται, ήταν μία από τις πιο αγαπημένες ενασχολήσεις των υπέροχων εκείνων γυναικών. Ο Ιάσονας, μαθαίνοντας να σημαδεύει και να βρίσκει μ' επιτυχία το στόχο του, έμαθε συνάμα την αυτοσυγκέντρωση και αυτοπειθαρχία, αρετές που έμελλε να του χρησιμεύσουν αργότερα στην περιπετειώδη ζωή του.
Φυσικά, οι πραγματικοί γονείς του παιδιού δε διέκοψαν κάθε επαφή μαζί του. Όποτε έβρισκαν την ευκαιρία, μακριά από το άγρυπνο βλέμμα του Πελία, ανηφόριζαν τους πρόποδες του Πηλίου, ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα και τους πυκνόφυτους θάμνους, όπου μόνο πουλιά κι αγρίμια ζούσαν, και έβλεπαν με χαρά και ικανοποίηση το επιμελημένο έργο του σοφού παιδαγωγού, το συνταίριασμα της σωματικής και πνευματικής ανάπτυξης του παιδιού.
Στο μεταξύ ο σκληρός τύραννος άρχισε να νιώθει φοβερές τύψεις συνείδησης για τις κακές του πράξεις και η ανησυχία του για το μέλλον του έγινε σωστός εφιάλτης. Πήγε λοιπόν να ρωτήσει το μαντείο για την τύχη του και για την τύχη του θρόνου του.
Κι ο Απόλλωνας με το στόμα του μάντη του είπε τα εξής παράξενα: "Θα χάσεις τη ζωή σου από κάποιον απόγονο του Αιόλου. Προπάντων όμως θα πρέπει να δώσεις προσοχή στον μονοσάνδαλο, που θα κατέβει στην Ιωλκό από ψηλές τοποθεσίες". Ο Πελίας κράτησε στο μυαλό του αυτά τα λόγια κι αναρωτιόταν ποιος να είναι ο απόγονος του Αιόλου που θα τον σκότωνε. Θα έχανε λοιπόν τη ζωή του όχι από φυσιολογικό θάνατο, αλλά από το χέρι κάποιου ανθρώπου και μάλιστα συγγενή του! Κι ο μονοσάνδαλος; Ποιος θα τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά στο βασιλιά με μια τέτοια αταίριαστη περιβολή; Γιατί ακόμα και θεός να ήταν, θα έδινε τη φριχτή εντύπωση ότι ερχόταν από έναν άλλο κόσμο και ίσως από τον αραχνιασμένο Άδη. Αυτό θα ήταν σημάδι ότι ανήκει με το ένα πόδι σ' εκείνον τον κόσμο, γι' αυτό και άφησε το ένα σαντάλι του εκεί, σαν ενέχυρο. Καθετί όμως που προερχόταν από τον Άδη προκαλούσε τη φρίκη και την αποστροφή στους ζωντανούς.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΛΙΑ
Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Μια μέρα ο Πελίας διοργάνωσε στην Ιωλκό, κοντά στην ακρογιαλιά, μια γιορτή, ένα λαϊκό πανηγύρι, προς τιμή κυρίως του Ποσειδώνα και των άλλων θεών πλην της Ήρας. Κι αυτό γιατί κάποτε ο Πελίας κυνήγησε και σκότωσε τη μητριά της μάνας του Τυρώς, την κακόψυχη και μανιακή Σιδηρώ. Η σκληρή μητριά, που βασάνιζε απάνθρωπα την Τυρώ, βλέποντας τον κίνδυνο της καταδίωξής της, κατέφυγε ικέτης στο ναό της Ήρας. Ο Πελίας όμως, μη λογαριάζοντας τους άγραφους νόμους των θεών, που απαγόρευαν να γίνονται ανόσιες πράξεις φόνου μέσα σε ναούς θεών, τη σκότωσε και από τότε επέσυρε την οργή της Ήρας πάνω του. Κι αυτός, φυσικά, δεν είχε κανένα λόγο να συμπαθεί τη θεά και να της προσφέρει θυσίες.
Έστειλε λοιπόν ο Πελίας να προσκαλέσουν όλους τους επώνυμους της περιοχής, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο Χείρωνας. Ο τελευταίος όμως απέφευγε συστηματικά τέτοιου είδους εμφανίσεις, για ευνόητους λόγους, γι' αυτό κι έστειλε στη θέση του τον Ιάσονα, που ήταν τότε ένα ωραίο και δυνατό παλικάρι είκοσι χρονών. Ο Ιάσονας αποδέχτηκε μ' ευχαρίστηση την πρόσκληση και ξεκίνησε να πάει στον τόπο της συγκέντρωσης. Έπρεπε όμως να περάσει ένα ποτάμι, τον Άναυρο, που δεν είχε γέφυρα και, για να μη βρέξει τα σαντάλια του, τα έβγαλε και τα κράτησε στο χέρι του. Αλλά, μόλις έφτασε στην απέναντι μεριά του ποταμού, αντιλήφθηκε, με απογοήτευση, ότι το ένα σαντάλι του είχε ξεφύγει και το παρέσυρε τ' ορμητικό νερό του ποταμού. Για μια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει πίσω για να πάρει και να φορέσει άλλα σαντάλια, μα η απόσταση ήταν αρκετή κι ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Έτσι, αποφάσισε -μια που δεν υπήρχε άλλη λύση- να πάει στη γιορτή της θυσίας μ' ένα μονάχα σαντάλι.
Μόλις έφτασε στον τόπο της συγκέντρωσης, έκθαμβο το πλήθος κι εντυπωσιασμένο, τον παρακολουθούσε. Κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν εκείνος ο ψηλός, γεροδεμένος, όμορφος νέος, με δυο κοντάρια στα χέρια, με μακριά ξανθά μαλλιά που πέφτανε αστραφτερά στην πλάτη του και μ' ένα δέρμα πάνθηρα που σκέπαζε τους ώμους του, για να τον προστατεύει απ' τη βροχή. Ήρεμος κι επιβλητικός, με μάτια που άστραφταν από εξυπνάδα, στάθηκε και κοίταζε το πλήθος.
Όλοι συζητούσαν μεταξύ τους και διερωτούνταν αν είναι θνητός ή θεός μεταμορφωμένος σε άνθρωπο. Στην αρχή σκέφτηκαν τον Απόλλωνα, τον Άρη, τους Αλωάδες και τον Τιτυό. Αλλά ύστερα απέρριψαν όλες αυτές τις σκέψεις.
Κι ενώ όλοι συζητούσαν για τον Ιάσονα, πέρασε με το αμάξι του, που το έσερναν μουλάρια, κι ο βασιλιάς Πελίας. Είδε το νέο που ήταν στο επίκεντρο του γενικού ενδιαφέροντος και σταμάτησε. Μα ξαφνικά, σαν ένας μαγνήτης να το τράβηξε, το βλέμμα του καρφώθηκε στο σανδάλι που κάλυπτε εντυπωσιακά μονάχα το δεξί του πόδι. Στην αρχή ένιωσε έκπληξη. Ύστερα η καρδιά του χτύπησε δυνατά· ένα σύγκρυο ένιωσε να διαπερνά, σαν σπαθί, το κορμί του. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε το κορμί του. Στ' αλήθεια, ο νέος που είχε πει το μαντείο, με το ένα σαντάλι και το ντύσιμο που πρόδινε την καταγωγή του απ' τα ορεινά, στεκόταν τώρα μπροστά του. Όλα έγιναν καταπώς τα είπε ο θεός. Μα ο θεός είπε πως το τέλος της ζωής του θα ερχόταν απ' τα χέρια εκείνου του ξένου. Ο μελλοντικός φονιάς του λοιπόν στεκόταν μπροστά του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, να ξεχάσει για μια στιγμή το χρησμό. Έκρυψε τον τρόμο του και ρώτησε το νέο ποια ήταν η ιδιαίτερή του πατρίδα και ποια η καταγωγή του. Με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και ηρεμία απάντησε εκείνος:
"Φέρνω μαζί μου τη διδασκαλία του Χείρωνα. Έρχομαι από τη σπηλιά όπου κατοικούσα με τη Χαρικλώ, τη σύζυγο, και τη Φιλύρα, τη μάνα του Κένταυρου. Οι αγνές κόρες του Κένταυρου μ' ανέθρεψαν. Έγινα είκοσι χρονών χωρίς να κάνω καμιά ανάρμοστη πράξη ή να πω εναντίον τους κάποιο λόγο που δεν έπρεπε. Τώρα ξαναγυρίζω στην πατρίδα, για ν' αποχτήσω την παλιά δόξα του πατέρα μου, που κάποτε την είχε δωρίσει ο Δίας στον πρίγκιπα Αίολο και που τώρα την κατέχει παράνομα κάποιος άλλος".
αποκάλυπτε το σκοπό του ερχομού του. Μα ο Πελίας σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να δείξει ότι φοβάται. Ψύχραιμος, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση. Να βρει κάποια αποτελεσματική λύση. Χαμογέλασε με κόπο στο νέο, σαν να ήθελε να του δείξει την κατανόησή του.
Ξαφνικά το πλήθος κινήθηκε προς τα πίσω, άνοιξε δρόμο. Στάθηκε και παρακολουθούσε με αγωνία τη σκηνή. Ένας άντρας μεσήλικας έκανε την εμφάνισή του. Έτρεξε κι αγκάλιασε τον Ιάσονα. Τον έσφιξε δυνατά κι άρχισε να τον φιλά, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του. Ήταν ο πατέρας του, ο Αίσονας, που είχε έρθει κι αυτός για τη θυσία. Ακολούθησαν οι θείοι του Ιάσονα και τα ξαδέρφια του. Ένα τρελό, ξέφρενο πανηγύρι χαράς για κείνη την ανέλπιστη συνάντηση έστησαν όλοι.
Ο Ιάσονας τους φιλοξένησε όλους στο σπίτι του πατέρα του πέντε μερόνυχτα (γιατί είχαν έρθει από μακρινά μέρη: ο Φέρης και ο Άδμητος, από τις θεσσαλικές Φερρές, ο Αμυθάονας και ο Μελάμποδας, από τη Μεσσηνία). Την έκτη μέρα τους αποκάλυψε το σχέδιό του: τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του πατέρα του, την αφαίρεση της εξουσίας από τον Πελία. Όλοι συμφώνησαν μαζί του και αποφάσισαν να τον συνοδέψουν στο παλάτι. Όταν έφτασαν, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά, που τους δέχτηκε με προσποιητή εγκαρδιότητα. Ο Ιάσονας μίλησε με θάρρος, αλλά και με διάθεση συγκαταβατικότητας. Η σωφροσύνη που τον δίδαξε ο σοφός του δάσκαλος Χείρωνας, κυριάρχησε στα πάθη της οργής και της αγανάκτησης για την αδικία, που είναι φυσικό να τα εξάπτει ακόμα περισσότερο η ορμητικότητα και ο ενθουσιασμός της νεανικής φύσης.
"Έχουμε κοινή καταγωγή", είπε, "από μια γυναίκα. Γι' αυτό δεν είναι σωστό να μαλώνουμε. Ας ξεχάσουμε ό,τι έγινε μέχρι τώρα. Ας πρυτανεύσει η λογική. Προτείνω ένα σχέδιο ειρηνικής μοιρασιάς. Κράτησε τα κοπάδια και τα χωράφια, που πήρες από τον πατέρα μου, αλλά δώσε μου το σκήπτρο και το θρόνο που μου ανήκουν". Ήρεμα, τότε, του απάντησε κι ο Πελίας: "Ευχαρίστως θα σου παράδινα ό,τι ζήτησες. Υπάρχει όμως κάτι που με κάνει ν' ανησυχώ: μια απαίτηση των υποχθόνιων θεών. Η ψυχή του Φρίξου παρουσιάστηκε στ' όνειρό μου και με παρακάλεσε να πάει κάποιος στο παλάτι του Αιήτη, απ' όπου θα φέρει πίσω την ψυχή του και το χρυσόμαλλο δέρας.
Ρώτησα ύστερα το μαντείο των Δελφών κι εκείνο μου έδωσε εντολή να στείλω γι' αυτόν το σκοπό ένα καράβι. Μα είμαι ήδη πολύ γέρος κι ανήμπορος για τέτοιες κουτουράδες. Εσύ όμως είσαι στο άνθος της νεανικής σου δύναμης και μπορείς να το κάνεις. Σου δίνω λοιπόν όρκο και μάρτυρές μου ας είναι οι θεοί ότι, μόλις επιστρέψεις από το ταξίδι και φέρεις το χρυσόμαλλο δέρας, θα σου παραδώσω το σκήπτρο και το θρόνο που ζητάς".
Φυσικά, ούτε όνειρο τέτοιο είχε δει ποτέ ο Πελίας, ούτε σκόπευε να παραδώσει την εξουσία στον ανιψιό του. Μα όλα αυτά τα είπε, γιατί ήταν σίγουρος ότι το έργο που του ανέθετε ήταν τόσο δύσκολο κι επικίνδυνο, που δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να στεφθεί μ' επιτυχία. Θα έφευγε λοιπόν εκείνος σ' ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή και οι όρκοι θα ήταν πλέον άκυροι, εφόσον δε θα εκπληρώνονταν προηγουμένως οι όροι για τη δέσμευσή του.
ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ
Τι ήταν όμως αυτό το χρυσόμαλλο δέρας και ποια σχέση είχαν μ' αυτό ο Φρίξος και ο Αιήτης; Ναι! Ήταν μια πρωτότυπη, παράξενη ιστορία, ένα ανθρώπινο δράμα, με πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις, που ήρωές της είναι δυο παιδιά βασανισμένα απ' την απονιά της μητριάς τους.
Κάποτε ο βασιλιάς της Βοιωτίας Αθάμας παντρεύτηκε τη θεά Νεφέλη, από την οποία απέκτησε δυο χαριτωμένα παιδιά, τον Φρίξο και την Έλλη. Αλλά αργότερα ο άπιστος σύζυγος εγκατέλειψε τη Νεφέλη και παντρεύτηκε την κόρη του Κάδμου Ινώ, μια δύστροπη και κακιά γυναίκα. Κοντά στη μητριά τους η ζωή των παιδιών έγινε ανυπόφορη. Τη βαθιά αποστροφή της σ' αυτά την έδειχνε καθημερινά, καταπιέζοντας και βασανίζοντάς τα με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο.
Η πέτρινη καρδιά της δε συγκινούνταν ποτέ ούτε από τα παρακάλια ούτε από τα δάκρυα των αθώων εκείνων παιδιών. Η παρουσία τους πίστευε ότι στεκόταν εμπόδιο στην οικογενειακή της ευτυχία. Γι' αυτό πήρε την απόφαση να τα βγάλει από τη μέση. Περίμενε λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία, που δεν άργησε να έρθει.
Κάποτε έπεσε πείνα (λιμός) στη Βοιωτία. Κι αυτό γιατί η Ινώ διέταξε κρυφά να βάλουν σε φούρνο και να ψήσουν όλους τους σπόρους των δημητριακών που σκόπευαν να σπείρουν εκείνη τη χρονιά. Αποτέλεσμα ήταν να μη φυτρώσουν τα σπαρτά. Ο Αθάμας έστειλε απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών, για να ρωτήσουν τι έπρεπε να κάνει για ν' αποσοβηθεί το κακό. Αλλά η Ινώ δωροδόκησε τους απεσταλμένους, παραγγέλλοντάς τους να πουν ότι τάχα το μαντείο έδωσε εντολή να θυσιαστούν τα παιδιά της Νεφέλης.
Η σατανική γυναίκα κατάφερε, τελικά, να πείσει τον Αθάμα ότι, αν τα θυσίαζε, το κακό θα σταματούσε και οι θεοί θα ξανάφερναν στη χώρα του την προηγούμενη ευφορία της γης κι ευτυχία. Κι εκείνος, ανόητος κι ευκολόπιστος καθώς ήταν, έπεσε εύκολα στα δίχτυα της παμπόνηρης γυναίκας, την πίστεψε και δέχτηκε να θυσιαστούν τα παιδιά του. Μα ο Δίας, άγρυπνος, παρακολουθούσε τα γεγονότα στο παλάτι του άστοργου πατέρα, που έγινε ένα άβουλο παιχνίδι στα χέρια της γυναίκας του, ενώ, σαν βασιλιάς που ήταν, έπρεπε να έχει το σθένος και τη βούληση για να κυβερνά με σύνεση το λαό του.
Ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων δεν μπορούσε να βλέπει κατάφορες αδικίες σε βάρος ανήμπορων υπάρξεων, όπως εκείνα τ' αθώα παιδιά. Έστειλε λοιπόν αμέσως την πραγματική μάνα των παιδιών, τη Νεφέλη, με το φτερωτό του κριάρι, που είχε χρυσόμαλλη προβιά. Τη στιγμή που η σκληρή μητριά ήταν έτοιμη να πνίξει τα παιδιά, η μάνα τους τ' άρπαξε, τα έβαλε πάνω στο ιερό κριάρι του Δία, που είχε ανθρώπινη λαλιά, και τα γλίτωσε. Πέταξαν ψηλά διασχίζοντας το Αιγαίο πέλαγος.
Καθώς περνούσαν πάνω από το στενό της θάλασσας, που ενώνει την Προποντίδα με το Αιγαίο, τα παιδιά χαίρονταν, απολαμβάνοντας τα ωραία τοπία που έβλεπαν. Από τη φυλακή τους ξαφνικά βρέθηκαν στον ελεύθερο κόσμο, από τα βασανιστήρια στην ξεγνοιασιά που προσφέρει πάντα η μητρική αγάπη και η στοργή και από την αδικία των ανθρώπων στη δικαιοσύνη του θεού. Το κριάρι πετούσε εκεί που αυτό ήθελε· ήξερε το δρόμο του. Τα παιδιά αφήνονταν σ' αυτό το υπέροχο ταξίδι χωρίς να σκέφτονται τίποτα, με ανοιχτές όλες τους τις αισθήσεις, για ν' απολαμβάνουν το σοφό συνταίριασμα των καταπράσινων αυλών, της ολογάλανης θάλασσας και του ολόχρυσου ήλιου, που τρεμόπαιζε καθώς βουτούσε από ψηλά στον ακύμαντο καθρέφτη της θάλασσας.
Μα -είναι αλήθεια- όλα τ' ανθρώπινα έχουν όρια· έχουν τοπική και χρονική διάρκεια. Έτσι και η χαρά των παιδιών δεν κράτησε πολύ. Γιατί το κορίτσι σε μια στιγμή έχασε την ισορροπία του, έπεσε στη θάλασσα και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Η θάλασσα, που πριν από λίγο απολάμβανε με πάθος, έγινε ο υγρός τάφος του. Γι' αυτό το στενό αυτό της θάλασσας, όπου έπεσε η Έλλη, ονομάστηκε Ελλήσποντος, δηλαδή πόντος, θάλασσα της Έλλης. Ο Φρίξος ένιωσε βαθιά θλίψη για τον άτυχο χαμό της αδερφής του.
Μα ποιος μπορούσε να πάει ενάντια στις θεές Μοίρες, που ρυθμίζουν και καθορίζουν όλα τ' ανθρώπινα; Η διάρκεια της ζωής του κοριτσιού ήταν προκαθορισμένη, καθώς επίσης και οι συνθήκες και ο τρόπος του θανάτου του. Θα γλίτωνε απ' τα χέρια της άπονης μητριάς, αλλά θα έφτανε στο τέλος η ζωή της μέσα στα βαθιά νερά της θάλασσας. Ωστόσο, οι θνητοί άνθρωποι εύκολα δεν μπορούν ν' αποχωριστούν τ' αγαπημένα τους πρόσωπο, εύκολα δε συνηθίζουν στ' ανελέητα χτυπήματα της Μοίρας. Έτσι κι ο Φρίξος, στα κατάβαθα της ψυχής του, ένιωσε μια μεγάλη απογοήτευση, μοναξιά απέραντη. Όλα γι' αυτόν ξαφνικά έγιναν ανούσια, δίχως νόημα. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του η ιδέα ν' αφήσει τον εαυτό του να πέσει κι αυτός στα βαθιά νερά της θάλασσας, ακολουθώντας στο ταξίδι για τον Κάτω Κόσμο την αγαπημένη και μονάκριβή του αδερφή.
Μα το κριάρι, που κατάλαβε τις σκέψεις του και διαισθάνθηκε τις προθέσεις του, μίλησε μ' ανθρώπινη λαλιά. Τo θεϊκό ζώο έδωσε θάρρος και κουράγιο στο παλικάρι, αισιοδοξία για τη ζωή. "Οι θεοί τα κανονίζουν όλα", του είπε. "Όλοι έχουμε μια αποστολή στη γη· αυτή την αποστολή πρέπει να εκπληρώσουμε".
Έτσι, συνεχίζοντας το ταξίδι ο Φρίξος, έφτασε στην Κολχίδα, στην απόμακρη χώρα του Καύκασου, όπου βασίλευε ο γιος του Ήλιου Αιήτης, αδερφός της Πασιφάης (βασίλισσας της Κρήτης) και της μάγισσας Κίρκης. Στη χώρα εκείνη του Αιήτη οι ακτίνες του ήλιου αναπαύονταν και ξανά ξυπνούσαν, στο αδιάκοπο κυνήγι της μέρας και της νύχτας. Ο Αιήτης υποδέχτηκε εγκάρδια τον Φρίξο και τον φιλοξένησε. Αργότερα του έδωσε την κόρη του Χαλκιόπη για γυναίκα. Έτσι την έλεγαν, γιατί είχε "χάλκινο πρόσωπο". Το κριάρι όμως προοριζόταν απ' την αρχή για θυσία. Γι' αυτό ο Φρίξος το πρόσφερε στον Φύξιο Δία, που ήταν προστάτης των δραπετών και το χρυσόμαλλο δέρας (προβιά) το παρέδωσε στον πεθερό του, για να το φυλάξει. Ο Αιήτης το κρέμασε σε μια βελανιδιά στο ιερό του Άρη κι έβαλε για φύλακά του ένα δράκοντα, πελώριο φίδι, που πάντα έμεινε άγρυπνο και δεν επέτρεπε σε κανέναν να περάσει. Ήταν ικανό να περιτυλίξει ένα μεγάλο καράβι μαζί με όλο του το πλήρωμα.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ "ΑΡΓΩ" ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ
Ο Ιάσονας λοιπόν καταγόταν, όπως προαναφέρθηκε, από την ίδια γενιά του Φρίξου. Ο πατέρας του Αθάμας ήταν αδερφός του Σαλμονέα, παππού του Ιάσονα. Κοινός γενάρχης: ο Αίολος. Γι' αυτό ο Πελίας επινόησε το σατανικό εκείνο σχέδιο, για την αποστολή του Ιάσονα στην Κολχίδα και, παράλληλα, για την εξόντωσή του. Θέλησε να τον παρουσιάσει σαν ηθικά υπεύθυνο για την ικανοποίηση της ψυχής του Φρίξου, που ζητούσε, τάχα, να επιστρέψει το χρυσόμαλλο δέρας στην οικογένεια των απόγονων του Αιόλου, αφού ο ίδιος, λόγω ηλικίας, ήταν αδύνατο να αναλάβει μια τέτοια αποστολή.
Ο Ιάσονας, καθώς ήταν θαρραλέος και ριψοκίνδυνος χαρακτήρας και η πείρα της ζωής του έλειπε, που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να δει και να σταθμίσει τους κινδύνους, δέχτηκε με προθυμία την πρόταση του θείου του και άρχισε τις σχετικές προετοιμασίες. Μια τέτοια μακρινή και επικίνδυνη αποστολή, για να έχει επιτυχία, χρειαζόταν ένα γοργό και ανθεκτικό καράβι και πλήρωμα με παλικαριά που θα αψηφούσαν τους κινδύνους και θα ήταν έτοιμα ακόμα και τη ζωή τους να θυσιάσουν γι' αυτόν το σκοπό.
Πώς όμως ένας άπειρος νέος, χωρίς τεχνικές και ναυτικές γνώσεις, θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα τέτοιο καράβι; Και με ποια κίνητρα θα ήταν δυνατό να πείσει και έτσι να συγκεντρώσει τους συντρόφους του πληρώματος;
Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, προστάτιδα της γενιάς των απόγονων του Αιόλου, προσφέρθηκε αμέσως να βοηθήσει. Με τις αλάνθαστες υποδείξεις της και την άγρυπνη επιστασία της έγινε το έργο. Η ίδια, άλλωστε, έκοψε ξύλο από την περίφημη "Δωδωνέα δρυ", ιερή βελανιδιά, που είχε την ιδιότητα να μιλά, και το έδωσε στον Ιάσονα, για να το χρησιμοποιήσει, μαζί με ξύλα κουκουναριών από το Πήλιο, για την κατασκευή του καραβιού. Μ' αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατό να γνωρίζουν από πριν τους επικείμενους κινδύνους της θάλασσας, αφού το θαυματουργό ξύλο θα τους προειδοποιούσε σχετικά. Η ίδια θεά ύφανε επίσης από μόνη της τα πανιά του καραβιού και μύησε με προθυμία στη ναυτική τέχνη τα παλικαριά του πληρώματος. Υποσχέθηκε, τέλος, ότι θα συνοδεύσει η ίδια την αποστολή, για να δείχνει το δρόμο που έπρεπε ν' ακολουθηθεί.
Το καράβι κατασκευάστηκε, σύμφωνα με την παράδοση που τότε επικρατούσε, για πενήντα κωπηλάτες. Πρωτομάστορας ήταν ο ξυλουργός Άργος, γι' αυτό και ονομάστηκε "ΑΡΓΩ". Άλλωστε, στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη "αργός" έχει τελείως διαφορετική σημασία απ' ό,τι στη σημερινή της χρήση. Σημαίνει "ταχύς, γρήγορος". Και πραγματικά. Η "Αργώ" είχε όλες τις αρετές: Ήταν ανθεκτική στα κύματα, εύστροφη και γρήγορη.
Ο Ιάσονας μετά έστειλε κήρυκες σ' όλη την Ελλάδα για να ζητήσει παλικάρια ικανά για να στελεχώσουν το καράβι. Για μια τέτοια αποστολή τα κίνητρα, φυσικά, δεν ήταν μονάχα ηθικά, δηλαδή η ενεργός συμπαράσταση στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η αλληλεγγύη σε κάποιον ομόφυλο για την επιτυχία ενός απώτερου στόχου του. Μπορούσαν να είναι πολλά και διάφορα, ανάλογα με τις πεποιθήσεις, την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα και τις επιδιώξεις του καθενός. Ωστόσο, υπήρχε κάτι κοινό στους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Η λαχτάρα για την περιπέτεια. Η περιπέτεια για την περιπέτεια. Η γνώση για τη γνώση. Το καινούριο, το άγνωστο, το απόμακρο, το πρωτόγνωρο, με την πηγαία ομορφιά και την ακαταμάχητη μαγεία που ασκούν στην ψυχή του ανθρώπου, τραβούσαν, σαν μαγνήτης, τους Έλληνες εκείνης της εποχής, που πιθανότατα, μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 13ο αιώνα π.Χ., έναν αιώνα δηλαδή πριν από την περίφημη τρωική εκστρατεία.
Οι αντιλήψεις, άλλωστε, που επικρατούσαν τότε, καλλιεργούσαν τις φιλοδοξίες του λαού για υπερπόντιες αναζητήσεις, για μια καλύτερη τύχη. Καθώς τέτοια ταξίδια, με τα πενιχρά τεχνολογικά δεδομένα που διέθεταν και την πειρατεία που οργίαζε, ήταν επικίνδυνα και επίπονα, όσοι είχαν την απαραίτητη τόλμη και το κουράγιο ν' αναλάβουν και να φέρουν σε αίσιο πέρας μια τέτοια αποστολή, εκτός των υλικών οφελών που είχαν, συγκέντρωναν την εκτίμηση, το σεβασμό και την αναγνώριση όλων, μικρών και μεγάλων. Τους αποδίδονταν τιμές ηρώων και η δόξα τους δεν είχε πρόσκαιρο χαρακτήρα. Τους ακολουθούσε και μετά το θάνατό τους. Αλλά η δόξα εκείνη της επιτυχίας δε θα έμενε μονάχα σ' αυτόν το θνητό κόσμο. Θ' ακολουθούσε τους ήρωες και στον Άδη, όπου η ζωή ήταν αιώνια.
Αυτά λοιπόν τα κίνητρα πυροδότησαν τον ενθουσιασμό πολλών εκλεκτών νέων απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας, που έσπευσαν να καταταγούν στο πλήρωμα της Αργώς. Τελικά επιλέχτηκαν 50 απ' αυτούς, οι ικανότεροι, μερικοί από τους οποίους ήταν ημίθεοι, δηλαδή είχαν θεϊκή καταγωγή. Ενδεικτικά μπορούν ν' αναφερθούν οι γιοι του Δία Ηρακλής και Διόσκουροι (Κάστορας και Πολυδεύκης), οι γιοι του Ποσειδώνα Εύμαινος από το Ταίναρο και Περικλύμενος από την Πύλο και οι δίδυμοι από τη Μεσσηνία Ίδας και Λυγκέας, οι γιοι του Ερμή Εχίονας και Έρυτος, ο Αιθαλίδης, κήρυκας των Αργοναυτών, οι γιοι του Απόλλωνα Φιλάμμονας (που ήταν αοιδός) και Ίδμονας (που ήταν μάντης). Επίσης πήραν μέρος ο Ορφέας, ο θεσπέσιος μουσικός από τη γενιά του Απόλλωνα ο μάντης Μόψος, που τον είχε διδάξει ο Απόλλωνας, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, γιοι του Αιακού και εγγονοί του Δία, ο Άδμητος, που ήταν ξάδερφος του Ιάσονα και μάλιστα και ο γιος του Πελία Άκαστος, που ήρθε χωρίς τη θέληση του πατέρα του.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Μόλις τελείωσε η κατασκευή του καραβιού και ο εφοδιασμός του με τ' αναγκαία τρόφιμα και το νερό, καθώς και ο εξοπλισμός του, ο Ιάσονας πρότεινε στους συντρόφους του να εκλέξουν έναν αρχηγό της αποστολής. Ανεπιφύλακτα όλοι τους τότε πρότειναν τον ίδιο κι εκείνος, ικανοποιημένος για την τιμή που του έκαναν, αλλά και με υψηλό αίσθημα ευθύνης για την τύχη των συντρόφων του, προσευχήθηκε στους θεούς, για να έχουν την εύνοια και συμπαράστασή τους. Ύστερα πάνω σ' έναν πρόσφατα χτισμένο βωμό πρόσφεραν θυσίες στο θεό της επιβίβασης, τον Εμβάσιο Απόλλωνα και ο Ορφέας, που γνώριζε καλύτερα απ' όλους τους θνητούς το δρόμο προς τον Κάτω Κόσμο και τον επάνω, έψαλε, σαν προανάκρουσμα, ένα θεσπέσιο ύμνο για τη Νύχτα. Αυτό δήλωνε πως θ' άρχιζε ένα ταξίδι ιδιαίτερα ιερό, με άμεση επαφή με πνεύματα και υπερκόσμιες δυνάμεις.
Μόλις τέλειωσε αυτή η επιβλητική ιεροτελεστία, οι Αργοναύτες επιβιβάστηκαν στο γερό σκαρί, σήκωσαν την άγκυρα, άνοιξαν τα πανιά και άρχισαν ν' ανοίγονται στο πέλαγος, σκίζοντας τα νερά, κάτω από τις επευφημίες και τις ευχές των συγγενών και φίλων τους κι ολόκληρου λαού, που συγκεντρώθηκε για να δει το μοναδικό και ανεπανάληπτο θαύμα της τεχνολογίας εκείνης της εποχής.
Στην αρχή το ταξίδι ήταν ωραίο. Η "Αργώ" γλιστρούσε πάνω στον καθρέφτη της θάλασσας, ανάμεσα σ' ένα σμήνος από γλάρους, με χίλιους σχηματισμούς στο πέταγμά τους και τις τσιριχτές τους φωνές που δημιουργούσαν σωστό πανδαιμόνιο. Τα δελφίνια προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το υπέροχο καράβι, αλλά, μαγεμένα από τη θεσπέσια μουσική του Ορφέα, του Θρακιώτη ποιητή και αξεπέραστου τεχνίτη της λύρας, έμειναν ξοπίσω ξεχασμένα. Το δροσερό αγεράκι της θάλασσας φούσκωνε γλυκά τα πανιά και χάιδευε απαλά τα μαλλιά και τα πρόσωπα των παλικαριών, γεμίζοντας τις καρδιές τους μ' ελπίδες και όνειρα πολλά. Οι πανέμορφες κόρες του γερο Νηρέα, οι γλυκόθωρες Νηρηίδες, έφυγαν απ' τα παλάτια του πατέρα τους, που βρίσκονταν στο βυθό της θάλασσας, και βγήκαν στην επιφάνεια, για ν' απλώσουν πάνω τους τη γλυκάδα της ηρεμίας και την ομορφιά του ξέγνοιαστου ταξιδιού. Και ο άλλος θαλασσινός θεός, ο γερο Πρωτέας, πιστός όπως πάντα στο έργο του, σαλαγούσε τα κοπάδια των κυμάτων του Ποσειδώνα μέσα στις σκοτεινές κοιλάδες και χαράδρες της θάλασσας, για να μην ενοχλούν το θεϊκό καράβι. Πότε πότε τα έβγαζε στις ακρογιαλιές για να ξαποστάσουν κι εκεί ήξερε πολύ καλά τον τρόπο να τ' αποκοιμίζει.
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ
Μα ξαφνικά πήρε εντολή απ' το μεγάλο αφεντικό της θάλασσας να ξαμολήσει τα κοπάδια των κυμάτων στο πέλαγος. Ο γερο Πρωτέας -όπως πάντα- και τώρα υπάκουσε. Οι Νηρηίδες, τρομαγμένες, βιάστηκαν να γυρίσουν στο παλάτι τους. Οι άνεμοι όρμησαν σαν θεριά έτοιμα να κατασπαράξουν τ' ανύποπτα θύματά τους και η "Αργώ" μια ανέβαινε -θαρρείς- στα ουράνια και μια κατέβαινε στα βαθιά πηγάδια της θάλασσας. Οι ναύτες έκαναν υπεράνθρωπο αγώνα για τη σωτηρία του καραβιού, που ίσως να μην μπορούσε να πραγματοποιήσει την αποστολή του, εάν δεν επέμβαιναν η Αθηνά και η Ήρα, για να καταλαγιάσουν λίγο τους ορμητικούς ανέμους και να οδηγήσουν το μαγικό σκαρί με όλο του το πλήρωμα στο νησί του Ήφαιστου, στη Λήμνο. Εκεί ο τεχνίτης θεός είχε το περίφημο εργαστήρι του.
Μα, μόλις οι Αργοναύτες πάτησαν το πόδι τους στη στεριά, αντίκρισαν ένα πολύ παράξενο και εντυπωσιακό θέαμα: Ένα πλήθος από νέες και όμορφες γυναίκες έτρεχαν, οπλισμένες να τους αντιμετωπίσουν. Μπροστά πήγαινε η βασίλισσά τους, που ξεχώριζε για την ομορφιά και το παράστημά της. Ο Ιάσονας τη συμπάθησε, το ίδιο και αυτόν εκείνη. Έκαναν λοιπόν μια συμφωνία να μη γίνει χρήση όπλων και από τις δυο μεριές· απεναντίας το γεγονός του ερχομού των παλικαριών να γιορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Λίγο αργότερα πληροφορήθηκαν ότι ο πληθυσμός του νησιού αποτελούνταν μονάχα από γυναίκες. Κάποτε όλες αυτές οι γυναίκες ξεσηκώθηκαν εναντίον των αντρών τους, που τις παραμελούσαν και γλεντούσαν με τις παλλακίδες και τους σκότωσαν όλους. Την ίδια τύχη είχαν και οι παλλακίδες. Κι αυτό γιατί η Αφροδίτη, θυμωμένη που έδειχναν ψυχρότητα και αποστροφή προς τους άνδρες τους και δεν τιμούσαν όπως έπρεπε τη θεά, τις τιμώρησε δίνοντάς τους μια απαίσια μυρωδιά, που προκαλούσε την αποστροφή των ανδρών τους.
Ο εξολοθρεμός λοιπόν όλου του αρσενικού πληθυσμού του νησιού θεωρήθηκε ως μεγάλο ανοσιούργημα και από τότε το νησί έδερνε μια κατάρα και ένα κακό, ίσως το πιο μεγάλο απ' όσα ήταν μέχρι τότε γνωστά, πλανιόταν πάνω του. Η Υψιπύλη, που έγινε τότε η βασίλισσα του νησιού, έσωσε μονάχα ένα ανδρικό πλάσμα: τον πατέρα της Θόαντα, που τον έβαλε μέσα σ' ένα κιβώτιο και τον έριξε στη θάλασσα. Μαζί μ' αυτόν εγκατέλειψαν το νησί και οι αρσενικοί τοπικοί θεοί, οι Κάβειροι. Από τότε κυριάρχησαν οι γυναίκες και άντρας δεν πάτησε το πόδι του ποτέ εκεί.
Οι γυναίκες λοιπόν αυτές, πυρωμένες από τη μακροχρόνια στέρηση του άνδρα, μόλις είδαν τα παλικάρια, θεώρησαν ότι ήταν η ευκαιρία της ζωής τους να σβήσουν το πάθος του κορμιού τους. Μάλωναν, μάλιστα, μεταξύ τους για το ποια ποιον θα πάρει. Ο Ιάσονας έπεσε θύμα της όμορφης Υψιπύλης και έγινε σκλάβος της. Στην ερωτική αγκαλιά της ξέχασε το χρυσόμαλλο δέρας, το θρόνο, τη δόξα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Δυο ολόκληρα χρόνια οι Αργοναύτες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να τρώνε, να πίνουν και να ερωτοτροπούν κάτω από τη σκιά των πεύκων με τις αχόρταγες Λημνιάδες.
Μόνο ο Ηρακλής αρνήθηκε από την αρχή να πάρει μέρος σ' αυτό το πανηγύρι της ξεγνοιασιάς και της κραιπάλης. Έμεινε μόνος του στο καράβι και προσπαθούσε διαρκώς να συνετίσει τους συντρόφους του, και ιδιαίτερα τον Ιάσονα, υπενθυμίζοντάς τους την αποστολή τους και τονίζοντας το ξεστράτισμά τους και την ηθική αναλγησία που τους χαρακτήριζε. Μπροστά όμως στα θέλγητρα του έρωτα, κανένας τους δεν ήθελε ν' ακούσει.
Μια μέρα ο Ηρακλής, νιώθοντας να εξαντλείται πια η υπομονή του, αποφασισμένος να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και να γυρίσει πίσω στην πατρίδα, είπε σε έντονο ύφος στον Ιάσονα ότι έπρεπε επιτέλους να σταματήσει αυτή η αμεριμνησία και η απραγία, που είχε παραλύσει το κορμί και την ψυχή τους. "Άλλος είναι ο στόχος μας", είπε ο γιος της Αλκμήνης, "για τον οποίο έχουμε εγκαταλείψει την πατρίδα μας, την οικογένειά μας, τους συγγενείς και φίλους μας και όχι για να κάνουμε απιστίες στις γυναίκες μας". Ο Ιάσονας τον άκουσε με προσοχή.
Σκέφτηκε ότι είχε δίκιο με τα λεγόμενά του. Και οι θεές Ήρα και Αθηνά του επισήμαναν την ξεχασμένη αποστολή. Συνήλθε. Συγκέντρωσε τους συντρόφους του και τους ζήτησε να εγκαταλείψουν πια τη Λήμνο. Αν και η πρότασή του δεν άρεσε σε κανέναν, αναγκάστηκαν όλοι να εγκαταλείψουν την ξέγνοιαστη ζωή του νησιού και να μπαρκάρουν στο καράβι. Η Αφροδίτη ήταν όμως πια πολύ ικανοποιημένη που την τίμησαν ομαδικά και η κατάρα που έδερνε το νησί μέχρι τότε έφυγε, με την παρέμβαση της θεάς. Ο τόπος ξαναβρήκε τη δημογραφική του ισορροπία, αφού από τους Αργοναύτες γεννήθηκαν και αρσενικά παιδιά. Ο ίδιος μάλιστα ο Ιάσονας απέκτησε από την Υψιπύλη δυο γιους: τον Εύηνο και τον Θόαντα το νεότερο. Από τη Λήμνο η "Αργώ" έφτασε στη γειτονική Σαμοθράκη.
Το νησί αυτό φημιζόταν για τις μυστηριακές θρησκευτικές τελετές του και, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, όσοι κατάφερναν να μυηθούν στα μυστήρια αυτά, είχαν καλή τύχη στη ζωή τους και ιδιαίτερα καλό ταξίδι στη θάλασσα και στις εκστρατείες. Ήθελαν λοιπόν ο Ιάσονας, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι και ο Ορφέας να μυηθούν, από τους εκεί ιερείς, στα μυστήρια και να πάρουν μέρος στην αποκάλυψη των μεγάλων θεών. Ήταν, άλλωστε, αυτό και συμβουλή της Ήρας και Αθηνάς. Κατά τη λιγόχρονη παραμονή της "Αργώς" στο νησί, έγινε η επιθυμητή μύηση. Τα παλικάρια για να ευχαριστήσουν τους ιερείς για το ανεκτίμητο έργο τους, τους χάρισαν πιθάρια γεμάτα τρόφιμα.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΥΖΙΚΟΣ
Αφού πέρασαν το στενό της θάλασσας που ενώνει το Αιγαίο πέλαγος με την Προποντίδα, που φέρει την ονομασία "Ελλήσποντος" (γιατί εκεί έπεσε απ' το φτερωτό κριάρι η Έλλη και πνίγηκε), έφτασαν στα νότια παράλια της Προποντίδας, στην Κύζικο, όπου κατοικούσαν οι Δολίονες, ένας λαός ειρηνικός, με επικεφαλής το βασιλιά του Κύζικο, που ήταν στην ηλικία, περίπου, του Ιάσονα και είχε πάρει κάποτε την προειδοποίηση από τους θεούς να υποδεχτεί εγκάρδια τους ήρωες που θα έφταναν στη χώρα του.
Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν εκεί, έτρεξαν αμέσως οι ντόπιοι κάτοικοι να τους υποδεχτούν. Τότε ο Κύζικος γιόρταζε το "μήνα του μέλιτος" με τη γυναίκα του. Στην πόλη επικρατούσε παντού χαρά και κέφι, γλέντι ξέφρενο. Τα παλικάρια ένιωσαν τόσο άνετα, σαν να ήτανε στην πατρίδα τους και σαν να γνωρίζονταν με τους κατοίκους της πόλης χρόνια πολλά. Αφού όμως έφαγαν, ήπιαν και ξαπόστασαν λίγο, σκέφτηκαν ν' ανεβούν σ' ένα βουνό της περιοχής εκείνης, το Δίνδυμο, που ήταν αφιερωμένο στη μητέρα των θέων, κι εκεί να προσφέρουν θυσίες. Έτσι, αποφάσισαν οι περισσότεροι ν' ανεβούν στο βουνό και μερικοί να μείνουν στο καράβι, να το φυλάγουν. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Ηρακλής.
Δεν πέρασε όμως κάμποση ώρα που τα παλικάρια ξεκίνησαν για το βουνό και αυτοί που έμειναν κοντά στο καράβι ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι τερατόμορφα όντα με έξι χέρια, με τα οποία ξεκολλούσαν από τα βουνά τεράστιους βράχους και τους πετούσαν στον όρμο όπου ήταν αγκυροβολημένη η "Αργώ". Στόχος τους ήταν να γεμίσουν με δαύτους την απόσταση της θάλασσας που χώριζε τη στεριά από το καράβι και στη συνέχεια να μπουν στο καράβι και ν' αρπάξουν ό,τι θα έβρισκαν μέσα σ' αυτό. Αλλά ο Ηρακλής πετάχτηκε αμέσως πάνω κι αδράχνοντας μερικά βέλη από τη φαρέτρα του, τα έριξε σημαδεύοντας καταπάνω τους, με αποτέλεσμα να σκοτώσει μερικά απ' αυτά τα φοβερά τέρατα. Βλέποντας, τότε, τα υπόλοιπα τον κίνδυνο, γύρισαν πίσω και το έβαλαν στα πόδια.
Σε λίγο ήρθαν αντιμέτωπα με τους Αργοναύτες που επέστρεφαν από το βουνό. Στη συμπλοκή που έγινε ανάμεσά τους, η κτηνώδης δύναμη των τεράτων υποτάχτηκε στη δύναμη της φρόνησης των παλικαριών. Σε λίγο τα ανθρωπόμορφα τέρατα κείτονταν όλα σκοτωμένα, γεγονός που πανηγύρισαν έξαλλα οι Δολίονες, γιατί θα απαλλάσσονταν οριστικά από τους κακούς τους γείτονες, που πολλές φορές τους ενοχλούσαν.
Αφού έφτασαν τα παλικάρια στο καράβι, αποχαιρέτησαν τους φιλόξενους Δολίονες και άνοιξαν πανιά. Μα, σαν νύχτωσε, οι άνεμοι τους ξανάφεραν πίσω, χωρίς να το καταλάβουν. Ξαναβρέθηκαν στη χώρα των Δολιόνων, οι οποίοι δεν τους αναγνώρισαν, γιατί δεν μπορούσαν να βάλουν με το μυαλό τους ότι θα ήταν δυνατό να γυρίσουν πίσω τα παλικάρια, αφού πριν από λίγο είχαν αποχαιρετηθεί. Αλλά κι ούτε εκείνοι κατάλαβαν ότι βρίσκονταν στην ίδια περιοχή όπου οι Δολίονες τους φιλοξένησαν. Έτσι, αλληλοεπιτέθηκαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί στη μεταξύ τους σύγκρουση ο Κύζικος.
Μόλις ξημέρωσε, πρώτοι οι Αργοναύτες κατάλαβαν το τραγικό τους σφάλμα και άρχισαν να μοιρολογούν για το εξαίσιο παλικάρι που, άθελά τους, σκότωσαν. Στο μοιρολόι εκείνο, που κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες, συμμετείχε και όλος ο λαός των Δολιόνων. Μα το κακό δε σταμάτησε εδώ. Η βασίλισσα Κλείτη, μη μπορώντας ν' αντέξει την απώλεια του αγαπημένου της, κρεμάστηκε. Ακόμα κι οι Νύμφες θρήνησαν τη νεαρή γυναίκα. Από τα πολλά τους δάκρυα ξεπήδησε η πηγή Κλείτη.
Οι Αργοναύτες αναγκάστηκαν να μείνουν καθηλωμένοι στη χώρα των Δολιόνων δώδεκα μέρες, γιατί φυσούσαν αντίθετοι άνεμοι, που τους εμπόδιζαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Τη δωδέκατη μέρα ο μάντης Μόψος, ακούγοντας τη φωνή της Αλκυόνας, του θρηνητικού πουλιού, συμβούλεψε τον Ιάσονα να εξιλεώσουν τη Ρέα, τη μητέρα των θεών. Γι' αυτό τα παλικάρια αναγκάστηκαν να ξανανεβούν στο βουνό Δίνδυμο, για να προσφέρουν θυσίες.
Ο ΜΑΝΤΗΣ ΦΙΝΕΑΣ
Μετά οι άνεμοι άρχισαν να φυσούν ευνοϊκοί και η "Αργώ" συνέχισε το ταξίδι της. Ο επόμενος σταθμός ήταν η χώρα της Μυσίας. Εκεί οι Αργοναύτες έχασαν τον Ύλα, ένα ωραίο παλικάρι, που πήγε για να κουβαλήσει νερό από τις πηγές των Νυμφών και δεν ξαναγύρισε. Ήταν όλοι σίγουροι ότι οι Νύμφες, θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον άρπαξαν και τον έκρυψαν σε κάποια κρησφύγετό τους. Μα δεν μπορούσαν έτσι να σηκωθούν να φύγουν, χωρίς να εξαντληθούν όλες τους οι ελπίδες.
Γι' αυτό ο Ηρακλής και ο Πολύφημος πήγαν να τον ψάξουν. Μάταια όμως. Δεν τον βρήκαν πουθενά και αναγκάστηκαν να γυρίσουν άπρακτοι στο καράβι.
Ο επόμενος σταθμός των Αργοναυτών ήταν η χώρα των Βεβρύκων, η μεταγενέστερη Βιθυνία, στην ακτή του Μαρμαρά. Εκεί ο Πολυδεύκης, ένα από τα παλικάρια της "Αργώς", νίκησε στις γροθιές τον Άμυκο, τον κυρίαρχο της περιοχής και κάτοχο της πηγής από την οποία τα παλικάρια θέλησαν να πάρουν νερό. Ο Πολυδεύκης τον ανάγκασε τότε να ορκιστεί στον Ποσειδώνα ότι στο εξής δε θα ενοχλήσει κανένα ξένο, που θα τύχαινε να έρθει για να πάρει νερό. Οι κάτοικοι της χώρας εκείνης δεν έδειξαν καμιά διάθεση να φιλοξενήσουν τους ήρωες, γι' αυτό και εκείνοι αναγκάστηκαν, αφού έκαναν τον απαραίτητο ανεφοδιασμό νερού, ν' ανοίξουν πανιά γι' άλλο σταθμό.
Απέναντι ακριβώς από τη χώρα των Βεβρύκων, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας, κοντά στους Θυνίους της Θράκης, υπήρχε μια αρχαία πόλη: η Σαλμυδησσός. Εκεί ζούσε ένας γέρος μάντης, ο Φινέας. Μια τραγική φιγούρα, θύμα αθώο της οργής των θεών. Είχε το χάρισμα από τον Απόλλωνα να γνωρίζει πώς είναι δυνατό να τρυπώσει κανείς στον Άδη και να έχει τη δυνατότητα επιστροφής. Το μυστικό όμως αυτό κάποτε το ανακοίνωσε στον Φρίξο, όταν ο τελευταίος, πάνω στο φτερωτό κριάρι, πέρασε και από εκεί. Παράλληλα, φανέρωνε στους θνητούς το μέλλον μέχρι το έσχατό του τέλος. Γι' αυτό ο Δίας τον τιμώρησε με τον πιο φριχτό και απάνθρωπο τρόπο. Αφού τον τύφλωσε εντελώς, τον υπέβαλλε καθημερινά σε μια φοβερή και ατέλειωτη δοκιμασία. Έστειλε κάτι τέρατα με μορφή γυναίκας και σώμα γύπα, τις Άρπυιες, που έρχονταν κι άρπαζαν από τα χέρια και το στόμα του τις τροφές, όποτε αυτός καθόταν να γευματίσει, και όσες δεν μπορούσαν ν' αρπάξουν, τις κόπριζαν και τις έκαναν ν' αναδίνουν μια τόσο απαίσια μυρωδιά, που ήταν αδύνατο ο τυφλός μάντης ν' αντέξει να τις φάει.
Σ' αυτόν λοιπόν το χαρισματικό μάντη ήθελαν να πάνε τα παλικάρια, για να τον ρωτήσουν με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να πετύχουν το στόχο τους. Μόλις έφτασαν εκεί, βρήκαν τον Φινέα ξαπλωμένο στο στρώμα και τη γυναίκα του Εριχθώ (που ήταν θεότητα του Άδη) να του παραστέκεται. Εξαντλημένο από την πείνα, ένα σώμα λιπόσαρκο, ίδιο με νεκρού, προσπαθούσε, ακουμπώντας σ' ένα ραβδί, να σηκωθεί, στο άκουσμα της φωνής των παλικαριών. Ήξερε πολύ καλά το μέλλον τους, αλλά και το μέλλον το δικό του, που εξαρτιόταν άμεσα από την εκεί παρουσία τους. Σύμφωνα με της Μοίρας τα γραμμένα, οι γιοι του θεού Βορέα Κάλαης και Ζήτης, που ήταν κουνιάδοι του μάντη και ανήκαν στην αποστολή της "Αργώς", θα τον απάλλασσαν οριστικά από την παρουσία των Αρπυιών και θα μπορούσε έτσι στο εξής ν' απολαμβάνει, όπως όλοι οι ζωντανοί, την τροφή του.
Και πραγματικά. Οι δίδυμοι αδερφοί, αφού πήραν τον όρκο του Φινέα ότι με την πράξη τους αυτή δε θα εξόργιζαν κανένα θεό, στάθηκαν με τεντωμένα σπαθιά κοντά στο τραπέζι του μάντη, ενώ παράλληλα οι νεότεροι από τους Αργοναύτες πρόσφεραν στο γέρο φαγητά. Οι Άρπυιες, όπως συνήθιζαν να κάνουν πάντα, όρμησαν στα φαγητά. Τη στιγμή που τα είχαν καταπιεί όλα και δεν άφησαν τίποτα πίσω τους, παρά μονάχα τη χαρακτηριστική τους δυσοσμία, οι άντρες έβαλαν τις φωνές και οι φτερωτοί γιοι του Βορέα τις καταδίωξαν μέχρι τα νησιά που από τότε ονομάστηκαν "Στροφάδες", δηλαδή νησιά της στροφής. Πραγματικά: Τόσο τ' αρπαχτικά πουλιά όσο και οι διώκτες τους εκεί έστρεψαν προς τα πίσω. Γιατί κατέφτασε αμέσως η Ίριδα, η φτερωτή αγγελιοφόρος του Δία και συγκράτησε τους δυο αδερφούς, δίνοντάς τους όρκο ότι δε θα ενοχλούσαν πια τον Φινέα, οι Άρπυιες. Έτσι, μια που δεν μπορούσαν αυτές να θανατωθούν, διάλεξαν για διαμονή τους τα κατάβαθα της γης, κάτω από τη μινωική Κρήτη.
ΟΙ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΠΕΤΡΕΣ
Όλη τη νύχτα μέχρι να γυρίσουν ο Κάλαης και ο Ζήτης, τα παλικάρια γιόρταζαν τη σωτηρία του Φινέα, μ' ένα τρελό ξεφάντωμα. Κι ο συμπαθητικός γερο μάντης, γεμάτος ευγνωμοσύνη, προσφέρθηκε να βοηθήσει τους ευεργέτες του στην αποστολή τους, απακαλύπτοντάς τους το μυστικό δρόμο από τον οποίο θα έφταναν από τον έναν κόσμο στον άλλο.
Τους είπε ότι έπρεπε, για να πάνε στην Κολχίδα, να περάσουν προηγουμένως από ένα επικίνδυνο στενό, το οποίο δεν είχε ποτέ κανένας άνθρωπος περάσει. Και από τις δυο μεριές εκείνου του στενού, που δε βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τη χώρα του, ορθώνονται θεόρατοι γαλάζιοι βράχοι κι η γύρω περιοχή σκεπάζεται πάντα μ' ομίχλη. Εκεί οι αγέρηδες είναι τόσο δυνατοί, τόσο άγριοι, που, όταν αρχίσουν να φυσάνε, οι βράχοι, που βρίσκονται και από τις δυο μεριές της στενής θάλασσας, δεν αντέχουν στην ορμή τους και ολοένα πλησιάζουν ο ένας στον άλλο, μέχρι που χτυπιούνται μεταξύ τους. Τότε είν' αδύνατο να περάσει κανένα καράβι από εκεί. Όταν λοιπόν ξεσπάνε οι αγέρηδες και τ' αφρισμένα κύματα χτυπάνε με μανία στους βράχους, θα έπρεπε να μιμηθούν τα περιστέρια του Δία, που έφερναν την τροφή των θεών, την αμβροσία, από τον Κάτω Κόσμο στον Όλυμπο του δικού μας κόσμου.
Ανάμεσα σ' εκείνες τις γαλάζιες πέτρες, που, επειδή χτυπάνε μεταξύ τους, ονομάζονται "Συμπληγάδες", έπρεπε ν' αφήσουν να πετάξει ένα περιστέρι. Όπως θα πέρναγε αυτό, έτσι θα μπορούσε να περάσει και η "Αργώ".
Τα παλικάρια άκουσαν με ιδιαίτερη προσοχή τις σοφές συμβουλές του θεϊκού μάντη. Δεν τα τρόμαζε πλέον το άγνωστο και το αβέβαιο, γιατί ήξεραν τι θέλουν και, προπάντων, κάτεχαν τον τρόπο για να το πετύχουν. Ευχαρίστησαν το σοφό γέρο και ανέβηκαν στο καράβι. Η Αθηνά, σ' αυτή την πιο κρίσιμη φάση του ταξιδιού τους, έκανε την εμφάνισή της και, με λόγια ενθαρρυντικά, προσπάθησε να τους εγκαρδιώσει. Αλλά και η Ήρα, που απεχθανόταν τον Πελία και συμπαθούσε τον Ιάσονα, για τους λόγους που ξέρουμε, τους έστειλε με τη γαλανομάτα θεά το μαντάτο ότι θα έχουν τη συμπαράστασή της.
Η "Αργώ" άρχισε πάλι να γλιστρά στα γαλανά νερά της Προποντίδας, καθώς ούριος άνεμος την έσπρωχνε, φουσκώνοντας τα πανιά, που ύφανε τ' αλάνθαστο χέρι της σοφής θεάς.
Μόλις έφτασαν στο φοβερό, αιματόβρεχτο στενό -του Βοσπόρου, όπως ονομάζεται σήμερα-, άφησαν να πετάξει -καταπώς τους συμβούλεψε ο Φινέας- ένα περιστέρι. Το πουλί πέταξε κατά μήκος του στενού και όρμησε ανάμεσα από τους βράχους. Τότε οι βράχοι που σμίξανε, άρπαξαν και μάδησαν λίγα φτερά από την ουρά του, που οι ήρωες, όπως τους συμβούλεψε ο μάντης, κράτησαν και πήραν μαζί τους. Βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, όταν οι βράχοι άρχισαν να ξαναπομακρύνονται, έπεσαν μ' όλη τους τη δύναμη στα κουπιά, για να προλάβουν να περάσουν, προτού αυτοί αρχίσουν να ξανασμίγουν. Η "Αργώ" πέταξε σαν ορμητικό βέλος και κατάφερε να περάσει σχεδόν σώα και αβλαβής. Όπως είχανε μαδήσει λίγα φτερά της ουράς του περιστεριού, έτσι και του θεϊκού καραβιού αποκόπηκε μονάχα η τελευταία άκρη από το ξύλο του καταστρώματος.
Η χαρά των ατρόμητων παλικαριών ήταν απερίγραπτη. Πέτυχαν τ' ακατόρθωτο. Με το θάρρος και την αυτοπεποίθησή τους νίκησαν την ανίκητη φύση. Οι κινητοί βράχοι -τα σύνορα, τότε, ανάμεσα στο δυνατό και αδύνατο, στην πραγματικότητα και τ' όνειρο -αποτελούσαν συνάμα και το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στον επάνω κόσμο των ζωντανών και τον Κάτω Κόσμο των νεκρών. Περνώντας λοιπόν οι ήρωες τις "Συμπληγάδες", ήταν σαν να περνούσαν από το χώρο της πραγματικότητας στο χώρο του υπερπέραν. Κάτι πρωτοφανές και πρωτάκουστο! Άνοιγαν μια καινούρια σελίδα στην ανθρώπινη ιστορία. Έδιναν ένα καινούριο νόημα στα πράγματα του κόσμου. Τίποτα πια δεν ήταν ακατόρθωτο μπροστά στο ενεργό ηφαίστειο που λέγεται "ανθρώπινη ψυχή". Όλα τα παρασέρνει στο διάβα του και τα οδηγεί όπου αυτό θέλει. Ακόμα και οι άψυχοι βράχοι, ο φόβος και ο τρόμος όλων των ναυτικών εκείνης της εποχής, δείχνοντας το σεβασμό τους μπροστά στην ανίκητη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης, αφού απομακρύνθηκαν λιγάκι, έμειναν για πάντα χωρισμένοι και ακινητοποιημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου