στις 15 Οκτωβρίου του 1844, έρχεται στον κόσμο ο Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος Φρήντριχ Νίτσε. Η σκέψη του επηρέασε σημαντικά μετέπειτα φιλοσόφους, λογοτέχνες και καλλιτέχνες και έθεσε νέες βάσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες για τον άνθρωπο, τη φύση του και τα συστήματα του.
Γεννήθηκε στο Ρένκεν της Πρωσικής Σαξονίας, από θρησκόληπτους γονείς. Ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας και θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης τις οποίες όμως εγκατέλειψε, καθώς δεν έδωσαν απάντηση στην θρησκευτικές του αμφιβολίες. Στη συνέχεια, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, υπό τον καθηγητή Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ. Δημοσίευσε τα πρώτα του φιλοσοφικά άρθρα εμπνευσμένος από την επαφή του με τη φιλοσοφία του Σόπενχαουερ.
Εχοντας ήδη μυηθεί στον κόσμο της κλασικής μουσικής, γνώρισε το μεγάλο μουσικό δραματουργό Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η φιλία τους θα διαρκέσει χρόνια μέχρι τη στιγμή που οι προοδευτικές ιδέες του Νίτσε θα έρχονταν σε σύγκρουση με τη θρησκοληψία, το σωβινισμό και τον αντισημιτισμό του Βάγκνερ. Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του.
Παράλληλα, το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, μετά τις ενθουσιώδεις συστάσεις του καθηγητή του Ριτσλ, τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος. Αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας τα οποία απαιτούν αλλαγή κλίματος. Ταξιδεύει συχνά και γράφει διαρκώς. Το 1878 εκδίδει το «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» , το 1885 εκδίδει μόλις 50 αντίτυπα του «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» ενώ το 1888 γράφει το «Λυκοφώς των Ειδώλων» , τον «Αντίχριστο» και ξεκινάει το αυτοβιογραφικό «Ecce Homo». Στις 25 Αυγούστου του 1900, σε ηλικία 56 ετών, ο Φρήντριχ Νίτσε πεθαίνει από πνευμονία στην πόλη της Βαϊμάρης.
Το έργο του Νίτσε διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Αρχικά, φανερά επηρεασμένος από τον Σοπενχάουερ και το Βάγκνερ, διαπνεόταν από μία ρομαντική αντίληψη των πραγμάτων. Στη δεύτερη περίοδο, χειραφετημένος από τις επιρροές της πρώτης, ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης, ανακλώντας την παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Στην τρίτη και πιο ώριμη περίοδο, ο Γερμανός φιλόσοφος ασχολείται με το ζήτημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Ο Νίτσε προχώρησε σε μία ανάλυση και εκτίμηση των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της ηθικής των καιρών του. Με τον όρο «μηδενισμός» εννόησε των υποβιβασμό των υψηλών αξιών της εποχή του, την οποία θεωρούσε ότι χαρακτηρίζει ο παθητικός μηδενισμός.
Ουσιαστικά, θέλησε να πει πως ο θετικισμός του 19ου αιώνα είχε καταρρίψει την απολυτότητα που περιέβαλλε τις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Αντιεθνικιστής και απόλυτα αντιρατσιστής, προέβλεψε ότι το έργο του θα παρερμηνευθεί και ότι δύσκολα θα γίνει κατανοητό σε βάθος – και η Ιστορία έδειξε ότι είχε απόλυτο δίκιο. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η παρερμήνευση του έργου του από τους οπαδούς του ναζισμού, κυρίως εξαιτίας παρεμβάσεων της αδερφής του στα γραπτά του Νίτσε, μετά τον θάνατό του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον Φ. Νίτσε
Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη. -Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα. Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.
-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.
Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.
Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.
Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […] Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]
http://tvxs.gr/news/unlisted
Πιο επίκαιρος από ποτέ ο Φρειδερίκος Νίτσε. Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο <<Η Γέννηση της Τραγωδίας>> (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15,ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερα μνεία στο ελληνικό έθνος αποδεικνύοντας ότι ο Νίτσε είναι πολύ μπροστά από την εποχή του.
Διαβάστε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.
Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας
από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».
Διαβάστε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.
Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας
από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».
Πώς; Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Ή μήπως ο Θεός είναι ένα λάθος του ανθρώπου;
Ό,τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.
Βοήθησε ο ίδιος τον εαυτό σου: τότε θα σε βοηθήσουν όλοι.
Αρχή της αγάπης προς τον πλησίον.
Υπάρχει ένας δρόμος που μπορεί να τον βαδίσει μονάχα ένας. Ποιος; Εσύ! Πού πηγαίνει; Μη ρωτάς Βάδισέ τον!
Σπάνια κάνει κανείς μόνο ένα σφάλμα. Στο πρώτο σφάλμα κάνει κανείς πάρα πολλά. Γι' αυτό κάνει συνήθως κι ένα δεύτερο - κάνοντας αυτή τη φορά πολύ λίγα...
Το σκουλήκι μαζεύεται όταν το πατούν. Αυό είναι έξυπνο. Με τούτο τον τρόπο μειώνει τις πιθανότητες να το πατήσουν πάλι. Στη γλώσσα της ηθικής αυτό λέγεται ταπεινοφροσύνη.
Τί; Ψάχνεις; Θέλεις να πολλαπλασιαστείς επί δέκα, επί εκατό; Ψάχνεις για οπαδούς; - Ψάξε για μηδενικά!
Όταν η γυναίκα έχει αντρικές αρετές θέλει κανείς να το βάλει στα πόδια. Κι όταν δεν έχει αντρικές αρετές τότε το βάζει αυτή στα πόδια.
Ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταστρέψεις έναν νέο είναι να του διδάξεις να εκτιμάει περισσότερο εκείνους που σκέφτονται σαν αυτόν από εκείνους που σκέφτονται διαφορετικά απ' αυτόν.
Φαινομενικός ηρωισμός: Το να ριχτείς στην καρδιά της μάχης μπορεί νά ναι σημάδι δειλίας.
Και ο χρόνος μετριέται από την καταραμένη μέρα από την οποία άρχισε αυτή η συμφορά - από την πρώτη μέρα του χριστιανισμού! Γιατί να μην τον μετρούμε από την τελευταία μέρα του χριστιανισμού; Γιατί όχι από σήμερα; Επαναξιολόγηση όλων των αξιών!
Η γυναίκα μαθαίνει να μισεί όσο ξεμαθαίνει να γοητεύει.
Την περισσότερη ανεντιμότητα τη δείχνουμε απέναντι στο Θεό: δεν του επιτρέπουμε να αμαρτήσει!
Η αγάπη για έναν άνθρωπο είναι βαρβαρότητα, επειδή ασκείται σε βάρος όλων των άλλων. Παρόμοια και η αγάπη για τον Θεό.
Θεωρώ απαραίτητο να πλύνω τα χέρια μου πριν έρθω σε επαφή με θρήσκους ανθρώπους.
Να μη ξεχνάμε!
Οσο πιο ψηλά πετάμε, τόσο πιο μικροί φαντάζουμε σ' εκείνους που δεν μπορούν να πετάξουν.
Δεν είναι η αγάπη τους για την ανθρωπότητα, είναι η ανικανότητα της αγάπης τους αυτή που εμποδίζει τους σημερινούς χριστιανούς - να μας κάψουν
Το να μιλάμε πολύ για τον εαυτό μας μπορεί νά ναι κι ένα μέσο για να τον κρύβουμε.
Μια επικίνδυνη απόφαση: Η χριστανική απόφαση να βρίσκει άσχημο και κακό τον κόσμο τον έκανε άσχημο και κακό.
Ωριμότητα του ανθρώπου: είναι να ξαναβρίσκει τη σοβαρότητα που είχε παιδί, όταν έπαιζε.
Πρέπει να φεύγουμε από τη ζωή όπως έφυγε ο Οδυσσέας από τη Ναυσικά, ευλογώντας την παρά ερωτευμένος μαζί της.
Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ' όλα τα ψυχρά τέρατα: ψεύδεται ψυχρά και να το ψέμα που βγαίνει απ' το στόμα του: «Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός».
«Πώς θα μπορέσω ν' ανέβω στην κορφή του βουνού;» - «Ανέβα λοιπόν τώρα και μην το σκέφτεσαι πολύ».
Φρηντριχ Νίτσε
Θα μελετήσω τους αθεϊστές, και αργότερα τους θεϊστές, κατά χρονολογική σειρά γέννησής τους, Όμως θα ξεκινήσω με τονNietzsche επειδή αυτός είναι πιθανότατα ο πλέον διάσημος αθεϊστής στον κόσμο. Ειδικώτερα, είχε απορρίψει με δραματικότατο τρόπο τον Χριστιανισμό και τον Χριστιανικό Θεό. Η πιο γνώριμη δήλωσή του, «Ο Θεός πέθανε», είναι γνωστή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Τον απασχολούσε βαθύτατα η θρησκεία, σε όλη την διάρκεια της ζωής του, ενώ επανειλημμένα και επίμονα αποκήρυσσε τις Χριστιανικές ιδέες και όσους τις πίστευαν. Επιπρόσθετα, οι βιογράφοι του Nietzsche συμφωνούν πως η σκέψη του είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη, πολύπλοκη ψυχολογία του. Ο ίδιος ο Nietzsche μας παρέχει την βάση αυτής της σύνδεσης: «Σταδιακά έχει γίνει προφανές σε μένα πως κάθε μεγάλη φιλοσοφία μέχρι στιγμής ήταν: συγκεκριμένα, η προσωπική ομολογία του συγγραφέα της, καθώς και ένα είδος ακούσιου και ασυναίσθητου απομνημονεύματος... Στον φιλόσοφο, αντιθέτως, δεν υπάρχει τίποτε που να μην είναι προσωπικό, και, πάνω απ’ όλα, η ηθική του αποτελεί οριστική και αποφασιστική μαρτυρία για το ποιος είναι.»[2] Σε παρόμοια φλέβα, οNietzsche δήλωσε: «Δεν έχω επ’ ουδενί αντιληφθεί τον αθεϊσμό ως αποτέλεσμα κάποιου συλλογισμού, πολλώ μάλλον σαν γεγονός. Σε μένα, είναι ενστικτωδώς προφανής.»[3] Έχουμε λοιπόν βάσιμο λόγο να πιστέψουμε πως η ψυχολογία (το ασυναίσθητο «ένστικτο») του Nietzsche έχει σχέση με την φιλοσοφία του.
Ο Nietzsche γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό στην Πρωσική Σαξονία (Γερμανία) στις 15 Οκτωβρίου 1844, ήταν δε γιός ενός Λουθηρανού πάστορα. Από τις δύο πλευρές της οικογένειάς του είχαν υπάρξει πολλοί κληρικοί. Ένας από τους βιογράφους του σημειώνει πως παρ’ ότι δεν έμαθε να μιλάει παρά μόνο όταν έγινε δυόμιση ετών, «είχε όμως αποκτήσει μια πολύ στενή σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος μάλιστα του επέτρεπε να εισέρχεται στο γραφείο του την ώρα που εργαζόταν».[4]
Ο πατέρας του Nietzsche, ο πάστωρ Ludwig Nietzsche, απεβίωσε στις 30 Ιουλίου 1849, δύο ή τρεις μήνες πριν από τα πέμπτα γενέθλια του νεαρού Nietzsche. Ο πάστορας ήταν άρρωστος όλο τον προηγούμενο χρόνο, από μια ασθένεια του εγκεφάλου. (Η μεταθανάτια πιστοποίηση μιλούσε για κάποια «μαλάκυνση» που είχε επηρεάσει μέχρι και το ένα τεταρτημόριο του εγκεφάλου του[5]). Πριν πεθάνει, και ακόμα πριν εκδηλωθεί η ασθένειά του, περιστασιακά εμφάνιζε μικρές επιληπτικές κρίσεις, οι οποίες ανησυχούσαν την νεαρή σύζυγό του.[6] Ο Nietzsche συχνά μιλούσε θετικά για τον πατέρα του, και για τον θάνατό του ως μια μεγάλη απώλεια που ποτέ του δεν λησμόνησε. Όπως το περιέγραψε ένας βιογράφος του, ο Nietzsche ήταν «παθιασμένα προσκολλημένος στον πατέρα του, και το σοκ της απώλειάς του ήταν βαθύτατο»[7]. Όταν ήταν στην αρχή της εφηβείας του, ο Nietzsche έγραψε τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια – Aus meinem Leben (Από την Ζωή μου) – οι οποίες συμπεριελάμβαναν και την περιγραφή της ημέρας που πέθανε ο πατέρας του:
Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωί, άκουγα θρήνους τριγύρω μου. Η αγαπημένη μου μητέρα μπήκε μέσα με κλάματα, ολολύζοντας «Θεέ μου! Ο αγαπημένος μου Λούντβιχ είναι νεκρός!» Αν και ήμουν ακόμα μικρός και αθώος, είχα κάποια ιδέα του τι σημαίνει θάνατος. Καθηλωμένος όπως ήμουν από την σκέψη πως θα χωριζόμουν για πάντα από τον πολυαγαπημένο μου πατέρα, έκλαψα πικρά. Οι ημέρες που ακολούθησαν είχαν καταληφθεί από θρήνους και προετοιμασίες για την κηδεία. Θεέ μου! Είχα γίνει ορφανό, και η μητέρα μου χήρα! – Στις 2 Αυγούστου, τα γήινα απομεινάρια του αγαπημένου μου πατέρα παραδόθηκαν στο χώμα… Η τελετή άρχισε στις μία το μεσημέρι, και συνοδευόταν από τον ήχο των καμπανών. Ω, θα έχω για πάντα εκείνη την υπόκωφη κλαγγή των καμπανών μέσα στα αυτιά μου, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την μελαγχολική μελωδία του ύμνου Jesu mein Zuversicht (Ιησού, Πίστη μου).[8]
Στην ίδια αυτή, πρώιμη αυτοβιογραφία του, ο νεαρός Nietzsche είχε εκφράσει έντονα θρησκευτικά συναισθήματα και ταύτιζε τον Θεό με τον νεκρό πατέρα του: «Στο κάθε τι, ο Θεός με έχει οδηγήσει με ασφάλεια όπως οδηγεί ένας πατέρας το αδύναμο παιδάκι του… Σαν μικρό παιδάκι, εμπιστεύομαι την Χάρη Του.»[9]
Όταν ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, ο Nietzsche έγραψε πως ο πατέρας του «πέθανε πάρα πολύ νωρίς. Μου έλειπε η αυστηρή και ανώτερη καθοδήγηση μιας ανδρικής διανόησης.»[10] Όμως κάποια άλλα σχόλια του Nietzscheφανερώνουν πως παρ’ ότι αγαπούσε και θαύμαζε τον πατέρα του, τον έβλεπε ταυτόχρονα σαν άτομο αδύναμο και ασθενικό, που του έλειπε η «δύναμη ζωής». Τον Ιούλιο του 1888, έξι μήνες πριν υποστεί τον νευρικό κλονισμό από τον οποίο ποτέ δεν συνήλθε, έγραψε πως υπέφερε «κάτω από την πίεση μιας νευρικής εξασθένησης (η οποία εν μέρει είναι κληρονομική –από τον πατέρα μου, ο οποίος επίσης πέθανε εξ αιτίας μιας διάχυτης έλλειψης δυνάμεως ζωής.)[11] Ο Nietzsche έκανε τον συσχετισμό αυτό ξεκάθαρο, όταν έγραψε: «Ο πατέρας μου πέθανε στην ηλικία των 36. Ήταν εύθραυστος, αγαπητός και ασθενικός, σαν ένα ον που προορίσθηκε να επισκεφθεί μόνο προσωρινά τον κόσμο αυτό – ήταν σαν μια λεπτεπίλεπτη υπενθύμιση ζωής, παρά αυτή καθεαυτή η ζωή.»[12]
Η γενική αδυναμία και ασθενικότητα του πατέρα του ήταν για τον Nietzsche επίσης συνδεδεμένη – όπως αναμενόταν – με τον Χριστιανισμό του πατέρα του. Η κυριότερη κριτική του Nietzsche για τον Χριστιανισμό – για την ηθική του, για τον Ιησού της Χριστιανικής θεολογίας, και για την όλη έννοια του Θεού των Χριστιανών – ήταν πως έπασχε από έλλειψη, ακόμα και απόρριψη, της «δύναμης ζωής». Ο Θεός που είχε επιλέξει ο Nietzsche ήταν ο Διόνυσος – μια ισχυρή παγανιστική έκφραση της «δύναμης ζωής». Έτσι λοιπόν δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την απόρριψη του Θεού και του Χριστιανισμού από τονNietzsche ως απόρριψη της αδυναμίας του πατέρα του. Η ιδιαίτερη φιλοσοφία του Nietzsche, με την έμφαση που έδινε στον «υπεράνθρωπο» (uebermensch), στην «θέληση για ισχύ», στο «να γίνεται κανείς σκληρός», στο «ξανθό θηρίο», καθώς και στην πασίγνωστη υποτίμηση που έδειχνε προς τις γυναίκες (για παράδειγμα, είχε πει κάποτε: «Πηγαίνεις να δεις γυναίκα; Μην ξεχάσεις το μαστίγιό σου!» Και αλλού: «Η ευτυχία του άνδρα είναι το ‘εγώ θα’. Η ευτυχία της γυναίκας είναι το ‘αυτός θα’»[13] όλα υποδηλώνουν τις περαιτέρω εκδηλώσεις της απόπειράς του να ταυτισθεί με ένα αρσενικό πρότυπο που ο πατέρας του (και ως προέκταση αυτού, η θρησκεία του πατέρα του) δεν μπόρεσαν ποτέ να του παράσχουν.
Η αναζήτησή του για την αρρενωπότητα είχε υπονομευθεί ακόμα περισσότερο από μια άλλη επικυριαρχία των παιδικών του χρόνων, μετά τον θάνατο του πατέρα του: εκείνη της μητέρας του και των γυναικών-συγγενών του. Ζούσε σε ένα πολύ Χριστιανικό σπιτικό με την μητέρα του, την νεώτερη αδελφή του, την εκ πατρός γιαγιά του και δύο θείες εκ πατρός, μέχρι που έφυγε για το σχολείο του σε ηλικία 14 ετών. Έτσι, δεν μας εκπλήσσει που για τον Nietzsche η Χριστιανική ηθική ήταν κάτι που αφορούσε τις γυναίκες – μια ένδειξη αδυναμίας, μια νοοτροπία σκλάβου. Στο έργο Ecce Homo (την αυτοβιογραφία του), είχε δηλώσει: «Όταν αναζητώ το βαθύτερό μου αντίθετο, την ανυπολόγιστη μικρότητα των ενστίκτων, πάντοτε βρίσκω εκεί την μητέρα μου και την αδελφή μου – το να συγγενεύω με τέτοιο συρφετό θα ήταν βλασφημία εναντίον της θεότητάς μου. Η μεταχείριση που έχω υποστεί από την μητέρα και την αδελφή μου, μέχρι και αυτή τη στιγμή, με γεμίζει με ανέκφραστη φρίκη: εδώ ενεργεί ένας απόλυτα διαβολικός μηχανισμός.»[14]
Στο τοπικό σχολείο που φοιτούσε σαν νεαρός, ο Nietzsche είχε δυσκολία στο να ταυτίζεται με άλλα αγόρια. Τον κορόϊδευαν, αποκαλώντας τον «μικρό πάστορα» εξ αιτίας της σοβαρής, συγκρατημένης και ευλαβικής συμπεριφοράς του. Λόγω της μυωπίας του, το σωματικά παθητικό του ταμπεραμέντο, και τις συχνές αδιαθεσίες του, ακόμα και από την παιδική του ηλικία, δεν συμμετείχε και στα αγορίστικα παιχνίδια. Προκειμένου να υπερκαλύψει τα κοινωνικά του ελλείμματα , ακόμα και στην νεαρή αυτή ηλικία, ο Nietzsche υπερτόνιζε το επιβάλλον του – πράγματι, είχε ένα αληθινό πόθο για αυτοκυριαρχία. Κάποτε έκανε μια επίδειξη θάρρους στα άλλα παιδιά, παίρνοντας μια χούφτα σπίρτα, ανάβοντάς τα και κρατώντας τα μέσα στην παλάμη του χεριού του, μέχρι που ένας περαστικός τα πέταξε βίαια στο έδαφος. Το χέρι του είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα.[15]
Πολλοί έχουν παρατηρήσει την έντονη απόκλιση ανάμεσα στην σκληρή, δραματική και πολύ αρρενωπή φιλοσοφία τουNietzsche –ένα είδος φανταστικής περσόνας που είχε δημιουργήσει- και το πραγματικό του ταμπεραμέντο και συμπεριφορά. «Ο πόλεμος είναι άλλο πράγμα», έγραφε. «Εκ φύσεως είμαι φιλοπόλεμος. Το να επιτίθεμαι είναι ανάμεσα στα ένστικτά μου.»[16] Όμως από κοντά ήταν ένα κλειστός και διανοούμενος τύπος που συχνά υπέφερε από κεφαλαλγίες, πόνους στομάχου και διάφορα άλλα σωματικά προβλήματα, ανάμεσά τους και τα συμπτώματα σύφιλης. Η υγεία του ήταν τόσο άθλια, που συχνά έμενε κλινήρης, με την φροντίδα της αδελφής του και της μητέρας του.
Η φιλοσοφία του μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας έντονος πνευματικός αγώνας για να ξεπεράσει την αδυναμία του Χριστιανού πατέρα του – αδυναμία που συχνά έμοιαζε να τον στοιχειώνει, όπως ένα όνειρο που είχε δει σαν μικρό παιδί το 1850, έξι μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, και λίγο πριν πεθάνει ο μικρός αδελφός του, βρέφος ακόμα:
Άκουγα τον ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου να παίζει όπως σε κηδεία. Όταν πήγα να δω τι συμβαίνει, ξαφνικά ανοίγει μπροστά μου ένας τάφος και βγαίνει από μέσα του ο πατέρας μου, τυλιγμένος με ένα σάβανο. Προχώρησε βιαστικός προς την εκκλησία και μετά από λίγο επέστρεψε, κρατώντας ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά του. Ο λοφίσκος του τάφου ξανα-άνοιξε, εκείνος σκαρφάλωσε και ξαναμπήκε μέσα στον τάφο, και η ταφόπετρα ξανακάθισε πάνω από το άνοιγμα. Ο ογκούμενος ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου σταματάει ξαφνικά, και εγώ ξυπνάω. Το πρωί διηγούμαι το όνειρο στη νεκρή μητέρα μου... Μετά από λίγο καιρό, ο μικρός Ιωσήφ αρρώστησε ξαφνικά. Τον έπιασαν σπασμοί και εντός λίγων ωρών, είχε πεθάνει.»[17]
Εν ολίγοις, στον Nietzsche έχουμε μια δυνατή, πνευματικά αρρενωπή αντίδραση σε ένα νεκρό, πολύ Χριστιανό πατέρα ο οποίος είχε αγαπηθεί και θαυμαστεί, αλλά είχε θεωρηθεί αρρωστιάρης και αδύναμος – ένα δείγμα εκείνου που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «δύναμη θανάτου» - ακριβώς το αντίθετο της φιγούρας του Υπεράνθρωπου που είχε εξιδανικεύσει οNietzsche. Όπως ένας από τους βιογράφους του το περιέγραψε, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Nietzsche μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια μόνιμη «αναζήτηση του πατέρα».[18] Μάλιστα, ο Υπεράνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί ως η εξιδανικευμένη πατρική φιγούρα του Nietzsche.
(Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου