Οι Αμαζόνες γύρισαν αποδεκατισμένες στα Θεμίσκυρα. Τα μισά καράβια μόνο έφτασαν στο λιμάνι της πρωτεύουσας της Αμαζονίας, όπου υποτίθεται θα έφταναν νωρίτερα από το στρατό, για να προετοιμάσουν την άφιξη της διαδόχου. Το πλοίο της Κλήτης χάθηκε κι εκείνο, όταν μια τρομερή κακοκαιρία χτύπησε την αρμάδα και τη διασκόρπισε, μέσα στον Εύξεινο Πόντο, και έξω ακόμα από τη Προποντίδα, στο Αιγαίο, και στη λεκάνη της Μεσογείου. Πολύ αργότερα, ο αγαπημένος της γιος, ο Καύλωνας, την εντόπισε ζωντανή, μαζί με πολλές από τις γυναίκες, σε μία ακτή της Νότιας Ιταλίας. Στον τόπο αυτό, ίδρυσαν μαζί μία πόλη, την Καυλωνία, και εκεί τελείωσε η ζωή της, πολεμώντας να εξασφαλίσει στον γιο της, την αυτονομία της περιοχής, ενάντια στους αυτόχθονες λαούς που διεκδικούσαν την ανακατάληψή της. (Σε αντίστοιχη μάχη, πολλά χρόνια μετά, πάνω στο άνθος της ηλικίας της και παρθένα, σκοτώθηκε η κόρη του Καύλωνα, συνονόματη με τη διάσημη Αμαζόνα γιαγιά της, η Κλήτη Β’).
Ανώνυμες Αμαζόνες (και βεβαίως όχι η Δηριμάχεια, η οποία κατά τον Κόιντο Σμυρναίο, σκοτώθηκε από τον Διομήδη), δυο μέρες μετά τη μάχη στην Τρωάδα, οργάνωσαν στάση, και κατόρθωσαν να αποκόψουν το καράβι από την άγκυρά του, με αποτέλεσμα οι Αιτωλοί να χάσουν το πλοίο τους, και φυσικά τις πολύτιμες αιχμάλωτές τους. Το καράβι, παρασυρμένο από την ίδια θύελλα που χτύπησε και το στόλο των γυναικών, βγήκε στην Κριμαία, στο κέντρο σχεδόν του Σκυθικού Βασιλείου, και για μερικά χρόνια, οι γυναίκες, προσπάθησαν να διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα των Αμαζόνων, τη λατρεία της Αρτέμιδας και το φεγγάρι της κυνηγού, τη σελήνη ή maza, από την οποία προέρχεται (κατά μια έννοια και ετυμολογικά) το όνομά τους. Σύντομα όμως αναγκάστηκαν να αναζητήσουν τρόπους συμβίωσης με γειτονικό Σκυθικό λαό, και κατέληξαν στη λύση των μεικτών γάμων, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο, μία σχετική αυτονομία και σεβασμό, και διαιώνιση για μεγάλο διάστημα, των λατρειών και των συνηθειών τους.
[Ο μύθος επιζεί στον Ηρόδοτο και αναφέρεται στις περιπέτειες του Ηρακλή στην Αμαζονία και τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την απαγωγή της Ιππολύτης/Αντιόπης από τον Θησέα. Πρίν από την άφιξή τους μέσω ξηράς στην Αττική, αποπειράθηκαν να προσεγγίσουν την Ελλάδα χρησιμοποιώντας πλοία...Καθώς ήταν άσχετες -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- με τα ναυτικά θέματα, έχασαν το έλεγχο του καραβιού και προσάραξαν κάπου στην Κριμαία...Εκέι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό, με επιμειξίες). Ονομάστηκαν Σαυρομάτες Σκύθες (ή κατά μια επιστημονική έρευνα: Σαρμάτες/Σκύθες). Τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στις συγκεκριμένες περιοχές, επιβεβαιώνουν -εν μέρει- το μύθο].
Ο Αχιλλέας εξιλεώθηκε για το θάνατο του Θερσίτη, από τον Οδυσσέα, στο νησί της Τενέδου. Γύρισε στην Τρωάδα τη στιγμή που πέθαινε ο Αντίλοχος, χτυπημένος θανάσιμα από τον Αιθίοπα Μέμνονα, όταν στη προσπάθειά του να προστατεύσει τον πατέρα του από τον ισχυρότερο από αυτόν αντίπαλο, έκανε το σώμα του ασπίδα, μεταξύ εκείνου και του Μέμνονα. Ο Πηλείδης σκότωσε τον Μέμνονα στη διάσημη μονομαχία που ακολούθησε (έπος της Αιθιοπίδας), αλλά ελάχιστη ώρα μετά, πέθανε κι εκείνος, τοξεμένος στη φτέρνα από βέλος του Πάρη, οδηγημένο από το χέρι του Απόλλωνα. Ο Μενέσθιος, ο Αλκιμέδωντας, ο Πείσανδρος, ο Εύδωρος, σχεδόν όλη η έμπιστη φρουρά του δηλαδή, καθώς και πλήθος άλλων Ελλήνων αρχηγών και πολεμιστών, όπως και αμέτρητοι Τρώες, σκοτώθηκαν πάνω στη μάχη για τη διεκδίκηση του σώματός του. Δεκαεφτά μέρες τον έκλαιγαν και την δέκατη όγδοη τον έκαψαν, και οργανώθηκαν άθλα στη μνήμη του.
Ο Αίας αυτοκτόνησε, με το σπαθί που του είχε δωρίσει ο Έκτορας, προσβλημένος από την παραχώρηση στον Οδυσσέα, των αρμάτων του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος, ίσα που πρόλαβε να μην ατιμασθεί το σώμα του αδελφού του, και φρόντισε για την λιτή ταφή του, στο ακρωτήρι του Ροιτείου, κοντά στις δρακοσπηλιές ή κατά έναν μύθο, μέσα σ’ αυτές. Ο πατέρας του τον αποκλήρωσε και τον έδιωξε, όταν έφτασε στη Σαλαμίνα, κάνοντας τον Ευρυσάκη, το γιο του Αίαντα και της Τέκμησσας, κληρονόμο του θρόνου του. Αποδιωγμένος, έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες στην Κύπρο, και εκεί ίδρυσε τη Σαλαμίνα της Κύπρου, και ο Βασιλιάς Κινύρας τον πάντρεψε με μία από τις κόρες του και του παραχώρησε ένα μέρος του Βασιλείου του.
Η Βρισηίδα είναι άγνωστο τι απέγινε. Οι μύθοι τη θέλουν να απέδωσε τις ταφικές χοές πάνω από τον τύμβο του, όπου τα κόκκαλά του θάφτηκαν μαζί με τα οστά του Πατρόκλου, μαζί στη χρυσή λάρνακα της Θέτιδας, αλλά μετά τα ίχνη της χάνονται.
Ο Φοίνικας μαζί με τον Οδυσσέα, πήγαν στη Σκύρο και έφεραν από εκεί τον Νεοπτόλεμο, στον οποίο ο Λαερτιάδης παρέδωσε τα όπλα του πατέρα του. Τα ίδια όπλα αυτά, μετά την πτώση του Ιλίου, ο γιος του Αχιλλέα, αφιέρωσε στο ναό της Αθηνάς (και αργότερα τα αφαίρεσε από 'κει ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος). Στην επιστροφή προς τη Τρωάδα, ή κατόπιν συνεννοήσεως με τους Ατρείδες και με τη συμμετοχή του Οδυσσέα και του Διομήδη (κατά τον Ευριπίδη) σταμάτησαν στην Ίμβρο, και πήραν τον εγκαταλειμμένο Φιλοκτήτη μαζί τους. Ο Πύρρος, τέθηκε επικεφαλής των Μυρμιδόνων, και ο Φιλοκτήτης γιατρεύτηκε από το τραύμα του, και αργότερα σκότωσε τον Πάρη, με τα δηλητηριασμένα βέλη και το τόξο του Ηρακλή που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία του.
Η Ελένη μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, δόθηκε ως σύζυγος στον Δηίφοβο, ενώ ο Έλενος, δυσαρεστημένος από την επιλογή του πατέρα του, εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στο βουνό, όπου αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τον Οδυσσέα. Παραδόθηκε για φύλαξη (ως όμηρος) στον Νεοπτόλεμο, που τον φιλοξένησε στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων με τιμή και σεβασμό, και αργότερα αναπτύχθηκε φιλία ανάμεσά τους, σε σημείο να διακυβερνούν από κοινού, στον λαό των Μολοσσών, στην Ήπειρο (Αινειάδα Βιργιλίου).
Το Ίλιον έπεσε, αφού ο Οδυσσέας συνέλαβε το σχέδιο του Δούρειου Ίππου και ο Επειός τον κατασκεύασε, και η σφαγή και η άλωση συντελέστηκε μία βραδιά του Φθινοπώρου, πιθανότατα (κατά τους διάφόρους μελετητές που αποδέχονται τον Τρωικό πόλεμο ως ιστορικό γεγονός) την 5η Οκτωβρίου του 1185 π.Χ. Ο Μενέλαος, μπήκε από τους πρώτους στην Πέργαμο και όπως είχε σκοπό, εισέβαλε στο σπίτι που ζούσε η Ελένη μαζί με το νέο της σύζυγο, και έξαλλος από οργή, τον κομμάτιασε. Βλέποντάς όμως τη γυναίκα του μετά από τόσα χρόνια, και ενθυμούμενος τις αναφορές του Οδυσσέα, τη συγχώρεσε αυτομάτως για όλα, και την έφερε στη σκηνή του.
Η Κασσάνδρα, αφού φώναξε και ικέτεψε τον πατέρα και τα αδέλφια της να μην πάρουν το Ξύλινο άλογο μέσα στα τείχη, φυλακίστηκε μέσα στο παλάτι ώστε να μην καταστρέψει την γιορτή που στήθηκε στην πόλη με τις κραυγές της και τις μαντείες της, και την κρίσιμή στιγμή της άλωσης, κατέφυγε ως ικέτιδα, στο ιερό της Αθηνάς της Περγάμου. Ο Αίας του Οϊλέως, καταπάτησε τον ιερό χώρο και τη βίασε μπροστά στο άγαλμα της Θεάς, το οποίο μάλιστα γκρέμισε από το βάθρο του. Οι Έλληνες θέλησαν να τον σκοτώσουν για την ασέβειά του, προς την Αθηνά και την ιέρειά της, αλλά εκείνος ζήτησε καταφύγιο στον ίδιο αυτό ναό που είχε μολύνει, και οι Αχαιοί δε θέλησαν να τον μιάνουν περισσότερο. Στη συνάντηση όπου οι αρχηγοί του στρατού κλήθηκαν να συζητήσουν τα της μοιρασιάς των αιχμαλώτων και το θέμα της επιστροφής, ο Αγαμέμνονας απαίτησε και πέτυχε να του παραδοθεί η κόρη του Πριάμου για ερωμένη του, ανάμεσα στα άλλα λάφυρα, που όπως λένε οι τραγικοί ποιητές, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Καθώς σχεδόν όλοι οι αρχηγοί προσήλθαν οινοβαρείς σε αυτήν τη συνέλευση, η παρεξήγηση δεν άργησε να γίνει, οι Ατρείδες λογόφεραν και ο στρατός μοιράστηκε στα δύο και έφυγαν διαφορετικές ημερομηνίες. Ο Μενέλαος έφυγε αμέσως, ενώ ο αδελφός του προτίμησε να παραμείνει μερικές μέρες ακόμη στην Τρωάδα, ώστε να επιβλέψει την άλωση και να συγκεντρώσει τα λάφυρα που ήθελε. Και βεβαίως τους Ατρείδες καθώς και όσους θέλησαν να τους ακολουθήσουν, τους περίμεναν διαφορετικές τύχες (Νόστοι).
Όμως η Θεά Αθηνά πήρε σύντομα την εκδίκησή της από τον Αίαντα τον Οϊλεϊδη και την ασέβειά του, όταν καθώς ναυάγησαν τα πλοία του στον Καφηρέα κατά το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, ο Ποσειδώνας, θυμωμένος με την αλαζονεία του και τους περιφρονητικούς λόγους του προς την Θεϊκή ανιψιά του με την οποία ήταν σύμμαχοι και συμπαραστάτες των Ελλήνων, στα χρόνια του Τρωικού πολέμου, χτύπησε τη Γυρόπετρα με την τρίαινά του, όπου εκείνος είχε καταφύγει, και τον έστειλε στον πάτο της θάλασσας. Ο Αγαμέμνονας έφτασε στις Μυκήνες, αλλά εκεί, και εκείνος και η ακολουθία του, αλλά και η δύστυχη Κασσάνδρα, δολοφονήθηκαν από τον Αίγισθο και τη Κλυταιμνήστρα. Τα σώματά τους ρίχτηκαν γυμνά σε μια χαράδρα, χωρίς τάφο και νεκρικές φροντίδες, και κρυφά και πρόχειρα, τους έθαψαν οι χωρικοί. Εφτά χρόνια μετά, ο Ορέστης επέστρεψε από την Αθήνα και σκότωσε μητέρα και εραστή, την ίδια ακριβώς ημέρα που έφτανε επιτέλους ο Μενέλαος στην Ελλάδα, μαζί με την Ελένη και με πέντε μόλις από τα πενήντα καράβια του, αλλά βαθύπλουτος, πίσω στην πατρίδα του.
Ο Οδυσσέας, θαλασσοδερνόταν για δέκα χρόνια στα πέλαγα και στις απομακρυσμένες στεριές, μέχρι να φτάσει στο Θιάκι, την Ιθάκη του, όπου ζούσαν πικρή ζωή, η γυναίκα του η Πηνελόπη και ο γιος του ο Τηλέμαχος. Ήταν ίσως η τιμωρία του για τις απιστίες του στην Τρωάδα, για τις ατιμίες του με τον Παλαμήδη, τον Φιλοκτήτη και τον Αίαντα; Μα ακόμα και μετά από την επιστροφή του στην πατρίδα, ο “Μισητός των Θεών” αναγκάστηκε να εκπατριστεί και να αναζητήσει αλλού καταφύγιο, αφού σκότωσε, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου και δυο βοσκών του, τους 109 μνηστήρες…
Αναγνώστες
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009
Οι Οξυρρύγχειοι Πάπυροι
Οι Οξυρρύγχειοι Πάπυροι
Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα αλληλογραφίας του Ρωμαίου συγκλητικού Μενένιου Άπιου , στον φίλο του Ατίλιο Νάβιο , ο οποίος τον διαδέχεται στην διακυβέρνηση της Αχαίας και τον συμβουλεύει για το πώς μπορεί να χειριστεί τους Έλληνες.
Οι πάπυροι βρέθηκαν στην τοποθεσία Οξύρρυγχος , εξ ου και το όνομα του τίτλου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
… κερδίσαμε αγαπημένε Ατίλιε τον κόσμο με τις λεγεώνες μας , αλλα θα μπορέσουμε να τον κρατήσουμε μονάχα με την πολιτική τάξη που θα του προσφέρουμε.
Διώξαμε τον πόλεμο στις παρυφές της γης . Από τον Περσικό κόλπο , ως την Μαυριτανία και από την γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία , αδιατάρακτη βασιλεύει η ρωμαϊκή ειρήνη.
Δύσκολο φαίνεται να εξηγήσει κανείς , πως μια πόλη έφτασε να κυβερνά την οικουμένη. Μέσα στους λόγους όμως που θα αναφέρονταν για μια τέτοια εξήγηση θα έπρεπε πρώτος να ηταν ετούτος :
Καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας ξένους λαούς αναλαμβάνουμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους. Τούτη η συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βαρβάρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες.
Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από μας είχε την συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για την δόξα της Ρώμης , πέθανε νέος , γιατι αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου.
Αλίμονο στους λαούς όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες , σε θεσμούς που αντέχουν στην ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων.
Έχουμε την σοφία να μην θέλουμε να είμαστε δυσβάσταχτοι εκμεταλλευτές των λαών που υποτάχτηκαν στην εξουσία μας.
… Αλλα δεν φτάνει να τους χαρίζουμε την ειρήνη και τάξη, γιατι αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι, δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιμονίας των ανθρώπων.
… θα έπρεπε και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαμε στις χώρες που κυβερνούμε. Το μέγα όμως τούτο έργο είμαστε άξιοι να το κάνουμε μόνο στις δυτικές επαρχίες , γιατι εκεί που βρίσκεσαι εσύ , οι Έλληνες το επιτελούν ακόμη σήμερα καλύτερα από μας.
Ας επαναλάβουμε και εμείς την δυσάρεστη ομολογία του Οράτιου Φλάκκου :
Graecia capta , ferum victorem cepti , et artes intulit agresti Latio.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
… Μάθε φίλτατέ μου Ατίλιε , πως όσοι θέλουν να είναι κοσμοκράτορες, πρέπει να έχουν νοοτροπία πατρικίων και όχι νοοτροπία ιππέων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
… Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από εμάς και συνεπώς από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομό του είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο , αυθαίρετο και ατίθασο , αλλα και αληθινά ελεύθερο , ορθώνεται το «εγω» των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί , οσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερα να σκεφθούμε σύμφωνα με την σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια τους και όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν , με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει , αλλα είναι πάντα νέα , δροσερή και το κάθε τι , χάρις σε αυτό το «εγω» αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους.
Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισμα.
Το ίδιο «εγω» που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα, αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων.
Και ήρθανε καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλα δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες.
Και εμείς τους συναντήσαμε , καλέ Ατίλιε, σε τέτοιους καιρούς και γι αυτό η κρίση μας γι αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή που κάποτε καταντά άδικη.
Αλλα και πώς να μην είναι ; Η μοίρα μας έταξε νομοθέτες του κόσμου και το ελληνικό άτομο περιφρονεί τον νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του , που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια.
Απορείς πως η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών , εχει τόση λίγη πίστη στον νόμο.
Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των. Σπάνια οι έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι».
Πείθονται μονο στα ρήματα τα δικά τους και η αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο ανάλογα με τα κέφια της στιγμής , η όταν δεν μπορούν να τους αλλάξουν , τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους η τη βία η τον δόλο.
Α! πόσο την χαίρεται ο έλληνας την εύστροφη καταδολίευσή τους , τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη!
Ο έλληνας εχει την πιο αδύνατη μνήμη από μας, έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο , μόλις δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Θες να σαγηνεύσεις την εκκλησία του δήμου σε μια πόλη ελληνική ;
Πες τους : «Σας υπόσχομαι αλλαγή» Πες τους : «Θα θεσπίσω νέους νόμους» Αυτό αρκεί.
Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους , το αψίκορο πάθος του.
Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής! Εμείς δειλά-δειλά και μόνο με το χέρι του πραίτωρα τολμήσαμε , διολισθαίνοντας μέσα στους αιώνες να ξεφύγουμε από τους άκαμπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου μας , και πάλι διατηρώντας όλους τους τύπους , όλα τα εξωτερικά περιβλήματα.
Τούτη η υποκρισία των μορφών , όταν η ουσία αλλάζει , δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη μας μπρος σε κάθε τι που είναι θεσμός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχειά του βαραίνουν στην πορεία μας και πόσο δίκαια αντέχουμε αιώνες εκεί που οι έλληνες εκάμφθησαν σε δεκαετηρίδες.
… Μεσα στους πιο πολλούς έλληνες , άμα σκάψεις λίγο , θα βρεις ένα ισχνό υπερόπτη Κοριολανό , έναν άσημο εκδικητικό Αλκιβιάδη , ένα εγω μεγαλύτερο από την πατρίδα.
Όχι βέβαια σε όλους , αλλιώς δεν θα υπήρχαν σήμερα πια ελληνικές πόλεις. Αλλα όποιος διοικεί , σαν κι εσένα , έναν λαό, πρέπει να γνωρίζει τις άρχουσες ροπές , που δεν φτάνουν βέβαια ως την φανερή ακρότητα του ωραίου αθηναίου η του δικού μας Γάιου Μάρκου , αλλα τείνουν προς τα εκεί.
Οι πολλοί , από χίλιους δυο λόγους, γιατι είναι πιο μικροί και πιο αδύνατοι, σταματούν μεσοδρομίς. Μα και μ' αυτούς , το κακό γίνεται.
… Οι έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν επάνω από τα πράγματα. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος , θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής τους περίπτωσης ακόμα κι όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία η στο δικαστήριο.
Ο έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για την δική του προσωπική περίπτωση. Εάν τύχει και ο νόμος , δίκαιος στην ολότητά του και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις όπως η δική του , δεν μπορεί αυτό να το παραδεχτεί. Και
εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τους Πλάτων , πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων , πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη. Το διακήρυξε αυτό και ο Σταγειρίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Δεν δέχεται να θυσιάσει την δική του περίπτωση , το δικό του εγώ σε έναν νόμο σκόπιμο και δίκαιο στην γενικότητά του.
Ετσι είναι πολλοί στις πόλεις που τώρα πρόκειται να διοικήσεις .
Ετσι διαφορετικοί , αν όχι από μας , όμως από τους πατέρες μας , που θεμελίωσαν το μεγαλείο της παλιάς , της αληθινής μας δημοκρατίας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
… Οσο περνούν οι αιώνες , τόσο εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε γινόμαστε περισσότερο ατομιστές , ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στην μόνωση των μικρών μας εαυτών. Νομίζω ότι οι έλληνες επάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν τον θανάσιμο κατήφορο.
Δεν σου έκανε κιόλας εντύπωση καλέ μου Νάβιε , η αδιαφορία του έλληνα για τον συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείσει μια χύτρα να μαγειρέψει , όχι πως αν τύχει μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψει , όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα , για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του , βοηθά ο έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον.
Βοηθά και τον ξένο πρόθυμα , με την ιδέα μάλιστα , που χάρις στους μεγάλους στωικούς , πάντα τον κατέχει , μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο , στον αβοήθητο. Είναι κι αυτό ένας τρόπος υπεροχής…
Λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του , κάτι άλλο θέλω να πω, αλλα μου πέφτει δύσκολο να σου το εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις , ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου.
Ακόμη υπάρχουν ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι αυτόν πάντα βρίσκει καιρό. Για την κατανόηση , την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από την συμπάθεια γι αυτό που κατανοείς , δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο.
Όχι πως δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος , αλλα δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά !
Όταν ένας πολίτης άξιος , δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του , λέει ο έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιώτερός του , τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον έλληνα την δυνατότητα να είναι δίκαιος.
…Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί , βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη.
Στον κάθε έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Γι αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων, και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
…Νάβιε , ο Κάτων από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του και η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζουμε κι εμείς τον δρόμο των ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότεροι να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους την Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΤΟ
Εδώ και δυο εβδομάδες σου έγραφα για το φυγόκεντρο εγωισμό των ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο.
Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια , την ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού (ας βοηθήσουν οι θεοί να μην γίνει και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή) , ο έλληνας σε συχωράει στον συμπολίτη του καμία προκοπή. Όποιον τον ξεπεράσει , ο έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει.
Μα το πιο σπουδαίο , για να καταλάβεις τον έλληνα , είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του παλατιού , αλλα η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου , ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου την σάρκα σχεδόν ανέπαφη , να περιφέρει την ατίμωση και την γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες.
Γιατι και την συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι έλληνες , οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις , αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει.
Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μονο να την αφήνεις να την συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει.
Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο , που άμα σε ρωτήσουν γιατι τον είπες , να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία.
…. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο έλληνας τον έλληνα , ο ηγέτης τον ηγέτη , ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο , ο ποιητής τον ποιητή αλλα και ο ανάξιος τον άξιο , ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό.
.... και ξένος , θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου κι εσύ όπως την δοκίμασα κι εγώ.
Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας , πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί , και πως τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις στοές και στην αγορά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟ
…Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία , η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος , η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας σπρώχνουν σχεδόν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους.
Αδιαφορώντας για όλους και για όλα , παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του , αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος τον δρόμο το σωστό.
Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης , προτιμάει να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις.
Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών μερίδων τους με τους δήθεν φίλους των και θα δεις ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λεει την γνώμη του , βελτιώνει την διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις , χωρίς ούτε να περιμένει , ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν καλά αυτό και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις η για να μάθουν τα νέα της ημέρας η για να βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις , γιατι πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του , η το χειρότερο γιατι η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του , θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο , θα το έκανε περισσότερο τέλειο , αλλα λιγότερο δικό του , και εκείνο που προέχει για τον έλληνα δεν είναι το πρώτο , αλλα το δεύτερο.
Ετσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσεις στους έλληνες δημόσιους άνδρες , που κατά τα άλλα είναι και πιο υψηλόφρονες και πιο αδέκαστοι και σχεδόν πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Οι παλιοί όμως ρωμαίοι , αυτοί κατείχαν την αρετή της μετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίασε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι' αυτό τότε κατορθώσανε , αν και σε τόσα καθυστερημένοι , να πάρουν την κοσμοκρατορία από τα χέρια των ελλήνων. Γιατί βλέπεις , τούτη η μοιραία για την τύχη των ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό : Όπου βασιλεύει , τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα , πριν το πρόσωπο εκλείψει. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες Δε σηκώνει ούτε βιασύνη , ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλα σε ομάδες προσώπων , σε διαδοχικές γενιές.
Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση , διαρκέστερες υποστάσεις , λαοί , οικογένειες ,πολιτικές μερίδες , η κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μεσα στην ιστορία είναι υπέρ προσωπικά . Και δυστυχώς , οι έλληνες μονο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι αυτό η δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου , η όταν φτάσουν , φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το σπέρμα της φθοράς.
Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου , όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του ιδίου του έργου. Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυία του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη. Αλλα και εκεί το έργο , στηριγμένο σε ένα πρόσωπο , όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων , ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση , μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του , διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε , στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλα το έργο , βλέπεις , δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου , αλλα θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΓΔΟΟ
Ποτέ , μα ποτέ δεν θέλησα να σου πω ότι λείπει η πολιτική σκέψη από την Ελλάδα. Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο μάλιστα απ' όσο φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα από έξω. Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία της , γιατι οι άνδρες που την κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλον σε μιαν αδιάκοπη πεισματική και το πιο συχνά , μάταιη σύγκρουση. Εάν λείπει κάτι των ελλήνων πολιτικών, δεν είναι ούτε η δύναμη της σκέψης , ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στο χαρακτήρα , στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτομό τους για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου. Δεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη το συναγωνιστή τους και γι αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υπομονή μέσα στον κύκλο των ισοτίμων , να περιμένουν με την τάξη του κλήρου η της ηλικίας την σειρά τους. Ετσι διασπαθίζοντας την δύναμη του και τις αρετές του κατάντησε ο λαός με την υψηλότερη και πλουσιότερη στην θεωρία πολιτική σκέψη, να μείνει τόσο πίσω από μας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.
… τα δεινά , όσα υποφέρανε ως τα σήμερα οι έλληνες , μα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον , μια έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία , την νόμιμη θυγατέρα του τρομερού των εγωισμού.
Μου γράφεις πως αυτό συμβαίνει και αλλού και προ παντός σε μας. Η διαφορά καλέ μου φίλε , έγκειται στο μέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας . Βέβαια και εμείς σήμερα δεν υστερούμε . Αλλα την εποχή που θεμελιώνονταν το μεγαλείο της Ρώμης δεν είχαν υπερβεί οι δικοί μας το πρεπούμενο μέτρο. Υποτάσσονταν στον κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας , ενώ οι έλληνες το ξεπέρασαν πριν προφτάσουν να στεριώσουν την δύναμή τους στην οικουμένη. Όσο όμως αυστηρότερος και αν θέλω να είμαι , καθώς είναι χρέος μου, για μας τους ρωμαίους , δεν ξέρω αν μεταξύ των ρωμαίων , και σήμερα ακόμα , υπάρχουν τόσο φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγημα των τιμών , όσοι υπήρξανε μεταξύ των ελλήνων στους ενδοξότερους τους αιώνες.
Μήπως υπερβάλω καλέ μου φίλε ; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας ; μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη , Δημοσθένη , Ευριπίδη , Θεόφραστο , Επίκουρο , Ζήνωνα , Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι φίλε μου , Δε βλέπω πως είμαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα η και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους , αλλα να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από την δική τους θέση , όποια κι αν είναι. Την αρχαία «ύβριν» των την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο. Κάποτε με τούτη την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν ότι επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης την «δημοκρατία» (Σ.Μ. οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ. ορθή δημοκρατία). Η θέλησή τους για ισότητα , άμα την αναλύσεις , θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης , αλλα από τον φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ , λεει ο έλληνας, δεν είμαι άξιος να ανέβω ψηλότερα από σένα , τότε τουλάχιστον και εσύ να μην ανεβείς από μένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα».
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο έλληνας , γιατι τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μία ίση με των άλλων ! Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας , όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής .
Και ύστερα θα συναντήσεις και μεταξύ των ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούνε την μία αρετή που έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν.
Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν ότι δεν χρειάζεται να γίνουν πρώτοι , ούτε η επιστήμη , ούτε η αρετή.
Είδα κάτι σοφούς που θελαν να σταθούν επάνω από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και την σοφία. Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτωνας ! Πόσους δολοπλόκους πήρε στο λαιμό του που νομίσανε πως είναι «άνδρες βασιλικοί» !
Μα είδα τέλος , αγαπητέ μου Νάβιε , και κάτι ενάρετους , που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία , αφού ηταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δεν στασίαζαν όπως οι βάναυσοι και οι κακοί , αλλά αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς των , αφήνοντας τον δήμο στα χέρια των δημαγωγών και των συκοφαντών , η δηλητηριάζανε την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα της αποτυχίας των , σαν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοιραία υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν από την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων η των μέτριων.
Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων.
Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών , έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον μακάριο εκείνο τόπο. Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί , μόνο όσοι έχασαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Ετσι θα παρατηρήσεις ότι πιστοί οπαδοί είναι μόνο οι γεροντότεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οι οπαδοί από πίστη ιδεολογική η από πίστη στον ηγέτη. Οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα πράγματα , γιατι ατύχησαν , γιατι βαρέθηκαν η λιγοψύχησαν. Γι αυτό είναι και όλοι προσωρινοί , άπιστοι , ενεδρεύοντες οπαδοί , ώσπου να περάσει η κακιά ώρα. Μα και αυτοί που μένουν και όσο μένουν οπαδοί , προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη.
Γι αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες που προσφέρονται ευκολότερα στην παρασκηνιακή ηγεσία των οπαδών τους.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να ξέρεις ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής μερίδας αλλά ποιοι εκ του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις είναι μερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτάς τα φαινόμενα της ηγεσίας αλλά μονο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της , για την άσκηση της εξουσίας . Είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιοριστούν στον ρόλο του υποβολέα και να αφήσουν τους άλλους που κατέχουν τα φαινόμενα να χαριεντίζονται επάνω στην σκηνή.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΑΤΟ
…Και ύστερα ,μήπως δεν βλέπω και την άλλη όψη του πράγματος ; Ας παραπονιόμαστε για την ελληνική εγωπάθεια εμείς που διαρκώς επάνω της σκοντάφτουμε , γιατι έχουμε να κάνουμε με την ελληνική πόλη και τους πολιτικούς της.
Εχει και την εξαίσια πλευρά της η υπερτροφία αυτή της προσωπικότητας , που στις κακές της όψεις την ονομάζουμε εγωπάθεια.
Εχει την πλευρά την δημιουργική , στην φιλοσοφία , στην ποίηση , στις τέχνες , στις επιστήμες , ακόμη και στο εμπόριο και στον πόλεμο. Από αυτήν αναβλύζει όλη η δόξα των ελλήνων , η μόνη δόξα στην ιστορία που μπορεί να σταθεί πλάι στην δική μας.
Φοβάμαι μονάχα , γιατι , και ας μην το βλέπεις εσύ , κατά βάθος με γοητεύουν και εμένα οι έλληνες , που είναι και θα είναι πάντα οι δάσκαλοί μου. Φοβάμαι πως φτάσαμε στον καιρό , που η φωτεινή πλευρά της προσωπικότητάς των πηγαίνει όλο μικραίνοντας και αντίθετα η σκοτεινή όλο και αυξάνει , και δεν ξέρω , δεν μπορώ να ξέρω αν ετούτος ο κατήφορος μπορεί ποτέ πια να σταματήσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟ
… Δεν σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου , πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους έλληνες.
Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως την μομφή σου.
Ο εγωισμός δεν κάνει τους έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες σον πόλεμο. Εχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέεις την διάλυση της στρατιωτικής δύναμης , που εχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες , με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των ελλήνων .
Μα δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής , αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατι η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική , σαν των περισσοτέρων λαών , αλλά ατομική , γι αυτό δεν φοβάται , και εκεί που βρίσκεται μόνος του , να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά , στο παράτολμο ταξίδι , στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ και θεμελίωσε για αιώνες αποικίες , έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα στα χιόνια της Σκυθίας . Και στον καιρό μας ακόμη , έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στην χώρα των Ινδών και στις έμπειρες χώρες πιο κάτω από την γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο έλληνας;
Επειδή είναι γενναίος ο έλληνας , είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του , την ζωή του και κάποτε την τιμή του.
Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος , για να δρα μόνος , για να μάχεται μόνος και γι αυτό δεν φοβάται την μοναξιά.
Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη.
Σκεπτόμαστε μαζί , δρούμε μαζί , μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή , τα λάφυρα , την δόξα.
Οι έλληνες Δε δέχονται , όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη , να μοιραστούν τίποτε με κανέναν.
Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει με έναν καυγά , γιατι θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δεν δέχονται (Σ.Μ. αναφέρεται στην Ιλιάδα).
Και μια που πήρα τον δρόμο των επαίνων , άκουσε και αυτόν , που δεν είναι και ο μικρότερος.
Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδομάδες σου γράφω , θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από έναν έλληνα , από τον Επίκτητο.
Νέος τον άκουσα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα , καθαρά , με την ακριβολογία και την χάρη που σφράγιζε τον λόγο του , μας ετοίμαζε για έναν κόσμο που είχε πια περάσει, για μίαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός.
Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του , μας έλεγε : «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη , η τυφλή θεά , η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω , πρόδωσε συχνά τους έλληνες στον δρόμο τους. Αλλα και αυτοί , πρόσθετε , την συντρέξανε με τον δικό τους τρόπο».
Μην νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν» . Σε κάθε κόχη , απάγκια της αγοράς κάθε πόλης , σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης ελληνικής γης , θα βρεις και έναν έλληνα , αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το ελληνικό, γιατι τότε ξυπνάει μέσα του μια άλλη αρετή , η περηφάνια.
Ναι , ναι , σε βλέπω να γελάς , Ατίλιε Νάβιε , αυτούς τους ταπεινούς κόλακες που σέρνονται στους προθαλάμους μας, γελάς που τους ονομάζω περήφανους. Και όμως θα αστοχήσεις στο έργο σου αν αγνοήσεις αυτήν την αλήθεια. Πρόσεξε την υπεροψία και την φιλοτιμία των ελλήνων. Μην πλανάσαι ! `Εχουν την ευαισθησία των ξεπεσμένων ευγενών. Είναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες , ποτέ όμως τόσο χαμηλά πεσμένοι ώστε να ξεχάσουν τι ήτανε !
Η πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογής αντιφάσεις και έρχονται ώρες που για πολλούς είναι δίκαιος ο ειρωνικός λόγος του Ιουβενάλιου "Graeculus esuriens, in coelum jusseris , ibit" (τον λιμασμένο γραικύλο , κι αν στον ουρανό τον προστάξεις να πάει , θα πάει) . Άλλοι όμως είναι τούτοι οι γραικύλοι και άλλοι οι έλληνες.
Και το πιο περίεργο , οι ίδιοι τούτοι σε άλλες ώρες είναι γραικύλοι (graeculus) και σε άλλες έλληνες (graeci) . Δεν πρέπει ποτέ να δώσεις την εντύπωση στον έλληνα ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. `Άφησε τον , όσο μπορείς , να ταράζεται, να θορυβεί , και να ικανοποιεί την πολιτική του μανία , μέσα στην σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχεις την τέχνη να επεμβαίνεις μόνο την τελευταία στιγμή, όταν δεν μπορείς να βάλεις τους έλληνες να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες μεταξύ των ελλήνων, που θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν , είτε θεληματικά, είτε , συνηθέστερα , άθελά τους.
Υποβοηθώντας το τυφλό παιγνίδι των φατριών από το παρασκήνιο , χωρίς να προσβάλλεις την περηφάνιά τους , μπορεί να οδηγήσεις τις ελληνικές πόλεις προς το καλό πολύ ευκολότερα παρά με τις σοφότερες διαταγές που θα εξέδιδες, αν ήσουνα ανθύπατος στην Ισπανία η στην Ιλλυρία.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Όμως αν θέλεις στην Ελλάδα πραγματικά να επιβάλεις μία απόφασή σου, όσο σωστή και αν είναι , κοίταξε να μην φανεί η πρόθεσή σου. Πρέπει να θυσιάσεις την τιμή μίας απόφασης για να την επιβάλεις μεταξύ των ελλήνων. Κάλεσε ιδιαιτέρως έναν-έναν τους αρχηγούς των μερίδων , δώσε στον καθένα την ευκαιρία μίας επίπλαστης πρωτοβουλίας.
Φυσικά , αν δυστροπούν , να τους τρομάξεις , αλλα και αυτό υπό εχεμύθεια , χωρίς να αναγκάσεις την φιλοτιμία τους να πάρει τα όπλα. Δώσε τους κάποια περιθώρια έντιμης υποχώρησης και όταν ακόμη στην πραγματικότητα διατάσεις , μην τους πεις ότι διατάσεις. Πες τους ότι δεν διατάσεις , αλλά ότι αν δεν γίνει τούτο κι εκείνο, τότε οι ρωμαϊκές λεγεώνες θα αναγκαστούν να μετασταθμεύσουν για λόγους ασφαλείας σε άλλη επαρχία και τότε μπορεί τίποτε Γέτες η Κέλτες η Δακοί να στείλουν τα στίφη τους να δηώσουν την χώρα και ας αναμετρήσουν οι ίδιοι τις συνέπειες και ας αποφασίσουν.
… Όλα αυτά δεν σου τα λεω για να σε κάνω να περιφρονείς τους έλληνες. Απεναντίας σου τα λεω για να τους καταλάβεις και να τους προσέξεις. Ακόμη και σήμερα διατηρούν τα ίχνη μερικών αρετών που μοιάζουν με την χόβολη μίας μεγάλης πυρράς.
Μελετητές της ψυχής των ατόμων και του όχλου , θα τους δεις να εκτελούν μερικούς θαυμάσιους ελιγμούς , να χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα , με μια ευκινησία στην σκέψη και μια γοργότητα στις αντιδράσεις που εμείς εδώ ποτέ δεν φτάσαμε. Μόνο που ύστερα θα μελαγχολήσεις βλέποντας πως είναι πια ασήμαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα εξαίσια χαρίσματα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Πρόσεξε αυτούς τους παλικαράδες της πολιτικής , που δεν καταλαβαίνουν ότι είναι γελοίο να έχεις το ύφος του δυνατού και του τρανού , όταν από καιρό έχεις πάψει να είσαι.
Καθώς τρέφονται από την οπτασία των περασμένων τους μεγαλείων και δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις σημερινές τους διαστάσεις, πολύ θα σε ταλαιπωρήσουν με την αξίωσή τους να μην επεμβαίνεις στα πράγματα της πόλης τους.
Εδώ τελειώνουν οι Οξυρρύγχειοι πάπυροι (σε μετάφραση Κωνσταντίνου Τσάτσου).
Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα αλληλογραφίας του Ρωμαίου συγκλητικού Μενένιου Άπιου , στον φίλο του Ατίλιο Νάβιο , ο οποίος τον διαδέχεται στην διακυβέρνηση της Αχαίας και τον συμβουλεύει για το πώς μπορεί να χειριστεί τους Έλληνες.
Οι πάπυροι βρέθηκαν στην τοποθεσία Οξύρρυγχος , εξ ου και το όνομα του τίτλου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
… κερδίσαμε αγαπημένε Ατίλιε τον κόσμο με τις λεγεώνες μας , αλλα θα μπορέσουμε να τον κρατήσουμε μονάχα με την πολιτική τάξη που θα του προσφέρουμε.
Διώξαμε τον πόλεμο στις παρυφές της γης . Από τον Περσικό κόλπο , ως την Μαυριτανία και από την γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία , αδιατάρακτη βασιλεύει η ρωμαϊκή ειρήνη.
Δύσκολο φαίνεται να εξηγήσει κανείς , πως μια πόλη έφτασε να κυβερνά την οικουμένη. Μέσα στους λόγους όμως που θα αναφέρονταν για μια τέτοια εξήγηση θα έπρεπε πρώτος να ηταν ετούτος :
Καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας ξένους λαούς αναλαμβάνουμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους. Τούτη η συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βαρβάρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες.
Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από μας είχε την συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για την δόξα της Ρώμης , πέθανε νέος , γιατι αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου.
Αλίμονο στους λαούς όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες , σε θεσμούς που αντέχουν στην ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων.
Έχουμε την σοφία να μην θέλουμε να είμαστε δυσβάσταχτοι εκμεταλλευτές των λαών που υποτάχτηκαν στην εξουσία μας.
… Αλλα δεν φτάνει να τους χαρίζουμε την ειρήνη και τάξη, γιατι αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι, δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιμονίας των ανθρώπων.
… θα έπρεπε και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαμε στις χώρες που κυβερνούμε. Το μέγα όμως τούτο έργο είμαστε άξιοι να το κάνουμε μόνο στις δυτικές επαρχίες , γιατι εκεί που βρίσκεσαι εσύ , οι Έλληνες το επιτελούν ακόμη σήμερα καλύτερα από μας.
Ας επαναλάβουμε και εμείς την δυσάρεστη ομολογία του Οράτιου Φλάκκου :
Graecia capta , ferum victorem cepti , et artes intulit agresti Latio.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
… Μάθε φίλτατέ μου Ατίλιε , πως όσοι θέλουν να είναι κοσμοκράτορες, πρέπει να έχουν νοοτροπία πατρικίων και όχι νοοτροπία ιππέων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
… Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από εμάς και συνεπώς από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομό του είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο , αυθαίρετο και ατίθασο , αλλα και αληθινά ελεύθερο , ορθώνεται το «εγω» των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί , οσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερα να σκεφθούμε σύμφωνα με την σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια τους και όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν , με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει , αλλα είναι πάντα νέα , δροσερή και το κάθε τι , χάρις σε αυτό το «εγω» αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους.
Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισμα.
Το ίδιο «εγω» που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα, αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων.
Και ήρθανε καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλα δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες.
Και εμείς τους συναντήσαμε , καλέ Ατίλιε, σε τέτοιους καιρούς και γι αυτό η κρίση μας γι αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή που κάποτε καταντά άδικη.
Αλλα και πώς να μην είναι ; Η μοίρα μας έταξε νομοθέτες του κόσμου και το ελληνικό άτομο περιφρονεί τον νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του , που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια.
Απορείς πως η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών , εχει τόση λίγη πίστη στον νόμο.
Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των. Σπάνια οι έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι».
Πείθονται μονο στα ρήματα τα δικά τους και η αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο ανάλογα με τα κέφια της στιγμής , η όταν δεν μπορούν να τους αλλάξουν , τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους η τη βία η τον δόλο.
Α! πόσο την χαίρεται ο έλληνας την εύστροφη καταδολίευσή τους , τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη!
Ο έλληνας εχει την πιο αδύνατη μνήμη από μας, έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο , μόλις δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Θες να σαγηνεύσεις την εκκλησία του δήμου σε μια πόλη ελληνική ;
Πες τους : «Σας υπόσχομαι αλλαγή» Πες τους : «Θα θεσπίσω νέους νόμους» Αυτό αρκεί.
Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους , το αψίκορο πάθος του.
Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής! Εμείς δειλά-δειλά και μόνο με το χέρι του πραίτωρα τολμήσαμε , διολισθαίνοντας μέσα στους αιώνες να ξεφύγουμε από τους άκαμπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου μας , και πάλι διατηρώντας όλους τους τύπους , όλα τα εξωτερικά περιβλήματα.
Τούτη η υποκρισία των μορφών , όταν η ουσία αλλάζει , δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη μας μπρος σε κάθε τι που είναι θεσμός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχειά του βαραίνουν στην πορεία μας και πόσο δίκαια αντέχουμε αιώνες εκεί που οι έλληνες εκάμφθησαν σε δεκαετηρίδες.
… Μεσα στους πιο πολλούς έλληνες , άμα σκάψεις λίγο , θα βρεις ένα ισχνό υπερόπτη Κοριολανό , έναν άσημο εκδικητικό Αλκιβιάδη , ένα εγω μεγαλύτερο από την πατρίδα.
Όχι βέβαια σε όλους , αλλιώς δεν θα υπήρχαν σήμερα πια ελληνικές πόλεις. Αλλα όποιος διοικεί , σαν κι εσένα , έναν λαό, πρέπει να γνωρίζει τις άρχουσες ροπές , που δεν φτάνουν βέβαια ως την φανερή ακρότητα του ωραίου αθηναίου η του δικού μας Γάιου Μάρκου , αλλα τείνουν προς τα εκεί.
Οι πολλοί , από χίλιους δυο λόγους, γιατι είναι πιο μικροί και πιο αδύνατοι, σταματούν μεσοδρομίς. Μα και μ' αυτούς , το κακό γίνεται.
… Οι έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν επάνω από τα πράγματα. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος , θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής τους περίπτωσης ακόμα κι όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία η στο δικαστήριο.
Ο έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για την δική του προσωπική περίπτωση. Εάν τύχει και ο νόμος , δίκαιος στην ολότητά του και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις όπως η δική του , δεν μπορεί αυτό να το παραδεχτεί. Και
εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τους Πλάτων , πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων , πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη. Το διακήρυξε αυτό και ο Σταγειρίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Δεν δέχεται να θυσιάσει την δική του περίπτωση , το δικό του εγώ σε έναν νόμο σκόπιμο και δίκαιο στην γενικότητά του.
Ετσι είναι πολλοί στις πόλεις που τώρα πρόκειται να διοικήσεις .
Ετσι διαφορετικοί , αν όχι από μας , όμως από τους πατέρες μας , που θεμελίωσαν το μεγαλείο της παλιάς , της αληθινής μας δημοκρατίας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
… Οσο περνούν οι αιώνες , τόσο εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε γινόμαστε περισσότερο ατομιστές , ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στην μόνωση των μικρών μας εαυτών. Νομίζω ότι οι έλληνες επάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν τον θανάσιμο κατήφορο.
Δεν σου έκανε κιόλας εντύπωση καλέ μου Νάβιε , η αδιαφορία του έλληνα για τον συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείσει μια χύτρα να μαγειρέψει , όχι πως αν τύχει μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψει , όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα , για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του , βοηθά ο έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον.
Βοηθά και τον ξένο πρόθυμα , με την ιδέα μάλιστα , που χάρις στους μεγάλους στωικούς , πάντα τον κατέχει , μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο , στον αβοήθητο. Είναι κι αυτό ένας τρόπος υπεροχής…
Λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του , κάτι άλλο θέλω να πω, αλλα μου πέφτει δύσκολο να σου το εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις , ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου.
Ακόμη υπάρχουν ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι αυτόν πάντα βρίσκει καιρό. Για την κατανόηση , την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από την συμπάθεια γι αυτό που κατανοείς , δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο.
Όχι πως δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος , αλλα δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά !
Όταν ένας πολίτης άξιος , δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του , λέει ο έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιώτερός του , τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον έλληνα την δυνατότητα να είναι δίκαιος.
…Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί , βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη.
Στον κάθε έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Γι αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων, και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
…Νάβιε , ο Κάτων από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του και η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζουμε κι εμείς τον δρόμο των ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότεροι να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους την Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΤΟ
Εδώ και δυο εβδομάδες σου έγραφα για το φυγόκεντρο εγωισμό των ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο.
Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια , την ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού (ας βοηθήσουν οι θεοί να μην γίνει και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή) , ο έλληνας σε συχωράει στον συμπολίτη του καμία προκοπή. Όποιον τον ξεπεράσει , ο έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει.
Μα το πιο σπουδαίο , για να καταλάβεις τον έλληνα , είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του παλατιού , αλλα η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου , ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου την σάρκα σχεδόν ανέπαφη , να περιφέρει την ατίμωση και την γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες.
Γιατι και την συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι έλληνες , οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις , αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει.
Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μονο να την αφήνεις να την συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει.
Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο , που άμα σε ρωτήσουν γιατι τον είπες , να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία.
…. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο έλληνας τον έλληνα , ο ηγέτης τον ηγέτη , ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο , ο ποιητής τον ποιητή αλλα και ο ανάξιος τον άξιο , ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό.
.... και ξένος , θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου κι εσύ όπως την δοκίμασα κι εγώ.
Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας , πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί , και πως τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις στοές και στην αγορά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟ
…Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία , η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος , η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας σπρώχνουν σχεδόν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους.
Αδιαφορώντας για όλους και για όλα , παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του , αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος τον δρόμο το σωστό.
Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης , προτιμάει να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις.
Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών μερίδων τους με τους δήθεν φίλους των και θα δεις ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λεει την γνώμη του , βελτιώνει την διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις , χωρίς ούτε να περιμένει , ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν καλά αυτό και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις η για να μάθουν τα νέα της ημέρας η για να βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις , γιατι πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του , η το χειρότερο γιατι η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του , θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο , θα το έκανε περισσότερο τέλειο , αλλα λιγότερο δικό του , και εκείνο που προέχει για τον έλληνα δεν είναι το πρώτο , αλλα το δεύτερο.
Ετσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσεις στους έλληνες δημόσιους άνδρες , που κατά τα άλλα είναι και πιο υψηλόφρονες και πιο αδέκαστοι και σχεδόν πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Οι παλιοί όμως ρωμαίοι , αυτοί κατείχαν την αρετή της μετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίασε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι' αυτό τότε κατορθώσανε , αν και σε τόσα καθυστερημένοι , να πάρουν την κοσμοκρατορία από τα χέρια των ελλήνων. Γιατί βλέπεις , τούτη η μοιραία για την τύχη των ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό : Όπου βασιλεύει , τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα , πριν το πρόσωπο εκλείψει. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες Δε σηκώνει ούτε βιασύνη , ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλα σε ομάδες προσώπων , σε διαδοχικές γενιές.
Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση , διαρκέστερες υποστάσεις , λαοί , οικογένειες ,πολιτικές μερίδες , η κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μεσα στην ιστορία είναι υπέρ προσωπικά . Και δυστυχώς , οι έλληνες μονο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι αυτό η δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου , η όταν φτάσουν , φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το σπέρμα της φθοράς.
Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου , όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του ιδίου του έργου. Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυία του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη. Αλλα και εκεί το έργο , στηριγμένο σε ένα πρόσωπο , όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων , ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση , μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του , διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε , στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλα το έργο , βλέπεις , δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου , αλλα θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΓΔΟΟ
Ποτέ , μα ποτέ δεν θέλησα να σου πω ότι λείπει η πολιτική σκέψη από την Ελλάδα. Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο μάλιστα απ' όσο φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα από έξω. Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία της , γιατι οι άνδρες που την κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλον σε μιαν αδιάκοπη πεισματική και το πιο συχνά , μάταιη σύγκρουση. Εάν λείπει κάτι των ελλήνων πολιτικών, δεν είναι ούτε η δύναμη της σκέψης , ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στο χαρακτήρα , στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτομό τους για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου. Δεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη το συναγωνιστή τους και γι αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υπομονή μέσα στον κύκλο των ισοτίμων , να περιμένουν με την τάξη του κλήρου η της ηλικίας την σειρά τους. Ετσι διασπαθίζοντας την δύναμη του και τις αρετές του κατάντησε ο λαός με την υψηλότερη και πλουσιότερη στην θεωρία πολιτική σκέψη, να μείνει τόσο πίσω από μας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.
… τα δεινά , όσα υποφέρανε ως τα σήμερα οι έλληνες , μα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον , μια έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία , την νόμιμη θυγατέρα του τρομερού των εγωισμού.
Μου γράφεις πως αυτό συμβαίνει και αλλού και προ παντός σε μας. Η διαφορά καλέ μου φίλε , έγκειται στο μέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας . Βέβαια και εμείς σήμερα δεν υστερούμε . Αλλα την εποχή που θεμελιώνονταν το μεγαλείο της Ρώμης δεν είχαν υπερβεί οι δικοί μας το πρεπούμενο μέτρο. Υποτάσσονταν στον κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας , ενώ οι έλληνες το ξεπέρασαν πριν προφτάσουν να στεριώσουν την δύναμή τους στην οικουμένη. Όσο όμως αυστηρότερος και αν θέλω να είμαι , καθώς είναι χρέος μου, για μας τους ρωμαίους , δεν ξέρω αν μεταξύ των ρωμαίων , και σήμερα ακόμα , υπάρχουν τόσο φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγημα των τιμών , όσοι υπήρξανε μεταξύ των ελλήνων στους ενδοξότερους τους αιώνες.
Μήπως υπερβάλω καλέ μου φίλε ; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας ; μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη , Δημοσθένη , Ευριπίδη , Θεόφραστο , Επίκουρο , Ζήνωνα , Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι φίλε μου , Δε βλέπω πως είμαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα η και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους , αλλα να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από την δική τους θέση , όποια κι αν είναι. Την αρχαία «ύβριν» των την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο. Κάποτε με τούτη την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν ότι επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης την «δημοκρατία» (Σ.Μ. οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ. ορθή δημοκρατία). Η θέλησή τους για ισότητα , άμα την αναλύσεις , θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης , αλλα από τον φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ , λεει ο έλληνας, δεν είμαι άξιος να ανέβω ψηλότερα από σένα , τότε τουλάχιστον και εσύ να μην ανεβείς από μένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα».
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο έλληνας , γιατι τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μία ίση με των άλλων ! Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας , όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής .
Και ύστερα θα συναντήσεις και μεταξύ των ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούνε την μία αρετή που έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν.
Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν ότι δεν χρειάζεται να γίνουν πρώτοι , ούτε η επιστήμη , ούτε η αρετή.
Είδα κάτι σοφούς που θελαν να σταθούν επάνω από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και την σοφία. Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτωνας ! Πόσους δολοπλόκους πήρε στο λαιμό του που νομίσανε πως είναι «άνδρες βασιλικοί» !
Μα είδα τέλος , αγαπητέ μου Νάβιε , και κάτι ενάρετους , που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία , αφού ηταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δεν στασίαζαν όπως οι βάναυσοι και οι κακοί , αλλά αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς των , αφήνοντας τον δήμο στα χέρια των δημαγωγών και των συκοφαντών , η δηλητηριάζανε την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα της αποτυχίας των , σαν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοιραία υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν από την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων η των μέτριων.
Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων.
Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών , έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον μακάριο εκείνο τόπο. Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί , μόνο όσοι έχασαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Ετσι θα παρατηρήσεις ότι πιστοί οπαδοί είναι μόνο οι γεροντότεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οι οπαδοί από πίστη ιδεολογική η από πίστη στον ηγέτη. Οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα πράγματα , γιατι ατύχησαν , γιατι βαρέθηκαν η λιγοψύχησαν. Γι αυτό είναι και όλοι προσωρινοί , άπιστοι , ενεδρεύοντες οπαδοί , ώσπου να περάσει η κακιά ώρα. Μα και αυτοί που μένουν και όσο μένουν οπαδοί , προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη.
Γι αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες που προσφέρονται ευκολότερα στην παρασκηνιακή ηγεσία των οπαδών τους.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να ξέρεις ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής μερίδας αλλά ποιοι εκ του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις είναι μερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτάς τα φαινόμενα της ηγεσίας αλλά μονο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της , για την άσκηση της εξουσίας . Είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιοριστούν στον ρόλο του υποβολέα και να αφήσουν τους άλλους που κατέχουν τα φαινόμενα να χαριεντίζονται επάνω στην σκηνή.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΑΤΟ
…Και ύστερα ,μήπως δεν βλέπω και την άλλη όψη του πράγματος ; Ας παραπονιόμαστε για την ελληνική εγωπάθεια εμείς που διαρκώς επάνω της σκοντάφτουμε , γιατι έχουμε να κάνουμε με την ελληνική πόλη και τους πολιτικούς της.
Εχει και την εξαίσια πλευρά της η υπερτροφία αυτή της προσωπικότητας , που στις κακές της όψεις την ονομάζουμε εγωπάθεια.
Εχει την πλευρά την δημιουργική , στην φιλοσοφία , στην ποίηση , στις τέχνες , στις επιστήμες , ακόμη και στο εμπόριο και στον πόλεμο. Από αυτήν αναβλύζει όλη η δόξα των ελλήνων , η μόνη δόξα στην ιστορία που μπορεί να σταθεί πλάι στην δική μας.
Φοβάμαι μονάχα , γιατι , και ας μην το βλέπεις εσύ , κατά βάθος με γοητεύουν και εμένα οι έλληνες , που είναι και θα είναι πάντα οι δάσκαλοί μου. Φοβάμαι πως φτάσαμε στον καιρό , που η φωτεινή πλευρά της προσωπικότητάς των πηγαίνει όλο μικραίνοντας και αντίθετα η σκοτεινή όλο και αυξάνει , και δεν ξέρω , δεν μπορώ να ξέρω αν ετούτος ο κατήφορος μπορεί ποτέ πια να σταματήσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟ
… Δεν σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου , πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους έλληνες.
Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως την μομφή σου.
Ο εγωισμός δεν κάνει τους έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες σον πόλεμο. Εχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέεις την διάλυση της στρατιωτικής δύναμης , που εχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες , με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των ελλήνων .
Μα δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής , αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατι η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική , σαν των περισσοτέρων λαών , αλλά ατομική , γι αυτό δεν φοβάται , και εκεί που βρίσκεται μόνος του , να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά , στο παράτολμο ταξίδι , στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ και θεμελίωσε για αιώνες αποικίες , έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα στα χιόνια της Σκυθίας . Και στον καιρό μας ακόμη , έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στην χώρα των Ινδών και στις έμπειρες χώρες πιο κάτω από την γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο έλληνας;
Επειδή είναι γενναίος ο έλληνας , είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του , την ζωή του και κάποτε την τιμή του.
Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος , για να δρα μόνος , για να μάχεται μόνος και γι αυτό δεν φοβάται την μοναξιά.
Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη.
Σκεπτόμαστε μαζί , δρούμε μαζί , μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή , τα λάφυρα , την δόξα.
Οι έλληνες Δε δέχονται , όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη , να μοιραστούν τίποτε με κανέναν.
Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει με έναν καυγά , γιατι θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δεν δέχονται (Σ.Μ. αναφέρεται στην Ιλιάδα).
Και μια που πήρα τον δρόμο των επαίνων , άκουσε και αυτόν , που δεν είναι και ο μικρότερος.
Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδομάδες σου γράφω , θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από έναν έλληνα , από τον Επίκτητο.
Νέος τον άκουσα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα , καθαρά , με την ακριβολογία και την χάρη που σφράγιζε τον λόγο του , μας ετοίμαζε για έναν κόσμο που είχε πια περάσει, για μίαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός.
Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του , μας έλεγε : «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη , η τυφλή θεά , η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω , πρόδωσε συχνά τους έλληνες στον δρόμο τους. Αλλα και αυτοί , πρόσθετε , την συντρέξανε με τον δικό τους τρόπο».
Μην νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν» . Σε κάθε κόχη , απάγκια της αγοράς κάθε πόλης , σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης ελληνικής γης , θα βρεις και έναν έλληνα , αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το ελληνικό, γιατι τότε ξυπνάει μέσα του μια άλλη αρετή , η περηφάνια.
Ναι , ναι , σε βλέπω να γελάς , Ατίλιε Νάβιε , αυτούς τους ταπεινούς κόλακες που σέρνονται στους προθαλάμους μας, γελάς που τους ονομάζω περήφανους. Και όμως θα αστοχήσεις στο έργο σου αν αγνοήσεις αυτήν την αλήθεια. Πρόσεξε την υπεροψία και την φιλοτιμία των ελλήνων. Μην πλανάσαι ! `Εχουν την ευαισθησία των ξεπεσμένων ευγενών. Είναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες , ποτέ όμως τόσο χαμηλά πεσμένοι ώστε να ξεχάσουν τι ήτανε !
Η πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογής αντιφάσεις και έρχονται ώρες που για πολλούς είναι δίκαιος ο ειρωνικός λόγος του Ιουβενάλιου "Graeculus esuriens, in coelum jusseris , ibit" (τον λιμασμένο γραικύλο , κι αν στον ουρανό τον προστάξεις να πάει , θα πάει) . Άλλοι όμως είναι τούτοι οι γραικύλοι και άλλοι οι έλληνες.
Και το πιο περίεργο , οι ίδιοι τούτοι σε άλλες ώρες είναι γραικύλοι (graeculus) και σε άλλες έλληνες (graeci) . Δεν πρέπει ποτέ να δώσεις την εντύπωση στον έλληνα ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. `Άφησε τον , όσο μπορείς , να ταράζεται, να θορυβεί , και να ικανοποιεί την πολιτική του μανία , μέσα στην σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχεις την τέχνη να επεμβαίνεις μόνο την τελευταία στιγμή, όταν δεν μπορείς να βάλεις τους έλληνες να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες μεταξύ των ελλήνων, που θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν , είτε θεληματικά, είτε , συνηθέστερα , άθελά τους.
Υποβοηθώντας το τυφλό παιγνίδι των φατριών από το παρασκήνιο , χωρίς να προσβάλλεις την περηφάνιά τους , μπορεί να οδηγήσεις τις ελληνικές πόλεις προς το καλό πολύ ευκολότερα παρά με τις σοφότερες διαταγές που θα εξέδιδες, αν ήσουνα ανθύπατος στην Ισπανία η στην Ιλλυρία.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Όμως αν θέλεις στην Ελλάδα πραγματικά να επιβάλεις μία απόφασή σου, όσο σωστή και αν είναι , κοίταξε να μην φανεί η πρόθεσή σου. Πρέπει να θυσιάσεις την τιμή μίας απόφασης για να την επιβάλεις μεταξύ των ελλήνων. Κάλεσε ιδιαιτέρως έναν-έναν τους αρχηγούς των μερίδων , δώσε στον καθένα την ευκαιρία μίας επίπλαστης πρωτοβουλίας.
Φυσικά , αν δυστροπούν , να τους τρομάξεις , αλλα και αυτό υπό εχεμύθεια , χωρίς να αναγκάσεις την φιλοτιμία τους να πάρει τα όπλα. Δώσε τους κάποια περιθώρια έντιμης υποχώρησης και όταν ακόμη στην πραγματικότητα διατάσεις , μην τους πεις ότι διατάσεις. Πες τους ότι δεν διατάσεις , αλλά ότι αν δεν γίνει τούτο κι εκείνο, τότε οι ρωμαϊκές λεγεώνες θα αναγκαστούν να μετασταθμεύσουν για λόγους ασφαλείας σε άλλη επαρχία και τότε μπορεί τίποτε Γέτες η Κέλτες η Δακοί να στείλουν τα στίφη τους να δηώσουν την χώρα και ας αναμετρήσουν οι ίδιοι τις συνέπειες και ας αποφασίσουν.
… Όλα αυτά δεν σου τα λεω για να σε κάνω να περιφρονείς τους έλληνες. Απεναντίας σου τα λεω για να τους καταλάβεις και να τους προσέξεις. Ακόμη και σήμερα διατηρούν τα ίχνη μερικών αρετών που μοιάζουν με την χόβολη μίας μεγάλης πυρράς.
Μελετητές της ψυχής των ατόμων και του όχλου , θα τους δεις να εκτελούν μερικούς θαυμάσιους ελιγμούς , να χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα , με μια ευκινησία στην σκέψη και μια γοργότητα στις αντιδράσεις που εμείς εδώ ποτέ δεν φτάσαμε. Μόνο που ύστερα θα μελαγχολήσεις βλέποντας πως είναι πια ασήμαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα εξαίσια χαρίσματα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Πρόσεξε αυτούς τους παλικαράδες της πολιτικής , που δεν καταλαβαίνουν ότι είναι γελοίο να έχεις το ύφος του δυνατού και του τρανού , όταν από καιρό έχεις πάψει να είσαι.
Καθώς τρέφονται από την οπτασία των περασμένων τους μεγαλείων και δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις σημερινές τους διαστάσεις, πολύ θα σε ταλαιπωρήσουν με την αξίωσή τους να μην επεμβαίνεις στα πράγματα της πόλης τους.
Εδώ τελειώνουν οι Οξυρρύγχειοι πάπυροι (σε μετάφραση Κωνσταντίνου Τσάτσου).
Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009
Περι Αναπνοής
Περι Αναπνοής
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Ατελείς θεωρίαι των προτέρων περί αναπνοής. Μόνα τα έχοντα πνεύμονας ζώα αναπνέουσι. Διάφοροι οργανώσεις πνεύμονος. Σχέσεις αυτού προς την αναπνοήν.
1. Περί αναπνοής ολίγοι τινές εκ των προ ημών φυσιολόγων 1 επραγματεύθησαν. Αλλά προς ποίον σκοπόν υπάρχει εις τα ζώα η αναπνοή, άλλοι μεν ουδέν είπον, άλλοι δε έχουσι μεν είπει, ουχί όμως ορθώς, αλλά και άνευ εμπειρικής γνώσεως των γεγονότων. Προσέτι λέγουσιν ότι τα ζώα αναπνέουσιν όλα 2. Τούτο όμως δεv είναι αληθές. Ώστε είναι αναγκαίον να πραγματευθώμεν πρώτον περί τούτων, διά να μη φαινώμεθα ότι ψευδώς κατηγορούμεν ανθρώπους απόντας.
2. Ότι όσα ζώα έχουσι πνεύμονα, πάντα αναπνέουσιν, είναι φανερόν. Αλλά και εκ τούτων όσα έχουσι τον πνεύμονα χωρίς αίμα και σπογγώδη, ταύτα ολιγωτέραν χρείαν έχουσιν αναπνοής. Διά τούτο δύνανται διά την δύναμιν 3 του σώματος των να διαμένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος (χωρίς να αναπνέωσιν). Έχουσι δε σπογγώδη τον πνεύμονα όλα τα γεννώντα ωά, ως είναι το γένος των βατράχων. Προσέτι αι χελώναι της ξηράς και αι της θαλάσσης δύνανται να μένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος. Διότι ο πνεύμων αυτών, επειδή έχει ολίγον αίμα, έχει ολίγην θερμότητα. Ούτος λοιπόν άπαξ εισπνεύσας διά της κινήσεως του ψυχραίνει το ζώον και το κάμνει να διαμένη πολύν χρόνον εις το υγρόν, χωρίς ν' αναπνέη. Εάν όμως κρατήσωσι διά βίας την αναπνοήν των παρά πολύν χρόνον (εις το ύδωρ), πάντα πνίγονται, διότι ουδέν εξ αυτών δύναται να δεχθή το ύδωρ όπως οι ιχθύς (διά των βραγχίων). Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα ταύτα έχουσι περισσοτέραν χρείαν της τροφής ένεκα της πολλής θερμότητος αυτών 4.
3. Όσα δε εκ των άλλων δεν έχουσι πνεύμονα, ταύτα δεν αναπνέουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Αναίρεσις δοξασιών Δημοκρίτου, Αναξαγόρου και Διογένους. Η αναπνοή σύγκειται από εισπνοήν και εκπνοήν.
1. Δημόκριτος ο Αβδηρίτης και τινες άλλοι, οι οποίοι επραγματεύθησαν περί αναπνοής, ουδέν ώρισαν περί των αλλων ζώων. Φαίνονται δε να φρονώσιν ότι πάντα τα ζώα αναπνέουσιν,
2. Ο Αναξαγόρας δε και ο Διογένης (ο Απολλωνιάτης) λέγουσιν, ότι πάντα αναπνέουσι, και μόνον περί των ιχθύων και των οστρέων λέγουσι κατά ποίον τρόπον αναπνέουσι.
3. Και ο μεν Αναξαγόρας λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, ροφούσι συγχρόνως τον εις το στόμα αυτών αναπτυσσόμενον αέρα 5 και ούτω αναπνέουσι, διότι, λέγει, δεν δύναται να υπάρχη ουδέν κενόν.
4. Ο δε Διογένης λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, τότε διά του κενού το οποίον γίνεται εις το στόμα αυτών ροφούσι τον αέρα εκ του ύδατος, όπερ περιστοιχίζει το στόμα των, διότι υποθέτει ότι υπάρχει αήρ εις το ύδωρ.
5. Αλλά αι θεωρίαι αύται είναι αδύνατοι. Τω όντι, πρώτον μεν ούτοι αφαιρούσι το ήμισυ των πραγμάτων (της αληθείας), διότι λέγουσι περί του ενός των δύο μερών (της αναπνοής) ό,τι είναι κοινόν και εις τα δύο. Διότι καλείται μεν αναπνοή, αλλά έν μέρος αυτής είναι η εκπνοή, το δε άλλο είναι η εισπνοή. Και περί της εκπνοής ουδέν εκείνοι λέγουσι, πώς δηλ. εκπνέουσι τα ζώα ταύτα τα μη έχοντα πνεύμονα. Ουδέ δύνανται να είπωσι. Τω όντι, όταν τα ζώα αναπνεύσωσι, πρέπει πάλιν να εκπνεύσωσι δια του αυτού μέρους δι' ου ανέπνευσαν, και τούτο πρέπει να κάμνωσι πάντοτε αλληλοδιαδόχως. Ώστε συμβαίνει, κατ' εκείνους, άμα δέχωνται το ύδωρ εις το στόμα οι ιχθύς, ευθύς να εκπνέωσι τον αέρα όστις είναι εν αυτοίς. Αλλ' αναγκαίως ταύτα συναντώμενα πρέπει το εν να εμποδίζη το άλλο. Επειτα, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ, εκπνέουσι τον αέρα είτε διά του στόματος, είτε διά των βραγχίων, ώστε συγχρόνως θα εκπνέωσι και θα εισπνέωσι· διότι τότε ακριβώς, ως εκείνοι λέγουσι, τα ζώα αναπνέωσιν. Αλλ' είναι αδύνατον να αναπνέωσι και να εκπνέωσι συγχρόνως. Ώστε, εάν εξ ανάγκης τα αναπνέοντα εκπνέωσι και εισπνέωσι, ουδέν δε αυτών δύναται να εκπνεύση 6, είναι πρόδηλον ότι ουδέν αυτών αναπνέει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Συνέχεια της αναιρέσεως των γνωμών Αναξαγόρα και Διογένους, οίτινες επλανήθησαν διότι δεv παρετήρησαν ακριβώς, τα γεγονότα και τα όργανα των ζώων, -και ότι η φύσις πάντα ποιεί πρός τινα σκοπόν. Ούτε ιχθύες oύτε άλλα μη έχοντα πνεύμονα αναπνέουσιν.
1. Προσέτι ο ισχυρισμός, ότι οι ιχθύς ροφούσι τον αέρα εκ του στόματος 7 ή δια του στόματος εκ του ύδατος 8 είναι αδύνατον. Τω όντι οι ιχθύς δεν έχουσι (τραχείαν) αρτηρίαν, διότι δεν έχουσι πνεύμονα· αλλά ο στόμαχος αυτών είναι αμέσως παρά το στόμα αυτών. Ώστε κατ' ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματος των. Τούτο όμως θα εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν τα κάμνουσι. Και οι ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά 9. Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι.
2. Προσέτι εις πάντα τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι και έλκουσι τον αέρα των10, βλέπομεν ότι γίνεται κίνησις του οργάνου, το οποίον έλκει αυτόν, αλλά τούτο δεν παρατηρείται εις τους ιχθύς, διότι δεν φαίνονται να κινώσι καvέv μέρος εκ των πέριξ της κοιλίας, κινούσι δε μόνον τα βράγχια και εις το υγρόν και όταν πέσωσιν εις την ξηράν, ότε σπαρταρίζουσι.
3. Προσέτι, όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, αποθνήσκωσιν εκ πνιγμού εντός υγρού, σχηματίζονται τότε πομφόλυγες, διότι ο αήρ εξέρχεται βιαίως (εκ του πνεύμονος), ως γίνεται τούτο, όταν τοιαύτην βίαν δοκιμάζη τις εις τας χελώνας, τους βατράχους ή εις άλλο τι του γένους τούτου. Αλλά εις τους ιχθύς δεν βλέπομεν να συμβαίνη τούτο, οιονδήποτε τρόπον αν δοκιμάσωμεν, διότι δεν έχουσιν ουδόλως αέρα έξωθεν εισπνεόμενον.
4. Αλλά καθ' όν τρόπον λέγουσιν ότι γίνεται η αναπνοή των ιχθύων, δύναται να γίνεται και εις τους ανθρώπους, όταν είναι εν τω ύγρω. Διότι, αν οι ιχθύς έλκωσι τον αέρα εκ του πέριξ ύδατος εις το στόμα αυτών, διατί τούτο δεν θα ηδύναντο να πράττωσι και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα ; Και ταύτα θα είλκον τον αέρα εκ του στόματος αυτών, όπως οι ιχθύς. Ώστε, αν οι ιχθύς έχωσι ταύτην την δύναμιν, και εκείνα θα είχον αυτήν. Αλλ' επειδή τούτο 11 δεν είναι δυνατόν, άρα ούτε εκείνο.
5. Προς τούτοις, εάν οι ιχθύς αναπνέωσι 12, διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο ; Βεβαίως δεν πάσχουσι τούτο δι' έλλειψιν τροφής, Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο Διογένης είναι μωρά· λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν. Αλλά έπρεπε τούτο να δύναται να συμβαίνη και εις τα χερσαία ζώα (εάν ήτο αληθές). Αλλ' ουδέποτε ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα.
6. Προσέτι, εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πώς όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και δια ποίου οργάνου;
7. Αιτία πρωτίστη του να μη εξηγώσιν ορθώς ταύτα είναι το ότι ούτοι δεν γνωρίζουσι τα εσωτερικά όργανα (των ζώων) και δεν συλλαμβάνουσι τον σκοπόν ένεκα του οποίου πάντα η φύσις ποιεί. Διότι, εάν εζήτουν προς ποίον σκοπόν υπάρχει η αναπνοή εις τα ζώα, και αν την ενέργειαν ταύτην παρετήρουν επί των οργάνων (των εκτελούντων αυτήν), λ. χ. επί των βραγχίων και των πνευμόνων, θα εύρισκον την αιτίαν ταχέως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Αvαίρεσις της Δημοκριτείου γνώμης, ότι η αναπνοή εμποδίζει την έκθλιψιν της ψυχής εκ του σώματος (τον θάνατον). Αναπνοή και θερμότης.
1. Ο Δημόκριτος λέγει μεν ότι εκ της αναπνοής αποτέλεσμά τι συμβαίνει εις τα αναπνέοντα ζώα, ισχυριζόμενος ότι αύτη εμποδίζει να εκθλίβηται (εξωθήται) η ψυχή εκ του σώματος. Ουδόλως είπεν όμως, ότι η φύσις εποίησε την αναπνοήν προς τον σκοπόν τούτον. Εν γένει δε και ούτος, όπως και οι άλλοι φυσικοί, ουδόλως θίγει την τελικήν αιτίαν.
2. Λέγει δε, ότι η ψυχή και η θερμότης είναι το αυτό πράγμα, ότι είναι στοιχειώδη σφαιροειδή άτομα (μόρια) 13. Όταν λοιπόν ταύτα συνενώνται και πιέζωνται υπό του περιέχοντος αυτά αέρος, τότε η αναπνοή έρχεται εις βοήθειαν· διότι λέγει ότι είναι εν τω αέρι πολλά από τα σφαιροειδή ταύτα, τα οποία ονομάζει νουν και ψυχήν. Όταν λοιπόν το ζώον εισπνέη και εισέρχηται ο αήρ, εισέρχονται και τα σφαιροειδή ταύτα και αντιδρώντα εις την πίεσιν εμποδίζουσι να διαφύγη η ψυχή η υπάρχουσα εις τα ζώα.
3. Και διά τούτο η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται εκ της αναπνοής και εκπνοής. Διότι, όταν το στοιχείον, όπερ περιέχει, (ο αήρ), διά της συνθλίψεως υπερισχύη και το έξωθεν εισερχόμενον εις το σώμα δεν δύναται να αντιδρά εις την επικράτησιν, τότε, επειδή δεν δύναται το ζώον να αναπνεύση, επέρχεται ο θάνατος αυτού. Και ούτως ο θάνατος είναι η εκ του σώματος έξοδος των σφαιροειδών τούτων ατόμων, τα οποία εξωθούνται εκ του σώματος διά της πιέσεως του περιέχοντος (στοιχείου).
4. Δεν εξήγησεν όμως ο Δημόκριτος την αιτίαν, διά την οποίαν πάντα μεν τα ζώα πρέπει να αποθάνωσιν αναγκαίως, ουχί όμως όταν τύχη, αλλά εκ γήρατος μόνον κατά φύσιν (αποθνήσκουσι), βιαίως δε παρά φύσιν. Και όμως, επειδή το φαινόμενον τούτο φαίνεται ότι γίνεται εις μίαν περίοδον (το γήρας), άλλοτε δε δεν φαίνεται, ώφειλε να εξηγήση αν η αιτία είναι έξωθεν ή εντός.
5. Δεν λέγει δε ο Δημόκριτος ούτε περί της αρχής της αναπνοής, ποίον είναι το αίτιον αυτής και αν είναι έσωθεν ή έξωθεν. Διότι βέβαια ο νους, τον οποίον εισάγει έξωθεν, δεν δύναται να δώση την βοήθειαν' αυτού (εις το ζώον). Αλλά έσωθεν είναι η αρχή της αναπνοής και της κινήσεως 14, η βία δε του περιέχοντος στοιχείου ουδέν εξηγεί. Διότι είναι άτοπον και το λέγειν, ότι το περιέχον συνθλίβει το ζώον και συνάμα ότι εισερχόμενος (ο αήρ) διαστέλλει αυτό 15.Ταύτα λοιπόν είναι σχεδόν όσα είπεν ο Δημόκριτος, και ούτος ο τρόπος καθ' όv είπεν αυτά.
6. Εάν όμως πρέπη να θεωρώμεν ότι είναι αληθή τα πρότερον λεχθέντα, δηλ. ότι δεν αναπνέουσι πάντα τα ζώα 16. δεv πρέπει να υπολάβωμεν ότι η αιτία, την οποίαν αναφέρει ο Δημόκριτος, εξηγεί τον θάνατον εν γένει, αλλά μόνον τον θάνατον των ζώων, τα οποία έχουσιν αναπνοήν. Αλλά και περί τούτων πάλιν ουχί ορθώς.
7. Φανερόν δ' είναι τούτο εκ των γεγονότων και μάλιστα εκείνων, των οποίων πείραν έχομεν όλοι. Διότι κατά τους ισχυρούς καύσωνας, επειδή τότε θερμαινόμενα περισσότερον του συνήθους, έχομεν και περισσοτέραν χρείαν της αναπνοής, και αναπνέομεν συχνότερον πάντες. Όταν όμως το περιέχον ημάς είvαι ψυχρόν και συσφίγγη και συμπηγνύη το σώμα, κρατούμεν την αναπνοήν μας, μολονότι τότε έπρεπε (κατά την δόξαν του Δημοκρίτου) ο έξωθεν εισερχόμενος εις ημάς αήρ να εμποδίζη την έξωσιν της ψυχής.
8. Και όμως συμβαίνει το εναντίον 17, διότι, όταν συναθροισθή πολλή θερμότης, επειδή δεν εκπνέομεν τον εσωτερικόν αέρα, τότε έχομεν χρείαν να αναπνέωμεν και αναγκαζόμεθα, αφού εισπνεύσωμεν, να αναπνεύσωμεν. Αληθώς, όταν πολύ θερμαινώμεθα, αναπνέομεν πολλάκις, διότι χάριν αναψύξεως αναπνέομεν εις καιρόν καθ' όν ούτω 18, ως λέγεται, προσθέτομεν πυρ εις το πυρ 19.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Αναίρεσις της εν τω Τιμαίω του Πλάτωνος θεωρίας περί αναπνοής.
1. Η εν τω Τιμαίω περιγραφομένη κυκλική ώθησις ουδόλως εξηγεί κατά ποίον τρόπον τα άλλα ζώα (εκτός του ανθρώπου) συντηρούσι την θερμότητα αυτών, δεν λέγει αν κατά τον αυτόν ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται η συντήρησις 20. Τω όντι, αν εις μόνα τα χερσαία υπάρχη η αναπνοή, πρέπει να εξηγήσωμεν δια τί εις μόνα ταύτα υπάρχει. Εάν δε υπάρχη και εις τα άλλα ζώα, διαφέρη δε ο τρόπος καθ' ον αναπνέουσι, πρέπει και την διαφοράν αυτήν να προσδιορίσωμεν, αν είναι δυνατόν πάντα να αναπνέωσι.
2. Προσέτι δε είναι φανταστική η εξήγησις, την οποίαν ο Τίμαιος δίδει περί της αναπνοής· λέγει δηλ. ότι, όταν ο θερμός αήρ εξέρχηται έξω διά του στόματος, ο περιέχων ημάς αήρ ωθείται, και διερχόμενος διά των σαρκών, αίτινες είναι αραιαί, εμπίπτει εις τον αυτόν τόπον, οπόθεν εξήλθεν ο εσωτερικός θερμός αήρ, διότι, επειδή ουδαμού υπάρχει κενόν, τα μέρη αντικαθιστώσιν άλληλα. Όταν δε θερμανθή, ο εισελθών αήρ πάλιν εξέρχεται διά του αυτού τρόπου, και ο θερμός αήρ εντός, εξερχόμενος διά του στόματος, εξακολουθεί την κυκλικήν ώθησιν. Και την κίνησιν ταύτην διαρκώς και συνεχώς κάμνομεν, ούτω δε αναπνέομεν και εκπνέομεν.
3. Αλλά κατά τους τοιαύτα δοξάζοντας συμβαίνει η εκπνοή να γίνηται πρότερον της εισπνοής, ενώ υπάρχει το εναντίον, και απόδειξις είναι, ότι αι κινήσεις αύται αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλην. Όταν όμως αποθνήσκωμεν, τότε εκπνέομεν, αναγκαίως άρα ηρχίσαμεν με την εισπνοήν. 4. Αλλά oι ταύτα λέγοντες ουδόλως λέγουσι προς ποίον σκοπόν υπάρχουσιν εις τα ζώα η αναπνοή και η εκπνοή, αλλ' ομιλούσι περί αυτών ως περί τινος επουσιώδους φαινομένου, και όμως βλέπομεν ότι αι λειτουργίαι αύται είναι οι κύριοι όροι της ζωής και του θανάτου. Διότι, όταν τα ζώα τα αναπνέοντα δεν δύνανται να αναπνεύσωσιν, αναγκαίως αποθνήσκουσι. 5. Προσέτι είναι άτοπον να νομίζωμεν, ότι η διά του στόματος έξοδος και πάλιν είσοδος του θερμού αέρος δεv διαφεύγει την αντίληψιν ημών, η δε εις το στήθος είσοδος του αέρος 21 και πάλιν η έξοδος αυτού, όταν θερμανθή, μας διαφεύγει. ʼτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός· και όταν ούτος είναι θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να αναπνέωμεν πολλάκις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'
Η αναπνοή δεv γίνεται προς συντήρησιν της εσωτερικής θερμότητος, ήτις παράγεται προ πάντων εκ τωv τροφών.
1. Αλλά προσέτι δεν πρέπει να νομίζωμεν, ότι η αναπνοή σκοπόν έχει την τροφήν της εσωτερικής θερμότητος, ως εάν αύτη ετρέφετο διά του αέρος (ον εισπνέομεν), και ως εάv η αναπνοή ήτο τρόπον τινά επίθεσις καυσίμου ύλης εις το πυρ 22, η δε εκπνοή εγίνετο, όταν ήθελε τραφή το πυρ.
2. Κατά της δοξασίας ταύτης θα είπομεν πάλιν τα αυτά, τα οποία είπομεν κατά των προηγουμένων. Τω όντι έπρεπε τούτο να συμβαίνη και επί των άλλων ζώων, ή όμοιον τι με αυτά. Διότι πάντα έχουσι ζωτικήν θερμότητα.
3. Έπειτα, αν η θερμότης γίνεται εκ της αναπνοής, πρέπει να είπωμεν κατά ποίον τρόπον γίνεται, Αληθώς είναι όλως φανταστική η γνώμη αύτη. Τω όντι βλέπομεν, ότι η θερμότης προέρχεται μάλλον εκ της τροφής.
4. (Κατά την δόξαν ταύτην) συμβαίνει προσέτι το αυτό όργανον να δέχηται την τροφήν και vα αποβάλλη το περίττωμα, αλλά τούτο δεν βλέπομεν να γίνηται εις ουδεμίαν άλλην περίπτωσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Αναίρεσις της δόξης του Εμπεδοκλέους περί αvαπvoής.
1. Επραγματεύθη δε και ο Εμπεδοκλής περί αναπνοής, αλλ' ουδέν είπε σαφές προς ποίον σκοπόν και αν πάντα τα ζώα αναπνέουσιν ή όχι.
2. Ομιλών δε περί της αναπνοής, ήτις γίνεται διά των μυκτήρων, νομίζει ότι ομιλεί περί της κυρίας αναπνοής. Αλλ' απατάται, διότι υπάρχει και η αναπνοή διά της τραχείας αρτηρίας γινομένη εκ του στήθους, και η διά των μυκτήρων· άνευ όμως της πρώτης δεν δύνανται να αναπνεύσωσι μόνοι οι μυκτήρες. Και αν τα ζώα στερηθώσι της διά των μυκτήρων γινομένης αναπνοής, δεv πάσχουσι τίποτε, αν όμως στερηθώσι της δια της αρτηρίας αναπνοής, αποθνήσκουσιν.
3. Η φύσις είς τινα ζώα μεταχειρίζεται ως πάρεργόν τι την διά των μυκτήρων αναπνοήν χάριν της οσφρήσεως. Διά τούτο πάντα σχεδόν τα ζώα έχουσιν όσφρησιν, αλλά δεν έχουσι το αυτό αισθητήριον προς τον σκοπόν τούτον. Περί αυτού ωμιλήσαμεν αλλαχού σαφέστερον.
4. Λέγει δε ο Εμπεδοκλής, ότι η αναπνοή και εκπνοή γίνεται, διότι υπάρχουσι φλέβες τινές, αίτινες έχουσιν αίμα, αλλά δεν είναι πλήρεις αίματος, και έχουσι πόρους, ίνα δέχωνται τον εξωτερικόν αέρα, λίαν μικρούς ή ώστε να δέχωνται τα μόρια του σώματος, μεγάλους δε αρκούντως, ίνα δέχωνται τα μόρια του αέρος. Όθεν, επειδή το αίμα φύσει κινείται άνω και κάτω, όταν φέρηται εις τα κάτω, τότε εισρέει ο αήρ και γίνεται αναπνοή, όταν δε αναβαίνη εις τα άνω το αίμα, τότε ο αήρ πίπτει έξω και γίνεται η εκπνοή. Παρομοιάζων δε την κίνησιν ταύτην με την των κλεψύδρων, ο Εμπεδοκλής λέγει ότι: "Όλα τα ζώα αναπνέουσι και εκπνέουσι κατά τον εξής τρόπον: Επί της επιφανείας του σώματός των εκτείνονται σαρκώδεις σωλήνες (αρτηρίαι) άναιμοι. Υπεράνω του στόματός των υπάρχουν τα έσχατα άκρα των ρινών τρυπημένα από το εν εις το άλλο μέρος διά πυκνών αυλακίων, ούτως ώστε να εμποδίζηται η εκροή του αίματος και να εισχωρή ευκόλως ο αήρ διά των διόδων. Έπειτα δε, όταν μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο αήρ,όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού κατεσκευασμένην. Αφού σκεπάση με την κομψήν χείρα της το στόμιον του σωλήνος και εμβαπτίση εις το υποχωρούν σώμα του αργυρού ύδατος, δεν εισέρχεται τότε το ύδωρ εις το αγγείον, αλλά το αποκλείει ο όγκος του αέρος, όστις έσωθεν εισεχώρησεν εις τας πυκνάς οπάς, έως ου απομακρύνη την χείρα της και αφήση ελεύθερον τον πυκνόν ρουν του ύδατος· τότε δε ελλείποντος του αέρος εισέρχεται ακωλύτως το ύδωρ. Ωσαύτως δε, όταν αφ' ενός μεν το ύδωρ κατέχη τον πυθμένα του χαλκού αγγείου, σκεπασθέντος του στομίου του σωλήνος και παντός πόρου διά της χειρός, αφ' ετέρου δε ο εξωτερικός αήρ ορμών να εισέλθη εντός, εμποδίζη την εκροήν του ύδατος περί τας οπάς του συρίττοντος λαιμού, ούτινος κατέχει τα άκρα, τότε πάλιν συμβαίνει το εναντίον παρά πρότερον. Εισχωρούντος του αέρος, εκτρέχει ελεύθερον το ύδωρ. Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά, των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμα προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται". Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής. Αλλ', ως είπομεν, τα ζώα, τα οποία φανερώς αναπνέουσι διά της αρτηρίας, αναπνέουσι και διά του στόματος συνάμα και των μυκτήρων. Ώστε, εάν μεν περί τοιαύτης αναπνοής ομιλή ο Εμπεδοκλής, πρέπει να εξετάσωμεν πώς συμφωνεί με τα πράγματα η υπ' αυτού αναφερομένη εξήγησις.
5. Αλλά φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με αυτά. Τω όντι ανυψούντα το μέρος, όπως ανυψούσι τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία, αναπνέουσι τα ζώα. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι τούτο ανυψώνουσι 23 η θερμότης και το αίμα, όπερ λαμβάνει τον τόπον της θερμότητος 24. Εξ άλλου τα ζώα εκπνέουσι συμπιεζόμενα και συσφιγγόμενα, όπως και τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία. Πλην τα μεν φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής.
6. Εάν όμως ο Εμπεδοκλής ομιλή περί μόνης της διά μυκτήρων αναπνοής, σφάλλει πολύ, διότι η αναπνοή δεν γίνεται ιδία μόνον διά των μυκτήρων, αλλά κατά την περί τον σταφυλίτην αύλακα, όπου είναι το άκρον του εν τω στόματι ουρανίσκου, μέρος του αέρος εισχωρεί διά των δύο ανοιγμάτων των μυκτήρων, μέρος δε διά του στόματος, και ούτω συμβαίνει και όταν εισέρχηται και όταν εξέρχηται.
7. Όσα λοιπόν είπον άλλοι περί αναπνοής έχουσι τοιαύτας και τοσαύτας αντιρρήσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Αναγκαία η φυσική θερμότης προς θρέψιν και ζωήν. Η καρδία όργανον αυτής. Ανάγκη ψύξεως προς συντήρησιv του ζώου.
1. Είπομεν πρότερον, ότι η ζωή και η ψυχή υπάρχει εις τα ζώα πάντοτε μετά τινος θερμότητος. Διότι και η πέψις, διά της οποίας γίνεται η θρέψις των ζώων, δεν υπάρχει ούτε άνευ ψυχής, ούτε άνευ θερμότητος, επειδή διά του πυρός γίνονται πάσαι αι λειτουργίαι.
2. Δια τούτο εις τον πρώτον τόπον του σώματος, και εις το πρώτον μέρος του πρώτου τούτου τόπου αναγκαίως είναι η τοιαύτη αρχή, και ενταύθα αναγκαίως υπάρχει και η πρώτη ψυχή 25, η θρεπτική.
3. Ο τόπος δε ούτος (ο κεντρικός) είναι ο μέσος μεταξύ του δεχομένου την τροφήν και του αποβάλλοντος το περίττωμα. Και εις μεν τα μη έχοντα αίμα ζώα 26 το μέρος τούτο δεν έχει ίδιον όνομα, εις δε τα έχοντα αίμα το μέρος τούτο είναι η λεγομένη καρδία.
4. Η τροφή, εκ της οποίας γεννώνται αμέσως τα μέρη των ζώων, είναι το αίμα. Αναγκαίως δε είναι η αυτή η αρχή του αίματος και η των φλεβών, διότι το εν υπάρχει χάριν του άλλου, ως αγγείον ικανόν να δέχηται (το αίμα). Η αρχή δε των φλεβών εις τα έναιμα είναι η καρδία, διότι όλα είναι εξηρτημένα εξ αυτής, και δεν διέρχονται δι' αυτής, αλλά έρχονται εξ αυτής. Φανερόν δε είναι τούτο από τας ανατομάς των σωμάτων 27.
5. Αι μεν άλλαι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατον να υπάρχωσιν άνευ της θρεπτικής, την αιτίαν δε τούτου είπομεν πρότερον εις τα περί ψυχής. Η θρεπτική δε δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, διότι διά ταύτης η φύσις επύρωσε και την δύναμιν ταύτην 28.
6. Αλλ' η φθορά του πυρός είναι, ως είπομεν, η σβέσις (υπ' άλλου) ή μάρανσις (αφ' εαυτού). Σβέσις δηλ. είναι όταν προέρχηται από τα εναντία στοιχεία, διά τούτο δε το πυρ και όταν είναι ηθροισμένον ως μία μάζα δύναται να σβεσθή υπό της ψυχρότητος (του στοιχείου, αέρος ή ύδατος) του περιέχοντος (το ζώον), και ταχύτερον όταν είναι διεσπαρμένον. Αυτή λοιπόν η βίαιος φθορά του πυρός γίνεται ομοίως και εις τα έμψυχα και εις τα άψυχα 29. Διότι τα ζώα, όταν κόπτωνται δι' οργάνων ή όταν παγώνωσιν εξ υπερβολικού ψύχους, αποθνήσκουσιν.
7. Η μάρανσις όμως έρχεται εκ της πολλής θερμότητος. Διότι, αν η πέριξ θερμότης γίνηται υπερβολική, και δεν λαμβάνηται πλέον εσωτερική τροφή, καταστρέφεται το πυρούμενον ουχί εκ του ψύχους αλλ' αφ' εαυτού σβυνόμενον. Ώστε αναγκαίον είναι να γίνηται κατάψυξις, εάν μέλλη να διατηρήταί τι, διότι τούτο μόνον βοηθεί κατά της καταστροφής ταύτης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Τρόποι καταψύξεως αναγκαίας εις την αναπνοήν. Οργανισμός βομβούντων εντόμων. Ζώα έχοντα πνεύμονας και δυνάμενα να ζώσι πολύ άνευ αvαπvoής. Αμφίβια.
1. Εκ των ζώων τα μεν ζώσιν εν τω ύδατι, τα δε εν τη ξηρά. Εκ τούτων τα όλως μικρά και τα άναιμα, η ψύξις, ήτις γίνεται εκ του περιέχοντος, είτε ύδατος είτε αέρος, αρκεί, ίνα προφυλάξη από της καταστροφής ταύτης 30. Διότι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ολίγην χρειάζονται βοήθειαν. Δια τούτο όλα σχεδόν ταάτα τα ζώα είναι βραχύβια, διότι μικρά μόνον μεταβολή προς το εν ή το άλλο μέρος καταστρέφει την ισορροπίαν.
2. Όσα δε των εντόμων ζώσι περισσότερον χρόνον, και ως πάντα τα έντομα 31 δεν έχουσιν αίμα, εις ταύτα το υποκάτω του διαζώματος μέρος είναι εσχισμένον εις δύο μέρη, ίνα ψύχωνται διά της μεμβράνης, ήτις είναι λεπτοτάτη εις το μέρος τούτο. Διότι επειδή είναι περισσότερον θερμά, έχουσι χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, ως αι μέλισσαι,
3. (τω όντι τινές των μελισσών ζώσιν επτά έτη) και πάντα τα άλλα έντομα, όσα βομβούσιν, ως αι σφήκες, αι μηλολόνθαι και οι τέττιγες. Διότι τούτον τον ήχον παράγουσι διά της πνοής των ως να ήσθμαινον διότι υπ' αυτό το διάφραγμα, διά της εμφύτου πνοής, ήτις υψούται και καταβαίνει, γίνεται η σύγκρουσις (του εσωτερικού αέρος) προς την μεμβράνην. Διότι τα έντομα κινούσι το μέρος τούτο, καθώς τα άλλα, ίσα αναπνέουσι, τον εξωτερικόν αέρα κινούσι διά του πνεύμονας, ή οι ιχθύες διά των βραγχίων.
4. Συμβαίνει δήλα δη εις ταύτα τα έντομα όμοιόν τι με το συμβαίνον, εάν τις πνίγη τι εκ των αναπνεόντων κρατών το στόμα αυτού. Διότι και ταύτα διά του πνεύμονος ποιούσι την ανύψωσιν του στήθους 32. Αλλ' η τοιαύτη κίνησις δεv προξενεί εις ταύτα ικανήν κατάψυξιν, εις τα έντομα όμως παράγει αρκετήν. Και ταύτα διά της τρίψεως του αέρος προς την μεμβράνην παράγουσι τον βόμβον, ως είπομεν, όπως τα παιδία διά των τρυπημένων καλάμων, όταν επιθέσωσι λεπτήν μεμβράνην. Διά του τρόπου τούτου τραγωδούσι και οι τέττιγες, όσοι τραγωδούσι, διότι έχουσι περισσοτέραν θερμότητα παρά τους άλλους και είναι διηρημένον το υπό το διάφραγμα μέρος. Αλλ' οι μη ωδικοί δεν έχουσι το σχίσμα τούτο.
6. Και εκ των ζώων δε, τα οποία έχουσιν αίμα και πνεύμονα ολιγόαιμον και σπογγώδη, μερικά δύνανται πολύν χρόνον να ζώσι χωρίς να αναπνέωσι, διότι ο πνεύμων αυτων δύναται να λάβη μεγάλην διαστολήν και έχει ολίγην ποσότητα αίματος και υγρού. Και ούτως η ιδία αυτού κίνησις αρκεί να ψύξη το ζώον επί πολύν χρόνον. Επί τέλους όμως δεν δύναται να εξακολουθήση τούτο, αλλ' αποπνίγονται εάν δεν αναπνέωσιν, ως είπομεν πρότερον.
7. Ο μαρασμός, όστις συνίσταται εις καταστροφήν δι' έλλειψιν ψύχους, καλείται πνίξις, και τα ούτως αποθνήσκοντα ζώα, λέγομεν ότι πνίγονται.
8. Ότι δε τα έντομα δεν αναπνέουσιν είπομεν και πρότερον, αλλ' ευκόλως αποδεικνύεται από τα μικρά ζώα, οποία είναι αι μυίαι και αι μέλισσαι, διότι ταύτα δύνανται πολύν χρόνον να κολυμβώσιν εις το υγρόν, εάν τούτο δεν είναι λίαν ψυχρόν ή λίαν θερμόν.
9. Όμως τα ζώα, τα οποία έχουσι μικράν δύναμιν, ζητούσι να αναπνέωσι συχνότερον· αλλ' αποθνήσκουσι ταύτα και, ως λέγεται, πνίγονται, όταν γίνηται πλήρες το στήθος αυτών και αφανίζεται το υγρόν, το οποίον είναι εις το υπόζωμα αυτών. Διά τούτο, και όταν μείνωσι πολύν χρόνον εις την τέφραν, εγείρονται πάλιν.
10. Και εκ των ζώων δε, τα οποία ζώσιν εις το υγρόν, πάντα όσα δεν έχουσιν αίμα, ζώσιν εις τον αέρα περισσότερον χρόνον παρά τα έχοντα αίμα και δεχόμενα το θαλάσσιον υγρόν, ως οι ιχθύς. Τω όντι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ο αήρ είναι ικανός να ψύχη αυτά επί πολύν χρόνον, και τοιαύτα είναι τα μαλακόστρακα και οι πολύποδες. Αλλ' όμως ο αήρ επί τέλους δεν αρκεί ίνα ζήσωσι ταύτα διαρκώς, διότι έχουσιν ολίγην θερμότητα.
11. Διότι και πολλοί των ιχθύων ζώσιν εν τη ξηρά, αλλά μένουσιν ακίνητοι, και ανευρίσκονται όταν εξορύττωνται. 12. Όσα δε ζώα δεν έχουσι πνεύμονα, ή έχουσι πνεύμονα εστερημένον αίματος, έχουσιν ανάγκην ολίγιστα συχνής καταψύξεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Τρόποι ψύξεως ζώων εχόντων πνεύμονας και αίμα. Ζωοτόκα και ωοτόκα. Πνεύμονες και βράγχια.
1. Είπομεν περί των ζώων, τα οποία δεν έχουσιν αίμα, ότι άλλα 33 μεν ο αήρ ο περιέχων αυτά, άλλα 34 δε το υγρόν βοηθεί, ίνα συντηρώσι την ζωήν των.
2. Εκ των εχόντων δε αίμα και καρδίαν, όσα αυτών έχουσι πνεύμονα, πάντα δέχονται τον αέρα και ψύχονται διά της αναπνοής και εκπνοής.
3. Πνεύμονα δε έχουσιν εκείνα, τα οποία ζωοτοκούσιν εντός εαυτών και ουχί εκτός, (όπως τα σελαχώδη, τα οποία γεννώσι μικρά ζώα, αλλ' ουχί εντός εαυτών 35) και εξ εκείνων τα οποία γεννώσιν ωά τα έχοντα πτέρυγας, λ. χ. τα πτηνά, και τα έχοντα φολίδας, λ. χ. αι χελώναι, αι σαύραι και οι όφεις. Των ζωοτόκων ο πνεύμων έχει αίμα, των ωοτόκων δε των πλείστων είναι σπογγώδης· διό ταύτα αραιότερον αναπνέουσιν, ως είπομεν και πρότερον.
4. Αναπνέουσι δε πάντα, και προσέτι όσα μένουσι και ζώσιν εις το ύδωρ. ως τα υδρόφειδα, οι βάτραχοι, οι κροκόδειλοι. και αι μύδαι και αι χελώναι, αι θαλάσσιαι και αι χερσαίαι 36, και αι φώκαι. Διότι πάντα ταύτα τα ζώα και τα της αυτής τάξεως γεννώσιν εις την ξηράν και κοιμώνται ή εις την ξηράν ή εις το υγρόν ανέχοντα έξω το στόμα, ίνα αναπνέωσιν.
5. Όσα όμως έχουσι βράγχια, πάντα ψύχονται δεχόμενα το ύδωρ 37. Βράγχια δε έχουσι το γένος των ιχθύων, οίτινες καλούνται σαλάχια, και άλλα ζώα, τα οποία δεν έχουσι πόδας. Πάντες δε οι ιχθύς είναι άποδες, διότι, και όταν έχωσι πόδας, έχουσι τούτους ομοίους με πτέρυγας 38. Εκ δε των εχόντων πόδας εν μόνον εκ των γνωστών έχει βράγχιον, ο λεγόμενος κορδύλος.
6. Ουδέν όμως ζώον εφάνη ποτέ έχον πνεύμονα ομού και βράγχια. Αίτιον δε τούτου είναι ότι ο μεν πνεύμων προορισμόν έχει την κατάψυξιν την γινομένην υπό του αναπνεομένου αέρος· φαίνεται δ' ότι ο πνεύμων έλαβε και το όνομα, διότι δέχεται το πνεύμα (πνοήν). Τα δε βράγχια είναι προωρισμένα προς την κατάψυξιν την εκ του ύδατος προερχομένην. Αλλά εν όργανον είναι χρήσιμον προς ένα σκοπόν, και μία κατάψυξις αρκεί εις έκαστον ζώον. Ώστε, επειδή βλέπομεν ότι η φύσις ουδέν ποιεί μάτην, και (αν δύο όργανα καταψύξεως ήσαν), το εν εξ αυτών θα ήτο περιττόν, διά τούτο άλλα μεν ζώα έχουσι βράγχια, άλλα δε πνεύμονα, και τα δύο όμως ουδέν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
Αναφοραί αναπνοής και θρέψεως. Στόματος και βραγχίων χρησιμότης.
1. Επειδή δε, ίνα ζη έκαστον ζώον, έχει χρείαν τροφής, ίνα δε συντηρήται έχει χρείαν καταψύξεως, η φύσις χρησιμοποιεί το αυτό όργανον προς τας δύο ταύτας λειτουργίας, όπως είς τινα ζώα χρησιμοποιεί την γλώσσαν προς τους χυμούς και προς την διάλεκτον. Ούτω και εις τα έχοντα πνεύμονα μεταχειρίζεται η φύσις το στόμα δια την κατεργασίαν της τροφής και διά την εκπνοήν και την αναπνοήν.
2. Είς δε τα ζώα, τα οποία δεv έχουσι πνεύμονα και δεν αναπνέουσι, το μεν στόμα χρησιμοποιεί εις την επεξεργασίαν της τροφής, προς δε την κατάψυξιν υπάρχουσι τα βράγχια εις όσα έχουσι χρείαν καταψύξεως.
3. Πως δε η λειτουργία των ρηθέντων οργάνων ενεργεί την κατάψυξιν, θα είπωμεν ύστερον.
4. Ίνα δε μη εμποδίζηται η τροφή, όμοιον τι συμβαίνει και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι 39 και εις εκείνα, τα οποία δέχονται το υγρόν 40. Τω όντι, δεν καταταπίνουσι την, τροφήν καθ' όν χρόνον αναπνέουσιν, άλλως θα συμβαίνη να πνίγωνται, διότι η τροφή, είτε ξηρά είτε υγρά, θα εισέρχηται εις τον πνεύμονα διά της αρτηρίας.
5. Διότι η αρτηρία κείται έμπροσθεν του οισοφάγου, δια του οποίου η τροφή εισέρχεται εις τον καλούμενον στόμαχον. Εις τα τετράποδα μεν τα έχοντα αίμα η αρτηρία έχει ως πώμα την επιγλωττίδα. Τα πτηνά όμως και τα τετράποδα, τα οποία γεννώσιν ωά, δεv έχουσιν επιγλωττίδα, αλλά διά της συστολής (του λάρυγγος) κάμνουσι την αυτήν ενέργειαν.
6. Διότι, όταν καταπίνωσι την τροφήν, τα ωοτόκα μεν συστέλλουσι την τραχειαν, ενώ τα ζωοτόκα κλείουσι την επιγλωττίδα. Όταν δε η τροφή εισέλθη, τα μεν ωοτόκα εκτείνουσι την τραχείαν, τα δε ζωοτόκα ανοίγουσι την επιγλωττίδα, και τότε δέχονται το πνεύμα το αναγκαιούν εις την κατάψυξιν.
7. Όσα δε έχουσι βράγχια απορρίπτουσι διά τούτων το υγρόν, και διά του στομάχου δέχονται την τροφήν διότι αρτηρίαν δεν έχουσιν, ώστε, αν εις ταύτην παρενίπιπτε το υγρόν, ουδόλως θα εβλάπτοντο, αλλά μόνον αν το ύδωρ εισήρχετο εις τον στόμαχον αυτών. Διά τούτο ταχέως απορρίπτουσι το υγρόν και καταπίνουσι την τροφήν, και έχουσιν οξείς τους οδόντας, και σχεδόν πάντα έχουσιν αυτούς πριονοειδως, διότι δεv δύνανται να λειοτριβώσι (μασσώσι) την τροφήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Αναπνοή των κητωδών, των εχόντων αυλόν, των καράβων, καρκίνων. μαλακίων, πολυπόδων.
1. Δύναταί τις να απορήση ως προς τα κητώδη εκ των ζωών, τα οποία ζώσιν εις το ύδωρ, αλλά και ταύτα συμφωνούσι προς την θεωρίαν ημών, ως οι δελφίνες και αι φάλαιναι και άλλα, όσα έχουσι τον λεγόμενον αυλόν. Ταύτα μεν δεν έχουσι πόδας 41, αλλά καίτοι έχουσι πνεύμονα, δέχονται το ύδωρ της θαλάσσης.
2. Αίτιον δε τούτου είναι εκείνο το οποίον είπομεν. Τω όντι, ταύτα δεν δέχονται το υγρόν χάριν καταψύξεως, διότι αύτη γίνεται, όταν αναπνέωσιν, επειδή έχουσι πνεύμονα. Διά τούτο και κοιμώνται έχοντα το στόμα υπεράνω του ύδατος, οι δέλφινες μάλιστα ρέγχουσι. Προσέτι δε, όταν συλληφθώσι με τα δίκτυα, ταχέως πνίγονται, διότι δεν αναπνέουσι. Και φαίνονται τα τοιαύτα ότι μένουσιν επάνω εις την θάλασσαν, ίνα αναπνέωσιν.
3. Αλλ' επειδή πρέπει αναγκαίως να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του ύδατος, αναγκαίως 42 απορρίπτουσι το υγρόν άμα το ροφήσωσι. Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν διότι, όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και η θέσις του αυλού, διότι δεv άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει το ύδωρ.
4. Διά την αυτήν δε ταύτην αιτίαν και τα μαλάκια και τα μαλακόστρακα ροφώσι το ύδωρ, θέλω να είπω π. χ. τους καλουμένους καράβους και τους καρκίνους. Διότι ουδέν εκ τούτων των ζώων έχει ανάγκην καταψύξεως· διότι έκαστον έχει ολίγην θερμότητα και δεν έχει αίμα· ώστε αρκετά ψύχονται υπό του υγρού του περιέχοντος αυτά. ʼλλα χάριν της τροφής (είναι ούτως οργανωμένα) ώστε, όταν δέχωνται την τροφήν, να μη εισρέη μετ' αυτής το υγρόν. Τα μεν λοιπόν μαλακόστρακα, ως οι κρκίνοι και οι κάραβοι, απορρίπτουσι το ύδωρ διά των κατά το τριχωτόν επικάλυμμα αυτών πτυχών.
5. Αλλ' αι σηπίαι και οι πολύποδες το ρίπτουσι δια του κοιλώματος, όπερ είναι υπεράνω της λεγομένης κεφαλής των.
6. Περί τούτων εγράψαμεν μετά μείζονος ακριβείας εις τας περί "ζώων ιστορίας". Ενταύθα δε εξηγήσαμεν ότι τα ζώα, των οποίων η φύσις είναι να ζώσιν εν τω ύδατι, δέχονται το ύδωρ εν εαυτοίς, διότι έχουσιν ανάγκην της καταψύξεως 43 και διότι πρέπει να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του υγρού (εν ω ζώσιν).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'
Τελειότερα ζώα είναι τα έχοντα τελειοτέραν την αναπνοήν.-Πλεονεκτήματα ανθρώπου.
1. Περί δε της καταψύξεως, με ποίον τρόπον γίνεται εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, και εις τα έχοντα βράγχια, δέον να είπωμεν μετά ταύτα.
2. Είπομεν πρότερον, ότι αναπνέουσιν όσα ζώα έχουσι πνεύμονα. Διατί δε ζώα τινα έχουσι το όργανον τούτο, και διατί έχοντα αυτό έχουσι χρείαν αναπνοής; Το αίτιον δι' ό έχουσι πνεύμονα είναι ότι τα τελειότερα των ζώων έχουσι θερμότητα μείζονα των άλλων ταύτα δε κατ' ανάγκην έχουσι και ψυχήν τελειοτέραν 44. Λιοτι η φύσις τούτων είναι ανωτέρα της των φυτών. Διά τούτο και όσα έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος και θερμότατον έχουσι και μεγαλυτέρας σωματικάς διαστάσεις, και ο άνθρωπος όστις έχει το αφθονώτατον και καθαρώτατον αίμα παρά πάντα τα ζώα, είναι εξ όλων το ορθότατον και το μόνον, όπερ έχει το άνω του σώματος του προς τα άνω του σύμπαντος, διότι έχει τοιουτοτρόπως πεπλασμένον το όργανον τούτο (πνεύμονα).
3. Ώστε πρέπει να δεχθώμεν, ότι ο πνεύμων είναι εις τον άνθρωπον και τα άλλα ζώα αίτιον της υπάρξεως, όπως και οιονδήποτε άλλο εκ των μελών. Ένεκα τούτων λοιπόν έχουσι πνεύμονα.
4. Πρέπει δε να νομίζωμεν, ότι η υλική αιτία και η της κινήσεως συνέστησαν ταύτα τα ζώα τοιουτοτρόπως, όπως και πολλά μη όντα τοιαύτα· διότι άλλα μεν αποτελούνται περισσότερον εκ γης, ως τα φυτά, άλλα δε περισσότερον εξ ύδατος, ως τα ένυδρα ζώα, εκ των πτηνών δε και χερσαίων τα μεν έγειναν εξ αέρος 45, τα δε εκ πυρός. Έκαστον δε αυτών έχει την θέσιν του εις τας καταλλήλους δι' αυτά χώρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'
Αναίρεσις δόξης Εμπεδοκλέους ότι θερμότατα είναι τα ένυδρα.- Αναφοραί τόπων και οργανισμών.
1. Ο Εμπεδοκλής όμως δεν είπεν ορθά, ισχυρισθείς ότι τα ένυδρα είναι τα θερμότατα και τα έχοντα πυρ πολύ περισσότερον των άλλων ζώων, αποφεύγουσι δε την υπερβολικήν θερμότητα την εν τη φύσει υπάρχουσαν, όπως, επειδή έχουσιν έλλειψιν του υγρού και του ψυχρού δια μέσου στοιχείου, προς το οποίον έχουσιν εναντίας ιδιότηταις, εύρωσι σωτηρίαν. Διότι το υγρόν είναι ολιγώτερον θερμόν παρά τον αέρα.
2. Αλλ' όμως είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το ύδωρ· διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν.
3. Προσέτι δε δεv φαίνονται τα ένυδρα θερμότερα των χερσαίων, διότι άλλα μεν δεν έχουσιν ουδόλως αίμα, άλλα δε έχουσι πολύ ολίγον.
4. Αλλά ποία όντα πρέπει να λέγωμεν θερμά και ποία ψυχρά ; περί τούτου δέον να πραγματευθώμεν ιδία. Η αιτία δε, την οποίαν αναφέρει ο Εμπεδοκλής, εν μέρει περιέχει την ζητουμένην εξήγησιν, αλλ' όμως εκείνο, όπερ λέγει, δεν είναι όλον αληθές.
5. Διότι οι τόποι και αι εποχαί, αι οποίαι έχουσι καθ' υπερβολήν τας ιδιότητας τας εναντίας (προς τα ζώα), συντηρούσι μεν ταύτα. Αλλ' η φύσις (παντός όντος) συντηρείται προ πάντων εις τους τόπους, οίτινες είναι οικείοι προς αυτό. Διότι η ύλη, εξ ης αποτελείται έκαστον είδος ζωών, δεv πρέπει να συγχέηται προς τας διαφόρους ιδιότητας και διαθέσεις αυτής. Εννοώ π. χ. ότι εάν η φύσις ήθελε πλάσει ον τι εκ κηρού ή πάγου, δεν θα το συνετήρει θέτουσα αυτό εις θερμόν περιέχον, διότι θα κατεστρέφετο ταχέως υπό του εναντίου του, επειδή η θερμότης διαλύει παν ό,τι επλάσθη εκ του εναντίου αυτής. Και αν ήθελε συστήσει τι από άλας ή νίτρον, δεν θα το έθετε βεβαίως εις το ύδωρ, διότι το υγρόν φθείρει τα αποτελεσθέντα εξ υγρού και ψυχρού.
6. Εάν λοιπόν το ξηρόν και το υγρόν 46 είναι η ύλη πάντων των σωμάτων εύλογον να υποθέσωμεν ότι τα συσταθέντα από υγρόν και ψυχρόν θα είναι εις υγρόν περιέχον, και τα εκ ξηρού (στερεού) ποιηθέντα θα είναι εις το ξηρόν (στερεόν).
7. Διά τούτο τα δένδρα δεν φύονται εις το ύδωρ, αλλ' εις την ξηράν. Και όμως, κατά την εξήγησιν του Εμπεδοκλέους, έπρεπε να έρχωνται εις το ύδωρ, διότι είναι λίαν ξηρά, ή, καθώς λέγει, είναι "λίαν πυρώδη". Διότι θα ήρχοντο εις αυτό τα δένδρα, ουχί διότι είναι ψυχρόν, αλλά διότι είναι υγρόν.
8. Αι φυσικαί συστάσεις λοιπόν της όλης 47 εις οιονδήπητε τόπον υπάρχουσιν, είναι τοιαύται οίος είναι ο τόπος· αι μεν υπάρχουσαι εις το ύδωρ είναι υγραί, αι δε εις ξηράν γην ξηραί, και αι εν τω αέρι είναι θερμαί. Αι αποκτηθείσαι ιδιότητες όμως συντηρούνται περισσότερον, αι μεν έχουσαι υπερβολικήν θερμότητα εις το ψυχρόν, αι δε έχουσαι υπερβολικήν ψυχρότητα εις το θερμόν. Διότι ο τόπος επαναφέρει εις την προσήκουσαν ισορροπίαν την υπερβολήν της ιδιότητος. Ταύτην λοιπόν την ισορροπίαν τα ζώντα πρέπει να ζητώσιν εις τους τόπους τους οικείους εις εκάστην ύλης οργάνωσιν και κατά τας μεταβολάς του συνήθους κλίματος. Διότι αι ιδιότητες της ύλης δύνανται να είναι εις αντίθεσιν προς τον τόπον της διαμονής, αλλά τούτο είναι αδύνατον κατά την αρχικήν σύστασιν της ύλης.
9. Ότι λοιπόν ουχί εξ αιτίας της φυσικής θερμότητος άλλα μεν ζώα είναι ένυδρα άλλα δε πεζά, ως λέγει ο Εμπεδοκλής, αρκούσι να αποδείξωσι τα ειρημένα, και προσέτι να εξηγήσωσι διατί άλλα μεν έχουσι πνεύμονα, αλλά δε δεν έχουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'
Σύστασις και λειτουργία του πνεύμονος εις τα ανώτερα ζώα.
1. Διατί δε τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα δέχονται τον αέρα και αναπνέουσι, και μάλιστα όσα εξ αυτών έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος;
2. Αίτιον τούτου είναι ότι ο πνεύμων είναι σπογγώδης και πλήρης σωλήνων. Το μέρος τούτο έχει το περισσότερον αίμα εξ όλων των ονομαζομένων σπλάγχνων.
3. Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα, έχουσι χρείαν ταχείας καταψύξεως, διότι η ζωική θερμότης είναι λίαν ευκίνητος και διότι η ψύξις πρέπει να εισέρχηται εις όλον το εσωτερικόν του ζώου ένεκα της αφθονίας του αίματος και της θερμότητος. Και τα δύο δε ταύτα ο αήρ δύναται ευκόλως να εκτελή, διότι είναι φύσει λεπτός και εισδύων εις όλον το ζώον ταχέως ψύχει αυτό 48, ενώ το ύδωρ (θα εξετέλει) το εναντίον. Και ότι ιδία αναπνέουσιν εκείνα τα ζώα, όσων ο πνεύμων έχει αίμα, είναι φανερόν εκ τούτου, ότι δηλ. το θερμότερον έχει χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, και συνάμα ο αήρ, ενώ πληροί τους πνεύμονας, ευκόλως φθάνει μέχρι της αρχικής πηγής της ζωικής θερμότητας, ήτις είναι εv τη καρδία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣT'
Αναφοραί της καρδίας πρός τον πνεύμονα και τα βράγγια. Θέσις της καρδίας και σύστασις. Θάνατος η παύσις της κινήσεως του πνεύμονος και των βραγχίων.
1. Τον τρόπον, καθ' ον η καρδία συγκοινωνεί με τον πνεύμονα, πρέπει να ίδωμεν και εις τα ανατεμνόμενα ζώα και εις τα συγγράμματα περί "Ζώων Ιστορίας".
2. Γενικώς η φύσις των ζώων έχει χρείαν καταψύξεως 49 ένεκα της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εις την καρδίαν 50. Την κατάψυξιν δε ταύτην ενεργούσι διά της αναπνοής όσα εκ των ζώων έχουσιν ου μόνον καρδίαν, αλλά και πνεύμονα. Όσα δε έχουσι καρδίαν, ουχί δε πνεύμονα, καθώς οι ιχθύς, επειδή η φύσις αυτών είναι να ζώσιν εις το ύδωρ, ενεργούσι την κατάψυξίν των εις το ύδωρ δια των βραγχίων.
3. Ποίαι δε είναι αι σχετικαί θέσεις της καρδίας και των βραγχίων πρέπει να ίδωμεν διά της όψεως εις τας ανατομάς, και εις τας ιστορίας των ζώων, καθ' όσον αφορά τας λεπτομερείας. Αλλ' ίνα και τώρα συγκεφαλαιώσωμεν, τα πράγματα έχουσιν ως εξής: Φαίνεται ίσως ότι η καρδία δεν έχει την αυτήν θέσιν εις τα χερσαία ζώα όπως και εις τους ιχθύς, αλλ' όμως είναι εις την αυτήν θέσιν· διότι η καρδία έχει την κορυφήν αυτής προς το μέρος, όπου τα ζώα κλίνουσι τας κεφάλας αυτών. Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα χερσαία και εις τους ιχθύς 51, η καρδία τούτων έχει τήν κορυφήν εστραμμένην προς το στόμα 52.
4. Διευθύνεται δε από του άκρου της καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος. Και από το εν και από το άλλο μέρος της καρδίας άλλοι σωλήνες διευθύνονται εις το άκρον εκάστου των βραγχίων, διά των οποίων γίνεται η κατάψυξις της καρδίας, διότι το ύδωρ πάντοτε διοχετεύεται διά των βραγχίων.
5. Ομοίως δε και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσιν, ο θώραξ κινείται πολλάκις άνω και κάτω, όταν ταύτα δέχωνται και εξάγωσι τον αέρα, τον οποίον αναπνέουσι, όπως συμβαίνει εις τα βράγχια των ιχθύων. Και όσα μεν ζώα αναπνέουσιν εις ολίγον αέρα και τον αυτόν (μη ανανεούμενον) αποπνίγονται 53, διότι και ο αήρ και το ζώον γίνονται ταχέως θερμά, επειδή η επαφή του αίματος 54 θερμαίνει και τα δύο. Όταν όμως το αίμα είναι θερμόν, εμποδίζει την κατάψυξιν. Και όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή δια πάθημα τι ή διά γήρας, τότε αναγκαίως αποθνήσκουσιν,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'
Περί Ζωής και Θανάτου. Ο θάνατος είναι, βίαιος ή φυσικός. Ο φυσικός είναι αποτέλεσμα ελλείψεως θερμότητος εν τη καρδία. Θάνατος εκ γήρατος. Νοσήματα πνεύμονας.
1. Εις πάντα λοιπόν τα ζώα είναι κοινά η γέννησις και ο θάνατος, οι τρόποι δε αυτών διαφέρουσι κατ' είδος.
2. Ο θάνατος δεν είναι άνευ διαφορών, έχει όμως πάντοτε κοινόν τι. Ο θάνατος είναι άλλοτε μεν βίαιος, άλλοτε δε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία αυτού είναι έξωθεν, φυσικός δε όταν η αιτία είναι εν αυτώ τω ατόμω. Και η σύστασις του πνεύμονος 55 είναι τοιαύτη εξ αρχής 56 και δεν είναι ιδιότης τις επίκτητος.
3. Εις τα φυτά η πορεία αυτή λέγεται αποξήρανσις, εις δε τα ζώα γήρας. Ο θάνατος δε και η καταστροφή είναι όμοια εις πάντα τα μη ατελή (κατά την ανάπτυξιν) ζώα. Και εις τα ατελή είναι παρόμοια, αλλ' ο τρόπος είναι διάφορος. Ατελή δε λέγω τα ωά, π. χ. και τα σπέρματα των φυτών, όταν δεv έχωσιν ακόμη ρίζας.
4. Εις πάντα λοιπόν η καταστροφή γίνεται δι' έλλειψιν θερμότητος, εις δε τα τέλεια (κατά την ανάπτυξιν) γίνεται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η ζωική αρχή. Είναι δε αύτη, ως είπομεν πρότερον 57, το μέρος, εις το οποίον συνενούνται το άνω και το κάτω μέρος του ζώου, και εις μεν τα φυτά είναι το μέσον μεταξύ στελέχους και ρίζης, εις δε τα άναιμα το μέρος το ανάλογον με την καρδίαν.
5. Τίνα δε εκ τούτων έχουσιν εν δυνάμει πολλά ζωικά κέντρα, oυχί όμως και εν ενεργεία. Διά τούτο και τινα εκ των εντόμων ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και όσα εκ των εναίμων δεν είναι πολύ καλώς οργανωμένα, ζώσι πολύν χρόνον, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών, ως αι χελώναι, αίτινες και κινούνται με τους πόδας, ενώ ακόμη έχουσι τα χελώνια (καύκαλον), διότι η φύσις αυτών δέν είναι ωργανωμένη καλώς, ομοιάζουσι δε με τα έντομα.
6. Η αρχή δε της ζωής εκλείπει εις τα έχοντα αυτήν, όταν η θερμότης η μετ' αυτής συνδεδεμένη δεν ελαττούται εκ καταψύξεως. Διότι, καθώς είπομεν πρότερον, η θερμότης καταναλίσκει αυτή εαυτήν. Όταν λοιπόν ο πνεύμων εις τα μεν, και τα βράγχια εις τα αλλά, σκληρύνονται και συν τω χρόνω ξηραίνωνται, εις ταύτα μεν τα βράγχια και εις εκείνα ο πνεύμων, και γίνωνται γεώδη, τα ζώα δεν δύνανται πλέον να κινώσι τα όργανα ταύτα, ούτε να τα διαστέλλωσι και να τα συστέλλωσι, επί τέλους δε επιτεινομένης της καταστάσεως ταύτης οξύνεται το πυρ (της ζωής).
7. Διά τούτο, όταν εις το γήρας μικρά νοσήματα συμβώσιν, ο θάνατος επέρχεται ταχέως. Τω όντι η θερμότης τότε είναι ολίγη, διότι το περισσότερον μέρος αυτής κατηναλώθη κατά τήν διάρκειαν της ζωής, και επομένως οιαδήποτε επέλθη επίτασις της λειτουργίας του πνεύμονος, ταχέως αποσβύνεται το πυρ. Αποσβύνεται δε διά παραμικράν κίνησιν μη ον πλέον ή αμυδρά και μικρά φλοξ εις το ζώον.
8. Δια τούτο και ό κατά το γήρας θάνατος είναι άλυπος 58 και οι γέροντες αποθνήσκουσι χωρίς να συμβή εις αυτούς κανέν βίαιον πάθημα, αλλ' η ψυχή αποχωρίζεται, χωρίς να το αισθανθώσι παντελώς.
9. Και όσα νοσήματα ποιούσι σκληρόν τον πνεύμονα ή διά φυμάτων ή δι' εκκρίσεων 59 ή δι' υπερβολικής νοσηράς θερμότητος, ως είναι εις τους πυρετούς, επιταχύνουσι την αναπνοήν, διότι ο πνεύμων δεν δύναται πολύ ευρέως να διαστέλλεται υψούμενος και να συστέλληται· και τέλος, όταν δεν δύνανται πλέον να κάμνωσι την κίνησιν ταύτην 60, τελευτωύσιν οι άνθρωποι αποπνέοντες την τελευταίαν πνοήν αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'
Ορισμός γεννήσεως, νεότητος, γήρατος, ζωής και θανάτου, πάντων αναφερομένων εις τήν φυσικήv θερμότητα, καθ' όσον άρχεται, ακμάζει ή σβύνεται.
1. Γέννησις είναι λοιπόν η πρώτη συμπλοκή 61 της θρεπτικής ψυχής με την θερμότητα. Ζωή είναι η εμμονή της συνενώσεως ταύτης· νεότης δε είναι η ανάπτυξις του πρώτου οργάνου, όπερ καταψύχει (το ζώον), γήρας δε είναι η καταστροφή αυτού, ακμή δε είναι το μέσον μεταξύ νεότητος και γήρατος.
2. Θάνατος δε και καταστροφή βίαιος είναι η απόσβεσις και ο μαρασμός της ζωικής θερμότητος (ήτις φθείρεται και διά τας δύο αιτίας ταύτας)· η δε φυσική μάρανσις του αυτού τούτου θερμού παράγεται διά τον πολύν χρόνον, και είναι κανονικόν τέλος ζωής, καλείται δε ως προς τα φυτά ξήρανσις, ως προς δε τα ζώα θάνατος.
3. Και ο μεν κατά το γήρας θάνατος είναι ο μαρασμός του οργάνου, διότι διά το γήρας γίνεται αδύνατον να καταψύχη το ζώον.
4. Είπομεν λοιπόν τί είναι η γέννησις, η ζωή και ο θάνατος, και δια ποίας αιτίας υπάρχουσιν εις τα ζώα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'
Ανακεφαλαίωσις των ειρημένων περί πνεύμονος και βραγχίων.
1. Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει να πνίγωνται εις το υγρόν όσα ζώα αναπνέουσι 62 και εις τον αέρα οι ιχθύς. Εις τους ιχθύς δηλ. η κατάψυξις 63 γίνεται διά του ύδατος, εις τα άλλα δε διά του αέρος, και ταύτα δε και εκείνα στερούνται των στοιχείων τούτων, όταν μεταβάλλωσι τον τόπον της διαμονής των.
2. Θα είπωμεν εφεξής ποία είναι η αιτία της κινήσεως των βραγχίων εις τους ιχθύς και των πνευμόνων εις τα άλλα· καθ' όσον τα όργανα ταύτα διαστέλλονται και συστέλλονται, τα μεν εκπνέουσι και εισπνέουσι τον αέρα, τα δε δέχονται και απορρίπτουσι το υγρόν. Προσέτι θα εξηγήσωμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου εν τοις επομένοις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'
Τρείς εν τη καρδία κινήσεις: πήδησις, σφύξις, αναπνοή.
1. Τρία δε είναι όσα συμβαίνουσιν εις την καρδίαν, τα οποία φαίνονται μεν ότι έχουσι την αυτήν φύσιν, αλλ' όμως είναι διάφορα, ήτοι πήδησις (άτακτος κίνησις) 64, σφυγμός και αναπνοή.
2. Η πήδησις είναι η συγκέντρωσις εν τη καρδία θερμότητος ένεκα καταψύξεως άλλων μερών, ήτις δύναται να είναι ή εκκριματική ή διαλυτική 65, ως εις την νόσον, ήτις λέγεται παλμός καρδίας 66, και εις άλλας νόσους και έτι εις τους φόβους. Διότι και οι φοβούμενοι καταψύχονται εις τα άνω μέρη, η δε θερμότης φεύγουσα και συγκεντρουμένη εις την καρδίαν προξενεί την πήδησιν, συμπιεζομένη εις μικρόν χώρον ούτως, ώστε ενίοτε τα ζώα αποσβύνονται και αποθνήσκουσι διά φόβον και πάθημα νοσηρόν.
3. Ο δε γινόμενος σφυγμός της καρδίας, τον οποίοv αύτη φαίνεται ότι ενεργεί πάντοτε συνεχώς, είναι όμοιος με την κίνησιv, την οποίαν προξενούσι τα οιδήματα 67 μετά άλγους, διότι η μεταβολή αύτη του αίματος δεν είναι φυσική 68. Γίνεται δε η κίνησις έως ου το κακόν ωριμάση και γίνη πύον.
4. Τό πάθημα δε τούτο ομοιάζει με βρασμόν διότι ο βρασμός γίνεται όταν το υγρόν εξατμίζηται υπό τής θερμότητος. Τω όντι τούτο υψούται τότε, διότι αυξάνεται ο όγκος αυτού. Τέρμα δε της ατάκτου κινήσεως των οιδημάτων τίθεται, όταν το πύον δεν εξατμισθή και γένηται πυκνότερον το υγρόν, του δε βρασμού τέρμα είναι ξ πτώσις του υγρού έξω του περιέχοντος αυτό (αγγείου).
5. Εις δε την καρδίαν η δια της θερμότητος παραγομένη εξόγκωσις του υγρού, όπερ φέρει αδιαλείπτως η τροφή, προξενεί τον σφυγμόν, διότι η εξόγκωσις ανυψοί την εξωτερικήν μεμβράναν της καρδίας. Και η κίνησις αύτη πάντοτε γίνεται συνεχώς, διότι πάντοτε επιρρέει συνεχώς το υγρόν, εκ του οποίου γίνεται το αίμα.
6. Tο αίμα πρώτον εις την καρδίαν διαπλάσσεται, ως φαίνεται κατά τας αρχάς της γεννήσεως (ζώου), διότι, αν και δεν διακρίνονται ακόμη αι φλέβες, η καρδία όμως φαίνεται, ότι έχει αίμα. Και δια τούτο ο σφυγμός είναι ταχύτερος εις τους νέους παρά εις τους γέροντας, διότι η αναθυμίασις είναι μεγαλυτέρα εις τους νεοτέρους.
7. Και πάσαι αι φλέβες 69 έχουσι σφυγμόν, και κτυπούσι συγχρόνως, διότι όλαι εξαρτώνται εκ της καρδίας. Η καρδία δε κινείται πάντοτε, άρα και αι φλέβες είναι πάντοτε εις κίνησιν, ήτις γίνεται συγχρόνως εις όλας, εφ' όσον η καρδία τας κινεί.
8. Πήδησις λοιπόν (παλμός) της καρδίας είναι η κίνησις αντιστάσεως κατά της συγκεντρώσεως του ψυχρού, σφυγμός δε είναι η εξάτμισις του υγρού, όταν θερμαίνηται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'
Πώς γίνεται η αναπνοή διά του πνεύμονος. Εισπνοή και εκπνοή διά της αλληλεπιδράασως του αέρος και της ζωικής θερμότητος. Βράγχια. - Περί υγιείας και νόσου.
1. Η αναπνοή γίνεται, όταν η θερμότης αυξάνηται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η θρεπτική αρχή. Διότι. καθώς και τα άλλα σωματικά στοιχεία, ούτω και η θερμότης αύτη έχει χρείαν τροφής, και αύτη περισσότερον των άλλων, διότι είναι πηγή της τροφής των άλλων.
2. Κατ' ανάγκην δε αύτη, όταν αυξάνηται, ανυψώνει το όργανον (εις το οποίον είναι). Δέον δε να φαντασθώμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου ομοίαν με τα φυσερά των χαλκείων· διότι ούτε ο πνεύμων ούτε η καρδία απέχουσι πολύ από του να λαμβάνωσι τοιούτον σχήμα. Τα τοιαύτα όργανα είναι διπλά. Η θρεπτική δε αρχή πρέπει να είναι εν τω κέντρω της ζωτικής δυνάμεως.
3. Ο πνεύμων λοιπόν ανυψούται εξογκούμενος, όταν δε εξογκούται, κατ' ανάγκην διαστέλλεται και το μέρος το περιέχον τον πνεύμονα. Και τούτο φαίνονται, ότι κάμνουσιν οι αναπνέοντες, ανυψούσι δηλ. το στήθος, διότι η αρχή, ήτις υπάρχει εις το μέρος τούτο, κάμνει το αυτό. Τω όντι, όταν υψούται ο πνεύμων, αναγκαίως, όπως συμβαίνει εις τα φυσερά, εισέρχεται έξωθεν ο αήρ, όστις είναι ψυχρός και δια της ψύξεως, την οποίαν ενεργεί, ελαττώνει την υπερβολικήν θερμότητα έσω.
4. Καθώς δε, όταν η θερμότης αυξάνηται, ο πνεύμων ανυψούται, ούτω και όταν εκείνη ελαττούται, κατ' ανάγκην ούτος συστέλλεται· και όταν ούτος συστέλληται, εξ ανάγκης ο εισελθών αήρ πρέπει να εξέρχηται, και εισέρχεται μεν ψυχρός, εξέρχεται δε θερμός, διότι θίγεται υπό της θερμότητος, ήτις είναι εις το όργανον τούτο. Συμβαίνει δε τούτο προ πάντων εις τα ζώα, των οποίων ο πνεύμων είναι πλήρης αίματος. Διότι ό αήρ πίπτει εις τους πολυαρίθμους σωλήνας, οίτινες είναι εις τον πνεύμονα και ομοιάζουσι με αύλακας, εις έκαστον δε των σωλήνων παράκεινται φλέβες, ούτως ώστε ο πνεύμων ολόκληρος φαίνεται πλήρης αίματος.
5. Ονομάζεται δε η είσοδος του αέρος εις τον πνεύμονα εισπνοή, η δε έξοδος εκπνοή. Και η κίνησις αύτη γίνεται πάντοτε συνεχώς, εφ' όσον το ζώον ζη και κινεί συνεχώς το όργανον τούτο, και διά τούτο η ζωή συνίσταται εκ της εισπνοής και εκπνοής.
6. Κατά τον αυτόν δε τρόπον γίνεται και η κίνησις των βραγχίων εις τους ιχθύς. Όταν δηλαδή υψούται η θερμότης του αίματος χωρούντος διά των μερών τούτων, υψούνται και τα βράγχια και αφίνουσι το ύδωρ να διέλθη· όταν δε η θερμότης καταβή εις την καρδίαν διά των αγγείων και γίνηται η κατάψυξις, τα ζώα συστέλλουσι τα βράγχια και απορρίπτουσι το ύδωρ. Αλλ' η θερμότης, ήτις διαρκώς υψούται εν τη καρδία, διαρκώς δέχεται πάλιν το στοιχείον, όπερ καταψύχει αυτήν.
7. Διά τούτο και εις τα χερσαία το ζην και το μη ζην συνίσταται επί τέλους εις το αναπνέειν, και εις τους ιχθύς συνίσταται εις το δέχεσθαι το υγρόν.
8. Περί της ζωής λοιπόν και του θανάτου και περί όσων σχετίζονται με την μελέτην ταύτην είπομεν σχεδόν περί πάντων.
9. Περί δε της υγιείας και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά τί διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενον τι εκ διαφόρου επόψεως αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων· ότι δε αύται είναι μελέται συνορεύουσαι μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ αυτής να λαμβάνωαι τας αρχάς των, και αφ' ετέρου οι ικανότατοι εκ των περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής.
Σημειώσεις
(1) Τοιούτοι εivαι ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο Πλάτων.
(2) Ήτοι διά των πνευμόνων. Κατά τον Αριστοτέλη η αναπνοή συνίσταται εις την εισπνοήν και εκπνοήν του αέρος. Κατά την νεωτέραν φυσιολογίαν η αναπνοή δηλοί εν γένει την αναπνοήν του οξυγόνου και την εκπνοήν του ανθρακικού οξέως, ήτις γίνεται διά των πνευμόνων, του δέρματος, των βραγχίων και του πεπτικού σωλήνος.
(3) Ή διά τας διαστάσεις.
(4) Η αναπνοή ψύχει το ζώον και μετριάζουσα την φυσικήν θερμότητα αυτού διατηρεί την ζωήν.
(5) Εισέρχεται ο αήρ, όταν εξωθείται το ύδωρ διά της κινήσεως των βρόγχων. Αλλά τότε έπρεπε να ευρίσκονται οι ιχθύς πάντοτε εις την επιφάνειαν του ύδατoς, ίνα αναπνέωσιν αέρα. Αλλά τούτο είναι σπανιώτατον. Δέον άρα να υποθέσωμεν, ότι ο αήρ είναι και εν τω ύδατι, ίνα oι ιχθύς δύνανται να τον αναπνεύσωσιν. Εκ τούτου η γνώμη του Διογένους εν τη 4§.
(6) Ο Αναξαγόρας και ο Διογένης εξηγούντες μόνον την εισπνοήν, ου δέν λέγουσι περί εκπνoής, και καταλύουσι το ήμισυ των πραγμάτων, ως ειπεν ανωτέρω.
(7) Kατά τον Αναξαγόραν.
(8) Κατά τον Διογένην.
(9) Θα είχον την δύναμιν να αναπνέωσιν.
(10) Ίνα εισπνεύσωσι τον εξωτερικόν αέρα.
(11) Τα αναφερόμενα εις τους ανθρώπους και τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα.
(12) Ως oι άνθρωποι και τα άλλα ζώα.
(13) Όρα "περί Ψυχής" Βιβλ. Α. Κεφ. 1.
(14) Ή της τοπικής εν γένει κινήσεως, ή μάλλον της μερικής, ήτις αποτελεί την αναπνοήν.
(15) Kαι όμως ανφότερα ταύτα είναι πραγματικά και προέρχονται εκ της ελαστικότητος του αέρος.
(16) Όπως ο άνθρωπος και τα άλλα όσα έχουσι πνεύμονα.
(17) Τουτέστιν έπρεπε η αναπνοή να είναι αναγκαιοτέρα εv τω ψύχει παρά εv τη θερμότητι, αλλ' όμως συμβαίνει το ενάντιον, διότι κλ.
(18) Kατά την θεωρίαν του Δημοκρίτου.
(19) Παροιμία εφαρμοζομένη ενταύθα, διότι ο Δημόκριτος θεωρεί τα ψυχικά άτομα ταυτά με τα θερμά άτομα.
(20) Η Πλατωνική εξήγησις της κυκλικής κινήσεως της εισπνοής και εκπνοής εφαρμόζεται εις την ελλάττωσιν της ζωικής θερμότητος. Τίμ. 79 Α.
(21) Διά των πόρων της σαρκός εις τον θώρακα.
(22) Σήμερον όμως η αναπνοή θεωρείται ως καύσις.
(23) Διότι διαστέλλει η θερμότης.
(24) Η επέκτασις λοιπόν ή ανύψωσις δεν εξηγείται διά του αέρος εν τη θεωρία του Εμπεδοκλέους.
(25) Η θρεπτική ψυχή καλείται πρώτη, διότι η θρέψις είναι απαραιτήτως αναγκαία εις τας άλλας δυνάμεις, ενώ αύτη δύναται να υπάρχη και άνευ των άλλων.
(26) Ως είναι τα έντομα και τα μαλάκια.
(27) Ο Αριστοτέλης ανέταμε σώματα ζώων, αλλ' αμφίβολον αν και ανθρώπων. Εκ των ζώων συμπεραίνει περί ανθρώπων. Το ανθρώπινον σώμα εθεωρείτο ιερόv, και διά τούτo δεν υπεβάλλετο εις αvατομήv.
(28) Η φύσις διά της φυσικής θερμότητος παρέσχε και εις την θρεπτικήν δύναμιν θερμότητα.
(29) Είς τε την ζωικήν θερμότητητα και εις το άψυχον πυρ.
(30) Φυσικής αποσβέσεως.
(31) Των εντόμων το αίμα είναι συνήθως άχρουν υγρόν, ενίοτε κίτρινον ή πρασινωπόν, σπανίως ερυθρόν, και ο Αριστοτέλης δεν εθεώρει αυτό αίμα.
(32) Ίνα επαναλάβωσι την αναπνοήν.
(33) Τα έντομα.
(34) Τα μαλάκια και τα οστρακόδερμα.
(35) Τα ζωοτοκούντα εν εαυτοίς είναι τα μαστοφόρα. Τα ζωοτοκούντα εκτός εαυτώv είναι τα ωοτόκα.
(36) Τα ζώα ταύτα είναι αμφίβια.
(37) Εντός του σώματος των.
(38) Μάλλον παρά με πόδας.
(39) Και έχουσι πνεύμονα.
(40) Και έχουσι βράγχια.
(41) Όπως πάντα οι ιχθύς.
(42) Αναγκάζονται να δεχθώσι συγχρόνως το υγρόν, όπερ εισάγεται μετά της τροφής των.
(43) Εξαιρουμένων των κητωδών, τα οποία έχουσι πνεύμονας και λαμβάνουσι την κατάψυξιν εαυτών εκ του αέρος.
(44) Ου μόνον θρεπτικήν αλλά και αισθητικήν και νοητικήν.
(45) Και εν τη συστάσει αυτών επικρατεί εν στοιχείον, αήρ, κ λ.
(46) Και το θερμόν και το ψυχρόν.
(47) Φυτά και ζώα.
(48) Ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εδόξαζον ότι ο αήρ εισχωρεί διά των πόρων τoυ σώματος.
(49) Tαύα πάντα είναι θεωρίαι του "Τιμαίου" του Πλάτωνος.
(50) Ο Πλάτων θέτει την ψυχήν εις τον εγχέφαλον, διότι εν αυτή βλέπει προ πάντων τον νουν. Αλλ' ο Αριστοτέλης συνταυτίζων την ψυχήν με την ζωήν εξ ανάγκης θέτει την ψυχήν εις το κέντρον της ζωής, την καρδίαν.
(51) Οίτινες δεv έχουσι λαιμόν.
(52) Τούτο όμως συμβαίνει και εις τα άλλα ζώα.
(53) Η χημεία απέδειξεν από του τέλους του 18ου αιώνος, ότι ο υπό των ζώων αναπνεόμενος αήρ μολύνεται πληρούμενος ανθρακικού οξέος, και ούτω γίνεται πνικτικός.
(54) Η επαφή του αίματος αφαιρεί εκ του αέρoς το οξυγόνον, και ούτω φθείρει αυτόν.
(55) Ο Αριστοτέλης φαίνεται αποδίδων τον θάνατoν εις αλλοίωσιν του πνεύμονος.
(56) Εσωτερική.
(57) Όρα περί Νεότητος και Γήρως.
(58) Ως επί το πλείστον.
(59) Ανωμάλων και υπερβολικών.
(60) Της διαστολής και συστολής του πνεύμονος.
(61) Μέθεξις, λέγει ο Αριστοτέλης.
(62) Διά των πνευμόνων.
(63) Αύτη είναι η θεωρία του Πλατωνικού Τιμαίου.
(64) Πήδησις λέγει την ανώμαλον και άτακτον κίνησιν (παλμόν) της καρδίας, σφυγμόν, δε τήν τακτικήν και κανονικήν. Αλλ' η αναπνοή αναφέρεται μάλλον εις τον πνεύμονα παρά εις την καρδίαν.
(65) Ως είναι λ. χ. η εκ των δηλητηρίων.
(66) Ως συμβαίνει εις τους ανευρισμούς της καρδίας.
(67) Φύματα λέγει το κείμενον. Τοιαύτα είναι οι δοθιήνες, κ. λ.
(68) Η κίνησις όμως της καρδίας, φυσική ούσα, δεv προξενεί πόνον.
(69) Αι αρτηρίαι μόναι.
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Ατελείς θεωρίαι των προτέρων περί αναπνοής. Μόνα τα έχοντα πνεύμονας ζώα αναπνέουσι. Διάφοροι οργανώσεις πνεύμονος. Σχέσεις αυτού προς την αναπνοήν.
1. Περί αναπνοής ολίγοι τινές εκ των προ ημών φυσιολόγων 1 επραγματεύθησαν. Αλλά προς ποίον σκοπόν υπάρχει εις τα ζώα η αναπνοή, άλλοι μεν ουδέν είπον, άλλοι δε έχουσι μεν είπει, ουχί όμως ορθώς, αλλά και άνευ εμπειρικής γνώσεως των γεγονότων. Προσέτι λέγουσιν ότι τα ζώα αναπνέουσιν όλα 2. Τούτο όμως δεv είναι αληθές. Ώστε είναι αναγκαίον να πραγματευθώμεν πρώτον περί τούτων, διά να μη φαινώμεθα ότι ψευδώς κατηγορούμεν ανθρώπους απόντας.
2. Ότι όσα ζώα έχουσι πνεύμονα, πάντα αναπνέουσιν, είναι φανερόν. Αλλά και εκ τούτων όσα έχουσι τον πνεύμονα χωρίς αίμα και σπογγώδη, ταύτα ολιγωτέραν χρείαν έχουσιν αναπνοής. Διά τούτο δύνανται διά την δύναμιν 3 του σώματος των να διαμένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος (χωρίς να αναπνέωσιν). Έχουσι δε σπογγώδη τον πνεύμονα όλα τα γεννώντα ωά, ως είναι το γένος των βατράχων. Προσέτι αι χελώναι της ξηράς και αι της θαλάσσης δύνανται να μένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος. Διότι ο πνεύμων αυτών, επειδή έχει ολίγον αίμα, έχει ολίγην θερμότητα. Ούτος λοιπόν άπαξ εισπνεύσας διά της κινήσεως του ψυχραίνει το ζώον και το κάμνει να διαμένη πολύν χρόνον εις το υγρόν, χωρίς ν' αναπνέη. Εάν όμως κρατήσωσι διά βίας την αναπνοήν των παρά πολύν χρόνον (εις το ύδωρ), πάντα πνίγονται, διότι ουδέν εξ αυτών δύναται να δεχθή το ύδωρ όπως οι ιχθύς (διά των βραγχίων). Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα ταύτα έχουσι περισσοτέραν χρείαν της τροφής ένεκα της πολλής θερμότητος αυτών 4.
3. Όσα δε εκ των άλλων δεν έχουσι πνεύμονα, ταύτα δεν αναπνέουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Αναίρεσις δοξασιών Δημοκρίτου, Αναξαγόρου και Διογένους. Η αναπνοή σύγκειται από εισπνοήν και εκπνοήν.
1. Δημόκριτος ο Αβδηρίτης και τινες άλλοι, οι οποίοι επραγματεύθησαν περί αναπνοής, ουδέν ώρισαν περί των αλλων ζώων. Φαίνονται δε να φρονώσιν ότι πάντα τα ζώα αναπνέουσιν,
2. Ο Αναξαγόρας δε και ο Διογένης (ο Απολλωνιάτης) λέγουσιν, ότι πάντα αναπνέουσι, και μόνον περί των ιχθύων και των οστρέων λέγουσι κατά ποίον τρόπον αναπνέουσι.
3. Και ο μεν Αναξαγόρας λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, ροφούσι συγχρόνως τον εις το στόμα αυτών αναπτυσσόμενον αέρα 5 και ούτω αναπνέουσι, διότι, λέγει, δεν δύναται να υπάρχη ουδέν κενόν.
4. Ο δε Διογένης λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, τότε διά του κενού το οποίον γίνεται εις το στόμα αυτών ροφούσι τον αέρα εκ του ύδατος, όπερ περιστοιχίζει το στόμα των, διότι υποθέτει ότι υπάρχει αήρ εις το ύδωρ.
5. Αλλά αι θεωρίαι αύται είναι αδύνατοι. Τω όντι, πρώτον μεν ούτοι αφαιρούσι το ήμισυ των πραγμάτων (της αληθείας), διότι λέγουσι περί του ενός των δύο μερών (της αναπνοής) ό,τι είναι κοινόν και εις τα δύο. Διότι καλείται μεν αναπνοή, αλλά έν μέρος αυτής είναι η εκπνοή, το δε άλλο είναι η εισπνοή. Και περί της εκπνοής ουδέν εκείνοι λέγουσι, πώς δηλ. εκπνέουσι τα ζώα ταύτα τα μη έχοντα πνεύμονα. Ουδέ δύνανται να είπωσι. Τω όντι, όταν τα ζώα αναπνεύσωσι, πρέπει πάλιν να εκπνεύσωσι δια του αυτού μέρους δι' ου ανέπνευσαν, και τούτο πρέπει να κάμνωσι πάντοτε αλληλοδιαδόχως. Ώστε συμβαίνει, κατ' εκείνους, άμα δέχωνται το ύδωρ εις το στόμα οι ιχθύς, ευθύς να εκπνέωσι τον αέρα όστις είναι εν αυτοίς. Αλλ' αναγκαίως ταύτα συναντώμενα πρέπει το εν να εμποδίζη το άλλο. Επειτα, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ, εκπνέουσι τον αέρα είτε διά του στόματος, είτε διά των βραγχίων, ώστε συγχρόνως θα εκπνέωσι και θα εισπνέωσι· διότι τότε ακριβώς, ως εκείνοι λέγουσι, τα ζώα αναπνέωσιν. Αλλ' είναι αδύνατον να αναπνέωσι και να εκπνέωσι συγχρόνως. Ώστε, εάν εξ ανάγκης τα αναπνέοντα εκπνέωσι και εισπνέωσι, ουδέν δε αυτών δύναται να εκπνεύση 6, είναι πρόδηλον ότι ουδέν αυτών αναπνέει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Συνέχεια της αναιρέσεως των γνωμών Αναξαγόρα και Διογένους, οίτινες επλανήθησαν διότι δεv παρετήρησαν ακριβώς, τα γεγονότα και τα όργανα των ζώων, -και ότι η φύσις πάντα ποιεί πρός τινα σκοπόν. Ούτε ιχθύες oύτε άλλα μη έχοντα πνεύμονα αναπνέουσιν.
1. Προσέτι ο ισχυρισμός, ότι οι ιχθύς ροφούσι τον αέρα εκ του στόματος 7 ή δια του στόματος εκ του ύδατος 8 είναι αδύνατον. Τω όντι οι ιχθύς δεν έχουσι (τραχείαν) αρτηρίαν, διότι δεν έχουσι πνεύμονα· αλλά ο στόμαχος αυτών είναι αμέσως παρά το στόμα αυτών. Ώστε κατ' ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματος των. Τούτο όμως θα εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν τα κάμνουσι. Και οι ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά 9. Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι.
2. Προσέτι εις πάντα τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι και έλκουσι τον αέρα των10, βλέπομεν ότι γίνεται κίνησις του οργάνου, το οποίον έλκει αυτόν, αλλά τούτο δεν παρατηρείται εις τους ιχθύς, διότι δεν φαίνονται να κινώσι καvέv μέρος εκ των πέριξ της κοιλίας, κινούσι δε μόνον τα βράγχια και εις το υγρόν και όταν πέσωσιν εις την ξηράν, ότε σπαρταρίζουσι.
3. Προσέτι, όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, αποθνήσκωσιν εκ πνιγμού εντός υγρού, σχηματίζονται τότε πομφόλυγες, διότι ο αήρ εξέρχεται βιαίως (εκ του πνεύμονος), ως γίνεται τούτο, όταν τοιαύτην βίαν δοκιμάζη τις εις τας χελώνας, τους βατράχους ή εις άλλο τι του γένους τούτου. Αλλά εις τους ιχθύς δεν βλέπομεν να συμβαίνη τούτο, οιονδήποτε τρόπον αν δοκιμάσωμεν, διότι δεν έχουσιν ουδόλως αέρα έξωθεν εισπνεόμενον.
4. Αλλά καθ' όν τρόπον λέγουσιν ότι γίνεται η αναπνοή των ιχθύων, δύναται να γίνεται και εις τους ανθρώπους, όταν είναι εν τω ύγρω. Διότι, αν οι ιχθύς έλκωσι τον αέρα εκ του πέριξ ύδατος εις το στόμα αυτών, διατί τούτο δεν θα ηδύναντο να πράττωσι και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα ; Και ταύτα θα είλκον τον αέρα εκ του στόματος αυτών, όπως οι ιχθύς. Ώστε, αν οι ιχθύς έχωσι ταύτην την δύναμιν, και εκείνα θα είχον αυτήν. Αλλ' επειδή τούτο 11 δεν είναι δυνατόν, άρα ούτε εκείνο.
5. Προς τούτοις, εάν οι ιχθύς αναπνέωσι 12, διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο ; Βεβαίως δεν πάσχουσι τούτο δι' έλλειψιν τροφής, Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο Διογένης είναι μωρά· λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν. Αλλά έπρεπε τούτο να δύναται να συμβαίνη και εις τα χερσαία ζώα (εάν ήτο αληθές). Αλλ' ουδέποτε ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα.
6. Προσέτι, εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πώς όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και δια ποίου οργάνου;
7. Αιτία πρωτίστη του να μη εξηγώσιν ορθώς ταύτα είναι το ότι ούτοι δεν γνωρίζουσι τα εσωτερικά όργανα (των ζώων) και δεν συλλαμβάνουσι τον σκοπόν ένεκα του οποίου πάντα η φύσις ποιεί. Διότι, εάν εζήτουν προς ποίον σκοπόν υπάρχει η αναπνοή εις τα ζώα, και αν την ενέργειαν ταύτην παρετήρουν επί των οργάνων (των εκτελούντων αυτήν), λ. χ. επί των βραγχίων και των πνευμόνων, θα εύρισκον την αιτίαν ταχέως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Αvαίρεσις της Δημοκριτείου γνώμης, ότι η αναπνοή εμποδίζει την έκθλιψιν της ψυχής εκ του σώματος (τον θάνατον). Αναπνοή και θερμότης.
1. Ο Δημόκριτος λέγει μεν ότι εκ της αναπνοής αποτέλεσμά τι συμβαίνει εις τα αναπνέοντα ζώα, ισχυριζόμενος ότι αύτη εμποδίζει να εκθλίβηται (εξωθήται) η ψυχή εκ του σώματος. Ουδόλως είπεν όμως, ότι η φύσις εποίησε την αναπνοήν προς τον σκοπόν τούτον. Εν γένει δε και ούτος, όπως και οι άλλοι φυσικοί, ουδόλως θίγει την τελικήν αιτίαν.
2. Λέγει δε, ότι η ψυχή και η θερμότης είναι το αυτό πράγμα, ότι είναι στοιχειώδη σφαιροειδή άτομα (μόρια) 13. Όταν λοιπόν ταύτα συνενώνται και πιέζωνται υπό του περιέχοντος αυτά αέρος, τότε η αναπνοή έρχεται εις βοήθειαν· διότι λέγει ότι είναι εν τω αέρι πολλά από τα σφαιροειδή ταύτα, τα οποία ονομάζει νουν και ψυχήν. Όταν λοιπόν το ζώον εισπνέη και εισέρχηται ο αήρ, εισέρχονται και τα σφαιροειδή ταύτα και αντιδρώντα εις την πίεσιν εμποδίζουσι να διαφύγη η ψυχή η υπάρχουσα εις τα ζώα.
3. Και διά τούτο η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται εκ της αναπνοής και εκπνοής. Διότι, όταν το στοιχείον, όπερ περιέχει, (ο αήρ), διά της συνθλίψεως υπερισχύη και το έξωθεν εισερχόμενον εις το σώμα δεν δύναται να αντιδρά εις την επικράτησιν, τότε, επειδή δεν δύναται το ζώον να αναπνεύση, επέρχεται ο θάνατος αυτού. Και ούτως ο θάνατος είναι η εκ του σώματος έξοδος των σφαιροειδών τούτων ατόμων, τα οποία εξωθούνται εκ του σώματος διά της πιέσεως του περιέχοντος (στοιχείου).
4. Δεν εξήγησεν όμως ο Δημόκριτος την αιτίαν, διά την οποίαν πάντα μεν τα ζώα πρέπει να αποθάνωσιν αναγκαίως, ουχί όμως όταν τύχη, αλλά εκ γήρατος μόνον κατά φύσιν (αποθνήσκουσι), βιαίως δε παρά φύσιν. Και όμως, επειδή το φαινόμενον τούτο φαίνεται ότι γίνεται εις μίαν περίοδον (το γήρας), άλλοτε δε δεν φαίνεται, ώφειλε να εξηγήση αν η αιτία είναι έξωθεν ή εντός.
5. Δεν λέγει δε ο Δημόκριτος ούτε περί της αρχής της αναπνοής, ποίον είναι το αίτιον αυτής και αν είναι έσωθεν ή έξωθεν. Διότι βέβαια ο νους, τον οποίον εισάγει έξωθεν, δεν δύναται να δώση την βοήθειαν' αυτού (εις το ζώον). Αλλά έσωθεν είναι η αρχή της αναπνοής και της κινήσεως 14, η βία δε του περιέχοντος στοιχείου ουδέν εξηγεί. Διότι είναι άτοπον και το λέγειν, ότι το περιέχον συνθλίβει το ζώον και συνάμα ότι εισερχόμενος (ο αήρ) διαστέλλει αυτό 15.Ταύτα λοιπόν είναι σχεδόν όσα είπεν ο Δημόκριτος, και ούτος ο τρόπος καθ' όv είπεν αυτά.
6. Εάν όμως πρέπη να θεωρώμεν ότι είναι αληθή τα πρότερον λεχθέντα, δηλ. ότι δεν αναπνέουσι πάντα τα ζώα 16. δεv πρέπει να υπολάβωμεν ότι η αιτία, την οποίαν αναφέρει ο Δημόκριτος, εξηγεί τον θάνατον εν γένει, αλλά μόνον τον θάνατον των ζώων, τα οποία έχουσιν αναπνοήν. Αλλά και περί τούτων πάλιν ουχί ορθώς.
7. Φανερόν δ' είναι τούτο εκ των γεγονότων και μάλιστα εκείνων, των οποίων πείραν έχομεν όλοι. Διότι κατά τους ισχυρούς καύσωνας, επειδή τότε θερμαινόμενα περισσότερον του συνήθους, έχομεν και περισσοτέραν χρείαν της αναπνοής, και αναπνέομεν συχνότερον πάντες. Όταν όμως το περιέχον ημάς είvαι ψυχρόν και συσφίγγη και συμπηγνύη το σώμα, κρατούμεν την αναπνοήν μας, μολονότι τότε έπρεπε (κατά την δόξαν του Δημοκρίτου) ο έξωθεν εισερχόμενος εις ημάς αήρ να εμποδίζη την έξωσιν της ψυχής.
8. Και όμως συμβαίνει το εναντίον 17, διότι, όταν συναθροισθή πολλή θερμότης, επειδή δεν εκπνέομεν τον εσωτερικόν αέρα, τότε έχομεν χρείαν να αναπνέωμεν και αναγκαζόμεθα, αφού εισπνεύσωμεν, να αναπνεύσωμεν. Αληθώς, όταν πολύ θερμαινώμεθα, αναπνέομεν πολλάκις, διότι χάριν αναψύξεως αναπνέομεν εις καιρόν καθ' όν ούτω 18, ως λέγεται, προσθέτομεν πυρ εις το πυρ 19.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Αναίρεσις της εν τω Τιμαίω του Πλάτωνος θεωρίας περί αναπνοής.
1. Η εν τω Τιμαίω περιγραφομένη κυκλική ώθησις ουδόλως εξηγεί κατά ποίον τρόπον τα άλλα ζώα (εκτός του ανθρώπου) συντηρούσι την θερμότητα αυτών, δεν λέγει αν κατά τον αυτόν ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται η συντήρησις 20. Τω όντι, αν εις μόνα τα χερσαία υπάρχη η αναπνοή, πρέπει να εξηγήσωμεν δια τί εις μόνα ταύτα υπάρχει. Εάν δε υπάρχη και εις τα άλλα ζώα, διαφέρη δε ο τρόπος καθ' ον αναπνέουσι, πρέπει και την διαφοράν αυτήν να προσδιορίσωμεν, αν είναι δυνατόν πάντα να αναπνέωσι.
2. Προσέτι δε είναι φανταστική η εξήγησις, την οποίαν ο Τίμαιος δίδει περί της αναπνοής· λέγει δηλ. ότι, όταν ο θερμός αήρ εξέρχηται έξω διά του στόματος, ο περιέχων ημάς αήρ ωθείται, και διερχόμενος διά των σαρκών, αίτινες είναι αραιαί, εμπίπτει εις τον αυτόν τόπον, οπόθεν εξήλθεν ο εσωτερικός θερμός αήρ, διότι, επειδή ουδαμού υπάρχει κενόν, τα μέρη αντικαθιστώσιν άλληλα. Όταν δε θερμανθή, ο εισελθών αήρ πάλιν εξέρχεται διά του αυτού τρόπου, και ο θερμός αήρ εντός, εξερχόμενος διά του στόματος, εξακολουθεί την κυκλικήν ώθησιν. Και την κίνησιν ταύτην διαρκώς και συνεχώς κάμνομεν, ούτω δε αναπνέομεν και εκπνέομεν.
3. Αλλά κατά τους τοιαύτα δοξάζοντας συμβαίνει η εκπνοή να γίνηται πρότερον της εισπνοής, ενώ υπάρχει το εναντίον, και απόδειξις είναι, ότι αι κινήσεις αύται αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλην. Όταν όμως αποθνήσκωμεν, τότε εκπνέομεν, αναγκαίως άρα ηρχίσαμεν με την εισπνοήν. 4. Αλλά oι ταύτα λέγοντες ουδόλως λέγουσι προς ποίον σκοπόν υπάρχουσιν εις τα ζώα η αναπνοή και η εκπνοή, αλλ' ομιλούσι περί αυτών ως περί τινος επουσιώδους φαινομένου, και όμως βλέπομεν ότι αι λειτουργίαι αύται είναι οι κύριοι όροι της ζωής και του θανάτου. Διότι, όταν τα ζώα τα αναπνέοντα δεν δύνανται να αναπνεύσωσιν, αναγκαίως αποθνήσκουσι. 5. Προσέτι είναι άτοπον να νομίζωμεν, ότι η διά του στόματος έξοδος και πάλιν είσοδος του θερμού αέρος δεv διαφεύγει την αντίληψιν ημών, η δε εις το στήθος είσοδος του αέρος 21 και πάλιν η έξοδος αυτού, όταν θερμανθή, μας διαφεύγει. ʼτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός· και όταν ούτος είναι θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να αναπνέωμεν πολλάκις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'
Η αναπνοή δεv γίνεται προς συντήρησιν της εσωτερικής θερμότητος, ήτις παράγεται προ πάντων εκ τωv τροφών.
1. Αλλά προσέτι δεν πρέπει να νομίζωμεν, ότι η αναπνοή σκοπόν έχει την τροφήν της εσωτερικής θερμότητος, ως εάν αύτη ετρέφετο διά του αέρος (ον εισπνέομεν), και ως εάv η αναπνοή ήτο τρόπον τινά επίθεσις καυσίμου ύλης εις το πυρ 22, η δε εκπνοή εγίνετο, όταν ήθελε τραφή το πυρ.
2. Κατά της δοξασίας ταύτης θα είπομεν πάλιν τα αυτά, τα οποία είπομεν κατά των προηγουμένων. Τω όντι έπρεπε τούτο να συμβαίνη και επί των άλλων ζώων, ή όμοιον τι με αυτά. Διότι πάντα έχουσι ζωτικήν θερμότητα.
3. Έπειτα, αν η θερμότης γίνεται εκ της αναπνοής, πρέπει να είπωμεν κατά ποίον τρόπον γίνεται, Αληθώς είναι όλως φανταστική η γνώμη αύτη. Τω όντι βλέπομεν, ότι η θερμότης προέρχεται μάλλον εκ της τροφής.
4. (Κατά την δόξαν ταύτην) συμβαίνει προσέτι το αυτό όργανον να δέχηται την τροφήν και vα αποβάλλη το περίττωμα, αλλά τούτο δεν βλέπομεν να γίνηται εις ουδεμίαν άλλην περίπτωσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Αναίρεσις της δόξης του Εμπεδοκλέους περί αvαπvoής.
1. Επραγματεύθη δε και ο Εμπεδοκλής περί αναπνοής, αλλ' ουδέν είπε σαφές προς ποίον σκοπόν και αν πάντα τα ζώα αναπνέουσιν ή όχι.
2. Ομιλών δε περί της αναπνοής, ήτις γίνεται διά των μυκτήρων, νομίζει ότι ομιλεί περί της κυρίας αναπνοής. Αλλ' απατάται, διότι υπάρχει και η αναπνοή διά της τραχείας αρτηρίας γινομένη εκ του στήθους, και η διά των μυκτήρων· άνευ όμως της πρώτης δεν δύνανται να αναπνεύσωσι μόνοι οι μυκτήρες. Και αν τα ζώα στερηθώσι της διά των μυκτήρων γινομένης αναπνοής, δεv πάσχουσι τίποτε, αν όμως στερηθώσι της δια της αρτηρίας αναπνοής, αποθνήσκουσιν.
3. Η φύσις είς τινα ζώα μεταχειρίζεται ως πάρεργόν τι την διά των μυκτήρων αναπνοήν χάριν της οσφρήσεως. Διά τούτο πάντα σχεδόν τα ζώα έχουσιν όσφρησιν, αλλά δεν έχουσι το αυτό αισθητήριον προς τον σκοπόν τούτον. Περί αυτού ωμιλήσαμεν αλλαχού σαφέστερον.
4. Λέγει δε ο Εμπεδοκλής, ότι η αναπνοή και εκπνοή γίνεται, διότι υπάρχουσι φλέβες τινές, αίτινες έχουσιν αίμα, αλλά δεν είναι πλήρεις αίματος, και έχουσι πόρους, ίνα δέχωνται τον εξωτερικόν αέρα, λίαν μικρούς ή ώστε να δέχωνται τα μόρια του σώματος, μεγάλους δε αρκούντως, ίνα δέχωνται τα μόρια του αέρος. Όθεν, επειδή το αίμα φύσει κινείται άνω και κάτω, όταν φέρηται εις τα κάτω, τότε εισρέει ο αήρ και γίνεται αναπνοή, όταν δε αναβαίνη εις τα άνω το αίμα, τότε ο αήρ πίπτει έξω και γίνεται η εκπνοή. Παρομοιάζων δε την κίνησιν ταύτην με την των κλεψύδρων, ο Εμπεδοκλής λέγει ότι: "Όλα τα ζώα αναπνέουσι και εκπνέουσι κατά τον εξής τρόπον: Επί της επιφανείας του σώματός των εκτείνονται σαρκώδεις σωλήνες (αρτηρίαι) άναιμοι. Υπεράνω του στόματός των υπάρχουν τα έσχατα άκρα των ρινών τρυπημένα από το εν εις το άλλο μέρος διά πυκνών αυλακίων, ούτως ώστε να εμποδίζηται η εκροή του αίματος και να εισχωρή ευκόλως ο αήρ διά των διόδων. Έπειτα δε, όταν μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο αήρ,όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού κατεσκευασμένην. Αφού σκεπάση με την κομψήν χείρα της το στόμιον του σωλήνος και εμβαπτίση εις το υποχωρούν σώμα του αργυρού ύδατος, δεν εισέρχεται τότε το ύδωρ εις το αγγείον, αλλά το αποκλείει ο όγκος του αέρος, όστις έσωθεν εισεχώρησεν εις τας πυκνάς οπάς, έως ου απομακρύνη την χείρα της και αφήση ελεύθερον τον πυκνόν ρουν του ύδατος· τότε δε ελλείποντος του αέρος εισέρχεται ακωλύτως το ύδωρ. Ωσαύτως δε, όταν αφ' ενός μεν το ύδωρ κατέχη τον πυθμένα του χαλκού αγγείου, σκεπασθέντος του στομίου του σωλήνος και παντός πόρου διά της χειρός, αφ' ετέρου δε ο εξωτερικός αήρ ορμών να εισέλθη εντός, εμποδίζη την εκροήν του ύδατος περί τας οπάς του συρίττοντος λαιμού, ούτινος κατέχει τα άκρα, τότε πάλιν συμβαίνει το εναντίον παρά πρότερον. Εισχωρούντος του αέρος, εκτρέχει ελεύθερον το ύδωρ. Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά, των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμα προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται". Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής. Αλλ', ως είπομεν, τα ζώα, τα οποία φανερώς αναπνέουσι διά της αρτηρίας, αναπνέουσι και διά του στόματος συνάμα και των μυκτήρων. Ώστε, εάν μεν περί τοιαύτης αναπνοής ομιλή ο Εμπεδοκλής, πρέπει να εξετάσωμεν πώς συμφωνεί με τα πράγματα η υπ' αυτού αναφερομένη εξήγησις.
5. Αλλά φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με αυτά. Τω όντι ανυψούντα το μέρος, όπως ανυψούσι τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία, αναπνέουσι τα ζώα. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι τούτο ανυψώνουσι 23 η θερμότης και το αίμα, όπερ λαμβάνει τον τόπον της θερμότητος 24. Εξ άλλου τα ζώα εκπνέουσι συμπιεζόμενα και συσφιγγόμενα, όπως και τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία. Πλην τα μεν φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής.
6. Εάν όμως ο Εμπεδοκλής ομιλή περί μόνης της διά μυκτήρων αναπνοής, σφάλλει πολύ, διότι η αναπνοή δεν γίνεται ιδία μόνον διά των μυκτήρων, αλλά κατά την περί τον σταφυλίτην αύλακα, όπου είναι το άκρον του εν τω στόματι ουρανίσκου, μέρος του αέρος εισχωρεί διά των δύο ανοιγμάτων των μυκτήρων, μέρος δε διά του στόματος, και ούτω συμβαίνει και όταν εισέρχηται και όταν εξέρχηται.
7. Όσα λοιπόν είπον άλλοι περί αναπνοής έχουσι τοιαύτας και τοσαύτας αντιρρήσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Αναγκαία η φυσική θερμότης προς θρέψιν και ζωήν. Η καρδία όργανον αυτής. Ανάγκη ψύξεως προς συντήρησιv του ζώου.
1. Είπομεν πρότερον, ότι η ζωή και η ψυχή υπάρχει εις τα ζώα πάντοτε μετά τινος θερμότητος. Διότι και η πέψις, διά της οποίας γίνεται η θρέψις των ζώων, δεν υπάρχει ούτε άνευ ψυχής, ούτε άνευ θερμότητος, επειδή διά του πυρός γίνονται πάσαι αι λειτουργίαι.
2. Δια τούτο εις τον πρώτον τόπον του σώματος, και εις το πρώτον μέρος του πρώτου τούτου τόπου αναγκαίως είναι η τοιαύτη αρχή, και ενταύθα αναγκαίως υπάρχει και η πρώτη ψυχή 25, η θρεπτική.
3. Ο τόπος δε ούτος (ο κεντρικός) είναι ο μέσος μεταξύ του δεχομένου την τροφήν και του αποβάλλοντος το περίττωμα. Και εις μεν τα μη έχοντα αίμα ζώα 26 το μέρος τούτο δεν έχει ίδιον όνομα, εις δε τα έχοντα αίμα το μέρος τούτο είναι η λεγομένη καρδία.
4. Η τροφή, εκ της οποίας γεννώνται αμέσως τα μέρη των ζώων, είναι το αίμα. Αναγκαίως δε είναι η αυτή η αρχή του αίματος και η των φλεβών, διότι το εν υπάρχει χάριν του άλλου, ως αγγείον ικανόν να δέχηται (το αίμα). Η αρχή δε των φλεβών εις τα έναιμα είναι η καρδία, διότι όλα είναι εξηρτημένα εξ αυτής, και δεν διέρχονται δι' αυτής, αλλά έρχονται εξ αυτής. Φανερόν δε είναι τούτο από τας ανατομάς των σωμάτων 27.
5. Αι μεν άλλαι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατον να υπάρχωσιν άνευ της θρεπτικής, την αιτίαν δε τούτου είπομεν πρότερον εις τα περί ψυχής. Η θρεπτική δε δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, διότι διά ταύτης η φύσις επύρωσε και την δύναμιν ταύτην 28.
6. Αλλ' η φθορά του πυρός είναι, ως είπομεν, η σβέσις (υπ' άλλου) ή μάρανσις (αφ' εαυτού). Σβέσις δηλ. είναι όταν προέρχηται από τα εναντία στοιχεία, διά τούτο δε το πυρ και όταν είναι ηθροισμένον ως μία μάζα δύναται να σβεσθή υπό της ψυχρότητος (του στοιχείου, αέρος ή ύδατος) του περιέχοντος (το ζώον), και ταχύτερον όταν είναι διεσπαρμένον. Αυτή λοιπόν η βίαιος φθορά του πυρός γίνεται ομοίως και εις τα έμψυχα και εις τα άψυχα 29. Διότι τα ζώα, όταν κόπτωνται δι' οργάνων ή όταν παγώνωσιν εξ υπερβολικού ψύχους, αποθνήσκουσιν.
7. Η μάρανσις όμως έρχεται εκ της πολλής θερμότητος. Διότι, αν η πέριξ θερμότης γίνηται υπερβολική, και δεν λαμβάνηται πλέον εσωτερική τροφή, καταστρέφεται το πυρούμενον ουχί εκ του ψύχους αλλ' αφ' εαυτού σβυνόμενον. Ώστε αναγκαίον είναι να γίνηται κατάψυξις, εάν μέλλη να διατηρήταί τι, διότι τούτο μόνον βοηθεί κατά της καταστροφής ταύτης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Τρόποι καταψύξεως αναγκαίας εις την αναπνοήν. Οργανισμός βομβούντων εντόμων. Ζώα έχοντα πνεύμονας και δυνάμενα να ζώσι πολύ άνευ αvαπvoής. Αμφίβια.
1. Εκ των ζώων τα μεν ζώσιν εν τω ύδατι, τα δε εν τη ξηρά. Εκ τούτων τα όλως μικρά και τα άναιμα, η ψύξις, ήτις γίνεται εκ του περιέχοντος, είτε ύδατος είτε αέρος, αρκεί, ίνα προφυλάξη από της καταστροφής ταύτης 30. Διότι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ολίγην χρειάζονται βοήθειαν. Δια τούτο όλα σχεδόν ταάτα τα ζώα είναι βραχύβια, διότι μικρά μόνον μεταβολή προς το εν ή το άλλο μέρος καταστρέφει την ισορροπίαν.
2. Όσα δε των εντόμων ζώσι περισσότερον χρόνον, και ως πάντα τα έντομα 31 δεν έχουσιν αίμα, εις ταύτα το υποκάτω του διαζώματος μέρος είναι εσχισμένον εις δύο μέρη, ίνα ψύχωνται διά της μεμβράνης, ήτις είναι λεπτοτάτη εις το μέρος τούτο. Διότι επειδή είναι περισσότερον θερμά, έχουσι χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, ως αι μέλισσαι,
3. (τω όντι τινές των μελισσών ζώσιν επτά έτη) και πάντα τα άλλα έντομα, όσα βομβούσιν, ως αι σφήκες, αι μηλολόνθαι και οι τέττιγες. Διότι τούτον τον ήχον παράγουσι διά της πνοής των ως να ήσθμαινον διότι υπ' αυτό το διάφραγμα, διά της εμφύτου πνοής, ήτις υψούται και καταβαίνει, γίνεται η σύγκρουσις (του εσωτερικού αέρος) προς την μεμβράνην. Διότι τα έντομα κινούσι το μέρος τούτο, καθώς τα άλλα, ίσα αναπνέουσι, τον εξωτερικόν αέρα κινούσι διά του πνεύμονας, ή οι ιχθύες διά των βραγχίων.
4. Συμβαίνει δήλα δη εις ταύτα τα έντομα όμοιόν τι με το συμβαίνον, εάν τις πνίγη τι εκ των αναπνεόντων κρατών το στόμα αυτού. Διότι και ταύτα διά του πνεύμονος ποιούσι την ανύψωσιν του στήθους 32. Αλλ' η τοιαύτη κίνησις δεv προξενεί εις ταύτα ικανήν κατάψυξιν, εις τα έντομα όμως παράγει αρκετήν. Και ταύτα διά της τρίψεως του αέρος προς την μεμβράνην παράγουσι τον βόμβον, ως είπομεν, όπως τα παιδία διά των τρυπημένων καλάμων, όταν επιθέσωσι λεπτήν μεμβράνην. Διά του τρόπου τούτου τραγωδούσι και οι τέττιγες, όσοι τραγωδούσι, διότι έχουσι περισσοτέραν θερμότητα παρά τους άλλους και είναι διηρημένον το υπό το διάφραγμα μέρος. Αλλ' οι μη ωδικοί δεν έχουσι το σχίσμα τούτο.
6. Και εκ των ζώων δε, τα οποία έχουσιν αίμα και πνεύμονα ολιγόαιμον και σπογγώδη, μερικά δύνανται πολύν χρόνον να ζώσι χωρίς να αναπνέωσι, διότι ο πνεύμων αυτων δύναται να λάβη μεγάλην διαστολήν και έχει ολίγην ποσότητα αίματος και υγρού. Και ούτως η ιδία αυτού κίνησις αρκεί να ψύξη το ζώον επί πολύν χρόνον. Επί τέλους όμως δεν δύναται να εξακολουθήση τούτο, αλλ' αποπνίγονται εάν δεν αναπνέωσιν, ως είπομεν πρότερον.
7. Ο μαρασμός, όστις συνίσταται εις καταστροφήν δι' έλλειψιν ψύχους, καλείται πνίξις, και τα ούτως αποθνήσκοντα ζώα, λέγομεν ότι πνίγονται.
8. Ότι δε τα έντομα δεν αναπνέουσιν είπομεν και πρότερον, αλλ' ευκόλως αποδεικνύεται από τα μικρά ζώα, οποία είναι αι μυίαι και αι μέλισσαι, διότι ταύτα δύνανται πολύν χρόνον να κολυμβώσιν εις το υγρόν, εάν τούτο δεν είναι λίαν ψυχρόν ή λίαν θερμόν.
9. Όμως τα ζώα, τα οποία έχουσι μικράν δύναμιν, ζητούσι να αναπνέωσι συχνότερον· αλλ' αποθνήσκουσι ταύτα και, ως λέγεται, πνίγονται, όταν γίνηται πλήρες το στήθος αυτών και αφανίζεται το υγρόν, το οποίον είναι εις το υπόζωμα αυτών. Διά τούτο, και όταν μείνωσι πολύν χρόνον εις την τέφραν, εγείρονται πάλιν.
10. Και εκ των ζώων δε, τα οποία ζώσιν εις το υγρόν, πάντα όσα δεν έχουσιν αίμα, ζώσιν εις τον αέρα περισσότερον χρόνον παρά τα έχοντα αίμα και δεχόμενα το θαλάσσιον υγρόν, ως οι ιχθύς. Τω όντι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ο αήρ είναι ικανός να ψύχη αυτά επί πολύν χρόνον, και τοιαύτα είναι τα μαλακόστρακα και οι πολύποδες. Αλλ' όμως ο αήρ επί τέλους δεν αρκεί ίνα ζήσωσι ταύτα διαρκώς, διότι έχουσιν ολίγην θερμότητα.
11. Διότι και πολλοί των ιχθύων ζώσιν εν τη ξηρά, αλλά μένουσιν ακίνητοι, και ανευρίσκονται όταν εξορύττωνται. 12. Όσα δε ζώα δεν έχουσι πνεύμονα, ή έχουσι πνεύμονα εστερημένον αίματος, έχουσιν ανάγκην ολίγιστα συχνής καταψύξεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Τρόποι ψύξεως ζώων εχόντων πνεύμονας και αίμα. Ζωοτόκα και ωοτόκα. Πνεύμονες και βράγχια.
1. Είπομεν περί των ζώων, τα οποία δεν έχουσιν αίμα, ότι άλλα 33 μεν ο αήρ ο περιέχων αυτά, άλλα 34 δε το υγρόν βοηθεί, ίνα συντηρώσι την ζωήν των.
2. Εκ των εχόντων δε αίμα και καρδίαν, όσα αυτών έχουσι πνεύμονα, πάντα δέχονται τον αέρα και ψύχονται διά της αναπνοής και εκπνοής.
3. Πνεύμονα δε έχουσιν εκείνα, τα οποία ζωοτοκούσιν εντός εαυτών και ουχί εκτός, (όπως τα σελαχώδη, τα οποία γεννώσι μικρά ζώα, αλλ' ουχί εντός εαυτών 35) και εξ εκείνων τα οποία γεννώσιν ωά τα έχοντα πτέρυγας, λ. χ. τα πτηνά, και τα έχοντα φολίδας, λ. χ. αι χελώναι, αι σαύραι και οι όφεις. Των ζωοτόκων ο πνεύμων έχει αίμα, των ωοτόκων δε των πλείστων είναι σπογγώδης· διό ταύτα αραιότερον αναπνέουσιν, ως είπομεν και πρότερον.
4. Αναπνέουσι δε πάντα, και προσέτι όσα μένουσι και ζώσιν εις το ύδωρ. ως τα υδρόφειδα, οι βάτραχοι, οι κροκόδειλοι. και αι μύδαι και αι χελώναι, αι θαλάσσιαι και αι χερσαίαι 36, και αι φώκαι. Διότι πάντα ταύτα τα ζώα και τα της αυτής τάξεως γεννώσιν εις την ξηράν και κοιμώνται ή εις την ξηράν ή εις το υγρόν ανέχοντα έξω το στόμα, ίνα αναπνέωσιν.
5. Όσα όμως έχουσι βράγχια, πάντα ψύχονται δεχόμενα το ύδωρ 37. Βράγχια δε έχουσι το γένος των ιχθύων, οίτινες καλούνται σαλάχια, και άλλα ζώα, τα οποία δεν έχουσι πόδας. Πάντες δε οι ιχθύς είναι άποδες, διότι, και όταν έχωσι πόδας, έχουσι τούτους ομοίους με πτέρυγας 38. Εκ δε των εχόντων πόδας εν μόνον εκ των γνωστών έχει βράγχιον, ο λεγόμενος κορδύλος.
6. Ουδέν όμως ζώον εφάνη ποτέ έχον πνεύμονα ομού και βράγχια. Αίτιον δε τούτου είναι ότι ο μεν πνεύμων προορισμόν έχει την κατάψυξιν την γινομένην υπό του αναπνεομένου αέρος· φαίνεται δ' ότι ο πνεύμων έλαβε και το όνομα, διότι δέχεται το πνεύμα (πνοήν). Τα δε βράγχια είναι προωρισμένα προς την κατάψυξιν την εκ του ύδατος προερχομένην. Αλλά εν όργανον είναι χρήσιμον προς ένα σκοπόν, και μία κατάψυξις αρκεί εις έκαστον ζώον. Ώστε, επειδή βλέπομεν ότι η φύσις ουδέν ποιεί μάτην, και (αν δύο όργανα καταψύξεως ήσαν), το εν εξ αυτών θα ήτο περιττόν, διά τούτο άλλα μεν ζώα έχουσι βράγχια, άλλα δε πνεύμονα, και τα δύο όμως ουδέν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
Αναφοραί αναπνοής και θρέψεως. Στόματος και βραγχίων χρησιμότης.
1. Επειδή δε, ίνα ζη έκαστον ζώον, έχει χρείαν τροφής, ίνα δε συντηρήται έχει χρείαν καταψύξεως, η φύσις χρησιμοποιεί το αυτό όργανον προς τας δύο ταύτας λειτουργίας, όπως είς τινα ζώα χρησιμοποιεί την γλώσσαν προς τους χυμούς και προς την διάλεκτον. Ούτω και εις τα έχοντα πνεύμονα μεταχειρίζεται η φύσις το στόμα δια την κατεργασίαν της τροφής και διά την εκπνοήν και την αναπνοήν.
2. Είς δε τα ζώα, τα οποία δεv έχουσι πνεύμονα και δεν αναπνέουσι, το μεν στόμα χρησιμοποιεί εις την επεξεργασίαν της τροφής, προς δε την κατάψυξιν υπάρχουσι τα βράγχια εις όσα έχουσι χρείαν καταψύξεως.
3. Πως δε η λειτουργία των ρηθέντων οργάνων ενεργεί την κατάψυξιν, θα είπωμεν ύστερον.
4. Ίνα δε μη εμποδίζηται η τροφή, όμοιον τι συμβαίνει και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι 39 και εις εκείνα, τα οποία δέχονται το υγρόν 40. Τω όντι, δεν καταταπίνουσι την, τροφήν καθ' όν χρόνον αναπνέουσιν, άλλως θα συμβαίνη να πνίγωνται, διότι η τροφή, είτε ξηρά είτε υγρά, θα εισέρχηται εις τον πνεύμονα διά της αρτηρίας.
5. Διότι η αρτηρία κείται έμπροσθεν του οισοφάγου, δια του οποίου η τροφή εισέρχεται εις τον καλούμενον στόμαχον. Εις τα τετράποδα μεν τα έχοντα αίμα η αρτηρία έχει ως πώμα την επιγλωττίδα. Τα πτηνά όμως και τα τετράποδα, τα οποία γεννώσιν ωά, δεv έχουσιν επιγλωττίδα, αλλά διά της συστολής (του λάρυγγος) κάμνουσι την αυτήν ενέργειαν.
6. Διότι, όταν καταπίνωσι την τροφήν, τα ωοτόκα μεν συστέλλουσι την τραχειαν, ενώ τα ζωοτόκα κλείουσι την επιγλωττίδα. Όταν δε η τροφή εισέλθη, τα μεν ωοτόκα εκτείνουσι την τραχείαν, τα δε ζωοτόκα ανοίγουσι την επιγλωττίδα, και τότε δέχονται το πνεύμα το αναγκαιούν εις την κατάψυξιν.
7. Όσα δε έχουσι βράγχια απορρίπτουσι διά τούτων το υγρόν, και διά του στομάχου δέχονται την τροφήν διότι αρτηρίαν δεν έχουσιν, ώστε, αν εις ταύτην παρενίπιπτε το υγρόν, ουδόλως θα εβλάπτοντο, αλλά μόνον αν το ύδωρ εισήρχετο εις τον στόμαχον αυτών. Διά τούτο ταχέως απορρίπτουσι το υγρόν και καταπίνουσι την τροφήν, και έχουσιν οξείς τους οδόντας, και σχεδόν πάντα έχουσιν αυτούς πριονοειδως, διότι δεv δύνανται να λειοτριβώσι (μασσώσι) την τροφήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Αναπνοή των κητωδών, των εχόντων αυλόν, των καράβων, καρκίνων. μαλακίων, πολυπόδων.
1. Δύναταί τις να απορήση ως προς τα κητώδη εκ των ζωών, τα οποία ζώσιν εις το ύδωρ, αλλά και ταύτα συμφωνούσι προς την θεωρίαν ημών, ως οι δελφίνες και αι φάλαιναι και άλλα, όσα έχουσι τον λεγόμενον αυλόν. Ταύτα μεν δεν έχουσι πόδας 41, αλλά καίτοι έχουσι πνεύμονα, δέχονται το ύδωρ της θαλάσσης.
2. Αίτιον δε τούτου είναι εκείνο το οποίον είπομεν. Τω όντι, ταύτα δεν δέχονται το υγρόν χάριν καταψύξεως, διότι αύτη γίνεται, όταν αναπνέωσιν, επειδή έχουσι πνεύμονα. Διά τούτο και κοιμώνται έχοντα το στόμα υπεράνω του ύδατος, οι δέλφινες μάλιστα ρέγχουσι. Προσέτι δε, όταν συλληφθώσι με τα δίκτυα, ταχέως πνίγονται, διότι δεν αναπνέουσι. Και φαίνονται τα τοιαύτα ότι μένουσιν επάνω εις την θάλασσαν, ίνα αναπνέωσιν.
3. Αλλ' επειδή πρέπει αναγκαίως να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του ύδατος, αναγκαίως 42 απορρίπτουσι το υγρόν άμα το ροφήσωσι. Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν διότι, όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και η θέσις του αυλού, διότι δεv άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει το ύδωρ.
4. Διά την αυτήν δε ταύτην αιτίαν και τα μαλάκια και τα μαλακόστρακα ροφώσι το ύδωρ, θέλω να είπω π. χ. τους καλουμένους καράβους και τους καρκίνους. Διότι ουδέν εκ τούτων των ζώων έχει ανάγκην καταψύξεως· διότι έκαστον έχει ολίγην θερμότητα και δεν έχει αίμα· ώστε αρκετά ψύχονται υπό του υγρού του περιέχοντος αυτά. ʼλλα χάριν της τροφής (είναι ούτως οργανωμένα) ώστε, όταν δέχωνται την τροφήν, να μη εισρέη μετ' αυτής το υγρόν. Τα μεν λοιπόν μαλακόστρακα, ως οι κρκίνοι και οι κάραβοι, απορρίπτουσι το ύδωρ διά των κατά το τριχωτόν επικάλυμμα αυτών πτυχών.
5. Αλλ' αι σηπίαι και οι πολύποδες το ρίπτουσι δια του κοιλώματος, όπερ είναι υπεράνω της λεγομένης κεφαλής των.
6. Περί τούτων εγράψαμεν μετά μείζονος ακριβείας εις τας περί "ζώων ιστορίας". Ενταύθα δε εξηγήσαμεν ότι τα ζώα, των οποίων η φύσις είναι να ζώσιν εν τω ύδατι, δέχονται το ύδωρ εν εαυτοίς, διότι έχουσιν ανάγκην της καταψύξεως 43 και διότι πρέπει να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του υγρού (εν ω ζώσιν).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'
Τελειότερα ζώα είναι τα έχοντα τελειοτέραν την αναπνοήν.-Πλεονεκτήματα ανθρώπου.
1. Περί δε της καταψύξεως, με ποίον τρόπον γίνεται εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, και εις τα έχοντα βράγχια, δέον να είπωμεν μετά ταύτα.
2. Είπομεν πρότερον, ότι αναπνέουσιν όσα ζώα έχουσι πνεύμονα. Διατί δε ζώα τινα έχουσι το όργανον τούτο, και διατί έχοντα αυτό έχουσι χρείαν αναπνοής; Το αίτιον δι' ό έχουσι πνεύμονα είναι ότι τα τελειότερα των ζώων έχουσι θερμότητα μείζονα των άλλων ταύτα δε κατ' ανάγκην έχουσι και ψυχήν τελειοτέραν 44. Λιοτι η φύσις τούτων είναι ανωτέρα της των φυτών. Διά τούτο και όσα έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος και θερμότατον έχουσι και μεγαλυτέρας σωματικάς διαστάσεις, και ο άνθρωπος όστις έχει το αφθονώτατον και καθαρώτατον αίμα παρά πάντα τα ζώα, είναι εξ όλων το ορθότατον και το μόνον, όπερ έχει το άνω του σώματος του προς τα άνω του σύμπαντος, διότι έχει τοιουτοτρόπως πεπλασμένον το όργανον τούτο (πνεύμονα).
3. Ώστε πρέπει να δεχθώμεν, ότι ο πνεύμων είναι εις τον άνθρωπον και τα άλλα ζώα αίτιον της υπάρξεως, όπως και οιονδήποτε άλλο εκ των μελών. Ένεκα τούτων λοιπόν έχουσι πνεύμονα.
4. Πρέπει δε να νομίζωμεν, ότι η υλική αιτία και η της κινήσεως συνέστησαν ταύτα τα ζώα τοιουτοτρόπως, όπως και πολλά μη όντα τοιαύτα· διότι άλλα μεν αποτελούνται περισσότερον εκ γης, ως τα φυτά, άλλα δε περισσότερον εξ ύδατος, ως τα ένυδρα ζώα, εκ των πτηνών δε και χερσαίων τα μεν έγειναν εξ αέρος 45, τα δε εκ πυρός. Έκαστον δε αυτών έχει την θέσιν του εις τας καταλλήλους δι' αυτά χώρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'
Αναίρεσις δόξης Εμπεδοκλέους ότι θερμότατα είναι τα ένυδρα.- Αναφοραί τόπων και οργανισμών.
1. Ο Εμπεδοκλής όμως δεν είπεν ορθά, ισχυρισθείς ότι τα ένυδρα είναι τα θερμότατα και τα έχοντα πυρ πολύ περισσότερον των άλλων ζώων, αποφεύγουσι δε την υπερβολικήν θερμότητα την εν τη φύσει υπάρχουσαν, όπως, επειδή έχουσιν έλλειψιν του υγρού και του ψυχρού δια μέσου στοιχείου, προς το οποίον έχουσιν εναντίας ιδιότηταις, εύρωσι σωτηρίαν. Διότι το υγρόν είναι ολιγώτερον θερμόν παρά τον αέρα.
2. Αλλ' όμως είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το ύδωρ· διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν.
3. Προσέτι δε δεv φαίνονται τα ένυδρα θερμότερα των χερσαίων, διότι άλλα μεν δεν έχουσιν ουδόλως αίμα, άλλα δε έχουσι πολύ ολίγον.
4. Αλλά ποία όντα πρέπει να λέγωμεν θερμά και ποία ψυχρά ; περί τούτου δέον να πραγματευθώμεν ιδία. Η αιτία δε, την οποίαν αναφέρει ο Εμπεδοκλής, εν μέρει περιέχει την ζητουμένην εξήγησιν, αλλ' όμως εκείνο, όπερ λέγει, δεν είναι όλον αληθές.
5. Διότι οι τόποι και αι εποχαί, αι οποίαι έχουσι καθ' υπερβολήν τας ιδιότητας τας εναντίας (προς τα ζώα), συντηρούσι μεν ταύτα. Αλλ' η φύσις (παντός όντος) συντηρείται προ πάντων εις τους τόπους, οίτινες είναι οικείοι προς αυτό. Διότι η ύλη, εξ ης αποτελείται έκαστον είδος ζωών, δεv πρέπει να συγχέηται προς τας διαφόρους ιδιότητας και διαθέσεις αυτής. Εννοώ π. χ. ότι εάν η φύσις ήθελε πλάσει ον τι εκ κηρού ή πάγου, δεν θα το συνετήρει θέτουσα αυτό εις θερμόν περιέχον, διότι θα κατεστρέφετο ταχέως υπό του εναντίου του, επειδή η θερμότης διαλύει παν ό,τι επλάσθη εκ του εναντίου αυτής. Και αν ήθελε συστήσει τι από άλας ή νίτρον, δεν θα το έθετε βεβαίως εις το ύδωρ, διότι το υγρόν φθείρει τα αποτελεσθέντα εξ υγρού και ψυχρού.
6. Εάν λοιπόν το ξηρόν και το υγρόν 46 είναι η ύλη πάντων των σωμάτων εύλογον να υποθέσωμεν ότι τα συσταθέντα από υγρόν και ψυχρόν θα είναι εις υγρόν περιέχον, και τα εκ ξηρού (στερεού) ποιηθέντα θα είναι εις το ξηρόν (στερεόν).
7. Διά τούτο τα δένδρα δεν φύονται εις το ύδωρ, αλλ' εις την ξηράν. Και όμως, κατά την εξήγησιν του Εμπεδοκλέους, έπρεπε να έρχωνται εις το ύδωρ, διότι είναι λίαν ξηρά, ή, καθώς λέγει, είναι "λίαν πυρώδη". Διότι θα ήρχοντο εις αυτό τα δένδρα, ουχί διότι είναι ψυχρόν, αλλά διότι είναι υγρόν.
8. Αι φυσικαί συστάσεις λοιπόν της όλης 47 εις οιονδήπητε τόπον υπάρχουσιν, είναι τοιαύται οίος είναι ο τόπος· αι μεν υπάρχουσαι εις το ύδωρ είναι υγραί, αι δε εις ξηράν γην ξηραί, και αι εν τω αέρι είναι θερμαί. Αι αποκτηθείσαι ιδιότητες όμως συντηρούνται περισσότερον, αι μεν έχουσαι υπερβολικήν θερμότητα εις το ψυχρόν, αι δε έχουσαι υπερβολικήν ψυχρότητα εις το θερμόν. Διότι ο τόπος επαναφέρει εις την προσήκουσαν ισορροπίαν την υπερβολήν της ιδιότητος. Ταύτην λοιπόν την ισορροπίαν τα ζώντα πρέπει να ζητώσιν εις τους τόπους τους οικείους εις εκάστην ύλης οργάνωσιν και κατά τας μεταβολάς του συνήθους κλίματος. Διότι αι ιδιότητες της ύλης δύνανται να είναι εις αντίθεσιν προς τον τόπον της διαμονής, αλλά τούτο είναι αδύνατον κατά την αρχικήν σύστασιν της ύλης.
9. Ότι λοιπόν ουχί εξ αιτίας της φυσικής θερμότητος άλλα μεν ζώα είναι ένυδρα άλλα δε πεζά, ως λέγει ο Εμπεδοκλής, αρκούσι να αποδείξωσι τα ειρημένα, και προσέτι να εξηγήσωσι διατί άλλα μεν έχουσι πνεύμονα, αλλά δε δεν έχουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'
Σύστασις και λειτουργία του πνεύμονος εις τα ανώτερα ζώα.
1. Διατί δε τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα δέχονται τον αέρα και αναπνέουσι, και μάλιστα όσα εξ αυτών έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος;
2. Αίτιον τούτου είναι ότι ο πνεύμων είναι σπογγώδης και πλήρης σωλήνων. Το μέρος τούτο έχει το περισσότερον αίμα εξ όλων των ονομαζομένων σπλάγχνων.
3. Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα, έχουσι χρείαν ταχείας καταψύξεως, διότι η ζωική θερμότης είναι λίαν ευκίνητος και διότι η ψύξις πρέπει να εισέρχηται εις όλον το εσωτερικόν του ζώου ένεκα της αφθονίας του αίματος και της θερμότητος. Και τα δύο δε ταύτα ο αήρ δύναται ευκόλως να εκτελή, διότι είναι φύσει λεπτός και εισδύων εις όλον το ζώον ταχέως ψύχει αυτό 48, ενώ το ύδωρ (θα εξετέλει) το εναντίον. Και ότι ιδία αναπνέουσιν εκείνα τα ζώα, όσων ο πνεύμων έχει αίμα, είναι φανερόν εκ τούτου, ότι δηλ. το θερμότερον έχει χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, και συνάμα ο αήρ, ενώ πληροί τους πνεύμονας, ευκόλως φθάνει μέχρι της αρχικής πηγής της ζωικής θερμότητας, ήτις είναι εv τη καρδία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣT'
Αναφοραί της καρδίας πρός τον πνεύμονα και τα βράγγια. Θέσις της καρδίας και σύστασις. Θάνατος η παύσις της κινήσεως του πνεύμονος και των βραγχίων.
1. Τον τρόπον, καθ' ον η καρδία συγκοινωνεί με τον πνεύμονα, πρέπει να ίδωμεν και εις τα ανατεμνόμενα ζώα και εις τα συγγράμματα περί "Ζώων Ιστορίας".
2. Γενικώς η φύσις των ζώων έχει χρείαν καταψύξεως 49 ένεκα της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εις την καρδίαν 50. Την κατάψυξιν δε ταύτην ενεργούσι διά της αναπνοής όσα εκ των ζώων έχουσιν ου μόνον καρδίαν, αλλά και πνεύμονα. Όσα δε έχουσι καρδίαν, ουχί δε πνεύμονα, καθώς οι ιχθύς, επειδή η φύσις αυτών είναι να ζώσιν εις το ύδωρ, ενεργούσι την κατάψυξίν των εις το ύδωρ δια των βραγχίων.
3. Ποίαι δε είναι αι σχετικαί θέσεις της καρδίας και των βραγχίων πρέπει να ίδωμεν διά της όψεως εις τας ανατομάς, και εις τας ιστορίας των ζώων, καθ' όσον αφορά τας λεπτομερείας. Αλλ' ίνα και τώρα συγκεφαλαιώσωμεν, τα πράγματα έχουσιν ως εξής: Φαίνεται ίσως ότι η καρδία δεν έχει την αυτήν θέσιν εις τα χερσαία ζώα όπως και εις τους ιχθύς, αλλ' όμως είναι εις την αυτήν θέσιν· διότι η καρδία έχει την κορυφήν αυτής προς το μέρος, όπου τα ζώα κλίνουσι τας κεφάλας αυτών. Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα χερσαία και εις τους ιχθύς 51, η καρδία τούτων έχει τήν κορυφήν εστραμμένην προς το στόμα 52.
4. Διευθύνεται δε από του άκρου της καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος. Και από το εν και από το άλλο μέρος της καρδίας άλλοι σωλήνες διευθύνονται εις το άκρον εκάστου των βραγχίων, διά των οποίων γίνεται η κατάψυξις της καρδίας, διότι το ύδωρ πάντοτε διοχετεύεται διά των βραγχίων.
5. Ομοίως δε και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσιν, ο θώραξ κινείται πολλάκις άνω και κάτω, όταν ταύτα δέχωνται και εξάγωσι τον αέρα, τον οποίον αναπνέουσι, όπως συμβαίνει εις τα βράγχια των ιχθύων. Και όσα μεν ζώα αναπνέουσιν εις ολίγον αέρα και τον αυτόν (μη ανανεούμενον) αποπνίγονται 53, διότι και ο αήρ και το ζώον γίνονται ταχέως θερμά, επειδή η επαφή του αίματος 54 θερμαίνει και τα δύο. Όταν όμως το αίμα είναι θερμόν, εμποδίζει την κατάψυξιν. Και όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή δια πάθημα τι ή διά γήρας, τότε αναγκαίως αποθνήσκουσιν,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'
Περί Ζωής και Θανάτου. Ο θάνατος είναι, βίαιος ή φυσικός. Ο φυσικός είναι αποτέλεσμα ελλείψεως θερμότητος εν τη καρδία. Θάνατος εκ γήρατος. Νοσήματα πνεύμονας.
1. Εις πάντα λοιπόν τα ζώα είναι κοινά η γέννησις και ο θάνατος, οι τρόποι δε αυτών διαφέρουσι κατ' είδος.
2. Ο θάνατος δεν είναι άνευ διαφορών, έχει όμως πάντοτε κοινόν τι. Ο θάνατος είναι άλλοτε μεν βίαιος, άλλοτε δε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία αυτού είναι έξωθεν, φυσικός δε όταν η αιτία είναι εν αυτώ τω ατόμω. Και η σύστασις του πνεύμονος 55 είναι τοιαύτη εξ αρχής 56 και δεν είναι ιδιότης τις επίκτητος.
3. Εις τα φυτά η πορεία αυτή λέγεται αποξήρανσις, εις δε τα ζώα γήρας. Ο θάνατος δε και η καταστροφή είναι όμοια εις πάντα τα μη ατελή (κατά την ανάπτυξιν) ζώα. Και εις τα ατελή είναι παρόμοια, αλλ' ο τρόπος είναι διάφορος. Ατελή δε λέγω τα ωά, π. χ. και τα σπέρματα των φυτών, όταν δεv έχωσιν ακόμη ρίζας.
4. Εις πάντα λοιπόν η καταστροφή γίνεται δι' έλλειψιν θερμότητος, εις δε τα τέλεια (κατά την ανάπτυξιν) γίνεται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η ζωική αρχή. Είναι δε αύτη, ως είπομεν πρότερον 57, το μέρος, εις το οποίον συνενούνται το άνω και το κάτω μέρος του ζώου, και εις μεν τα φυτά είναι το μέσον μεταξύ στελέχους και ρίζης, εις δε τα άναιμα το μέρος το ανάλογον με την καρδίαν.
5. Τίνα δε εκ τούτων έχουσιν εν δυνάμει πολλά ζωικά κέντρα, oυχί όμως και εν ενεργεία. Διά τούτο και τινα εκ των εντόμων ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και όσα εκ των εναίμων δεν είναι πολύ καλώς οργανωμένα, ζώσι πολύν χρόνον, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών, ως αι χελώναι, αίτινες και κινούνται με τους πόδας, ενώ ακόμη έχουσι τα χελώνια (καύκαλον), διότι η φύσις αυτών δέν είναι ωργανωμένη καλώς, ομοιάζουσι δε με τα έντομα.
6. Η αρχή δε της ζωής εκλείπει εις τα έχοντα αυτήν, όταν η θερμότης η μετ' αυτής συνδεδεμένη δεν ελαττούται εκ καταψύξεως. Διότι, καθώς είπομεν πρότερον, η θερμότης καταναλίσκει αυτή εαυτήν. Όταν λοιπόν ο πνεύμων εις τα μεν, και τα βράγχια εις τα αλλά, σκληρύνονται και συν τω χρόνω ξηραίνωνται, εις ταύτα μεν τα βράγχια και εις εκείνα ο πνεύμων, και γίνωνται γεώδη, τα ζώα δεν δύνανται πλέον να κινώσι τα όργανα ταύτα, ούτε να τα διαστέλλωσι και να τα συστέλλωσι, επί τέλους δε επιτεινομένης της καταστάσεως ταύτης οξύνεται το πυρ (της ζωής).
7. Διά τούτο, όταν εις το γήρας μικρά νοσήματα συμβώσιν, ο θάνατος επέρχεται ταχέως. Τω όντι η θερμότης τότε είναι ολίγη, διότι το περισσότερον μέρος αυτής κατηναλώθη κατά τήν διάρκειαν της ζωής, και επομένως οιαδήποτε επέλθη επίτασις της λειτουργίας του πνεύμονος, ταχέως αποσβύνεται το πυρ. Αποσβύνεται δε διά παραμικράν κίνησιν μη ον πλέον ή αμυδρά και μικρά φλοξ εις το ζώον.
8. Δια τούτο και ό κατά το γήρας θάνατος είναι άλυπος 58 και οι γέροντες αποθνήσκουσι χωρίς να συμβή εις αυτούς κανέν βίαιον πάθημα, αλλ' η ψυχή αποχωρίζεται, χωρίς να το αισθανθώσι παντελώς.
9. Και όσα νοσήματα ποιούσι σκληρόν τον πνεύμονα ή διά φυμάτων ή δι' εκκρίσεων 59 ή δι' υπερβολικής νοσηράς θερμότητος, ως είναι εις τους πυρετούς, επιταχύνουσι την αναπνοήν, διότι ο πνεύμων δεν δύναται πολύ ευρέως να διαστέλλεται υψούμενος και να συστέλληται· και τέλος, όταν δεν δύνανται πλέον να κάμνωσι την κίνησιν ταύτην 60, τελευτωύσιν οι άνθρωποι αποπνέοντες την τελευταίαν πνοήν αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'
Ορισμός γεννήσεως, νεότητος, γήρατος, ζωής και θανάτου, πάντων αναφερομένων εις τήν φυσικήv θερμότητα, καθ' όσον άρχεται, ακμάζει ή σβύνεται.
1. Γέννησις είναι λοιπόν η πρώτη συμπλοκή 61 της θρεπτικής ψυχής με την θερμότητα. Ζωή είναι η εμμονή της συνενώσεως ταύτης· νεότης δε είναι η ανάπτυξις του πρώτου οργάνου, όπερ καταψύχει (το ζώον), γήρας δε είναι η καταστροφή αυτού, ακμή δε είναι το μέσον μεταξύ νεότητος και γήρατος.
2. Θάνατος δε και καταστροφή βίαιος είναι η απόσβεσις και ο μαρασμός της ζωικής θερμότητος (ήτις φθείρεται και διά τας δύο αιτίας ταύτας)· η δε φυσική μάρανσις του αυτού τούτου θερμού παράγεται διά τον πολύν χρόνον, και είναι κανονικόν τέλος ζωής, καλείται δε ως προς τα φυτά ξήρανσις, ως προς δε τα ζώα θάνατος.
3. Και ο μεν κατά το γήρας θάνατος είναι ο μαρασμός του οργάνου, διότι διά το γήρας γίνεται αδύνατον να καταψύχη το ζώον.
4. Είπομεν λοιπόν τί είναι η γέννησις, η ζωή και ο θάνατος, και δια ποίας αιτίας υπάρχουσιν εις τα ζώα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'
Ανακεφαλαίωσις των ειρημένων περί πνεύμονος και βραγχίων.
1. Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει να πνίγωνται εις το υγρόν όσα ζώα αναπνέουσι 62 και εις τον αέρα οι ιχθύς. Εις τους ιχθύς δηλ. η κατάψυξις 63 γίνεται διά του ύδατος, εις τα άλλα δε διά του αέρος, και ταύτα δε και εκείνα στερούνται των στοιχείων τούτων, όταν μεταβάλλωσι τον τόπον της διαμονής των.
2. Θα είπωμεν εφεξής ποία είναι η αιτία της κινήσεως των βραγχίων εις τους ιχθύς και των πνευμόνων εις τα άλλα· καθ' όσον τα όργανα ταύτα διαστέλλονται και συστέλλονται, τα μεν εκπνέουσι και εισπνέουσι τον αέρα, τα δε δέχονται και απορρίπτουσι το υγρόν. Προσέτι θα εξηγήσωμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου εν τοις επομένοις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'
Τρείς εν τη καρδία κινήσεις: πήδησις, σφύξις, αναπνοή.
1. Τρία δε είναι όσα συμβαίνουσιν εις την καρδίαν, τα οποία φαίνονται μεν ότι έχουσι την αυτήν φύσιν, αλλ' όμως είναι διάφορα, ήτοι πήδησις (άτακτος κίνησις) 64, σφυγμός και αναπνοή.
2. Η πήδησις είναι η συγκέντρωσις εν τη καρδία θερμότητος ένεκα καταψύξεως άλλων μερών, ήτις δύναται να είναι ή εκκριματική ή διαλυτική 65, ως εις την νόσον, ήτις λέγεται παλμός καρδίας 66, και εις άλλας νόσους και έτι εις τους φόβους. Διότι και οι φοβούμενοι καταψύχονται εις τα άνω μέρη, η δε θερμότης φεύγουσα και συγκεντρουμένη εις την καρδίαν προξενεί την πήδησιν, συμπιεζομένη εις μικρόν χώρον ούτως, ώστε ενίοτε τα ζώα αποσβύνονται και αποθνήσκουσι διά φόβον και πάθημα νοσηρόν.
3. Ο δε γινόμενος σφυγμός της καρδίας, τον οποίοv αύτη φαίνεται ότι ενεργεί πάντοτε συνεχώς, είναι όμοιος με την κίνησιv, την οποίαν προξενούσι τα οιδήματα 67 μετά άλγους, διότι η μεταβολή αύτη του αίματος δεν είναι φυσική 68. Γίνεται δε η κίνησις έως ου το κακόν ωριμάση και γίνη πύον.
4. Τό πάθημα δε τούτο ομοιάζει με βρασμόν διότι ο βρασμός γίνεται όταν το υγρόν εξατμίζηται υπό τής θερμότητος. Τω όντι τούτο υψούται τότε, διότι αυξάνεται ο όγκος αυτού. Τέρμα δε της ατάκτου κινήσεως των οιδημάτων τίθεται, όταν το πύον δεν εξατμισθή και γένηται πυκνότερον το υγρόν, του δε βρασμού τέρμα είναι ξ πτώσις του υγρού έξω του περιέχοντος αυτό (αγγείου).
5. Εις δε την καρδίαν η δια της θερμότητος παραγομένη εξόγκωσις του υγρού, όπερ φέρει αδιαλείπτως η τροφή, προξενεί τον σφυγμόν, διότι η εξόγκωσις ανυψοί την εξωτερικήν μεμβράναν της καρδίας. Και η κίνησις αύτη πάντοτε γίνεται συνεχώς, διότι πάντοτε επιρρέει συνεχώς το υγρόν, εκ του οποίου γίνεται το αίμα.
6. Tο αίμα πρώτον εις την καρδίαν διαπλάσσεται, ως φαίνεται κατά τας αρχάς της γεννήσεως (ζώου), διότι, αν και δεν διακρίνονται ακόμη αι φλέβες, η καρδία όμως φαίνεται, ότι έχει αίμα. Και δια τούτο ο σφυγμός είναι ταχύτερος εις τους νέους παρά εις τους γέροντας, διότι η αναθυμίασις είναι μεγαλυτέρα εις τους νεοτέρους.
7. Και πάσαι αι φλέβες 69 έχουσι σφυγμόν, και κτυπούσι συγχρόνως, διότι όλαι εξαρτώνται εκ της καρδίας. Η καρδία δε κινείται πάντοτε, άρα και αι φλέβες είναι πάντοτε εις κίνησιν, ήτις γίνεται συγχρόνως εις όλας, εφ' όσον η καρδία τας κινεί.
8. Πήδησις λοιπόν (παλμός) της καρδίας είναι η κίνησις αντιστάσεως κατά της συγκεντρώσεως του ψυχρού, σφυγμός δε είναι η εξάτμισις του υγρού, όταν θερμαίνηται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'
Πώς γίνεται η αναπνοή διά του πνεύμονος. Εισπνοή και εκπνοή διά της αλληλεπιδράασως του αέρος και της ζωικής θερμότητος. Βράγχια. - Περί υγιείας και νόσου.
1. Η αναπνοή γίνεται, όταν η θερμότης αυξάνηται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η θρεπτική αρχή. Διότι. καθώς και τα άλλα σωματικά στοιχεία, ούτω και η θερμότης αύτη έχει χρείαν τροφής, και αύτη περισσότερον των άλλων, διότι είναι πηγή της τροφής των άλλων.
2. Κατ' ανάγκην δε αύτη, όταν αυξάνηται, ανυψώνει το όργανον (εις το οποίον είναι). Δέον δε να φαντασθώμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου ομοίαν με τα φυσερά των χαλκείων· διότι ούτε ο πνεύμων ούτε η καρδία απέχουσι πολύ από του να λαμβάνωσι τοιούτον σχήμα. Τα τοιαύτα όργανα είναι διπλά. Η θρεπτική δε αρχή πρέπει να είναι εν τω κέντρω της ζωτικής δυνάμεως.
3. Ο πνεύμων λοιπόν ανυψούται εξογκούμενος, όταν δε εξογκούται, κατ' ανάγκην διαστέλλεται και το μέρος το περιέχον τον πνεύμονα. Και τούτο φαίνονται, ότι κάμνουσιν οι αναπνέοντες, ανυψούσι δηλ. το στήθος, διότι η αρχή, ήτις υπάρχει εις το μέρος τούτο, κάμνει το αυτό. Τω όντι, όταν υψούται ο πνεύμων, αναγκαίως, όπως συμβαίνει εις τα φυσερά, εισέρχεται έξωθεν ο αήρ, όστις είναι ψυχρός και δια της ψύξεως, την οποίαν ενεργεί, ελαττώνει την υπερβολικήν θερμότητα έσω.
4. Καθώς δε, όταν η θερμότης αυξάνηται, ο πνεύμων ανυψούται, ούτω και όταν εκείνη ελαττούται, κατ' ανάγκην ούτος συστέλλεται· και όταν ούτος συστέλληται, εξ ανάγκης ο εισελθών αήρ πρέπει να εξέρχηται, και εισέρχεται μεν ψυχρός, εξέρχεται δε θερμός, διότι θίγεται υπό της θερμότητος, ήτις είναι εις το όργανον τούτο. Συμβαίνει δε τούτο προ πάντων εις τα ζώα, των οποίων ο πνεύμων είναι πλήρης αίματος. Διότι ό αήρ πίπτει εις τους πολυαρίθμους σωλήνας, οίτινες είναι εις τον πνεύμονα και ομοιάζουσι με αύλακας, εις έκαστον δε των σωλήνων παράκεινται φλέβες, ούτως ώστε ο πνεύμων ολόκληρος φαίνεται πλήρης αίματος.
5. Ονομάζεται δε η είσοδος του αέρος εις τον πνεύμονα εισπνοή, η δε έξοδος εκπνοή. Και η κίνησις αύτη γίνεται πάντοτε συνεχώς, εφ' όσον το ζώον ζη και κινεί συνεχώς το όργανον τούτο, και διά τούτο η ζωή συνίσταται εκ της εισπνοής και εκπνοής.
6. Κατά τον αυτόν δε τρόπον γίνεται και η κίνησις των βραγχίων εις τους ιχθύς. Όταν δηλαδή υψούται η θερμότης του αίματος χωρούντος διά των μερών τούτων, υψούνται και τα βράγχια και αφίνουσι το ύδωρ να διέλθη· όταν δε η θερμότης καταβή εις την καρδίαν διά των αγγείων και γίνηται η κατάψυξις, τα ζώα συστέλλουσι τα βράγχια και απορρίπτουσι το ύδωρ. Αλλ' η θερμότης, ήτις διαρκώς υψούται εν τη καρδία, διαρκώς δέχεται πάλιν το στοιχείον, όπερ καταψύχει αυτήν.
7. Διά τούτο και εις τα χερσαία το ζην και το μη ζην συνίσταται επί τέλους εις το αναπνέειν, και εις τους ιχθύς συνίσταται εις το δέχεσθαι το υγρόν.
8. Περί της ζωής λοιπόν και του θανάτου και περί όσων σχετίζονται με την μελέτην ταύτην είπομεν σχεδόν περί πάντων.
9. Περί δε της υγιείας και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά τί διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενον τι εκ διαφόρου επόψεως αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων· ότι δε αύται είναι μελέται συνορεύουσαι μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ αυτής να λαμβάνωαι τας αρχάς των, και αφ' ετέρου οι ικανότατοι εκ των περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής.
Σημειώσεις
(1) Τοιούτοι εivαι ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο Πλάτων.
(2) Ήτοι διά των πνευμόνων. Κατά τον Αριστοτέλη η αναπνοή συνίσταται εις την εισπνοήν και εκπνοήν του αέρος. Κατά την νεωτέραν φυσιολογίαν η αναπνοή δηλοί εν γένει την αναπνοήν του οξυγόνου και την εκπνοήν του ανθρακικού οξέως, ήτις γίνεται διά των πνευμόνων, του δέρματος, των βραγχίων και του πεπτικού σωλήνος.
(3) Ή διά τας διαστάσεις.
(4) Η αναπνοή ψύχει το ζώον και μετριάζουσα την φυσικήν θερμότητα αυτού διατηρεί την ζωήν.
(5) Εισέρχεται ο αήρ, όταν εξωθείται το ύδωρ διά της κινήσεως των βρόγχων. Αλλά τότε έπρεπε να ευρίσκονται οι ιχθύς πάντοτε εις την επιφάνειαν του ύδατoς, ίνα αναπνέωσιν αέρα. Αλλά τούτο είναι σπανιώτατον. Δέον άρα να υποθέσωμεν, ότι ο αήρ είναι και εν τω ύδατι, ίνα oι ιχθύς δύνανται να τον αναπνεύσωσιν. Εκ τούτου η γνώμη του Διογένους εν τη 4§.
(6) Ο Αναξαγόρας και ο Διογένης εξηγούντες μόνον την εισπνοήν, ου δέν λέγουσι περί εκπνoής, και καταλύουσι το ήμισυ των πραγμάτων, ως ειπεν ανωτέρω.
(7) Kατά τον Αναξαγόραν.
(8) Κατά τον Διογένην.
(9) Θα είχον την δύναμιν να αναπνέωσιν.
(10) Ίνα εισπνεύσωσι τον εξωτερικόν αέρα.
(11) Τα αναφερόμενα εις τους ανθρώπους και τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα.
(12) Ως oι άνθρωποι και τα άλλα ζώα.
(13) Όρα "περί Ψυχής" Βιβλ. Α. Κεφ. 1.
(14) Ή της τοπικής εν γένει κινήσεως, ή μάλλον της μερικής, ήτις αποτελεί την αναπνοήν.
(15) Kαι όμως ανφότερα ταύτα είναι πραγματικά και προέρχονται εκ της ελαστικότητος του αέρος.
(16) Όπως ο άνθρωπος και τα άλλα όσα έχουσι πνεύμονα.
(17) Τουτέστιν έπρεπε η αναπνοή να είναι αναγκαιοτέρα εv τω ψύχει παρά εv τη θερμότητι, αλλ' όμως συμβαίνει το ενάντιον, διότι κλ.
(18) Kατά την θεωρίαν του Δημοκρίτου.
(19) Παροιμία εφαρμοζομένη ενταύθα, διότι ο Δημόκριτος θεωρεί τα ψυχικά άτομα ταυτά με τα θερμά άτομα.
(20) Η Πλατωνική εξήγησις της κυκλικής κινήσεως της εισπνοής και εκπνοής εφαρμόζεται εις την ελλάττωσιν της ζωικής θερμότητος. Τίμ. 79 Α.
(21) Διά των πόρων της σαρκός εις τον θώρακα.
(22) Σήμερον όμως η αναπνοή θεωρείται ως καύσις.
(23) Διότι διαστέλλει η θερμότης.
(24) Η επέκτασις λοιπόν ή ανύψωσις δεν εξηγείται διά του αέρος εν τη θεωρία του Εμπεδοκλέους.
(25) Η θρεπτική ψυχή καλείται πρώτη, διότι η θρέψις είναι απαραιτήτως αναγκαία εις τας άλλας δυνάμεις, ενώ αύτη δύναται να υπάρχη και άνευ των άλλων.
(26) Ως είναι τα έντομα και τα μαλάκια.
(27) Ο Αριστοτέλης ανέταμε σώματα ζώων, αλλ' αμφίβολον αν και ανθρώπων. Εκ των ζώων συμπεραίνει περί ανθρώπων. Το ανθρώπινον σώμα εθεωρείτο ιερόv, και διά τούτo δεν υπεβάλλετο εις αvατομήv.
(28) Η φύσις διά της φυσικής θερμότητος παρέσχε και εις την θρεπτικήν δύναμιν θερμότητα.
(29) Είς τε την ζωικήν θερμότητητα και εις το άψυχον πυρ.
(30) Φυσικής αποσβέσεως.
(31) Των εντόμων το αίμα είναι συνήθως άχρουν υγρόν, ενίοτε κίτρινον ή πρασινωπόν, σπανίως ερυθρόν, και ο Αριστοτέλης δεν εθεώρει αυτό αίμα.
(32) Ίνα επαναλάβωσι την αναπνοήν.
(33) Τα έντομα.
(34) Τα μαλάκια και τα οστρακόδερμα.
(35) Τα ζωοτοκούντα εν εαυτοίς είναι τα μαστοφόρα. Τα ζωοτοκούντα εκτός εαυτώv είναι τα ωοτόκα.
(36) Τα ζώα ταύτα είναι αμφίβια.
(37) Εντός του σώματος των.
(38) Μάλλον παρά με πόδας.
(39) Και έχουσι πνεύμονα.
(40) Και έχουσι βράγχια.
(41) Όπως πάντα οι ιχθύς.
(42) Αναγκάζονται να δεχθώσι συγχρόνως το υγρόν, όπερ εισάγεται μετά της τροφής των.
(43) Εξαιρουμένων των κητωδών, τα οποία έχουσι πνεύμονας και λαμβάνουσι την κατάψυξιν εαυτών εκ του αέρος.
(44) Ου μόνον θρεπτικήν αλλά και αισθητικήν και νοητικήν.
(45) Και εν τη συστάσει αυτών επικρατεί εν στοιχείον, αήρ, κ λ.
(46) Και το θερμόν και το ψυχρόν.
(47) Φυτά και ζώα.
(48) Ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εδόξαζον ότι ο αήρ εισχωρεί διά των πόρων τoυ σώματος.
(49) Tαύα πάντα είναι θεωρίαι του "Τιμαίου" του Πλάτωνος.
(50) Ο Πλάτων θέτει την ψυχήν εις τον εγχέφαλον, διότι εν αυτή βλέπει προ πάντων τον νουν. Αλλ' ο Αριστοτέλης συνταυτίζων την ψυχήν με την ζωήν εξ ανάγκης θέτει την ψυχήν εις το κέντρον της ζωής, την καρδίαν.
(51) Οίτινες δεv έχουσι λαιμόν.
(52) Τούτο όμως συμβαίνει και εις τα άλλα ζώα.
(53) Η χημεία απέδειξεν από του τέλους του 18ου αιώνος, ότι ο υπό των ζώων αναπνεόμενος αήρ μολύνεται πληρούμενος ανθρακικού οξέος, και ούτω γίνεται πνικτικός.
(54) Η επαφή του αίματος αφαιρεί εκ του αέρoς το οξυγόνον, και ούτω φθείρει αυτόν.
(55) Ο Αριστοτέλης φαίνεται αποδίδων τον θάνατoν εις αλλοίωσιν του πνεύμονος.
(56) Εσωτερική.
(57) Όρα περί Νεότητος και Γήρως.
(58) Ως επί το πλείστον.
(59) Ανωμάλων και υπερβολικών.
(60) Της διαστολής και συστολής του πνεύμονος.
(61) Μέθεξις, λέγει ο Αριστοτέλης.
(62) Διά των πνευμόνων.
(63) Αύτη είναι η θεωρία του Πλατωνικού Τιμαίου.
(64) Πήδησις λέγει την ανώμαλον και άτακτον κίνησιν (παλμόν) της καρδίας, σφυγμόν, δε τήν τακτικήν και κανονικήν. Αλλ' η αναπνοή αναφέρεται μάλλον εις τον πνεύμονα παρά εις την καρδίαν.
(65) Ως είναι λ. χ. η εκ των δηλητηρίων.
(66) Ως συμβαίνει εις τους ανευρισμούς της καρδίας.
(67) Φύματα λέγει το κείμενον. Τοιαύτα είναι οι δοθιήνες, κ. λ.
(68) Η κίνησις όμως της καρδίας, φυσική ούσα, δεv προξενεί πόνον.
(69) Αι αρτηρίαι μόναι.
Περι Νεότητος και Γήρος και Ζωής και Θανάτου
Περι Νεότητος και Γήρος και Ζωής και Θανάτου
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Γενικά περί της ζωής. Οργανισμός ζώων και ανθρώπου. Αναφοραί και διαφοραί ζώων και φυτών. Το έμπροσθεν και όπισθεν των ζώων. Το άνω και το κάτω ζώων και φυτών.
1. Δέον να πραγματευθώμεν νυν περί νεότητος και γήρως, και περί ζωής και θανάτου. Συνάμα είναι αναγκαίον ίσως να είπωμεν τας αιτίας της αναπνοής, διότι τινά εκ των ζώων συμβαίνει ένεκα της αναπνοής να ζώσιν ή να μη ζώσιν 1.
2. Αλλαχού ωμιλήσαμεν περί ψυχής και απεδείξαμεν, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η ουσία αυτής το σώμα, είναι όμως φανερόν ότι είναι αύτη είς τι μέρος του σώματας 2 και ότι είναι εις μέρος τοιούτον, το οποίον έχει μεγίστην δύναμιν εις τα μέλη του σώματος. Τα άλλα μέρη της ψυχής, είτε μέρη είτε δυνάμεις πρέπει να καλούνται, επί του παρόντος ας παραλίπωμεν.
3. Εκ των όντων, τα οποία λέγονται ότι είναι ζώα και ότι ζώσιν, εις εκείνα, τα οποία έχουσι και τα δυο ταύτα (λέγω δηλ. το να είναι ζώα και να ζώσι) πρέπει αναγκαίως να είναι έν και το αυτό μέρος εκείνο, δι' ου ζώσι και δι' ό λέγονται ζώα 3. Τω όντι το μεν ζώον, καθό ζώον αδύνατον είναι να μη ζη· καθ' όσον δε ζη, δεν είναι διά τούτο αναγκαίον να είvαι ζώον. Διότι τα φυτά ζώσι μεν, αλλά δεν έχουσιν αίσθησιν, και διά της αισθήσεως διακρίνομεν το ζώον από εκείνου, το οποίον δεν είναι ζώον. Αριθμητικώς λοιπόν ταύτα είναι εξ ανάγκης εν και το αυτό μέρος, αλλά κατά τον τρόπον της εκδηλώσεως (λειτουργίας) είναι πολλά και διάφορα 4, διότι δεν είναι το αυτό πράγμα το vα είναι το ζώον και το να ζή.
4. Επειδή λοιπόν εκτός των (ειδικών) αισθητηρίων υπάρχει κοινόν αισθητήριον, εις το οποίον εξ ανάγχης αι εν ενεργεία αισθήσεις συνενούνται, τούτο δέον να είναι εις το μέσον του λεγομένου έμπροσθεν και όπισθεν εν τω ζώω. Έμπροσθεν μεν λέγεται το μέρος, το οποίον είναι προς την χώραν της αισθήσεως5. Όπισθεν δε είναι το μέρος το εναντίον τούτου.
5. Προσέτι, επειδή το σώμα πάντων των ζώντων διαιρείται εις άνω και κάτω μέρη, (διότι πάντα τα ζώα καθώς και τα φυτά έχουσι το άνω και το κάτω), είναι φανερόν ότι την θρεπτικήν αρχήν έχουσιν εν τω μέσω των μερών τούτων. Τω όντι, το μέρος το περιέχον το όργανον, δι' ου εισέρχεται η τροφή καλούμεν άνω 6, αποβλέποντες προς αυτό το σώμα και όχι προς, τας διευθύνσεις του περιστοιχίζοντος αυτό σύμπαντες7. Κάτω δε μέρος λέγομεν το μέρος, δι' ου πρώτον το ζώον αποβάλλει το περίττωμα. 6. Η θέσις δε των μερών τούτων εις τα φυτά και εις τα ζώα είναι εναντία. Τω όντι εκ των ζώων εις τον άνθρωπον ένεκα της ορθής στάσεως του προ πάντων υπάρχει τούτο, το να έχη το άνω μέρος του κατά την αυτήν διεύθυνσιν, καθ' ην είναι το άνω του κόσμου σύμπαντος. Εις δε τα άλλα ζώα υπάρχει εις τον μεταξύ 8 τόπον. Αλλά τα φυτά, τα οποία είvαι ακίνητα και λαμβάνουσιν εκ της γης την τροφήν αυτών, κατ' ανάγκην έχουσι πάντοτε προς τα κάτω το μέρος τούτο. Διότι αι ρίζαι των φυτών είναι ανάλογοι προς το λεγόμενον στόμα των ζώων, διά του οποίου τα μεν φυτά λαμβάνουσι την τροφήν των εκ της γης, τα δε ζώα αμέσως αφ' ευατών 9.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Εκ των τριών μερών του ζώου κυριώτερον το μέσον. Τα φυτά και τα έντομα διαιρούνται, ουχί όμως τα ανώτερα ζώα.
1. Τρία δε είναι τα μέρη, εις τα οποία διαιρούνται όλα τα εντελώς ανεπτυγμένα ζώα, εν μεν δια του οποίου το ζώον δέχεται την τροφήν, άλλο διά του οποίου αποβάλλει τα περιττώματα, τρίτον δε είναι το μέσον μεταξύ τούτων των δύο, το οποίον εις μεν τα μεγαλύτερα ζώα καλείται στήθος, εις δε τα άλλα είναι ανάλογον τι μέρος10. Τα μέρη ταύτα είς τινα ζώα είναι περισσότερον συνδεδεμένα παρά εις άλλα.
2. Όσα δε ζώα βαδίζουσιν, εκτός των ειρημένων έχουσι χάριν της ενεργείας ταύτης ιδιαίτερα όργανα, τα οποία βαστάζουσιν όλον τον κορμόν, είναι δε ταύτα τα σκέλη και οι πόδες και τα εκτελούντα την αυτήν υπηρεσίαν όργανα 11.
3. Αλλ' η αρχή (έδρα) της θρεπτικής ψυχής φαίνεται ότι είναι εις το μέσον των τριών εκείνων μερών, ως δεικνύει η παρατήρησις και ο λόγος 12. Διότι πολλά ζώα, αν αφαιρεθή το έν ή το άλλο μέρος, και η λεγομένη κεφαλή και το μέρος όπερ δέχεται την τροφήν, εξακολουθούσι να ζώσι με το μέρος, μεθ' ου συνδέεται το μέσον. Τούτο δε φανερά συμβαίνει εις τα έντομα, ως εις τας σφήκας και τας μελίσσας. Προσέτι, πολλά ζώα, τα οποία δεν είναι έντομα, αφού διαιρεθώσι, δύνανται να ζώσι διά της λειτουργίας του θρεπτικού μέρους.
4. Το μέρος δε τούτο είναι ενεργεία έν μόνον, αλλά δυνάμει περισσότερα.
5. Διότι τα ζώα ταύτα έχουσι την αυτήν σύστασιν καθώς τα φυτά. Διότι και τα φυτά, όταν διαιρεθώσι, ζώσι χωριστά και γίνονται πολλά δένδρα εξ ενός, ως εκ μιας αρχής. Αλλαχού δε θα εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν άλλα μεν φυτά δεν δύνανται να ζήσωσιν, όταν χωρισθώσιν, άλλων δε οι κλάδοι μεταφυτεύονται,
6. Αλλά κατά τούτο τα φυτά είναι όμοια με το γένος των εντόμων. Αναγκαίως η θρεπτική ψυχή, εις όσα έχουσιν αυτήν, κατ' ενέργειαν μεν (πραγματικώς) είναι μία, δυνάμει δε (δύναται να γείνη) πολλαί. Το αυτό λέγομεν και περί της αισθητικής ψυχής. Διότι όσα εκ των ζώων διαιρεθώσι, φανερώς διατηρούσιν αίσθησιν.
7. Αλλά ως προς την διατήρησιν της φυσικής ζωής των, τα μεν φυτά διαιρούμενα δύνανται (να διατηρώσιν εαυτά), τα έντομα δε και άλλα ζώα δεν δύνανται, διότι δεν έχουσιν όργανα κατάλληλα προς διατήρησιν των, και οτέ μεν στερούνται του οργάνου, όπερ μέλλει να λάβη την τροφήν, οτέ δε του μέλλοντος να δεχθή εις το σώμα αυτήν. ʼλλα δε δεν έχουσι και τα δύο ταύτα και άλλα ακόμη.
8. Τα ούτω διαιρούμενα ζώα ομοιάζουσι με πολλά ζώα φυσικώς συγκεκολλημένα. Τα ζώα όμως τα άριστα ωργανωμένα δεν δύνανται να υποστώσι την διαίρεσιν ταύτην, διότι η φύσις αυτών είναι όσον το δυνατόν τελείως μία. Διά τούτο και μέρη τινά, όταν χωρισθώσι, δεικνύουσι μικράν αισθητικότητα, διότι αισθάνονται ακόμη ψυχικόν τι πάθος. Ούτως, όταν τα σπλάγχνα χωρίζωνται, εξακολουθουσι σωματικαί τινες κινήσεις, ως ποιούσιν αι χελώναι, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Πάντα τα ζώντα έχουσι μέσον ή κέντρον, εν τω οποίω είναι η αρχή της αναπτύξεως των. Αποδείξεις.
1. Ταύτα 13 δε είναι φανερά και επί των φυτών και επί των ζώων·
2. επί μεν των φυτών, εάv παρατηρήσωμεν την γένεσιν αυτών εκ των σπόρων και τας εμβολιάσεις και τας μεταφυτεύσεις. Διότι η εκ του σπέρματος γένεσις αρχίζει πάντοτε εκ του κέντρου (μέσου). Τω όντι πάντες οι σπόροι14 έχουσι δύο λοβούς, και το σημείον, όπου ούτοι φύσει είναι συγκολλημένοι, είναι το σημείον, εξ ου άρχεται η γέννησις, και το μέσον σχετικώς πρός έκαστον των δύο μερών. Εκείθεν δε εξέρχεται ο καυλός και η ρίζα των φυτών· η αρχή δε αμφοτέρων είναι προς τούτοις το κέντρον.
3. Τούτο δε συμβαίνει προ πάντων εις τα στελέχη κατά τας εμβολιάσεις και κατά τας μεταφυτεύσεις. Διότι το στέλεχος είναι η αρχή του κλάδου 15, συνάμα δε και το μέσον αυτού 16. Όθεν ή αφαιρούσιν αυτό 17 ή εμφυτεύουσιν εις αυτό 18 ίνα παραγάγωσιν εκ τούτων ή κλάδους 19 ή ρίζας 20, διότι νομίζουσιν ότι από του κέντρου αρχίζει η ζωή του καυλού και της ρίζης.
4. Και εις τα ζώα δε, τα οποία έχουσιν αίμα, πρώτον όργανον γίνεται η καρδία. Τούτο δε είνε αποδεδειγμένον από όσα παρετηρήσαμεν επί των ζώων, ων την γέννησιν δύναται τις να παρατηρήση. Επομένως και εις τα άναιμα αναγκαίως γίνεται πρώτον το μέρος, όπερ αντιστοιχεί εις την καρδίαν. Ότι δε η καρδία είναι η αρχή των φλεβών είπομεν πρότερον εις τα "περί των μορίων των ζώων"· είπομεν προσέτι ότι εις τα έχοντα αίμα ζώα το αίμα είναι η τελευταία τροφή, από την οποίαν γίνονται τα μέρη αυτών 21.
5. Καίτοι είναι φανερόν ότι ως προς την τροφήν η λειτουργία του στόματος εκτελεί έργον τι, άλλο δε η της κοιλίας. Το κυριώτερον όμως μέρος είναι η καρδία, ήτις επιθέτει το τέλος εις το έργον. Ώστε αναγκαίως και η αισθητική και η θρεπτική ψυχή των εναίμων έχει την αρχήν της εις την καρδίαν διότι το έργον των άλλων μερών ως προς την τροφήν γίνεται μόνον χάριν του έργου, το οποίον εκτελεί η καρδία, και πρέπει κύριον όργανον να είναι εκείνο όπερ ενεργεί διαρκώς προς τον σκοπόν και να μη είναι εκ των μερών, τα οποία εργάζονται χάριν αυτού, όπως ο ιατρός ενεργεί χάριν της υγιείας.
6. Η κυρίαρχος αρχή λοιπόν των αισθήσεων εις όλα τα έχοντα αίμα είναι εις την καρδίαν διότι εν αυτή αναγκαίως είναι το κοινόν αισθητήριον όργανον όλων των άλλων αισθητηρίων. Δύο δε αισθήσεις βλέπομεν φανερά ότι άγουσιν εις την καρδίαν, την γεύσιν και την αφήν 22. Πρέπει λοιπόν και αι άλλαι εκεί να καταντώσι. Διότι εις ταύτην τα όργανα των αλλων αισθήσεων δύνανται να μεταδίδωσι τας κινήσεις των 23, αλλ' αι δύο εκείναι αισθήσεις 24 ουδόλως συγκοινωνούσιν με το άνω μέρος του σώματος.
7. Αλλ' ανεξαρτήτως τούτων, εάν η ζωή όλων των ζώων είναι εις το μέρος εκείνο, την καρδίαν, φανερόν είναι ότι και η αρχή της αισθητικότητος είναι εις την καρδίαν. Τω όντι, καθ' όσον είναι ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι ζη, καθ' όσον δε είναι αισθητικόν το ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι το σώμα είναι ζώον (σώμα ζώου).
8. Διατί δε αισθήσεις τινές φανερώς συνδέονται με την καρδίαν, άλλαι δε με την κεφαλήν (διά τούτο και τινες 25 νομίζουσιν ότι τα ζώα αισθάνονται διά του εγκεφάλου), εξητάσαμεν εις ιδιαιτέραν πραγματείαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Η καρδία είναι, πηγή φυσικής θερμότητος, ης άνευ ούτε ζωή ούτε πέψις θα υπήρχον. Ο θάνατος είναι η σβέσις της θερμότητος ταύτης.
1. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι κατά τα φαινόμενα εις τούτο το μέρος (την καρδίαν) και εις το μέσον των τριών διαιρέσεων του σώματος είνε η αρχή και της αισθητικής ψυχής και η της αυξητικής και θρεπτικής. Αλλά και λογικώς δύναταί τις να είπη το αυτό, διότι εις πάντα τα πράγματα βλέπομεν ότι η φύσις εκ των δυνατών κάμνει πάντοτε το άριστον. Εάν δε εν τω μέσω της ουσίας υπάρχωσι και η μία και η άλλη αρχή, θα έχη εντελώς έκαστον των μελών το εαυτού έργον: ήτοι το επεξεργαζόμενον τελευταίον την τροφήν (η καρδία) και το δεχόμενον αυτήν (το άνω μέρος του πεπτικού σωλήνος). Διότι ούτω το μέσον όργανον θα είναι εις αναφοράν και με την μίαν και με την άλλην. Και η μέση ή κεντρική έδρα αύτη είναι έδρα κυριάρχου.
2. Προσέτι είναι φανερόν, ότι το ον το οποίον μεταχειρίζεται πράγμά τι, και το πράγμα τούτο πρέπει να διαφέρωσι. Και καθώς διαφέρουσι κατά την δύναμιν, ούτω δύνανται να διαφέρωσι και κατά την θέσιν, όπως διαφέρουσιν οι αυλοί και το κινούν τους αυλούς, η χείρ.
3. Εάν λοιπόν το ζώον διακρίνεται, διότι έχει την αισθητικήν δύναμιν, εξ ανάγκης τα έναιμα πρέπει να έχωσι ταύτην εις την καρδίαν, τα δε άναιμα εις το αντίστοιχον μέλος. Πάντα δε τα μέρη και όλον το σώμα των ζώων έχουσι φυσικήν τινα θερμότητα έμφυτον εις αυτά. Διά τούτο, εφ' όσον ζώσι, φαίνονται θερμά, όταν δε αποθάνωσι και στερηθώσι την ζωήν, γίνονται ψυχρά. Βεβαιώς δε εξ ανάγκης η αρχή της θερμότητας ταύτης των εναίμων είναι εις την καρδίαν, των δε αναίμων εις μέρος ανάλογον. Διότι πάντα τα όργανα κατεργάζονται και χωνεύουσι την τροφήν των διά της φυσικής θερμότητας· περισσότερον δε πάντων το δεσπόζον όργανον, η καρδία ή το αναλογούν αυτή (εκτελεί το έργον τούτο). Διά ταύτα, όταν μεν ψύχονται τα άλλα μέρη, η ζωή διαμένει, καταστρέφεται δε τελείως, όταν κρυώση η καρδία, διότι αύτη είναι η πηγή της θερμότητος της διανεμομένης εις όλα τα άλλα όργανα, και η ψυχή είναι οιονεί πεπυρωμένη εις το όργανον τούτο, όπερ εις τα έναιμα είναι η καρδία, εις δε τα άναιμα το ανάλογον όργανον. Λοιπόν πρέπει αναγκαίως να συνυπάρχωσιν η ζωή και η διατήρησις της θερμότητος ταύτης· ο δε καλούμενος θάνατος είναι η απώλεια αυτής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Το πυρ φθείρεται διτιώς: ή μαραίνεται αφ' εαυτού ή σβύνεται υπ' άλλου. Παράδειγμα ανθράκων σβυνομένων και πυρός υποκαίοντος υπό την τέφραν.
1. Αλλά προσέτι βλέπομεν, ότι το πυρ έχει δύο τρόπους φθοράς, μάρανσιν και σβέσιν. Ονομάζομεν δε μάρανσιν, όταν το πυρ φθείρεται αφ' εαυτού, σβέσιν δε όταν υπ' άλλων 26 φθείρηται· η μεν μάρανσις είναι θάνατος (του ζώου) διά γήρας, η δε σβέσις είναι βιαία καταστροφή.
2. Συμβαίνει δε και αι δύο φθοραί να προέρχωνται από την αυτήν αιτίαν. Τωόντι, όταν λείπη η τροφή, επειδή η θερμότης δεν δύναται να λαμβάνη την τροφήν αυτής και να συντηρήται, καταστρέφεται το πυρ· διότι τότε το εναντίον (ψυχρόν) παύει την πέψιν και ούτω εμποδίζει το οv να τρέφηται. ʼλλοτε δε το πυρ συμβαίνει να μαραίνηται, (να σβύνηται αφ' εαυτού), όταν λ. χ. πολλή θερμότης συναθροίζηται 27, διότι το ζώον δεν αναπνέει ούτε ψύχεται. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις.
3. Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού πλησίον πυρός μεγαλυτέρου 28, αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει αυτή καθ' εαυτήν 29, εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η μεγαλυτέρα φλόξ προφθάνει αυτή να καταναλώση την εις την μικράν φλόγα περιεχομένην τροφήν πριν ή έλθη άλλη τροφή· και το πυρ εξακολουθεί πάντοτε να γίνηται και να ρέη ως ποταμός, αλλ' η κίνησις αύτη ένεκα της ταχύτητος αυτής διαφεύγει την αντίληψιν ημών.
4. Είναι λοιπόν φανερόν ότι, εάν πρέπη να διατηρήται η θερμότης (ήτις είναι αναγκαία εις την ζωήν), πρέπει να γίνηται κατάψυξις (ελάττωσις) της θερμότητος, ήτις είναι εις το αρχικόν όργανον (την καρδίαν).
5. Παράδειγμα δε τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν εκείνο, όπερ συμβαίνει εις τους πνιγομένους (σβυνομένους) άνθρακας30. ʼν δηλαδή ούτοι άνευ διακοπής μείνωσιν εντός του ονομαζομένου πνιγέως (κλιβάνου) κεκαλυμμένοι δια πώματος, σβύνονται ταχέως. Αν όμως κάμνη τις αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Ούτω και η κρύψις διά τέφρας (περικάλυψις) του πυρός το διατηρεί, διότι τότε ούτε να αναπνεύση 31 εμποδίζεται από την τέφραν διά την αραιότητα αυτής, και διά του πέριξ αέρος η τέφρα εμποδίζει αυτό να σβεσθή διά την της υπαρχούσης εν αυτώ θερμότητος υπερβολήν32.
6. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'
Αίτια διατηρήσεως της φυσικής θερμότητος των φυτών. Τα ζώα πορίζονται εκ του αέρος και του ύδατος την αναγκαίαν αυτοίς κατάψυξιν.
1. Επειδή δε παν ζώον έχει ψυχήν και δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, ως είπομεν, εις μεν τα φυτά διά της τροφής και δια του στοιχείου του περιέχοντος αυτά δίδεται αρκούσα βοήθεια εις την διατήρησιν της φυσικής θερμότητος. Διότι και η τροφή εισερχόμενη εις τα φυτά προξενεί εις αυτά κατάψυξιν, όπως προξενεί και εις τους ανθρώπους τας πρώτας στιγμάς, κατά τας οποίας εισέρχεται (εις τον στόμαχον) 33. Αι νηστείαι όμως θερμαίνουσι και προξενούσι δίψαν, διότι ο αήρ, όταν μένη ακίνητος, θερμαίνεται πάντοτε, αλλ' όταν η τροφή εισέλθη, ο αήρ κινούμενος καταψύχει το ζώον, έως ού η τροφή χωνευθή.
2. Αλλ' εάν το στοιχείον το περιέχον το φυτόν είνε υπερβολικώς ψυχρόν ένεκα της ώρας του έτους και της συμπτώσεως σφοδρού παγετού, το φυτόν ξηραίνεται· ή αv κατά το θέρος συμβαίνωσιν ισχυροί καύσωνες, και το υγρόν το οποίον λαμβάνει το φυτόν εκ της γης δεν δύναται να φέρη κατάψυξιν, η θερμότης του φυτού σβύνεται και καταστρέφεται. Τότε δε λέγεται ότι το φυτόν ξηρανεται και ότι τα δένδρα γίνονται ηλιόβλητα. Διά τούτο κατά τας εποχάς ταύτας θέτουσιν εις τας ρίζας των φυτών είδη τινά λίθων 34 και ύδωρ εντός αγγείων, όπως ψύχωνται αι ρίζαι των φυτών.
3. Τα δε ζώα, επειδή άλλα μεν ζώσιν εις το ύδωρ, άλλα δε εις τον αέρα, εκ των στοιχείων τούτων και διά τούτων πορίζονται την αναγκαίαν αυτών κατάψυξιν, εκείνα μεν εκ του ύδατος, ταύτα δε εκ του αέρος. Αλλά κατά ποίον τρόπον και υπό ποίους όρους γίνεται τούτο θα είπωμεν μετά τινας εξηγήσεις.
Σημειώσεις
(1) Μόνα τα ζώα τα έχοντα πνεύμονας ή ανάλογον όργανον δύνανται να λέγωνται ότι αναπνέoυσιν. Η χρήσις του ύδατος υπό των ιχθύων χρησιμεύει εις τοιούτον σκοπόν (ψύξιν ή κανονισμόν της θερμοκρασίας), αλλά δεν είναι αναπνοή. Εις τα αναπνέοντα ζώα η ζωή και ο θάνατος εξαρτάται εκ της αναπνοής. Ως φαίνεται, ο Αριστοτέλης δεν παραδέχεται τον γενικόν νόμον, καθ' ον πάντα τα ζώα αvαπνέουσι κατά ένα ή άλλον τρόπον. Περιττόν να επαναλάβωμεν ότι και η προκείμενη πραγματεία προϋποθέτει την "περί Ψυχής" πραγματείαν του Αριστοτέλους.
(2) Εις την καρδίαν, κατά τον Αριστοτέλην.
(3) Δηλ. το θρεπτικόν και το αισθητικόν είναι λειτουργία μιας και της αυτής ζωικής αρχής.
(4) Το θεμελιώδες χαρακτηριστικόν του μεν ζώντος είναι η θρέψις και η γέννησις ομοίου όντος, του δε ζώου είναι η αίσθησις. Αμφότεραι όμως αι λειτουργείαι αύται εν τω ζώω εκτελούνται υπό του κεντρικού οργάνου, της καρδίας.
(5) Τούτο δεv είναι ακριβές ως προς την ακοήν και την όσφρησιν, διότι ακούομεν ήχον ή οσφραινόμεθα οσμήν ερχομένην όπισθεν ημών. Ορθότερον ίσως νοητέον ως έμπροσθεν το άvω, το προς την χώραν των αισθήσεων, αίτινες είναι κυρίως περί την κεφαλήν.
(6) Kαι επειδή διά των ριζών τρέφεται το ζώον, διά τούτο τας ρίζας θεωρεί ως το άνω του φυτού.
(7) ʼνω σχετικώς προς το σύμπαν δηλοί την διεύθυνσιν καθ' ην η φλόξ και τα φωτεινά σώματα κινούνται.
(8) To άνω μέρος αυτών είναι εστραμμένον προς διεύθυνσιν μέσην μεταξύ του άνω και του κάτω μέρος του παντός.
(9) Κατά τον Aριστoτέλην η ζωική τροφή εν τη τελική μορφή αυτής είναι το αίμα.
(10) Η θωρακική χώρα.
(11) Όπως εις τα ερπετά.
(12) Αν το θρεπτικόν είναι το μόνον ουσιώδες, άμα τούτο υπάρχη, υπάρχει και ζη το ζώον. Η θέσις δε του κεντρικού τούτου οργάνου αποδείκνυται ου μόνον εκ των υστέρων ή εμπειρικώς, αλλά και εκ των προτέρων, διά τον λόγον, ότι η κεντρική θέσις είναι η αρίστη προς εκτέλεσιν πασών των λειτουργιών, των αναγκαίων εις το όλον σώμα.
(13) Η κεντρική θέσις του θρεπτικού και το διαιρετόν των ζώων, και η μετά τον χωρισμόν εξακολούθησις της ζωής.
(14) Των δικοτυληδόνων.
(15) Κατά τας εμβολιάσεις.
(16) Κατά τας μεταφυτεύσεις.
(17) Προς μεταφύτευσιν.
(18) Προς εμβολίασιν.
(19) Εις την εμβολίασιν.
(20) Εις την μεταφύτευσιν.
(21) Αι τροφαί τότε μόνον τρέφουσί, όταν μεταβληθώσιν εις αίμα, όπερ κυκλοφορούν δίδει εις έκαστον όργανον την αναγκαίαν εις αυτό τροφήν.
(22) Υπονoεi τας λιποθυμίας, σιγκοπάς και εμετούς, τους οποίους προξενούσιν αισθήματα γεύσεως και αφής, και μετά των σχετικών αισθήσεων αναφέρει εις την καρδίαν.
(23) Ο Πλάτων και ο Ιπποκράτης ορθότερον αποδίδουσιν εις τον εγκέφαλον την υψηλήν λειτουργίαν, την οποίαν ο Αριστοτέλης αποδίδει εις την καρδίαv.
(24) Η γεύσις και η αφή.
(25) Ο Πλάτων, ο Ιπποκράτης και ο Διογένης.
(26) Το κείμενον λέγει "υπ' εναντίων" (δυνάμεων). Το πυρ πάντοτε σβύνεται υπό του ψυχρού δρώντος επί του θερμού. Αλλά κατά την μάρανσιν σβύνεται διά της ελλείψεως τροφής, ένεκεν εξαντλήσεως. Κατά την σβέσιv όμως σβύνεται δια τεχνητής εκθέσεως εις το ψυχρόν ή το υγρόν, (τα οποία καλεό ο Αριστοτέλης εναντίας δυνάμεως)· και ούτως εμποδίζεται ακαvοviστως η παραγωγή θερμότητος υπό του αίματος, και βιαίως φέρεται η υπάρχουσα προμήθεια εις πέρας.
(27) Υπερβάλλουσα θερμότης ταχέως εξαντλεί την προμήθειαν εναύσματος ως συμβαίνει εις τον πυρετόν ή εις το γήρας. Πλην τούτου οι πνεύμονες εν τω γήρατι γίνονται ξηροί και σκληροί, και δεν εκτελούσι καλώς ην έχουσι λειτουργίαν να κανονίζωσι την θερμοκρασίαν.
(28) Υποτίθεται ότι αμφότερα συντηρεί ο αήρ.
(29) Ανεξαρτήτως της μεγάλης εστίας (αέρος), εν ή τίθεται.
(30) Ο Αριστοτέλης υπεικάζει το έργον του αέρος ενταύθα, αλλά δεv το αναγνωρίζει λίαν σαφώς.
(31) Να αναπνεύση αέρα, απαρείτητον προς συντήρησιν του πυρός.
(32) Ο πέριξ αήρ εισδύων διά των πόρων της τέφρας εμποδίζει την υπερβολικήν θερμότητα έσω να εξαντλήση την τροφήν της. Ομοίως ελαττούται και η ζωική θερμότης διά του αερισμού των πνευμόνων.
(33) Εννοεί πιθανώς τα ρίγη, ά αισθανόμεθα μετά το γεύμα και πρίν ή αρχίση η πέψις. Πιθανώτερον όμως αι φρικιάσεις αύται είναι αποτέλεσμα της συρροής του αίματος εις τον στόμαχον, όστις έχει χρείαv αυτού εις το έργον της πέψεως.
(34) Και ούτοι εκτελούσι το αυτό έργον, όπερ οι πνεύμονες και τα βράγχια εν τοις ζώοις, δηλαδή την κατάψυξιν ή την παρακώλυσιν υπερβολικής θερμότητος, κατά τον Αριστοτέλη.
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Γενικά περί της ζωής. Οργανισμός ζώων και ανθρώπου. Αναφοραί και διαφοραί ζώων και φυτών. Το έμπροσθεν και όπισθεν των ζώων. Το άνω και το κάτω ζώων και φυτών.
1. Δέον να πραγματευθώμεν νυν περί νεότητος και γήρως, και περί ζωής και θανάτου. Συνάμα είναι αναγκαίον ίσως να είπωμεν τας αιτίας της αναπνοής, διότι τινά εκ των ζώων συμβαίνει ένεκα της αναπνοής να ζώσιν ή να μη ζώσιν 1.
2. Αλλαχού ωμιλήσαμεν περί ψυχής και απεδείξαμεν, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η ουσία αυτής το σώμα, είναι όμως φανερόν ότι είναι αύτη είς τι μέρος του σώματας 2 και ότι είναι εις μέρος τοιούτον, το οποίον έχει μεγίστην δύναμιν εις τα μέλη του σώματος. Τα άλλα μέρη της ψυχής, είτε μέρη είτε δυνάμεις πρέπει να καλούνται, επί του παρόντος ας παραλίπωμεν.
3. Εκ των όντων, τα οποία λέγονται ότι είναι ζώα και ότι ζώσιν, εις εκείνα, τα οποία έχουσι και τα δυο ταύτα (λέγω δηλ. το να είναι ζώα και να ζώσι) πρέπει αναγκαίως να είναι έν και το αυτό μέρος εκείνο, δι' ου ζώσι και δι' ό λέγονται ζώα 3. Τω όντι το μεν ζώον, καθό ζώον αδύνατον είναι να μη ζη· καθ' όσον δε ζη, δεν είναι διά τούτο αναγκαίον να είvαι ζώον. Διότι τα φυτά ζώσι μεν, αλλά δεν έχουσιν αίσθησιν, και διά της αισθήσεως διακρίνομεν το ζώον από εκείνου, το οποίον δεν είναι ζώον. Αριθμητικώς λοιπόν ταύτα είναι εξ ανάγκης εν και το αυτό μέρος, αλλά κατά τον τρόπον της εκδηλώσεως (λειτουργίας) είναι πολλά και διάφορα 4, διότι δεν είναι το αυτό πράγμα το vα είναι το ζώον και το να ζή.
4. Επειδή λοιπόν εκτός των (ειδικών) αισθητηρίων υπάρχει κοινόν αισθητήριον, εις το οποίον εξ ανάγχης αι εν ενεργεία αισθήσεις συνενούνται, τούτο δέον να είναι εις το μέσον του λεγομένου έμπροσθεν και όπισθεν εν τω ζώω. Έμπροσθεν μεν λέγεται το μέρος, το οποίον είναι προς την χώραν της αισθήσεως5. Όπισθεν δε είναι το μέρος το εναντίον τούτου.
5. Προσέτι, επειδή το σώμα πάντων των ζώντων διαιρείται εις άνω και κάτω μέρη, (διότι πάντα τα ζώα καθώς και τα φυτά έχουσι το άνω και το κάτω), είναι φανερόν ότι την θρεπτικήν αρχήν έχουσιν εν τω μέσω των μερών τούτων. Τω όντι, το μέρος το περιέχον το όργανον, δι' ου εισέρχεται η τροφή καλούμεν άνω 6, αποβλέποντες προς αυτό το σώμα και όχι προς, τας διευθύνσεις του περιστοιχίζοντος αυτό σύμπαντες7. Κάτω δε μέρος λέγομεν το μέρος, δι' ου πρώτον το ζώον αποβάλλει το περίττωμα. 6. Η θέσις δε των μερών τούτων εις τα φυτά και εις τα ζώα είναι εναντία. Τω όντι εκ των ζώων εις τον άνθρωπον ένεκα της ορθής στάσεως του προ πάντων υπάρχει τούτο, το να έχη το άνω μέρος του κατά την αυτήν διεύθυνσιν, καθ' ην είναι το άνω του κόσμου σύμπαντος. Εις δε τα άλλα ζώα υπάρχει εις τον μεταξύ 8 τόπον. Αλλά τα φυτά, τα οποία είvαι ακίνητα και λαμβάνουσιν εκ της γης την τροφήν αυτών, κατ' ανάγκην έχουσι πάντοτε προς τα κάτω το μέρος τούτο. Διότι αι ρίζαι των φυτών είναι ανάλογοι προς το λεγόμενον στόμα των ζώων, διά του οποίου τα μεν φυτά λαμβάνουσι την τροφήν των εκ της γης, τα δε ζώα αμέσως αφ' ευατών 9.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Εκ των τριών μερών του ζώου κυριώτερον το μέσον. Τα φυτά και τα έντομα διαιρούνται, ουχί όμως τα ανώτερα ζώα.
1. Τρία δε είναι τα μέρη, εις τα οποία διαιρούνται όλα τα εντελώς ανεπτυγμένα ζώα, εν μεν δια του οποίου το ζώον δέχεται την τροφήν, άλλο διά του οποίου αποβάλλει τα περιττώματα, τρίτον δε είναι το μέσον μεταξύ τούτων των δύο, το οποίον εις μεν τα μεγαλύτερα ζώα καλείται στήθος, εις δε τα άλλα είναι ανάλογον τι μέρος10. Τα μέρη ταύτα είς τινα ζώα είναι περισσότερον συνδεδεμένα παρά εις άλλα.
2. Όσα δε ζώα βαδίζουσιν, εκτός των ειρημένων έχουσι χάριν της ενεργείας ταύτης ιδιαίτερα όργανα, τα οποία βαστάζουσιν όλον τον κορμόν, είναι δε ταύτα τα σκέλη και οι πόδες και τα εκτελούντα την αυτήν υπηρεσίαν όργανα 11.
3. Αλλ' η αρχή (έδρα) της θρεπτικής ψυχής φαίνεται ότι είναι εις το μέσον των τριών εκείνων μερών, ως δεικνύει η παρατήρησις και ο λόγος 12. Διότι πολλά ζώα, αν αφαιρεθή το έν ή το άλλο μέρος, και η λεγομένη κεφαλή και το μέρος όπερ δέχεται την τροφήν, εξακολουθούσι να ζώσι με το μέρος, μεθ' ου συνδέεται το μέσον. Τούτο δε φανερά συμβαίνει εις τα έντομα, ως εις τας σφήκας και τας μελίσσας. Προσέτι, πολλά ζώα, τα οποία δεν είναι έντομα, αφού διαιρεθώσι, δύνανται να ζώσι διά της λειτουργίας του θρεπτικού μέρους.
4. Το μέρος δε τούτο είναι ενεργεία έν μόνον, αλλά δυνάμει περισσότερα.
5. Διότι τα ζώα ταύτα έχουσι την αυτήν σύστασιν καθώς τα φυτά. Διότι και τα φυτά, όταν διαιρεθώσι, ζώσι χωριστά και γίνονται πολλά δένδρα εξ ενός, ως εκ μιας αρχής. Αλλαχού δε θα εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν άλλα μεν φυτά δεν δύνανται να ζήσωσιν, όταν χωρισθώσιν, άλλων δε οι κλάδοι μεταφυτεύονται,
6. Αλλά κατά τούτο τα φυτά είναι όμοια με το γένος των εντόμων. Αναγκαίως η θρεπτική ψυχή, εις όσα έχουσιν αυτήν, κατ' ενέργειαν μεν (πραγματικώς) είναι μία, δυνάμει δε (δύναται να γείνη) πολλαί. Το αυτό λέγομεν και περί της αισθητικής ψυχής. Διότι όσα εκ των ζώων διαιρεθώσι, φανερώς διατηρούσιν αίσθησιν.
7. Αλλά ως προς την διατήρησιν της φυσικής ζωής των, τα μεν φυτά διαιρούμενα δύνανται (να διατηρώσιν εαυτά), τα έντομα δε και άλλα ζώα δεν δύνανται, διότι δεν έχουσιν όργανα κατάλληλα προς διατήρησιν των, και οτέ μεν στερούνται του οργάνου, όπερ μέλλει να λάβη την τροφήν, οτέ δε του μέλλοντος να δεχθή εις το σώμα αυτήν. ʼλλα δε δεν έχουσι και τα δύο ταύτα και άλλα ακόμη.
8. Τα ούτω διαιρούμενα ζώα ομοιάζουσι με πολλά ζώα φυσικώς συγκεκολλημένα. Τα ζώα όμως τα άριστα ωργανωμένα δεν δύνανται να υποστώσι την διαίρεσιν ταύτην, διότι η φύσις αυτών είναι όσον το δυνατόν τελείως μία. Διά τούτο και μέρη τινά, όταν χωρισθώσι, δεικνύουσι μικράν αισθητικότητα, διότι αισθάνονται ακόμη ψυχικόν τι πάθος. Ούτως, όταν τα σπλάγχνα χωρίζωνται, εξακολουθουσι σωματικαί τινες κινήσεις, ως ποιούσιν αι χελώναι, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Πάντα τα ζώντα έχουσι μέσον ή κέντρον, εν τω οποίω είναι η αρχή της αναπτύξεως των. Αποδείξεις.
1. Ταύτα 13 δε είναι φανερά και επί των φυτών και επί των ζώων·
2. επί μεν των φυτών, εάv παρατηρήσωμεν την γένεσιν αυτών εκ των σπόρων και τας εμβολιάσεις και τας μεταφυτεύσεις. Διότι η εκ του σπέρματος γένεσις αρχίζει πάντοτε εκ του κέντρου (μέσου). Τω όντι πάντες οι σπόροι14 έχουσι δύο λοβούς, και το σημείον, όπου ούτοι φύσει είναι συγκολλημένοι, είναι το σημείον, εξ ου άρχεται η γέννησις, και το μέσον σχετικώς πρός έκαστον των δύο μερών. Εκείθεν δε εξέρχεται ο καυλός και η ρίζα των φυτών· η αρχή δε αμφοτέρων είναι προς τούτοις το κέντρον.
3. Τούτο δε συμβαίνει προ πάντων εις τα στελέχη κατά τας εμβολιάσεις και κατά τας μεταφυτεύσεις. Διότι το στέλεχος είναι η αρχή του κλάδου 15, συνάμα δε και το μέσον αυτού 16. Όθεν ή αφαιρούσιν αυτό 17 ή εμφυτεύουσιν εις αυτό 18 ίνα παραγάγωσιν εκ τούτων ή κλάδους 19 ή ρίζας 20, διότι νομίζουσιν ότι από του κέντρου αρχίζει η ζωή του καυλού και της ρίζης.
4. Και εις τα ζώα δε, τα οποία έχουσιν αίμα, πρώτον όργανον γίνεται η καρδία. Τούτο δε είνε αποδεδειγμένον από όσα παρετηρήσαμεν επί των ζώων, ων την γέννησιν δύναται τις να παρατηρήση. Επομένως και εις τα άναιμα αναγκαίως γίνεται πρώτον το μέρος, όπερ αντιστοιχεί εις την καρδίαν. Ότι δε η καρδία είναι η αρχή των φλεβών είπομεν πρότερον εις τα "περί των μορίων των ζώων"· είπομεν προσέτι ότι εις τα έχοντα αίμα ζώα το αίμα είναι η τελευταία τροφή, από την οποίαν γίνονται τα μέρη αυτών 21.
5. Καίτοι είναι φανερόν ότι ως προς την τροφήν η λειτουργία του στόματος εκτελεί έργον τι, άλλο δε η της κοιλίας. Το κυριώτερον όμως μέρος είναι η καρδία, ήτις επιθέτει το τέλος εις το έργον. Ώστε αναγκαίως και η αισθητική και η θρεπτική ψυχή των εναίμων έχει την αρχήν της εις την καρδίαν διότι το έργον των άλλων μερών ως προς την τροφήν γίνεται μόνον χάριν του έργου, το οποίον εκτελεί η καρδία, και πρέπει κύριον όργανον να είναι εκείνο όπερ ενεργεί διαρκώς προς τον σκοπόν και να μη είναι εκ των μερών, τα οποία εργάζονται χάριν αυτού, όπως ο ιατρός ενεργεί χάριν της υγιείας.
6. Η κυρίαρχος αρχή λοιπόν των αισθήσεων εις όλα τα έχοντα αίμα είναι εις την καρδίαν διότι εν αυτή αναγκαίως είναι το κοινόν αισθητήριον όργανον όλων των άλλων αισθητηρίων. Δύο δε αισθήσεις βλέπομεν φανερά ότι άγουσιν εις την καρδίαν, την γεύσιν και την αφήν 22. Πρέπει λοιπόν και αι άλλαι εκεί να καταντώσι. Διότι εις ταύτην τα όργανα των αλλων αισθήσεων δύνανται να μεταδίδωσι τας κινήσεις των 23, αλλ' αι δύο εκείναι αισθήσεις 24 ουδόλως συγκοινωνούσιν με το άνω μέρος του σώματος.
7. Αλλ' ανεξαρτήτως τούτων, εάν η ζωή όλων των ζώων είναι εις το μέρος εκείνο, την καρδίαν, φανερόν είναι ότι και η αρχή της αισθητικότητος είναι εις την καρδίαν. Τω όντι, καθ' όσον είναι ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι ζη, καθ' όσον δε είναι αισθητικόν το ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι το σώμα είναι ζώον (σώμα ζώου).
8. Διατί δε αισθήσεις τινές φανερώς συνδέονται με την καρδίαν, άλλαι δε με την κεφαλήν (διά τούτο και τινες 25 νομίζουσιν ότι τα ζώα αισθάνονται διά του εγκεφάλου), εξητάσαμεν εις ιδιαιτέραν πραγματείαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Η καρδία είναι, πηγή φυσικής θερμότητος, ης άνευ ούτε ζωή ούτε πέψις θα υπήρχον. Ο θάνατος είναι η σβέσις της θερμότητος ταύτης.
1. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι κατά τα φαινόμενα εις τούτο το μέρος (την καρδίαν) και εις το μέσον των τριών διαιρέσεων του σώματος είνε η αρχή και της αισθητικής ψυχής και η της αυξητικής και θρεπτικής. Αλλά και λογικώς δύναταί τις να είπη το αυτό, διότι εις πάντα τα πράγματα βλέπομεν ότι η φύσις εκ των δυνατών κάμνει πάντοτε το άριστον. Εάν δε εν τω μέσω της ουσίας υπάρχωσι και η μία και η άλλη αρχή, θα έχη εντελώς έκαστον των μελών το εαυτού έργον: ήτοι το επεξεργαζόμενον τελευταίον την τροφήν (η καρδία) και το δεχόμενον αυτήν (το άνω μέρος του πεπτικού σωλήνος). Διότι ούτω το μέσον όργανον θα είναι εις αναφοράν και με την μίαν και με την άλλην. Και η μέση ή κεντρική έδρα αύτη είναι έδρα κυριάρχου.
2. Προσέτι είναι φανερόν, ότι το ον το οποίον μεταχειρίζεται πράγμά τι, και το πράγμα τούτο πρέπει να διαφέρωσι. Και καθώς διαφέρουσι κατά την δύναμιν, ούτω δύνανται να διαφέρωσι και κατά την θέσιν, όπως διαφέρουσιν οι αυλοί και το κινούν τους αυλούς, η χείρ.
3. Εάν λοιπόν το ζώον διακρίνεται, διότι έχει την αισθητικήν δύναμιν, εξ ανάγκης τα έναιμα πρέπει να έχωσι ταύτην εις την καρδίαν, τα δε άναιμα εις το αντίστοιχον μέλος. Πάντα δε τα μέρη και όλον το σώμα των ζώων έχουσι φυσικήν τινα θερμότητα έμφυτον εις αυτά. Διά τούτο, εφ' όσον ζώσι, φαίνονται θερμά, όταν δε αποθάνωσι και στερηθώσι την ζωήν, γίνονται ψυχρά. Βεβαιώς δε εξ ανάγκης η αρχή της θερμότητας ταύτης των εναίμων είναι εις την καρδίαν, των δε αναίμων εις μέρος ανάλογον. Διότι πάντα τα όργανα κατεργάζονται και χωνεύουσι την τροφήν των διά της φυσικής θερμότητας· περισσότερον δε πάντων το δεσπόζον όργανον, η καρδία ή το αναλογούν αυτή (εκτελεί το έργον τούτο). Διά ταύτα, όταν μεν ψύχονται τα άλλα μέρη, η ζωή διαμένει, καταστρέφεται δε τελείως, όταν κρυώση η καρδία, διότι αύτη είναι η πηγή της θερμότητος της διανεμομένης εις όλα τα άλλα όργανα, και η ψυχή είναι οιονεί πεπυρωμένη εις το όργανον τούτο, όπερ εις τα έναιμα είναι η καρδία, εις δε τα άναιμα το ανάλογον όργανον. Λοιπόν πρέπει αναγκαίως να συνυπάρχωσιν η ζωή και η διατήρησις της θερμότητος ταύτης· ο δε καλούμενος θάνατος είναι η απώλεια αυτής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Το πυρ φθείρεται διτιώς: ή μαραίνεται αφ' εαυτού ή σβύνεται υπ' άλλου. Παράδειγμα ανθράκων σβυνομένων και πυρός υποκαίοντος υπό την τέφραν.
1. Αλλά προσέτι βλέπομεν, ότι το πυρ έχει δύο τρόπους φθοράς, μάρανσιν και σβέσιν. Ονομάζομεν δε μάρανσιν, όταν το πυρ φθείρεται αφ' εαυτού, σβέσιν δε όταν υπ' άλλων 26 φθείρηται· η μεν μάρανσις είναι θάνατος (του ζώου) διά γήρας, η δε σβέσις είναι βιαία καταστροφή.
2. Συμβαίνει δε και αι δύο φθοραί να προέρχωνται από την αυτήν αιτίαν. Τωόντι, όταν λείπη η τροφή, επειδή η θερμότης δεν δύναται να λαμβάνη την τροφήν αυτής και να συντηρήται, καταστρέφεται το πυρ· διότι τότε το εναντίον (ψυχρόν) παύει την πέψιν και ούτω εμποδίζει το οv να τρέφηται. ʼλλοτε δε το πυρ συμβαίνει να μαραίνηται, (να σβύνηται αφ' εαυτού), όταν λ. χ. πολλή θερμότης συναθροίζηται 27, διότι το ζώον δεν αναπνέει ούτε ψύχεται. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις.
3. Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού πλησίον πυρός μεγαλυτέρου 28, αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει αυτή καθ' εαυτήν 29, εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η μεγαλυτέρα φλόξ προφθάνει αυτή να καταναλώση την εις την μικράν φλόγα περιεχομένην τροφήν πριν ή έλθη άλλη τροφή· και το πυρ εξακολουθεί πάντοτε να γίνηται και να ρέη ως ποταμός, αλλ' η κίνησις αύτη ένεκα της ταχύτητος αυτής διαφεύγει την αντίληψιν ημών.
4. Είναι λοιπόν φανερόν ότι, εάν πρέπη να διατηρήται η θερμότης (ήτις είναι αναγκαία εις την ζωήν), πρέπει να γίνηται κατάψυξις (ελάττωσις) της θερμότητος, ήτις είναι εις το αρχικόν όργανον (την καρδίαν).
5. Παράδειγμα δε τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν εκείνο, όπερ συμβαίνει εις τους πνιγομένους (σβυνομένους) άνθρακας30. ʼν δηλαδή ούτοι άνευ διακοπής μείνωσιν εντός του ονομαζομένου πνιγέως (κλιβάνου) κεκαλυμμένοι δια πώματος, σβύνονται ταχέως. Αν όμως κάμνη τις αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Ούτω και η κρύψις διά τέφρας (περικάλυψις) του πυρός το διατηρεί, διότι τότε ούτε να αναπνεύση 31 εμποδίζεται από την τέφραν διά την αραιότητα αυτής, και διά του πέριξ αέρος η τέφρα εμποδίζει αυτό να σβεσθή διά την της υπαρχούσης εν αυτώ θερμότητος υπερβολήν32.
6. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'
Αίτια διατηρήσεως της φυσικής θερμότητος των φυτών. Τα ζώα πορίζονται εκ του αέρος και του ύδατος την αναγκαίαν αυτοίς κατάψυξιν.
1. Επειδή δε παν ζώον έχει ψυχήν και δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, ως είπομεν, εις μεν τα φυτά διά της τροφής και δια του στοιχείου του περιέχοντος αυτά δίδεται αρκούσα βοήθεια εις την διατήρησιν της φυσικής θερμότητος. Διότι και η τροφή εισερχόμενη εις τα φυτά προξενεί εις αυτά κατάψυξιν, όπως προξενεί και εις τους ανθρώπους τας πρώτας στιγμάς, κατά τας οποίας εισέρχεται (εις τον στόμαχον) 33. Αι νηστείαι όμως θερμαίνουσι και προξενούσι δίψαν, διότι ο αήρ, όταν μένη ακίνητος, θερμαίνεται πάντοτε, αλλ' όταν η τροφή εισέλθη, ο αήρ κινούμενος καταψύχει το ζώον, έως ού η τροφή χωνευθή.
2. Αλλ' εάν το στοιχείον το περιέχον το φυτόν είνε υπερβολικώς ψυχρόν ένεκα της ώρας του έτους και της συμπτώσεως σφοδρού παγετού, το φυτόν ξηραίνεται· ή αv κατά το θέρος συμβαίνωσιν ισχυροί καύσωνες, και το υγρόν το οποίον λαμβάνει το φυτόν εκ της γης δεν δύναται να φέρη κατάψυξιν, η θερμότης του φυτού σβύνεται και καταστρέφεται. Τότε δε λέγεται ότι το φυτόν ξηρανεται και ότι τα δένδρα γίνονται ηλιόβλητα. Διά τούτο κατά τας εποχάς ταύτας θέτουσιν εις τας ρίζας των φυτών είδη τινά λίθων 34 και ύδωρ εντός αγγείων, όπως ψύχωνται αι ρίζαι των φυτών.
3. Τα δε ζώα, επειδή άλλα μεν ζώσιν εις το ύδωρ, άλλα δε εις τον αέρα, εκ των στοιχείων τούτων και διά τούτων πορίζονται την αναγκαίαν αυτών κατάψυξιν, εκείνα μεν εκ του ύδατος, ταύτα δε εκ του αέρος. Αλλά κατά ποίον τρόπον και υπό ποίους όρους γίνεται τούτο θα είπωμεν μετά τινας εξηγήσεις.
Σημειώσεις
(1) Μόνα τα ζώα τα έχοντα πνεύμονας ή ανάλογον όργανον δύνανται να λέγωνται ότι αναπνέoυσιν. Η χρήσις του ύδατος υπό των ιχθύων χρησιμεύει εις τοιούτον σκοπόν (ψύξιν ή κανονισμόν της θερμοκρασίας), αλλά δεν είναι αναπνοή. Εις τα αναπνέοντα ζώα η ζωή και ο θάνατος εξαρτάται εκ της αναπνοής. Ως φαίνεται, ο Αριστοτέλης δεν παραδέχεται τον γενικόν νόμον, καθ' ον πάντα τα ζώα αvαπνέουσι κατά ένα ή άλλον τρόπον. Περιττόν να επαναλάβωμεν ότι και η προκείμενη πραγματεία προϋποθέτει την "περί Ψυχής" πραγματείαν του Αριστοτέλους.
(2) Εις την καρδίαν, κατά τον Αριστοτέλην.
(3) Δηλ. το θρεπτικόν και το αισθητικόν είναι λειτουργία μιας και της αυτής ζωικής αρχής.
(4) Το θεμελιώδες χαρακτηριστικόν του μεν ζώντος είναι η θρέψις και η γέννησις ομοίου όντος, του δε ζώου είναι η αίσθησις. Αμφότεραι όμως αι λειτουργείαι αύται εν τω ζώω εκτελούνται υπό του κεντρικού οργάνου, της καρδίας.
(5) Τούτο δεv είναι ακριβές ως προς την ακοήν και την όσφρησιν, διότι ακούομεν ήχον ή οσφραινόμεθα οσμήν ερχομένην όπισθεν ημών. Ορθότερον ίσως νοητέον ως έμπροσθεν το άvω, το προς την χώραν των αισθήσεων, αίτινες είναι κυρίως περί την κεφαλήν.
(6) Kαι επειδή διά των ριζών τρέφεται το ζώον, διά τούτο τας ρίζας θεωρεί ως το άνω του φυτού.
(7) ʼνω σχετικώς προς το σύμπαν δηλοί την διεύθυνσιν καθ' ην η φλόξ και τα φωτεινά σώματα κινούνται.
(8) To άνω μέρος αυτών είναι εστραμμένον προς διεύθυνσιν μέσην μεταξύ του άνω και του κάτω μέρος του παντός.
(9) Κατά τον Aριστoτέλην η ζωική τροφή εν τη τελική μορφή αυτής είναι το αίμα.
(10) Η θωρακική χώρα.
(11) Όπως εις τα ερπετά.
(12) Αν το θρεπτικόν είναι το μόνον ουσιώδες, άμα τούτο υπάρχη, υπάρχει και ζη το ζώον. Η θέσις δε του κεντρικού τούτου οργάνου αποδείκνυται ου μόνον εκ των υστέρων ή εμπειρικώς, αλλά και εκ των προτέρων, διά τον λόγον, ότι η κεντρική θέσις είναι η αρίστη προς εκτέλεσιν πασών των λειτουργιών, των αναγκαίων εις το όλον σώμα.
(13) Η κεντρική θέσις του θρεπτικού και το διαιρετόν των ζώων, και η μετά τον χωρισμόν εξακολούθησις της ζωής.
(14) Των δικοτυληδόνων.
(15) Κατά τας εμβολιάσεις.
(16) Κατά τας μεταφυτεύσεις.
(17) Προς μεταφύτευσιν.
(18) Προς εμβολίασιν.
(19) Εις την εμβολίασιν.
(20) Εις την μεταφύτευσιν.
(21) Αι τροφαί τότε μόνον τρέφουσί, όταν μεταβληθώσιν εις αίμα, όπερ κυκλοφορούν δίδει εις έκαστον όργανον την αναγκαίαν εις αυτό τροφήν.
(22) Υπονoεi τας λιποθυμίας, σιγκοπάς και εμετούς, τους οποίους προξενούσιν αισθήματα γεύσεως και αφής, και μετά των σχετικών αισθήσεων αναφέρει εις την καρδίαν.
(23) Ο Πλάτων και ο Ιπποκράτης ορθότερον αποδίδουσιν εις τον εγκέφαλον την υψηλήν λειτουργίαν, την οποίαν ο Αριστοτέλης αποδίδει εις την καρδίαv.
(24) Η γεύσις και η αφή.
(25) Ο Πλάτων, ο Ιπποκράτης και ο Διογένης.
(26) Το κείμενον λέγει "υπ' εναντίων" (δυνάμεων). Το πυρ πάντοτε σβύνεται υπό του ψυχρού δρώντος επί του θερμού. Αλλά κατά την μάρανσιν σβύνεται διά της ελλείψεως τροφής, ένεκεν εξαντλήσεως. Κατά την σβέσιv όμως σβύνεται δια τεχνητής εκθέσεως εις το ψυχρόν ή το υγρόν, (τα οποία καλεό ο Αριστοτέλης εναντίας δυνάμεως)· και ούτως εμποδίζεται ακαvοviστως η παραγωγή θερμότητος υπό του αίματος, και βιαίως φέρεται η υπάρχουσα προμήθεια εις πέρας.
(27) Υπερβάλλουσα θερμότης ταχέως εξαντλεί την προμήθειαν εναύσματος ως συμβαίνει εις τον πυρετόν ή εις το γήρας. Πλην τούτου οι πνεύμονες εν τω γήρατι γίνονται ξηροί και σκληροί, και δεν εκτελούσι καλώς ην έχουσι λειτουργίαν να κανονίζωσι την θερμοκρασίαν.
(28) Υποτίθεται ότι αμφότερα συντηρεί ο αήρ.
(29) Ανεξαρτήτως της μεγάλης εστίας (αέρος), εν ή τίθεται.
(30) Ο Αριστοτέλης υπεικάζει το έργον του αέρος ενταύθα, αλλά δεv το αναγνωρίζει λίαν σαφώς.
(31) Να αναπνεύση αέρα, απαρείτητον προς συντήρησιν του πυρός.
(32) Ο πέριξ αήρ εισδύων διά των πόρων της τέφρας εμποδίζει την υπερβολικήν θερμότητα έσω να εξαντλήση την τροφήν της. Ομοίως ελαττούται και η ζωική θερμότης διά του αερισμού των πνευμόνων.
(33) Εννοεί πιθανώς τα ρίγη, ά αισθανόμεθα μετά το γεύμα και πρίν ή αρχίση η πέψις. Πιθανώτερον όμως αι φρικιάσεις αύται είναι αποτέλεσμα της συρροής του αίματος εις τον στόμαχον, όστις έχει χρείαv αυτού εις το έργον της πέψεως.
(34) Και ούτοι εκτελούσι το αυτό έργον, όπερ οι πνεύμονες και τα βράγχια εν τοις ζώοις, δηλαδή την κατάψυξιν ή την παρακώλυσιν υπερβολικής θερμότητος, κατά τον Αριστοτέλη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)