varoufakis5_0
Η ομιλία του υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη στο Ινστιτούτο Brookings
«Επιτρέψτε μου να εκφράσω τη βαθύτατή μου ευγνωμοσύνη για την τιμή και το προνόμιο να απευθύνομαι σήμερα σε αυτό το εξαιρετικό ίδρυμα, σε μία κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία η νέα μας κυβέρνηση επωμίζεται ένα μνημειώδες έργο: αυτό της επιτυχούς ολοκλήρωσης -όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό- των τρεχουσών διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους μας.
Ο λόγος για τον οποίο θα εστιάσω σήμερα σε αυτές τις διαπραγματεύσεις είναι η παγκόσμια σημασία τους, όχι τόσο λόγω του ρίσκου της μετάδοσης μέσω των χρηματοοικονομικών κυκλωμάτων (που φόβισαν τόσο τρομακτικά τόσο πολλούς το 2010), αλλά επειδή η έκβαση των διαπραγματεύσεών μας, θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη στάση της Ευρώπης προς το ευρύτερο πρόβλημα που εντοπίζεται στον ιστό των δημοκρατιών και στα θεμέλια των πραγματικών οικονομιών μας. Εξάλλου, για να ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό δράμα χρέους του 2010 ήταν ο προάγγελος πολλών από αυτά που ακολούθησαν σε μεγάλα τμήματα της Ευρωζώνης, ακόμη και σε χώρες πιο απομακρυσμένες.
Θα μπορούσαμε να συγχωρήσουμε τη σκέψη κάποιου επηρεασμένου από το τρέχον κυρίαρχο αφήγημα, ότι η Ευρώπη έχει ξεπεράσει την κρίση της, ότι ο συνδυασμός μεγάλων δανείων διάσωσης για τις περιφερειακές της οικονομίες και αυστηρής λιτότητας, έφερε αποτελέσματα και ότι, μόνο η Ελλάδα απέτυχε να πηδήξει σε αυτό το τρένο προς την ανάκαμψη για λόγους που έχουν να κάνουν με τις δικές μας, ιδιόμορφες, ελληνικές αποτυχίες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα βρίθουν από παθογένειες που απαιτούν επείγουσα και εκτεταμένη θεραπεία. Μάλιστα, οι ίδιοι οι Έλληνες είχαν τόσο πολύ απηυδήσει με αυτές, ώστε βρήκαν το θάρρος να… εκλέξουν εμάς, ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Παρόλα αυτά, οι χρόνιες παθογένειες της Ελλάδας δεν μπορούν να εξηγήσουν το βάθος και την επιμονή της σημερινής κρίσης, αυτής δηλαδή που έχει, δυστυχώς, φτάσει στο στάδιο της Μεγάλης Ύφεσης- ο επταετής «Χειμώνας της Δυστυχίας μας». Για να εξηγηθεί αυτό, χρειάζεται κάποιος να στρέψει το κριτικό του βλέμμα προς τα μειονεκτήματα στο σχεδιασμό της νομισματικής μας ένωσης και πώς αυτά σχημάτισαν μία ανίερη συμμαχία με τα ελαττώματα του έθνους μας για να παραγάγουν μία κρίση «τέρας» -τέτοια που έχει καταλήξει σε μία κατάσταση ανθρωπιστικής έκτακτης ανάγκης με παγκόσμια σημασία.
Ρίξτε μία ματιά στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη και σε έθνη που απεικονίζονται ως οι φωτεινοί σηματοδότες της Ευρώπης, οι επενδύσεις, η αύξηση παραγωγικότητας και η βελτίωση των επιπέδων διαβίωσης υπήρξαν απογοητευτικές ακόμη και με τα στάνταρ της πενιχρής αμερικάνικης ανάκαμψης. Τα κέντρα δύναμης της Ευρώπης, οι πλεονασματικές οικονομίες του Βορρά, χώρες που «πέρασαν τον κάβο», εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά για να το επιτύχουν οικοδομώντας πλεονάσματα στα ισοζύγια πληρωμών τους -είτε σε σχέση με άλλες χώρες μέλη της Ευρωζώνης (δηλαδή ένα είδος ευρωπαϊκού παιγνίου μηδενικού αθροίσματος) είτε σε σχέση με την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία (δηλαδή ένα παγκόσμιο παίγνιο μηδενικού αθροίσματος το οποίο πιστεύαμε ότι το είχαμε ξεπεράσει στο Bretton Woods εδώ και τόσες δεκαετίες).
Ο συνδυασμός ενός κορεσμού αποταμιεύσεων υψηλών δημόσιων και ιδιωτικών χρεών, χαμηλές επενδύσεις, χαμηλά επιτόκια και γενικευμένη λιτότητα αναγκάζουν την Ευρώπη να αντιμετωπίσει την κρίση της εξάγοντάς τη προς τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ υπονομεύει περαιτέρω την πραγματική οικονομία των δικών της περιφερειών.
Με απλά λόγια, το τρέχον μείγμα πολιτικής μετατρέπει την Ευρώπη όλο και περισσότερο σε έναν μερκαντιλιστή Λεβιάθαν, έναν εξαγωγέα λιμναζόντων αποταμιεύσεων, έναν εξαγωγέα αποπληθωρισμού. Ακόμη πιο απλά, εάν το εξωτερικό ισοζύγιο της Κίνας θεωρούνταν αποσταθεροποιητικό πριν από μερικά χρόνια, η Ευρώπη αποτελεί έναν πιο σοβαρό λόγο ανησυχίας σήμερα.
Τίποτε από αυτά δεν αποτελεί καλό οιωνό, είτε για την Ευρώπη, είτε για την παγκόσμια οικονομία. Όσο και αν φαίνεται απίθανο, σας πληροφορώ, κυρίες και κύριοι, ότι το αποτέλεσμα της παρούσας ελληνικής διαπραγμάτευσης με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, την ΕΕ και τους Ευρωπαίους εταίρους μας θα παίξει σημαντικό ρόλο στον αν η Ευρώπη θα βοηθήσει ή θα εμποδίσει τις προσπάθειες του υπόλοιπου κόσμου να αφήσει πίσω το «κραχ» του 2008 και τις επίμονες επιπτώσεις του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της παγκόσμιας σημασίας των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους ευρωπαϊκούς θερμούς και το ΔΝΤ, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα:
Μια αποτυχημένη θεραπεία
Συχνά με ρωτούν: Γιατί είστε τόσο δύσκολος στις διαπραγματεύσεις σας με τους διεθνείς εταίρους σας; Γιατί οι διαπραγματεύσεις διαρκούν τόσο καιρό; Γιατί δεν μπορείτε απλά να διευθετήσετε το ζήτημα; Γίνεται όλοι τους να έχουν άδικο, ενώ εσείς έχετε δίκιο;
Να είστε βέβαιοι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι ότι η κυβέρνησή μας είναι περισσότερο πρόθυμη από οποιοδήποτε άλλο να φέρει αυτές τις διαπραγματεύσεις σε πέρας επιτυχώς. Σίγουρα δεν πιστεύουμε ότι έχουμε κανένα μονοπώλιο σε καλές ιδέες σχετικά με το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η Ελλάδα. Όσο περισσότερο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις τόσο μεγαλύτερη είναι η ασφυξία στην κοινωνική μας οικονομία και τόσο περισσότερο καθυστερούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, οι λειτουργικές λέξεις στην προκειμένη περίπτωση είναι: «επιτυχής ολοκλήρωση» -όχι μια ακόμη εκδοχή της «επέκτασης και προσποίησης» του είδους που, επί πέντε χρόνια, μετατρέπει ένα δράμα σε κρίση παγκόσμιας εμβέλειας. Η συνέχιση της «παράταση και προσποίησης» που δίνει άλλη μία στροφή στον φαύλο κύκλο χρέους-αποπληθωρισμού.
Κυρίες και κύριοι, τίποτα δεν θα ήταν πιο εύκολο για μένα, τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνησή μας, από το να προσυπογράψουμε το υπάρχον Μνημόνιο, το υπάρχον πρόγραμμα, να υποσχεθούμε να κάνουμε ό,τι λέει- όπως οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις τελετουργικά έκαναν – και έτσι να πάρουμε τα 7 δισ. ευρώ των δόσεων που εκκρεμούν άμεσα, ούτως ώστε οι καλοί δημοσιογράφοι του οικονομικού Τύπου να σταματήσουν να ανησυχούν τόσο πολύ για την κατάσταση της ρευστότητας στην Ελλάδα.
Μόνο που αυτό θα ήταν η λάθος συνταγή: Λάθος και από την πλευρά των δανειστών, των εταίρων μας, όπως και των δικών μας ανθρώπων, οι οποίοι αποτελούν το λαό τις Ελλάδος, αλλά εξίσου κάθε πολίτης κάθε κράτους-μέλους της Ευρωζώνης ο οποίος έχει μεγάλο μερίδιο στη σωστή κατάληξη αυτών των διαπραγματεύσεων.
Γιατί θα ήταν λάθος να βάλουμε απερίσκεπτα την υπογραφή μας στη λογική, τη φιλοσοφία και τις λεπτομέρειες του υφιστάμενου προγράμματος; Διότι αυτό το πρόγραμμα αποτελεί μια συνταγή, μια θεραπεία, που κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρήσει επιτυχημένη. Η επιμονή ότι πρέπει να συνεχίσουμε με τη λογική του, τη φιλοσοφία του και τις πολιτικές του, είναι βέβαιό ότι μεσοπρόθεσμα θα ενισχύσει μια εικόνα την οποία πρέπει να εξαλείψουμε: την εικόνα της Ελλάδας ως ένα απύθμενο πηγάδι, μια εικόνα που αποτελεί μεγάλη απογοήτευση στους διεθνείς εταίρους μας ενώ βουλιάζει το λαό μας σε αφόρητη απελπισία.
Οι μέχρι τώρα επιδόσεις είναι σημαντικές κυρίες και κύριοι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι έως τώρα επιδόσεις της Ελλάδας στην μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν είναι ικανοποιητικές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εξαρτάται από εμάς, τους Έλληνες και την κυβέρνησή μας, να αντιστρέψουμε την πορεία της οικονομίας μας. Να καταλήξουμε σε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα που θα λύσει το πρόβλημα. Για να συμβεί αυτό όμως πρέπει να επανεξετάσουμε τα κύρια συστατικά της θεραπείας με την οποία η χώρα μας είναι δεσμευμένη νομικά ως μέρος της συμφωνίας μας για ένα υπερμέγεθες δάνειο. Μια θεραπεία, ένα πρόγραμμα, ένα Μνημόνιο που οι επιδόσεις του είναι εξαιρετικά φτωχές.
Παραφράζοντας ένα περίφημο απόσπασμα από τις «Οικονομικές συνέπειες της ειρήνης» του Τζον Κέινς, δεν θα προσυπογράψουμε στόχους που γνωρίζουμε ότι η οικονομία μας δεν μπορεί να πετύχει μέσω πολιτικών που οι εταίροι μας δεν θα έπρεπε να θέλουν να επιβάλουν – όχι μόνο για χάρη δική μας, αλλά και για το κοινό ευρωπαϊκό και παγκόσμια συμφέρον.
Κυρίες και κύριοι, το 2010 το ελληνικό κράτος σταμάτησε να έχει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους του καθώς το ονομαστικό ΑΕΠ είχε αρχίσει να μειώνεται ένα χρόνο πριν, ενώ το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είχε γίνει λιγότερο ή περισσότερο αφερέγγυο, οι προοπτικές ανάπτυξης των εμπορικών μας εταίρων ήταν απογοητευτικές και η παγκόσμια πιστωτική πίεση έσπρωχνε τα επιτόκια προς τα πάνω. Πώς αντιμετωπίστηκε αυτό το πρόβλημα; Με το μεγαλύτερο δάνειο που δόθηκε ποτέ υπό την προϋπόθεση μιας τεράστιας εσωτερικής υποτίμησης η οποία ήταν επρόκειτο να συρρικνώσει βίαια τα εισοδήματα από τα οποία τα παλιά και τα νέα δάνεια θα έπρεπε να ξεπληρωθούν.
Αυτά τα δάνεια δόθηκαν, φυσικά, στην ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο μιας ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων και, όπως πάντα, ενός Μνημονίου. Αφήνοντας στην άκρη οποιαδήποτε πρόθεση για αντεγκλήσεις και ηθικολογίες κουνώντας το δάχτυλο, έχουμε καθήκον να συμφωνήσουμε ότι ποτέ στο παρελθόν διεθνείς θεσμοί δεν απέτυχαν τόσο θεαματικά να προβλέψουν το αποτέλεσμα των συνταγών πολιτικής όπως όσο στην περίπτωση της Ελλάδας.
Κατά μία σημαντική έννοια, η Ελλάδα πέρασε από μια περίοδο ανάπτυξης με τη «μέθοδο της πυραμίδας» (Ponzi) -αυτή η ανάπτυξη τροφοδοτείται από μη βιώσιμο δανεισμό- σε μια περίοδο λιτότητας με τη «μέθοδο της πυραμίδας», που είναι ο τρόπος που περιγράφω ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας που επίσης τροφοδοτείται από μη βιώσιμο δανεισμό.
Αυτές τις μέρες συχνά με ρωτούν: Γιατί άλλες χώρες στις οποίες η ίδια πολιτική δοκιμάστηκε δεν αντιμετώπισαν μια καταστροφική κατάρρευση σαν αυτή της Ελλάδας; Ο λόγος είναι απλός: Επειδή αυτοί υποβλήθηκαν σε σημαντικά λιγότερη λιτότητα και για σημαντικά μικρότερη χρονική περίοδο . Μάλιστα, η ανάπτυξη επέστρεψε μόνον όταν υπήρξε χαλάρωση λιτότητας.
Η Ελλάδα, από μία άποψη, είναι η κλασική ακραία περίπτωση: Αφού ήταν η πρώτη που «διασώθηκε» σε μια Ευρωζώνη στην οποία οι διασώσεις ήταν απαγορευμένες η χώρα μας κατέληξε σε πειραματικό εργαστήριο όπου έγινε πολύς αυτοσχεδιασμός προς όφελος των άλλων. Η Ελλάδα δέχθηκε πλήγμα για χάρη της Ευρώπης λόγω των δικών μας οικονομικών και κοινωνικών αποτυχιών αλλά και λόγω των μειονεκτημάτων στο σχεδιασμό της Ευρωζώνης. Έτσι οι συγκεκριμένες αποτυχίες μας επιδεινώθηκαν από το πλήγμα που δεχθήκαμε «χάριν της ομάδας».
Η Ιστορία θα διηγηθεί τον τρόπο με τον οποίο μια σειρά από χρεοκοπίες στον ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό τομέα κρύφτηκαν κάτω από το χαλί, με το πρόσχημα ότι ήταν περιπτώσεις έλλειψης ρευστότητας σε αυτό που συνιστούσε κατ΄ ουσίαν μια διάσωση ευρωπαϊκών τραπεζών μεταμφιεσμένη ως ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό.
Η Ιστορία θα καταγράψει επίσης ότι αυτό αποτελούσε μια κατάχρηση της έννοιας της αλληλεγγύης: Η Ελλάδα ποτέ στην πραγματικότητα δεν διασώθηκε καθώς μόλις το 9% των δανείων πήγε στο σπάταλο ελληνικό κράτος ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για να κρατηθούν όρθια τα ανεύθυνα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη.
Τελικά, η Ιστορία θα δείξει ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που συνόδευε τα δάνεια, ήταν λάθος –ότι, εάν κάποιος ιεραρχούσε όλες τις περιπτώσεις κερδοσκοπίας και παρασιτικών πρακτικών ξεκινώντας από τα πιο σημαντικά και καταλήγοντας στα λιγότερο αποκρουστικά, επί πέντε χρόνια τώρα, οι μεταρρυθμίσεις που βασίζονταν στο Μνημόνιο στόχευαν στον πάτο της λίστας και όχι στην κορυφή. Πράγματι, τα κατεστημένα συμφέροντα στην κορυφή της λίστας ήταν ενεργοί υποστηρικτές, ακόμη και διαχειριστές, της … μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αρχή της μεγαλύτερης λιτότητας για την πιο προβληματική ελλειμματική οικονομία προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση σε καιρό ειρήνης. Καθώς τα εισοδήματα έπεφταν και οι ελπίδες κατέρρεαν στις ξέρες οικονομικής και ψυχολογικής κατάθλιψης, η θέα και το άκουσμα των ολιγαρχών να κάνουν διαλέξεις σε όλους τους άλλους για τη σημασία των … «μεταρρυθμίσεων» -στο μέτρο που αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν άγγιζαν τα παράνομα κέρδη τους – κατέστησαν την Ελλάδα κυριολεκτικά μη μεταρρυθμίσιμη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα δάνεια αυξήθηκαν ανάλογα με τη λιτότητα- αντί να περιοριστούν εξαιτίας της.
Η άρνηση το 2010 της φύσης της κρίσης οδήγησε στο «κούρεμα» του 2012 με τρόπο που αποδεικνύει ότι το κόστος της «παράτασης και της προσποίησης» είναι ότι αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει νωρίτερα μια σοβαρή θεραπεία καταλήγει να είναι ένα αναποτελεσματικό και μάλιστα τοξικό αποτέλεσμα λίγο αργότερα.
Και υπάρχουν χειρότερα, κυρίες και κύριοι.
Όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι μέσα στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει αποτέλεσμα όταν υπάρχει ένα μεγάλο βάρος χρέους.
Ο υγιής σεβασμός για την έννοια της αποτελεσματικής συνολικής ζήτησης θα μπορούσε να μας είχε προειδοποιήσει ότι μια τεράστια μείωση μισθών δεν επρόκειτο να προσελκύσει επενδύσεις και να τονώσει την απασχόληση είναι κάτι που.
Ωστόσο, εκεί όπου οι επιδόσεις του προγράμματος γίνονται σοκαριστικά κακές είναι στο εξής: Ενώ το εισόδημα της εργασίας μειώθηκε κατά 32% και οι μισθοί έπεσαν 40% (σε συνάφεια με την υπόλοιπη περιφέρεια) η ελληνική εμπειρία αποτελεί εξαίρεση κατά μια σημαντική έννοια: Σε αντίθεση με τις άλλες περιφερειακές χώρες τα κέρδη (μικτά κέρδη εταιριών και μικτά εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων) επίσης μειώθηκαν περίπου το ίδιο (28%). Είναι καθαρό ότι ακόμα και η αντιστρόφως ανάλογη σχέση μισθού- ποσοστού κέρδους κατέρρευσε στην Ελλάδα.
Πάντως, το πιο χαρακτηριστικό στοιχεία της αποτυχίας αυτής της πολιτικής έχει να κάνει με το εκπληκτικό γεγονός ότι ενώ το κόστος εργασίας έπεσε δραματικά οι εξαγωγές παρέμειναν στα ίδια επίπεδα. Σας διαβεβαιώ ότι καμία σχολή οικονομικής σκέψης δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο χωρίς να αναγνωρίσει την αποτυχία του προγράμματος.
Η απάντηση ότι η χώρα δεν μεταρρυθμίστηκε σωστά δεν έχει καμία αξία εδώ. Ενώ καμία σοβαρή μεταρρύθμιση δεν έγινε η αύξηση των εξαγωγών έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να είναι σημαντική μετά από μια τόσο μεγάλη μείωση της εργασίας. Το ότι αυτό δεν συνέβη οφείλεται στο συνδυασμό της κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών κυκλωμάτων, της δραστικά μειωμένης συνολικής ζήτησης και ενός βάρους χρέους που απωθεί επενδυτές που φοβούνται τις συνεχείς φορο-επιδρομές από ένα απελπισμένο κράτος.
Γιατί διαρκούν τόσο πολύ οι διαπραγματεύσεις; Τι πρέπει να κάνουμε;
Μπορείτε να καταλάβετε γιατί οι διαπραγματεύσεις χρειάζονται τόσο χρόνο;
Είναι επειδή η νέα μας κυβέρνηση πρέπει να πείσει τους παγκόσμιους εταίρους μας ότι το προηγούμενο πρόγραμμα απέτυχε πριν συμφωνήσουμε σε ένα νέο πακέτο πολιτικών.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι μια τέτοια ομολογία θα δυσκόλευε τους υπερήφανους θεσμούς. Ειδικά ότι απαιτείται από μια νέα αριστερή κυβέρνηση, από μια χώρα που έχει δοκιμάσει τα νεύρα των εταίρων μας εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα με διάφορους τρόπους.
Το καθήκον της κυβέρνησής μας είναι να δεχθεί το πολιτικό κόστος μερικών δύσκολων αποφάσεων που είναι αναγκαίες για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των παγκοσμίων εταίρων μας.
Καθήκον δικό τους είναι να αποδεχτούν ότι το πρόγραμμα που εφαρμόζεται μέχρι στιγμής έχει αποτύχει σε σημαντικούς τομείς.
Πρέπει να τους πείσουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα της διαφθοράς και των «πυραμιδικής» (Ponzi) ανάπτυξης.
Και εκείνοι οφείλουν να πείσουν εμάς και το λαό μας ότι δεν προσπαθούν απλά να φιμώσουν για πάντα μια άβολη, αλλά φοβερά ειλικρινή και αρκετά ακριβή φωνή, μέσα στο Eurogroup.
Τώρα όμως είναι η ώρα να κοιτάξουμε ανυπόμονα προς ένα ευτυχέστερο μέλλον που πρέπει να προκύψει ως αποτέλεσμα της τρέχουσας διαπραγμάτευσης και μιας κοινής δέσμευσης σε μια αδιάσπαστη Ευρωζώνη που θεωρείται και βιώνεται ως μια επικράτεια κοινή ευρωπαϊκής ευημερίας.
Δύο είναι στα στοιχεία μιας έντιμης και αποτελεσματικής συμφωνίας:
Μια ατζέντα βαθιών μεταρρυθμίσεων που η ελληνική κοινωνία μπορεί να αγκαλιάσει με ενθουσιασμό και ένα μακροοικονομικά λογικό δημοσιονομικό σχέδιο.
Η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης
Ξεκινώντας με τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα, προτεραιότητά μας είναι να ξανα-αντιστρέψουμε την πυραμίδα των μεταρρυθμιστικών προτεραιοτήτων προς όφελος και της αποτελεσματικότητας αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης για να εμπνεύσουμε και να κερδίσουμε την υποστήριξη του ελληνικού λαού.
Οι πολιτικές μας για τις ιδιωτικοποιήσεις στοχεύουν στη σωστή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αντί για τα απαράδεκτα ξεπουλήματος του παρελθόντος:
Α. Απαιτήσεις ελάχιστης επένδυσης, πάνω από την τιμή που ζητείται έτσι ώστε να υπάρχει αντιστοιχία των βραχυπρόθεσμων εσόδων με τη μακροχρόνια αύξηση του ΑΕΠ.
Β. Πρόβλεψη για συμμετοχή στα συνταξιοδοτικά ταμεία από την συμμετοχή στο κεφάλαιο που θα διατηρήσει το κράτος
Γ. Ίδρυση μιας Δημόσιας Τράπεζας Επενδύσεων όπως η γερμανική KfW – χρησιμοποιώντας δημόσια περιουσία ως εγγυήσεις – έναν φυσικό εταίρο της ΕΤΕπ και δυνητικό δίαυλο για τη μεταφορά επενδύσεων της ΕΤΕπ στον ιδιωτικό τομέα.
Συνταξιοδοτικό
Όσον αφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα αντί για την οριζόντια μείωση των συντάξεων που προωθείται ως «ασφαλιστική μεταρρύθμιση», θα περιορίσουμε δραστικά πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και θα αποτρέψουμε τράπεζες και άλλες εταιρίες (δημόσιες και ιδιωτικές) από το να μετακινούν τα διαχρονικά εργασιακά τους κόστη στα ασφαλιστικά ταμεία ενθαρρύνοντας πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.
Οι πολιτικές μας στον τομέα της παροχής πιστώσεων, μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη και στην προστασία των αδύνατων, όπως και στη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων:
Α. Δημιουργίας μιας «κακής τράπεζας» (από το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ) ώστε να διαγράψουμε τα «κόκκινα δάνεια» χωρίς να πιέσουμε τις τιμές των ακινήτων προς τα κάτω με ένα κύμα πλειστηριασμών και χωρίς να δημιουργήσουμε ένα κύμα άστεγων Ελλήνων.
Β. Σύστημα ταχείας εξωδικαστικής διευθέτησης διαφορών σχετικά με τα «κόκκινα δάνεια» και τα φορολογικές οφειλές που θα επιτρέψει μια αποτελεσματική λειτουργίας «κακών τραπεζών» χρηματοδοτούμενων από τον EFSF καθώς και την ενίσχυση φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων.
Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα η απαγόρευση της αναζήτησης πληροφοριών από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από οποιαδήποτε υπηρεσίας του κράτους που βρίσκονται υπό την κατοχή του δημόσιου τομέα, θα μειώσει σημαντικά το κόστος των συναλλαγών καθώς επίσης θα αφαιρέσει ευκαιρίες μικρο-διαφθοράς.
Η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η αδήλωτη απασχόληση που υπολογίζεται στο 30% της μισθωτής εργασίας. Μέρος της αιτίας είναι η αποτυχία της δημόσιας διοίκησης (επιθεωρήσεις εργασίας) να επιβάλουν την εφαρμογή των ισχυόντων νόμων. Ένα άλλο μέρος είναι η απουσία έξυπνων, αποτελεσματικών συμβάσεων εργασίας ανάμεσα στις εργοδοτικές και τις εργατικές οργανώσεις. Γι αυτό το σκοπό θα ζητήσουμε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) να σχεδιάσουν συμβάσεις εργασίας που καταπολεμούν την αδήλωτη εργασίας και ενισχύουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργοδότες.
Ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και περιορισμός των μη ανταγωνιστικών πρακτικών που εφαρμόζονται από αυτούς που κηρύττουν ενάντια στη δύναμη των ολιγοπωλίων με αποτέλεσμα να αυξάνουν το περιθώριο τιμής-κόστους στη διάρκεια της ύφεσης.
https://panosz.wordpress.com/2015/04/16/varufakis-10/