Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης. Παρουσίασε άρθρα και μετέφρασε πρώτος στο Λονδίνο εκτενώς Έλληνες ποιητές του 1930 -Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο. Στην Αγγλία έζησε από το 1944 έως το 1953 και γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Το διάστημα 1954-60 έμεινε στο Παρίσι και γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Το 1960 γύρισε στην Ελλάδα και διηύθυνε το περιοδικό "Πάλι" (1963-1966). Το 1969 παρουσίασε ελληνική ποίηση στο γαλλικό περιοδικό "Lettres Nouvelles". Από το 1968 έως το 1993 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Εκεί, ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον οίκο City Lights του Λώρενς Φερλινγκέττι. Οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού το 1990-91. Διηύθυνε από το 1989 έως το 1995 με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό "Συντέλεια", το οποίο επανεκδόθηκε το 2004 με τίτλο "Νέα Συντέλεια". Το 1959 βραβεύτηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το οποίο και αρνήθηκε. Πήρε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1982) και το Κρατικό Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας (1998). Επίσης έλαβε κι ένα βραβείο του Ν.Ρ.Α. [National Poetry Association (Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης)] το 1996 -βραβείο που είχε δοθεί προηγουμένως στους Φερλινγκέττι, Γκίνσμπεργκ και άλλους. Έχει λάβει το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό του έργο (2006). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής (2006). Το 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Βιβλία του έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό σε αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στην Ελλάδα επέστρεψε μόνιμα το 2004.
Εργογραφία:
Ποίηση
- "Η τιμωρία των μάγων", Λονδίνο 1947
- "Κεντρική στοά", Αθήνα 1958
- "Εστίες μικροβίων", εκδ. Καλώδιο, Σαν Φρανσίσκο 1977
- "Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη", Ίκαρος 1978
- "Ο ήρωας του τυχαίου", Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979
- "Η πουπουλένια εξομολόγηση", Ίκαρος 1982
- "Στο κάτω κάτω της γραφής", Νεφέλη 1984
- "Ο έγχρωμος στυλογράφος", Δωδώνη 1986
- "Ποιήματα Ι", Ύψιλον 1987, "Ποιήματα ΙΙ", Ύψιλον 1987
- "Ανιδεογράμματα", Καστανιώτης 1996
- "Ήλιος ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης", Καστανιώτης 1996
- "Αλληγορική Κασσάνδρα", Καστανιώτης 1998
- "Η κάθοδος των Μ", Ύψιλον 2002
- "Μια αλφάβητος των κωφαλάλων", Άγκυρα 2003
- "Άστεγος ο Μέγας", Ύψιλον 2004
- "Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας", Άγκυρα 2006
Πεζογραφία
- "Ο προδότης του γραπτού λόγου", Ίκαρος 1980
- "Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη", Νεφέλη 1982, β΄ έκδοση 1999
- "Μερικές γυναίκες", Θεμέλιο 1982
- "Ο θησαυρός του Ξέρξη", Εστία 1984, Άγκυρα 2008
- "Η δολοφονία", Θεμέλιο 1984
- "Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη", Νεφέλη 1995
- "Παραμυθολογία", Νεφέλη 1996
- "Ο σκύλος του Θεού", Καστανιώτης 1998, β΄ έκδοση 2004
- "Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου", Άγρα 2002
- "Γνωρίζετε την Ελπινίκη;" Ηλέκτρα 2005
Δοκίμια
- "Ανδρέας Εμπειρίκος", Ύψιλον 1989
- "Για μια θεωρία της γραφής", Εξάντας 1990
- "Μοντερνισμός, πρωτοπορία και πάλι", Καστανιώτης 1997
- "Αλληλογραφία Γ. Σεφέρη - Ν. Βαλαωρίτη 1945-1958", Ύψιλον 2004
- "Για μια θεωρία της γραφής, Β", Ηλέκτρα 2006
Νάνος Βαλαωρίτης: Η έλλειψη κανόνων δημιουργεί σύγχυση και μεροληψία
Κρημνιώτη Π.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 03/01/2010
Συνέντευξη στην Πόλυ ΚΡΗΜΝΙΩΤΗ
Μία έκδοση σήμερα γίνεται με τους όρους της αγοράς. Διαφήμιση, προώθηση, κριτική, είναι ένας διαδεδομένος μηχανισμός, οπότε αν πέσεις στα χέρια ενός εκδότη που δεν σε διαφημίζει εξαρτάσαι από το κοινό. Η κριτική είναι μεροληπτική αυτό είναι σίγουρο
Δημιουργός και στοχαστής, καλλιτέχνης και γητευτής, ο Νάνος Βαλαωρίτης μοιάζει με εκείνους τους ανθρώπους που δεν αρκούνται σ' ένα ταλέντο. Ποιητής πάνω απ' όλα, αλλά δοκιμασμένος σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, το δοκίμιο, τη μετάφραση, τη θεατρική γραφή, την πεζογραφία. Και ζωγράφος επίσης. Αν σ' όλα αυτά προστεθεί η διακριτή πολιτική παρουσία του και ο κριτικός λόγος του τότε στο πρόσωπό του ιχνογραφείται το πορτρέτο ενός αναγεννησιακού τύπου διανοούμενου, είδους δηλαδή που αν δεν έχει εκλείψει τουλάχιστον δεν βρίσκεται σε επάρκεια στην εποχή μας. Κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος και ιδιαίτερα τολμηρός στις επιλογές του, ο Νάνος Βαλαωρίτης της υψηλής καλλιέργειας και του μυθιστορηματικού βίου, δισέγγονος ποιητή, με λαμπρές σπουδές, ο πρώτος μεταφραστής των Ελύτη, Σεφέρη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου, Γκάτσου στα αγγλικά, και από τους λίγους Έλληνες που συναντήθηκε με τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα και συνομίλησε με τολμηρά πνεύματα όπως ο Μπρετόν, ο Έλιοτ, ο Ντύλαν Τόμας. Τον ξεπέρασε τον προπάππο Αριστοτέλη.
Αντλεί το ποιητικό του ιδίωμα από τη διαχρονία του υπερρεαλισμού και για το έργο του έχει τιμηθεί με διεθνείς διακρίσεις. Ωστόσο η βράβευσή του από την ελληνική πολιτεία με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, οφειλόμενη τιμή σ' έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή ποιητές μας, έχει τη δική της σημασία. “Είμαι Έλληνας συγγραφέας, εδώ είναι η χώρα μου και θεωρώ πιο σημαντικό να με αναγνωρίζουν στη χώρα μου παρά σε άλλες” μας λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. “Τα βραβεία καθώς ξέρετε δίνονται κάθε χρόνο σε διάφορους και καμιά φορά δεν έχουν το αποτέλεσμα που θα ήθελε ο συγγραφέας, δηλαδή, να γίνει πιο γνωστό το έργο του”.
* Η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά βραβεία είναι πολύ λίγο συνδεδεμένα με το βιβλιοπωλείο. Πού το αποδίδετε;
“Ίσως στο ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν κατ' επιταγήν. Το τι διαβάζει ο Έλληνας είναι μυστηριώδες γιατί η αναγνωστική συμπεριφορά του προέρχεται από την επικοινωνία του με άλλους αναγνώστες, οπότε και οι κριτικές ακόμα δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο. Ο Ροΐδης έλεγε ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν. Αυτό δεν ισχύει σήμερα. Υπάρχει αναγνωστικό κοινό αλλά επιλέγει αυτά που του ταιριάζουν. Τα δικά μου βιβλία, για παράδειγμα, έχουν εκδοθεί από 12 εκδότες. Αν και κατά εποχές είχαν καλές πωλήσεις κανένα δεν έγινε μπεστ σέλερ. Σ' αυτό δεν νομίζω ότι φταίνε οι εκδότες αλλά τα ίδια τα έργα, που απευθύνονται σε ένα κοινό κάπως ιδιαίτερο, πιο πληροφορημένο, όχι τόσο λαϊκίστικο δεν είναι, δηλαδή, μαζικής κατανάλωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καλά έργα τα οποία διαβάζονται πολύ. Τα μεγάλα βραβεία σε Αγγλία και Γαλλία έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Και βέβαια δεν είναι κρατικά. Το Γκονκούρ συνεχίζει την παράδοση των αδελφών Γκονκούρ, δεν προσφέρει χρηματική αμοιβή αλλά ο συγγραφέας αμείβεται από την εκτίναξη των πωλήσεων του βιβλίου του. Είναι βραβεία μεγάλης φήμης”.
* Η υπερπληθώρα εκδόσεων βοηθάει έναν αναγνώστη;
“Νομίζω όχι, ο αναγνώστης πια δεν ξέρει τι να διαλέξει μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο, γιατί οι πάγκοι και οι βιτρίνες αλλάζουν με τεράστια ταχύτητα και πριν προλάβει ένα βιβλίο να μπει στο μάτι του κοινού έχει αποσυρθεί. Το κοινό έχει το γούστο του, αλλά είναι και πολύ εύκολο να το επηρεάσει η διαφήμιση και οι μηχανισμοί της προβολής. Υπάρχει αυτός ο τεράστιος τζίρος”.
* Σ' αυτή τη συνθήκη άγριας εμπορευματοποίησης πώς στέκεται το βιβλίο;
“Πού και πού ορισμένα βιβλία καταφέρνουν να διαπεράσουν τον τοίχο αυτής της εμπορικότητας και να γίνουν κλασικά έργα. Εμείς έχουμε το εξής φαινόμενο, ορισμένοι ποιητές έχουν ένα σταθερό κοινό, όπως η Κατερίνα Γώγου, η Δημουλά, ο Καββαδίας και παραδόξως ο Καρυωτάκης έχουν το κοινό τους. Όμως υπάρχουν και περιπτώσεις παραμερισμού, όπως της άξιας ποιήτριας Μαντώς Αραβαντινού η οποία επειδή δεν είχε έναν εκδότη να την προωθήσει έχει σχεδόν ξεχαστεί. Κι αυτό συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις. Στην περίπτωσή μου, που έχω 12 εκδότες, δεν είναι ότι ήθελα να έχω τόσους πολλούς αλλά αναγκαζόμουν να πάω από τον έναν στον άλλο επειδή μετά από λίγο θεωρούσαν ότι τα έργα μου δεν θα πουλούσαν. Δεν φταίνε οι εκδότες φταίνε ίσως τα έργα”.
* Σας πήραν τηλέφωνο τώρα μετά τη βράβευση να σας συγχαρούν;
“Όχι, ούτε ένας”.
* Είναι καλό για έναν λογοτέχνη να μην έχει έναν σταθερό εκδότη;
“Νομίζω πως όχι. Γιατί το σκόρπισμα αυτό δημιουργεί προβλήματα αναγνώρισης”.
* Μπορεί να έχετε εσείς τέτοιου είδους προβλήματα;
“Βεβαίως και έχω. Βιβλία μου που δεν είχαν κριτική υποδοχή έκαναν 15 με 20 χρόνια να πουληθούν. Έμεναν θαμμένα. Και ξαφνικά όταν κάποιος εκδότης ήθελε να κάνει μια δεύτερη έκδοση αναστήθηκαν. Όμως η δική μου γραφή δεν απευθύνεται πάντα σε ευρύ κοινό. Κι γι' αυτό φταίω εγώ. Μία έκδοση σήμερα γίνεται με τους όρους της αγοράς. Διαφήμιση, προώθηση, κριτική, είναι ένας διαδεδομένος μηχανισμός, οπότε αν πέσεις στα χέρια ενός εκδότη που δεν σε διαφημίζει εξαρτάσαι από το κοινό. Η κριτική είναι μεροληπτική αυτό είναι σίγουρο. Ένα έργο που αξίζει τον κόπο όπως “Ο άρχων του σκότους” του Δημήτρη Ρικάκη που είναι ένα μικρό αριστούργημα, είναι όλη η ιστορία της “Διάπλασις των παίδων”, έχει σχεδόν αποσιωπηθεί. Υπάρχει σύγχυση και μεροληψία ταυτόχρονα γιατί δεν υπάρχουν κανόνες. Ξαφνικά βλέπεις κριτικούς να αλλάζουν θέση απέναντι σε συγγραφείς και σε έργα”.
* Δεν είναι ένα γενικότερο φαινόμενο της εποχής μας;
“Έχει να κάνει με την ταχύτητα της αλλαγής, της εμπορευματοποίησης και των πολύ ισχυρών οίκων, είτε είναι εκδοτικοί οργανισμοί είτε τράπεζες, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζονται αξιόλογοι συγγραφείς και έργα. Κι όσο πάει χειροτερεύει η κατάσταση γιατί ότι δεν πουλάει εξοβελίζεται”.
* Αισθάνεστε βολικά στην εποχή μας;
“Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, μάλλον προς τη δυστοπία κλίνω. Κινδυνεύει η ανθρωπότητα από τις κλιματικές αλλαγές, είναι σα να βρισκόμαστε μπροστά σ' έναν πόλεμο που μας αφορά όλους. Μπορούμε να ενωθούμε για να το αντιμετωπίσουμε; αυτό είναι το ερώτημα. Δηλαδή μπορούμε να κάνουμε τόσο ριζικές αλλαγές ώστε να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε; Μέχρι στιγμής δεν έχει δημιουργηθεί ούτε συμφωνία μεταξύ των μεγάλων χωρών”.
* Μήπως πρέπει να δημιουργήσουμε ξανά συλλογικότητες;
“Αυτό είναι ιδεατή λύση αλλά είναι και επικίνδυνο γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμούς. Δηλαδή πράσινους ολοκληρωτισμούς. Υπάρχουν ήδη πολλά βιβλία που προειδοποιούν για τον κίνδυνο ενός πράσινου ολοκληρωτισμού. Δηλαδή δογματισμός, αφόρητη επέμβαση στην ατομική ζωή”.
* Κάτι τέτοιο διακρίνατε στους Οικολόγους Πράσινους και αποχωρήσατε;
“Ναι, εδώ βέβαια διακρίνεται εμβρυακά αλλά στα πράσινα κινήματα της Ευρώπης είναι πολύ πιο φανερό. Επεμβαίνουν στα πάντα”.
* Δηλαδή δεν υπάρχει ελπίδα;
“Πρέπει να είμαστε διαυγείς, σαφείς και να έχουμε συνείδηση των κινδύνων. Μπορούμε όλα αυτά να τα υπερβούμε, αλλά πρέπει να τα ξέρουμε. Ο Πλάτωνας δεν λέει ότι το κακό είναι η άγνοια και τίποτε άλλο;”
Από: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=514898
Αναγνώστες
Σάββατο 26 Μαρτίου 2011
Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
Φρανθίσκο Γκόγια
Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 1746 – 16 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του, που ανήκει στην περίοδο του ροκοκό και του ρομαντισμού, περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.
Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Κατά το 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.
Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια πριν μετακομίσει με την οικογένειά του στη Σαραγόσα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με τον ζωγράφο Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ, καλλιτέχνη που είχε εκπαιδευτεί στη Νάπολι και συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα του Γκόγια. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες τελικά απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες, τις οποίες ολοκλήρωσε μέσα στα επόμενα χρόνια.
Τον Ιούλιο του 1773 παντρεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδερφή τού δασκάλου του και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας (Real Fábrica de Tapices de Santa Bárbara). Η επιρροή του Μπαγιέ στους κύκλους της αυλής της Μαδρίτης υπήρξε ενδεχομένως καθοριστική για την ανάθεση του έργου στον Γκόγια, πέρα από το ταλέντο που είχε ήδη εκδηλωθεί στο πρώιμο έργο του. Οι ύστεροι τοιχοτάπητες που ολοκλήρωσε αποτυπώνουν την αυτονομία του Γκόγια ως καλλιτέχνη και την ανάπτυξη ενός προσωπικού ύφους που εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια. Τον Μάιο του 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο (Real Academia de Bellas Artes de S Fernando) υποβάλοντας τον πίνακα Ο Χριστός στο Σταυρό, μία συμβατική σύνθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα του Άντον Ράφαελ Μενγκς, που πιθανώς στηρίζεται στο ομώνυμο έργο του Ντιέγκο Βελάσκεθ. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ στις 25 Ιουνίου του 1786 ανακηρύχθηκε επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ', με ετήσιο μισθό 15.000 ρεάλια. Την περίοδο αυτή, ο Γκόγια καθιερώθηκε και απέκτησε σημαντική φήμη ως προσωπογράφος.
Ο θάνατος του Καρόλου Γ' το 1788, λίγο πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οδήγησε σε μία νέα εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, υπό την ηγεμονία του Καρόλου Δ'. Υπό την προστασία του νέου βασιλιά, ο Γκόγια ανακηρύχθηκε «ζωγράφος της Αίθουσας του βασιλιά» και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους και πιο πετυχημένους ζωγράφους της Ισπανίας. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε όμως δύο χρόνια αργότερα, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν εμφανιστεί από το 1792, όταν προσβλήθηκε από μία σοβαρή νόσο που είχε ως αποτέλεσμα την μόνιμη απώλεια της ακοής του. Σχετικά με την αρρώστια του, δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε γνωρίζουμε αν υπήρξε αποκλειστικά σωματικής φύσης ή επηρέασε την ψυχική του υγεία. Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά», με ετήσιο μισθό 50.000 ρεάλια. Τον ίδιο χρόνο, τυπώθηκε και η δημοφιλής σειρά χαρακτικών του, με τίτλο Καπρίτσια (Los Caprichos), έργο που είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί από το 1796 και επιβεβαίωνε μία γενικότερη αλλαγή στο ύφος του έργου του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τις καθιερωμένες φόρμες. Ανάμεσα σε αυτές τις παραγγελίες ξεχωρίζουν, την περίοδο αυτή, οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για τον Άγιο Αντώνιο δε λα Φλόριδα της Μαδρίτης, καθώς και το ομαδικό πορτρέτο για την οικογένεια του Καρόλου Δ'.
Το 1808, ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Φερνδινάνδος Δ', ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ο Γκόγια, όπως και η πλειοψηφία των φιλελεύθερων Ισπανών, διχάστηκε σε ό,τι αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσει καθώς έβλεπε θετικά τις μεταρρυθμίσεις που πίστευε πως θα προωθούσαν οι Γάλλοι, από την άλλη πλευρά όμως, δεν ήταν αδιάφορος απέναντι σε πατριωτικά αισθήματα και στη γενικευμένη εξέγερση του ισπανικού λαού εξαιτίας των εκτελέσεων που πραγματοποίησαν τα γαλλικά στρατεύματα. Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με Ισπανούς εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Τελικά διατήρησε τη θέση του ως αυλικός ζωγράφος, αποτυπώνοντας στις προσωπογραφίες του τόσο Ισπανούς όσο και Γάλλους στρατιωτικούς. Τον Οκτώβριο του 1808 ταξίδεψε στη Σαραγόσα όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα με θέμα την αντίσταση των κατοίκων της πόλης. Ολοκλήρωσε επίσης μία προσωπογραφία του Ιωσήφ Βοναπάρτη που ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 1808. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια, αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών που απεικονίζουν τη σκληρότητα του πολέμου, με γενικό τίτλο Οι Συμφορές του Πολέμου.
Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την επιστροφή του Φερδινάνδου Ζ' στην Ισπανία, επαναφέρθηκε το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Ο Γκόγια διατήρησε τη θέση του, παρά το γεγονός πως είχε υπηρετήσει τον Γάλλο βασιλιά και θεωρείτο «ύποπτος» ως φιλελεύθερος, αν και αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες Γυμνή maja και Ντυμένη maja που θεωρήθηκαν «άσεμνοι», χωρίς ωστόσο να καταδικαστεί. Με αφορμή την παλινόρθωση των Βουρβόνων, φιλοτέχνησε τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, χάρη στους οποίους βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη. Το 1819 ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης, σε μία κατοικία που ονομάστηκε από τους περίοικους «Η έπαυλη του κουφού» (La Quinta del Sordo). Στα τέλη του έτους αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενος και «μαύρους» πίνακές του. Το 1824, όταν οι διώξεις έναντι των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων ανανεώθηκαν, ο Γκόγια υπέβαλε αίτημα για άδεια μετακίνησής του στη Γαλλία, για λόγους υγείας. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντώ μέχρι το τέλος της ζωής του, με εξαίρεση λίγες ημέρες κατά τις οποίες επισκέφθηκε τη Μαδρίτη προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα της συνταξιοδότησής του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε μία σειρά λιθογραφιών, με σκηνές ταυρομαχίας.
Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 στο Μπορντώ, σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1901 στη Μαδρίτη και θάφτηκαν τελικά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δε λα Φλόριδα, διακοσμημένη με τις νωπογραφίες του Γκόγια του 1798.
.Τα πρώτα έργα του Γκόγια, ως επί το πλείστον νωπογραφίες για εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς της Σαραγόσας, αποτύπωναν θρησκευτικά θέματα και ήταν επηρεασμένα από την κυρίαρχη τεχνοτροπία του ροκοκό. Μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1774, τού ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας, με το οποίο ανέπτυξε μία σταθερή συνεργασία. Αυτό το είδος της ζωγραφικής δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο αποτελούσε πιθανότατα μία ευκαιρία διάκρισης για τον νεαρό Γκόγια, ο οποίος παρουσίασε τα προσχέδια για τους τοιχοτάπητες το 1780, μπροστά στον βασιλιά. Συνολικά συνέθεσε 62 προσχέδια, αντλώντας τα θέματά του με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μελών της βασιλικής οικογένειας, των οποίων τα δωμάτια θα διακοσμούσαν, αποδίδοντας κυρίως σκηνές της καθημερινότητας, όπως στιγμιότυπα από κυνήγι ή διασκεδάσεις. Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (majos) και τις γυναίκες (majas) των λαϊκών συνοικιών, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνθέσεις Ο Γάμος και Η Μαριονέτα, στις οποίες διαφαίνεται η κριτική διάθεση του Γκόγια. Η πρώτη αποτελεί ένα σχόλιο αποδοκιμασίας για τους γάμους που πραγματοποιούνταν από οικονομικό συμφέρον, ενώ η δεύτερη σατιρίζει την ικανότητα των γυναικών να χειραγωγούν τους άνδρες.
Από το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ', ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγκο Βελάσκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάσκεθ στον πίνακα Las Meninas. Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάσκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό. Ενδεικτικό είναι ακόμα το γεγονός πως επέλεξε να απεικονίσει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς διάθεση κολακείας. Ανάμεσα στους διακεκριμένους παραγγελιοδότες του Γκόγια, ανήκε επίσης ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μανουέλ Γκοντόυ.
Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το Προαύλιο των Τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται. Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ' και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων.
Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Γυμνή maja (La Maja Desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα (maja) που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Ντυμένη maja (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή maja, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα[1]. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη maja λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους[2]. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους.
.Η ενασχόλησή του με τη χαρακτική συνεχίστηκε, όταν με αφορμή την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων ολοκλήρωσε ένα κύκλο έργων που ονομάστηκε Συμφορές του Πολέμου, αποτελούμενος από 82 συνθέσεις που αποτύπωναν τις θηριωδίες του πολέμου. Ο Γκόγια επέλεξε να φιλοτεχνήσει τα έργα από μία μάλλον ουδέτερη οπτική γωνία, χωρίς διάθεση να εξυμνήσει τα κατορθώματα μίας πλευράς ή να αναδείξει στοιχεία ηρωισμού, ενώ τα θέματά τους δεν βασίστηκαν σε προσωπικές του εμπειρίες, αλλά αποτέλεσαν προϊόν της φαντασίας του. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ο Γκόγια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φερδινάνδο Ζ' και το 1814 ολοκλήρωσε δύο παραγγελίες για τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, στους οποίους αποτύπωσε την εξέγερση που είχε ξεσπάσει το 1808 στη Μαδρίτη. Στα έργα αυτά, ο Γκόγια επιχείρησε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα δίνοντας στην ισπανική εξέγερση μία θρησκευτική διάσταση, χωρίς να δώσει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών.
Το χειμώνα του 1819, ο Γκόγια ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία σειρά 14 ελαιογραφιών, έργα που έμειναν γνωστά με την ονομασία «μαύροι πίνακες» λόγω των σκοτεινών τόνων που τα χαρακτηρίζουν. Οι πίνακες προορίζονταν για τη διακόσμηση της νέας κατοικίας του, στα περίχωρα της Μαδρίτης, και συνέπεσαν χρονικά με μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του. Οι «μαύροι πίνακες», όπως και άλλοι που ανήκουν στο ύστερο έργο του, διακρίνονται για την ζοφερή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους πίνακες της σειράς αυτής, με τίτλο Κρόνος, απεικονίζει τον ομώνυμο θεό της μυθολογίας να καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του. Το ίδιο θέμα απεικόνισε περίπου το 1636 ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο οποίος ωστόσο απέδωσε τον Κρόνο με λιγότερο τερατώδη χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο έργο του Γκόγια που διακρίνεται για την ωμότητα του. Οι «μαύροι πίνακες» ήταν αρχικά τοιχογραφίες, οι οποίες μεταγενέστερα «μεταφέρθηκαν» σε μουσαμά και από το 1881 ανήκουν στο Μουσείο Πράδο.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την εγκατάστασή του στο Μπορντώ της Γαλλίας, ο Γκόγια φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες φιλικών του προσώπων και άλλες μικρογραφίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική της λιθογραφίας, που είχε ανακαλυφθεί περίπου το 1798. Μεταξύ των τελευταίων έργων του Γκόγια ξεχωρίζουν οι τέσσερις λιθογραφίες της σειράς Οι Ταύροι του Μπορντώ, που απεικονίζουν σκηνές από ταυρομαχίες, αγαπημένο θέμα του Γκόγια από τα νεανικά του χρόνια. Την περίοδο 1815-16, παράλληλα με τις Συμφορές του πολέμου, είχε φιλοτεχνήσει επίσης μία σειρά 33 χαρακτικών με γενικό τίτλο Ταυρομαχία, στις οποίες απεικονίζονται αρκετές βίαιες σκηνές ή ριψοκίνδυνες ενέργειες των ταυρομάχων. Αντίθετα, στους Ταύρους του Μπορντώ, ο Γκόγια εστιάζει περισσότερο στην ταυρομαχία ως είδος λαϊκής διασκέδασης και αναχυψής.
Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, 1867, λάδι σε μουσαμά, 252×305 εκ., Kunsthalle. Έργο του Εντουάρ Μανέ εμπνευσμένο από την 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια.Ο Γκόγια υπήρξε εν γένει αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία και έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις εν ζωή. Η φαντασία του, η ικανότητά του στη διαχείριση του χρώματος και των σκιών, οι καινοτομίες στη σύνθεση και η πρωτοτυπία του αναγνωρίστηκαν από σύγχρονους κριτικούς, ενώ παράλληλα κατακρίθηκε κυρίως για την έλλειψη πειθαρχίας και στις συνθέσεις του και το γεγονός πως δεν «επέμενε» σε λεπτομέρειες των έργων του. Ο Γκόγια δεν διέθετε μεγάλο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να μην επηρεάσει άμεσα την καλλιτεχνική ζωή της εποχής του, διαδίδοντας τις γνώσεις, τις αισθητικές του αντιλήψεις ή την τεχνική του σε άλλους ζωγράφους. Σχετικά με τους μαθητές του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, κυρίως από αναφορές των ονομάτων τους σε σχέδια, έγγραφα ή επιστολές του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Luis Gil Ranc (1787-1867), Felipe Arrojo (1801-70) και María del Rosario Weiss (1814-43). Η τελευταία υπήρξε κόρη της συντρόφου του Γκόγια, Λεοκάντια Βάις, και μαθήτριά του κατά την παραμονή του στο Μπορντώ.
Αν και κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής του, οι προσωπογραφίες του εκτοπίστηκαν από έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Vicente López y Portaña (1772-1850), ορισμένοι ρομαντικοί καλλιτέχνες συνέχισαν να αναπαράγουν πίνακες ή χαρακτικά του Γκόγια, είτε μιμούμενοι το ύφος του, είτε αντιγράφοντας έργα του. Εκτός των ισπανικών συνόρων, η φήμη του ενισχύθηκε σημαντικά με την κυκλοφορία της σειράς χαρακτικών Καπρίτσια. Βασισμένος στα χαρακτικά του Γκόγια, ο Ευγένιος Ντελακρουά ολοκλήρωσε ανάλογα σχέδια, στα μέσα της δεκαετίας του 1820, ενώ μέχρι το 1835, ο Γκόγια θεωρείται πως είχε ασκήσει επίδραση στο σύνολο των Γάλλων ρομαντικών ζωγράφων, ανανεώνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον στη Γαλλία, για την ισπανική τέχνη. Ο Εντουάρ Μανέ μελέτησε επίσης το έργο του Γκόγια, γεγονός που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στον πίνακα Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (1867), έργο που παραπέμπει στον πίνακα 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια.
Μετά το θάνατό του, μέρος του έργου του, κυρίως εκείνο που θεματικά συνδεόταν με τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις στην Ισπανία, έπαψε να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις επόμενες γενιές. Έργα όπως οι «μαύροι πίνακες», κρίθηκαν κυρίως υπό το πρίσμα της ωμότητάς και της σκληρότητας που αποπνέουν, θεωρούμενα ως δημιουργία ενός «διαταραγμένου» μυαλού. Οι ιμπρεσιονιστές, αλλά και μεταγενέστερα ρεύματα, εκτίμησαν το έργο του Γκόγια και εμπνεύστηκαν από αυτό, με αποτέλεσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα να αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» ζωγράφους.
Από: http://el.wikipedia.org
Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011
Θάνατος στη λογική του καριόλη
(Aπο τα τελευταια κειμενα του Μανωλη Ρασουλη... )
Θάνατος στη λογική του καριόλη
Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη.
Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη.
Ήσυχα κοιμάται η πόλη
Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη
Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;.......
Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.
Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.
Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει;
Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του.
Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον.
Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα.
Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.
Έκ γενετής; Μπορεί.
Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.
Η οποία κάνει μετάσταση παντού. Το ΄χα πεί: αυτή η λογική θα καταστρέψει τη χώρα. Την Ευρώπη. Τον πλανήτη.
Ήδη φαίνονται τ΄αποτελέσματα. Και τ΄αποτέλεσμα μετράει. Καταβρόχθισε το μέτρο.
Σαν όν δε μετράει.Κι έγινε μάζα.Κι έγινε μπάζα. Χειρότερα κι απο την Αϊτή. Πλάκωσε τους αθώους κάτω απ΄ τα ερείπια. Κατάστρεψε την προλεταριακή κουλτούρα, κατάστρεψε την αστική κουλτούρα. Έβγαλε εσαεί τους όρχεις του όξω προς κοινή θέα. Απο βαθειά εκδίκηση. Γιατί μικρός ήταν φτωχός.Και τώρα βρέθηκε με καταθέσεις. Ο γαμάω.
Οι αρχαίοι Έλληνες φτιάξανε τον άριστο, οι φεουδάρχες τον ιππότη, οι αστοί τον τζέντλμαν, οι μεταδικτατορικοί ρωμιοί έφτιαξαν τον γαμάω. Στα παπάρια του. Κατάντησε την πιο ωραία και ιστορική χώρα ένα γραψαρχιδιστάν.
Και το΄χε πεί ο Τρότσκι: «το αποκρουστικότερο πλάσμα στον κόσμο είναι ο μικροαστός στην αρχική του συσσώρευση.
Σάμπως είχαμε κι αστούς;
Ούτε πλούσιους.
Πλουτοκράτες. Αρχιδομούνια.
Εδώ,ναι εδώ, η μητρόπολις των έτσι και στουπέτσι.
Σφάζονται στα γήπεδα. Ποιοί;
Οι εκτελεστές.
Οι ηθικοί αυτουργοί τα βράδια στα σκυλάδικα σου λένε: «πάρτα, αλλά θέλω το τάδε πιπίνι». «Μάλιστα αφεντικό» ακούγεται η υπόκλησις του γιουβέτσι.
Χορεύουν ημίγυμνα τα ρωσοδούλια, και οι όρχεις των έτσι νάααα.
Τώρα λέν δεν υπάρχει σάλιο.
Και τους σοδομούν χωρίς σάλιο.
Ποιοί; Οι γαμάω.
Βάσει τίνος;
Της λογικής του καριόλη.
Ο μέσος έλλην ανθρωπάκος άλλα λέει, άλλα κάνει και άλλα εννοεί!
Εννοείται.
Όμως μας έχει μείνει ακόμα η γκρίκ σάλατ. Η μεγαλοφυής σύλληψη που κόβεις ντομάτα, αγγούρι, κρεμμύδι κι άντε φέτα και τ’ανακατεύεις. Κανείς πρίν δεν το ΄χε σκεφτεί. Μόνο οι γκρικς.
Κι έτσι τέλειωσε ένα υπέροχο έπος: ο Ζόρμπα.
Ελύτης: βραβείο. Σεφέρης: βραβείο. Θοδωράκης: βραβείο. Χατζιδάκις: βραβείο.
Τώρα γιουροβίζο in greenglish.
Λέει δεν έχει λεφτά. Λέει δεν του δανείζει η παγκόσμια αγορά.
Με τόκους σε πριαπισμό. Κι όλα τα λεφτά του ΄80-΄90 που πήγαν; Πήγαν εκεί που πάει η αγάπη όταν πεθαίνει.
Τη δεκαετία που δεν μου πέταγαν ούτε ψίχουλα. Εμένα που ήξερα απο αγάπη.
Live.
Τώρα κρυμένοι στο ποτάμι ανασαίνουν με καλάμι.
Κι ακαρτερούν στις ρούγες πότε θα πέσουν τα κόνδιλα σαν το μάννα.
Κι όρχεις όξω. Πρός επίδειξη.
Τις μπέρδεψαν με τις ορχιδέες.
Εν κατακλείδι - αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Θάνατος.
Από: https://lh3.googleusercontent.com/-W-f5mohx6II/
Θάνατος στη λογική του καριόλη
Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη.
Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη.
Ήσυχα κοιμάται η πόλη
Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη
Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;.......
Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.
Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.
Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει;
Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του.
Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον.
Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα.
Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.
Έκ γενετής; Μπορεί.
Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.
Η οποία κάνει μετάσταση παντού. Το ΄χα πεί: αυτή η λογική θα καταστρέψει τη χώρα. Την Ευρώπη. Τον πλανήτη.
Ήδη φαίνονται τ΄αποτελέσματα. Και τ΄αποτέλεσμα μετράει. Καταβρόχθισε το μέτρο.
Σαν όν δε μετράει.Κι έγινε μάζα.Κι έγινε μπάζα. Χειρότερα κι απο την Αϊτή. Πλάκωσε τους αθώους κάτω απ΄ τα ερείπια. Κατάστρεψε την προλεταριακή κουλτούρα, κατάστρεψε την αστική κουλτούρα. Έβγαλε εσαεί τους όρχεις του όξω προς κοινή θέα. Απο βαθειά εκδίκηση. Γιατί μικρός ήταν φτωχός.Και τώρα βρέθηκε με καταθέσεις. Ο γαμάω.
Οι αρχαίοι Έλληνες φτιάξανε τον άριστο, οι φεουδάρχες τον ιππότη, οι αστοί τον τζέντλμαν, οι μεταδικτατορικοί ρωμιοί έφτιαξαν τον γαμάω. Στα παπάρια του. Κατάντησε την πιο ωραία και ιστορική χώρα ένα γραψαρχιδιστάν.
Και το΄χε πεί ο Τρότσκι: «το αποκρουστικότερο πλάσμα στον κόσμο είναι ο μικροαστός στην αρχική του συσσώρευση.
Σάμπως είχαμε κι αστούς;
Ούτε πλούσιους.
Πλουτοκράτες. Αρχιδομούνια.
Εδώ,ναι εδώ, η μητρόπολις των έτσι και στουπέτσι.
Σφάζονται στα γήπεδα. Ποιοί;
Οι εκτελεστές.
Οι ηθικοί αυτουργοί τα βράδια στα σκυλάδικα σου λένε: «πάρτα, αλλά θέλω το τάδε πιπίνι». «Μάλιστα αφεντικό» ακούγεται η υπόκλησις του γιουβέτσι.
Χορεύουν ημίγυμνα τα ρωσοδούλια, και οι όρχεις των έτσι νάααα.
Τώρα λέν δεν υπάρχει σάλιο.
Και τους σοδομούν χωρίς σάλιο.
Ποιοί; Οι γαμάω.
Βάσει τίνος;
Της λογικής του καριόλη.
Ο μέσος έλλην ανθρωπάκος άλλα λέει, άλλα κάνει και άλλα εννοεί!
Εννοείται.
Όμως μας έχει μείνει ακόμα η γκρίκ σάλατ. Η μεγαλοφυής σύλληψη που κόβεις ντομάτα, αγγούρι, κρεμμύδι κι άντε φέτα και τ’ανακατεύεις. Κανείς πρίν δεν το ΄χε σκεφτεί. Μόνο οι γκρικς.
Κι έτσι τέλειωσε ένα υπέροχο έπος: ο Ζόρμπα.
Ελύτης: βραβείο. Σεφέρης: βραβείο. Θοδωράκης: βραβείο. Χατζιδάκις: βραβείο.
Τώρα γιουροβίζο in greenglish.
Λέει δεν έχει λεφτά. Λέει δεν του δανείζει η παγκόσμια αγορά.
Με τόκους σε πριαπισμό. Κι όλα τα λεφτά του ΄80-΄90 που πήγαν; Πήγαν εκεί που πάει η αγάπη όταν πεθαίνει.
Τη δεκαετία που δεν μου πέταγαν ούτε ψίχουλα. Εμένα που ήξερα απο αγάπη.
Live.
Τώρα κρυμένοι στο ποτάμι ανασαίνουν με καλάμι.
Κι ακαρτερούν στις ρούγες πότε θα πέσουν τα κόνδιλα σαν το μάννα.
Κι όρχεις όξω. Πρός επίδειξη.
Τις μπέρδεψαν με τις ορχιδέες.
Εν κατακλείδι - αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.
Θάνατος.
Από: https://lh3.googleusercontent.com/-W-f5mohx6II/
Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Σάββατο 12 Μαρτίου 2011
Γεωργάκης Ολύμπιος
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι. Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους φημισμένους αρματωλούς του Ολύμπου, τους Λαζαίους, τους οποίους η Δημοτική μούσα έχει υμνήσει:
«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρίστου η Ελασσώνα ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα».
Η μητέρα του Νικολέτα πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει την άμετρη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον δεν έπαιξε μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ολύμπιου. Σ’ όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν αδούλωτα κάστρα Λευτεριάς για το σκλαβωμένο Γένος. Οι φοβεροί καπεταναίοι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. αποτέλεσαν τα ωραιότερα πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού και έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χαρακτήρα, στο φρόνημα και στις ιδέες του Ολύμπιου.
Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου, όπου έφηβος πια ο Γιωργάκης εκπαιδεύτηκε άριστα γιατί την εποχή αυτή το αρματολίκι του Λάζου ήταν μια τέλεια και αξιοζήλευτη πολεμική σχολή. Τα σωματικά αλλά προπαντός τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάζεται στους αγώνες κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη.
Στα 1804 επικεφαλής πολλών αρματολών δέχεται την έκκληση του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς για να βοηθήσουν τη σέρβικη επανάσταση. Ο Ολύμπιος, όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι Βαλκανικοί λαοί θα απελευθερωθούν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμήσουν ενωμένοι. Στη Σερβία με 550 παλικάρια και άλλους καπεταναίους ενώθηκαν με τους Σέρβους επαναστάτες αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Μετά από τη σύγκρουση αυτή ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη και αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Σερβία, αλληλογραφεί με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νο Υψηλάντη και τον παρακαλεί να βοηθήσει τη Σέρβικη επανάσταση και να οργανώσει στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο με το σέρβικο. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας. Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄ με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Στα 1817, μυείται με ενθουσιασμό στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά και ένας από τους 12 αποστόλους της. Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος με άμετρη μετριοφροσύνη δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».
Τις πνευματικές του ικανότητες τις εκδήλωνε ο Γεωργάκης στις συνεχείς ομιλίες του, εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, παντού και πάντοτε, όπου βρισκόταν. Ορκισμένος στις αξίες και τις αρχές της Φιλικής Εταιρείας και διαθέτοντας το ίδιο όραμα με το Ρήγα Φεραίο γύριζε από πόλη σε πόλη κάνοντας ομιλίες. Σε μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκτός από τη γνωστή, προφητική γι’ αυτόν ρήση του ότι: «ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», διασώζεται και το εξής απόσπασμα των παροτρύνσεών του προς το ακροατήριο για οικονομική ενίσχυση του αγώνα: «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που του χρειάζονται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους που στερούνται παντελώς αγαθών». Ο Γεωργάκης Ολύμπιος πίστευε στη μόρφωση του Λαού σα βασικό συντελεστή για την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του. Περίφημη είναι η προκήρυξή του, που βρέθηκε στα Αυστριακά αρχεία. Είναι ένα κείμενο που φανερώνει το ηθικό μεγαλείο και την πίστη του στην αξία της παιδείας: «Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδας προτού να έρθει η βοήθειά τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες και μετά την εξόντωση των μορφωμένων να μη παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό...».
Στα 1821 ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συναντά γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίζεται με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821, αν και δεν ήταν παρών απ΄ την αρχή ρίχνεται στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρηνεί το χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Μετά την καταστροφή φεύγουν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης του οποίου η ζωή κινδύνευε για ύστατη φορά στηρίχτηκε αποκλειστικά στον ηθικό και υπέροχο χαρακτήρα του Ολύμπιου, ο οποίος με απόλυτη ασφάλεια κατόρθωσε να τον οδηγήσει στα Αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συμβουλεύει τον Ολύμπιο να φύγει κι εκείνος αγέρωχα του απαντά:«Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω!». Στα τέλη Αυγούστου συναντάται με τον άλλο πολέμαρχο και στενό του φίλο, τον Φαρμάκη και αποφασίζουν να αγωνιστούν ως την τελευταία τους πνοή. Μαζί τους έμειναν μόνο 350 διαλεχτοί πολεμιστές, αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας. Οι Τουρκικές Αρχές του Βουκουρεστίου θέλουν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από τους άθλιους ραγιάδες επαναστάτες και γι’ αυτό χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αναγκάζουν τον ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Ρομάνο να στείλει στον Ολύμπιο επιστολή με την οποία τον παρακαλεί "να σπεύσει" να προστατεύσει τη Μονή Σέκου και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Σκοπός του παραπλανητικού αυτού γράμματος είναι να παγιδευτεί ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης στο άγριο αυτό φαράγγι που είναι κτισμένη η Μονή. Το γράμμα στάθηκε μοιραίο. Δίχως τον παραμικρό δισταγμό οι δύο γενναίοι αρχηγοί κατευθύνθηκαν αμέσως στη Μονή Σέκου. Εκεί όμως αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ο Σελήχ πασάς με 10.000 Τούρκους τέλεια οπλισμένους, που παρακολουθούσε κάθε κίνησή τους, τους πολιόρκησε αμέσως. Από τις 2 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου γίνονται ομηρικές συμπλοκές. Ο Τούρκος πασάς αποστέλλει αντιπροσωπεία που ζητά να δει τον Ολύμπιο και να συζητήσει τους όρους της παράδοσης των Ελλήνων. Η γενναία άρνηση του Γεωργάκη Ολύμπιου σήμανε και την αρχή του τέλους. Ο Θ. Γόρδων στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (... ...) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.». Με τη δημηγορία του αυτή κλείστηκε με ένδεκα πιστούς στο κωδωνοστάσιο της Μονής. Όταν αργότερα είδε ότι πολυάριθμοι Τούρκοι έσπασαν την εξωτερική πόρτα και πλημμύρισαν τη Μονή, άνοιξε τότε την πόρτα του κωδωνοστασίου για να φύγουν όσοι ήθελαν και είπε: «εγώ θα καώ, όστις θέλει να φύγει ας απομακρυνθεί». Αλλά κανείς δεν φεύγει. Γαλήνιος σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κάτι ψελλίζει σαν προσευχή, κάνει το σταυρό του και με χέρι σταθερό «έθεσε πυρ εις την πυρίτιδα και ανετινάχθη εις τον αέρα, ομού μετά πάντων των περί αυτόν ηρώων». Ήταν Σεπτέμβριος του 1821.
Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε με αιώνια φιλία με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρο του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ. Αποχαιρετώντας την έγκυο γυναίκα του της λέει: «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία». Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος ξέχασε τελείως τον ήρωα της Μονής Σέκου και την οικογένειά του. Αντί να φέρει τα οστά του στην «κλασικήν γην», όπως ήταν και η τελευταία του θέληση και να αναλάβει το έθνος τα παιδιά του, έδωσε στη χήρα Στάνα μια σύνταξη 140 δραχμών το μήνα και επειδή στερούνταν κάθε άλλου πόρου, μ’ αυτήν την πενιχρή σύνταξη έπρεπε να ζήσει αυτή, η κόρη της και τα δύο αγόρια. Στη σύζυγό του που δώρισε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα. Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 διαβάζουμε:
«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα». Στη βιογραφία του ήρωα που έγραψε ο Θεόδωρος Δ. Φράγκος με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Γεωργάκη Ολυμπίου το 1964 στο Λιβάδι και εξέδωσε ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Αθήνας διαβάζουμε: «Όλες μας οι προσπάθειες όπως βρούμε έστω και έναν απόγονο του Γεωργάκη από τον οποίο θα μαθαίναμε για την τύχη των παιδιών του απέβησαν δυστυχώς άκαρπες».
Ο μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Σαιντ-Ετιέν της Γαλλίας (1772–1844), εξέδωσε στο Παρίσι το 1824-1825 σε δύο τόμους τα «Νεοελληνικά Τραγούδια», κάνοντας γνωστό στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης το αναμφισβήτητο δικαίωμα των Νεοελλήνων για ελευθερία και βοηθώντας ηθικά τον αγώνα τους, ίσως πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια. Με φιλελληνικό ζήλο και προσοχή, ο Φωριέλ άρχισε να συγκεντρώνει τα τραγούδια της συλλογής του, αμέσως με τα πρώτα μηνύματα των απελευθερωτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα, και το σπουδαιότερο, μπόρεσε ν’ αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό που είχαν οι Έλληνες του εξωτερικού, λόγιοι και εμπορευόμενοι και να καταγράψει μέχρι το 1824, τρία τραγούδια, μεταξύ των οποίων ένα για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, εμπνευσμένα από την ίδια την Επανάσταση.
«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο. Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια. Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι; γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια, πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια, ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι. Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες. Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε. Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι. Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου: Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε; Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι. Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει».
Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός Μαξίμ Ραϋμπότ (Maxime Raybaud) αναφέρει τα εξής: «Με κάλεσε σε γεύμα ο Υψηλάντης, μαζί με Έλληνες καπεταναίους, τον Μάιο του 1821, σε ένα στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Εκεί σε μια γωνιά της κάμαρας, ένας σακάτης με βροντερή φωνή σαν άλλος Τυρταίος, τραγουδούσε τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και των Ιερολοχιτών». Ένας άλλος εθελοντής, ο Γερμανός ιατρός Ηahn είδε στα Μέθανα ένα τυφλό Αρβανίτη ραψωδό, που τα βράδια, στις καλύβες, όταν άρχιζε το συμπόσιο με φλογέρες και κιθάρες, με ενθουσιώδη φωνή, τραγουδούσε τα αθάνατα ανδραγαθήματα του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Από:
http://el.wikipedia.org/
«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρίστου η Ελασσώνα ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα».
Η μητέρα του Νικολέτα πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει την άμετρη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον δεν έπαιξε μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ολύμπιου. Σ’ όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν αδούλωτα κάστρα Λευτεριάς για το σκλαβωμένο Γένος. Οι φοβεροί καπεταναίοι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. αποτέλεσαν τα ωραιότερα πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού και έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χαρακτήρα, στο φρόνημα και στις ιδέες του Ολύμπιου.
Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου, όπου έφηβος πια ο Γιωργάκης εκπαιδεύτηκε άριστα γιατί την εποχή αυτή το αρματολίκι του Λάζου ήταν μια τέλεια και αξιοζήλευτη πολεμική σχολή. Τα σωματικά αλλά προπαντός τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάζεται στους αγώνες κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη.
Στα 1804 επικεφαλής πολλών αρματολών δέχεται την έκκληση του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς για να βοηθήσουν τη σέρβικη επανάσταση. Ο Ολύμπιος, όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι Βαλκανικοί λαοί θα απελευθερωθούν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμήσουν ενωμένοι. Στη Σερβία με 550 παλικάρια και άλλους καπεταναίους ενώθηκαν με τους Σέρβους επαναστάτες αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Μετά από τη σύγκρουση αυτή ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη και αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Σερβία, αλληλογραφεί με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νο Υψηλάντη και τον παρακαλεί να βοηθήσει τη Σέρβικη επανάσταση και να οργανώσει στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο με το σέρβικο. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας. Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄ με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Στα 1817, μυείται με ενθουσιασμό στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά και ένας από τους 12 αποστόλους της. Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος με άμετρη μετριοφροσύνη δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».
Τις πνευματικές του ικανότητες τις εκδήλωνε ο Γεωργάκης στις συνεχείς ομιλίες του, εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, παντού και πάντοτε, όπου βρισκόταν. Ορκισμένος στις αξίες και τις αρχές της Φιλικής Εταιρείας και διαθέτοντας το ίδιο όραμα με το Ρήγα Φεραίο γύριζε από πόλη σε πόλη κάνοντας ομιλίες. Σε μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκτός από τη γνωστή, προφητική γι’ αυτόν ρήση του ότι: «ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», διασώζεται και το εξής απόσπασμα των παροτρύνσεών του προς το ακροατήριο για οικονομική ενίσχυση του αγώνα: «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που του χρειάζονται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους που στερούνται παντελώς αγαθών». Ο Γεωργάκης Ολύμπιος πίστευε στη μόρφωση του Λαού σα βασικό συντελεστή για την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του. Περίφημη είναι η προκήρυξή του, που βρέθηκε στα Αυστριακά αρχεία. Είναι ένα κείμενο που φανερώνει το ηθικό μεγαλείο και την πίστη του στην αξία της παιδείας: «Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδας προτού να έρθει η βοήθειά τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες και μετά την εξόντωση των μορφωμένων να μη παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό...».
Στα 1821 ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συναντά γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίζεται με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821, αν και δεν ήταν παρών απ΄ την αρχή ρίχνεται στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρηνεί το χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Μετά την καταστροφή φεύγουν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης του οποίου η ζωή κινδύνευε για ύστατη φορά στηρίχτηκε αποκλειστικά στον ηθικό και υπέροχο χαρακτήρα του Ολύμπιου, ο οποίος με απόλυτη ασφάλεια κατόρθωσε να τον οδηγήσει στα Αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συμβουλεύει τον Ολύμπιο να φύγει κι εκείνος αγέρωχα του απαντά:«Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω!». Στα τέλη Αυγούστου συναντάται με τον άλλο πολέμαρχο και στενό του φίλο, τον Φαρμάκη και αποφασίζουν να αγωνιστούν ως την τελευταία τους πνοή. Μαζί τους έμειναν μόνο 350 διαλεχτοί πολεμιστές, αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας. Οι Τουρκικές Αρχές του Βουκουρεστίου θέλουν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από τους άθλιους ραγιάδες επαναστάτες και γι’ αυτό χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αναγκάζουν τον ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Ρομάνο να στείλει στον Ολύμπιο επιστολή με την οποία τον παρακαλεί "να σπεύσει" να προστατεύσει τη Μονή Σέκου και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Σκοπός του παραπλανητικού αυτού γράμματος είναι να παγιδευτεί ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης στο άγριο αυτό φαράγγι που είναι κτισμένη η Μονή. Το γράμμα στάθηκε μοιραίο. Δίχως τον παραμικρό δισταγμό οι δύο γενναίοι αρχηγοί κατευθύνθηκαν αμέσως στη Μονή Σέκου. Εκεί όμως αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ο Σελήχ πασάς με 10.000 Τούρκους τέλεια οπλισμένους, που παρακολουθούσε κάθε κίνησή τους, τους πολιόρκησε αμέσως. Από τις 2 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου γίνονται ομηρικές συμπλοκές. Ο Τούρκος πασάς αποστέλλει αντιπροσωπεία που ζητά να δει τον Ολύμπιο και να συζητήσει τους όρους της παράδοσης των Ελλήνων. Η γενναία άρνηση του Γεωργάκη Ολύμπιου σήμανε και την αρχή του τέλους. Ο Θ. Γόρδων στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (... ...) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.». Με τη δημηγορία του αυτή κλείστηκε με ένδεκα πιστούς στο κωδωνοστάσιο της Μονής. Όταν αργότερα είδε ότι πολυάριθμοι Τούρκοι έσπασαν την εξωτερική πόρτα και πλημμύρισαν τη Μονή, άνοιξε τότε την πόρτα του κωδωνοστασίου για να φύγουν όσοι ήθελαν και είπε: «εγώ θα καώ, όστις θέλει να φύγει ας απομακρυνθεί». Αλλά κανείς δεν φεύγει. Γαλήνιος σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κάτι ψελλίζει σαν προσευχή, κάνει το σταυρό του και με χέρι σταθερό «έθεσε πυρ εις την πυρίτιδα και ανετινάχθη εις τον αέρα, ομού μετά πάντων των περί αυτόν ηρώων». Ήταν Σεπτέμβριος του 1821.
Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε με αιώνια φιλία με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρο του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ. Αποχαιρετώντας την έγκυο γυναίκα του της λέει: «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία». Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος ξέχασε τελείως τον ήρωα της Μονής Σέκου και την οικογένειά του. Αντί να φέρει τα οστά του στην «κλασικήν γην», όπως ήταν και η τελευταία του θέληση και να αναλάβει το έθνος τα παιδιά του, έδωσε στη χήρα Στάνα μια σύνταξη 140 δραχμών το μήνα και επειδή στερούνταν κάθε άλλου πόρου, μ’ αυτήν την πενιχρή σύνταξη έπρεπε να ζήσει αυτή, η κόρη της και τα δύο αγόρια. Στη σύζυγό του που δώρισε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα. Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 διαβάζουμε:
«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα». Στη βιογραφία του ήρωα που έγραψε ο Θεόδωρος Δ. Φράγκος με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Γεωργάκη Ολυμπίου το 1964 στο Λιβάδι και εξέδωσε ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Αθήνας διαβάζουμε: «Όλες μας οι προσπάθειες όπως βρούμε έστω και έναν απόγονο του Γεωργάκη από τον οποίο θα μαθαίναμε για την τύχη των παιδιών του απέβησαν δυστυχώς άκαρπες».
Ο μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Σαιντ-Ετιέν της Γαλλίας (1772–1844), εξέδωσε στο Παρίσι το 1824-1825 σε δύο τόμους τα «Νεοελληνικά Τραγούδια», κάνοντας γνωστό στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης το αναμφισβήτητο δικαίωμα των Νεοελλήνων για ελευθερία και βοηθώντας ηθικά τον αγώνα τους, ίσως πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια. Με φιλελληνικό ζήλο και προσοχή, ο Φωριέλ άρχισε να συγκεντρώνει τα τραγούδια της συλλογής του, αμέσως με τα πρώτα μηνύματα των απελευθερωτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα, και το σπουδαιότερο, μπόρεσε ν’ αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό που είχαν οι Έλληνες του εξωτερικού, λόγιοι και εμπορευόμενοι και να καταγράψει μέχρι το 1824, τρία τραγούδια, μεταξύ των οποίων ένα για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, εμπνευσμένα από την ίδια την Επανάσταση.
«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο. Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια. Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι; γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια, πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια, ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι. Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες. Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε. Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι. Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου: Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε; Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι. Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει».
Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός Μαξίμ Ραϋμπότ (Maxime Raybaud) αναφέρει τα εξής: «Με κάλεσε σε γεύμα ο Υψηλάντης, μαζί με Έλληνες καπεταναίους, τον Μάιο του 1821, σε ένα στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Εκεί σε μια γωνιά της κάμαρας, ένας σακάτης με βροντερή φωνή σαν άλλος Τυρταίος, τραγουδούσε τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και των Ιερολοχιτών». Ένας άλλος εθελοντής, ο Γερμανός ιατρός Ηahn είδε στα Μέθανα ένα τυφλό Αρβανίτη ραψωδό, που τα βράδια, στις καλύβες, όταν άρχιζε το συμπόσιο με φλογέρες και κιθάρες, με ενθουσιώδη φωνή, τραγουδούσε τα αθάνατα ανδραγαθήματα του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Από:
http://el.wikipedia.org/
Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011
Παπαφλέσσας
Ο Γρηγόριος Φλέσσας(1788-1825) ή περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δικαίος ή Διαολόπαπας ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Eλληνικής Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας)[εκκρεμεί παραπομπή]. Εξαιτίας του χαρακτήρα του εγκατέλειψε την Πελοπόννησο περνώντας στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον Γρηγόριο Ε΄ με το εκκλησιαστικό Οφφίκιο «Δικαίος».
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Στάλθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση. Όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.
Διόρισε Αρχιστράτηγο Πελοποννήσου τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Διακρίθηκε για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Μια από της μάχες αυτές είναι και η μάχη στα Δερβενάκια όπου μαζί με τον Νικηταρά και τον Υψηλάντη είχαν οριστεί από τον Κολοκοτρώνη να κρατήσουν τ’ Αγιονόρι. Στο τέλος της μάχης όταν μοιράστηκαν τα λάφυρα ο Παπαφλέσσας πήρε την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά την οποία από τότε δεν έβγαλε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του.
Συμμετείχε στην Α' και Β' Εθνοσυνέλευση. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος με 2000 άνδρες για να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, και πήγε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, πολλοί από τους άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με 300 (ή κατά άλλους 600) πολεμιστές.
Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, και αφού προδόθηκε εκ των έσω από τον Γ. Κορμά βρήκε τον θάνατο προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει. Σύμφωνα με το θρύλο, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν τους διέταξε να δέσουν στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν πάνω σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε, ο Ιμπραήμ πλησίασε τον νεκρό Παπαφλέσσα και τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Από: http://el.wikipedia/.
Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας)[εκκρεμεί παραπομπή]. Εξαιτίας του χαρακτήρα του εγκατέλειψε την Πελοπόννησο περνώντας στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον Γρηγόριο Ε΄ με το εκκλησιαστικό Οφφίκιο «Δικαίος».
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Στάλθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση. Όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.
Διόρισε Αρχιστράτηγο Πελοποννήσου τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Διακρίθηκε για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Μια από της μάχες αυτές είναι και η μάχη στα Δερβενάκια όπου μαζί με τον Νικηταρά και τον Υψηλάντη είχαν οριστεί από τον Κολοκοτρώνη να κρατήσουν τ’ Αγιονόρι. Στο τέλος της μάχης όταν μοιράστηκαν τα λάφυρα ο Παπαφλέσσας πήρε την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά την οποία από τότε δεν έβγαλε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του.
Συμμετείχε στην Α' και Β' Εθνοσυνέλευση. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος με 2000 άνδρες για να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, και πήγε στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, πολλοί από τους άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με 300 (ή κατά άλλους 600) πολεμιστές.
Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, και αφού προδόθηκε εκ των έσω από τον Γ. Κορμά βρήκε τον θάνατο προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει. Σύμφωνα με το θρύλο, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν τους διέταξε να δέσουν στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν πάνω σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε, ο Ιμπραήμ πλησίασε τον νεκρό Παπαφλέσσα και τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Από: http://el.wikipedia/.
Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011
Κίτσος Τζαβέλας
O Κίτσος Τζαβέλας ή Τσαβέλλας (Σούλι 1800- Αθήνα 1855) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του '21 από το Σούλι της Ηπείρου και μετέπειτα στρατηγός, υπουργός και πρωθυπουργός.
Ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Γεννήθηκε στο Σούλι, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα τους, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος - αρχηγός, σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή Πασά, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822 γύρισε και πήρε μέρος ως αρχηγός 35 Σουλιωτών, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγιού το φθινόπωρο του 1822 και στις μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πήρε μέρος καί στη Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού το 1823.
Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ' αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά.
Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους [1] [2]. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας [3]. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.
Το 1854, όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε.
Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.
Από;
http://el.wikipedia.org/wiki
Ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Γεννήθηκε στο Σούλι, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα τους, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος - αρχηγός, σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή Πασά, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822 γύρισε και πήρε μέρος ως αρχηγός 35 Σουλιωτών, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγιού το φθινόπωρο του 1822 και στις μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πήρε μέρος καί στη Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού το 1823.
Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ' αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά.
Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους [1] [2]. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας [3]. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.
Το 1854, όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε.
Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.
Από;
http://el.wikipedia.org/wiki
Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1790 και δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών στις 5 Ιουνίου του 1825.Ήταν επιφανής αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και γιος του οπλαρχηγού Ανδρούτσου. Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Ανδρούτσος από τις Λιβανάτες Φθιώτιδας και μητέρα του η Ακριβή Τσαρλαμπά, από την Πρέβεζα.
Γεννήθηκε το 1790 στην Ιθάκη. Ο πατέρας του,ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας, να μείνει ορφανός. Η μητέρα του ονομαζόταν Ακριβή Τσαρλαμπά και ήταν από την Πρέβεζα. Το 1778, όταν η πόλη τους έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά, η μητέρα του κατόρθωσε να διασωθεί στην Λευκάδα, όπου ο Οδυσσέας έζησε τα παιδικά του χρόνια. Αργότερα επέστρεψε στην Πρέβεζα όπου και έζησε μέχρι το 1806, όταν ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα. Εκεί ο Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε,άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά.
Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και για αμοιβή της ανδρείας του, ο Αλή Πασάς του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων, καθώς και την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.
Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες αλλά και με Αλβανούς,που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Ανδρούτσος έφυγε από την Λευκάδα και βρέθηκε μέσω της Πάτρας στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τους Γαλαξιδιώτες να επαναστατήσουν και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στην μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου του 1821), παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822.
Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Οι συνεχείς του κόντρες με τους προύχοντες είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να αρχίσει να συνεννοείται με τους Τούρκους, αντιλαμβανόμενος όμως το λάθος του παραδόθηκε στο πάλαι ποτέ, πρωτοπαλίκαρο του, Γκούρα, ο οποίος τον μετέφερε στην Ακρόπολη φυλακίζοντάς τον μέσα στον παλιό φράγκικο πύργο του Γουλά.
Στις 5 Ιουνίου του 1825, θύμα και αυτός του Εμφύλιου πολέμου, δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη, όπου είχε φυλακιστεί, ύστερα από εντολή του Γιάννη Γκούρα. Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Στη συνέχεια οι δολοφόνοι έριξαν το πτώμα του στα βράχια της Ακρόπολης για να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Ανδρούτσος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να δραπετεύσει. Υπήρξε όμως αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας στο πρόσωπο του στρατιώτη Κωνσταντίνου Καλατζή, ο οποίος εκείνη τη βραδιά φύλαγε σκοπός. Πολλά χρόνια αργότερα αποκάλυψε την αλήθεια στον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη και η διήγηση του δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση στην εφημερίδα «Καιροί» της Αθήνας το 1898.
Από: http://el.wikipedia.org/
Γεννήθηκε το 1790 στην Ιθάκη. Ο πατέρας του,ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας, να μείνει ορφανός. Η μητέρα του ονομαζόταν Ακριβή Τσαρλαμπά και ήταν από την Πρέβεζα. Το 1778, όταν η πόλη τους έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά, η μητέρα του κατόρθωσε να διασωθεί στην Λευκάδα, όπου ο Οδυσσέας έζησε τα παιδικά του χρόνια. Αργότερα επέστρεψε στην Πρέβεζα όπου και έζησε μέχρι το 1806, όταν ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα. Εκεί ο Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε,άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά.
Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και για αμοιβή της ανδρείας του, ο Αλή Πασάς του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων, καθώς και την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.
Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες αλλά και με Αλβανούς,που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Ανδρούτσος έφυγε από την Λευκάδα και βρέθηκε μέσω της Πάτρας στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τους Γαλαξιδιώτες να επαναστατήσουν και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στην μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου του 1821), παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822.
Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Οι συνεχείς του κόντρες με τους προύχοντες είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να αρχίσει να συνεννοείται με τους Τούρκους, αντιλαμβανόμενος όμως το λάθος του παραδόθηκε στο πάλαι ποτέ, πρωτοπαλίκαρο του, Γκούρα, ο οποίος τον μετέφερε στην Ακρόπολη φυλακίζοντάς τον μέσα στον παλιό φράγκικο πύργο του Γουλά.
Στις 5 Ιουνίου του 1825, θύμα και αυτός του Εμφύλιου πολέμου, δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη, όπου είχε φυλακιστεί, ύστερα από εντολή του Γιάννη Γκούρα. Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Στη συνέχεια οι δολοφόνοι έριξαν το πτώμα του στα βράχια της Ακρόπολης για να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Ανδρούτσος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να δραπετεύσει. Υπήρξε όμως αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας στο πρόσωπο του στρατιώτη Κωνσταντίνου Καλατζή, ο οποίος εκείνη τη βραδιά φύλαγε σκοπός. Πολλά χρόνια αργότερα αποκάλυψε την αλήθεια στον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη και η διήγηση του δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση στην εφημερίδα «Καιροί» της Αθήνας το 1898.
Από: http://el.wikipedia.org/
Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι μάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυμο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος. Πιο συγκεκριμένα το κανονικό του επίθετο όπως και του αρματολού πατέρα του ήταν Ίσκος αλλά λόγω της περήφανης και σκληρής προσωπικότητας που διαμόρφωσε στα δύσκολα και δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - από όλους - σαν αντάξιο προσωνύμιο μπροστά από το επίθετο του, το λήμα "Καρα" που σημαίνει μεγάλος και φοβερός. Το τελικό του επίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι λόγω της Τουρκικής σκλαβιάς αναγκάστηκε από παιδί να γίνει κλέφτης στα βουνά.
Γεννήθηκε στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας ή στη Σκουληκαριά Άρτας τo 1782 και ήταν νόθος γιος του αρματολού του Βάλτου Δημήτρη Ίσκου ή Καραΐσκου, από τη Δούνιστα (σημερινός Σταθάς Αιτωλοακαρνανίας) και της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Ερωτεύτηκε όμως τον Καραΐσκο, και από τον κρυφό αυτόν δεσμό γεννήθηκε ο Καραΐσκάκης. Γι' αυτό και του έμεινε το παρατσούκλι «γιος της καλογριάς».
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του σαν Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Γεώργιος ΚαραϊσκάκηςΜόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίξει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη, έργο του Γεώργιου Μαργαρίτη, 1844Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχοβα, την οποία οχυρώνει με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει ενώ με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Από:
http://el.wikipedia.org/
Γεννήθηκε στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας ή στη Σκουληκαριά Άρτας τo 1782 και ήταν νόθος γιος του αρματολού του Βάλτου Δημήτρη Ίσκου ή Καραΐσκου, από τη Δούνιστα (σημερινός Σταθάς Αιτωλοακαρνανίας) και της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Ερωτεύτηκε όμως τον Καραΐσκο, και από τον κρυφό αυτόν δεσμό γεννήθηκε ο Καραΐσκάκης. Γι' αυτό και του έμεινε το παρατσούκλι «γιος της καλογριάς».
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του σαν Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα.
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Γεώργιος ΚαραϊσκάκηςΜόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίξει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη, έργο του Γεώργιου Μαργαρίτη, 1844Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχοβα, την οποία οχυρώνει με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει ενώ με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως σαν «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Από:
http://el.wikipedia.org/
Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011
Ρήγας Βελεστινλῆς
Ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς γεννήθηκε τὸ 1757 στὸ Βελεστίνο τῆς Τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας. Ἡ πνευματική του προσφορὰ καὶ ὁ μαρτυρικός του θάνατος τὸν ἀνέδειξαν σὲ μία πρόδρομη μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ πρώιμο ἐθνομάρτυρα ποὺ ἐνέπνευσε τὸν πόθο γιὰ ἐλευθερία στὸν ἑλληνικὸ λαό. Ὁ Ρήγας «εὐτύχησε» νὰ γεννηθεῖ στὸ γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Θεσσαλίας σὲ μία ἱστορικὴ περίοδο (μέσα 18ου) ὅπου μεγάλοι δάσκαλοι ἐργάζονταν μὲ ζῆλο κυρίως στὴν περιοχὴ τοῦ Πηλίου (Ζαγορά). Ἂν ἡ πατρίδα του τοῦ ἔδωσε ἁπλῶς τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴ συνέχιση μίας ἐξαιρετικῆς πνευματικῆς πορείας, ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ Βουκουρέστι ἀποτέλεσαν τοὺς ἑπόμενους σταθμοὺς τῆς πορείας. Ἐκεῖ ὁ Ρήγας θὰ κατορθώσει νὰ διαμορφωθεῖ πολιτικὰ καὶ νὰ σταδιοδρομήσει ὡς «γραμματικός» στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες.
Αὐτὴ ἡ πρώτη περίοδος τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τοῦ Ρήγα συγκεντρώνει ἕνα κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Ζεῖ, ἐργάζεται καὶ ἀνδρώνεται πνευματικὰ στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων ἀπὸ τὴ Θεσσαλία ὡς τὸ Βουκουρέστι, στοιχεῖο ποὺ θὰ τὸ συναντήσουμε στὸν πυρήνα τοῦ μετέπειτα μεγαλειώδους συγγραφικοῦ ἔργου του, καθὼς ὁ Ρήγας θὰ ἀναδειχθεῖ σὲ μορφὴ ὄχι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας ἀλλὰ καὶ τῆς νεότερης ἱστορίας τῶν Βαλκανίων.
Ὡστόσο οἱ ἐξελίξεις στὴν Εὐρώπη δὲν ἄφηναν ἀδιάφορο τὸ Ρήγα. Ἔχει ἤδη μεσολαβήσει ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, τὸ γεγονὸς σταθμὸς ποὺ γέννησε σὲ ὅλους τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τοῦ κόσμου τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀποτινάξουν τὸν τυραννικὸ ζυγό. Τὸ 1790 συναντᾶμε τὸ Ρήγα στὴ Βιέννη, στὸ κέντρο τῆς Αὐστροουγγρικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Φραγκίσκου Β´. Ἡ ἑξάμηνη παραμονή του στὴν πόλη ποὺ ἀνέδειξε τὸν Μότσαρτ θὰ ἀποτελέσει ὁρόσημο στὴν πνευματική του πορεία. Ἐκεῖ θὰ ἐκδώσει ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα του βιβλία, τὸ «Σχολεῖον τῶν Ντελικάτων Ἐραστῶν».
Τὸ δεύτερο βιβλίο ποὺ τύπωσε ὁ Ρήγας τὸ 1790 ἔφερε τὸν τίτλο «Φυσικῆς Ἀπάνθισμα» καὶ ἀποτελεῖ μία πρώτη προσπάθεια γιὰ ἐκλαΐκευση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων καὶ κυρίως τῶν φυσικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ σὲ πρόσφατες ἔρευνες, εἶναι κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος μετάφραση τῆς Γαλλικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας τῶν Diderot καὶ D'Alembert. Τέλος τὸ τρίτο βιβλίο εἶναι ἡ μετάφραση τοῦ «Πνεύματος τῶν Νόμων» τοῦ Γάλλου Διαφωτιστῆ Μοντεσκιέ.
Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ πρώτη περίοδος τῆς Βιέννης ἀποτέλεσε γιὰ τὸ Ρήγα τὸ καθοριστικὸ σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὰ πνευματικὰ προϊόντα του Γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ. Θὰ ἦταν καλὸ νὰ σταθεῖ κανεὶς στὸ βιβλίο «Φυσικῆς Ἀπάνθισμα» τὸ ὁποῖο καταδηλώνει καὶ τὴν πολυπλευρικότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Ρήγα, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ πνευματικὸ ξύπνημα ἑνὸς λαοῦ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν καταπολέμηση τῶν δεισιδαιμονιῶν ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται. Τὸ 1796 κι ἐνῷ ἤδη οἱ ἰδέες τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ἔχουν πάρει σάρκα καὶ ὀστὰ μέσῳ τῶν πρώτων Συνταγματικῶν κειμένων, ὁ Ρήγας θὰ ξαναβρεθεῖ στὴ Βιέννη κι αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ διατυπώσει καὶ τὶς κυριότερες θέσεις, οἱ ὁποῖες τὸν ἔκαναν γνωστὸ ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε μορφὴ τυραννίας. Ἡ πορεία πρὸς τὸ θάνατο ἔχει ξεκινήσει.
Θὰ ἦταν καλὸ ἀπὸ ἐδῶ καὶ κάτω νὰ σταθεῖ κανεὶς σὲ ὁρισμένα στοιχεῖα - σημεῖα αὐτοῦ τοῦ ἔργου, τὰ ὁποῖα τὸ καθιστοῦν μοναδικὸ στὴν ἱστορία τῶν νεοελληνικῶν Γραμμάτων. Τὸ 1796 ὁ Ρήγας θὰ ἐκδώσει τὴ μεγάλη δωδεκάφυλλη Χάρτα τῆς Ἑλλάδος καὶ ἕνα χάρτη τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας. εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι ὁ Ρήγας ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους της ἐπιστήμης τῆς γεωγραφίας, ἐπιστήμη ποὺ κινεῖται παράλληλα μὲ τὴν ἄνθηση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν λαῶν. Ὁ Ρήγας γίνεται ἐπικίνδυνος, γιατί ἀπευθύνεται στὸ κρυφὸ αἰσθητήριο τοῦ Βαλκάνιου γιὰ τὴ γεωγραφικὴ ἑνότητα τοῦ χώρου στὸν ὁποῖο κατοικεῖ. Ἡ χάρτα δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἀπεικόνιση τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς Ἑλλάδος ἢ τῶν Βαλκανίων ἀλλὰ ἕνας ἱστορικὸς καὶ γεωγραφικὸς πίνακας τοῦ ἀρχαίου, τοῦ μεσαιωνικοῦ καὶ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἐμπλουτισμένος μὲ ἄφθονα στοιχεῖα ἀρχαιογνωσίας, ἀρχαῖες ὀνομασίες πόλεων, χωρῶν, ποταμῶν, κλπ. Νεώτερες ἔρευνες ἀποδεικνύουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ κράτος ποὺ ἤθελε νὰ δημιουργήσει στὸ Βαλκανικὸ χῶρο.
Δεύτερο σημαντικὸ πνευματικὸ σημεῖο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ συγγραφὴ τοῦ περίφημου «θουρίου», ἑνὸς τραγουδιοῦ, μίας ἔμμετρης ἐπαναστατικῆς προκήρυξης ποὺ ἀποτέλεσε προσκλητήριο πρὸς ὅλους τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τῶν Βαλκανίων. Ἂς σταθοῦμε σ᾿ ἕνα καίριο σημεῖο τοῦ τραγουδιοῦ.
«Βούλγαροι κι Ἀρβανίτες, Ἀρμένιοι καὶ Ρωμιοί, ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μία κοινὴ ὁρμή, γιὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ζώσωμεν σπαθί...»
Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ πρωτοφανοῦς κηρύγματος ἐντοπίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελεῖ ἀνοιχτὸ προσκλητήριο σὲ ὅλους τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς ἀνεξαρτήτως θρησκείας, φυλῆς καὶ χρώματος. Στὸ κήρυγμα λοιπὸν τοῦ Ρήγα ἐνυπάρχουν ἐξαιρετικὰ δείγματα μίας σύγχρονης πολιτικῆς σκέψης ποὺ συνοψίζει τὸ ἐπαναστατικὸ ρεῦμα, τὸ κήρυγμα ὑπὲρ τῆς ἀνεξιθρησκίας καὶ ταυτόχρονα παρουσιάζει ἀθέατα ἕνα ἀντιρατσιστικὸ μήνυμα, ἰδέες δηλαδὴ καὶ ἀντιλήψεις ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συναντήσει σὲ μία σύγχρονη πολιτειακὴ σκέψη.
Ὡστόσο τὸ σημαντικότερο ἔργο του εἶναι ἡ Διακήρυξη, τὴν ὁποία τύπωσε μυστικὰ σὲ χιλιάδες ἀντίτυπα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1797. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Ρήγας ἐπιθυμοῦσε νὰ συναντήσει τὸν Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Ἰταλία. Ἡ Διακήρυξη ἀποτελεῖ τὸ πιὸ ριζοσπαστικὸ κείμενο τοῦ Ρήγα καὶ ταυτόχρονα αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ τὸν καταστήσει ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε ἐξουσία. Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀναχρονισμοῦ καὶ τῆς ἀντεπανάστασης, τὴν αὐτοκρατορικὴ Βιέννη, αὐτὸς θὰ κάνει λόγο γιὰ δημοκρατικὴ πολιτεία ποὺ θὰ ἐγκαθιδρυθεῖ στὴν ἐλεύθερη ἐπικράτεια καὶ θὰ ὀνομάζεται «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία». Ὁ μεγάλος Ἕλληνας διανοητὴς θὰ στηρίξει τὸ λόγο του σὲ μία διακήρυξη τῶν «Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτη» σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὸ ἔργο τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Γιὰ πρώτη φορά, θὰ γίνει λόγος γιὰ δικαιοσύνη.
«Ἡ Ἐλευθερία εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη ὅπου ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ νὰ κάμει ὅλον ἐκεῖνο ὅπου δὲν βλάπτει εἰς τὰ δίκαια τῶν γειτόνων του». (ἄρ. 6) καὶ γιὰ κάτι ριζοσπαστικό, γιὰ καθολικὴ ἐκπαίδευση ὅλων τῶν ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν παιδιῶν «ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεσιν ἔχουν χρέος νὰ ἠξεύρουν γράμματα. Ἡ πατρὶς ἔχει νὰ καταστήσει σχολεῖα εἰς ὅλα, τὰ χωρία, διὰ τὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ παιδιά» (ἀρ. 22). Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἄρθρο πρωτο-γίνεται λόγος στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων γιὰ τὴν περίφημη ἰσοτιμία τῶν δυὸ φύλων.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύντομη ἀναφορὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κεφαλαιῶδες ἔργο τοῦ Ρήγα γίνεται φανερὸ ὅτι αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνουν ἀνέγγιχτοι ἀπὸ τὴ δυναστικὴ ἐξουσία τῶν Ἀμβούργων τῆς Αὐστρίας, μίας χώρας ποὺ ἀργότερα θὰ πρωτοστατήσει στὴν προσπάθεια κατὰ τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1797 ὁ Ρήγας καὶ οἱ συνεργάτες τοὺς συλλαμβάνονται καὶ θὰ θανατωθοῦν τὸν Ἰούνιο τοῦ 1798 ὕστερα ἀπὸ μῆνες βασανιστικῶν ἀνακρίσεων...
Τὸ τέλος ὑποδεικνύει καὶ τὴν ἀρχή. Κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ πιστέψει ὅτι ἐδῶ τελείωσαν τὰ πράγματα. Ὁ Ρήγας μὲ τὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο εὐτύχησε νὰ τυπωθεῖ, ἀποτέλεσε τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ κύριο καθοδηγητὴ κάθε ἐπαναστατημένου Ἕλληνα καὶ Βαλκάνιου. Τὸ τραγικό του τέλος δείχνει τὸ μέγεθος τῆς ἀπειλῆς τοῦ ἀγώνα καὶ τοῦ ἔργου τοῦ κατὰ τῶν τυράννων.
Μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ Ρήγας Βελεστινλὴς εἶναι μία ἀπὸ τὶς μοναδικὲς φυσιογνωμίες τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Βαλκανικοῦ χώρου: Διαφωτιστής, Ἐπαναστάτης, Μάρτυρας, Πολιτικὸς νοῦς, Στρατιωτικὸς νοῦς, Ὁραματιστὴς μιᾶς δημοκρατικῆς πολιτείας τῶν Βαλκανικῶν λαῶν, μετὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας.
Δὲν εὐτύχησε λόγω τῆς προδοσίας νὰ δεῖ ἐλεύθερους ἀπὸ τὴ σουλτανικὴ τυραννία τοὺς βαλκανικοὺς λαούς. Τὸ ἐπαναστατικό του ὡστόσο μήνυμα ἀτσάλωσε τοὺς σκλαβωμένους στὴν ἀπόφασή τους γιὰ ἐπανάσταση καὶ λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σπόρος τῆς λευθεριᾶς βλάστησε στὰ Βαλκάνια.
Σὲ μία καλαίσθητη ἔκδοση προσφέρονται πενήντα χαρακτηριστικὲς ρήσεις τοῦ Ρήγα ποὺ συλλέχθηκαν ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὰ μεγάλα θέματα τοῦ ἀνθρώπου: τὴν ἐλευθερία, τὴν παιδεία, τὴ δικαιοσύνη, τὴ φιλία, τὴ δημοκρατία, τὴν πατρίδα, τὴν ἰσονομία, τὴν ἀνεξιθρησκία, τὴ γλῶσσα, τὸ καθῆκον.
Αὐτὴ ἡ πρώτη περίοδος τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τοῦ Ρήγα συγκεντρώνει ἕνα κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Ζεῖ, ἐργάζεται καὶ ἀνδρώνεται πνευματικὰ στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων ἀπὸ τὴ Θεσσαλία ὡς τὸ Βουκουρέστι, στοιχεῖο ποὺ θὰ τὸ συναντήσουμε στὸν πυρήνα τοῦ μετέπειτα μεγαλειώδους συγγραφικοῦ ἔργου του, καθὼς ὁ Ρήγας θὰ ἀναδειχθεῖ σὲ μορφὴ ὄχι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας ἀλλὰ καὶ τῆς νεότερης ἱστορίας τῶν Βαλκανίων.
Ὡστόσο οἱ ἐξελίξεις στὴν Εὐρώπη δὲν ἄφηναν ἀδιάφορο τὸ Ρήγα. Ἔχει ἤδη μεσολαβήσει ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, τὸ γεγονὸς σταθμὸς ποὺ γέννησε σὲ ὅλους τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τοῦ κόσμου τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀποτινάξουν τὸν τυραννικὸ ζυγό. Τὸ 1790 συναντᾶμε τὸ Ρήγα στὴ Βιέννη, στὸ κέντρο τῆς Αὐστροουγγρικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Φραγκίσκου Β´. Ἡ ἑξάμηνη παραμονή του στὴν πόλη ποὺ ἀνέδειξε τὸν Μότσαρτ θὰ ἀποτελέσει ὁρόσημο στὴν πνευματική του πορεία. Ἐκεῖ θὰ ἐκδώσει ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα του βιβλία, τὸ «Σχολεῖον τῶν Ντελικάτων Ἐραστῶν».
Τὸ δεύτερο βιβλίο ποὺ τύπωσε ὁ Ρήγας τὸ 1790 ἔφερε τὸν τίτλο «Φυσικῆς Ἀπάνθισμα» καὶ ἀποτελεῖ μία πρώτη προσπάθεια γιὰ ἐκλαΐκευση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων καὶ κυρίως τῶν φυσικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ σὲ πρόσφατες ἔρευνες, εἶναι κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος μετάφραση τῆς Γαλλικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας τῶν Diderot καὶ D'Alembert. Τέλος τὸ τρίτο βιβλίο εἶναι ἡ μετάφραση τοῦ «Πνεύματος τῶν Νόμων» τοῦ Γάλλου Διαφωτιστῆ Μοντεσκιέ.
Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ πρώτη περίοδος τῆς Βιέννης ἀποτέλεσε γιὰ τὸ Ρήγα τὸ καθοριστικὸ σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὰ πνευματικὰ προϊόντα του Γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ. Θὰ ἦταν καλὸ νὰ σταθεῖ κανεὶς στὸ βιβλίο «Φυσικῆς Ἀπάνθισμα» τὸ ὁποῖο καταδηλώνει καὶ τὴν πολυπλευρικότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Ρήγα, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ πνευματικὸ ξύπνημα ἑνὸς λαοῦ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν καταπολέμηση τῶν δεισιδαιμονιῶν ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται. Τὸ 1796 κι ἐνῷ ἤδη οἱ ἰδέες τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ἔχουν πάρει σάρκα καὶ ὀστὰ μέσῳ τῶν πρώτων Συνταγματικῶν κειμένων, ὁ Ρήγας θὰ ξαναβρεθεῖ στὴ Βιέννη κι αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ διατυπώσει καὶ τὶς κυριότερες θέσεις, οἱ ὁποῖες τὸν ἔκαναν γνωστὸ ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε μορφὴ τυραννίας. Ἡ πορεία πρὸς τὸ θάνατο ἔχει ξεκινήσει.
Θὰ ἦταν καλὸ ἀπὸ ἐδῶ καὶ κάτω νὰ σταθεῖ κανεὶς σὲ ὁρισμένα στοιχεῖα - σημεῖα αὐτοῦ τοῦ ἔργου, τὰ ὁποῖα τὸ καθιστοῦν μοναδικὸ στὴν ἱστορία τῶν νεοελληνικῶν Γραμμάτων. Τὸ 1796 ὁ Ρήγας θὰ ἐκδώσει τὴ μεγάλη δωδεκάφυλλη Χάρτα τῆς Ἑλλάδος καὶ ἕνα χάρτη τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας. εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ καταλάβει κανεὶς ὅτι ὁ Ρήγας ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους της ἐπιστήμης τῆς γεωγραφίας, ἐπιστήμη ποὺ κινεῖται παράλληλα μὲ τὴν ἄνθηση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν λαῶν. Ὁ Ρήγας γίνεται ἐπικίνδυνος, γιατί ἀπευθύνεται στὸ κρυφὸ αἰσθητήριο τοῦ Βαλκάνιου γιὰ τὴ γεωγραφικὴ ἑνότητα τοῦ χώρου στὸν ὁποῖο κατοικεῖ. Ἡ χάρτα δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἀπεικόνιση τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς Ἑλλάδος ἢ τῶν Βαλκανίων ἀλλὰ ἕνας ἱστορικὸς καὶ γεωγραφικὸς πίνακας τοῦ ἀρχαίου, τοῦ μεσαιωνικοῦ καὶ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἐμπλουτισμένος μὲ ἄφθονα στοιχεῖα ἀρχαιογνωσίας, ἀρχαῖες ὀνομασίες πόλεων, χωρῶν, ποταμῶν, κλπ. Νεώτερες ἔρευνες ἀποδεικνύουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ κράτος ποὺ ἤθελε νὰ δημιουργήσει στὸ Βαλκανικὸ χῶρο.
Δεύτερο σημαντικὸ πνευματικὸ σημεῖο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ συγγραφὴ τοῦ περίφημου «θουρίου», ἑνὸς τραγουδιοῦ, μίας ἔμμετρης ἐπαναστατικῆς προκήρυξης ποὺ ἀποτέλεσε προσκλητήριο πρὸς ὅλους τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τῶν Βαλκανίων. Ἂς σταθοῦμε σ᾿ ἕνα καίριο σημεῖο τοῦ τραγουδιοῦ.
«Βούλγαροι κι Ἀρβανίτες, Ἀρμένιοι καὶ Ρωμιοί, ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μία κοινὴ ὁρμή, γιὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ζώσωμεν σπαθί...»
Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ πρωτοφανοῦς κηρύγματος ἐντοπίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελεῖ ἀνοιχτὸ προσκλητήριο σὲ ὅλους τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς ἀνεξαρτήτως θρησκείας, φυλῆς καὶ χρώματος. Στὸ κήρυγμα λοιπὸν τοῦ Ρήγα ἐνυπάρχουν ἐξαιρετικὰ δείγματα μίας σύγχρονης πολιτικῆς σκέψης ποὺ συνοψίζει τὸ ἐπαναστατικὸ ρεῦμα, τὸ κήρυγμα ὑπὲρ τῆς ἀνεξιθρησκίας καὶ ταυτόχρονα παρουσιάζει ἀθέατα ἕνα ἀντιρατσιστικὸ μήνυμα, ἰδέες δηλαδὴ καὶ ἀντιλήψεις ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συναντήσει σὲ μία σύγχρονη πολιτειακὴ σκέψη.
Ὡστόσο τὸ σημαντικότερο ἔργο του εἶναι ἡ Διακήρυξη, τὴν ὁποία τύπωσε μυστικὰ σὲ χιλιάδες ἀντίτυπα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1797. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Ρήγας ἐπιθυμοῦσε νὰ συναντήσει τὸν Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Ἰταλία. Ἡ Διακήρυξη ἀποτελεῖ τὸ πιὸ ριζοσπαστικὸ κείμενο τοῦ Ρήγα καὶ ταυτόχρονα αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ τὸν καταστήσει ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε ἐξουσία. Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀναχρονισμοῦ καὶ τῆς ἀντεπανάστασης, τὴν αὐτοκρατορικὴ Βιέννη, αὐτὸς θὰ κάνει λόγο γιὰ δημοκρατικὴ πολιτεία ποὺ θὰ ἐγκαθιδρυθεῖ στὴν ἐλεύθερη ἐπικράτεια καὶ θὰ ὀνομάζεται «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία». Ὁ μεγάλος Ἕλληνας διανοητὴς θὰ στηρίξει τὸ λόγο του σὲ μία διακήρυξη τῶν «Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτη» σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὸ ἔργο τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Γιὰ πρώτη φορά, θὰ γίνει λόγος γιὰ δικαιοσύνη.
«Ἡ Ἐλευθερία εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη ὅπου ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ νὰ κάμει ὅλον ἐκεῖνο ὅπου δὲν βλάπτει εἰς τὰ δίκαια τῶν γειτόνων του». (ἄρ. 6) καὶ γιὰ κάτι ριζοσπαστικό, γιὰ καθολικὴ ἐκπαίδευση ὅλων τῶν ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν παιδιῶν «ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεσιν ἔχουν χρέος νὰ ἠξεύρουν γράμματα. Ἡ πατρὶς ἔχει νὰ καταστήσει σχολεῖα εἰς ὅλα, τὰ χωρία, διὰ τὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ παιδιά» (ἀρ. 22). Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἄρθρο πρωτο-γίνεται λόγος στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων γιὰ τὴν περίφημη ἰσοτιμία τῶν δυὸ φύλων.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύντομη ἀναφορὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κεφαλαιῶδες ἔργο τοῦ Ρήγα γίνεται φανερὸ ὅτι αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνουν ἀνέγγιχτοι ἀπὸ τὴ δυναστικὴ ἐξουσία τῶν Ἀμβούργων τῆς Αὐστρίας, μίας χώρας ποὺ ἀργότερα θὰ πρωτοστατήσει στὴν προσπάθεια κατὰ τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1797 ὁ Ρήγας καὶ οἱ συνεργάτες τοὺς συλλαμβάνονται καὶ θὰ θανατωθοῦν τὸν Ἰούνιο τοῦ 1798 ὕστερα ἀπὸ μῆνες βασανιστικῶν ἀνακρίσεων...
Τὸ τέλος ὑποδεικνύει καὶ τὴν ἀρχή. Κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ πιστέψει ὅτι ἐδῶ τελείωσαν τὰ πράγματα. Ὁ Ρήγας μὲ τὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο εὐτύχησε νὰ τυπωθεῖ, ἀποτέλεσε τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ κύριο καθοδηγητὴ κάθε ἐπαναστατημένου Ἕλληνα καὶ Βαλκάνιου. Τὸ τραγικό του τέλος δείχνει τὸ μέγεθος τῆς ἀπειλῆς τοῦ ἀγώνα καὶ τοῦ ἔργου τοῦ κατὰ τῶν τυράννων.
Μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ Ρήγας Βελεστινλὴς εἶναι μία ἀπὸ τὶς μοναδικὲς φυσιογνωμίες τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Βαλκανικοῦ χώρου: Διαφωτιστής, Ἐπαναστάτης, Μάρτυρας, Πολιτικὸς νοῦς, Στρατιωτικὸς νοῦς, Ὁραματιστὴς μιᾶς δημοκρατικῆς πολιτείας τῶν Βαλκανικῶν λαῶν, μετὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας.
Δὲν εὐτύχησε λόγω τῆς προδοσίας νὰ δεῖ ἐλεύθερους ἀπὸ τὴ σουλτανικὴ τυραννία τοὺς βαλκανικοὺς λαούς. Τὸ ἐπαναστατικό του ὡστόσο μήνυμα ἀτσάλωσε τοὺς σκλαβωμένους στὴν ἀπόφασή τους γιὰ ἐπανάσταση καὶ λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σπόρος τῆς λευθεριᾶς βλάστησε στὰ Βαλκάνια.
Σὲ μία καλαίσθητη ἔκδοση προσφέρονται πενήντα χαρακτηριστικὲς ρήσεις τοῦ Ρήγα ποὺ συλλέχθηκαν ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὰ μεγάλα θέματα τοῦ ἀνθρώπου: τὴν ἐλευθερία, τὴν παιδεία, τὴ δικαιοσύνη, τὴ φιλία, τὴ δημοκρατία, τὴν πατρίδα, τὴν ἰσονομία, τὴν ἀνεξιθρησκία, τὴ γλῶσσα, τὸ καθῆκον.
Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011
Ιωάννης Καποδίστριας1776 – 1831
Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και πρώτος Κυβερνήτης του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ίδρυσε εκ θεμελίων και με την προσωπική του περιουσία.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 11 Φεβρουαρίου 1776 την περίοδο της Ενετοκρατίας. Ο πατέρας του Αντώνιος - Μαρία καταγόταν από οικογένεια ευγενών, καθώς ένας από τους πρόγονούς του είχε λάβει τον τίτλο του Κόμη από τον Δούκα της Σαβοΐας Κάρολο Εμμανουήλ τον Β'. Ο τίτλος εισήχθη στη «Χρυσή Βίβλο» (Libro d' Oro) των ευγενών της Κέρκυρας το 1679 και έλκει την καταγωγή του από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής, το σημερινό Κόπερ της Σλοβενίας. Η οικογένεια της μητέρας του Διαμαντίνας (Αδαμαντίας) Γονέμη, ήταν επίσης εγγεγραμμένη στη «Χρυσή Βίβλο» από το 1606.
Ο νεαρός Ιωάννης σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παταβίας (Πάντοβα) της Ιταλίας. Το 1797 εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του Κέρκυρα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού - χειρούργου. Δύο χρόνια αργότερα, όταν η Ρωσία και η Τουρκία κατέλαβαν για λίγο τα Επτάνησα, του ανατέθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού νοσοκομείου.
Το 1801 τα Επτάνησα αυτονομούνται και ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται ένας από τους δύο διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, σε ηλικία 25 ετών. Χάρη στην πολιτική του οξυδέρκεια και πειθώ απέτρεψε την εξέγερση της Κεφαλονιάς, που θα είχε απρόβλεπτες στη συνοχή του νεότευκτης πολιτείας. Έδειξε ευαισθησία και προσοχή στις ανησυχίες των Επτανησίων και πήρε πρωτοβουλίες για τη αναθεώρηση επί το δημοκρατικότερο του επτανησιακού συντάγματος, που είχαν επιβάλει Ρώσοι και Τούρκοι υπό τον τίτλο «Βυζαντινό Σύνταγμα».
Αποτέλεσμα των προσπαθειών του Καποδίστρια ήταν η ψήφιση ενός πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος το 1803. Οι μεγάλες δυνάμεις θορυβήθηκαν κι έστειλαν τον Γεώργιο Μοτσενίγο, προκειμένου να τον επιπλήξει. Όταν, όμως, ο εκπρόσωπός τους συναντήθηκε μαζί του, εντυπωσιάστηκε από την πολιτική και ηθική συγκρότηση του ανδρός. Ο Καποδίστριας διορίστηκε ομόφωνα από τη Γερουσία της Ιονίου Πολιτείας, Γραμματέας της Επικρατείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση.
Τον Μάρτιο του 1807 εστάλη στη Λευκάδα, την οποία απειλούσε με κατάληψη ο Αλή Πασάς. Αναδιοργάνωσε την άμυνα του νησιού, αποτρέποντας την απειλή. Εκεί γνωρίστηκε με τους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Ανδρούτσο και Μπότσαρη, που αργότερα θα πρωτοστατήσουν στην Επανάσταση του '21.
Τον Ιανουάριο 1809 ο Καποδίστριας εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας, κατόπιν προσκλήσεως του Τσάρου Αλέξανδρου Α'. Το 1813, διορίστηκε εκπρόσωπος της Ρωσίας στην Ελβετία, στην πρώτη του μεγάλη αποστολή, με σκοπό να συνεισφέρει στην απαλλαγή της από την επιρροή του Ναπολέοντα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενότητα, ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Ελβετίας και συνεισέφερε τα μέγιστα στο ελβετικό σύνταγμα, που προέβλεπε 19 αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως συστατικά μέλη της ελβετικής ομοσπονδίας.
Συμμετείχε στο Συνέδριο της Βιέννης, που έθεσε της βάσεις της «Ιεράς Συμμαχίας», ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας, αποτελώντας το φιλελεύθερο αντίβαρο στην αντιδραστική πολιτική του αυστριακού πρίγκιπα Μέτερνιχ. Πέτυχε την εξουδετέρωση της αυστριακής επιρροής, την ακεραιότητα της Γαλλίας υπό Βουρβόνο μονάρχη, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, καθώς και τη διεθνή ουδετερότητα της Ελβετίας, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Μετά τις μεγάλες του διπλωματικές επιτυχίες, ο Τσάρος τον έχρισε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1816 έως το 1822. Ο Καποδίστριας, όμως, δεν ξέχασε τη γενέτειρά του και τα Επτάνησα, που είχαν περάσει κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1819 μετέβη στο Λονδίνο και προσπάθησε ματαίως να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση να μετριάσει το αυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλει στα Ιόνια Νησιά.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, καθώς είχε διαφωνήσει ανοιχτά με τον τσάρο Αλέξανδρο, που καταδίκαζε κάθε επαναστατική κίνηση στην Ευρώπη, πιστός στις αποφάσεις της Ιεράς Συμμαχίας. Το 1822 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου έχαιρε υπόληψης για την προσφορά του στη δημιουργία της Ελβετικής Ομοσπονδίας, λαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου πολίτη. Παρέμεινε εκεί έως το 1827, βοηθώντας ποικιλοτρόπως το επαναστατημένο έθνος.
Στις 30 Μαρτίου 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, σε μία περίοδο που η Επανάσταση καρκινοβατούσε. Έπειτα από επίπονες διαβουλεύσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εξασφάλιση της απαραίτητης υποστήριξης για το ελληνικό κράτος, έφτασε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου 1828, γενόμενος δεκτός με ζητωκραυγές και ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από τον λαό. Δύο ημέρες αργότερα μετέβη στην Αίγινα, η οποία είχε κριθεί καταλληλοτέρα από το Ναύπλιο ως προσωρινή έδρα της Κυβέρνησης.
Η πρώτη επαφή του με την ηπειρωτική Ελλάδα υπήρξε αποκαρδιωτική, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στο πολιτικό σκηνικό. Οι αντιπαλότητες που είχαν προκύψει μεταξύ των φατριών κατά τη διάρκεια της επανάστασης δεν είχαν κοπάσει, ενώ η χώρα είχε καταστραφεί και η οικονομία της τελούσε υπό πτώχευση.
Ο Καποδίστριας εκλήθη να κυβερνήσει με βάση το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, αλλά ως οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας πίστευε ότι τα Συντάγματα και τα Κοινοβουλευτικά Σώματα ήσαν πρόωρα για το ασύστατο ακόμα κράτος. Πρέσβευε εις την αρχή του ενός ανδρός, έστω και υπό προθεσμία. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 πέτυχε ψήφισμα της Βουλής περί αναστολής του Συντάγματος. Έτσι, κατέστη η μοναδική πηγή εξουσίας, συνεπικουρούμενος από το Πανελλήνιον, ένα συμβουλευτικό σώμα αποτελούμενο από 27 μέλη. Στη σύγκληση μιας νέας Εθνοσυνέλευσης στο άμεσο μέλλον παραπεμπόταν η ψήφιση του νέου Συντάγματος. Ο Καποδίστριας εγκαινίασε την περίοδο της απολυταρχίας, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το Σύνταγμα του 1843.
Ο νέος Κυβερνήτης έθεσε ως στόχο να βάλει τέλος στις εμφύλιες διαμάχες και επιδόθηκε αμέσως στο έργο της δημιουργίας Κράτους εκ του μηδενός, επιδεικνύοντας αξιοζήλευτη δραστηριότητα. Ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα με τη βοήθεια του φίλου του ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, η οποία δεν ευδοκίμησε για πολύ. Ρύθμισε το νομισματικό σύστημα, καθότι ακόμη κυκλοφορούσαν τουρκικά και ξένα νομίσματα εντός της επικράτειας. Στις 28 Ιουλίου 1828 καθιέρωσε ως εθνική νομισματική μονάδα τον Φοίνικα και ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο. Στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου οργάνωσε και την πρώτη ταχυδρομική υπηρεσία.
Ερχόμενος στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας βρήκε την Ελλάδα χωρίς δικαστική οργάνωση. Γνωρίζοντας ότι η απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί θεμέλιο για τη δημιουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας, ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τη δημιουργία δικαστηρίων και τη στελέχωσή τους με το κατάλληλο προσωπικό. Οργάνωσε, ακόμη, τη διοίκηση του κράτους και ίδρυσε Στατιστική Υπηρεσία, η οποία διενήργησε την πρώτη απογραφή.
Αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση, πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των οπλαρχηγών και αφετέρου να παρεμποδίσει την Οθωμανική προέλαση, όπως έδειξε η Μάχη της Πέτρας, όπου ο ελληνικός στρατός εμφανίσθηκε πειθαρχημένος και συγκροτημένος στην τελευταία μάχη του Αγώνα. Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε επιτυχώς την πειρατεία, αναθέτοντας στον ναύαρχο Μιαούλη την καταστολή της. Εφάρμοσε την πρακτική της απομόνωσης (καραντίνας) των κοινοτήτων που πλήττονταν από τις επιδημίες του τύφου, της ελονοσίας και άλλων μολυσματικών ασθενειών. Προσπάθησε να ανοικοδομήσει το κατεστραμμένο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, ιδρύοντας πολλά αλληλοδιδακτικά σχολεία, καθώς και το Ορφανοτροφείο της Αίγινας.
Ο Καποδίστριας ενδιαφέρθηκε αποφασιστικά για τη γεωργία, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής οικονομίας. Εισήγαγε πρώτος την καλλιέργεια της πατάτας, με ένα τρόπο που έδειχνε τη βαθειά του γνώση για τον ψυχισμό του Έλληνα εκείνης της εποχής. Διέταξε, λοιπόν, να αποθέσουν ένα φορτίο με πατάτες στο λιμάνι του Ναυπλίου και προέτρεψε τον καθένα να πάρει όσες θέλει. Συνάντησε, όμως, την παγερή αδιαφορία των πρωτευουσιάνων. Στη συνέχεια τοποθέτησε φρουρούς στο φορτίο και αμέσως σχεδόν στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν ψίθυροι ότι για να φυλάσσεται το φορτίο κάτι το πολύτιμο θα περιέχει. Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στο λιμάνι και λοξοκοίταζαν τις πατάτες. Άρχισαν σιγά-σιγά να τις κλέβουν κάτω από τη μύτη των φρουρών και στο τέλος έκαναν όλες φτερά. Δεν γνώριζαν, όμως, ότι ο Καποδίστριας είχε διατάξει τους φρουρούς να κάνουν τα στραβά μάτια. Με αυτή την ευφυή κίνηση, η πατάτα έγινε τότε μέρος της καθημερινής διατροφής του Έλληνα.
Οι πολιτικές κινήσεις του Καποδίστρια προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια, τόσο των οπαδών του συνταγματικού πολιτεύματος, όσο και των προκρίτων και των ναυτικών. Η αίγλη που τον περιέβαλε άρχισε να διαλύεται. Η αδυναμία ικανοποιήσεως όλων των αιτημάτων, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση διεξαγωγής των εκλογών, έδωσαν την αφορμή για το σχηματισμό ισχυρής αντιπολίτευσης κατά του Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε ακόμη ότι αγνόησε τη μακρά κοινοτική παράδοση της χώρας και θέλησε να μεταφυτεύσει από την αλλοδαπή θεσμούς, μη προσιδιάζοντες στην τότε πραγματικότητα.
Η πρώτη δυναμική αντιπολιτευτική ενέργεια ήλθε με τα στασιαστικά κινήματα της Ύδρας το 1829, που επιδίωκαν την ανατροπή του Καποδίστρια. Ζήτησαν από τον Μιαούλη να καταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου, πριν προλάβει ο διοικητής του Κανάρης να έλθει εναντίον της Ύδρας. Ο Καποδίστριας παρακάλεσε τον ναύαρχο Ρίκορντ να επιτεθεί κατά των στασιαστών. Πράγματι, ο ρώσος ναύαρχος απέκλεισε το ναύσταθμο και προ του κινδύνου να συλληφθεί ο Μιαούλης ανατίναξε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα» (τα δύο πιο αξιόπλοα πλοία του ελληνικού στόλου) και διέφυγε στην Ύδρα. Η αντίδραση κατά του Κυβερνήτη διογκωνόταν. Οι Μανιάτες αρνούνταν να πληρώσουν τους φόρους προς την κεντρική εξουσία και στασίασαν με τη σειρά τους.
Μοιραία στάθηκε η αντιπαλότητα του Καποδίστρια με τους Μαυρομιχάληδες, την ισχυρότερη οικογένεια της Μάνης. Ο Καποδίστριας συν το χρόνω γινόταν όλο και πιο ευερέθιστος και δύσπιστος έναντι όλων. Δεν είχε την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία, με συνέπεια την αδικαιολόγητη όξυνση των προσωπικών παθών. Σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να αποδοθεί και ο σκληρός τρόπος συμπεριφοράς του κατά του γηραιού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Καποδίστριας διέταξε τη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον υιό του Γεώργιο τους κρατούσε στο Ναύπλιο, όπου είχε μεταφερθεί η πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Το γεγονός αυτό εξέθρεψε το μίσος και την ανάγκη εκδίκηση από την πλευρά των Μαυρομιχαλαίων.
Στις 5:35 το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου μετέβαινε για να εκκλησιασθεί και έπεσε νεκρός. Ο μόνος που τον συνόδευε ήταν ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του, ονόματι Κοκκώνης.
Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης εφονεύθη επί τόπου από τους προστρέξαντες, οι οποίοι κυριολεκτικώς τον λυντσάρισαν. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ζήτησε προστασία στη Γαλλική Πρεσβεία. Κατόπιν επιμόνου απαιτήσεως του συγκεντρωμένου πλήθους, που απείλησε ότι θα κάψει την πρεσβεία, ο αντιπρεσβευτής βαρόνος Ρουάν τον παρέδωσε στις αρχές. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης καταδικάσθηκε σε θάνατο από στρατοδικείο και εθανατώθη δια τυφεκισμού το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1831.
Στη θέση του δολοφονημένου Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε για μικρό διάστημα ο αδερφός του Αυγουστίνος. Η χώρα είχε βυθιστεί στο χάος και την αναρχία και οι Προστάτιδες Δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να εγκαθιδρύσουν βασιλεία, φοβούμενες την επικράτηση ενός φιλελεύθερου κινήματος.
Η ελληνική πολιτεία τίμησε τον Κυβερνήτη, δίνοντας το όνομά του σε δημόσιους χώρους και ιδρύματα, όπως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο επίσημος τίτλος του οποίου είναι Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ακόμη, ο Ιωάννης Καποδίστριας απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών της ελληνικής έκδοσης του ευρώ, ενώ το σχέδιο διοικητικής αναδιοργάνωσης της χώρας έλαβε το όνομά του («Πρόγραμμα Ι. Καποδίστριας»).
Από: http://www.sansimera.gr/biographies/195
Ετικέτες
Ιωάννης Καποδίστριας1776 – 1831
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)