Οι Κέλτες, -Keltori, όπως ονόμαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, δηλαδή «οι κρυμμένοι»- η ιστορία και ο πολιτισμός τους υπήρξαν μία από τις περισσότερο 'κακοποιημένες' όψεις της ιστορικής και αρχαιολογικής επιστήμης. Είναι πολλές οι 'πολιτικά ορθές' θεωρίες που επινοήθηκαν προκειμένου να θεμελιώσουν σε θεωρητική βάση εθνικιστικές και θρησκευτικές διεκδικήσεις σε σημείο που είναι συχνά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το αληθινό από το επιθυμητό, ιδιαίτερα σε ο,τι αφορά στην κελτική θρησκεία και τον Δρυϊδισμό.
Ένα μεγάλο μέρος όσων είναι σήμερα αποδεκτά ως κελτική ιστορία συνθέτουν ένα σύγχρονο μύθο, δημιουργία του 18ου αιώνα, ως βάση πολλών σύγχρονων εθνικιστικών και θρησκευτικών κινημάτων. H προσαρμογή φανταστικών στοιχείων αδικεί την μεγαλοπρέπεια ενός μονολιθικού πολιτισμού που όχι μόνον εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, αλλά πέρασε τις επιδράσεις και τις επιρροές του και στην ασιατική ήπειρο.
Παρόλο που τα περισσότερα κείμενα δίνουν έμφαση μόνον στην πολιτισμική σχέση Ευρώπης και κλασικού πολιτισμού, η αρχαιολογική μαρτυρία υποδεικνύει ότι το πολιτισμικό πρόσωπο της Ευρώπης κατά την ιστορική περίοδο κυριαρχήθηκε από μια ενιαία πολιτισμική ομάδα, μια ισχυρή, πολιτισμικά διαφοροποιημένη ομάδα λαών, τους Κέλτες. Από την έναρξη ήδη του μεσαίωνα, οι Κέλτες χτυπήθηκαν από δύο ισχυρούς πολιτισμούς, τον Ρωμαϊκό νότια και τον Γερμανικό, -γέννημα του κελτικού πολιτισμού- Βόρεια. Κατά την περίοδο της κλασικής Ελλάδας (που αντιστοιχεί χρονολογικά στον πολιτισμό Λα Τεν της κεντρικής Ευρώπης) έως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου ζούσε υπό την σκιά αυτού του πολιτισμού, που παρά τις διαφοροποιημένες μορφές του, χαρακτηριζόταν πάντα από ενοποιημένη πολιτισμική δράση.
Αυτός ο μονολιθικός πολιτισμός που εξαπλώθηκε από την Ιρλανδία έως τη Μικρά Ασία (οι Γαλάτες της Καινής Διαθήκης). Οι Κέλτες κυριολεκτικά κατάπιαν την Ρώμη το 390 π.Χ. ενώ επέδραμαν και κατέλαβαν αρκετές πόλεις της ελλαδικής επικράτειας το 280 π.Χ. Προφορικός πολιτισμός ο Κελτικός κατά την κλασική περίοδο δεν άφησε πίσω του γραπτές μαρτυρίες. Οι αναφορές μας -αρνητικές και προκατειλημμένες ως επί το πλείστον- προέρχονται από Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς.
Από αυτόν τον μεγάλο πολιτισμό προέκυψαν πολλές από τις πολιτισμικές μορφές, ιδέες και αξίες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Όχι μόνο θεωρούσε τον κελτικό κόσμο στην ακμή του 'χρυσό αιώνα' η Ευρώπη, αλλά επίσης ζούσε βάσει κοινωνικών δομών και απόψεων που αντλούσαν την καταγωγή τους τόσο από τους Κέλτες, όπως επίσης από τους Ρωμαίους και τους Έλληνες. Η περίοδος της κελτικής κυριαρχίας στην Ευρώπη άρχισε να περιορίζεται στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες με την επέκταση της Ρώμης, τις μεταναστεύσεις των Γερμανών και την αθρόα εισροή των Ούννων από την ασιατική ήπειρο. Την εποχή που έπεσε η Ρώμη στα χέρια των Γότθων οι Κέλτες είχαν απωθηθεί βόρεια, στην Αγγλία, την Ουαλία και την Ιρλανδία και αργότερα στη Σκωτία και την ΒΑ ακτή της Γαλλίας.
Οι Κέλτες αγνοήθηκαν από τους συγγραφείς της παγκόσμιας ιστορίας, αν και σήμερα σταδιακά η αρχαιολογική και η ιστορική έρευνα μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε πως ο κελτικός τρόπος ζωής, οι κελτικοί θεσμοί και η κελτική άποψη για τον κόσμο κυριάρχησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στον γερμανικό και κλασικό πολιτισμό. Τα περισσότερα εξ όσων γνωρίζουμε για τον τρόπο ζωής των Κελτών προέρχονται από την Ιρλανδία -τον μεγαλύτερο σε πληθυσμό από τους κελτικούς λαούς. Γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν για τους Γαλάτες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης από ρωμαϊκές γραπτές μαρτυρίες, αναξιόπιστες στο βαθμό που εκπροσωπούσαν την πολιτική άποψη της Ρώμης.
Φαίνεται πως οι πρώιμες κελτικές κοινωνίες ήταν οργανωμένες γύρω από τις πoλεμικές δραστηριότητες -μια δομή που χαρακτηρίζει όλους τους πολιτισμούς που βρίσκονται σε διαδικασία μετανάστευσης, όπως οι Ούννοι και αργότερα οι Γερμανοί. Αν και οι κλασικοί Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς θεωρούσαν τους Κέλτες βίαους φρενοβλαβείς, η πολεμική τους δραστηριότητα δεν ήταν μια οργανωμένη διαδικασία εδαφικών κατακτήσεων. Ανάμεσα στους Κέλτες η πολεμική δραστηριότητα ήταν μάλλον μια "αθλητική δραστηριότητα" και εστιαζόταν σε επιδρομές και κυνήγια. Στην Ιρλανδία, ο θεσμός του φιάννα απευθυνόταν σε νέους αριστοκράτες πολεμιστές που εγκατέλειπαν την φυλετική τους περιοχή για κάποιον χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιδοθούν σε επιδρομές και κυνήγι, αναγκαίο συστατικό της τελετής ενηλικίωσής τους και διαμόρφωσης κοινωνικού status. Όταν οι Κέλτες ήλθαν σε επαφή με τους Ρωμαίους, άλλαξαν και τον τρόπο πολεμικής τους οργάνωσης, έτσι ώστε να είναι ικανοί να αμύνονται ενάντια σε μεγαλύτερο αριθμητικά στρατό.
Ωστόσο, φαίνεται πως οι ομάδες επίθεσής τους ήταν εκείνες που οδήγησαν τους κλασικούς συγγραφείς στον χαρακτηρισμό "φρενοβλαβείς". Η κελτική μέθοδος επίθεσης ήταν καταρχήν η κατά μέτωπο παράταξη εμπρός στον εχθρικό στρατό. Κατόπιν οι πολεμιστές άρχισαν να ουρλιάζουν και να χτυπούν τα ξίφη και τα δόρατά τους στις ασπίδες τους. Εντέλει άρχιζαν να τρέχουν κατευθείαν προς τον αντίπαλο φωνάζοντας σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, προκειμένου να τρομάξουν την αντίπαλη παράταξη και να την εξαναγκάσουν σε οπισθοχώρηση. Αν η εχθρική παράταξη παρέμενε αδιάσπαστη, οι ομάδες οπισθοχωρούσαν στην αρχική τους θέση και άρχιζαν την διαδικασία από την αρχή.
Η κελτική κοινωνία ήταν ιεραρχικά δομημένη σε τάξεις. Τις φυλές κυβερνούσαν βασιλείς και οι πολιτικοί θεσμοί τους διακρίνονταν για την πλαστικότητά τους. Σύμφωνα με ρωμαϊκές και ιρλανδικές πηγές, η κελτική κοινωνία διαιρείτο σε τρεις ομάδες: μια πολεμική αριστοκρατία, μια τάξη διανοητών στην οποία περιλαμβάνονταν οι δρυίδες, οι ποιητές και οι δικαστές, και μια τρίτη στην οποία περιλαμβάνονταν όλοι οι άλλοι.
Οι δομικές μονάδες της κελτικής κοινωνίας ήταν η φυλή και η συγγένεια. Η εθνική ταυτότητα καθοριζόταν από ευρύτερη φυλετική ομάδα που ονομαζόταν τουάθ ("too-awth") που σημαίνει στα Ιρλανδικά ("λαός") αλλά στηριζόταν στην μικρότερη οργανωτική ομάδα συγγένειας, την πατριά που ονομαζόταν κενέντλ (ke-na-dl), ή "kindred" (συγγένεια) στα Ιρλανδικά. Η πατριά ήταν εκείνη που παρείχε την ταυτότητα και την προστασία. Καθώς ήταν καθήκον της πατριάς να προστατεύει τα άτομα, τα εγκλήματα κατά του ατόμου δικάζονταν ενώπιον όλης της πατριάς. Ένας από τους προεξέχοντες θεσμούς μεταξύ των Κελτών ήταν η διαμάχες αίματος (βεντέτες) στις οποίες η δολοφονία ή η προσβολή ενάντια σε ένα άτομο απαιτούσε από ολόκληρη την πατριά να ζητήσει βίαια την τιμωρία. Τέτοιου είδους διαμάχες αποφεύγονταν εν μέρει από τον θεσμό των επαγγελματιών μεσολαβητών. Τουλάχιστον στην Ιρλανδία, μια επαγγελματική κάστα δικηγόρων, αποκαλούμενη μπρίθεμ (brithem), μεσολαβούσε στις διαφωνίες για τους ακριβείς όρους επανόρθωσης της προσβεβλημένης πατριάς.
Στην κελτική κοινωνία, αν και περιστρεφόταν γύρω από μια αριστοκρατία πολεμιστών, η θέση των γυναικών ήταν αρκετά υψηλή. Στις πρώιμες περιόδους οι γυναίκες συμμετείχαν και στις εχθροπραξίες και στην ιερατική βασιλεία. Παρόλο που αργότερα οι Κέλτες υιοθέτησαν το πατριαρχικό πρότυπο, διατήρησαν στη μυθολογία και τη λογοτεχνία τους τη μνήμη γυναικών που αναδείχθηκαν ως ηγέτιδες και πολεμίστριες.
Η κελτική κοινωνία βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στον βουκολισμό και την ανατροφή βοοειδών ή προβάτων. Απ’ ό,τι φαίνεται υπήρξε γεωργική εκμετάλλευση στον κελτικό κόσμο, αλλά όχι σημαντική. Η σημασία των βοοειδών και της ποιμενικής ζωής δημιούργησε έναν μοναδικό θεσμό στην κελτική, ιδιαίτερα την ιρλανδική, ζωή, τις επιδρομές για την αρπαγή ζώων, δηλαδή την ζωοκλοπή. Η κλοπή των βοοειδών μιας άλλης ομάδας ήταν ουσιαστικά αποδεικτικό σημείο θάρρους και γενναιότητας μιας ομάδας νέων πολεμιστών. Ο μεγαλύτερος επιζών ιρλανδικός μύθος, η Επιδρομή του Κούλεϊ (Táin Bó Cualingne), επικεντρώνεται σε μια τέτοια μυθοποιημένη επιδρομή.
Δεν υπήρξε καμία αστικοποίηση οποιουδήποτε είδους ανάμεσα στους Κέλτες, ως την ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Στην Ιρλανδία, η αστικοποίηση δεν εμφανίστηκε μέχρι τις δανικές και νορβηγικές εισβολές και η κοινωνία βασιζόταν κυρίως στο ανταλλακτικό εμπόριο. Η κελτική οικονομία ακολούθησε πιθανώς στην οικονομική αρχή των περισσότερων φυλετικών οικονομιών, την αμοιβαιότητα. Σε μια οικονομία αμοιβαιότητας τα αγαθά και άλλες υπηρεσίες δεν ανταλλάσσονται για άλλα αγαθά, αλλά δίνονται από άτομα σε άλλα άτομα με αμοιβαίες σχέσεις συγγένειας και υποχρεώσεων.
Από το δέκατο ένατο αιώνα και μετά, η κελτική θρησκεία άσκησε καθώς φαίνεται σημαντική γοητεία στους σύγχρονους Ευρωπαίους και τους ευρωπαιογενείς πολιτισμούς. Ειδικότερα στις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της αύξησης του ενδιαφέροντος όχι μόνο για την κελτική θρησκεία, αλλά και για τις θρησκευτικές πρακτικές που προέρχονται εν μέρει από κελτικές πηγές. Παρ' όλο το ενδιαφέρον, όμως, δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για την κελτική θρησκεία και τις πρακτικές της. Οι μόνες πηγές για τις κελτικές θρησκευτικές πρακτικές γράφτηκαν από Ρωμαίους και Έλληνες, οι οποίοι θεωρούσαν τους Κέλτες ως κάτι περισσότερο από τα ζώα, και από ύστερους Κέλτες συγγραφείς στην Ιρλανδία και την Ουαλία, που έγραφαν όμως από μια συγκεκριμένη χριστιανική οπτική γωνία.
Για να το θέσουμε απλά, αν και οι Κέλτες είχαν έναν πλούσιο και κυρίαρχο θρησκευτικό πολιτισμό, εμφανή στην τέχνη τους, αυτός ο πολιτισμός έχει χαθεί από την ανθρώπινη μνήμη. Υπάρχει εν δυνάμει στην συλλογική μνήμη και αργά, πολύ αργά και επίπονα αναπλάθεται βάσει των αρχαιολογικών και φιλολογικών μαρτυριών κομμάτι-κομμάτι. Εμπόδιο σε αυτή τη διαδικασία αποκατάστασης είναι ανάγκη χρήσης των συμβολικών αρχετύπων της κελτικής τέχνης για την αιτιολόγηση εθνικών μύθων και εθνικιστικών στόχων.
Μπορούμε, όμως, να έχουμε μια μερική εικόνα για την κελτική θρησκεία βασισμένη στους συχνά εχθρικούς απολογισμούς των κλασικών συγγραφέων. Οι Κέλτες ήταν πολυθεϊστές. Οι θεοί τους φαίνεται πως προήλθαν από τις πιό πρωτόγονες, ινδοευρωπαϊκές πηγές στις οποίες στηρίχτηκαν οι πολυθεϊστικές θρησκείες της Ελλάδας, της Περσίας και της Ινδίας. Οι Ρωμαίοι, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το κελτικό πάνθεο, το συνέδεσαν με τους ρωμαϊκούς θεούς, όπως και οι εκρωμαϊσμένοι Γαλάτες –έτσι δεν γνωρίζουμε τον ακριβή κελτικό χαρακτήρα αυτών των θεοτήτων και των ιδιοτήτων τους. Οι σύγχρονες νεοπαγανιστικές αποδόσεις του συγκεκριμένου πάνθεου είναι λίγο-πολύ αποτέλεσμα συγκρητισμού.
Σημαντικό στοιχείο παραμένει για την κελτική θρησκεία το θέμα της τριάδας. Οι κελτικοί θεοί παρουσιάζονται σε τριάδες και η κελτική λογική για την αντίληψη των θεοτήτων επικεντρώνεται σε τριάδες. Αναμφίβολα, τούτη η τριαδική λογική επέδρασε ευμενώς για την πρόσληψη του Χριστιανισμού από τα βορειοευρωπαϊκά πολιτισμικά μοντέλα.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο υλικός κόσμος των Κελτών διαχεόταν με τον κόσμο των θεών που ήταν και ευεργετικός και επιβλαβής. Ορισμένες περιοχές θεωρούνταν περισσότερο φορτισμένες με την έννοια της θεότητας από άλλες, ειδικά λίμνες, λίμνες και μικρά άλση, ζωτικοί χώροι των κεντρικών τελετουργικών δραστηριοτήτων της κελτικής ζωής. Οι Κέλτες ήταν μη-αστικοποιημένοι και, σύμφωνα με τις ρωμαϊκές πηγές, η κελτική ιεροπραξία δεν περιελάμβανε ναούς ή κτηριακές δομές. Η κελτική τελετουργική ζωή επικεντρωνόταν κυρίως στο φυσικό περιβάλλον.
Οι ιεροπραξίες τελούνταν από μια ειδική ιερατική τάξη, τους αποκαλούμενους από τους Ρωμαίους "δρυίδες". Η λέξη δρυίδης προέρχεται πιθανώς από ανάλογη γαλατική λέξη. Αν και πολλά έχουν γραφτεί για τους δρυίδες και την κελτική τελετουργία, δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα ουσιαστικό. Ως ειδική κάστα, οι δρυίδες εκτελούσαν πολλές από τις λειτουργίες που θα αποκαλούσαμε σήμερα «ιερατικές», συμπεριλαμβανομένων των τελετουργιών και των θυσιών, αλλά και λειτουργίες που αφορούσαν την «εκπαίδευση» και τον «νόμο». Αυτές οι τελετουργίες και πρακτικές τηρούνταν πιθανώς μυστικές -μια παράδοση κοινή μεταξύ των πρώτων ινδοευρωπαϊκών λαών- κάτι που μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο κλασικός κόσμος δεν γνώριζε ουσιαστικά τίποτα για αυτές. Το μόνο που αναφέρουν οι κλασικές πηγές, είναι ότι οι δρυίδες τελούσαν «βαρβαρικά» ή «φρικτά» τελετουργικά στις λίμνες και τα άλση. Υπάρχει μάλιστα συναίνεση μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων ότι αυτά τα τελετουργικά περιελαβαναν ανθρωποθυσίες. Υπάρχουν στοιχεία ανθρωποθυσιών μεταξύ των Κελτών, αλλά η ανθρωποθυσία δεν φαίνεται πως ήταν η επικρατούσα πρακτική.
Σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα, που δίνει και την μακροσκελέστερη περιγραφή των δρυϊδών, επίκεντρο της κελτικής πεποίθησης ήταν η μετενσάρκωση των ψυχών από το ένα σώμα στο άλλο με στόχο την τελειοποίηση. Το γεγονός ότι οι Κέλτες πίστευαν στην μεταθανάτια ζωή, επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογική μαρτυρία, καθώς πολλά από τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης θάβονταν εν είδει κτερισμάτων μαζί με τους νεκρούς.
Χρυσός στατήρας του ΒερκινγκέτοριξΟι πρώτοι Κέλτες που συνδέθηκαν με τον κλασικό κόσμο ήταν οι Γαλάτες, που ήλεγχαν την περιοχή που εκτείνεται από τη Γαλλία στην Ελβετία. Ήταν οι Γαλάτες που κατάπιαν τη Ρώμη και και ένα μέρος της Ελλάδας. Ήταν επίσης οι Γαλάτες που μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία για να ιδρύσουν τον ανεξάρτητο Γαλατικό πολιτισμό τους. Με εισβολές και μεταναστεύσεις πέρασαν στην Ισπανία, διέσχισαν αργότερα τις Άλπεις στην Ιταλία και εγκαταστάθηκαν μόνιμα νότια των Άλπεων, σε μια επικράτεια που οι Ρωμαίοι ονόμασαν κατόπιν, εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία.
Οι Γαλάτες ήταν φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους κελτικούς λαούς. Κυβερνούνταν από βασιλείς, η δικαιοδοσία των οποίων απλωνόταν συνήθως σε μικρές μόνον περιοχές. Περιστασιακά κάποιος ισχυρός βασιλιάς κέρδιζε την πίστη και την υποταγή διάφορων ήσσονων βασιλέων ως μονάρχης, αλλά γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη διαμόρφωναν μάλλον μια εθνική συνέχεια παρά ενιαίο έθνος.
Η εθνική ταυτότητα στους πρώιμους Γαλάτες ήταν πολύ ρευστή και βασιζόταν κυρίως σε μικρές ομάδες συγγένειας, τις πατριές, μια θεμελιώδη εθνική ταυτότητα που συχνά αντικαθίστατο από την ευρύτερη φυλετική ταυτότητα. Οι κύριες πολιτικές δομές της βασιλείας στους Γαλάτες, άλλωστε, οργανώθηκαν γύρω από αυτή την φυλετική εθνική ταυτότητα. Ως επί το πλείστον, ωστόσο, οι Γαλάτες μάλλον δεν διέθεταν εκείνη την μεγαλύτερη εθνική ταυτότητα που ένωνε τον γαλατικό κόσμο σε μια ενιαία πολιτιστική ομάδα –ο όρος «Γαλάτες» ως εθνική ομάδα επινοήθηκε κυρίως από τους Ρωμαίους και τους Έλληνες και ίσχυε για όλες τις διαφορετικές φυλές που εξαπλώθηκαν στις περιοχές της βόρειας Ευρώπης. Οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Αυτές οι τοπικές ομάδες διαιρούνταν σε pagi, δηλαδή στρατιωτικές μονάδες που αποτελούνταν από εθελοντές στρατιώτες.
Δύο κελτικές φυλές, οι Κίμβροι και οι Τεύτονες (εθνικός προσδιορισμός για τους Γερμανούς που προέρχεται από την κελτική ρίζα για τη λέξη «λαός»), μετανάστευσαν ανατολικά και εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία. Το κέντρο της κελτικής επέκτασης, ωστόσο, ήταν η Γαλατία, η επικράτεια της οποία εκτεινόταν βόρεια των Άλπεων, στην Γαλλία και το Βέλγιο,καθώς και σε τμήμα της Ισπανίας. Η πλέον πρώιμη αφήγηση για τους Γαλάτες προέρχεται από τον Ιούλιο Καίσαρα. Στην ιστορία της στρατιωτικής εισβολής του πρώτα στην Γαλατία και κατόπιν στον μακρινό Βορρά, έως τη Μεγάλη Βρετανία, ο Καίσαρας περιέγραψε τα φυλετικά και περιφερειακά χαρακτηριστικά των Γαλατών, ορισμένα από τα οποία φαίνονται να αφορούν γηγενή ευρωπαϊκά φύλα μη κελτικής προέλευσης.
Η γαλατική κοινωνία, όπως και όλες οι κελτικές κοινωνίες, διαιρείτο σε ένα άκαμπτο σύστημα τάξεων. Σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα, οι τρεις τάξεις της γαλατικής κοινωνίας ήταν οι δρυίδες, οι ιππείς και ο λαός. Οι δρυίδες ήταν οι μορφωμένοι μεταξύ των Γαλατών και κατείχαν την υψηλότερη κοινωνική θέση, ακριβώς όπως η τάξη των Μπραχμάνων κατείχε την υψηλότερη κοινωνική θέση μεταξύ των Ινδών. Οι δρυίδες, των Γαλατών, όπως και σε άλλους κελτικούς λαούς ήταν αρμόδιοι για την πολιτιστική και θρησκευτική γνώση, καθώς επίσης και για τις τελετουργικές ιεροπραξίες. Οι δρυίδες, φημισμένοι για την σοφία τους σε διάφορους τομείς, κατείχαν όχι μόνον θρησκευτική αλλά και κοινωνική δύναμη, που ενδεχομένως σε ύστερες φάσεις εξελίχθηκε σε πολιτική. Το ισχυρότερο εργαλείο που κατείχαν ήταν η δύναμη της αποκοπής. Όταν ο δρυίδης απέκοπτε το μέλος κάποιας φυλής, εκείνο ήταν υποχρεωμένο να ξεκόψει από τις ρίζες του και να απομακρυνθεί από τη φυλή.
Η χύτρα (Cauldron) Gundestrup. Εθνικό μουσείο Δανίας. Courtesy Malene Thyssen.Ο κελτικός πολιτισμός συνολικά θεωρούμενος χρειάζεται προσεκτική εξέταση σε κάθε διακριτή του έκφανσή του, προκειμένου να αναδειχθεί ο πλούτος της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Η ανάλυση της κελτικής εικονογραφίας μπορεί να εισάγει σε μερικές από τις οπτικές έννοιες που δέσμευσαν τους Κέλτες καλλιτέχνες. Ορισμένα ενοποιημένα θέματα χαρακτήριζαν τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις κελτικές τέχνες.
Στην κελτική τέχνη η οφαλμαπάτη και η μεταμόρφωση είναι κοινός τόπος: το μάτι εξαπατάται στη θέα διάφορων ζώων ή προσώπων. Εάν το αντικείμενο περιστραφεί, τα σχέδια μεταμορφώνονται, αποκαλύπτοντας άλλα θέματα. Η γεωμετρία και οι αριθμοί είναι το σταθερό θεμέλιο της κελτικής τέχνης, ενώ ο κύκλος και ο αριθμός 3 είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Κάτω από όλη αυτή την τέχνη υποκρύπτεται είναι μια βαθιά εκτίμηση της δυνατότητας διαμόρφωσης της κελτικής αισθητικής για τις φυσικές μορφές -φύλλα, ζώα και πρόσωπα.
Η κελτική εικονογραφία ερευνά τα ζώα και τους θεούς που ενοικούν στην τέχνη και τη λογοτεχνία του συνόλου των κελτικών πολιτισμών. Η τριπλότητα, το τριπλό μοτίβο, βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα κελτικά συμφραζόμενα και είναι μια από τις «καθολικότερες» εικονογραφικές συμβάσεις. Η μητέρα θεά και τα πνεύματα cucullati εμφανίζονται συχνά ως τριάδα. Πολλοί από τους θεούς και τους ήρωες της κελτικής μυθολογίας είχαν τη δυνατότητα της μεταμόρφωσης. Αλλάζαν τη μορφή τους από ανθρώπινη σε ζωική, μια ικανότητα που επέκτεινε τη δύναμη του θεού ή του ήρωα. Τα πουλιά ήταν ιδιαίτερα ισχυρά, δεδομένου ότι κινούνταν μεταξύ ουρανού και γης. Τα φίδια, επίσης, καθώς κινούνταν μεταξύ της γης και των περιοχών του κάτω κόσμου. Θεοί όπως ο Κερνούνος, μία από τις σχετικά άγνωστες προρωμαϊκές θεότητες, ήταν κυρίαρχοι αναμφισβήτητα εξαιτίας της ένωσής τους με ζώα όπως τα ελάφια, οι κάπροι και τα φίδια. Η Επόνα, μία άλλη προρωμαϊκή θεότητα συνδέεται έντονα με τα άλογα και τα σκυλιά που, αναμφίβολα λόγω της σημασίας τους για την κελτική ζωή, την έκαναν μία από τις δημοφιλέστερες και σημαντικότερες θεότητες του κελτικού πάνθεου. Η μεταμόρφωση, η ένωση και η ενίσχυση είναι κεντρικά θέματα στο ρεπερτόριο της κελτικής εικονογραφίας.
Η κοινωνική θέση και η προστασία ως κεντρικά θέματα σχετίζονται με τύπους αντικειμένων που πιστοποιούσαν την κοινωνική θέση του Κέλτη σε αυτόν και τον άλλο κόσμο. Η ανταλλαγή δώρων και η υποχρέωση ήταν κομβικά σημεία στις κελτικές πολιτικές ιεραρχίες, που απαιτούσαν σημαντικές ποσότητες πρώτης ύλης για να μετασχηματιστούν σε σύμβολακοινωνικής δύναμης. Από τα πρώτα τέχνεργα που βρέθηκαν σε πρώιμους τάφους του πολιτισμού Λα Τεν, όπως τα μεγάλα και ογκώδη περισφύρια, ως τις ύστερες ιρλανδικές πόρπες, το κόσμημα δεν εξυπηρετούσε μόνον διακοσμητικούς σκοπούς. Ιδιαίτερα διακοσμημένα θηκάρια που βρέθηκαν στον ποταμό Μπαν ήταν αναμφισβήτητα αναθηματικές προσφορές, που υποχρέωναν τη θεότητα να προστατεύσει ή να θεραπεύσει εκείνον που έκανε την προσφορά. Το περιλαίμιο ήταν το κατ' εξοχήν κελτικό σύμβολο, ακόμα και για την ελληνιστική μνημειακή γλυπτική. Στην ελληνική, ρωμαϊκή και κελτική τέχνη είναι το μοτίβο που προσδιορίζει τον κάτοχό του ως Κέλτη, όχι Ρωμαίο ή Έλληνα. Πολυτελή τέχνεργα όπως οι καθρέφτες, αν και σπάνιοι στην ήπειρωτική Ευρώπη, θέτουν ένα ενδιαφέρον ερώτημα για το πώς τα χρησιμοποιούσαν οι κάτοχοί τους. Χρησιμοποιούνταν για επίδειξη, για οικιακή χρήση, σαν κτερίσματα ή όλα αυτά μαζί;
Αν και εμφανίστηκαν αργά στην κελτική ιστορία, οι λίθοι των Πικτών παραμένουν μυστήριο, δεδομένου ότι τα σύμβολά τους δεν έχουν ακόμη επαρκώς αποκρυπτογραφηθεί. Ο αριθμός και το πλούσιο εικονογραφικό τους λεξιλόγιο, όμως, υποδεικνύει ότι ήταν ισχυρά σημαινόμενα των φιλοδοξιών των κατόχων τους.
Οι υψηλοί λίθινοι σταυροί αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο σώμα μνημειακής γλυπτικής μεταξύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των ιταλικών πόλεων-κρατών της Αναγέννησης. Αν και οι ημερομηνίες των σταυρών είναι αμφισβητούμενες και δύσκολο να επισημανθούν, οι μελετητές γενικά συμφωνούν ότι χρονολογούνται από τις αρχές του 8ου έως τον 12ο αιώνα, με τον ένατο και τον δέκατο να θεωρούνται χρονικές περίοδοι μεγάλης παραγωγικής ακμής. Το πιθανότερο είναι πως οι πρόγονοι των λίθινων είναι ξύλινοι σταυροί, αν και δεν υπάρχουν τα αρχαιολογικά ευρήματα που να το επιβεβαιώνουν, καθώς το ξύλο αποσυντίθεται πολύ γρήγορα σε σχέση με τα άλλα υλικά σε αερόβιο περιβάλλον. Επιπλέον, οι πρώιμες γραπτές μαρτυρίες για τους σταυρούς δεν κάνουν συχνά διάκριση μεταξύ των λίθινων και ξύλινων σταυρών. Λαξευμένοι σε τοπικά πετρώματα οι πρώιμοι επιζόντες μεσαιωνικοί σταυροί ομαδοποιούνται γενικά σε δύο κατηγορίες: εκείνους με τις αφηγηματικές σκηνές και εκείνους με την αφηρημένη διακόσμηση. Ορισμένοι, όπως ο σταυρός του Castledermot, έχουν και διακοσμητικά και αφηγηματικά πλαίσια.
Από: http://el.wikipedia/.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου