Αναγνώστες

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

Σταύρωση






Σταύρωση: Πώς ερχόταν ο θάνατος, οι σταυρώσεις του Μ. Αλεξάνδρου και το σχήμα Χ



Η σταύρωση έχει συνδεθεί με τον θάνατο του Ιησού - Εφαρμοζόταν από τους αρχαίους λαούς από τον 6ο αιώνα πΧ και χρησιμοποιήθηκε και στα χρόνια μετά τον Μεγάλο Αλέξανδρο - Η σταύρωση σε Χ του απόστολου Ανδρέα




Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν "σταυρούς" τους ξύλινους πασσάλους, τους οποίους έμπηγαν στο έδαφος και χρησίμευαν για περίφραξη (σταύρωση, σταύρωμα) διαφόρων χώρων (οικιών, αυλών, στρατοπέδων, κτημάτων, κήπων, στάβλων ή ναυστάθμων).



Κατά μια άποψη η λέξη "σταυρός" προέρχεται από τη ρίζα "σταF" του ρήματος "ίστημι". Αντίστοιχη είναι στην ινδική σανσκριτική η ρίζα stav– στη λέξη stavaras (σταθερός) και στο γλωσσικό ιδίωμα Zend των Ιρανών στη λέξη stavra (σταθερός, άτεγκτος, αυστηρός, δυνατός). Επίσης στις λατινικές λέξεις stiva και instauro και στη γοτθική sturjan (ιστάναι, μεταφορικά: διαβεβαιώνω).

Σχεδόν ταυτόσημες έγιναν οι έννοιες σταυρός - δένδρο, όταν η ανθρωπότητα, από την πρώιμη κιόλας ιστορία της, χρησιμοποίησε το δένδρο για κάποιου είδους μαρτύριο, του οποίου ο σκοπός ήταν να συνδυάζει όσο το δυνατόν σφοδρότερους πόνους με τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εξευτελισμό. Το μαρτύριο αυτό ήταν η ανάρτηση προς βαθμιαία θανάτωση. Το πιο πρόχειρο μέσο γι’ αυτό ήταν το δένδρο, ο αρχαίος σταυρός. Σταύρωση από τότε ονομάστηκε η ανάρτηση πάνω σε κορμό δένδρου προς βαθμιαία θανάτωση.

Ως Σταύρωση ορίζεται λοιπόν η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής με κάρφωμα ή και δέσιμο του θύματος επάνω σε πάσσαλο, δένδρο ή σε σταυρό σχήματος T. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τους όρους ανασκολοπίζειν για την τοποθέτηση των θυμάτων εν ζωή και ανασταυρούν για την καθήλωση των πτωμάτων τους, μετά από εκείνον, τα δύο ρήματα γίνονται συνώνυμα και εκφράζονται με τον όρο Σταύρωση-Σταυρώνω.
Η ιστορική προέλευση παραμένει μυστήριο

Η σταύρωση, εφαρμοζόταν από αρκετούς λαούς όπως οι Πέρσες, οι Ιουδαίοι, οι Καρχηδόνιοι οι Ρωμαίοι κ.ά., από τον 6ο π.Χ. αιώνα έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Αυτή η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο το 337 σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από σεβασμό προς το σταυρικό μαρτύριο του Ιησού Χριστού.
Πώς ερχόταν ο θάνατος:

Τα καρφιά, τα οποία έχουν διαπεράσει τα χέρια του σταυρωμένου προκαλούν αιμορραγία και πόνο, ωστόσο, ο θάνατος πάνω στον σταυρό έχει μια σειρά από προδιαθετικά αίτια. Ξεκινά από το άγριο φραγγέλλωμα για να ακολουθήσει το κάρφωμα των χεριών και των ποδιών και η καθήλωση στον σταυρό. Αυτού του είδους η καθήλωση καθιστά αδύνατη την ομαλή αναπνοή και επιφέρει αργά και βασανιστικά τον θάνατο στον «επί ξύλου κρεμάμενον».

Το Ευαγγέλιο, όπου περιγράφεται η σταύρωση, αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν με τον αγριότερο τρόπο ένα εργαλείο, το φραγγέλλιο. Ο δήμιος που εκτελούσε τη φραγγέλλωση έπαιρνε ένα χοντρό μαστίγιο με πολλές λουρίδες στην άκρη. Πάνω τους ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά κόκαλα ζώων ή και κότσια από πρόβατο.

Το θύμα βρισκόταν δεμένο σε μια κολόνα ή έναν πάσσαλο. Ο βασανιστής χτυπούσε με δύναμη αυτό το φονικό εργαλείο πάνω στη ράχη του δεσμώτη. Από τα πρώτα κιόλας χτυπήματα το δέρμα αυλακωνόταν. Ύστερα από μερικά πλήγματα ακόμα, έφευγαν οι σάρκες του και απογυμνώνονταν τα κόκαλα.


Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τη μέθοδο εκτέλεσης

Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την σταύρωση ως μέθοδο εκτέλεσης και ίσως την εφηύραν κιόλας, ήταν οι Πέρσες. Ο λόγος για τον οποίο την χρησιμοποιούσαν ήταν πιθανόν για να μην έρχεται σε επαφή το σώμα του καταδικασμένου με τη γη και την μολύνει, καθώς ήταν αφιερωμένη στην αρχαία ιρανική θεότητα του Ζωροαστρισμού, τον Αχούρα Μάζντα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το 519 π.X. ο Δαρείος ο Α', βασιλιάς των Περσών, σταύρωσε 3.000 πολιτικούς αντίπαλους του στην Βαβυλώνα.

Άλλες αρχαίες πηγές αναφέρουν τη χρήση της σταύρωσης από τους Ινδούς, τους Ασσυρίους, τους Σκύθες, τους Θράκες. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τη σταύρωση όπως και οι Κέλτες, ενώ ο Σαλλούστιος αναφέρει ότι και οι Νουμίδες χρησιμοποιούσαν αυτόν τον τρόπο εκτέλεσης.

Επίσης, σύμφωνα με αρκετές πηγές, οι Καρχηδόνιοι εφάρμοζαν τη σταύρωση. Από τους Καρχηδόνιους, η σταύρωση πέρασε και στους Ρωμαίους οι οποίοι ονόμαζαν το εκτελεστικό όργανο, crux.

Στον ελληνιστικό κόσμο, οι εγκληματίες συχνά τοποθετούνταν επάνω σε σανίδα όπου γινόταν η διαπόμπευση, ο βασανισμός και η δημόσια εκτέλεσή τους. Η τιμωρία αυτή έμοιαζε με μία μορφή σταύρωσης, αυτή όπου καρφωνόταν το θύμα σε πάσσαλο. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Διονύσιος Α', τύραννος των Συρακουσών, συνέλαβε και σταύρωσε Έλληνες μισθοφόρους που είχαν στη δούλεψή τους οι Καρχηδόνιοι.

Επίσης, ο Μέγας Αλέξανδρος εφάρμοσε τη σταύρωση. Σύμφωνα με την "Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου" του Κόιντου Κούρτιου Ρούφου, ο Μέγας Αλέξανδρος, σταύρωσε συνολικά 2.000 επιζώντες από την πολιορκία της Τύρου , ενώ είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Αρριανός, πως ο Αλέξανδρος όταν πέθανε ο Ηφαιστίων, διέταξε να σταυρώσουν τον Γλαυκία (το γιατρό του Ηφαιστίωνα), επειδή τον θεώρησε υπαίτιο για τον θάνατο του φίλου του.

H εφαρμογή της σταύρωσης μαρτυρείται στην Ελλάδα και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Στα 314 π.Χ. ένας διοικητής του βασιλείου του Αλεξάνδρου, κατέστειλε εξέγερση στην πόλη Συκιώνα κοντά στην Κόρινθο, όπου σταύρωσε 30 από τους κατοίκους. Κατόπιν, στα 303 π.Χ. όταν η Συκιώνα έπεσε στα χέρια του Δημητρίου του Πολιορκητή, σταυρώθηκαν 80 αντίπαλοι στρατιώτες μαζί με τον διοικητή τους.

Στους προρωμαϊκούς χρόνους, στην ελληνόφωνη ανατολή η σταύρωση εφαρμόσθηκε στα πλαίσια του πολέμου ή για τις πράξεις υψίστης προδοσίας. Το 267 π.Χ., στην Ιουδαία που βρισκόταν κάτω από τις διαταγές του Αντιόχου Δ' του Επιφανούς, ο οποίος προσπάθησε να εξαλείψει την ιουδαϊκή θρησκεία, σταυρώνονταν όσοι παρέμεναν πιστοί στον εβραϊκό νόμο. Μετά την εφαρμόγή του ρωμαϊκού δικαίου, η σταύρωση χρησιμοποιήθηκε επίσης ως τιμωρία για τους σκλάβους και τους βίαιους εγκληματίες.

Στους Εβραίους, η σταύρωση εφαρμόσθηκε περιστασιακά κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Το 88 π.Χ. ο Αλέξανδρος Ιανναίος βασιλιάς της Ιουδαίας και αρχιερέας, σταύρωσε 800 Φαρισαιους αντίπαλους του αφού πρώτα τους υποχρέωσε να παρακολουθήσουν τη σφαγή των συζύγων και των παιδιών τους.

Σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, τα πτώματα των εκτελεσμένων ειδωλολατρών και των βλάσφημων, τα κρεμούσαν σε ένα δέντρο για να δείξουν ότι ήταν καταραμένοι από το Θεό.

Αξίζει δε να σημειωθεί πως τη μέθοδο της σταύρωσης χρησιμοποίησαν τα τελευταία χρόνια μέλη του Ισλαμικού Κράτους για να σοκάρουν τον δυτικό κόσμο.




Η εξέλιξη του σχήματος του σταυρού και οι αντίστοιχοι τρόποι σταύρωσης

1) Ο αρχαιότερος σταυρός ήταν μονόκερως (simplex crux), ξύλο υψηλό κάθετα μπηγμένο στο έδαφος, συνήθως κορμός δένδρου. Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, σε μέρη δημόσιας θέας που επιλέγονταν ειδικά για σταυρώσεις, στερέωναν στο έδαφος δοκούς.

Δυο ειδών σταυρώσεις πάνω σε μονόξυλο, του κυρίως «σταυρού», αναφέρονται:

α) Ο ανασκολοπισμός. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το αιχμηρό στην πάνω κορυφή του μονόξυλο (acuta crux) διατρυπούσε το υπογάστριο και τα εντόσθια του θύματος, με ισχυρά κτυπήματα με τον πέλεκυ διαπερνούσε τα σπλάγχνα και τη θωρακική κοιλότητα κι έβγαινε από τον θώρακα ή τη ράχη. Έπειτα στερεωνόταν στο έδαφος με τον ανασκολοπισμένο πάνω του.

β) Η ανασταύρωση. Η ανάρτηση και η πρόσδεση ή καθήλωση πάνω στον μονόξυλο σταυρό. Άλλοτε αυτόν που σταυρωνόταν τον κρεμούσαν νεκρό, αφού πρώτα είχε θανατωθεί με άλλον τρόπο, οπότε η ανασταύρωση ήταν αύξηση της ατίμωσης και αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό των θεατών, άλλοτε πάλι το θύμα κρεμιόταν ζωντανό, για να πεθάνει στο σταυρό με «αργό θάνατο». Τέλος, το θύμα μπορούσε να κρεμαστεί στο σταυρό μόνο για να μαστιγωθεί, μετά το κατέβαζαν και το θανάτωναν με άλλον τρόπο.

2) Ο σύνθετος σταυρός σε σχήμα Τ (crux comissa). Αποτελείτο από ένα κάθετο ξύλο (staticulum) κι ένα οριζόντιο (antemna). Είναι μεταγενέστερη εξέλιξη του σχήματος του σταυρού. Το νέο αυτό σχήμα («ξύλο δίδυμο», «δίγλυφος δοκός») εμφανίζεται στην ακμή του Ρωμαϊκού κράτους, λίγο πριν την εποχή του Χριστού. Πάνω στον κυρίως σταυρό, δηλαδή στο κάθετο ξύλο (lignum, palus, crux) ανάρτησαν και προσάρμοσαν το patibulum, που ο καταδικασμένος πηγαίνοντας προς τον τόπο της σταύρωσης που ήταν έξω από την πόλη, το κουβαλούσε πάνω στους μαστιγωμένους ώμους του, έχοντας τα χέρια του σε έκταση δεμένα πάνω του από τη μια και την άλλη μεριά. Έτσι λοιπόν ο νέος αυτός τύπος του σταυρού σε σχήμα Τ ήταν η σύνθεση του crux και του patibulum (crux patibulata). Στο νέο αυτό σχήμα προσαρμόζεται νέος τρόπος σταύρωσης. Αυτός που κρεμιέται δεν προσδένεται, αλλά καθηλώνεται, δηλαδή καρφώνεται στο σταυρό. Πάνω στο οριζόντιο σκέλος απλώνονται τα χέρια του και στερεώνονται στα άκρα με ένα καρφί στο καθένα. Με τον ίδιο τρόπο καρφώνονται και τα πόδια στο κάθετο ξύλο, με ένα καρφί στο καθένα ή με ένα καρφί και στα δυο.

3) Άλλο σχήμα σταυρού είναι ο σταυρός Χ (crux decussata), ο λεγόμενος και Ανδρεανός (crux Andreana), γιατί σύμφωνα με την παράδοση, σε τέτοιο σταυρό υπέστη το σταυρικό μαρτύριο ο απόστολος Ανδρέας.



4) Σύνθετος σταυρός + (crux immissa). Πάνω στο σταυρό έπρεπε να υπάρχει αναρτημένη πινακίδα (titulus, δελτίο, αιτία, σανίδα), που ανέγραφε την κατηγορία που είχε σαν συνέπεια τη σταύρωση. Γι’ αυτό το λόγο κρίθηκε ότι το κάθετο σκέλος του σταυρού (stipes) έπρεπε να προεξέχει λίγο πάνω από το οριζόντιο. Έτσι προήλθε το νέο σχήμα του σταυρού (crux immissa), το οποίο έκτοτε επικράτησε και το οποίο εμείς σήμερα ονομάζουμε «σταυρό» στην κυριολεξία, και από αυτόν σχηματίσαμε τις λέξεις «διασταυρώνω» και «διασταύρωση». Το σχήμα αυτό είναι το πιο πιθανό να είχε ο σταυρός του Χριστού.

Πηγή:

newadvent.org, history-pages

http://www.news247.gr/afieromata/stayrwsh-pws-erxotan-o-thanatos-oi-stayrwseis-toy-m-aleksandroy-kai-to-sxhma-x.6599173.html

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

10 σκοτεινά μυστικά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας






Για περισσότερα από 1.000 χρόνια το Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία δέσποσε στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Ένα μεγάλο μέρος τής δύναμης και της επιρροής της το οφείλει στον πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό της. Η Αυλή της, όμως, ήταν ένας λαβύρινθος από μηχανορραφίες, δολοπλοκίες και σκοτεινά μυστικά. Τα πισώπλατα μαχαιρώματα (κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, όπως στις μέρες μας) έδιναν κι έπαιρναν. Κανείς δεν ήταν ασφαλής και δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν.


10Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης



Το 1341, η αυτοκρατορία βρισκόταν σ’ έναν από τους συνήθεις εμφύλιους πολέμους. Ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1332-1391) ήταν εννέα ετών και ο φίλος τού πατέρα του Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383) είχε διοριστεί αντιβασιλέας. Η μητέρα του αγοριού, η Άννα, και ο μέγας δούκας Αλέξιος Απόκαυκος συνέπηξαν συμμαχία για να σφετεριστούν την αντιβασιλεία, πυροδοτώντας μία τεράστια σύγκρουση. Αλλά αυτή τη φορά συνέβη κάτι το απρόσμενο. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, οι απλοί άνθρωποι επαναστάτησαν, πήραν τον έλεγχο από την αριστοκρατία και υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα των φτωχών. Χρονικά της εποχής αναφέρουν ότι βίαιοι όχλοι «Ζηλωτών», όπως αποκαλούνταν, επιτέθηκαν κι έσφαξαν τους πλούσιους. Το Συμβούλιο των Ζηλωτών κυβέρνησε τη Θεσσαλονίκη καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης. Για κάποιο χρονικό διάστημα ορκίστηκαν πίστη στον Αλέξιο Απόκαυκο, αλλά παρέμεναν σταθερά εχθρικοί προς την αριστοκρατία. Τελικά τον αποκήρυξαν, δολοφονώντας μάλιστα τον γιο του. Η εξέγερση των Ζηλωτών κατεστάλη από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, όταν έγινε αυτοκράτορας. Κάποιοι από τους Ζηλωτές κάλεσαν το Σέρβο βασιλιά Στέφανο Δουσάν να καταλάβει την πόλη, άλλοι όμως το θεώρησαν προδοσία και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους παλιούς συναγωνιστές τους. Ο Καντακουζηνός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη εύκολα και εκτέλεσε τους πρωταίτιους της εξέγερσης.

9Σκλάβοι του σεξ



Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι ευνούχοι χρησιμοποιούνταν ως σκλάβοι του σεξ, επειδή διατηρούσαν τα νεανικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό επισήμως απαγορευόταν, αλλά εκκλησία έψαχνε τρόπους να εξαλείψει αυτή την κατάσταση χωρίς να καταδικάζει τη δουλεία και κατ’ επέκταση τον αυτοκράτορα. Το πρόβλημα εικονογραφείται στο Βίο του Αγίου Ανδρέα του εις Χριστόν Σαλού, που έγραψε τον 10ο αιώνα ο πρεσβύτερος Νικηφόρος της Αγίας Σοφίας. Ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου σημειώνει: «Εάν ένας σκλάβος δεν υπακούει στις εντολές του κυρίου του, τότε σίγουρα ξέρετε πόσο θα υποφέρει, αυτός θα τον κακομεταχειριστεί και θα τον ξυλοκοπήσει». Αλλά ο Ανδρέας επιμένει ότι «αν οι σκλάβοι δεν υποκύψουν στα αποτρόπαια πάθη των κυρίων τους, θα είναι τρεις φορές ευλογημένοι, και εξαιτίας των βασάνων που μου ανέφερες, θα καταχωρηθούν στους μάρτυρες».

8Ευνουχισμός



Οι Ευνούχοι υπηρέτησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από κάθε δυνατό πόστο, από αυλικοί και στρατηγοί έως ιερείς. Δεν αποτελούσαν απειλή για την αυτοκρατορία, διότι δεν είχαν κατιόντες για να κληρονομήσουν τη θέση τους. Όμως, ευνούχοι όπως ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος (11ος αιώνας) έγιναν διάσημοι, επειδή προώθησαν συγγενείς τους σε υψηλές θέσεις. Ήταν τόσο ισχυρός, ώστε όλα τα μέλη της οικογένειάς του ευνουχίστηκαν και εξορίστηκαν από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ τον Καλαφάτη. Ο ευνουχισμός θεωρούνταν παράνομος στο Βυζάντιο, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ευνούχοι να είναι σκλάβοι, οι οποίοι ευνουχίζονταν προτού εισέλθουν στα όρια της αυτοκρατορίας. Αλλά είναι γνωστό ότι πολλοί φτωχοί γονείς ευνούχιζαν τα παιδιά τους, ελπίζοντας ότι θα έχουν μία καλύτερη ζωή από αυτούς.

7Εξεγέρσεις



Ως πολίτες της «μεγαλύτερης πόλης της Γης», ο λαός της Κωνσταντινούπολης δεν δίσταζε να εκφράζει τις απόψεις του, συχνά με βίαιους τρόπους. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι η Στάση του Νίκα (532), κατά την οποία μία αθλητική διαμάχη στον ιππόδρομο μετατράπηκε σε λαϊκή εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Ο Ιουστιανιανός ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να εγκαταλείψει το θρόνο, αλλά μεταπείστηκε από τη σύζυγό του Θεοδώρα, η οποία του διαμήνυσε ότι προτιμούσε να πεθάνει ως αυτοκράτειρα παρά ως κοινή θνητή. Τελικά, ο Ιουστινιανός κατέστειλε με σκληρό τρόπο την εξέγερση και διέσωσε το θρόνο του. Όλες οι ταραχές δεν αποσταθεροποίησαν την αυτοκρατορία. Μία αιματηρή εμφύλια διαμάχη κατέληξε σε εξέγερση φυλακισμένων. Ο Μέγας Δούκας Αλέξιος Απόκαυκος (? – 1345), κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης μιας νέα φυλακής, δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι στη συνέχεια εξολόθρευσαν και τα μέλη της οικογένειάς του.

6Ο Πορφυρογέννητος




Κωνσταντίνος Ζ’ o Πορφυρογέννητος




Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν το πορφυρό (βαθυκόκκινο) ως το αυτοκρατορικό χρώμα και μόνο τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας επιτρεπόταν να φορούν ρούχα με τέτοιο χρώμα. Στο παλάτι υπήρχε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο με τοίχους από πολύτιμη πορφυρή πέτρα. Τα παιδιά που γεννιόνταν σ’ αυτό το δωμάτιο ονομάζονταν πορφυρογέννητα. Είχαν ιδιαίτερα προνόμια και δεν μπορούσαν να παντρευτούν έξω από τα όρια της αυτοκρατορίας, αν και ο ηγέτης των Ρως Βλαδίμηρος του Κιέβου (950-1015) απαίτησε πορφυρογέννητη νύφη σε αντάλλαγμα για στρατιωτική βοήθεια στον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο και τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Τελικά, νυμφεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη, αδελφή του αυτοκράτορα. Ο πορφυρογέννητος απολάμβανε μεγάλη εκτίμησης και αφοσίωσης από τους κοινούς ανθρώπους. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος μπορεί να ανατράπηκε σε μικρή ηλικία, αλλά ως πορφυρογέννητος παρέμεινε ως συναυτοκράτορας για 24 χρόνια, προτού αναλάβει την εξουσία το 945. Όταν ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος πέθανε, οι μόνοι πορφυρογέννητοι ήταν οι αδελφές του Ζωή και Θεοδώρα. Οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης ξεσηκώνονταν κάθε φορά που κάποιοι ήθελαν να τις διώξουν από την εξουσία, με αποτέλεσμα οι δύο αδελφές να κυριαρχήσουν στα πολιτικά πράγματα μέχρι το θάνατο της Θεοδώρας το 1056.

5Εμφύλιοι Πόλεμοι



Το 813, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές (770-844) εκθρονίστηκε από τον στρατό, μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους στη Μάχη της Βερσινικίας. Στην εκθρόνισή του πρωτοστάτησαν τρεις από τους στρατηγούς του, ο Λέων ο Αρμένιος, ο Μιχαήλ Τραυλός και ο Θωμάς Σκλαβηνός. Ο Λέων έγινε αυτοκράτορας (Λέων Ε’), αλλά όταν απαλλάχθηκε από την παρουσία του Μιχαήλ, οι οπαδοί του τον κυνήγησαν και τον σκότωσαν. Ο Θωμάς επαναστάτησε κατά του Μιχαήλ, που είχε ανέβει στο θρόνο ως Μιχαήλ Β’, πυροδοτώντας έναν εμφύλιο πόλεμο που αδυνάτισε την αυτοκρατορία έναντι των Αράβων, οι οποίοι είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους εκείνα τα χρόνια. Ανάλογα προβλήματα αναφύησαν και τον 10ο αιώνα, όταν η εξέγερση του στρατηγού Βάρδα Φωκά κατεστάλη από τον στρατηγό Βάρδα Σκληρό. Όταν ο ευνούχος Βασίλειος Λεκαπηνός στράφηκε κατά του Σκληρού, αυτός άρχισε τη δική του εξέγερση για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο Λεκαπηνός έβγαλε από τη φυλακή τον Βάρδα Φωκά και τον έστρεψε κατά του Σκληρού. Ο Φωκάς νίκησε τον Σκληρό και κατέστρεψε τις δυνάμεις του. Στη συνέχεια, όμως, ο Φωκάς, ο Σκληρός και ο Λεκαπηνός συνασπίστηκαν κατά του Βασιλείου, του μετέπειτα Βουλγαροκτόνου, ο οποίος τους νίκησε και στερέωσε την εξουσία του στον βυζαντινό θρόνο.

4Μηχανορραφίες




Η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία




Στη σύγχρονη εποχή η λέξη βυζαντινισμός είναι συνώνυμο της ίντριγκας και της δολοπλοκίας. Και δεν φαίνεται να είχαν άδικο αυτοί που τον καθιέρωσαν. Στην αυλή της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν οι ευνούχοι και οι αυλικοί, που διαγκωνίζονταν για να κερδίσουν την εύνοια του αυτοκράτορα, ο οποίος κυβερνούσε με τους πανίσχυρους ευνοούμενους του. Σ’ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ευνούχος Σταυράκιος (?-800) βοήθησε την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία να ανατρέψει και να σκοτώσει το ίδιο της το παιδί, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ (771-797). Στη συνέχεια ο Σταυράκιος ανατράπηκε από τον ευνούχο Αέτιο, που ήθελε να τοποθετήσει τον αδελφό του ως αυτοκράτορα. Αλλά ο Αέτιος απέτυχε, καθώς ο Λογοθέτης του Γενικού (ταυτίζεται με τον σημερινό υπουργό Οικονομικών) Νικηφόρος οργάνωσε πραξικόπημα και χρίστηκε αυτός αυτοκράτορας (Νικηφόρος Α’) έως ότου οι Βούλγαροι τον νίκησαν στη Μάχη της Πλίσκας (811) κι έκαναν το κρανίο του κρασοπότηρο. Οι μηχανορραφίες και δολοπλοκίες συνεχίστηκαν έως την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ακόμη και όταν οι Οθωμανοί του Μωάμεθ βρίσκονταν έξω από τα τείχη της και οι ημέρες της Βασιλεύουσας ήταν μετρημένες, ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς προσπαθούσε να εξασφαλίσει προσοδοφόρες αυλικές θέσεις για τους γιους του.

3Ο ρινότμητος αυτοκράτορας



Ο τρομερός και φοβερός Ιουστινιανός Β’ (668-711) ανατράπηκε για πρώτη φορά το 695. Οι επαναστάτες τού έκοψαν τη μύτη και τη γλώσσα και τον εξόρισαν στην Κριμαία, στη χώρα των Χαζάρων. Αυτός, όμως, κατόρθωσε να δραπετεύσει και άρχισε τις μηχανορραφίες για την επάνοδό του στην εξουσία. Ο νέος αυτοκράτορας Λεόντιος (600-706) δωροδόκησε τους Χαζάρους για να τον δολοφονήσουν, αλλά ο Ιουστινιανός σκότωσε τους δολοφόνους τους και δραπέτευσε στη Βουλγαρία μ’ ένα ψαράδικο. Εκεί συμμάχησε με τον χαγάνο Τερβέλη (675-721) και οδήγησε ένα στρατό από 15.000 Βούλγαρους και Σλάβους έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αφού δεν μπόρεσε να την καταλάβει με έφοδο, τα κατάφερε οδηγώντας μία ομάδα ανδρών του μέσα από τους υπονόμους της Πόλης, αιφνιδιάζοντας τον αυτοκράτορα Τιβέριο Γ’ (?-706) . Ο Ιουστινιανός ανέκτησε την εξουσία και τιμώρησε σκληρά τους εχθρούς του. Κυβέρνησε για άλλα έξι χρόνια, έχοντας προσαρμόσει μία χρυσή μύτη στη θέση της φυσικής κι έχοντας δίπλα του ένα διερμηνέα για να αποκρυπτογραφεί τους γρυλλισμούς του. Ανατράπηκε εκ νέου το 711 με πραξικόπημα του στρατηγού Φιλιππικού Βαρδάνη και αυτή τη φορά δολοφονήθηκε.

2Ακρωτηριασμοί



Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες ήταν ακατάλληλοι για το θρόνο. Γι’ αυτό κάποιοι από τους διεκδικητές του θρόνου φρόντιζαν να ακρωτηριάζουν τους αντιπάλους τους παρά να τους σκοτώνουν. Η τύφλωση ήταν πολύ δημοφιλής, όπως και το κόψιμο της μύτης και της γλώσσας. Στα όψιμα χρόνια της αυτοκρατορίας ο ευνουχισμός ήταν κοινή πρακτική. Ο Ιωάννης Δ' Λάσκαρης (1250-1305) έζησε 40 χρόνια τυφλός, καθώς τυφλώθηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1261, με διαταγή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1223-1282) για να μην απειλήσει στο μέλλον τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία (752-803) δεν δίστασε να τυφλώσει τον μοναχογιό της Κωνσταντίνο ΣΤ’ (771-805), προκειμένου να ασκεί ακώλυτα την εξουσία με τον ευνοούμενό της Σταυράκιο. Όμως, υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός (910-996) ευνουχίστηκε σε μικρή ηλικία, αλλά κατόρθωσε να ανέβει στα ανώτερα κλιμάκια της βυζαντινής εξουσίας και να γίνει ένας πανίσχυρος αυλικός, επηρεάζοντας από το παρασκήνιο μία σειρά από ανίσχυρους αυτοκράτορες.

1Δολοφονίες




Η δολοφονία του Νικηφόρου Β’ Φωκά




Σε αρκετές περιπτώσεις το δυναστικό ζήτημα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λυνόταν με δολοφονίες αυτοκρατόρων. Ο Κώνστας Β’ (630-668), γνωστός και ως Πωγωνάτος, χτυπήθηκε μέχρι θανάτου με μία σαπουνοθήκη από άνθρωπο της αυλής του, την ώρα που έπαιρνε το λουτρό του στις Συρακούσες. Ο Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος (839-867) σκοτώθηκε μέσα στην κρεβατοκάμαρά του από άνδρα του μετέπειτα διαδόχου του Βασιλείου Α’ (ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας), καθώς δεν μπόρεσε να προβάλει αντίσταση, ύστερα από ένα άγριο μεθύσι. Στην κρεβατοκάμαρά του δολοφονήθηκε και ο πιο διάσημος Νικηφόρος Φωκάς (912-1969), ο οποίος είχε αντιληφθεί την εναντίον του συνωμοσία, αλλά δεν φανταζόταν ότι η σύζυγός του θα έκρυβε τους δολοφόνους του στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του. Ο Λέων Ε’ ο Αρμένιος (775-823) βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον παλιό συναγωνιστή Μιχαήλ Τραυλό, τον οποίο φυλάκισε. Ο Μιχαήλ από τη φυλακή οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα και ανήμερα τα Χριστούγεννα, άνθρωποί του μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς μπήκαν στο παρεκκλήσιο του παλατιού και επιτέθηκαν στον Λέοντα με μαχαίρια και σπαθιά. Ο αυτοκράτορας άρπαξε ένα βαρύ σταυρό για να αμυνθεί, αλλά οι συνωμότες ήταν περισσότεροι και τον αποτελείωσαν. Στη συνέχεια, αφού πέταξαν τη σορό του στην αποχέτευση, ανακήρυξαν τον εκλεκτό τους αυτοκράτορα με το όνομα Μιχαήλ Β’

https://www.sansimera.gr/listes/16

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Νέα Αγχίαλος




Νέα Αγχίαλος
Πόλη
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΘεσσαλίας
Έκταση80.462 τ.χλμ
Υψόμετρο35 μ
Πληθυσμός5 132
Ταχυδρομικός κώδικας374 00
Τηλεφωνικός κωδικός24280
Η Νέα Αγχίαλος είναι παραθαλάσσια κωμόπολη και μικρός λιμένας στο ΒΔ. μυχό του Παγασητικού κόλπου, ΝΔ. του Βόλου, στο νομό Μαγνησίας, η οποία ιδρύθηκε το 1907 από πρόσφυγες της Παλαιάς Αγχιάλου. Σήμερα ανήκει στον δήμο Βόλου και έχει πραγματικό πληθυσμό (2001) 6.409 κατοίκους (Τ.Δ. Ν. Αγχιάλου).

Αρχαία ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Φθιώτιδες Θήβες
Στο χώρο που απλώνεται η σημερινή κωμόπολη, άκμασαν τα παλαιότερα χρόνια δύο πόλεις, η Πύρασος και οι χριστιανικές Φθιώτιδες Θήβες.
Τα αρχαία ευρήματα αποδεικνύουν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία από τα νεολιθικά χρόνια μέχρι και σήμερα. Η ευλίμενος Πύρασος, όπως την αναφέρει ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, στα κλασικά και μεταγενέστερα χρόνια ήταν το επίνειο των ελληνιστικών Φθιώτιδων Θηβών (οι οποίες βρίσκονταν κοντά στο σημερινό χωριό Μικροθήβες Μαγνησίας). Στις αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν βρεθεί απομεινάρια μεγάλων οικιών, λείψανα τοιχοποιίας, κεραμικά σκεύη από την κλασική, την γεωμετρική έως και τη νεολιθική εποχή.
Το 217 π.Χ. η Πύρασος καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Μακεδόνα Βασιλιά Φιλίππου του Ε', μαζί με τις γειτονικές Φθιώτιδες Θήβες. Πολύ γρήγορα, στον ίδιο χώρο αναπτύχθηκε μια νέα πόλη. Αρχικά πήρε το όνομα των Φθιώτιδων Θηβών. Στα χρόνια του Χριστιανισμού το όνομα γίνεται Θήβες το οποίο, λόγω διάκρισης από τις Θήβες της Βοιωτίας, άλλαξε σε Θεσσαλικές ή Χριστιανικές Θήβες. Η νέα πόλη γρήγορα αναπτύχθηκε σε σημαντικό χριστιανικό κέντρο. Πυρπολήθηκε και καταστράφηκε στα μισά του 7ου αιώνα, κατά την εποχή των σλαβικών μετακινήσεων στον ελλαδικό χώρο.
Από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, θεωρούνται οι πολλές βασιλικές που ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη και οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά στον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των κατασκευών είναι τα ενδιαφέροντα ψηφιδωτά δάπεδα τα οποία, χάρη στις προσπάθειες των αρχαιολόγων, διατηρούνται και σήμερα σε άριστη κατάσταση. Η αποκάλυψη τμήματος του αρχαίου τείχους, το μήκος του οποίου υπολογίζεται σε 2.000 μέτρα περίπου, περικλείοντας έκταση 250.000 τετραγωνικών μέτρων, δείχνει το μέγεθος των Φθιώτιδων Θηβών αλλά και τη σπουδαιότητά της κατά την αρχαιότητα.

Αρχαιολογικά ευρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι σήμερα έχουν προσδιοριστεί 10 σημαντικά μνημεία της αρχαίας πόλης:
  • η ακρόπολη της Πυράσου
  • η βασιλική του Ελπιδίου
  • το συγκρότημα των δημοσίων κτιρίων
  • το επισκοπικό μέγαρο
  • η βασιλική του Αγ. Δημητρίου
  • υπόκαυστο-λουτρό
  • γυμνάσιο και λουτρό
  • πλακόστρωτη λεωφόρος με κατάστημα "έμβολος" της βασιλικής
  • έπαυλη
  • βασιλική του αρχιερέως Πέτρου.
Αλλά και έξω από τα τείχη υπάρχουν σημαντικά κτίρια: η κοιμητηριακή βασιλική (βασιλική Δ'), άλλη βασιλική, 5η κατά σειρά, έπαυλη του 3ου-4ου αι. κοντά στη θάλασσα, λουτρό και εκτεταμένα ψηφιδωτά δάπεδα ανατολικά του τείχους, άλλη λεωφόρος με καταστήματα ΝΑ του τείχους, νεκροταφεία με θολωτούς τάφους λαξευμένους στις πλευρές του λόφου ή υπόγειους θαλαμοειδείς με λάρνακες - σαρκοφάγους από τραχείτη, χρονολογούμενους από τον 3ο -6ο αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποικιλόμορφα ψηφιδωτά δάπεδα με την ενδιαφέρουσα τεχνική τους. Αυτά συντελούν στη θεώρηση του αρχαιολογικού χώρου της Νέας Αγχιάλου ως χαρακτηριστικού χώρου για τη σπουδή του διακοσμητικού αυτού είδους.
Τα παραπάνω ευρήματα στους αρχαιολογικούς χώρους κατά μήκος του δρόμου που διασχίζει τη Ν. Αγχίαλο και οδηγεί στο Βόλο, πίσω από την αγορά, έξω από το τείχος, στο δυτικό άκρο της Νέας Αγχιάλου και στην οδό Σταυρίδη προς τους λαχανόκηπους, στα νότια.

Σύγχρονη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια άλλη καταστροφή σηματοδότησε τη γέννηση της σημερινής Αγχιάλου. Έχοντας συνεχή παρουσία από τον 5ο αιώνα π.Χ. στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, οι Έλληνες της Παλιάς Αγχιάλου (σημ. Πομόριε της Βουλγαρίας), αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους όταν, στις 30 Ιουλίου 1906, η πόλη τους κάηκε από τους Βούλγαρους. Από το καλοκαίρι του 1906 οι ανθελληνικοί διωγμοί είχαν πάρει μεγάλες διαστάσεις σε όλη την περιοχή αυτή. Εκδηλώθηκαν με την καταστροφή ελληνικών εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και κορυφώθηκαν με την καταστροφή της Αγχιάλου. Οι κάτοικοι ξεριζωμένοι κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην αρχή ζούσαν συγκεντρωμένοι στην Αθήνα. Είχαν εκλέξει εκεί μια επιτροπή που την αποτελούσαν οι εξής Αγχιαλίτες: Γ. Τσακίρης, πρόεδρος, Αλέξανδρος Κ. Μαυρομάτης, Παρασκευάς Β. Δρακόπουλος, Μιχαήλ Τσιτσίνιας, Γεώργιος Μαυρατζάς, Γεώργιος Διαμαντόπουλος, κα. Πολλοί Αγχιαλίτες υποστήριζαν την άποψη να εγκατασταθούν τμηματικά σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, τελικά όμως επικράτησε η γνώμη να συγκεντρωθούν όλοι σε ένα συνοικισμό ώστε να υπάρχει μια εστία με το όνομα της παλιάς πατρίδας, Αγχίαλος, γιατί διαφορετικά θα έσβηνε το όνομά της.
Το χώρο εγκατάστασης των Αγχιαλιτών υπέδειξε ο γεωπόνος Σπύρος Χασιώτης, ο οποίος υπήρξε διευθυντής της Κασσαβετείου σχολής του χωρίου Αϊδινίου, της επαρχίας Αλμυρού. Έτσι επιτροπή Αγχιαλιτών με τον Σπύρο Χασιώτη επισκέφτηκε την περιοχή αυτή κατά το 1907 και την έκρινε κατάλληλη για την εγκατάσταση τους και τη δημιουργία του συνοικισμού τους. Η τοποθεσία ήταν πάνω σε κεντρικό οδικό δίκτυο και παραθαλάσσια όπως η παλιά πατρίδα τους. Η περιοχή αυτή όμως ήταν κτήμα ακόμα, ιδιοκτησία του τσιφλικά Π. Τοπάλη, που τότε έμενε στο Γαλάζιο της Ρουμανίας.
Η επιτροπή έκανε ενέργειες προς την Κυβέρνηση Γεωγίου Θεοτόκη, η οποία ενέκρινε την αγορά του κτήματος. Για την αγορά του κτήματος πήγε στο Γαλάζιο της Ρουμανίας επιτροπή Αγχιαλιτών, ο Γ. Οδ. Διαμαντόπουλος και ο Μιχαήλ Τσιτσίνιας, εξουσιοδοτημένοι από τους Αγχιαλίτες. Ο Π. Τοπάλης, που προερχόταν από οικογένεια Αγχιαλιτών, δεν έφερε αντίρρηση να πουλήσει το κτήμα. Κατά τους υπολογισμούς του Μ. Τσιτσίνια, η τιμή ήταν 2.000.000 χρυσές δραχμές. Το ποσό αυτό κατέβαλε η κυβέρνηση και κατόπι οι Αγχιαλίτες το εξόφλησαν μέσω του Γεωργικού θεσσαλικού Ταμείου. Δεν είναι ακριβές το μέρος που κατέβαλε η κυβέρνηση. Στο κτήμα αυτό υπήρχαν ήδη κάτοικοι, οι λεγόμενοι κολλήγοι και παρακεντέδες του Καραμπασίου και των Μικροθηβών.
Έτσι στις 30 Σεπτεμβρίου 1907 μπαίνει ο θεμέλιος λίθος για την καινούργια τους πατρίδα. Ο οικισμός χτίστηκε στη θέση "Καινούριο", αμφιθεατρικά, στους πρόποδες ενός χαμηλού βουνού που εμποδίζει τους Β. ανέμους. Νότια δροσίζεται από τον Παγασητικό κόλπο. Ανατολικά και δυτικά εκτείνονται τα ελαιοπερίβολα, τα αμπέλια και τα χωράφια της. Μέσα στο 1908 ολοκληρώθηκαν τα πρώτα 960 λιθόκτιστα διώροφα και μονώροφα σπίτια. Ο οικισμός ονομάστηκε Νέα Αγχίαλος. Στο κέντρο του οικισμού, το 1907, χτίστηκε ο Ναός του Αγίου Γεωργίου σε ανάμνηση του Ναού της παλαιάς πατρίδας. Το 1908 οι Αγχιαλίτες εγκαταστάθηκαν στη Νέα Αγχίαλο.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την εγκατάσταση τους στη νέα πατρίδα, οι Αγχιαλίτες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Έπρεπε να οργανώσουν τη ζωή τους και παράλληλα να αντιμετωπίσουν τις αντίξοες συνθήκες του τόπου. Το 1908 συστήθηκε δωδεκαμελής επιτροπή με πρόεδρο τον Λεωνίδα Εμμανουηλίδη, η οποία έπρεπε να κατατάξει σε κατηγορίες τους κατοίκους, για να γίνει η διανομή της γης. Η επιτροπή κατέταξε τους κατοίκους σε τρεις κατηγορίες: α) στους γεωργούς με κλήρο 80 στρέμματα διώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος β) σε επαγγελματίες με Ι0 στρέμματα μονώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος γ) στους καλλιεργητές με 40 στρέμματα κλήρο διώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν η ελονοσία και η αιματουρία από τις οποίες προσβάλλονταν οι κάτοικοι. Η νοτιοδυτική περιοχή της Νέας Αγχιάλου ήταν βαλτώδης και στα νερά των βάλτων υπήρχαν μολυσμένα κουνούπια (ανωφελείς κώνωπες). Οι αρρώστιες αυτές προκάλεσαν το θάνατο σε εκατοντάδες Αγχιαλίτες, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα χρόνια να γεμίσουν δυο νεκροταφεία. Παράλληλα υπήρχε η ανέχεια και η πείνα. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και πολλοί έπαιρναν τις οικογένειες τους και έφευγαν. Άλλοι επέστρεφαν στην παλιά τους πατρίδα, στη Βουλγαρία, και άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα ή στην Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα μετά το 1913, όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία. Μάλιστα, κοντά στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε μια άλλη Νέα Αγχίαλος ή Ίνγκλις, όπως την ονόμαζαν.
Όσοι έμειναν προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Με τη συνδρομή των συμπατριωτών τους στην Αθήνα και με ενέργειες προς στην κυβέρνηση, πέτυχαν να σταλεί ειδικός γιατρός, ο Ιωάννης Καρδαμάτης από τη Σωζόπολη, για την καταπολέμηση της ελονοσίας και αιματουρίας. Μαζί του συνεργάστηκαν οι Αγχιαλίτες γιατροί Πάτροκλος Παρασκευόπουλος, Αναγνώστης Παρασκευόπουλος και Αδαμαντιάδης. Το κράτος διέθετε δωρεάν σε όλους τους κατοίκους φιαλίδια κινίνης. Στην εξυγίανση της πόλης και στην εξολόθρευση των κουνουπιών συνετέλεσε πολύ και η προμήθεια μικρών ψαριών που έκανε η κυβέρνηση από τη Ιταλία το 1932. Τα ψάρια αυτά τα έριξαν στο λιμανάκι και στα μολυσμένα λιμνάζοντα νερά. Εκεί πολλαπλασιάστηκαν και εξολόθρευσαν τα κουνούπια. Τα ψάρια αυτά υπήρχαν και μέχρι το 1955 περίπου.
Η επιτροπή έστρεψε επίσης την προσοχή της στην εξεύρεση του υδραγωγείου της αρχαίας πόλης Πυράσου, γιατί τα πηγάδια που είχαν ανοίξει τα πρώτα χρονιά είχαν ανθυγιεινά νερά. Στην εξεύρεση του υδραγωγείου συνετέλεσε ο Ηλίας Λιακόπουλος, τμηματάρχης στο υπουργείο οικονομικών. Οι πηγές του υδραγωγείου ήταν το Μαυρονέρι, κοντά στην περιοχή του Αερινού (Περσοφλί). Ο Λιακόπουλος έστειλε τον Εμ. Κριεζή, εργολάβο ειδικό μηχανικό για υδραγωγεία. Με προσωπική εθελοντική εργασία των κατοίκων ανοίχτηκε το παλιό υδραγωγείο, τοποθετήθηκαν σωλήνες και κατασκευάστηκε νέα δεξαμενή στο βόρειο και ψηλότερο μέρος της κωμόπολης. Από εκεί διοχετεύτηκε νερό σε όλες τις συνοικίες της. Μαζί με τον Λιακόπουλο και οι Σπύρος Χασιώτης και Βουτηράς συνετέλεσαν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών. Κοντά στις άλλες ενέργειες έγινε και η πρώτη μελέτη αποξήρανσης των ελών. Όταν τελείωσε το υδραγωγείο το 1909 στην πρόσοψη της δεξαμενής εντοιχίστηκε αναμνηστική πλάκα με τα ονόματα όσων συνετέλεσαν στην αποπεράτωση του: Ηλίας Λιακόπουλος, Κριεζής και Κομιτσόπουλος, κρατικός αντιπρόσωπος στην επίβλεψη της κατασκευής.
Από το 1920 και μετά εργάστηκε και το Ινστιτούτο Ροκφέλερ με τους γιατρούς του, για την καταπολέμηση της ελονοσίας. Μετά το 1930 η αρρώστια είχε υποχωρήσει σημαντικά και ως το 1950-55 είχε σχεδόν εκλείψει.
Το 1912 ιδρύθηκε το πρώτο Κοινοτικό Γραφείο Ν. Αγχιάλου με Πρόεδρο τον Ράλλη Αλεξ. Ράλλη, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος μέχρι το 1920 και μετά τον διαδέχθηκε ο Βαλάσιος Παπαδόπουλος.
Το 1913, επί προεδρίας Ράλλη, συγκροτήθηκε 5μελής επιτροπή με πρόεδρο τον Ρ. Ράλλη και μέλη τους Λεωνίδα Β. Εμμανουηλίδη, Μιχαήλ Δ. Τσιτσίνια, Ιωάννη Αμυρά και Αποστολάκη Κ. Αργυρόπουλο, με σκοπό την αγορά αλωνιστικής μηχανής, ώστε να απαλλαγούν οι Αγχιαλίτες από την μεγάλη εκμετάλλευση των ξένων ιδιοκτητών μηχανών. Με ομόφωνη γνώμη των κατοίκων της Αγχιάλου η επιτροπή παράγγειλε στο Λονδίνο, μέσω των αδελφών Τζων Γκλαβάνη, αλωνιστική μηχανή τύπου Μάρσαλ, η οποία σύμφωνα με την μαρτυρία του Κ. Εμμανουηλίδη υπήρχε ως το 1956 και εξυπηρετούσε τους Αγχιαλίτες γεωργούς. Η μηχανή αγοράστηκε 20.000 χρυσές δραχμές, με τον όρο η εξόφληση να γίνει σε τέσσερις ετήσιες δόσεις.
Κατά τους πολέμους του 1912 ως το 1922 οι Αγχιαλίτες από τη Ν. Αγχίαλο στρατεύτηκαν στον Ελληνικό στρατό, πολέμησαν πολλά χρόνια και πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Στην Αλβανία επίσης, το 1940, πολλοί Αγχιαλίτες πολέμησαν και αρκετοί έχασαν τη ζωή τους.

Κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυναμική ήταν η συμμετοχή των Αγχιαλιτών και στην Εθνική Αντίσταση. Τους πρώτους μήνες του 1943 εγκαταστάθηκαν ανταρτικά σώματα στα βουνά της Όθρυος (Γούρας) και του Μαυροβουνίου (Καραντάου) με αρχηγούς το Διονύσιο Διάκο κα. Από το 1941 έως τις αρχές του 1943 υπήρχε ένα τμήμα καραμπινέρηδων, το οποίο αποσύρθηκε διότι η δύναμη τους ήταν μικρή και υπήρχε ο κίνδυνος των ανταρτών. Στις 25 Μαρτίου 1943 ένα απόσπασμα ανταρτών κατασκήνωσε στα βουνά της Νέας Αγχιάλου. Αποτελούνταν από 40 με 50 άντρες με αρχηγό το Διάκο. Σκοπός της κατασκηνώσεώς τους ήταν η καταστροφή με νάρκες του δημόσιου δρόμου και η καταστροφή των γεφυριών, για να εμποδίσουν την διάβαση πολεμοφοδίων προς το Νότο.
Στις 18 Απριλίου 1943 κανονιοφόρο πλοία από τον Βόλο κατέστρεψαν τα πλοία που ήταν προσαραγμένα στο λιμάνι της Νέας Αγχιάλου. Στις 24 βομβάρδισαν και τη Νέα Αγχίαλο. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 27 Απριλίου, δόθηκε από τον Διοικητή του Βόλου η διαταγή για την πυρπόληση του χωριού. Οι κάτοικοι, ειδοποιημένοι από τον βομβαρδισμό, είχαν ήδη εγκαταλείψει το χωριό. Οι Ιταλοί, για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους, χωρίστηκαν σε ομάδες και η κάθε ομάδα ανέλαβε κι από μια συνοικία. Ήταν μεθυσμένοι κι ό,τι έβλεπαν μπροστά τους το κατέστρεφαν. Αυτή η μαρτυρία διασώθηκε από τις πληροφορίες που έδωσε η ηλικιωμένη Ελένη Χρυσού Στάθη, η οποία ήταν κατάκοιτη και τυφλή, γι' αυτό και την μετέφεραν στο διπλανό σπίτι του Γιάννη Κων/νου Αιμωνιώτη. Στη συνέχεια πήραν ό,τι βρήκαν μέσα στο σπίτι και στο τέλος το έκαψαν. Από τα 700 πέτρινα σπίτια τα 650 έγιναν στάχτη σε μία μέρα.

Μεταπολεμικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ιταλοί κατέστρεψαν ακόμη και το εξατάξιο δημοτικό σχολείο που είχε κτιστεί με δωρεά του Συγγρού το 1910. Στις 20 Απριλίου τον 1943 οι τοίχοι του σχολείου κατατρυπήθηκαν από σφαίρες. Οκτώ ημέρες αργότερα, 28 Απριλίου, το κτίριο παραδόθηκε στις φλόγες καθώς έφευγαν οι Ιταλοί. Το σχολείο ξαναχτίστηκε, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από έρανο, το 1950 και έγινε καλύτερο, με λουτρά για τους μαθητές. Εφοδιάσθηκε με όργανα Φυσικής, Πειραματικής Χημείας, Ανθρωπολογίας, καθώς και με ραδιόφωνο. Οι Αγχιαλίτες που ζούσαν στην Αμερική συγκέντρωσαν χρήματα και αγόρασαν βιβλιοθήκη και άλλο εξοπλισμό απαραίτητο για το σχολείο. Ο κήπος του Σχολείου χρησίμευσε για την εκπαίδευση των μαθητών και μαθητριών στην κηπουρική, παρασκευή φυτωρίων κα. Αγχιαλίτες δάσκαλοι που δίδαξαν στο σχολείο μέχρι το 1956 περίπου ήταν οι: Μ. Τσιτσίνιας μέχρι το 1934, Α. Καλιατζόγλου μέχρι το 1948, Κ. Εμμανουηλίδης, Στ. Κόκκινος από το 1949, Καλλιρρόη Διονυσίου (Μαυρομάτη), Χαρίκλεια Μαυρομάτη, Αποστολία θ. Αγγελίδη, Γλυκερία Δ. Ξανθούλη (1953-55), Πελαγία Γ. Μαυρατζά. Επίσης δίδαξαν οι Κ. Πριάκος, Ι. Σπυριδάκης, Ν. Σαφαρίκας, Χ. Αναγνώστου, Π. Διονυσίου, Κ. Κρίκος, Μ. Μπουρδάρα, Π.Σαρρή.
Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση της κωμόπολης, σημειώνεται νέα καταστροφή. Από το σεισμό του 1954, τα περισσότερα σπίτια κρίθηκαν κατεδαφιστέα ή ακατοίκητα.
Η Ν. Αγχίαλος κατά το 1950 δεν διέθετε κτίριο για το Κοινοτικό Γραφείο, τον Αστυνομικό Σταθμό και την Αγροτολέσχη. Για να αποφύγει η Κοινότητα τα ενοίκια, ανέλαβε την ανοικοδόμηση ενός μεγάλου κτιρίου προς την παραλία, ανάμεσα στο σπίτι τον Π. Λασκαράκη και το Λιμανάκι. Η θεμελίωση έγινε το 1953. Κοντά στο κοινοτικό κτίριο προς το Λιμανάκι, θεμελιώθηκε το κτίριο του αστυνομικού σταθμού τον Αύγουστο του 1954, από εισπράξεις μεγάλου χορού που έγινε στην πλατεία.
Το 1952 με την φροντίδα του αρμοδίου υπουργείου λειτούργησε σχολή οικοδομών για να μάθουν οι νέοι Αγχιαλίτες την τέχνη του οικοδόμου, αλλά και του μαραγκού. Η διδασκαλία είχε διάρκεια τρεις μήνες και στο τέλος των μαθημάτων το υπουργείο δώριζε τα χρησιμότερα εργαλεία. Σκοπός ήταν να μάθουν να ανοικοδομούν μόνοι τους τα σπίτια, τους σταβλους, τους αχυρώνες.
Το 1952 με υπόδειξη της αμερικανικής αποστολής συστήθηκε στην Νέα Αγχίαλο όπως και σε άλλες αγροτικές κωμοπόλεις Αγροτολέσχη. Στη λέσχη συμμετείχαν νέοι και νέες της Νέας Αγχιάλου. Οι νέοι διδάσκονταν ότι είχε σχέση με τη δενδροκομία, την αμπελουργία, τον εμβολιασμό αγρίων δέντρων, τα συστηματικά κλαδέματα και όσον αφορά τη γεωργία γενικά ότι είχε σχέση με το όργωμα, τη σπορά και τη λίπανση. Διδασκαλία γινόταν από τον κοινοτικό γεωπόνο Γεώργιο Αγγελή. Οι νέες διδάσκονταν από την Αγχιαλίτισσα δασκάλα Γερακίνα Βίγλα ό,τι είχε σχέση με τη φροντίδα του νοικοκυριού, κοπτική, ράψιμο, αργαλειό, κέντημα, μαγειρική, κονσέρβες, εργόχειρα και για πολλά από αυτά βραβεύτηκαν. Πολλοί μεσήλικες Αγχιαλίτες και Αγχιαλίτισσες έχουν ευχάριστες αναμνήσεις από τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της Αγροτολέσχης.
Κατά το 1955 άρχισε να επεκτείνεται το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού σε όλη την περιοχή από το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο Αλιβερίου της ΔΕΗ. Τότε σταδιακά αποκτούν όλα τα σπίτια της Νέας Αγχιάλου ρεύμα και εμφανίζονται τα πρώτα ραδιόφωνα. Την ίδια εποχή (1955) στην περιοχή της Νεάς Αγχιάλου άρχισε να κατασκευάζεται το στρατιωτικό αεροδρόμιο (111 ΠΜ), στην κατασκευή του οποίου εργάστηκαν πολλοί ξένοι και ντόπιοι εργατοτεχνίτες. Το αεροδρόμιο συντέλεσε στην ανάπτυξη της Αγχιάλου οικονομικά και κοινωνικά. Το 1955 επίσης, το καλοκαίρι, λειτούργησαν στη Νέα Αγχίαλο 3 κινηματογράφοι.
Εκτός από τους κατοίκους που ήταν εγκατεστημένοι ως καλλιεργητές στην περιοχή του τσιφλικιού, μετά την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών από το 1920 περίπου άρχισε η εγκατάσταση πολλών ανθρώπων από το εσωτερικό της Θεσσαλίας.

Τοπικές γιορτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αγχιαλίτες τιμούν ιδιαίτερα και παραδοσιακά τη γιορτή του Αγίου Αθανασίου στις 18 Ιανουαρίου, κατά την οποία ο συνεταιρισμός γιορτάζει και οργανώνει εκδήλωση στην οποία συμμετέχουν οι κάτοικοι και οι αρχές και όπου παραδοσιακό κέρασμα είναι το λουκούμι. Άλλες τοπικές εορτές είναι του αγίου Τρύφωνα, την 1η Φεβρουαρίου, κατά την οποία γιορτάζουν οι αμπελουργοί, του Αγίου Παντελεήμονα, 27 Ιουλίου. Ο εορτασμός γίνεται στο εκκλησάκι λίγο έξω από το χωριό, όπου παλιά οι κάτοικοι πήγαιναν με τα πόδια. Οι γυναίκες γιορτάζουν τα Τρίμερα, την Τετάρτη μετά την Καθαρή Δευτέρα. Είναι λαϊκή γιορτή, παλιό θρακιώτικο έθιμο. Της Αναλήψεως, ο Εσπερινός τελείται με λαμπρότητα στο μικρό εκκλησάκι, κάτω στην παραλία, το οποίο ς κατασκευάστηκε το 1955, όμοιο με την εκκλησία της Παναγίας της παλιάς Αγχιάλου.
Οι κάτοικοι εκτός από ιδιοκτήτες καλλιεργητές, ελεύθεροι εργάτες και τεχνίτες, ασχολήθηκαν και με τα γράμματα και διακρίθηκαν σε πολλούς τομείς των επιστημών. Σήμερα μάλιστα οι γονείς επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μορφώσουν τα παιδιά τους με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών. Η οικονομία της Αγχιάλου έχει χαρακτήρα αγροτικό και αστικό. Είναι ανεπτυγμένη η γεωργία και παράλληλα το εμπόριο και η βιοτεχνία.
Σήμερα η Νέα Αγχίαλος σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής έχει πληθυσμό 7.423 κατοίκους και τον Αύγουστο του 1994 ανακηρύχθηκε Δήμος. Η εδαφική επικράτεια του Δήμου έχει έκταση 47.806 στρέμματα. Τα τελευταία χρόνια είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια για την τουριστική αξιοποίηση και ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της Νέας Αγχιάλου, με παράλληλο σεβασμό τόσο στην παράδοση όσο και στην προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος.

Οικισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Νέα Αγχίαλος έχει πολλούς οικισμούς όπως το Αλωνάκι, Δημητριάδα (ως προέκτασή της) και λίγο πιο μακριά που ανήκουν στη δικαιοδοσία της:
  • Ο οικισμός Αλωνάκι βρίσκεται μετά το λιμανάκι της Νέας Αγχιάλου κι αποτελεί το νέο παραθαλάσσιο επίνειο της κωμόπολης. Κατοικείται από μόνιμους κατοίκους με σημαντική οικιστική δυναμική τα τελευταία χρόνια.
  • Ο οικισμός της Δημητριάδας βρίσκεται σε απόσταση περί τα 2,5 χιλιόμετρα νότια της Νέας Αγχιάλου.
  • Η Χρυσή Ακτή Παναγιάς είναι παραθαλάσσιος οικισμός τοποθετημένος σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων βόρεια- βορειοανατολικά της Νέας Αγχιάλου, πάνω στην Εθνική Οδό προς Βόλο. Διαθέτει μικρό ορμίσκο με άμμο και ρηχή θάλασσα.
  • Μερικά χιλιόμετρα μετά τη Χρυσή Ακτή και κατευθυνόμενοι προς Βόλο, βρίσκεται ο όρμος Μαμιδάκη με τον οικισμό Άγιος Γεώργιος Κυνηγών. Ο οικισμός έχει μόνιμους κατοίκους καθώς και παραθεριστικές οικίες και παραλία με βότσαλα και κροκάλες.
  • Οι οικισμοί Μάραθος και Κριθαριά βρίσκονται στη συνέχεια της διαδρομής προς Βόλο. Είναι από τους πρώτους οικισμούς που κατοικήθηκαν από Γερμανούς παραθεριστές, με μόνιμες παραθεριστικές κατοικίες επί το πλείστον.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AD%CE%B1_%CE%91%CE%B3%CF%87%CE%AF%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%82

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

«Kαι όμως κινείται...»



​​Προσπαθώ να φανταστώ την εικόνα: όψεις, χειρονομίες, συμπεριφορές των «αρχόντων» (διακεκριμένων αφεντάδων της γνώσης, της εξουσίας, του πλούτου), όταν ο Galileo Galilei επιχειρούσε να τους πείσει ότι «η γη κινείται». Μια τέτοια δοξασία ανέτρεπε τις βεβαιότητες των αισθητών τους πιστοποιήσεων, τη λογική τους. Αλλαζε την κατεστημένη εικόνα της πραγματικότητας, τη δεδομένη «τάξη πραγμάτων», τάξη που θεμελίωνε όχι απλώς απόψεις, αλλά τρόπο συλλογικό σκέψης και βίου.

Ο Γαλιλαίος ήξερε ότι δεν υπερασπίζει αυθαίρετα δόγματα, εξουσιαστικές απαιτήσεις «αλαθήτου», πεποιθήσεις που θωρακίζουν την εγωτική του κατασφάλιση. Φώτιζε (μαρτυρούσε, κατάδειχνε) τη δεδομένη στη φυσική πραγματικότητα αλήθεια, που δεν κινδυνεύει να εξαλειφθεί αν την αρνηθούν ακόμα και οι υπερασπιστές της (πτοημένοι από το μένος της φανατισμένης αδαημοσύνης). Υπέγραψε λοιπόν ο Γαλιλαίος την αποκήρυξη της «πλάνης» του. Και φεύγοντας, λέει η «παράδοση», σιγοψιθύριζε την αταλάντευτη βεβαιότητά του για τη γη: «Και όμως κινείται»!

Σκέφτομαι, Χριστούγεννα σήμερα, το ανάλογο σκηνικό στους δικούς μας καιρούς, με αντεστραμμένους πια, ριζικά, τους όρους: Η επιθετική απαίτηση εξουσιαστικής επιβολής δεν φοράει τώρα τη λεοντή της μεταφυσικής αυθεντίας, έχει επενδυθεί στην ακαταμάχητη σαγήνη και αποτελεσματικότητα του Ιστορικού Υλισμού. Είναι η Οικονομία σήμερα ο φορέας του «αλαθήτου», μέτρο αποτίμησης της οποιασδήποτε ορθότητας (αλήθειας και αξίας), απόλυτος εξουσιαστής της ύπαρξης και του βίου των ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα. Ερώτημα για το «νόημα» (την αιτία και τον σκοπό) του υπάρχειν είναι στην πράξη αδύνατο να τεθεί, θέση «νοήματος» επέχει μόνο η χρηστικότητα, η παραγωγική αποτελεσματικότητα. Ο Γαλιλαίος θα συνυπέγραφε και πάλι την κυρίαρχη εξουσιαστική ψευδαίσθηση, αλλά θα μονολογούσε αποχωρώντας: «Και όμως ο Θεός ενανθρώπησε, είναι γεγονός τα Χριστούγεννα».

Η Γιορτή των Χριστουγέννων δεν θεσμοθετήθηκε από κάποιο υπουργείο Εμπορίου ή Εργασίας – μια πάγκοινη γιορτή μόνο γεννιέται, και μόνο η χαρά γεννάει γιορτή. Αν ο Θεός είναι ελεύθερος και από τη θεότητά του, αν το βρέφος στη φάτνη της Βηθλεέμ είναι η αναίτια αιτία του υπάρχειν, τότε η ύπαρξη που ιδρύει αυτός ο ελεύθερος από κάθε προκαθορισμό θεότητας Θεός είναι η ανθρώπινη, προικισμένη με την ελευθερία του Αναίτιου. Με ποια γλώσσα, ποια «σημαίνοντα» (σήμερα θα λέγαμε: με ποια «μαθηματικά») μπορεί να σημανθεί η ύπαρξη ως ελευθερία, όχι βουλητική (επιλογών) αλλά υπαρκτική (τρόπου της ύπαρξης) ελευθερία; Και έχουμε δεδομένη στη γλώσσα μας τη λέξη γι’ αυτόν τον τρόπο: είναι η αγάπη – όχι σαν ποιότητα συμπεριφοράς, αλλά ως τρόπος της ύπαρξης: Να υπάρχεις, επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και να θέλεις να υπάρχεις, επειδή αγαπάς.

Η γλώσσα των Χριστουγέννων, με πλήρη επίγνωση της σχετικότητας και ανεπάρκειας των σημαινόντων, λέει: Ο πάντων Αίτιος υπάρχει, όχι επειδή είναι «Θεός» (υποχρεωμένος από τις προδιαγραφές της ουσίας ή φύσης του να είναι αυτό που είναι), αλλά επειδή είναι ο «Πατήρ»: Αυτός που «υποστασιάζει» (κάνει υποστάσεις, υπαρκτική πραγματικότητα) το υπάρχειν «γεννώντας» τον «Υιό» και «εκπορεύοντας» το «Πνεύμα». Υπάρχει η Αναίτια Αιτία, επειδή ελεύθερα «γεννά» και «εκπορεύει», ελεύθερα (αγαπητικά) «γεννάται» και «εκπορεύεται».

Στη γλώσσα των Χριστουγέννων, επίσης, ένα κορίτσι της Ναζαρέτ, ανθρωπινότατο, γεννάει ελευθερώνοντας τη φύση από την αναγκαιότητα της σποράς, μεταποιεί σε ελευθερία σχέσης την κύηση. Αυτή και ο προστάτης της Ιωσήφ και ο σταύλος της Βηθλεέμ και οι αγραυλούντες ποιμένες, όλα, είναι μια γλώσσα για να ειπωθεί η Γιορτή της Μεγάλης Χαράς. Οτι είναι ρεαλιστική δυνατότητα η «σωτηρία»: να γίνει ο άνθρωπος «σώος», υπαρκτικά ακέραιος, να γευθεί το πλήρωμα της ζωής, το «περισσόν» της ζωής, την ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα, κάθε περιορισμό ή στέρηση. Η πληρότητα είναι πάντοτε ελευθερία, η ελευθερία πάντοτε έρωτας, επομένως πάντοτε δυνατότητα και ποτέ δικαίωμα, πάντοτε κατορθωμένο χάρισμα και ποτέ συνταγή.

Κάθε «Γαλιλαίος» και σήμερα νιώθει υπόδικος για τη λάμπουσα αλήθεια της Μεγάλης Γιορτής και μάταιο να την αντιτάξει στον πρωτογονισμό και απάνθρωπο ολοκληρωτισμό των «Αγορών», στα παραισθησιογόνα της «ελευθερίας» των καταναλωτικών επιλογών. Αρνείται να ιδεολογικοποιήσει την πίστη του στον έρωτα, στο άθλημα της αγαπητικής αυθυπέρβασης. Περιορίζεται στον ανάκουστο ψίθυρο: «και όμως ενανθρώπησε»! Εχει την εμπειρική βεβαιότητα ότι η αλήθεια των Χριστουγέννων, η ενανθρώπηση της ελευθερίας, δεν χάνει ούτε ζημιώνεται από τον μυωπικό φανατισμό του «εκσυγχρονισμού» και της «προόδου». Η αλήθεια παραμένει ακέραιη και περιμένει τη συνάντησή της με την ελευθερία και δίψα του οποιουδήποτε εραστή της.

Καθόλου τυχαία, είτε για την «ακινησία» της γης πρόκειται είτε για την παγίδευση του μυαλού στα νηπιώδη στερεότυπα του ιστορικο-υλιστικού πρωτογονισμού, την αφύπνιση από τον λήθαργο την αποκλείουν τα κατεστημένα «ιερατεία». Δηλαδή, όσοι διαχειρίζονται κατ’ επάγγελμα τον μετα-φυσικό ρεαλισμό του «νοήματος»: Οι τάχα και πολιτικοί, από άκρη σε άκρη του κομματικού φάσματος, μαγαρίζουν μεθοδικά τη λέξη «Χριστούγεννα» για να «ευχηθούν» μόνο χυδαία καταναλωτική ευωχία, ωσάν να απευθύνονται, όχι σε κοινωνία λογικών υπάρξεων αλλά σε οριστικά ευνουχισμένες αγέλες χοιροστασίου. Διαβάστε και τα «διαγγέλματα» του ιερατείου της «εν Ελλάδι επικρατούσης θρησκείας», αρχιεπισκόπων, μητροπολιτών, πατριαρχών, που συναγωνίζονται το ΚΚΕ σε ιδεολογικό δογματισμό ριζικά αποκομμένον από κάθε γνησιότητα πάλης για «νόημα» και χαρά της ζωής και ψηλαφητή αλήθεια.

Ο Γαλιλαίος παραιτημένος σιγοψιθυρίζει: «Και όμως ενανθρώπησε, διάολε! Είναι Χριστούγεννα!».