Γλείψτε τους καμπινέδες του υπουργείου οικονομικών κι ύστερα ελάτε να φάτε ξύλο
Ο χωροφύλακας είναι εδώ. Είναι ο γείτονας εργαζόμενος. Το πιο σπουδαίο κομμάτι του εαυτού του διαθέτει φασιστικό νου, για να κάνει τα αθροίσματα κάθε επίβουλης εντολής στα πεδία των μαχών. Και το πεδίο μάχης είναι η γειτονιά που μεγάλωσε. Εκεί στους δρόμους που κάνει τη βόλτα του ως πολίτης, αλλάζει δέρμα κάποια πρωινά και κάποιες νύχτες και με λύσσα μετρημένη γαμάει και δέρνει. Έχει όλα τα αξεσουάρ μυρουδιάς θανάτου εντός της οικίας του. Από σιδερογροθιές και κλομπ μέχρι το Αγών μου, που βρίθει από εθνικοσοσιαλιστικά μουστακάκια που θέλουν να κάνουν σκόνη το διαφορετικό.
Ο χωροφύλακας αυτός που κατουρά έξω απ’ τη λεκάνη και εκσφενδονίζει την κουράδα του στα πλακάκια απαιτεί από κάποιο υπόδουλο ον να του καθαρίσει τα σκατά και να του σκουπίσει τον κώλο. Ο χωροφύλακας αυτός που είναι η προέκταση του μέσου όρου, εκπροσωπεί την κτηνώδη εγωπαθή μεγαλοσύνη, που καλλιεργεί ο γόης καπιταλισμός στον λεγόμενο απλό πολίτη. Σ’ αυτόν τον πολίτη που κάνει ιδεολόγημα τη χυδαιότητά του. Σ’ αυτόν τον πολίτη που απαιτεί απ’ την καθαρίστρια να του μαζέψει τις βρωμιές. Να του μαζέψει τα σκουπίδια.
Άραγε τα σκουπίδια προκύπτουν από μόνα τους; Μήπως εμείς που αποφεύγουμε να μαζέψουμε τα σκουπίδια μας και να καθαρίσουμε σωστά τα σκατούλια μας απ’ τη χέστρα, επιβάλουμε την κυριαρχία μας σε υπάρξεις, που, από ανάγκη θα πολεμήσουν με τα κόπρανα και τα απορρίμματα της βρωμερής καταναλωτικής μας ύπαρξης για να επιβιώσουν; Μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε κάποτε πως αυτό το ατιμωτικό-λεγόμενο-επάγγελμα, θα πρέπει δια ροπάλου και σιδερογροθιάς να καταργηθεί; Μήπως θα πρέπει περιοδικά και αενάως όλοι οι πολίτες να μαζεύουν τα σκατά τους;
Μήπως, ο πολύς κύριος δικηγόρος και ο ακόμα πιο πολύς κύριος καθηγητής πρέπει μια φορά το μήνα να κλαρώνουν πίσω απ’ τη σκουπιδιάρα μαζεύοντας τα σκουπίδια τους απ’ το δρόμο; Λέω και σκέφτομαι, μήπως γίνουμε καλλίτεροι άνθρωποι αν πάψουμε να θεωρούμε κάποιους ανθρώπους ικανούς μόνο και μόνο να μαζεύουν τα σκατά μας.
Λέω και σκέφτομαι μήπως αυτό το κτήνος που χτυπά με σιδερογροθιά στο κεφάλι τη γυναίκα που τού μαζεύει τα σκατά, είναι ένα μικρό κομματάκι του εαυτού μας που με τους αιματηρούς φόρους και τις θυσίες επιδοτεί την καταστολή; Μήπως αλήθεια αυτή η σιδερογροθιά κι αυτή η στολή κι αυτό το κράνος δεν έγιναν απ’ τα χέρια ενός εργάτη που κάποια στιγμή θα τα φάει στη μάπα; Μήπως όλα αυτά είναι παράγωγα ενός ακραίου συστήματος επιβολής του δίκιου του ισχυρού; Μήπως όλες αυτές οι παλιομοδίτικες απορίες οδηγούν αναπόφευκτα και μοιραία στη σύγκρουση; Μήπως απ’ τη μια μεριά οχυρώνεται η αξιοπρέπεια άοπλη κι απ’ την άλλη ταμπουρώνεται η κακοήθεια οπλισμένη; Για να επιβάλεις οτιδήποτε σε οποιονδήποτε χρειάζεσαι χωροφύλακα.
Ο χωροφύλακας είναι η βέργα στα χέρια του κράτους. Μια βέργα όμως που μπορεί να έρθει σε οργασμό, να τεκνοποιήσει, να ερεθιστεί, να κάνει βουτιές, ψαροτούφεκο, να καθαρίζει φασολάκια, να γράψει ποιήματα, να ψάλει στον ιερό άγιο Παντελεήμονα. Ο χωροφύλακας είναι παράγωγο της κοινωνικής οργάνωσης. Δεν μεταβιβάζει το μήνυμα της εξουσίας αλλά υποβιβάζει ηθικά το υποκείμενο ώστε να συμφιλιωθεί με το μήνυμα. Είναι ο άνθρωπος που θα δεχτεί από καθήκον να τσακίσει στο ξύλο κάποιον άγνωστο και κάποιον που θα παραμείνει διαπαντός άγνωστος γι’ αυτόν. Είναι ο άνθρωπος που θα πρέπει να διαθέτει τον κατάλληλο ψυχισμό.
Είναι ο τύπος που θα πρέπει να του σηκώνεται όταν κλοτσάει ένα ανυπεράσπιστο ον και θα πρέπει να φτιάχνεται απ’ τη μυρουδιά του φόβου, του ιδρώτα και του αίματος. Είναι αυτός που θα πρέπει να εκπαιδευτεί με τον ίδιο τρόπο και να λειτουργήσει ως μεσολαβητής ενός ακραίου σαδισμού. Που θα πρέπει να φυτέψει μέσα στο καλό και υπάκουο παιδί τη συνθήκη που λέει, πως, έχω δύναμη και εξουσία γιατί είμαι η προέκταση της δύναμης και της εξουσίας του δυνατού. Άρα δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αφού είμαι προέκταση της δύναμης.
Ο χωροφύλακας όμως είναι ένας ρομαντικός χάνος ανάμεσα σε παγωμένα συντρίμμια. Κάνει αυτό που κάνει γιατί πιστεύει πως κάνει το καλό. Ο χωροφύλακας είναι δέσμιος της αντίφασης που θέλει να καλυτερέψει τον κόσμο με τη βία. Όχι όμως μια βία δικιά του αλλά μια βία αλλότρια. Μια βία συμφερόντων που τον διαχειρίζονται δουλικά και σκυλίσια. Μια βία ορθολογικά συγκερασμένη με τη νεύρωσή του.
Ο χωροφύλακας αντιμετωπίζει τη ζωή με τον ηθικό δυισμό που του έχει επιβάλει το κράτος-εργοδότης. Με τη μητρική στοργή του επιτελάρχη. Με το χάιδεμα του ανωτέρου και το κόκκαλο της μισθωτής του σκλαβιάς. Ο χωροφύλακας δεν είναι ένας εργαζόμενος, αλλά ένας που επιβάλει την εργασία στους άλλους, με τους όρους που καθορίζει χωροχρονικά ο εργοδότης.
Ο χωροφύλακας βρίσκεται συνεχώς υπό καθεστώς τελετουργικής χειραγώγησης, σημαδεμένης με στερεότυπα και τελετουργικά στοιχεία. Είναι το αυτιστικό παιδί που παρατηρεί τα χέρια και τα πόδια του να κινούνται από άλλους. Είναι ο ήρωας που συμμετέχει στις μεγάλες αφηγήσεις του κεφαλαίου. Είναι ο παράφρων που έχει προσβληθεί από μηρυκασμό και επιβάλει την τάξη με όλη την ευφράδεια βίας που διαθέτει.
Ο χωροφύλακας είναι σπαρμένος σε όλους τους μηχανισμούς του κράτους. Είναι δάσκαλος, εφοριακός, γιατρός, υπάλληλος του δημαρχείου, είναι ο ταχυδρόμος, ο θυροκολλητής, ο παπάς και ο διάκος. Όπου δεν πίπτει ράβδος πίπτει πνεύμα. Με τη σέσουλα.
Πηγή: - RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου