Αναγνώστες

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Άρθουρ Σοπενχάουερ



Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (Arthur Schopenhauer, ΓκντανσκΠολωνία22 Φεβρουαρίου 1788 − ΦρανκφούρτηΓερμανία21 Σεπτεμβρίου1860) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, γνωστός κυρίως από το βιβλίο του "Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση", στο οποίο ισχυρίστηκε ότι ο κόσμος μας οδηγείται από μία συνεχώς ανικανοποίητη βούληση καθώς αναζητά συνεχώς την ικανοποίηση.
Ο Σοπενχάουερ ήταν γνωστός για τον αθεϊστικό πεσιμισμό του και την φιλοσοφική του διαύγεια. Στην ηλικία των 25 δημοσίευσε τηδιδακτορική διατριβή του με τίτλο «Επί της τετραπλής ρίζας του επαρκούς λόγου», η οποία εξέταζε αν η αιτιότητα καθαυτή μπορεί να προσκομίσει απαντήσεις για τον κόσμο μας. Το σημαντικότερο έργο του Σοπενάουερ, Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, τόνιζε τον ρόλο του κύριου κινήτρου δράσης των ανθρώπων, το οποίο ο Σοπενάουερ ονόμαζε Βούληση. Η ανάλυση της Βούλησης οδήγησε τον Σοπενάουερ στο συμπέρασμα ότι οι συναισθηματικές, σωματικές και σεξουαλικές επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να εκπληρωθούν ολοκληρωτικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Σοπενάουερ να κατατείνει προς ένα τρόπο ζωής που απέρριπτε τις ανθρώπινες επιθυμίες, παρόμοιο με αυτόν που διδάσκουν ο Βουδισμός και οι Βέδες.
Η μεταφυσική ανάλυση της Βούλησης από μέρους του Σοπενάουερ, η άποψή του πάνω στο κίνητρο και την επιθυμία, και ο αφοριστικός τρόπος γραφής του επηρέασαν πολλούς γνωστούς ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και άλλοι.

Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος τραπεζίτης και η μητέρα του συγγραφέας. Μορφώθηκε στο Δάντσιχ και στο Αμβούργο. Με την πρόθεση να τον εισαγάγει στον κόσμο του εμπορίου, ο πατέρας του τον ώθησε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε στην Ολλανδία, στην Ελβετία, στην Αυστρία και στην Αγγλία, ενώ έμεινε για δύο χρόνια στη Γαλλία. Τα παιδικά του χρόνια ήταν μια περίοδος δυσάρεστη για αυτόν εξαιτίας της πιεστικής συμπεριφοράς του πατέρα του και προβλημάτων στην υγεία του.
Όταν το 1805 πεθαίνει ο πατέρας του, του αφήνει μια κληρονομιά που του επιτρέπει να ζει χωρίς να εργάζεται. Φοίτησε στο γυμνάσιο στην Γκότα και στη Βαϊμάρη και το 1809 γράφεται στην ιατρική σχολή, όπου έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Schulze. Επηρεασμένος από αυτά αρχίζει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και να διαβάζει Πλάτωνα και Καντ. Το 1811 μετακομίζει στο Βερολίνο, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα του Σλάιερμαϊερ και του Φίχτε. Παίρνει πτυχίο μετά από 2 χρόνια γράφοντας μια πτυχιακή εργασία την οποία εκτίμησε ιδιαίτερα ο Γκαίτε. Στη συνέχεια απομονώνεται στη Δρέσδη, όπου και ολοκληρώνει τη μελέτη των κλασσικών φιλοσόφων. Το διάστημα 1818-1819 επισκέπτεται τη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Βενετία όπου και παραλίγο να νυμφευθεί. Το 1820 γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μετά από μια λεκτική σύγκρουση με τον Χέγκελ. Οι ώρες των μαθημάτων του συμπίπτουν με αυτών του Χέγκελ, με αποτέλεσμα μετά από ένα εξάμηνο να διακοπούν. Έτσι αρχίζει τα ταξίδια στην Ελβετία, στην Ιταλία και στη Γερμανία. Το 1825 επιστρέφει στη Γερμανία με την πρόθεση να ξεκινήσει την πανεπιστημιακή του καριέρα, αλλά φεύγει λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος από την πλευρά του πανεπιστημίου και της επιδημίας της Χολέρας που οδήγησε στον θάνατο και τον Χέγκελ. Το 1833 μετακομίζει στη Φρανκφούρτη, όπου και ζει για το υπόλοιπο της ζωής του. Πεθαίνει το 1860 σε ηλικία 72 χρονών από πνευμονία.

Ένα σημείο εστίασης της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ ήταν η διερεύνηση του πάνω στο ατομικό κίνητρο. Πριν από τον Σοπενχάουερ, οΓκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ είχε εισαγάγει την έννοια του Zeitgeist, την ιδέα ότι η κοινωνία διέπετο από μια συλλογική συνείδηση η οποία κατέτεινε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δίνοντας την κατευθυντήριο γραμμή στα μέλη της. Ο Σοπενχάουερ, γνώστης της φιλοσοφίας του Εμμάνουελ Καντ και του Χέγκελ, άσκησε κριτική στη λογική βελτιοδοξία και την πίστη ότι η ατομική ηθική καθορίζονταν από την κοινωνία και από τον Λόγο. Ο Σοπενχάουερ πίστευε ότι οι άνθρωποι υποκινούνταν από τις ίδιες τους τις βασικές επιθυμίες, ή από τη Wille zum Leben (βούληση του ζην), η οποία κατεύθυνε όλη την ανθρωπότητα. Για τον Σοπενχάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία ήταν μάταιη, άλογη, ακαθοδήγητη, και, κατ' επέκταση, αυτό ίσχυε για όλο το σύνολο της ανθρώπινης δράσης. Η Βούληση για τον Σοπενάουερ είναι μια μεταφυσική οντότητα που ελέγχει όχι μόνο τις πράξεις του ατόμου, αλλά εν τέλει και όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. Βούληση, για τον Σοπενάουερ, είναι ό,τι ο Καντ ονόμαζε «πράγμα καθαυτό».

Για τον Σοπενάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία, η «βούληση» και η θέληση προκαλούν πόνο και ανέχεια. Ένας προσωρινός τρόπος να απαλλαχθεί κανείς από τον πόνο είναι μέσω της αισθητικής περισυλλογής. Αυτός είναι ο αμέσως καλύτερος τρόπος καταστολής της βούλησης, πέρα από την πλήρη εξάλειψη του θέλειν. Η ολική απορρόφηση στον κόσμο νοούμενο ως Παράσταση, μέσω της αναπαραγωγής της πραγματικότητας από το έργο τέχνης, σώζει τον άνθρωπο από τον κόσμο ως Βούληση, που είναι ο καθαυτό κόσμος. Η μουσική κατέχει μείζονα θέση στην αισθητική θεώρηση του Σοπενάουερ καθώς, λόγω της αφαιρετικότητας της, δεν βασίζεται σ' ένα φαινομενολογικό παραστατικό μέσον. Ημουσική αισθητικά αναπαριστά την Βούληση καθαυτήν, αδιαμεσολάβητη, και όχι όπως αυτή παρουσιάζεται υπό του ατομικιστικού πρίσματος. Σύμφωνα με τον Daniel Albright «ο Σοπενάουερ πίστευε ότι η μουσική ήταν η μόνη τέχνη η οποία δεν αντέγραφε απλά ιδέες, αλλά ήταν η ίδια η ενσάρκωση της Βούλησης».

Η ηθική θεωρία του Σοπενχάουερ πρότεινε ότι υπάρχουν τρία κύρια ηθικά ελατήρια: η συμπόνια, η μοχθηρία και ο εγωισμός. Η συμπόνια είναι το κύριο κίνητρο της ηθικής έκφρασης. Η μοχθηρία και ο εγωισμός είναι εκφυλισμένες εναλλακτικές ηθικές εκφράσεις.

Η επιρροή του Σοπενχάουερ ήταν πιθανόν πιο έντονη πάνω στην πραγμάτευσή του για την ψυχολογία του ανθρώπου παρά πάνω στη σφαίρα της φιλοσοφίας. Οι φιλόσοφοι μέχρι τον Σοπενάουερ δεν είχαν εντυπωσιαστεί από την πίεση που ασκεί το σεξ πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά ο Σοπεάουερ αναφέρθηκε σ' αυτό και σε συναφή θέματα εκτενώς:
...ο καθένας πρέπει να μένει έκπληκτος που ένα πράγμα [σεξ] το οποίο παίζει ένα τόσο σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή έχει μέχρι τώρα πρακτικά παραμεληθεί από το σύνολο των φιλοσόφων, και στέκει μπροστά μας σαν ανεπεξέργαστο και ακατέργαστο υλικό.
Έδωσε όνομα σε μία δύναμη εντός του ανθρώπου, η οποία, όπως ο Σοπενάουερ διαισθανόταν, σταθερά επικρατούσε έναντι της λογικής: τη Βούληση του ζην (Wille zum Leben). Την όρισε ως μία εγγενή ώθηση εντός των ανθρώπινων όντων, και των πλασμάτων γενικά, να παραμείνουν ζωντανοί και να αναπαραχθούν. Ο Σοπενάουερ αρνιόταν να εκλάβει την αγάπηως κάτι ασήμαντο ή τυχαίο, αλλά αντίθετα την εξέλαβε ως μια αστείρευτη δύναμη που βρισκόταν αθέατη εντός της ανθρώπινης Ψυχής αλλάζοντας δραματικά τη μορφή του κόσμου.
Ο απόλυτος σκοπός όλων των υποθέσεων αγάπης... είναι πιο σημαντικός από κάθε άλλο σκοπό στη ζωή του ανθρώπου και γι' αυτό αξίζει τη μέγιστη σοβαρότητα με την οποία καθένας τον επιδιώκει. Αυτό το οποίο σχεδιάζεται μέσω των υποθέσεων αυτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύνθεση της επόμενης γενιάς.
Αυτές οι ιδέες αποτελούσαν προοικονομία της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης και των φροϋδικών εννοιών πάνω στη λίμπιντο και το ασυνείδητο.

Η πολιτική σκέψη του Σοπενάουερ είναι, σε μεγάλο μέρος της, ένας απόηχος του ηθικού του συστήματος (το οποίο αναπτύσσεται στο βιβλίο Die beiden Grundprobleme der Ethik(Στα Θεμέλια της Ηθικής). Η ηθική καταλαμβάνει περίπου ένα τέταρτο του κύριου έργου του Σοπενάουερ, Ο κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση.
Σε περιστασιακές αναφορές πάνω στην πολιτική στα Πάρεργα και Παραλειπόμενα, ο Σοπενάουερ περιγράφει τον εαυτό του ως υπέρμαχο ενός φιλελεύθερου κυβερνητικού συστήματος. Το ουσιώδες ήταν, πίστευε, το κράτος «να αφήνει κάθε άνθρωπο ελεύθερο προς την αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης», και θα προτιμούσε «να κυβερνάται από ένα λιοντάρι παρά από τους αραουραίους ακόλουθούς του» — δηλαδή προτιμούσε τη διακυβέρνηση ενός μονάρχη από ένα δημοκράτη. Ο Σοπενάουερ παρόλα αυτά συμμεριζόταν την άποψη του Τόμας Χομπς για την αναγκαιότητα του κράτους, και της κρατικής βίας, με την οποία καταστέλλονται οι καταστροφικές τάσεις που ενυπάρχουν στο ανθρώπινο είδος.
Ο Σοπενάουερ, σύμφωνα με ομολογία του ίδιου, δεν στοχάστηκε ιδιαίτερα πάνω στα πολιτικά ζητήματα, και πολλές φορές αναφέρει με περηφάνια πόσο λίγη προσοχή έδωσε στις σύγχρονές του πολιτικές υποθέσεις. Σε μία εποχή επαναστάσεων ενάντια στη Γαλλική και Γερμανική κυβέρνηση, παρέμεινε στην απόμακρή του στάση «στοχαζόμενος όχι τις εποχές αλλά τις αιωνιότητες». Γενικά ο Σοπενάουερ αμφισβητούσε την εξελικτική πορεία της Ιστορίας και το εύρος των συμπερασμάτων που μπορούσε κανείς να βγάλει ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα. Ο Σοπενάουερ έκανε πολλές υποτιμητικές παρατηρήσεις πάνω στους Γερμανούς και τη Γερμανία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι «Καταλογίζει κανείς στους Γερμανούς ότι μιμούνται πότε τους Γάλλους και πότε τους Άγγλους. Ωστόσο, είναι ακριβώς ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν, διότι, αν περιοριστούν στα δικά τους μέσα, δεν έχουν τίποτε καλό να επιδείξουν».
Ο Σοπενάουερ είχε μια ξακάθαρη ιεραρχική σύλληψη πάνω στην ανθρώπινη φυλή, αποδίδοντας φυλετική ανωτερότητα στις βόρειες, «λευκές» φυλές, λόγω της ευαισθησίας τους και της δημιουργικότητας τους:
Οι σημαντικότεροι πολιτισμοί και κουλτούρες, πέραν των αρχαίων Ινδών και Αιγυπτίων, παρατηρούνται αποκλειστικά στις λευκές φυλές, ενώ ακόμη και με πολλούς σκουρόχρωμους ανθρώπους, η κυρίαρχη κάστα ή φυλή, έχει πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα από τους υπόλοιπους και κατά συνέπεια, επιλέγει τη μετανάστευση-παραδείγματος χάριν οι Βραχμάνοι, οι Ίνκας και οι κυρίαρχοι των Νήσων του Ειρηνικού. Όλο αυτό οφείλεται στο γεγονός του ότι η αναγκαιότητα είναι η μήτρα της εφευρετικότητας, καθώς εκείνες οι φυλές που μετανάστευσαν στον Βορρά και σταδιακά έγιναν λευκές, έπρεπε να αναπτύξουν όλες τις πνευματικές δυνάμεις και να εφεύρουν και να τελειοποιήσουν όλες τις τέχνες στη συγκρουσιακή τους σχέση με την ανάγκη, τη θέληση και την ανέχεια, που τις διάφορες μορφές τους, επέφερε το κλίμα.
Πέραν τούτου, ήταν κατάφορα αντίθετος προς τη διαφορετική μεταχείρηση των ανθρώπων ανάλογα με τη φυλή τους, όντας ένθερμος εχθρός της δουλείας και υποστηρικτής του κινήματος για την κατάργησή της.
Από την άλλη, τα γραπτά του είναι εμποτισμένα με μεταφυσικό και πολιτικό αντι-Ιουδαϊσμό. Ο Σοπενάουερ υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός αποτελούσε μια επανάσταση ενάντια στην υλιστική βάση του Ιουδαϊσμού, επιδεικνύοντας μια ηθική επηρεασμένη από την Άρυα-Βεδική διδασκαλία της αυτοϋπερνίκησης, την οποία αντιπαρέβαλε στην αδαή αναζήτηση μιας επίγειας ουτοπίας, που χαρακτήριζε το Ιουδαϊκό πνεύμα:
Ενώ όλες οι άλλες θρησκείες επιδιώκουν να εξηγήσουν μέσω συμβόλων τη μεταφυσική σημασία της ζωής, η θρησκεία των Εβραίων επιμένει σε μία πολεμική ιαχή στα πλαίσια της διαπάλης των Ιουδαίων με άλλα έθνη.


Έργα του Άρθουρ Σοπενχάουερ στα νέα ελληνικά

  • Περί μεταφυσικής, τέχνης και έρωτος. Εισαγωγή-μετάφρ. Κ.Λ. Μεραναίος - Λένα Πολίτη. «Δαρεμά», Αθήνα χ.χ.
  • Αφορισμοί για τη φρόνηση στη ζωή. Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου. «Μαρή», Αθήνα 1964.
  • Επιλογή από το έργο του. Μετάφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος - Κλάους Μπέτσεν. «Στιγμή», Αθήνα 1993 (3η έκδ., 2005. 4η έκδ., 2007).
  • Σκέψεις και αποσπάσματα. Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου. εκδ. «Μαρή», Αθήνα χ.χ.
  • Σκέψεις και αποσπάσματα. Μετάφρ. Κ. Νικολάου. εκδ. «Γκοβόστης», Αθήνα 2002.
  • Εριστική διαλεκτική ή η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο. Διατυπωμένη σε 38 τεχνάσματα. Μετάφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Επιμ. Νίκος Στασινόπουλος. "Printa", Αθήνα 2003.
  • Τα πάθη του κόσμου. Σκέψεις και χωρία. Μετάφρ. Ηλίας Π. Νικολούδης. "Printa", Αθήνα 2003.
  • Περί γυναικών. εκδ. «Καρδαμίτσα», Αθήνα 2005.
  • Δοκίμιο για τις γυναίκες. Μετάφρ. Αλέξανδρος Βέλιος. 2η έκδ., εκδ. «Ροές», Αθήνα 2005.
  • Μεταφυσική του έρωτα. Μετάφρ. Η. Π. Νικολούδης. «Ροές», Αθήνα 2009.
  • Έρωτας και ζωή. Μετάφρ. Ι. Ζερβός. εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.
  • Ο άνθρωπος και η κοινωνία. Μετάφρ. Γ. Εγγλέζος. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.
  • Το ασήμαντο αιώνια επαινούν. Μετάφρ. Ξενοφών Αρμύρος. εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 2009.
  • Αφορισμοί. Για την πρακτική σοφία της ζωής. Μετάφρ. Δημήτρης Υφαντής. «Ροές», Αθήνα 2010.
  • Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο. Μετάφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά, Εισαγωγή-Επίμετρο A. C. Grayling. Εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 2011.
  • Περί θανάτου, Μετάφραση Λεωνίδα Καρατζά, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 2012.
  • Η τέχνη του να είσαι προσβλητικός, Μετάφραση Λεωνίδα Καρατζά, «Γνώση», Αθήνα 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου